© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Πολέμησα τον Γερμανό, αλλά όχι τον Έλληνα»

Κωδικός Ιστορίας
11160
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Ασλανίδης (Γ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/10/2019
Ερευνητής/τρια
Νίκη Φωτιάδου (Ν.Φ.)

[00:00:00]

Ν.Φ.:

Ερευνήτρια: Νίκη Φωτιάδου, 15 Οκτωβρίου 2019. Αφηγητής: Γεώργιος Ασλανίδης, Γιαννιτσά. Καλή σας ημέρα, κύριε Γεώργιε. 

Γ.Α.:

Καλημέρα. 

Ν.Φ.:

Θα θέλαμε να μας πείτε πότε γεννηθήκατε και πού;

Γ.Α.:

Γεννήθηκα το 1926 στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Οι γονείς μου ήρθαν από τον Πόντο, απ' την Όλασσα Τραπεζούντος. Ήρθαν με την ανταλλαγή, με δύο παιδιά και η γυναίκα του, τρία-τέσσερα άτομα ήρθανε, στην Καλαμαριά πήγανε, αλλά εκεί χτύπησε μια μεγάλη ασθένεια και σηκωθήκανε, φύγανε. Το πρώτο, το παιδί, από εκεί το πήρανε ο Ερυθρός Σταυρός. Ήταν λίγο άρρωστο, ας πούμε, το πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και εξαφανίστηκε. Το άλλο, το παιδί, ήρθαν στους Πύργους και πέθανε εκεί και η γυναίκα του μαζί, πεθάνανε απ' την αρρώστια.

Ν.Φ.:

Είχατε κάποιο νέο για το παιδί που πήρε ο Ερυθρός Σταυρός;

Γ.Α.:

Ναι, ψάξαμε, δε βρήκαμε τίποτα. Ναι, και ο πατέρας μου, ύστερα, μετά ένα χρόνο, ξαναπαντρεύτηκε και πήρε τη μάνα μου, την Ελένη Πολυχρονίδου από το Κάτω Γραμματικό. Ναι, και μαζί της απόκτησαν εφτά παιδιά. Πρώτη ήταν η αδερφή μου, η Κυριακή, δεύτερος εγώ, ο Γιώργος, τρίτος ο Κώστας, τέταρτη η Λίση, πέμπτος ο Ανέστης, έκτη η Δόμνα και τελευταίος ο Αντωνάκης, εφτά αδέρφια κι έτσι μεγαλώσαμε στο χωριό.

Ν.Φ.:

Με τι ασχολούνταν ο πατέρας σας;

Γ.Α.:

Ο πατέρας μου ασχολούνταν με τη γεωργία και τα πρόβατα, κτηνοτροφία, γεωργία, γεωργός ήτανε κι εμείς πήγαμε, πηγαίναμε στο σχολείο. Η αδερφή μου πήγε ένα χρόνο νωρίτερα στο σχολείο, πρώτη, νήπια, μεγάλη, πρώτη και τη δεύτερη χρονιά πήγα και εγώ. Με πήρε η αδερφή μου, με κρατούσε αγκαζέ και πήγαμε στο σχολείο και πήγα κάθισα στην τάξη, τη δεύτερη. Ήρθε ο δάσκαλος και με λέει: «Θα πας στην πρώτη τάξη εσύ, όχι στη δεύτερη». Κι εγώ έκλαψα, δεν ήθελα να πάω κι έμεινα εκεί με την αδερφή μου κι απευθείας πρώτη τάξη πήγα. Μετά–

Ν.Φ.:

Στο σχολείο σας άρεσαν τα μαθήματα; Θυμάστε κάτι; Ο δάσκαλος ήταν αυστηρός;

Γ.Α.:

Ήτανε καλοί, ας πούμε, όλοι.

Ν.Φ.:

Ποιο μάθημα σου άρεσε;

Γ.Α.:

Μάθημα, όλα μ' άρεζαν τα μαθήματα. Και προβιβάστηκα, ας πούμε, τελείωσα το Δημοτικό. Μετά άρχισα να βοηθάω τον, τον πατέρα μου στη γεωργία. Στο διάστημα αυτό ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Ήρθαν και, σε εμάς ήταν οι μισοί, το χωριό οι μισοί ήταν εντόπιοι και αυτοί –Ήρθαν οι Βουλγάροι στο χωριό μας και οργάνωσαν τους εντόπιους και αυτοί κάθε βράδυ πυροβολούσανε προς το συνοικισμό το δικό μας, κάθε βράδυ, και αναγκάστηκαν οι δικοί μας, οι Πόντιοι, στείλανε δύο, δύο ανθρώπους στην Καστοριά με δύο μουλάρια και φορτώσανε εκατό όπλα και εμείς οι Πόντιοι, χωρίς οργάνωση, χωρίς τίποτα, πήραμε εκατό όπλα. Και κάθε βράδυ αυτοί ρίχνανε οι εντόπιοι, ένα βράδυ εμείς, όλοι μαζί, και τα εκατό όπλα, ρίξαμε από 5 σφαίρες αυτομάτως. Οι εντόπιοι, μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς, δεν ήξεραν ότι έχουμε όπλα, μόλις το άκουσαν, άλλο δεν πυροβολούσαν απ' το βράδυ.

Ν.Φ.:

Γιατί πυροβολούσαν προς το συνοικισμό των προσφύγων;

Γ.Α.:

Μας φοβέριζαν, ήθελαν να έρθει η Βουλγαρία για, στην Ελλάδα...

Ν.Φ.:

Γιατί δεν ήθελαν τους πρόσφυγες;

Γ.Α.:

Δεν ήθελαν για, τέλος...

Ν.Φ.:

Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα...

Γ.Α.:

Όχι, [00:05:00]ήρθανε. Ναι! Ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα και οργανώθηκαν τα ανταρτικά στην Ελλάδα. Και οι πρώτοι καπεταναίοι που από τη Νάουσα βγήκανε, ο Ακρίτας, ο Παγώνας και ο Μαύρος, με τριάντα αντάρτες ήρθαν στο χωριό μας, ήρθαν κατάλαβαν, κατέλαβαν το χωριό και υποχρεώσαν όλους τους χωριανούς, όσοι είναι δύο άνδρες από ένα σπίτι, ο ένας να πάρει όπλο και να γίνει εφεδρικό ΕΛΑΣ κι, επειδή εμείς ήμασταν τρεις άνδρες, αναγκαστικά εγώ, ο πατέρας μου έστειλε εμένα, πήρα το όπλο και γράφτηκα στο εφεδρικό ΕΛΑΣ, ναι. Γράφτηκα και κάθε βράδυ φυλάγαμε σκοπιά, ομάδες, ναι. Και ήρθαν οι Γερμανοί, ήρθανε μια μέρα να πάνε στο Γραμματικό απ' το χωριό μας, απ' το Αμύνταιο ήρθαν αυτοί και θα πηγαίνανε στο Γραμματικό. Συνάμα, εμείς, σαν εφεδρικό ΕΛΑΣ, φύγαμε προς το Γραμματικό και αυτοί ήρθαν από πίσω μας και όταν φτάσαμε, προτού να μπούμε στο χωριό, το Γραμματικό, το Κάτω Γραμματικό, είδαμε εκεί δύο λόχοι αντάρτοι και στήσανε ενέδρα τους Γερμανούς. Αυτοί μάθανε, από κάπου μάθανε ότι θα 'ρθουν οι Γερμανοί και τους στήσανε ενέδρα. Και στην, ήτανε ένα χωράφι στην άκρη του χωραφιού, από εκεί μεριά. Μόλις φτάσαμε εκεί, είδαμε τους αντάρτες ακροβολισμένοι εκεί και μας είπανε, υποχρέωσαν, με είπαν εμένα, μάλλον, υποχρεωτικά, είχα και το όπλο, έστησα εκεί πέρα, πολυβολείο έκανα με πέτρες και περιμέναμε να 'ρθουν οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί ήρθαν, ανέβηκαν το ύψωμα, να μπουν στο χωράφι. Κατά λάθος, ένας αντάρτης έριξε μια σφαίρα. Έριξε, αμέσως οι Γερμανοί καταστάλαξαν εκεί πέρα και στήσανε τα πολυβόλα τους, τα αυτά και σε καμιά ώρα γίνεται μια μάχη, ομοβροντία! Εκατό-διακόσιοι αντάρτες και διακόσιοι Γερμανοί, όλοι μαζί. Πυροβολούμε επί μισή ώρα! Χαμός έγινε και οι Γερμανοί είδανε ότι υπάρχει δύναμη ανταρτών, γύρισαν πίσω. Δεν ήρθαν στο Γραμματικό, ναι.

Ν.Φ.:

Θύματα είχε;

Γ.Α.:

Ε; Θύματα δεν, τραυματίες μερικοί. Μου φαίνεται οι Γερμανοί ήσαν λίγο τραυματισμένοι, οι δικοί μας όχι.

Γ.Α.:

Και οι Γερμανοί γύρισαν, πήγαν στο χωριό, στον κάτω μαχαλά, στον ποντιακό μαχαλά, κάθισαν εκεί πέρα, ήτανε η ώρα 15:00-16:00 το μεσημέρι, κάθισαν να φάνε εκεί πέρα λίγο. Οι Πόντιοι, οι γυναίκες, μόλις τους είδαν ότι τρώνε, τους έφεραν ψωμιά, τυριά, φρούτα, ό,τι είχανε, τους φέρανε τους Γερμανούς εκεί και τους τάισαν και οι Γερμανοί δεν πείραξαν κανέναν, έφυγαν, ας πούμε. Αλλά, όταν, ύστερα, κάψαν το χωριό, αυτός ο Διοικητής που τον τάισαν οι Πόντιες, οι γυναίκες, ήταν στο Γραμματικό και είχαν εντολή, δύο χιλιάδες Γερμανοί κύκλωσαν το Βέρμιο και να κάψουν τα χωριά, ας πούμε, Μεσόβουνο, Πύργοι, ξέρω εγώ...

Ν.Φ.:

Γιατί;

Γ.Α.:

Γιατί μάθανε ότι ήταν οι αντάρται από εκεί πέρα, τους πρόδωσαν ότι τρώγανε απ' το χωριό, ερχόνταν εκεί και μάζεψαν, ύστερα, οι Γερμανοί τους κάτω μαχαλιώτες στην εκκλησία, εκεί πέρα, σε μια πλατειούλα και τους χώρισαν τους άντρες να τους εκτελέσουν, αλλά ο Γερμανός, που τον τάισαν προτού δυο-τρεις μήνες οι Πόντιοι, ήταν στο Γραμματικό. Στέλνει από εκεί μια μοτοσικλέτα με το Γερμανό και έρχεται στο Γερμανό αυτός που θα εκτελούσε τους, τους άντρες και ήταν ένας διερμηνέας απ' το Φιλώτα με τους Γερμανούς, είδε ότι έδωσε το σημείωμα και το σημείωμα έλεγε ο Γερμανός, εκείνος ο Διοικητής[00:10:00], που τον, που τον τάισαν οι Πόντιοι, ότι: «Τον κάτω μαχαλά δε θα πειράξετε κανέναν, όλοι είναι καλοί». Και από εκεί όλους μαζί τους έστειλαν εξορία στην Πτολεμαΐδα, ναι. Αλλά οι ταγμασφαλίται λήστεψαν το χωριό κι εκεί που είχαμε τον Ομαδάρχη, πιάσανε τον κατάλογο και στον κατάλογο ήταν το δικό μου το όνομα γραμμένο, πρώτος, «Εφεδρικό ΕΛΑΣ» και οι ταγμασφαλίται με ψάχνανε. Και αναγκάστηκα, όταν κάηκε το χωριό, κρυφά, πήγαινα –Ήταν η λίμνη του Ρούτνικ εκεί πέρα και είχε πολύ ψάρι και πήγαινα εγώ με το γάιδαρο από εκεί, φόρτωνα ψάρια και τα πήγαινα στη Νάουσα. Πήγαινα τα πουλούσα, έκανα το εμπόριο κρυφά και μετά είδα ότι τα πράγματα δεν πάν' καλά, σηκώθηκα, έφυγα.

Ν.Φ.:

Πήγατε προς το βουνό, για να; Όταν μπήκαν–

Γ.Α.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Οι Γερμανοί στο χωριό; 

Γ.Α.:

Α! Ναι, ναι! Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, εγώ με τον γείτονά μου φύγαμε προς το βουνό. Στην πλαγιά εκεί, σε ένα χωράφι μέσα, ήσανε από τον πάνω μαχαλά, ήταν εκεί η Οργάνωση και αυτοί από το βράδυ μάθανε ότι θα 'ρθούνε οι Γερμανοί και από το βράδυ πήγανε στο χωράφι, μέσα, κρύφτηκαν εκεί, στην πλαγιά του βουνού. Οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό και από το χωριό ξεκίνησαν προς το βουνό κι έτυχε κι εμείς να είμαστε μαζί με τους εκατό εκεί πέρα. Και είδαμε οι Γερμανοί έρχονται προς τα πάνω, εγώ με το γείτονα πήγαμε 100 μέτρα πιο πάνω στο πυκνό, ήταν πεύκα, κρυφτήκαμε εκεί πέρα. Οι Γερμανοί ήρθανε στα γυναικόπαιδα, εκεί, και άρχισαν με τα πολυβόλα να πυροβολούνε. Και σκότωσαν εκατό άτομα εκεί μέσα... Ναι, κι από εκεί εμείς είδαμε ότι σκοτώνουνε, πήγαμε, κρυφτήκαμε στο πυκνό το δάσος.

Ν.Φ.:

Γυναικόπαιδα, άμαχο πληθυσμό, δηλαδή;

Γ.Α.:

Ναι, άμαχο, γυναικόπαιδα, γέρους, μωρά, ό,τι ήταν εκεί πέρα. Αυτοί δε μπορούσαν να φύγουν, απ' το βράδυ ήρθαν κι έμειναν εκεί πέρα και τους σκότωσαν όλους κι εμείς, ύστερα, πήγαμε, κρυφτήκαμε στο δάσος. Κρυφτήκαμε. Οι Γερμανοί πήραν ένα μικρό μωρό και ήταν το λιβάδι και το πυκνό το δάσος, στην άκρη εκεί, 'δεσαν το μωρό σε ένα, σ' ένα θάμνο, το δέσανε και το μωρό μέρα νύχτα φώναζε: «Μαμά, μπαμπά, μαμά, μπαμπά», να πάμε να το πάρουμε και να μας σκοτώσουν οι Γερμανοί, το βάλανε για ενέδρα. Ναι, να πάμε να το πάρουμε να μας σκοτώσουν κι εμείς δεν πήγαμε. Πέρασαν 5 μέρες, 5-6 μέρες, πεθάναμε από την δίψα, απ' την πείνα, ποτάμι, είχε ένα ποταμάκι κι έτρεχε νερό, νερό ήπιαμε, αλλά ψωμί δεν είχαμε. Δεν είχαμε ψωμί. Ένα βράδυ, τέσσερα άτομα, ο κουμπάρος μας με το γαμπρό του κι εγώ με έναν φίλο μου, νύχτα, βγήκαμε από το, από το δάσος, για να πάμε για το χωριό. Και ήταν το λιβάδι πέρα για πέρα ανοιχτό το μέρος, πέρα στην πλαγιά βλέπαμε ότι 30 μέτρα σκοπιά, φωτιά, σκοπιά, φωτιά και δε μπορούσαμε να φύγουμε και προχωρήσαμε προς τα πάνω κάνα 500 μέτρα να βρούμε διέξοδο, να φύγουμε, να κατέβουμε στο χωριό, να φάμε. Δε βρήκαμε. Και αναγκαστικά από εκεί πάλι μπήκαμε στο δάσος, αλλά για να μην κάνουμε τον περίγυρο που ήρθαμε, απευθείας κόψαμε το ύψωμα και να μπούμε στο δάσος. Πηγαίνοντας στην πλαγιά, οι Γερμανοί ήταν απέναντι γραμμή, ας πούμε, αλλά αυτοί είχαν στήσει ενέδρα, ενέδρες σε, σε διάφορα σημεία κι εμείς κατά τύχη να πέσουμε απάνω στην ενέδρα. Μόλις φτάσαμε στο ύψωμα, βλέπω εγώ ένα αντίσκηνο. Από εκεί άνοιξε το αντίσκηνο ο Γερμανός, βγήκε έξω με το αυτόματο, στα 10 μέτρα, απάνω μας με το αυτόματο. Περίμενα εγώ να πυροβολήσει, ας πούμε. Περίμενα, δεν πυροβολούσε, περίμενα… Με το φίλο μου φύγαμε στην πλαγιά[00:15:00], φύγαμε προς το δάσος, φύγαμε προς τα εκεί. Ο νουνός μου, αυτός, ο κουμπάρος μας με τον γαμπρό του καθόταν εκεί, δεν έφυγε μαζί μας. Μετά, πέρασε λίγο, βλέπω κι αυτός τρέχει, έρχεται. Λέω: «Γιατί δεν ήρθατε από πίσω μας;». Λέει: «Περίμενα -λέει- να αδειάσει το αυτόματο πάνω σας και ώσπου να βάλει άλλη ταινία να φύγουμε». Και έτυχε να είναι ο Γερμανός καλός –τώρα, τι ήτανε;– και δε μας πυροβόλησε. Νύχτα ήταν κιόλας, αυτός καθυστέρησε μέσα στο αντίσκηνο για να ντυθεί. Ο άλλος, φαίνεται, τον φώναξε, φαίνεται, ως να ντυθεί αυτός και να βγει έξω, πέρασαν 10 λεπτά. Στα 10 λεπτά εμείς φτάσαμε εκεί πέρα και πέσαμε επάνω του. Τέλος πάντων, εκεί μείναμε 10 ημέρες. Είχαμε και δέκα Εγγλέζους, αυτοί ήταν και αυτοί μαζί μας στο πυκνό, εκεί πέρα. Αυτοί κάτι καλαμπόκια είχανε και μας δώσανε από μια χούφτα, φάγαμε και καθίσαμε 10 ημέρες. Στις 10 ημέρες οι Γερμανοί, oι Εγγλέζοι μάθανε ότι οι Γερμανοί φύγανε από το Βέρμιο και μας το είπανε και εμείς στις 10 μέρες κατεβήκαμε στο χωριό, αλλά δε μπορούσαμε να πάμε στο χωριό, γιατί το χωριό ήταν άδειο, καμένο και οι ταγμασφαλίται κάθε μέρα ληστεύανε το χωριό. Και πήγαμε και κρυφτήκαμε στο, τις οικογένειες τις εξόρισαν στο Φιλώτα. Εκεί, σε ένα σπίτι, ήταν η οικογένειά μας και πήγα εκεί, κάθισα 5-10 μέρες, αλλά οι ταγμασφαλίται μας ψάχνανε εμάς, είχαν τον κατάλογο που ήμασταν στο εφεδρικό και μας ψάχνανε και αναγκαστικά από εκεί έφυγα, ήρθαμε στην Καρυώτισσα. Εκεί ήταν οι συγγενείς μας απ' το Γραμματικό, εξόριστοι και αυτοί. Καθίσαμε κάνα 2 μήνες εκεί πέρα, στο αυτό. Πήγα, πήγαμε, ύστερα, στο χωριό πάλι, πήγα στο χωριό. Η γειτόνισσα είχε ένα μεγάλο παιδί, είχε πέντε παιδιά ορφανά και το μεγάλο το παιδί της ήρθε στο χωριό και πήγε αντάρτης. Αυτή ήρθε να τον ψάξει, ήρθε σε εμένα. Ήρθε, με λέει: «Πού είναι ο γιος μου;». Την είπα: «Πήγε στα ανταρτικά». «Εσύ κάθεσαι εδώ πέρα και αυτός πήγε στα ανταρτικά;». Πήγε στην Οργάνωση, τους είπε, οπωσδήποτε: «Στείλατε το γιο μου αντάρτη και ο άλλος κάθεται εδώ πέρα;». Και η Οργάνωση με ειδοποίησαν, πήγα εκεί πέρα, μου λένε: «Εντός 3 ημερών πρέπει να φύγεις από το χωριό ή να πας να καταταγείς αντάρτης ή να φύγεις». Και να φύγω, πού να πάω; Αφού στην Καρυώτισσα μας ψάχνανε οι ταγμασφαλίτες της Κρύας Βρύσης. Πήγα στο χωριό, οι Μεσοβουνιώται με ψάχνανε και αναγκαστικά πήγα, κατατάχτηκα στο ΕΛΑΣ. Κατατάχθηκα και στο Κάτω Γραμματικό ήταν τα έμπεδα. Εκεί εκπαιδεύανε τους νεοσύλλεκτους αντάρτες που πηγαίνανε και πηγαίνανε στα τάγματα, όσοι ήθελαν. Κι εκεί, επειδή ήμουν πολύ σβέλτος εγώ στις, στις ασκήσεις, ο Διοικητής με κράτησε. Με λέει: «Εσύ δε θα φύγεις στα τάγματα. Θα είσαι εδώ πέρα εκπαιδευτής, μαζί μου». Κι εκεί κάθισα 3 μήνες και πήγαινα απ' το βράδυ, άναβα φωτιές σε ένα ύψωμα κι ερχότανε οι Εγγλέζοι, τα αεροπλάνα απ' την Αγγλία, τη νύχτα και ρίχνανε στο λιβάδι μέσα, εκεί, στο Άνω Γραμματικό, ρίχνανε τρόφιμα, όπλα, λίρες, αυτά, ρίχνανε.

Ν.Φ.:

Για να ενισχύσουν τον αγώνα της αντίστασης; 

Γ.Α.:

Ναι, να ενισχύσουν το ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΣ, ναι, όπλα, αυτά. Κι εκεί κάθισα, ώσπου τελείωσε, ας πούμε, σχεδόν αυτό. Πήγαμε στο Σέλι, εκεί ήταν ο Λόχος Διοικήσεως κι εκεί μπήκα αυτό, διορθώναμε τα αυτά, τα τηλέφωνα. Έγινα τηλεφωνητής αντάρτης και σύνδεα τα χωριά με το Σέλι, με τη Διοίκηση, το αυτό, με γραμμές και ύστερα[00:20:00] φύγανε οι Γερμανοί, απολύθηκα, πήγα στο χωριό.

Ν.Φ.:

Θυμάστε την εικόνα του χωριού; Πώς ήταν το χωριό, όταν γυρίσατε;

Γ.Α.:

Το χωριό ήτανε έρημο, δεν είχε ούτε ένα σπίτι. Όλα τα σπίτια καμένα, ρημαγμένα κι εγώ έμεινα εκεί πέρα σε ένα αυτό, είχαμε μια καλύβα, σαν στάβλος ήτανε κι εκεί μέσα έμενα εγώ, όταν κρυβόμουν εκεί.

Ν.Φ.:

Ενώ η οικογένεια παρέμεινε στο Φιλώτα;

Γ.Α.:

Ναι, στο Φιλώτα; Όχι, μετά ήρθαν στο χωριό η οικογένεια, αλλά δημιουργήθηκε ο Εμφύλιος. Ο Εμφύλιος δημιουργήθηκε, έπρεπε εγώ σαν αντάρτης, έπρεπε να, έγραφε το απολυτήριο να παρουσιαστείς στην πλησιέστερη μονάδα χωρίς πρόσκληση. Κι έπρεπε να παρουσιαστώ στον Εμφύλιο, να γίνω αντάρτης. Κι αναγκαστικά, δεν ήθελα να πάω να γίνω αντάρτης, έφυγα, ήρθα στα Γιαννιτσά, κρύφτηκα εδώ πέρα.

Ν.Φ.:

Γιατί δεν ήθελες, δε θέλατε να γίνετε, να πολεμήσετε;

Γ.Α.:

Γιατί θα πολεμούσα τους Έλληνες, για. Στον Εμφύλιο αναμεταξύ μας, ο στρατός με τους, με τους κομμουνιστάς. Και για να μην πάω και σκοτωθώ τζάμπα και βερεσέ… Εδώ επί Γερμανίας πήγα, εντάξει, αλλά όχι και με τους Έλληνες. Και αναγκαστικά έφυγα, ήρθα στα Γιαννιτσά, είχα συγγενείς, κρύφτηκα εδώ πέρα. Ναι. Κι εδώ με την αδερφή μου, άρχισε το παιδομάζωμα στο χωριό. Στα χωριά, εκεί, οι αντάρτες μάζευαν παιδιά και τα πήγαιναν στη Βουλγαρία, στα Σκόπια, κατά εκεί, κι εγώ για να μη μαζέψουν τα παιδιά, τα μικρά, τα πήρα όλα και τα έφερα εδώ στα Γιαννιτσά. Με τον Κώστα σε ένα χρόνο χτίσαμε μια καλύβα, ναι, κόψαμε χωμάτινα τούβλα και τα βάζαμε, ξεράθηκαν και τα κάναμε σαν τετράγωνα αυτά και με αυτά χτίσαμε ένα σπίτι. Χτίσαμε το σπίτι και φέραμε τα παιδιά και κάθισα μέχρι που τελείωσε ο Εμφύλιος.

Ν.Φ.:

Ενώ οι γονείς σας έμειναν στους Πύργους;

Γ.Α.:

Ενώ οι γονείς και τα παιδιά, ύστερα, όλοι μείναν στο χωριό.

Ν.Φ.:

Δεν είχαν πρόβλημα τότε να–

Γ.Α.:

Όχι–

Ν.Φ.:

Με την Οργάνωση;

Γ.Α.:

Με τον Εμφύλιο δεν είχανε. Σταμάτησε και ο Εμφύλιος, για.

Ν.Φ.:

Επειδή σας έψαχναν κατά τον Εμφύλιο, δεν ενοχλούσαν τους γονείς;

Γ.Α.:

Δεν, δεν ενόχλησαν τίποτα. Και τελείωσε ο Εμφύλιος, μετά τα παιδιά πήγανε στο χωριό, εγώ έμεινα μόνος και επειδή ήμασταν πολλά αδέρφια στο χωριό, εγώ έμεινα στα Γιαννιτσά. Είχαμε και το, το σπιτάκι εκείνο. Και μετά είχα ένα φίλο, γνώρισε μια κοπέλα εκεί, στο μαχαλά, και με λέει: «Γιώργο, αρραβωνιάστηκα!». Φίλος μου ήτανε, λέει: «Δίπλα υπάρχει μια κοπέλα -λέει- καλή, άμα θέλεις -λέει-, δες τηνα» και ήρθα, ύστερα είδα τη γυναίκα μου, αυτή που έχω τώρα, την είδα, μ' άρεσε, είχε εμφάνιση, είχε, καλή εμφάνιση, ας πούμε.

Ν.Φ.:

Πώς λέγεται;

Γ.Α.:

Ανδρονίκη λέγεται και κράτησε κάνα, κάνα 2-3 μήνες, ας πούμε, που πήγαινα κι ερχόμουνα, την έβλεπα και δεν με λέγανε ότι: «Να, θα την στεφανωθείς», λέγανε: «Θα ρωτήσουμε να μάθουμε τι παιδί είσαι, από πού είσαι» και ξέρω εγώ. Κι έτσι, μια μέρα, πήγαμε σε ένα κέντρο, Φιλίππειο λέγεται. Εκεί και Σαββατοκύριακο ήτανε και γλεντούσε ο κόσμος κι εγώ με τους φίλους μου –δύο φίλους κι ένας εγώ, τρεις– πήγαμε, καθίσαμε εκεί πέρα να γλεντήσουμε, στο κέντρο αυτό και δίπλα, κάνα τριανταριά μέτρα πιο εκεί, βλέπω τη γυναίκα μου, αυτήν με το φίλο μου και την αρραβωνιαστικιά του, κάθονταν εκεί πέρα, ναι. Λέω τον φίλο μου, περνούσε με τη γυναίκα του, τον φωνάζω, λέω: «Πες τηνα -λέω- θα 'ρθω να την πάρω να χορέψουμε. Θέλει να 'ρθώ να την πάρω;». Με λέει: «Δε θέλει!». «Δε θέλει;». Λέω στους φίλους μου: «Κοιτάξτε, αυτήν έχει τώρα μήνες που έχω σχέσεις μαζί της, πάω κι έρχομαι, [00:25:00]τη βλέπω, αλλά την είπα τώρα και δε θέλει να χορέψει μαζί μου. Θα πάω να τη ζητήσω να χορέψουμε. Άμα δε χορέψει, την παρατάω. Κι αν χορέψει, εντάξει», ας πούμε. Και πήγα, της λέω: «Έτσι κι έτσι, πάμε να χορέψουμε μαζί». Εκείνη την ώρα ήρθε κι ένας γείτονάς της εκεί πέρα, τη ζήτησε κι αυτός να χορέψει, αλλά αυτή ήρθε με εμένα, δεν πήγε με εκείνον. Ήταν ο Μούτας. Ναι. Κι έτσι ήρθε μαζί μου, χορέψαμε.

Ν.Φ.:

Τι χορέψατε; Θυμάστε;

Γ.Α.:

Βαλς! Χορέψαμε βαλς, ευρωπαϊκό χορό. Ευρωπαϊκά χορεύαμε τότε. Ναι, κι έτσι, που λες, την παντρεύτηκα αυτήν, αποκτήσαμε δύο παιδιά και από τότε μέχρι τώρα, βρισκόμαστε εν ζωή. Αυτά.

Ν.Φ.:

Πολύ ωραία. Είχατε πει ότι σας υποχρέωσαν να μπείτε στο εφεδρικό ΕΛΑΣ. Ένας από τους δύο άντρες της οικογένειας θα έπρεπε να μπει στο εφεδρικό ΕΛΑΣ. Αν, σε περίπτωση που δεν ήθελε κάποιος να καταταγεί, τι γινόταν;

Γ.Α.:

Τον, τον παίρνανε με το ζόρι. Ερχόντουσαν τον παίρνανε με τις βίες, ναι.

Ν.Φ.:

Ήταν υποχρεωτικό, δηλαδή, να πάει ένας άνδρας.

Γ.Α.:

Να, συνεννοήθηκε το χωριό όλο να ενισχύσουμε το ΕΛΑΣ, ναι.

Ν.Φ.:

Για να αντισταθείτε στους Ναζί–

Γ.Α.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Στους Γερμανούς.

Γ.Α.:

Ναι, ναι, ναι. Αυτό ήτανε. Έτσι, που λες.

Ν.Φ.:

Το χωριό μετά πότε ξαναφτιάχτηκε; Εσείς πότε;

Γ.Α.:

Να, μόλις φύγανε οι Γερμανοί και τελείωσε ο Εμφύλιος άρχισαν, ήρθε το κράτος ύστερα, η Δεξιά και έδωσε και μερικά χρήματα τους χωριανούς και όλοι χτίσανε από μια καλύβα, χτίσανε και σιγά-σιγά το χωριό ξαναέγινε, ας πούμε, έγινε όπως είναι τώρα, ωραίο.

Ν.Φ.:

Ευχαριστούμε πολύ.

Γ.Α.:

Παρακαλώ.