© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Τα κάλαντα του Λαζάρου, παραμύθια και παιδικές αναμνήσεις της κυρίας Βούλας από το Καλλίθηρο Καρδίτσας
Κωδικός Ιστορίας
11072
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Πρεσβεία Κολοκύθα (Π.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/04/2022
Ερευνητής/τρια
Ισμήνη Παπαγιαννοπούλου (Ι.Π.)
[00:00:00]
Βρισκόμαστε στο Καλλίθηρο Καρδίτσας, η ημερομηνία είναι 12 Απριλίου 2022,ονομάζομαι Παπαγιαννοπούλου Ισμήνη και η σημερινή μας αφηγήτρια είναι η κυρία Βούλα Κολοκύθα, η οποία θα μας πάει πίσω όμορφα στο παρελθόν λέγοντας μας κάποια τραγούδια αλλά και κάποια παραμύθια. Κυρία Βούλα καλημέρα!
Καλημέρα Ισμήνη! Λέγομαι Πρεσβεία Κολοκύθα ή Βούλα. Γεννήθηκα στις 3 Σεπτεμβρίου του ’63 στο Καλλίθηρο. Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από εκεί απ’ τη ζωή στο χωριό, είναι ένα παλιό σπίτι που είχαμε που είχε και μέσα αμπάρια ακόμα και με μια… με ένα τζάκι ένα «μπουχαρί» που το λέγαμε, που εκεί γίνονταν τότε το ψωμί και το φαγητό, οι πρώτες-πρώτες αναμνήσεις. Εμείς μικρά γύρω-γύρω στο χωριό παίζαμε, μέναμε κοντά στο ποτάμι και θυμάμαι και στα αλώνια, θυμάμαι τις θημωνιές που οι δικοί μας στοιβάζανε τα στάχια τα σιτάρια τότε που τα φτιάχνανε μια ‘μεις παίζαμε γύρω-γύρω το κρυφτό μας και το κυνηγητό μας. Την πρώτη πατόζα που ήρθε στο χωριό και μαζευτήκαμε όλοι για να την δούμε, εκεί κοντά που ήμασταν στο ποτάμι πολλές φορές κατέβαζε νερό και τρέχαμε να δούμε απ’ τη βοή μόλις την ακούγαμε να δούμε αυτό το κατέβασμα που έφερνε δέντρα, ξύλα. Και όταν τραβιόνταν τα νερά, τρέχαμε να μαζέψουμε τα ξύλα, τις κοκάλες που λέγαμε, για να τα πάμε στο σπίτι. Ή ακόμα και για το τριώδιο, που όταν άνοιγε φτιάχνανε… φτιάχνανε τις φωτιές. Μαζεύοντας από ‘κει έξω απ’ το ποτάμι και απ’ τη Λογγιά που λέγαμε ξύλα και πηδούσαμε τις φωτιές, οι μεγάλοι περισσότερο όχι εμείς οι μικροί. Θυμάμαι ότι ακόμα τότε δεν είχαμε νερό, οι πρώτες θύμησες του νερού ήταν να κουβαλάει η μάνα μου με την στάμνα απ’ τον «άμπλα» που λέγαμε, που ήταν μια πηγή νερού που ανάβλυζε νερό το ποτάμι στις άκρες που ήταν γύρω-γύρω με πέτρα για να καθαρίζει και το μαζεύαμε κύπελλο στις στάμνες και το είχαμε στο χωριό. Το φέρναμε μέσα στο σπίτι που είχαμε ένα νιπτηράκι. Μπάνιο φυσικά στη σκάφη, να μας κάνει η μάνα μου και απ’ τα πηγάδια που πηγαίναμε και κουβαλούσαμε ακόμα και εμείς ό, τι μπορούσαμε για να βοηθήσουμε. Αργότερα για νερό βάλανε βρύσες, στις γωνίες στο χωριό που το αφήνανε κάποιες ώρες κάποιες μέρες και εκεί γινόταν ο μεγάλος χαμός με τη σειρά μαλώματα οι γιαγιάδες, γινόταν πολύ φάση! Τα παιδικά χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα εκεί στο χωριό, ήμασταν ελεύθεροι, τρέχαμε σκαρφαλώναμε στα δέντρα, ακόμα και τώρα ανεβαίνω να μαζέψω κεράσια ή κορόμηλα −
Τι ωραία!
Είναι η συνήθεια που έχουμε. Και θυμάμαι, βέβαια τότε ήταν πατριαρχικές οι οικογένειες πιο πολύ αποφάσιζαν οι παππούδες στα σπίτια, και αργότερα οι πατεράδες και ήταν πολύ αυστηρά τα πράγματα. Εμείς ήμασταν λίγο πιο καλά, λίγο πιο εξελιγμένα γιατί ο μπαμπάς μου − και η μητέρα μου είχε πάει μέχρι την τετάρτη γυμνασίου −, ο πατέρας μου είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Είχε τελειώσει και μια σχολή λογιστών τότε και δούλευε στην Καρδίτσα. Μάλιστα είχε προσληφθεί στην Ένωση και θυμάμαι πρέπει να ήταν… πριν το ’67 − θα ήμουν 3-4 χρονών − τα Χριστούγεννα που μας έφερε μια τσάντα, με μια μεγάλη σακούλα γεμάτη παιχνίδια που μέσα είχε μια κούκλα. Εμείς τότε, κούκλες δεν υπήρχανε, ήταν η πρώτη κούκλα, μια πλαστική χωρίς μαλλιά μόνο τα μάτια ανοιγόκλεινε τη θυμάμαι καθαρά. Και μαζεύονταν όλα τα κορίτσια του χωριού να ‘ρθουνε να δούνε πως είναι οι κούκλες ή και τα άλλα παιχνίδια που είχε, δεν τα θυμάμαι καλά τα άλλα, και ήμασταν λίγο πιο καλά σαν οικογένεια εκεί πέρα.
Μετά, τώρα μια και είναι αυτή η εποχή, που τώρα αύριο-μεθαύριο τραγουδάνε τα κορίτσια τον «Λάζαρο» που λέμε, εμείς το τραγουδούσαμε την Παρασκευή στο χωριό, ενώ στην Καρδίτσα την Πέμπτη, στη Ραχούλα πιο πάνω το Σάββατο, ανάλογα. Εμείς τραγουδούσαμε την Παρασκευή. Από πριν κανονίζαμε τις παρέες μας, ποια κορίτσια θα πάμε. Και [00:05:00]ξυπνούσαμε την Πέμπτη, δεν πηγαίναμε σχολείο, ξυπνούσαμε την Πέμπτη –δεν πηγαίναμε σχολείο −, ξυπνούσαμε πρωί-πρωί και πηγαίναμε στη Λογγιά που είναι η περιοχή δίπλα στο ποτάμι, γεμάτο λυγαριές και έβγαζε πολλές παπαρούνες. Πηγαίναμε πρωί- πρωί ποια παρέα θα πιάσει την καλύτερη, το καλύτερο μέρος, το φτιάχναμε γύρω-γύρω σαν τσαντούρι, σαν σπιτάκι, για να… είχαμε μαζί μας και κολατσιό περνούσαμε όλη τη μέρα μέχρι το απόγευμα. Εκεί τραγουδούσαμε, ξεχυνόμασταν, μαζεύαμε τις παπαρούνες μας όλες και γυρίζαμε στο σπίτι, όπου το βράδυ η μαμά-η γιαγιά φτιάχνανε την καλάθα μας. Και αφού την στολίζανε, μετά την κρεμούσανε σε μια κορομηλιά όλο το βράδυ με ένα αβγό για να έχουμε την άλλη μέρα, έτοιμη δροσερή, για να πάμε να πούμε «τα κάλαντα του Λαζάρου». Στο χωριό μας είχαμε διάφορα, για κάθε σπίτι ανάλογα τι επικρατούσε στο κάθε σπίτι είχαμε και το τραγούδι της. Θα σας πω τώρα μερικά, ένα το γενικό που λέγαμε όταν δεν ήταν κάτι ειδικό στο σπίτι είναι: «[Δ.Α.] καλώς σας ήβραμε, σα φέτος κι άλλο ένα, με τη Λαμπρή την Πασχαλιά, με τον καλό το λόγο, Με νίτσια, με τριαντάφυλλα, με δροσερά λουλούδια, κυρά μου τη [Δ.Α.] σου, κυρά μ' τη μοναχή σου. Την έλουζες, την χτένιζες, στον δάσκαλο τη στέλνεις, και ο δάσκαλος την έδερνε, με μια ψιλή βεργούλα, με μια ψιλή, με μια λιγνή, με μια μαλαματένια. Κόρη μ' που ειν’ τα γράμματα, κόρη μ' που είν’ ο νους σου. Τα γράμματα είναι στο χαρτί και ο νους μου πέρα ως πέρα. Πέρα-περά περούτσικα, πέρα στις μαυρομάτες που έχουν τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες. Στον ουρανό τα ίδιαζαν στους κάμπους τα υφαίνουν, στην άκρη από τη θάλασσα στέκουν και τα λευκαίνουν».
Και κάθε φορά «και του χρόνου» λέγαμε σε κάθε τραγούδι που τελείωνε. Τώρα-
Αυτό… ένα λεπτό, αυτό το τραγούδι τώρα το λέγατε το γενικό έτσι;
Γενικό, το γενικό. Τώρα αν είχαν ένα νεαρό στην οικογένεια, λέγαμε: «Παλλικαρίτσι μ' όμορφο, με το στριφτό μουστάκι, νι σένα πρέπουν τα άρματα νι σένα τα στολίδια. Νι σένα και άλογο καλό για να καβαλικεύεις, καβαλικεύεις και έρχεσαι, βασιλικό μαζεύεις. Βασιλικό και μάραθο, μόσχο και καριοφίλι.» Μετά αν ήταν κορίτσι της παντρειάς που λέει: «Εδώ μαντήλια κρέμονται, εδώ μαντήλια σιώνται. Εδώ έχουν κόρη για παντρειά, θέλουν να την παντρέψουν, την τάζουν για τον βασιλιά την τάζουν για το ρήγα. Μα αυτή δεν θέλ’ το βασιλιά, μα αυτή δεν θέλ’ το ρήγα, μον’ θέλει το αρχοντόπουλο με το στριφτό μουστάκι». Τώρα, αν είχαν ένα παιδάκι μωρό, μικρό: «Ένα μικρό μικρούτσικο στην πλάκα να που πλένει, μάνα μου ρίξε μου νερό και νίψε με με γάλα. Και δώσμου τα ρουχάκια μου, τα χρυσομεταξένια, να μην τα πάρει ο σταυραετός και τα πηγαίν’ στην πόλη. Στην πόλη και στα Τρίκαλα σε όλα τα βιλαέτια». Αν, ήταν νιόπαντροι: «Κράτην ο δρόσος τη δροσιά, κράτην και ο νιος την κόρη, στα γόνατα την κράταγε, στα μάτια την κοιτούσε. Κόρη μ’ δεν είσαι κόκκινη, κόρη μ’ δεν είσαι άσπρη. Άσπρη σαν τριαντάφυλλο και κόκκινη σαν το μήλο». Για το δάσκαλο: «Γραμματικέ, γραμματικέ και ψάλτη και αναγνώστη, που έκατσες και έγραφες τρία χρονού μελάνι, και σχίστηκε το χεράκι σου και χύθ'κε το μελάνι . Και ‘βάψαν τα ρουχάκια σου, τα χρυσομεταξένια, πέντε ποτάμια τα ‘πλυναν και αυτά τα πέντε βάψαν. Πάνε τα αρνάκια βόσκανε και βάψαν τα μαλλιά τους. Κι οι κουρευτάδες κούρευαν και βάψαν τα ψαλίδια». Στον ξενιτεμένο: «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, η ξενιτιά σε χαίρεται και η μάνα σου σε κλαίγει. Σου στέλνει χαιρετίσματα με ένα χρυσό κυδώνι. Σου στέλνει μήλο [Δ.Α.] κύδωνι μαραγκιάζει. [00:10:00]Σου στέλνει τα δακράκια της, σε ένα χρυσό μαντήλι. Και τα δακράκια ήταν καυτά και κάψαν το μαντήλι» Τώρα στον παπά: «Κάτω σε μοσχομηλιά, κάτω σε άγιο κλίμα, εκεί καθόταν ο δέσποτας με τα χαρτιά στα χέρια. Με το χαρτί με το σταυρό, με το άγιο το ευαγγέλιο». Και στους αρραβωνιασμένους: «Πάμε στην κόρη πάμε, πάμε στη συβασμένη, πάμε στη συβασμένη, στην αρραβωνιασμένη. Τη βρίσκω που κεντάει στον ήλιο στον προσήλιο, στον ήλιο στον προσήλιο στο νιο το φεγγαράκι. Στο νιο το φεγγαράκι που κεντάει χρυσό μαντήλι, που κεντάει χρυσό μαντήλι να το δώσει στο καλό της, τον αρραβωνιαστικό της».
Αυτά ήταν τα τραγούδια, που θυμάμαι εγώ τουλάχιστον.
Αυτά τώρα γινόταν κάποια προετοιμασία από εσάς τα κορίτσια; Από πριν −
Όχι, αυτά περνούσαν από τον έναν στον άλλον. Τα ξέραμε τα τραγούδια −
Όλα απ’ έξω τα ξέρατε έτσι;
Ναι ακούγοντας τις μεγαλύτερες κάθε φορά, πάντα έτσι γινόταν, απ’ τον ένα στον άλλον. Ή μας τα μάθαιναν οι μεγαλύτεροι αλλά νομίζω από μικρά που πηγαίναμε κοντά στις μεγάλες τα μαθαίναμε. Και αν δεν ξέραμε κάτι μας βοηθούσανε.
Και ξέρατε σε κάθε σπίτι τι υπάρχει… αν υπάρχει παπάς, αν υπάρχει δάσκαλος −
Ναι. Βέβαια το χωριό μας το ξέραμε. Όλοι ξέραμε. Εντάξει, όσο οι μεγαλύτεροι ‘ξέραν και καλύτερα.
Και, ναι –
Εγώ, οι περισσότερες αναμνήσεις μου είναι, μικρή γιατί όταν φτάσαμε ,όταν εγώ πήγαινα, έγινα δέκα χρονών και θα πήγαινα για 5η δημοτικού μετακομίσαμε στην Καρδίτσα − αφού ο πατέρας μου είχε τη δουλειά εδώ −, και πήγε και η αδερφή μου στο γυμνάσιο, οπότε ήρθαμε όλοι στην Καρδίτσα και ανεβοκατέβαινε η μάνα μου για τα χωράφια. Η μάνα μου δούλευε τα χωράφια, ο πατέρας μου στη δουλειά και έτσι ποριζόταν η οικογένεια μας, σχετικά καλά. Και δεν… τα άλλα που θυμάμαι στο χωριό μετά ήταν και τα καλοκαίρια που πηγαίναμε, που μαζευόμασταν όλα τα κορίτσια παρέα. Κεντούσαμε όλο, όλο το μεσημέρι εκεί… εμείς μαζευόμασταν στη γειτονιά μας, το απέναντι μας σπίτι, είχε κορίτσια είχε μια μεγάλη σκαμνιά, και μαζευόμασταν εκεί όλη η γειτονιά και περνούσαμε τα καλοκαίρια μας. Μετά, τα παιχνίδια που είχαμε θυμάμαι, τα παίζαμε ήταν κατά γειτονιές, και πιο πολύ μου έρχεται στο νου τα «σκλαβάκια», τα οποία τα θυμάμαι αμυδρά. Παίζαμε γειτονιές, η πάνω γειτονιά με την κάτω χωριζόμασταν και εμείς οι μεσαίοι μας μοιράζανε και παίζαμε το παιχνίδι. Γυρνούσαμε σε όλο το χωριό φυσικά. ήταν πολύ ωραία, πολύ ευτυχισμένα, αυτά τα μικρά τα χρόνια όσο θυμάμαι. Μετά μεγαλώνοντας, εντάξει αλλάζαμε και σαν κορίτσια, είχαμε κάποιες δεσμεύσεις περισσότερες, δεν είχαμε εξόδους, δεν είχαμε… Στο χωριό η έξοδος ήταν μόνο την Κυριακή το βράδυ που μαζευόταν, βγαίναν όλη η νεολαία και ‘κάναν την βόλτα στο χωριό που λέγονταν. Η πλατεία όμως τότε ήταν στρωμένη με άμμο… με κόκκινο χαλίκι, και πέρα-δώθε όλοι, ερχόνταν και απ’ τα γύρω τα χωριά πολλοί νεαροί για να δουν τα κορίτσια και μπλέκονταν και τα ειδύλλια και οι γάμοι και…. Εμείς τα περισσότερα κορίτσια τότε παντρεύονταν νωρίς, εγώ επειδή εντάξει, ήμουνα και καλή μαθήτρια συνέχισα, στη ζωή μου έδωσα πολλές εξετάσεις. Ξεκίνησα απ’ το δημοτικό να δίνουμε και πέμπτη και έκτη, να γράφουμε εξετάσεις, και αν κάποιος δεν τις περνούσε, έμενε στην ίδια τάξη. Έδωσα για το γυμνάσιο, δίναμε εξετάσεις να περάσουμε στο γυμνάσιο και εκεί κόβονταν πολλά παιδιά που δεν είχαν τις δυνατότητες, τις δεξιότητες. Συνεχίζαμε, γράψαμε… ξεκίνησα έγραφα διαγωνισμούς και τον Φλεβάρη, και τον Ιούνιο στην πρώτη γυμνασίου, μετά καταργήθηκε σε μένα. Ήμουνα η τελευταία τάξη που ήμασταν αμιγώς θηλέων, και αμιγώς αρρένων. Η επόμενη χρονιά από μένα, οι μικρότεροι, άρχισαν να γίνονται μικτά τα γυμνάσια και [00:15:00]τα λύκεια. Τότε χωρίστηκε και γυμνάσιο με λύκειο και δώσαμε πάλι εξετάσεις ,και τότε θυμάμαι από τέσσερα τμήματα γίναμε τρία, οπότε όσα κορίτσια δεν προχωρούσανε − πιο πολύ τα κορίτσια − συνήθως παντρευόταν. Απ’ το χωριό στη χρονιά μου θυμάμαι μόνο εγώ είχα περάσει μετά. Δώσαμε δύο φορές πανελλαδικές, μετρούσε ο βαθμός και Β’ και Γ’ λυκείου, οπότε ήταν λίγο δύσκολα, έπρεπε να έχεις κάποιες γνώσεις για να συνεχίσεις. Εγώ πέρασα στη σχολή Νηπιαγωγών στη Θεσσαλονίκη, επειδή ήταν και η αδερφή μου εκεί σπούδαζε Βιομηχανική και άλλαξε η ζωή μας. Πιο πριν ήμασταν πολύ δεσμευμένοι. Δηλαδή καφετέρια πήγα… πηγαίναμε Τσικνοπέμπτες στη Δευτέρα και στη Τρίτη λυκείου μόνο! Ειδάλλως έλεγε η μάνα μου: «Όταν τελειώσετε, κάντε ότι θέλετε, όσο είστε εδώ…» ήμασταν περιορισμένες. Διάβασμα, σπίτι, χωριό.
Αυτό που σας έλεγα ήσασταν περιορισμένη, σας… όχι άγχωνε, σας έκανε να νιώθετε κάπως αποπνικτικά;
Φυσικά, φυσικά. Θυμάμαι ήμουνα ή στην πέμπτη ή στην έκτη δημοτικού και είχε γενέθλια μια απ’ το σχολείο κοπέλα, και η μάνα μου δεν με άφησε να πάω γιατί δεν τους πολύ-ήξερε τους συμμαθητές μου: «Αα θα είστε όλο το σχολείο, θα είναι αγόρια». Τι μιλάμε, για 10-11 χρονών παιδί και όμως… είχε δηλαδή, η μάνα μου ήταν πιο τις απόψεις του χωριού. Ούτε οι φίλες μου που ‘μέναν Καρδίτσα, πηγαίνανε, βγαίνανε τα Σάββατα όταν ήμασταν δευτέρα-τρίτη λυκείου, Σάββατο βγαίνανε, πηγαίνανε μιά πιτσαρία. Εγώ πήγαινα στο χωριό και αισθανόμουνα πολύ στεναχωρημένη γι αυτό, που η παρέα μου έβγαινα και εγώ δεν μπορούσα. Γιατί, είπαμε, η ζωή στο χωριό ήταν λίγο πιο δύσκολη.
Αυτό σας έδωσε το κίνητρο κιόλας, να πείτε ότι: «Θέλω να φύγω να σπουδάσω;» Ή το είχατε από πριν κατά νου ότι θέλετε να εξελιχθείτε;
Όχι το είχα από πριν ότι πάντα λέγαμε, μας το είχαν εμφυσήσει οι γονείς μας δεν ξέρω, επειδή και αυτοί ας πούμε ήταν λίγο πιο προοδευτικοί σ’ αυτό ότι θα σπουδάζαμε.
Εμένα μου άρεσε πάντα, νομίζω ότι η πρώτη που θυμάμαι ότι ήθελα να γίνω… να πάω δασκάλα… τότε δεν υπήρχε, εγώ δεν πήγα νηπιαγωγείο. Δεν ήξερα πως είναι το νηπιαγωγείο ,αλλά όταν ήμουνα δευτέρα-τρίτη δημοτικού, θυμάμαι η μια η δασκάλα με αγαπούσε πάρα πολύ, πολλές φορές με ανέβαζε να πω εγώ το μάθημα. Να κάνω το μάθημα, να κάνω εγώ τις ερωτήσεις, δηλαδή με έβαλε και μ’ άρεσε πάρα πολύ. Και από τότε το σκεφτόμουνα ότι κάπου στο εκπαιδευτικό σύστημα θα πήγαινα. Όταν μετά άρχισα να ανοίγουν τα νηπιαγωγεία μ’ άρεσε, ήταν η πρώτη προτίμηση μου, και πήγα και έγινα, σπούδασα νηπιαγωγός και τώρα πια, μετά από 35,5 χρόνια εδώ και ένα χρόνο είμαι συνταξιούχα.
Άρα πέρασαν πολλά παιδάκια απ’ τα χέρια σας, αν μπορώ να το πω έτσι.
Πάρα πολλά! Πάρα πολλά! Δεν, αυτό το συναίσθημα ακόμα και τώρα άμα βγω έξω και κάποια παλιά μαθήτρια και έρχονται όλα τρέχουν και σε αγκαλιάζουν, δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Και μόνο αυτή η αίσθηση «κυρία!» και να τρέχουν όλοι μόλις σε βλέπουν, να σε αγκαλιάζουν τα παιδάκια, είναι ότι πιο ωραίο. Τουλάχιστον σε μένα. Βέβαια και το επάγγελμά μας δύσκολο, γιατί εμείς κοινωνικοποιούμε τα παιδιά, είμαστε μετά την οικογένεια η πρώτη επαφή με την κοινωνία. Πρέπει να τα φέρουμε, να τα προσαρμόσουμε, να αφήσουν το εγώ να ‘ρθουν στο εμείς. Να κοινωνικοποιηθούν πρώτα απ’ όλα, να μάθουν κανόνες συμπεριφοράς, τρόπους συμπεριφοράς και μετά να αρχίσουν να βγαίνουν πιο πολύ στην κοινωνία και με τα κατάλληλα εφόδια. Γιατί πολλοί μας λένε ότι το επάγγελμα μας: «Τι κάνετε;». Κι όμως, είναι απ’ τα πιο δύσκολα, είναι λειτούργημα, δεν είναι επάγγελμα βασικά. Και πρέπει αυτό, να κάνουμε τα παιδιά να μας εμπιστευθούν, να νοιώσουν… μας νοιώθουν ,πολλές φορές μας φωνάζουν: «μαμά» −
Ωωω!
Πάρα πολλές φορές. Αντί, ναι, εκεί που πάω να φωνάξω, αντί για «κυρία» φωνάζουν «μαμά». Γιατί αυτό αντιπροσωπεύουμε, είμαστε η μαμά στο σχολείο. Και σιγά-σιγά τα κοινωνικοποιούμε, μαθαίνουν βέβαια και πολλά. Κάναμε πάρα πολλά με γνώσεις, όλα τα θέματα, όλα και τα φέρνουμε, σιγά-σιγά τα προετοιμάζουμε για να μπούνε στην κοινωνία και στο δημοτικό μετά, για πιο εύκολα.
Θυμάστε, να ρωτήσω. Θυμάστε έτσι κάποιο περιστατικό ή σας έμεινε κάποιο παιδάκι ιδιαίτερο[00:20:00] σε όλα αυτά τα χρόνια της πορείας σας, το οποίο… να υπήρξε μια περίεργη σχέση μεταξύ σας. Δηλαδή μια πιο συναισθηματική, αν μπορώ να το πω.
Βασικά προσπαθούσαμε να μην έχουμε, να τα ‘χουμε όλα ίσα να μην υπάρχει ιδιαίτερη συναισθηματικότητα με κάποιο. Βέβαια αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό, και βέβαια υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις που λίγο…. αλλά προσπαθείς να αντιμετωπίζεις τα παιδιά το ίδιο, δεν… να μην ξεχωρίζουμε να μην −
Να μην υπάρχουν διακρίσεις.
Να μην υπάρχουν διακρίσεις, βέβαια, πάνω απ’ όλα αυτό. Και πάντα… ούτε ανάμεσα σε μας και τα παιδιά, αλλά ούτε και τα παιδιά μεταξύ τους. Προσπαθούσαμε πάντα να μην.. αυτό το: «δεν σε έχω φίλο ,δεν σε έχω τέτοιο» να μην υπάρχει. Μέσα από βιωματικές προσεγγίσεις και διάφορες άλλες δεξιότητες. Να μην… όλα τα παιδιά να θεωρούν, να… γιατί και σε μας μέσα υπήρχαν το bulling και τέτοια, αυτό προσπαθούσαμε να μην εδραιωθεί στα παιδιά, αλλά να το έχουνε, να είναι όλοι μαζί μια παρέα. Από μικρές ομάδες μέχρι… και να αλλάζουν συνέχεια και να δραστηριοποιούνται παντού τα παιδιά.
Τους λέγατε παραμύθια στο νηπιαγωγείο; Γιατί ξέρω ότι έχετε να μας πείτε κάποια παραμύθια μετά και-
Ναι αυτά τα παραμύθια, ναι, κάποια τα είπα και στο νηπιαγωγείο, αλλά αυτά τα παραμύθια είναι τα παραμύθια του χωριού μας που έχω εγώ για να πω. Και όχι… που δεν είναι πάντα για αυτή την ηλικία για τα παιδιά του νηπιαγωγείου.
Αυτά τα παραμύθια είναι απ’ το χωριό μας, τα περισσότερα είναι μου τα λέγε, αυτό που θα πω τώρα μας το ‘λεγε η μαμά μας, η μάνα μας. Τα άλλα απ΄ τη γιαγιά και τον παππού − απ’ τη μεριά του πατέρα μου – είναι: «ο Ήλιος και ο Μήτσος» Ισμήνη;
Ναι σας ακούω.
Δεν ξέρω κάτι, να ξεκινήσω;
Ναι, ναι βέβαια.
Ναι, ο «Ήλιος και ο Μήτσος» που και η μάνα μου αυτό της το είπε… το είχε απ’ τον πατέρα της που σκοτώθηκε τότε με τον Εμφύλιο και αυτό το είχε σαν θύμηση από τον δικό της πατέρα. «Μια φόρα και ένα καιρό ήταν μια φτωχή γυναίκα. Ήταν χειμώνας και πήγε στο δάσος για να μαζέψει ξύλα. Μάζεψε κάμποσα ξύλα και έκανε ένα δεμάτι. Πήρε να το σηκώσει, αλλά δεν μπορούσε γιατί ήταν βαρύ και η γυναίκα ήταν γκαστρωμένη. Εκείνη της στιγμή μέσα από τα σύννεφα, βγήκε μια αχτίδα από τον ήλιο. Τότε η γυναίκα κοίταξε προς τα πάνω και είπε: «Αχ ήλιε μου, δεν κατεβαίνεις να με βοηθήσεις; Και αυτό που έχω μες την κοιλιά μου θα σου το δώσω». Ο ήλιος την λυπήθηκε, κατέβηκε και την βοήθησε. Πήγε στο σπίτι της η γυναίκα, άναψε φωτιά ζεστάθηκε και αφού πέρασε κάμποσος καιρός, γέννησε ένα παιδάκι που το βάφτισαν και το είπαν Μήτσο. Πέρασε πολύς καιρός, μεγάλωσε το παιδί και πήγε στο σχολείο. Μια μέρα που πήγαινε για το σχολείο, παρουσιάζεται ο ήλιος μπροστά του σαν άνθρωπος και του λέει: «Παιδί μου, να πεις τη μάνα σου το τάμα που μου έταξε στο λόγγο, πότε θα μου το δώσει;». Το παιδί όμως πήγε στο σχολείο, γύρισε στο σπίτι, ξέχασε να το πει στη μάνα του. Την άλλη ημέρα, παρουσιάζεται πάλι ο ήλιος μπροστά στο παιδί και το ρωτάει: «Παιδί μου την είπες την μάνα σου;», «Αχ, βρε θείο το ξέχασα!» απάντησε το παιδί .Τότε ο ήλιος έδεσε στο δάχτυλο του Μήτσου ένα ράμμα σαν δαχτυλίδι για να το θυμηθεί, αλλά ο Μήτσος πάλι το ξέχασε. Όταν όμως η μάνα του πήγε να του πλύνει τα χέρια είδε το ράμμα και τον ρώτησε: « Τι είναι αυτό Μήτσο μου; Πού έχεις το δάχτυλο σου;». «Α μάνα, το ξέχασα! Ένας θείος έχει δυο μέρες τώρα που με σταματάει στο δρόμο και μου λέει πες τη μάνα σου το τάμα που μου έταξε στο λόγγο πότε θα μου το δώσει; Και επειδή ξεχνάω μου ‘δωσε αυτό το ράμμα για να το θυμηθώ». Μόλις η μάνα του Μήτσου το άκουσε, αμέσως το θυμήθηκε και στεναχωρήθηκε πάρα πολύ. Αλλά αφού το είχε ταμένο, είπε στο γιο της: «Αύριο, αν ξανάρθει, να του πεις ότι το τάμα που σου έταξε η μάνα μού μου είπε να το πάρεις». Την άλλη ημέρα παρουσιάστηκε πάλι ο ήλιος μπροστά στο Μήτσο, στο δρόμο του Μήτσου και τον ρώτησε αν το είπε στη μάνα του. «Ναι θείο, το θυμήθηκα και μου είπε να το πάρεις». Αμέσως τότε ο ήλιος πήρε μαζί του τον Μήτσο και τον ανέβασε πάνω, ψηλά στον ήλιο. Εκεί τον έβαλε μέσα σε ένα μπαχτσέ και του είπε να τον περιποιείται. Του έδωσε και ένα ζευγάρι σιδερένια παπούτσια και του είπε: «Όταν θα χαλάσουν αυτά τα παπούτσια ,τότε θα ξαναπάς στη μάνα σου». Μια μέρα, όπως έκοβε ένα κραμπολάχανο[00:25:00] και έτριζε, ο Μήτσος αναστέναξε και είπε: «Έτσι όπως τρίζει το κραμπολάχανο, έτσι θα τρίζει και η καρδούλα της μάνας μου για μένα» και άρχιζε πάλι να κλαίει. Εκείνη τη στιγμή πίσω του ήταν μια γριά που τον άκουσε και τον ρώτησε: «Γιατί παιδάκι μου αναστενάζεις και κλαις έτσι, τι έχεις;». «Βλέπεις γριά ο ήλιος μου ‘δωσε αυτά τα σιδερένια παπούτσια και μου είπε ότι όταν θα χαλάσουν τότε θα με αφήσει αν πάω στη μάνα μου». «Αα να σου πω εγώ παιδάκι μου τι να κάνεις. Να κατουράς μέσα στα παπούτσια και αυτά θα τρυπήσουν». Απ’ την άλλη ημέρα ο Μήτσος άρχισε να κατουράει μες τα παπούτσια. Όταν τρύπησε το ένα πάει στον ήλιο και του λέει: «Ήλιε, τρύπησε το παπούτσι μου να πάω τώρα στη μάνα μου;» «Όχι του λέει ο ήλιος, να τρυπήσει το άλλο και μετά να πας στη μάνα σου». Τότε άρχισε να κατουράει και στο άλλο παπούτσι, ώσπου τρύπησε και αυτό. Τότε πάει πάλι στον ήλιο και τα έδειξε και τα δύο. «Τώρα − του λέει ο ήλιος − θα σε στείλω πάλι στη μάνα σου». Καλεί όλα τα ζώα για να διαλέξει ποιο ζώο θα πάει το Μήτσο στη μάνα του. Ρωτάει πρώτα τον λύκο: «Λύκε, θα πας το Μήτσο στη μάνα του;», «Ναι» απάντησε ο λύκος. «Αν πεινάσεις στο δρόμο, τι θα φας λύκε;», «Τον Μήτσο». «Όχι, δεν θα τον πας εσύ». Ρωτάει μετά το λιοντάρι: «Λιοντάρι, πας εσύ το Μήτσο στη μάνα του;», «Ναι» απάντησε το λιοντάρι. «Αν πεινάσεις στο δρόμο τι θα φας λιοντάρι;» «Τον Μήτσο». «Όχι δεν θα τον πας εσύ». Μετά ρωτάει την αρκούδα: «Αρκούδα, πας εσύ τον Μήτσο στη μάνα του;», «Ναι, απάντησε και η αρκούδα». «Αν πεινάσεις στο δρόμο τι θα φας αρκούδα;», «Τον Μήτσο». «Όχι, δεν θα τον πας εσύ». Έτσι, ρώτησε πολλά ζώα ώσπου έφτασε στο λαγό και τον ρωτάει: «Λαγέ, πας τον Μήτσο στη μάνα του;», «Ναι», απαντάει ο λαγός. «Αν πεινάσεις στο δρόμο τι θα φας;», «Χορταράκια». «Εσύ λαγέ θα πας τον Μήτσο στη μάνα του». Ανεβαίνει ο Μήτσος στη πλάτη του λαγού, πιάνεται απ’ τα αυτιά και ξεκινάει «τα κα τακ-τακα-τακ-τακα-τακα-τακ-τακα-τακ-τακα-τακ». Στη μέση του δρόμου πείνασε ο λαγός έφαγε το χορταράκι του, ήπιε και το νεράκι του και συνέχισε το δρόμο του. Όταν έφταναν στο χωριό του, τους είδαν από μακριά οι φίλοι του και τρέξανε στη μάνα του Μήτσου. «Θεια έρχεται ο Μήτσος, θεια έρχεται ο Μήτσος!» της φώναξαν. Βγήκε τότε τρέχοντας η μάνα του έξω αγκάλιασε και φίλησε το Μήτσο κλαίγοντας από χαρά τώρα. Αγκάλιασε και το λαγό τον πήρε μέσα στο σπίτι και τον φίλεψε και όταν σηκώθηκε ο λαγός να φύγει, του έβαλε βαμβάκι κάτω απ’ το λαιμό και τον άσπρισε για τη μεγάλη χαρά που της έδωσε. Και από τότε οι λαγοί όλοι είναι άσπροι κάτω απ’ το λαιμό και όλοι ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα!»
Τι ωραίο −
Αυτό ήταν «ο Ήλιος και ο Μήτσος». Τώρα «ο Κουτσοκουκοτάκος»… Να πω λίγο τώρα γι’ αυτά τα παραμύθια, τα συγκεντρώσαμε κάποια στιγμή στο 10ο το σχολείο, εδώ που πήγαιναν τα παιδιά, που πήγαινε ο γιος μου. Ήταν στην πρώτη-δευτέρα δημοτικού, ήτανε ‘96-’97, ήταν ένα πρόγραμμα «Μελίνα», το οποίο κάναν διάφορα παραδοσιακά και συμμετείχαμε, βοηθούσαμε στην κυρία. Εγώ συμμετείχα πολύ ενεργά, της μάζεψα πολλά παραμύθια τα οποία μετά τα κάνανε, τα εικονογραφήσανε τα παιδιά και τα κάνανε βιβλίο που εκδόθηκε, απ’ όλο το νομό παραμύθια. Κάποια στιγμή είχα πάει και τις θείες μου, πολλές θείες εκεί άλλες διηγήθηκαν τα παραμύθια φτιάξανε πίτες, φτιάξανε διάφορα έθιμα που γίνονταν, πάλι τέτοια εποχή, μέσα σ’ αυτό το πρόγραμμα «Μελίνα». Τώρα το άλλο το παραμύθι είναι «ο Κουτσοκουκοτάκος» το οποίο το έλεγε ο παππούς μου με τη γιαγιά μου. «Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας γέρος και μια γριά που είχαν ένα κουκοτάκο και μια σκύλα. Μάλωσαν όμως ο γέρος με τη γριά και χώρισαν και πήρε ο παππούς τον κουκοτάκο και τη γριά τη σκύλα, και η γριά τη σκύλα. Ο κουκοτάκος που ήταν και κουτσός ,πήγαινε στις κοπριές και σκαμνούσε συνέχεια. Μια μέρα εκεί που σκαμνούσε βρήκε ένα φλουράκι. Μόλις το βρήκε ο κουτσοκουκοτάκος φώναξε: «Κικιρίκου κικιρίκου, βρήκα ένα φλουράκι, κικιρίκου βρήκα ένα φλουράκι!» Εκείνη την ώρα έτυχε να περνάει το βασιλόπουλο και τον άκουσε: «Δεν μου το δίνεις εμένα το φλουράκι κουκοτάκο να παντρευτώ την Κυριακή και να στο φέρω πάλι πίσω;». Το ‘δωσε ο κουκοτάκος περιμένει όμως την μια Κυριακή, περιμένει την άλλη, περιμένει την άλλη, τίποτα! Πέρασε πάρα πολύς καιρός μα δεν έφερνε το βασιλόπουλο το φλουράκι. Πήρε έτσι την απόφαση να πάει στο παλάτι να το πάρει, ο παππούς όμως δεν τον άφηνε. «Πού θα πας κουκοτάκο μου; Πώς θα φτάσεις στο παλάτι[00:30:00] που είναι πολύ μακριά; Θα βρεις στο δρόμο άγρια ζώα, θα σε φάνε και δεν θα γυρίσεις ποτέ πίσω. Και τι θα κάνω εγώ χωρίς εσένα;». «Εγώ παππού την πήρα την απόφαση, θα πάω να βρω το βασιλόπουλο». Ξεκίνησε ο κουτσοκουκοτάκος περπατάει, περπατάει, περπατάει και στον δρόμο συνάντησε μια αλεπού. «Καλημέρα κουκοτάκο», «Καλώς την αλεπού!». «Για πού κουκοτάκο μου;», «Θα πάω στο παλάτι του βασιλιά να πάρω το φλουράκι μου». «Δεν με παίρνεις και εμένα να πάμε παρέα;», «Έλα, αλλά να μην κουραστείς». «Ούι εγώ με τέσσερα ποδιά και συ με δύο και κουτσός, εγώ θα κουραστώ;». Περπατάνε, περπατάνε, περπατάνε και λέει η αλεπού «Κουκοτάκο μου, απόστασα» «Αμ στο ‘πα εγώ ότι θα κουραστείς. Ανέβα τώρα στην ουρίτσα μου». Ανεβαίνει η αλεπού στην ουρίτσα του και περπατάνε, και περπατάνε ώσπου συνάντησαν ένα λύκο. «Καλημέρα Κουκοτάκο», «Καλημέρα λύκε!» «Για πού Κουκοτάκο;», «Πάω στο παλάτι του βασιλιά, να πάρω πίσω το φλουράκι που μου πήρε». «Δεν με παίρνεις και μένα να πάμε παρέα;» «Έλα, αλλά να μην κουραστείς» «Αμ εγώ με τέσσερα ποδάρια και συ με δύο και κουτσός, εγώ θα κουραστώ;» Ξεκινάνε παρέα, περπατάνε, περπατάνε, περπατάνε ώσπου κουράστηκε και ο λύκος και τον ανέβασε και αυτόν στην ουρίτσα του. Περπατάνε, περπατάνε, περπατάνε ώσπου βρήκαν ένα μεγάλο ποτάμι. Πώς να περάσει τώρα ο Κουκοτάκος απέναντι; Γυρίζει και αυτός την ουρά του και λέει: «Ρούφα κόλαε το νερό, ρούφα κόλαε το νερό, ρούφα και την άμμο». Ώσπου ρούφηξε όλο το νερό και έστιψε το ποτάμι. Πέρασε έτσι και έφτασε στο παλάτι. Μόλις το είδε από μακριά άρχισε να φωνάζει: «Κικιρίκου θέλω το φλουράκι μου, κικιρίκου θέλω το φλουράκι μου». Μόλις το άκουσε ο βασιλιάς λέει: «Ω ρε ψόφο κακό να έχει, έφτασε μέχρι εδώ; Πιάστε τον − λέει στους υπηρέτες − και ρίξτε τον μέσα στα κοκόρια να τον φάνε». Τον πιάνουν οι υπηρέτες και τον πετάνε μέσα στα κοκόρια. Αφήνει ελεύθερη την αλεπού που είχε στην ουρίτσα του ο Κουτσοκοκοτάκος, τα ‘φαγε όλα τα κοκόρια .Βγαίνει πάλι έξω και αρχίζει «Κικιρίκου θέλω το φλουράκι μου, κικιρίκου θέλω το φλουράκι μου». «Ω ρε ψόφος κακός − λέει ο βασιλιάς − κατάφερε και βγήκε από ‘κει μέσα; Ρίξτε τον τώρα μέσα στα άλογα να τον πατήσουν». Τον πιάνουν και τον πετάνε μέσα στα άλογα. Αφήνει τότε τον λύκο, πάνε όλα τα άλογα, τα έπνιξε ο λύκος. Βγαίνει πάλι και αρχίζει: «Κικιρίκου, θέλω το φλουράκι μου, κικιρίκου, θέλω το φλουράκι μου». «Τώρα − λέει ο βασιλιάς − κάψτε τον στο φούρνο! Κάψτε καλά τον φούρνο, πιάστε τον και ρίξτε τον μέσα να καεί». Καίνε τον φούρνο οι υπηρέτες, τον πιάνουν και τον πετάνε μέσα. Αμολάει τότε το νερό, πάει ο φούρνος, σβήνει. Βγαίνει πάλι και ξαναρχίζει: «Κικιρίκου, θέλω το φλουράκι μου, κικιρίκου θέλω το φλουράκι μου». «Πάρτε τον τώρα και βάλτε τον κάτω στο μπαούλο να ψάξει να βρει το φλουράκι του, να το πάρει και να φύγει» λέει ο βασιλιάς. Τον παίρνουν ,τον ρίχνουν μέσα στο μπαούλο, γυρίζει τότε ο Κουτσοκουκοτάκος την ουρά του και λέει: «Ρούφα κόλαε τα φλουριά, ρούφα κόλαε τα φλουριά». Ώσπου τα ρούφηξε όλα τα φλουριά και άφησε μόνο ένα, και το πήρε στη μύτη του. Βγαίνει έξω και λέει: «Κικιρίκου, το βρήκα το φλουράκι». «Άντε στο διάολο από δω» λέει ο βασιλιάς. Όλο χαρά ο Κουκοτάκος ξεκινάει να γυρίσει πίσω στην καλύβα του παππού. Κάποια φορά έφτασε, μόλις τον είδε ο γέρος χάρηκε τόσο πολύ γιατί νόμιζε ότι είχε χαθεί. «Πού είσαι Κουκοτάκο μου; Εγώ νόμιζα ότι χάθηκες τόσο καιρό». «Στρώσε παππού ένα τσόλι κάτω, να με κρεμάσεις απ’ τη σκαμνιά, πάρε μια βέργα και να με βαράς». «Τι λες Κουκοτάκο μου; Εγώ θα σε βαρέσω, και με βέργα κιόλας;». «Βάρα με παππού βάρα με». Έτσι και έκανε ο γέρος, κρέμασε τον Κουκοτάκο από την σκαμνιά, έστρωσε από κάτω ένα τσόλι και άρχισε να τον χτυπά. «Φραστ- φρουστ-φράστ-φρουστ», όσο βάραγε ο γέρος, έπεφταν τα φλουριά πάνω στο τσόλι, γέμισε όλο το τσόλι με φλουριά. Πάει τότε ο γέρος στη γριά για να πάρει το κουβέλι για να μετρήσει τα φλουριά. Του λέει η γριά: «Τι το θες εσύ γέρο το κουβέλι;» «Θα μετρήσω καλαμπόκι» λέει ο γέρος. Αλλά η γριά ήταν πολύ πονηρή, γι’ αυτό αλείφει το κουβέλι με λίγο μέλι από κάτω για να κολλήσει αυτό που θα μετρούσε ο γέρος. Παίρνει ο γέρος το κουβέλι, μετράει τα φλουράκια, του κόλλησαν όμως δύο χωρίς να το καταλάβει. Μόλις πάει ο γέρος το κουβέλι στη γριά τα κοιτάει αυτή βλέπει τα φλουράκια, και ρωτάει τον παππού «Πού τα βρήκες γέρο τα φλουριά εσύ;», «Μου τα ‘φερε ο Κουκοτάκος», μου λέει ο γέρος και τ[00:35:00]ης τα λέει όλα. Δεν χασομέρησε όμως και η γριά και έστειλε τη σκύλα της στις κοπριές να της βρει φλουριά. Εκεί που σκάλιζε η σκύλα βρήκε ένα παρατζίκου το παίρνει και τον πάει στην γριά. Στρώνει τότε η γριά ένα καινούριο τσόλι, κρεμάει τη σκύλα απ’ τη σκαμνιά και αρχίζει και αυτή να την χτυπάει με την βέργα. «Φράστ-φρουστ,φράστ-φρουστ» αλλά η σκύλα το μόνο που έβγαλε ήταν βρωμιές και γέμισε το καινούριο τσόλι της γριάς. Ο γέρος όμως που ήταν πολύ καλός, πήρε τη γριά ξανά κοντά του και έζησαν αυτοί καλά με τα φλουριά του Κουτσοκοκοτάκου και εμείς ακόμα καλύτερα.
Και αυτό πολύ ωραίο!
Και να πω και την «Ατζογεννημένη;»
Βέβαια! Βέβαια!
Η «Ατζογεννημένη» και αυτή απ’ τον παππού και την γιαγιά. «Μια φορά και έναν καιρό, μέσα σε ένα φτωχόσπιτο, ζούσε ένα ζευγάρι που ‘χε ένα καημό, δεν είχαν παιδιά. Η γυναίκα παρακαλούσε συνέχεια το Θεό να της χαρίσει, ένα παιδάκι. Μια μέρα πάνω στην απελπισία της, παρακάλεσε το Θεό και του είπε: «Θεέ μου, δεν μου δίνεις ένα παιδάκι και ας το ‘χω και στην άτζα;». Ο Θεός την άκουσε και την λυπήθηκε, και έτσι σε λίγο καιρό η φτωχή γυναίκα έμεινε έγκυος και το μωρό το είχε στην άτζα. Πήγαινε όμως στο μικρό χωραφάκι, που είχαν και δούλευε γιατί αλλιώς δεν θα είχαν ούτε να φάνε. Πέρασε ο καιρός, και κόντευε η γυναίκα να γεννήσει. Το χωράφι είχε γεμίσει βάτα και θα ‘πιαναν τη σοδιά. Ο άντρας της πήγε στο λόγγο για ξύλα, και αυτή πήρε το τσαπί να βγάλει τα βάτα. Κάποια στιγμή όμως, γρατζουνίστηκε από ένα βάτο, μάτωσε και απ’ τον πόνο της δεν κατάλαβε ότι της έπεσε το μωρό. Όταν πήγε σπίτι, τότε το κατάλαβε. Έτρεξε πίσω στο χωράφι αλλά δεν το βρήκε. Το είδε από ψηλά ο σταυραετός, κατέβηκε το πήρε και το πήγε στη φωλιά του. Εκεί το μεγάλωσε ώσπου έγινε μια ωραία κοπέλα. Η φωλιά του σταυραετού ήταν πάνω σε ένα ψηλό δέντρο, κάτω απ’ το δέντρο ήταν μια πηγή με γάργαρο δροσερό νερό. Οι ταξιδιώτες που περνούσαν από εκεί την περιποιήθηκαν, μάζεψαν καλά το νερό και έφτιαξαν μια όμορφη βρύση. Από εκεί περνούσαν και οι υπηρέτες του βασιλιά και πότιζαν που και που τα άλογα. Μια μέρα βγήκε ο βασιλιάς με τον υπηρέτη του περίπατο στο δάσος. Κάθισε ο βασιλιάς στο ξέφωτο και αγνάντευε το όμορφο μέρος. Έστειλε τον υπηρέτη του να ποτίσει το άλογο και να ξεκουραστεί. Υπάκουσε ο υπηρέτης και πήγε στην πηγή, έκανε ζέστη και το άλογο ήταν πολύ διψασμένο. Όταν έσκυψε να πιει νερό, φοβήθηκε και βρόγκηξε. Ο υπηρέτης προσπάθησε ξανά να το ποτίσει μα δεν τα κατάφερε. Μόλις το άλογο έσκυβε στο νερό ,φοβόταν και τραβιόταν προς τα πίσω. Πήγε τότε στο βασιλιά και του είπε: «Βασιλιά, το άλογο δεν πίνει νερό. Μόλις σκύβει φοβάται και βρογκάει. Έτσι διψασμένο όπως είναι δεν γίνεται να συνεχίσει το δρόμο του. Τι θα κάνουμε;». «Φέρε μου το άλογο και θα προσπαθήσω και εγώ». Ξαναπάει το άλογο στο νερό, μήπως και καταλάβει τι συμβαίνει. Είδε τότε τη σκιά μιας κοπέλας να καθρεφτίζεται στο νερό. Γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω είδε την κοπέλα και θαμπώθηκε απ ’την ομορφιά της. Η κοπέλα ήταν πανέμορφη, και τα μάτια της γυαλίζανε στο νερό. Καθότανε σε ένα χοντρό κλαδί και κοίταζε αμίλητη. «Τι κάνεις εκεί πάνω; -την ρώτησε- Κατέβα κάτω σε παρακαλώ». Τότε η κοπέλα φοβήθηκε και άρχισε να κρύβεται πίσω απ ’τις πυκνές φυλλωσιές του δέντρου. Σε λίγο δεν φαινόταν καθόλου. Στα χαμένα το βασιλόπουλο την παρακαλούσε να κατέβει. Στο τέλος απογοητεύτηκε και έφυγε, γιατί η κοπέλα δεν άκουγε καθόλου τα παρακάλια του και ούτε του μιλούσε. Τότε πήγε στο παλάτι και κάλεσε τους ανθρώπους του, να τους δώσει οδηγίες πως θα κόψουν το δέντρο χωρίς να πειράξουν την κοπέλα. Τους άκουσε όμως μια γριά μάγισσα που ζούσε στο παλάτι και τους είπε: « Μην πειράξετε αυτό το δέντρο που έχει τη φωλιά του ο σταυραετός γιατί δυστυχία θα έρθει στο παλάτι και στον τόπο. Αφήστε με εμένα μόνη μου να κατεβάσω την κοπέλα. Εσύ − είπε στο βασιλόπουλο − κρύψου εκεί κοντά για να την πάρεις μόλις κατέβει. Εγώ, αν κάνεις όπως σου λέω, σου υπόσχομαι να την κατεβάσω από το δέντρο. Θα χρειαστώ όμως αλεύρι, μια σκάφη, μια σίτα, ένα ταψί, ένα πλάστη και μια γάστρα». Έβαλε η γριά καθαρά ρούχα, κρέμασε μακριά σκουλαρίκια στα αυτιά της και κουδουνάκια στο λαιμό και ξεκίνησε για την πηγή. Μόλις έφτασε άπλωσε κάτω όλα τα σύνεργα, μάζεψε χόρτα απ’ το βουνό τα καθάρισε, τα έτριψε, έπλυνε τα χέρια της και έβαλε μπρος την πίτα, θα ‘φτιαχνε λαχανόπιτα. Η κοπέλα έβλεπε από πάνω και καμάρωνε τη γριά, παρακολουθούσε και το βασιλόπουλο σε ένα θάμνο κρυμμένο παραπέρα[00:40:00]. Έβαλε η γριά τη σκάφη και πήρε το αλεύρι να κοσκινίσει .Κρατούσε όμως τη σίτα ανάποδα και δεν έκανε δουλειά. Η κοπέλα που την έβλεπε από ψηλά, δεν κρατήθηκε και φώναξε: «Αλλιώς γιαγιά τη σίτα, αλλιώς και την πυκνάδα». Κοίταξε η γριά προς τα πάνω και είδε την κοπέλα: «Τι είπες κοριτσάκι μου; Βροντάν τα κουδουνάκια μ’, βροντάν και τα σκουλαρικάκια μ’. Είμαι γριά πολύ και δεν σε ακούω, κατέβα παρακάτω». Κατέβηκε ένα σκαλοπάτι η κοπέλα. Η γριά ξανά τα ίδια, κοσκινούσε ανάποδα τη βλέπει ξανά το κορίτσι και της λέει «Δεν σου είπα γιαγιά, αλλιώς τη σίτα αλλιώς και τη πυκνάδα;». Δεν ακούω καλά παιδάκι μου, βροντάν τα σκουλαρικάκια μ’, χτυπάν και τα κουδουνάκια μ’. Έλα και εσύ λίγο παρακάτω». Κατεβαίνει πιο κάτω η κοπέλα, βάζει τη σίτα πιο καλά και η γριά ζυμώνει το αλεύρι για την πίτα και πάει να πλάσει τα φύλλα. Βάζει το ταψί ανάποδα για να τη στρώσει. «Αλλιώς γιαγιά τα φύλλα, αλλιώς μες στο ταψί». «Πώς τα βάζουν παιδάκι μου; Δεν σε ακούω βροντάν τα κουδουνάκια μ’, βροντάν και τα σκουλαρικάκια μ’, κατέβα λίγο παρακάτω». Την λυπήθηκε η κοπέλα και κατέβηκε άλλο ένα σκαλοπάτι. Τα βάλε τα φύλλα σωστά η γριά, έστρωσε και τα χόρτα τέλειωσε η πίτα και το κορίτσι έβλεπε απ’ το χαμηλότερο κλαδί. Πήρε η γριά τη γάστρα να την κάψει, την έβαλε ανάποδα και άναψε φωτιά. «Τι κάνεις γιαγιά; Πάλι ανάποδα τα ‘βαλες;». Δεν ακούω κορίτσι μου ούτε και βλέπω καλά. Είμαι πολύ γριά, έλα να την βάλεις εσύ σωστά». Την λυπήθηκε τότε το κορίτσι και με ένα πήδημα βρέθηκε κάτω και άρχισε να βοηθάει τη γριά. Τότε όμως παρουσιάστηκε το βασιλόπουλο, θαμπωμένο απ’ την ομορφιά της, την άρπαξε και την πήγε στο παλάτι του. Το κορίτσι δεν είχε κέφι, ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε, ούτε έτρωγε. Μόνο νερό έπινε και όλο έκλαιγε. Τότε το βασιλόπουλο αποφάσισε να την παντρευτεί και η γριά μάγισσα της έκανε ένα όμορφο δώρο. Μόλις το άνοιξε το κορίτσι είδε ένα δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα. Το φόρεσε στο δάχτυλο της και άλλαξε διάθεση. Άρχισε να μιλάει, να γελάει και να τρώει. Διηγήθηκε στο βασιλόπουλο όλη την ιστορία της και έκλαψε πολύ. Έγινε ο γάμος και απόκτησαν ένα όμορφο παλικαράκι. Το μικρό βασιλόπουλο μεγάλωνε, αλλά η πεθερά της κοπέλας που την μισούσε δεν την άφηνε σε ησυχία. Έβρισκε πάντα τρόπο να της χαλάει την ευτυχία. Σε λίγο καιρό έγινε πόλεμος. Το παιδί τους είχε μεγαλώσει αρκετά, ο βασιλιάς ο πεθερός της έφυγε στον πόλεμο και πήρε μαζί του και τον άντρας της το βασιλόπαιδο για να πολεμήσουν και οι δυο. Μετά από λίγο καιρό, σκοτώθηκε ο βασιλιάς και τη θέση του πήρε το βασιλόπαιδο, έτσι γύρισε στο παλάτι βασιλιάς. Η μάνα του όμως ήταν πολύ κακιά, δεν χώνευε καθόλου τη νύφη της. Όσο έλειπε ο άντρας της και ο γιος της στον πόλεμο, βρήκε ευκαιρία να διώξει τη νύφη απ’ το παλάτι. Την έντυσε με παλιά ρούχα και την έστειλε να φυλάει χηνάρια πέρα μακριά στα χωράφια. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος και γύρισε βασιλιάς ο γιος της στο παλάτι, ζήτησε την γυναίκα του. Την έψαξε παντού μα δεν την βρήκε πουθενά. Τότε η μάνα του, του είπε πως η γυναίκα του πέθανε και να μην την ξαναψάξει. Το βασιλόπουλο, το βασιλόπαιδο έπεσε να πεθάνει απ’ τη στεναχώρια του. Πήρε το γιο του που είχε μεγαλώσει αρκετά, καβάλησαν τα άλογα και βγήκαν βόλτα πέρα στα χωράφια μακριά για να του δείξει την περιουσία του. Η γυναίκα του όμως τον είδε, είδε και το παιδί της και σκίρτησε η καρδιά της. Εκεί που φυλούσε τα χηνάρια άρχισε να τραγουδάει: « Άτζα μάντζα η μάνα μου, γραντζουναριά η μαμή μου, και ο σταυραετός με άδραξε και στη φωλιά με πήγε. Γριούλα με κατέβασε, βασιλογιός με πήρε, και γιος φυλάει τη μάνα του και ‘γω φυλάω τα χηνάρια». Μόλις άκουσε το βασιλόπουλο αυτά τα λόγια λέει: «Πες το πάλι χηναρού αυτό το τραγούδι». «Άσε βασιλιά μου εγώ το λέω για να περνώ την ώρα μου εδώ που φυλάω τα χηνάρια». «Όχι, όχι επέμενε το βασιλόπαιδο, πες το πάλι! Γιατί μ’άρεσε πολύ». Κοντοζυγώνει και ο γιος να ακούσει και βλέπει της μάνας του το δαχτυλίδι. Βούρκωσε το παιδί μα δεν είπε τίποτα γιατί μαγεύτηκε απ’ τη φωνή της απ’ το τραγούδι και έλεγε: «Άτζα μάντζα η μάνα μου, γραντζουναριά η μαμή μου και ο σταυραετός με άδραξε και στη φωλιά με πήγε. Γριούλα με ξεπλάνεψε, βασιλογιός με πήρε, ο γιος φυλάει τη μάνα του και ‘γω φυλάω τα χηνάρια». «Μπαμπά κοίτα το δαχτυλίδι της» είπε το παιδί. Τη γνώρισε τότε το βασιλόπαιδο και της λέει «Εσύ είσαι η γυναίκα μου, δεν πέθανες όπως μου είπε η μάνα μου;» «Εγώ είμαι», του απάντησε εκείνη και του τα μαρτύρησε όλα για τη μάνα του. «Παιδί μου είναι η μάνα σου» είπε στο παλικάρι. Αγκαλιάστηκαν τότε και φιλήθηκαν και οι τρεις .Την πήρε ο βασιλιάς στο άλογο, πήγαν στο παλάτι και έζεψε τη μάνα του πίσω απ’ τα βόδια[00:45:00]. Αυτά αφού την έσυραν πέρα-δώθε την σκότωσαν τη κακιά τη μάνα. Βασίλεψαν τότε ειρηνικά, και έζησαν καλά αυτοί και εμείς καλύτερα!
Ωραίο και αυτό! Δηλαδή και τα τρία ήταν… εντάξει!
Και τα τρία ήταν! Υπάρχουν παραμύθια αρκετά, και άλλα έχω αλλά εντάξει. Και τότε στο χωριό μας λεγόταν, υπήρχαν πολλά παραμύθια τα οποία τα έλεγαν στα νυχτέρια που μαζεύονταν και πολλά ήταν για μεγάλους. Δεν ήταν για παιδιά και για να... Με τεμπέληδες, με πάρα πολλά και με διάφορες άλλες.
Αυτά τα τρία τα οποία μας είπατε ήταν απ’ την περίοδο φαντάζομαι έτσι του… επειδή μου αναφέρατε και Εμφύλιο μέσα. Εκείνη την περίοδο, εννοώ εκείνη την περίοδο άρχισαν να λέγονται απ’ το παππού και τη γιαγιά −
Αυτά είναι πολύ παλιά, είναι πολύ παλιά παραμύθια, «από πάππου προς πάππου» που λέμε. Τα οποία τώρα δεν ακούγονται, ας πούμε και εγώ αν δεν τα είχα καταγράψει αυτά δεν θα τα ήξερα. Δεν τα θυμάμαι καλά, εκτός απ’ τον «Μήτσο» που το ‘λεγε η μάνα μου και στα παιδιά μου τελευταία. Όπως και τα άλλα τα οποία δεν τα έχω καταγράψει. Πρέπει να τα …αρχίζει και η μάνα μου και τα ξεχνάει πια. που τα ‘λέγαν πιο πολύ οι μεγάλοι μεταξύ τους, εκεί όταν σπάζαν τα καλαμπόκια, όταν μαζεύαν να περάσει με τις λάμπες… ξέρεις στα χωριά τα παλιά χρόνια, πολύ παλιά παραμύθια.
Αυτή είναι και η ουσία έτσι; Να τα καταγράψουμε να μην χαθούν.
Ναι, ναι!
Κυρία Βούλα ,ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα τα οποία μας είπατε σήμερα, τα παραμύθια, τα τραγούδια, τα πάντα. Και θέλουμε έτσι να κλείσουμε όμορφα, και να μας πείτε κάτι το οποίο εσείς θέλετε δικό σας, ένα ωραίο μήνυμα για το τέλος.
Ωραίες είναι οι καταγραφές αυτές να γίνουνε για να μείνουνε για τις επόμενες γενιές, να ξέρουν πώς κατάγονται, τι κάναν οι γονείς οι προπαπ… όλοι οι… βοήθησε με −
Οι παλιοί, οι παλιοί.
Ναι όλοι οι παλιοί, οι παλιοί, η καταγωγή τους. Να ξέρουν από που κατάγονται και τι… και να πατούν, να παίρνουν βάσεις γερές και να συνεχίζουν και αυτοί τη ζωή τους οι νέοι. Ευχαριστώ πολύ και εγώ Ισμήνη μου και ό, τι άλλο θέλεις.
Σας ευχαριστούμε πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ.