© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο Έλληνας Κουστώ

Κωδικός Ιστορίας
11108
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αλέξης Παπαδόπουλος (Α.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/05/2021
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)
Σ.Β.:

[00:00:00]Είναι Τρίτη 25 Μαΐου, βρισκόμαστε στο Περιγιάλι Κερατέας, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας, για το τυπικό;

Α.Π.:

Αλέξης Παπαδόπουλος.  

Σ.Β.:

Ωραία. Κύριε Παπαδόπουλε, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη. Θέλω αρχικά για σας κάποια πράγματα να μου πείτε, πού γεννηθήκατε, πότε; Και πού μεγαλώσατε;

Α.Π.:

Λοιπόν, γεννήθηκα λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Αποκεί έβλεπα την θάλασσα, την αγάπησα και από πολύ μικρός θέλησα να βρεθώ κοντά της. Βρέθηκα μέχρι και τις ώρες και τις μέρες που μιλάμε.

Σ.Β.:

Τα παιδικά σας χρόνια, τι θυμάστε έτσι στη θάλασσα δηλαδή; Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας;

Α.Π.:

Θυμάμαι ότι όταν πρωτοέκανα την πρώτη μου βουτιά, κόντευα να πνιγώ. Ήμουνα 10 χρονών, έφυγα απ’ το σπίτι μου, πήγα τότε στην περιοχή Πικροδάφνης, που ήτανε... στο Edem, που λέγανε. Εκεί υπήρχε μία μεγάλη προβλήτα, μέσα στη θάλασσα, έβλεπα τον κόσμο... Κρυφά απ’ την μάνα μου. Έφυγα και πήγα. Κι έβλεπα και τον κόσμο να πηδάει και να χαίρεται, ένα πράγμα. Πέφτω κι εγώ στο νερό και μετά με βγάλανε κάποιοι και με είχανε ανάποδα να βγάλω, λέει, νερό από το στόμα. Κατάλαβα, λέω, κάτι πρέπει να μάθω. Έμαθα να κολυμπάω, έμαθα να κάνω καταδύσεις και ο βυθός με πλάνεψε και με πλανεύει ακόμη.

Σ.Β.:

Τι ήταν αυτό που σας ενθουσίασε στο βυθό τις πρώτες φορές που τον αντικρίσατε; Τι σας άρεσε και σας τράβηξε;  

Α.Π.:

Κοίταξε, εκτός την ομορφιά έχεις και την... την αίσθηση ότι πετάς. Εδώ πηγαίνουμε μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, αλλά προς τα πάνω δεν πάμε. Εκεί πάμε. Πετάς! Είναι όλος ο κόσμος δικός σου. Και ό,τι βλέπεις νομίζεις ότι εσύ είσαι αυτός που το πρωτοείδε, νιώθεις έτσι κάπως. Εγώ βέβαια το κατέγραψα με την μηχανή την φωτογραφική, την μηχανή του βίντεο και την κινηματογραφική.

Σ.Β.:

Με τη φωτογραφία έτσι η σχέση σας πώς ξεκινάει;

Α.Π.:

Ο πατέρας μου ήταν φωτογράφος, ο αδερφός μου ήταν φωτογράφος, μεγαλύτερες από μένα. Ο παππούς μου ήταν φωτογράφος… Από μικρός κράτησα στα χέρια μου φωτογραφία, ενώ παίζαν τα παιδιά με οτιδήποτε άλλο, εγώ έπαιζα με φωτογραφικές μηχανές. Μου άρεσε. Έχω πιάσει στα χέρια μου… Γνωρίζω πάρα πολλά πράγματα για τη φωτογραφία. Πάρα πολύ. Έπιασα γυάλινες πλάκες. Ξέρω πώς οι παλιοί φωτογράφοι δημιουργούσανε μόνοι τους το αρνητικό και το θετικό, για να σου κάνουν ένα πορτρέτο. Μου τα ‘λεγε ο πατέρας μου.

Σ.Β.:

Οπότε κάποια στιγμή αυτή την αγάπη σας θελήσατε να την συγκεράσετε και με την άλλη; Τη θάλασσα; Πώς έγινε αυτό δηλαδή; Η σύνδεση.

Α.Π.:

Κοίτα, εγώ ξετρελάθηκα με το να κολυμπάω. Και προσπαθούσα με τα μάτια, έτσι, χωρίς μάσκα, να δω το βυθό. Όταν κάποια στιγμή ήρθε αυτό το μαγευτικό πράγμα, δηλαδή μια μάσκα με έναν σωλήνα, τον snorkel, τον αναπνευστήρα στην Ελλάδα και είδα τον βυθό, μαγεύτηκα. Mαγεύτηκα! Απoκεί και πέρα ξεκίνησε άλλη μεγάλη επιθυμία, να μπορέσω να πάω κάτω, να πλησιάσω, να γίνω ψάρι, πώς το λένε; Να ζω κάτω στο βυθό. Ξέρεις ότι προσπάθησα να κάνω μπουκάλα μόνος μου; Πήρα μία μπουκάλα, βρήκα μια μπουκάλα, έβαλα ένα… πώς το λένε; Για να μπορώ να την γεμίζω σε ένα κονφλέρ, που γεμίζανε τα αυτοκίνητα τα λάστιχα, και νόμιζα ότι με αυτό τον τρόπο θα καταφέρω να κάνω κάτι. Ήταν τελείως αστείο βέβαια, αλλά για τα παιδικά μου έτσι όνειρα ήτανε κάτι. Μάλιστα, δεν ξέρω, έχω ακόμη τη φωτογραφία, πολύ πιτσιρικάς, να ‘χω στην πλάτη μου μια μπουκάλα, η οποία ήτανε ψεύτικη. Δεν είχε τίποτα.

Σ.Β.:

Άρα η πρώτη φορά που είδατε το βυθό ήτανε με αυτές τις πρώτες μάσκες, εκεί; Στο Καλαμάκι; Σ' αυτή την περιοχή;

Α.Π.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Βεβαίως, ναι. Κι εκεί έκανα και το πρώτο μου πείραμα, να μπορέσω να χρησιμοποιήσω τη δικής μου κατασκευής μπουκάλα, αλλά δεν έγινε.

Σ.Β.:

Οπότε μεγαλώνοντας μετά; Τι ακολούθησε, πώς συνεχίσατε;

Α.Π.:

Κοίταξε, εγώ, όπως είπα, κράτησα στα χέρια μου φωτογραφική, κινηματογραφική μηχανή από πολύ μικρός. Όταν έμαθα ότι στον Πειραιά κάποιος Νίκος Καρτελιάς, ο μόνος άνθρωπος που πήρε το πτυχίο από την Αμερική τότε και οργάνωσε τα… τους βατραχανθρώπους κάτω, άνοιξε σχολή και νοικιάζει μπουκάλες, ο πρώτος πήγα. Ο πρώτος! Και διδάχτηκα από κείνον την κατάδυση, για να μην έχουμε τα προβλήματα με τη νόσο των δυτών, και αποκεί και πέρα...

Σ.Β.:

Ήταν κάτι καινούργιο, φαντάζομαι, στην Ελλάδα. Δηλαδή τότε δεν υπήρχαν σχολές, δεν υπήρχε η γνώση, δεν...

Α.Π.:

Όχι, όχι, δεν υπήρχαν γνώσεις. Σου λέω, ήταν ο πρώτος, ο πρώτος. Όταν προσπάθησα να βρω τους Αμερικανούς που χάθηκαν, με το ζόρι μπόρεσα και βρήκα 30 άτομα. Σήμερα, άμα κάνω έτσι, θα βρω τρακόσους... πιθανόν και 3.000.

Σ.Β.:

Ωραία. Οπότε κάποια στιγμή αρχίσατε να βγάζετε φωτογραφίες υποβρύχια;

Α.Π.:

Ναι. Μου άρεσε πάρα πολύ να φωτογραφίζω το βυθό. Τον φωτογράφιζα… Και μάλιστα, χρώμα. Το χρώμα μού άρεσε πάρα πολύ. Κράτησα την «Καλυψώ», την μηχανή «Καλύψω». Είναι της Νίκονος, η πρώτη μηχανή λέγεται «Καλύψω». Την έχω σε φωτογραφία. Και έβαζα φιλμ μέσα το κινηματογραφικό. Τώρα, να πάρεις το κινηματογραφικό φιλμ, να το τραβήξεις, να το δώσεις να σ' το εμφανίσουν έγχρωμα... Υπήρχε ένα εργαστήριο μόνο. Το φιλμ όμως έπρεπε να το στείλεις στην Αμερική να εμφανιστεί, το Kodak το οχτάρι. Με αυτό έκανα αρκετές φωτογραφίες. Οι πρώτες μου ήτανε ασπρόμαυρες και δεν με ενθουσίαζαν, ήθελα το χρώμα. Το χρώμα όμως σιγά σιγά, άρχιζα να βλέπω ότι ο συγκεκριμένος βυθός που πήρα, στη Ρεβυθούσα, έξω απ’ το Μεγάλο Πεύκο, είδα ότι τα χρώματα σιγά σιγά χανόντουσαν, σκεπαζόντουσαν. Μια σκόνη τα κάλυπτε. Αυτό το πράμα με... με έκανε να γίνω ακόμη πιο παρατηρητικός και σιγά σιγά, συγκρίνοντας δύο χρονών, τριών χρονών εικόνες, στο ίδιο ακριβώς σημείο, είδα ότι κάποια λάσπη άρχισε να καλύπτει και να σκοτώνει τον βυθό. Άρχισα να βλέπω ότι τα ψάρια άρχισαν να ελαττώνονται, να χάνονται. Ψάρια, καθαρά ψάρια άρχισαν να μην υπάρχουν εκεί. Και πρωτοδημοσίευσα σε μια εφημερίδα εικόνες απ' το πώς ήταν και πώς ήταν τότε, την εποχή εκείνη. Μιλάμε για ελάχιστες ώρες. Τότε δεν νομίζω να ‘χα παραπάνω από 2.000 ώρες. Σήμερα έχω υπερβεί τις 8.000 ώρες κάτω από τη θάλασσα.

Σ.Β.:

Τότε η περιβαλλοντική καταστροφή, φαντάζομαι, ήταν μια άγνωστη έννοια.

Α.Π.:

Τελείως άγνωστη και φάνηκε απ’ τον τρόπο που την αγκάλιασε η δημοσιογραφία. Το αγκάλιασε, το  ‘σπρωξε όσο μπόρεσε. Δεν υπήρχε μήνας που να μην έχω τέσσερις, πέντε δημοσιεύσεις για την ρύπανση του Σαρωνικού. Υπήρχαν ντοκουμέντα, υπήρχαν ντοκουμέντα και ο κόσμος έβλεπε. Δεν μπορούσε να μην γίνει το έργο της Ψυτάλλειας, που καλό θα ήταν να είχε γίνει και τριτοβάθμια, αλλά έστω και πρωτοβάθμιος καθαρισμός, κάτι είναι κι αυτό.

Σ.Β.:

Κι αυτή η επιδείνωση παρατηρήθηκε σε όλη σας την πορεία μετά, μέχρι;...

Α.Π.:

25 χρόνια κυνηγούσα αυτό το θέμα. Φωτογράφιζα... Και τα ‘χω, χιλιάδες φωτογραφίες έχω, φιλμ έχω. Διάφορα, έχω καλέσει δημοσιογράφους να στέκονται απάνω σε σκάφος, να έχω κατεβάσει το βίντεο, απέκτησα βίντεο. Να έχει ζωντανή εικόνα από κάτω απάνω και να βλέπουνε οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι. Δηλαδή ο ίδιος ο δημοσιογράφος γινότανε δύτης, έβλεπε το πρόβλημα. Πώς να μην το μεταδώσει, ζωντανό πλέον; Δεν περιοριζόταν στα λόγια μου. Μπορούσε να προσθέσει κι εκείνος τη δική του την εμπειρία.

Σ.Β.:

Να το πάρω από την αρχή. Με το βίντεο πώς ξεκινάει η σχέση σας, με το υποβρύχιο βίντεο;

Α.Π.:

Η επιθυμία μου να καταγράψω σε κίνηση κάτω, το στατικό πια το 'χα χορτάσει, ήθελα την κίνηση. Απέκτησα μια φωτογραφική μηχανή 8 χιλιοστών. Το ξέρουν οι παλιοί, οι οχτάρες, που βγάζαν τα παιδάκια τους όταν σβήναν τα κεράκια. Είδα στη Θεσσαλονίκη μία μηχανή, η οποία είχε στεγανό κουτί, ας το πούμε, το σκάφανδρο, που λέγαμε, και μέσα υπήρχε μία οχτάρα. Ρωσικής κατασκευής, μία πολύ σπουδαία μηχανή. Και είπα ότι: «Εγώ τη θέλω αυτή την μηχανή, τη θέλω να την αγοράσω». Μου λέει: «Άμα τελειώσει η έκθεση, στην Αθήνα είμαι, έλα να σ' την πουλήσω». Την παίρνω και αρχίζω και τραβάω φιλμ. Θυμάμαι, το πρώτο μου φιλμ το ονόμασα «Κάτω από τη βάρκα». Και άρχισα να φωτογραφίζω χταποδάκια σε κίνηση, τέτοια πράγματα.

Σ.Β.:

Όταν το είδατε αυτό, σαν αποτύπωση, πώς νιώσατε;

Α.Π.:

Ένιωσα υπέροχα. Ένιωσα ότι δημιουργούσα κάτι. Ήταν μια δημιουργία, πραγματικά μια δημιουργία. Θυμάμαι ότι το «Κάτω απ’ τη βάρκα» έλαβε και μέρος σε κάποιον διαγωνισμό ερασιτεχνικού κινηματογράφου και το απορρίψανε, γιατί την εποχή εκείνη, τότε, ήταν ο[00:10:00] Κουστώ με τον «Κόσμο της σιωπής» και μου λένε: «Όχι, αυτά πρέπει να ‘ναι πλάνα παρμένα μέσα από φιλμ του Κουστώ» και τέτοια και μου το απέρριψαν. Βέβαια αυτό με ενθουσίασε εμένα, γιατί κατάλαβα ότι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία το φιλμάκι που είχα κάνει τότε.

Σ.Β.:

Ο εξοπλισμός τότε υπήρχε ή κάνατε και δικές σας πατέντες και τροποποιήσεις; Πώς ήταν ο εξοπλισμός τότε; Της υποβρύχιας κινηματογράφησης εννοώ.

Α.Π.:

Κοίταξε, υπήρχαν πάρα πολλές δυσκολίες. Εγώ θα σου περιγράψω ένα απλό πράγμα, για όλους, για όλους που ασχολείστε με την υποβρύχια φωτογραφία. Για να βγάλω υποβρύχια φωτογραφία με φλας την εποχή εκείνη, χρησιμοποίησα αυτό. Αυτό ήταν το φλας. Το φλας της Hasselblad. Στο χέρι μου ήταν περασμένο αυτό το διχτάκι. Στο διχτάκι μέσα υπήρχανε λαμπίτσες... Δεν θα τις ξέρουνε, οι πιο μεγάλοι θα τις γνωρίζουνε. Η οποία λαμπίτσα καιγότανε. Έμπαινε μέσα εδώ και, με το που άναβε, άνοιγε ο φακός, έκανε ένα παφ και άναβε. Έπρεπε λοιπόν να την πετάξεις και να βάλεις μία άλλη. Αυτά όλα, αν όλα πηγαίναν καλά. Την ώρα που προσπαθούσες να τη βάλεις έτσι, τη λάμπα, πολλές φορές έκανε μόνη της ένα παφ και δεν έβλεπες κιόλα, μετά, για λίγο. Έχανες λοιπόν την μία λάμπα. Έβαζες μία άλλη λάμπα, άρχιζες να καδράρεις και να λες: «Αυτό είναι το θέμα μου και το φωτογραφίζω, κοντά για να βγάλω χρώματα». Τραβούσες και, μετά από λίγο, έκανε λάμψη. Υπήρχαν πάρα πολλές δυσκολίες. Σήμερα υπάρχουνε απλά πράγματα, υπάρχουν τα φλας, άσε που σήμερα η ψηφιακή φωτογραφία δε χρειάζεται και πάρα πολύ φως.

Σ.Β.:

Ωραία. Οπότε ξεκινάτε τις καταδύσεις και σε ναυάγια και σε μέρη που σας καλούσαν; Πώς δηλαδή εξελίχθηκε η πορεία σας;

Α.Π.:

Όταν είδα πόσο αγκάλιασαν οι εφημερίδες, τα περιοδικά τη ρύπανση, και έπρεπε να γίνει γνωστό, είπα, πρέπει να κάνω μια ταινία. Μια ταινία. Και πήρα τη 16άρα την κινηματογραφική, τη 16άρα, την ARIFLEX. Την παρήγγειλα στην Καλιφόρνια. 16mm, επαγγελματικό φιλμ. Και ξεκινάω να κάνω τη 16άρα... με τη 16άρα το «SOS Σαρωνικός». Από slides, πώς ήταν, γιατί δεν μπορούσα πλέον να βρω το παρελθόν, το  παρελθόν όλο το πήρα από εικόνες από slides και από την οκτάρα, που την έκανα blow up, μεγέθυνση, και το 'κανα 16. Και εικόνες. Κι έκανα 33 λεπτά, μία ταινία μοναδική. Έκανα λοιπόν μία ταινία 33 λεπτά, το «SOS Σαρωνικός».

Σ.Β.:

Ποια ήταν η εικόνα του Σαρωνικού που είδατε τότε και την αποτυπώσατε;

Α.Π.:

Μα τότε είχα 25, 30 μέτρα ορατότητα. Είχα ένα βυθό ζωντανό. Θα το δεις μέσα απ' τις φωτογραφίες που πρωτοτράβηξα. Και σιγά σιγά, όλο αυτό το πράμα χάθηκε. Και ο κόλπος της Ελευσίνας είχε μαζέψει 6 μέτρα λάσπη. 6 μέτρα λάσπη!

Σ.Β.:

Εσείς όταν βλέπατε αυτό, πώς νιώσατε; Πώς νιώθατε εσείς που αγαπούσατε τόσο πολύ το βυθό και τη θάλασσα;

Α.Π.:

Ένιωσα πολύ μεγάλο βάρος απάνω μου στο ότι πρέπει εγώ να το μεταδώσω αυτό το πράμα. Έκανα πολλές προβολές σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδος. Είχα φωτογραφίες πώς ήταν και πώς έγινε ο βυθός, έκανα ομιλίες... Πιστεύω ότι ευαισθητοποιήθηκαν και στο τέλος έγινε αυτό που είπαμε, στην Ψυτάλλεια, με τον βιολογικό καθαρισμό.

Σ.Β.:

Ωραία. Πάμε στο κεφάλαιο ναυάγια. Πώς ξεκινάει η σχέση σας με τα ναυάγια και ποια είναι τα πρώτα που καταδυθήκατε;

Α.Π.:

Κοίταξε, το πρώτο μου ναυάγιο το βρήκα στη Σέριφο, αρχαίο ναυάγιο όμως. Αχ, ήταν πάρα πολύ όμορφο. Μια συγκίνηση... Εύχομαι να το… όλος ο κόσμος να μπορέσει να το νιώσει. Ήτανε 28 μέτρα, ήτανε στην άμμο και οι αμφορείς ήτανε έτσι, δίπλα-δίπλα, δίπλα-δίπλα, ζευγαράκι, καμιά… μπορώ να πω, εικοσαριά, 30. Ναι, οι αμφορείς ήτανε όπως κάθισε το ναυάγιο, όπως κάθισε το ναυάγιο. Φαινόντουσαν, ήτανε δίπλα-δίπλα, ζευγαρωτοί, θα ‘τανε καμιά τριανταριά. Δύο-δύο, μαζί. Με έπιασε ένας μεγάλος ενθουσιασμός και θυμάμαι ότι είχα πάει στην Εφορεία, δεν υπήρχε τότε Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, πήγα εκεί και τους λέω: «Ξέρετε, εγώ βρέθηκα με το δικό μου το σκάφος εκεί και έκανα μία βουτιά και μια αυτή, κατάδυση, και έχω και το σκάφος να σας διαθέσω». Είπα πολλά πράγματα. «Πού το βρήκες;» Λέω: «Εκεί». Μου δείξανε πού, έναν χάρτη. Λέω: «Να, εδώ υπάρχει ένα τέτοιο ναυάγιο». Με απογοήτευσαν, η αλήθεια, και μου είπανε ότι: «Αν σε ξαναδούμε εκεί, θα θεωρηθείς αρχαιοκάπηλος». Αυτό ήτανε μια απογοήτευσις. Είδα πολλά αρχαία ναυάγια από τότε. Ένα ναυάγιο το ‘χω και θα σ' το δείξω κιόλας. Είναι στην Ζάκυνθο, σε κάποια περιοχή. Είναι σε έναν κολπίσκο, ο οποίος έχει κρατήσει το λιγότερο 4 ναυάγια. Εποχών, με διαφορετικές εποχές. Φαίνεται απ' τη διαφορά των αμφορέων. Είναι στα 30 μέτρα περίπου και είναι ένα ολόκληρο ναυάγιο... ολόκληρο βουνό από αμφορείς. Επαγγελματικά ναυάγια, επαγγελματικά, με εφοπλιστές ήτανε η δουλειά μου, επαγγελματικά έχω... Έχω… κατά παραγγελία, έχω τραβήξει, έχω δει, έχω κινηματογραφήσει. Έχω κινηματογραφήσει εδώ, στην άκρη της Μακρονήσου, τη βλέπουμε την περιοχή, στη μύτη της Μακρονήσου υπήρχε ένα μικρό πλοίο, το οποίο είχε καθίσει σε έναν ύφαλο, ο οποίος σχεδόν ξενερίζει, είναι ένα μέτρο κάτω απ' την επιφάνεια.

Σ.Β.:

Σε ναυάγια ήτανε πιο ενδιαφέρον να καταδύεστε; Σας τράβαγε πιο πολύ η κατάδυση σε ναυάγια;

Α.Π.:

Δεν έχουνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, δεν έχουνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.

Σ.Β.:

Η αίσθηση όμως του να ψάχνεις και να ανακαλύπτεις κάτι και να πέφτεις απάνω του;

Α.Π.:

Κοίτα, βλέπεις τις στιγμές τις τραγικές. Υπάρχει το... πρέπει να μου το θυμίσεις, πώς το λέμε; Το «Πατρίς». Υπάρχει το «Πατρίς». Το «Πατρίς» το 'χω κινηματογραφήσει πριν από πολλά χρόνια για την ΕΡΤ, δεν θυμάμαι πότε, τότε που… Από τότε βέβαια, κάθε ένας λέει: «Ανακάλυψα το "Πατρίς", ανακάλυψα το "Πατρίς"!» δεν πειράζει. Εγώ το ‘δειξα όμως στην ΕΡΤ, και μάλιστα είχα και τη Χριστίνα μαζί μου εκεί, είχα και κάποιο φίλο, τον Βαγγέλη τον Βλάχο, που τον ευχαριστώ για την συμμετοχή του τότε.

Σ.Β.:

Για το Ναυαρίνο θέλετε να μας πείτε; Πώς βρεθήκατε στο Ναυαρίνο και καταδυθήκατε;

Α.Π.:

Το Ναυαρίνο ήτανε μια πολύ ωραία εμπειρία για μένα. Είχα διαβάσει απ' το σχολείο τη ναυμαχία που έγινε εκεί. Παίρνουν ένα τηλέφωνο από την ΕΡΤ και λέει: «Στα 150 χρόνια, επετειακό, θα κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ. Μπορούμε να τραβήξουμε υποβρύχιες λήψεις;» Τώρα, λέω, να του πω όχι; Αποκλείεται! Ήθελα τόσο πολύ να το δω αυτό το πράγμα. Χαίρομαι που είμαι ένας άνθρωπος που άγγιξα τα λείψανα της τουρκοαιγυπτιακής αρμάδας. Είδα καρίνες, είδα καταστρώματα, είδα μπομπάρδες, είδα πολλά πράγματα. Ο βυθός εκεί είναι ένας θησαυρός. Θησαυρός, πραγματικός θησαυρός. Θησαυρός πραγματικός. Γιατί σκεφτείτε ότι οι άνδρες που πέθαναν, που πνίγηκαν εκεί –και η ιστορία λέει ότι χάθηκαν 6.000– ήταν μισθοφόροι και λίγο πριν πληρωθούνε, χάθηκαν. 27 του μήνα είχε γίνει. Εγώ, όταν χάθηκε το Irene’s Serenade, που ήμουνα ο πρώτος που βούτηξε εκεί στις 9...

Σ.Β.:

Αυτό τι ήτανε; Θέλετε να μου πείτε;

Α.Π.:

Ήταν ένα δεξαμενόπλοιο μεγάλο και έγινε ένα… μια έκρηξις, έκρηξη, και πήρε φωτιά και βούλιαξε. Όταν κατέβηκα εκεί, είδα ότι ο χώρος που βυθίστηκε μου θύμιζε αυτό που είδα τότε. Όταν τελείωσε το γύρισμα που έκανα για την ΕΡΤ, έκανα μια βουτιά με δύο ακόμη δύτες, που είχα μαζί μου, γιατί πάντα υπήρχαν δύτες βοηθοί, στα 46, 47 μέτρα ο βυθός, είχε μία τεράστια τούμπα. Δηλαδή ένα ανάχωμα. Για μένα περισσότερο πρόδιδε, παρά έκρυβε ένα ναυάγιο. Και αν δείτε όλες τις[00:20:00]… όλα τα έργα που έχουν γίνει, ζωγραφική... από τη Ναυμαχία, γιατί υπήρχαν και άνθρωποι που κάνανε τη στιγμή εκείνη έργα, σε όλα αυτά τα έργα, η ναυαρχίδα βρίσκεται πολύ κοντά στην Σφακτηρία. Το ανάχωμα είναι πολύ κοντά στη Σφακτηρία. Όταν έγινε το ατύχημα με το Irene’s Serenade, του Irene’s Serenade, βούλιαξε πολύ κοντά στη Σφακτηρία, στα 47 μέτρα. Όταν πήγα εγώ, το είδα, με τα μάτια μου, το πίσω μέρος του πλοίου καθισμένο απάνω σε εκείνη την τεράστια τούμπα, που χάθηκε πλέον, και είδα τεράστια δοκάρια να βγαίνουνε… Δεν μπορεί να μην είναι ξυλεία από τα ναυάγια μέσα εκεί.

Σ.Β.:

Άρα πιστεύετε ότι ίσως υπάρχουν και κάποιοι θησαυροί ενδεχομένως εκεί;

Α.Π.:

Όλος ο βυθός είναι γεμάτος θησαυρούς. Ναι.

Σ.Β.:

Και αυτά τα πλοία τα βυθισμένα, τι απέγιναν;

Α.Π.:

Ωραία, η ερώτηση είναι πάρα πολύ ωραία και μου δίνει το ερέθισμα. Μετά από την ταινία που έκανα για την ΕΡΤ, ενδιαφέρθηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι να μου δώσουνε πληροφορίες, έγινε γνωστό, είδαν το φιλμάκι και κάποιος μου δίνει ένα ντοκουμέντο, πολύ σοβαρό ντοκουμέντο. Κάποιος Μπίνος Κυπριάδης, στα τέλη του ‘800, ‘90,’93-‘95 υπογράφει σύμβαση με το ελληνικό δημόσιο να σπάει τα καράβια και να τα πουλάει για ξυλεία. Προϋπολογισμός, διακόσα εκατομμύρια χρυσά φράγκα! Έσπασαν όσα έσπασαν, όμως ο θησαυρός έμεινε μέσα, είναι μέσα στον Κόλπο του Ναβαρίνου.

Σ.Β.:

Αυτοί δεν είχανε βρει, πιστεύετε, κάποιο μέρος του θησαυρού;

Α.Π.:

Προσωπικά πιστεύω ότι βρήκανε, οπωσδήποτε θα βρήκανε, γιατί τα περισσότερα πλοία ήτανε στα ρηχά. Θα βρήκανε, όχι όμως συστηματική έρευνα. Και εδώ θα σου πω κάτι – έψαξα και, αν θα το βρω, θα σ' το ξανα... θα σε, θα σ' το δώσω. Έχω διαβάσει ότι κάποια γερμανική εταιρεία είχε κάνει πρόταση στο Ελληνικό Δημόσιο, να κλείσει τον κόλπο της Σφακτηρίας και να αντλήσουν το νερό. Και να, πλέον να κάνουν έρευνα στεγανή. Το διάβασα και δεν το πίστεψα. Να αντλήσουν όλο το νερό… Σκεφτείτε τι περιμένανε να βρούνε κάτω. 6.000 άνδρες πνιγμένοι, απλήρωτοι.

Σ.Β.:

Πολύ ωραία. Πάμε και στο κομμάτι του «Έλλη». Πώς ξεκινάει εκεί πέρα η ιστορία με το «Έλλη» και πώς καταλήξατε εσείς και βουτήξατε;

Α.Π.:

Είχε γίνει πολύ γνωστό το όνομά μου και κάποια στιγμή είμαι στον Πειραιά, σε ένα χώρο που συγκεντρώνονται δύτες. Με φωνάζει κάποιος. Μου λέει: «Ονομάζομαι Κλήμης. Νικήτας». «Ναι». «Αλέξη» μου λέει «εγώ με τον αδερφό μου και ένα τσούρμο –έτσι λεγόντουσαν– κόψαμε το "Έλλη"». «Έλα» του λέω. «Ποιο;» «Το "Έλλη"». «Το "Έλλη", που ρίχνουμε κάθε τόσο τα στεφάνια;» «Ναι» μου λέει. Μάλιστα είχε χτυπηθεί λίγο και από την νόσο των δυτών ο Κλήμης. Εγώ θα 'μουνα τότε γύρω στα 40, αυτός θα ‘ταν γύρω στα 60… Μου περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια και δεν είχα κανένα λόγο να μην τον πιστεύω. Και μου είπε την εξής λεπτομέρεια, που αυτό με άφησε άφωνο. Μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Όταν εμείς τελειώσαμε τη δουλειά, είπαμε απ’ τον εργολάβο: Mας αφήνεις να μαζέψουμε τα ψιλά;» Μίλαγε έτσι κάπως, «τα ψιλά». Γιατί αυτός ο εργολάβος, που πληρώνει όλο αυτό το τσούρμο, έχει έξοδα. Κάθε μπουμ που βάζει κάτω για να κόψει κομμάτι πρέπει να είναι 60, 70 τόνους… Δεν μπορεί να πάρει μία λαμαρίνα, ξέρω ‘γω, 100 κιλά και 200, δεν, δεν, δεν βγαίνει το μεροκάματο. Και τους λέει: «Μαζεύτε το». Έφυγε ο εργολάβος. Και πλέον δουλέψαν για τον εαυτό τους. «Και δεν αφήσαμε κάτω τίποτα» μου λέει. «Το σκουπίσαμε». Περάσαν τα χρόνια...

Σ.Β.:

Σας είπε άλλη διήγηση από τότε, από το πώς... πώς το κόβανε, τι… Κάποια άλλη διήγηση, κάποια ιστορία από τότε άλλη σας είπε;

Α.Π.:

Πώς κόβεται;

Σ.Β.:

Από την κοπή, αν σας είπε άλλη ιστορία.

Α.Π.:

Ναι, σε ευχαριστώ για το... Λοιπόν, μπράβο. Λοιπόν, όπως μου το περιέγραφε, μου λέει: «Να φανταστείς, Αλέξη, ότι για την πρώτη φωτιά το στρίψαμε» λέει. «Δεν θέλαμε να το κόψουμε. Ήταν γεμάτο» λέει «μπρούτζα και μπακίρια». Είχε πολύ μεγάλη αξία για τον εργολάβο. Και είχε και πάρα πολλά πυρομαχικά, μέσα. Ήταν μια δύσκολη δουλειά. Μου το περιέγραψε με τέτοια λεπτομέρεια, που εγώ τον πίστεψα και ήμουνα βέβαιος 100% ότι πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα, μέχρι που το διαπίστωσα και ο ίδιος.

Σ.Β.:

Πώς;...

Α.Π.:

Κάποια στιγμή, ο φίλος ο Γιάννης ο Δημαράς κάνει μία εκπομπή και μου λέει: «Έχεις –στη γλώσσα σας, εσείς το ξέρετε– κάτι αβανταδόρικο;» Λέω: «Γιάννη, έχω κάτι πολύ καλό. Το "Έλλη" είναι κομμένο, δεν υπάρχει». «Έλα ρε» μου λέει. «Ναι, δεν υπάρχει. Έχω τον τρόπο να πάμε». «Να πάμε». Μας διαθέτουνε το «Άννινος», την πυραυλάκατο «Άννινος», παίρνω δύο παλικάρια καλά, γιατί ήταν και 47 μέτρα, και πάμε. Κατεβαίνει αυτή η κάμερα. Να είμαστε εκεί και να 'χει δύο, δυόμισι μέτρα κύμα. Ξέρεις πώς πιάνει εκεί το κύμα; Να ‘μαστε απίκο, στο ναυάγιο. Να μην μπορούμε να πέσουμε. Θα χάσουμε την ευκαιρία να το δούμε, ήθελα τόσο πολύ να κατέβω! Έρχεται τελικά μία, ένα τρεχαντήρι, παρακαλέσαμε το λιμεναρχείο και έρχεται προσφορά κάποιος, λέει: «Ελάτε». Κατεβάζουμε τα πράγματα με δυσκολίες και μπαπ, πέφτουμε μες στο νερό. Ξέρεις, άμα πέσεις μέσα στο νερό, νιώθεις βασιλιάς, νιώθεις ουδέτερα πλευστότητα, νιώθεις ότι γαλήνεψαν τα πάντα. Δεν πα' να ρίχνει από πάνω ό,τι θέλει; Και κατεβαίνουμε κάτω. Κατεβαίνουμε κάτω και με πλημμυρίζει αυτή η απογοήτευση, η οποία είναι η πραγματικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα! Ένας βυθός ήσυχος, χωρίς τίποτα. Κάποια στιγμή, μέσα σε αυτό το βυθό, βλέπω να διακρίνετε ένα πράγμα σαν χωνί, έτσι, σαν… Κι επειδή ήξερα από τα παλιά καράβια, λέω: «Να ξέρεις, είναι η ανεμοδόχος». Η ανεμοδόχος του «Έλλη». Η ανεμοδόχος του «Έλλη», παιδιά, συγκινούμαι. Η ανεμοδόχος του «Έλλη». Πλησιάζω και πράγματι ήταν η ανεμοδόχος του «Έλλη». Πλησιάζουν και οι δύτες, θα το δεις, κάνουν το σταυρό τους και το προσκυνούνε. Το δένουμε με ένα σκοινί, το ανεβάζουμε απάνω, του κάνω μία φοβερή συντήρηση και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο το πολεμικό, το Ναυτικό Μουσείο στον Πειραιά.

Σ.Β.:

Θυμάστε πώς νιώσατε όταν διαπιστώσατε ότι είναι η ανεμοδόχος του «Έλλη» και όταν είδατε και τους δύτες να κάνουν το σταυρό τους; Πώς νιώσατε εκείνη τη στιγμή;

Α.Π.:

Δεν θέλω να το πω, συγκινούμαι πάρα πολύ. Σταμάτησέ το. Ειλικρινά. Ένιωσα συγκίνηση… Παιδί ήμουνα όταν έμαθα ότι το βυθίσανε. Το πλοίο αυτό δεν πολέμησε ηρωικά! Δολοφονήθηκε!

Σ.Β.:

Θα έπρεπε να έχει μια άλλη μεταχείριση αυτό το πλοίο;

Α.Π.:

Ε, ναι. Δηλαδή τι κάναμε; Το πουλήσαμε. Δηλαδή δραχμοποιήσαμε την ιστορία μας. Δραχμοποιήσαμε την ιστορία μας, γιατί; Εντάξει, κόφτε ό,τι κόψετε, που δεν έ[00:30:00]πρεπε να κοπεί, αφήστε τη γέφυρα, αφήστε την πρύμνη του «Έλλη». Αφήστε την πλώρη του. Δεν είπαμε να το κρατήσετε και όλο, αλλά έπρεπε στη συμφωνία να πει: «Θέλουμε τη πρύμνη ατόφια. Θέλουμε την πλώρη του. Θέλουμε τη γέφυρα». Τη  γέφυρα. Χάθηκαν ψυχές. Χάθηκαν ψυχές! Δολοφονία!

Σ.Β.:

Ήταν ένα λάθος της τότε κυβέρνησης, της μετεμφυλιακής, πιστεύετε, η κοπή του «Έλλη».

Α.Π.:

Βέβαια. Βέβαια. Ε, βέβαια. Ε, βέβαια. Ε, βέβαια.

Σ.Β.:

Ωραία. Κάτι άλλο για το «Έλλη»; Όχι.

Α.Π.:

Για το «Έλλη» επιθυμία μου θα ήταν βέβαια να μπορούσε να βρίσκεται στην Τήνο. Ήταν λάθος μου που το έδωσα. Και θα παρακαλούσα τον δήμαρχο, αν τον ενδιαφέρει, να κάνουμε μια προσπάθεια, μπορεί να δείξει και την ανάλογη ευαισθησία και το μουσείο. Εγώ το χάρισα, εγώ το ‘βγαλα, το όνομά μου έχει απάνω. Η θέση του... κρατήθηκε αρκετά χρόνια στο μουσείο, στην Τήνο είναι η θέση του, είναι… εκεί είναι η ψυχή του, εκεί πρέπει να πάει! Αν ήθελε ο δήμαρχος, ευχαρίστως εγώ να ανακαλέσω και να μπορέσει να πάει εκεί. Θα το ‘θελα πάρα πολύ, πριν είναι αργά.

Σ.Β.:

Τέλεια.

Σ.Β.:

Ωραία. Θέλετε να μου πείτε και για την αρχαία πόλη τώρα, που έχετε;...

Α.Π.:

Ζεσταθεί; Κοίταξε, πάντα μου άρεσε η έρευνα όμως. Μου άρεσε, μου άρεσε πάρα πολύ. Είχα μάθει, είχα διαβάσει, ήξερα ότι είχε ψάξει και ο Κουστώ, δύο φορές, για τη χαμένη Ελίκη. Ο Παυσανίας αναφέρει το 373 π.Χ., το χειμώνα, έγινε ένας σεισμός, λένε. Εγώ θα το πω ένας καταποντισμός. Πιστεύω ότι άνοιξε η γη και κατάπιε την Δωδεκάπολη, γιατί ήταν 12 πόλεις. Ήταν πρωτεύουσα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Ήταν 12 πόλεις. Είχε δικό της νόμισμα. Μπορώ να σ' το δείξω σε φωτογραφία, είναι στο μουσείο του Βερολίνου. Είχα μάθει ότι ο Έντζερτον, που ανακάλυψε το sonars, που σήμερα χρησιμοποιείται, για τον Μαρινάτο, τον ερευνητή τον αρχαιολόγο, το βρήκε. Και μ' αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να δούνε τον βυθό πώς είναι και… Όλα αυτά με ερέθισαν. 2 χρόνια πήγαινα κι ερχόμουνα εγώ από το Αίγιο, σε κάποιο άλλο μέρος, πολύ κοντά… Δηλαδή αποκεί που βρήκα εγώ βλέπεις πολύ καλά το Αίγιο. Δηλαδή σαν να είμαστε εδώ και πάμε στην Μακρόνησο. Στα 40 στάδια, που λέει ο  Παυσανίας. Ο Παυσανίας λέει ότι όταν πέρασε εκεί, 5 αιώνες αργότερα, χωρίς να υπάρχει ιντερνέτ, χωρίς να υπάρχουν εφημερίδες… Ο θρύλος υπήρχε, ότι εδώ υπήρχε μια πολιτεία και «εκεί σκαλώνουνε τα δίχτυα των ψαράδων». Αυτά είναι λόγια γραμμένα απ' τον Παυσανία, δεν είναι δικά μου. Άρχισα, λοιπόν, να ψάχνω. Γνώριζα τον βυθό πάρα πολύ καλά και εργάζεται η φαντασία μου έτσι, να καταλαβαίνω αυτό που βλέπω, τι κρύβει από κάτω. Γιατί μην περιμένει κανείς ότι θα δει μια πόλη χολιγουντιανή κάτω, στον βυθό. Έψαχνα 2 χρόνια. Έχω πάει πάρα πολλές φορές εκεί. Μέχρι που κάποια στιγμή βρήκα μια πελεκημένη πέτρα. Πελεκημένη πέτρα. Μια πελεκημένη πέτρα όμως μπορεί να ‘πεσε από ένα καράβι της εποχής εκείνης που πέρναγε. Όμως πιο πέρα βλέπω μια πεσμένη οροφή με κάτι κεραμίδια, τα οποία είναι ένα μέτρο και το φάρδος του από τη μι μεριά είναι 50 πόντους και απ’ την άλλη 40. Τεράστια κεραμίδια, που οι αρχαιολόγοι λένε ότι σκεπάζανε ναούς. Λέω, αυτό δεν είναι τυχαίο. Βλέπω, βλέπω, δρόμο με τοίχο κτιστό. Σκαλίζω και βλέπω όπως βλέπεις τις πέτρες, που έχουν τους αρμούς, βλέπω τότε αρμούς, χωρίς κονίαμα. Λέω, εδώ είναι έργο ανθρώπινο, δεν είναι περαστική η βάρκα και πέσαν όλα αυτά χτισμένα. Και βγάζω φωτογραφίες και κάνω το φιλμ που μπορώ να σ' το δώσω.

Σ.Β.:

Θυμάστε τα συναισθήματά σας όταν συνειδητοποιήσατε ότι αυτή ήταν αρχαία πόλη;

Α.Π.:

Βεβαίως ναι. Είπα, βρήκα κάτι που έψαχναν πριν από μένα 19 άλλοι ερευνητές! Πώς το ξέρω; Υπάρχει ένα περιοδικό που γράφει τα 19 ονόματα και 20ό λέει: «Αλέξης Παπαδόπουλος». Τα ‘χω. Θα τα βρεις μέσα στα περιοδικά.

Σ.Β.:

Το δημοσιοποιήσατε αυτό; Το...

Α.Π.:

Το 'χω δημοσιοποιήσει...

Σ.Β.:

Ενημερώσατε μετά το κράτος;

Α.Π.:

Πολλές προσπάθειες γίνανε… Δεν ήθελα να δώσω το στίγμα, διότι θα με απογοήτευε. Μάλιστα έχω βάλει και σε έναν συμβολαιογράφο, κλεισμένο, σφραγισμένο, έναν φάκελο που έχει μέσα και το στίγμα και όλα. Εγώ πιστεύω ότι είναι, αν δεν είναι η Ελίκη, είναι... Δηλαδή ψάχνουμε τώρα το Σύνταγμα και βρήκαμε δηλαδή το Μοναστηράκι. Ήταν 12 πόλεις γύρω-γύρω. Και οι 12 πόλεις δεν ήταν μακριά, τεράστια, ήταν μέσα στην ίδια περιοχή. Ήταν Δωδεκάπολις.

Σ.Β.:

Είναι αυτό από τα σημαντικότερα έτσι... [Δ.Α.], πιστεύετε;

Α.Π.:

Βεβαίως, βεβαίως. Βεβαίως. Βεβαίως. Γιατί, σου λέω, έχουνε ψάξει πάρα πολλοί. Πάρα πολλοί. Η Ελίκη χάθηκε από μια τεράστια αλλαγή που έγινε στο χώρο, μία τεράστια… Εγώ πιστεύω, προσωπικά, και το συζήτησα και με αρχαιολόγους ξένους και δεν φέραν αντίρρηση, η περιοχή, την εποχή που έγινε, δεν ήτανε χαρτογραφημένη. Κανένας δεν μας λέει ότι ο Κορινθιακός είχε το σχήμα που έχει τώρα. Όχι. Άλλαξε. Εκείνο όμως που θα ‘θελα για σένα αν θα ασχοληθείς με αυτό το πράγμα, ας το γράφετε, ας το έχεις κι αυτό στα γραμμένα σου, αν έχεις ένα σκιτσαδόρο, πριν δεν μπορώ να τα πω πια, να κάνω ένα σχήμα σ' αυτό που είδα την τελευταία μέρα που έκανα το φιλμ με αυτή την κάμερα. Καταλαβαίνεις. Έχω δύο άτομα μαζί μου, τη Χριστίνα και τον ξάδερφό της. Δεν μπορούσα να εμπιστευτώ σε κανένανε. Μεγάλα παιδιά πια, μπορούν να κάνουν κατάδυση. Τελειώνουμε το γύρισμα, τελειώνει το φιλμ. Αποκεί και πέρα τελειώσαμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Και τους κάνω: «Πάτε, πάμε απάνω». Πάμε απάνω, είχα το φουσκωτό από πάνω, ανεβαίνω, βλέπω τη Χριστίνα μόνο και δεν βλέπω τον άλλονε, τον ανιψιό μου, της αδερφής μου το παιδί. «Πού είναι;» της λέω. Μου λέει: «Κάτω». Κάτω; Αφήνω τη μηχανή… Κάτω; Λέω, να μη μου φύγει, γιατί δεν ήταν και μεγάλος πολύ. Κάνω έτσι, κάνω έτσι, καμιά τριανταπενταριά μέτρα, τονε βλέπω… Και ‘μουνα και με ρεζέρβα, ήμουνα με ρεζέρβα! Κατεβαίνω, πάω κοντά του να μην τον τρομάξω, γιατί δεν μπορείς να πας να του κάνεις έτσι, θα τρομάξει. Πάω έτσι, έτσι, έτσι, με κοιτάει. Του κάνω άγρια άγρια, γιατί θείος του ήμουνα και άλλωστε είχα και την ευθύνη της κατάδυσης, του λέω: «Πήγαινε απάνω» του κάνω έτσι, απάνω. «Ναι» μου κάνει «θα πάω, αλλά εσύ –μου δίνει να καταλάβω– εκεί, εκεί» μου κάνει. «Βρε πήγαινε απάνω!» Τον βλέπω, αφού τον βλέπω και ξενε… πάει πλέον, άμα πιάσει τα 10 μέτρα, λες, εντάξει, ανέβηκε. Λέω, κατάλαβα [00:40:00]ότι το παιδί επέμενε για κάτι. Κάνω έτσι, πο, ρε Παναγία μου, τι είδα; Τοίχος μεγάλος αποδώ κι αποκεί, άνοιγμα μεγάλο, όσο είναι το φάρδος αυτό, λιγότερο, δηλαδή λιγότερο το άνοιγμα που κάνει, έτσι, και στη μέση ένα βάθρο. Βάλε έναν, έχεις κανένα σκιτσαδόρο να μας το κάνει, να το περιγράψω ακριβώς πώς ήτανε; Ήτανε έτσι, ήτανε ένα βάθρο τετράγωνο, τετράγωνο, περίπου 7 επί 7, αποδώ, αποδώ κι αποκεί κι απ' την πλευρά προς το Αίγιο –κοίτα λεπτομέρεια που σου λέω– είχε σκάλες. Από πάνω, ένα μέτρο πιο μέσα και ένα μέτρο ψηλότερα, είχε μικρότερο βάθρο, μικρότερη βάση. Πιστεύω ακράδαντα ότι εκεί είναι η βάσις του αγάλματος, που μας αναφέρει ο Παυσανίας. Εγώ το πιστεύω. Βρίσκεται στα περίπου 30 μέτρα.

Σ.Β.:

Πολύ ωραία. Αυτό με το περιοδικό που θέλετε να πείτε;

Α.Π.:

Ναι. Το θέμα της Ελίκης, δόθηκε πάρα πολύ δημοσιότητα. Το γράψανε πάρα πολύ. Ιταλικά, ιταλικές εφημερίδες, αραβικές… Εκείνο όμως, το σημαντικότερο είναι ότι το συμπεριέλαβε το περιοδικό «Αρχαιολογία», που την ευθύνη είχε ο Ανδρόνικος.

Σ.Β.:

Πολύ ωραία. Κλείσαμε και το θέμα Ελίκη. Θέλω να μου πείτε λίγο για τη λίμνη της Βουλιαγμένης, γιατί έχετε βουτήξει εκεί πέρα, τι ακριβώς είδατε και τι διαπιστώσατε εκεί.

Α.Π.:

Θέλω να ξεχωρίσουμε δύο πράγματα. Ο κόσμος μπερδεύει τη λίμνη της Βουλιαγμένης με το πηγάδι της Βουλιαγμένης, περιοχής Βουλιαγμένης. Έχω κάνει έρευνες και στο ένα μέρος και στο άλλο. Έχω κάνει και στη λίμνη μέσα, που κάθονται και πίνουν το καφεδάκι τους και πάνε και κάνουν ιαματικά λουτρά και τέτοια. Εγώ, μου άρεσαν αυτά τα πράγματα και, όταν άκουσα ότι δεν έχει βάθος η λίμνη, δεν έχει πάτο, ω, λέω, δηλαδή αποδώ πού πάμε; Πάμε βουτιά και βγαίνουμε Αμερική; Τι γίνεται; Εκεί ότι έχουνε ρίξει οι Γερμανοί διάφορα πράγματα, ότι κρύψανε θησαυρούς... Παίρνω μία ομάδα, είχαμε προχωρήσει πολύ τότε, παίρνω μία ομάδα, το αναγγέλλω και λέω: «Στις 11 του μηνός...» κάπου τα 'χω γραμμένα, τις ημερομηνίες, κάπου θα τις βρούμε από εφημερίδες, «...θα γίνει μία έρευνα στη λίμνη της Βουλιαγμένης». Το προαναγγέλνει η ΕΡΤ, το μοναδικό κανάλι, και αρχίζουν και έρχονται, όχι από την Αθήνα, απ’ τα περίχωρα κι από άλλα μέρη της… γύρω-γύρω. Και γεμίζει όλο το… όλο το... ο βράχος από πάνω, κόσμο. Εκατοντάδες. Και βουτάμε μέσα εκεί. Πριν όμως από αυτό, έγινε τόσο γνωστό, που παίρνω ένα τηλεφώνημα από Σουηδία και μου λένε: «Θα κάνετε κάποια έρευνα. Εμείς» λέει «κατασκευάζουμε ενδοσυνεννόηση για κάτω από το βυθό». Άγνωστα  πράγματα! «Θέλετε» λέει «να φέρουμε να χρησιμοποιήσετε;» Λέω: «Εμείς τι; Δηλαδή ποιος θα ‘ναι ο λογαριασμός;» Ε, όχι έτσι. «Ποια η υποχρέωσίς μου;» Λέει: «Όχι, δεν έχετε καμιά υποχρέωση. Πόσα άτομα θα 'χετε;» «Θα βουτήξουμε 7 άτομα» είπα. «Εντάξει». Δεν έδωσα πολλή σημασία. «Τάδε μέρα...» Την ημέρα που είμαστε εκεί, να σου κι έρχεται κάποιος, με ελληνικά παρακαλώ, με μια βαλίτσα και φέρνει –θα τα δεις στις φωτογραφίες, σε παρακαλώ να τα δεις, σε παρακαλώ, θέλω να τα δεις– μας τα φοράει εδώ. Έμπαινε ένα ειδικό επιστόμιο και πάταγες ένα press εδώ, έλεγες: «Έλα, Κώστα. Έλα, Δημήτρη. Έλα…» και μιλάγαμε. Όμως τι κάνανε; Είχανε βουτήξει και μια κεραία μέσα, ένα μικρόφωνο μέσα στο βυθό και το καταγράφανε. Και καταγράψανε όλη την κουβέντα. Τελειώσαμε. Δεν το σκέφτηκα τότε να του πω: «Ξέρεις κάτι; Αυτά πρέπει να μείνουνε σε μένα». Το παίρνει ο τυπάκος και πάει και στους βατραχανθρώπους, στο Ελληνικό Δημόσιο, και λέει: «Κοιτάχτε, στην έρευνα που έκανε ο Παπαδόπουλος, κοιτάχτε την επιτυχία που είχαμε». Και μαθαίνω εγώ από τα βατράχια ότι πουλήθηκε, έχουνε αποκτήσει αυτό το πράγμα. Όμως ας πάμε τώρα στο σοβαρό. Εκεί γελάσαμε. Στην περιοχή Βουλιαγμένης, όταν πήγα εγώ και έκανα την πρώτη μου κατάδυση με τον Νίκο τον Καρτελιά, πάμε πάλι πίσω, όταν εγώ είχα ξετρελαθεί, λέει ο Νίκος: «Υπάρχει ένα πηγάδι» λέει. «Θα πάμε να κάνουμε κατάδυση εκεί». «Να πάμε. Τι βάθος έχει;» «Καμιά τριανταριά μέτρα» λέει. «20 μέτρα και 9 μέτρα ο βυθός, άντε 30 όλα». Πάμε. Ήτανε ο Νίκος, εγώ και ένας Γάλλος μαζί, Πιερ λεγότανε. Δεν μίλαγε ελληνικά, λίγα, πολύ λίγα, σπαστά. Και πάμε και βουτάω. Μαγεύτηκα, τρελάθηκα. Μέσα στο βυθό, σε ήσυχα νερά, όπως είναι η αγκαλίτσα εκεί, βλέπεις ένα πράγμα έτσι, το οποίο όταν υπάρχει ησυχία, το νερό είναι ήσυχο, το βλέπεις ότι ρουφάει, ρουφάει. Και δώσε σημασία για αυτή τη λεπτομέρεια που θα πω. Και να μου επιτρέψεις να απευθυνθώ και στον κόσμο, γιατί είναι κάτι σοβαρό. Κατεβήκαμε με πολλή προσοχή κάτω, τράβαγε το νερό, αλλά δεν ενοχλούσε τόσο πολύ. Όμως κάτω-κάτω υπήρχε μία τρύπα, για όσους το έχετε δει τώρα, εκείνο το μεγάλο χάσμα δεν υπήρχε το άνοιγμα που υπάρχει και το πλέγμα. Ήτανε ένα μικρό άνοιγμα, που μόλις και μετά βίας μπορούσε να περάσει, σαν μια 26άρα τηλεόραση, έτσι, ένα πράγμα τόσο. Όταν πλησίαζες εκεί, ένιωθες ότι τράβαγε. Όταν αποκτήσαμε τον αέρα, αυτό αργότερα εγώ, αργότερα εσύ και το μάθαινες εσύ, κάναμε το ψεύτικο τώρα, για να εντυπωσιάσουμε, αφήναμε τον εαυτό μας, ότι μας τραβάει, και χλαπ, κολλάγαμε στην τρύπα. Κόλλαγες, δεν μπορούσε να περάσει. Ήταν μικρή η τρύπα. Μία βδομάδα, 15 μέρες, τόσο, 10 μέρες πριν γίνει το ατύχημα με τους τρεις Αμερικανούς που χάθηκαν, έχω πάει και έχω κατεβάσει ένα φίλο μου. Και τον τραβάω βίντεο με... Είχα πάρει την κάψουλα του βίντεο και λέω: «Που να κάνω;» «Πάμε να κάνουμε το βίντεο στο πηγάδι». «Πάμε;» «Πάμε». Τον βάζω, κατεβαίνει κάτω, ββββ, τραβάω, πάει, χλαπ και κολλάει και στην… στην τρύπα. Σε 15 μέρες παίρνω ένα τηλεφώνημα απ’ το λιμεναρχείο και μου λέει ότι: «Ξέρετε κάτι, κύριε Παπαδόπουλε; Χάθηκαν τρεις Αμερικανοί στο πηγάδι». Λέω: «Πού θα χαθούν; Σιγά. Πού να χαθούν; Στον πάτο θα είναι». «Όχι» λέει «δεν υπάρχουνε. Έχουνε βουτήξει δύτες και δεν τους βρήκανε». Ωχ! «Έρχομαι» λέω, κατευθείαν. Λιμεναρχείο. Έξω από το λιμεναρχείο βλέπω συγκεκριμένο όνομα, δύτης σκαφανδροφόρος. Ε, είναι... μπορεί και να μπει... Ο Λιαμής, ο Λιαμής. Ο πατέρας Λιαμής. Του λέω: «Τι γίνεται;» Λέει: «Ε, πάει, θα τους ρούφηξε». «Τι να τους ρουφήξει, ρε φίλε;» του λέω. «Απ' την τρύπα εκεί;» «Ποια τρύπα;» μου λέει. «Υπάρχει ένα χάσμα μεγάλο». Μπαίνω μέσα στον λιμενάρχη, του λέω: «Κοίταξε να δεις, εδώ πριν 15 μέρες εγώ έχω βίντεο και το ‘χω καταγράψει. Δεν υπάρχει. Αυτό πώς έγινε; Θα πάω να κάνω κατάδυση…» Και μάλιστα επι τούτου πήγα, έκανα κατάδυση και το άνοιγμα ήταν μεγαλύτερο από την μπαλκονόπορτα.

Σ.Β.:

Και πώς είχε ανοίξει;

Α.Π.:

Τεράστιο. Λοιπόν, η εξήγησις που έδωσα εγώ, και είναι πραγματικότητα, φαίνεται άλλωστε, είναι η εξής: Τόσα χρόνια... πρώτα από όλα υπάρχουν θάλαμοι, πίσω από αυτή την τρυπίτσα, υπήρχε ένα θάλαμος μεγάλος, ο οποίος τώρα φαίνεται, τώρα φαίνεται. Όπως κολλάγαμε εμείς εκεί... Αυτός ήτανε εκπαιδευτής, είχε δυο αδέρφια, Αμερικανούς δηλαδή, δύο αδέρφια, έναν άντρα, μία γυναίκα, και τους πήρε να τους κάνει εκπαίδευση και τους πήγε κάτω εκεί. Εκπαίδευση και να τους κάνει και το κόλπο, πιθανόν, να κολλήσει. Με το κόλλημα δημιουργήθηκε, το ‘φραξε, δημιουργήθηκε μεγάλη πίεση, είχε λεπτύνει το… από πίσω, όλο αυτό το πράγμα είχε γίνει σαν μια λεπτή μεσοτοιχία, η οποία εκείνη τη στιγμή έκανε μία παπ και τους τράβηξε. Πήγε μέσα. Εγώ το ‘χω ντοκουμέ[00:50:00]ντο αυτό. Το ‘χω ντοκουμέντο. Έχω πριν από το... πριν χαθούν οι Αμερικανοί, τον άνθρωπο, το φίλο μου που κατέβασα κάτω και τον έχω βιντεοσκοπημένο!

Σ.Β.:

Τους ψάξατε αυτούς; 

Α.Π.:

Έψαξα, έκανα μια μεγάλη έρευνα, με πολλούς δύτες, βρήκα τότε 30 δύτες, πολύ δύσκολο, αυτό που σου είπα, ότι ήταν τότε πολύ λίγοι. Και βρήκα το πέδιλο της κοπέλας, βρήκα μία ζώνη με μολύβια, μια μάσκα... Βρήκαμε, τα βρήκαμε κάτι τέτοια πράγματα, αλλά τους είχε πάρει πολύ βαθιά. Τότε τα μέσα δεν ήτανε αυτά που υπάρχουν σήμερα, με μεικτά αέρια και τέτοια. Και τελείωσε, πάει.

Σ.Β.:

Δεν βρέθηκαν ποτέ αυτοί;

Α.Π.:

Βεβαίως μετά οι καταδύσεις κάνανε, βρέθηκαν. Βρέθηκαν.

Σ.Β.:

Και στη Λίμνη Βουλιαγμένης τι βρήκατε κάτω; Τι διαπιστώσατε;

Α.Π.:

Το έχεις διαβάσει, ε; Καλά. Αλήθεια; Λοιπόν, έχω κάνει μια… κάναμε μια συνέντευξη με κάποιον δημοσιογράφο, έχουμε κατεβάσει τα πράγματα, τα δείξαμε, είπαμε: «Έτσι, εδώ, την τάδε του μήνα θα γίνει έρευνα». Εγώ σκέφτηκα και λέω, κάτσε, δεν πάμε να κάνουμε και μια λήψη μία μέρα πριν; Μην μας συμβεί κατιτί και εκείνη την μέρα μας… δεν μπορέσουμε να κάνουμε και να τραβήξουμε βίντεο. Ας πάμε μία μέρα πριν. Πάμε μία μέρα πριν... Άλλο που δεν ήθελε αυτός που είχε την εκμετάλλευση της λίμνης, γιατί μάζευε πολύ κόσμο, έγινε ντόρος, πολύ μεγάλος ντόρος. Κατεβαίνουμε κάτω και τραβάμε. Όπως μπαίνουμε μέσα στη λίμνη, αριστερά της λίμνης, υπήρχε μια σχισμή, έτσι και κατέβαινε και σκοτείνιαζε. Μέσα εκεί, με τους προβολείς γινόταν πιο εντυπωσιακό και... Είχα δύο μαζί μου, ανθρώπους, δύο δύτες και προπορεύονται, για να μην υπάρχει νεκρό πλάνο, κινηματογραφικά. Πρέπει να φαίνεται και κάτι, να υπάρχει. Όπως προχωράγαν έτσι, με τους προβολείς, ξαφνικά βλέπω μία βάρκα, τουμπαρισμένη, μία βαρκούλα. Θα το δεις, άμα μπεις μέσα, θα το δεις το κομμάτι, είναι πολύ ωραίο, μωρέ, μπορείς να περάσεις να κάνεις ωραία πράγματα. Τουμπαρισμένη η βάρκα, μια βάρκα τουμπαρισμένη και δίπλα ακριβώς δύο κιβώτια τόσα, όπως τα κάνουνε τα χολιγουντιανά, έτσι, με τα ξύλα από πάνω. Και λες, τώρα τι γίνεται; Τι έχει μέσα αυτό το κιβώτιο; Και είναι δύο. Σκεπασμένα με την λίγο λάσπη, έκανες έτσι και σηκωνότανε. Βγάζουμε το μαχαίρι, κρακ –κινηματογραφημένο όλο αυτό, θα το δεις– ανοίγει και βλέπουμε μασούρια κανονικά. Μασούρια δηλαδή, αυτά αγόρασες λίγο Αθήνα. Ήτανε δύο κιβώτια τεράστια. Και ήτανε T&T. Δυναμίτης. Παίρνω λοιπόν και δυναμίτη τέτοιο, την άλλη μέρα δηλαδή που πήγαμε, ξαναπήγαμε το ξανακάναμε, πήραμε δυναμίτη και τα δώσαμε στο λιμεναρχείο. Κι έχω κρατήσει κιόλα και το έχω φωτογραφίσει.

Σ.Β.:

Και για αυτά τι εξήγηση δώσατε; Πώς ήταν εκεί;

Α.Π.:

Κάποιοι θέλαν να κάνουν κάποιο σαμποτάζ; Φοβηθήκανε; Κάνανε τότε αυτό; Σου λέει, πού να τα ρίξουμε να μη μας βρούνε; Κάτσε να πάμε να τα ρίξουμε εκεί, και…

Σ.Β.:

Άρα η λίμνη αποδείχτηκε ότι δεν είναι τελικά απύθμενη.

Α.Π.:

Ω, ναι. Το μεγαλύτερό της βάθος τουλάχιστον εκεί, γιατί κι εκεί χάθηκαν άνθρωποι, στο πηγαδάκι. Άλλος πάλι κάποιος περίεργος, τον είχα μαζί για διερμηνέα, κάναμε μια αυτή και, όπως εξιστορούσα... Έχεις ακούσει για αυτόν που πρωτοκατέβαινε με μια αναπνοή στα 80 μέτρα και τα λοιπά; Ε;

Σ.Β.:

Νομίζω, ναι.

Α.Π.:

Αυτόν, γι' αυτόν που έγινε το «Βαθύ γαλάζιο».

Σ.Β.:

Ναι, ναι, ναι.

Α.Π.:

Έτσι; Εξιστορούσα το πώς κατέβηκα κάτω στην λίμνη. Ότι  υπάρχει ένα πηγάδι... Α, πρέπει να σ' το πω αυτό. Όταν κατεβήκαμε μέσα στη λίμνη, που υπάρχει το πηγαδάκι, όχι, αυτό γράφεται, περνάει μέσα, μέσα στη λίμνη υπάρχει ένα μικρό πηγαδάκι που είναι 9 μέτρα. Έχει πάρα πολλή λάσπη μέσα. Δεν ξέρω πόσα μέτρα λάσπη. Όταν λέμε λάσπη όμως, μη νομίζεις βαριά. Ένα πράγμα… Κάνει έτσι και... πετάει, κάνει σύννεφο. Φοβερό πράμα! Κατεβαίνω, λέω, πώς θα το κινηματογραφήσω; Δεν μπορούσαμε να κάνουμε μοντάζ τότε, δεν μπορούσαμε. Δεν έκανε μοντάζ το βιντεάκι. Λέω: «Θα το κάνουμε έτσι. Την ώρα που είστε έτοιμοι να μπείτε» τους λέω «θα σταματήσετε, θα κάνω cut, θα μπω εγώ μέσα και θα συνεχίσω από κάτω». «Εντάξει» τα παιδιά που θα κατεβαίνανε. Φτάνουμε εκεί, κάνουμε cut, μπαίνω εγώ μέσα και αρχίζω και κατεβαίνω. Είχα και ένα λαμπάκι που άναβε, μόλις έκανα έτσι κι έγραφε, γιατί αυτοί ακουγότανε μες στο βυθό, χρρρρρ. Λοιπόν, να ανάβει το λαμπάκι και αρχίζω και κατεβαίνω. Όπως κατεβαίνω, νιώθω τα πόδια μου σιγά-σιγά και κάπου δε δουλεύουνε, πηχταίνει το πράμα και κάνει ββββπ ένα σύννεφο και τους χάνω. Όμως επειδή το κεφάλι μου ήταν προς τα πάνω, δεν έκανα τίποτα άλλο, έκανα μία έτσι και βγήκα. Ο Jacques Mayol. Ο Jacques Mayol λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που ήμασταν μαζί και του εξιστορούσα για το θέμα της λίμνης, ότι είναι δύσκολο και του έκανα πλήρη περιγραφή. Και ήταν μια δυσκολία, όπως του το 'πα και γυρίσαμε, κάναμε… Εγώ έδειχνα το «SOS Σαρωνικός» και αυτός έδειχνε τη βουτιά που έκανε με μια αναπνοή κάτω. Όπως του το ‘πα, ήρθε Σάββατο; Τη Δευτέρα παίρνει 4 άτομα και πάει να τους βάλει μέσα εκεί και, όπως πάνε, χάθηκε αυτός και άλλα δύο άτομα.

Σ.Β.:

Εσείς έχετε κινδυνεύσει ποτέ στο βυθό;

Α.Π.:

Δεν κινδύνευσα με την έννοια της απερισκεψίας. Ήμουν πάρα πολύ προσεκτικός.  Έκανα βαθιές καταδύσεις. Πρόσεχα πάρα πολύ. Είχα πάντα ανθρώπους δίπλα μου. Ποτέ δεν βούτηξα με λιγότερο από δύο βοηθούς. Ποτέ. Ποτέ. Όλα αυτά τα πράματα μου τα δίνανε, δεν σηκωνόντουσαν. Ήμουνα μέσα, μου τα δίνανε, με ντύνανε. Δεν γινότανε δουλειά. Ποτέ. Ποτέ. Έχω κινδυνεύσει, αλλά όχι με την έννοια της περιγραφής. Δεν είναι ευχάριστο.

Σ.Β.:

Από όλη σας την πορεία, έτσι, ποια είναι η στιγμή αυτή ή η κατάδυση που ξεχωρίζετε; 

Α.Π.:

Ακόμη, οποιαδήποτε είναι ωραία βέβαια, αλλά όταν ανακαλύπτεις κάτι είναι σημαντικό. Η Ελίκη είναι κάτι το ονειρεμένο. Το «Έλλη», η συγκίνησις δεν περιγράφεται. Και τώρα πάλι αν το ξαναπώ, πάλι θα συγκινηθώ. Ενώ η «Ελίκη» δεν μου φέρνει δάκρυα, έχει άλλο πράγμα. Έχει μια χαρά. Ότι κάτι που ένας άνθρωπος, ένας περιπατητής, ο Παυσανίας το ‘γραψε, εγώ το βρήκα. Το ένα έχει συγκίνηση, έχει συγκίνηση. Το άλλο έχει χαρά. Έχει χαρά. Πολύ μεγάλη χαρά. Ξέρεις τι; Να αρχίζω να φαντάζομαι, να σκέπτομαι. Αλλά εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να το ξεδιάσει κάποιος άνθρωπος είναι το βάθρο. Είναι κρίμα. Είναι κρίμα. Να δεις τα ονόματα που έχουνε ψάξει. Ξένοι. 30 χρόνια το 'ψαχνε ο Μαρινάτος. Ο Μαρινάτος έψαχνε 30 χρόνια για την Ελίκη.

Σ.Β.:

Μάλιστα. Τη θάλασσα τώρα, βλέπω, εξακολουθείτε να την αγαπάτε, είστε και δίπλα σ' αυτή.

Α.Π.:

Την αγαπάω, ναι. Την αγαπάω πάρα πολύ. Την αγαπάω πολύ. Μ’ αρέσει, μ’ αρέσει. Βουτάω. Δεν είναι ότι δεν βουτάω. Βουτάω. Γιατί ξέρεις κάτι; Όταν βρεθείς κάτω απ’ τη θάλασσα, πλέον δεν υπάρχουνε δυσκολίες. Κοίτα, πολλοί θαυμάζουν τους ανθρώπους που κατεβαίνουν κάτω. Πρέπει να θαυμάζεις τον άνθρωπο που μπορεί και ανεβαίνει απάνω. Γιατί πολλοί δεν ανέβηκαν. Ή, αν ανέβηκαν, χτυπήθηκαν απ' τη νόσο. Κι έχω πολλούς ανθρώπους που έχουν χαθεί.

Σ.Β.:

Και τι μάθατε όλα αυτά τα χρόνια στη θάλασσα και στις καταδύσεις; Τι σας άφησε;

Α.Π.:

Πρώτα απ' όλα ότι πρέπει να σέβεσαι τους όρους… Αν κάνεις κατάδυση, πρέπει να έχεις γνώσεις. Και ότι δεν υπάρχει παλικαριά. Δεν... Κανένας παλικάρι. Και... γιατί βλέπεις, κοριτσάκι μικρό ήταν η Χριστίνα και βούτηξε. Αλλά ήξερε. Ήξερε τι θα κάνει. Οι δυσκολίες του κινηματογράφου, που ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Κι αυτές είχανε τη συγκίνησή τους. Κι όταν τελείωνε μια ταινία και την έβλεπες στη μουβιόλα και έλεγες: «Ω, μπράβο! Ω, μπράβο». Αλλά πού να φανταστείς πόσες δυσκολίες είχε να αφαιρέσεις το μπλε χρώμα απ' τη θάλασ[01:00:00]σα. Γιατί το φιλμ δεν είναι ψηφιακό, δεν είναι βγάλ’ του, βάλ' του χρώμα. Δεν έφευγε εύκολα. Υπήρχαν φίλτρα και πειραματικά, έμπαιναν. Και είχα βρει. Και μάλιστα θυμάμαι ένας σκηνοθέτης... Είχα κάνει για... ένα ντοκιμαντέρ για κλωβούς που τρέφουνε ψάρια, είναι ιχθυοτροφεία. Και του ‘βγαλα κάποια πλάνα και μου λέει: «Θέλω να μου πεις πώς έβγαλες το μπλε». Αυτό που νιώθω είναι ότι με τις ταινίες μου έφερα τον κόσμο κοντά. Υπήρχε μία σχολή όλη-όλη στην Ελλάδα. Σήμερα στα νησιά μας υπάρχουνε σχολές καταδύσεων… Πάντα ήταν το όνειρό μου να γίνει υποβρύχιος τουρισμός. Σήμερα πιστεύω ότι σιγά-σιγά κάτι αρχίζει να χαράζει. Πάντα υπήρχε η δυσκολία ότι «απαγορεύεται η κατάδυσις», γιατί πιστεύανε ότι μ' αυτό τον τρόπο προστατεύουνε τα αρχαία, ενώ αντίθετα. Οι ευσυνείδητοι θα τα προστατεύανε και θα ξέρανε πού ήταν και θα τα προστατεύανε. Αυτό που πιστεύω είναι ότι οι ταινίες μου έφεραν τον κόσμο κοντά. Οι σχολές γίναν πολλές. Βλέπω σήμερα πολλά παιδιά, καμιά φορά και εδώ, στη θάλασσα, κάποιες σχολές φέρνουνε κάποιους και κάνουν κατάδυση και τους βλέπω έτσι και λέω, κάποια μέρα ήμουνε κι εγώ ένας απ' αυτούς. Κι αυτοί ίσως είναι απ' τον πατέρα τους ή ακόμη ίσως και απ' τον παππού τους.

Σ.Β.:

Και θα συνεχίσετε να βουτάτε όσο αντέχετε;

Α.Π.:

Βεβαίως ναι, γιατί δεν έχει δυσκολία η κατάδυση. Το είπαμε. Η δυσκολία είναι, για τις βαθιές καταδύσεις, να ανέβεις απάνω. Εγώ έτσι τους έλεγα. Όταν ήμουνα –προσφορά μου– στην Ομοσπονδία Υποβρυχίου Δραστηριότητας στον Άγιο Κοσμά, αυτό τους έλεγα, ότι δεν υπάρχει δυσκολία να κατέβεις. Η δυσκολία είναι να ανέβεις και να ανέβεις σώος.

Σ.Β.:

Και το προσωνύμιο «ο Έλληνας Κουστώ» που σας είχαν δώσει; Αυτό σας ενοχλούσε; Σας άρεσε; Πώς το αντιμετωπίζατε;

Α.Π.:

Το;

Σ.Β.:

Το προσωνύμιο «ο Έλληνας Κουστώ», που σας είχανε δώσει κάποιοι.

Α.Π.:

Δε μου άρεσε, καθόλου δε μου άρεσε. Ήθελα να λέγεται αυτός «ο Γάλλος Αλέξης». Βεβαίως γράφαν οι εφημερίδες «ο Έλληνας Κουστώ, ο Έλληνας Κουστώ». Μα, σου είπα, με πείραξε πάρα πολύ όταν έστειλα το φιλμάκι στο διαγωνισμό, ερασιτεχνικό, 8mm, και είπανε: «Αυτός έχει κοπιάρει τον Κουστώ σε ταινία». Δηλαδή το έχω κοπιάρει από κει. Δε μου άρεσε που γράφανε «ο Έλληνας Κουστώ». Θα μ’ άρεσε καλύτερα να λένε «ο Γάλλος Αλέξης» εκείνον.

Σ.Β.:

Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Παπαδόπουλε.

Α.Π.:

Και εγώ σε ευχαριστώ.

Σ.Β.:

Ωραία, πείτε μου για αυτήν την ταινία, τι ακριβώς είναι.

Α.Π.:

Το BBC αποφάσισε να κάνει μία ταινία για τα Ελγίνεια. Σκηνοθέτης ήτανε ο Christopher Miles, ηθοποιοί γνωστοί. Ηθοποιοί γνωστοί. Ήτανε ο Hugh Grant και άλλοι, του θεάτρου… Ήταν μεγάλη παραγωγή. Με καλούν και μου λένε: «Θέλουμε υποβρύχιες λήψεις». Ο σκηνοθέτης δε γνώριζε πράγματα για μένα. Σου λέει, εντάξει, ο άνθρωπος θα κατέβει τώρα να μου τραβήξει ένα πλανάκι, έτσι, ίσα ίσα για να βάλουμε και μία υποβρύχια εικόνα. Πηγαίνουμε να κάνουμε τις υποβρύχιες λήψεις. Μας συγκεντρώνει εκεί. Ωραίος ο άνθρωπος, πολύ απαιτητικός, με λεπτομέρεια, δεν έμπαινε απάνω στο κάδρο, δεν έμπαινε τίποτα που να μην είναι εποχής. Δε μου δίναν πολλή σημασία, δε μου ‘δινε, εντάξει. Άλλωστε δεν θα σκηνοθετούσε, θα μου έλεγε κάτι εκεί κάτω. Κάποια στιγμή όμως με παίρνει, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Θέλει να σε ρωτήσει κάτι ο σκηνοθέτης». Μου λέει: «Πες μου κάτι». Μάλιστα φαγοπότι ήτανε, φαγοπότι ήτανε. Και καθόμασταν και τρώγαμε, ναι, τώρα το θυμήθηκα, φαγοπότι. Και μου λέει: «Θέλει να σε ρωτήσει κάτι ο σκηνοθέτης». Πάω κοντά, λέω: «Τι;» Μου λέει: «Πώς ήτανε ντυμένοι οι δύτες την εποχή εκείνη;» Του λέω: «Ναι, φοράγανε ένα σώβρακο μονοκόμματο με το επάνω μέρος –τον τυράννησα– φαράγανε ένα σώβρακο με μονοκόμματο το επάνω μέρος. Και στη μέση ήταν δεμένο ένα σκοινί, για να μην τους χουχουλιάζει έτσι, αυτό». «Α, ναι; Μπορείς να μας το περιγράψεις αλλιώς; Ή μπορείς να πας μαζί να το αγοράσουνε;» «Ε, βεβαίως» λέω. Έδωσε σημασία. Κάνω τις λήψεις... Είχανε κάνει εκμαγεία, τα οποία τα ρίξανε στο βυθό. Έχω πάρει το μάτι μου μία λήψη, ότι αυτός δείχνει ότι ανεβάζουνε απάνω σε ένα ομοίωμα του καραβιού, τάχα μου ότι ήταν καράβι, μισοβυθισμένο ή, ξέρω γω, καράβι, ένα κιβώτιο. Το βλέπω το κιβώτιο. Αφού κάνω τις λήψεις, δεν ήταν καθόλου στην παρουσία μου με τα υποβρύχια. Δεν ανακατεύτηκε ο άνθρωπος, σου λέει, μπα, τώρα τι; Σιγά τώρα τι θα μου τραβήξει αυτός τώρα; Κάνα θολό πράμα, ποιος ξέρει τι; Τραβάω και κάποια στιγμή λέω: «Ρίχτε μου το κιβώτιο στο βυθό». Και βάζω τους δύτες και κάνουνε χρατς, χρατς και δένουν το σκοινί. Τάχα μου. Τακ τακ, το τραβάνε και από πάνω το ανεβάζουνε. Έκανα δύο μπομπίνες. Περνάει ο καιρός, ο άνθρωπος έχει πάει στην Αγγλία και στέκεται μπροστά στη μουβιόλα, η ώρα είναι 11:00 η ώρα, 12:00, για αυτούς θα ‘ταν 11:00 το βράδυ, και βάζει: «Φέρτε και τα υποβρύχια που κάναμε». Και κάνει και βλέπει το πλάνο... Ωχ! Παιδιά, αγάπησα τον κινηματογράφο πάρα πολύ, τον αγάπησα τον κινηματογράφο πάρα πολύ. Όσοι τον αγαπούν θα με καταλάβουνε. Και κάνει και βλέπει το πλάνο, που ούτε που το ‘χε σκεφτεί ο άνθρωπος, που δένει ρακόρ, παμ! Και με παίρνει τηλέφωνο εκείνη την ώρα και λέει: «Ανοίγω σαμπάνια για σένα, Αλέξη». Ε, ήταν αμοιβή. Τι να τα κάνω τα λεφτά εκείνη την ώρα εγώ που πήρα; Τι να τα κάνω; «Ανοίγω σαμπάνια για σένα, Αλέξη!» Ο Christopher Miles, σκηνοθέτης πολύ μεγάλος.

Σ.Β.:

Τέλεια. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.