© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο μοναδικός δάσκαλος της "Σφυριάς", της σφυριχτής γλώσσας στην Αντιά Εύβοιας

Κωδικός Ιστορίας
11064
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτης Τζαναβάρης (Π.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/07/2020
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)
Σ.Β.:

[00:00:00]Ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Πείτε μου λίγο το όνομά σας.

Π.Τ.:

Παναγιώτης Τζαναβάρης.

Σ.Β.:

Ωραία, εγώ ονομάζομαι Σταύρος Βλάχος και είμαστε στα Αντιά. Πείτε μου κάποια πράγματα για εσάς. Πότε γεννηθήκατε και που μεγαλώσατε.

Π.Τ.:

Εγώ γεννήθηκα το 1948, εδώ σ’ αυτό το δωμάτιο, που καθόμαστε και κάπου σε αυτή τη θέση που κάθομαι τώρα, υπήρχε ένα κρεβάτι, όπου γεννηθήκαμε έξι αδέλφια. Ο τελευταίος, είχε την τύχη να γεννηθεί στο νοσοκομείο.

Σ.Β.:

Και μεγαλώσατε εδώ στο χωριό;

Π.Τ.:

Στο χωριό έμεινα μέχρι τα δεκατέσσερα χρόνια μου. Δεκατεσσάρων χρονών έφυγα, πήγα στην Αθήνα, σε μία τεχνική σχολή για ένα χρόνο, κατόπιν βγήκα στη βιοπάλη. Ξεκίνησα να πάω στο νυχτερινό γυμνάσιο, δουλεύοντας την ημέρα στην οικοδομή. Μετά το στρατιωτικό, παρακολούθησα τις σχολές «Ωμέγα», το τμήμα Αεροπορικών Επιχειρήσεων, κάτι που δεν το έκανα ποτέ, αλλά από εκεί πήρα πάρα πολλά εφόδια, τα οποία με βοήθησαν για οτιδήποτε έκανα στη ζωή μου. Γιατί είχα την τύχη, να έχω καθηγητή μου τον Γιώργο τον Σιότροπο, έναν άνθρωπο, ο οποίος επεδίωκε να μας εμφυσήσει γνώσεις του αύριο. Και πάντοτε μας έλεγε: «Μη βλέπετε ποτέ τι υπάρχει στην κορυφή του βουνού. Θα πρέπει να σκεφτείτε, αν θέλετε να προοδεύσετε, τι υπάρχει πίσω απ’ το βουνό».

Σ.Β.:

Ωραία, γυρνώντας τώρα στο χωριό, τα παιδικά χρόνια… Τι θυμάστε; Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας εδώ; Πως ήταν η ζωή τότε;

Π.Τ.:

Η ζωή ήτανε δύσκολη στο χωριό, διότι την περίοδο αυτή, δεν υπήρχε δρόμος. Για να πάμε στην Κάρυστο, πηγαίναμε απ’ το βουνό, περπατώντας πέντε και έξι ώρες, δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα. Ζούσαμε με μία οικιακή οικονομία, τρώγαμε ό, τι παρήγαμε. Είχαμε το κοπάδι μας, τα μελίσσια μας, φτιάχναμε το σιτάρι μας, το καλαμπόκι μας, τα φασόλια μας, τον τραχανά μας για το χειμώνα. Μία ζωή απλή μεν, αλλά όχι ιδιαίτερα στερημένη.

Σ.Β.:

Και η απομόνωση ήταν εδώ σε όλα τα χωριά του Κάβοντορο, τότε; Αυτή η απομόνωση υπήρχε;

Π.Τ.:

Βέβαια, η απομόνωση ήταν ίδια και χειρότερη, διότι όσο πηγαίναμε προς το Κάβο Ντόρο, η απόσταση επικοινωνίας με την Κάρυστο ήταν ακόμα πολύ πιο δύσκολη. Πάρα πολλοί άνθρωποι είχαν χαθεί το χειμώνα στο βουνό, που προσπαθούσαν να κάνουν τη διαδρομή αυτή με χιονοθύελλες, με βροχές κλπ.

Σ.Β.:

Το χωριό είχε περισσότερο κόσμο τότε;

Π.Τ.:

Το χωριό είχε τότε 260 κατοίκους. Υπήρχε περίοδος που στο σχολείο υπήρχανε σαράντα παιδιά. Υπήρχε ζωή στο χωριό.

Σ.Β.:

Οι αναμνήσεις σας, οι πιο έντονες, ποιες είναι από εκείνη την περίοδο των παιδικών σας χρόνων;

Π.Τ.:

Ήτανε μία ζωή ρουτίνας. Δε μπορώ να πω ότι υπήρχανε έντονες αναμνήσεις. Μία ζωή ρουτίνας, διότι από μικροί έπρεπε να δουλέψουμε, από όταν καταλάβαμε τον εαυτό μας, παράλληλα δουλεύαμε, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Διότι οι δουλειές ήταν πάρα πολλές, η οικογένεια ήταν μεγάλη, τα κτήματα διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία, οπότε έπρεπε να μετέχουμε στην καθημερινότητα.

Σ.Β.:

Τώρα εδώ το χωριό από πότε χρονολογείται; Από πότε υπάρχουν αναφορές για το χωριό;

Π.Τ.:

Η ιστορία του χωριού χάνεται πίσω στους αιώνες. Τα Αντιά είναι το μοναδικό χωριό του Κάβο Ντόρο, που δεν έχει εποικιστεί, δεν υπάρχουν στοιχεία εποικισμού. Μέσα απ’ τους μύθους, από ιστορικά στοιχεία, οι Αντιώτες υπάρχουν ανέκαθεν σε αυτό το μέρος. Παλαιότερα, το χωριό ήταν λίγο υψηλότερα, στις Καρυές, εκεί που υπάρχουν τώρα τα κτήματα, αλλά επειδή ήταν πιο εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, μετά κατεβήκαμε προς τα κάτω, αλλά αυτό είναι πάρα πολλά χρόνια πίσω. Υπάρχουν διάφορες εικασίες, ότι προερχόμαστε από ένα απόσπασμα Περσών, το οποίο είχε ξεμείνει με τη Ναυμαχία της Σαλαμίνος στο Καστρί και με την πανωλεθρία που έπαθε ο Ξέρξης, τους εγκατέλειψε, αυτή την οπισθοφυλακή, και για ασφάλεια, μεταφερθήκανε στο εσωτερικό της περιοχής και ήρθαν και εγκατεστάθησαν εδώ κι έτσι δημιουργήθηκε το χωριό Αντιά. Άλλη εκδοχή, ότι είμαστε από ένα απόσπασμα πάλι στρατιωτικό, αλλά Ιλλυρίων, μια άλλη από ένα στρατιωτικό απόσπασμα Πελοποννησίων. Τίποτα όμως δεν επιβεβαιώνεται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εμείς, για πάρα πολλούς αιώνες, είμαστε εδώ. Ίσως και δύο και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, διότι αν πάμε για την εκδοχή των Περσών και ίσως επειδή ήταν απομονωμένοι οι [00:05:00]Αντιώτες, θέλησαν να επινοήσουν έναν δικό τους τρόπο επικοινωνίας.

Σ.Β.:

Εσείς ως παιδί θυμάστε από μικρό παιδί, απ’ τις αναμνήσεις σας τις πρώτες, αυτό με τα σφυρίγματα, αυτή τη γλώσσα εδώ πέρα; Απ’ τις πρώτες σας αναμνήσεις υπήρχε;

Π.Τ.:

Η σφυριχτή γλώσσα ήταν συνυφασμένη με την καθημερινότητα της ζωής μας. Το 90% των κατοίκων μιλούσαν. Όλοι βέβαια, την καταλάβαιναν. Από μικροί, μαθαίνοντας να μιλάμε, στα επτά-οκτώ εκεί πέρα, το βάζαμε πείσμα όλοι να μάθουμε να σφυρίζουμε, για να μπορούμε κι εμείς να επικοινωνούμε σφυριχτά. Ήταν μία γλώσσα, που χρησιμοποιείτο στην καθημερινότητα, διότι την περίοδο αυτή, όλοι οι άνθρωποι ήταν διασκορπισμένοι στην ύπαιθρο. Όπως βλέπετε, η περιοχή μας είναι όλο βουνά, λαγκάδια και ράχες. Και οι τσοπάνηδες, οι αγρότες, έτσι, σφύριζε ο ένας στον άλλον και από ράχη σε ράχη, ένα μήνυμα μπορούσε να ταξιδέψει είκοσι-τριάντα χιλιόμετρα, μέσα σε πολύ λίγα λεπτά.

Σ.Β.:

Άλλα παραδείγματα, πώς διευκολύνονταν έτσι η επικοινωνία σας, μέσω της σφυριάς;  Άλλα παραδείγματα έτσι της καθημερινότητας;

Π.Τ.:

Ήταν καθημερινότητα, όπως είπα, ναι. «Κώστα, πες στον Γιάννη − που τον Γιάννη τον έβλεπε ο Κώστας απ’ τη Ράχη − ότι τον ζητάν, ότι υπάρχει αυτή η ανάγκη, ότι η προβατίνα του είναι εδώ ή μήπως είδε τα δικά μου πρόβατα;» ήταν μία καθημερινότητα. Πολύ πιο πίσω, δε, την περίοδο των πειρατών, έβγαιναν οι πειρατές και μάζευαν τα κοπάδια, οπότε μόλις έβλεπαν πειρατικό, σφύριζαν ο ένας στον άλλον και απομάκρυναν τα κοπάδια τους από τις παραλίες και σώζανε το βιός τους ή κρυβόντουσαν. Το ίδιο γινότανε και επί Τουρκοκρατίας. Μπορούσαν να μεταφέρουν μηνύματα, χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι, ήταν κάτι πολύ σημαντικό.

Σ.Β.:

Άρα για την προέλευση τι ερμηνεία υπάρχει; Πόσο βαθιά στο χρόνο χάνεται αυτή η γλώσσα; Ποια είναι η αρχή της −

Π.Τ.:

Αυτό χάνεται πίσω στην ιστορία του χωριού, δηλαδή τα Αντιά και η σφυριχτή γλώσσα πάνε πακέτο εδώ και πολλούς αιώνες.

Σ.Β.:

Υπάρχει και σε άλλα χωριά ή μόνο στην Αντιά αυτό που παρουσιάζεται, εδώ στην περιοχή; 

Π.Τ.:

Επειδή οι άνθρωποι τότε, στην καθημερινότητά τους επάνω στις Ράχες και με τα γύρω χωριά ήταν παρέες. Τα κονάκια τους τα είχαν ο ένας εδώ, ο άλλος πιο πέρα, με αποτέλεσμα να σφυρίζουν και από τα γύρω χωριά. Αλλά αυτό είχε ξεκινήσει από εδώ και εδώ ακόμα παραμένει. Έχω τον φίλο μου τον Παναγιώτη Ρούσση από το Κόμητο, ο οποίος σφυρίζει υπέροχα, αλλά αυτός, πάντοτε στις Ράχες ήτανε μαζί με τους Αντιώτες.

Σ.Β.:

Κάποια πράγματα για τη γλώσσα θέλετε να μας πείτε; Πώς είναι με συλλαβές, με αλφάβητο; Πώς ακριβώς δηλαδή, τη μιλάτε αυτή τη γλώσσα;

Π.Τ.:

Η γλώσσα είναι… πολλοί το θεωρούν ότι είναι κώδικας, δεν είναι κώδικας, είναι γλώσσα. Χρησιμοποιούμε τα φωνήεντα, σύμφωνα, τα σύμφωνα άλλα βγαίνουν, άλλα δε βγαίνουν με τη σφυριχτή γλώσσα, μπορούν να βγουν απ’ τα συμφραζόμενα. Αλλά είναι μία γλώσσα! Θα πούμε: «νερό», θα πούμε «εδώ», θα πούμε «εκεί».

Σ.Β.:

Κι έχει και τονισμό; Πώς είναι;

Π.Τ.:

Βέβαια, βέβαια! Ο τονισμός είναι πολύ σημαντικό, διότι με διαφορετικό τονισμό αλλάζει έννοια το σφύριγμα.

Σ.Β.:

Δηλαδή σφυρίζετε τις συλλαβές, τα γράμματα, τις λέξεις; Τι ακριβώς σφυρίζετε σε κάθε λέξη;

Π.Τ.:

Τα γράμματα.

Σ.Β.:

Τα γράμματα… Μάλιστα.

Π.Τ.:

Παναγιώτης. Σπύρος. Είναι λέξεις.

Σ.Β.:

Αλλού στον κόσμο υπάρχουν αντίστοιχες γλώσσες;

Π.Τ.:

Υπάρχουν και σε άλλα σημεία, στο Kuşköy της Τουρκίας, στη Μαύρη Θάλασσα, υπάρχει στο Μαρόκο, που στο Μαρόκο το ανακάλυψε πρόσφατα, πριν τρία χρόνια ένας φίλος μου, ο Ζεράρ [Δ.Α.], απ’ τα Πυρηναία, με τον οποίο είμαστε φίλοι και ενώ εκείνος ξεκινούσε να την επαναφέρει τη γλώσσα στα Πυρηναία − γιατί είχε χαθεί για εικοσιπέντε χρόνια −, εγώ ξεκινούσα να τη διασώσω εδώ. Κι έτσι, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν κι εκείνος ταξίδευε στα Κανάρια, είχε έρθει εδώ και επέστρεψε πίσω και έχοντας ηχητικά ντοκουμέντα, την [00:10:00]επανέφερε με σφυριχτές στα Πυρηναία. Παράλληλα, πήγε και στο Μαρόκο, γιατί του ‘χαν πει ότι πρέπει ίσως, αλλά στο Μαρόκο όταν πήγε δεν το ήξεραν. Και ανέβηκε στον Άτλαντα και βρήκε τους Βερβερίνους, οι οποίοι όντως επικοινωνούν σφυριχτά. Τα Κανάρια νησιά, φαίνεται μόνο το Gran Canaria, αλλά βασικά, σφυρίζουν σε πάρα πολλά νησιά. Εκεί είναι πάρα πολύ διαδεδομένο και έχουν κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά, στα Κανάρια νησιά, διότι έχουν κάνει γραπτό, γραπτά τη σφυριχτή γλώσσα, την έχουν μελετήσει ηχητικά, την έχουν βάλει στα σχολεία, είναι οι πιο προχωρημένοι από όλους. Υπάρχει στο Μεξικό, το Μεξικό προφανώς από Ισπανία έχει μεταφερθεί και παρακολουθώντας όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι, εγώ δεν αποκλείω, η μητέρα των γλωσσών της σφυριχτής γλώσσας, να είναι η ελληνική. Διότι οι Έλληνες, μην ξεχνάμε, ότι ήταν οι πρώτοι που ταξίδεψαν τη Μεσόγειο και εκεί που έχει αναπτυχθεί ήταν κοντά στη θάλασσα. Στην Τουρκία, στο χωριό που σφυρίζουν, είναι ακόμα και σήμερα ελληνόφωνοι, είναι εξισλαμισμένοι Έλληνες, Πόντιοι, αυτοί που σφυρίζουν. Οι Ισπανοί, ιστορικά, είναι και αποδεδειγμένο ότι οι Βάσκοι είναι απόγονοι των πρώτων Ελλήνων, που κατοίκησαν την Ισπανία, οι οποίοι έδωσαν και το όνομα της Ισπανίας «Εις Πανίαν». Λοιπόν, οπότε ήταν Βάσκοι αυτοί που μιλούσαν τη σφυριχτή γλώσσα. Όσο για τα Κανάρια Νησιά, το ότι είχαν βγει απ’ τη Μεσόγειο οι Έλληνες, αυτό είναι γεγονός. Όσο δε για τους Βερβερίνους, οι Βερβερίνοι τί ήταν; Ήταν πειρατές που ταξίδευαν το Αιγαίο και αναγκάστηκαν να ανέβουν στον Άτλαντα, όταν οι Γάλλοι και οι υπόλοιπες Δυνάμεις αποφάσισαν να τους εξαφανίσουν από τη θάλασσα. Οπότε δεν αποκλείεται να είναι η μητέρα των γλωσσών.

Σ.Β.:

Πολύ ενδιαφέρον. Τώρα, αυτή η απομόνωση εδώ στα χωριά σας μέχρι πότε συνεχίστηκε, ποια δεκαετία και πότε η γλώσσα άρχισε να γίνεται γνωστή και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ότι υπάρχει αυτό το πράγμα εδώ;

Π.Τ.:

Η γλώσσα έγινε γνωστή το ’92  αν θυμάμαι καλά, όταν έπεσε ένα αεροπλάνο στην Όχη και έψαχναν να βρουν τον πιλότο. Είχαν έρθει παράλληλα και συνεργεία της ΕΡΤ. Και είδαν ότι κάποιοι… γιατί είχαν πάει κάτοικοι εδώ της περιοχής, που γνώριζαν την περιοχή, ήξεραν. Είχαν βρει το αεροπλάνο, αλλά έψαχναν να βρουν και τον πιλότο, γιατί ο πιλότος, έπεσε το αεροπλάνο σε δέντρα, δεν σκοτώθηκε, αλλά η τύχη του το ‘χε να τελειώσει οπωσδήποτε εκεί στην Όχη. Βγήκε απ’ το αεροπλάνο, περπάτησε κι έπεσε σε γκρεμό, αρκετά μακριά απ’ το αεροπλάνο, για αυτό και δεν τον βρίσκανε, ήταν νύχτα. Και είδε εκεί, οι άνθρωποι μεταξύ τους σφύριζαν, λέει: «Τι κάνετε; Τι σφυρίζετε;» λέει: «Μιλάμε» και αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον. Και εκ των υστέρων, έγινε, διοργάνωσε η ΕΡΤ, μία πανευρωπαϊκή συνάντηση πνευστών, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και η ΕΡΤ κάλεσε τους σφυριχτές από τα Αντιά. Εγώ τότε, ήμουν στη Σύρο και ακούω απ’ το ραδιόφωνο ότι έγινε διαγωνισμός πνευστών στο Μέγαρο Μουσικής και μία ομάδα από την Εύβοια πήρε το πρώτο βραβείο. Λέω, μα απ’ την Εύβοια δεν παίζουμε πνευστά όργανα και το βράδυ ακούω το ίδιο πράγμα και ακούω σφυριές αντιώτικες και κοιτάζω την τηλεόραση και είδα όλους τους σφυριχτές της Αντιά, να είναι στο Μέγαρο Μουσικής. Και από εκεί έγινε γνωστή η σφυριχτή γλώσσα. Έκτοτε, ήρθαν πάρα πολλοί εδώ και επισκέφθηκαν το χωριό, που ήταν ο μπάρμπα-Παναγής ο Κεφαλάς, ο οποίος είναι ένα ιστορικό πρόσωπο για το χωριό. Γράφτηκαν πολλά, ειπώθηκαν πολλά, αλλά δεν έγινε τίποτα για να διασωθεί. Και ακόμα και σήμερα ό, τι γίνεται, γίνεται για το θεαθήναι, ότι εκεί υπάρχει αυτό το πράγμα. Πρέπει όμως, να γίνει κάτι, ούτω ώστε αυτό να αλλάξει και να τη διασώσουμε. Εγώ αυτό έχω βάλει στόχο στη ζωή μου, μέσα απ’ τις δυνατότητες που έχω, να αλλάξουμε αυτό το δεδομένο. Μέχρι ένα σημείο, το έχω πετύχει. Πρέπει να [00:15:00]γίνουν ακόμα πολλά.

Σ.Β.:

Εσάς τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κάνετε αυτή την προσπάθεια διάσωσης της γλώσσας;

Π.Τ.:

Πάντοτε ήμουν ευαισθητοποιημένος σε θέματα πολιτισμού και επειδή στη Σύρο, για όλα τα χρόνια που έμενα εκεί, δραστηριοποιούμουν σε πάρα πολλά θέματα, ήθελα να κάνω κάτι και για το χωριό μου. Και βλέποντας ότι η σφυριχτή γλώσσα τείνει να εξαφανιστεί, το ‘βαλα σαν προσωπικό στοίχημα, να το αλλάξω αυτό το θέμα, οπότε το 2010 φτιάξαμε με άλλους εδώ συγχωριανούς έναν Σύλλογο, να υπάρχει ένας φορέας, για να αλλάξουμε αυτά τα δεδομένα, να το μεταφέρουμε σε νέους, να γίνει ευρύτερα γνωστό και να ευαισθητοποιήσουμε όχι την κοινή γνώμη, στην κοινή γνώμη έχει περάσει. Τους ιθύνοντες, διότι πέρα από όλα, πρέπει να μεσολαβήσει το δημόσιο, χρειάζονται και χρήματα ούτως ώστε να επιτευχθούν αυτά τα πράγματα.

Σ.Β.:

Υπάρχει ελπίδα να διασωθεί η γλώσσα πιστεύετε;

Π.Τ.:

Αρκεί να υπάρξει θέληση, ελπίδα υπάρχει. Το πρώτο μεγάλο βήμα που έγινε, είναι ότι μετά από δουλειά προσωπική, τριών χρόνων και βάλε, πέρυσι τον Οκτώβριο, το 2019 δηλαδή, κατοχυρώθηκε σαν στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Υπέβαλα το φάκελο στο Υπουργείο Πολιτισμού και υπάρχει ένα στοιχείο, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό. Τώρα, από εδώ και πέρα, πρέπει να γίνουν πάρα πολλά βήματα ακόμα, να συμπληρωθεί ο φάκελος που θα υποβληθεί στον παγκόσμιο φάκελο πολιτιστικής κληρονομιάς και κατόπιν στην Ουνέσκο. Δε βλέπω φως, διότι εγώ αφενός μεν έχω κουραστεί, αφετέρου δεν υπάρχει απ’ την Πολιτεία ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι εγώ δεν  έχω δυνατότητα να διαθέτω χρήματα πλέον, για αυτό το συγκεκριμένο θέμα.

Σ.Β.:

Οι ομιλητές πόσοι είναι αυτή τη στιγμή, της γλώσσας;

Π.Τ.:

Είναι περίπου είκοσι, αλλά είμαστε διασκορπισμένοι, ακόμα και στο εξωτερικό. Εδώ στα Αντιά είναι γύρω στα έξι-επτά άτομα. Άλλοι βρίσκονται στην Κάρυστο…

Σ.Β.:

Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να χαθεί τελικά η γλώσσα, πιστεύετε; Μετά από λίγα χρόνια…

Π.Τ.:

Ο νεότερος σφυριχτής, αυτή τη στιγμή, είναι τριάντα χρονών-τριάντα πέντε, τριάντα χρονών, αλλά είναι δύο-τρεις. Αυτοί που είναι τριάντα χρονών σημαίνει ότι για άλλα τριάντα χρόνια θα υπάρχουν, αλλά ένας και δύο δε λέει τίποτα. Θα πρέπει αυτοί οι σφυριχτές να πολλαπλασιαστούν και αυτό θα πρέπει να γίνει τώρα. Διότι δυστυχώς, είμαι ο μόνος που τη διδάσκω. Αυτό πρέπει να γίνει τώρα, για να μπορέσω να φτιάξω έναν καινούργιο δάσκαλο, ούτως ώστε να συνεχιστεί. Διότι παλαιότερα, μαθαίναμε τελείως εμπειρικά, ακούγοντας ο ένας τον άλλον. Σήμερα αυτό, επειδή στην καθημερινότητα δεν υπάρχει, πρέπει να γίνει συγκεκριμένες ώρες, από συγκεκριμένα άτομα.

Σ.Β.:

Γιατί δεν πρέπει να χαθεί αυτή η γλώσσα; Τι θα σημάνει η απώλειά της;

Π.Τ.:

Οτιδήποτε χάνεται, είναι σαν να χάνουμε κάτι απ’ τον εαυτό μας, διότι αν αφήσουμε τα ήθη, τα έθιμα, την ιστορία μας, δεν έχουμε λόγο ύπαρξης. Εγώ πιστεύω απόλυτα σε αυτό που λέει: «Όταν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι, δε ξέρεις πού θα πας» και η σφυριχτή γλώσσα είναι μία μοναδικότητα στην Ελλάδα, δε μιλάω στο χωριό μας, στην Ελλάδα! Και αν ακόμα δε χρησιμοποιείται για την καθημερινότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χίλιους δυο άλλους τρόπους. Φτιάξαμε ένα βίντεο, το οποίο το είχαμε γυρίσει στο Δίον, στο αρχαιολογικό πάρκο του Δίον και είχε παίξει στη Νέα Υόρκη. Αυτό έγινε με τη συμβολή του Ιδρύματος Ωνάση. Πέρυσι, μου ζήτησε ένας Γερμανός μουσικός να του ηχογραφήσω έξι σελίδες όπερα, την οποία θα την παρουσίαζε σε ένα σύγχρονο φεστιβάλ θεάτρου και κινηματογράφου, που θα γινότανε στη Βιέννη. Δηλαδή, μπορεί οι χρήσεις της να είναι πολλαπλές. Είναι ένα στοιχείο, που απ’ τη στιγμή που υπάρχει, πολιτισμικό, πολιτιστικό στοιχείο, που μπορεί να έχει πολλαπλές χρήσεις.

Σ.Β.:

Κι εσείς που έχετε μεγαλώσει έτσι με το χωριό ζωντανό τότε και με τη σφυριά παντού, πως σας κάνει να αισθάνεστε η σημερινή εικόνα με τους λίγους κατοίκους και τους λίγους ηλικιωμένους, πλέον, να τη μιλούν;

Π.Τ.:

Σίγουρα δεν είναι ευχάριστο! Εγώ είμαι ένας απ’ τους λίγους, που έστω περιστασιακά, έχω επιστρέψει εδώ, επισκεύασα το [00:20:00]σπίτι και το έκανα για αυτό, όπως είπα προηγουμένως, διότι ετούτο το σπίτι, είναι οι ρίζες της οικογένειάς μου, που πάει 250 χρόνια πίσω, το ’χτισε ο προπάππους αυτό το σπίτι, ο οποίος δεν ήταν από τα Αντιά, ήταν η προγιαγιά μου Αντιώτισσα. Ο προπάππους μου ήρθε εδώ, ήταν Αρβανίτης, χωρίς να μένουν πίσω στα Αρβανιτοχώρια κάποια ιστορικά πρόσωπα κλπ. Μέχρι που κάποια στιγμή, βρέθηκε κάποιος να μου λέει ότι: «Οι Τζαναβαραίοι ήταν στα… προφανώς είχε έρθει απ’ την Κέρκυρα, διότι εκεί είχαν καταφύγει οι Τζαναβαραίοι απ’ το Σούλι». Το Τζαναβάρης είναι τούρκικο όνομα, «canavar» σημαίνει αγρίμι-θηρίο και προφανώς εκεί, τους είχαν ονομάσει οι Τούρκοι «αγρίμια- θηρία» τους Σουλιώτες, που δεν μπορούσαν ποτέ να τους κατακτήσουν. Με τους Πόντιους έχει άλλη έννοια, το «τζαναβάρι» είναι ο ήρωας, πάλι ο δυνατός. Ότι είχε φύγει κάποιος απ’ την Κέρκυρα και πήγε σε ένα νησί και ένα άλλο γεγονός είναι ότι ο προπάππους μου, ενώ στην περιοχή εδώ, η ντόπια φορεσιά ήταν το «στενό» που λέγανε, η βράκα με το μαύρο επάνω, ο προπάππους μου φορούσε φουστανέλα. Είχε την παραδοσιακή, ελληνική τότε φορεσιά, των Κλεφτών. Φουστανέλα, γιλέκα, τα οποία διασώζοντο μέχρι τα παιδικά μου χρόνια. Τη φουστανέλα τη φορούσαμε και στις γιορτές του σχολείου και λέγανε ότι αυτή ήταν του προπάππου. Είναι ένα στοιχείο, που δεν αποκλείεται, να κατάγομαι απ’ το Σούλι.

Σ.Β.:

Και θα συνεχίσετε έτσι με την ίδια θέρμη να προσπαθείτε για τη διάσωση της γλώσσας;

Π.Τ.:

Όσο μπορώ θα το κάνω, όσο έχω τη δυνατότητα θα το κάνω. Αν και υπάρχουν απογοητεύσεις, είχα πει να μην το κάνω, να μην κάνω τίποτα άλλο, διότι πέρυσι όταν κατετέθη ο φάκελος και ενεκρίθη, αμέσως μία ώρα μετά, διάβασε η γυναίκα μου μία δημοσίευση, ότι αυτό επετεύχθη από τον Δήμαρχο της Καρύστου του ’13 και με το γιο του, ο οποίος είναι ένας εκκολαπτόμενος πολιτικός, ο Γιάννης ο Μανώλης. «Μετά από προσπάθειες του πατέρα μου κι εγώ, λέει, επιτέλους, δικαιωθήκαμε και πέρασε». Αλλά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που το βλέπουν με διαφορετική ματιά, όπως από το Ίδρυμα Γκομέλλα, που ενδιαφέρθηκαν πρόσφατα, να παρουσιαστεί η σφυριχτή γλώσσα σε ένα διεθνές φόρουμ, που θα παρακολουθήσουν τουλάχιστον 250 ερευνητές γλωσσολόγοι, ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι. Και εκεί με είχανε συστήσει γλωσσολόγοι Έλληνες καθηγητές, απ’ τα πανεπιστήμια της Αγγλίας και λέω, ίσως αξίζει τον κόπο, για αυτούς τους ανθρώπους να ασχοληθώ ακόμα, διότι υπάρχουν άνθρωποι, που το αναγνωρίζουν. Τώρα, για αυτούς που δε μπορούν να το δουν, προφανώς, δε χρειάζεται να ασχολούμαστε.

Σ.Β.:

Και όταν κάποια νέα παιδιά, που κάνετε μαθήματα, μιλούν τη σφυριά και τα βλέπετε, πώς σας κάνει αυτό να αισθάνεστε;

Π.Τ.:

Είμαι πανευτυχής! Τους έχω σαν παιδιά μου, διότι είναι πολύ σημαντικό, διότι αφενός μεν, κάνουν αυτό που θέλω, αλλά έχουν και το ζήλο να μπορέσουν να το συνεχίσουν. Αρχικά, δεν υπήρχε ενδιαφέρον να το μάθουν, αλλά με όλα αυτά τα γεγονότα που ακολούθησαν, που έχουν έρθει εδώ στα Αντιά κανάλια από Ιαπωνία, Αυστραλία, BBC, BBS αμερικάνικο, γερμανικά, τα γαλλικά κανάλια έχουν έρθει δύο φορές. Οι φίλοι μου Γάλλοι λένε: «Δε θέλουμε να σε βλέπουμε πλέον, γιατί σε έχουμε βαρεθεί να σε βλέπουμε εκεί στη Γαλλία». Έπαιξε στην Αμερική, είχαμε παίξει ένα οπτικοακουστικό στο Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, στην Αθήνα. Μετά από αυτή τη δημοσιοποίηση της γλώσσας, οι νέοι έχουν ενδιαφέρον, αλλά δεν έχουμε τη δυνατότητα, να τους παρέχουμε τα μαθήματα, ούτως ώστε να διαδοθεί. Δηλαδή, αν υπήρχε η δυνατότητα να οργανώσουμε μαθήματα ενός μηνός, ας πούμε, κάθε καλοκαίρι, σίγουρα, σήμερα οι σφυριχτές θα ήτανε, οι καινούργιοι, άλλοι είκοσι.

Σ.Β.:

Και τα παιδιά που μαθαίνουν τη γλώσσα, γιατί τη μαθαίνουν; Τι σας λένε; Ποιο είναι το κίνητρό τους; Πέρα από τη δημοσιότητα, αυτό και ό, τι ήδη ξέρουνε, υπάρχει κάτι βαθύτερο ίσως που τους κάνει…

Π.Τ.:

[00:25:00]Σε κεντρίζει αυτό το άγνωστο. Να μάθεις κάτι, που δεν το ξέρει ο άλλος. Να επικοινωνείς και να μη σε καταλαβαίνει ο άλλος, γιατί η βασική χρήση αυτής της γλώσσας, πέρα από το να επικοινωνούμε από πολύ μακριά, ήτανε και αυτό. Να σφυρίζω εγώ στον απέναντι τι θέλω και να μην καταλαβαίνεις εσύ. Είχε έρθει ένας χωροφύλακας στο καφενείο να πιάσει έναν κατσικοκλέφτη. Ο κατσικοκλέφτης ήταν απέναντι στο βουνό. Και λέει στον καφετζή: «Που είναι ο Σπύρος;» λέει: «Απέναντι στο βουνό, να’ τος, εκεί με τα γίδια του» «Να του πεις, να έρθει εδώ, λέει, που τον θέλω» και του σφυρίζει ο καφετζής: «Σπύρο, μην έρθεις εδώ, ο χωροφύλακας θα σε πιάσει». Οπότε του λέει ο τσοπάνης: «Πες του θα μου πιάσει τα απ’ αυτά μου!» «Τι είπε;» λέει ο χωροφύλακας, «Περίμενε, τον λέει, θα έρθει». Ακόμα ο χωροφύλακας τον περιμένει!

Σ.Β.:

Πολύ ωραίο, ωραίο. Εσείς έχετε παιδιά, εγγόνια;

Π.Τ.:

Δυστυχώς όχι, δεν έχω παιδιά.

Σ.Β.:

Στα ανίψια σας έχετε μάθει; Θέλουνε;

Π.Τ.:

Τα ανίψια μου είναι μεγάλα και δεν υπάρχει κανείς που είναι εδώ.

Σ.Β.:

Ωραία, εντάξει.

Π.Τ.:

Έχω αυτόν τον ανιψιό εδώ, ο οποίος, ελπίζω, κάποια στιγμή να μάθει.

Σ.Β.:

Και μία ευχή που θέλετε να κάνετε για τα Αντιά και για τη σφυριά;

Π.Τ.:

Τα Αντιά… Τα Αντιά εύχομαι να υπάρξουν ακόμα κάποιοι σαν κι εμένανε, που να ενδιαφερθούν για το χωριό και να συνεχίσει να έχει ζωή. Όσο για τη σφυριχτή γλώσσα, εύχομαι να ανοίξουν τα ώτα αυτών που πρέπει, για να υπάρξει μία βοήθεια, ούτως ώστε αυτό το πράγμα να επιτευχθεί. Είναι κάτι που μπορεί να γίνει, αρκεί να διατεθούν κάποια χρήματα και να υπάρξει το ανάλογο ενδιαφέρον. Δυστυχώς, ο Δήμος εδώ, ενδιαφέρεται για τις ανεμογεννήτριες, γιατί από εκεί έχει πολλές μίζες, ενώ η σφυριχτή γλώσσα, πρέπει να διαθέσουν λεφτά και δε θα εισπράξουν τίποτα. Ο νυν Περιφερειάρχης είχε δείξει ένα ενδιαφέρον, από όταν έγινε Περιφερειάρχης δεν το βλέπω. Αλλά εγώ πάντα ελπίζω.

Σ.Β.:

Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ κύριε Τζαναβάρη.

Π.Τ.:

Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Σ.Β.:

Να είστε καλά.