© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ιστορία μιας αριστερής οικογένειας από τον Εμφύλιο μέχρι τη χούντα

Κωδικός Ιστορίας
11157
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Μόσχου (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/11/2019
Ερευνητής/τρια
Δημήτρης-Μαργαρίτης Μόσχος (Δ.Μ.)
Ε.Μ.:

[00:00:00]Λέγομαι Μόσχου κι έχω γεννηθεί στις αρχές του ’48. Όταν λέω αρχές, δηλαδή έχω γεννηθεί σχεδόν το ’47, γιατί ήταν Ιανουάριος. Το ’47 ήταν, στην Αθήνα γεννήθηκα, στην Αθήνα ήσαν οι γονείς μου, στην Αθήνα δούλευε ο πατέρας μου. Την εποχή εκείνη, τα πράγματα ακόμα δεν είχαν ησυχάσει. Ο Εμφύλιος υπήρχε, ουσιαστικά υπήρχε. Άνθρωποι κρυβόσανε, άνθρωποι καταδίδανε. Εγώ, βέβαια, τότε δεν τα καταλάβαινα αυτά τα πράγματα. Όταν μεγάλωσα λιγάκι, δηλαδή μετά από τεσσάρων χρονών προφανώς για να τα θυμάμαι, άκουγα μέσα στο σπίτι μου τη λέξη «Χίτες», «Τον σάπισε στο ξύλο», «Πιάσανε τον τάδε», όλο τέτοια πράγματα. Και η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τον θείο μου, τον αδερφό της μάνας μου, «Ο θείος σου έτσι, έτσι, έτσι, αλλιώς», «Είναι εκεί», «Είναι στο Μεταγωγών», «Είναι να πάω να τον δω», «Είναι εδώ», «Είναι εκεί», χωρίς να καταλαβαίνω τι είναι όλα αυτά τα πράγματα.  Εκεί που άρχισε πλέον να το καταλαβαίνω, όχι τι είναι αλλά απλά να τον βλέπω, ήταν όταν ήταν στην Αίγινα. Στην Αίγινα είχε κάτσει πάρα πολύ καιρό, αφού είχε περάσει στις φυλακές της Κέρκυρας και πολλές άλλες σκληρές φυλακές, είχε καταδικαστεί δις, τρις εις θάνατο, ξέρω γω. Στην Αίγινα η μητέρα μου πήγαινε τον έβλεπε και του πήγαινε φαγητό. Θυμάμαι πάντα κάτι είχε μαζί της. Επειδή, όμως, δεν είχε εμένα πού να με αφήσει και ο πατέρας μου δούλευε, τον αδερφό μου τον μικρό τον άφηνε σε μια θειά μου, εμένα πού να με αφήσει; Με έπαιρνε κοντά. Πηγαίναμε μ’ ένα καΐκι στην Αίγινα, το θυμάμαι το καΐκι, με κρατούσε στα χέρια της. Να μπαίνει, χειμώνα καιρό, όλο το νερό μέσα.  Εκείνη φόραγε πάντα μια καμπαρτίνα, έχω ακόμα την εικόνα της στο μυαλό μου, και να μην ξέρει μπάνιο και όλο τον δρόμο να σταυροκοπιέται, γιατί είχε κι εμένα κοντά. Άλλες φορές πήγαινε και μόνη της, όταν μπορούσε να με αφήσει, και θυμάμαι ότι μια φορά κοντέψαν να πνιγούνε. Κι εκείνη έκανε, με ένα σωσίβιο, έκανε τον σταυρό της μόνο και είπε «Θεέ μου, δεν θα ξαναπάω», τόσο πολύ φοβήθηκε με το καΐκι. Τέλος πάντων, εμένα με έπαιρνε κοντά, μου λέγανε «Πάμε να δούμε τον θείο σου, πάμε να δούμε τον θείο σου», πού είναι ο θείος μου; «Είναι σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο –εκεί είναι και πολλοί άλλοι άνθρωποι–, γιατί είναι άρρωστος. Εκεί είναι πολλοί γιατροί και του κάνουν θεραπεία. Όταν γίνει καλά, θα βγει».  Αυτά μου τα λέγαν για να μη βγαίνω έξω, στον κόσμο, και λέω «Πηγαίνω στη φυλακή». Γιατί έτσι και έλεγες τότε ότι έχουμε αριστερό στο σπίτι, κινδύνευες από χίλιες μεριές. Να ρθούν ένα βράδυ να σε σακατέψουν στο ξύλο, έτσι, στο έτσι, αν μαθευόταν. Και ειδικά εμείς, εκεί που μέναμε, ήταν νοικιασμένο το σπίτι. Ένας εκ των αδερφών ιδιοκτητών, που μέναν, ήταν μια αυλή με πολλά σπιτάκια μέσα, στην Αθήνα, όπως ήσαν τα σπίτια, ήτανε Χίτης. Με την αστυνομία είχε πάρε-δώσε. Ο άλλος ήταν αριστερός.

Δ.Μ.:

Ο άλλος του αδερφός;

Ε.Μ.:

Ο άλλος του αδερφός. Και πάντα έλεγε στη μητέρα μου, όλο ψουψού, όλο ψιλομιλάγανε με τον άλλον. Οι εφημερίδες, θυμάμαι, αγοράζανε εφημερίδες κρυφά στο περίπτερο και τις εφημερίδες τις έχωνε κάτω απ’ το στρώμα. Και κατά καιρούς τις εξαφάνιζε, μην τυχόν και ρθούν και κάνουνε, ψάξουνε, η αστυνομία, η ασφάλεια, ψάξει μέσα στο σπίτι και βρει εφημερίδα, αλίμονό μας.

Δ.Μ.:

Σε ποια περιοχή ήταν αυτό; Σε ποια περιοχή μένατε τότε;

Ε.Μ.:

Ακαδημία Πλάτωνος μέναμε τότε, Ακαδημία Πλάτωνος. Ήταν η Αθήνα η παλιά, όπως ήταν τα σπίτια, μια αυλή και γύρω γύρω κάμαρες και σπιτάκια, δηλαδή άλλο ήταν δύο-τρία δωμάτια, άλλο ένα δωμάτιο και λοιπά. Έτσι ήταν κι εκεί που μέναμε. Έτσι που μ’ έπαιρνε, λοιπόν, κοντά στο νοσοκομείο και με πήγαινε και έλεγα εγώ εκεί… Θυμάμαι μια πολύ μεγάλη πόρτα –πολύ, πολύ μεγάλη πόρτα–, που την ανοίγαν και μπαίναμε μέσα. Και είχε η μητέρα μου την τσάντα με τα πράγματα, πάντα φαγητά ήσαν. Τον έλεγχο που κάνανε, ανοίγαν την τσάντα, αυτό το θυμάμαι, και τους ανθρώπους, όλο άντρες, να είναι στην αυλή, και ήταν τόσο όμορφη, μια όμορφη αυλή, με δέντρα, που είχαν γύρω γύρω κάνει πετρόχτιστο πεζουλάκι, σαν φοίνικες νομίζω ότι ήσανε.  Και ο κόσμος που ο καθένας έβλεπε τον δικό του. Πάντα μας περίμενε ο θείος μου, μ’ αγκάλιαζε, με φίλαγε, μ’ αγαπούσε τόσο πολύ και μ’ έβαζε να του λέω ποιήματα. Μ’ ανέβαζε πάνω στο πεζούλι και έλεγα ποιήματα. Εγώ ποιήματα μ' άρεσε να απαγγέλλω και να λέω ωραία πατριωτικά ποιήματα. Βέβαια, προφανώς τα ποιήματα αυτά δεν θα ήσαν τίποτα απαγορευμένα, αλλά εγώ τα έλεγα πολύ ωραία. Και καθόντουσαν όλοι οι [00:05:00]κρατούμενοι και με χειροκροτούσαν και με ακούγανε κι εκείνος καμάρωνε. Κι όλοι μου χάριζαν από κάτι, ένα βαζάκι, ένα ζωάκι, που τα φτιάχνανε όλα μόνοι τους, πάρα πολύ ωραία πράγματα.

Δ.Μ.:

Μέσα στη φυλακή, εργάζονταν; Δούλευαν;

Ε.Μ.:

Δούλευαν, δούλευαν για χόμπι, για να τους περνάει η ώρα. Ο δε θείος μου ήξερα ότι έμαθε δύο γλώσσες. Γιατί δεν πρόλαβε να, πολύ μικρός ήτανε… Είχε μπει στη Νομική την οποία δεν, ούτε καν πρόλαβε να φοιτήσει, και μέσα στη φυλακή, τώρα δεν ξέρω σε ποια απ' όλες τις φυλακές, πάντως εκεί ξέρω ότι είχε, και κάτι λεξικά τα έχω ακόμα. Πρέπει να υπάρχουν ακόμα, και γαλλικά και αγγλικά απταίστως. Υπήρχαν άνθρωποι που ξέρανε και τους μαθαίνανε, κάναν μαθήματα μεταξύ τους. Για δουλειά δεν νομίζω, όχι, δεν είχα ακούσει ότι κάναν. Αυτά τα κάνανε σαν χόμπι, για να τους περνάει η ώρα. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αλλουνού πιάναν τα χέρια του, άλλος ζωγράφιζε, τέτοια. Λοιπόν.  Όταν εγώ πια ήξερα ότι πηγαίνω στο νοσοκομείο, και είχα ακούσει στο ραδιόφωνο, είχαμε ένα ραδιόφωνο στο σπίτι, ότι έχουν βγει κάτι «ενέσεις Μπογκομόλετς» τις λέγανε και ήταν θαυματουργές. Ποιος ξέρει για τι πράγμα και τι ενέσεις ήσαν αυτές. Και μια και καλή αφού που με πήγαινε στον θείο μου, λέω κι εγώ με τέτοιο θάρρος που ήμουν ανεβασμένη στο πεζούλι και ήταν μαζεμένοι όλοι οι φυλακισμένοι, λέω «Ακούστε, έμαθα ότι έχουνε βγει, το ράδιο είπε, κάτι ενέσεις μπογκομόλετς, που είναι πάρα πολύ καλές και γίνονται καλά οι άνθρωποι. Να πάρετε να κάνετε από αυτές να φύγετε από το νοσοκομείο».  Βέβαια έγινε ένας πανζουρλισμός από το γέλιο, γιατί όλοι ξέρανε ότι μου λέγανε εμένα ότι είναι νοσοκομείο, και γελάγαν τόσο πολύ κι εμένα μου φάνηκε περίεργο που γελάνε έτσι όλοι οι άνθρωποι. Και με αγκαλιάζαν, με φιλούσαν, με περιμένανε να πάω κι εγώ το είχα μεγάλη βόλτα. Όταν πήγαινα εκεί, μου άρεσε πάρα πολύ γιατί μου χαρίζαν πράγματα, «Έλα να μου πεις κάτι», με ρωτάγανε, διάφορα. Πρέπει να πήγαινα νηπιαγωγείο τότε, θα ήμουν, ήμουνα μεγαλούτσικο παιδί. Τέλος πάντων, αυτό το πράγμα κράτησε αρκετά και μέσα στο σπίτι πάντα άκουγα για δικαστήρια, για λίρες, για λεφτά και «Να τον βγάλουμε με ανήκεστο βλάβη» και τέτοια που δεν τα καταλάβαινα.

Ε.Μ.:

Μετά, εκ των υστέρων, άκουγα, έμαθα ότι προσπαθούσαν να τον βγάλουν με ιατρικές εξετάσεις, ότι για λόγους υγείας μάλλον, κάπου πληρώνανε, κάποιος τα ’πιανε. Και κάποια στιγμή, άκουσα τη μητέρα μου να λέει, με μεγάλη οργή, ότι πρόσφερε, πήγε να δώσει σε κάποιον εισαγγελέα λεφτά. Τα λεφτά ήσανε λίρες,και τις μάζευαν τ’ αδέρφια της. Και γυρίζει αυτός και της λέει ότι «Αν δεν ήσασταν μία κυρία καθωσπρέπει, θα σας είχα περάσει χειροπέδες αυτή τη στιγμή εδώ μπροστά». Ζήτησε χίλια συγνώμη και έφυγε, εξαφανίστηκε. Και είπε ότι από τότε «Μη μου ξαναπείτε να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά. Να πάω, να τρέξω, να βγάλω χαρτιά, να κάνω, ναι. Αυτή τη δουλειά, όποιος θέλει να την κάνει, εγώ δεν το ξανακάνω αυτό το πράγμα που έπαθα με τον εισαγγελέα, θα με έκλεινε εμένα μέσα πια». Τέλος πάντων, με την επιμονή της, βγήκε, τον έβγαλε, τον έβγαλε. Παντρεύτηκε μία γυναίκα που τον περίμενε.

Δ.Μ.:

Ποια χρόνια περίπου βγήκε;

Ε.Μ.:

Δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό, ήμουν επίσης μικρή.

Δ.Μ.:

Ήταν πριν την επίσημη λήξη του Εμφυλίου ή μετά;

Ε.Μ.:

Δεν υπέγραφε, δεν υπέγραφε και αυτό ήταν ένα θέμα που το κουβεντιάζανε μέσα στο σπίτι. Άκουγα για υπογραφές, για υπογραφές, «Δεν υπογράφει, εμένα δεν με σκέφτηκε ποτέ», έλεγε η μάνα μου εκνευρισμένη στ’ αδέρφια της, γιατί τα αδέρφια της ήταν στο χωριό. Αυτά όλα τα τρεξίματα τα έκανε η μητέρα μου, που ήταν στην Αθήνα. «Κι εμένα δεν με σκέφτηκε ποτέ, που εγώ τραβάω όλο το κάρο, κι εγώ κουράζομαι, κι εγώ βγαίνω έξω και…». Δηλαδή ανακατεύεται και κινδυνεύει κιόλας. Κι εκνευριζόταν μερικές φορές. Άλλες φορές έκλαιγε, που τον έβλεπε έτσι άσχημα. Τελικά, τα κατάφερε στο δικαστήριο, τον έβγαλε δήθεν για τα μάτια του, με μια προθεσμία, όχι διά πάντως. Να βγει για να κάνει θεραπείες και τέτοια και, τελικά, μάλλον τελείωσε ο Εμφύλιος προφανώς, και δεν ξαναέγινε, δεν ξαναμπήκε φυλακή.  Ο άνθρωπος παντρεύτηκε μία γυναίκα που τον περίμενε όλα αυτά τα χρόνια –και πρόσφερε και εκείνη, χρήματα έδινε– και άνοιξε ένα μαγαζί, πολύ επιτυχημένο μαγαζί, στο Μοναστηράκι, με αντίκες. Εκεί είχε βάλει… Το όνομά του ήταν Αθανάσιος [00:10:00]Γεωργίου και είχε, είχε γράψει άλφα, γάμα, το επίθετο. Το μαγαζί πήγαινε πάρα πολύ καλά. Τότε επιτρεπόταν να πουλάνε και πραγματικές αντίκες, πραγματικά παλιές εικόνες. Είχαν μέχρι, είχαν κάποιο περιορισμό, αλλά επιτρέπεται να πουλάνε. Και είχε, έβγαζε αρκετά λεφτά, ζούσε καλά, μέχρι που έγινε η χούντα. Ήμουνα μεγάλη πια. Στο μαγαζί πηγαίναμε, ήταν ανοιχτό και Κυριακές, καθόμασταν, αυτός μίλαγε απταίστως αγγλικά και γαλλικά. Απταίστως. Είχε μάθει μέσα στη φυλακή. Μέχρι που έγινε η χούντα.

Ε.Μ.:

Όταν έγινε η χούντα… Καλά, εγώ, βέβαια, εκείνη την ημέρα, έτυχε να μην είχα κοιμηθεί στο σπίτι. Είχαμε κοιμηθεί σε μια φιλενάδα μας, στα Πατήσια, στην οδό Φυλής, ακριβώς εκεί στην Κεφαλληνίας, στο ύψος. Και μάλιστα, σ’ εκείνη την πολυκατοικία, έμενε κι ο Παπασπύρου, ο πολιτικός.  Και το πρωί, ξεκίνησα… Είχαμε πει ότι θα μείνουμε –αυτή έμενε μόνη της, μια φιλενάδα μας, ήταν από κάτω, από την Κορινθία– κι εγώ και μια ξαδέρφη μου. Και το πρωί ξεκίνησα να πάω στη σχολή μου. Βγαίνω στην Πατησίων να πάρω το τρόλεϊ για να πάω στο Σύνταγμα, εκεί θα κατέβαινα. Με το που πηγαίνω στη στάση, ο κόσμος να ’χει μαζευτεί στη στάση, να λεν διάφορα και να περνάνε στρατιωτικά αυτοκίνητα και τανκς απ’ την Πατησίων. Τρόλεϊ κανένα. Στην αρχή λέω «Τι; Απεργία κάνουνε;». Μετά πόλεμος, όλοι, πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, έχουμε πόλεμνο, τι να κάνουμε, έχουμε πόλεμο, έχουμε πόλεμο. Εγώ τόσο που φοβήθηκα και λέω «Πώς θα πάω στο σπίτι τώρα, αφού δεν έχει συγκοινωνία, πώς θα πάω στο σπίτι».  Τηλέφωνα κινητά εννοείται δεν είχαμε να ενημερώσει ο ένας τον άλλο. Έγινε πόλεμος, μείναμε στον πόλεμο. Εκεί κοντά, στην Αγγελοπούλου, έμενε ένας ξάδερφός μου, γιατρός, παντρεμένος, ήταν το σπίτι του εκεί. Λέω, ξέρεις, θα πάω εκεί πέρα σκέφτηκα, να μπω στο σπίτι του να είμαι εκεί και μετά βλέπουμε σιγά σιγά. Να τηλεφωνήσουμε από το σταθερό τηλέφωνο στο σπίτι μου, ότι είμαι εκεί, να μην ανησυχούνε και δούμε πώς θα πάω. Πήγα εκεί πραγματικά, έκατσα, με τα πόδια, έκατσα εκεί. Εκεί αρχίσαμε στο ραδιόφωνο να έχει εμβατήρια, εκείνος κάτι είπε, πολύ μεγαλύτερος από μένα, λέει «Μάλλον δικτατορία είναι, δεν είναι πόλεμος».  Το ραδιόφωνο δεν έλεγε τίποτε παρά μόνο εμβατήρια. Εγώ, αφού μετά καταλάβαμε ότι ήτανε δικτατορία, λέω «Πρέπει να πάω στο σπίτι». «Πήγαινε», μου λέει, «στο σπίτι με τα πόδια από δω κάτω, από κάτω, όχι από αυτή, να κόψεις δρόμο δηλαδή, και μείνε εκεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει». «Έτσι θα γίνει», του λέω και τηλεφωνήσαμε στο σπίτι μου, ότι «Ξέρετε θα έρθω με τα πόδια κι αυτά». Ξεκινάω εγώ με τα πόδια να πάω στο σπίτι. Φόραγα, το θυμάμαι, μία γκρι ζακέτα, σακάκι. Επάνω στο σακάκι, στο πέτο, είχα ένα σηματάκι κόκκινο και ήταν ο Λένιν. Και κυκλοφορούσα με τον Λένιν μέσα, εκεί, την ημέρα που σκοτώθηκε ο πρώτος νεκρός, ένα παιδί, ακριβώς εκεί που περπάταγα εγώ. Και κάποια άλλα γεγονότα γίναν εκείνη την ημέρα έτσι. Κι εγώ με το σηματάκι. Τώρα πώς δεν με είδε κανείς μέσα στη, στο στόμα του λύκου, μέσα στην Πατησίων, στο κέντρο… Μάλλον και οι μπάτσοι που κυκλοφορούσαν και οι φαντάροι, δεν κατάλαβαν τι είναι. Δεν το κατάλαβαν τι είναι αυτό το πράγμα που είχα πάνω μου. Έφτασα στο σπίτι, εντάξει. Ε, η μάνα μου κατάλαβε αμέσως τι ήτανε. Έκατσε και μου είπε ότι ξέρεις είναι αυτό, είναι αυτό… Εμείς δεν είχαμε ιδέα τι θα πει, ναι, είναι δικτατορία. Δηλαδή τι είναι δικτατορία; Δεν ξέραμε τίποτα. Σιγά σιγά αρχίσαμε να το καταλαβαίνουμε καλά στο πετσί μας τι είναι δικτατορία. Το ραδιόφωνο, Deutsche Welle, κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Να τρέμουμε μην τυχόν και μας χτυπήσει κανείς την πόρτα, γιατί ο φάκελος υπήρχε, ότι η οικογένεια η δική μας ήσαν αριστερή. Η μητέρα μου μού έλεγε πάντα «Πρόσεξε πού μιλάς, τι κάνεις, πού πηγαίνεις, είμαστε σταμπαρισμένοι. Πρόσεξε, πρόσεξε!». Πέρασαν έτσι, με το να μαθαίνουμε τι γινόταν από πίσω, πέρασε με το να βλέπουμε στην τηλεόραση μετά –είχαμε και τηλεόραση, την ασπρόμαυρη, δεν θυμάμαι πότε ήρθε η τηλεόραση– τον Παττακό να βάζει τον λίθο, να κόβει κορδέλες και να κάνει τέτοια.  Και ακούγαμε και στην Deutsche Welle για τα κινήματα που υπήρχαν, υπήρχαν κινήματα απ’ την πρώτη στιγμή. H μητέρα μου μού έλεγε «Πρόσεξε, πρόσεξε μην μπλεχτείς πουθενά». Γιατί [00:15:00]εγώ, πριν, όλο και γυροφέρναμε στους… Λαμπράκηδες, σε κάτι συλλαλητήρια, είχαμε, είχαμε μία τέτοια. Και σε συλλαλητήρια τρέχαμε, στο 1-1-4, τρέχαμε παντού. Η μάνα μου πάντα φοβότανε, γιατί είχε ζήσει, είχε ζήσει καταστάσεις. Εμείς, όμως, και επειδή ήμασταν νέοι, και επειδή δεν ξέραμε, δεν τα ’χαμε ζήσει. Μετά ήμουν μεγάλη και ήξερα και τι ήταν το νοσοκομείο που πήγαινα και τι είχε συμβεί. Αλλά δεν είχα, δεν είχα ζήσει αυτόν τον φόβο και τον τρόμο που είχαν ζήσει εκείνοι. Ν’ ακούγεται χτύπος το βράδυ και να πεθαίνουνε. Και πάντα μου έλεγε «Πρόσεξε μην ανακατευτείς αυτή την περίοδο πουθενά. Περιμένουν την ευκαιρία, περιμένουν την ευκαιρία».  Δεν πήγαινα πουθενά. Μετά άρχισα να δουλεύω. Εγώ δούλευα, σε ιδιωτική δουλειά δούλευα, είχα τελειώσει τη σχολή και δούλευα. Τότε άρχισαν να γίνονται, άρχισαν κάποια στιγμή τα επεισόδια. Κάτι ακουγιόταν για τη Νομική, και κάτι έτσι, κάτι αλλιώς. Εμείς τρίβαμε τα χέρια μας.

Ε.Μ.:

Μέχρι που έγινε το Πολυτεχνείο. Εκείνη την ημέρα βέβαια δεν περιμέναμε να συμβεί ό,τι έγινε. Τελείωσα τη δουλειά. Αυτό είχε ξεκινήσει απ’ το πρωί. Κόσμος, παιδιά απ’ έξω, το ένα, τ' άλλο. Βέβαια πολλούς γνωστούς μας είχαμε ακούσει ότι τους είχανε πάρει μέσα, τους είχαν πιάσει, είχαν φάει ξύλο και τους είχαν αφήσει, και τέτοια, τα αυτά.  Τέτοια ακουγιόσανε. Εκείνη την τελείωσα τη δουλειά και ενώ είχα αυτοκίνητο, είχε κι ένας άλλος φίλος μου που θα ερχόμασταν απ’ το ποτάμι –γιατί ήταν στην Πειραιώς η δουλειά–, μου λέει, μαζί με άλλους δυο, μου λέει «Κοίταξε, το αυτοκίνητο θα το αφήσω εδώ πέρα, για ασφάλεια, μέσα στο εργοστάσιο». Γιατί ήταν εργοστάσιο. «Θα πάμε με το δικό σου μέχρι το σπίτι σου», γιατί το σπίτι μου ήτανε κοντά στο ποτάμι εμένα, «και μετά από κει, θα τ’ αφήσουμε το αυτοκίνητο το σπίτι σου, και μετά από κει, πάμε με τα πόδια στο Πολυτεχνείο».  Έτσι και κάναμε. Παίρνουμε το δικό μου το αυτοκίνητο, πηγαίνουμε στο σπίτι μου. Η μάνα μου «Καλώς τα παιδιά! Να σας βάλω να φάτε». «Όχι, όχι! Θα φύγουμε να πάμε στο Πολυτεχνείο». Μας βάζει κάτω και τους τέσσερεις. «Προσέξτε καλά. θα γίνει μεγάλο κακό». «Όχι, όχι! Θα πάμε να δούμε και θα φύγουμε». Τέλος πάντων, πάμε εμείς, φύγαμε, πήγαμε στο Πολυτεχνείο. Είχε μαζευτεί τόσος κόσμος απ’ έξω. Ήταν απόγευμα, ακόμα δεν είχε βραδιάσει δηλαδή, ήταν απόγευμα, μέρα, γιατί κι εμείς σχολάγαμε 14:00-15:00, σχολάγαμε εκείνη την ώρα περίπου, και μετά πήγαμε. Ν’ ακούγονται από μέσα τα τραγούδια, να υπάρχει ένας ενθουσιασμός, να κρέμεται ο κόσμος σαν τα σταφύλια πάνω στα κάγκελα και στην πόρτα. Είναι μια εικόνα που μου ’χει μείνει πια στο μυαλό μου. Και να τραγουδάμε όλοι μαζί απ’ έξω.  Αφού ο κόσμος μαζευόταν, πάω σ’ ένα περίπτερο, παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι μου και λέω στη μάνα μου «Μην ανησυχήσεις, είμαστε απ’ έξω απ’ το Πολυτεχνείο. Είναι όλη η Αθήνα μαζεμένη εδώ, δεν υπάρχει χώρος να πατήσεις. Και τραγουδάνε οι από μέσα και τραγουδάνε και οι απ’ έξω. Δεν υπάρχουν ούτε αστυνομικοί ούτε στρατιωτικοί, δεν υπάρχει κανένας». Και γυρίζει και μου λέει «Φύγε τώρα, θα γίνει χαμός! Θα σκοτωθούν άνθρωποι, θα κάνουνε ντου, δεν θα μείνουνε έτσι αυτοί! Αν μου λες ότι γίνεται αυτό, θα σκοτωθούν άνθρωποι, θα γίνει πόλεμος απόψε».  Αφού έκατσα, έκατσα, μετά ήξερα ότι δεν έχω μέσο να πάω στο σπίτι και φοβόμουνα επειδή είναι νύχτα. Και μου λέει ένας από τα παιδιά που αυτό, μου λέει «Θα πάμε μαζί μέχρι ενός σημείου», γιατί εκείνος έμενε στη Νέα Ιωνία. Αυτοκίνητο δεν είχε, το ’χε αφήσει στο εργοστάσιο. «Θα πάμε μαζί λίγο πιο κάτω και μετά θα χωρίσουμε, να πάω εγώ στο σπίτι μου». Κι έφυγα, έφυγα βραδάκι, δεν ήταν και πολύ νωρίς που έφυγα, γιατί κάπου έδωσα βάση στα λόγια της, σαν να φοβόμουν.  Δηλαδή υπήρχε μια τέτοια ησυχία, μία τέτοια ελευθερία να το πω, όχι ησυχία, ελευθερία, που τραγουδάγαμε τραγούδια απαγορευμένα, τραγούδια ό,τι ήθελες και δεν κινιόταν φύλλο. Πραγματικά αυτό προμήνυε μεγάλη υπόθεση. Τη νύχτα έγινε ό,τι έγινε. Εμείς ούτε ξέραμε, το ραδιόφωνο δεν τα ’λεγε. Ούτε η τηλεόραση έδειχνε τίποτα. Δεν ξέραμε, το πρωί δεν ξέραμε τι έγινε. Ακουγιόσανε βέβαιαμ κάτι πιστολιές, κάτι, γιατί δεν ήμασταν και πολύ μακριά από το κέντρο, το σπίτι μας. Κάτι ακουγιότανε, αλλά πού να σου πάει ο νους ότι έγινε τέτοιο πράγμα.  [00:20:00]Το πρωί ξεκινάω να πάω στη δουλειά. Μόλις βγαίνω μέχρι το Μεταξουργείο για να στρίψω να πάω στην Πειραιώς, δεν υπήρχε αυτοκίνητο στον δρόμο και βλέπω να περνάνε τανκς. Φοβήθηκα τόσο πολύ, που στρίβω στο πρώτο στενό και ξαναγυρίζω στο σπίτι. Κατάλαβα ότι κάτι έχει γίνει. Γυρίζω στο σπίτι, της λέω της μητέρας μου αυτό και αυτό. «Τι σου έλεγα», μου λέει, «τι σου έλεγα». Μετά βέβαια από ραδιόφωνα, από λόγια, από ανθρώπους, αυτά, μάθαμε τι έχει γίνει. Μάθαμε για γνωστούς μας, για συγγενείς μας.  Ένας ξάδερφός μου που είναι μηχανικός ήταν Πολυτεχνείο, τον είχανε πιάσει το παιδί, και πόσους άλλους, και πόσους άλλους, τι έγινε. Εκεί πια είπαμε «Τώρα θα πέσει, τώρα θα πέσει». Όλο αυτό τον καιρό βέβαια ο θείος μου είχε κλείσει το μαγαζί, είχε φτιάξει ψεύτικο διαβατήριο και απ’ έξω η ταμπέλα, αντί να λέει «Αθανάσιος Αναστασίου», ε, Γεωργίου, έλεγε «Αναστάσιος Γεωργίου», τον αδερφό του. Για να μη δίνει στόχο. Και βέβαια το μαγαζί το πούλησε, το εμπόρευμα το πούλησε σε μία μέρα μέσα, όλα, ό,τι υπήρχε μία τιμή, τζάμπα και κράτησε κάτι ελάχιστα κομμάτια, τα οποία τα κρύψαμε, τα ’κρυψε σε σπίτια, για να τα έχει όταν γυρίσει, για να έχει λίγα λεφτά για να μπορεί κάτι να κάνει.  Πήγε στην Ολλανδία, με ψεύτικο διαβατήριο, και για να βγει έξω, να ’ναι σίγουρος, φοβόταν ότι θα τον πιάσουνε με ψεύτικο διαβατήριο φτιαγμένο, είχε πάρει και τον ξάδερφό μου κοντά, του αδερφού του το παιδί, με κανονικό διαβατήριο για παν ενδεχόμενο. Πέρασαν όμως. Βγήκε, βγήκε, βγήκε και ο ξάδερφός μου μαζί, εκείνος βέβαια γύρισε μετά. Εκείνος έμεινε στην Ολλανδία, εκεί έκανε και τα δυο του τα παιδιά και γύρισε όταν έπεσε η χούντα. Όταν έπεσε η χούντα άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, από εδώ κι από κει, ε, ζούσε ο άνθρωπος όπως μπορούσε, ας πούμε.  Αλλά όλη αυτή η επταετία, ο τρόμος, ήταν κάτι το, δηλαδή ο φόβος και που περπάταγες στον δρόμο να πας να πάρεις ψωμί, στον φούρνο, ήτανε διάχυτος. Εκτός αν ήσουνα μικρό παιδί και δεν καταλάβαινες. Εγώ όμως ήμουν μεγάλη, καταλάβαινα ας πούμε, και περιμέναμε βέβαια την ημέρα… Είχαμε τόσο πολύ απογοητευτεί, ειδικά εμείς που δεν ξέραμε. Οι μεγάλοι ξέρανε ότι κάποια στιγμή θα πέσει, αλλά πόσα κεφάλια, λέει, θα πέσουν, μου έλεγε η μάνα μου, για να φύγουν αυτοί. Εμείς νομίζαμε ότι δεν θα φύγουνε ποτέ. Και ήτανε δηλαδή μια κατάθλιψη, μια θλίψη στα πρόσωπά μας, ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.  Ήμασταν εγκλωβισμένοι σ’ ένα καθεστώς που δεν μπορούσες τίποτα, μα τίποτα να κάνεις, τίποτα να κάνεις. Τέλος πάντων, ήρθε η ώρα, έπεσε η χούντα ήρθε ο Καραμανλής. Εντάξει, η ζωή άλλαξε αμέσως, άλλαξε η ζωή. Οι μεγάλοι άνθρωποι βέβαια, σαν τη μητέρα μου, ήταν ακόμα φοβισμένοι. Και έλεγε «Προσέξτε, μη μιλάτε. Μπορεί να φαίνονται τα πράγματα καλά, αλλά από πίσω ακόμα υπάρχουν προδότες, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι οι οποίοι συνδαυλίζουνε, σκαλίζουνε για να συμβούνε γεγονότα, για να μπερδέψουν ανθρώπους. Μη μιλάτε καθόλου, μην μπλεκόσαστε πουθενά». Θυμάμαι που έγινε η Πορεία ειρήνης για τον Λαμπράκη κι εγώ δεν ήμουνα και πολύ μεγάλη, ήθελα να πάω και πήγα.  Στο σπίτι είχε γίνει μία μάχη, δηλαδή μόνο ξύλο που δεν μου δώσανε να μην πάω, μόνο και μόνο για να μη στιγματιστώ. Η μάνα μου είχε αυτό τον φόβο. Να μη στιγματιστούμε, «Να μη στιγματιστείτε κι εσείς, ας στιγματιστήκαμε εμείς» και λοιπά. Ε, βέβαια, εγώ πήγα και συνέχισα να πηγαίνω μετά, αλλά μετά δεν είχαμε τόσο φόβο. Και στον Πέτρουλα, που σκοτώσαν τον Πέτρουλα, στην κηδεία του και στην ολονυχτία που κάνανε. Ήσαν και Μανιάτες αυτοί και όλη νύχτα τον μοιρολογάγανε, θυμάμαι, στο σπίτι του, είχαμε πάει απ' έξω. Πολύς κόσμος βέβαια. Και στην κηδεία του Πετρούλα είχαμε πάει. Ολόκληρη η Αθήνα ήτανε από πίσω. Και, εντάξει, αυτά τα χρόνια ήσανε μαύρα.

Δ.Μ.:

Ο κόσμος ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια, και στην περίοδο της χούντας και πριν τη χούντα, όπως, ας πούμε, ο ένας από τους γιους της σπιτονοικοκυράς που μένατε, οι οποίοι ήτανε Χίτες, οι οποίοι συνεργάζονταν με την αστυνομία και τα λοιπά. Αυτός ο κόσμος μετά ακολούθησε, έκρυψε το παρελθόν του, ακολούθησε καθωσπρέπει ζωές, κάποιοι καταδικάστηκαν; Τι [00:25:00]έγινε; Μάθατε τα νέα τους για το πώς συνέχισαν τη ζωή τους αυτοί; Ο κόσμος της άλλης πλευράς.

Ε.Μ.:

Ο κόσμος της άλλης πλευράς, από πρώτο χέρι δεν ξέρω, γιατί εμείς φύγαμε απ’ το νοικιάρικο σπίτι. Εγώ έφυγα Γ’ Δημοτικού απ’ το νοικιάρικο σπίτι που ήσαν αυτοί. Βέβαια, με τη σπιτονοικοκυρά είχαμε επαφές, γιατί είχε βαφτίσει και τον αδερφό μου και πάντα τον έναν αδερφό τον έβριζε και ήταν με τον άλλον τον αδερφό εκείνη. Εκείνος εκεί έλεγε ότι, πάντα τον έβριζε, δεν έπαθε τίποτα, γιατί άκουγα που έλεγε παντρεύτηκε. Κάποια στιγμή βέβαια, λέει, σκοτώθηκε, σκοτώθηκε, έπεσε από τη σκάλα, διώροφο ένα σπίτι, έπεσε από τη σκάλα του σπιτιού. Και έλεγε εκείνη ότι «Μπα, μάλλον τον έχουν καθαρίσει». Είχανε μείνει με αυτή, δεν έχει πέσει, τον έχουν σπρώξει, τον έχουνε καθαρίσει. Και είχε μείνει εκεί, δεν υποκινήσανε τα πράγματα, να δούνε πώς έπεσε, τι έκανε, που θα το κάναν τάχα σήμερα ας πούμε, τίποτα. Και έλεγε μάλιστα [Δ.Α.] «Το βρομόσκυλο, σκοτώθηκε το βρομόσκυλο».  Για άλλους δεν ξέρω, γιατί στο σόι το δικό μας ήσαν όλοι αριστεροί και το μόνο που μας ένοιαζε ήσανε, αν τους είχαν πιάσει, πού ήσανε, αν βγήκαν έξω, εάν οι άνθρωποι, όπως ο ξάδερφός μου, ήταν νέο παιδί, ήταν στο Πολυτεχνείο, φοιτητής, τελείωνε ας πούμε και τον είχανε πιάσει. Τον σακατέψαν στο ξύλο στην Μπουμπουλίνας και μετά τον είχαν κρατήσει ένα σωρό μέρες. Πήγαινε η μάνα του και ο πατέρας του και παρακαλάγανε ξέρω γω, κι άλλους γνωστούς που είχαμε. Ε, την περίοδο της χούντας, βέβαια, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι εκδηλώνονταν ευθέως.  Και με τραγούδια, και με αυτά, και έτσι, κι αλλιώς. Εμείς απλά δεν μιλάγαμε καθόλου. Και βέβαια φαινόταν. Όταν κάνεις δεν μίλαγε καθόλου και ήτανε ουδέτερος, φαινότανε ότι κάτι ήθελε να κρύψει, ότι δεν συμφωνούσε ας πούμε. Εγώ δούλευα βέβαια τότε. Ούτε συλλαλητήρια υπήρχανε, δεν υπήρχε καμία κίνηση τέτοια. Είχαμε απλά, λέγαμε ότι η ζωή μας από εδώ και πέρα θα είναι έτσι, αυτό. Θα ακούμε για τον Παττακό, θα ακούμε για τον άλλο και τίποτα άλλο. Βέβαια, έγινε το Πολυτεχνείο.  Μετά, όταν ακούγαμε ας πούμε πόσοι σκοτώθηκαν, πώς μπήκε μέσα αυτό το πράγμα… Όταν μου είπανε ότι μπήκε μέσα το τανκς κι εγώ ήμουνα πριν λίγες ώρες εκεί, κατάλαβα πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Γιατί ήτανε μέσα και έξω. Ήτανε τόσο πολύ πυκνός ο κόσμος, που και αυτοκίνητο να έπεφτε απάνω, ΙΧ, θα σκότωνε ανθρώπους, όχι τανκς. Αυτοκίνητο να έπεφτε. Ε, μετά, βέβαια, όταν κατάλαβα αυτό το πράγμα και λέω «Ευτυχώς που μου είπε η μάνα μου έτσι». Από την άλλη μεριά, ένιωθα και τύψεις και λέω «Εγώ έφυγα και έβγαλα άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα». Ένιωθα και τύψεις. Που άκουσα τη μάνα μου και μου είπε «έλα». Και έφυγα, όχι γιατί φοβόμουνα, δεν το περίμενα εγώ αυτό, έφυγα γιατί πώς θα γύρναγα επειδή ήτανε βράδυ και θα γύρναγα μόνη μου, φοβόμουν το βράδυ που θα γύρναγα μόνη μου, αυτό, γι’ αυτό τον λόγο είχα φύγει τότε. Τέλος πάντων, έφυγε η χούντα, η ζωή άρχισε να γίνεται πιο ωραία. Βέβαια δεν είχανε σταματήσει τα «Είναι δεξιός, είναι αριστερός», αυτό υπήρχε.  Στα δε χωριά, τα καφενεία ήσαν χωρισμένα, από εκεί οι δεξιοί, από εκεί οι αριστεροί. Και στα χωριά ξέρανε ακόμα και το παιδί που γεννήθηκε τι είναι, όχι, τις οικογένειες όλες. Και ποιον είχαν αριστερό, και τι είχε κάνει εκείνος, και τι είχε κάνει ο άλλος, και αυτό όλα, τα πάντα ξέρανε. Εδώ στην Αθήνα λίγο χανόσουνα. Μετά μεγάλωσα, έμαθα για τον θείο μου τι είχε κάνει, πού ήτανε, έβρισκε άλλους ανθρώπους, όπως τον Δήμο, από του άντρα μου το σόι τώρα, που ήταν κι αυτός αριστερός και είχε κάνει και Μακρονήσο και κάπου, σε κάποιο σημείο, είχανε συναντηθεί χωρίς να γνωρίζονται βέβαια τότε, είχαν συναντηθεί. Είχα ακούσει κάτι που είχε επιχειρήσει, που είχε λάβει μέρος ο θείος μου, ένα τρένο με Γερμανούς, στο Δερβένι, το είχαν ανατινάξει, ήταν κι εκείνος εκεί. Είχα βρει κάτι μικρή, κάτι στο χωριό που πήγαινα, μέσα σε κάτι πέτρες, πέτρες, όχι πέτρες, πλίνθινες πέτρες, από λάσπη, στους φούρνους, εκεί που ψήνανε το φαγητό, στο χωριάτικο σπίτι. Κάτι έψαχνα, πώς έπεσε στα χέρια μου, ένα ματσάκι με φωτογραφίες, τις οποίες είχαν κρύψει μέσα εκεί και τι ήτανε; Ήμουν μεγάλη, έβλεπα και γνώριζα. Ήταν ο θείος μου, να εκτελεί ανθρώπους, με δεμένα μάτια και με όπλο.  Όταν το είδα, πήγα, «Κοίτα εδώ τι βρήκα». Κοντέψαν να με σκοτώσουνε βέβαια τότε, να με σκοτώσουνε. «Φέρ’ το εδώ αυτό! Πού το βρήκες; Αυτό είναι τίποτα, ψεύτικα είναι, αυτά τα ’χουνς κάνει…». Μου είχαν πει έτσι θυμάμαι. Αλλά ακόμα το θυμάμαι. Τις κάψανε, μπορεί και να τις κάψανε μετά, και δεν ξέρω για ποιο λόγο τις φυλάγανε βέβαια, δεν ξέρω. Μήπως τις είχε ο ίδιος κρύψει εκεί; Πάντως ήταν φωτογραφίες απ’ το [00:30:00]βουνό, από πάνω ας πούμε. Εμείς, βέβαια, μετά ήμασταν περήφανοι για τον θείο μου, που είχαμε έναν άνθρωπο, ο οποίος… Και μετά έμαθα ότι και η μάνα μου είχε κάνει τις δουλειές της εδώ στην Αθήνα, σαν ταχυδρόμος. Πήγαινε σε περίπτερα να ψωνίσει και, από περίπτερο σε περίπτερο, έδινε πληροφορίες. Αυτό, βέβαια, το έμαθα πολύ μεγάλη. Ούτε καν είχε ειπωθεί. Ακόμα και μεγάλη που ήμουν, τόσο πολύ φοβόσανε, μεγάλη, πολύ μεγάλη ήμουνα, κι εκεί δεν μου ’λεγε λεπτομέρειες, μόνο μου είπε «Εντάξει, βοήθησα λιγάκι, όσο μπορούσα».  Είχαν ένα ξάδερφο, στην Καλλιθέα, που ήταν ζωγράφος, εκεί το μαγαζί ήταν πάρε δώσε, σκονάκια και πληροφορίες, περίπτερα, μαγαζάκια, κάτι τέτοια ας πούμε εδώ, στην Αθήνα. Αυτά ήταν σε όλη μου τη ζωή. Μετά, βέβαια, ήρθε ησυχία και μετά, επί Παπανδρέου θυμάμαι, εκεί αρχίσαμε να μην, να μην κρυβόμαστε, να λέμε ποιοι είμαστε, τι ήμασταν και να μη φοβόμαστε, και μάλιστα να το λέμε και να το καμαρώνουμε. Αυτό, επί Παπανδρέου αυτό έγινε, δηλαδή ένα που έχω να του χρεώσω σαν καλό να το πω, ήταν, επί Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν αυτό. Ότι αυτό που ήμασταν, και αυτό που είχαμε ζήσει, και τι ήταν το σπίτι μας, και τι είχαμε κάνει, όλα αυτά τα λέγαμε και καμαρώναμε κιόλας. Ότι, να, κι εμείς έχουμε βάλει ένα λιθαράκι μέσα σ’ αυτό τον τόπο για να ρθεί η δημοκρατία, ας πούμε, και να γίνει κάτι. Μετά η ζωή συνέχισε όπως την ξέρουμε, με τα διάφορα.

Δ.Μ.:

Θέλεις να προσθέσεις τίποτα άλλο;

Ε.Μ.:

Όχι, δεν θέλω, δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω, γιατί μετά δούλευα, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά. Ποτέ στα παιδιά μου δεν είπα «Μην κρύβεστε», και ούτε τους είπα «Να είστε αυτό» ή «Να μην είστε εκείνο». Μόνα τους βρήκαν τον σωστό δρόμο, και τα δύο.

Δ.Μ.:

Ευχαριστώ πολύ.