© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μεγαλώνοντας τα αδέλφια μου μετά τις Σφαγές στο Μεσόβουνο

Κωδικός Ιστορίας
11115
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ερσαΐα Χατζηιωαννίδου (Ε.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/12/2019
Ερευνητής/τρια
Νίκη Φωτιάδου (Ν.Φ.)

[00:00:00]

Ν.Φ.:

Ερευνήτρια: Νίκη Φωτιάδου. Πτολεμαΐδα, 27 Δεκεμβρίου 2019. Καλησπέρα, κυρία Hσαΐα.

Ε.Χ.:

Καλησπέρα σας.

Ν.Φ.:

Για πείτε μας, πού γεννηθήκατε και πότε;

Ε.Χ.:

Πότε γεννήθηκα δεν ξέρω, αλλά το ‘30 γεννηθείς είμαι. Δεν ξέρω γράμματα, πουλί μου. Η θεία μου, με τη μάνα μου τη σκότωσαν οι αντάρτοι και άφησαν πέντε παιδιά στη μέση και η θεία μου τα δικά της τα παιδιά τα έστειλε στο σχολείο και εγώ πήγαινα στα χωράφια. Ξέρεις;

Ν.Φ.:

Πού γεννηθήκατε, κυρία Ησαΐα;

Ε.Χ.:

Στο Μεσόβουνο.

Ν.Φ.:

Και εκεί μεγαλώσατε;

Ε.Χ.:

Εκεί μεγάλωσα.

Ν.Φ.:

Με τους γονείς σας;-

Ε.Χ.:

Με τους γονείς.

Ν.Φ.:

Είχατε αδέλφια;

Ε.Χ.:

Είχα τον Πελοπίδα, τη Μαίρη, τη Δέσποινα και εγώ.

Ν.Φ.:

Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια στο Μεσόβουνο;

Ε.Χ.:

Κοίταξε, εμείς περάσαμε πάρα πολλά. Δεν μπορώ να σε πω, περάσαμε και φτωχικά, όχι! Δούλευα. Μικρή που ήμουνα και δούλευα και συμμάζευα τα παιδιά, τα έλουζα, τα μαγείρευα, ό,τι να έκανα... Πήγαινα μάζευα χόρτα, τα έκοβα ψιλά, ψιλά και μετά τα ζεμάτιζα και έριχνα, τα τηγάνιζα στην κατσαρόλα και μετά λίγο, όταν έβραζαν, έριχνα από πάνω λίγο πλιγούρι, που λέμε εμείς, και ψηνόταν και έβαλα και έτρωγαν τα παιδιά.

Ν.Φ.:

Τα μικρότερα αδέλφια σας, δηλαδή;

Ε.Χ.:

Ναι, τα μικρότερα, ο αδελφός μου, ο Πελοπίδας, στο χωριό είναι και η Μαίρη, η κόρη του είναι και η Δέσποινα και εγώ. Τρία κορίτσια είχε ο μπαμπάς μου και ένα αγόρι.

Ν.Φ.:

Κυρία Ησαΐα, όταν μπήκαν οι Ναζί Γερμανοί στο χωριό, το ‘41, την πρώτη φορά, εσείς που ήσασταν;

Ε.Χ.:

Μες το σπίτι, με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου.

Ν.Φ.:

Θυμάστε εκείνη την ημέρα; Πώς μάθατε ότι ήρθαν οι Γερμανοί; Τι έγινε;

Ε.Χ.:

Το πρωί σηκώθηκε η γιαγιά μου, να πήγαινε να τάιζε τα ζώα και να πήγαινε, το πρωί, ο μπαμπάς μου στο χωράφι και κοίταξε προς τα πάνω και λέει, μπήκε μέσα και λέει: «Πέτρο, το ρασίν πορπατεί», το βουνό, δηλαδή, περπατάει. «Τι περπατάει, βρε μάνα;», «Άνθρωποι περπατάνε, κάτι θα γίνει», λέει αυτόν, πουλί μου, «κάτι θα γίνει». Και εκείνη την ημέρα, τους μάζεψαν τους άνδρες, τις γυναίκες τις άφησαν, στο γουντάχ, λέγαμε εμείς, που τα παιδιά τα κάνουμε φασιά και τα πήγαιναν, τα γύριζαν, ας πούμε, και έλεγε μια γυναίκα: «Αυτοί -λέει- όλους θα μας σκοτώσουνε. Αυτοί Γερμανοί είναι -λέει- όλους θα μας σκοτώσουν». Κι όμως, μάζεψαν τους πατεράδες μας, νέους, νέους, -αχ, ο πατέρας μου, ξέρεις τι καλό παιδίν έτονε; Και λεβέντης, να ετέρνες ατόν!- Πολλά είδαμε, κορίτσι μου, πολλά.

Ν.Φ.:

Οπότε ξεχώρισαν τις γυναίκες είπατε...

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Και τους άνδρες, τους πατεράδες σας;

Ε.Χ.:

Τους μαζέψανε κάτω, στα Τριφύλλια και το χωριό δώσανε φωτιά και εμάς μας έστειλαν να φύγουμε. Πριν πάμε, πριν αυτοί κάνουν τίποτα, όταν έφυγαμε εμείς, κοιτάξαν, οι πατεράδες μας ήταν έτσι, σκυφτοί στα γόνατα. Εμείς λίγο έφυγαμε από το χωριό, δηλαδή λίγο διάστημα που περπατήσαμε και πήγαμε, χτύπησαν τα πολυβόλα. Οι γυναίκες, να τους έβλεπες τι γινότανε κορίτσι μου, χαμός! Κλαψίματα, το ένα το άλλο, όλοι οι γυναίκες, όλοι, άλλη το μωρό στην αγκαλιά, μικρό μωρό, μπορεί να γεννήθηκε και τότες, πολλά μικρά παιδιά και πηγαίναμε, μας έστειλανε, πήγαμε στα Κομνηνά, δεν μας κράτησαν, πήγαμε στο Ανατολικό, δεν μας κράτησαν, από εκεί μας στείλανε στην Πτολεμαΐδα, εδώ δηλαδή-

Ν.Φ.:

Λοιπόν, κυρία Hσαΐα-

Ε.Χ.:

Ο πατέρας μου, πρώτος ξάδερφος.

Ν.Φ.:

Κυρία Hσαΐα, λέγαμε για, φεύγατε, σας συγκέντρωσαν, τις γυναίκες και τα παιδιά, οι Γερμανοί και είπατε ότι δεν πήγαν ούτε στα Κομνηνά-

Ε.Χ.:

Όχι!

Ν.Φ.:

Και ήρθατε εδώ-

Ε.Χ.:

Τους άνδρες συμμάζεψαν χώρια και τους έβαλαν στα γόνατα και τους σκότωσανε-

Ν.Φ.:

Ναι.

Ε.Χ.:

Και από εκεί, ύστερα, περνούσαμε εμείς. Οι γυναίκες, μόλις είδαν τους άνδρες έτσι, είπανε: «Θα τους σκοτώσουν». Μέχρι την Πτολεμαΐδα έκλαιγαν, φώναζαν, μικρά παιδάκια στην αγκαλιά τους κι εμείς που έχουμε το παιδάκι στην Έδεσσα, το ψυχοπαίδι, μικρό ήτανε, ούτε ένα μηνών δύο, κάτι ήταν...

Ν.Φ.:

Α[00:05:00]δερφάκι σας ήταν αυτό;

Ε.Χ.:

Αδερφάκι μας και μετά ήρθανε ύστερα, πολλά χρόνια, πήρανε τη μάνα μου και σκότωσαν και μας άφησανε στη μέση μέσα, κορίτσι μου, όλα τα παιδιά.

Ν.Φ.:

Για να τα πάρουμε από την αρχή. Είπατε ότι σας φέρανε τα γυναικόπαιδα εδώ, στην Πτολεμαΐδα...

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Εδώ πού ήσασταν, στην Πτολεμαΐδα;

Ε.Χ.:

Ε, δεν ξέρω, σε ένα μέρος μας βάλανε, σχολείο ήτανε, τι ήτανε δεν ξέρω.

Ν.Φ.:

Μείνατε πολλές μέρες;

Ε.Χ.:

Όχι.

Ν.Φ.:

Πού πήγατε μετά;

Ε.Χ.:

Μετά μας έστειλαν, σε κάθε χωριό εστείλανε 10 οικογένειες. Από 10 οικογένειες στης Κοζάνης τα χωριά. 10-12 οικογένειες δηλαδή, μας στείλανε. Και μετά, σιγά-σιγά, έφυγε το κακό, ας πούμε. Δεν είχα-

Ν.Φ.:

Στα σπίτια που πήγατε ήταν συγγενείς σας;

Ε.Χ.:

Όχι, όχι, ξένα ήταν, κορίτσι μου, ξένα! Πού συγγενείς μας... Ποιο; Εμείς κανέναν δεν έχουμε στην Κοζάνη και σε εκείνα τα χωριά τα άλλα. Εμείς, οι συγγενείς μας, της γιαγιάς μου τα αδέρφια ήτανε στην Πεντοκώμη. Εμείς ήμασταν όλοι στο χωριό. Η μάνα μου ήταν από την Αρδαία, από το Γαράτσοβα, που λένε, από εκεί πήγε την πήρε ο μπαμπάς μου. Είχα έναν πατέρα, κορίτσι μου, να έλεπες ατόν, μόνο....

Ν.Φ.:

Και πότε επιστρέψατε, κυρία Ησαΐα, πάλι στο Μεσόβουνο;

Ε.Χ.:

Ώστε ησύχασαν τα πράγματα και ύστερα επιστρέψαμε.

Ν.Φ.:

Βρήκατε κάτι από την περιουσία σας;

Ε.Χ.:

Όχι, πουλί μου. Όλα τα πήρανε, όλα τα κάψανε, δεν είχαμε τίποτα. Απ' τους Πύργους ήρθανε, πήρανε μερικοί, ζώα πήρανε, κάτι πήρανε, ας πούμε, αλλά όλα τα κράτησαν, δεν μας έδωσαν τίποτα και μετά, δούλεψε και δούλεψε και τα απόκτησαμε ξανά, όλα. Αλλά το κράτος μας έχτισε σπίτια. Μερικοί που μπορούσανε, που ζούσανε, αυτοί κάνανε δικά τους σπίτια, δεν υποχρεωθήκαν στο κράτος, αλλά εμάς, μας έχτισε το κράτος. Όλα παιδιά ήμασταν, μωρά ήμασταν. Ειδικά αυτός που έχουμε στην Έδεσσα ψυχοπαίδι, ο Στάθης, η Σοφία πού είναι δεν ξέρω, πουλί μου, πού πήγε, στην Έδεσσα ήταν και εκείνη ψυχοπαίδι, αλλά τώρα δεν ξέρουμε πού πήγε. Κανείς δεν ξέρουμε πού πήγε.

Ν.Φ.:

Άρα, τα δύο αυτά αδέλφια σας δόθηκαν, τα δώσατε για υιοθεσία-

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Στην Έδεσσα;

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Όταν χάσατε και τον πατέρα σας; Όταν τον σκότωσαν οι Γερμανοί;

Ε.Χ.:

Ο πατέρας μου, τον σκότωσαν πιο νωρίς οι Γερμανοί, ναι και μετά.

Ν.Φ.:

Τα παιδιά πότε δόθηκαν στην Έδεσσα;

Ε.Χ.:

Τότες, τότες, τότες, η μάνα μου ζούσε τότες. Η μάνα μου σκοτώθηκε τώρα, ύστερα. Την πήραν οι αντάρτοι και πήγαν την σκότωσαν, στα ανταρτικά, ας λέγοσε, βγήκανε, την πήρανε οι αντάρτοι. Αυτοί ήθελαν να κοιμηθούνε μαζί της, πουλί μου, και αυτή δεν ήθελε και την πήρανε και πήγανε και την σκότωσαν.

Ν.Φ.:

Πώς έγινε αυτό; Εσείς το θυμάστε; Τι έγινε;

Ε.Χ.:

Τίποτα, έτσι ήθελαν και το έκαναν.

Ν.Φ.:

Ήρθαν, δηλαδή, από το σπίτι και την πήραν;

Ε.Χ.:

Ναι. Όχι, καμιά φορά δεν ήμασταν εμείς στο σπίτι, πουλί μου. Όλο από εδώ και από εκεί ήμασταν, δε γνωρίζαμε σπίτι. Τι να κάνουμε; Περάσαμε πολλά, τα δικά μας δε λέγονται.

Ν.Φ.:

Το '44, μετά, ξαναήρθαν οι Γερμανοί κι έκαψαν δεύτερη φορά-

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Το χωριό.

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Εσείς ήσασταν στο Μεσόβουνο;

Ε.Χ.:

Πάλι στο Μεσόβουνο ήμασταν.

Ν.Φ.:

Εκείνη τη φορά τι έγινε, τη δεύτερη;

Ε.Χ.:

Τότες, πάλι, εμάς μας έδιωξανε, δεν μας σκότωσαν, να σε πω, και μετά φύγαμε πάλι στα χωριά. Μας πήρε, κάθε οικογένεια είχε μια οικογένεια, από εμάς, δηλαδή, αυτά. Τι;

Ν.Φ.:

Όταν μπήκαν οι Γερμανοί εσείς τι κάνατε;-

Ε.Χ.:

Τι;

Ν.Φ.:

Πήγατε να κρυφτείτε κάπου;-

Ε.Χ.:

Πήγαμε να-

Ν.Φ.:

Ήσασταν με τα αδέλφια και τη μητέρα σας;

Ε.Χ.:

Ναι, τότε ζούσε η μάνα μου, ναι, και η γιαγιά μου ζούσε, ναι...

Ν.Φ.:

Και τι κάνατε για;

Ε.Χ.:

Πολεμούσαμε να ζήσουμε, κορίτσι μου, δούλευαμε στα χωράφια, δούλευαμε, φτιάχναμε σιτάρια, φτιάχναμε καλαμπόκια, ενώ στο χωριό μας όλο το σιτάρι ήτανε πολύ ωραίο! Όλοι ήθελαν να αγοράσουνε από το χωριό μας, το πλέναμε, κάναμε πλιγούρια, κάναμε κορκότα, που λέμε, κάναμε... Τη σουρβά το κάναμε με τα κορκότα, εμείς με το πλιγούρι δεν κάναμε σουρβά και πολλά τέτοια-

Ν.Φ.:

Κι όταν-

Ε.Χ.:

Αλλά ζούσαμε, ζήσαμε!

Ν.Φ.:

Και όταν ξαναήρθανε οι Γερμανοί κάνατε κάτι; Κρυφτήκατε κάπου; Πώς έγινε-

Ε.Χ.:

Όχι, όχι.

Ν.Φ.:

Εκείνη την ημέρα; Τη δεύτερη φορά;

Ε.Χ.:

Τη δεύτερη φορά[00:10:00], δηλαδή ήρθανε, μας διώξανε από το χωριό, πήγαμε πάλι στα Κομνηνά, από τα Κομνηνά πήγαμε πάλι στο Ανατολικό, Πτολεμαΐδα και μετά πήγαμε σε άλλα χωριά. Η γιαγιά μου είχε αδέρφια στην Ποντοκώμη και πήγαμε εμείς στην Πεντοκώμη. Μετά, η γιαγιά μας πήρε τα εγγόνια της, όλους, τη μαμά μου και πήγαμε και ο καθένας μας κρατούσαμε ένα κιλιμάκι, να σκεπαστούμε. Ξέρεις τι παπλώματα έφτιαχνε η γιαγιά μου; Με τα μαλλιά! Τα έπλενε, τα έπλενε, τα έφτιαχνε άσπρα και ίνα έβαζε μέσα, αγόραζαν ένα ύφασμα που ήταν άσπρο και μπλε ρίγα είχε μέσα. Έχω ένα πάπλωμα τέτοιο τώρα, καθόλου δεν το μεταχειρίστηκα.

Ν.Φ.:

Τη δεύτερη φορά είχε θύματα το χωριό; Την πρώτη φορά είπατε σκοτώσανε όλους τους άνδρες-

Ε.Χ.:

Ναι!

Ν.Φ.:

Τη δεύτερη φορά;

Ε.Χ.:

Τη δεύτερη φορά μας έδιωξαν σε άλλα χωριά-

Ν.Φ.:

Δεν;

Ε.Χ.:

Και μετά ήρθαμε, αλλά πάλι το ίδιο. Πάλι μας μαζέψανε, πάλι μας κάνανε...

Ν.Φ.:

Πώς ήταν το χωριό-

Ε.Χ.:

Τότες ήτανε-

Ν.Φ.:

Όταν επιστρέψατε;

Ε.Χ.:

Τα ανταρτικά, τα ανταρτικά μας χαντάκωσαν εμάς. Οι αντάρτοι.

Ν.Φ.:

Γιατί;

Ε.Χ.:

Γιατί πήρανε όλα τα φαγητά μας, πουλί μου. Πήρανε τα σιτάρια μας, πήρανε τα ψωμιά μας που είχαμε, πήρανε τα φασόλια μας, το ένα το άλλο. Με αυτά ζούσαμε εμείς. Με τα φασόλια, με τις πατάτες, τα φασόλια τα φέρνανε από την αρχή φασολάκια, πώς τα λένε; Πατίτσια έλεγαμε ατά εμείς. Ναι...

Ν.Φ.:

Η μητέρα σας πότε πέθανε; Πότε τη σκότωσαν;

Ε.Χ.:

Αχ, η μητέρα μας τη σκότωσανε... Όλα τα ξέχασα, κορίτσι μου. Όσον έκλαψα, έκλαψα... Τώρα που πέθανε του αδερφού μου η γυναίκα, πάλι, συνέχεια, κάθε μέρα κλαίω, κλαίω.

Ν.Φ.:

Τη χρονολογία δεν τη θυμάστε, δηλαδή;

Ε.Χ.:

Δεν τη θυμάμαι, πουλί μου. Εγώ μόνο θυμάμαι το δικό μου, που με είπε ο θείος μου: «Εσύ είσαι το ‘30 γεννηθείς και 2 χρόνια περνάς τον Πελοπίδα» με είπε. Ναι, αυτά, άλλα δε θυμάμαι... Αλλά τα καψίματα, αυτά-

Ν.Φ.:

Θυμάστε, όμως, όταν ήταν τη δεύτερη φορά που έκαψαν το χωριό οι Γερμανοί, η μητέρα σας, είπατε, ζούσε.

Ε.Χ.:

Ναι, ζούσε, ναι!

Ν.Φ.:

Όταν επιστρέψατε από την Ποντοκώμη στο Μεσόβουνο ήταν ζωντανή η μητέρα σας;

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Γυρίσατε όλοι μαζί και με τα αδέλφια σας;

Ε.Χ.:

Όλοι, όλοι μαζί.

Ν.Φ.:

Και πότε τα δώσατε για υιοθεσία;

Ε.Χ.:

Πότε τα δώσαμε; Όταν λίγο ησύχασε ο κόσμος. Ναι και αυτή ήθελε, αυτήν εγώ την ήξερα τη γυναίκα.

Ν.Φ.:

Που πήρε τα αδέλφια σας;

Ε.Χ.:

Που πήρε το αδελφάκι μας. Πήγαινα κάπου, κάπου στην Έδεσσα, ας πούμε, είχαμε μια θεία εκεί πέρα και ήτανε κάτω από το εργοστάσιο το σπίτι της και με λέει: «Ησαΐα, να σε βάλω να δουλέψεις;». Εγώ, ο νους μου ήταν στα παιδιά, στα αδερφάκια μου. Μπορώ να πάω να δουλέψω, να αφήνω εκείνα στους δρόμους; Και έτσι πάλι δεν πήγα δούλεψα, αλλά δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ.

Ν.Φ.:

Εσείς ήσασταν η μεγαλύτερη από τα αδέλφια;

Ε.Χ.:

Όλοι. Ναι, εγώ ήμουνα και μετά είναι ο Πελοπίδας και μετά ήταν η Δέσποινα, εκείνη πάει πέθανε, και μετά ήταν η Σοφία και τελευταίος ήταν ο Στάθης, ο Στάθης ζει.

Ν.Φ.:

Άρα;

Ε.Χ.:

Πήγα μια μέρα, να μη σε κόψω το... Πήγα μια μέρα στην Έδεσσα και πήγα τον, δούλευε στο, στα -πως το λένε;-, στα γραφεία ευρέσεως. Δούλευε κάπου αυτός και πήγα και εγώ και χτύπησα την πόρτα και με άνοιξε, η αλήθεια. Μόλις είδε εμένα, με έπιασε από το χέρι και με πέταξε έξω, ναι. Και προχθές-

Ν.Φ.:

Γιατί το έκανε αυτό;

Ε.Χ.:

Προχθές με λέει ο Πέτρος, ο ανεψιός μου: «Θεία, θα έρθεις μαζί μας;», «Όχι -λέω εγώ- Πέτρο. Εγώ εκείνο που με έκανε δεν το ξεχνάω, πουλί μου».

Ν.Φ.:

Γιατί το έκανε αυτό;

Ε.Χ.:

Δεν ξέρω, κορίτσι μου.

Ν.Φ.:

Είχατε επικοινωνία εσείς μετά την υιοθεσία;

Ε.Χ.:

Εγώ ό,τι φορά παίαινα στην Έδεσσα, πήγαινα και το έβλεπα. Πήγα μια φορά, δούλευε, σε ένα δικαστήριο, πήγα μάρτυρας. Και με λέει, αυτό ήταν τώρα, ύστερα να σε πω, με λέει αυτός, ο αδερφός μου, λέει: «Πάλι ήρθες;», με έπιασε απ' το χέρι και με πέταξε έξω. Πώς εγώ να πάω να τον βλέπω, για πες μου, κορίτσι μου. Πρέπει να πάω, δε λέω... Το κακό, όσο το κρατάς, μεγαλώνει.

Ν.Φ.:

Το άλλο το αδερφάκι που δό[00:15:00]θηκε για υιοθεσία;

Ε.Χ.:

Αυτός ήτανε, ο Στάθης.

Ν.Φ.:

Το δεύτερο που είπατε;

Ε.Χ.:

Η Σοφία είναι. Τώρα δεν ξέρουμε πού είναι, κορίτσι μου. Έχει τόσα χρόνια, δεν ξέρω πού είναι, ούτε την είδα.

Ν.Φ.:

Χάθηκαν τα ίχνη της;

Ε.Χ.:

Χάθηκαν τα ίχνη της... Τώρα την πήρε η μάνα της και κάπου πήγε; Δηλαδή, η μάνα της, αυτή που την...

Ν.Φ.:

Η θετή.

Ε.Χ.:

Ναι και δεν την είδα καθόλου, πού είναι δεν ξέρουμε. Σου λέει: «Αυτοί θα πάνε και έρχονται, μπορεί κάτι να γίνει, να την πάρουνε» και το πήρε και έφυγε απ' την Έδεσσα. Το πήρε και έφυγε.

Ν.Φ.:

Οπότε η μητέρα σας κράτησε δύο παιδιά και τα δύο τα έδωσε για υιοθεσία.

Ε.Χ.:

Ναι. Πέντε αδέρφια έμνες. Εγώ είμαι η μεγάλη και μετά είναι ο Πελοπίδας.

Ν.Φ.:

Άρα, κράτησε τρία παιδιά η μητέρα σας-

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Και έδωσε τα δύο για υιοθεσία.

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Επιστρέφετε, λοιπόν, τη δεύτερη φορά που έκαψαν οι Γερμανοί το χωριό, στο Μεσόβουνο, με τη μητέρα σας, δίνονται τα παιδιά για υιοθεσία και...

Ε.Χ.:

Στο χωριό ήρθαμε.

Ν.Φ.:

Ήρθατε στο χωριό-

Ε.Χ.:

Ναι, ναι.

Ν.Φ.:

Πότε έγινε αυτό με τη μητέρα σας; Δηλαδή, πώς το θυμάστε; Τι ακριβώς έγινε;

Ε.Χ.:

Έδωσε τα παιδιά ψυχοπαίδια και είχε μια πρώτη ξαδέρφια στην Έδεσσα πάνω και καθόμασταν με εκείνηνα, λέει: «Δε θα πάτε πουθενά, θα 'ρθείτε σε εμένα, θα σας δώσω ένα δωμάτιο» και συνέχεια πηγαίναμε στο εργοστάσιο, μας έδινανε ψωμί. Η Έδεσσα είχε εργοστάσια πολλά, που δούλευανε οι άνθρωποι. Και μας έδινανε έτσι, σε ένα παρχάτσια λέγομε ατά εμείς και ξέρω, με χερουλάκι, εβάλνανε εκεί απές φαΐ, εδίνανε μας εμισό ψωμάκι, επαίνα εψαλάφανα... Ζητιάνευα, πώς να σου πω; Και έφερνα ψωμί, φαΐ και τάιζα τα παιδιά, να μην πεθάνουμε από την πείνα.

Ν.Φ.:

Τότε την είχαν σκοτώσει τη μάνα σας;

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Άρα, ήσασταν όλοι μαζί στο χωριό-

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Τη σκότωσαν, στο Μεσόβουνο τη σκότωσαν, ξέρετε;

Ε.Χ.:

Δεν ξέρω, πουλί μ', πού τη σκότωσαν, δεν ξέρω, στο Μεσόβουνο ποιος... Και ποιος ήταν που τη σκότωσε; Του πατέρα μου πρώτος ξάδερφος!

Ν.Φ.:

Το μάθατε αυτό αργότερα; Το μάθατε αυτό μετά;

Ε.Χ.:

Όχι! Εγώ τότες το ήξερα, αλλά δεν το έλεγα, φοβόμουνα! Φοβόμουνα να μη με κάνουν κάτι και δεν το έλεγα. Πήγαινα στη... Και αυτή η θεία μας, ο γιος της, που τη σκότωσε, τη μάνα μου, πάντα με φώναζε να πλύνω τα ρούχα της, να κάνω τις δουλειές της, τι θα έφτιαχνα; Πήγαινα! Δε μπορούσα να μην πάω εγώ. Έλεγα: «Ας πάω, ντο φτάνε». Ο Πελοπίδας έλεγε: «Ντο; Εσύ πάντα υπηρέτρια θα γίνεις;».

Ν.Φ.:

Πόσο χρονών ήσασταν εσείς, κυρία Ησαΐα, όταν σκότωσαν τη μάνα σας;

Ε.Χ.:

Μικρή ήμουνα, κορίτσι μου, ας ήμουνα 13 χρονών, αν ήμουνα κιόλας, μικρή. Ο Στάθης μωρό ήταν, στα φασιά μέσα ήτανε. Ο Πελοπίδας, 2 χρόνια τον περνάω και εκείνος μικρός, η Δέσποινα μικρή, η Σοφία μικρή, εγώ ήμουνα η μεγάλη.

Ν.Φ.:

Και μείνατε, λοιπόν, αφού σκότωσαν τη μάνα σας, τρία ορφανά παιδάκια. Τι κάνατε τότε; Τι;

Ε.Χ.:

Τότες, εγώ δεν ντρέπομαι ούτε φοβάμαι κανέναν. Με τη ζητιανιά τα μεγάλωσα, κορίτσι μου. Γύρευα, ζητιάνευα, όλοι ένα κομματάκι ψωμί, άλλος κρομμύδι, με έδινε, άλλος ένα καλαμπόκι με έδινε...

Ν.Φ.:

Πού μένατε;

Ε.Χ.:

Στην Έδεσσα, στη θεία μας, εκεί μέναμε. Εμείς τραβήξαμε πάρα πολλά, κορίτσι μου!

Ν.Φ.:

Και πότε γυρίσατε στο Μεσόβουνο;

Ε.Χ.:

Όταν ησύχασαν τα πράγματα.

Ν.Φ.:

Μετά τον Εμφύλιο-

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Πόλεμο;

Ε.Χ.:

Ναι, ναι.

Ν.Φ.:

Και γυρίσατε στο Μεσόβουνο όλα τα αδέλφια;

Ε.Χ.:

Ναι.

Ν.Φ.:

Και τα τρία;

Ε.Χ.:

Πέντε ήμεις.

Ν.Φ.:

Ναι, αλλά τα δύο έμειναν στην Έδεσσα, γιατί δόθηκαν-

Ε.Χ.:

Ναι, ναι.

Ν.Φ.:

Για υιοθεσία, ναι.

Ε.Χ.:

Ναι και μετά έρθαμε, η Δέσποινα, η αλήθεια, ήρθαν απ' την Κοζάνη κάτι... Τώρα, ίδρυμα κάτι είχαν; Δεν ξέρω, έφερναν ένα συνεργείο, μας έλουζαν, μας χτένιζαν, μας έντυναν και έφευγαν! Όλα τα παιδάκια, όχι μόνο εμάς, όλα του χωριού τα παιδιά.

Ν.Φ.:

Στο Μεσόβουνο;

Ε.Χ.:

Ναι και μετά φύγανε, να μην δηλαδή... Μετά μας έφερναν φαγητά, μας έφεραν ψωμιά, από όλα, από όλα τα καλά, αλλά τι τα θέλεις;

Ν.Φ.:

Αυτό το συνεργείο από την Κοζάνη-

Ε.Χ.:

Και καθόμουν-

Ν.Φ.:

Τι ήταν;

Ε.Χ.:

Καθόμουνα με τη μια θεία μου[00:20:00], τα δικά της τα παιδιά έστειλε στο σχολείο, έμαθαν γράμματα και εμένα δεν με έστειλε. Έτρεχα στις δουλειές, έτρεχα μαζί της στα χωράφια, να τσαπίσουμε, να κάνουμε, άσ’ τα, μην το συζητάς!

Ν.Φ.:

Τα αδέλφια σας πήγαν στο σχολείο;

Ε.Χ.:

Όλοι! Η Δέσποινα πήγε, ο Στάθης και η αδερφή του οπωσδήποτε. Ο Πελοπίδας, τον έβαλα στο οικοτροφείο, έμαθε και γράμματα και έζησε και καλά, κορίτσι μου. Καλά δεν έκανα; Τι έγινε; «Πήγαινε», μια γυναίκα με λέει: «Ησαΐα, εγώ θα πάω τα παιδιά μου στο οικοτροφείο, στην Έδεσσα», λέω: «Θεία, να πάρω και εγώ τον Πελοπίδα και πάω εγώ μαζί σου; Θα τον πάρουνε;», «Θα τον πάρουνε!» λέει. Και τον πήρα και πήγα μαζί με αυτήν τη γυναίκα, τα βάλαμε στο οικοτροφείο, έμαθε και γράμματα, έζησε και καλά. Πώς; Σάματις σαν εμάς; Από εδώ και από εκεί; Κι έτσι που λες.

Ν.Φ.:

Άρα-

Ε.Χ.:

Πήγαινα, έφτιαχνα όλες τις δουλειές εγώ και αυτηνής τα κορίτσια πήγαιναν από εδώ και από εκεί, τραλαλά, τραλαλού.

Ν.Φ.:

Άρα, φροντίσατε εσείς τα αδέλφια σας…

Ε.Χ.:

Ναι, ναι.

Ν.Φ.:

Η δική σας ζωή πώς ήταν μετά, στο Μεσόβουνο;

Ε.Χ.:

Δόξα τω Θεώ, καλά ήμουνα, καλά. Στο Μεσόβουνο πα, πάντρεψα εγώ και μετά πάντρεψε ο Πελοπίδας. Ύστερα, ύστερα πάντρεψε, την παντρέψαμε την αδελφή μου, εμείς οι τρεις ήμασταν, ας πούμε, τα άλλα ήτανε δύο υιοθετημένα. Και, δόξα τω Θεώ, δούλεψαμε, δούλεψαμε πολύ, όμως. Δούλεψαμε πολύ στα χωράφια. Τότες θερίζαμε και με το δρεπάνι, ούτε κόσα είχαμε, ούτε τίποτα, με ένα κομματάκι ψωμί και λίγα μαγείρευα χόρτα, όταν τελειώναμε τα πλιγούρια, λέγομε ατά εμείς κι ξέρω... Ρύζι δεν, δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε και ρύζι. Και με εκείνα τα έφτιαχνα και καθόμασταν όλοι, τους έβαζα από ένα πιατάκι, ένα κομμάτι ψωμάκι, γάλα δεν είχαμε, τυρί δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε και τα αβγά. Αβγά πα ύστερα, με έδωσε μια γυναίκα μια κότα κι εκείνη αμέσως κλώσησε. Πήγα, ζήτησα αβγά, την έβαλα να βγάλει τα πουλάκια και όλα τα έβγαλε και με εκείνα, κορίτσι μου, φάγαμε, ήπιαμε, πολύ καλά, είχαμε το αβγό μας. Ύστερα ένας ξάδερφός μου, οι δικές του οι αγελάδες δεν έπαθαν τίποτα. Τα δικά μας όλα χάθηκανε! Με έδωσε ένα μοσχαράκι, το μεγάλωσα και το έκανα μεγάλο. Ύστερα, έκανε ένα μοσχαράκι και με εκείνο, ας πούμε, το γάλα μεγάλωσα τα παιδιά.

Ν.Φ.:

Κυρία Ησαΐα, μου είχατε πει ότι μπήκατε και στη φυλακή σε κάποια στιγμή.

Ε.Χ.:

Στη φυλακή, ένα χρόνο.

Ν.Φ.:

Πότε ήταν αυτό-

Ε.Χ.:

Ένα χρόνο.

Ν.Φ.:

Τι έγινε;

Ε.Χ.:

Ντο χαπάρ έχω πότε έτονε; Μπήκα.

Ν.Φ.:

Ήταν μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο;

Ε.Χ.:

Όχι, εκεί μέσα, εκεί ‘ναι.

Ν.Φ.:

Γιατί μπήκατε φυλακή; Τι συνέβη;

Ε.Χ.:

Δεν ξέρω, κάτι αιτία βρήκαν και εμένα και την ξαδέρφη μου. Η ξαδέρφη μου ήτανε, κομμουνίστρια ήτανε, αλλά εγώ δεν ήμουνα, ανέκαθεν είμαι Νέα Δημοκρατία εγώ. Το λέω, εγώ ούτε φοβάμαι τώρα κανέναν, ούτε ντρέπομαι. Λέει: «Εσύ -λέει- ποια είσαι;», λέω: «Ησαΐα Τσαρτσιανίδου», «Και αυτή πώς τη λένε;», δεν μας είπε το επίθετο. «Αυτή είναι -λέω- άλλο επίθετο. Από τη μάνα της είναι Τσαρτσιανίδου και αυτή, αλλά τώρα παντρεμένη είναι αυτή, λέει, δεν είναι Τσαρτσιανίδου, έχει άλλο επίθετο -λέω εγώ- αυτή». «Πώς τη λένε;», «Δεν ξέρω», λέγα τον. Επίτηδες το είπα και μετά, κορίτσι μου, επήρανε μας και επήγαμε σε έναν άλλο μέρος, ξύλο, ξύλο, ξύλο. Πώς μας χτύπησαν! Τα ζώα πα έτσι δεν τα χτυπούσαμε!

Ν.Φ.:

Ποιοι ήταν αυτοί;

Ε.Χ.:

Πού ξέρω; Αντάρτοι ήτανε; Τι ήτανε; ΠΑΟτζήδες ήτανε; Τι ήτανε, δεν ξέρω, πουλί μου.

Ν.Φ.:

Θυμάστε τι φορούσαν; Πώς ήτανε;

Ε.Χ.:

Φορούσαν ρούχα τα δικά τους, όπως φοράνε όλοι, όπως φορούσαν όλοι.

Ν.Φ.:

Δε φορούσαν κάποια στολή...

Ε.Χ.:

Όχι, όχι, όχι...

Ν.Φ.:

Για να καταλάβετε τι ήταν...

Ε.Χ.:

Όχι, πουλί μου, όχι. Τέτοιο δεν ήταν, όχι. Μετά ήρθε το άλλο... Κάποιος, κάτι είπε για εμάς, ήρθανε, μας πήρανε χωροφύλακοι και μας πήγαν στην Κοζάνη. Εμένα και αυτήν τη ξαδέρφη, πέθανε κιόλας, η καημένη. Τώρα στα κοντά[00:25:00] πέθανε κιόλας, έχει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, που παντρεύτηκε. Η κόρη της, πώς να σε πω; Κάθε μέρα τηλέφωνο: «Θεία, τι κάνεις;», «Καλά είμαι, εσύ τι κάνεις;», «Κι εγώ καλά είμαι», «Συνέχεια μην παίρνεις, Πόπη, λεφτά πληρώνεις, πουλί μου, τα λεφτά, άμα έχεις πολλά λεφτά, στείλε και εμένα, μην τα ξοδεύεις σε αυτά τα χαζομάρες», λέγατην. «Όχι, θεία, όχι, θα σε πάρω τηλέφωνο».

Ν.Φ.:

Οπότε με τη μητέρα της, με τη ξαδέρφη σας δηλαδή, ήρθαν οι χωροφύλακοι, είπατε, και σας πήραν και πού πήγατε στην Κοζάνη;

Ε.Χ.:

Στην Κοζάνη!

Ν.Φ.:

Πού;

Ε.Χ.:

Εκεί που μας χτυπούσαν.

Ν.Φ.:

Ήταν φυλακή, δηλαδή...

Ε.Χ.:

Ναι, στη φυλακή!

Ν.Φ.:

Μείνατε πολύ καιρό εκεί;

Ε.Χ.:

Ένα χρόνο κι εγώ και αυτή η ξαδέρφη μου. Αλλά αυτή ήτανε κομμουνίστρια, η αλήθεια. Τότε τους κομμουνιστές δεν τους ήθελαν.

Ν.Φ.:

Ρωτήσατε: «Γιατί μας φέρατε εδώ; Τι συμβαίνει;».

Ε.Χ.:

Δε μας άφηναν να μιλούσες. Δε σε άφηναν να μιλούσες!

Ν.Φ.:

Υπήρχε και άλλος κόσμος ή ήσασταν μόνο οι δυο σας;

Ε.Χ.:

Όχι, ήταν και άλλοι στη φυλακή μέσα. Ήτανε πολλοί, ήτανε. Στην Κοζάνη, όταν μας πήγανε, και άλλοι ήτανε, ναι. Μετά, ήρθαν και μας πήρανε εμάς τις δυο, κάτι από εκεί μέσα, τι ήτανε πα, δεν ξέρω. Λέει: «Από πού είσαστε;», λέει ένας. Εγώ, λέω εγώ, αυτοί ήτανε -πώς να το πω;- έτσι, πώς; Τι ήτανε; Ούτε αντάρτοι ήτανε, ούτε τίποτα ήτανε. Αν ήτανε αντάρτοι, εγώ θα τους γνώριζα. Δούλεψα και στα ανταρτικά. Σύνδεσμος!

Ν.Φ.:

Δηλαδή;

Ε.Χ.:

Με έλεγες εσύ κάτι, πήγαινα το έλεγα. «Θα πας να το πεις τη Ησαΐα, δηλαδή». Πήγαινα την έλεγα έτσι και έτσι. Αν ήταν άντρας πήγαινα. «Τι θέλεις Ερσαΐα;», «Εσένα θέλω», «Τι θα με κάνεις;», «Κάτι με είπαν, να σε πω». Αυτό ήτανε.

Ν.Φ.:

Ποιος σας είπε να το κάνετε αυτό;

Ε.Χ.:

Αυτό ήτανε, ένας από εκείνους με βάλανε, επειδής ήμουνα μικρή και ήμασταν Νέα Δημοκρατία εμείς, δεν υποψιαζόταν κανένας εμένα. Σου λέει: «Μωρό είναι αυτή, τι θα ξέρει;» Και δεν με κάνανε. Ούτε με χτυπούσαν, ούτε τίποτα. Λέγανε: «Μικρή είναι αυτή, πολλά, κρίμα είναι, μην το χτυπάτε», έλεγε ένας χωροφύλακας μέσα στη φυλακή, όταν μας πήγανε.

Ν.Φ.:

Και μείνατε ένα χρόνο εκεί, στη φυλακή, και πώς βγήκατε μετά;

Ε.Χ.:

Ε, μας έβγαλαν, ξέρω εγώ πώς μας έβγαλαν; Κάναν κάτι χαρτιά, μας δώσανε και: «Να πάτε στα σπίτια σας» και πήγαμε με το πόδι στο Μεσόβουνο, απ' την Πτολεμαΐδα στο Μεσόβουνο.

Ν.Φ.:

Τα αδέλφια σας, όταν ήσασταν εσείς στη φυλακή, πού βρίσκονταν;

Ε.Χ.:

Τα κοιτούσε η θεία μου, από εδώ και από εκεί. Άλλο πεινασμένοι και άλλο χορτασμένοι και πέρασαν και αυτά τη ζωή τους, ναι. Ο Στάθης θύμωσε από εμένα. Μεγάλωσε, δούλευε στα γραφεία ευρέσεως, πήγα σε ένα δικαστήριο στην... Κοζάνη δεν ήτανε, στην Έδεσσα μεριά πήγα εκεί και με λέει: «Εσύ είσαι η Ησαΐα, η Χατζηιωννίδου;», λέω κι εγώ: «Ναι», άμα θέλεις, μην το λες, θέλεις, δε θέλεις, θα το πεις, «Στη ζωή σου τι έκανες; Έκλεψες;», «Όχι!», «Τίποτα έκανες;», «Όχι!», «Πρόδωσες κανέναν;», «Όχι!», το ένα το άλλο, τέτοια χαζομάρες, να με πάρουν λόγια, νόμιζαν εγώ ήμουνα κουτή. Εγώ γράμματα δεν ξέρω, αλλά το μυαλό μου δούλευε, κορίτσι μου.

Ν.Φ.:

Γιατί σας κάλεσαν εκεί;

Ε.Χ.:

Μας κάλεσαν εκεί να πάρουν λόγια.

Ν.Φ.:

Ποιοι ήταν αυτοί;

Ε.Χ.:

ΠΑΟτζήδες, που ήτανε τότες, εκείνη την εποχή, ναι. Κι, ύστερα, ήρθαν οι άλλοι, μας πήραν, μας πήγαν στην Κοζάνη, μας βάλανε στη φυλακή. Τότες ήταν το μαρτύριο, δεν μας χτύπησαν όμως, αλλά συνέχεια μας ρωτούσανε, μας ρωτούσανε. Τέτοια... Τι να κάνουμε; Όλα τα πέρασα, δόξα τω Θεώ.

Ν.Φ.:

Σας ευχαριστούμε πολύ, κυρία Ησαΐα.