© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Σοφάδες 1954: o καταστροφικός σεισμός μέσα από την συγκλονιστική μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα

Κωδικός Ιστορίας
11137
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αθανάσιος Σταθόπουλος (Α.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/04/2022
Ερευνητής/τρια
Χριστίνα Πέτρου (Χ.Π.)
Χ.Π.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Α.Σ.:

Καλημέρα.

Χ.Π.:

Ονομάζομαι Πέτρου Χριστίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima. Σήμερα είναι Δευτέρα 11 Απριλίου 2022, είμαι με τον κύριο;

Α.Σ.:

Αθανάσιο Σταθόπουλο του Γεωργίου, κάτοικο Σοφάδων.

Χ.Π.:

Είμαι με τον κύριο Σταθόπουλο Αθανάσιο και βρισκόμαστε στο σπίτι του κι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την συζήτησή μας. Πείτε μας λίγα πράγματα για την ζωή σας.

Α.Σ.:

Την ατομική; Πότε γεννήθηκα κτλ.;

Χ.Π.:

Ναι, άμα θέλετε να το πείτε, ναι.

Α.Σ.:

Εγώ γεννήθηκα το 1933, 12 Ιανουαρίου. Έζησα όλα τα χρόνια μες στους Σοφάδες, εδώ τελείωσα το Γυμνάσιο. Είχα επιθυμία να σπουδάσω, δεν μπόρεσα να σπουδάσω γιατι είχα τρεις αδερφές και τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν τότε. Ασχολήθηκα με τη γεωργία μέχρι τα 35 μου χρόνια. Γεωργία με όλη τη σημασία της και με όλα τις εργασίες τις ανάλογες που επιτρέπει το επάγγελμα. Εν συνεχεία διορίστηκα εφοριακός υπάλληλος και από κει τριάντα πέντε χρόνια υπηρέτησα το Δημόσιο, πήρα σύνταξη και μετά, επειδή είχα το μεράκι αυτό να γράψω αυτά που έζησα, τα βιώματα —τα έντονα βιώματα—, μετά τη σύνταξη άρχισα να γράφω. Απ’ το 1999 άρχισα να γράφω μια οχταετία περίπου και παρουσίασα διάφορα θέματα, λοιπόν. Έχω οικογένεια, έχω δυο παιδιά, η κόρη μου είναι καθηγήτρια, ο γιος μου είναι οδοντίατρος εδώ στους Σοφάδες. Η κόρη μου φιλόλογος —ας πούμε—, έχει φροντιστήριο στη Καρδίτσα ασχολείται με τη λαογραφία κι αυτή και με τα πολιτιστικά, χρόνια ολόκληρα και έντονα μάλιστα, μέχρι που μαλώναμε τώρα, γιατι έχει τα παιδιά και… πού θα πάει αυτή η δουλειά; Ας αναλάβει κάνας καινούργιος. Όμως, επιμένει. Άλλο κάτι ιδιαίτερο απ’ τη ζωή μου δεν έχω. Επειδή —όπως είπαμε στην αρχή— τα οικονομικά μας δεν επιτρέπαν, όλη τη ζωή την πέρασα δουλεύοντας εδώ για να φτιάξω την οικογένεια, να φτιάξουμε το σπίτι, να… Δεν έχω πάει ταξίδι. Δεν πήγα στο εξωτερικό, το μεράκι μου, κι ούτε ακόμα και σε νησιά. Και κει το μεράκι μου. Όλη η ζωή πέρασα μέσα στους Σοφάδες, μεσ’ στους φίλους μου εδώ, μεσ’ στους συγγενείς… Ένιωσα καλύτερα —τέλος πάντων— απ’ τους φίλους μου που έφυγαν και πήγαν Αθήνα. Εκείνοι ερχόταν εδώ και προσπαθούσαν μέσα σε μια μέρα, μια βδομάδα κτλ., να ζήσουν κάτι που εγώ το ζούσα κάθε μέρα. Αυτή ήταν η διαφορά. Αυτή είναι έτσι πολύ περιληπτικά η ζωή μου, ας πούμε.

Χ.Π.:

Και το 1954 που έγινε ο σεισμός εσείς τον θυμάστε;

Α.Σ.:

Το σεισμό τον θυμάμαι πάρα πολύ καλά και έχω εικόνες που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη μου από τότε. Ήμουνα 21 χρονών, ήταν τις 30 Απριλίου, ημέρα Διακαινησίμου —της γιορτής δηλαδή— όταν έγινε ο σεισμός, 12:45 έγινε ακριβώς. Όμως, το πρωί μετά την εκκλησία ήμασταν στην αγορά με την παλιοπαρέα εκεί βόλτα κτλ., σχολάσαμε, ήρθαμε ο καθένας στα σπίτια μας, λοιπόν, φάγαμε και εγώ πήγα στον επάνω όροφο —το σπίτι μου ήταν διώροφο, δηλαδή ήταν αρχοντικό, το ‘χαμε αγοράσει τότε δυο δωμάτια πάνω με εξάφυλλες, μ’ αυτά, δυο δωμάτια κάτω— και έπεσα να κοιμηθώ. Δεν περνάει ένα τέταρτο ακριβώς ακούω από κάτω φωνές «Ε, Θανάση! Θανάση!». «Τι είναι, ρε παιδιά;». Βγαίνω στο παράθυρο. Ήταν η παλιοπαρέα μου, τρεις φίλοι αγαπημένοι, «Έλα κατέβα να πάμε στο λιβάδι», που το λιβάδι απείχε από δω 4 χιλιόμετρα, που εκεί μέσα στο λιβάδι έβοσκαν περίπου οχτακόσια άλογα από όλο το χωριό. Ήτανε μέρες αργίας δηλαδή και τα βάζαμε τα άλογα εκεί για να βοσκήσουν και να τα πάρουμε αργότερα για να καλλιεργήσουμε. «Όχι δεν έρχομαι —λέω— τώρα, θα κοιμηθώ», οπότε ένας απ’ την παρέα μας, ο πιο ζωηρός και πιο σκληρός, έρχεται απάνω «Σήκω ρε. Πάμε, μόνοι μας θα πάμε; Πάμε παρέα όλοι». Ωραία, κατέβηκα και ‘γω και είχαμε —με το συμπάθιο— έναν γάιδαρο σαμαρωμένον, τους τρουβάδες —ένα κουβά— για να ποτίσουμε τα άλογα εκεί σε μια βρύση και ξεκινήσαμε κανονικά πεζοί, πεζοί βέβαια, συζητώντας στο δρόμο. Φτάνουμε στο λιβάδι μετά από μια ώρα περίπου, φτάνουμε στη βρύση τη μεγάλη την τσιμεντένια που πίναν τ’ άλογα νερό και κει άρχισε μια βουή. Βουή χαρακτηριστική. «Τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό;». Άρχισε να κουνάει, άρχισε να κουνάει… Λοιπόν, τρομερός ο πόνος και διάρκεια μεγάλη. Πέσαμε όλοι κάτω, οι άλλοι έπεσαν ολόκληροι στη γη. Θυμάμαι αυτός ο φίλος μου ο σκληρός που ήρθε και με πήρε και απ’ το σπίτι δηλαδή, ο οποίος θεωρούνταν στην παρέα ο πιο ζωντανός και ο πιο δύσκολος, ας πούμε, σ’ αυτά, κάνει το σταυρό του και λέει: «Παναγίτσα μου, σώσε μας!». Τόσο πολύ φοβήθηκε. Εγώ έτυχε να καθίσω στα γόνατα, δεν ξάπλωσα και εκείνο που είδα —ξυπνάει ακόμα τώρα τις νύχτες σαν εφιάλτης—, βλέπω το λιβάδι όλο, όλη τη γη, να κάνει αυτό. Δηλαδή σηκωνόταν η γη περίπου στο… 1 μέτρο; 1 κι 20; 1,5; Έτσι και στα 10 μέτρα πήγαινε κάτω και μετά ξανά. Σαν μια θάλασσα χωμάτινη. Τα άλογα τώρα που ήταν μέσα, τα οχτακόσια άλογα, όπως έβοσκαν σηκωνότανε εδώ και το ανέβαζε το άλογο απάνω στη κορφή. Δηλαδή η χωμάτινη κορυφή αυτή ήταν… Η βάση θα ήταν 5-6 μέτρα —όχι κορυφή ακριβώς έτσι, ομαλή από πάνω. Έβγαινε το άλογο απάνω, έπεφτε στα γόνατα δεν μπορούσε να στηριχθεί, και χλιμίντριζε, έκανε το χλιμιντρισμό… Κατέβαινε κάτω, σηκωνόταν το άλογο. Πόση ώρα διήρκησε ο σεισμός, πόσο; Δεν το θυμάμαι. 30 δευτερόλεπτα; Παραπάνω; Να βλέπεις τώρα οχτακόσια κεφάλια να βγαίνουν απάνω, να χλιμιντράνε και να κρύβονται από πίσω, να χάνονται από πίσω στην πλαγιά απ’ το κύμα το χωμάτινο αυτό. Κοιτάω «Τι είναι αυτό; —λέω— Αυτή η γη θα ξαναγίνει;». Δηλαδή είχα το θάρρος, δεν ξέρω πώς, τι, τι με βοήθησε την ώρα εκείνη να μη φοβηθώ τόσο πολύ κι έμεινα στα γόνατα. Άρχισε αυτό σιγά-σιγά, σιγά-σιγά-σιγά να πέφτει το κύμα και τότε είδαμε ολόκληρα τα άλογα, αλλά εκείνος ο θόρυβος πρώτα-πρώτα, η βοή από κάτω, η εικόνα αυτή που ήταν κύματα —το κύμα αυτό το χωμάτινο ήταν μακρύ. Δεν ξέρω από πόσο ήτανε, εγώ έβλεπα εκεί κοντά— και τα άλογα να ανεβοκατεβαίνουν χλιμιντρίζοντας και να σκοντάφτουν απάνω, να πέφτουν —δεν μπορούσε να στηριχθεί το άλογο την ώρα που ανέβαινε απάνω—, με έμεινε ανεξίτηλη. Τελειώνει καμιά φορά ο σεισμός, ηρέμησε, «Πω πω!», ούτε άλογα να ποτίσουμε, ούτε τίποτα —ας πήγαιναν μόνα τους στη βρύση να πιούν νερό—, είχαμε το γαϊδουράκι, ξεκινάμε προς Σοφάδες τρέχοντας. Μπροστά το γαϊδουράκι άδειο και μείς από πίσω κοντά. Δεν μπορούσε να τρέξει το γαϊδουράκι όσο τρέχαμε εμείς! Μέχρι εδώ απ’ έξω από Σοφάδες που φτάσαμε σταμάτησε, δεν είχε άλλη αντοχή, τόσο τρέχαμε πολύ. Φτάνουμε εδώ απ’ έξω από Σοφάδες στα 200 μέτρα περίπου. Βλέπουμε την άσφαλτο σχισμένη, ο δρόμος κάθετα σχισμένος και έβγαινε νερό από κάτω, πίδακας. «Τι είναι αυτό, ρε Παναγία μου;». Περάσαμε, τέλος πάντων. Όταν λέμε νερό, νερό με λάσπη. Το προσπεράσαμε, φτάνουμε στη γέφυρα δω που είναι το Κέντρο Υγείας, κοιτάζουμε το ποτάμι, είχε στύψει, δηλαδή είχε στερέψει, δεν υπήρχε νερό πουθενά. Άλλες σχισματιές, αλλού υπήρχε λάσπη βγαλμένη και το νερό ξανακατέβηκε πάλι κάτω. Χωρίσαμε, ο καθένας το δρόμο του να ‘ρθούμε εδώ, ξεκινάω ‘γω να ‘ρθώ προς τα δω, σ’ ένα σπίτι δίπλα εδώ ήταν μια τουλούμπα —αυτή που βγάζουμε—, έβγαζε νερό μόνη της. «Τι είναι τούτο δω; Τι είναι τούτο δω;». Φτάνω δω στο σπίτι μου, το οικόπεδο αυτό απ’ το σπίτι ανατολικά μέχρι το ποτάμι είχε ανοίξει στο 1,5 [00:10:00]μέτρο πέρα-πέρα μια χαράδρα και το μέρος προς το ποτάμι είχε κατεβεί 1 μέτρο. Δηλαδή με το σεισμό που έγινε άνοιξε η χαράδρα αυτή, ας την πούμε, και το έδαφος που ήταν προς το ποτάμι κύλησε προς το νερό κι έκανε χρόνια να τη γεμίσουμε αυτή με χώματα και μ’ αυτά. Εκείνο, όμως, τώρα που σταμάτησα να σας το περιγράφω, πήγε συνέχεια με το λιβάδι: Όταν πήραμε το δρόμο να ‘ρθούμε για Σοφάδες τώρα, ήταν 30 Απριλίου, τα σιτάρια ήτανε περίπου 1 μέτρο και. Είχαν ξεσταχιάσει, τα στάχυα ήταν επάνω. Λοιπόν, εκεί ξαναβλέπουμε —εγώ τουλάχιστον—, ξαναβλέπουμε το ίδιο φαινόμενο που είδαμε στο λιβάδι, γιατι μόλις έγινε ο μεγάλος ο σεισμός μετά άρχισαν οι μετασεισμοί κάθε δύο λεπτά, ένα λεπτό; Και η γη πάλι συνέχιζε, έτσι το έκανε. Τώρα δεν φαινόταν το χώμα. Το σιτάρι τώρα τόσο να κάνει αυτόν τον κυματισμό, ανέβαινε-κατέβαινε —αφού πήγαινε το έδαφος παρακάτω. Και το σπουδαίο, ακούγονταν το θρόισμα απ’ τα στάχυα, ένα «φςς…». Δηλαδή χτυπούσαν τα στάχυα απάνω ένα με το άλλο και γινόταν αυτός ο θόρυβος και οι άλλοι «Τι είναι αυτό; Τι, τι, τι φαινόμενο είναι τούτο δω; Θα μας χάσει ο Θεός!», παράδειγμα. Αυτό θα το θυμάμαι. Να βλέπεις τώρα τα στάχυα να ανεβοκατεβαίνουν, πήγαιναν χαμηλά, ανέβαιναν, ανάλογα τώρα… πόσο; 70-80 πόντους; Αλλά εκείνο το θρόισμα…

Α.Σ.:

Όταν αυτό το είπα στον Λέκκα, μας έκανε διάλεξη εδώ —τον έφερε η Κατερίνα η δική μας και γνωριστήκαν προσωπικά— και στο τέλος «Τι έχουμε να ρωτήσουμε;», έλαβα το λόγο κι εγώ και τα είπα όλα αυτά. Και ξεκινάει τώρα απ’ την εξέδρα που ήταν κι έρχεται δίπλα και με κοιτούσε, είπα κι άλλα, κι άλλα είδα εδώ. Α, εντωμεταξύ μόλις μπήκα μέσα στο χωριό τι ν’ ακούς; Θρήνος. Οδυρμός. Να φωνάζουν όλοι, να κλαίνε, να πανικοβάλλονται, να βλέπεις… Τι; Τι να βλέπεις. Τα σπίτια όλα πεσμένα. Ακόμα-ακόμα όπως έπεφταν, ήταν όλα πλιθί τα σπίτια, πλίθινα, και είχαν σπάσει τα πλιθιά και το χώμα ανέβαινε, δηλαδή ο κουρνιαχτός αυτός, απάνω και απάνω οι Σοφάδες εδώ είχαν πιάσει ένα ελαφρό σύννεφο απ’ το χώμα που βγήκε απ’ τα πλιθιά, απ’ το χτύπημα. Κάθε οικόπεδο τώρα εδώ ήταν η οικογένειά του όρθιοι μέσα στο οικόπεδο να κάνουν σταυρό, να κλαίνε, να κάνουν μετάνοιες άλλοι. Και οι σεισμοί να συνεχίζουν, ε; Έφτασα εγώ εδώ βλέπω το σπίτι… Εκεί πραγματικά δεν μπορώ να το περιγράψω τώρα. Σπίτι το οποίο αγοράσαμε με όλο το οικόπεδο 5 στρέμματα, εκεί μεγάλωσα 3 χρονών όταν το αγοράσαμε, να το βλέπεις τώρα… είχε πέσει το μισό προς τα πίσω. Μ’ έπιασε το παράπονο, βέβαια. Είχα χάσει —πώς το λένε;— όχι τη λογική μου, σαν να ήμουν ξένος. Τι έπαθα; Δηλαδή εγώ είχα τα βιβλία μου μέσα, δεν είχαμε τραπέζι, στο παράθυρο —το παράθυρο ήταν φαρδύ τόσο, εκεί έγραφα, εκεί διάβαζα— και είχα τα βιβλία κάτω τώρα στο δρόμο. Σε καμιά ώρα περίπου ήρθε κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν στα πρόβατα, είχαμε κοπάδι και είχε πάει ο τσοπάνης στο χωριό του να αλλάξει τότε και πήγε να τον αντικαταστήσει. Μόλις είδε το σεισμό έφτασε κι αυτός εδώ. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να κλαίει στο σπίτι μπροστά, διότι έβλεπε… Δεν ήταν… Έπεσε το σπίτι, έπεσε ο στάβλος, έπεσε η αχυρώνα, έπεσε η κουζίνα, δεν έμεινε τίποτα όρθιο! Έπρεπε να φτιάξουμε δηλαδή ένα νοικοκυριό απ’ την αρχή. Και άρχισε ο αγώνας μετά. Ήρθε ο στρατός, βοήθησε να κατεδαφιστούν τα παλιά, πάρα πολύ βοήθησε και μάλιστα έβαζε και τα πλιθιά που μέναν ξεχωριστά, τα ξύλα ξεχωριστά και αρχίσαμε μετά να φτιάναμε τους στάβλους πρώτα για τα ζώα, τις αχυρώνες για να βάλουμε το άχυρο, την κουζίνα και στο τέλος με αρωγή του κράτους —μάς έδωσε 10.000 τότε— φτιάξαμε «πυρήνες» σαν κι αυτή. Αυτή είναι απ’ το σεισμό, αυτό το σπιτάκι εδώ δα. Δυο δωματιάκια και μια σάλα. Τέτοια φτιάχναμε, και ‘μείς τέτοιο είχαμε και αργότερα ρίξαμε άλλο τόσο παραπίσω. Τώρα φτιάξαμε τούτο δω και το γκρεμίσαμε, εδώ δα ήταν το σπίτι. Τώρα στην περιγραφή δεν λέγονται όλα, δεν τα ‘χω πει όλα, όπως τα είδα δηλαδή, θέλεις πολλή ώρα για να περιγράψεις λεπτομέρειες. Είπα τα χοντρικά τώρα.

Χ.Π.:

Μπορείτε να πείτε κι άλλα πράγματα.

Α.Σ.:

Αφού την ώρα που βγαίναμε απ’ το λιβάδι και ηρέμησε η γη και τ’ άλογα ξέφυγαν απ’ αυτή την ταλαιπωρία, μαζεύτηκαν κατά ομάδες, δηλαδή, μαζεύτηκαν ομάδα-ομάδα —ξέρω ‘γώ— είκοσι άτομα, πενήντα άλογα εδώ-εκεί. Ένιωσαν κι αυτά το φόβο, ένιωσαν ότι κάτι συμβαίνει που δεν το είχαν ξαναζήσει. Τι να πεις; Δεν περιγράφονται όλα. Αλλά οι σχισμένοι δρόμοι… Α, έβγαινε νερό. Έβγαινε νερό. Νερό μέσα απ’ την άσφαλτο. Σκέψου πόσο κάτω τώρα πίεσε, εγκλώβισε το νερό και το έβγαλε απάνω. Μεγάλη ζημιά, βέβαια, εδώ ήταν η μεγαλύτερη, ήταν το επίκεντρο. Δεν έμεινε σπίτι κανένα. Κανένα σπίτι. Έμειναν δυο-τρία παλιά, νομίζω. Αυτός ήταν ο σεισμός του ‘54 χονδρική περιγραφή. Τώρα σε λεπτομέρειες όλες… Πώς περάσαμε την πρώτη βραδιά. Λοιπόν, Απρίλης, πού να κοιμηθείς; Στρώσαμε στο οικόπεδο εδώ απ’ πίσω τώρα —είναι δικό μας αυτό— νύχτωσε, στρώσαμε κάτω. Να κουνάει κάθε πέντε λεπτά, εφτά-οχτώ λεπτά. «Ω, Παναγίτσα μου!» ν’ ακούς όλοι εδώ φωνή. Να παρακαλάν την Παναγία, να παρακαλάν το Χριστό συνέχεια. Άντε-άντε, όλοι ξάπλα στο… Ευτυχώς ήταν ζεστή η βραδιά. Ε, από τότες θα κοιμάμασταν έξω. Δεν είχαμε σπίτι απ’ τον Απρίλιο, Μάιο και όλο το καλοκαίρι μέχρι το φθινόπωρο που φτιάξαμε αυτά τα σπίτια —μάς τα ‘φτιαξε το κράτος με δάνειο— κοιμόμασταν έξω. Και τα σπίτια αυτά που μας έφτιαξαν, βέβαια, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο, δεν ήταν ευρύχωρα, ήταν… ούτε τουαλέτα ούτε τίποτα, καταλαβαίνεις τι γίνεται… Εν ολίγοις στο περιγράφω και —πώς το λένε;— δεν μπορώ να… Όχι, δεν μπορώ να υπεισέλθω, δηλαδή δεν με κρατάει να πω τις λεπτομέρειες όλες. Τόσο πολύ, ας πούμε. Να βλέπεις τώρα τα στάχυα να κυματίζουν όπως η θάλασσα το κύμα, ν’ ακούς τα χτυπήματα απ’ τα στάχυα και ν’ ακούς το θόρυβο αυτόν. Ήταν πρωτόκουστο, δεν τ’ άκουσε κανένας αυτά, δεν τα είδε έξω. Έτυχε την ώρα εκείνη να είμαστε οι μοναδικοί στο δρόμο, παράδειγμα, ή αν ήταν και κάποιος άλλος να μην έδωσε σημασία ή να μην ήταν αυτό το φαινόμενο εκεί, να ήταν χωράφια σκέτα που δεν φαινόταν, κατάλαβες; Αυτά χονδρικά για το σεισμό. Βέβαια, τα προβλήματα ύστερα ήταν τεράστια: ούτε φαγητό, ούτε ψωμί, ούτε τίποτα. Ερχόταν ο στρατός και έφερνε ψωμί, πηγαίναμε και παίρναμε κουραμάνες που λέμε και φαγητά. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά αρχίσαν να μαγειρεύουν εδώ και μας δώσαν σκηνές στρατιωτικές, stuart —πώς λεγόταν δεν θυμάμαι—, και επειδή ήταν μεγάλες πολύ, μας βάλαν δυο-τρεις οικογένειες μαζί. «Αυτή η γωνία η δική σου, εκείνη η γωνία τού αλλουνού». Και είχαμε τα πράγματα μέσα, το αλεύρι —ξέρω ‘γω—, τ’ απαραίτητα, όσα διασώθηκαν απ’ το σπίτι, γιατί πολλά πήγαν χαμένα μέσα. Εκεί —δεν θυμάμαι— χάσαμε και υλικό παραδοσιακό. Χάθηκε με το σεισμό υλικό λαογραφικό, [00:20:00]παραδοσιακό. Εγώ, παράδειγμα, απ’ το σπίτι το παλιό μου τώρα είχαμε μέσα πράγματα που τα θυμάμαι και αυτό με έκανε αργότερα, μετά το σεισμό, να ξεκινήσω, να πάρω την πρωτοβουλία και να μαζέψω ό,τι απέμεινε παλιό και το ‘φερνα εδώ στο σπίτι μου και έμασα περίπου πεντακόσια είδη κι έκανα Λαογραφικό Μουσείο μόνος μου. Το Λαογραφικό Μουσείο που υπάρχει στους Σοφάδες τώρα είναι —μπορεί να είναι εγωιστικό που το λέω— εξ ολοκλήρου συλλογή και τοποθέτηση… Και για να τα τοποθετήσουμε μέσα πήραμε γυναίκες που ύφαιναν στον αργαλειό, που ήξεραν πώς να υφάνουν, που ήξεραν πού να μπει το κρεβάτι, με τις καραμελωτές, που λέγαμε, τις κεντητές, με τον αργαλειό, με τις στάμνες, με τη γάστρα που έψηναν το ψωμί. Αυτά τα μάζεψα όχι σε μνήμη, δηλαδή από την ανάγκη για να διασωθούν. Όποιος έλεγε «Έχω ένα αυτό» πήγαινα και το έπαιρνα, το καθάριζα λίγο… Μετά βάλαν αργότερα με το Δήμαρχο εδώ, πλήρωσε ο Δήμαρχος και ήρθε επιτροπή αρχαιολόγων, κάθισαν δέκα-δεκαπέντε μέρες εδώ και τα καθάρισαν και τα έβαψαν και τα έκαναν και είναι ένα απ’ τα καλύτερα Λαογραφικά Μουσεία. Αλλά τώρα ο κόσμος δεν τα πολύ αγαπάει —ας πούμε— και ο Δήμος εδώ κι αυτός δεν πολυενδιαφέρεται, ενώ έχουμε μέσα προβληματάκια, θέλει, θέλει συνεχόμενη δουλειά. Όμως, διασώσαμε αρκετά από τότε. Σε ποιον να τα πεις τώρα ότι «Ξέρεις, αυτά τα έφτιαξα εγώ για να μείνουν». Πάει άλλος τώρα «Ε τώρα, τι είναι; Τι χαζομάρες είναι αυτές;». Αφού δεν τα έζησε. Και θυμάμαι το χαρακτηριστικό: Η γιαγιά μου στην κουζίνα είχε μια ξύλινη στάμνα. Ξύλινη στάμνα. Ήταν, παράδειγμα, τόσο, πελεκητή από καλλιτέχνη. Εδώ είχε τον πάτο, μετά άρχιζε έτσι εδώ κι εδώ είχε απάνω που έμπαινε το νερό κι είχε δύο χεράκια ξύλινα. Λοιπόν, κομψοτέχνημα όμως. Έλαμπε! Την είχε γυρισμένη στην κουζίνα η γιαγιά ανάποδα, είχε ξεπατωθεί από κάτω ο πάτος, σάπισε, και έβαζε το αλάτι της χρονιάς. Το αλάτι δεν κάνει να το βάλεις πουθενά αλλού. Άμα το βάλεις σε τσίγκινο, θα τρυπήσει. Από κει έπαιρνε το αλάτι, το στουμπούσε σε άλλο στο… και το χρησιμοποιούσαμε στο σπίτι. Δεν υπήρχε αλάτι τότε όπως είναι τώρα εδώ. Χοντρό αλάτι. Το χτυπούσαν σε τουμπέκι. Κσαι το πήγα κι αυτό στο Μουσείο εκεί για να φαίνεται, χονδρικά. Αυτός ήταν… Πες μου τι θέλεις.

Χ.Π.:

Όταν ήρθατε και αντικρίσατε το σπίτι μετά το σεισμό, μόλις ήρθατε και το αντικρίσατε το σπίτι που είχε πέσει, τι κάνατε; Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που κάνατε μαζί με την παρέα σας μπροστά στο σπίτι σας;

Α.Σ.:

Η παρέα μας διαχωρίστηκε στον πρώτο δρόμο που ήρθαμε εδώ, τα σπίτια μας ήταν ξεχωριστά, ένας εδώ, ένας εκεί, ένας εκεί… Στο σπίτι μου ήρθα μόνος μου εγώ και βλέπω τώρα το μισό το σπίτι είχε πέσει κάτω και αλλού να κρέμονται κουβέρτες, αλλού να κρέμονται κουρτίνες, είχαμε εισοδήματα κάτω, σησάμια, σιτάρια κτλ. Στεναχώρια, κλάματα, να κλαίει τώρα η μάνα μου, να κλαίν’ οι αδερφές μου, να κλαίει ο παππούς μου, η γιαγιά μου 85 χρονών, μέχρι που ήρθε ο πατέρας μου. Α, την ώρα εκείνη που ήρθα εγώ εδώ μια μου αδερφή ήταν σ’ έναν συγγενή μας στην άλλη άκρη του χωριού «Τι έγινε το κορίτσι τώρα; Ζει; Μήπως έπεσε το σπίτι και το πλάκωσε;». Γιατί είχαμε και δέκα θύματα εδώ, βέβαια. Κι αμέσως έφυγε η μάνα μου γρήγορα και πάει και το πήρε, δεν είχε πάθει τίποτα βέβαια. Εδώ έπεσαν οι εκκλησίες, έπεσε η Αγία Παρασκευή, που ήταν ωραία εκκλησία και ευτυχώς… Ήταν κηδεία τη μέρα εκείνη και δυο παιδάκια ανέβηκαν στο καμπαναριό —ψηλό το καμπαναριό, πέτρινο— και χτυπούσαν την καμπάνα πριν απ’ τη κηδεία, θα πήγαινε στην εκκλησία να διαβάσει ο παπάς την κηδεία. Γίνεται ο σεισμός, πέφτει το καμπαναριό και σκοτώνονται τα παιδάκια, 10 χρονών, 12 χρονών. Και η κηδεία ήταν στα 200 μέτρα, είχαν φύγει απ’ το σπίτι όλοι που παρευρισκόταν εκεί, με το νεκρό μπροστά, και θα έμπαιναν στην εκκλησία για να διαβάσει ο παπάς. Η εκκλησία δεν έμεινε τίποτα. Ο τρούλος που έπεσε μέσα είχε τόσο τσιμέντο, που κάναν δυο μήνες-τρεις για να το σπάσουνε. Δηλαδή θα είχαμε τουλάχιστον διακόσια, διακόσια πενήντα θύματα από την κηδεία. Βοήθησε, που λέμε, ο Θεός και δεν πρόφτασαν να μπουν μες στην εκκλησία και σκοτωθήκαν δέκα. Ο ψάλτης ο οποίος πήγαινε κι αυτός να ψάλλει στην εκκλησία σκοτώθηκε αυτός έξω απ’ την εκκλησία. Μια γυναίκα κοιμάνταν με το παιδάκι της μικρό στην κούνια, σηκώθηκε, το πήρε στα χέρια να βγουν έξω, έπεσε η πόρτα και τους σκότωσε. Άντε κι άλλοι. Δεν τους θυμάμαι τώρα όλους. Α, ο τότε Πρόεδρος των Σοφάδων μαζί με τη γυναίκα του είχαν τριώροφο πέτρινο, το καλύτερο σπίτι και απ’ την Καρδίτσα, δεν υπήρχε —αυτός ήταν φαρμακοποιός—, έπεσε και τους σκότωσε και τους δύο και γλίτωσε η —πώς το λέν’— η υπηρεσία, είχαν κοπέλα. Αφού έπεσαν όλα κτλ., ακούγονταν μια φωνή μέσα στις πέτρες, πήγαν κάτι παλικάρια εκεί πολλές ώρες, την έβγαλαν την κοπέλα, τη βρήκαν ζωντανή, είχε σπάσει το πόδι μόνον. Έζησε, έφυγε από δω βέβαια αργότερα και σώθηκε. Κι άλλοι, κι άλλοι εδώ, δεν τους θυμάμαι τώρα όλους.

Χ.Π.:

Εσείς στο σπίτι σας υπήρχε κάποιος μέσα στο σπίτι σας την ώρα του σεισμού και να τραυματίστηκε; Στο δικό σας το σπίτι μέσα.

Α.Σ.:

Όχι. Όχι, ευτυχώς. Επάνω τώρα που πήγα εγώ να κοιμηθώ εκεί στο δωμάτιό μου ήταν κι ένα διπλανό δωμάτιο. Εκεί πήγε ο παππούς με τη γιαγιά μου, εκεί κοιμάνταν. Κι όπως —μου το λέγαν τώρα, μου τα ‘λεγε η γιαγιά— άρχισε έκανε έναν προσεισμό, εκείνος ήταν ο σωτήριος, ξέχασα να σας το πω. Δηλαδή ενώ ο μεγάλος ο σεισμός έγινε τρεις —πώς το λένε;— τρεις παρά τέταρτο, ξέρω ‘γώ, τρεις παρά… τρεις η ώρα κτλ., έγινε ένας σεισμός. Κι ήταν τότε μετά τους σεισμούς στα νησιά. Είχαμε μια ιδέα, μια γνώμη τι είναι κτλ. Σηκώνεται η μακαρίτισσα η γιαγιά μου και λέει: «Σήκω παππού. Σήκω, γίνεται σεισμός!». «Ε ωραία, τώρα δα;». «Σήκω! Σήκω!». Και σηκώθηκε. Μόλις κατέβηκε τα σκαλιά και βγήκαν στην αυλή, έπεσε το σπίτι. Εγώ τώρα, και το ‘χα πει πολλές φορές, είχα την αντίληψη και τη νοοτροπία ότι «Ε καλά, και να γίνει σεισμός τι; Θα κατεβώ. Σκοτώνονται όλοι;». Δεν θα ‘φευγα αμέσως με τον προσεισμό. Αν έμενα τώρα με το σεισμό τον καινούργιο, το νέο δηλαδή, το δυνατό, εκεί είχα ξύλινο κρεβάτι με σανίδια και έπεσε ο τοίχος ο μισός και έσπασε στο μέσον όλα τα σανίδια απ’ το κρεβάτι, στο μέσον. Δηλαδή θα μ’ έκοβε στο μέσον! Είχα τη νοοτροπία ότι δεν θα κατεβώ, όχι δεν θα κατεβώ —δεν ήξερα ότι θα γίνει σεισμός—, ότι «Καλά μωρέ, ‘ντάξει… Σεισμός είναι, τι θα γίνει δηλαδή; Δεν σκοτώνεται όλος ο κόσμος». Παιδάκι τώρα, έβραζε το αίμα μου, δεν τα υπολόγισα έτσι. Και μακάριζα τους φίλους αυτούς που ήρθαν και μου πήραν ότι μ’ έσωσαν τη ζωή. Δεν θα σηκωνόμουνα. Και κει δεν έμεινε τίποτα. Έπεσε και ο μισός τοίχος και η σκεπή απάνω.

Χ.Π.:

Και πώς αρχίσατε τη διαδικασία να μαζεύετε τα συντρίμμια; Τι κάνατε δηλαδή, πόσες μέρες σάς πήρε αυτή η διαδικασία;

Α.Σ.:

Τις πρώτες μέρες ή μάλλον την ίδια μέρα εκείνη που ήρθε κι ο πατέρας μου και μαζευτήκαμε όλοι είχαμε μέσα… Ο κάτω όροφος δεν έπεσε, έπεσε ο επάνω όροφος. Στον κάτω όροφο είχαμε πράγματα πολλά. Αρχίσαμε να τα βγάζουμε όσα ήταν [00:30:00]μέσα. Είχαμε παραγωγή σε σησάμι 2 τόνους, ήρθε κι ένας φίλος μου —άλλος φίλος μου, όχι αυτός που ήταν στο λιβάδι— και μας βοήθησε και τα βγάλαμε τα τσουβάλια έξω, τα… Μαλλιά μέσα, τυρί μέσα στα βαρέλια, στα αυτά… όλα. Απ’ τα κορίτσια προικιά που είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τώρα. Αδειάσαμε το σπίτι μέσα-έξω και τα πήγαμε έξω στο… κι έμειναν οι τέσσεροι τοίχοι. Και μετά από μια βδομάδα ήρθε ο στρατός εδώ —ήρθε πιο νωρίς αλλά ώσπου να ‘ρθεί σ’ εμάς εδώ άργησε—, άρχισαν να κατεδαφίζουν τα σπίτια όλα, να μαζεύουν τις πλίθες, να τις βάζουν στη σειρά, τα ματέρια τα ξύλινα πιο πέρα, παράδειγμα, κι ό,τι άλλο έβρισκαν μέσα, γιατί πολλοί δεν τα ‘βγαλαν όλα, ήταν πλακωμένα, δεν έβγαιναν όλα τα πράγματα από μέσα. Λέγαμε εκείνη την ώρα, δηλαδή μετά το σεισμό, «Ό,τι γλιτώσουμε. Ό,τι γλιτώσουμε». Δεν σταμάτησε η σκέψη, δηλαδή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, δηλαδή «Πρέπει να ζήσουμε! Πρέπει να ζήσουμε!». Αλλά το τρομερό ήταν αυτό που κάθε δύο-τρία λεπτά, ενώ ήταν 7,1 ο σεισμός —7 και 1 Ρίχτερ— μετά θα έφτανε… 6; 5,5; Τρομερός, δυνατός δηλαδή. «Α Παναγίτσα μου, α!», φωνές όλοι ν’ ακούγονται εδώ και να σου κόβονται τα ύπατα. Δηλαδή ανεπανάληπτες εικόνες και βιώματα που δεν τα βρίσκεις σήμερα σε κανέναν. Σήμερα δεν μπορεί κανένας να σου τα πει γιατί δεν τα έζησε, αλλά και αυτοί που είναι στην ηλικία μου δεν θυμάνται ή θυμάνται το στερεότυπο «Βγήκε έξω απ’ το σπίτι και σώθηκε», τίποτα άλλο. Εγώ είχα αυτή την περιπέτεια —ας την πούμε— που δημιουργήθηκε, που μ’ έμεινε ανεξίτηλα. Μέχρι που έκανα διάλεξη στην Καρδίτσα, να φανταστείτε, εκεί και όταν τελείωσα μίλησε δάσκαλος στα παιδάκια «Είδατε, τι ακούσατε και…» κι άρχισαν οι δασκάλοι να μου κάνουν ερωτήσεις. «Ρε παιδιά, τι να σας πω τώρα εσάς;». «Όχι, πες μας εκεί…». Δεν είχαν γεννηθεί τότε ακόμα αυτοί, ήταν τώρα πριν από έξι-εφτά χρόνια. Να μου κάνουν ερωτήσεις «Πες μας για ‘κείνο, τι ήταν;», όπως τώρα εδώ, παράδειγμα. Αφού θυμάμαι είχε διαρκέσει μιάμιση ώρα, κόντεψε δυο ώρες η διάλεξη, δεν μπορούσα και εγώ άλλο, γιατί είχα κάνει και μπαλονάκια τότε στην καρδιά και λέω: «Να πάθω τίποτα τώρα; Τώρα ό,τι έκανα μπαλονάκια, να πάθω τίποτα; Δεν έπαθα απ’ το σεισμό, θα πάω δω;».

Χ.Π.:

Και στους Σοφάδες γενικότερα τι επικρατούσε εκείνες τις ημέρες; Πώς ήτανε δηλαδή; Τι θυμάστε;

Α.Σ.:

Ναι, ναι. Θυμάμαι ο κεντρικός ο δρόμος είχε κλείσει, έπεσαν τα κτίρια κι από δω κι από κει και δεν μπορούσες να περάσεις ανάμεσα. Το εμπόρευμα, τώρα, που είχε κάθε μαγαζί μέσα; Σκέψου τούς ανθρώπους αυτούς τι τραβούσαν. Και πού να το πάνε; Και πού να το πάνε; Και γι’ αυτό ο στρατός που ήρθε ασχολήθηκε πρώτα με το κέντρο, με τους μεγάλους δρόμους να ανοίξουν και μετά προς τα έξω, προς εμάς εδώ. Ήταν… Δηλαδή μετά το σεισμό γινόταν αγώνας ζωής. Αγώνας ζωής. «Ό,τι σώσουμε, να ζήσουμε!». Προσπαθούσαν τι να κάνουν για να μπορέσουν να ζήσουν για την άλλη τη μέρα. Αφού, παράδειγμα, το αλεύρι το δικό μας σκεπάστηκε με το χώμα, πού να το βρεις; Δεν είχαμε να φάμε. Έρχονταν ο στρατός ύστερα και μας έδωνε το ψωμί, ώσπου ξαναπήγαμε με το στάρι που είχαμε στα τσουβάλια, το αλέσαμε στους μύλους και μπορέσαμε και ξαναζύμωσε η μάνα μας. Ήταν δηλαδή δραματική η κατάσταση. Και όλα τα μαγαζιά τώρα, να φανταστείς, κουρεία… βγήκαν έξω απ’ τα μαγαζιά, είχαν πέσει. Στην πλατεία έφτιαχνε άλλος με χαρτόνι ένα τόσο δα πράγμα κι έβαζε τα εργαλεία και κούρευε, έκανε μαγαζί, κουρείο. Μες την πλατεία, όμως, ε; Άλλος που είχε χώρο στο δρόμο δίπλα, στο πεζοδρόμιο αν έμενε, άνοιγε εκεί μαγαζάκι. Πού ν’ ανοίξει αλλού; Μέχρι που καθάρισε, έγιναν τα πρώτα μαγαζιά μετά. Πέρασε πολύς καιρός, βέβαια. Δηλαδή οι Σοφάδες συνήλθαν, τέλος πάντων, και μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πόλη μετά από έναν χρόνο. Μετά από έναν χρόνο. Μέσα στο χρόνο υπολειτουργούσαν και οι επαγγελματίαι δοκιμάζονταν, γιατί ποιος θα πήγαινε ν’ αγοράσει τώρα στην κατάσταση αυτή που ήταν, αλλά κι από πλευράς χώρου. Πήρε ο χειμώνας, ο κουρέας πού να πάει ο έρμος να κουρέψει; Αφού ήταν έξω στην πλατεία. Είχαν γίνει τα καφενεία, παράδειγμα, πήγαινε μες στο καφενείο κι αυτός και σε μιαν άκρη εκεί έφτιαξε ένα τετραγωνάκι εκεί και κούρευε και ξύριζε εκεί μέσα. Δηλαδή μια ζωή που μπορούμε να πούμε ξεκινούσε απ’ την αρχή. Ξεκινούσε απ’ την αρχή. Με την πείρα που είχαμε, βέβαια, πιο μπροστά, εφήρμοζε την πείρα του αυτή αλλά ξεκινούσε από… Δεν το ‘βαλε κάτω, αγωνίστηκε ο κόσμος όλος και πραγματικά ύστερα από λίγο ξαναφτάσαμε στο ίδιο περιθώριο, στην ίδια κατάσταση. Σταμάτησαν και οι σεισμοί να γίνονται, άρχισε η ελπίδα να αναπτερώνεται, η όρεξη για τη ζωή. Απ’ το φθινόπωρο που τελειώσαμε κι εμείς το σπίτι μας εδώ, το ρίξαμε ένα χέρι σοφάτισμα μόνο και τσιμέντο κάτω, τίποτα άλλο, μπήκαμε μέσα… Δυο δωμάτια και χολ, τώρα ήμασταν οχτώ άτομα, ε; Καταλαβαίνεις τι γίνεται. Φτιάξαμε μια κουζίνα απ’ έξω, χαγιάτι έτσι. Ο πρώτος χειμώνας ήταν δραματικός. Τέσσερα άτομα εδώ και τέσσερα εκεί. Δεν υπήρχε ούτε χώρος για σαλόνι, ούτε χώρος για γιορτή, ούτε τίποτα. Ούτε γιορτές τότε, πού να κάνεις γιορτή; Μετά σιγά-σιγά προσθέσαμε άλλο ένα δωμάτιο, κουζίνα κάναμε καλύτερη, έγινε κατοικήσιμο.Σ’ αυτό το σπίτι παντρευτήκαμε με τη γυναίκα μου. Είχε τώρα τέσσερα δωματιάκια, το ένα κουζίνα, το ένα κάναμε σαλονάκι. Στο ένα έμενε ο πατέρας μου, η μάνα μου εκεί, είχαμε και τον παππού μέσα και αδερφές μου κτλ. κι μείς στο άλλο. Δηλαδή ο άνθρωπος, μπορώ να πω, από μια πλευρά ότι είναι θηρίο, είναι το μεγαλύτερο θηρίο. Δεν το βάζει κάτω εύκολα. Δεν λέω όλοι, αλλά βλέποντας ένας τον άλλον —παράδειγμα— παρακινείται και τα βάζει κι αυτός αμέτι μουχαμέτι, πρέπει να κρατηθεί στα πόδια του. Έγινε αγώνας τότε να κρατηθούμε στα πόδια μας. Βέβαια. Και δεν ήταν μόνο το σπίτι. Τα ζώα; Πού θα τα βάλεις; Εμείς, παράδειγμα, είχαμε δυο άλογα, τρία τέσσερα αγελάδια, τα γαϊδουράκια μας, τα αυτά… Πού να τα ‘βαζες; Φτιάξαμε εκείνα πρώτα με δικά μας λεφτά που είχαμε, όσα είχαμε εκεί, φτιάξαμε με τα πλιθιά που μας έβγαζαν στρατιώτες πλίθινο στάβλο 15 μέτρα. Στο μισό να βάλουμε το άχυρο, στο μισό τα ζώα. Τι να σου πω δηλαδή; Καλύβι για να βάζουμε το κάρο από κάτω, να μη βρέχεται το χειμώνα, όλα απ’ το μηδέν. Όλα απ’ το μηδέν. Αυτό λέω, «Τι είναι ο άνθρωπος!». Μου έτυχε να ξεκινήσω τη ζωή από μηδέν μ’ όλη την οικογένεια. Ενώ γεννιέσαι, βρίσκεις τον πατέρα σου, τη μάνα σου, το σπιτάκι αυτό που είναι, κτλ., κτλ., ξεκινάς από κει και πέρα. Τα είχαμε αυτά, τα χάσαμε και λες «Εδώ. Πρέπει να ξανά… να ζήσουμε.». Αλλά τότε ήρθε πολύ εργατικό προσωπικό, πολλοί εργάτες, κτίστες από την Ήπειρο, οι Ηπειρώτες… Αυτοί έκαναν πολλές, δηλαδή καλές δουλειές και πάρα πολλές —πώς το λένε;— γκρουπ-γκρουπ, έπαιρναν δυο τρία σπίτια και δούλευαν όλο το καλοκαίρι να τα… Τα ‘φτιάξαν, να τα σοφατίσουν μέσα και μπορέσαμε το φθινόπωρο και μπήκαμε στα τέσσερα τοίχια, που λέμε. Ούτε ζέστη, ούτε τίποτα!

Χ.Π.:

[00:40:00]Που είπατε για τα ζώα σας, για τα ζώα σας είχατε απώλειες, να χαθούνε από το σεισμό ζώα εσείς;

Α.Σ.:

Όχι. Όχι, όχι. Εδώ όχι, γιατί, όπως είπαμε, ήταν Απρίλιος, τα άλογα τα είχαμε στα λιβάδι, εκεί κοιμάνταν τ’ άλογα για δέκα μέρες, ώσπου να τελειώσουν οι γιορτές όλες και να τα πάρουμε ύστερα να οργώσουμε. Τα γελάδια, οι αγελάδες μας κτλ. απ’ τον Απρίλιο τις βγάζαμε έξω απ’ το στάβλο και τις δέναμε κι αυτές γιατί είχε ανεβεί η ζέστη και δεν κρυώναν έξω. Όχι, λάθος. Τα γελάδια όλα, που ήταν χίλια, χίλια πεντακόσια μες στους Σοφάδες, αγελάδες, τα ‘χαμε κάθε πρωί, τα πηγαίναμε στην αγέλη και υπήρχαν οι φύλακες, οι αγελαδαρέοι, που λέγαμε, τέσσερις πέντε και… Δηλαδή ενώ έπεσαν οι στάβλοι όλοι κι αυτά κτλ., δεν υπήρχαν ζώα μέσα, γιατί ήταν άνοιξη και βοσκούσαν έξω, ήρθαν το βράδυ. Το βράδυ… τα ‘δενες μετά από ένα δέντρο, από ένα αυτό…

Χ.Π.:

Είπατε οι αγελάδες ήτανε έξω, τις είχατε, τα πρόβατα κι όλα αυτά;

Α.Σ.:

Τα πρόβατα ήτανε στα λιβάδια. Ο πατέρας μου —σας είπα— ήρθε απ’ τα πρόβατα, διακόσια πρόβατα που είχαμε τα είχαμε 5 χιλιόμετρα από δω, στο μαντρί τους. Το μαντρί δεν έπεσε γιατί είναι φτιαγμένο με ξύλα και μ’ αυτά. Το εγκατέλειψε εκεί για δυο τρεις ώρες, ήρθε εδώ να δει περί τίνος πρόκειται. Δεν έπαθαν ζημιές τα κοπάδια ούτε το χορτάρι έπαθε τίποτα. Δηλαδή στην κτηνοτροφία δεν συνέβη τίποτα. Και τα σιτάρια μετά δεν έπαθαν ζημιές, ήρθε ο Ιούνιος, τα θερίσαμε και πήραμε παραγωγή. Η εικόνα εκείνη ήτανε… που έδειχνε ανάγλυφα τι γινότανε και το άλογο, εκείνα που… να χλιμιντράνε τώρα οχτακόσια άλογα. Το καταλαβαίνεις; Με συγχωρείς που μιλάω ενικό. Και να ακούς οχτακόσια χλιμιντρίσματα να κάνουν… ο φόβος κι ο τρόμος απ’ τα άλογα. Να τα σηκώνει εκεί και μετά να τα κατεβάζει κάτω, να εξαφανίζονται. Θυμάμαι έβλεπα άλογα να φαίνεται το κεφάλι τους μόνο με το λαιμό εδώ. Τ’ ανέβαζε απάνω, μετά τα κατέβαζε, δεν κρύβονταν όλο το άλογο, το κεφάλι το είχαν πάνω! Και να βλέπεις κεφάλια απ’ το άλογο τώρα και να τα βλέπεις ολόκληρα. Μόλις ανέβαινε μέχρι τη μέση φοβότανε, γονάτιζε απάνω, απάνω στην κορυφή. Έτσι γινόταν ακριβώς. Μόλις έφτανε εδώ γονάτιζε το άλογο για να μην πέσει. Τώρα, βέβαια, έφτανε, ομαλοποιούνταν το έδαφος ξανακατέβαινε κάτω, το κατέβαζε δηλαδή. Ήταν κάτι… Δεν ξανά ούτε το είδε άλλος, ούτε κι εγώ το είχα ξαναδεί κι ούτε εύχομαι να το δει κανένας, να το ζήσει αυτό.

Χ.Π.:

Και οι μετασεισμοί για πόσο καιρό κρατήσανε;

Α.Σ.:

Τα;

Χ.Π.:

Οι μετασεισμοί για πόσο καιρό κρατήσανε, να κάνει σεισμούς ξανά και ξανά μετά το βασικό, τον κύριο; Αν θυμάστε. Αν συνέχιζαν να γίνονται σεισμοί μετά το βασικό, τον κύριο, εκείνες τις ημέρες.

Α.Σ.:

Επανέλαβέ το γιατί δεν το άκουσα.

Χ.Π.:

Λέω, αν συνέχιζαν να γίνονται μετασεισμοί μετά το βασικό, τον κύριο σεισμό.

Α.Σ.:

Χιλιάδες. Χιλιάδες μετασεισμοί. Κι όχι μόνο τη μέρα εκείνη, για πολλές μέρες. Βέβαια, όσο πήγαινε, μετά από δέκα μέρες γινόταν —ξέρω ‘γώ— κάθε τέταρτο, κάθε μισή ώρα, αλλά μετά τον κύριο σεισμό, σου λέω, κάθε δύο λεπτά, τρία λεπτά: «Ω Παναγία μου!», άντε πάλι «Παναγίτσα μου κακό!». Βέβαια. Το βράδυ όλη τη νύχτα. Το βράδυ όλη τη νύχτα. Δεν κοιμήθηκε κανένας το πρώτο βράδυ, όλοι επροσεύχονταν και φώναζε ένας τον άλλονε για να δίνει παρηγοριά. «Άντε, θα μας χάσει ο Θεός!» φώναζε άλλος, «Παναγίτσα μου! Χριστέ μου!» κτλ… Πέρασε πολύς καιρός ώσπου να ομαλοποιηθεί και να ξεχαστεί αργότερα ύστερα. Όταν αρχίσαμε να χτίζουμε τα σπίτια, δεν γινότανε ή αν γινόταν ήταν ανεπαίσθητος, παράδειγμα, όπως τώρα, λέει 2 Ρίχτερ, 3, δεν τον καταλαβαίνεις κι ούτε το υπολογίζεις καθόλου, ας πούμε.

Χ.Π.:

Και που φτιάξατε τα καινούργια τα σπίτια, το φθινόπωρο που τα φτιάξατε—

Α.Σ.:

Ναι—

Χ.Π.:

εκεί πέρα μέσα πώς φτιάξατε το νοικοκυριό σας ξανά; Πού το βρήκατε δηλαδή, εφόσον είχε χαθεί στον σεισμό;

Α.Σ.:

Μάλιστα, πολύ σωστά. Όπως είπαμε, έπεσαν τα σπίτια εδώ, ήρθε ο στρατός. Εγώ θυμάμαι είχαμε μια διμοιρία δεκαπέντε παιδιά εδώ μια βδομάδα. Διώροφο το σπίτι κι είχε κάτι πλιθιά τέτοια. Και μπράβο τους, καλά να είναι. Τα ‘βγαζαν και με τη σειρά τα ρίχναν και τα στοίβαζαν. Απ’ αυτά τα πλιθιά όλα κάναμε τον τεράστιο στάβλο αργότερα για τα δικά μας, πάλι με πλιθιά, και τα ξύλα που έπεσαν, είχαμε άφθονα ξύλα. Το ίδιο και τα σπίτια τώρα. Και μάλιστα, στη σκεπή τη δική μας ήταν όλα τα ξύλα απ’ το σπίτι το δικό μας, τρομερό. Έφτασε Σεπτέμβριος, παράδειγμα, έγιναν τα σπίτια, έγιναν οι πόρτες, έγιναν αυτά, ό,τι σώσαμε απ’ το παλιό το σπίτι από ιματισμό —που εμείς τον σώσαμε γιατί ο κάτω όροφος δεν έπαθε τίποτα—, τον πήραν και τον αποθηκεύσανε μέσα στα καινούργια σπίτια, κάνανε —πώς το λένε αυτό;— τους γίκους απάνω στο σεντούκι, τα κορίτσια —δεν υπήρχαν ντουλάπες τότε— καρφιά στον τοίχο και ένα ξύλο τόσο μ’ ένα σχοινάκι εδώ να είναι η κρεμάστρα. Ένα ξύλο τόσο μ’ ένα σχοινάκι εδώ. Μπήχναμε το καρφί στον τοίχο και κρεμούσε το φουστάνι ή κρεμούσα εγώ το σακάκι μου, παράδειγμα, ή και στο καρφί έτσι, τακ. Ε, μπήκε μια σειρά μετά, είχαμε τα στρωσίδια μας, είχαμε τα… Αλλά μπορώ να πω ότι καμία σχέση η ζωή η πρώτη μετά το σεισμό με αυτή που κάναμε πριν απ’ το σεισμό. Εμείς είχαμε τα τζάκια, είχαμε δυο τζάκια, ένα στον απάνω όροφο, ένα κάτω. Ο κάτω, ο όντας που λέγαμε τότε, ήταν 4 επί 5, όπως είναι τούτο δω τόσο ήτανε. Το τζάκι εδώ. Μαζευόμασταν όλοι γύρω-γύρω, κεντούσαν τα κορίτσια, τραγουδούσαν, έλεγαν παραμύθια η γιαγιά κι ο παππούς μου. Εγώ τα περισσότερα που γράφω εδώ είναι βιώματα απ’ τον παππού και απ’ τη γιαγιά. Ευχάριστες βραδιές, συμβουλές για τα κορίτσια που θα πήγαιναν σε άλλο σπίτι, τι να προσέχουν την πεθερά, η μάνα μου —παράδειγμα—, η γιαγιά «Να προσέχετε εκείνα, να κάνετε εκείνο, να κάνετε εκείνο», λοιπόν, εγώ να διαβάζω στο παράθυρο. Δεν είχαμε τραπέζια τότε, το παράθυρο ήταν τόσο φαρδύ και έγραφα έτσι απάνω και τα βιβλία δίπλα. Όμως, όλα δουλεύαν κανονικά. Είχαμε ένα δωμάτιο μεγάλο κατεβασμένο δυο σκαλιά κάτω που ήταν —μπορώ να σου πω— το ψυγείο του νοικοκυριού όλου. Εκεί είχαμε τα τυριά, εκεί είχαμε τα γάλατα, εκεί είχαμε το πετιμέζι απ’ τα σταφύλια, εκεί είχαμε ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Εκεί κατέβαινε η μάνα μας κι έπαιρνε και μαγείρευε στην κουζίνα, εξωτερική η κουζίνα. Στα σπίτια που φτιάξαμε ύστερα το σπουδαίο είναι υπήρχαν τα τέσσερα τοίχια αυτά, δυο δωμάτια, χωρίς τουαλέτα, χωρίς κουζίνα. Άλλος έφτιαχνε παράγκι παραέξω, και μάλιστα πολλοί που φοβόταν απ’ το σεισμό, ενώ έφτιαξαν σπίτι, δεν έμειναν μέσα, και το χειμώνα ακόμα. Είχαν φτιάξει ξύλινο δικό τους, μάστορα δικό τους, μισό δωμάτιο —παράδειγμα— από δω μέχρις εκεί και στρώναν κάτω το χειμώνα και κοιμάνταν εκεί, ξύλα από πάνω και τσίγκια. Τσίγκος, δεν ήταν κεραμίδια; Μπα δεν είχε κεραμίδια. Πολλοί έβγαλαν το χειμώνα σ’ αυτά τα παράγκια από φόβο μήπως πέσει και το σπίτι το καινούργιο που φτιάξαν! Αλλά εμείς κοιμάμασταν μέσα, δεν…

Χ.Π.:

Εσείς είχατε φοβία, για κάποιον καιρό μετά να φοβόσασταν; Σας είχε μείνει φοβία απ’ το σεισμό;

Α.Σ.:

Απ’ το σεισμό;

Χ.Π.:

Ναι, αν είχατε.

Α.Σ.:

[00:50:00]Βέβαια. Το πρώτο καιρό μεγάλον. Μεγάλον. Δεν θα ξεχάσω το μακαρίτη τον παππού, που ήταν και θρησκόληπτος λίγο, και τη γιαγιά βέβαια να ακούει τώρα το σεισμό και τις φωνές και να προσεύχεται και να δακρύζει. Και να δακρύζει απ’ το φόβο του κτλ. Έκανε πολύ καιρό να προσαρμοστεί η ζωή μας στα δεδομένα του σεισμού, αλλά με το χρόνο όλα ξεχνιένται. Πέρασε ένας χρόνος, ένας μήνας, δύο, τρεις, έφτασε ο Ιούνιος, θερίσαμε, είχαμε τις αγροτικές δουλειές, βγήκαμε έξω και μετά αρχίσαμε να χτίζουμε τα σπίτια. Το ξεχνάς. Ντάξει, καταστροφή έγινε, δεν την ξεχνάς καμιά φορά. Ξέφευγε το μυαλό από κει, ας πούμε. Θυμάμαι εγώ ένα βράδυ θερίζαμε κι ήρθαμε όλη η οικογένεια εδώ σούρουπο σε σκηνή, στη μεγάλη τη σκηνή, όλοι. Εγώ είχα ραντεβού με μια κοπελίτσα, με μια μαθήτρια. Και τι κάνω τη νύχτα; Δεν κοιμήθηκα. Κοιμάνταν ο παππούς δίπλα, σηκώθηκα πήρα τα παπούτσια στο χέρι, βγήκα έξω εκεί στο δρόμο, τα φόρεσα και πήγα. Βέβαια, ήταν αποτυχία το ραντεβού, δεν βγήκε! Το θυμάμαι αυτό. Κι όταν έβλεπα τον παππού έλεγα «Γέλασα τον παππού μου τώρα!», γιατί κοιμόμασταν μαζί σχεδόν. Ξεχνιέται, ξεχνιέται μετά.

Χ.Π.:

Και που είπατε ότι δεν είχατε τουαλέτα κι όλα αυτά, και τι κάνατε;

Α.Σ.:

Φτιάξαμε μόνοι μας.

Χ.Π.:

Πώς τη φτιάξατε και πού;

Α.Σ.:

Βέβαια. Ενώ ακόμα δεν είχαμε φτιάξει το σπίτι, λέγαμε «Πού το φτιάξουμε;» —εδώ δα το φτιάξαμε εμείς, κάπου εδώ τώρα—, εγώ μου λέει ο πατέρας μου «Να φτιάξουμε μια τουαλέτα», «Ναι». Δυνατός εγώ, τα νιάτα μου τότε, καταλαβαίνεις τι γίνεται. Έσκαψα 1 κι 20, 2 μέτρα βάθος. Το ‘βγαλα το χώμα όλο, 2 μέτρα κενό. Το ίσιασα το χώμα γύρω-γύρω-γύρω, αυτό έβαλα ματέρια από αυτά που είχαμε εδώ, χιλιάδες. Το σπίτι μας είχε το πάτωμα που είχε φοβερό ξύλο, κάτι ματέρια τόσα, σανίδια ωραία, και απάνω ούτε ήξεραν τι ξυλεία βάλανε. Έβρισκα ό,τι ήθελα. Έβαλα τα ματέρια αυτά κι έβαλα σανίδι, το πάτωσα, έκανα την τουαλέτα, έμπηξα ορθοστάτες, ξύλινα παλούκια, ξύλα δηλαδή, δυο εδώ, δυο εδώ και δυο εδώ, κάρφωσα τσίγκια γύρω-γύρω-γύρω κι έφτιαξα μια πόρτα κι από πάνω έβαλα τσίγκο έτσι λοξόν να φεύγουν τα νερά —πιο πάνω απ’ τα κεφάλια μας, βέβαια—, φτιάξαμε και την πόρτα εκεί και πήγαινες εκεί. Δεν είχες τίποτα άλλο. Αυτή ήταν τουαλέτα, τίποτα άλλο. Λοιπόν, εκεί. Και μάλιστα, χειμώνα τώρα θυμάμαι με το χιόνι ο καημένος ο παππούς… 80 χρονών; Σηκωνόταν με το χιόνι απ’ το δωμάτιο που κοιμόμασταν στο καινούργιο το αντισεισμικό πλέον, έβγαινε έξω να πάει 15 μέτρα —μπα παραπάνω θα ήταν, 20 μέτρα—, να πάει στην τουαλέτα και να γυρίσει ύστερα πάλι μέσα. Αυτό πολλά χρόνια. Μέχρι που παντρευτήκαμε με τη γυναίκα μου είχαμε αυτήν την τουαλέτα, αυτήν την τουαλέτα. Και το σπουδαίο; Χαρτί; Άσ’ τα αυτά, να μην τα λέμε. Χορτάρια! Ήτανε… Αν καθίσεις να περιγράψεις εκείνο τον τρόπο ζωής μ’ εκείνα τα μέσα, τώρα θα σου πούνε «Είναι καλά αυτός; Είναι καλά αυτός;», να πας τουαλέτα και να μην έχεις τίποτα. Τα ‘κανες, τελείωνες, έβγαινες έξω.

Χ.Π.:

Και πόσα χρόνια μείνατε σ’ αυτή την κατάσταση, με το σπίτι δηλαδή αυτό το προσωρινό που είχατε φτιάξει;

Α.Σ.:

Να σου πω. Το ‘54… Πότε παντρευτήκαμε, Λέλα; Το ‘68, το ‘68 μέχρι το ‘75 που φτιάξαμε την τουαλέτα, που είχαμε την τουαλέτα έξω, μετά φτιάξαμε στη βεράντα. ‘64… Είκοσι χρόνια. Παντρευτήκαμε κι είχαμε αυτή την τουαλέτα. Βέβαια, αργότερα έκοβε εφημερίδες η κυρα-Λέλα κι είχαμε ένα αυτό κτλ., πιο μπροστά δεν υπήρχαν ούτε αυτά. Τώρα να σου πω… Το σαμόξυλο δεν το ξέρεις, απ’ το σησάμι που έχει… Δέναμε το σησάμι έτσι, ξεραινόταν, πολλοί είχαν φραγμένο το γύρω-γύρω, αντί για τσίγκια είχαν με σησαμιές αυτές. Αυτό ήταν εύκολο, έσπαζανε… Άσ’ τα, άσ’ τα. Ανομολόγητα. Αλλά δεν πείραζε τον κόσμο, μια χαρά. Έτσι είχε συνηθίσει, δεν είχε άλλον τρόπο ζωής, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Όταν δούλευα εγώ έξω ή όταν ήμουν στα πρόβατα, φύλαξα κι εγώ τα πρόβατα και κοιμόμαν, πού πήγαινα; Πήγαινα παραπέρα.

Χ.Π.:

Και το νερό, που είπατε ότι έβγαζε λάσπη, τι πίνατε εκείνες τις πρώτες ώρες, μέρες;

Α.Σ.:

Α ναι, εντάξει το νερό βγήκε, σε πολλά σημεία έβγαζε λασπωμένο νερό, το ποτάμι στέρεψε το δικό μας εδώ, που ξέσυρε και το οικόπεδο πήγε προς τα κάτω. Αλλά είχαμε αρτεσιανά μέσα στους Σοφάδες, έξι εφτά αρτεσιανά που έβγαζαν πολύ νερό χωρίς μηχανική υποστήριξη τότε. Τα νερά ήταν επιφανειακά και βάσει των συγκοινωνούντων δοχείων… Παράδειγμα, στον Κέδρο —που λέμε εδώ—, που είναι πιο ψηλό, είχαν λιμνούλα κάτω και το νερό έρχονταν κι έβγαινε μόνο του! Τα νερά αυτά δεν έπαθαν τίποτα, δηλαδή και την άλλη τη μέρα απ’ το σεισμό πηγαίναμε και παίρναμε νερό απ’ τη βρύση. Αλλά πέραν αυτού, το κάθε σπίτι τότε είχε και τις τουλούμπες, τις ξέρεις; Εμείς είχαμε τουλούμπα. Σηκωνόμασταν το πρωί, με το ένα το χέρι χτυπούσες, έβγαζες λίγο νεράκι, πλενόσουν. Για να πάω σχολείο εγώ το πρωί μικρό παιδί, χτυπούσα μόνος μου το χέρι, εδώ, έριχνα κι εδώ στα γόνατα να είναι καθαρά, να μη δει η δασκάλα εδώ, και πηγαίναμε μέσα στο σπίτι. Απ’ την τουλούμπα τώρα μέχρι το σπίτι θα ήταν —ξέρω ‘γώ— 15 μέτρα, 20. Σκουπιζόμασταν με την ίδια πετσέτα όλοι, οχτώ άτομα. Την έπλενε, βέβαια, η μάνα μου κάθε τόσο. Αλλά το νερό ήταν νερό. Το είχαμε. Το είχαμε. Το μπάνιο ήταν άγνωστο. Όταν κατάλαβα τον εαυτό μου εγώ στο Γυμνάσιο ύστερα, απ’ το Μάρτιο πήγαινα στο ποτάμι εδώ δίπλα, πεντακάθαρο το νερό τότε, πολύ κρύο, έκανα μπάνιο το Μάρτιο. Τότε κατάλαβα τι αξία έχει το… Μάρτιος μήνας κατέβαινα μέχρις εδώ μες στο νερό και πλενόμουνα. Βέβαια, κρύο οπωσδήποτε, αλλά δεν είχα ανάγκη, τώρα 16, 17 χρονών παιδί, 18. Τότε κατάλαβα τι είναι το μπάνιο, αλλά δεν το είχαμε και τα υπόλοιπα χρόνια. Πώς, πού να το φτιάξεις; Πώς θα το φτιάξεις; Δεν μας έκοβε; Ήταν πολύ καθυστερημένα τα πράγματα όλα. Ένα λάστιχο, πού να το βρεις το λάστιχο όμως; Ποιος θα το αγοράσει; Πού να το βρεις; 2 μέτρα να το βάλεις εκεί δα κι ένα γκαζοτενεκέ να ρίχνεις το νερό από πάνω και να κάνεις μπάνιο. Οι πλούσιοι είχαν νιπτήρα. Στην κουζίνα, παράδειγμα, είχαν ένα δοχείο τόσο φτιαγμένο με πάφλο, που το λένε —ας πούμε— και είχε και μια κάνουλα και πηγαίναν το πρωί και πλενόταν μέσα, μέσα. Άντε εμείς… Να είναι παγωνιά έξω -8, να βλέπεις τα κρύσταλλα απ’ το σπίτι να είναι 2 μέτρα κάτω κι εσύ να πας να πλυθείς στην τουλούμπα με το νερό αυτό και να ‘ρθείς μέσα, να σκουπιστείς δηλαδή.

Χ.Π.:

Και θέρμανση πώς είχατε στο σπίτι αυτό που φτιάξατε μετά το σεισμό;

Α.Σ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Θέρμανση πώς είχατε το χειμώνα;

Α.Σ.:

Το;

Χ.Π.:

Το χειμώνα θέρμανση για ζεστασιά, γιατί φαντάζομαι στο σπίτι σας πριν το σεισμό είχατε τζάκια, όπως είπατε. Μετά τι κάνατε; Τι είχατε;

Α.Σ.:

[01:00:00]Ναι, είχαμε τα δυο δωμάτια αυτά που φτιάξαν και μείς φτιάξαμε από πίσω απ’ το σπίτι αυτό στο μισό, με μάστορα βέβαια, φτιάξαμε ένα λοξό, έτσι, χαγιάτι, που εκεί έφτιαξε η μάνα μου ένα μεγάλο τζάκι, για να ψένει και το ψωμί, τις πίτες, το φαγητό… Και το χειμώνα βάζαμε εκεί τα ξύλα. Πήραμε ξύλα, πήγε ο πατέρας μου απάνω στα χωριά εδώ που είχαν ξύλα κι έφερε ένα κάρο, δυο έφερε. Και ανάβαμε εκεί τη φωτιά το βράδυ και ήμασταν όλοι στην κουζίνα αυτή. Θα ήταν 3 μέτρα επί 2,5 κι όλοι εμείς εδώ. Πήγαινες στο δωμάτιο μέσα να κοιμηθείς; Πάγος. Εγώ πήγαινα και κοιμόμουν μέσα, πού να κοιμηθείς όλοι εκεί μέσα; Και μου ρίχναν δυο φλοκοτές. Μέχρι και το χαλί διπλωμένο για να ζεσταθώ. Τούβλο σκέτο τώρα, ασοφάτιστο το τούβλο, χωρίς ζέστη καθόλου όλη τη μέρα. Άντε κοιμήσου. Τώρα πρέπει να βάλουμε το καλοριφέρ να κοιμηθούμε. Τι διαφορά! Και το σπουδαίο ποιο ήτανε; Είχα κι ένα λαμπάκι μικρό, μια λάμπα μικρή, το ‘βαζα δίπλα και διάβαζα. Διάβαζα τη νύχτα. Ένα βράδυ μάλιστα ξημέρωσε, ήταν τόσο καλό. Διάβαζα Ντοστογιέφσκι. Αλλά καμία σύγκριση με τώρα. Ήταν ο κόσμος, ήταν έτσι, ενώ τώρα λέει «Καλοριφέρ! Τι; Δεν έχουμε βαθμούς πολλούς!». Ποιο βαθμό; Οι βαθμοί ήταν μείον μόνο τότε!

Χ.Π.:

Πόσα χρόνια έκανε για να επανέλθουν οι Σοφάδες, να επανέλθουνε στην κατάσταση που ήταν πριν το σεισμό, να είναι πάλι στα πόδια τους, να σταθούν όλοι οι άνθρωποι; Πόσα χρόνια μετά το σεισμό;

Α.Σ.:

‘54… Μετά από πέντε έξι χρόνια, αφού χτίστηκαν τα μαγαζιά όλα κτλ. η πόλη ξαναβρήκε το ρυθμό της και τα μαγαζιά και τα κεντράκια. Το ‘60, παράδειγμα, άρχισαν τότε βγήκαν τα λιπάσματα, τα χρησιμοποιούσε ο κόσμος κι έφτιαχνε προϊόντα, σιτάρια πολλά, καλαμπόκια πολλά. Κι είχαμε λίγο… Πηγαίναμε και στο καφενείο, πηγαίναμε τρώγαμε κι ένα γλυκό, παράδειγμα. Οι μεγάλοι, οι πατεράδες μας κι οι παππούδες, πηγαίναν στο καφενείο. Άρχισαν μετά οι βόλτες πάνω-κάτω. Βέβαια, δεν ήταν άσφαλτο ακόμα ο δρόμος, χωματόδρομος, αλλά τα μαγαζιά αυτά που είναι τώρα ήταν και τότε. Τώρα, βέβαια, κατεδαφιστήκανε για να γίνουν μεγαλύτερα, αλλά απέκτησε η πόλη μια εικόνα προγενέστερη, μικρής πόλης. Κι αυτό το είχαμε και λίγο καμάρι πάλι, πώς κατορθώσαμε και ξαναείδαμε το χωριό μας έτσι. Βέβαια, άρχισε να βελτιώνεται το επίπεδο απ’ τα αγροτικά προϊόντα και απ’ τη κτηνοτροφία και το εμπόριο άρχισε να παίρνει απάνω. Το ‘64, παράδειγμα, άρχισε να φεύγουν από δω να πάνε Γερμανία αρκετοί, Αθήνα, να φτιάχνουν διαμερίσματα εκεί κτλ., αλλά εμείς που μείναμε εδώ ήταν υποφερτή η ζωή μας, ντυνόμασταν, γραβάτα… γιορτάζαμε, ε βέβαια.

Χ.Π.:

Μια γιορτή πώς ήτανε, μια συνηθισμένη γιορτή; Μια συνηθισμένη γιορτή πώς ήτανε; Στο σπίτι, φαντάζομαι, εννοείτε.

Α.Σ.:

Πριν απ’ το σεισμό;

Χ.Π.:

Γενικότερα πώς ήτανε, σαν έθιμο δηλαδή.

Α.Σ.:

Μέσα το σπίτι;

Χ.Π.:

Ε ναι, πώς γιορτάζατε δηλαδή. Γιορτάζατε εσείς, πώς ήταν η γιορτή στο σπίτι σας; Δηλαδή κάνατε κάτι συγκεκριμένο στη γιορτή ή όχι;

Α.Σ.:

Δηλαδή από επίπλωση;

Χ.Π.:

Όχι, από τι κάνατε εσείς σαν άνθρωποι, δηλαδή φτιάχνατε κάτι συγκεκριμένο σε φαγητό; Προσκαλούσατε κόσμο; Πώς γινόταν; Αυτό.

Α.Σ.:

Ναι, ναι. Μετά από ένα δυο χρόνια το ένα το δωμάτιο το ονομάσαμε σαλόνι, «καλό δωμάτιο», δεν ήταν η λέξη «σαλόνι» τότε, «καλό δωμάτιο». Τρία τέσσερα καθίσματα παλιά που είχαμε, το χαλί το μάλλινο το υφαντό, που ήταν κομψοτέχνημα. Γιορτάζαμε, ερχόταν, καθόταν —παίρναμε και δανεικά καθίσματα απ’ το διπλανό σπίτι στη γιορτή μας—, το κρασάκι, το χειμώνα εγώ του Αγίου Αθανασίου σφάζαμε τα γουρούνια, παράδειγμα, κρατούσε η μάνα μου και υλικό, μεζέδες, λουκάνικα, κεφτέδες για τη γιορτή, μέχρι τραγούδια, ε; Μέχρι τραγούδια. Βέβαια, φτωχικά μέσα στο σπίτι. Σου λέω, πρώτο χέρι, όχι τέτοιο. Το πρώτο, το πρώτο, το πρώτο, για πολλά χρόνια. Όταν πήραμε απόφαση να παντρευτούμε με τη κυρα-Λέλα τότε το σοφατίσαμε, γιατί τύχαμε και τρεις γάμοι. Ναι, ναι, αυτό, αυτό… Αυτό είναι σπίτι του σεισμού ακριβώς, έτσι ήταν και μας στην ίδια ευθεία. Ήταν πιο μεγάλο. Ύστερα είχαμε τέσσερα δωμάτια εμείς, ρίξαμε και δυο πίσω.

Χ.Π.:

Μάλιστα, κάποιο τραγούδι θυμάστε που λέγατε; Αν θυμάστε κάποιο τραγούδι;

Α.Σ.:

Τραγούδι για τι; Για ποιο πράγμα;

Χ.Π.:

Που λέτε ότι λέγατε στις γιορτές τραγούδια.

Α.Σ.:

Πάρα πολλά.

Χ.Π.:

Θυμάστε κάποιο να το πείτε;

Α.Σ.:

Κοίταξε να δεις, στις γιορτές και του σπιτιού τα τραγούδια ήταν ξεχωριστά. Δηλαδή τα κλέφτικα τα παλιά, τα παραδοσιακά. Συνήθως αυτά τα τραπεζιάτικα που λέω, τα τραγούδια της τάβλας, έτσι τα ονομάζαν. Εκεί, αν ήταν ο τραγουδιστής άλλος, το ξεκινούσε το τραγούδι του, βοηθούσαν κι οι άλλοι κτλ. Εκείνο που ήταν το ιδιαίτερο ήταν τα τραγούδια τού γάμου και της νύφης. Όταν κλείναν το προξενιό και πηγαίναν το βράδυ ν’ αλλάξουν τα δαχτυλίδια, παράδειγμα, εκεί ήταν ειδικά τραγούδια τα οποία τα ξέραμε όλοι κι έπρεπε αυτό να πεις, δεν μπορούσες να πεις άλλο. Και στους γάμους, βέβαια, ειδικά, ενώ στις γιορτές καθένας έλεγε ό,τι τον έκοβε. Αλλά συνήθως τα μακρόσυρτα τραγούδια, τα κλέφτικα.

Χ.Π.:

Στους γάμους τραγούδι θυμάστε;

Α.Σ.:

Το;

Χ.Π.:

Τραγούδι που λέγανε στους γάμους, θυμάστε κάποιο πώς πήγαινε και τι λέγανε;

Α.Σ.:

Ναι. Ναι, πολλά. Θα σου πω τώρα ένα τραγούδι που πριν από οχτώ χρόνια που στεφάνωσα τον γιο μου τον Γιώργο —οδοντίατρος— στην «Κέντια», εφτακόσια άτομα. Τους είχα πει εδώ ότι «Εγώ όταν θα φτάσει η ώρα να πάτε να κόψετε την τούρτα εκεί —όπως συνηθίζανε—, μόλις θα κόψεις τη τούρτα θέλω να πω ένα τραγούδι για σας», για το αντρόγυνο δηλαδή. Πραγματικά μπήκαν μέσα, γύρισε, κεράστηκαν… «Και τώρα ο πατέρας θα πει ένα τραγούδι». Και το ξεκινάω εγώ το τραγούδι αυτό. Αργότερα ύστερα μου τα λέγανε, έκλαψαν πολλοί. Έκλαψαν πολλοί. Μια εδώ Σοφαδίτισσα, άμα με βρίσκει ακόμα, «Τι μ’ έκανες εκείνο το βράδυ! Με χάλασες το γάμο!». Συγκινήθηκε, ας πούμε. Ναι, θες να στο πω;

Χ.Π.:

Άμα θέλετε.

Α.Σ.:

Αυτό που είπα το βράδυ εκείνο, που ήταν ακριβώς για το νέο ζευγάρι. Γράφει τώρα; «Τρία χρυσά, χρυσά γαρύφαλλα σ’ ένα ασημέ-, -σημένιο τάσι. Σ’ ένα ασημε-, -σημένιο τάσι τ’ αντρόγυνο που γίνεται να ασπρίσει, να, ν’ ασπρίσει να γεράσει. Να ζήσει χρό-, μωρέ χρόνους εκατό [01:10:00]και να τους α-, τους απεράσει. Ναι, να τους α-, τους απεράσει. Να κάνει γιούς, μωρέ γιούς μαλάματα και γιούς καπε-, καπεταναίους. Και γιούς καπε-, καπεταναίους». Αυτό απ’ την πίστα εγώ τώρα με το μικρόφωνο στο χέρι, ο γιος μου με τη νύφη μου δίπλα —ο κουμπάρος ήταν; Ναι, κι οι κουμπάροι, ναι— κι όλοι να μην ακούς τσιμουδιά από κάτω. Ήταν τραγούδι για τη βραδιά, για τ’ αντρόγυνο ήταν… Η ευχή μου ποια ήταν, κατάλαβες; Και τώρα καμιά φορά τα βράδια δεν κοιμόμαστε εδώ τα παππούδια, πίνουμε και κάνα χαπάκι για τον ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ και κάθομαι και σκέφτομαι. Ο γιος μου έχει δυο παιδάκια διαμάντια. Λοιπόν, τι να σου πω δηλαδή; Και λέω «Αυτό που έλεγα ‘’Να κάνει γιούς μαλάματα’’. Έπιασε;». Πάω τώρα στα… Πώς το λένε; Θεός να με συγχωρέσει δηλαδή. Να κάνει γιούς μαλάματα. Ένιωθα την ανάγκη να το πω αυτό το πράγμα και έτσι… Κανένας δεν το έλεγε, ε; Κανένας δεν είπε μέσα στο κέντρο όταν τραγούδησε ο πατέρας τώρα. Αλλά στο γάμο, σε κάθε πτυχή, σε κάθε περιστατικό του γάμου, αρραβώνες, κλεισίματα, «καλούδια» —ήταν και τα «καλούδια» τότε—, έλεγαν τα τραγούδια που έπρεπε, βέβαια.

Χ.Π.:

Στις κηδείες υπήρχε κάποιο έθιμο;

Α.Σ.:

Το;

Χ.Π.:

Στις κηδείες, στις κηδείες υπήρχαν εθίματα;

Α.Σ.:

Βέβαια, πολλά.

Χ.Π.:

Μπορείτε να περιγράψετε μερικά, αν θυμάστε;

Α.Σ.:

Ναι. Κηδείες παλιού καιρού.

Χ.Π.:

Ε ναι.

Α.Σ.:

Πρώτα, βέβαια, ήταν άρρωστος, παράδειγμα, τώρα ο παππούς ή η γιαγιά κάτω στο στρώμα, δεν υπήρχαν κρεβάτια. Και εκεί τον ξενυχτούσαν τώρα ο γιος ή η νύφη συνήθως. Η νύφη έπρεπε να είναι κοντά στο παππού και στη γιαγιά και παρακολουθούσαν την πορεία της υγείας του. Όταν έφτανε η δουλειά, τώρα, δεν πήγαινε άλλο και δεν έβγαινε η ψυχή του εύκολα, τον γύριζαν κατάματα τον ήλιο. Τον γύριζαν κατάματα τον ήλιο, να είναι προς την ανατολή δηλαδή —όπως ο Χριστός, κάνουμε το σταυρό μας προς τα κει, τέλος πάντων, όπως είναι οι εκκλησίες μας—, για να τελειώσει να μην ταλαιπωρείται. Αφού πέθαινε, εκεί μέσα τον αλλάζανε, τον ντύνανε, βάζαν ένα κρεβάτι στο μέσον του δωματίου τώρα, κρεβάτι, το στρώνανε από κάτω κτλ. και τον βάζαν απάνω τον νεκρό στο κρεβάτι με μαξιλάρι. Αυτό, ο νεκρός εκεί έμενε είκοσι τέσσερις ώρες, γιατί υπήρχε αυστηρός ο νόμος, έπρεπε να είναι είκοσι τέσσερις ώρες πεθαμένος για να τον θάψουν, γιατί παρουσιαστήκαν και περιπτώσεις… Αυτά τα ξέρουμε. Με τι να τον θάψουν; Τότε δεν υπήρχαν τα γραφεία τελετών, να έχουν τα φέρετρα. Οι καροποιοί που φτιάχναν τα κάρα έφτιαχναν και φέρετρα. Λοιπόν, έπαιρναν δυο σανίδια… ή μάλλον έπαιρναν δυο σανίδια από κάτω και τα ‘κοβαν έτσι, έτσι και δω κατ’ αυτή την έννοια, όπως είναι το φέρετρο. Από δω κι από κει ύστερα έβαζαν ένα σανίδι όρθιο, λοξά πάλι από πάνω και έφτιαχναν και το από πάνω του, που τον σκέπαζε, ίσιο, δεν γινόταν έτσι. Αυτό το ‘ντυνε μαύρο ο καροποιός και το μεσημέρι ή το απόγευμα, τι ώρα θα γινόταν η κηδεία, πριν το φέρναν το φέρετρο στο σπίτι, έπαιρναν το νεκρό και τον έβαζαν στο φέρετρο, τον έπαιρναν με τα χέρια —με τα χέρια τότε όλοι—, πήγαιναν στην εκκλησία, διάβαζε ο παπάς κι από κει στο νεκροταφείο. Στο νεκροταφείο πάλι με τα χέρια, μπροστά ο παπάς έψελνε και κοντά… είναι 1,5 χιλιόμετρο εμάς, και μάλιστα έλεγε τότε «Έχει αυτός κούδα; Έχει συγγενείς να τον πάρουν να τον πάν’ στο νεκροταφείο;», γιατί ήταν μεγάλος ο δρόμος, έπρεπε να έχει νέα παιδιά, παλικάρια δηλαδή. Τέλος πάντων, το βράδυ όμως τώρα για να ξενυχτήσουν το νεκρό τον τραγουδούσαν όλη τη νύχτα. Με τα… μωρέ. Τα ειδικά τραγούδια, ειδικό τραγούδι. Ήταν γυναίκες που ήξεραν πολλά τέτοια. Τα μοιρολόγια. Τα μοιρολόγια. Ήξεραν πολλά τέτοια κι ανάλογα με την ηλικία, άλλο στο μικρό παιδί, άλλο στο μεγαλύτερον, άλλο στη χήρα που έμεινε αυτά, άλλο στον παππού και στη γιαγιά. Μέχρι το πρωί. Μοιρολόγια. Και πολλές φορές τώρα, άμα πέθαινε νέος άνθρωπος, μαζί με τα μοιρολόγια βάλε και τις φωνές και τα κλάματα που ακουγόταν, δηλαδή η κηδεία τότε ήταν ανυπόφορη. Να περάσεις είκοσι τέσσερις ώρες σ’ ένα σπίτι που να κλαίν’ όλοι και να φωνάζουν και να χτυπιένται κτλ.… Τέλος πάντων, έφτανε ο παπάς στο σπίτι, τον σήκωνε και γινόταν η πορεία όλη. Και υπήρχαν εδώ γυναίκες που ήξεραν πολλά μοιρολόγια και πήγαιναν τακτικά, ας μην ήταν και συγγενής. Πήγαιναν ν’ ανάψουν ένα κερί εκεί και έλεγαν κι αυτές το μοιρολόγι, «Να μας πεις εκείνο», έπιανε το… Και τότε το νεκρό όπως είχε τα χέρια του εδώ οι γιαγιάδες και οι παππούδες και η μάνα μου πολλές φορές —μέχρι τώρα, αργότερα ήταν— τον έβαζαν εδώ ανάμεσα στα δάχτυλα κέρματα. Κέρματα. Γέμιζε εδώ. Κέρματα. Και στο νεκρό δεν φέρναν τότε λουλούδια, δεν υπήρχαν, φέρναν πορτοκάλια. Πορτοκαλί, μήλα… Ένα μήλο, ένα πορτοκάλι, τ’ άφηνε στο φέρετρο απάνω. Και όταν πηγαίναμε στο νεκροταφείο το νεκρό εκεί, εμείς πιο μικροί, τώρα, περιμέναμε. Πριν τον βάλουν μέσα τα ‘βγαζαν αυτά, τα παίρναμε για να τα φάμε. Τα λεφτά αυτά τι σημασία είχανε; Στην αρχαιότητα… Το ξέρεις αυτό; Το νεκρό τον πήγαιναν στο κάτω κόσμο, έπρεπε να περάσει την Αχερουσία λίμνη. Την Αχερουσία λίμνη ήταν ο βαρκάρης που τον έπαιρνε και από κει τον πήγαινε στο Κέρβερο αυτού. Και έβαζαν τα λεφτά εδώ, δηλαδή πόσο ένα έθιμο διήρκησε δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες χρόνια, έβαζαν τα λεφτά εδώ για να πληρώσει το βαρκάρη τότε, για να τον πάει στον κάτω κόσμο. Τώρα, όμως, δεν υπήρχε κάτω κόσμος, άλλαξε, πάει στον επάνω. Τέλος πάντων, αυτά να μην τα συζητάμε, είναι και λίγο αστεία όλα. «Είναι στον ουρανό», ποιον ουρανό; Συνέχιζαν να τα βάζουν μέχρι τώρα τελευταία. Τα ‘λεγα προχθές με την εγγονή μου εδώ και την έκανε εντύπωση κι αυτή. Αυτά τα έθιμα. Το πένθος ύστερα δεν υποφέρονταν. Όλοι εδώ στο μανίκι μαύρη ταινία για σαράντα μέρες τουλάχιστον. Άλλος το κρατούσε και δυο χρόνια, να δείχνει ότι είναι λυπημένος, ότι πενθεί τον πατέρα του, τη μάνα του. Και το άλλο: Στα παράθυρα βάζαν κορδέλες… χιαστί; Χιαστί, μαύρες έτσι, έτσι κι έτσι, τις οποίες τις κρατούσαν κι αυτές δεν ξέρω πόσο διάστημα και περνώντας ένας απ’ έξω «Α, εδώ πενθούνε!», να μην πάμε τα παιδάκια να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αφού είχαν πένθος, παράδειγμα. Κι άλλα, κι άλλα πολλά. Δεν τα θυμάμαι τώρα όλα. Άλλες τακτικές, άλλες συνήθειες. Αλλά τα τραγούδια… Η κόρη μου σ’ ένα συνέδριο που κάναμε εδώ, μίλησα κι εγώ, και εκείνη είχε τα μοιρολόγια κι έχει γραμμένο, δεν ξέρω, καμιά τριανταριά σαράντα μοιρολόγια τέτοια, τα ανέφερε τότε εκεί κι είναι περασμένο στα πρακτικά. Πολλά τραγούδια. Υπήρχαν μερικές που ήταν κι αυτοσχέδιες, δηλαδή είχαν ικανότητα. Δημιουργούσαν αυτοσχέδιο την ώρα εκείνη, ε; «Άντε, μαρή, Βασίλω μου —άμα ήταν Βασιλική παράδειγμα—, τι σ’ έμελλε…», ξέρω ‘γώ κτλ. «Που άφησες τα παιδάκια σου, έκανες εκείνο…». Τραγουδιστά, μοιρολογιστά.

Χ.Π.:

Και είπατε πριν ότι τα παιδάκια λέγανε κάλαντα τα [01:20:00]Χριστούγεννα. Θυμάστε τι κάλαντα λέγατε; Γιατί φαντάζομαι δεν πρέπει να ‘ναι αυτά που λέμε σήμερα.

Α.Σ.:

Ε, παραλλαγμένα, παραλλαγμένα.

Χ.Π.:

Τα θυμάστε;

Α.Σ.:

Εγώ, εγώ. Λοιπόν, το ‘45 τραγουδούσαμε τα κάλαντα και στο Γυμνάσιο τις πρώτες τάξεις, ναι. Ήταν διαφορετικά. Τα Χριστούγεννα, παράδειγμα, «Χριστός γεννάται σήμερον» κτλ. ήταν άγνωστο για μας, δεν το ξέραμε αυτό τα κάλαντα. Εμείς λέγαμε «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου,εβγάτε για να μάθετε τώρα Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι αναθρέφεται στο γάλα και στο μέλι. Το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες…». και τότε υπήρχαν διάκριση, δηλαδή εκείνοι έτρωγαν το μέλι και το γάλα και ο λαός… Την Πρωτοχρονιά τώρα, ποιο λέγαμε; Ναι. «Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει, ‘‘Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι;’’. ‘‘Από την Καισαρεία’’. Παίρνουμε χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε ‘‘Βασίλη ‘μ, πούθεν έρχεσαι;’’. ‘’Από την Καισαρεία’’». Δεν το θυμάμαι, δεν το θυμάμαι καλά. Το «Μαύρος ουρανός» περίπου το ίδιο ήταν. Παραλλαγμένο, δεν ξέραμε. Καλά, εμείς παιδιά τώρα τα λέγαμε όπως θα τ’ ακούγαμε, αλλά δεν μας διορθώναν κι οι δάσκαλοι. «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη ημέρα, σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερα έβαλαν βουλή —και λέγαμε «Για να ομήν Οβραίοι, για να ομήν Οβραίοι»— για να ομήν και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι». Ενώ είναι «Σήμερα έβαλαν βουλή οι τρισκαταραμένοι —οι Οβραίοι δηλαδή— για να σταυρώσουν το Χριστό» κι εμείς το λέγαμε «Για να ομήν» αντί «άνομοι», ποιος το ήξερε όμως; Αφού τραγουδούσα εγώ στο δάσκαλο εδώ δίπλα σ’ έναν [Δ.Α.] και δεν με διόρθωνε να πει «Τι ‘‘ομήν’’ ρε; Έλα εδώ. Οι ‘‘άνομοι’’ είναι». Ήταν όχι αυτοσχέδια, παραδοσιακά που είχαν αλλοιωθεί, είχαν παραποιηθεί.

Χ.Π.:

Ναι. Κι αυτή η ενασχόλησή σας με τη λαογραφία πώς ξεκίνησε; Δηλαδή πώς αποφασίσατε ν’ αρχίσετε να καταγράφετε όλα αυτά τα έθιμα και τις παραδόσεις εδώ των Σοφάδων;

Α.Σ.:

Ποιο, ποιο ακριβώς;

Χ.Π.:

Πώς ξεκινήσατε εσείς να κάνετε αυτή την έρευνα με τη λαογραφία και να τα καταγράφετε όλα αυτά;

Α.Σ.:

Ναι, ναι.

Χ.Π.:

Πώς το ξεκινήσατε αυτό;

Α.Σ.:

Εγώ μπορώ να σου πω ότι ήμουνα τυχερός που είχα και παππού και γιαγιά. Ο παππούς, θρησκόληπτος, έλεγε κι αυτός τις ιστορίες του, όχι πετυχημένες. Η γιαγιά μου είχε μια γλώσσα φοβερή, θυμόταν πάρα πολύ. Ήταν το Ανώγι εδώ, η καταγωγή της, θυμόταν και επί Τουρκοκρατίας ακόμα και έλεγε τέτοια πράγματα, που εγώ τουλάχιστον —δεν ξέρω, μπορεί να ήταν και το φυσικό μου— πρόσεχα τα πάντα τι έλεγε, τι έκανε. Σάββατο βραδάκι η γιαγιά, έπρεπε να χαλάει ο κόσμος, έβαζε την καρέκλα εδώ δα και άναβε το εικόνισμα. Εγώ το ‘βαλα κι εγώ το εικόνισμα εδώ, με λάδι όμως εκείνο. Κατέβαινε, έκανε… Ήθελε να κάνει πρόσφορα, άλλαζε η ίδια —και μάλιστα και μπροστά μας κάνα δυο φορές— για να κάνει τα πρόσφορα, για να τα πάμε στην εκκλησία. Παραμύθια, μύθους. Μύθους πολλούς. Τι συμβαίνουν τα «Παγανά». Η φωτιά έπρεπε ν’ ανάψει τα Χριστούγεννα και να καίει όλη τη νύχτα, να καίει όλη τη νύχτα γιατί γινόταν τα «συβάσματα» της φωτιάς, δηλαδή η φωτιά έρχονταν στον κόσμο πρώτη φορά τώρα το χρόνο και τα λεγόμενα «συβάσματα», όπως συβάζεται, ο άντρας με τη γυναίκα τότε, «Έχουμε συβάσματα απόψε», συμφωνούμε, σύμβαση. Έπρεπε να καίνε όλη τη νύχτα και για να μην πλησιάζουν οι καρκαντζαλέοι και κατεβαίνουν κάτω. Την Πρωτοχρονιά, τώρα, γινόταν τα «αρραβωνιάσματα», που έπρεπε να καίει όλη νύχτα η φωτιά κι έβαζε κούτσουρα η γιαγιά, δεν θυμάμαι εκεί, «Να μη σβήσει η φωτιά απόψε» και τα Φώτα, τώρα, που τελείωναν τα «Παγανά» και θα ‘ρχόταν ο παπάς την άλλη μέρα να διαβάσει το αυτό τελείωναν εκεί. Έκαιγε κι εκεί όλη τη νύχτα. Την άλλη τη μέρα, τώρα, έρχονταν ο παπάς, έδιωχνε τους καρκαντζαλέους και δεν ξαναανάβαμε τη φωτιά. Αλλά ιστορίες τα βράδια εκείνα να λέει η γιαγιά… Τι να σου πω δηλαδή. Πώς δεν πρέπει να πας τις γιορτές εκείνες, τα «Παγανά», να μην πας στο μύλο. Να μην πας νύχτα έξω γιατί βγαίνουν οι καρκαντζαλέοι και προκαλούν να μιλήσεις για να σου πάρουν τη φωνή. Κι άλλα, κι άλλα πολλά, τα ‘χω στο βιβλίο αυτά. Λοιπόν, και σε κάθε γιορτή, σε κάθε αυτή έλεγε τα δικά της που απεικόνιζαν μια ζωή πριν από πενήντα χρόνια. Κι όλα αυτά με δημιούργησαν το ενδιαφέρον εμένα, τ’ άκουσα μια, πέντε φορές… Παραμύθια πολλά, συνήθειες στο σπίτι μας, για τις δουλειές που κάναμε, πού κοιμάνταν στο χωριό απάνω… Ήτανε κολίγοι στον αφέντην που είχε τα χωράφια και όταν μεγάλωσα πλέον είχα σκοπό, λέω «Αυτά πρέπει…» όχι να τα καταγράψω, μ’ άρεζαν να τα γράψω. Άρχισαν η ζωή εδώ με τις δυσκολίες της, αδερφές, κακό, ύστερα η καριέρα, δύσκολα τα χρόνια. Τελείωσα την καριέρα μου το… πότε; Το ‘88. Είχα ενεργητικότητα επάνω μου. Λέω «Γράφω το πρώτο θέμα για τη σπορά», πώς γινόταν η σπορά με τα βόδια, πώς πήγαινε κι έσπερνε αυτός και σκεφτόταν όλη τη μέρα «Αν γίνει το σιτάρι και μεγαλώσει και έχει παραγωγή»… Φανταζόταν στ’ αλώνι το σωρό με το σιτάρι, να το πουλήσει να πάρει λεφτά να παντρέψει την κόρη του ή να φτιάξει σπίτι καλό ή να πάρει γραμμόφωνο —το ξέρεις τα γραμμόφωνα—, να το βάλει σε παράθυρο και να το γυρίσει το χωνί κατ’ την πλατεία ν’ ακούει κι ο κόσμος. Παράδειγμα τώρα, κατάλαβες; Όλα αυτά… Αφού απελευθερώθηκα και δεν είχα άλλη δουλειά να κάνω, ανέβαινα απάνω. Είχαμε ένα καθιστικό απάνω μεγάλο κι είχα τη βιβλιοθήκη μου —έχω πολύ ωραία βιβλιοθήκη—, κάνω το πρώτο, το δημοσιεύω, με παίρνει τηλέφωνο ένας απ’ το Νέο Αγώνα. Πώς τον λέγανε; Ο Νικολάου; Λέει: «Μπορείς να συνεχίσεις; Έρχονται και με ζητάνε εφημερίδα, δεν πρόφτασαν να την πάρουν». «Μπα. Τι είναι αυτό;». Δεύτερο. Μετά άρχισε ο θέρος, όπως πήγαιναν. Ο θέρος δυο τρεις μέρες στην εφημερίδα, ο αλωνισμός, το άχυρο, για να βάλουμε το άχυρο κτλ. Αφού έφτασε… Ο Βαδέος τον ξέρεις; Ο Βαδέος γράφει στον «Νέο Αγώνα» ένα τόσο δα [Δ.Α.] κάθε μέρα και έγραψε κι αυτός στην εφημερίδα: «Ξυπνάω τη νύχτα, περνάει ο εφημεριδοπώλης τις 06:00 η ώρα και τον περιμένω. Την παίρνω και ανοίγω πρώτα να δω, έχει ο Σταθόπουλος γραμμένο; Να διαβάσω όλα τ’ άλλα και ν’ αφήσω τον Σταθόπουλο τελευταίον!». Η Μαίρη η Θεολόγη —αν την ξέρεις— στην Καρδίτσα, φίλη της Κατερίνας εδώ και με μένα —κάναμε πολλά—, «Θανάση, τι να σου πω; Πρώτα κοιτάω, έχεις γραμμένο; Άμα δεν έχεις γραμμένο, δεν με κάνει η καρδιά να διαβάσω!». Ήταν γεγονότα, προσπαθούσα να τα παρουσιάσω όπως ήταν, ε βέβαια με πολλές λέξεις από κείνες που έλεγε η γιαγιά μου. Το πρόβλημα ήταν όταν βγάζαμε το βιβλίο στην «Εκτυπωτική» στην Καρδίτσα, στο τυπογραφείο, είχαν πρόβλημα εκεί, καθυστέρησε δυο χρόνια το βιβλίο. Γιατί; Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις λέξεις. Τις έγραφε ο Κατίκος έτσι, τις έδονε την κοπέλα, έγραφε… Δεν ήξερε τι θα πει «αγκουμπέτι». Τέλος πάντων, έγιναν όλα αυτά, αλλά απέδωσα κατά μεγάλο ποσοστό την πραγματικότητα όπως τη ζούσαν τότε, λίγες φορές έβαλα παραπάνω και πάλι όχι φανερά, κεκαλυμμένα. Έγραφα και τη [01:30:00]γνώμη μου, παράδειγμα, γιατί κι εγώ τα έζησα. Έζησα πολλά δηλαδή, δεν υπάρχει θέμα τώρα.

Χ.Π.:

Μάλιστα. Ένα παραμύθι, γιατί είπατε ότι έλεγε η γιαγιά σας παραμύθια, θυμάστε κάποιο, έτσι, παραμύθι που να σας έχει μείνει στο μυαλό πολύ έντονο να το πείτε;

Α.Σ.:

Πολλά παραμύθια και επιχείρησα πολλές φορές… Κι όταν λέμε παραμύθι, να κάνει μια ώρα. Να μιλάει η γιαγιά μια ώρα. Ατέλειωτο το παραμύθι. Μέχρι που κοιμάμασταν —μας έπαιρνε ύπνος το βράδυ— και ακουμπούσαμε, όπως ήταν καθισμένη στο τζάκι με τα σιγκούνια τώρα εκεί, έγερνα εδώ, μ’ έπαιρνε ύπνος. Σήκωνε το φλοκάτο και με σκέπαζε από δω, από κει την αδερφή μου, έλεγε αυτή μέχρι που κοιμάμασταν, σταματούσε. Δηλαδή ατέλειωτο το παραμύθι. Τώρα, έβαζε δικά της; Ήταν από κει που το ‘χε μάθει τότε; Αλλά είχε ενδιαφέροντα. Βέβαια, βέβαια, βέβαια.

Χ.Π.:

Μάλιστα. Ναι, εδώ πέρα βλέπω την ερώτηση… Ξεχάσατε να μου ολοκληρώσετε με το σεισμό, τι σας είχε πει ο κύριος Λέκκας όταν σας είχε συναντήσει, δεν μου ολοκληρώσατε τι σας είπε ότανε μιλάγατε.

Α.Σ.:

Α ναι, ναι, ναι.

Χ.Π.:

Ο κύριος Λέκκας τι σας είχε πει;

Α.Σ.:

Κατέβηκε, γιατί όταν ήρθε να κάνει τη διάλεξη, ήρθε κόσμος κάθισε εκεί, η Κατερίνα τον παρουσίασε και πήγα κι εγώ να τον γνωρίσω. Λέει «Ο πατέρας μου…» κτλ., λέει «Α κύριε Σταθόπουλε τι γίνεται; Καλά;», ωραία. Στο τέλος ύστερα, αφού τελείωσε, είπε πολλά δικά του τώρα επιστημονικά, έδωσε, λέει: «Μήπως θέλει να πει κανένας τίποτα;». Σηκώνω εγώ το χέρι, «Ναι, κύριε Σταθόπουλε». Με θυμήθηκε κι άρχισα να του λέω αυτά τα πράγματα. Άκουγε. Εκεί που του περιέγραφα για τα άλογα, του λέω καμιά φορά, ωπ ωπ κατεβαίνει κι έρχεται εκεί «Για πες το αυτό, πώς το πες; Πόσο φαίνονταν… Δηλαδή το λιβάδι πώς φαινόταν;». «Δεν φαινόταν λιβάδι —λέω—, φαινόταν μια θάλασσα χωμάτινη, έτσι. Και μάλιστα, μου φαινόταν μακριά εμένα τα κύματα αυτά τα χωμάτινα!». Μου κάνει έτσι «Τι μου λες τώρα;», λέει, «Ναι. —λέω— Και τ’ άλογα που ήτανε, τώρα πόσο ήταν; Δηλαδή άμα βάλεις το ύψωμα αυτό με το κάτω πρέπει να ήταν 8, 10 μέτρα, σηκωνόταν 5 μέτρα εδώ, ξαναέκανε… Έκανε αυτό δηλαδή, κατάλαβες; Το άλογο το καημένο που το σήκωνε απάνω πού να σταματήσει; Δεν μπορούσε να σταματήσει απάνω. Κι έπεφτε κάτω και όταν ήταν κάτω έβλεπα τα κεφάλια εδώ απάνω». Ιδιαίτερα όταν τον είπα για το σιτάρι που «Έβλεπα το ίδιο κύμα —λέω—, το ίδιο κύμα όπως ήταν στο λιβάδι αλλά όχι τόσο ψηλό. Το σιτάρι ήταν 1 μέτρο, έγερνε τόσο, έκανε αυτό και ακούγονταν το θρόισμα». «Τι ακούγονταν;» λέει, «Το θρόισμα —λέω— απ’ το…». «Πού τη βρήκες αυτή τη λέξη;» λέει. «Το θρόισμα, ακούς έναν μαλακό ωραίο ήχο, παράδειγμα. Τον άκουγα, παρόλο που προχωρούσαμε απάνω στο δρόμο και κάναμε και θόρυβο με τα πόδια εκεί και γάιδαρος μπροστά να βαδίζει». Τον έκανε εντύπωση. Και μάλιστα τον ρωτάω, λέω «Να υποβάλω μια ερώτηση;», «Ναι» λέει, «Ο σεισμός στις πόλεις έχει εικόνα», «Ναι» λέει, «Έχει εικόνα, πέφτουν τα σπίτια, τελειώνει ο σεισμός, βλέπεις ‘‘Ω ρε τι έγινε!’’…». Α, έτσι ξεκίνησα. Του λέω «Έχω μια ερώτηση», «Ναι —λέει— να την πεις», λέω «Ο σεισμός έχει εικόνα;». «Έχει. —λέει— Στην πόλη, παράδειγμα, πέφτουν τα μαγαζιά, τ’ αυτά, όλα, γίνεται μετά, τον βλέπεις. ‘‘Τι είναι αυτό;’’, ‘‘Έγινε απ’ το σεισμό’’. Βλέπεις την εικόνα». Λέω: «Στην ύπαιθρο;». «Ε, στην ύπαιθρο —λέει— τι εικόνα να έχει;». Λέω «Αυτό κι αυτό συνέβη. Έτσι ξεκινήσαμε μια μέρα, κάναμε εκείνο, κάναμε αυτό», αυτό που είπα τώρα εγώ εδώ και το ‘κανε τρομερή εντύπωση δηλαδή. Και από τότε τον συμπαθώ, άμα τον βλέπω εδώ μιλάει, τον συμπαθώ, ας πούμε.

Χ.Π.:

Μάλιστα. Τώρα σκεφτόμενος όλη την ιστορία που μου είπατε, τι είναι αυτό που σας έχει εντυπωθεί στο κεφάλι περισσότερο; Η πιο έντονη ανάμνηση από όλα αυτά που μου αφηγηθήκατε, για εσάς ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση;

Α.Σ.:

Κάτσε, ξαναπές το.

Χ.Π.:

Λέω, για εσάς—

Α.Σ.:

Ναι—

Χ.Π.:

ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που σας έχει εντυπωθεί από όλη αυτή την ιστορία που μου είπατε, ποιο είναι το πιο έντονο που σας έρχεται στο μυαλό.

Α.Σ.:

Για το σεισμό;

Χ.Π.:

Ε για το σεισμό, αφού είπαμε για τον σεισμό, ναι. Ποιο είναι το πιο έντονο που σας έχει χαραχτεί στη μνήμη;

Α.Σ.:

Δηλαδή πραγματικά το πιο έντονο, το πρωτόγνωρο. Δεν ήξερα πιο μπροστά. Μάλιστα, γινόταν ο σεισμός στα νησιά και λέγαμε: «Πώς είναι; Πώς γίνεται ο σεισμός εδώ;». Το είδα εκεί στο λιβάδι, αυτό, στο δρόμο τα νερά, ήρθα εδώ ύστερα, κλειστοί ειν’ οι δρόμοι, τα σπίτια κάτω… Α, όταν ερχόμασταν, εντωμεταξύ, έπεσαν τα σπίτια και απάνω από τα σπίτια, απάνω-απάνω, είχε γίνει ένα σύννεφο από σκόνη το οποίο έκανε πολλή ώρα να… Κι όταν ήρθα εδώ υπήρχε ακόμα. Κουρνιαχτό που λέμε. Κουρνιαχτό, που λέμε, έμεινε απάνω εκεί. Αυτά ήταν τα πρωτόγνωρα για μένα, η πρώτη εντύπωση. Και το άλλο, που έβγαζε νερό ο δρόμος, έβγαζαν νερό οι τουλούμπες, στέρεψε το ποτάμι. «Περίμενε, στέρεψε το ποτάμι; Πού πήγαν τα ψάρια;». Αλλά βέβαια για λίγο —ας πούμε— ξανά… Αυτό ήταν πραγματικά η πρώτη μου εντύπωση, γιατί δεν ήξερα τίποτα άλλο πιο μπροστά εκτός απ’ τη λέξη «σεισμό». Δεν το είχαμε ζήσει άλλη φορά.

Χ.Π.:

Μάλιστα, πάρα πολύ ωραία. Νομίζω μπορούμε να ολοκληρώσουμε. Υπάρχει κάτι άλλο τελευταίο που θα θέλατε να πείτε και να ακουστεί, αν υπάρχει;

Α.Σ.:

Τώρα για το σεισμό, για τα αυτά όχι, άλλα δεν… Τώρα δεν τα θυμάμαι κιόλα όλα, να μη λέμε τώρα… Πέρασαν τόσα χρόνια. Ντάξει, μετέπειτα η ζωή τις πρώτες μέρες, τον πρώτο μήνα —ας πούμε— και το δεύτερο ήτανε προβληματική, όλοι έξω να αγωνιούν, να στεναχωριένται, να μοιρολογούν. Η γιαγιά τώρα που έχασε το σπίτι, στη γωνιά της, που λέγαμε «Τι ‘ναι αυτό;» και «Θα μας χάσει ο Θεός» και «Είμαστε αμαρτωλοί και γι’ αυτό το κάνει αυτό». Είναι πολλά αυτά τα πράγματα, δεν μπορείς να τα υπολογίσεις όλα.

Χ.Π.:

Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας, νομίζω μπορούμε να ολοκληρώσουμε. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ λέω.

Α.Σ.:

Α ναι, ναι, ναι.

Χ.Π.:

Να ‘στε καλά για το χρόνο σας.

Α.Σ.:

Δεν έχω το εργαλείο.

Χ.Π.:

Σας ευχαριστώ.

Α.Σ.:

Εντάξει.