© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Κατσίκης εξιστορεί τη ζωή του
Κωδικός Ιστορίας
11075
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Κατσίκης (Β.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/07/2022
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Σαπουντζή (Β.Σ.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Είμαι η Σαπουντζή Βασιλική, ερευνήτρια του Istorima για τον Νομό Ιωαννίνων. Είναι Κυριακή, 24 Ιουλίου του 2022. Βρισκόμαστε στο μπαρ- καφέ «Σκάλα». Απέναντί μου έχω τον αφηγητή μας, τον κύριο Βασίλη Κατσίκη, αν θέλετε πείτε μου κι εσείς το όνομά σας.
Κατσίκης Βασίλης.
Σας ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε να μου αφηγηθείτε την ιστορία σας.
Εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Να είστε καλά. Αν είστε έτοιμος, μπορείτε να ξεκινήσετε την αφήγηση.
Ωραία. Ωραία.
Να μου πείτε αρχικά κάποια γενικά βιογραφικά στοιχεία για 'σας.
Γεννήθηκα στα Γιάννενα, το 1961, τον Οκτώβρη, και εδώ έζησα τα πρώτα χρόνια της- τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της ζωής μου, οπότε εδώ πήρα τις βασικές μου γνώσεις για τη ζωή, τα πρώτα ερεθίσματα, τις σημαντικές συναντήσεις που καθόρισαν την εξέλιξή μου… Σε μια πόλη που ήταν φτωχή πόλη οικονομικά, αλλά που άρχιζε τότε σιγά-σιγά, στα πρώτα χρόνια της ζωής μου δηλαδή, να έρχονται νέοι άνθρωποι, γιατί άρχιζε το πανεπιστήμιο στην πόλη να μεγαλώνει και όλο αυτό τροφοδότησε όλους εμάς, τα νέα παιδιά τότε, με ιδέες, με δράσεις… Τους πιο ευαίσθητους -θεωρώ κι εμένα αρκετά ευαίσθητο νεαρό τότε- να πλησιάζουμε τις εκδηλώσεις που γινόντουσαν στο πανεπιστήμιο και μέσα από αυτό να ακούμε πρωτοποριακές και καινούριες ιδέες και, κυρίως, σε σχέση με την δικαιοσύνη, γιατί το πρόβλημα που είχε η χώρα και μιλάω για την… Με το τέλος της δικτατορίας, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν η δικαιοσύνη. Και βέβαια δεν σταμάτησε ποτέ να εξακολουθεί να είναι. Πριν πάμε στο τέλος της δικτατορίας, θέλω να μείνω για λίγο στα χρόνια εκείνα μέσα στη δικτατορία, μιας και η καταγραφή αυτή που κάνουμε έχει και έναν χαρακτήρα της ιστορικής μνήμης. Οι εικόνες που είχα σαν παιδί ήταν εικόνες από ανθρώπους που μιλούσαν σιγά, εικόνες από ανθρώπους που έπρεπε να προσέχουν πώς θα πάρουν την εφημερίδα και ποια εφημερίδα θα πάρουν από το περίπτερο. Τρομαγμένους ανθρώπους που βγαίνουν στα κατώφλια της πόρτας και σιγοψιθυρίζουν με τον απέναντι και βέβαια την έντονη παρουσία της αστυνομίας, μυστικής ή φανερής. Στη γειτονιά μου, στην ΚΑ Φεβρουαρίου, προς την Καλούτσιανη που έμενα, Καστρίτσης, εκεί λοιπόν ήταν άνθρωποι, ζούσαν άνθρωποι λαϊκοί, άνθρωποι φτωχοί, με έντονα τα στοιχεία της γιαννιώτικης κουλτούρας ή υποκουλτούρας θα μπορούσε να πει κάποιος, όπου το στοιχείο του ποτού και του λαϊκού τραγουδιού ήταν κυρίαρχο. Εκεί, ανάμεσα από αυτούς υπήρχαν και κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ήταν, αυτό που έλεγαν τότε και σιγοψιθύριζαν στη γειτονιά, ήταν κομμουνιστές. Αυτοί, λοιπόν, ζούσαν κρυφά. Δηλαδή σπάνια βλέπαμε τον κύριο αυτόν που τον είχαν χαρακτηρίσει κομμουνιστή να βγει, να πηγαίνει στο καφενείο. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούσαμε ότι ήρθε η αστυνομία και τον πήρε. Μια από τις βραδιές αυτές λοιπόν, εγώ μικρό παιδί, άρρωστος, με παίρνει η μάνα μου να με πάει στον γιατρό. Και όταν φτάνουμε απ’ έξω, ήταν ο αστυνομικός στην πόρτα και μας λέει: «Ο γιατρός δεν είναι εδώ», αναρωτιέται η μάνα μου: «Πού είναι ο γιατρός;» και της λένε: «Πήγε διακοπές στη Γυάρο» ή σε κάποιο άλλο νησί εξορίας. Αυτό, λοιπόν, το κλίμα, το βαρύ κλίμα, κυριαρχούσε μέχ[00:05:00]ρι το ’74. Αρχίζει πλέον που, με τη μεταπολίτευση αρχίζουν πλέον τα Γιάννενα να ζουν μια νέα άνθηση, όπου εκεί πλέον κι εγώ σαν έφηβος - παιδάκι ακόμα, έφηβος δεν είμαι, κοντά στα δεκατρία - αρχίζουμε και ψάχνουμε πώς μπορούμε εμείς σαν μαθητές να κάνουμε κάτι για την πόλη και για την ζωή μας. Με άλλους φίλους εκείνης της εποχής δημιουργήσαμε μια ομάδα μαθητών, όπου κάποια στιγμή η αστυνομία μας βρήκε να έχουμε αφίσες που έγραφαν: «Το Πολυτεχνείο ζει», που ήτανε τεράστια αμαρτία και έγκλημα μάλλον, τεράστιο έγκλημα, να κουβαλάμε μετά τις αφίσες, όπου μας ξυλοφόρτωσαν, όπου μας πήγαν στην αστυνομία… Και ήρθε τότε να μας βγάλει από την αστυνομία ένας δικηγόρος, ο Σόφης, ένας ιστορικός δικηγόρος, ένας αγωνιστής δικηγόρος της Αριστεράς στα Γιάννενα, ο όποιος ήρθε να μας… Φωνάζοντάς τους μάλιστα, να τους… «Μα τι κάνετε τώρα, τα παιδάκια βρήκατε να χτυπήσετε;» και λοιπά. Αυτά, λοιπόν, γινόντουσαν στη μεταπολίτευση, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, που μιλούσαν για τα σταγονίδια, τα οποία, τα σταγονίδια που είχαν μείνει από την δικτατορία, που δεν ήταν σταγονίδια, ήταν ποτάμια ολόκληρα. Εκεί πάνω λοιπόν αρχίζει και γεννιέται μια ιδιαίτερη σχέση, τουλάχιστον μ' εμάς τους εφήβους, όπου η αναζήτηση των τεχνών ήταν ένα από τα βασικά ζητήματα μαζί με την αναζήτηση της δικαιοσύνης. Ερωτήματα όπως: «Ποια είναι η σχέση της πολιτικής με τις τέχνες;», «Αν η τέχνη πρέπει…», το κυρίαρχο ερώτημα της εποχής, «Αν η τέχνη είναι για την τέχνη ή η τέχνη είναι για τη ζωή, για τον λαό», αν πρέπει η τέχνη να είναι δηλαδή λαϊκή τέχνη προς τον λαό και ώρες ατέλειωτες να συζητάμε και να μαλώνουμε στα πηγαδάκια της εποχής… Πολιτικές παρατάξεις, οργανώσεις και λοιπά. Βασικό στοιχείο, μπορώ να πω, εκείνη την εποχή, έπαιξε στη δικιά μου διαμόρφωση, η ύπαρξη ενός πυρήνα που υπήρξε γύρω-γύρω από τον Οργανισμό Ηπειρωτικού Θεάτρου, έτσι τον έλεγαν τότε, το Ο.Η.Θ., όπου υπήρχαν, έτσι, εμπνευσμένοι άνθρωποι. Ο Γιώργος ο Νάκος που ήταν ένας ηθοποιός και σκηνοθέτης, ντόπιος, εδώ. Και άλλα παιδιά τότε, που δεν τα θυμάμαι και πολύ καλά. Ήταν ένας άλλος φίλος αγαπημένος, αγιογράφος και ζωγράφος μετά, ο Άκης ο Ζησόπουλος, όπου στο ατελιέ του καθόμασταν ώρες ατέλειωτες και συζητούσαμε, ακούγαμε μουσικές… Συζητούσαμε όλα αυτά που σας είπα πριν και εκεί αρχίζει και γεννιέται μέσα μου ο τρόπος να βλέπω, που θα ήθελα εγώ να βλέπω τα πράγματα.
Παρ' όλα αυτά, δεν ήταν εύκολο να πιστέψεις, όταν μεγάλωσες στην Καλούτσιανη, στα Γιάννενα, ότι μπορεί να γίνεις καλλιτέχνης. Άρα η πρόταση των δικών μου ανθρώπων ήταν να ασχοληθώ με κάτι να μου δίνει τη δυνατότητα της επιβίωσης και παράλληλα: «Την τέχνη να την έχεις σαν χόμπι, όταν σου αρέσει να κάνεις κάτι για να ξεκουράζεσαι, να ασχολείσαι με την τέχνη». Έτσι λοιπόν η πρόταση ήταν να ασχοληθώ με τη φαρμακευτική, να γίνω φαρμακοποιός. Μιας και ο πατέρας μου εκείνη την εποχή ασχολιόταν με εμπόριο φαρμάκων από το εξωτερικό, με επηρέασε στο να κάνω κάτι τέτοιο. Καθοριστικός, βέβαια, ρόλος στο να πάρω την απόφαση να ασχοληθώ με τα φάρμακα ήταν γιατί σ' εκείνη ακριβώς τη φάση αρρωσταίνει η μητέρα μου, όπου και καταλήγει το 1978, οπότε όλη μου αυτή η σχέση με τον πόνο, με την αρρώστια, γίνεται καθοριστική. Κι έτσι λοιπόν αποφασίζω να ασχοληθώ με τη φαρμακευτική[00:10:00]. Τέλη του ‘78, αρχές του ‘79, φεύγω πλέον για Ιταλία, όπου εκεί ακολουθεί μια πορεία… Ακολουθώ μια πορεία, μπορώ να πω πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί ναι μεν πήγα για να σπουδάσω φαρμακευτική, αλλά το να ζεις σε μια χώρα σαν την Ιταλία εκείνη την εποχή, φεύγοντας από μια κλειστή κοινωνία, όπως ήταν η πόλη μου, ήταν πολύ σημαντικό, γιατί έβλεπες πράγματα που μέχρι τότε μόνο στον κινηματογράφο τα είχες δει. Κι αυτό μ' έκανε να γεμίζω τις αποσκευές μου με πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, τα οποία δεν τα φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να τα βρω εδώ. Τα χρόνια, λοιπόν, εκείνα ήταν χρόνια που το πανεπιστήμιο άρχισε να παίρνει μια άλλη διάσταση, να γίνεται λιγότερο ενδιαφέρον πλέον για μένα, η φαρμακευτική εννοώ, που να έχει, να γίνεται περισσότερο ενδιαφέρων ο κινηματογράφος. Εκεί λοιπόν για πρώτη φορά νιώθω ότι με ενδιαφέρει να… Βλέποντας αυτές τις υπέροχες ταινίες… Την εποχή εκείνη βλέπαμε ατέλειωτες ταινίες, νεορεαλισμός και όλος ο ιταλικός κινηματογράφος. Είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Συζητήσεις, πειραματικές δουλειές… Και πλέον, ενώ είμαι γραμμένος στη φαρμακευτική και συνεχίζω να δίνω μαθήματα στη φαρμακευτική, ταυτόχρονα κάνω Piano Libero, έτσι λεγόταν τότε στα ιταλικά, Ελεύθερες Σπουδές στον κινηματογράφο. Κι αυτό με καθορίζει, γιατί ανακαλύπτω πλέον ξεκάθαρα τι θέλω, αλλά πώς να το πεις και πώς να το διαπραγματευτείς με τους ανθρώπους που σε στήριξαν. Κυρίως ήταν ο παππούς μου, ένας μεγάλος ευεργέτης μου, ένας αγρότης από τη Βασιλική Ιωαννίνων, ο οποίος, χωρίς να ζητάει, πάντα έδινε. Πώς, όμως, να τον κακοκαρδίσεις και να πεις ότι: «Δεν θα γίνω φαρμακοποιός, αλλά θα γίνω σκηνοθέτης». Λέξη που ήταν άγνωστη ειδικά στους αγρότες και στους ανθρώπους της επαρχίας. «Τι είναι αυτός ο σκηνοθέτης, τι δουλειά κάνει…» και λοιπά.
Η επάνοδος στα Γιάννενα μετά από έξι, επτά χρόνια ήτανε ένα θέμα δύσκολο. Ένιωθα ότι δεν μπορώ να κάνω αυτά που ήθελα να κάνω στα Γιάννενα. Και έτσι αποφάσισα να επιστρέψω Θεσσαλονίκη. Ένιωθα… Με την Αθήνα είχα πάντα ένα πρόβλημα. Ενώ ο πατέρας μου ζούσε στην Αθήνα, δεν την ένιωθα φιλική πόλη. Δεν κατάφερα ποτέ… Ίσως γιατί τα μεγέθη ήταν πολύ μεγάλα, μεγαλωμένος στα Γιάννενα, μετά στην Ιταλία, σε πόλεις που έζησα, ήταν μικρές και όμορφες, δεν είχα αυτή την σχέση με τις τεράστιες πόλεις. Ένιωθα ότι έχανα συνέχεια χρόνο. Ότι το να μετακινηθώ από ένα σημείο στο άλλο, έχανα τεράστιο χρόνο. Και έτσι λοιπόν πήγα στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί η ζωή μου στη Θεσσαλονίκη πλέον είναι καθοριστική, πιστεύω, για τα επόμενα χρόνια, γιατί πετυχαίνω τη Θεσσαλονίκη σε μια άνθηση. Πόλη των ποιητών, πόλη των συγκρούσεων, γεμάτη ζωή. Και σύντομα στη Θεσσαλονίκη ένιωσα ότι έγινα κομμάτι αυτής της πόλης. Από φοιτητής δηλαδή, ένιωσα πλέον ότι είμαι ένας άνθρωπος που μπορεί να παράξει. Να παράξει αυτά που μέσα του χρόνια ολόκληρα είχε. Και έτσι, εκεί άρχισα να συμμετέχω σε προγράμματα… Ήταν η εποχή που υπήρχαν τα Ν.Ε.Λ.Ε., ήταν κέντρα λαϊκής επιμόρφωσης. Sorry. Λοιπόν, εκεί με τον κόσμο αυτόν της πόλης, πρωτομπήκε ένα καινούριο θέμα. Η έννοια της οικολογίας. Μέχρι τότε ήταν άγνωστη στη χώρα συνολικά, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Έτσι φτιάξαμε την πρώτη οικολογική κίνηση στην Ελλάδα, η Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης, όπου τα παιδιά με γνώρισαν -της Ο[00:15:00]ικολογικής Κίνησης- τότε, που ήταν και αυτοί στα πρώτα τους βήματα, ο Μιχάλης ο Τρεμόπουλος, ο Στέλιος ο Ψωμάς και λοιπά… Με γνώρισαν γιατί είχα κάνει, ίσως να είναι και η πρώτη ταινία, οικολογική, οικολογικό ντοκιμαντέρ, που ήταν «Θεσσαλονίκη και Περιβάλλον», όπου είχα καταγράψει με μια -δεν υπήρχε ακόμα βίντεο, ήταν κινηματογραφική κάμερα με Super 8- είχα καταγράψει το νέφος της Θεσσαλονίκης. Και έτσι λοιπόν, μέσα από αυτήν την επαφή μας με την Οικολογική Κίνηση, πλέον γίνομαι και εγώ ενεργό μέλος της Οικολογικής Κίνησης και ξεκινάει μια πορεία πολλών χρόνων, με όλες τις ζυμώσεις και όλους τους αγώνες που έχει ένας άνθρωπος που κατανοεί ότι πλέον το μεγάλο κυρίαρχο ζήτημα είναι… Ενώ παλιότερα πιστεύαμε ότι η κυρίαρχη σύγκρουση είναι το κεφάλαιο με την εργασία -μέσα από την αριστερά ορμώμενοι- τώρα πλέον γεννιέται μια καινούρια σύγκρουση, μεγάλη, που είναι το περιβάλλον και η ανάπτυξη. Έτσι πατάω σε δύο πράγματα. Το ένα είναι η τέχνη, είτε αυτή είναι μουσική, θέατρο, κινηματογράφος και από την άλλη μεριά είναι η οικολογία και η έννοια του ενεργού πολίτη, που είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί μέχρι τότε πίστευα ότι μέσα από τα κόμματα και τις οργανώσεις μπορείς να έρθεις σε μια σύγκρουση ή σε μια διαπραγμάτευση ή σε μια εξέλιξη, μια εξελικτική σχέση με την εξουσία, τώρα πλέον άρχισα να πιστεύω στο άτομο, ότι ο ενεργός ο πολίτης, έξω από κόμματα και οργανώσεις, από μόνος του, μπορεί να καταφέρει πολλά. Μεγάλη κουβέντα, ίσως σε άλλη φάση να αναπτυχθώ σε αυτό… Αυτά τα χρόνια λοιπόν -εξιστορώντας τη ζωή μου εκείνη την εποχή στην Θεσσαλονίκη- αυτά τα χρόνια συμβαίνουν αρκετά πράγματα. Βοηθάω το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, να οργανώσει ένα αφιέρωμα στο περιβάλλον, που ήταν πολύ μεγάλο, ήταν η πρώτη φορά που νέοι κινηματογραφιστές μπαίνουν, καταγράφουν ζητήματα για το περιβάλλον, τα φέρνουν και δημιουργείται… Αρχίζει και η έννοια, η λέξη Οικολογία να παίρνει άλλη διάσταση στα αυτιά των ανθρώπων, που μέχρι τότε πίστευαν ότι είναι κάποιος επιστήμονας που ασχολείται με το περιβάλλον.
Ποια χρονιά έγινε αυτό;
1984; ’86; Ε, τώρα είμαι λίγο, έχω ένα πρόβλημα με τις χρονολογίες τις απόλυτες! Πρέπει να το γκουγκλάρω! Ίσως να είναι το ’84, ίσως να είναι το ’86, κάπου εκεί. Ναι, τώρα έχω μείνει εκεί, έχω μείνει την εποχή εκείνη στην Θεσσαλονίκη όπου οι συναντήσεις μας με τον Κωστή του Μοσκώφ, οι συναντήσεις με τον Χριστιανόπουλο και με άλλους ποιητές και διανοούμενους της πόλης, αρχίζουν και τροφοδοτούν πλέον τις μέρες και τις ώρες με άλλη ποιότητα. Σημαντική συνάντηση εκείνη την εποχή, γιατί σαν Οικολογική Κίνηση κάναμε πολλές εκδηλώσεις, ήταν με έναν άνθρωπο ο οποίος μέχρι τώρα είναι φίλος μου, ο Νίκος ο Στεφανίδης, ένας άνθρωπος που είχε φτιάξει τότε έναν χώρο, το «Παραρλάμα», στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν ο πρώτος blues χώρος που έγινε στην Ελλάδα. Όπου εκεί οι Blues Wire 031, ο Ζάικος και τα άλλα τα παιδιά, κάθε βράδυ έπαιζαν τα μπλουζ και οι συναντήσεις μας λοιπόν αρχίζουν να έχουνε ηχοχρώματα όμορφα, καινούρια ακούσματα πλέον από την Αμερική, να έρχονται διάφοροι σπουδαίοι μπλουζίστες από μακριά για να παίζουνε… Και αυτός ο χώρος, αυτός ο μικρός χώρος λοιπόν, γίνεται ένας άλλος πυρήνας συνάντησης. Αυτός ήτανε η απαρχή δημιουργίας ενός μεγαλύτερου χώρου, του «Μύλου» της Θεσσαλονίκης, όπου εκεί υπήρξανε πάρα πολλές δράσεις, όπου ο Νίκος πρωτοστατώντας σε αυτό το πράγμα, κατάφερε να φτιάξει έναν μοναδικό χώρο. Όχι μόνο στα πλαίσια της χώρας, αλλά μπορώ να πω και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, όπου ο πειραματισμός με τον επαγ[00:20:00]γελματισμό ερχότανε αντάμα και δημιουργούσε καινούριες καταστάσεις, καινούριες δράσεις. Αυτό κράτησε αρκετά χρόνια, ο «Μύλος» δηλαδή, και η πολιτιστική αυτή διάδραση που είχε… Αλλά σαν ανήσυχος που ήμουνα, έπρεπε να διοχετεύσω εκείνη την εποχή και κάπου την ανάγκη μου για να εκφραστώ μέσα από την εικόνα. Κι έτσι λοιπόν κάνω την πρώτη εταιρεία παραγωγής στη Θεσσαλονίκη, που ήταν η «Plateau Production», όπου -αυτά γίνονται κοντά στο ’90- όπου εκεί με την εταιρεία αυτή γίνονται διάφορα, γίνονται ντοκιμαντέρ, γίνονται διαφημιστικά, οτιδήποτε έχει σχέση με την οπτικοακουστική παραγωγή. Ξανά δημιουργείται ένας πόλος συνάντησης ανθρώπων που έχουν σχέση με την εικόνα. Πάντα συνδύαζα, και αυτό ήταν ένα κυρίαρχο στοιχείο στην αναμόχλευση τώρα που κάνω τώρα της ζωής μου, ότι με ενδιέφερε μεν το εμπορικό κομμάτι για να μπορώ να επιβιώνω, αλλά ήταν κυρίαρχο το κομμάτι της τέχνης σε όλα αυτά. Να μπορεί να υπάρχουν δηλαδή πράγματα τα οποία σε κάνουν, όπως έλεγε και ο Μπρεχτ: «Να αναταθείς είτε στις ιδέες, είτε στον Θεό». Αυτή η ανάταση που σου δημιουργεί η τέχνη. Ήταν ένα ζητούμενο, δεν ξέρω αν το κατάφερνα πάντα, δεν λέω αυτό, λέω ότι τουλάχιστον το επεδίωκα. Ξέχασα να αναφέρω όμως κάτι σημαντικό. Πριν ακριβώς ξεκινήσω αυτή την ιστορία με το στούντιο και με το Plateau, είχα κάνει μια προσπάθεια σε ένα κομμάτι που λάτρευα και λατρεύω, τη μουσική, και δημιούργησα το πρώτο εργαστήρι παραδοσιακής μουσικής στην Θεσσαλονίκη, όπου εκεί ερχόντουσαν ο Ross Daly συχνά και κάναμε και συναυλίες, αλλά και σεμινάρια, ο φίλος μου o Νίκος ο Παπάζογλου όπου τα βράδια περνούσε και παίζαμε όλοι μαζί και κάναμε βραδιές αξέχαστες. Και ήταν ένας συνδυασμός εκείνος ο χώρος. Τον είχαμε ονομάσει «Οικοτοπία». Ήταν ένας συνδυασμός οικολογικής ευαισθησίας, παραδοσιακής μουσικής, μια λατρεία δηλαδή, η οποία γυρόφερνε γύρω απ’ τις τέχνες και γύρω από την πολιτική, όπως εμείς την εννοούσαμε. Αυτή η ιστορία με την παραδοσιακή μουσική, με το εργαστήριο παραδοσιακής μουσικής, βοήθησε πάρα πολλά παιδιά. Ας πούμε, ο Δημήτρης ο Μυστακίδης για πρώτη φορά ήρθε εκεί και έπαιξε μαζί μας μουσική και έδειξε βέβαια στη συνέχεια το πόσο πολυτάλαντος είναι αυτός ο μουσικός, αλλά και άλλοι. Και βέβαια με στυλοβάτη εκεί έναν αγαπημένο φίλο, τον Αντώνη τον Κωνσταντινίδη, ο οποίος, αυτός με την ευαισθησία του και την αγάπη του για τη μουσική και τη γνώση του γύρω από τη μουσική, γιατί οι δικές μου οι γνώσεις στη μουσική ήτανε πολύ λίγες, καταφέραμε να κρατήσουμε και να γίνει ένας σπόρος μικρός στην πόλη για τους ανθρώπους που λάτρευαν τη μουσική, την παραδοσιακή μουσική, όχι με μουσειακό τρόπο, όχι απομονωμένη, να τη δούμε στα πανηγύρια. Να γίνει πλέον η παραδοσιακή μουσική ένα κομμάτι, εξελικτικό, της ίδιας της μουσικής. Ναι, αυτή ήταν η αναφορά μου γιατί ξεχάστηκα στην εξέλιξη, στην αφήγησή μου, το κομμάτι του εργαστηρίου που είχαμε κάνει στη Θεσσαλονίκη.
Φεύγοντας, λοιπόν, από το ‘90 πλέον, αρχίζω, η αγωνία μου η μεγάλη, η προσωπική, ήτανε αν θα καταφέρω να κάνω σινεμά. Γιατί ναι μεν ντοκιμαντέρ, εκπομπές, διαφημιστικά, ο κινηματογράφος ήταν το μεγάλο ζητούμενο. Μπορώ να πω ότι δεν πίστευα στον εαυτό μου. Μιας και δεν ζούσα στην Αθήνα όπου εκεί ήταν όλα τα, όλες οι… Μάλλον ό,τι υπήρχε στην Ελλάδα, να το πω πιο απλά, υπήρχε στην Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη ήταν μόνο και μόνο για λίγες μέρες στο φεστιβάλ να έρθουν και τίποτα άλλο. Δε μιλάω για την περιφέρεια που δεν υπήρχε και δεν υπάρχει κάτι ακόμα. Άρα λοιπόν εγώ από τη στιγμή που δεν ζούσα στην Αθήνα, έπρεπε να βρω έναν τρόπο διαφορετικό να κάνω κάτι. Έτσι ξεκινάω μόνος μου με μια μικρή κάμερα, χωρίς να περιμένω ούτε χρηματοδοτήσεις ούτε ενίσχυση από το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου, να πειραματιστώ πάνω σε μια ιδέα που είχα, όπου αυτή η ιδέα αποτέλεσ[00:25:00]ε τη βάση δημιουργίας της πρώτης μου ταινίας, που λέγεται «CCTV» και ήταν η ταινία που μπορώ να πω καθόρισε την εξέλιξή μου στη συνέχεια, κινηματογραφικά. Η ιδέα λοιπόν ήταν μια μικρή κάμερα, σαν αυτή που εγώ κρατούσα στα χέρια, να γυρίζει τον κόσμο και να καταγράφει αληθινές στιγμές των ανθρώπων. Αυτό στην αρχή το φαντάστηκα να γίνεται όντως έτσι. Δηλαδή η κάμερα αυτή δηλαδή να καταγράφει αληθινά, να κλέβει δηλαδή στιγμές της ζωής, βλέποντας όμως ότι δεν μπορείς να πετύχεις με αυτόν τον τρόπο ενδιαφέρουσες στιγμές, άρχισα να μπερδεύω, να δημιουργώ ένα είδος mocumentary, όπου να μπερδεύεται η, να ανακατεύεται μάλλον, αυτή είναι η λέξη, η αλήθεια με το fiction. Η δραματοποίηση με το ντοκιμαντέρ. Βέβαια μπήκαν πολλά ερωτήματα, κατά πόσο τα ντοκιμαντέρ είναι ντοκιμαντέρ, που αυτό είναι πάλι μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που θα μπορούσε να κάνει κάποιος. Εννοώ δηλαδή ότι από τη στιγμή που υπάρχει η δικιά σου η οπτική, 100% φωτίζεις εσύ από την πραγματικότητα αυτό το κομμάτι που κατανοείς ή νιώθεις την ανάγκη να φωτίσεις, ενώ μπορείς να βρεις στοιχεία στη δραματοποίηση που να είναι πολύ αληθινά, περισσότερο δηλαδή απ' όσο πιστεύουμε ότι είναι ένα ντοκιμαντέρ. Έτσι λοιπόν στο «CCTV» δημιουργώ αυτό το, αυτό το ανακάτεμα και η κάμερα αρχίζει και ταξιδεύει σε διάφορες χώρες, καταγράφει… Και μαζεύω ένα υλικό δέκα, δεκαπέντε ώρες, στο μοντάζ προσπαθώ να το οργανώσω και να κρατήσω ό,τι είναι πιο ενδιαφέρον. Εκεί για πρώτη φορά δείχνουν ενδιαφέρον οι παραγωγοί από την Αθήνα. Και έτσι ο Κώστας ο Λαμπρόπουλος με τη CL Production μου προτείνει να το κάνουμε συμπαραγωγή και να με βοηθήσει να ολοκληρώσω το πείραμα αυτό. Το ολοκληρώνω με συνεργάτες από διάφορα μέρη του κόσμου, κυρίως Έλληνες φίλους μου, και έχουμε ένα αποτέλεσμα στο τέλος που το παρουσιάζουμε το 2004 στη Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ, όπου παίρνει και το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου ως η καλύτερη ταινία για το 2004. Και στη συνέχεια η ταινία ταξιδεύει σε διάφορα Φεστιβάλ του κόσμου, στο Cardiff, στο Σικάγο, όπου παίρνει και κριτικές πολύ σημαντικές από το Variety, που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά του κόσμου για τον κινηματογράφο. Κάνουν αναφορά οι New York Times στην ταινία, η Guardian γράφει ένα εκπληκτικό άρθρο, όπου εκεί ειλικρινά αρχίζω και μένω άναυδος, πώς ένα τέτοιο πείραμα, ας πούμε, χωρίς λεφτά, no budget και λοιπά μπορεί να φτάσει στο να ενδιαφέρει τόσο πολύ ειδικούς και μη στον κόσμο, μέχρι τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ενδιέφερε αυτή, η δικιά μου γωνία. Αυτό μου έδωσε ένα στίγμα. Μου έδωσε ένα στίγμα ότι είμαι ένας ερευνητής πάνω στο σινεμά.
Δεν πίστευα βέβαια ότι σε λίγα χρόνια θα μου γινόταν πρόταση να γράψω μια κωμωδία. Κάτι που ήταν έξω -προς το παρόν, τότε- από μένα. Έτσι μου ζητήθηκε να γράψω από μια ομάδα παραγωγών όπου ήταν ο Νίκος ο Περάκης, ο Λαμπρόπουλος, η ODEON και άλλοι. Η «Άνωση» και άλλοι. Μεγάλες εταιρείες ελληνικές, πάνω στον χώρο της οπτικοακουστικής παραγωγής. Μου ζήτησαν να γράψω μια κωμωδία στρατιωτική. Ήμουνα πολύ επιφυλακτικός, γιατί μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσαν οι στρατιωτικές οι κωμωδίες. Παρ’ όλα αυτά μπήκα στον πειρασμό και το έκανα. Και όταν το ολοκλήρωσα, μου προτάθηκε να το σκηνοθετήσω. Και να το σκηνοθετήσω. Ήταν ένα ρίσκο, για αυτούς φαντάζομαι, γιατί εγώ δεν είχα δείξει μέχρι τότε ότι έχω τέτοιες δυνατότητες, παρά μόνο μέσα από την ντοκιμαντερίστικη ματιά μου, που είχα ήδη αποδείξει με το, όπως σας είπα, με το «CCTV» και με τα πολλά ντοκιμαντέρ που είχα κάνει μέχρι τότε. Όταν λοιπόν ξεκινάω αυτή την… Μπαίνω στη διαδικασία της παραγωγής μιας κωμωδίας, στρατιωτικής, μεγάλης παραγωγής για τα ελληνικά δεδομένα μέχρι τότε. Bλέπω ότι όλο αυτό όχι μόνο μου αρέσει, αλλά κάτι γίνεται, δηλαδ[00:30:00]ή υπάρχει ένα αποτέλεσμα όμορφο. Που βέβαια δεν ήξερα πώς θα βγει όλο αυτό στο πανί, αν τελικά καταφέρει να επικοινωνήσει με τον κόσμο, γιατί η κωμωδία έχει ένα βασικό ζητούμενο. Στόχος της είναι να περάσουν καλά οι θεατές, να γελάσουν. Έτσι λοιπόν, όταν βγαίνει το «Λούφα και Απαλλαγή I4» στους κινηματογράφους γίνεται μια τεράστια επιτυχία. Μια τεράστια εμπορική επιτυχία που οδηγεί την ταινία να είναι έβδομη σε εισιτήρια σε όλη την ιστορία του ελληνικού σινεμά. Αυτό μου έδωσε ένα καινούριο, ένα καινούριο, πώς να το χαρακτηρίσω, μια καινούρια οπτική. Και εκεί κατανοώ ότι βέβαια μου αρέσει να παίζω με τα είδη. Δεν μου αρέσει να είμαι πιστός σε ένα είδος, όπως υπήρξαν πολλοί και υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες, που τους θαυμάζω, γιατί το κάνουν εκπληκτικά αυτό που κάνουν, αλλά εμένα μου άρεσε περισσότερο το παιχνίδι. Να αλλάζω τα είδη, να πειραματίζομαι με τα είδη. Μέσα από τα πολλά χρόνια… Γιατί εδώ πρέπει να αναφέρω κάτι, ότι, αυτό που με καθόρισε αρκετά πάλι, ήτανε η σχέση μου με την ΕΡΤ. Όπου για πολλά χρόνια στην ΕΡΤ έκανα το «MIXER», μια… Ήταν εκπομπή έρευνας - ντοκιμαντέρ, όπου μαζί με τον συνεργάτη μου, το Νεράντζη τον Παύλο, τον δημοσιογράφο, κάναμε πάνω από σαράντα εκπομπές - ντοκιμαντέρ, με πολλές βραβεύσεις, με πολλά… Θεματικές όπως ο θάνατος του Carlo Giuliani στη Genova. «Η ζωή μου στις ερυθρές ταξιαρχίες», για τη ζωή του, για την ιστορία του Francesco Piccioni και για τη δολοφονία του Aldo Moro. «ΜΜΕ και πόλεμος», η σχέση των ΜΜΕ, δηλαδή έρευνα και ταυτόχρονα καταγραφή. Όλη αυτή η ενασχόλησή μου με το ντοκιμαντέρ με βοήθησε πάρα πολύ. Δηλαδή, αν δεν υπήρχε αυτή η δουλειά πολλών χρόνων, δεν θα μπορούσα ούτε το «CCTV» να κάνω, αλλά ούτε -πολύ περισσότερο- να συνεχίσω να κάνω σινεμά με έναν ιδιαίτερο -έτσι φαντάζομαι εγώ- με έναν ιδιαίτερο τρόπο που η ματιά δεν έρχεται μόνο και μόνο να κάνει μια ψυχρή αναπαράσταση, αλλά προσπαθεί να βγάλει την ουσία που κρύβει η αλήθεια της καταγραφής. Ζητούμενο και πολύ δύσκολο πράγμα. Έτσι λοιπόν επιστρέφω στο I4, όπου το I4 γίνεται μια ταινία αναφοράς όπου παίζεται συνέχεια στα… Κι εκεί βέβαια κατανοώ ένα άλλο ζητούμενο πάλι μεγάλο, το οποίο μέχρι τότε δεν το είχα καταλάβει, είναι το πόσο ο θεατής βλέπει ό,τι θέλει τελικά. Δηλαδή υπήρχαν θεατές όπου βλέποντας το I4 θεωρούσαν ότι είναι μια αντιμιλιταριστική ταινία, ενώ άλλοι ακριβώς το αντίθετο. Ότι εγώ εξυψώνω τον μιλιταρισμό. Λοιπόν, εγώ, στην πρόθεσή μου δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Στην πρόθεσή μου ήταν απλά να μιλήσω για ιστορίες στρατιωτών που δεν ήθελαν να υπηρετήσουν, που δεν είχαν καθόλου αυτόν τον ζήλο και αυτήν την επιθυμία και ξαφνικά μέσα από καταστάσεις βρέθηκαν μέσα στον στρατό και ήταν αναγκασμένοι λοιπόν να επιβιώσουν απέναντι από την πίεση των ισχυρών, που είναι και το αέναο ζήτημα της ανθρώπινης φύσης, η πάλη του δυνατού με τον αδύνατο. Μετά το Ι4 έρχεται ένα άλλο παιχνίδι που μου μπήκε στο μυαλό, να κάνω ένα ψυχολογικό θρίλερ. Εκεί λοιπόν μπαίνω στην διαδικασία να κάνω μια παραγωγή μόνος μου, ενός αγγλόφωνου θρίλερ με τίτλο «Lurk», που σημαίνει «Παραμονεύοντας». Με λίγους ηθοποιούς, ξένους και Έλληνες, σε έναν κλειστό χώρο, όπου αυτό δεν θα γινόταν, αν δε με βοηθούσε ο Στέργιος ο Καρανταγλής, ο οποίος έχει την «Απολυμένη Πέτρα» στο Χολομώντα της Χαλκιδικής, όπου εκεί διαμορφώσαμε μια βίλα μέσα στο δάσος, όπου εκεί συμβαίνουν όλα αυτά τα τρομακτικά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μιας γυναίκας, που εκεί κάνω μια, προσπαθώ να κάνω μια αναφορά στην μνήμη, στην προσπάθεια δηλαδή που οι ισχυροί θέλουν να σβήσουν τη μνήμη από τον λιγότερο δυνατό, από τον ανίσχυρο. Το «Lurk» έχει μια πορεία, είναι στο Amazon της Αμερικής, της Αγγλίας, συγγνώμη, και της Αμερικής ήταν πριν. Έχει την πορεία του. Δ[00:35:00]εν έπαιζαν διάσημοι ηθοποιοί ξένοι, οπότε αυτό αμέσως δημιουργεί μικρότερο εμπορικό ενδιαφέρον, κάτι το οποίο εγώ δεν το ήξερα μέχρι τότε, μάλλον φανταζόμουν ότι ήταν αρκετό να έχεις καλές υποκριτικές. Όχι, για το κομμάτι αυτού του κινηματογράφου είναι σημαντικό να έχεις και γνωστούς ηθοποιούς. Η συνέχεια αμέσως μετά από το «Lurk» είναι το «Ghost@net», ένα άλλο ψυχολογικό θρίλερ πάλι. Νιώθω ότι αυτό το είδος αρχίζει και μου προκαλεί περισσότερα πράγματα και έτσι λοιπόν μπαίνω στη δημιουργία του «Ghost@net», που είναι μια ιστορία, είναι η τιμωρία ενός… Mάλλον κάνω ένα σχόλιο πάνω στις αυτοκτονίες των εφήβων μέσα από το διαδίκτυο. Αυτή η ταινία κράτησε πάρα πολύ χρόνο για τη δημιουργήσω, ήταν πολύ δύσκολη και βέβαια δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, έχει μείνει ανολοκλήρωτη. Ελπίζω κάποτε να μπορέσω να την ολοκληρώσω, γιατί τα πειράματα, όπως σας είπα και πριν, πληρώνονται ακριβά. Δεν είναι εύκολο όταν δεν έχεις, αν δεν έχεις ένα εμπορικό πρότζεκτ, όπου τα χρήματα σου δίνονται, γιατί αυτό που θα κάνεις θα είναι εμπορικό. Ο πειραματισμός είναι ένα ζητούμενο σ' αυτήν την χώρα και σε αυτήν την δουλειά, δεν είναι εύκολο πράγμα. Θεωρώ ότι, όπως έλεγε και ο μεγάλος ο Αϊζενστάιν, ότι πρέπει στον δρόμο αυτόν να προχωράς με τα δεκανίκια του στρουκτουραλισμού, της αισθητικής και του πειραματισμού. Ακολούθησε μια σειρά εκπομπών που έκανα στην ΕΡΤ για τη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, το Σ.Κ.Τ. του Α.Π.Θ., όπου ανέλυα τα μαθήματα της Σχολής Καλών Τεχνών με έναν ιδιαίτερο τρόπο, για να προσφέρω -με τον δικό μου μικρό τρόπο- σε αυτούς που θέλουν να μπουν στη Σχολή Καλών Τεχνών και σε αυτούς που είναι να γνωρίσουν δηλαδή τη σχολή… Αυτό ήταν πριν λίγα χρόνια που το ολοκλήρωσα. Και τώρα πλέον είμαι στη φάση που φλερτάρω με την ιδέα να ξαναεπιστρέψω πάλι, να κάνω μια εμπορική δουλειά, χωρίς ποτέ απλά να αφήνω άλλα πρότζεκτ και άλλα σενάρια τα οποία είναι περισσότερο πειραματικά, θα το ξαναπώ -αυτή η λέξη- είναι πολύ σημαντικό, που κρύβουν βέβαια πολλά ερωτηματικά για το αν θα υλοποιηθούν και πού θα πάνε.
Να ρωτήσω…
Ρώτα.
Αν θυμάστε τη στιγμή που αποφασίσατε ότι θέλετε να γίνετε σκηνοθέτης ή να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο γενικά.
Δεν υπήρξε μια στιγμή. Μπορώ να πω ότι ήταν καθοριστικό το ότι στη Θεσσαλονίκη, όταν επέστρεψα από Ιταλία, έβλεπα ότι υπήρχαν κι άλλοι σαν και μένα που είχαν αυτήν την αγωνία και μπορούσαμε να μοιραστούμε μαζί πράγματα. Δηλαδή μέσα από την τριβή αυτή άρχισε να έρχεται η ιδέα αυτή. Βέβαια, υπήρχε ο σπόρος, όπως σας είπα, από τα Γιάννενα, από την Ιταλία, έμπαιναν σιγά-σιγά οι σπόροι… Αλλά στη Θεσσαλονίκη έγινε και δεν πάρθηκε απόφαση. Κατ’ ουσίαν, οδηγήθηκα εκεί. Κι αυτό πιστεύω ότι ό,τι και να αποφασίσεις μια στιγμή, η ζωή θα σε οδηγήσει αυτή εκεί που θέλει κι εκεί που, που εσύ νιώθεις ότι θα γίνεις πιο ευτυχισμένος.
Υπάρχουν ταινίες ή σκηνοθέτες που θεωρείτε ότι σας έχουν στιγματίσει;
Ναι, ναι. Θαυμάζω τον Κιούμπρικ, γιατί δεν έκανε ένα είδος, έκανε πολλά είδη και ήταν πάντα η έμπνευσή μου. Τον Αγγελόπουλο, που ήταν ακριβώς το αντίθετο από τον Κιούμπρικ, έκανε μια ταινία, απλά κάθε φορά την έκανε με διαφορετικό τρόπο. Ο ίδιος το λέει αυτό, δεν το λέω εγώ. Τον Λαρς φον Τρίερ, γιατί έδωσε μια καινούρια… Με το δόγμα του και με τον έντονο πειραματισμό του δημιούργησε μια καινούρια αφήγηση. Το Λάνθιμο πλέον απ’ τους νέους Έλληνες κινηματογραφιστές, που η πορεία του είναι εκπληκτική. Και πολλά νέα παιδιά που τα βλέπω καθημερινά να κάνουν πρ[00:40:00]άγματα που ίσως εμείς οι λίγο παλιότεροι είχαμε έναν φόβο να τα δοκιμάσουμε.
Να πάμε στα χρόνια της Ιταλίας, πώς σας διαμόρφωσε αυτή η παραμονή εκεί… Αν θυμάστε περιστατικά, καταστάσεις, σκηνικά, που άλλαξαν ίσως την κοσμοθεωρία σας.
Ναι, όπως σας είπα και πριν, η Ιταλία ήταν μια χώρα με έντονο… Απ’ τη στιγμή που πέρασε Διαφωτισμό, Αναγέννηση… Που η Ελλάδα δεν πέρασε εκείνη την εποχή, ζούσε κάτω από το Βυζάντιο, που όσο και να το θαυμάζουμε το Βυζάντιο, ήταν μια, υπήρχαν και μαύρες στιγμές του. Ας το αφήσουμε όμως αυτό. Η Ιταλία λοιπόν είχε την έννοια του πειραματισμού και η έννοια της τέχνης ήταν πολύ-πολύ ψηλά. Βέβαια δεν είναι εύκολο ένας νέος φοιτητής ξαφνικά να βρεθεί εκεί και να πιστέψει ότι μπορεί και αυτός να μοιραστεί. Το πιο δύσκολο είναι να νιώσεις τη δύναμη να πλησιάσεις πράγματα που θαυμάζεις. Δεν ήμουνα πολύ θαρραλέος. Έως ένα σημείο πλησίασα. Αν είχα, αν γυρνούσα τα χρόνια πίσω, θα ήθελα τότε να ήμουνα… Ίσως ακόμα-ακόμα να παρατούσα τη φαρμακευτική η οποία δεν μου έδινε τίποτα και να βουτήξω απόλυτα σε άλλες σπουδές. Θεωρώ ότι ήταν χάσιμο, ότι έχασα χρόνια. Εντάξει, ποτέ δεν ξέρεις, ο δρόμος που παίρνει ο καθένας είναι ιδιαίτερος.
Πώς βιώνετε την πορεία της δημιουργίας ενός είτε κινηματογραφικού έργου, είτε ενός ντοκιμαντέρ, όλη την πορεία της σύλληψης… Από τη σύλληψη της ιδέας έως την υλοποίηση του έργου;
Η σύλληψη… Μάλλον η απόφαση για το ποιο απ’ όλα αυτά τα πράγματα που περνάνε από το μυαλό σου, ποια από αυτά τα σενάρια που έχεις γράψει κατά καιρούς, τουλάχιστον σ' εμένα, γιατί μπορεί κάποιος να γράφει ένα σενάριο και να προσπαθεί αυτό να το υλοποιήσει… Εγώ επειδή είχα μια πιο εύκολη πένα, η συγγραφή, δηλαδή, γινόταν συχνά. Είχα τα σενάρια στο συρτάρι μου και… Αυτό που σε κουράζει πάρα πολύ είναι να βρεις τρόπο να τα υλοποιήσεις. Και ο τρόπος είναι… Μάλλον τις ταινίες δεν τις κάνει ο σκηνοθέτης, ούτε ο σεναριογράφος, τις ταινίες τις κάνει ο παραγωγός. Άρα λοιπόν το να βρεις τον κατάλληλο παραγωγό, ο οποίος θα ασχοληθεί μαζί σου και ο οποίος θα έχει λόγο να πάρει το σενάριό σου και να αρχίσει να το δουλεύει, για να καταφέρει να το κάνει ταινία, είναι το ζητούμενο, το μεγάλο ζητούμενο. Στην Ελλάδα είχαμε έλλειψη από παραγωγούς. Είχαμε. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αρκετοί και μετά από τις σχολές τα παιδιά που τελειώνουν, απ’ τη σχολή Κινηματογράφου δηλαδή, αρχίζουν και δουλεύουν πάνω στην παραγωγή. Δε θέλουν όλοι να γίνουν σκηνοθέτες. Παρ’ όλα αυτά, η χρηματοδοτική δυνατότητα της χώρας είναι μικρή, ήταν μικρή. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνοδος μετά από την επιχορήγηση με… Μετά την δημιουργία του Cash Rebate, που σημαίνει ότι έχεις δυνατότητα επιστροφής ενός μέρους του κόστους παραγωγής, αυτό δίνει τη δυνατότητα στον παραγωγό να επιλέξει την χώρα, αν είναι ξένος, ή αν είναι Έλληνας να πάρει μια ενίσχυση σημαντική της τάξης του 40% και, ασχέτως ποιοτικού ή μη έργου, η χρηματοδότηση δηλαδή δίνεται ανεξάρτητα ποιότητας σε όλους εκείνους που θα έρθουν να κάνουν μια ταινία ή θα κάνουν μια ταινία στη χώρα μας. Αυτό βοηθάει στην ανάπτυξη της κινηματογραφικής παραγωγής και βοηθάει στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης των νέων κινηματογραφιστών και των ανθρώπων γύρω από το κινηματογράφο. Έτσι, λοιπόν, πλέον υπάρχουν περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία από ό,τι υπήρ[00:45:00]χαν κάποτε. Εγώ δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, δεν ήμουνα στα κέντρα των αποφάσεων, ήμουν πάντα παράμερα, παρόλα αυτά, πάντα η δημιουργία μιας ταινίας είναι ένα δύσκολο πράγμα.
Και πόσο βάρος πέφτει τελικά στον σκηνοθέτη;
Πολύ μεγάλο, πολύ μεγάλο γιατί ο σκηνοθέτης όχι μόνο πρέπει να πείσει για την αξία του, όχι μόνο στην περίπτωση επιτυχίας… Είναι αυτό το κλασικό που, αν πετύχει μια ταινία όλοι είναι χαρούμενοι, γιατί τα κατάφεραν όλοι μαζί, αν αποτύχει η ταινία, φταίει ο σκηνοθέτης! Ναι, είναι κορυφαίος ο ρόλος του, γιατί ο κινηματογράφος είναι η τέχνη του σκηνοθέτη. Όπως το θέατρο είναιη τέχνη του ηθοποιού. Όσο καλή να 'ναι η σκηνοθεσία στο θέατρο, όταν ο ηθοποιός βγαίνει πάνω στη σκηνή, είναι αυτός και μόνο αυτός. Ενώ στο σινεμά έχουμε δυνατότητα της επεξεργασίας, των πολλών λήψεων, του μοντάζ, εκεί λοιπόν τον ρυθμό τον δίνει ο σκηνοθέτης απόλυτα.
Υπάρχουν στιγμές που έχετε ξεχωρίσει, τις θυμάστε χαρακτηριστικά; Από την πορεία και στον κινηματογράφο και στη δημιουργία ντοκιμαντέρ;
Άπειρες! Γεμάτο τέτοιες στιγμές είναι. Γιατί οι συναντήσεις αυτές, για να δημιουργήσεις μια ταινία, ένα ντοκιμαντέρ, είναι συναντήσεις μοναδικές, γιατί κρατάνε μικρό χρονικό διάστημα, έχουν ένταση, έχουνε απορία, έχουνε προβλήματα πολλά. Εκεί που είναι έτοιμο το σκηνικό, ξαφνικά πιάνει ένα μπουρίνι, στο διαλύει, η θάλασσα αλλάζει, ο καιρός αλλάζει… Πολλοί άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να έχουν προβλήματα… Κάθε φορά είναι μια διαφορετική εμπειρία. Γι’ αυτό στην αρχή κάθε νέας κάθε ταινίας λέω στους συντελεστές όλους: «Παιδιά, ξεκινάμε να φτιάξουμε μια μικρή ιστορία. Η οποία θα ολοκληρωθεί μετά από τριάντα μέρες, τριάντα πέντε μέρες και μέσα σ’ αυτές τις μέρες θα μείνει στο φιλμ, στο βίντεο, σε όποιον φορέα χρησιμοποιήσουμε για να καταγράψουμε αυτήν την δουλειά, θα μείνει ανεξίτηλο για μια ζωή!». Το αντίθετο με το θέατρο που είναι θνησιγενές, εκείνη την ώρα που παράγεται, πεθαίνει, αλλά αφήνει όμως στην ψυχή των ανθρώπων αυτήν την εκπληκτική μνήμη. Ο κινηματογράφος έχει πολλή ένταση, έχει πάρα πολλή κούραση. Και ζεις συνέχεια με το απρόβλεπτο. Το απρόβλεπτο δηλαδή είναι ένα καταπληκτικό στοιχείο που μπορείς να το αξιοποιήσεις, βέβαια, πανέμορφα ή μπορεί να σε καταστρέψει.
Από τις διάφορες συνεργασίες σας, με ηθοποιούς και συντελεστές μιας δουλειάς, τι έχετε αποκομίσει από αυτή την αλληλεπίδραση με ανθρώπους που δημιουργείτε μαζί;
Είναι μια σχέση έντονη. Τα έχει όλα. Έχει συγκρούσεις, έχει πάθος, έχει αγάπη… Είναι δύσκολο πράγμα να, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που καλείσαι να τελειώσεις μια ταινία, να γνωρίσεις τον άλλον πολύ καλά, να περάσουν… Γιατί οι σχέσεις περνάνε από διάφορα στάδια. Με λίγους συντελεστές συνήθως είσαι μόνιμος συνεργάτης. Οι περισσότεροι είναι καινούριοι κάθε φορά. Κι αυτό έχει και την ομορφιά του, έχει και την επικινδυνότητά του. Εντάξει, μπορώ να πω ότι νιώθω τυχερός που έχω συνεργαστεί με όσους έχω συνεργαστεί μέχρι τώρα και νιώθω και ευλογημένος που κατάφερα να… Μέσα σε αυτά τα χρόνια να έχω την εμπειρία τι σημαίνει να συνδημιουργείς. Η συνέργεια. Αυτό ο άνθρωπος πρέπει να το ψάχνει, να το επιδιώκει. Μόνος… Λέω πολλές φορές είναι τυχερός ο ποιητής ή ο ζωγράφος που μπορεί να είναι μόνος του και να δημιουργεί χωρίς την ανάγκη πολλών ανθρώπων γύρω του. Αλλά από την άλλη όμως είναι υπέροχο να είσαι και με πολλούς ανθρώπους μαζί… Και να απολαμβάνεις ακριβώς αυτόν τον καρπό, τον οποίο δεν τον φανταζόσουν στην αρχή. Ξεκινάς γιατί έχεις στο μυαλό σου κάτι και έρχεται ο κ[00:50:00]αθένας και βάζει το λιθαράκι του και όλο αυτό το νέο πράγμα το οποίο θα παραχθεί θα είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό το οποίο είχες κατά νου. Σπάνια… Τουλάχιστον στην δικιά μου την περίπτωση ποτέ δεν ήταν ίδιο αυτό που ξεκίνησα να κάνω με αυτό που είδα στο τέλος.
Και από τα ταξίδια που έχετε πραγματοποιήσει για τις διάφορες δουλειές σας, τι εικόνες σας έρχονται στο μυαλό; Τι είναι αυτό που έχετε αποκομίσει και έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη σας; Διάφορα σκηνικά, έντονες εικόνες…
Ναι, ξέρεις, θα μείνω όχι τόσο πολύ στα μεγάλα τα γεγονότα, όσο στις μικρές, καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων. Εκεί μέσα βρίσκω πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ίσως είναι η διάσταση που μέσα από αυτή την οπτική σπάω με τον δικό μου τρόπο το χωρόχρονο. Και ταξιδεύω προς τα πίσω. Και προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι και αυτά τα μέρη πριν αρκετά χρόνια. Δεν μου άρεσαν τα ταξίδια που γινόταν για πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, για να αρπάξω κάτι με την κάμερα, αλλά μου άρεσαν εκεί που έμενα περισσότερο χρόνο, που γνώριζα τους ανθρώπους καλύτερα, τα μέρη… Στα κρυφά σημεία είναι η αλήθεια, όχι στα φωτεινά.
Να ρωτήσω και ποια είναι η σχέση σας με το κοινό σας; Έχετε κάποια…
Μ’ αρέσει, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει… Με συναντάνε άνθρωποι που δεν ξέρουν ποιος είμαι, αλλά έχουν δει τις δουλειές μου και μέσα από αυτό αρχίζουμε μια κουβέντα όπου μου λένε ολόκληρες ατάκες, σκηνές που έχουν δει… Ναι, έχω ευχαριστηθεί να μπαίνω στην αίθουσα και να βλέπω, ας πούμε, να γελάει η αίθουσα ολόκληρη, να διασκεδάζει κι εγώ να κάθομαι πίσω στην πόρτα, κοντά στην έξοδο και να τους βλέπω χαρούμενους να βγαίνουν, χωρίς να ξέρουν ότι εγώ είμαι ο δημιουργός. Ή άλλοι να δυσανασχετούν, έτσι; Μου είχε αρέσει στο «CCTV» που κάποιοι άνθρωποι έβγαιναν μέσα στην προβολή εκνευρισμένοι, γιατί έβλεπαν κάτι - ίσως, εύχομαι - εκνευρισμένοι, γιατί ίσως έβλεπαν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους που δεν το άντεχαν. Είναι χαρά, είναι χαρά, δεν… Χωρίς το κοινό ο κινηματογράφος, αυτές οι οπτικοακουστικές τέχνες συνολικά, δεν έχουν λόγο να υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο, γιατί υπάρχει ο θεατής.
Θεωρείτε ότι πλέον η σκηνοθεσία είναι τρόπος ζωής; Είναι ταυτόσημη με τον εαυτό σας;
Κάποιοι φίλοι μου λένε ότι είμαι σκηνοθέτης ζωής. Ότι σκηνοθετώ τη ζωή μου όπως κάνω και με τη δουλειά μου. Όπως κάνω στη δουλειά μου. Ναι, μ’ αρέσει να… Όχι να αποφασίζω, αλλά να ζω σε στιγμές που να έχουνε, να έχουν μια αισθητική, να έχουν ένταση, να έχουν πάθος… Να είναι στιγμές, μου αρέσει να ζω στιγμές πολλές που θα μένουν αξέχαστες. Δεν είναι εφικτό, ούτε είναι εύκολο και ούτε τα καταφέρνω πάντα, αλλά όποτε και όταν μπορώ, το κάνω με μεγάλη χαρά.
Και κάτι τελευταίο σχετικά με τη σκηνοθετική δημιουργία. Η έρευνα που απαιτείται και η μελέτη για τη δημιουργία ενός έργου, είναι κάτι κοπιαστικό, είναι παρατηρήσεις που κάνετε στην καθημερινότητά σας και δημιουργούν αρχικά το έργο στο μυαλό σας;
Ναι, η ιδέα ενός έργου μπορεί να είναι είτε ένας πίνακας ζωγραφικής, μια είδηση, μια αφήγηση από κάποιον άλλον. Από εκεί και πέρα σιγά-σιγά, όμως, όταν αρχίζεις και κάνεις την έρευνα και ψάχνεις, μπορεί να οδηγηθείς και αλλού. Και αυτό όντως έχει ένα ενδιαφέρον και ένα ταξίδι που δεν ξέρεις για πόσο καιρό θα μπορεί να σου πάει. Και αν όντως καταφέρεις να το ολοκληρώσεις στο χαρτί και να έχει όλα αυτά τα στοιχεία που πρέπει να έχει ένα, σαν σενάρ[00:55:00]ιο. Να έχει δηλαδή μια ενδιαφέρουσα ιστορία, να έχει ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Να έχει μια κινηματογραφικότητα η πλοκή… Όλα αυτά είναι ένα ζητούμενο. Κάθε φορά νομίζεις ότι το έχεις, αλλά μπορεί να μην το έχεις. Γι’ αυτό οι συνεργάτες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, το βλέπουν… Το τρίτο μάτι τα βλέπει πάντα τα πράγματα διαφορετικά, αρκεί να τους εμπιστεύεσαι, είναι σημαντικό να έχεις συνεργάτες που να εμπιστεύεσαι και να ξέρεις ότι αυτό που θα πάρεις από αυτούς θα βοηθήσει συνολικά την πορεία του σεναρίου σου. Ναι, αν κατάλαβα καλά την ερώτησή σου…
Υπάρχει κάποια στιγμή στην πορεία σας που τη θεωρείτε μέχρι και σήμερα ιερή; Να είναι η πολυτιμότερη στιγμή της πορείας σας, ας το πούμε;
Σε σχέση με το σινεμά ή σε σχέση με τη ζωή μου;
Θέλετε να μου δώσετε και για τα δύο αυτές τις στιγμές;
Σε σχέση, νομίζω, με τη ζωή μου η γέννηση του γιου μου, που τη θεωρώ μια κορυφαία στιγμή της ζωής μου. Και η ζωή του μαζί μου. Και η ζωή μου μαζί του, μάλλον. Αλλά η γέννησή του ήταν μια κορυφαία στιγμή. Σε σχέση με τον κινηματογράφο, νομίζω ότι η βράβευση του «CCTV», της πρώτης μου ταινίας, και η κριτική τουVariety ήταν κάτι το οποίο μου άφησε ένα στίγμα ότι τίποτα δεν πάει χαμένο, ότι συνέχισε να ψάχνεις και ακόμα και με τα φτωχότερα και τα πενιχρότερα μέσα μπορεί να αναγνωριστεί αυτό που έχεις κάνει.
Ωραία. Αν έχετε να προσθέσετε οτιδήποτε άλλο…
Μια χαρά, μια χαρά. Σε ευχαριστώ πολύ!
Κι εγώ σας ευχαριστώ!