© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ήθελα να ζήσω μια περιπέτεια και ακόμα τη ζω». Ένας εκπαιδευτικός στο Κονγκό αφηγείται.

Κωδικός Ιστορίας
10998
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Λεργιός (Γ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/08/2021
Ερευνητής/τρια
Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης (Θ.Χ.)
Θ.Χ.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Γ.Λ.:

Καλημέρα.

Θ.Χ.:

Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;

Γ.Λ.:

Ονομάζομαι Λεργιός Γιώργος και είμαι μαθηματικός, κάτοικος Αλεξανδρούπολης.

Θ.Χ.:

Είναι Τρίτη 3 Αυγούστου 2021 βρισκόμαστε στην Αλεξανδρούπολη με τον κύριο Λεργιό Γιώργο, εγώ είμαι ο Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης, είμαι ερευνητής για το Istorima και ξεκινάμε. Μπορείτε να μου πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας;

Γ.Λ.:

Τελείωσα το Μαθηματικό Θεσσαλονίκης το 1980 και διορίστηκα σαν καθηγητής των μαθηματικών στο Σουφλί το 1988.

Θ.Χ.:

Πολύ ωραία. Να μιλήσουμε λίγο για το Κονγκό και τη Κινσάσα στην οποία βρίσκεστε. Πως πήρατε την απόφαση να ξεκινήσετε για εκεί; Πότε έγινε αυτό;

Γ.Λ.:

Ξεκίνησα να δίνω εξετάσεις στα γερμανικά απ’ το 1990, κάποια στιγμή έγραψα καλά και θεώρησα ότι θα πάω στη Γερμανία, ήθελα να κάνω και μεταπτυχιακό εκεί. Αλλά το 1992 ήρθε ένα τηλεγράφημα απ’ το Υπουργείο το οποίο έγραφε αν θέλω να αποσπαστώ στο Ζαΐρ. Βέβαια εγώ γερμανικά είχα δώσει εξετάσεις, αλλά το θεώρησα σαν μια… ήθελα να ζήσω μια περιπέτεια και ξεκίνησα. Έτσι απλά. Κατέβηκα στην Αθήνα, κάναμε μαζί με άλλους συναδέλφους το εμβόλιο του κίτρινου πυρετού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και φύγαμε με Swiss Air. Βέβαια στη Κονγκολέζικη Πρεσβεία συνάντησα και άλλους Έλληνες ταξιδιώτες, ομογενείς που κατέβαιναν και αυτοί κάτω, συνάντησα επίσης και τον μακαριστό Τιμόθεο τον Μητροπολίτη, ο οποίος μας είπε ότι: «Αν θέλεις να νιώσεις τη μυρωδιά και… τον αέρα της Αφρικής, όταν θα κάνει στάση το αεροπλάνο στην Γκαμπόν, στο Λιμπρεβίλ, το Λιμπρεβίλ είναι πάνω στον ισημερινό, όταν θα ανοίξει η πόρτα θα πλησιάσεις για να νιώσεις αυτήν τη βαριά υγρή αποπνικτική ατμόσφαιρα της Δυτικής Αφρικής». Είχα ακούσει για το Λιμπρεβίλ από μια καθηγήτρια θεολόγο, όχι ακριβώς το Λιμπρεβίλ ήταν το Λαμπαρινέ. Εκεί έζησε αρκετά χρόνια ένας γιατρός –νομίζω- ερευνητής, εξερευνητής, ο Σβάιτσερ. Αυτός έχτισε νοσοκομείο μέσα στη ζούγκλα, μας το ‘λεγε συχνά η καθηγήτρια και επί χρόνια, αυτή την εικόνα είχα. Το αεροπλάνο έφτασε κάποια στιγμή στην Κινσάσα, η Κινσάσα είναι 4 μοίρες, περίπου, νότια του ισημερινού, ήτανε βράδυ… κατεβήκαμε από το αεροπλάνο πεζή και πλησιάσαμε στην πόρτα του αεροδρομίου, όπου μας υποδέχτηκαν 3-4 στρατιώτες. Ήμασταν χαμένοι και ήμουνα χαμένος. Πίσω από τους στρατιώτες ήταν ένα μπουλούκι από Κονγκολέζους, Ευρωπαίους, ο ένας φώναζε στον άλλον, οι Ευρωπαίοι φώναζαν στους Αφρικανούς, οι Αφρικανοί στους Ευρωπαίους, όλοι μαζί φωνάζανε σε εμάς. Μάλλον έλεγαν τα ονόματά μας για να πλησιάσουμε. Και μέσα σε αυτόν τον χαμό διέκρινα ένα κεφάλι λευκό, ήταν ενός Έλληνα ο οποίος μας είπε: «Είστε οι [00:05:00]εκπαιδευτικοί. Καλώς ήρθατε στην Κινσάσα». Με έναν μαγικό τρόπο βγήκαμε από το αεροδρόμιο και μπήκαμε στα αυτοκίνητα. Τότε για πρώτη φορά είδα κάποιον Κονγκολέζο να κουβαλάει τη βαλίτσα μου. Προσπάθησα να του την πάρω, αλλά ο Έλληνας μου είπε: «Οι βαλίτσες θα ακολουθήσουν από πίσω με το βανάκι». Και διανύσαμε μια απόσταση περίπου 15 χιλιόμετρα και μας οδήγησαν στα σπίτια όπου ήταν προγραμματισμένα για εμάς. Το σπίτι όπου έμενα ήταν μέσα σε μια πανσέλα, μέσα σε μια αυλή μεγάλη, ήταν χτισμένα 3 σπίτια γύρω γύρω υπήρχανε, ήταν ένας τοίχος κάπου 2,5-3 μέτρα με συρματοπλέγματα και σπασμένα γυαλιά, ένα φρούριο. Ένα φρούριο μέσα στο οποίο θα ζούσα. Όλα αυτά το πρώτο βράδυ. Ήμασταν λίγο χαμένοι, δεν ξέραμε πού είμαστε, ήταν ένας άλλος πλανήτης, ένας άλλος κόσμος και με έναν συνάδελφο προσπαθούσαμε να δούμε τι γίνεται έξω στην αυλή, βγήκαμε δειλά-δειλά και είδαμε- είχε περάσει η ώρα- έναν φύλακα να κοιμάται, να κοιμάται δίπλα στο air condition το οποίο ήταν αναμμένο. Κάποιος άλλος μας είπε ότι: «Κοιμάται εκεί επειδή έχει ζέστη». Αυτό ήταν το πρώτο βράδυ, κάπως έτσι πέρασε, και την άλλη μέρα το πρωί ήρθε το αυτοκίνητο της Ελληνικής Κοινότητος και μας μετέφερε στο σχολείο στην Ελληνική Κοινότητα, την Ελληνική Κοινότητα Κινσάσας. Για την οποία πρέπει να πω ότι είναι ένα πρότυπο κοινότητας, είναι μια όαση ελληνική-δεν υπάρχει κέντρο-πάνω στη μεγαλύτερη λεωφόρο της πόλης. Η Ελληνική Κοινότητα περιλαμβάνει, εκτός απ’ τα γραφεία, την εκκλησία, το σχολείο, υπάρχουν 2 κτήρια-αυτή τη στιγμή υπάρχουν 2 κτήρια-γήπεδο ποδοσφαίρου, μπάσκετ, γυμναστήριο, αίθουσα πολιτισμού στην οποία γίνονται και οι εκδηλώσεις. Για την Ελληνική Κοινότητα θέλω να πω 2 λόγια∙ ότι αγκάλιασε και αγκαλιάζει τους εκπαιδευτικούς, νοιάζεται για αυτούς, στέκεται δίπλα στο σχολείο, λύνει οποιαδήποτε προβλήματα των εκπαιδευτικών και βοηθάει όλους τους Έλληνες, όσους έχουν ανάγκη. Είναι μια όαση ελληνική, είναι μια μικρή Ελλάδα μέσα σε μια πόλη 12.000.000, βέβαια τότε ήτανε μικρότερη η πόλη, αλλά είναι μια μικρή Ελλάδα.

Θ.Χ.:

Πολύ ωραία μου τα λέτε, κύριε Γιώργο. Σας υποδέχτηκαν πολύ θερμά επομένως στην Ελληνική Κοινότητα.

Γ.Λ.:

Η Ελληνική Κοινότητα, στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας αποσπώνται Έλληνες εκπαιδευτικοί, τα σχολεία είναι αμιγή ελληνικά με ΦΕΚ του 1973, είναι αμιγή ελληνικά, ισότιμα ελληνικού δημοσίου. Τα παιδιά της τρίτης λυκείου όταν αποφοιτούν, δίνουν εξετάσεις κάθε Σεπτέμβρη με τα παιδιά των Ελλήνων του εξωτερικού. Αυτό που μου ‘κανε εντύπωση ήταν ότι [00:10:00]τα παιδιά ήταν ευγενέστατα και θυμάμαι ότι όταν τα απογεύματα συναντιόμασταν είτε για να παίξουμε ποδόσφαιρο, μπάσκετ, πετάγονταν απ’ το παγκάκι και μας χαιρετούσαν, κάτι που δεν το ‘χα ζήσει στην Ελλάδα.

Θ.Χ.:

Ποιες είναι οι διαφορές και οι ομοιότητες ενός σχολείου στη Κινσάσα με ένα σχολείο στην Ελλάδα;

Γ.Λ.:

Η μόνη διαφορά, τα σχολεία τα ελληνικά είναι αμιγή ελληνικά, ακολουθούν ακριβώς το αναλυτικό πρόγραμμα της Ελλάδας, η μόνη διαφορά είναι ότι ξεκινάμε 7:30 το πρωί αντί για 8:30 λόγω ζέστης.

Θ.Χ.:

Και σαν δάσκαλος πώς είναι να εργάζεστε σε ένα ελληνικό σχολείο στην Κινσάσα; Ποιες είναι οι εικόνες σας από την καθημερινότητα μέσα στο σχολείο;

Γ.Λ.:

Τα παιδιά, εκτός απ’ τα παιδιά που είναι Έλληνες από πατέρα και μητέρα, υπάρχουν και παιδιά τα οποία είναι… προέρχονται από μικτούς γάμους. Κάποια παιδιά απ’ αυτά έχουν επισκεφτεί ελάχιστες φορές την Ελλάδα ή καθόλου. Οπότε είναι υποχρέωσή μας να τους μεταφέρουμε εικόνες και πώς είναι η Ελλάδα -ας πούμε- κάποια παιδιά λόγω του ότι εκεί είναι όλο καλοκαίρι δεν είχαν δει ποτέ τους χιόνι. Φανταστείτε λοιπόν, σε ένα μάθημα γεωγραφίας να μιλάμε για την Ελλάδα ή για το κλίμα και να λέμε ότι στην Ελλάδα χιόνισε. Είναι Φεβρουάριος μήνας, άρα στην Ελλάδα, σε κάποια σημεία, χιόνισε. Δεν έχουν δει ποτέ χιόνι.

Θ.Χ.:

Οι υποδομές πώς είναι;

Γ.Λ.:

Το σχολείο είναι άρτια… δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Θ.Χ.:

Μπορείτε να μου μιλήσετε για τις εκδηλώσεις που κάνετε στο σχολείο σας;

Γ.Λ.:

Ναι. Οι εκδηλώσεις είναι καταπληκτικές, το σχολείο πραγματοποιεί γιορτές, θεατρικές παραστάσεις. Ξεκινάμε από 28 Οκτωβρίου, 1 μήνα κάνουμε πρόβες, 1 μήνα κάνουμε πρόβες για να είμαστε τέλειοι. 17 Νοέμβρη… τα Χριστούγεννα τα παιδιά με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών…

Θ.Χ.:

Πείτε μου και άλλα για τα Χριστούγεννα και για τις γιορτές.

Γ.Λ.:

Τα παιδιά στολίζουν δέντρο με μεγάλη χαρά, η Κοινότητα προσφέρει δώρα στα παιδιά, τραγουδούν τα κάλαντα. Μάλιστα η Ελληνική Κοινότητα διαθέτει ένα αυτοκίνητο με το οποίο τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια των Ελλήνων και ψάλουν τα κάλαντα. Επίσης, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά έρχονται από το πανεπιστήμιο, απ’ τον Άγιο Αθανάσιο οι φοιτητές και ψάλουν τα κάλαντα και στα σπίτια των Ελλήνων αλλά και στα γραφεία της Κοινότητος και στο σχολείο έρχονται. Η Κοινότητα προσφέρει δώρα στα παιδιά -το είπαμε- και βέβαια αν, 2 χρόνια τώρα δεν έγιναν και οι καλύτερες γιορτές λόγω της πανδημίας, αλλά παλαιότερα το ρεβεγιόν την Πρωτοχρονιά, τα Χριστούγεννα, οπού συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες.

Θ.Χ.:

Το Πάσχα; Κάνετε εκδηλώσεις για το Πάσχα;

Γ.Λ.:

Ναι βέβαια, το Πάσχα όλοι οι Έλληνες στην Ανάσταση, την Μεγάλη Παρασκευή η περιφορά του Επιταφίου. Στις εορτές του [00:15:00]Πάσχα καλούνται και οι Ορθόδοξοι Ρώσοι, Σέρβοι, οι οποίοι έρχονται ανελλιπώς. Φέτος βέβαια, λόγω της πανδημίας η γιορτή, το γλέντι έγινε στο γήπεδο του μπάσκετ με αποστάσεις και το πρωτόκολλο… ξέρετε...

Θ.Χ.:

Κάνατε και μια μεγάλη εκδήλωση για τα 200 χρόνια-

Γ.Λ.:

Για τα 200 χρόνια οπού ήταν καλεσμένη η κυρία πρέσβης, ο μακαριστός Μητροπολίτης ο Νικηφόρος, όλοι οι Έλληνες. Ακούσαμε την ομιλία της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και ακολούθησε δείπνο το οποίο πρόσφερε η Ελληνική Κοινότητα σε όλους τους ομογενείς. Βέβαια γίνονται και άλλες εκδηλώσεις όπως η Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, έγινε εκδήλωση για να τιμήσουμε τους Έλληνες Ποντίους. Όλα αυτά μέσα στην πανδημία.

Θ.Χ.:

Προωθείτε πολύ το στοιχείο του ελληνισμού.

Γ.Λ.:

Ναι.

Θ.Χ.:

Και σε ένα τόσο απόμακρο μέρος.

Γ.Λ.:

Ναι ακριβώς. Η Ελληνική Κοινότητα Κινσάσας -όπως σας είπα- προωθεί αυτές τις αξίες. Η ελληνική γλώσσα είναι κύριο μέλημά της. Για αυτό και κάθε χρόνο αποσπώνται και εκπαιδευτικοί απ’ το Υπουργείο Παιδείας.

Θ.Χ.:

Θυμάστε μήπως κάποιες άλλες δραστηριότητες με τα παιδιά; Κάποια εκδρομή στο Κονγκό;

Γ.Λ.:

Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, όταν ήρθαν κάποιοι πρόσφυγες από το Μπραζαβίλ, οπού όλοι οι Έλληνες μαζευτήκαμε μέσα στο γυμναστήριο οπού συσκευάζαμε πακέτα με τρόφιμα για να τα μοιράσουμε στους βασανισμένους αυτούς ανθρώπους. Ήταν κάτι ξεχωριστό για εμάς, δεν το ‘χαμε ξαναζήσει. Η συμμετοχή ήτανε καθολική -θα ‘λεγα- απ’ όλους τους Έλληνες και τα παιδιά του σχολείου.

Θ.Χ.:

Μπορείτε να μου μιλήσετε λίγο για τη σχέση σας με τους ντόπιους; Πως ήταν όταν πρωτοφτάσατε στην Κινσάσα;

Γ.Λ.:

Όταν πρωτοφτάσαμε, παρατηρήσαμε ότι οι άλλοι εκπαιδευτικοί, οι πιο παλιοί, αλλά και όλοι οι Έλληνες είχαν κάποιους Κονγκολέζους οι οποίοι εργάζονταν στα σπίτια σαν βοηθοί, σαν μάγειροι και σαν οδηγοί. Βέβαια, για εμάς ήταν πρωτόγνωρο, αλλά απ’ ό,τι μας είπαν και οι ίδιοι είναι σωστό να προσλάβεις κάποιον μέσα στο σπίτι να το καθαρίζει, να σε βοηθάει στις δουλειές -ξέρετε- εκεί το κλίμα είναι πολύ βαρύ. Η σωματική εργασία σε εξουθενώνει. Και έτσι ο κάθε εκπαιδευτικός είχε και έναν -ας το πούμε- κουζινιέρη, ο οποίος μαγείρευε και καθάριζε και το σπίτι. Ο δικός μου, όπως λέμε, ήξερε να μαγειρεύει γιατί είχε δουλέψει σε Έλληνες. Βέβαια, μια φορά μαγείρεψα και δεν δέχτηκε να φάει απ’ το φαί μου, διότι μου είπε: «Αφεντικό αυτό [00:20:00]δεν τρώγεται» και παρεξηγήθηκα. Αυτοί έρχονταν στη δουλειά 7:30 το πρωί, όταν φεύγαμε για το σχολείο, και σχόλαγαν περίπου στις 16:00 το απόγευμα.

Θ.Χ.:

Μου είχατε πει ότι είναι πολύ δύσκολα για αυτούς, γιατί ξυπνούσανε και νωρίς…

Γ.Λ.:

Ναι.

Θ.Χ.:

Και ήτανε έξω από την πόλη.

Γ.Λ.:

Αυτοί ζούνε κυρίως έξω από την πόλη, πολύ μακριά, στα προάστια, στα σιτέ όπως λέμε. Μπορεί να ξυπνάνε και στις 03:00 η ώρα, να διανύουν μια πολύ μεγάλη απόσταση με τα πόδια μέχρι που να κατέβουν στον κεντρικό δρόμο οπού με κάποιο μέσο να ‘ρθουνε στην πόλη. Για εμάς είναι μια ευκολία, για αυτούς είναι εργασία και χαίρονται πραγματικά να δουλεύουν σε Έλληνες. Εδώ θέλω να πω ότι κυρίως μιλάνε οι Κονγκολέζοι για εμάς και όχι εμείς για τους Κονγκολέζους. Τους Έλληνες τους έχουν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση και θέλουν να δουλέψουν σε εμάς, γενικά σε όλους τους Έλληνες. Οι Έλληνες έχουν πολύ καλό όνομα. Μας εκτιμούν και χαίρονται πραγματικά. Οι Έλληνες έφτασαν στο Κονγκό κυρίως τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό μέρος κυρίως και ασχολήθηκαν με το εμπόριο, με φυτείες. Στις λίμνες, ανατολικά, δούλευαν σαν ψαράδες, βέβαια είχαν την τεχνική κάτι που δεν είχαν οι ντόπιοι. Όταν έφυγαν οι Έλληνες μετά από κάποιες φασαρίες, οι ντόπιες εφημερίδες έγραφαν ότι: «Έφυγαν οι Έλληνες και πήραν και τα ψάρια μαζί τους». Από τότε δεν νομίζω να υπάρχει συστηματική αλιεία. Είναι ένας λαός φιλόξενος, γελαστός, χαρούμενος, χορεύει και χαίρεται το σήμερα. Το σήμερα είναι πολύ δύσκολο για αυτούς, πρέπει να βγουν να δουλέψουν, να κερδίσουν, να κερδίσουν μερικά δολάρια για να ταΐσουν τα παιδιά τους τα οποία είναι πολλά, την οικογένειά τους.

Θ.Χ.:

Οπότε όταν τους δίνετε δουλειά, νιώθετε ότι τους βοηθάτε και εσείς ο ίδιος να ζήσουν.

Γ.Λ.:

Ακριβώς και όχι μόνο δουλειά, αλλά και, αυτό που λέμε, κάποια μπόνους, δηλαδή όταν πηγαίνουμε για ψώνια πάντα ο κάθε συνάδερφος, γιατί μόνο για τους συναδέρφους μπορώ να μιλήσω, θα πάρει και θα αγοράσει και κάποια τρόφιμα για τον δικό του, όπως λέμε.

Θ.Χ.:

Τους σκέφτεστε συνεχώς δηλαδή, δεν τους βλέπετε ως εργάτες;

Γ.Λ.:

Είναι εργάτες αλλά είναι οι άνθρωποί μας. Κάποιες φορές, τα παλιά τα χρόνια όχι τώρα, μου λέγανε: «Αφεντικό, δε θα βγεις σήμερα έξω, διότι ακούγονται φασαρίες» άρα μας προσέχουν.

Θ.Χ.:

Πως είναι η καθημερινότητά σας στην Κινσάσα; Από τι αποτελείται μια μέρα;

Γ.Λ.:

Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι σχολείο και το απόγευμα στην Ελληνική Κοινότητα, οπού είχαμε αγώνες ποδοσφαίρου, βόλεϊ, μπάσκετ. Παίζαμε με τις άλλες Κοινότητες ποδόσφαιρο, με τους [00:25:00]Λιβανέζους, με τους Γάλλους, με τους Βέλγους και μετά όλοι μαζί στο εστιατόριο.

Θ.Χ.:

Εσείς, είχατε πει, μένετε στο κέντρο.

Γ.Λ.:

Παλιά έμενα κοντά, όλα τα σπίτια των εκπαιδευτικών ήταν πολύ κοντά στην Κοινότητα, πάρα πολύ κοντά. Δηλαδή με το αυτοκίνητο 3-4-5 λεπτά.

Θ.Χ.:

Με τα πόδια κυκλοφορείτε; Μου είχατε πει υπάρχει κάποιος κίνδυνος.

Γ.Λ.:

Δε θα πρότεινα σε κανέναν να κυκλοφορεί με τα πόδια. Όχι ότι είναι τόσο επικίνδυνο, αλλά νομίζω ότι ένας…

Θ.Χ.:

Πείτε μου λίγα ακόμα για τη σχέση σας με τους ντόπιους. Πως κυκλοφορείτε στον δρόμο που είχαμε πει;

Γ.Λ.:

Δεν θα πρότεινα σε κάποιον ο οποίος έρχεται για πρώτη φορά να κυκλοφορεί με τα πόδια στον δρόμο. Ο λόγος είναι απλός∙ Οι άνθρωποι είναι κυρίως φτωχοί και ένας λευκός προκαλεί κουβαλώντας μία σακούλα απ’ το σουπερμάρκετ, προκαλεί τους φτωχούς ανθρώπους της γειτονιάς του. Θα είναι καλύτερα να πάει για ψώνια με κάποιο αυτοκίνητο. Ένας άλλος λόγος είναι ότι αν συμβεί κάτι, όχι τίποτα τραγικό, μην βάζετε στο μυαλό σας, απλά θα στεναχωρηθεί και ο ίδιος. Ότι πώς θα τα βγάλει πέρα, σε ποια γλώσσα θα μιλήσει, δεν ξέρει ακριβώς τι σκέφτεται αυτός που είναι δίπλα του ή που τον ενοχλεί. Οι ντόπιοι δεν είναι κακοί άνθρωποι απλά σκέφτονται διαφορετικά. Θεωρούν ότι οι λευκοί έχουν τόσα πολλά λεφτά που μπορούν να αγοράσουν οτιδήποτε αρκεί να είναι υπερτιμημένο. Οπότε καλά είναι τον πρώτο καιρό να ακούει τους παλιούς, να ακούει τις συμβουλές των Ελλήνων της Ελληνικής Κοινότητος και για οποιαδήποτε βόλτα ή για κάποιον καφέ να πηγαίνει με το αυτοκίνητο.

Θ.Χ.:

Ποια γλώσσα χρησιμοποιείτε εκεί πέρα;

Γ.Λ.:

Η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι τα γαλλικά. Βέβαια οι ντόπιοι, οι Κονγκολέζοι της περιοχής της συγκεκριμένης μιλούν Λινγκάλα. Μία από τις δεκάδες γλώσσες που μιλιούνται στο Κονγκό.

Θ.Χ.:

Έχετε κάποια προσωπική ιστορία, κάποιο συμβάν που να σας συνέβη κι εσάς στον δρόμο μήπως;

Γ.Λ.:

Ναι, είναι μερικές αστείες ιστορίες, να σας διηγηθώ μία... Κάθε Σάββατο που πηγαίναμε για ψώνια περνούσαμε από ένα σταυροδρόμι οπού ήταν ένας τροχονόμος ο οποίος με απίστευτες χορευτικές φιγούρες ρύθμιζε την κυκλοφορία. Εμείς χαιρόμασταν που τον βλέπαμε και όταν μας σταματούσε του δίναμε ένα μικρό ποσό 2-3 δολάρια, γιατί μας είπε ότι πρέπει να αγοράσει κάτι για τα παιδιά του και τα λοιπά. Κάποια μέρα, μας σταμάτησε και ζήτησε ένα… 3-4 φορές επάνω το ίδιο ποσό γύρω στα 15-20 δολάρια -δε θυμάμαι-. Και όταν του είπαμε: «Μα για ποιον λόγο;» είπε ότι: «Δεν τα μάθατε; Προχθές επέτρεψα στο [00:30:00]κανάλι CNN να πάρει κάποια πλάνα από τον κεντρικό δρόμο και τώρα δεν είμαι ο ίδιος, έχω αναβαθμιστεί, άρα θα πληρώσετε παραπάνω». Είναι αυτό το καταπληκτικό χιούμορ που έχουν οι Κονγκολέζοι. Επίσης, μια άλλη ιστορία είναι ότι όταν πήγαμε σε μια υπαίθρια αγορά να αγοράσουμε κάποια σουβενίρ -ξέρετε- σε έναν πάγκο πουλούσε κάποιος ελεφαντάκια, ρινόκερουςμ αλλά από μαλαχίτη. Λοιπόν, ένα ελεφαντάκι είχε σπασμένο πόδι και όταν τον ρωτήσαμε: «Μα αυτό, αυτό το πόδι του είναι σπασμένο, πώς είναι δυνατόν να πληρώσουμε 20 δολάρια για αυτό;» απάντησε ότι -μάλιστα σε εμένα- ότι: «Κάποιος λευκός το πυροβόλησε όπως εσύ. Ένας λευκός σαν κι εσένα το πυροβόλησε και η τιμή του είναι αυτή. Αν θέλεις να το αγοράσεις, θα πληρώσεις ακριβώς όπως και τα υπόλοιπα».

Θ.Χ.:

Άλλη η νοοτροπία του κόσμου εκεί πέρα, αλλά είναι και φιλικοί.

Γ.Λ.:

Φιλικοί, είναι γελαστοί αρκεί να βρίσκουν απίθανους τρόπους να σου αποσπάσουν κάποια χρήματα, αλλά αυτό δεν πρέπει να το εκλάβεις εσύ ότι σε κοροϊδεύουν ή θέλουν να σε ληστέψουν -ας το πούμε-. Είναι άνθρωποι φτωχοί που βγαίνουν για το μεροκάματο, οπότε όταν δουν άσπρο, θεωρούν ότι «Να μια ευκαιρία να κερδίσω κάποια περισσότερα χρήματα».

Θ.Χ.:

Θεωρούν όλους τους άσπρους πλούσιους;

Γ.Λ.:

Ναι, ναι θεωρούν όλους τους άσπρους πλούσιους. Και ας υπάρχουν εκατομμυριούχοι. Το πιο δύσκολο, ίσως και αυτό που με ενοχλεί κάπως, είναι ότι τελικά, με τα πολλά χρόνια εκεί, καταντούμε να μένουμε ασυγκίνητοι μπροστά στον συνδυασμό του τεράστιου πλούτου και της απόλυτης φτώχειας. Είναι ένα κράτος πάρα πολύ πλούσιο με ορυκτά, μεταλλεύματα, σπάνιες γαίες κυρίως στα ανατολικά, οπού οι φασαρίες δεν έχουν σταματήσει και μάλλον ο λόγος είναι αυτός.

Θ.Χ.:

Αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται και κάτω από τα όρια της φτώχειας.

Γ.Λ.:

Δυστυχώς. Αλλά πιστεύω ότι σε σχέση με τα χρόνια τα παλιά το Κονγκό βρίσκει σιγά-σιγά τον βηματισμό του και ευχόμαστε να αναπτυχθεί και να περιορίσει τη φτώχεια των ανθρώπων.

Θ.Χ.:

Πόσα χρόνια βρίσκεστε στο Κονγκό, κύριε Γιώργο;

Γ.Λ.:

Συνολικά 17. Συνολικά 17 χρόνια.

Θ.Χ.:

Πότε φύγατε πρώτη φορά;

Γ.Λ.:

Το 1992. Γύρισα το ’98 και ξαναέφυγα το ’10.

Θ.Χ.:

Είχανε συμβεί κάποιες αναταράξεις μου είχατε πει.

Γ.Λ.:

Ναι, το 1993 είχαμε ταραχές. Είναι οι άσχημες εικόνες, οι πολύ άσχημες εικόνες. Και εδώ πρέπει να μιλήσω πάλι για την [00:35:00]Ελληνική Κοινότητα η οποία έκανε τα πάντα για να προστατέψει τους Έλληνες. Χωρίς την Ελληνική Κοινότητα δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε εκεί.

Θ.Χ.:

Ποιες είναι οι διαφορές της πρώτης σας φοράς στο Κονγκό με τη δεύτερη;

Γ.Λ.:

Όσον αφορά την πόλη, η πόλη μεγάλωσε χτίστηκαν δεκάδες πολυκατοικίες, κόπηκαν τα δέντρα της μεγάλης λεωφόρου, αυτά τα δέντρα ήταν πανύψηλα. Και τώρα θα ‘λεγα ότι η πόλη -δεν ξέρω αν κάποιοι συμφωνούν μαζί μου- και ο κόσμος δυτικοποιείται να πούμε; Ο καθένας έχει από ένα κινητό τηλέφωνο. Όλοι κοιτάζουνε βιντεάκια. Δεν ξέρω αν αυτό είναι εξέλιξη.

Θ.Χ.:

Θα προτιμούσατε την πρώτη φορά ή τη δεύτερη που βρεθήκατε; Ποια ήτανε καλύτερη εποχή;

Γ.Λ.:

Νομίζω η δεύτερη όσον αφορά την ασφάλεια και την ευκολία στη μετακίνηση, σε όλα. Η πρώτη φορά συνέπεσε με φασαρίες, πολιτικές αναταραχές, αλλαγή καθεστώτος. Η εικόνα της πόλης έχει αλλάξει λίγο και μιλάω μόνο για το κέντρο, γιατί ήταν και μικρότερη η πόλη, να φανταστείτε ότι είναι μία πόλη, περίπου, 12-13 εκατομμυρίων κατοίκων. Οι περισσότεροι ζούνε στα περίχωρα της πόλης, στα σιτέ όπως λέμε, και τώρα με την πανδημία έγινε… μας κλείσανε, όπως λέμε εδώ στην Ελλάδα, έγινε ένα lockdown «confineman» το λέμε εκεί, μόνο το κέντρο της πόλης. Τα περίχωρα ποιος μπορεί να τα κλείσει; Αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων οι οποίοι, οι οποίοι πρέπει να δουλέψουν, να κερδίσουν 1 δολάριο 2 την ημέρα για να ζήσουν. Δηλαδή τους Κονγκολέζους… δηλαδή εμάς μας κλείνουν για να μας σώσουν, ενώ τους Κονγκολέζους αν τους κλείσουν τους καταδικάζουν αυτόματα.

Θ.Χ.:

Ήτανε δύσκολη η περίοδος της πανδημίας.

Γ.Λ.:

Ήταν δύσκολη η περίοδος της πανδημίας όπως σε όλο τον κόσμο.

Θ.Χ.:

Πως πήρατε την απόφαση να γυρίσετε και δεύτερη φορά στην Κινσάσα;

Γ.Λ.:

Απλά η δεύτερη φορά συνέπεσε με κάποια προβλήματα. Την πρώτη φορά νομίζω ότι δεν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον από Έλληνες εκπαιδευτικούς και έτσι βρέθηκα. Ήξερα την Αφρική, ήξερα τους ανθρώπους, κάποιους ανθρώπους τους γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια οπότε δεν το σκέφτηκα καθόλου.

Θ.Χ.:

Και την πρώτη φορά πώς ήταν να αφήνετε πίσω σας την Ελλάδα; Ποια ήταν τα συναισθήματά σας; Μου είπατε το είδατε σαν περιπέτεια.

Γ.Λ.:

Ήθελα να ζήσω μια περιπέτεια και ακόμα τη ζω. Βέβαια, να πούμε τώρα και ότι άκουσα από φίλους και γνωστούς ότι «Θα [00:40:00]πάω εκεί και θα έχω έναν υπηρέτη» Ξέρετε, όπως οι ελληνικές ταινίες, τις παλιές ελληνικές ταινίες, ότι κάποιος υπηρέτης, θα είσαι ξαπλωμένος σε μία κούνια και θα σου κάνει αέρα ή θα σου προσφέρει φαγητό και... Άκουσα και άλλα, ότι ακολουθώ-αστειευόμενοι βέβαια-τους αποικιοκράτες, συνεχίζω… δυστυχώς… Βέβαια δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι το βελγικό Κονγκό ήτανε μέχρι το 1960, ήταν βελγικό Κονγκό, ήταν αποικία των Βέλγων, όλη η Δυτική Αφρική. Αλλά άκουσα και άλλα από φίλους… αλλά καλά θα είναι όταν επισκεφτεί κάποιος, αν κάποιος πάρει απόφαση να ζήσει λίγα χρόνια εκεί, καλά θα είναι να σβήσει απ’ το μυαλό του οποιαδήποτε θεωρία. Βέβαια δεν μπορεί να παραβλέψει τις αξίες του, αλλά να πάει με ανοιχτή την καρδιά και την ψυχή, να μιλήσει με τους ντόπιους, να τους καταλάβει και να πάει ανυποψίαστος και όχι προκατειλημμένος. Αν έχεις όλες τις απαντήσεις τότε για ποιον λόγο να σκέφτεσαι; Βέβαια θα προτιμούσα αυτά τα κράτη να ακολουθήσουν ένα δρόμο αφρικανικό, θα έλεγα, να προοδεύσουν με τον δικό τους τρόπο και όχι μιμούμενοι, μιμούμενοι τον δυτικό τρόπο ζωής.

Θ.Χ.:

Οι ντόπιοι πώς βλέπουνε όλους εσάς που ήρθατε απέξω; Μου είπατε έχουνε καλή άποψη για τους Έλληνες-

Γ.Λ.:

Ναι.

Θ.Χ.:

Αλλά για τους υπόλοιπους;

Γ.Λ.:

Καμιά φορά μιλούν άσχημα για τους Βέλγους, αλλά -ξέρετε τώρα- οι γενιές έχουν αλλάξει, οι νέοι δεν γνωρίζουν και πολλά. Κάποτε λέγανε: «Πήγες στην Ευρώπη, monsieur George;» «Ναι -λέω- πήγα» «Τον Γιάννη τον είδες;» Για αυτούς η Ευρώπη ήταν κάτι έτσι ένα ακαθόριστο, ένας χώρος οπού ο ένας έβλεπε τον άλλον, δεν ήξεραν τι είναι εκείνα τα χρόνια. Δεν νομίζω να υπήρχε και μετανάστευση, τότε, μεγάλη πριν από 30 χρόνια.

Γ.Λ.:

Παρέλειψα να σας πω για την ιεραποστολή. Η ιεραποστολή δραστηριοποιείται στην Κινσάσα, στην Κανάνγκα, δηλαδή στο μέσο περίπου της χώρας και στον Νότο. Περίπου 100.000 μαθητές Κονγκολέζοι φοιτούν στα σχολεία της ιεραποστολής. Στα δεκάδες σχολεία τα οποία χτίστηκαν από ανθρώπους που πήγαν εκεί νέοι και ακόμα εκεί είναι. Ανεξάρτητα τι πιστεύει ο καθένας, αν δεν δει το έργο τους θα του πρότεινα να μην κρίνει αν δεν δει αυτό το τεράστιο έργο της ιεραποστολής. Βέβαια έχουμε και το πανεπιστήμιο, τον Άγιο Αθανάσιο, έξω από την [00:45:00]Κινσάσα, περίπου στα 40 χιλιόμετρα.

Θ.Χ.:

Μου είχατε πει ότι είχαν ιδρύσει και σχολεία.

Γ.Λ.:

Η Αλεξανδρούπολη βέβαια. Είναι ένα σχολείο που ονομάζεται Αλεξανδρούπολη είναι στο Νότο στα σύνορα με τη Ζάμπια. Βέβαια με χρήματα, με χρήματα απ’ την Αλεξανδρούπολη. Έχουν γίνει και άλλα σχολεία, αλλά -ξέρετε- με την υπόθεση ότι βρέθηκαν κάποια χρήματα είναι πάρα πολύ δύσκολο να χτιστεί ένα σχολείο μέσα στο πουθενά, μέσα στο δάσος. Αυτοί που δουλεύουν εκεί είναι άγιοι άνθρωποι. Πράγματι, ιερείς και λαϊκοί. Δίνουν τη ψυχή τους. Μια αποστολή -ας το πούμε- ελληνική μέσα στο πουθενά αποτελείται από σχολείο, εκκλησία κι ένα ιατρείο. Ένα ιατρείο στο οποίο προσφεύγουν αυτοί που έχουν πρόβλημα. Τώρα βέβαια κάποιοι μιλούν για -να το πω- πνευματικούς ιμπεριαλιστές. Ας με συγχωρέσουν, αλλά κάνουν λάθος. Κάνουν λάθος. Είναι βέβαια ένα τεράστιο ζήτημα, αλλά όταν γνωρίσεις τους ανθρώπους που ζουν εκεί και προσφέρουν τότε δεν θα ξανά πεις αυτή τη φράση. Δεν θα την πεις.

Θ.Χ.:

Η προσφορά της ιεραποστολής είναι πολύ μεγάλη.

Γ.Λ.:

Είναι τεράστια και είναι ένας λόγος που οι Κονγκολέζοι αγαπούν και τους Έλληνες.

Θ.Χ.:

Θα λέγατε ότι οι Κονγκολέζοι μας αγαπούν περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους λευκούς;

Γ.Λ.:

Στηρίζονται πάνω σε εμάς, κάποιοι, αυτοί που δουλεύουν, νιώθουν ότι θα προσφύγουν στην ιεραποστολή… είναι για αυτούς ένα άσυλο, ένα νοσοκομείο, μία όαση. Εκεί θα βρουν τη βοήθεια, εκεί θα ακούσει κάποιος, θα τους ακούσει. Κάποιος θα τους βοηθήσει.

Θ.Χ.:

Μέσα απ’ όλες τις δυσκολίες της καθημερινότητας έχουνε μία διέξοδο.

Γ.Λ.:

Ακριβώς. Ακριβώς.

Θ.Χ.:

Εσείς ο ίδιος κάνατε ταξίδια εκτός της Κινσάσας; Μέσα στα δάση ίσως;

Γ.Λ.:

Ναι. Η Ελληνική Κοινότητα πραγματοποίησε αρκετές εκδρομές έξω από την Κινσάσα. Η μεγαλύτερη ήταν… βέβαια στα παλιά τα χρόνια γινόταν, δεν ήμουνα εγώ, και εκδρομές με αεροπλάνο, αλλά εγώ δεν τα πρόλαβα. Έχουν γίνει 2-3 μεγάλες εκδρομές. Μια εκδρομή ήταν στους καταρράκτες στα 160 με 200 χιλιόμετρα περίπου, όπου δάσκαλοι, γονείς, μαθητές συμμετείχανε. Σ’ αυτούς τους καταρράκτες πήγα και εγώ μόνος μια άλλη φορά και ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου μου ζήτησε το τηλέφωνό μου σε περίπτωση που θέλω κάτι ή να βγω να με συνοδέψει. Αλλά όταν έφυγα, μετά από 2 βδομάδες μου πήρε [00:50:00]τηλέφωνο και -όχι λάθος- ήρθε να με βρει και να μου πει ότι είμαι ο καλύτερος Έλληνας που γνώρισε και θα ήθελε να δουλέψει μαζί μου. Βέβαια, αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνει, αλλά με πόση ευκολία μπορούν να πειστούν ή πείθουν τον εαυτό τους ότι «Εγώ βρήκα, έλυσα το πρόβλημα της ζωής μου».

Θ.Χ.:

Μόνο βρίσκοντας έναν Έλληνα.

Γ.Λ.:

Ναι.

Θ.Χ.:

Πως είναι τα τοπία εκεί πέρα;

Γ.Λ.:

Είναι σαβάνα. Ο Κόνγκος, ο Κόνγκος ο ποταμός ξεκινάει… είναι ένας τεράστιος ποταμός, νομίζω 4.700 χιλιόμετρα, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αν δείτε δορυφορικές εικόνες, όταν εκβάλλει στον Ατλαντικό, είναι απίστευτες. Περίπου 700 χιλιόμετρα μες στον Ατλαντικό διακρίνει κάποιος ένα…

Θ.Χ.:

Ένα ρεύμα.

Γ.Λ.:

Έναν λεκέ, έναν καφετί λεκέ μέσα στον Ατλαντικό και όπως το κοιτάζει έτσι από τον δορυφόρο μοιάζει σαν μια διαρροή, διαρροή πετρελαίου, τι να πω; Διαρροή της ηπείρου. Είναι τεράστιο ποτάμι. Απέναντι από την Κινσάσα είναι το Μπραζαβίλ, είναι η πρωτεύουσα του άλλου Κονγκό, είναι της Δημοκρατίας του Κονγκό. Είναι μικρότερη πόλη είναι απέναντι, στην απέναντι όχθη, ας το πούμε.

Θ.Χ.:

Το κλίμα πώς είναι;

Γ.Λ.:

Τώρα που μιλάμε είναι η εποχή της ξηρασίας. Στο μέρος, στην Κινσάσα, η θερμοκρασία πέφτει περίπου στους 20 βαθμούς -να πω- 20 με 27. Είναι η εποχή της ξηρασίας. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο με μια μικρή περίοδο που δεν βρέχει γύρω στον Ιανουάριο, όπως είναι οι αλκυονίδες μέρες οι δικές μας, απ’ τον Οκτώβριο περίπου μέχρι τον Μάιο είναι η περίοδος των βροχών. Ζέστη, υγρασία. Το έδαφος είναι πολύ έφορο. Οι παλιοί λέγανε ότι: «Ακόμα και ένα ξύλο να μπήξεις στο έδαφος γίνεται δέντρο, φυτρώνει».

Θ.Χ.:

Υπάρχουν ακόμα φυλές στα δάση; «Ο μάγος του χωριού» που μου είχατε πει.

Γ.Λ.:

Ναι είναι, κάποιοι είναι, αυτοί είναι οι μάγοι, οι σεφ [Δ.Α.]. Αυτοί που έχουν ζήσει στο δάσος-εγώ δεν έζησα, πήγα 2 βόλτες όλο και όλο, αυτό ήταν- αλλά είναι κάτι σαν ενδιάμεσοι-ας το πούμε- μεταξύ φυλής και κράτους. Κάποιοι από αυτούς πρέπει να εκλέγονται και σαν βουλευτές, νομίζω. Γιατί αν δει κάποιος το κοινοβούλιο, θα δει και κάποιους βουλευτές να είναι ντυμένοι με τα παραδοσιακά έτσι ρούχα της φυλής τους. Είναι κάτι σαν θρησκευτικοί ηγέτες και εκπρόσωποι… βουλευτές, εκπρόσωποι του κράτους. Μια φορά μόνο συνάντησα κάποιος, μου είπαν, [00:55:00]βέβαια ο άνθρωπος φορούσε πολιτικά ρούχα, σε μια βόλτα και έλεγαν: «Ο μάγος, ο μάγος!» Έτσι λέμε όχι ότι… οπότε του ‘πα και ‘γω όταν μιλήσαμε, να μου πει το σκορ Γερμανίας-Ελλάδας που θα παίζανε το βράδυ. Και μου είπε ότι: «Εγώ δεν ασχολούμαι με αυτά. Θέλεις να μου διηγηθείς κάποιο πρόβλημά σου; Σε πείραξε κανένας;» Λέω: «Όχι, όχι, όχι απλά… δεν με πείραξε κανένας» «Αν σε πείραξε κανένας, να μου το πεις, να επέμβω».

Θ.Χ.:

Σας έρχεται μήπως στο μυαλό κάποια άλλη ιστορία, κάποιο ευτράπελο που ζήσατε εκεί πέρα; Συνεχίζουμε. Κάποια άλλη ιστορία ίσως που θυμάστε;

Γ.Λ.:

Ναι γύρω στο 1994. Ένα βράδυ γύριζα στο σπίτι, ήταν λάθος δικό μου βέβαια, διότι αρκετοί Έλληνες μου πρότειναν να με συνοδέψουν με το αυτοκίνητό τους, εγώ ήθελα να πάω με τα πόδια στο σπίτι μου το οποίο ήταν πολύ κοντά και στο δρόμο ένας, θα ‘λεγα, σεκιουριτάς προτείνοντας το όπλο με ακινητοποίησε, αλλά μου είπε: «Αφεντικό έχεις κάνα τσιγάρο;» Του ‘δωσα το πακέτο, πιάσαμε συζήτηση το όπλο εξαφανίστηκε, δεν το ξαναείδα, αλλά μετά μου είπε: «Ξέρεις, υπάρχουν πολλοί, πολλοί κλέφτες στον δρόμο και θα σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι». Και έτσι ξεκινήσαμε για το σπίτι και φτάσαμε. Βέβαια, κάποιοι Έλληνες που μας είδαν έβαλαν τα γέλια «Που βρέθηκες;-μου είπαν- Ποιος είναι αυτός;» τους είπα: «Είναι ο συνοδός μου, ο δικός μου. Με προσέχει». Δεν είχε σκοπό να με κάνει κακό, απλά σκέφτηκε ότι προτείνοντας το όπλο μπορεί να κερδίσει ένα πακέτο τσιγάρα ή κάνα δυο δολάρια, όπως και αυτά πήρε.

Θ.Χ.:

Και τελικά έγινε και φίλος σας.

Γ.Λ.:

Έγινε και φίλος και μάλιστα μου είπε: «Αν περάσεις άλλη φορά από εκεί πάλι εγώ θα σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι». Επίσης, μια άλλη ιστορία που θυμάμαι σε ένα μπαράκι ελληνικό, ένα βράδυ συνάντησα κάποιον: «Έλληνας;» «Έλληνας». Του λέω: «Από πού είσαι πατριώτη;» «Άσε που να ξέρεις τώρα; Εγώ είμαι απ’ τη Βόρειο Ελλάδα από ένα μέρος πού να το ξέρεις εσύ;» «Ποιο είναι;» μου λέει: «Αλεξανδρούπολη» «Μάλιστα -του λέω- και από ποιο χωριό;» «Που να ξέρεις τώρα». Και τελικά ήταν κάποιος από την Άνθεια, ο οποίος δούλευε στο λιμάνι στο Ματάντι και έτσι, στη μέση του πουθενά ένα βράδυ συνάντησα έναν πατριώτη, τον οποίο δεν τον ξαναείδα. Άλλωστε το μέρος που δούλευε ήταν περίπου 400 χιλιόμετρα από την Κινσάσα, οπότε δεν ξέρω [01:00:00]τι έγινε μετά, χάθηκε, μπορεί να έφυγε.

Θ.Χ.:

Πείτε μου και άλλα για την καθημερινότητά σας.

Γ.Λ.:

Η καθημερινότητα τώρα τον τελευταίο καιρό δεν είναι όπως παλιά. Έχουν περιοριστεί οι βόλτες, οι μετακινήσεις λόγω της πανδημίας. Εδώ θέλω, πρέπει να τονίσω και πάλι την Ελληνική Κοινότητα Κινσάσας και μάλιστα έναν εξαίρετο άνθρωπο, ο οποίος είναι ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητος, ο κύριος Ντούνης και η σύζυγός του, ιατρός, η κυρία Τριανταφύλλου, οι οποίοι έκαναν τα πάντα για να μας συμβουλέψουν, να μας προστατέψουν, να μας καθοδηγήσουν. Έλαβαν όλα τα μέτρα εν μέσω πανδημίας σε ένα δύσκολο κράτος και πραγματικά τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη. Ξέρετε, οι Έλληνες εκεί, οι περισσότεροι κατάγονται από περιοχές δύσκολες, από τα νησιά του Αιγαίου, από τη Βόρειο Ήπειρο, από την Κωνσταντινούπολη, από ανθρώπους που… είναι άνθρωποι που αυτοί και οι οικογένειές τους, οι εικόνες τους, έχουν ζήσει τις δυσκολίες, την προσφυγιά, τον ξεριζωμό και αυτό ίσως τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν πιο εύκολα της δυσκολίες της Αφρικής.

Θ.Χ.:

Εκτός από την πανδημία θερίζουνε και άλλες ασθένειες εκεί πέρα.

Γ.Λ.:

Ναι, οι πιο γνωστές είναι η μαλάρια και ο τύφος.

Θ.Χ.:

Είχατε εμβολιαστεί κατευθείαν με το που πήγατε;

Γ.Λ.:

Όταν φύγαμε από την Ελλάδα η Διεύθυνση Υγείας μας έδωσε χαπάκια τα οποία μας έλεγαν να παίρνουμε μια φορά τη βδομάδα. Πήρα μερικές βδομάδες, αλλά με πείραξαν και δεν ξαναπήρα, ήταν για τη μαλάρια. Η μαλάρια δεν μεταδίδεται, αν αρρωστήσω εγώ δεν πρόκειται να αρρωστήσει κανείς απ’ την οικογένειά μου, δεν κολλάει. Αν κάποιος-είναι μια γρίπη- αν κάποιος έχει πυρετό, τώρα βέβαια αν κάποιος έχει πυρετό το μυαλό του πάει στον κορωνοϊό, αλλά κάποτε ή πριν τον κορωνοϊό το μυαλό πήγαινε κατευθείαν στη μαλάρια. Οπότε έκανε το τεστ και αν έβγαινε θετικό ακολουθούσε μια αγωγή σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού και σε 2-3 μέρες τελείωνε, αυτό ήταν όλο. Δεν είναι κάτι τραγικό η μαλάρια, η μαλάρια δεν πρέπει να την αφήσεις. Δηλαδή αν έχεις πυρετό και αισθάνεσαι κόπωση και τα λοιπά, πόνο στις αρθρώσεις απλά δεν πρέπει να…

Θ.Χ.:

Έχετε δικούς σας ιατρούς εκεί πέρα στην Κοινότητα;

Γ.Λ.:

Είναι η υπεύθυνη των σχολείων, η κυρία Τριανταφύλλου, η οποία -σας είπα- μας συμβούλευε και μας καθοδηγούσε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Κάναμε τεστ, κάναμε αυτά τα rapid.

Θ.Χ.:

[01:05:00]Η ιατρική περίθαλψη πώς είναι γενικότερα στην πόλη;

Γ.Λ.:

Στην πόλη τώρα τελευταία έχουν χτιστεί αρκετά νοσοκομεία τα οποία είναι… τα ‘χουνε Ινδοί, νομίζω. Αλλά υπάρχουν 2 νοσοκομεία τα οποία είναι -ας το πούμε- πολύ καλά και μπορεί κάποιος να προσφύγει αν έχει κάποιο πρόβλημα. Στα οποία εργάζονται και λευκοί αλλά και Κονγκολέζοι.

Θ.Χ.:

Θα θέλατε να πείτε μήπως τίποτα τελευταίο πριν κλείσουμε για την Αφρική γενικότερα ή για την Κινσάσα ειδικότερα;

Γ.Λ.:

Η ζωή μας ξεκινάει, η μέρα μας ξεκινάει και τελειώνει μέσα στην Eλληνική Kοινότητα. Είναι μια Kοινότητα που χτίστηκε το 1951, νομίζω η εκκλησία, ο ναός του Αγίου Νικολάου χτίστηκε το ’53. Χωρίς την Ελληνική Κοινότητα δε θα ήμουν εκεί, δε θα ένιωθα ασφαλής ή -αν θέλετε- νιώθω ασφαλής επειδή είμαι μέσα σε μια αγκαλιά. Χωρίς αυτήν την αγκαλιά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να επιβιώσω. Γιατί εμείς είμαστε απεσταλμένοι από το Υπουργείο Παιδείας. Η Ελληνική Κοινότητα είναι αυτή που μας στηρίζει και σ’ αυτήν οφείλουμε και τις εμπειρίες μας και… τις χαρές μας. Έχω δεθεί με τους ανθρώπους, έχω διασκεδάσει μαζί τους, έχω κλάψει μαζί τους. Κουβαλούν μαζί τους όλες τις αξίες αυτές που μεγαλώσαμε. Ίσως θα ‘πρεπε το ελληνικό κράτος να… κάποια στιγμή να κοίταζε περισσότερο αυτές τις Κοινότητες, να υπήρχε ένα σχέδιο να βοηθήσει αυτές τις Κοινότητες. Υπάρχουνε Έλληνες που… υπάρχουν Κονγκολέζοι που σπούδασαν στην Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πρεσβευτές της Ελλάδας στο Κονγκό, αλλά και αντίστροφα, έτσι δεν είναι; Μιλάνε άπταιστα ελληνικά, οι περισσότεροι απ’ αυτούς σπούδασαν και γύρισαν στο Κονγκό, κατέχουν θέσεις στη δημόσια διοίκηση. Είναι ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ελληνική Κοινότητα και στο κράτος του Κονγκό. Είναι φιλέλληνες αυτοί οι άνθρωποι, αγαπούν την Ελλάδα υπερβολικά και κάποια στιγμή, εύχομαι, αυτοί οι άνθρωποι να χρησιμοποιηθούν απ’ το ελληνικό κράτος για την ανάπτυξη των σχέσεων. Πρέπει να στηριχθεί ο ελληνισμός της Αφρικής. Να φανταστείτε ότι το ελληνικό σχολείο το δικό μας είναι από τα ελάχιστα αμιγή ελληνικά [01:10:00]σχολεία του εξωτερικού, ελάχιστα.

Θ.Χ.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι;

Γ.Λ.:

Όσον αφορά την κουλτούρα τους ίσως. Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Ελλάδα έφερα μαζί μου 3 πουκάμισα για τους 3 φύλακες. Τότε, το ’94-’95. Τα 2 ήτανε πολύχρωμα και το 1 ήταν λευκό. Όταν τα μοίρασα, αυτός που πήρε το λευκό κατσούφιασε, στεναχωρέθηκε και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Τι του ‘κανα; Ώσπου οι άλλοι 2 μου είπαν ότι: «Εμείς προτιμούμε τα πολύχρωμα πουκάμισα και ότι μας αρέσουν τα χρώματα, ενώ το άσπρο δεν ταιριάζει σε εμάς». Είναι μέρος της κουλτούρας τους, πώς θα πάει να χορέψει με άσπρο πουκάμισο, γίνεται;

Θ.Χ.:

Έχουνε πολύ και τον χορό στην κουλτούρα τους.

Γ.Λ.:

Βέβαια, χορεύουν. Χορεύουν και διασκεδάζουν σχεδόν όλη νύχτα. Γίνεται ένα απίστευτο γλέντι στα χωριά τους, όπως λέμε. Να προσθέσω και κάτι άλλο όσον αφορά τους Έλληνες. Σε οποιαδήποτε συντροφιά Ελλήνων, όπου τρώμε όλοι μαζί, πάντα θα ακούσω τη φράση από κάποιον Έλληνα «Στείλαμε κάτι στον οδηγό ή στους οδηγούς που περιμένουν απέξω;» Και πάντα θα παραγγείλουν στο εστιατόριο κάτι, κάτι για τους οδηγούς. Είναι η ελληνική ψυχή, είναι ο Έλληνας που πάντα φροντίζει αυτόν που δουλεύει, αυτόν που δουλεύει για αυτόν, τον οδηγό του, τον άνθρωπο που τον συνοδεύει, τον υπάλληλό του. Είναι ένας λόγος που μας εκτιμούν, είναι και αυτός ένας λόγος. Ίσως για αυτό οι Έλληνες έχουν αυτό το όνομα στο Κονγκό. Για να μην θεωρηθεί… θέλω κλείνοντας, να μην θεωρηθεί ότι μιλάω άσχημα για τους Κονγκολέζους, θέλω να προσθέσω ότι προσωπικά ως Γιώργος δε θα ‘θελα να αφήσω κάποια άσχημη εικόνα για το Κονγκό και την φιλόξενη χώρα του Κονγκό και τους υπέροχους ανθρώπους. Δε θα ήθελα να αφήσω να εννοηθεί ότι σε κάποιο σημείο της συνέντευξης ότι προσβάλλω το Κονγκό, τους Κονγκολέζους ούτε ότι είμαι ρατσιστής. Ποτέ δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο, όλα αυτά τα χρόνια που είμαι, από τους Κονγκολέζους.