© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ηχώ απ' τις σπηλιές της Σύρνας

Κωδικός Ιστορίας
11063
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Μεταξωτού (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/08/2020
Ερευνητής/τρια
Ιόλη Αποστόλου (Ι.Α.)

[00:00:00]

Ι.Α.:

Είναι Δευτέρα, 31 Αυγούστου 2020, είμαι η Ιόλη Αποστόλου, ερευνήτρια στο Istorima και είμαι στην Αστυπάλαια, με την;

Ε.Μ.:

Γιαγιά Ελένη. Με λένε Γιαγιά Ελένη του Θεοδώρου Μεταξωτού ή Σαψάκου, το παρατσούκλι μας.

Ι.Α.:

Πότε γεννηθήκατε;

Ε.Μ.:

Καλώς ήρθατε! Χαίρομαι που σας γνωρίζω και να είστε άξιοι να κάνετε αυτά τα πράγματα, να μένουν οι ιστορίες οι σωστές, οι αληθινές στον κόσμο, να ακούν και οι νέοι ανθρώποι και να παίρνουνε δύναμη, πείρα, αγάπη πάνω απ’ όλα! Που όταν έχει ο άνθρωπος αγάπη μέσα του και υπομονή, όλα τα άλλα μπορεί να τα ξεμπερδέψει!

Ι.Α.:

Αυτό θέλουμε κι εμείς. Σας ευχαριστούμε πολύ! Θα μου πείτε πότε γεννηθήκατε;

Ε.Μ.:

Γεννήθηκα το ‘40 στις 17, 7 Ιουνίου το ‘40.

Ι.Α.:

Πού;

Ε.Μ.:

Εδώ στην Αστυπάλαια γεννήθηκα, αλλά εμείς μέναμε... Οι γονείς μου, δηλαδή, ο προπάππους μου, ο παππούς μου, ο πατέρας μου, είμαστε, έχει ένα νησάκι πιο κάτω, η Σύρνα, που εκεί μέναμε. Ήταν, δηλαδή, τρεις γενιές που μέναμε πάνω. Ήταν ο προπάππους, γέρασε ο προπάππους, έμεινε ο παππούς, μετά ανάλαβε ο πατέρας μου μέχρι που μπορούσε, που ήτανε καλά.

Ι.Α.:

Τη θυμάστε την παιδική ηλικία;

Ε.Μ.:

Βεβαίως και τη θυμάμαι την παιδική μου ηλικία και αν σας πω κάτι, ας πούμε, ότι τώρα που μεγάλωσα και είμαι πιο ήρεμη θέλω να θυμάμαι πάντα εκείνα, να μένω σε εκείνα. Γιατί ήτανε αγνά και γεμάτα αγάπη απ’ τους ανθρώπους. Φτωχοί ανθρώποι, αλλά ήτανε αγνά! Ερχόντουσαν οι ψαράδες, γιατί είναι ψαρότοπος, ερχόντουσαν οι ψαράδες πάνω που ψαρεύανε, έφερνε τα μικροκάικα, δεν υπήρχαν μηχανές και τέτοια πράγματα, όπως… Ερχότανε μία Ψαροπούλα, ένα καΐκι μεγάλο, δηλαδή, που το λέγανε “Ψαροπούλα” και ερχότανε στη Σύρνα, ας πούμε, κι ήφερνε τα μικροκάικα αυτά, που ψαρεύανε αυτοί και το καΐκι το μεγάλο μάζευε τα ψάρια δύο φορές τη βδομάδα και τα πήγαινε και τα πουλούσε. Και ερχόντουσαν τώρα το καλοκαίρι, που τα παιδιά τους δεν κάναν σχολείο, ερχόντουσαν οι γυναίκες ως τα παιδιά τους πάνω. Ήρθε η εποχή, δηλαδή, που ήμαστε και 50 άτομα. Είχαμε σπιτάκια ξεροτράχαλα, βέβαια, ίσα που χωρούσε το κρεβάτι και το στρώμα και περνούσαμε πολύ ωραία! Ήταν φτωχός ο κόσμος, αλλά δεν είχε... Ζούσε με αυτό που είχε, αυτό που μπορούσε. Τώρα τα ‘χουμε όλα και όλα μας λείπουν. Για αυτό και πάμε “κατά διαόλου”, που λένε.

Ι.Α.:

Τι παιχνίδια παίζατε μικρή;

Ε.Μ.:

Δεν είχαμε πολλά πράγματα για να παίξουμε. Τα παιχνίδια μας, να σου πω τι ήταν, να παίζουμε κυνηγητό τα παιδιά που μαζευόμαστε, καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες. Να σου πω ότι τις προάλλες τυχαία ήρθε κάποιο παιδί ύστερα από 65 χρόνια, που ‘ρχόταν από την Κρήτη ο πατέρας του και ψάρευε και τυχαία ήραξε και είδε την επιγραφή “Σύρνας” και “Σαψάκου” και ήρθε και σμίξαμε, που ήμασταν παιδάκια!

Ι.Α.:

Πως νιώσατε;

Ε.Μ.:

Τι να σου πω! Πως ένιωθε εκείνος και πως εγώ; Ναι... Είχε το tablet, μου ‘δείξε τις αδερφές του, αλλά εγώ πού να θυμάμαι τόσους ανθρώπους; Τέλος πάντων, να ‘ναι καλά! Και ήμαστε… Το πιο ωραίο μας πράγμα ήτανε, δηλαδή που, το βράδυ που μαζευόμαστε, καθόμαστε χάμω τώρα όλοι γύρω-γύρω στρώναμε, άμα ήταν χειμώνας στρώναμε προβιές των ζώων και καθόμαστε. Είχαμε ένα μαγκάλι που ήτανε από οβίδα, δηλαδή από χειροβομβίδα γιατί την είχαμε κόψει και βάζαμε τα κάρβουνα να βράζουμε και καθόμαστε γύρω-γύρω. Μεθιούσαν με το γάλα, τάχα μου! Να μας λένε παραμύθια! Ιστορίες, παραμύθια, γιατί δεν είχαμε ράδια και τέτοια πράγματα, τηλεοράσεις, ούτε φως. Με το λύχνο ήμαστε, με τη λάμπα και μας λέγανε. Μπορεί ένα παραμύθι να κρατούσε και δυο μήνες να τελειώσει! Μας λέγαν κάθε βράδυ λίγα-λίγα ή να παίζει ο πατέρας μου τη λύρα ή την τσαμπούνα να χορεύουν οι ανθρώποι, να γλεντάνε! Ήτε όμορφα, όμορφα! Φτωχά χρόνια, πολύ κουρασμένα, πάρα πολύ! Γιατί δεν υπήρχαν οι βοήθειες όπου υπήρχαν τώρα, γιατί είχαμε ζώα, σπέρναμε για να ‘χουμε και εμείς το ψωμί να τρώμε και να τρών’ και τα ζώα μας. Και ήταν όμορφα τα χρόνια εκείνα! Φτωχά, αφού να σκεφτείς ότι πολλές φορές τους γέρους, που τους λυπόμουνα που ερχόντουσαν ξυπόλητοι, έβρισκα ξυλάκια στη θάλασσα και κάρφωνα δερματάκια από τα ζώα που σφάζαμε και τους έκανα σαν παντόφλες.

Ι.Α.:

Αυτοσχέδιες!

Ε.Μ.:

Να φοράνε. Ναι, παιδί μου!

Ε.Μ.:

Μετά ήρθε ο πόλεμος. Ο πατέρας μου λόγω το νησί, βέβαια όπου ήτανε σαν σταυροδρόμι, είχε αναλάβει στην αντίσταση. Ερχόντουσαν πάνω τα πολεμικά πλοία, οι μεγάλοι ναύαρχοι εκείνα τα χρόνια, ο Κώστας ο Μπουρδάκας, ο Αντρέας ο Λόντος... Πολλοί, δεν τους θυμάμαι να σας τους πω. Από την Κρήτη οι Μαντουβάδες, μας έχουνε βαφτίσει κιόλα οι Μαντουβάδες ένα παιδάκι, την αδερφή μου. Τη βγάλαμε και Ελευθερία, επειδή ήταν απελευθέρωση. Κατερίνα και Ελευθερία. Μας πέθανε μέχρι να... Αρρώστησε και μέχρι να πάει το πολεμικό να φέρει γιατρό, μας ‘πόθανε και το θάψαμε πάνω εκεί στο νησάκι, στον Άη Γιάννη. Γιατί έχουμε δύο εκκλησίες πάνω. Ο Άης Γιάννης κι ο Άης Γιώργης. Ήτανε δύσκολα εκείνα τα χρόνια, γιατί φοβόμαστε τους Γερμανούς. Τον πολύ καιρό τον ζούσαμε μέσα σε σπηλιές. Ο πατέρας μου είχε εννιά αδερφές και τις είχε, τις πολλές τις είχε πα στο νησί με τα παιδιά τους, γιατί οι άντρες τους τους είχανε πάρει στον πόλεμο και τις είχαμε κοντά μας, δηλαδή. Και είχε, ας πούμε, σπηλιές. Διάφορες σπηλιές που τις είχε φτιάξει μετά. Είχαμε κρεβάτια, δηλαδή, ένα στρώμα μέσα. Τυρί, παξιμάδι, νερό. Σε μία δύσκολη ώρα, ας πούμε, πήγαινε έπαιρνε καθεμία τα παιδιά της και πήγαινε και έμενε μες στη σπηλιά τις δύσκολες ώρες. Για συνεννόηση είχανε όταν... Είχαν ορισμένα μέρη που αράζανε τα βαπόρια, τα ελληνικά, τα εγγλέζικα, το υποβρύχιο, το «Παπανικολής», που ερχόταν συνέχεια, έπαιρνε εκείνες τα νερά. Είχε ένα σημάδι ο πατέρας μου: τους έβαζε, όταν είχε Γερμανούς στο νησί, τους έβαζε μία γερμανική κονσέρβα και αυτοί, σου λέει, “έχει Γερμανούς στο σπίτι”, δεν ερχόντουσαν. Όταν ήταν καθαρό το νησί και δεν είχε κανένα, έβαλε ελληνική ή εγγλέζικια, και ερχόντουσαν στα σπίτια. Επεράσαμε δύσκολες ώρες! Μετά τους είχανε προδώσει. Κάποιος, δηλαδή, επρόδωσε και είπε ότι «σε αυτά τα μέρη του νησιού πάνε βαπόρια ελληνικά και εγγλέζικα και ο Μεταξωτός τους καμουφλάει». Δηλαδή είχανε κάποιο δίχτυ που το ρίχνανε πάνω στο καράβι και ήτανε σύμφωνα με τη στεριά το χρώμα. Καμουφλάζ το λέγανε. Οπότε έπρεπε να ξέρεις στο σημείο που ήτανε για να το καταλάβεις πως ήτανε αραμμένο κάποιο βαπόρι. Είχε πάει ο πατέρας μου κάτω και τους είχε πάει, είχε σφάξει κρέατα, είχαμε βγάλει ψωμί, τυριά και τους πήγε κάτω και είχε χαλάσει ο ασύρματος του καραβιού. Και έφευγε ο πατέρας μου, γιατί στο πιο ψηλό βουνό του νησιού, που υπήρχε και σπηλιά που μέναμε μέσα, είχε ασύρματο. Φεύγοντας ο πατέρας μου για να πάει στον ασύρματο να ειδοποιήσει, να πει ότι ο ασύρματος του βαποριού έχει χαλάσει και δεν μπορούν να επικοινωνήσουνε... Ξέρεις το νησί είναι: εδώ είναι το ένα λιμάνι κι εδώ είναι το άλλο. Λοιπόν, το λιμάνι, σε αυτό το λιμάνι ήταν αραμμένα τα βαπόρια και σε αυτό, το άλλο λιμάνι, ήταν τα σπίτια, που δεν φαινότανε το ένα λιμάνι με το άλλο.

Ι.Α.:

Διαμεσολαβούσε ένα βουνό.

Ε.Μ.:

Το κάλυβε, ναι. Άκουσε[00:10:00] όταν έφυγε από ‘κει και πήγαινε για τη σπηλιά, ας πούμε, για τον ασύρματο, άκουσε πυροβολισμούς. Κι εκεί νευρίασε ο πατέρας μου, λέει «δεν θωρούν να φτιάξουν τον ασύρματο, μόνο κάνουνε σκοποβολές;» Νόμιζε ότι οι ίδιοι για καλαμπούρι κάνανε σκοποβολή.

Ε.Μ.:

Ναι. Αλλά άκουσε και συνέχιζε. Δηλαδή, ο πατέρας μου άρχισε να νευριάζει, σου λέει «δεν θωρούν να κάνουν τη δουλειά τους τώρα, να φύγουνε, μόνο θωρούν να παίζου»; Γυρνάει πίσω και τι να δει; Όπως ήταν το λιμάνι έτσι, που ήταν τα βαπόρια, ήταν αυτό εδώ κλεισμένο με γερμανικά.

Ι.Α.:

Ο κόλπος ήτανε κλεισμένος με γερμανικά.

Ε.Μ.:

Με γερμανικά καράβια και πυροβολούσαν. Από ‘κει γυρνάει πίσω, έρχεται στα σπίτια – όχι κοντά στα σπίτια – και φωνάζει «φέρτε μου το παιδί μου και όλες στις θέσεις σας, γιατί ήρθαν Γερμανοί». Η κάθε μία μάνα, δηλαδή, που ‘χε το παιδί να το πάρει, να πάρει τα παιδιά της, αλλά κάτω από 5-6 παιδιά δεν είχε η καθεμία. Εκείνα τα χρόνια ‘κάναν όσα έστελνε ο Θεός. «Και φέρτε μου και το παιδί μου», εμένα. Με πήγε κάποια θεία μου, με πήρε από ‘κει προχωρώντας για να φτάσει στον ασύρματο, να πει ότι «ξέρεις, μας βομβαρδίζουν τα γερμανικά». Αλλά αυτοί είχανε βγάλει στρατό σε όλο το νησί γύρω γύρω και μετά ήρθαν και μπομπαρδίζανε. Οπότε είχε μια ραφή. Όχι σπηλιά, μία ραφή έτσι. Ίσα που, δηλαδή, όπως ανεβαίναμε, όπως είναι το βουνό και ανεβαίναμε πάνω επρόβαλε το στρατό μπροστά μας και μπήκαμε κάτω απ’ τη ραφή. Με είχε κλείσει το στόμα μου ο πατέρας μου, μπρούμυτα και όλο το στρατό πέρασε από πάνω μας και δεν μας είδε, ευτυχώς. Είχαμε κρυφτεί από κάτω. Δεν ήταν σπηλιά βαθιά, ίσα που ήταν η ραφή και καλυβόμαστε από κάτω. Δεν είχαν αφήσει τίποτα, ό,τι κινιότανε το διαλύσανε. Επιάσαν αιχμαλώτους, βέβαια, αυτούς που ήταν μέσα στα βαπόρια, πήραν τα βαπόρια και φύγανε. Μετά από εκεί μας διώξανε απ’ το νησί, μας διώξανε και πήρε μερικά ζώα ο πατέρας μου και τα πήγε στο Βαθύ. Είχε κάποια χτήματα ο παππούς στο Βαθύ, γιατί είχαμε πολύ... Είχαμε χιλιόμετρο, δεν είχαμε 10, 20 να μπορείς να τα τιμονέψεις. Και είπε, τάχα μου, ότι τα μετάφερε όλα, αλλά δεν παύει να ήτανε στο νησί πάνω και έμπαινε σαν ναύτης, δηλαδή ότι ήταν ναύτης, μέσα σε καΐκια, ψαροκάικα που πήγαινε πάνω για να βλέπει τα ζώα και πάλι ερχόταν πίσω, γιατί έπρεπε να δίνει το παρών εδώ. Από ‘κει και έπειτα τα κατάφερε πάλι και πήρε τα ζώα και πήγε στο νησί, ξανάμεινε στο νησί. Ήτανε κάποιοι γνωστοί, που ήτανε φίλοι με τους Γερμανούς και ξέρω ‘γω και του ‘δώσαν το ελεύθερο και ξαναπήγε πάλι. Από ‘κει και έπειτα, να σου πω τώρα για τον Άγγλο.

Ι.Α.:

Να μου πείτε.

Ε.Μ.:

Λοιπόν, σου είπα ότι έχουμε δύο εκκλησάκια πάνω, τον Άη Γιάννη και τον ‘Αη Γιώργη. Ο Άη Γιώργης είναι ακριβώς εδώ που πας στο λιμάνι κι ο Άης – Γιάννης είναι –

Ι.Α.:

Πιο ψηλά.

Ε.Μ.:

Πάνω στην κορφή. Σαν να λέμε εκεί πάνω. Εμείς πρωί-βράδυ, ο κόσμος να χαλούσε, έπρεπε να πάμε να ανάψουμε, να θυμιάσουμε το Μοναστηράκι. Κάποια, λοιπόν – που είχαμε ανθρώπους και μας βοηθούσαν δηλαδή στα ζώα – βλέπει εδώ μπροστά – όπως ήταν το λιμάνι εδώ ήταν το εκκλησάκι, εδώ ήταν το λιμάνι - βλέπει εδώ μπροστά ένα κόκκινο πράγμα και το ‘παιζε η θάλασσα. Ήρθε, λοιπόν, αυτή και το ‘πε του πατέρα μου. Του λέει: «Πάρβα,» – γιατί τον ‘λέγαν πάρβα, θείο δηλαδή και το λέγανε πάρβα – «πάρβα μπροστά στο Κυριακόποντο» – λέγεται Κυριακόποντο εκείνο το μέρος – «έχει ένα κόκκινο πράγμα και πάει και έρχεται, το πάει και το φέρνει η θάλασσα.» Ο πατέρας μου φαντάστηκε ότι ίσως ήταν κάποιοι που ‘θέλαν να τον πιάσουν, τέλος πάντων, και σου λέει «μήπως είναι μία προπαγάνδα, δηλαδή.»

Ι.Α.:

Κόλπο.

Ε.Μ.:

Ναι, ένα κόλπο. Τους λέει: «Φύγετε όλοι απ’ το σπίτι, στα μέρη σας» και παίρνει τα κιάλια και πήγε με προφυλάξεις, βέβαια, δίχως να το δουν αυτό και το μέσα και είδαν ότι μέσα σε αυτή τη λέσβο είχε έναν άνθρωπο που ήτανε μισοτελειωμένος. Πάλι φοβήθηκε, σου λέει «μήπως είναι κάποιο κόλπο».  Οπότε πάει ο πατέρας μου εκεί. Όταν είδε, βέβαια, πέρασε καμιά ώρα που παρακολουθούσε και είδε ότι ήταν ήσυχα τα πράγματα και η λέσβο πια ερχότανε κοντά στην ξηρά και χτυπούσε δώθε κείθε και είδε, βέβαια, ο άνθρωπος ότι, που ήτανε μέσα, ότι ήτανε ξάπλα, ματωμένος αυτός. Οπότε δένει ένα σπάγκο με μία πέτρα και το πετάει μες στη λέσβο και την τραβάει, την ήφερε γιαλό-γιαλό. Έχει άμμο εδώ, τον ήφερε στον άμμο. Είχε, βέβαια, και τους βοσκούς. Βοσκούς λέμε τους ανθρώπους που βλέπαν τα ζώα. Τους έστειλε και πήγαν και φέρανε ένα μουλάρι και βάλανε ξύλα πάνω και στρώσαμε μία κουβέρτα και τον πιάσαμε, γιατί άντρουκλας, μεγάλος άνθρωπος και νέο παιδί. Δεν μιλούσε, δε λαλούσε, ήτανε μισοτελειωμένος και τον φέραμε στο σπίτι. Είχε κοπεί το κρέας του όλο, τον μπουτιού. Ευτυχώς, το κρέας μόνο. Είχε γυρίσει έτσι κάτω... Εκείνα τα χρόνια εμείς δεν υπήρχανε φάρμακα και αλοιφές. Έκανε ο πατέρας μου, που ‘κάνε ο παππούς του κι ο πατέρας του, με ασκέλα, με κερί, φρέσκο κερί με λάδι και κάναμε αλοιφή και με πετρέλαιο να πλύνουμε την πληγή. Άφησε, όμως, σημάδια αν περάσουνε καράβια να δούνε ότι έχει κίνδυνο κι έπρεπε να έρθουνε σ’ επαφή. Τον παίρνουμε, λοιπόν, από ‘κει, τον βάζουμε, τον φέρνουμε στο σπίτι. Με όποιο τρόπο μπορούσαμε να το γιατρέψουμε, να του δώσουμε λίγο γάλα να πιει, κάτι, που ήταν ο άνθρωπος μισοπεθαμένος. Άφησε, όμως, σημάδι ο πατέρας μου ότι πρέπει να έρθει κάποιος στο σπίτι, γιατί τους λέει «ήρθε κάποιος άνθρωπος, το μόνο που λέει κάπου-κάπου «Joey Foster». Τι εξηγεί; Έλληνας είναι; Εγγλέζος είναι; Εβραίος είναι; Γερμανός είναι; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να συνεννοηθώ» και οι δικοί μου όλοι, βέβαια, του νησιού ήταν αγράμματοι άνθρωποι, δεν ήξερανε τι ήθελε να πει. Τέλος πάντων, ήρθανε στο σπίτι. Είχεν έρθει ο Αντρέας ο Λόντος στο σπίτι και όταν τον είδανε –είχαν έρθει τρεις, μας έλεγε ο πατέρας μου, τρεις στο σπίτι – και όταν άκουσαν που είπε αυτός... Περιμέναν να μιλήσει, να πει κάτι και είπε τη λέξη «Joey Foster». Έτσι, ότι ήταν τάχα ο Joey Foster. Σταματήξαν και οι τρεις προσοχή μπροστά του. Αυτός ήταν μεγάλος αξιωματικός και πήγαινε κάποια έγγραφα να ανατινάξουν κάποια γέφυρα. Εκεί τους πιάσανε και τους ‘κλείσαν φυλακή και τους πηγαίναν για εκτέλεση. Από ‘κει κάποιος τους βοήθησε και φύγανε. Ήτανε πιλότος αυτός.  Κάποιος τους βοήθησε και φύγανε. Το πήραν οι άλλοι χαμπάρι. Φύγανε, βέβαια, με αεροπλάνο, τους βομβαρδίσαν στο δρόμο και πέσανε, γιατί στη Σύρνα δίπλα, γύρω γύρω της έχει κι άλλα νησάκια. Είναι οι Πλακίδες, η Στεφανιά, η Μικρή Πλακίδα, είναι οι δυό Αδερφοί που βρίσκεις ‘μπρος σου που πας στη… Κι είναι κι ο Ζαφοράς με το νησάκι του. Όλα αυτά ανήκουνε στη Σύρνα. Αυτός ο άνθρωπος… Και μετά από ‘κει ο άλλος τον είχε κόψει η οβίδα και αφού ήρθε μετά από 50 χρόνια και μας βρήκε και μου λέει: «Όταν θα πέσω να κοιμηθώ ακόμα ακούω τη φωνή του ανθρώπου αυτουνού», που ενώ βυθίστηκε, βγήκε μετά πάνω και του φώναζε «βοήθεια, βοήθεια», έβγαλε το χέρι του το ένα γιατί το άλλο του ‘χε φύγει, μέχρι που τον[00:20:00] πήρε η θάλασσα... Και είχε, δηλαδή, ακόμα τον πόνο της φωνής τ’ ανθρώπου κεινού! Του λένε του πατέρα μου ότι «πάρ’ τον από το σπίτι, μην τον έχεις στο σπίτι σου, γιατί αν έρθουν να τον εύρουνε δεν θα σκοτώσουν μόνο εσένα. Αυτά που έχεις, καμιά τριανταριά παιδιά, θα στα σφάζουνε να μαρτυρήσεις πού τον ηύρες, πώς και τι.» Τον πήραμε... Και ‘φύγαν αυτοί, πήραν τα έγγραφα. Τα έγγραφα εντωμεταξύ αυτός τα είχε μέσα στα σκέλη του κολλημένα. Πήραν τα έγγραφα και φύγανε. Πήγαν κι ανατινάξαν τη γέφυρα τελικά. Τους έδωσαν τις πληροφορίες και φύγανε αυτοί. Τον πήραμε εμείς, τον πήγαμε σε μία σπηλιά μέσα. Μακριά απ’ τα σπίτια, βέβαια. Κι εκεί με είχαν κι εμένα μέσα και του ‘δωνα νερό και του ‘λέγα, λέει, όταν ήρθε πια αυτά μου τα ‘πε, πως του ‘δωνα, τάχα μου, να πιει και του έλεγα “μαμ, μαμ, μαμ”, να φάει δηλαδή. Με είχαν δηλαδή μέσα μαζί του για να μην είναι μόνος, να αυτώνει ο άνθρωπος. Μετά από οκτώ μέρες ήρθαν και τον πήρανε.

Ι.Α.:

Ποιοι;

Ε.Μ.:

Πάλι οι Έγγλέζοι, οι Έλληνες, Εγγλέζοι, όλοι αυτοί. Είχεν έρθει το υποβρύχιο, το Παπανικολή, ανοιχτά. Άραζε ανοιχτά τα νησιά και τον πήρε με βάρκα και τον πήγαν πάνω και τον πήρε. Ετελείωσε αυτό το θέμα. Τώρα να σου τελειώσω τον Joey Foster.

Ι.Α.:

Ναι, αμέ.

Ε.Μ.:

Αφού τελείωσε ο πόλεμος, τέλος πάντων, και πήγε πια στην πατρίδα του. Όταν έφευγε, όμως, που ήρθαν και τον πήραν έβγαλε τον αρραβώνα του και μου τον ήδωσε.

Ι.Α.:

Πως ήτανε;

Ε.Μ.:

«Πάρε» μόνος του. Δαχτυλίδι, το δαχτυλίδι.

Ι.Α.:

Πως ήτανε; Πως ήτανε; Θυμάστε;

Ε.Μ.:

Ήγραφε τα ονόματά των πάνω. Δεν θυμάμαι και τι ήγραφε επάνω. Ναι. Ήγραφε το όνομά του και της αρραβωνιαστικιάς του τ’ όνομα, απ’ τη μέσα μεριά. Ναι και φύγανε... Ο άνθρωπος αυτός δεν θυμότανε, γιατί ήταν, βέβαια, σε τέτοια αθλία κατάσταση ούτε που είχε πέσει, ούτε πώς, τι θυμόταν. Μόνο το όνομα του πατέρα μου, Θοδωρής, το όνομά του παππού μου, Μπαρμπαγιάννης, το δικό μου όνομα και Σύρνα. Σαψάκος, Σύρνα. Έλεγε στα παιδιά του, έκανε εν τω μεταξύ δύο παιδιά, δύο αγόρια. Τον έναν τον έβγαλε Γιάννη και τον άλλο Θοδωρή. Έλεγε του πατέρα μου τ’ όνομα και του παππού. Έλεγε, λοιπόν, στα παιδιά του ότι «Πώς μπορώ, τέλος πάντων, να μάθω που είναι οι άνθρωποι αυτοί; Που υπάρχει Σύρνα; Που είναι; Για να πάω να τους βρω;” Έψαχνε 50 χρόνια για να μας βρει. Εγώ δούλευα μέσα στο ξενυχτάδικο. Πριν από χρόνια δούλευα μες στο ξενυχτάδικο, εκείνο το μαγαζί που είναι εκεί μπροστά. Ήτανε ωραίο, το αφήκαν και διέλυσε. Και τα παιδιά αυτά είχανε κάτι φίλους δημοσιογράφους, που ‘λέγαν, ας πούμε, «βρε εκεί που πάτε στην Ελλάδα, στα νησιά, μήπως ακούσατε Σαψάκος; Μήπως ακούσατε Σύρνα; Ο πατέρας μου θα πεθάνει με αυτό τον καημό, να βρει τους ανθρώπους αυτούς».  Λοιπόν, είχαν αυτά τα παιδιά του, είχανε κάτι φίλους δημοσιογράφους και λέγανε, ας πούμε, «βρε, ο πατέρας μου θα πεθάνει με αυτό τον καημό. Εκεί που πάτε, που γυρνάτε – » Γεια σου κούκλα. «που γυρνάτε στα νησιά μήπως ακούσετε Σύρνα που είναι, Σαψάκος;» Έλεγε τα ονόματα, βέβαια, «Θοδωρή, Γιάννη και Λενάκι.» Δεν ήξερε, δε θυμόταν τίποτα άλλο. Έτυχε να έρθουν οι ανθρώποι αυτοί στην Αστυπαλιά. Εγώ σας είπα δούλευα μέσα στο μαγαζί εκεί, τους έψησα καφέ, τους πρόσφερα. Δεν ξέραν και Ελληνικά πολλά. Εκείνη την ώρα ήρθε ένα καΐκι απ’ τη Σύρνα ψαράδικο και μου φωνάζουνε «Σαψάκαινα, έλα! Ήρθαμε από τη Σύρνα. Έλα να πάρεις ψάρια!» Ακούσαν αυτοί: «Σαψάκαινα» και «Σύρνα». Μπαίνει ο ένας μέσα να με... Πήγα εγώ, πήρα τα ψάρια, τέλος πάντων, ήρθα. Μπαίνει μέσα, λοιπόν, ένας και μου λέει «Σαψάκαινα ποια είναι;», λέω «εγώ», «Ελένη;», λέω «εμένα». «Σύρνα;», «ένα νησί πιο κάτω», «Θοδωρής;», λέω «ο μπαμπάς μου, αλλά έχει πεθάνει» λέω. «Γιάννης;», λέω «ο παππούς μου, αλλά έχει πεθάνει». Αυτό ήταν. «Στον πόλεμο», μου λέει, «στο ‘40;», λέω «ναι, ήμασταν» λέω. «Τώρα είναι λίγα χρόνια που φύγαμε, γιατί αρρώστησε ο πατέρας μου και φύγαμε».  Εκείνη την ημέρα ήταν πρωί. Την άλλη μέρα, την παράλλη μέρα το πρωί ήρθε με τη γυναίκα του. Σε δυο μέρες μέσα δηλαδή. Πήραν τα παιδιά πια αυτά τηλέφωνο τους γιους του, του είπαν ότι «βρήκαμε τους ανθρώπους αυτούς, είναι στην Αστυπάλαια», ήρθαν αεροπορικώς και ήρθαν και μ’ εύραν. Δεν μπορώ να σου πω τι είχε γίνει!

Ι.Α.:

Πείτε μου!

Ε.Μ.:

Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα, τα πάντα! Ναι, ο πατέρας μου, βέβαια, δε ζούσε. Η μητέρα μου ζούσε. Πήγαμε... Να σκεφτείς ότι πήγαμε στα οστά του πατέρα μου και του παππού μου και είχε ανοίξει το κουτί που είχα τα οστά τους μέσα – γιατί τους έχω φτιάξει κοινοτάφιο μες στο νεκροταφείο και τους έχω μέσα – και έπιασε το κόκκαλο του ποδιού του και ξάπλωσε χάμω. Εξάπλωσε χάμω και το ‘βαλε στο παντελόνι του μέσα και όση ώρα διάβαζε ο πάπας, που κάναμε τρισάγιο, ήταν ξάπλως χάμω με το κόκκαλο στο πόδι. Εκεί ερχόταν τρία χρόνια και μ’ έβρισκε κάθε καλοκαίρι. Έφερνε και τα παιδιά του την τελευταία χρονιά. Μετά με πήρε τηλέφωνο, μου ‘στειλε γράμμα και μου ‘γραφε ότι η Jessy, η γυναίκα του, είχε πέσει κάτω κι είχε σπάσει το γοφό της και δεν μπορούσε πια να ξανάρθει. Μετά γέροι ανθρώποι ήτανε, δεν θα... Έβγαλε εφημερίδα δημοσίευσε, ας πούμε, ότι «βρήκα τους ανθρώπους, μετά από 50 χρόνια βρήκα τους σωτήρες μου». Το έβαλε και στην εφημερίδα, μας πήρε το ΣΚΑΪ τηλέφωνο απ’ την τηλεόραση και μιλήσαμε. Ήτανε κάτι που ήταν ο μόνος άνθρωπος που ένιωσε αγάπη και ευγνωμοσύνη. Την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που του δώσαμε, την ένιωσε και ήθελε να την ανταποδώσει.

Ε.Μ.:

Γιατί αν σου πω όταν τελείωσε ο πόλεμος και ήρθε η πρέσβεισα της Αγγλίας και όλοι οι πλοιάρχοι και όλοι οι πλοιάρχοι του Πολεμικού Ναυτικού με βαπόρι πολεμικό στο νησί για να πληρώσουν τον πατέρα μου – γιατί τα ζώα μας, τα τυριά, ό,τι κάναμε, αυτά τα ‘παιρνε το στρατό, τα καράβια – και ο πατέρας μου είπε και ο παππούς μου: «Eμείς ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και για σας που ήσαστε όλες τις ώρες στου χάρου το στόμα για να ζούμε ελεύθεροι σήμερα! Δεν θέλω λεφτά». Λέει «όχι, κάτι πρέπει να σου δώσομε. Τι να σου δώσομε;» Είπε μάλιστα η πρέσβεισα να με πάρει, να με σπουδάσει. «Είναι αμαρτία» λέει «που είναι κορίτσι να είναι πα στο νησί.» Ο πατέρας μου λέει «Όχι, δεν το δίνω το παιδί μου», αν και δεν ήθελα να πάω εγώ και του κάνανε χαρτιά, έγγραφα. Εντωμεταξύ είχανε φέρει ή 7 ή 8 παράσημα και το ένα το ‘βάλαν του πατέρα μου. Τα έχω να στα δείξω και φωτογραφία.

Ι.Α.:

Αμέ!

Ε.Μ.:

Του ‘κάναν, λοιπόν, χαρτιά όλοι αυτοί υπογραμμένοι οι μεγάλοι και του ‘δώσαν το νησί, τη Σύρνα. «Θα είναι δικό σου το νησί, δεν θα έχει δικαίωμα να σε διώξει κανένας, ούτε να βγει στον πλειστηριασμό.» Δυστυχώς, όμως, μόλις ήρθε η Ελλάδα, επειδή – δεν ξέρω πως να την εκφράσω τη λέξη, να την πω – οι απατεώνες και οι ρουφιάνοι έχουν πάν[00:30:00]τα λεφτά, βγήκε κάποιος δήμαρχος που είχε νταλιβέρια, που ‘κείνος ήταν με τους Γερμανούς και ο πατέρας μου ήταν με την Ελλάδα και είχαν έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση οι δυο τους. Τον είχε προδώσει και είχαν πάει κι οι Γερμανοί για να τον πιάσουνε και πολλά πράγματα. Θα σου την πω και αυτή την ιστορία. Δεν αναγνωρίσανε τίποτα από τα χαρτιά! Έχουμε μία βαλίτσα χαρτιά, δωρεές και ευχαριστήρια από όλους τους μεγάλους. Δεν αναγνωρίσαν τίποτα, το ‘βγάλαν στον πλειστηριασμό. Το πήρε ο πατέρας μου, παρόλο που είχε τα χαρτιά, το πήρε ο πατέρας μου. Αφού το πήρε, μπήκε στο καΐκι κι έφυγε να πάει πάλι στο νησί, γιατί εκεί μέναμε, δεν ερχόμαστε εδώ καθόλου. Έχει, όμως, δικαίωμα 24 ώρες που μπορεί να ξαναχτυπηθεί ο πλειστηριασμός. Οπότε πήγε πάλι ο ίδιος, κάποιος τον έσπρωξε, τέλος πάντων, «και έχεις, μπορείς να το κάνεις αυτό». Ο πατέρας μου έλειπε στο νησί και βάζει παραπάνω και παίρνει το νησί. Πάλι δεν στεναχωρεθήκαμε, βάλαμε δικηγόρο τον Συμεωνίδη, τον Κωνσταντίνο τον Συμεωνίδη, ένα δικηγόρο και ξεκίνησε δικαστήρια. Να μη σου τα πολυλογώ, ήρθαν κλητήρες και μας διώξανε. Πού να πάμε τώρα με 1.200 ζώα; –

Ι.Α.:

Πού πήγατε;

Ε.Μ.:

«Τι να τα κάνουμε;» και κάθε πέτρα της Σύρνας είχε και μια στάλα ιδρώτα και αίμα, τρεις γενιές. Κάποιος γνωστός, βέβαια, ψαράς του λέει «στην Κω, στην Καρδάμαινα της Κω υπάρχει ένας που έχει ένα μεγάλο κομμάτι», δηλαδή βουνό. Πήγε ο πατέρας μου εκεί συμφώνησε. Σου λέω ήρθαν κλητήρες και μας διώξανε. Δεν μπορείς να σκεφτείς... Ένας ζωντανός θάνατος. Να βγάζουν τα πράγματά μας έξω από το σπίτι, να μαζεύουν τα ζώα μας, να τα κλείνουμε στη μάντρα λες και ήταν άψυχα, να ψοφήσουν. Πήρε παράτα ο πατέρα μου ένα μήνα και τα πήραν. Πήραμε 900 κομμάτια παραγωγικά, έτοιμα να γεννήσουν δηλαδή, και πήγαμε στην Καρδάμαινα στην Κω, στον ελαιώνα τ’ Ανδριωτάκη. Κάναμε ένα χρόνο και τρεις μέρες. Εκείνη η χρονιά, το ‘53, ήτανε θεομηνία. Δεν είχε βρέξει και ήτανε κι η χρονιά που ‘βγαινε, κάθε τρία χρόνια έβγαινε κάποιο τσιμπούρι, που ‘τανε κακό το τσιμπούρι αυτό. Τα ζώα τα δικά μας αμάθητα, όποιο το ‘πιανε, ψοφούσε. Είχαν πέσει οι αλεπούδες. –Παναγία μου ελικόπτερο – Κατέβηκε για το στρατό και μάζευε τα ζώα και τα 'καιγε, να μην αρρωστήσουν οι ανθρώποι, που βρόμαγε ο κόσμος. Με λίγα λόγια, καταστραφήκαμε. Δούλευα στις ντομάτες, να μας φέρω ψωμί να φάμε. Ύστερα από τόσα πλούτη, από τόσα καλά που είχαμε. Μια μέρα λέει ο πατέρας μου «μήπως κανένα κοπάδι ζώα, τέλος πάντων, φύγαν και είναι μακριά; Πήγαν σ’ άλλον τόπον;» Πήρε τον ένα βοσκό μαζί του και εγώ μαζί. Αφού περπατούσαμε αρκετή ώρα, γιατί η Κως είναι δασόμερος, δηλαδή έχει δέντρα, έχει κλαδιά, έχει πέτρες. Δεν έχει ίσιους δρόμους και αυτά. Τα βουνά, εννοώ. Με φόβο και με πίκρα, γιατί εμείς δεν έχουμε φίδια, δεν έχουμε τίποτα αρπετά και προπαντώς στο νησί πάνω δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Ζούσαμε, δηλαδή, εκτός την καταστροφή, ζούσαμε και με φόβο. Βρήκαμε ένα ισιωματάκι, που ήτανε, απ’ τη μια ήτανε ποτάμι, απ’ το βουνό. Στο βουνό αυτό είχε έτσι ένα ισιωματάκι… Λοιπόν, εκεί που έβαλε το κατσούνι – κατσούνι λέμε ένα μακριό δαβρί, που έχει πάνω ένα σίδερο που πιάνουμε τα ζώα. Όπως το ‘βαλε να καθίσει, πήγε μέσα. Ευτυχώς που ήταν ο άλλος άνθρωπος δίπλα του και τον έπιασε. Λέμε «τι είναι; Πηγάδι; Βόθρος; Τι είναι αυτό το πράγμα;» Στο βουνό είπαμε, μακριά από τον κόσμο. Ανοίξαμε, τέλος πάντων, σπάσαμε, κόψαμε το κλαδί αυτό να ανοίξουμε και ήταν ένα στόμιο σαν του φούρνου. Είδες πως έχει ο φούρνος στόμιο; Έτσι μικρό και πήγαινε κάτω. Λέμε «δεν ξέρουμε τι είναι τώρα αυτό.» Λέει ο βοσκός, ο άνθρωπος που είχαμε, «ν’ ανάψουμε ένα κλαδί να το ρίξουμε μέσα, να φανεί, να δούμε», γιατί φοβόντουσαν να κατέβουν να μπουν μέσα. Δεν ηξέραμε τι ήτανε. Λέει ο πατέρας μου, «όχι, μπορεί να ‘χει πολεμοφόδια μέσα, δεν ξέρουμε τι είναι». Με λίγα λόγια, να μη σε κουράζω, δέσαμε το σκυλί, το κατεβάσαμε μέσα. Είδαμε ότι το σκυλί περπατούσε, δεν κολλούσε. Σιγά-σιγά κατεβήκαμε. Κατέβηκε ο πατέρας μου πρώτα, μετά κατεβήκαμε όλοι. Τι ήταν λες; Μία εκκλησία, ο Άης Γιάννης ο Θεολόγος. Μέσα στη γη είχε... Πωρόλιθος ήτανε, ήτανε πωρί. Κάποια πέτρα, δηλαδή, που είναι πωρί και ήταν ζωγραφισμένος ο Άης Γιάννης ο Θεολόγος στον τοίχο. Τι να σου πω όταν το ‘δα... Απ’ τις δυο μεριές είχε χτισμένο, δηλαδή έτσι, ένα κτίσμα κι απ’ τη μία κι απ’ την άλλη της εκκλησίας και είχε οστά ανθρώπων. Σε αυτή τη θέση.

Ι.Α.:

Καθιστοί;

Ε.Μ.:

Ναι. Κι απ’ τη μια μεριά κι απ’ την άλλη. Αυτοί οι ανθρώποι πρέπει να ήτανε κλέφτες, αρματωλοί; Ποιος ξέρει τι ήτανε... Και ζούσανε με ψάρια, γιατί είχε μέσα ψαροκόκκαλα, είχε κοχύλους ‘πο τη θάλασσα, είχε καβούρια, τα φλούδια. Ζούσαν, βέβαια, με τέτοια πράγματα και για να παίρνουν αέρα είχανε απ’ τον πωρό, τον είχαν σκάψει και του τούντζι και έβγαινε πάνω για να τους πηγαίνει αέρας. Στο μέσα μέρος, στο ιερό είχε πελεκισμένο ένα μάρμαρο, που είχε γούρνα και είχε σταλαχτίτη νερό. Εμείς πια κλαίγαμε που το ‘βραμε, λέει ο πατέρας μου «έχασα τα ζώα μου, αλλά βρήκαμε την εκκλησία.» Γυρίσαμε το βράδυ στο σπίτι. Την άλλη μέρα ο πατέρας μου πήγε στον παπά, του λέει αυτό κι αυτό. Πήγε κάτω στην Καρδάμαινα, γιατί εμείς μέναμε στο βουνό. Του λέει «Δεν την ξέρω. Αφού όπως λες είναι σ’ αυτή την κατάσταση, δεν την ξέρει κανένας.» Ειδοποιήσαν το Δεσπότη να βρει τους παλιούς ανθρώπους να τους ρωτήσει, δεν ήξερε κανένας. Εθέλαμε, όμως, να τη φτιάξουμε την εκκλησία, αφού και τη βρήκαμε. Πόσων αιώνων ήταν η εκκλησία! Αφού σκέψου να δεις πόσο χρονώ πρέπει να ‘τανε, που επιάναμε τα οστά και λιώνανε σαν στάχτη και τα καβούρια κι όλα αυτά, λιώνανε όλα αυτά. Πόσα χρόνια πρέπει να ‘ταν... Πως να τη φτιάξουμε τώρα που δεν είχε μέρος για να πάμε τα υλικά; Δεν μπορούσε, δηλαδή, να περπατήσει μουλάρι ή γαϊδούρι να τα πάμε. Πηγαίναμε, όμως, κάθε Σαββατοκύριακο και ανάβαμε το καντηλάκι. Είχε ταμπελάκι από πωρό πάλι φτιαγμένο, είχαν τσουκάλια πάλι από πωρό, από πέτρα, δηλαδή, και την είχαν πελεκημένη. Ό,τι είχανε, αυτό που ανάβανε λύχνο, ένα στρογγυλό που είχε φιτίλι και ανάβανε, φαίνεται, τη νύχτα. Τέτοια πράγματα. Λέει ο πατέρας μου μία μέρα, ήταν Σάββατο[00:40:00] βράδυ, λέει «εκεί μες στην ποταμιά πρέπει να ‘χει νερό, γιατί είναι πολύ πράσινο εκεί.» Εγώ σαν παιδάκι του λέω «ρε πατέρα, αφού όλα τα βουνά είναι πράσινα με τα δέντρα.» Ξέρεις, η Κω είναι πολύ καρποφόρο νησί. Μου λέει «άλλα τα δέντρα και τα κλαδιά κι άλλη εκείνη η πρασινάδα. Φαίνεται ζωντανή πρασινάδα. Να πάμε, να δούμε στην ποταμιά μέσα.» 00:05:22 Είπαμε ήταν έτσι κι αυτή ήταν η ποταμιά. Εδώ ήταν εκκλησία, εδώ ήτανε το άλλο βουνό κι η ποτάμια στη μέση. Πάμε κάτω με φόβο, που φοβόμαστε μην πατήσουμε κανένα φίδι, μη μας φάει τίποτα, μη... Τύχη ήτανε λες! Μία χαβούζα, ένα μεγάλο, δηλαδή, πράγμα σαν πισίνα. Είχε πέτρες μεγάλες και στην πέτρα ήταν ζωγραφισμένο του λεονταριού το στόμα και από ‘κει έτρεχε νερό. Η βρύση, βέβαια, αυτή ήτανε κλεισμένη, γιατί είχαν πέσει χώματα και κλαδιά και είχανε μέση. Λέει «να, ο θεός μας φανέρωσε, ο Άης Γιάννης μας φανέρωσε το νερό, για να φτιάξουμε την εκκλησία.» Όπου δεν το ‘ξερε κανένας. Όπως ανεβαίναμε πάνω την ποταμιά για να πάμε στο εκκλησάκι να γυρίσουμε σπίτι, βρήκαμε ασβεστοκάμινο που ‘καίγαν τα καμίνια εκείνα τα χρόνια και από ‘κει, που δεν το ‘ξερε ούτε αυτό κανένας, βγάλαμε ασβέστη, τον ασβέστη. Λες και ήτανε της ώρας ο ασβέστης. Πέτρες, ξέρεις, γερές πέτρες. Έξω από την εκκλησία βρήκαμε την προυτσελάνα και μας έλειπε μόνο το τσιμέντο, μόνο το τσιμέντο. Με άδεια, βέβαια, του Δεσπότη ότι θα το φτιάξουμε, φτιάξαμε πόρτα, πήραμε άνθρωπο, σιγά σιγά κουβαλούσαμε το τσιμέντο και τη φτιάξαμε την εκκλησία. Πήραμε τον παπά, πήγε, την λειτούργησε…

Ε.Μ.:

Μετά πια οι απελπισίες μας είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, που λένε, και η καταστροφή και όλα μας. Ενώ είχαμε πάρει 9 καΐκιές ζώα και πήγαμε, μας είχαν μείνει... Μας είχανε μείνει 37 ζώα από τα 900 κι αυτά επειδής τα ‘χαμε βάλει σ’ ένα κτήμα με ντομάτες, με αυτά και γλύτωσαν αυτά. Και, με το έτσι θέλω, τα βάζουμε μες στο καράβι, στο καΐκι και γυρίσαμε στο νησί. Μας ‘βάλαν, βέβαια, για πρόστιμο και πληρώσαμε το νοίκι του αλλουνού που είχε χτυπηθεί το νησί και ξαναγυρίσαμε πάλι στο νησί. Όχι μόνοι μας, βέβαια, το είχανε κάνει και σαν σιδεροκέφαλο. «Σιδεροκέφαλα» θα πει ότι να έχεις, ήταν δηλαδή από 150 ζώα να έχει ο καθένας. Μόνο εμείς που ήμασταν παλιοί, έπρεπε να ‘χουμε 200. Γιατί πριν φύγουμε από το νησί είχε κάνει ενέργειες ο πατέρας μου, για να κάνει ασβεστοκάμινα πάνω στο νησί, που είχε ωραία πέτρα και ήθελε... Έχει ένα κλαδί που το λέμε θίδα, σκέθρος που λένε. Οπότε αυτό, εκτός ότι δεν το τρώνε τα ζώα, ήταν γεμάτο το νησί που κάλυπτε το μέρος στο χώμα να βγει χόρτο, να φαν’ τα ζώα. Και είχε κάνει ενέργειες για να κάνουνε ασβεστοκάμινα. Οπότε στο χρόνο αυτό μέσα βγήκε η άδεια, τέλος πάντων, που μπορούσε να κάνει και οι άνθρωποι αυτοί που ήρθανε και ‘κάναν τα καμίνια είχανε και 150 ζώα. Περάσαμε δύσκολα, βέβαια, γιατί ήταν πολλοί ανθρώποι, δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε. Αρρώστησε ο πατέρας μου απ’ τη στεναχώρια. Επόμενο ήτανε αυτό. Εκάναμε καμιά δεκαριά χρόνια πιο μετά, μετά αρρώστησε ο πατέρας μου και φύγαμε. Φύγανε όλοι πια μετά, μείναμε πάλι μόνοι μας και δώσαμε τα ζώα, ας πούμε, και το νοίκιασε άλλος το νησί, γιατί χειρουργήθηκε ο πατέρας μου με καρκίνο. Ήτανε σε άσχημη κατάσταση, που δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο νησί και φύγαμε.

Ι.Α.:

Που πήγατε;

Ε.Μ.:

Τελειώσαμε πια. Πουλήσαμε τα ζώα, τελειώσαμε. Αρρώστησε ο μπαμπάς, δεν είχε... Ο αδερφός μου είχε δουλειά, δεν ήθελε να έρθει στο νησί, γιατί είχαν αλλάξει πια τα χρόνια και δεν μπορούσε να κάνει εκείνο που έκανε ο πατέρας μου. Είχαμε 10 ανθρώπους μόνο και δουλεύανε, γιατί είχαμε πάνω περβόλια, είχαμε σπέρναμε, είχαμε τα πάντα πάνω. Γιατί ήμασταν τόσες γενεές! Είχαμε αμπέλια, είχαμε συκιές, είχαμε φραγκοσυκιές. Είχαμε, σπέρναμε, φυτεύαμε. Αυτά όλα είχανε διαλύσει, δεν υπήρχε τίποτα. Γιατί, ας πούμε, εμείς τα διατηρούσαμε αυτά και τα ‘χαμε. Αφού φύγαμε, όμως, και ήρθαν και οι άλλοι, χαθήκαν κι ερημώσανε... Δεν είχαμε το δικαίωμα εμείς, έπρεπε να ‘μαστε σε αυτά που μας ανήκανε, όχι στα υπόλοιπα. Παρόλο που τα ‘χαμε φτιάξει εμείς.  Πριν να γίνει αυτό τέλος πάντων, να φύγομε μετά από τον πόλεμο, είχε μάθει ο πατέρας ότι φέρνανε λαθρομετανάστες και τους πετούσανε σε διάφορα νησιά. Μια πρωινή, λοιπόν, χαράματα... Εδώ είπαμε είναι τα σπίτια και το ένα λιμάνι. Από αυτή τη μεριά είναι το καθολικό, το μεγάλο λιμάνι, το άλλο. Ακούσαμε φωνές, στριγγλιές. Ο πατέρας μου είχε ακούσει ότι φέρνανε λαθρομετανάστες, Εβραίους, και τους ρίχνανε, ας πούμε, σε διάφορα νησιά. Τους πνίγαν, τους σκοτώναν. Ξυπνάει τους βοσκούς, τους υπαλλήλους, δηλαδή, που είχαμε, τους λέει «κάτι έχει γίνει στο άλλο λιμάνι». Λοιπόν, σηκώνει τους βοσκούς ο πατέρας, προβαίνουνε στο λιμάνι το άλλο. Δεν ξέρω, κόρη μου, αν έχεις δει άμα θα ρίχνουν δυναμίτη στη θάλασσα και πλέβουνε τα ψάρια;

Ι.Α.:

Ναι, ναι, ναι.

Ε.Μ.:

 Έτσι πλέβαν οι ανθρώποι μες στη θάλασσα, 900 άτομα. ‘Φέρναν το καράβι το «Αθηνάς» φορτωμένο ανθρώπους. Νέους ανθρώπους από 30-35 χρονών και κάτω. Αυτοί πηγαίνανε πια Παλαιστίνη να στήσουν κάποιο κράτος δικός τους, τέλος πάντων, που τους καίγανε, τους σκοτώναν κι όλα αυτά. Ο πατέρας μου, όταν είδε τώρα αυτό το χάλι, τώρα χειμώνας καιρός να πλέβουν οι ανθρώποι μες στη θάλασσα... Οπλοφορούσε, βέβαια, είχε άδεια και οπλοφορούσε ανεβαίνει πάνω σε μία πέτρα ψηλή, κάτω κάτω στο λιμάνι και άρχισε να πυροβολεί στον αέρα και να λέει, είπε εντωμεταξύ στους ανθρώπους μας, «βοηθήστε τους ανθρώπους να βγαίνουν απ’ τη θάλασσα έξω.» Να πυροβολεί και να τους φωνάζει να ‘ρθει το κουμάντο μπροστά μου, «ποιο είναι το κουμάντο;» Δεν παρουσιαζόταν κανένας, λέει «θα αρχινήσω να σας σκοτώνω». Σίγουρα... Θα τους σκότωνε; Απλώς για να τους φοβερίσει. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος και μιλούσε στα γερμανικά του πατέρα. Του λέει «εδώ, εγώ είμαι το αφεντικό», «εσύ» του λέει «ρε», τραβάει το όπλο, «έριξες τόσες χιλιάδες ανθρώπους μες στη θάλασσα να τους πνίξεις; Τι νόμιζες ότι ήταν; Πέτρες; Για χαλίκια;» Λέει «είμαι το κουμάντο των Εβραίων, όχι των Γερμανών, όχι του πληρώματος.» Λέει «τον καπετάνιο θέλω», λέει «από την ώρα που ρίξανε αυτοί», όπως το ‘φέραν απ’ όξω φουλαριστό, το ρίξανε όξω στη στεριά, κατάλαβες; Ναι. «Θέλω τον καπετάνιο». Λέει «απ’ την ώρα που το καράβι σκάρωσε έξω», τέλος πάντων, «το πλήρωμα και οι καπετάνιοι, αυτοί είχανε συνεννοηθεί, είχε άλλο φαίνεται μικρό κοντά[00:50:00] τους και τους πήραν και φύγανε», κατάλαβες; Οπότε τι να κάνει τώρα ο πατέρας μου; Λέει ότι... Βοηθούσε, βέβαια, και βγήκανε όλοι απ’ τη θάλασσα. Άλλους πήρε το καράβι κάτω και πνιγήκανε. Κάπου 27 άτομα πνιγήκανε. Χειμώνας καιρός, δεν ήταν καλοκαίρι. Τους λέει «το μόνο που ‘χω να σας κάνω είναι»... –Έμπα πάρε ήντα θέλεις και. –Δεν μπαίνω μέσα εγώ. –Βρε, δεν ντρέπεσαι να μου λες έτσι; –Έλα, δώσ’ μου. –Βρε, πήγαινε πιάσε τώρα γιατί είμαι συνδεμένη με… με Κάιρο.  Λοιπόν, “δεν μπορώ να σας κάνω τίποτα άλλο”.  –Οι άσσοι, που είναι οι άσσοι; Στο ράφι δεν έχει; Πάνω ψηλά, από ‘κει που είν’ τα τσιγάρα από πάνω. Ήβρες κούτες; 4, 8. Άστα μέσα, θα στα πάρει ο καιρός. Καπέλο να φορείς, μην είσαι στον ήλιο. Ευτυχώς που δέχονται τις τρέλες μου! Και δεν τους λέω κάτι κακό... Γεια σου παιδί μου! Γεια σου! Λοιπόν, τους λέει “αυτό που μπορώ να σας κάνω είναι: πάρετε σπίρτα, θα ανεβείτε στο βουνό. Όπου βρίσκεται το ζώο, θα το πιάνετε, θα τους σφάζετε, θα ανάβετε φωτιά να το ψήνει και να τρώτε.  Πήρε στο σπίτι αυτούς που ήτανε χτυπημένους, γυναίκες που είχεν έγκυους, όσους μπορούσαμε, δηλαδή όσοι ήτανε τραυματισμένοι και υποφέρανε. Εκεί που μαζεύαν τους ανθρώπους και τους βγάζανε έξω απ’ τη θάλασσα, ακούσανε μωρό να κλαίει. Παιδάκι να κλαίει. Εψάχναν τώρα ότι κάτι θα γέννησε, κάποια γυναίκα τέλος πάντων, γιατί είχε έγκυους γυναίκες μέσα. 'Ψάχναν από ‘δω, ‘ψάχναν από ‘κει, αλλά είχε διό πέτρες και ήταν έτσι και από ‘κει, από μέσα έβγαινε το κλάμα. Τι είχε γίνει; Μες στο καράβι είχε γεννήσει μία γυναίκα. Ήταν τριών μερών το μωράκι. Τώρα η γυναίκα σου λέει «να βουλιάξει το καράβι, θα μου πνιγεί, θα μου το πάρει θάλασσα. Θα το τυλίξω σε μια κουβερτούλα, θα το πετάξω έξω. Θα σκοτωθεί ναι μεν, αλλά δεν θα μου το πάρει ο γιαλός. Θα το πάρω να το θάψω.» Το παιδί, αφού το ‘χε τυλίξει στην κουβέρτα, σαν Θεού φώτιση, όπως ήταν έτσι οι πέτρες έπεσε έτσι μέσα και δεν είχε πάθει τίποτα. Το βρήκανε, λοιπόν. Λέει «Το μωρό, το μωρό! Που είναι η γυναίκα του; Η μάνα του;» Την είχε πάρει το καράβι κάτω. Τουμπάρισε το καράβι, την είχε πάρε και πνίγηκε. Το φέρανε στο σπίτι. Όταν το φέραν στο σπίτι… Είδες που σου είπα ότι είχα μία αδερφούλα μικρή και μέχρι να πάει το πολεμικό να φέρει γιατρό μας πόθανε και το ‘χαμε θάψει στην εκκλησία. Δεν ήξερα εγώ, δεν μου ‘χανε πει τίποτα ότι το παιδί πέθανε. Μου ‘παν ότι το πήρε η μαμά και έφυγε. Ενώ πήγε η γιαγιά και το ‘θαψε, αλλά εγώ είδα τη γιαγιά που το πήρε και λέω «καλά, η μάνα μου έφυγε με το καράβι, με το καΐκι, η γιαγιά πήρε το παιδί.» Ψαχνόμουν, δηλαδή. Μου λέγανε το πήρε η γιαγιά, να το πάει στο καΐκι για να δει με τη γιαγιά, με τη μάνα. Όταν το φέρανε στο σπίτι και φωνάζανε «ένα σεντόνι, μία κουβέρτα να τυλίξουμε το παιδί», εγώ φανταζόμουν ότι ήτανε τ’ αδερφάκι μου και ήρθε το καΐκι και το έφερε, τέλος πάντων. Αυτά μου τα είπε, μου τα ‘παν οι Εβραίοι. Έβγαλα απ’ το κρεβάτι μου το σεντόνι και το πήγα να τυλίξουν το μωρό. Τους λέει ο πατέρας μου «θα στείλω καΐκι, θα ‘ρθει αυτές τις μέρες» τους λέει «θα ‘ρθει κάποιο καΐκι ψαράδικο, θα το στείλω να πάει στη Ρόδο να δώσει σήμα ότι έγινε αυτό που έγινε, αλλά όταν θα ‘ρθουν για να σας πάρουνε, θα βγω στο βουνό πάνω και θα ρίξω, θα ρίχνω σφαίρες στον αέρα και θα μαζευτείτε όλοι στο σπίτι. Θα ‘ρθετε στο χωράφι που είναι κοντά στο σπίτι. Μη μείνει κανένας πίσω, γιατί θα με δείτε με άλλα μου μούτρα, όχι με αυτά που με βλέπετε». Αυτό, βέβαια, το έκανε ο... – Ηύρεν αυτός; Δεν ήξερε.– Αυτά, βέβαια, τα έκανε για να τους έχει ειδοποιημένους. Σου λέει «αν μείνουν εδώ, τι θα τους κάνω;». εν πάση περίπτωση 8 μέρες τους είχαμε πάνω στο νησί. Δεν έμεινε τίποτα. Ήρθανε κάτι αεροπλάνα και ρίξανε σαν βαρέλια στενόμακρα, που ανοίγανε. Εκεί μέσα είχε φάρμακα, είχε ρούχα και τους τα μοίρασε ο πατέρας.

Ε.Μ.:

Μαζεύτηκαν όλοι οι άνθρωποι κάτω, τους τα μοίρασαν τα πράγματα. Κάτι χάπια που τους έδινε σαν βιταμίνες, τέτοια πράγματα. Φάρμακα να γιατρέψουμε τους ανθρώπους που ήταν χτυπημένοι. Μετά ήρθανε και τους πήραν, τέλος πάντων. Λέει ο πατέρας μου στον πατέρα του παιδιού – την μάνα είπαμε την πήρε το καράβι κάτω, την καημένη – ότι «εσείς τώρα, θα σας πάρουν από ‘δω». Ήρθαν τρία βαπόρια να τους πάρουν. «Δεν ξέρετε που θα πάτε, ποιος θα σας πάρει, που θα τακτοποιηθείτε. Άσε μου το, το παιδί, εμένα, θα σου κάνω χαρτί ότι δεν θα έχω καμία εξουσία και μόλις τακτοποιηθείς όπου τακτοποιηθείς, όπου αυτόν, έλα να το πάρεις. Εγώ θέλω να το κρατήσω το παιδί για να μην πάθει τίποτα. Το πήρες τώρα το παιδί από ‘δω. Εδώ του δίνω γάλα, το προσέχουμε, το αλλάζουμε. Το πήρες τώρα εσύ με το βαπόρι. Πού θα το πας; Πού θα σας πάνε; Πού; Δεν ξέρεις”. Λέει του Θοδωρή «να στο αφήκω το παιδί και σε ευχαριστώ, αλλά το θέλω να το πάρω. Έχασα τη γυναίκα μου, να ‘χω το παιδί μου.» «Μα το παιδί θα είναι δικό σου, δεν θα το πάρω εγώ.» Λέει «όχι, θέλω να το πάρω εγώ.» «Τώρα άμα θέλεις πάλι», του λέει, «να το κρατήσεις, κράτησε το, αλλά άμα ρωτήσεις τη γνώμη μου, θέλω να το πάρω». Ο πατέρας, σου λέει, «παιδί σου είναι, εγώ στο λέω, για να μην υποφέρει το παιδί και εσύ ο ίδιος που δεν θα ξέρεις πως και τι να το κάνεις. Δεν ξέρεις που θα σας πάνε τώρα και τι θα γίνεται.» Εν πάση περιπτώσει, δώσαμε γάλατα, τέλος πάντων, ό,τι είχαμε γάλατα της κατσίκας, που αν πιείς για να φας, να πιεις εκείνη την ώρα. Δεν είναι σαν τα κουτιά τώρα που μπορείς να τα έχεις για ένα χρόνο. Το πήραν το παιδί και έφυγαν. Γύρισε ο πάτερας. Ήρθανε και πήραν τον πατέρα μου στη Ρόδο να δώσει κατάθεση πώς και τι. Όταν γύρισε και ήρθε στο νησί, όλα τα σώματα αυτά των ανθρώπων, που είχε πάρει το καράβι κάτω, είχανε πλέψει και είχαν βγει στην άμμο. Είχε βρομίσει ο κόσμος, γιατί έκανε οκτώ μέρες ο πατέρας μου να πάει. Δεν ήταν εύκολα εκείνα τα χρόνια να πας και να γυρίζεις και να ‘ρχεσαι. Τέλος πάντων, φώναζε, βέβαια, στους ανθρώπους ότι «γιατί έναν έναν που έβγαινε έξω, τον έφερνε το κύμα, δεν ανοίγατε ένα λάκκο να το χώνετε; Μόνο τους αφήσατε και βρομίσαν;» Και οι ανθρώποι αυτοί σου λέει «εμείς φοβόμαστε, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε”. Εν πάση περίπτωση, κάνανε σαν στρίποδα και τους βάζανε πάνω, γιατί ήταν πια βρόμικοι, διαλυμένοι και ανοίξανε λάκκους και τους θάψανε. Εγώ εκόλλησα στο παιδί και έψαχνα πού πήγε το παιδί. Μετά από δυο χρόνια… Είπαμε εδώ μέσα έγινε το ναυάγιο, εδώ πέρα είχαμε χωράφια και σπίτι και χωράφια. Στην άλλη μεριά, δηλαδή. Εδώ ήταν τα σπίτια μας, εδώ μέναμε αλλά και από ‘δω είχαμε, που βάζαμε μέσα τα άχυρα και τα ζώα, είχαμε μάντρα που μαντρίζαμε τα ζώα. Ήμαστε εκεί και φτιάχναμε τους τοίχους και όλα αυτά. Εγώ, ο πατέρας μου, ένας μου θείος και ένα γεράκο που είχαμε και μας έκανε τις δουλειές του σπιτ[01:00:00]ιού. Θα σας τους δείξω στη φωτογραφία.

Ι.Α.:

Θέλω πολύ.

Ε.Μ.:

Όταν ερχόμαστε πια το βράδυ – ξέρεις, ήμαστε σε αυτή τη μεριά που δεν είδαμε το βαποράκι που ήρθε κι ήραξε – είχεν έρθει στρατός Εβραίοι, πώς; Βέβαια και κάνανε εκεί σαν τρισάγιο, τέλος πάντων, ‘μολούσαν στον αέρα, έβαζαν ένα στεφάνι από πάνω που ήτανε το σήμα τους, δεν ξέρω τι ήτανε. Μείναμε και εμείς και παρακολουθήσαμε σε όλο αυτό το αυτό που κάνανε, τέλος πάντων. Τους πήραμε στο σπίτι, φάγανε, αλλά ήταν ανθρώποι άγριοι. Φοβισμένοι ανθρώποι, με τις κάμες, με... Χειρότερα από πόλεμο. Την άλλη μέρα το πρωί τους πήραμε στο σπίτι, φάγανε, ήπιανε, φύγανε. Αυτοί, όμως, τι είχε γίνει; Είχαν έρθει κρυφά και είχαν ένα φουσκωτό και όλη νύχτα έκανε βόλτες το νησί. Φοβόντουσαν, γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν το καταδιωκτικό, το Θ.Ο.Α., που γύρναγε για διάφορα λαθραία και τέτοια πράγματα. Και το φοβόντουσαν αυτό φαίνεται και έκανε περιπολία αυτό. Την άλλη μέρα σφάζουμε ένα κρέας, βγάλαμε φρέσκο ψωμί από το φούρνο, που ζύμωνε ο γεράκος ο κακόμοιρος, – εμείς το ζυμώναμε, εκείνος το ‘ψηνε στο φούρνο – γάλα, ό,τι είχαμε τυριά, τα βάλαμε στο γαϊδούρι πάνω και πηγαίναμε να περάσουμε από ‘κει να τους τα αφήκουμε και να πάμε πάλι στη δουλειά μας. Εκείνη την ώρα που πήγαμε κάτω και προσπαθούσε, τους φώναξε ο πατέρας μου και προσπαθούσε να ξεφορτώσει τα πράγματα από το γαϊδούρι, έρχεται το καραβάκι αυτό, που σου ‘πα είχανε φάει τον κόσμο και τον είχανε λεηλατήσει. Είχαμε αγοράσει απ’ την Κρήτη 39-40 ήτανε, το ένα ήταν ‘σερνικό, 39 ζώα, πρόβατα, που ήταν καλή ράτσα και τα ‘χαμε στο νησάκι, στις Πλακίδες, στη Στεφανιά, επειδής ήταν καλό και καρποφόρο, να γεννήσουν καλά, να είναι... Γιατί τα νησάκια αυτά όλα τα είχαμε, κάθε χρόνο μόλις έβρεχε επαίρναμε το μαντρί και τον μοιράζαμε, τα ζώα, δηλαδή, στα διάφορα νησιά. Οπότε έμενε το μεγάλο νησί αθώο, που έβγαινε το χόρτο. Όταν τα φέρναμε, να είχαν να τρώνε για τον υπόλοιπο χρόνο. Και τα ‘χαν σκοτώσει όλα! Είχα και ένα αρνάκι, που είχε ψοφήσει η μάνα του και το είχα μεγαλώσει, με γριά. Ξέρεις, ήβαζα αλεύρι και νερό και λάδι και το πότιζα, γιατί δεν είχαμε εκείνη την εποχή γάλα. Δεν είχανε γεννήσει για να έχουμε γάλα να το ποτίζουμε και το μεγάλωσε και ο πατέρας μου. «Όλη την ώρα θα το έχεις μες στα πόδια σου! Να το πάμε, να ξεφύγει από το σπίτι, από μέσα. Ανεβαίνει, πάει στα κρεβάτια, έρχεται μαζί σου όπου πας!» Εγώ δεν ήθελα να το αφήκω, γιατί δεν ήντεχα το χωρισμό.

Ι.Α.:

Του ‘χατε δώσει όνομα;

Ε.Μ.:

Το ‘χανε σκοτώσει! Το είχανε σκοτώσει και αυτό και το ‘χαν πάνω-πάνω. Μόλις τα ‘δε ο πατέρας μου, βγάζει το όπλο από τον ώμο. «Βρε, γαμώ τον αδόξαστο σας!» λέει, «δεν φτάνετε, που ήρθατε ναυαγοί και έδωσα το αίμα της καρδιάς μου να σας σώσω; Δεν αφήσατε τίποτα να κινείται ζωντανό; Μόνο ήρθατε κι ηύρατε τους πνιγμένους σας θαμμένους κι αντίς να μου πείτε “ευχαριστώ, πήγατε και μου σκοτώσατε τα ζώα μου;» Εκείνη την ώρα, λοιπόν, σφυράει το μεγάφωνο και μαζεύεται το στρατό. Έτοιμοι, με την κάνη έτοιμη. Ο γέρος λέει του πατέρα μου: «Ρε Θοδωρή, τώρα θα μας σκοτώσουν κι εμάς.» Λέει του ο πατέρας μου: «Πάρε το παιδί», εμένα δηλαδή, «γύρε πίσω τα Καστέλλια, μην πας στο σπίτι. Πηγαίνετε σε μία σπηλιά και μείνετε.» Λέει και τ’ αλλουνού: «Φύγε εσύ σε διαφορετικό δρόμο. Εάν με σκοτώσουν» – φώναξε των αλλωνών να φύγουν όλοι απ’ τα σπίτια. «Εάν με σκοτώσουνε, δεν θα βγείτε έξω. Θα περάσουν τρεις μέρες και μετά να βγείτε έξω, για να δείτε ότι φύγανε αυτοί. Γιατί αν με σκοτώσουν, θα κοιτάξουν να σκοτώσουν κι εσάς για να μη μαρτυρήσετε. Ειδοποίησέ τους όλους να φύγουν από τα σπίτια και μόλις περάσουν τρεις μέρες, κάνετε φωτιά.» Η συνεννόηση μας ήτανε: όταν είχαμε ανάγκη βγαίναμε στο βουνό, που αντίκριζε εδώ την Αστυπαλιά, ανάβαμε μία μεγάλη φωτιά, που αν ετύχαινε να την έβλεπε κανένας και να ‘ρθει καΐκι στο νησί, να μας δώσει βοήθεια. Αφού φύγαμεν εμείς και έφυγε κι ο άνθρωπος, βγάζει ο πατέρας μου το όπλο, το περίστροφο απ’ την κωλότσεπη, το μαχαίρι, τ’ αφήνει πάνω στην πέτρα και σηκώνεται και φεύγει. Σιγά σιγά, σιγά σιγά έγυρε πίσω. Είχανε φύγει κι όλοι από τα σπίτια, ‘μολάνε κι εκείνοι παλαμάρι και φεύγουν. O πατέρας μου σου λέει «αυτοί δεν θα φύγουνε, θα μας θερίσουν για να μη μαρτυρήσομε.» Κατάλαβε πια πατέρας μου ότι αυτοί είχαν έρθει κρυφά. Τρεις μέρες ήμασταν στις σπηλιές, τέλος πάντων. Μετά από τρεις μέρες ήρθε κάποιο καΐκι ψαράδικο, βγήκαμε πια, πήγαμε στο σπίτι. Ταλαιπωρία, φόβο και αυτά μας μείνανε. Οι ταλαιπωρίες και ο φόβος. Στέλνει στη Ρόδο, και την πεντάλφα, αυτή που είχανε βάλει και στέλνει το καΐκι στη Ρόδο και ενημέρωσε ότι ήρθαν οι Εβραίοι κι αυτό κι αυτό έγινε. Μάθαμε, βέβαια, ότι τους πιάσανε τους Εβραίους. Τώρα σήμα έδωσαν από τη Ρόδο στο μέρος τους; Κάτι έγινε, τέλος πάντων, τους πιάσανε αυτούς.

Ε.Μ.:

Εγώ, λοιπόν, κάθε φορά... Πριν, το 2011, ήρθε ένα βαποράκι, κότερο και ψάχνανε κάποιον να βρει απ’ τη Σύρνα. Όχι, όπως σου λέω την ιστορία τώρα, την είχα πει σε κάποιονε. Αυτός το ‘βαλε στο ίντερνετ, που το ‘βαλε; Δεν ξέρω. Ώρα εσπερινού, δηλαδή απογευματινές ώρες το ‘πα και στις 12:00 η ώρα τα μεσάνυχτα– «Βρε, πού πας τα ψάρια βρε;» Φωνάζω –

Ι.Α.:

Ωραία είναι αυτά. Τα καλύτερα είναι αυτά. Τα θέλουμε!

Ε.Μ.:

Απ΄τη Σύρνα τα ‘φερες;

Ι.Α.:

Πολύ μεγάλο ψάρι ε;

Ε.Μ.:

Είναι παλαμίδες.

Ι.Α.:

Αυτός είναι ο ψαράς που φιλεύετε; Αυτός είναι ο ψαράς που του πηγαίνετε φαγητό;

Ε.Μ.:

Όχι. Αυτός είναι που είναι στο σούπερ μάρκετ. Φαίνεται του τα ‘δωσαν και τα ‘βαλε στο ψυγείο εχθές και του το πάει τώρα. Κάτσε να δω. Α, το βάλανε στο ίντερνετ και μας το στείλανε, που θα σου το δείξω τώρα, το ναυάγιο, το στρατό που είχε πάει πάνω. Εγώ καθένας που ‘ρχότανε κι έκανα τη συζήτηση αυτή, έψαχνα να δω το παιδί αυτό ζούσε ή πέθανε; Και τους έλεγα πια «ο αδερφός μου», «τον αδερφό μου» και να μου λέει ο πατέρας μου «άστον πια τον αδελφό», λέω «τι έγινε ο αδερφός μου;» , ενώ το παιδί που μας πέθανε ήταν κορίτσι και αυτός ήταν αγόρι. Αλλά εγώ τώρα μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα.

Ι.Α.:

Όλοι αδέρφια είμαστε.

Ε.Μ.:

Εν πάση, ναι, εν πάση περίπτωση, ήρθαν, λοιπόν, αυτοί, 3-4 άτομα, οι δύο ήταν Έλληνες που είχαν και το κότερο, οι άλλοι 2 ήταν Εβραίοι. Ήταν όλη την ημέρα εδώ με κάμαρες, εθέλαν να δουν, δηλαδή, τη ζωή μου πώς ήτανε με λίγα λόγια. Το μεσημέρι που έκλεισε και πήγα στο σπίτι, πώς στρώνω το κρεβάτι μου, πώς μαγειρεύω. Το νοικοκυριό μου, δηλαδή, του σπιτιού. Και μετά στήσανε την κάμαρη και μιλούσανε από ‘κει. Είχε διερμηνεία και μας μιλούσε και εξηγούσε και μιλούσα κι εγώ από ‘κει. [01:10:00]Αφού είπαμε πολλά πράγματα και ευχαρίστησαν και είπανε, λέει τώρα κάποιος από ‘κει ότι… Βέβαια, για να στείλουνε το κότερο και να έρθουν τέσσερις άνθρωποι, από κάποια οργάνωση, τέλος πάντων, θα ήρθε. Και μ’ ευχαριστήσαν κι όλα αυτά και ‘λέγαν τι τους κάναμε, τους προσφέραμε, τι αυτό, όλα και λένε από ‘κει να μου πουν εμένα ότι «ό,τι και να κάνουμε, δεν πρόκειται να βγάλουμε την υποχρέωση, ούτε και να πληρωθεί, να πληρωθείτε. Αλλά στείλαμε πολλά λεφτά και σας στείλαμε πολλά λεφτά και πολύ χρυσάφι».  Μέχρι εκείνη τη στιγμή έκλαιγα εγώ από ‘δω και κλαίγαν κι εκείνοι από ‘κει. Οι ενδιαφερόμενοι, βέβαια, και αυτοί που ζούσανε μετά από το ναυάγιο. Όταν μου ‘παν τη λέξη αυτή, ότι μου ‘στείλαν πολλά λεφτά και πολύ χρυσάφι, αλλά όσα και να ‘στέλναν, δεν πληρωνόταν, όχι πια αυτό που τους προσφέραμε σαν ζωή, η αγάπη που τους προσφέραμε, που νιώσανε αγάπη, τέλος πάντων, από ανθρώπους αγράμματους, του νησιού ανθρώποι. Κι ό,τι μπορέσαμε, τους προσφέραμε! Αλλά δεν πληρωνόμαστε και με αυτά που στείλανε. Δεν πληρώνεται η αγάπη! Εκεί πια νευρίασα εγώ, σταμάτησα να κλαίω. Λέω «όχι μόνο λεφτά και χρυσαφί δεν μας στείλατε, αλλά όταν ήρθατε μετά από τέσσερα χρόνια και βρήκατε τους πνιγμένους σας θαμμένους, αντίς να μας πείτε «ευχαριστώ», είχαμε απέναντι στο νησί, που τα έχουμε αγοράσει, γιατί τα ‘χατε φάει όλα, ζώα έτοιμα να γεννήσουν και πήγατε να μας τα σκοτώσατε. Κι αν δεν φεύγαμε από ‘κει, θα σκοτώνατε κι εμάς. Αυτό ήταν τα λεφτά και το χρυσάφι που μας στείλατε», λέω ευλογημένοι. Εν πάση περίπτωση. Βράδιασε, φύγανε. Με βάλανε, εντωμεταξύ, και έκανα γράμμα στο παιδί. Τους λέω «δεν ξέρω γράμματα», λέει «όπως ξέρεις, ό,τι ξέρεις. Αρκεί, αφού τον θεωρείς και αδερφό σου και τον επικαλείς και ψάχνεις παντού να πεις αν είναι καλά ή όχι, κάν’ του ένα γράμμα.» Του ‘γραψα εγώ «αδερφέ μου, όλα αυτά τα χρόνια σε ψάχνω. Δεν ήξερα πού είσαι, πού βρίσκεσαι, αν είσαι καλά ή όχι» και άλλα πολλά του έγραφα. Του ‘στειλα ένα μέλι, του ‘στειλα λίγο γλυκό. Οι άνθρωποι που ήρθαν στο σπίτι τους έβαλα και φάγαν κι όλα αυτά. Δεν μου ‘στειλαν ούτε μία κάρτα! Δεν ήθελα ευχαριστήρια, ούτε και λεφτά. Μία κάρτα να μου απαντήσει σ’ αυτή την αδελφική αγάπη, που του έγραφα.

Ε.Μ.:

Δεν έμοιαζε του Joey Fοster.

Ι.Α.:

Άλλο είδος ανθρώπου.

Ε.Μ.:

Άλλο είδος ανθρώπου. Από τότες κάθε χρόνο, τώρα εφέτος δεν ήρθανε. Κάθε χρόνο έρχονται Εβραίοι, πάνε στο νησί και κάνουνε τρισάγιο εκεί, στο μέρος που είχαμε θάψει τους ανθρώπους. Στο ίδιο μέρος έγινε και το ναυάγιο, στον ίδιο τον άμμο. Έρχονται, με βρίσκουν, με βλέπουνε. Ήρθε και μία που ήτανε εξερευνήτρια, λέει, πάλι για τους Εβραίους. Ναι και αυτή τον βρήκε, μου τον έδειξε στο ίντερνετ. Έχει διό αγόρια και είναι καλά και έμαθα από αυτή την γυναίκα ότι είναι καλά. Αυτός δε μου ‘στειλε ούτε κάρτα.

Ι.Α.:

Πώς νιώθετε που μάθατε ότι είναι καλά; Πώς νιώθετε που μάθατε ότι είναι καλά;

Ε.Μ.:

Πάρα πολύ καλά! Τον είδα, βέβαια, σκέψου τώρα, ας πούμε, που ήταν μωράκι μες στα πανιά και το κρατούσα και να το δω τώρα μεγάλον άνθρωπο, δηλαδή 60-70 χρονών άνθρωπος. Ακριβώς 70 χρόνων. Ήμουνα 10 χρόνων ετότες, ακριβώς 70 χρονών. Ωραία τον είδα!

Ε.Μ.:

Ήτανε καθότανε και είχε διό αγόρια. Αυτό ήταν το «ευχαριστώ», που μου τον έδειξε κάποια άλλη. Λοιπόν, κάθε φορά που έρχονται αναφέρονται ότι μου ‘στείλαν πολλά λεφτά και πολύ χρυσάφι. «Ποιος τα πήρε;», λέω, «σε ποια τράπεζα τα στείλατε; Μπορεί να τα στείλατε, δεν αμφιβάλλω για να το λέτε. Δεν μπορεί να είναι ψέμα, μπορεί να μη στείλατε τόσα πολλά που λέτε, αλλά μπορεί να στείλατε κάτι. Πού τα στείλατε; Σε ποια τράπεζα; Ποιος τα πήρε; Για να στείλτε τόσα πολλά χρήματα και τόσο πολύ χρυσάφι, κάποιο χαρτί θα υπάρχει. Δεν θα καθόμουνα», λέω, «εδώ, να πουλάω τσιγάρα! Θα είχα κι εγώ ένα κότερο να πηγαίνω κάθε μέρα στη Σύρνα.»

Ι.Α.:

Να σας πω…

Ε.Μ.:

Αυτή ήταν και η ιστορία των Εβραίων.

Ι.Α.:

Να σας πω, ερωτευτήκατε στη ζωή σας;

Ε.Μ.:

Εγώ;

Ι.Α.:

Ναι.

Ε.Μ.:

Ναι, «ερωτευτήκαμε». Πώς να σου πω; Ποιο έρωτας να σας πω; Όπως σας είπα ότι ερχόντουσαν οι ψαράδες στο νησί, ερχόντουσαν τα παιδιά και οι γονείς μας, που ‘ταν φίλοι με τους πατεράδες τους και ‘φερνάν τα παιδιά στο νησί, λέγανε «το Λενάκι θα τη δώσουμε στον Γιώργο», τέλος πάντων, σε κάποιο κρητικό. Κι εμείς σαν παιδάκια τώρα, εγώ κλείστηκα εκεί. Ήμαστε στο νησί και αγράμματοι, που δεν είχαμε την πονηριά μ’ όλα αυτά. Όχι πια που βλέπουμε σήμερα, κάποια πονηριά, τέλος πάντων. Ήμασταν σαν αδέρφια. Με ζητήσανε πολλά παιδιά και ευχαριστώ για την τιμή. Άξια παιδιά! Να ζήσω πολύ καλά, αλλά η μοίρα μου ήταν κάτι άλλο. Παντρεύτηκα με κάποιον με τη θέλησή μου, βέβαια, δίχως να το θέλω. Αλλά υπήρχαν πολλά προβλήματα, που έκανα το γάμο αυτό για να σταματήσουν τα υπόλοιπα προβλήματα. Δυστυχώς, όμως, την πλήρωσα πολύ ακριβά. Η ζωή μου στη Σύρνα, από 2 μηνών που πήγα μωρό μέχρι που έφυγα 22 χρονών, ήταν πολύ κουραστικιά, αλλά ήταν τόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη! Πάρα πολύ κουραστικιά! Και φοβισμένη και κουραστικιά, αλλά ήμουνα στην παράδεισο! Λέγοντας στην παράδεισο, γιατί δεν μας έλειπε τίποτα. Μας αγαπούσε ο κόσμος, γιατί τον αγαπούσαμε. Γιατί ήμαστε μόνοι μας στο νησί και κάθε καΐκι ή περαστικό που ‘ρχότανε, ερχόταν στο σπίτι και ένιωθε ζεστασιά και αγάπη. Παντρεύτηκα κάποιον έτσι, για να σταματήσω κάτι κακά που μπορούσαν να γίνουν. Δυστυχώς την πλήρωσα πολύ άσχημα. Πάρα πολύ! Μ’ άφησε, βέβαια, όταν ήμουν 37 χρόνων. Είχα τρία παιδιά, έχω κάνει και τέσσερις άσχημες αποβολές. Κουράστηκα και ψυχικώς και σωματικώς. Με βοήθησε η Παναγία, μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα σπούδασα, τα σπίτωσα. Καθαρίστρια, βέβαια, γιατί δεν ήξερα γράμματα, πού να πάω; Όπου πήγα και δούλεψα, ευχαριστώ σε όλους. Ήμουνα αγαπημένη και ευπρόσδεκτη στο κάθε σπιτικό που πήγαινα και τους ευχαριστώ.

Ι.Α.:

Πώς να μην είστε;

Ε.Μ.:

Τώρα είμαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.

Ι.Α.:

Γιατί;

Ε.Μ.:

Κι εύχομαι κάθε μάνα, γιαγιά και προγιαγιά να έχει τη δική μου ευτυχία! Έχω δυο λεβέντες και μία κόρη, υπέροχους! Έχω έξι εγγόνια και τέσσερα δισεγγόνα, που είμαι τόσο ευτυχισμένη και πλούσια... και όταν... Έχω μία πολύ καλή κόρη, κάθε Κυριακή μας μαζεύει στο σπίτι της. Παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα.

Ι.Α.:

Και τι γίνεται εκεί;

Ε.Μ.:

Και στέκομαι όρθια και τους βλέπω που τρώνε και λέω «αν είχα παλάτια και τα χρυσάφια αυτά, που μου λένε οι Εβραίοι ότι μου στείλανε, θα είχα, ένιωθα τέτοια ευτυχία που νιώθω [01:20:00]όταν μ’ αγκαλιάζουν τα παιδιά και με φιλάνε; Δεν υπάρχει!» Γι’ αυτό το εύχομαι σε κάθε μάνα, να αποκτήσει αυτή την ευτυχία.

Ι.Α.:

Με τι ασχολείστε τώρα εσείς στο νησί;

Ε.Μ.:

Εγώ τώρα δούλευα στο ιατρείο μέσα και μου χρωστούσαν τρία χρόνια να μου δώσουνε. Δεν δούλευα, βέβαια, μόνο στο ιατρείο, στη Δ.Ε.Η., στις εκκλησίες, παντού. Όπου μπορούσα, να μεγαλώσω τίμια και σωστά τα παιδιά μου. Μου είχε βάλει και αρκετά χρέη ο συγχωρεμένος, γιατί είχε πάει, αφού με παράτησε πήγε μ’ άλλη γυναίκα. Μετά από λίγα χρόνια τον έδιωξε κι εκείνη. Όταν τον έδιωξε λέω στα παιδιά μου «πατέρας σας είναι, πρέπει να τον προσέξετε. Καλός, κακός, αυτός σας έκανε.» Πέθανε πριν τέσσερα χρόνια. Πάλι εγώ τον... Εν πάση περίπτωση, αυτά είναι της μοίρας όλα γραμμένα.

Ι.Α.:

Και το περίπτερο εδώ;

Ε.Μ.:

Το περίπτερο εδώ... Δούλευα στο ιατρείο τρία χρόνια, πολλά χρόνια δούλευα, άλλα τρία χρόνια δεν με είχαν πληρώσει και μου ‘δώσαν αυτό πριν 40 χρόνια, 30 χρόνια, τέλος πάντων, 35 χρόνια το ‘χω τώρα φτιαγμένο. Μου το δώσανε για τους τόκους των χρημάτων και το ‘φτιαξα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε καμία αξία και να σου πω και γιατί το πήρα; Γιατί είχε ένα κελάκι η γιαγιά μου εδώ και είχε τα πουλάκια της μέσα και το πήρα σαν ανάμνηση της γιαγιάς. Που δεν θα το ‘χω ούτε αυτό, μου τα φάγανε, δηλαδή, δεν μου τα ‘δώσαν. Εν πάση περίπτωση και το ‘φτιάξα, μου το ‘φτιάξαν τα παιδιά μου αυτό. Πουλάω τσιγάρα, ό,τι άλλο, αναψυκτικά, ό,τι άλλο είναι να περνάει η ώρα μου, γιατί τα κέρδη δεν είναι... Τα τσιγάρα δεν αφήνουνε, αλλά είμαι εδώ να βλέπω τον κόσμο, που τον αγαπώ και με αγαπάει! Τα παιδιά μου στεναχωριούνται, γιατί λένε ότι «ξέρεις, ρε μάνα, θα λέει ο κόσμος ότι “κοίταξε, τους μεγάλωσε, τους σπούδασε, τους σπίτωσε και αυτοί δεν είναι άξιοι να την ταΐσουν; Μόνον την έχουν και δουλεύει;”» Έλα μου ντε εγώ, που δεν κάνω χωρίς να βλέπω τους ανθρώπους! Που τους αγαπάω και μ’ αγαπάνε και για αυτό είμαι εδώ! Δεν είναι κουραστική δουλειά, βέβαια, να σηκωθώ 10 φορές να δώκω από 10 πακέτα τσιγάρα. Απλώς δοξάζω το Θεό που τα τέλη μου είναι τόσο καλά. Είμαι στην παράδεισο. Στη θάλασσα, γιατί μεγάλωσα με τη θάλασσα, στα νησιά. Στο νησί μου πάω κάθε χρόνο τον παπά και λειτουργάω τις εκκλησίες και είμαι πολύ ευτυχισμένη…

Ι.Α.:

Θησαυρός είστε κυρία Λένα!

Ε.Μ.:

Ο κόσμος είναι καλός και τον αγαπάω και με αγαπάει!

Ι.Α.:

Πώς νιώθετε που διηγηθήκατε την ιστορία σας;

Ε.Μ.:

Ορίστε;

Ι.Α.:

Πώς νιώθετε που ξανά διηγηθήκατε την ιστορία σας;

Ε.Μ.:

Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους και εσάς, που αυτά τα πράγματα μένουν και τα μαθαίνει ο κόσμος και τα καλά και τα αυτοί που εκμεταλλεύονται και τα κακά του κάθε ανθρώπου. Άλλοι θα παίρνουνε παραδείγματα και θα κάνουν υπομονή και άλλοι θα λένε «γιατί να γίνουν έτσι;» Οπότε ευχαριστώ σε σας που είστε άξιοι και κάνετε αυτή τη δουλειά και μένουμε. Μπορεί να φύγουμε, αλλά μένουν αυτά και είναι σαν να μένουμε, να μη φεύγουμε. Ευχαριστώ!

Ι.Α.:

Χίλια ευχαριστούμε!

Ε.Μ.:

Και πάντα άξια.

Ι.Α.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Ι.Α.:

Τι είναι, λοιπόν, η ασκέλα, γιαγιά Ελένη;

Ε.Μ.:

Η ασκέλα, κόρη μου, είναι ένα φυτό που φυτρώνει τώρα το χειμώνα στα πρωτοβρόχια, που βγάζει ένα μονόκλανο λουλούδι και πάει πάνω και το λέμε «ασπόδιλα». Αυτό οι ρίζες του από κάτω είναι πολλές σαν το καρότο. Πώς είναι το καρότα; Έτσι, αλλά έχει πολλά, έχει 6-7 κομμάτια είναι η ρίζα του. Που αυτό το βγάζουμε, το κοπανάμε. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε μίξερ και τέτοια, το κοπανούσαμε στο γουδί και έβγαινε το ζωμό που έβγαινε και αυτό το βάζαμε και κερί από τα μελίσσια, που βγάζαμε, απ’ τα δικά μας μελίσσια και βάζαμε και λίγο λιβάνι μέσα. Λιβάνι αυτό που είναι απ’ το δέντρο, απ’ το ίδιο το δέντρο, του κανονικό λιβάνι, όχι το φτιαχτό. Μ’ ακούτε;

Ι.Α.:

Βέβαια, ναι.

Ε.Μ.:

Μ’ ακούτε;

Ι.Α.:

Ναι, ναι.

Ε.Μ.:

Ναι και βάζαμε και λίγο λάδι μέσα και αυτό το ανακατέβαμε πολλή ώρα και μετά το ψήναμε και γινόταν μία κρέμα, δηλαδή, την οποία τη βάζαμε σε όλα τα χτυπήματα που είχαμε: ή σπυράκι ή αδιάφανα ή να χτυπήσουμε… Σε όλα, ας πούμε, και αυτό ήτανε η αλοιφή μας, δηλαδή, το φάρμακο που κάναμε και ήταν και... Μας βοηθούσε, δηλαδή, ήτανε καλό, γιατί ήταν όλα αγνά τα πράγματα που βάζαμε μέσα.

Ι.Α.:

Θεραπευτικό.

Ε.Μ.:

Θεραπευτικό.

Ε.Μ.:

Αυτή είναι η ασκέλα.

Ι.Α.:

Ωραία. Στην ιστορία –

Ε.Μ.:

Ναι, παιδί μου.

Ι.Α.:

Με τον Joey Foster μου είπατε ότι είχε κάποια έγγραφα για να ανατινάξουνε μία γέφυρα. Θυμάστε ποια γέφυρα ήταν αυτή;

Ε.Μ.:

Όχι, μάτια μου, δεν θυμάμαι.

Ι.Α.:

Δεν πειράζει.

Ε.Μ.:

Δεν θυμάμαι ποια γέφυρα ήθελαν να ανατινάξουνε. Μας τη λέγανε, αλλά δεν θυμάμαι.

Ι.Α.:

Δεν πειράζει.

Ε.Μ.:

Σε κάποιον, κάπου ήταν η γέφυρα αυτή και ήθελαν να πάνε να την ανατινάξουνε. Τώρα, που ήτανε; Δεν ξέρω.

Ι.Α.:

Και πώς νιώθετε όταν ακούτε πολεμικά ελικόπτερα ή όταν βλέπετε φρεγάτες στη θάλασσα πλέον;

Ε.Μ.:

Άσε, το πώς νιώθω μόνο εγώ το ξέρω.

Ι.Α.:

Δηλαδή;

Ε.Μ.:

Αλλά τώρα να μου πεις τι έφαγα, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όταν ήμουνα έξι χρονών παιδάκι τι γινότανε! Όταν βλέπω το πολεμικό που έρχεται και αράζει εδώ έξω, τρελαίνομαι. Τι να κάνουμε; Ας μην ξαναδεί ο κόσμος εκείνα που... Του ‘40 που περάσαμε, που πέρασε ο κόσμος τα δύσκολα. Ας βοηθήσει η Παναγιά να μην τα ξαναδούμε.

Ι.Α.:

Μου είπατε –

Ε.Μ.:

Ναι, παιδί μου.

Ι.Α.:

Πως παντρευτήκατε για να γλυτώσετε από διάφορα κακά. Ποια κακά ήταν αυτά;

Ε.Μ.:

Αυτό είναι δικό μου, προσωπικό.

Ι.Α.:

Εντάξει, εντάξει.

Ε.Μ.:

Δεν θέλω να το πω.

Ι.Α.:

Δεν χρειάζεται, λοιπόν.

Ε.Μ.:

Θέλω να σας πω, δηλαδή, ότι έζησα καλά στα παιδικά μου χρόνια στο νησί που ήμουνα, στη Σύρνα. Ήτανε κουραστικά, γιατί δεν υπήρχανε βοήθειες. Δεν είχα, δηλαδή, τα βοηθήματα που υπάρχουν τώρα, τα σύρματα και όλα αυτά. Σπέρναμε, θερίζαμε, αλωνεύαμε, είχαμε τα ζώα. Πολλά ζώα, ας πούμε, είχαμε στα 1.200 ζώα παραγωγικά, εκτός τα χοντρά ζώα που είχαμε. Αλλά συνάμα με όλες τις καλοσύνες που είχε το νησί, είχαμε το φόβο του πολέμου, είχαμε τους Εβραίους, είχαμε χίλια διό πράγματα. Αλλά ήμασταν στην παράδεισο, να σου πω.

Ι.Α.:

Θυμάστε τη στιγμή που φέρανε –

Ε.Μ.:

Ζούσαμε, δηλαδή…

Ι.Α.:

Θυμάστε τη στιγμή που φέρανε τις μπανάνες στο νησί σας;

Ε.Μ.:

Ναι, αμέ! Πώς; Μας τις ‘στέλναν τις μπανάνες έτσι, απ’ την Κρήτη, όπως ήταν το τσαμπί και είχαμε αμυγδαλιές και τις κρεμάζαμε κάτω απ’ τις αμυγδαλιές κι εκεί το δέναμε, δηλαδή, με ένα σκοινί και τις κρεμάζαμε κάτω από τις αμυγδαλιές κι εκεί τα τρώγαμε. Γινόντουσαν, δηλαδή, και τις τρώγαμε. Ενώ στην Αστυπαλιά, δεν τις ξέραμε τις μπανάνες. Ζούσαμε, δηλαδή, μια ζωή ευτυχίας. Πώς να στο πω; Παρόλο την κούραση, την τυραννία, ήτανε ψαρότοπος, ερχόντουσαν τα καΐκια πάνω και ψαρεύανε. Ερχόντουσαν οι ψαράδες και ‘φέρναν και τις οικογένειές τους πάνω, τα παιδιά τους. Γιατί ήταν, ας πούμε, κάτι καλό και για αυτούς που ‘κάναν, ας πούμε, σαν εκδρομή που πήγαιναν, ας πούμε, σαν εξοχή κι εμείς... Είχανε τα πάντα τους, βέβαια, από τα γαλακτοκομικά, από όλα! Κρέατα, τυριά, γάλατα, πλήθη! Γιατί δεν ήμασταν και σε μεγάλη πολιτεία να μπορούμε να τα πωλούμε για να σκεφτόμαστε να μη δώσουμε να φάει ο άλλος. Καταλάβατε; Ψάρια, απ’ όλα! Αφού, σας λέω, τους αστακούς μας τους φέρνανε μες στα τσουβάλια[01:30:00]. Ήταν, δηλαδή, μια παράδεισος η ζωή μας εκείνα τα χρόνια! Δεν, παρόλο που ήμασταν, ας πούμε στο νησί, δεν μέναμε, μόνο εμείς που εργαζόντουσαν οι άνθρωποι, που είχαμε και εργαζόντουσαν πάνω, κάτω από 10 άτομα δεν εμέναμε. Εκτός τους ψαράδες, δηλαδή, ήρχετο βραδιά που είχεν 20-30 άτομα, άμα είχεν 4-5 καΐκια και το κάθε καΐκι 5-6 άτομα μέσα, γινόταν ένα μικρό χωριό.

Ι.Α.:

Ποια είναι, λοιπόν, η γνώμη σας για τις ανεμογεννήτριες στην Αστυπάλαια;

Ε.Μ.:

Ναι, λοιπόν. Μετά, ας πούμε, από ‘κει παντρεύτηκα. Άστα να παν’ στο διάολο! Τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένη, γιατί έχω 3 παιδιά, έχω 6 εγγόνια, έχω 4 δισέγγονα και εύχομαι η γιαγιά στην κάθε μάνα να βλέπει την ευτυχία που έχω, την αγάπη του κόσμου. Αγαπώ τον κόσμο, με αγαπάει ο κόσμος. Τι άλλο από αυτό θέλω; Κάθε άνθρωπος στη ζωή του πάνω από την αγάπη;

Ι.Α.:

Έτσι είναι. Ποια είναι η γνώμη σας για τις ανεμογεννήτριες στην Αστυπάλαια, λοιπόν; Γιαγιά Ελένη, με ακούτε;

Ε.Μ.:

Ναι, σας ακούω.

Ι.Α.:

Λέω «η γνώμη σας για τις ανεμογεννήτριες στο νησί, ποια είναι;»

Ε.Μ.:

Αυτά τα πράγματα δεν είναι κάτι το σωστό. Λένε ότι κάνει ζημιά η Δ.Ε.Η. με το πετρέλαιο. Γιατί αυτά τα πράγματα που λένε να βάλουνε, δεν κάνουνε ζημιές; Μπορεί να λένε ότι βγάζει κάποια κάπνη, τέλος πάντων, η Δ.Ε.Η, το πετρέλαιο. Αυτό το πράγμα που λένε να βάλουνε, δεν είναι καταστροφή σε όλα τα πράγματα; Εμείς πάνω στο νησί – δεν σου λέω για την Αστυπαλιά – πάνω στο νησί που ήμαστε, όλων των ειδών τα πουλιά ήτανε πάνω! Οι γερανοί κάθε χρόνο στις αρχές του χειμώνα να περνούνε από πάνω και η γιαγιά μου, η συγχωρεμένη, τους ήλεγε και τραγούδι να αφήνουν τα πουλάκια, να τα παίρνουν μετά, να φεύγουν πάλι στα πίσω, που ερχόντουσαν την άνοιξη. Μέσα στην άμμο, στον άμμο, κάτω στο λιμάνι έχει σπηλιά μεγάλη. Μπαίναν οι φώκιες και γεννούσανε, πιάναμε τα φωκάκια και τα στέλναμε στο ενυδρείο της Ρόδου. Τα πουλιά, τα μελίσσια, τα ζώα, οι ψαράδες που θα ψαρεύουν. Αυτά δεν κάνουν καταστροφή; Κάνει μόνο η ΔΕΗ, που καίει το πετρέλαιο; Δεν –

Ι.Α.:

Τι τραγούδι τους έλεγε η γιαγιά σας;

Ε.Μ.:

Ορίστε;

Ι.Α.:

Τι τραγούδι τους έλεγε η γιαγιά σας;

Ε.Μ.:

Κάτσε να θυμηθώ να σου το πω. Τους έλεγε «πάρτε ψωμί, πάρτε νερό κι ένα αρνί μεγάλο και να ξαναγυρίσετε να κάνετε κουράγιο» τους έλεγε κι άναβε το θυμιατό και τους θύμιαζε, που περνούσαν οι γερανοί και πηγαίνανε κάτω. Και περιμέναμε πάλι την άνοιξη να τους δούμε, να ξαναγυρίσουν. Τα μελίσσια, όλα αυτά δεν θα τα καταστρέψουνε;

Ι.Α.:

Πραγματικά.

Ε.Μ.:

Δηλαδή, ποιο κάνει πιο μεγάλο κακό η ΔΕΗ που ανάβει το πετρέλαιο ή αυτό το τέρας που θα βάλουνε; Πρώτον μεν, θα κατοχυρώσουν ένα σωρό στρέμματα για να τα κάνουν αυτά τα πράγματα και, όπως άκουσα σε μίαν ομιλία, παραπάνω από 15 χρόνια, άντε το πολύ 20, δεν κρατάνε. Μετά εκείνα τα βρώμικα κουφάρια τι θα γίνουνε; Πού θα πάνε; Δεν κάνουν αυτά ζημιά; Εγώ για μένα, δηλαδή, παρόλο που είμαι αγράμματη και έχω ζήσει στα βουνά και στη θάλασσα, νομίζω ότι δεν είναι σωστό. Σωστό είναι μόνο σε αυτούς που έχουν εκμετάλλευση και κέρδος, μόνο για αυτούς είναι σωστό. Για τον υπόλοιπο κόσμο νομίζω ότι είναι άλλη μια καταστροφή. Πάνε να τα ξεπουλήσουν όλα, να τα διαλύσουν όλα... Και δεν μου λέτε, να βάλουνε στην Αστυπάλαια με δυό, άκουσα που λέγανε σε μία συζήτηση που έγινε εδώ, με διό γεννήτριες βολεύεται η Αστυπαλιά. Δεν θέλουν να βάλουν διό, θέλουν να βάλουν 70! Να εξυπηρετήσουμε ποιον; Τη Γερμανία; Για την Τουρκία; Να βάλουμε στη Σύρνα άλλες 70. Γιατί θα τις βάλουμε στη Σύρνα τις 70; Να εξυπηρετήσουμε ποιον;

Ι.Α.:

Έχετε δίκιο, είναι σημαντικό να το ακούμε από εσάς.

Ε.Μ.:

Να τα πουλήσουμε όλα να φύγουνε; Είναι ντροπή τους!

Ι.Α.:

Μάλιστα. Και μία τελευταία ερώτηση: πώς –

Ε.Μ.:

Έλα, ψυχή μου.

Ι.Α.:

Πώς φαντάζεστε ιδανικά το μέλλον σας;

Ε.Μ.:

Πώς;

Ι.Α.:

Πώς φαντάζεστε ιδανικά –

Ε.Μ.:

Δεν άκουσα.

Ι.Α.:

Πώς φαντάζεστε ιδανικά το μέλλον σας;

Ε.Μ.:

Το μέλλον το δικό μου;

Ι.Α.:

Το δικό σας, ναι.

Ε.Μ.:

Είμαι τόσο ευτυχισμένη που δεν θέλω να αλλάξει τίποτα! Να βλέπω τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου, τον κόσμο όλο χαρούμενο, γεμάτο υγεία και ευτυχισμένος να είναι! Αυτό είναι το μέλος μου και... Και θα ‘θελα να πεθάνω στη Σύρνα.

Ι.Α.:

Πού στη Σύρνα;

Ε.Μ.:

Σε μία σπηλιά στη Σύρνα.

Ι.Α.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ γιαγιά Ελένη –

Ε.Μ.:

Έλα, κορίτσι μ’.

Ι.Α.:

Για τη συμπλήρωση. Σας ευχαριστώ πολύ.