© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Άννα Κουτσομάλλη: Μία Ίμβρια θυμάται!

Κωδικός Ιστορίας
10994
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άννα Κουτσομάλλη (Ά.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/03/2021
Ερευνητής/τρια
Αριστείδης-Δημήτριος Νικάκης (Α.Ν.)
Α.Ν.:

[00:00:00]Γεια σας.

Ά.Κ.:

Γεια σας.

Α.Ν.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ά.Κ.:

Κουτσομάλλη Άννα.

Α.Ν.:

Σήμερα είναι Δευτέρα 29/03 του 2021, είμαι μαζί με την κυρία Άννα Κουτσομάλλη και βρισκόμαστε στην Νέα Σμύρνη. Εγώ ονομάζομαι Άρης Νικάκης, είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Λοιπόν, κυρία Άννα, για να αρχίσουμε, θέλω να μου πείτε κάποια πράγματα για εσάς, δηλαδή έτσι λίγο να σας γνωρίσουμε.

Ά.Κ.:

Λοιπόν, σας είπα ότι ονομάζομαι Κουτσομάλλη Άννα και είμαι από την Ίμβρο. Έχω γεννηθεί το 68’ στην Ίμβρο και το 74’ έχω μεταφερθεί στην Πόλη και το 86’ έχω έρθει στην Αθήνα. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από την Ίμβρο, που έχω γεννηθεί. Γεννήθηκα το 68’ στην πρωτεύουσα του νησιού, όπου τα χρόνια που γεννήθηκα εγώ, οι Ίμβριοι δυστυχώς ήταν ελάχιστοι. Επειδή είμαι από την πρωτεύουσα, έχω ζήσει και με Τούρκους, ενώ τα χωριά μέχρι τότε είχανε ελάχιστους έως καθόλου Τούρκους, το δικό μου το χωριό είχε Τούρκους. Ήτανε βέβαια οι Τούρκοι τότε, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί με τις οικογένειές τους. Δεν είχαν έρθει ακόμα οι έποικοι, που ήρθαν στην πορεία. Μέχρι το 74’ λοιπόν, που ήμουνα στην Ίμβρο, είχαμε όμως και κάποια επεισόδια με τους Τούρκους, ας πούμε, είχανε στήσει το 64’ τις αγροτικές φυλακές, όπου οι φυλακισμένοι ήταν ελεύθεροι. Και στα παιδικά μου χρόνια, το πρώτο συμβάν ήταν με έναν φίλο του πατέρα μου. Πρέπει να ‘ταν το 72’; Το 73’; Ο οποίος ήταν έμπορας και φυσικά τον σκότωσαν τον άνθρωπο και τον έριξαν μέσα σ’ ένα πηγάδι, και τον ψάχνανε οι δικοί του για μέρες και τελικά ο άνθρωπος είχε βρεθεί πεθαμένος μέσα στο πηγάδι. Εγώ θυμάμαι και την ημέρα της κηδείας, που έτρεχε ο πατέρας μου να προλάβει. Θυμάμαι μία απόπειρα βιασμού στη γειτονιά μου, από μία κοπέλα, τότε, που ζούσε με τον πατέρα της, ανύπαντρη αυτή, τυφλός ο πατέρας, και όπως πήγαινε σ’ ένα κτήμα την έπιασε ένας φυλακισμένος πάλι και προσπάθησε να τη βιάσει, αλλά για καλή της τύχη περνούσε κάποιος κι έβαλε φωνή κι έτσι σώθηκε η κοπέλα. Αυτά τα βιώματα τα έχω. Και έχω επίσης πολύ έντονο και το Κυπριακό το 74’. Είναι Ιούλιος μήνας, που θέλει ο πατέρας μου να με πάει στην Πόλη σχολείο, γιατί στην Ίμβρο δεν υπήρχαν, το 64’ είχαν κλείσει όλα τα ελληνικά σχολεία, οπότε εγώ έπρεπε, αν θα ‘μενα στην Ίμβρο, να πάω σε τουρκικό σχολείο, αλλιώς έπρεπε να φύγω στην Πόλη, για να πάω σε ελληνικό. Λοιπόν, ο πατέρας μου είχε αποφασίσει ότι εγώ θα πάω στην Πόλη σε ελληνικό σχολείο, αλλά τον Ιούλιο τότε με το Κυπριακό… Θυμάμαι την πρώτη μέρα, που με έχει πάρει ο πατέρας μου και με έχει πάει στα μελίσσια του, που ήταν λίγο έξω από το χωριό, σε μια πλαγιά, και όπως καθόμουνα στην άκρη και έπαιζα μόνη μου, σταματάει ένα φορτηγό στον δρόμο και κατεβαίνουν φαντάρια. Με είδαν εμένα μικρή, μόνη, με πήρανε ενδιάμεσά τους, άρχισαν να με τραγουδάνε, κι εκείνη την ώρα βλέπω τη μαμά μου, που έρχεται να μας ενημερώσει, και με βλέπει μες στους φαντάρους, και κάνει αυτό το πράγμα, δηλαδή μένει άφωνη, όταν με βλέπει μες στους φαντάρους. Εν πάση περιπτώσει, πηγαίνει στον πατέρα μου, του λέει κάτι και μετά έρχεται και λέει στα φαντάρια ότι «Ξέρετε, έχει κατέβει η γιαγιά της από το χωριό και θέλει να τη δει. Μπορώ να την πάρω;» και λένε τα φαντάρια: «Φυσικά, φυσικά». Με πήρε η μαμά μου απ’ το χέρι, με πήγε στο σπίτι, μ’ έκλεισε μες στο σπίτι, γιατί είχε βγει απαγόρευση στους Ρωμιούς, να κυκλοφορούν. Κι ένα άλλο, με έχει βάλει η μητέρα μου στο σπίτι, δεν μπορώ να βγω έξω, και ο διπλανός μου ο γείτονας, ο φίλος μου, ο Αχμέτ, είναι στο σοκάκι και παίζει. Και φωνάζει απέξω: «Άννα, gel. Άννα, gel», λέω στη μαμά μου «Θα βγω», «Όχι, δεν θα βγεις». «Θα βγω», «Όχι, δεν θα βγεις», δίνω εγώ μία αγκωνιά, πέφτει το τζάμι, σπάει το τζάμι. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται μετά ο μπαμπάς μου, του το λέει η μαμά μου, τρώω κι ένα ξύλο απ’ τον μπαμπά μου. Εμείς για κάποιες μέρες δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω και το βράδυ φυσικά δεν ανάβαμε ούτε το φως, απαγορευόταν, ο δε... του Αχμέτ ο μπαμπάς, που εμείς τους βοηθούσαμε, γιατί ο μπαμπάς μου είχε μπακάλικο, είχε ένα όπλο και γύριζε μες στα σοκάκια, για να μας ελέγξει, και δεν μας έλεγε ούτε γεια. Και αφού πέρασε η μπόρα, και μετά φυσικά ο μπαμπάς μου πήγε στην Πόλη, για να ψάξει σπίτι, για να πάμε να μείνουμε στην Πόλη, για να πάω σχολείο, κι ήταν πολύ αργά, δεν βρήκε, γύρισε πίσω και σ’ αυτό επάνω, αναγκαστικά μ’ έστειλε στην Πρίγκηπο εσωτερική, σ’ ένα μοναστήρι. Κι εκεί η πρώτη μέρα δύσκολη. Γιατί με πήρε ο μπαμπάς μου, να με πάει σχολείο, κι ήταν μία διαδρομή… Τότε τα μέσα ήταν διαφορετικά. Φτάσαμε με το καράβι Çanakkale, στην Τροία δηλαδή, από κει πήραμε το λεωφορείο, που έκανε αρκετές ώρες να φτάσουμε στην Πόλη, φτάσαμε βράδυ, μείναμε στο ξενοδοχείο. Όχι. Δεν το λέω σωστά. Φτάνουμε Τσανάκαλε, και προφανώς δεν είχε την ίδια μέρα λεωφορείο, γιατί αναγκαστικά μείναμε σε ξενοδοχείο. Και μέναμε σ’ ένα ξενοδοχείο που ήτανε πάνω στην παραλία, και θυμάμαι τον μπαμπά μου, που με πήρε απ’ το χέρι και μ’ έβγαλε, να μου κάνει βόλτα στην παραλία. Την άλλη μέρα πήραμε λοιπόν το λεωφορείο, φτάσαμε στην Πόλη και μετά από κει παίρνουμε άλλο καραβάκι, για να φτάσουμε στην Πρίγκηπο. Η Πρίγκηπος είναι το μεγαλύτερο νησί απ’ τα Πριγκηπονήσια της Κωνσταντινούπολης κι εκεί είναι το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου πριν από μας, τα Ιμβριωτάκια… Είχανε κάποια ορφανά παιδάκια, ήταν, όμως, λίγα. Και για μας, τα Ιμβριωτάκια, για να πάμε σε ελληνικό σχολείο, μας δώσαν το δικαίωμα να πάμε και να διαμένουμε εκεί. Οι γονείς μας, βέβαια, δεν ξέρω αν πλήρωναν λεφτά, πάντως σε είδος κουβαλούσανε τα πάντα, σε τρόφιμα. Μπορεί να δίναν και λεφτά, δεν το ξέρω, αλλά το είδος το θυμάμαι, γιατί τα κουβαλάγανε. Με παίρνει λοιπόν ο μπαμπάς μου από το χέρι, πάμε στο μοναστήρι, αναλαμβάνει ο υπεύθυνος και μας ξεναγεί όλο το μοναστήρι, τους κοιτώνες των αγοριών, των κοριτσιών, την τραπεζαρία, τη μελέτη. Και μετά μας λέει: «Ελάτε τώρα από το γραφείο μου». Πάμε στο γραφείο του, λέει στον μπαμπά μου... Α λέει: «Τώρα, Άννα, ο μπαμπάς σου θα πάει στην τουαλέτα». Ε, ο μπαμπάς μου να πάει στην τουαλέτα. Και μετά από λίγο κοιτάω εγώ, κοιτάει το ρολόι του και μου λέει: «Άννα, άντε τώρα, βγες να πας έξω να παίξεις με τα παιδάκια». Εγώ βέβαια έχω καταλάβει ότι ο μπαμπάς μου έχει φύγει, βγαίνω, τρέχω κάτω στην κεντρική πύλη, πουθενά ο μπαμπάς μου. Πήγα λοιπόν μετά, πού να παίξω τα παιδιά; Πήγα κι έκατσα σε ένα παγκάκι, μέχρι που ήρθαν τα παιδιά σιγά-σιγά και με φώναξαν και πήγα, και σιγά-σιγά προσαρμόστηκα. Ο δε πατέρας μου… Το μοναστήρι ήταν μέσα σ’ ένα δάσος και είχε ένα τσιμεντένιο μονοπάτι. Την ώρα που έφευγε λοιπόν, αυτό το λέει ο ίδιος, την ώρα που έφευγε, του φάνηκε ότι έκλαιγα, και λέει «Αχ, το παιδί μου κλαίει» και γυρίζει και ξαναπάει στην πύλη, και βλέπει ότι δεν υπήρχε κάτι τέτοιο και ξανασυνέχισε τον δρόμο του, έφτασε στην Ίμβρο. Καθόταν να φάει και δεν έτρωγε, έκλαιγε. Γιατί ήτανε πατέρας, είχε γίνει πατέρας σε μεγάλη ηλικία, μετά τα 40 του, και μας είχε μάθει αλλιώς. «Αχ, το παιδί μου άραγε τι κάνει; Αχ, το παιδί μου τρώει;». Να μην τα πολυλογώ, μετά από κάποιους μήνες ο μπαμπάς μου βρέθηκε με κατάθλιψη στο Μπαλουκλί, στο νοσοκομείο, το ελληνικό της Κωνσταντινούπολης. Εντάξει, θεραπεύτηκε ο άνθρωπος. Τελειώνω την πρώτη τάξη. Πώς την τελείωσα; Στο παρά τσακ την πέρασα την Πρώτη τάξη, γιατί κι εκεί οι συνθήκες ήταν δύσκολες στην Πρίγκηπο. Γιατί αλλού μέναμε κι αλλού πηγαίναμε σχολείο και μας ανεβοκατεβάζανε με τις άμαξες, με τα άλογα. Το πρωί μάς κατεβάζαν στο σχολείο, το απόγευμα μάς επιστρέφανε. Το μοναστήρι είχε προσωπικό, είχε καθαρίστριες, είχε μάγειρα, είχε τραπεζοκόμους, αλλά στη μελέτη μετά δεν μας διαβάζανε, γιατί ο υπεύθυνος δεν μπορούσε να ασχοληθεί με όλα τα παιδιά, οπότε εγώ πρώτη τάξη, ποιος θα με διαβάσει; Κανείς. Και αφού δεν με διάβαζε κανείς, τι έκανα; Μια μέρα λοιπόν καθόμουνα με το τετράδιο, έκοβα σελίδα κι έφτιαχνα τα αεροπλανάκια. Κι [00:10:00]άρχισα τα αεροπλανάκια, τακ, να τα πετάω στ’ άλλα τα παιδιά, πρώτη τάξη. Οπότε… Είχαμε όμως επιστάτη, που μας πρόσεχε. Κάποια στιγμή, όπως σηκώνομαι να πετάξω το αεροπλανάκι, έρχεται ο επιστάτης και με αρπάει απ’ το χέρι, στον αέρα, και μου δίνει ένα χαστούκι και μου παίρνει και το ψαλιδάκι, πού ‘χα κι έκοβα τις σελίδες. Αυτό μου στοίχισε αφάνταστα. Μ’ αυτό το γεγονός, λοιπόν, εγώ έκλαιγα μέρες, κάθε βράδυ που ξάπλωνα στο κρεβάτι μου καθόμουνα κι έκλαιγα. Και φυσικά, μου λείπανε οι δικοί μου. Και μία άλλη εμπειρία της πρώτης χρονιάς είναι, που είχαμε ένα μάγειρα γέρο, ηλικιωμένο, κι εγώ πάντα είχα αδυναμία στους μεγάλους ανθρώπους, να τους προσέχω. Και πήγαινα λοιπόν στην κουζίνα και τον βοηθούσα. Και θυμάμαι μια μέρα, μου δωσε ένα μεγάλο ταψί με φασόλια μέσα, να κάτσω. Τότε ήτανε με το τσουβάλι η ξηρή τροφή, τα όσπρια. Με βάζει επάνω σ’ ένα σκαμνί, για να φτάσω τον πάγκο, με το με το ταψί με τα φασόλια, και όπως φαίνεται, παραπάτησα, έπεσα κάτω κι άρχισα να κλαίω. Και με παίρνει ο μάγειρας και με βγάζει έξω. Και μου λέει: «Φύγε και μην ξαναέρθεις». Μια βδομάδα λοιπόν, εγώ έπαιζα με τα παιδιά έξω, αλλά το μυαλό μου ήταν στον μάγειρα. Μια μέρα που παίζαμε κρυφτό με τ’ άλλα τα παιδιά, λέω: «Ευκαιρία, τώρα θα πάω να κρυφτώ εκεί, στο μαγειρείο». Πάω και κρύβομαι και φυσικά με βλέπει ο μάγειρας, και με πήρε μέσα, και μετά έβαλε μυαλό, και μ’ έβαλε και καθόμουνα στο σκαμνί, και μού ‘βαζε επάνω στα πόδια μου το ταψί και του έκανα τη δουλειά. Και είχε και σε μια άλλη αποθήκη ένα σαπούνι, το αράπικο, έτσι το λέγαμε, ήταν ένα σαν ζελέ, ένα σαπούνι, με το οποίο τότε… Αυτό ήτανε σαν κρέμα και το βάζανε επάνω στο σφουγγάρι και πλένανε τα πιάτα ή το βάζαν μες στο νερό και το λιώνανε και σφουγγαρίζανε κάτω. Χαρακτηριστική η μυρωδιά του, ακόμα δηλαδή, όταν το βρω εγώ τώρα στην Τουρκία, κάνω σαν τρελή, γιατί η μυρωδιά του με πάει στα παιδικά μου χρόνια. Και τον κουβαλούσα και το αράπικο το σαπούνι, έκανα ό,τι μπορούσα. Έκατσα τρία χρόνια στην Πρίγκηπο. Την τέταρτη χρονιά, επειδή το μοναστήρι ήταν ξύλινο, βέβαια μας το κλείσαν οι Τούρκοι. Το ξύλινο ήταν η αφορμή, γιατί από το 74’ μέχρι το 76’, δηλαδή από το Κυπριακό, το 74’, μέχρι το 76’, είχαν φροντίσει να κλείσουν 26 ελληνικά σχολεία στην Κωνσταντινούπολη, κι έτσι κι έκλεισε και η Πρίγκηπος. Όχι το κάτω το σχολείο, το μοναστήρι που μέναμε. Κι αναγκαστικά, πάμε στην Πόλη μέσα. Την πρώτη χρονιά δεν ήταν οι γονείς μου. Εγώ έμεινα, με πήρε ο θειος μου ένα εξάμηνο, το πρώτο εξάμηνο, ο αδερφός της μητέρας μου, που ζούσε στην Πόλη, και οι γονείς μου ήτανε στην Ίμβρο. Τον αδερφό μου τον πήρε μία πρώτη ξαδέρφη της μαμάς μου, κι έτσι χωρίσαμε τα δύο αδέρφια. Δεν πέρασα καλά στον θείο μου, γιατί είχε έναν δύσκολο γιο και μου συμπεριφερόταν πολύ άσχημα. Και όταν το πήρε πρέφα η μητέρα μου, ενημέρωσε τον μπαμπά μου και ήρθε άρον-άρον και με πήρε και με πήγε σε μία χωριανή του, σε μία άλλη κυρία, η οποία είχε τα δύο της παιδιά, Ίμβρια κι αυτή, και μία ανιψιά. Ένα ισόγειο δυάρι, σ’ ένα τριώροφο παλιό ελληνικό σπίτι, σε μια παλιά ελληνική συνοικία, και η τουαλέτα ήταν κάτω στο υπόγειο, κατεβαίναμε σκαλιά. Από μπροστά λοιπόν, αυτό το σπίτι φαινόταν ισόγειο, αλλά το πίσω δωμάτιο είχε ένα μπαλκόνι κι από πίσω ήταν γκρεμός. Στην κυριολεξία γκρεμός και γύρω-γύρω άλλα σπίτια. Τι έκανε λοιπόν αυτή η κυρία; Όταν τα Σαββατοκύριακα ήθελε κάποιες φορές να βγει με τα παιδιά της έξω βόλτα, εμένα και την ανιψιά της μας άφηνε στο πίσω δωμάτιο και τη βγάζαμε στο μπαλκόνι, γιατί ήταν συνομήλική μου και η ανιψιά της και συμμαθήτριά μου. Και καθόμασταν στο μπαλκόνι και παίζαμε. Εντάξει, τελείωσε η χρονιά, σηκωθήκαμε, γυρίσαμε στα σπίτια μας στην Ίμβρο. Την επόμενη χρονιά, λοιπόν, βρίσκει ο μπαμπάς μου σπίτι και νοικιάζει, και μας μαζεύει η μαμά μου τα δυο της παιδιά και πάμε στην Πόλη πλέον, ο μπαμπάς στην Ίμβρο, εμείς στην Πόλη. Και μια μέρα πάω να δω την κυρία, που ήταν πάνω απ’ αυτήν την κυρία, που με φιλοξενούσε. Και μου λέει: «Αννούλα, έλα να σου δείξω κάτι». Και με πάει πίσω. Και τι είχε γίνει; Αφού φύγαμε εμείς κι έπειτα, έπεσε το μπαλκόνι. Στον γκρεμό. Έπεσε το μπαλκόνι κι όλη η γειτονιά είπε «Τι τυχερά ήταν αυτά τα κοριτσάκια», πού ‘χαμε σωθεί. Τελειώνει το Δημοτικό, συνεχίζω Γυμνάσιο πλέον, στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Στην πορεία έχει έρθει κι ο πατέρας μου και είμαστε όλη η οικογένεια, πλέον στην Πόλη. Την Ίμβρο την έχουμε μόνο τα καλοκαίρια, με το που κλείνουν τα σχολεία, την άλλη μέρα εμείς είμαστε στην Ίμβρο, περνάμε όλο το καλοκαίρι στην Ίμβρο. Δεν είχα βιώματα με Ρωμιούς, γιατί από το 74’ και έπειτα φύγανε και οι υπόλοιποι. Ειδικά από την Παναγιά φύγανε, μείνανε μόνο τα γερόντια, οι υπόλοιποι όλοι είχανε φύγει. Ήταν ελάχιστα τα παιδιά που μείνανε κι εμείς στην Παναγιά, όλο το καλοκαίρι με τον αδερφό μου, τη βγάζαμε με Τουρκάκια. Γιατί αυτά πού ‘χαν μείνει, οι γονείς τους είχαν εξοχές, που είχανε κτήματα και ζώα, και πηγαίνανε οικογενειακώς και τη βγάζανε στην εξοχή, κι εμείς με τον Κώστα, που ο μπαμπάς μας ήταν μπακάλης, καθόμασταν στην Παναγιά και παίζαμε με τα Τουρκάκια. Οι γονείς μας βέβαια είχανε μια άρνηση στο να παίζουμε με τα Τουρκάκια, αλλά εμείς σαν παιδιά δεν μπορούσαμε αλλιώς. Θυμάμαι τη μαμά μου, που μάλωνε, μού ‘λεγε «Δεν θα πας σ’ αυτό το σπίτι» κι εγώ γύριζα, γύριζα, και δοθείσας ευκαιρίας χωνόμουνα μες στο σπίτι, γιατί ήξερα ότι ήταν οι φίλοι μου εκεί μέσα. Αυτές τις παιδικές φίλες, τις Τουρκάλες, τις διατηρώ ακόμα, οι οποίες με αποκαλούν «αδερφή», γιατί είμαι από το Δημοτικό, δηλαδή είμαι από 9 χρόνων μαζί, και αυτές τώρα είναι οι πιο πολλές δασκάλες, συνταξιούχες. Όπου βρίσκονται πάω και τις βρίσκω κι αυτές έρχονται και τις φιλοξενώ στην Ίμβρο.

Ά.Κ.:

Στην πρώτη Λυκείου λοιπόν, στο Ζάππειο, έχει το... Το Γυμνάσιο το ‘χω τελειώσει κανονικά, προχωράω στο Λύκειο. Στην πρώτη Λυκείου αναλαμβάνει ο φυσικός μας διευθυντής. Αναλαμβάνει ένα σχολείο το οποίο, πέρα από τις μαθήτριες και το εκπαιδευτικό προσωπικό, είχε και έξι θυρωρούς, γιατί ήτανε ένα απ’ τα καλύτερα σχολεία, τεράστιο σχολείο, και με τρομερά χρέη, γιατί όταν ήμουνα στη Δευτέρα Γυμνασίου, είχε πεθάνει η τότε διευθύντριά μας κι από τη δευτέρα Γυμνασίου μέχρι την πρώτη Λυκείου, που πάω εγώ, το σχολείο ακυβέρνητο, και πρώτη Λυκείου αναλαμβάνει ο φυσικός μας, ο οποίος φυσικός μας ήταν ένας εξαίρετος κύριος, χαμηλών τόνων. Ερχόταν στο μάθημά μας, μας έκανε Φυσική και Χημεία, ερχόταν στο μάθημά μας κι εμείς οι κοπέλες, για να μην κάνουμε μάθημα, τον πιάναμε στην κουβέντα και αυτός αντί να μας εξηγεί το μάθημα, μας έλεγε τα προβλήματα του σχολείου. Μια, δυο, τρεις, οπότε κάποια στιγμή πάω και τον βρίσκω και του λέω: «Κύριε καθηγητά, θέλετε να σας βοηθήσω;». Μου λέει «Εσύ;», λέω: «Εγώ». Κι αναλαμβάνουμε μαζί. Και δεν θα σου πω τις λεπτομέρειες, πώς. Και ρίχνω ένα τρέξιμο και τα βγάζουμε πέρα οικονομικά και ξεχρεώνει. Και στη δευτέρα Λυκείου, λοιπόν, μια μέρα μου λέει «Άννα, έρχεσαι μαζί μου;», λέω: «Εντάξει». Μετά το σχολείο, λοιπόν, ακριβώς απέναντι από το σχολείο μας και λίγο λοξά αριστερά έχει ένα κτήριο, τα Χρυσοβέργια, έτσι λέγεται, μια παλιά, ιστορική ελληνική πολυκατοικία. Να φανταστείς, το ασανσέρ είναι καλάθι, τόσο παλιά. Αλλά ωραία πολυκατοικία. Και με πάει εκεί και μου δείχνει ένα τεράστιο διαμέρισμα. Και μου λέει: «Αυτό είναι κληροδότημα στο σχολείο μας. Μήπως θα μπορούσες να το αξιοποιήσεις;». Λέω: «Εντάξει». Και ξεκινάω λοιπόν, και το συγυρίζω. Είναι τεράστιο, είχε πιάνο μέσα, είχε ένα σαλόνι, που μπήκα, ήταν βουνό έτσι τα βιβλία. Βιβλία, βιβλία να δουν τα μάτια σου. Πεταμένα, πάρα πολλά. Κι αναλαμβάνω λοιπόν εγώ, με μια σκάλα, μετά το σχολείο, ανέβαινα μάζευα τα βιβλία και πήγαινα σε μία μικρή καμαρούλα [00:20:00]που είχε —πολλά δωμάτια, αλλά δεν μας χρειαζόταν— και κρατάω το σαλόνι με το πιάνο, το συγυρίζω, το φτιάχνω και ξεκινάμε να κάνουμε τα πάρτι. Τότε τα Ρωμιόπαιδα κάθε Σάββατο βγαίναμε και σε συγκεκριμένα μέρη. Ήταν το Πέρα, το Μπέογλου Σπορ, ήταν η Βουλγάρικη Εξαρχία. Μαζευόμασταν Ρωμιόπαιδα, μπορεί να ‘ταν και Βουλγαράκια, μπορεί να ‘ταν και κάποιοι Αρμεναίοι, που κάνανε παρέα με μας. Θα σου πω, όμως, τότε τα σχολεία δεν είχαμε μεικτά, ήτανε τα αρρεναγωγεία και τα παρθεναγωγεία. Και τα Σαββατοκύριακα είχαμε το περιθώριο να μαζευτούμε όλα αυτά τα παιδιά και να κάνουμε μαζί κάτι. Και το Σάββατο ήταν τα πάρτι μας. Ξεκίναγαν στις 15:00 το μεσημέρι και τελειώνανε στις 19:00, με το που νύχτωνε, γιατί έπρεπε να γυρίσουμε στα σπίτια μας, γιατί τότε ήταν δύσκολα τα πράγματα στην Πόλη, δεν βγαίναμε τα βράδια, φοβόμασταν. Κι έπρεπε με το που σκοτείνιαζε να γυρίσουμε σπίτια μας. Κι έτσι, φτιάχνω κι εγώ αυτόν τον χώρο και ξεκινάνε τα πάρτι και σε εμάς. Τα πάρτι ήταν με είσοδο, πλήρωνες για να μπεις, σου παρείχαν μία coca-cola, μία πάστα και γλένταγες μετά. Κι έτσι, έχει ένα έσοδο κι από κει. Και στην Τρίτη Λυκείου, μου λέει ο διευθυντής, λέει: «Τελικά να κάνουμε τον σύλλογο. Να κάνουμε έναν σύλλογο». Και στήνουμε τον σύλλογο Ζαππίδων. Εγώ ήμουνα ανήλικη, για να μπω στο διοικητικό, αλλά ήμουνα απ’ τα πρώτα μέλη του συλλόγου, γιατί ήρθε και μου το έδειξε. Εγώ τα γραφειοκρατικά δεν τα έκανα, γιατί δεν ήξερα, έτρεξε εκείνος, απλά και στην τρίτη Λυκείου συνέχισαν τα πάρτι. Ο σύλλογος είναι ενεργός μέχρι σήμερα. Αντίστοιχος σύλλογος Ζαππίδων υπήρχε και εδώ, και υπάρχει. Τον είχαν φτιάξει οι πρώην απόφοιτες του Ζαππείου, που υπήρχε μόνο εδώ, και μετά με τον κύριο Τσιτσόπουλο φτιάξαμε έναν δεύτερο σύλλογο Ζαππίδων στην Κωνσταντινούπολη.

Ά.Κ.:

Κι όταν ήταν να φύγω, όταν ήταν να τελειώσω το Λύκειο, μου λέει ο κύριος Τσιτσόπουλος: «Δωσ’ μας τα στοιχεία σου, είτε εδώ μείνεις είτε φύγεις, θα πάρεις υποτροφία». Ήταν το αντάλλαγμα. Εγώ τού δωσα μεν τα στοιχεία, αλλά είπα από μέσα μου «Σιγά μη με βρεις, να μου δώσεις τώρα υποτροφία». Δηλαδή δεν το ήθελα. Αλλά η ζωή δεν σ’ αφήνει. Τελειώνω το Λύκειο, δίνω εκεί εξετάσεις και δεν μπαίνω εκεί που θέλω. Οπότε, με το απολυτήριο που είχα έρχομαι εδώ και μπαίνω στα ΤΕΙ χωρίς εξετάσεις, στη Φυσικοθεραπεία. Και οι γονείς μου με βάλανε σε ένα χριστιανικό ίδρυμα, στο Χριστοδουλάκειο Ίδρυμα, στη Λεωφόρο Κηφισίας, που είχε κι εκεί μόνο κορίτσια, γιατί οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ αυστηροί και δεν θέλανε να έχω πολλά-πολλά. Μας αφήνανε μόνο την Κυριακή. Την ημέρα πήγαινα στη σχολή φυσικοθεραπείας και μετά γύριζα στο Χριστοδουλάκειο Ίδρυμα. Αυστηρό. Η ιδιοκτήτρια ήταν μία γυναίκα ενός εφοπλιστού, ο οποίος εφοπλιστής είχε πεθάνει στο Λονδίνο και γύρισε η κυρία στην Ελλάδα, Καλύμνια, και τις βίλες της και τα περιουσιακά της στοιχεία τα είχε παραχωρήσει στο Ελληνικό Δημόσιο, πολύ μεγάλη περιουσία, και είχε κρατήσει αυτό, που είχε φτιάξει, το οποίο ίδρυμα, το Χριστοδουλάκειο, απ’ την κάτω μεριά, επί της Σεβαστουπόλεως, είχε και γύρω στα δέκα μαγαζιά. Και με είχε αυτή η κυρία. Έκατσα κι εκεί έναν χρόνο, αλλά ήτανε πάρα πολύ αυστηρή. Το ότι φορούσαμε φούστες μόνο κι αυτό δεν μ’ ενοχλούσε, αλλά ήταν και η ίδια πάρα πολύ αυστηρή στις αρχές της εκεί μέσα. Εν πάση περιπτώσει, θα σου πω για την υποτροφία, πώς την πήρα. Είπαμε, έχω φύγει στην Αθήνα, μ’ έχουν χάσει οι πάντες, είμαι στο Χριστοδουλάκειο. Και την Κυριακή μας άφηναν να βγαίνουμε, να πάμε πρώτα στην εκκλησία και μετά να πάμε στους συγγενείς μας. Εγώ έχω πάει απέναντι στο γηροκομείο, στην εκκλησία, και μετά έχω κατέβει στην Καλλιθέα, στη θεια μου, στην αδερφή του πατέρα μου. Και στον δρόμο, που έφευγα, με βρίσκει μία συμμαθήτριά μου Κωνσταντινουπολίτισσα, «Αχ, Άννα», μου λέει: «Πού είσαι; Και σε ψάχνουνε». Λέω «Γιατί;», μου λέει: «Πάρε αυτό το τηλέφωνο και ειδοποίησε. Σήμερα να τους πάρεις τηλέφωνο». Παίρνω τηλέφωνο, λοιπόν, και ήταν ο εδώ σύλλογος Ζαππίδων. «Πού είσαι, Άννα; Σε ψάχνουμε». Πάω στον σύλλογο και μου δίνουν την υποτροφία, όπου εμένα η υποτροφία αυτή ήταν μηνιαία, μέχρι την ημέρα που πήρα πτυχίο, έπαιρνα κάθε μήνα μισθό. Και σπούδασα χωρίς να χρειαστεί να επιβαρύνω τον πατέρα μου καθόλου, χωρίς να χρειαστεί να δουλέψω, που πάρα πολλά παιδιά από την επαρχία βγαίνανε και δουλεύανε συνάμα, εγώ δεν είχα τέτοιο θέμα. Και στο διάστημα αυτό, βέβαια, ο πατέρας μου, που είναι στην Πόλη μαζί με τη μαμά μου, αρρωσταίνει και σε δύο μήνες πεθαίνει, κι εγώ προλαβαίνω μόνο την κηδεία του. Και μετά έμεινε η μαμά μου μόνη, έκατσε σαράντα μέρες κι ήρθε και η μαμά μου εδώ, κι ήμασταν μετά οι τρεις μας εδώ, όλη η οικογένεια. Τελειώνω τη Φυσικοθεραπεία. Για να πάρω πτυχίο, έπρεπε να κάνω πρακτική εξάσκηση και επέλεξα τότε το Παίδων. Κι έκανα την πρακτική μου στο Παίδων, και όταν πήρα το πτυχίο, για να μην κάτσω, πήγα κι έκανα αίτηση στο Παίδων Αγία Σοφία και με πήραν ως εθελόντρια. Και δούλευα κανονικά αλλά άμισθη, μέχρι που κάποια στιγμή η προϊσταμένη της φυσικοθεραπείας μού λέει: «Άννα, δεν θα ξαναέρθεις, γιατί σου βρήκα δουλειά έξω». Και μου βρήκε μία δουλειά πολύ γερή έξω, στο επάγγελμα μου, κι έτσι και συνέχισα. Η ζωή στην Αθήνα, τα καλοκαίρια εγώ στην Ίμβρο.

Ά.Κ.:

Παρακμή, παρακμή στην Ίμβρο, έχουν φύγει σχεδόν οι πάντες, έχουνε κλείσει τα σπίτια τους, έχουν καρφώσει τα παράθυρα τους, τα ‘χουν εγκαταλείψει τώρα τα σπίτια τους, γιατί έχει τελειώσει η Ίμβρος. Εγώ πηγαίνω μόνη στην Ίμβρο, η μητέρα μου με τον αδερφό μου παραμένουν εδώ. Εμένα το μυαλό μου στην Ίμβρο, πάω αρχίζω σιγά-σιγά να επισκευάζω το σπίτι, να μαζευόμαστε κάποιοι Ίμβριοι, από ‘δώ νέοι, να πηγαίνουμε όλοι μαζί εκεί, να κάνουμε ό,τι μπορούμε, με πάρτι, με συγκεντρώσεις, αλλά είμαστε λίγοι. Το 96’ λοιπόν ξεκινάει το κτηματολόγιο της Ίμβρου. Αλλά ξεκινάει λάθος. Δεν βάζουν... Βάζουν άσχετους ανθρώπους, ξεκινάνε από την Παναγιά, από την πρωτεύουσα, από το χωριό μου, και εμείς λείπουμε και πάνε και γράφουν όλη μας την περιουσία στο Τούρκικο Δημόσιο. Πέρα από το σπίτι, που το έσωσα στο παρά τσακ. Αυτοί που έχουν ασχοληθεί με το κτηματολόγιο, οι υπάλληλοι, βρίσκονται στη φυλακή για τις ατασθαλίες και για τα λάθη που έχουν κάνει. Ενώ ζητάμε να επαναληφθεί το κτηματολόγιο, για να ξεκινήσει σωστά, αυτοί τίποτα, προχωράνε από κει που άφησαν την υπόθεση. Και όλη μας η περιουσία στο Δημόσιο. Είχαμε δέκα χρόνια δικαίωμα να κάνουμε ένσταση, να ανοίξουμε δικαστήριο. Και το 2006 —εγώ εξακολουθώ πάλι και πηγαίνω τα καλοκαίρια, αλλά είμαστε λίγοι— ξεκινάει κάποιος Ίμβριος από την Αυστραλία, που έρχεται και πάει σε ένα τελείως ερειπωμένο χωριό, στο Σχοινούδι, το οποίο έπαθε το μεγάλο στραπάτσο το 64’, με τις απαλλοτριώσεις και με τις φυλακές και με όλα, και πάει εκεί. Και ξεκινάει με το να φτιάξει έναν χώρο που ν’ αρχίσει να μαζεύει ανθρώπους, ξεκινάει να δουλεύει για το χωριό. Και πάω κι εγώ σιγά-σιγά, τον γνωρίζω, γνωρίζω το χωριό του, κάνουμε πράγματα μαζί για την Ίμβρο. Να μη στα πολυλογώ, δεν σταματάω για την Ίμβρο. Έρχομαι εδώ στην Αθήνα, μπαίνω στον σύλλογο Ιμβρίων, που στεγάζεται εδώ στη Νέα Σμύρνη, από 25 χρόνων. Ένας αγώνας, μια νεολαία, που είμαστε το χειμώνα εδώ, το καλοκαίρι… και φροντίζουμε να κάνουμε πράγματα για το καλοκαίρι στην Ίμβρο. Το κτηματολόγιο δε, από την άλλη, σαρώνει, προχωράει. Εγώ στο παρά τσακ, στο παραπέντε αποφασίζω και κάνω αγωγή κι ανοίγω δεκατρία δικαστήρια στο Τούρκικο Δημόσιο. Δεκαεφτά είναι τα κτήματα που μας έχουν πάρει, αλλά επιλέγω μόνο τα δεκατρία, γιατί ήτανε τρομερά δαπανηρή η όλη ιστορία κι εγώ είμαι πολύ νέα για αυτήν τη δουλειά, και φυσικά δεν ξέρω πολλά πράγματα, γιατί είμαι φυσικοθεραπεύτρια, γιατί ζω στην Αθήνα, και χάνω πολλά από κει. Εν πάση περιπτώσει, απ’ τα δεκατρία δικαστήρια ξεκινάω με δικηγόρο Τούρκο, ο οποίος ήταν ένας, αλλά καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά και τον αφήνω στην μπάντα, και κάνω τον δικηγόρο εγώ και μπαίνω εγώ στα [00:30:00]δικαστήρια με τη μάνα μου την ηλικιωμένη, γιατί ήταν η περιουσία στο όνομα της μάνας μου. Κι εγώ απλά εκπροσωπούσα, ήμουνα μαζί με τη μαμά μου, αλλά μιλούσα εγώ. Κερδίζω τα τέσσερα, τα υπόλοιπα τα χάνω. Βέβαια, δεν θέλαν να βοηθήσουν, γιατί τα αρχεία τα είχαν. Αυτά τα κτήματα εμείς, οι πρόγονοί μου, μια ζωή πληρώνανε φόρους και τους έδειξα, από τα παλιά τούρκικα μέχρι τα σύγχρονα χαρτιά που είχαμε, τους φόρους ότι πληρώναμε, απλά δεν είχαμε σύγχρονους τίτλους, είχαμε οθωμανικούς τίτλους. Και οι οθωμανικοί, κατ’ αυτούς, δεν είχανε ισχύ, έπρεπε να έχουμε σύγχρονους τίτλους. Γιατί δεν είχαμε σύγχρονους τίτλους; Όχι μόνο η οικογένειά μου, σχεδόν όλοι οι Ίμβριοι. Γιατί εκεί η περιουσία πήγαινε από τη μάνα στην κόρη και ήξερε ότι το κορίτσι θα πάρει την περιουσία, κι αν ήταν δύο κορίτσια, με ένα απλό συμβόλαιο γινόταν η μεταβίβαση. Και δεν βγάλανε σύγχρονους τίτλους, γιατί δεν είχαν λεφτά οι Ίμβριοι. Η Ίμβρος ήταν ένα φτωχό νησί, που εντάξει, μεταξύ τους βρίσκανε τον τρόπο και προχωράγανε και δεν κάνανε, δεν είχανε φτάσει στο να κάνουν αυτά τα επίσημα, τους επίσημους τίτλους. Κι εμένα, λοιπόν, με κόλλησαν στον τοίχο, ότι μπορούσες να τα διεκδικήσεις με τη χρησικτησία μόνο, αφού δεν είχες τους σύγχρονους τίτλους, αλλά εσύ έλειπες έξω, άρα το χάνεις κι αυτό το δικαίωμα. Όσα κτήματα ήταν ελαφρώς επικλινές, όλα μας τα πήρανε, τα γράψαν στο δημόσιο, κι ας έκανα αγωγή. Όσα ήταν στην πεδιάδα, αυτά μου τα έδωσαν, και σου λέω ότι μου δώσανε τα τέσσερα και ένα, που ήταν 16 στρέμματα, μου δώσανε μόνο 1060 μέτρα, γιατί έτυχε να έχουμε γι’ αυτό τίτλο και επειδή ο τίτλος είχε λίγα μέτρα, για να μην πληρώνουν φόρο οι δικοί μας, είχαν βάλει λίγα μέτρα, μας δώσανε μόνο τα 1060 μέτρα και τα υπόλοιπα στο Δημόσιο. Και άνοιξα δικαστήριο και πάλι το έχασα. Όταν, λοιπόν, έτρεχα για τα δικαστήρια, κάποια στιγμή ανέβηκα στο γραφείο του δικαστή επάνω, ένα νέο παιδί. Του λέω: «Τι κάνετε;». Μου λέει: «Μαντάμ, το ξέρω ότι είναι η περιουσία των προγόνων σου, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τα κερδίσεις». Μου ‘πε αυτό, λέω: «Εντάξει, έχω καταλάβει». Μετά, σ’ αυτό το διάστημα, έχω τελειώσει με τα δικαστήρια κι αποφασίζω τα πέντε να τα πάω στο Ευρωπαϊκό. Με έναν Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος είχε κερδίσει το ορφανοτροφείο της Πριγκήπου. Στην Πρίγκηπο υπάρχει ένα ξύλινο, πολύ μεγάλο κτίριο, το οποίο λειτουργούσε -όχι το μοναστήρι που μέναμε εμείς- πριν από μας στον Χριστό, ένα ξύλινο μοναστήρι, το οποίο το Πατριαρχείο άνοιξε δικαστήριο, το πήγε στο Ευρωπαϊκό και το κέρδισε μ’ αυτόν τον δικηγόρο, τον Έλληνα. Όταν κέρδισε λοιπόν αυτός το ορφανοτροφείο, σηκώνομαι κι εγώ και του πάω τις πέντε μου υποθέσεις και τις προωθεί στο Ευρωπαϊκό. Και βέβαια πριν δύο χρόνια, μετά από δέκα χρόνια, με πήρε να μου πει ότι τις χάσαμε. Πάει κι αυτό. Πού έχουμε μείνει; Στο 2006-07’; Εγώ συνεχίζω και πηγαίνω στην Ίμβρο, κάνουμε τις εκδηλώσεις τα καλοκαίρια, μας έρχονται τραγουδιστές στο κτήμα του Σχοινουδιώτη, που σου είπα στο χωριό, έρχεται ο Νταλάρας, έρχεται η Γαλάνη, έρχεται η Αρβανιτάκη, έρχεται η Γλυκερία δύο χρονιές, ετοιμασίες από ‘δώ απ’ το σύλλογο, το καλοκαίρι οι συναυλίες, για να μαζεύονται οι Ίμβριοι. Κι αρχίζει μία επαναφορά των Ιμβρίων. Αρχίζουν να έρχονται, να επισκευάζουν τα σπίτια τους, να φέρνουν τα παιδιά τους και να μαζευόμαστε αρκετοί Ίμβριοι. Το 2011, που είμαι στην Ίμβρο, στον γυρισμό παθαίνω ένα τροχαίο, ένα τροχαίο στην Καβάλα, στην Εγνατία οδό, εγώ και μία φίλη μου, οδηγός εγώ, όπου το αυτοκίνητο γίνεται σαράβαλο, ούτε μία ρόδα, και έχει τσαλακωθεί από παντού. Εγώ κι η φίλη μου βγαίνουμε αψεγάδιαστες. Τίποτα δεν έχουμε πάθει. Μας πάνε στο νοσοκομείο, τίποτα, όλα καλά. Αλλά εγώ παθαίνω μετά ένα σοκ. Την ώρα δε που βγήκα απ’ αυτό, το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο, είπα: «Ο Θεός μ’ αγαπούσε και με ήθελε να είμαι ανάμεσα στους ανθρώπους. Πού θα φανώ χρήσιμη από ‘δώ κι έπειτα; Εκεί θα καταλήξω». Και λέω: «Η πατρίδα μου». Γυρίζω λοιπόν, έρχομαι με τη φίλη μου στην Αθήνα, μπαίνω στο σπίτι, δεν βγαίνω, το σοκ το παθαίνω μετά, δεν ενημερώνω τη μαμά μου, που είναι στην Ίμβρο, αυτό που έχω πάθει. Εν πάση περιπτώσει, μετά από μια βδομάδα, λέω, ας πάω στην Κωνσταντινούπολη. Και πάω τρεις μέρες στην Κωνσταντινούπολη και περνάω πάρα πολύ ωραία. Και λέω, ωπ, στην Πόλη. Έχω βρει και δουλειά. Γυρίζω πίσω στην Αθήνα, ανακοινώνω στη μητέρα μου ότι εγώ θα γυρίσω στην Πόλη. Και μου λέει η μαμά μου «Όπου εσύ κι εμείς μαζί σου», η μαμά μου κι ο αδερφός μου. Τελειώνω τα πάντα εδώ, κλείνω βιβλία, πάω στην Άγκυρα για αναγνώριση πτυχίου, και την άνοιξη λοιπόν, που πάω ν’ αφήσω τη μαμά μου με τον αδερφό μου στην Ίμβρο και να πάω εγώ στην Πόλη να βρω το σπίτι, έρχεται ο Έλληνας πρόξενος, πρώτη φορά στα χρονικά στην Ίμβρο.

Ά.Κ.:

Εντωμεταξύ, πριν να ‘ρθει ο πρόξενος, στον σύλλογο όσο είμαι, αρχίζουν και ζητάνε για σχολείο στην Ίμβρο. Εμένα ο μπενάκης και ο βγενάκης. Είχα τόσα άλλα θέματα στην Ίμβρο, ειδικά με τα περιουσιακά μας στοιχεία, με τις σχέσεις, με όλα αυτά, τώρα το ελληνικό σχολείο στο πουθενά εμένα δεν… Εμένα με πέρασε αδιάφορη. Έρχεται... Πάω στην Ίμβρο λοιπόν, έρχεται ο πρόξενος, με παίρνει ο μητροπολίτης, τότε δεν υπήρχανε ούτε νέοι ούτε τίποτα. Μου λέει «Άννα, το ξέρεις ότι έρχεται πρόξενος», λέω: «Το ξέρω», «Μπορείς να τον πας στον έπαρχο και στον δήμαρχο και να τον βοηθήσεις στη μετάφραση;», λέω «Ευχαρίστως». Τον πάω στον έπαρχο, τον πάω στο δήμαρχο, τον βγάζω ασπροπρόσωπο, γιατί οι Τούρκοι τότε δεν είχαν μάθει στους Έλληνες διπλωμάτες, δεν είχε έρθει ποτέ Έλληνας διπλωμάτης, οπότε ήτανε κάπως. Τώρα είναι εξοικειωμένοι, αλλά τότε ήταν κάπως. Οπότε, έπρεπε να παίξω και το ανάλογο παιχνίδι. Την τελευταία του μέρα, λοιπόν, που θα ‘φευγε ο πρόξενος, με καλεί και μου λέει «Κυρία Κουτσομάλλη, ξέρετε ότι θα ανοίξει σχολείο, ε;», λέω: «Ξέρω, αλλά εμένα γιατί μου το λέτε; Εγώ είμαι φυσικοθεραπεύτρια», λέει: «Να αναλάβετε τον ρόλο του ιδρυτού». Λέω: «Εγώ τι σχέση έχω; Και εξάλλου εμένα μία δουλειά με περιμένει στην Πόλη». «Δεν είναι», λέει, «δύσκολος ρόλος ο ιδρυτής. Τον ρόλο, όχι το έργο». Λέω «Δεν είμαι σε θέση να σας απαντήσω», μου λέει: «Καλά. Σου δίνω προθεσμία έναν μήνα να μου απαντήσεις». Σηκώνεται αυτός, φεύγει στην Πόλη. Εγώ βέβαια πάω και το λέω στη μαμά μου, λέω το και το, μου έγινε η πρόταση, μου λέει η μαμά μου: «Χαρούμενο αυτό που μου λες. Εσύ ξέρεις να προσφέρεις. Προχώρα το». Πάω μετά από έναν μήνα να βρω το σπίτι στην Πόλη. Είναι του Αγίου Πνεύματος. Πάω στην εκκλησία, στο Ταξίμ, και να σου ο πρόξενος μπροστά μου. Ήτανε κι ο πατριάρχης στη λειτουργία, δίπλα του ο πρόξενος, με το που βγαίνω μου λέει «Για έλα εσύ εδώ», ο πρόξενος, «Αύριο σε περιμένω στο γραφείο μου». Πάω την άλλη μέρα, λοιπόν, στο γραφείο και μου λέει: «Απάντηση;». Του λέω «Πείτε μου με ποια κριτήρια με επιλέξατε». Μου ‘πε τα δικά του, λέω: «Εντάξει. Το δέχομαι». Ήδη είχα πάρει το ΟΚ, το πράσινο φως απ’ τη μητέρα μου, ό,τι και να μου έλεγε, εγώ θα το έκανα. Αλλά δεν ήταν ο ρόλος, μου φόρτωσαν το έργο. Οπότε, άλλος Γολγοθάς. Άφησα τη δουλειά στην Πόλη, δεν πήγα καθόλου, άφησα το ψάξιμο του σπιτιού στην Πόλη, γύρισα στην Ίμβρο κι από κει κι έπειτα άρχισε το τρέξιμο στην Ίμβρο. Κι έκατσα τρία χρόνια στην Ίμβρο, χωρίς να κουνήσω ρούπι, για να ανοίξει το σχολείο.

Α.Ν.:

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία από το σχολείο τώρα;

Ά.Κ.:

Δεν ξέρω τι να απαντήσω.

Α.Ν.:

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;

Ά.Κ.:

Στην αρχή ναι, απ’ τις τούρκικες αρχές, γιατί δεν ξέρανε κι αυτοί από μειονοτικό σχολείο που ήθελα, αυτοί νόμισαν ότι θα ανοίξει κολέγιο στην Ίμβρο. Γιατί έμαθα, εκ των υστέρων, ότι ο Ερντογάν [00:40:00]τούς ρώτησε γιατί ο πατριάρχης είχε παρέμβει και είχε ζητήσει από τον Ερντογάν ότι εμείς στην Ίμβρο θέλουμε ελληνικό σχολείο, γιατί ο πατριάρχης είναι Ίμβριος. Και ρώτησε, λοιπόν, ο Ερντογάν «Έχετε πρόβλημα στο να ανοίξει ελληνικό σχολείο;» και είπαν οι τούρκικες αρχές «Δεν έχουμε». Οπότε, είχαμε το πράσινο φως για να ανοίξουμε το σχολείο. Και όταν μετά βασάνων πήρα την άδεια, γιατί πραγματικά με έψησαν κι έτσι κι έτσι… Και δεν ξέραν από μειονοτικό, δεν ξέρανε τι είναι το ελληνικό σχολείο, αλλά δεν… Οι υπάλληλοι δεν το χώραγε το μυαλό τους ότι μπορούμε εμείς οι Ίμβριοι να ανοίξουμε ελληνικό σχολείο, οι Ρωμιοί ν’ ανοίξουν τώρα ελληνικό σχολείο; Κάναμε αμάν και πώς να φύγουν και τώρα ελληνικό σχολείο; Αλλά με βλέπανε ότι ήμουνα πολύ σταθερή και πολύ γερή στα θέλω μου. Μου κρύβανε τους φακέλους, αλλά βρέθηκαν κανένα δυο άνθρωποι που εκτίμησαν αυτό που ήμουν και με βοήθησαν. Με βοήθησαν στην κυριολεξία, δηλαδή δεν τους ξεχνάω αυτούς τους ανθρώπους. Και όταν βγήκε η άδεια για το σχολείο, εγώ θα σου πω ότι δεν ασχολήθηκα με το κτήριο, γιατί το κτήριο ανέλαβε η εκκλησία ένα παλιό, το παλιό σχολείο των Αγίων Θεοδώρων, εκεί που πήγαινε ο πατριάρχης σχολείο, αυτό ανακαινίστηκε. Εγώ δεν ασχολήθηκα μ’ αυτό το κομμάτι, εγώ ήμουνα με τη γραφειοκρατία στο να ανοίξει το ελληνικό σχολείο, Ίμβρος-Τσανάκαλε. Και όταν πήρα λοιπόν την άδεια, κάποια στιγμή γίνεται κάποια διάλεξη. Κάτι έγινε σ’ έναν χώρο, και είναι και ο τότε δήμαρχος και κάθεται ακριβώς απέναντί μου. Κι αναλαμβάνει τον λόγο, γιατί δεν θυμάμαι το θέμα, σε άσχετο θέμα, και λέει «Να», λέει, «δεν ξέρετε, αλλά τώρα πρόκειται να ανοίξει κι ένα ελληνικό κολλέγιο στην Ίμβρο», γιατί με είδε και με ήξερε. Δεν του αντιμίλησα, το άφησα έτσι, και κάποια στιγμή που χρειάστηκε να πάω στο δημαρχείο, μου λέει ο δήμαρχος: «Τι έγινε, Άννα, το σχολείο; Εντάξει; Εμείς τα παιδιά τά ‘χουμε έτοιμα». Και μένω εγώ κάγκελο. Λέω: «Δεν το κατάλαβα», λέει: «Δώδεκα παιδιά δεν θέλεις για να ανοίξει το σχολείο;». Ήταν ο κανονισμός, για να ανοίξει ένα σχολείο, ότι έπρεπε να ξεκινήσω με δώδεκα παιδιά. Του λέω: «Μα δεν μπορούν να ‘ρθούν τα Τουρκάκια. Αυτό δεν είναι κολέγιο». Τότε τον διόρθωσα. «Δεν είναι κολέγιο», του είπα, «είναι μειονοτικό σχολείο. Και μπορούν να μπουν μόνο τα Ρωμιόπαιδα. Όχι τα Τουρκάκια». Κι εκεί έμεινε. Μα κι ο αγώνας μου στον έπαρχο ήταν, όταν πήγα να καταθέσω, αφού είχα μαζέψει όλα τα έγγραφα και πήγα να καταθέσω την επίσημη αίτηση του σχολείου, χαρακτήρισε το σχολείο… Ναι μεν τα μειονοτικά χαρακτηρίζονται ιδιωτικά ελληνικά σχολεία, αλλά το σύστημά τους είναι, λειτουργεί σαν δημόσιο σχολείο, είναι μειονοτικό. Έτσι τα λένε. Κι εγώ γράφω στο είδος «Μειονοτικό ελληνικό σχολείο» και μου λέει ο έπαρχος: «Γιατί το γράφεις μειονοτικό ελληνικό σχολείο;», «Πώς θέλετε να το γράψω;», «Ιδιωτικό ελληνικό σχολείο», «Δεν είναι ιδιωτικό», του λέω, «Είναι μειονοτικό». Μου λέει: «Χριστιανή δεν είσαι;», «Χριστιανή είμαι», «Τούρκος υπήκοος δεν είσαι;», «Τούρκος υπήκοος είμαι». «Ε, ωραία. Τούρκος υπήκοος, χριστιανή είσαι. Τι θες;», μου λέει. Του λέω: «Όμως εγώ έχω μία γλώσσα κι έναν πολιτισμό. Και το σχολείο είναι γλώσσα και πολιτισμός. Κι εγώ είμαι Ελληνίδα. Άρα είναι μειονοτικό ελληνικό σχολείο». Δεν μπορούσε να μου φέρει αντίρρηση, αλλά δεν του άρεσε καθόλου. Και εκεί… Έπρεπε πίσω απ’ αυτό το σχολείο να υπάρχει ένα βακούφι, ένα ίδρυμα, κι εκεί μού ‘βαλε εμπόδιο ο έπαρχος κι αντί να μου βάλει το βακούφι, ότι στηρίζεται οικονομικά από το βακούφι, μ’ έβαλε εμένα εκεί, ότι στηρίζεται οικονομικά από μένα. Μ’ έβαλε δηλαδή και ιδιοκτήτρια του σχολείου. Διπλή ευθύνη για μένα. Το ανέχτηκα. Άνοιξα το Δημοτικό σχολείο το 2013. Εγώ πήγα, ξεκίνησα από… Το 11’ έπαθα το τροχαίο, το 12’ την άνοιξη πήγα στην Ίμβρο και το 13’ τον Σεπτέμβριο άνοιξε το σχολείο, έβαλα μία σειρά μέχρι το 14’, το 15’ λοιπόν άνοιξε το Γυμνάσιο και το Λύκειο, οι επόμενες βαθμίδες. Εκεί δεν ασχολήθηκα, παρόλο που θέλανε, δεν ασχολήθηκα, γιατί δεν είδα την καλή συμπεριφορά των συμπατριωτών μου. Όχι όλοι, αλλά αυτοί που το παίξανε αρχηγοί δεν μου συμπεριφερθήκαν καλά, οπότε… Ούτε και ο πρόξενος... Ούτε κι ο πρόξενος, πολύ λυπηρό, κι εγώ τον είχα εμπιστευτεί, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν υπάλληλος του ελληνικού προξενείου, κι όταν είχε πεθάνει οι τότε πρόξενοι μάς είχαν φερθεί πάρα πολύ καλά. Οπότε έκανα πίσω. Έκανα πίσω, χωρίς να κάνω... Μπορούσα να κάνω ζημιά, γιατί οι τούρκικες αρχές με ξέρανε πάρα πολύ καλά. Μπορούσα να τους στεναχωρέσω τους δικούς μου, αλλά δεν το έκανα, γιατί αγαπώ τόσο πολύ τον τόπο μου κι ήταν ένα έργο που βγήκε με πολύ κόπο και δεν ήθελα να του δώσω μία κλωτσιά. Εν πάση περιπτώσει, εγώ σιγά-σιγά έκανα πίσω. Είχα την ευθύνη. Και το 2017 φτιάξανε ένα σύλλογο στην Ίμβρο που να μαζεύει όλα τα σχολεία, δηλαδή να αναλάβει τα σχολεία. Κι εκεί ακόμη μετέφερα τα δικαιώματα μου χωρίς να ζητήσω το παραμικρό από κανέναν, γιατί ήταν ο κόπος μου το σχολείο και θα μπορούσα να ζητήσω ένα ποσό, να τους πω: «Θέλετε να μεταβιβάσω τα δικαιώματα; Όμως το σχολείο είναι ο κόπος μου και η ευθύνη μου τόσων χρόνων». Εν πάση περιπτώσει, το μεταβίβασα χωρίς να ζητήσω από κανέναν το παραμικρό κι αποσύρθηκα. Τώρα με έχουνε εκπρόσωπο ιδρυτού στο σχολείο, αλλά δεν μ’ αγγίζει, δεν μ’ αγγίζει, γιατί οι μετέπειτα όσοι ήρθαν, ήρθαν καθαρά με οικονομικά κριτήρια, και για τα σχολεία και για την Ίμβρο. Και είμαι μόνη, που έχω δώσει, οπότε δεν μιλάω την ίδια γλώσσα μ’ αυτούς, είμαι στην μπάντα και θα κάνω άλλα πράγματα για τον τόπο μου. Αυτή είναι η εμπειρία μου με το σχολείο. Και γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια ξαναεπέστρεψα. Σ’ αυτό το διάστημα όμως πήγα στην Πόλη, νοίκιασα σπίτι στην Πόλη. Τη δουλειά την είχα χάσει. Και οι Τούρκοι επειδή έχουν πολύ νεολαία, ήταν πολύ δύσκολο για μένα να βρω δουλειά, γιατί με θεωρούν πλέον μεγάλη, κι έπειτα δεν είχα και καθόλου γνωστούς εκεί και οι Ρωμιοί δεν βοηθάνε. Ούτε καν το ελληνικό νοσοκομείο, το Μπαλουκλί. Είναι λίγο παράξενα εκεί τα πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, τα τελευταία τρία χρόνια είμαι εδώ τον χειμώνα, το καλοκαίρι είμαι στην Ίμβρο. Και είμαι αυτή που δηλώνω ότι η Ίμβρος στην καρδιά μου, πατρίδα μου η Ελλάς. Από ‘δώ κι έπειτα ό,τι θα κάνω θα τα κάνω εδώ, στην Ελλάδα. Στην Ίμβρο πάω όσο αντέξω. Δηλαδή, εάν θα... Ακόμα νομίζω ότι την αγαπώ. Εάν θα σταματήσω, δεν ξέρω πώς θα σταματήσω, αλλά σίγουρα κάποια στιγμή θα σταματήσω απ’ την Ίμβρο. Κι έτσι και με πέτυχες εδώ, στη Νέα Σμύρνη.

Α.Ν.:

Τι να πω; Εξαιρετική η ιστορία, που μου είπατε. Με εντυπωσίασε έτσι πολύ η αγάπη για το νησί σας και θέλω λίγο να μου περιγράψετε τι θυμάστε απ’ την Ίμβρο των παιδικών-νεανικών χρόνων κι αν έχει αλλάξει σε σχέση με σήμερα. Πώς ήταν το νησί;

Ά.Κ.:

Καταρχήν, το χωριό μου ήταν τότε, όταν ήμουνα παιδί, ήταν χωριό, τώρα είναι μία πρωτεύουσα. Έχει γύρω στις 6 με 7 χιλιάδες πληθυσμό. Ήτανε ένα χωριό με ιμβριώτικα σπίτια, που κι αυτά ακόμα σχεδόν τα έχουν εξαφανίσει. Δεν μου θυμίζει τίποτα από τα παιδικά μου χρόνια ο τόπος μου σήμερα. Ακόμα και στη γειτονιά μου… Εγώ θυμάμαι, ας πούμε, την Κυριακή υπήρχε μία αναστάτωση στη γειτονιά μου, βγαίνανε, ανοίγανε οι πόρτες και βγαίνανε οι κυρίες πρωί-πρωί να σκουπίσουν, να καθαρίσουν, γιατί μετά έπρεπε να πάνε στην εκκλησία. Τώρα καθόμαστε με τον αδερφό μου στο μπαλκόνι μας, δεν περνάει ψυχή! Δεν υπάρχει. Περνάνε άσχετοι. Δεν ακούμε καν ελληνικά. Τα βράδια μαζευόμασταν τα παιδάκια να παίξουμε κρυφτό, ο αδερφός μου [00:50:00]είχε τις μπίλιες, ο αδερφός μου είχε τα άλλα τα αγορίστικα τα παιχνίδια, εμείς καθόμασταν και παίζαμε τις πέτρες. Πώς τις λένε; Τα βόλια; Δεν ξέρω πώς τα λένε εδώ πέρα. Ή ξέρω ‘γώ καθόμασταν και μαθαίναμε κέντημα, εργόχειρο, εργόχειρο Έχω από κει κάτω ακόμα πλέξιμο, θα το δεις μες στο σακούλι. Τα κορίτσια κάναμε αυτό το πράγμα, καθόμασταν και κάναμε εργόχειρο. Τώρα πια δεν υπάρχουν αυτά. Τα παιδιά δεν έχουν αυτήν τη ζωή. Ή είχαμε τους φούρνους. Μία φορά την εβδομάδα η μαμά μου ζύμωνε. Είχε τη σκάφη την ξύλινη και ζύμωνε μέσα κι ετοίμαζε τα ψωμιά. Χαρά εμείς που θα άναβε ο φούρνος και θα ζύμωνε τα ψωμιά! Μαζευόταν όλη η γειτονιά βέβαια και… Τους φούρνους, τους πέτρινους, τους έξω, τους εξωτερικούς. Δεν παίρναμε από τους φούρνους, σπάνια παίρναμε φρατζόλα. Είχαμε τα μεγάλα τα καρβέλια κι έφτιαχνε κι ένα μικρό, κι όταν μας το ‘φερνε από το φούρνο ζεστό-ζεστό, το ‘βαζε, το ‘κοβε μπουκιές-μπουκιές σε μια γαβάθα κι έβαζε μέσα Βιτάμ και ζάχαρη κι εμείς τα παιδάκια καθόμασταν και το τρώγαμε. Χαρά που θα φάμε αυτό το πράγμα! Κουκουβάλα, μου φαίνεται, το λέγαν. Μετά, όταν ήταν το πλύσιμο, δεν είχαμε νερό στο σπίτι. Δεκαετία του 80’ και δεν είχαμε νερό. Φως είχαμε, αλλά νερό δεν είχαμε. Και ήτανε τα πλυσταριά τα υπαίθρια, τα οποία είναι οθωμανικά, υπάρχουν ακόμα, με τις γούρνες και με τις γωνιές. Πήγαινε αποβραδίς η νοικοκυρά κι έβαζε το καζάνι της, για να πάρει σειρά, και την άλλη μέρα έπαιρνε και τη σκάφη, κάτι ξύλινες μακριές που τις έχω ακόμα, και έπλεναν εκεί, τα βάζαν στα καλάθια μ’ ένα λουλάκι, για να είναι κάτασπρα, και μετά τα παίρναν στο σπίτι και τ’ απλώνανε. Τι άλλα; Τη στάμνα. Νερό με τη στάμνα στο σπίτι. Κι είχα κι εγώ ένα μικρό σταμνάκι. Τι άλλα είχαμε; Τι άλλα; Το πασχαλινό το τραπέζι, που το περιμέναμε πώς και πώς το φουρνιστό το κατσίκι ή το αρνί, που αποβραδίς το γεμίζανε, το ράβανε, το βάζανε στον φούρνο, χρίζανε τον φούρνο, την άλλη μέρα πηγαίναμε εκκλησία και μετά την εκκλησία να πάμε να πάρουμε το φουρνιστό, που το συνεχίζω ακόμα, ε; Και τώρα που θα πάω το Πάσχα στην Ίμβρο, πάλι την ίδια δουλειά θα κάνω. Αλλά τώρα δεν ανάβουμε πια αυτούς τους φούρνους, αν και έχω τέτοιο φούρνο, αλλά πάμε στον φούρνο που φτιάχνει τα ψωμιά, και το δίνω και μας το ψήνει. Άλλα; Το γειτονιό θυμάμαι. Κάθε βράδυ οι κυράδες που μαζευόντουσαν στις αυλές και λέγαν τα διάφορα. Τι ωραία. Τι ωραία. Τίποτα δεν υπάρχει απ’ όλα αυτά. Τίποτα. Στην Πόλη ήμασταν οι Ίμβριοι σε μία συνοικία σαν τ’ αρνιά, σαν τα πρόβατα, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, δηλαδή όπου πήγαινε ο ένας πηγαίναν και οι υπόλοιποι, σε μια παλιά ελληνική συνοικία, όπου τότε, όταν πήγαμε εμείς, ναι μεν είχε οικογένειες Τούρκων, αλλά οι Ρωμιοί-Ρωμιοί ήταν ελάχιστοί. Και πήγαμε κι εμείς, πήγε κάποιος φαίνεται στην αρχή και πήγαμε και οι υπόλοιποι. Και έτσι τα χωριά εγώ τα γνώρισα στην Πόλη, στην Ίμβρο δεν είχαμε, σαν παιδί, το πέρα-δώθε από χωριό σε χωριό. Τα χωριά κατεβαίνανε στην Παναγιά, στην πρωτεύουσα, αλλά εμείς στα χωριά δεν πηγαίναμε. Πηγαίναμε μόνο στα Αγρίδια, στο χωριό του πατέρα μου, και τ’ άλλα χωριά εγώ τα γνώρισα από 25 χρονών κι έπειτα, πολύ μεγάλη, τα οποία όλα-όλα ήμασταν… Όλη η Ίμβρος ήταν εφτά χωριά, δεν είχε τόσα πολλά χωριά, αλλά το πέρα-δώθε δεν υπήρχε. Γνωρίζαμε όμως τα παιδιά από την Πόλη τον χειμώνα, που πηγαίναμε σχολείο, οι συμμαθητές μας, που ήταν από τα διάφορα άλλα χωριά κι έτσι το καλοκαίρι, άμα κατεβαίνανε αυτά στην Παναγιά, ερχόντουσαν και μας βρίσκανε. Εμείς πάλι στα χωριά τους δεν πηγαίναμε, ενώ σήμερα, όταν είμαστε στην Ίμβρο, κάθε μέρα αλωνίζουμε από χωριό σε χωριό. Είναι άλλες οι συνθήκες, διαφορετικοί οι δρόμοι. Τότε ήμασταν πιο Ίμβριοι, πιο παραδοσιακοί. Τώρα, επειδή ήρθαμε στην Ελλάδα η φουρνιά μου, που μεγάλωσε από παιδάκια, που ήρθαν εδώ και μεγαλώσαν στην Ελλάδα, έχουν την ελληνική νοοτροπία. Το ιμβριώτικο δεν το ‘χουμε καν στην προφορά μας. Καν στην προφορά μας. Και…

Α.Ν.:

Κάτι που ήθελα να ρωτήσω: Πώς είναι για ένα παιδί, να μεγαλώνει σ’ ένα δίγλωσσο περιβάλλον, όπως καταλαβαίνω, και ρωμαίικα και τούρκικα;

Ά.Κ.:

Τα τουρκικά εμείς τα ξέραμε, εγώ κι ο αδερφός μου, πού ‘μασταν από την Παναγιά, γιατί παίζαμε με τα Τουρκάκια. Τα χωριά δεν ξέρανε. Και σχεδόν τα περισσότερα, όταν ξεκινάγαμε από την Πρίγκηπο, που δεν είχαμε ανθρώπους να μας διαβάζουν μετά στη μελέτη, μένανε στην πρώτη τάξη από τα τούρκικα. Από τα τουρκικά έμενες στην τάξη, από τα ελληνικά δεν έμενες, πέρναγες και πήγαινες στη δευτέρα. Άλλη μία εμπειρία. Στην πρώτη τάξη εμείς είχαμε έναν τούρκο δάσκαλο, ο οποίος ήταν ημιπληγικός, ημιπληγικός από εγκεφαλικό, είχε γυρίσει, κούτσαινε και το χεράκι του το ένα είχε γυρίσει κι είχε κλείσει η παλάμη. Ένας ιδιότροπος άνθρωπος. Έμπαινε στην τάξη, είχε πάνω απ’ το γραφείο του ένα ράφι κι είχε μία βίτσα. Βίτσα είναι το ραβδάκι που βάραγε. Και τι έκανε; Είχε αυτός ένα σακούλι υφασμάτινο κι είχε μέσα προτάσεις τούρκικες. Και σ’ έλεγε: «Έλα». Αφού δεν μας διάβαζε, δεν μας έλεγε, μας έκανε αυτό. Είχε την απαίτηση μάλλον να μας διαβάζουν στο σπίτι και να πηγαίνουμε έτοιμοι εκεί. Γιατί εγώ μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν θυμάμαι να μας έχει διδάξει. Σήκωνε τα παιδιά στη σειρά, «Σηκωθείτε εσείς τα τρία», και μας έφερνε το σακούλι να τραβήξουμε από μία πρόταση, από ένα χαρτί με μία πρόταση, να τη διαβάσουμε και να τη γράψουμε στον πίνακα. Λοιπόν, εγώ στο δεύτερο τρίμηνο του σχολείου παθαίνω ανεμοβλογιά και με κρατάνε για έναν μήνα στο νοσοκομείο του σχολείου εσωτερική, γιατί ήμουνα πολύ χάλια, και κινδυνεύω να χάσω την τάξη. Άρον-άρον λοιπόν με βγάζουν από κει και με στέλνουν στο κάτω το σχολείο, στα γράμματα. Και είναι η μέρα που θα εξεταστώ στα τούρκικα, εάν θα μείνω ή θα περάσω. Εγώ έναν μήνα απούσα. Δεν είχα άνθρωπο να με διαβάσει, δεν ήξερα τίποτα. Μας σηκώνει, έρχεται σειρά μου και μου λέει: «Πάρε». Του λέω: «Όχι, δεν θα πάρω». Πρώτη τάξη. Μου λέει «Πάρε», «Δεν θα πάρω», του λέω, «γιατί δεν ξέρω!». Μου λέει «Θα πάρεις», τραβώ μία πρόταση και τη διαβάζω παπαγαλία. Και πετυχαίνει. Και μου δίνει μία στα πόδια με τη βίτσα, μου λέει «Γιατί μού ‘πες ψέματα ότι δεν ξέρεις;», ενώ εγώ η καημένη δεν ήξερα. Παπαγαλία τη διάβασα την πρόταση κι άμα τη διάβαζες, άμα ήξερες και τη διάβαζες, σ’ άφηνε να τη γράψει στον πίνακα, να την αντιγράψεις. Μετά την αντέγραψα εγώ στον πίνακα κι έτσι και πέρασα την τάξη, την πρώτη τάξη. Αυτά. Πάντως, όταν έφτασα στην τρίτη τάξη, ήξερα πάρα πολύ καλά τούρκικα να διαβάζω και να γράφω και στα ελληνικά ήμουνα πίσω. Πολύ πιο εύκολη ήταν η τούρκικη γλώσσα από τα ελληνικά, κι ας μιλούσαμε τα ελληνικά, τα τουρκικά, γιατί μόνο εμείς στο σοκάκι με τα παιδιά, όταν παίζαμε, και μετά στο σχολείο, όταν είχαμε τη Γλώσσα. Αλλά η ελληνική ήταν πολύ πιο δύσκολη. Πολύ πιο δύσκολη γλώσσα.

Α.Ν.:

Μετά που πήγατε στην Κωνσταντινούπολη-

Ά.Κ.:

Ναι-

Α.Ν.:

που τώρα είναι μια μεγάλη πόλη ενός… άλλου κράτους να πω; Πολιτισμού να πω; Τι διαφορές έτσι ζήσατε εσείς, να πω, στην καθημερινότητα;

Ά.Κ.:

Λοιπόν, θα σου πω το εξής, ότι, ναι, έχεις δίκιο σ’ αυτό που μου λες. Εμείς ήμασταν επαρχιώτες και μας αντιμετωπίζαν οι εκεί Πολίτες, οι Ρωμιοί και οι συμμαθήτριές μου ότι ήμασταν τα χωριατόπαιδα, γιατί μιλούσαμε ιμβριώτικα. Μια φορά στην πρώτη Γυμνασίου η φιλόλογος μάς έβαλε να γράψουμε μία έκθεση και μετά τις έπαιρνε μία-μία και τις διάβαζε δυνατά η καθηγήτριά μας. Κι όταν ήρθε η σειρά στη δική μου -κι είμαι Πρώτη Γυμνασίου, ε;- έβαλα το ρήμα «έθεσα». Και ακούω τα κορίτσια «Χα χα χα!», γελάγανε. Λέει καθηγήτρια «Γιατί γελάτε παιδιά;», λέει: «Η χωριάτισσα». Λέει «Μα αυτό είναι ελληνικό ρήμα, είναι από το ρήμα θέτω», αλλά αυτές, οι Πολίτισσες, ξέραν πιο πολλά τουρκικά παρά ελληνικά. Τα ελληνικά τους δεν είχαν καμία σχέση με τα δικά μας. Και στην πορεία φυσικά έτυχε να βγω πολύ καλή μαθήτρια και έτσι το κάλυψα το κενό μου. Αλλιώς, ναι, μας αντιμετωπίζανε σαν χωριατόπαιδα, γιατί είχαμε διάφορα, [01:00:00]είχαμε διαφορά. Στα φαγητά μας... Ήμασταν πολύ νοικοκυρεμένοι άνθρωποι, ήμασταν συμμαζεμένοι άνθρωποι με πολύ καλές αρχές, αλλά ήμασταν από επαρχία. Εν πάση περιπτώσει, τώρα δεν το ζω με τα κορίτσια, με τις συμμαθήτριές μου αυτό το θέμα, γιατί, εντάξει, και οι ίδιες ήρθαν εδώ και παντρευτήκαν Ελλαδίτες, που είναι κι αυτοί από επαρχία. Αλλά τότε ήταν άλλη η νοοτροπία. Κι αυτά.

Α.Ν.:

Πάρα πολύ ωραία. Μία τελευταία ερώτηση που θέλω να κάνω.

Ά.Κ.:

Ναι.

Α.Ν.:

Είτε στην Ίμβρο είτε στην Κωνσταντινούπολη ο απλός ο πολίτης, ο απλός ο Τούρκος, πώς συμπεριφέρεται σε κάποιον ο οποίος είναι είτε Έλληνας χριστιανός, ας πούμε όπως εσείς, είτε Αρμένης, δεν ξέρω ‘γώ τι;

Ά.Κ.:

Στα παιδικά μου χρόνια μπορεί να είχα κάνα δυο καλές φίλες, που τις έχω ακόμα και μ’ αγαπούσαν, όμως, οι Τούρκοι δεν είχαν την καλή συμπεριφορά. «Γκιαούρ» επάνω, «Γκιαούρ» κάτω, «Ο τόπος σου είναι η Ελλάδα. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;». Τα παιδιά, όταν τσακωνόντουσαν, ειδικά τα αγόρια τα Τουρκάκια, βρίζανε αράδα ότι «Γκιαουράκια, φυγέτε από ‘δώ. Θα σας σκοτώσουμε». Είχαν έντονο το μίσος. Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Βέβαια, η δουλειά τους τελείωσε, εμείς τελειώσαμε. Και όχι, τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα είναι πολύ διαφορετικοί οι άνθρωποι και ίσα-ίσα που τους αρέσει που μιλάω και πολύ σωστά τα τούρκικα, με ξενική προφορά μεν, αλλά τους κάνει εντύπωση που μιλάω πολύ σωστά τούρκικα κι αυτό το εκτιμούνε. Και οι μορφωμένοι Τούρκοι πραγματικά είναι καλλιεργημένοι, είναι σύγχρονοι, έρχονται πολύ συχνά στην Ελλάδα. Σχεδόν όλους μου τους φίλους, τις φίλες, τους έχω φιλοξενήσει εδώ. Έχω πολύ... Έχω καλές σχέσεις. Είναι ανθρώπινοι. Μη βλέπεις αυτά που βγαίνουν στην τηλεόραση και μας δείχνουν. Είναι οι πολιτικοί αυτοί, όμως οι άνθρωποι σαν άνθρωποι δεν είναι έτσι, είναι καλοί. Είναι καλοί. Αν πέσεις σε αμόρφωτο, γιατί μία μεγάλη γκάμα των ανθρώπων εκεί, που επί τούτου τους κρατούνε αμόρφωτους, για να τους χρησιμοποιούνε τον καιρό των εκλογών, αυτοί είναι πίσω. Είναι πίσω. Μ’ αυτούς δεν έχεις τι να πεις. Αλλά με τους μορφωμένους ανθρώπους δεν το συζητώ, είναι εξαίρετοι. Είναι εξαίρετοι. Κι έχουνε ωραίες αρχές ακόμη, δηλαδή βασικά εκτιμούν την οικογένεια. Λειτουργούν με το συναίσθημα. Αυτό είναι ανατολίτικο χαρακτηριστικό. Οι Ευρωπαίοι με τη λογική, οι Ανατολίτες με το συναίσθημα. Και εγώ, επειδή είμαι λίγο συναισθηματική, μ’ αγγίζουν, μου κάνουν σαν άνθρωποι. Μη βλέπεις που έχω βιώματα και μπορεί να σου έχω πει ότι αυτά κάναν οι Τούρκοι, αυτά ζήσαμε το Κυπριακό κι αυτά. Τα ‘χω ξεχάσει. Τα ‘χω ξεχάσει. Αν δεν τα είχα ξεχάσει, δεν θα επέστρεφα στον τόπο μου. Και φυσικά έχω επιλέξει πλέον ανθρώπους, που μ’ αυτούς πορεύομαι μια χαρά.

Α.Ν.:

Πάρα πολύ ωραία. Οπότε, φθάνοντας σιγά-σιγά προς το τέλος, θέλω κοιτώντας προς τα πίσω την πορεία σας-

Ά.Κ.:

Ναι-

Α.Ν.:

και φτάνοντας μέχρι το σήμερα-

Ά.Κ.:

Ναι-

Α.Ν.:

τι είναι αυτό που σας μένει; Δηλαδή θα αλλάζατε κάτι; Θα κάνατε κάτι διαφορετικά;

Ά.Κ.:

Σε σχέση με την Ίμβρο;

Α.Ν.:

Ναι.

Ά.Κ.:

Τίποτα δεν θα άλλαζα. Τίποτα. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Μπορεί να εξέλαβα την πίκρα με το θέμα του σχολείου, αλλά θα με δικαιώσει ο χρόνος. Οπότε, για τίποτα δεν έχω μετανιώσει. Και η ζωή συνεχίζεται, ό,τι μπορώ, όσο αντέχω, όσο λέω ότι θα είμαι ακόμα στην Ίμβρο, θα κάνω και για κει πράγματα.

Α.Ν.:

Πάρα πολύ ωραία. Οπότε δεν ξέρω αν θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο. Κάτι που ενδεχομένως δεν έχω ρωτήσει; Κάτι που-

Ά.Κ.:

Δεν μπορώ να σκεφτώ-

Α.Ν.:

σας έρχεται έτσι σαν ανάμνηση; Που θα θέλατε να το πείτε, έτσι, να μείνει;

Ά.Κ.:

Τι να πω; Το ότι έχω πάρα πολλές αναμνήσεις, σίγουρα έχω. Στα παιδικά μου χρόνια, όμως, δεν έχω κάτι ωραίο. Πραγματικά ζούσαμε δύσκολα και με το φόβο. Μέχρι τα 18 μου χρόνια έλεγα «Αμάν Παναγία μου, να σηκωθούμε να φύγουμε στην Ελλάδα», γιατί λέγαν κάθε μέρα: «Σήμερα θα βγει πόλεμος. Αύριο θα βγει πόλεμος. Α, τα καράβια θα μπούνε. Α, δεν θα μπούνε. Α, θα κάνουν κάτι οι Τούρκοι». Κι έλεγα: «Παναγία μου, να προλάβουμε να φύγουμε στον τόπο μας, την Ελλάδα, να μην μας σφάξουν οι Τούρκοι!». Τώρα αυτό δεν το νιώθω. Δεν έχω, δεν έχω. Μπορεί να ‘χω, σίγουρα έχω αναμνήσεις κι άλλες, απλά δεν μού ‘ρχονται στο μυαλό τώρα.

Α.Ν.:

Οπότε, να σταθώ λίγο σ’ αυτό. Όταν ήρθατε στην Ελλάδα,-

Ά.Κ.:

Ναι-

Α.Ν.:

Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε σ’ αυτό που πιστεύατε για εκείνη;

Ά.Κ.:

Είχα πολλά ατού σαν Ίμβρια. Είχα το φοιτητικό, που δεν πλήρωνα στα μεταφορικά μέσα, κάποιο διάστημα μού δώσαν δωμάτιο σε φοιτητική εστία και μπήκα, είχα τα ίδια προνόμια με τους Κυπρίους, κι αυτό δεν το ξεχνάω. Δεν το ξεχνάω για την Ελλάδα. Θα σου πω, όμως, ένα άλλο γεγονός, που εκεί είχα στεναχωρηθεί. Έχω τελειώσει τη Φυσικοθεραπεία, είμαι γύρω στα 24. Μένουμε τότε στην Κυψέλη οικογενειακώς και τυχαίνει να έχω μία δουλειά, ένα σοβαρό πρόβλημα, και χρειάστηκε να πάω στο αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης. Χάλια. Πολύ χάλια ψυχολογικά. Και είναι ο διοικητής και είναι και στο γραφείο ξέχωρα η υπαστυνόμος, μία κυρία, μία κοπέλα ήτανε. Πάω εγώ και της λέω το πρόβλημά μου και θέλει να γράψει τα στοιχεία μου. Κι αρχίζει, με ρωτάει: «Όνομα, επώνυμο;». Της το λέω. «Τόπος γέννησης;», «Ίμβρος» της λέω και δεν το καταλαβαίνει. Σηκώνει το κεφάλι και της λέω: «Ίμβρος Τουρκίας». Όταν της το λέω, «Ίμβρος Τουρκίας», το αντιγράφει: «Ίμβρος Τουρκίας». Λοιπόν, και παίρνει τηλέφωνο να μεταβιβάσει το θέμα μου. Και την ακούω που λέει «Έχω και μια Τουρκάλα εδώ». Δεν της λέω τίποτα στο τηλέφωνο, το κλείνει και της λέω: «Έχετε χάρη που είμαι πάρα πολύ στεναχωρημένη και δεν μπορώ να σας αντιμιλήσω». Αλλά μάλλον πρέπει να το είπα λίγο δυνατά και βάζω τα κλάματα και βγαίνω, γιατί μου είπε: «Καθίστε στον διάδρομο και θα σας καλέσουμε για το θέμα σας». Και βγαίνω στο διάδρομο και κάθομαι και κλαίω. Και ακούω που χτυπάει το τηλέφωνό της και της λέει ο διοικητής, λοιπόν, την καλεί στο γραφείο του. Πάει αυτή στο γραφείο και το γραφείο του ήτανε φάτσα από μένα. Ή με είδε που έκλαιγα ή άκουσε τη φωνή μου, δεν ξέρω, γιατί δεν είχε άλλο κόσμο. Και της λέει «Τι συμβαίνει;» και λέει αυτή «Παρεξηγήθηκε που…» για μένα, «Παρεξηγήθηκε η κυρία που την είπα Τουρκάλα». «Γιατί», της λέει, «από πού είναι;», «Είπε ότι είναι από την Ίμβρο». Της λέει: «Φώναξέ την» και βγαίνει η υπαστυνόμος και με φωνάζει και μου λέει «Από πού είσαι, κοπελιά;», λέω: «Από την Ίμβρο». Της λέει της υπαστυνόμου: «Ζήτα της σε παρακαλώ συγγνώμη. Δεν το ξέρεις ότι στην Ίμβρο υπήρχαν και υπάρχουν Έλληνες;». Και έμεινε άφωνη αυτή. Και μου ζήτησε φυσικά συγγνώμη. Πού να ‘ξερε αυτή… Αυτό πρέπει να έγινε το 93’; Το 94’; Πού να ‘ξερε αυτή ότι εγώ το 12’ θα άνοιγα, το 13’ θα άνοιγα το ελληνικό σχολείο της Ίμβρου;

Α.Ν.:

Απίστευτο.

Ά.Κ.:

Ε; Έτσι είναι η ζωή.

Α.Ν.:

Και να κλείσω και με κάτι άλλο που βλέπω εδώ στις σημειώσεις, που δεν το ρώτησα. Θέλω λίγο να μου περιγράψετε πώς ήταν η καθημερινότητα εκεί στην Πρίγκηπο, που ήσασταν εσώκλειστη. Δηλαδή ένα παιδάκι φεύγει απ’ την οικογένειά του...

Ά.Κ.:

Άκου.

Α.Ν.:

Πώς περνάει η μέρα του;

Ά.Κ.:

Άκου, άκου να στα πω. Λοιπόν, τις καθημερινές ξυπνάγαμε με την καμπάνα, χτύπαγε η καμπάνα και σηκωνόμασταν όλα τα παιδάκια από το κρεβάτι μας. Έπρεπε να στρώσουμε εμείς τα κρεβάτια μας, να βάλουμε τις ποδιές μας, γιατί τότε φορούσαμε ποδιές, να κατεβούμε κάτω, είχε έξω βρύσες, να πάμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας και μετά να μπούμε στη σειρά. Να μπούμε στη σειρά, να κάνουμε την προσευχή μας, να πάμε στην τραπεζαρία, όχι στην κουζίνα ξέχωρα που μαγειρευόταν το φαΐ. Είχαμε τραπεζαρία, που μας επιστατούσαν κιόλας. Να κάνουμε το πρωινό μας και μετά… ανά τέσσερα ήμασταν; Έξι παιδιά ήμασταν; Δεν ξέρω. Να μπούμε στις άμαξες με τα δύο άλογα και να πάμε στο άλλο το σχολείο, που ήτανε μέσα στην Πρίγκηπο, στο λιμάνι κοντά, στον Αϊ-Δημήτρη, μέναμε στον Αϊ-Νικόλα και [01:10:00]πηγαίνουμε στον Αϊ-Δημήτρη. Εκεί λοιπόν είχαμε πέντε ώρες μάθημα, μετά είχαμε ένα διάλειμμα μισής ώρας για να φάμε και μετά είχαμε άλλες δύο ώρες κι ερχόταν η άμαξα, μας έπαιρνε και μας γύριζε πίσω στον Αϊ-Νικόλα, στο μοναστήρι. Και τρώγαμε τότε το μεσημεριανό, όταν γυρίζαμε, το ενδιάμεσο ήταν κολατσιό, τρώγαμε το μεσημεριανό, μας αφήνανε λίγο έξω να παίξουμε, καμία ώρα, και μετά μας χώνανε στη μελέτη και καθόμασταν και διαβάζαμε, τέτοιο διάβασμα, αλλά διαβάζαμε, υποτίθεται, τρεις ώρες. Και μετά στις 20:00 η ώρα πηγαίναμε πάλι κάτι και τρώγαμε στην τραπεζαρία, μας ανεβάζανε στην τηλεόραση, να δούμε λίγο τηλεόραση και μετά στα κρεβάτια μας. Αυτή ήταν η καθημερινότητα. Και τις Κυριακές πάντα το πρωί ξεκινάγαμε με την εκκλησία. Υπήρχε ένα μικρούτσικο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου μέσα στον χώρο και ξεκινάγαμε πάντα με την εκκλησία. Και μετά παίζαμε και μετά πηγαίναμε για μεσημεριανό. Κι όταν έφτιαχνε ο καιρός, μας βγάζανε, όχι κάθε Κυριακή, αλλά μας το κάνανε, μας βγάζανε εκδρομή όλα τα παιδάκια. Γιατί ήταν ένα ωραίο νησί, ήταν πράσινη εποχή η άνοιξη και μας πηγαίνανε βόλτα έτσι. Μας παίρνανε και φαγί. Είχανε, θυμάμαι τότε, κεφτέδες τηγανιτές με πατάτες τηγανιτές, το καλύτερό μου φαγητό. Είτε στη θάλασσα θα μας πήγαιναν είτε για βόλτα, κουβαλάγανε και το φαγητό. Και μας κάθιζαν. Τα παιδιά ήμασταν καμιά τριανταριά, 30-35 παιδιά όλα κι όλα; Και μας καθίζανε, τρώγαμε και μετά μας γυρίζανε πίσω. Αυτά.

Α.Ν.:

Πάρα πολύ ωραία. Οπότε, για να κλείσουμε, θέλω να μου πείτε σήμερα πώς περνάτε λίγο το χρόνο σας εδώ στην Ελλάδα, στη Νέα Σμύρνη.

Ά.Κ.:

Τώρα τι να σου πω με την πανδημία; Τώρα μέσα. Αλλά αλλιώς είμαι... Επειδή δεν δουλεύω πια τα τελευταία χρόνια εδώ, τι κάνω; Κάνω γυμναστική, κάνω περπάτημα, πηγαίνω μαθαίνω στην εστία της Νέας Σμύρνης ψηφιδωτά, πηγαίνω κάνω χορό τα βράδια, έχω τις δαντέλες μου και πλέκω. Και φυσικά θα βρω και κάποιο ίδρυμα που θα πάω να προσφέρω πάλι. Έχω κατά νου το πού θα πάω, αλλά ας μη σου το πω. Γιατί δεν γίνεται, ζωή χωρίς προσφορά για μένα δεν υφίσταται. Οπότε, το ‘χω κι αυτό κατά νου. Τώρα λόγω της πανδημίας είμαστε περιορισμένοι σε όλα.

Α.Ν.:

Σίγουρα. Ωραία. Οπότε, δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο.

Ά.Κ.:

Δεν νομίζω.

Α.Ν.:

Τότε να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ που δεχτήκατε να δώσετε αυτήν τη συνέντευξη, την πολύ όμορφη. Να ευχηθώ ό,τι καλύτερο.

Ά.Κ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ. Εύχομαι και σε σας όλα να είναι εντάξει.

Α.Ν.:

Ευχαριστώ κι εγώ.

Ά.Κ.:

Να σε βγάλω ασπροπρόσωπο.

Α.Ν.:

Το ‘χετε κάνει. Το ‘χετε κάνει αυτό, δεν υπάρχει ζήτημα. Λοιπόν, οπότε σας εύχομαι…

Ά.Κ.:

Κι ό,τι άλλο θέλεις...

Α.Ν.:

Ναι, αμέ.