© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ένας μεγάλος έρωτας με έναν κανταδόρο
Κωδικός Ιστορίας
11015
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αγγελική Ορφανού (Α.Ο.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/02/2022
Ερευνητής/τρια
Ευαγγελία Τακτικού (Ε.Τ.)
[00:00:00]Καλημέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;
Καλημέρα, Βαγγελίτσα μου, λέγομαι Αγγελική Ορφανού από τον σύζυγό μου, από τον πατέρα μου Μαρούλη.
Ωραία. Βρισκόμαστε με την κυρία Αγγελική Ορφανού στη Γλώσσα Σκοπέλου, είναι 14 Φεβρουαρίου 2022, εγώ ονομάζομαι Τακτικού Ευαγγελία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Αγγελική, πες μου λίγα πράγματα για σένα από την παιδική σου ηλικία και ό, τι άλλο θες.
Ήμασταν τρεις αδερφές η οικογένειά μου ήταν πάρα πολύ καλή, είχαμε καλούς γονείς και ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος, ναυτικός, έχω περάσει πάρα πολύ καλά και εγώ και οι αδερφές μου. Τρεις αδερφές είμαστε, είμαστε αγαπημένες και τα μπατζανάκια και... Παντρεύτηκα το 1956, γέννησα το πρώτο μου παιδί, έχω δύο παιδιά, γέννησα το πρώτο μου, την κόρη μου την γέννησα 11 Απριλίου το ’57. Το γιο μου τον γέννησα το ‘64, 24 Ιουνίου. Η κόρη μου έβγαλε γυμνάσιο, δεν πέρασε, δεν συγκέντρωσε τους βαθμούς, ο δε ο γιος μου έβγαλε το λύκειο, χωρίς φροντιστήριο πέρασε στην Κρήτη φυτική παραγωγή. Δεν θέλησε, αγάπησε μία Γερμανίδα, τον αγάπησε και αυτή και πήγε στη Γερμανία, στο Μόναχο, στο Μόναχο σε μία άλλη πόλη του Μονάχου, το Γκίσεν. Εκεί σπούδασε γυμναστής και εργάζεται μέχρι σήμερα.
Από τα παιδικά σου χρόνια τι θυμάσαι;
Πολύ ευχάριστα ήτανε, δεν είχαμε κακές παρέες. Η μητέρα μου, περισσότερο ζούσαμε με τη μητέρα μου, ο πατέρας μου ταξίδευε, ήταν ναυτικός, είχε τριάντα έξι χρόνια υπηρεσία, «Δεν θυμάμαι τους μήνες», έλεγε, «και τις μέρες». Βγήκε, πρώτη, η σύνταξή του που βγήκε έπαιρνε μεγαλύτερη από όλους τους ναυτικούς. Και λίγο τον βλέπαμε, σαν μουσαφίρη μες στο σπίτι. Έκαμε δικό του καΐκι, ξαναπαίρνει μεγαλύτερο, ταξίδευε Ηράκλειο, Βόλο, Κρήτη, Ηράκλειο, κουβαλούσε κρασιά και ερχόταν, ανά οχτώ μέρες έκανε το ταξίδι αυτό, Βόλο-Ηράκλειο. Και περιμέναμε τι θα μας στείλει από το Βόλο. Τα πάντα. Τα πάντα. Τότε δεν είχε κιβώτιο, καλάθι μεγάλο, και τι δεν είχε μέσα εκείνο. Ως και καραμέλες αστακό. Μπανάνες δεν είχε, από την Κρήτη έφερνε τσαμπί ολόκληρο, το έβαζε στο καλάθι και ερχόταν. Τότε ήταν τα καΐκια η «Κατερίνα» και ο «Πασχάλης», δεν είχαμε άλλες συγκοινωνίες και πιο παλιά τώρα δεν ξέρω πώς ήτανε, πιο παλιά ταξίδευαν και με τα πανιά. Ταξίδευε ο πατέρας μου και άμα φυσούσε το αεράκι, πήγαινε το καΐκι με τα πανιά, αν δεν είχε και είχε παγάδα, τραβούσαν κουπιά. Από 'δω να πάνε στον Βόλο εφτά μέρες μας έλεγε. Αν φυσούσε πήγαιναν και πιο γρήγορα. Και για να πας στη Θεσσαλονίκη ακόμα. Να βγούνε, να πάρουνε νερό για το καΐκι. Βγήκαν, λέει, σε ένα μέρος στη Χαλκιδική και πήγαν να πάρουν νερό να έχουν μέσα στο καΐκι. Γεμίσανε τι γεμίσαν, λέει, και παρουσιαστήκαν δύο αγελάδες ελεύθερης βοσκής -αυτό το έχει εξηγηθεί ο πατέρας μου, ο συγχωρεμένος- βγάλανε νερό, ποτίσανε και τα ζώα, τις αγελάδες. Και λέει ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου: «Εσείς», λέει, «που είσαστε αθώα, φυσήξτε να πάμε στον προορισμό μας» και δεν προλάβανε να μπουν μέσα στο καΐκι, το βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Αυτές είναι αληθινές ιστορίες. Εγώ αυτές τις θυμάμαι, γιατί είμαι και πιο μεγάλη από τις αδερφές μου και τα έχω ζήσει. Ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια, πάρα πολύ ωραία.
Τι άλλο σου έλεγε ο μπαμπάς σου ιστορίες από τα καράβια;
Έλεγε μία φορά, ήρθε μία τώρα είναι πεθαμένη αυτή, ήτανε στο [00:05:00]Λουξεμβούργο, η Ηλέκτρα του Διομή, ήτανε καθηγήτρια φιλόλογος και μόλις με είδε λέει: «Γιατί φοράς μαύρα;», λέω: «Πέθανε ο πατέρας μου». «Τι λες», λέει, «αυτός ο λεβέντης πέθανε;», πέθανε ογδόντα χρόνων, λέω: «Μάλιστα». «Α!», λέει, «Θα σου πω, με τον πατέρα μου», γιατί και ο πατέρας της ήτανε γιατρός, «πηγαίνανε στο Βόλο, με το καΐκι, πώς θα πάνε και δεν φυσούσε. Ο μπαμπάς σου», λέει, «έραβε πανί», πανί, ξέρεις, για τα καΐκια, ήξερε και έραβε «και σηκωνόταν κάπου-κάπου και έλεγε: "Φύσα, λεβέντη μου", τον καιρό, "φύσα, λεβέντη μου, και θα σε παντρέψω"». Αυτά. Άλλο, ρώτα με τι άλλο.
Ναι, θα σε ρωτήσω. Είπες ότι στην αρχή ήτανε στο εξωτερικό και μετά πήρε καράβι, καΐκι εδώ;
Όχι, από μικρό παιδί που ήταν και ο παππούς μου, από μικρό παιδί έβγαλε φυλλάδιο και έγινε τη δουλειά αυτή, να ταξιδεύει. Έκαμε στην κατοχή καΐκι στη Σκόπελο, εκεί που ήταν η τράπεζα, η Alpha Bank, και έχει κλειδώσει, εκεί ήταν- Τζουβελέκη λεγόταν-, εκεί Καρνάγιο και σκαρώνανε καΐκια και ήτανε το πρώτο καΐκι που έκανε κάπου τριάντα πέντε τόνοι συνεταιρικό με κάποιους άλλους από δω, ύστερα σιγά-σιγά έφυγε από συνεταιρικός, πήρε τη δική του και αγόρασε μεγάλο καΐκι, εβδομήντα πέντε τόνοι, το λέγανε «Μαρίνα» και από 'κει συνέχιζε να ταξιδεύει, να κουβαλάει κρασιά. Είχε κι άλλες δουλειές, εγώ έχω πάει μαζί στη Θεσσαλονίκη, πήγαμε στον Άγιο Όρος, αλλά δεν επιτρεπόταν να βγούμε εμείς έξω, να φορτώσει ξυλεία και από μακριά βλέπαμε το Άγιο Όρος, ούτε και βγήκαμε έξω, ήμασταν μέσα στο καΐκι αυτό και πέρασα, πώς να στο πω, μαζί. Αλλά η μητέρα μου δεν τον ακολουθούσε, δεν τα ήθελε τα... Εμείς μέχρι τον Βόλο πηγαίναμε και Θεσσαλονίκη και η Δέσποινα, μαζί η αδερφή μου, έχει έρθει.
Και πώς ήτανε να είστε τώρα μόνες σας εσείς εδώ;
Με τη μαμά.
Δεν ήτανε δύσκολο χωρίς τον πατέρα;
Και πώς θε να ζήσουμε; Ερχότανε, μπορούσε ας πούμε να 'ρθεί, όταν ήταν πολλές φορές από Βόλο για να πάει Κρήτη, περνούσε από δω, αλλά η περασάδα του δεν ήταν από 'δω. Και ο έμπορας που κουβαλούσε τα κρασιά, στον Βόλο είχε αποθήκη μεγάλη και κουβαλούσε κρασιά. Πηγαίναμε και στον Βόλο και εμείς, αλλά λίγο, θα περνούσε ένα εικοσιτετράωρο και θα έφευγε. Πώς θα...
Εσείς όταν πηγαίνατε στον Βόλο, πώς σας φαινόταν που ήτανε πόλη; Τι θυμάσαι μόλις φτάσατε, ας πούμε, πότε πήγες πρώτη φορά στον Βόλο;
Ήμουν μικρή.
Το θυμάσαι;
Θυμάμαι, πώς! Μας πήγαινε στο θέατρο, στα «Κύματα». Ήταν ωραίο το θέατρο και ωραίες κοπέλες και λέγανε, όσο θυμάμαι μικρή, δεν ξέρω, λέει, έλεγε μία, αυτές όλες: «Άντρα, άντρα τώρα τόνε θέλω!», έλεγε, οι θεατρίνες αυτές. Ήμασταν μικροί και μου έχει μείνει αυτό. Στα «Κύματα», εκεί ήταν το θέατρο, καλοκαίρι. Ωραία ήτανε.
Αυτό σου άρεσε ε; Αυτό σου είχε μείνει;
Ναι, αυτά και σινεμά, αλλά όχι πιο πολύ. Μετά πηγαίναμε για γιατρό, είχα κάνει εγχείρηση σκωληκοειδίτη, ήμουνα δώδεκα χρονών και γυρίζαμε πάλι, ο μπαμπάς ταξίδευε.
Τώρα ότι ο μπαμπάς σας ήταν στο καράβι, είχε αυτό το καράβι, ήσασταν ευκατάστατοι.
Ναι. Το πούλησε μετά, το πούλησε και βγήκε και έγινε συνεταιρικός με κάτι ανίψια του από δω, αλλά τότε η Εμπορική ναυτιλία είχε πτώσεις. Ναι και μετά έφυγε και πήγαινε υποπλοίαρχος σε motorship μεγάλο. Περνούσε και από 'δω, ήρθε και στο Λουτράκι, πήγαμε κάτω και το ‘64 που γίνηκε ο [00:10:00]μεγάλος σεισμός στην Αλόννησο, εκείνη την ώρα ήτανε 12:45 τη νύχτα και περνούσανε από τα στενά, από το νησί του Αγίου Γεωργίου, από 'κει και 12:00 η ώρα σκαντζάριζε, ο πρώτος καπετάνιος έπαιρνε την πιο εύκολη βάρδια και ο δεύτερος έπαιρνε 12 μέχρι πρωί. Ο σεισμός έγινε 12:45. Και σηκώνεται και ο πρώτος - αυτά μας τα διηγούσε ο μπαμπάς - σηκώνεται και ο καπετάνιος, Φραντζέσκος ήτανε το όνομά του και λέει: «Κάπτα Γιώργη, έπεσες έξω!», λέει, «Δεν έπεσα παιδί μου έξω, άκου οι γλάροι στο νησί, έγινε σεισμός!». Και αυτά μας τα διηγούσε.
Είχε και εδώ, τον καταλάβατε;
Ναι, αμέ, ήμουν έγκυος στον Σταμάτη, 24 Ιουνίου, 24 Ιανουαρίου, συγγνώμη, 12:45. Έπαθε ζημιά η Αλόννησος. Ήταν το επίκεντρο εκεί, το νησί του Αγίου Γεωργίου. Θα έχεις πάει στην Αλόννησο, ναι. Αυτά.
Τώρα εσύ στο σχολείο πήγες μέχρι δημοτικό. Πώς ήταν τα σχολικά σου χρόνια;
Ωραία ήταν, πολύ ωραία, ούτε οι μανάδες μας ερχόντουσαν να κάνουν παρατήρηση τους δασκάλους, τίποτα, ούτε παρεξηγήσεις είχαμε, ούτε γιατί να πηγαίνει μία μάνα και να κάνει παρατήρηση για το δικό σου το παιδί, ήμασταν όλοι αγαπημένοι. Είχαμε καλούς δασκάλους, είχα και ξένη, μία δασκάλα στην πρώτη, Ελενίτσα τη λέγαν και μετά είχα τον κύριο Αλεξανδρή στο δημοτικό και στο τέλος είχα και τον Μιτζελιώτη. Ο δάσκαλος, ο Μιτζελιώτης, ήταν Γλωσσώτης, ο Αλεξανδρής ήτανε - τώρα αν θυμάμαι - από το Βελεστίνο, κάπου από τον Βόλο, από τα χωριά του Βόλου. Αλλά δεν είχαμε να πηγαίνουν οι γονείς μας στο σχολείο να κάνουν παρατήρηση γιατί της αλληνής το παιδί χτύπησε το δικό μου... Ήμασταν όλοι αγαπημένοι, βλέπαμε τους δασκάλους και τους σεβόμασταν.
Τι μαθήματα κάνατε;
Όλα κάναμε, μαθηματικά... Γράφαμε διαγωνισμούς, πέμπτη και έκτη. Αμέ! Γράφαμε διαγωνισμούς και βάσει τι θα να γράψεις, θα να διαβάσεις, όλα τα μαθήματα.
Και μετά γυμνάσιο γιατί δεν πήγες;
Δεν θέλαν οι γονείς μας. Έτσι. Ευκατάστατοι ήτανε. Έλα ντε!
Εσύ ήθελες να πας;
Ήθελα αλλά... Και η Δέσποινα ήταν καλή μαθήτρια και η Κατίνα, ακόμη η Κατίνα, η αδερφή μου! Και για αυτό βγήκαν και τα κορίτσια της, έχει δύο κοπέλες, μορφωθήκανε.
Αλλά δεν σας πηγαίνανε.
Δεν θέλανε.
Πού ήτανε το γυμνάσιο, Σκόπελο;
Σκόπελο να πας έπρεπε, δεν είχε λεωφορείο, τότε δεν ήτανε, έπρεπε να πηγαίνεις με τον «Πασχάλη», το ξύλινο, ή την «Κατερίνα» και να καθίσεις στη Σκόπελο οικότροφος. Πολλά παιδιά, άλλα χρόνια, εκείνα τα χρόνια έχουν σπουδάσει πάρα πολλά παιδιά στη Σκόπελο. Δεν θέλανε.
Και μετά τι κάνατε αφού τελειώσατε το δημοτικό;
Η Κατίνα μάς έμαθε τη μοδίστρα, εγώ στο σπίτι κέντημα και η Δέσποινα. Καλά, η Δέσποινα είναι το κάτι άλλο, τα χέρια της είναι χρυσά! Χρυσά, χρυσά! Η Κατίνα θα μας ράψει τα πάντα, δεν έχουμε δώσει σε μοδίστρα. Όχι.
Στο σπίτι μέσα ποιοι μένατε, έμενε μήπως και η γιαγιά σας ή όχι;
Ναι, της μητέρας μου η μητέρα, μέναμε μαζί. Εγώ που γεννήθηκα, γιατί η γιαγιά μου πέθανε το ’50, το ‘50, 30 Νοεμβρίου, το θυμάμαι, ήμουν δέκα χρονών, η Δέσποινα - με την αδερφή μου τη Δέσποινα έχουμε πέντε χρόνια διαφορά, με την Κατίνα έχουμε εννιά, εγώ είμαι μεγαλύτερη.
Και, τέλος πάντων, μετά αφού κάνατε τα κεντήματά σας και αυτά τα εργόχειρα, όμως διασκέδαση δεν είχατε, δεν βγαίνατε με [00:15:00]φίλες;
Όχι, δεν είχε, πού να πας;
Εδώ, έξω, ας πούμε-
Ναι, να πάμε σε ένα εξωκλήσι να ανάψουμε τα καντήλια, περιμέναμε τότε γινόντουσαν και δύο γάμοι την Κυριακή. Τώρα δεν... Ναι! Γάμοι, τρεις είχε μία φορά. Δεν θυμάμαι να σου πω, τρεις. Ήτανε ένας Μαλάμος, είχε πάρει την Ελένη του Κούμπου, άλλη μία Ελένη Αντωνίου και του Σπύρου του Παππά παντρεύτηκε η Γαρυφαλλιά, τρεις γάμοι μία μέρα!
Πώς έγινε αυτό το πράμα;
Τρεις, χορεύανε στην πλατεία... Πρώτα ήταν η πλατεία η μικρή, από 'κεί, όχι η μεγάλη εδώ, εδώ ήτανε παλιόσπιτα γύρω γύρω εκεί που έχει, δεν είχε. Και ήτανε η μικρή η πλατεία και ήτανε φραγμένη με κάγκελα και τα ανεβαίναν τα παιδιά πάνω στα κολωνάκια να κοιτάζουν τον γάμο. Ύστερα αφού τα χαλάσανε και τα βολέψανε γινόντουσαν οι γάμοι σε αυτή την πλατεία, τη μεγάλη. Μία φορά τρεις γάμοι. Κάθε Κυριακή είχαμε γάμο! Κάθε Κυριακή γάμο! Αφού το λέει και ο πάτερ Αλέξιος που ψάχνει να βρει πότε έχει γίνει γάμος.
Απίστευτο!
Αυτά περιμέναμε, της Παναγίας που γινόταν το γλέντι στην πλατεία πηγαίναμε, ήταν γεμάτα τα σκαλάκια. Και 2:00 και 3:00 η ώρα και το πρωί η μαμά: «Άντε, να σηκωθείτε να πάμε για τα μύγδαλα!». Κατάλαβες; Ήτανε γεμάτο η πλατεία και όχι μόνο αυτό ανήμερα της Παναγίας και το βράδυ μετά, απολούσε η αγρυπνία, γινότανε γλέντι στην πλατεία. Τώρα τίποτα.
Άρα περιμένατε τις γιορτές αυτές.
Τις γιορτές και τους γάμους. Θα να βγούνε και θα να είναι γεμάτα κορίτσια και άλλα, όσοι ήθελαν χόρευαν, αλλά περισσότερο όχι, δεν χορεύανε στη δικιά μας την πλευρά, χαζεύαμε.
Τα απογεύματά σας πώς τα περνούσατε;
Με κέντημα. Με κέντημα. Η Δέσποινα ήξερε τελάρο, κεντούσε. Πηγαίνανε εκεί κάτω, πού ήτανε της γιαγιάς σου της Βαγγελιάς το σπίτι, απέναντι που είναι η Μαρία εκεί του Καΐρη, απάνω ήταν αβέρτο και πηγαίναν όλες, τα κορίτσια, και κεντούσανε τελάρο, βελονάκι, κέντημα...
Φίλες είχες εσύ;
Όλες, με τις συμμαθήτριές μου δεν έχω μαλώσει με τίποτα, αλλά πολλές οικειότητες, όχι. Αλλά με όλους μιλάω και στο χωριό μου με όλοι μιλάω, δεν έχω με κάποιον κακιώσει, αλλά πολύ έτσι αυτό, όχι.
Γιατί αυτό;
Έτσι. Δεν έχω με τις... Άσε, λείπουν και πάρα πολλές που έχουν φύγει για την άλλη ζωή, πάρα πολλές... Και ήμασταν όλες αγαπημένες.
Άρα εσείς τα μυστικά σας και αυτά πού τα συζητούσατε, οι αδερφές;
Με τις αδερφές μου, δεν είχα, ας πούμε, μία φίλη να πω ότι αγαπώ τον Νίκο ή αγαπώ... Όχι, δεν, για τον εαυτό μου, δεν ξέρω τώρα οι άλλοι.
Και μετά, λοιπόν, για πες μου τώρα, να πάμε στο θέμα με τον έρωτά σου με τον θείο τον Νίκο.
Ο Νίκος, εγώ δεν τον θυμάμαι γιατί έχουμε και οκτώ χρόνια διαφορά. Φύγανε να πάνε στον Βόλο η οικογένεια του, η πεθερά μου, ο πεθερός μου και έχανε τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια και πήγανε στον Βόλο. Ο κουνιάδος μου έβγαλε την εμπορική σχολή του Βόλου και ο Νίκος έβγαλε τη νυχτερινή και την ημέρα δούλευε σε εργοστάσιο για μηχανές που κάναν για τα καΐκια και το βράδυ πήγαινε στη νυχτερινή σχολή, πώς μου έλεγε, στο Τσιμπούκι λεγότανε η τοποθεσία, εκεί ήτανε η σχολή και πηγαίνανε και δεν τον θυμόμουνα ότι, σαν νέο παιδί. Γιατί δεν ήμασταν και μακριά, εδώ μένανε, εδώ το σπίτι, αυτό από πάνω μας [Δ.Α. 00:20:01]. Και όταν έβγαλα την έκτη τάξη του Δημοτικού, την έβγαλα εδώ πέρα, στο σχολείο του Φάλκου, αυτό του είχανε δυο αίθουσες εδώ και περισσότερο έκανα [00:20:00]παρέα με τη Νίνα του Σταματίου, εκεί κάτω που ψέλνει ο Κωστής στην εκκλησία, εκείνη είναι ένα χρόνο μεγαλύτερη, αλλά μαζί ήμασταν στην έκτη και παίζαμε κουτσό, κουτσό δηλαδή, παίζαμε το κουτσό - εγώ τώρα αυτό μου το έχει διηγηθεί ο άντρας μου - και είχε έρθει λέει από τον Βόλο και πηγαίνανε προς τον ξάδερφό του τον Νίκο τον Σίδερη, είναι πρώτα ξαδέρφια, πηγαίνανε στην τοποθεσία Παράγκα, ήταν μία παράγκα τώρα όπως ήταν το σπίτι αυτό, παλιά ήταν μία παράγκα και εμείς παίζαμε κουτσό. Εγώ δεν το θυμάμαι αυτό, αυτό μου το έχει διηγηθεί ο άντρας μου και ο Νίκος και λέει ο άντρας μου: «Το βλέπεις αυτό που παίζει κουτσό, το Αγγελικάκι, θα το πάρω!», ναι, και γυρίζει και του λέει ο ξάδερφος: «Βρε, έχεις τόσες κοπέλες στον Βόλο, αυτή είναι μικρή!», αλλά έφτασε... Μετά, δεν ξέρω, σιγά-σιγά ήρθε και ο Νίκος εδώ, ειδωθήκαμε, αυτό ήτανε!
Πού ειδωθήκατε;
Εδώ! Καλά κάπου κρυφά, ναι, κρυφά, ναι, ένα σημείωμα να μου στείλει ή θα να περάσει να σφυρίξει ή θα να παίξει το ακορντεόν, καντάδες... Έλεγε το τραγούδι: «Σκάλα θα βάλω για να ανέβω στο μπαλκόνι σου Διώξε τη μάνα σου και κοίτα να 'σαι μόνη σου». Και το 'λεγε τραγουδιστά: «Σκάλα θα βάλω για να ανέβω στο μπαλκόνι σου Διώξε τη μάνα σου και κοίτα να είσαι μόνη σου». Όταν το άκουγε το Αγγελικάκι αυτό, δεν ήθελε τίποτα άλλο!
Με τα τραγούδια σε έριξε δηλαδή; Νίκος Ορφανός (σύζυγος): «Θυμήσου έτη παλαιά, Θυμήσου περασμένα Θυμήσου τη φιλία μας και κλάψε λυπημένα».
Κάτσε να σου πω τώρα τι θέλω. Πώς σε πρωτοπροσέγγισε, δηλαδή εσύ πώς το έμαθες ότι αυτός σε θέλει, ας πούμε;
Περνούσε, δεν ήμασταν και μακριά η γειτονιά μας, να, εδώ και εκεί πέρα καθόμουνα, όχι εδώ, στο άλλο εκεί το σπίτι, πιο 'δω από το περίπτερο. Ν.Ο: Πώς την αγάπησα θες να πεις, ε; Περνούσε πέρα δώθε, πέρα δώθε, πέρα δώθε... Βρε, λέω, αυτό το μικρό!
Κάτσε τώρα, είπα να μη μιλήσεις! Θα χαλάσει αυτό, πάει.
Και μετά, αφού στέλνατε αυτά τα σημειώματα και βρισκόσασταν και αυτά, πώς το αποφασίσατε να παντρευτείτε, ήρθε και σε ζήτησε;
Είχαμε σχέσεις, Βαγγελίτσα μου, θα κρυφτούμε; Σχέσεις! Και οι σχέσεις δημιουργήσανε το τέκνο. Και παντρευτήκαμε στον Πειραιά, στα Ταμπούρια, στον Άι Γιώργη, γιατί έτυχε να πάνε η πεθερά μου να κάθονται στην Αθήνα και ο κουνιάδος μου δούλευε εκεί, πήγε και ο Νίκος οπότε δεν μπορούσανε να 'ρθούνε και πήγαμε εμείς στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα Ταμπούρια, στον Άι Γιώργη έχω παντρευτεί.
Άρα δηλαδή είχες μείνει έγκυος και παντρευτήκατε;
Ναι αμέ! Τι θα να...
Αυτό δεν ήτανε για την εποχή, εντάξει, τώρα είναι συνηθισμένο, δεν είναι κάτι.
Μπορεί να χτύπησε, αλλά δεν δώσαμε δικαίωμα, οι γονείς, και οι μεν και οι δε, γίνηκαν ο γάμος και μετά ο άντρας μου έφυγε να μπαρκάρει. Έκαμε εννιά μήνες. Με άφησε με τη μητέρα μου, πήγα γέννησα στον Βόλο και μετά βρήκε το παιδί εννιά μηνών γεννημένο. Έκαμε εννιά μήνες.
Πόσον καιρό είχατε σχέση που μετά παντρευτήκατε; Πόσο καιρό είχατε σχέση;
Και μετά γίνηκε ο γάμος. Ε, κανένα χρόνο.
Τον ήξερες, λοιπόν, δεν τον πήρες-.
Ναι, αλλά δεν είχαμε... Όταν ακούστηκε ότι θα παντρευτούμε, απορήσαν όλοι, δεν είχα δώσει ούτε ο Νίκος ούτε εγώ δικαίωμα, ήταν τόσο αυτά.
Και μετά πώς έγινε ο γάμος ακριβώς;
Στον Πειραιά. Πήγα εγώ με τη μητέρα μου, ο πατέρας μου ταξίδευε, βγήκε, ήρθε στον Πειραιά και έγινε ένας πολύ ωραίος γάμος και έγινε και ένα πολύ ωραίο γλέντι στο σπίτι του Γιάννη [00:25:00]του Αντωνίου, που είναι ο Γιώργος καπετάνιος, με τον πατέρα του είμαστε πρώτα ξαδέρφια. Και εκεί έγινε και ήταν πολλοί Γλωσσώτες, πάρα πολλοί Γλωσσώτες.
Είχατε προσκλητήρια;
Μάλιστα, μάλιστα, προσκλητήριο, έχω, κάπου τώρα το 'χω το προσκλητήριο.
Τις ετοιμασίες για πες μου, εσύ τα έκανες ή οι γονείς σου;
Οι γονείς μου. Ο πατέρας μου όλα, ο πατέρας μου ήτανε στο έξω, το αυτό, όλα! Τι κρασί από το καΐκι έφερε κρητικό, φαγητά στο φούρνο, ήτανε δεκαπέντε, κοντά είκοσι οικογένειες από τη Γλώσσα που μέναν εκείνα τα χρόνια στον Πειραιά. Τώρα έχουν φύγει όλοι, έχουν πεθάνει.
Και μετά μόλις έγινε ο γάμος ήρθατε εδώ;
Ναι, ήρθαμε εδώ λίγο και μετά έφυγε ο άντρας μου να μπαρκάρει.
Εσύ εδώ έκατσες.
Εγώ εδώ με τη μητέρα μου. Πήγα γέννησα στον Βόλο και γύρισα, όταν ήρθε, ξεμπαρκαρισε, ήμουν εννιά μηνών γεννημένη.
Εσύ πώς τον ειδοποιήσεις που γεννήθηκε το παιδί;
Δεν είχε εκείνα τα χρόνια, το ταχυδρομείο με τηλεγράφημα και πού να το στείλεις, αλλά έμαθε, γιατί όταν πήγε και μπαρκάρισε έτυχε να είναι με το motorship που ήταν ο πατέρας μου μαζί και έμαθε ότι γέννησα. Δεν είχε εκείνα τα χρόνια, δεν είχαμε, ένα τηλέφωνο είχε το ταχυδρομείο. Τώρα, μην κοιτάς. Μετά έγινε ναυτικός, έφυγε εξωτερικό, Ιαπωνία, είχε σύνολο πεντέμισι χρόνια υπηρεσία θαλάσσης, είχε και από το εργοστάσιο που δούλευε στο Ι.Κ.Α. και μπήκε στην κοινότητα, στην ύδρευση, και μάζεψε τριάντα ένα χρόνια και έχουμε τη σύνταξη.
Α, μετά ήρθε εδώ να δουλέψει.
Ναι, ναι έκανε πεντέμισι χρόνια, έκανε δύο δεκαοκτάμηνα που κάθε σαράντα πέντε μέρες λάβαινες ένα γράμμα. Πώς θα να 'ρθει, βρε Βαγγελίτσα, αφού το ταξίδι ήταν Αμερική-Ιαπωνία, δεν είχε τηλέφωνο, ένα τηλέφωνο είχε μόνο το ταχυδρομείο.
Τι σου έγραφε στα γράμματα;
Έχω και κάρτα, θες να στη δείξω;
Να μου τη δείξεις μετά, ναι.
Θα σου τη δείξω.
Αλλά...
Την κρατάω για ενθύμιο.
Επειδή είχατε μεγάλο έρωτα.
Ναι.
Εσύ πώς ένιωθες;
Τι πώς ένιωθα;
Που έλειπε.
Τον αγαπούσα! Είσαι η ζωή μου. Η αναπνοή μου. Έχω περάσει καλά, πολύ καλά, καμιά φορά μπορεί να αρπάζεσαι, άλλα όχι για πράγματα δύσκολα και αυτά. Αλλά, όμως, έχω περάσει καλά. Δεν με ζήλεψε, δεν μου έκανε παρατήρηση: «Μη μιλάς με αυτόν», στα λεφτά. Και μέχρι τώρα εγώ είμαι, δεν, ο Νίκος δεν είναι κέρβερος να τον φοβάμαι. Αλλά και εγώ, όμως, προσπαθούσα να μην του δώσω δικαίωμα.
Και με το ακορντεόν μετά συνεχίσατε και κάνατε τι; Γλέντια, τι κάνατε;
Πρωτομαγιές, Καθαρά Δευτέρα, Αποκριές, συγκεντρωνόμασταν εκεί κάτω στην Ευτέρπη, την ξαδέρφη μου, πρωτομαγιά στα Πυθαράκια, πάρα πολύ ωραία, το ακορντεόν...
Για πες για τις γιορτές αυτές.
Ποιες, Βαγγελίτσα;
Αυτά, τώρα πρωτομαγιές, αυτά.
Αυτές στην εξοχή αναμεταξύ μας δηλαδή, οι αδερφές μου, καλά ήτανε και πιο μικρές, μετά που, μεγάλες, ο ξάδερφος του, ο Νίκος, και αυτός μαζί, είναι πρώτα ξαδέρφια, ο Αντρέας με την Ευτέρπη, πηγαίναμε εκεί κάτω στο σπίτι, πάρα πολλές! Του Αγίου Αντρέα γινότανε το κάτι άλλο και τις Απόκριες, Πρωτομαγιά, Καθαρά Δευτέρα... Άλλη μία φορά είχαμε πάει στην Αγία Τριάδα εκεί πάνω, μας είχανε καλέσει, ήτανε το κάτι άλλο! Αφού μετά ήρθαμε, είχανε ψήσει αρνιά, εμείς λέω: «Να ετοιμάσω», «Θα ρθείτε σκέτος, Νίκος και Αγγελική», έτσι μας είπανε. Και πήγαμε στην Αγία Τριάδα και θυμάμαι ο Γιώργος που είναι τώρα μέσα, ο [00:30:00]καπετάνιος, τον στείλαμε στο χωριό, είχε ο μπαμπάς μου εδώ το κλειδί και ήρθε και άνοιξε το σπίτι και πήρε το ακορντεόν και το έφερε στην Αγία Τριάδα, εκεί γινότανε... Ήτανε και ο Αντρέας, ο καθηγητής, ο Κουκορίνης, που αυτός να χορεύει. Υπάρχουν φωτογραφίες!
Τι ωραία που περνούσατε!
Πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία, Βαγγελίτσα!
Και εσύ τραγούδαγες μαζί;
Ο άντρας μου έχει πιο καλή φωνή.
Και τις καντάδες αυτές που γυρνούσαν εδώ, στο χωριό, ήτανε πριν παντρευτείτε ή μετά;
Και προτού παντρευτούμε και μετά. Όταν ταξίδευε, γιατί και οι αδερφές μου και αυτές με έρωτα παντρευτήκανε, ο Νίκος της Τασούλας, ο Παναγιώτου, είχε το μπουζούκι, αυτές. Λοιπόν, όταν ταξίδευε ο άντρας μου ένα βράδυ ήρθαν να μου κάνουν καντάδα, νύχτα, έξω, στο σκαλοπάτι. Τι τραγούδι να μου πούνε: «Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι, μία καρέκλα πάντα αδειανή», τώρα το παρακάτω δεν το θυμάμαι. Την επαύριο σαν τους είδα, «Βρε, παιδιά», λέω, «ήμουνα που ήμουνα κλειδωμένη η καρδιά μου, βρεθήκατε αυτό το τραγούδι να μου πείτε;». «Αυτό», λέει, «σου άξιζε, Αγγελική!», ήταν ο Νίκος, ήταν ο Αλέκος, ο γαμπρός μου, ακόμα δεν ήτανε γίνει, αλλά θέλανε, ο Τσουκαλάς, ο Νίκος, ο συγχωρεμένος, ο Σιδέρης της Ευελπίας, κι αυτός ωραία τραγουδούσε και μου είπαν: «Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι, μία καρέκλα πάντα αδειανή». Γιατί ήταν μπαρκαρισμένος. Εγώ ήθελα ένα άλλο, πιο να... «Αυτό», λέει, «σου ταίριαζε»! Ν.Ο.: Να 'ρθει από τον Βόλο και να δει ποια είναι αυτή που με κράτησε στο χωριό;
Ήταν νέος, είχε και στον Βόλο κορίτσια, δεν θα είχε; Ν.Ο.: Κατάλαβες; Λοιπόν...
Έρωτας!
Άλλο. Κάτσε, Νίκο. Ν.Ο.: Λέει, λοιπόν, αυτή: «Νίκο, την είδαμε τη μικρούλα που έχεις στο χωριό, αλλά δεν είναι μικρή για σένα αυτή να πούμε;», λέω: «Μικρή, ξε-μικρή, εγώ την πήρα να την έχω αγκαλιά»! Αλλά από τον Βόλο να φανταστείς, ήρθαν από το Βόλο να δούνε ποια είναι αυτή. Δεν θέλει να τα ακούει αυτά.
Εσύ δεν ζήλευες, τώρα που είπε αυτό;
Όχι, τι να ζηλέψω! Τι να του κάνω, νούμερα; Όχι, δεν μου αρέσουν αυτά. Όχι, δεν ήταν ωραία, όχι, ειλικρίνεια... Ν.Ο.: Της έκανα καντάδα και της έλεγα «Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει», την έβλεπες, λοιπόν, άνοιγε την πορτίτσα και κοίταζε. Και κοίταζε να δει: «Δεν ακούς τα πουλάκια πώς λαλούνε». Ωπ! λοιπόν!
Ναι, ναι, ναι. Ν.Ο.: Λοιπόν, όταν την έβλεπα ύστερα που αυτό, λέω: «Σου άρεσε η καντάδα;» «Ναι», λέει, «ωραία ήτανε!».
Ήτανε άλλα τα χρόνια! Αφού τα νοσταλγώ, πώς να στο πω! Έχω αναμνήσεις καλές!
Τι νοσταλγείς; Δηλαδή, εντάξει, τώρα εσύ θα βλέπεις και πολλές διαφορές με το σήμερα. Τι ήτανε πιο, τι θυμάσαι, ας πούμε, που ήτανε διαφορετικό και το νοσταλγείς;
Πιο ειλικρινή τα πράγματα ήτανε. Δεν υπήρχε να κάνεις τα μούτρα με τη μία ή με την άλλη, συγκεντρωνόμαστε όλες στην εκκλησία, πώς να στο πω, στους γάμους, αυτοί οι γάμοι ήτανε! Εκεί πήγαινε η νεολαία τα κορίτσια, πού να πάνε, Βαγγελίτσα μου, πες μου πού να πάνε; Ούτε είχε μπαράκια, πώς ήτανε, ας πούμε, παλιά η «Γλύστρα», δεν είχε τίποτα. Και πηγαίναμε και για μπάνιο ή όλη μέρα στης Περιβολιούς με τα πόδια ή στην Αγία Βαρβάρα με τα πόδια που πηγαίναμε και γυρίζαμε το βράδυ.
Πηγαίνατε, σας αφήναν, όμως.
Ναι, παντρεμένη, μικρές όχι, δεν πηγαίναμε, παντρεμένη, ναι, πηγαίναμε. Ένα βράδυ κοιμηθήκαμε και στην Αγία Βαρβάρα. Εγώ είχα και τη Γεωργίτσα μικρή, δεν είχα τον Σταμάτη και η Βούλα, η κουνιάδα μου, με τον Γκλέτσο, τον δάσκαλο. Και κοιμηθήκαμε, [00:35:00]είχε ψάρι ψαροντούφεκο, είχαμε τα ψαράκια μας, ωραία ήτανε! Αλλά αυτό έγινε μία φορά. Αλλά στην Περιβολιού πηγαίναμε Σαββατοκύριακο, Κυριακή το πρωί να καθίσουμε όλη μέρα! Τι δεν έπαιρνες να φας! Ντομάτα, σαρδέλες, αυγά και τι και τι, ψωμί, για αχινοί πηγαίναμε τη Μεγάλη Σαρακοστή όξω στην άμμο. Τώρα... Τώρα δεν έχουμε πόδια να πάμε, καλά, τώρα είναι και το αυτοκίνητο. Ν.Ο.: Να 'ρθουν από το Βόλο και να δούνε ποια είναι αυτή που με κράτησε στο χωριό!
Το είπες, Νίκο, το είπες! Βαγγελίτσα αυτά, ξέρω εγώ, ρώτησε τι άλλο θέλεις.
Όταν οι γονείς σου, όταν, βασικά, είχατε αυτήν τη σχέση και μετά η μάνα σου πώς το έμαθε, ας πούμε, και ο πατέρας σου; Ήρθε μετά-
Ναι, ναι, το μάθανε χωρίς καμία αυτή, α πα πα, τίποτα, παντρευτήκαμε, ούτε οι γονείς μου φέραν αντίρρηση ούτε και τα πεθερικά μου, όχι, όχι. Και ό,τι είχε ο πατέρας μου έδωσε το σπίτι, τι να έχει, και ο πατέρας μου έφυγε από τέσσερις αδελφές. Και η μητέρα μου έμεινε ορφανή ενάμισι χρονών. Ο παππούς, της μητέρας μου ο πατέρας ήταν έξω, στο πολεμικό ναυτικό αξιωματικός. Αλλά ενάμισι χρονών είχε η μητέρα μου, δεν τον ήξερε για πατέρα. Και η γιαγιά μου έπαιρνε αμερικανική σύνταξη, της μητέρας μου η μητέρα, η Αγγελική.
Είναι πολύ ωραίο που δεχτήκανε τον έρωτα.
Όχι, όχι, όχι, τίποτα, όχι, τίποτα κακό, καυγάδες, αυτά, όχι, όχι. Στην Πεύκη γίνηκε ο γάμος, όμορφα, ήρθαμε, ο άντρας μου έφυγε, τι, ένα μήνα, παντρευτήκαμε τον Νοέμβριο και τα Χριστούγεννα είχε φύγει, για τα Χριστούγεννα δεν κάναμε μαζί, έφυγε, μπαρκάρισε για να δουλέψει, γιατί και ο Νίκος δεν ήτανε ευκατάστατος.
Και πού μείνατε;
Εδώ.
Ήταν έτοιμο-
Έτοιμο ήτανε, έτοιμο. Αλλά, όταν ταξίδευε, έμενα με τη μητέρα μου τις αδερφές μου.
Γιατί αυτό; Για παρέα;
Για παρέα, να μην είμαι και μοναχιά μου, να μη δώσω δικαίωμα, ο άντρας μου ταξίδευε, οπότε ήμουνα-
Αυτό ήταν συνηθισμένο, η γυναίκα να πηγαίνει στο πατρικό, όταν ταξίδευε ο άντρας;
Τώρα, εκείνα τα χρόνια, όχι. Ν.Ο.: Αναλόγως τον άνθρωπο.
Όχι, Βαγγελίτσα μου, όχι, όχι, δεν είχα ότι έπρεπε να πάω να κοιμάμαι με τη μητέρα μου, τις αδερφές μου, αλλά είχαμε μία οικογένεια, μετά που ξεμπαρκάρισε και ήρθε, ήρθαμε στο σπίτι μας.
Ωραία. Θυμάσαι καμία ιστορία, όπως μου είπες αυτό με την καντάδα που σου κάνανε, με το τραγούδι, θυμάσαι καμία τέτοια ιστορία ή κανένα γλέντι, κάτι;
Πηγαίναμε εκεί κάτω μεριά του Αγίου Αντρέα στην Ευτέρπη, εκεί κάτω το σπίτι και ήταν και δασκάλες, εκπαιδευτικοί, ξένες, μία νηπιαγωγός, το Φωτεινάκι και η Χρυσούλα και ήμασταν κάτω εκεί. Ο Αντρέας ήθελε να γίνει μασκαράς, έκανε κέφι. Λοιπόν, πάει μες στην κάμαρη, είχε πάει πιο μπροστά η Νίνα, λεύτερη και η Νίνα ακόμα, δεν είχε παντρευτεί με τον Χρήστο και είχανε μία βαλίτσα, η βαλίτσα δεν ξέρω, δεν είχε καπάκι, πώς την έκανε, την άφησε ανοιχτή κάτι να πάρει η Νίνα, πάει ο Αντρέας μέσα για να μασκαρευτεί, πατάει τη βαλίτσα, του έρχονται τα ρούχα εδώ! «Φαντάσματα εδώ μέσα;», λέει, «Φαντάσματα!» έλεγε. Ναι. Ήταν ο Ευθυμάκης ο Μαρούλης, ήταν ο Ευαγγελινός, ο ξάδερφός μου, ήταν ο Σάμης ο Λαρυγγάκης λεύτερος... Μία φορά να έχει από την Ιαπωνία ο Ευθυμάκης -γιατί ήταν ναυτικός μηχανικός- και να τα πετάει κάτι γιαπωνέζικα αυτά, το τι... Σαν φωτοβολίδες μέσα, όχι για να καείς, για να κάμεις ατμόσφαιρα! Kαι αυτά είναι ωραίες αναμνήσεις, πηγαίναμε από 'κει στις ακρογιαλιές… O Αντρέας μία φορά: «Α, ξαδερφίτσα, μην έρχεσαι κοντά, μην έρχεσαι, ξαδερφίτσα μου, γιατί μουσκέφτηκε το παντελόνι και είμαι με το σώβρακο! Και έλα Ευτερπάκι να το [00:40:00]στεγνώσεις!».
Όταν ταξίδευε ο άντρας μου, έμεινα τώρα, ας πούμε, εδώ στο σπίτι με τα παιδιά. Εκείνα τα χρόνια γινόντουσαν μ'τσούνοι, τώρα δεν βλέπεις μ'τσούνοι, μεγάλοι. Ε, κλείδωνα και την πόρτα, λέω μη φασαρία και αυτά. Τέλος πάντων, χτυπούσαν την πόρτα. Πάω τροχάδην απάνω μεριά, κοιτάζω από το μπαλκόνι. Βλέπω, λοιπόν, έναν έτσι, ήταν ο Αντρέας, ο συγχωρεμένος, ο Κουκορίνης και φορούσε αλεξίπτωτο. Ναι, ήταν αυτός. Και λέει: «Αγγελικάκι, Αγγελικάκι! Έλα, άνοιξε, είμαι ο Αντρέας, είμαι ο Αντρέας!». Κατεβαίνω, λοιπόν, εγώ τροχάδην να ανοίξω την πόρτα, λέει η μαμά μου: «Πού πας», λέει, «αρή, να ανοίξεις την πόρτα; Ποιοι θα 'ρθουνε και χτυπάνε;», πάει να μπει ο Αντρέας μέσα με το... Να μην τον χωράει η πόρτα! Άνοιξε και το άλλο το φύλλο και έκαμε το νούμερό του. Κι άλλη μία φορά πάλι ο Αντρέας, ήταν έτσι τακτικός στο σπίτι μας, με τον Μοναχάκη τον Διονυσίου, τον συγχωρεμένο. Και ήτανε τότε γινόντουσαν σεισμοί και είχαν ντυθεί Άραβες με το άσπρο σεντόνια και αυτά, γονατιστοί εδώ, να προσεύχονται, να λέει: «Σεισμούς, καταποντισμούς, πυρός μαχαίρα», κάνανε δέηση που γινόντουσαν σεισμοί, ήταν ο ένας απάνω στον άλλον, παιδί μου, οι σεισμοί. Το ‘64 ήταν αυτό. Αυτά. Υπήρχαν κι άλλα καλά, ωραία ήτανε.
Εσείς δεν πηγαίνατε μ'τσούνοι;
Όχι. Όχι, όχι, όχι. Ούτε εγώ ούτε οι αδερφές μου όχι, όχι.
Άντρες πηγαίνανε;
Άντρες. Και άλλη μία φορά είχε έρθει στο σπίτι -έχουνε πεθάνει όλοι τώρα- του Κωστή του Ουρανίτσα από το Λουτράκι, του πατέρα του, ο παππούς του με τη γιαγιά του, την Ντίνα, και ο Βασίλης ο Λιάσκος με τη Βικτώρια, αν τους έχεις ακουστά και φωνάζανε: «Γάλα, γάλα!». Ναι. Λέει η μητέρα μου -ο Νίκος ταξίδευε- λέει η μητέρα μου: «Φωνάζουν γάλα, θα πάνε από κάτω από την Κούκη τη Μαρούλη», από τη Σκόπελο ερχόντουσαν οι Μαρλίτσες και φέρνανε γάλατα εκείνα τα χρόνια, «δεν ανοίγεις», λέει, «να πάρουμε γάλα;», με το που ανοίγω την πόρτα, ανεβαίνουν απάνω τέσσερις μασκαρεμένοι. Η πόρτα, άφησα ανοιχτά, μπήκαν, ανεβήκαν επάνω, λοιπόν. Ο ένας δεν ανέβηκε, ήτανε ψηλός αντρούκλας, φόραγε τσαρούχια, πώς πηγαίνανε και οργώνανε, με κάλτσες χοντρές. Δεν το είχαμε χωρίσει το σπίτι εκεί και άρχισε να με ενοχλεί, να κάνει άσχημες χειρονομίες, από 'δω, από 'κει, έμπηξα φωνή, λέω: «Δεν είναι σωστό, μες στο σπίτι μου», λέω, «αυτά τα πράγματα!», λέει ο μπάρμπας, ο Κωστής, φάνηκε ο Ουρανίτσας και η θειά η Ντινιά, γνωριζόντουσαν, λέει: «Είναι από τα βουνά και είναι μουσεμένος!», λέει. Ε, εντάξει τους δύο γνωριστήκανε, αυτοί οι άλλοι οι δυο δεν γνωριστήκανε, άντρας ήτανε, γυναίκα ήτανε και ο άλλος; Η θειά η Ντινιά και ο μπάρμπας ο Κωστής γνωριστήκανε. Την επαύριο, όμως, η θεια η Ντινιά πήγε από πάνω από την Κατίνα μας, έζηε, η αδερφή μου υπηρέτησε μία γιαγιά, μία της μαμάς μου ξαδέρφη και πήγε και είπε: «Πες της Αγγελικάκι να μη στεναχωρηθεί, αυτός που της έκανε αυτά, ήταν η Βικτώρια του Λιάσκου». Ναι, ήτανε η Βικτώρια του Λιάσκου. Τέλος πάντων, όταν το Βασώ καθότανε του Μπάλα, που είχε τον Παντελή, καθόταν από δω, λεύτερη, σαν άκουσε οχλαγωγία και αυτά, θέλησε να 'ρθει. Με το ανέβασμα τα σκαλιά αυτός, ο άντρας, τώρα θα το κρύψω αυτό λίγο, της έκαμε χειρονομία από κάτω και της το βούτηξε. Ναι. Τέλος πάντων, λέει, την επαύριο, λέει: «Ξέρεις τι έπαθα;», λέω: «Είχες καμία δουλειά να 'ρθεις από δω;» χωρίς να μάθω εγώ ποιος ή ποια ήτανε. «Είχες», λέω, «καμιά δουλειά να ρθεις;». «Αρή», λέει. Λοιπόν, Βαγγελίτσα, δεν είχα μάθει αμέσως, «Είχες καμία δουλειά να 'ρθεις;». «Αρή», λέει, «ξέρεις, όλη η χούφτα από κάτω!». «Εμένα», λέω «έπιανε τα στήθια μου και τα κωλιά μου», λέω, «τώρα τι θα γίνει;». Ήρθε, όμως, η θεια η Ντινιά και πήγε στην Κατίνα και λέει: «Πες της Αγγελικής να μη στεναχωριέται, ήτανε η Βικτώρια του Λιάσκου και ο Λιάσκος ο Βασίλης» και η θεια η Ντινιά με τον μπάρμπα του Κωστή. Το είπα της Βασούς, λέω: «Ξέρεις ποιος ήτανε;», «Ποιος», λέει, «ήτανε;». «Ήτανε», λέω, «ο Μήτσος ο Κρασάς» που έχει το μαγαζί εκεί πέρα ο Γιώργος, ο πατέρας του, λεύτερος, «ήτανε λέω αυτός». «Αρή, δεν ξαναπερνάω», λέει, «από κει να πάω στην Παλιοκαλύβα γιατί ντρέπομαι, το χέρι του», λέει, «όλο το έπιασε». Μέχρι τώρα δεν [00:45:00]της το έχω πει της Βάσως.
Της έκανες πλάκα.
Ναι, ναι, ναι. Γιατί και εγώ δεν ήξερα, είπα: «Μέσα στο σπίτι άσχημα φέρεσαι», εξόν και είναι ένας αδερφός, ένας ξαδερφός και πάλι δεν αισθάνθηκα, έμπηξα φωνή!
Γενικά δηλαδή κάνανε χειρονομίες οι μ'τσούνοι;
Αυτό τώρα, έτσι, δεν ξέρω τώρα, αυτό μου συνέβη, έτσι μες στο σπίτι, δεν ξέρω.
Όχι για σένα, αν έχεις ακούσει.
Όχι, δεν έχω ακούσει. Όχι, δεν έχω ακούσει. Κι άλλη μία φορά ήρθανε, ήταν ο Γκλέτσος λεύτερος, ο γαμπρός του, ήταν ο Λιάπης ένας άλλος δάσκαλος, τώρα έχει πεθάνει και αυτός και ο μπάρμπας ο Γιωργός, ο Διονυσίου, που έκανε τις ενέσεις, κάτω, ξέρεις πού είναι το σπίτι, πού είναι, πού είχε ο Παναής ο Πανάς, λίγο πιο 'δω, ένα γωνιακό που ήταν η Ελένη του Παπαγγελή, μπράβο. Κι αυτός ήταν εκεί, ο μπάρμπας ο Γιωργός και ήρθαν οι μ'τσούνοι εδώ στο σπίτι μας, αλλά όχι, ήσυχα, τους κεράσαμε σοκολατάκι, όχι.
Δηλαδή αποκαλυπτόντουσαν ή-
Αν θέλανε, ναι, αν δεν θέλανε, όχι.
Και ποια ήταν η διαδικασία; Βροντούσανε, μετά;
Έτσι, μάλιστα αυτοί οι τρεις που ήρθανε, ήτανε και η θειά μου η Ειρήνη, καθόταν εκεί και ένας κάθισε εκεί και η θειά μου η Ειρήνη, πώς κάνει, του έκαμε το μαντήλι που ήταν μπουλωμένο, αλλά δεν τον γνωρίζαμε ποιος ήτανε, τον μπάρμπα τον Γιωργό τον γνωρίσαμε, ούτε τον Γκλέτσο. Και ύστερα ήρθε, μετά που τελειώσαμε και λέει: «Μη γίνεται συζήτηση, κάποιος από σας έκανε το μαντήλι», του είπαμε του μπάρμπα του Γιωργού: «Η θεια μου η Ειρήνη έκανε, δεν έκαμα». «Ήτανε», λέει, «ο δάσκαλος, ο Λιάπης» κι επειδής τότε ήτανε, το χωριό δεν ήτανε... Οι δασκάλοι περιορισμένοι, να δείξουν καλούς τρόπους, κατάλαβες;
Να μην το πείτε.
Να μην το πούμε. «Όχι», λέω, «δεν γίνεται».
Ωραίες ιστορίες!
Μπορεί να είναι κι άλλες τώρα και να μη θυμάμαι, πάντως καλά ήταν. Τώρα είναι άδειο το χωριό μας. Τώρα είναι άδεια, όλη η γειτονιά μας είναι άδεια. Ν.Ο.: Ξέρεις τι γινόταν εδώ η Γλώσσα!
Τώρα είναι άδειο, Βαγγελίτσα. Ν.Ο.: Τώρα, βρε, λέω τι έγινε!
Τώρα τι άλλο θες να με ρωτήσεις;
Να μας πει τα τραγούδια αυτά.
Να πεις τα τραγουδάκια. Ν.Ο.: Ποια τραγούδια;
Αυτά τώρα, κανένα άλλο παλιό; Ν.Ο.: «Όταν με χάσεις, τότες θα με ζητήσεις, τότε θα κλάψεις και θα με νοσταλγήσεις. Θα μετανιώσεις, μα θα είναι αργά πολύ, θα 'χει πετάξει τότες πια το πουλί. Μην κλαις, γλυκιά Μαριώ, γρήγορα θα ξανάρθω, στη θερμή σου αγκάλη να πέσω μην κλαις, γλυκιά Μαριώ»
Ξέρει κι άλλα παλιά, τώρα δεν θυμάται.
Πες μας, πες μας. Να σας βγάλω μία φωτογραφία;
Να μας βγάλεις.
Να τραγουδάτε, όμως. Άμα αρχίσετε θα σας βγάλω.
Ποιο θα πεις τραγούδι; Τώρα δεν θυμάμαι και εγώ. Ξέρει πολλά παλιά τραγούδια. Ν.Ο.: «Αν καμιά φορά, μαυρομάτα, αν καμιά φορά σε ιδώ, θα έχουν φύγει τα ωραία μας τα νιάτα, θα είσαι άλλη εσύ και άλλος θα είμαι εγώ.»
Ήξερε πολλά τραγούδια, Βαγγελίτσα. Πάρα πολλά τραγούδια. Και ζημιά του έχει κάνει αυτή η τηλεόραση, παίζει το ακορντεόν, τα πάντα. Χοροί, αυτά, ήτανε...
Πού χορεύατε;
Όξω, στα κτήματα πηγαίναμε, στα Πυθαράκια, το ακορντεόν... Ν.Ο.: Το ακορντεόν, έπαιζα ακορντεόν, γινότανε χαμός!
Το ξέχασες τώρα; Ν.Ο.: Τώρα όσο να 'ναι, να πούμε, δεν είναι όπως το έπαιζα τότε, να πούμε, αυτό, κάπως... Το παίζω και τώρα, ας πούμε, αλλά το έχω ξεχάσει.
[00:50:00]Πάντως έχω περάσει καλά. Πολύ καλά. Ν.Ο.: Άλλα χρόνια, η νεότης είναι άλλα χρόνια, πώς να στο πω, έχεις άλλη αυτή, όρεξη, να πούμε, και να αγαπάς...
Βαγγελίτσα, τώρα αυτό πού, συγγνώμη, πού θα το σερβίρεις;
Κάτσε να το κλείσουμε τώρα. Σας ευχαριστώ.
Τίποτα, δεν ξέρω τώρα, θυμάσαι τίποτα να μου κάνεις καμία ερώτηση.