© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η Ειρήνη Μίσσιου αφηγείται: «Λυπούμαι τους ανθρώπους που η ζωή τους ήταν επίπεδη, χωρίς αιχμές, χωρίς τραντάγματα, χωρίς γωνίες, χωρίς εκπλήξεις»

Κωδικός Ιστορίας
10982
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ειρήνη Μίσσιου (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/05/2022
Ερευνητής/τρια
Δημήτριος Κολοβός (Δ.Κ.)
Δ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ε.Μ.:

Γεια σου.

Δ.Κ.:

Μπορείτε να μου πείτε πώς ονομάζεστε;

Ε.Μ.:

Ειρήνη Παπατσαρούχα, έτσι ξεκίνησε η ζωή μου και τελειώνει με το Ρηνιώ Μίσσιου, το όνομα του συζύγου μου, του Χρόνη Μίσσιου.

Δ.Κ.:

Είμαι με τη Ρηνιώ Μίσσιου, λοιπόν. Είναι Τρίτη, 16 Μαΐου 2022. Βρισκόμαστε στου Γκύζη, στην Αθήνα. Εγώ ονομάζομαι Κολοβός Δημήτρης. Είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Ειρήνη, πες μου λίγα λόγια για τον εαυτό σου.

Ε.Μ.:

Να ξεκινήσω με λίγα και μπορεί να γίνουν και πολλά. Εν πάση περιπτώσει, θα προκύψει στην πορεία. Γεννήθηκα το '38. Γενάρη. Στο τέλος του Γενάρη. Υδροχόος. Μου αρέσει αυτό το ζώδιο. Νομίζω πως είναι γόνιμο και δημιουργικό και λένε ότι προχωρεί πιο πέρα από την εποχή του. Μακάρι να ‘ναι έτσι. Κολακεύομαι να το πιστεύω. Γεννήθηκα, όταν ξεκινούσε στην Ευρώπη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Νομίζω πως το '38 ήταν που ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία και ίσως σε αυτό το γεγονός, δηλαδή στο ότι ήδη τα σύννεφα του πολέμου απειλούσαν ολόκληρη την Ευρώπη, ίσως, σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται και το όνομα Ειρήνη, γιατί η νονά μου λέγεται ότι σκόπευε να μου δώσει το όνομα Ιουλία, το όνομα μιας κόρης της που είχε πεθάνει πολύ νωρίς, αλλά τελικά στην εκκλησία, όταν ο παπάς τη ρώτησε: «Και το όνομα αυτής;» είπε: «Ειρήνη» και πιστεύω ότι αυτό συνέβη σαν ξόρκι για να μην φτάσει ο πόλεμος στην Ελλάδα, που έφτασε όμως. Έφτασε. Και όσο και αν φαίνεται παράξενο εγώ παιδάκι... θα ‘μουνα τότε 2,5-3 χρονών. Θυμάμαι, πάντως, τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από το χωριό και είχα συνδέσει τον θάνατο, που συνεπάγεται η παρουσία τους με τους βομβαρδισμούς, με το νεκροταφείο, που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας. Θυμάμαι πολύ καλά έναν εφιάλτη που είχα δει. Στο νεκροταφείο είχα δει έναν σταυρό σιδερένιο, ο οποίος στο σημείο της διασταύρωσης είχε έναν ήλιο με ακτίνες κομμένο σίδερο, που είχε σκουριάσει. Στον εφιάλτη, λοιπόν, είδα που πετούσε αυτός ο σταυρός που είχα δει στο νεκροταφείο, ο σκουριασμένος, ο σιδερένιος, αντί για το αεροπλάνο ήταν αυτός ο σταυρός. Είναι περίεργο. Όμως, θυμάμαι. Όπως θυμάμαι, επίσης, τη διάταξη των στρωμάτων του εδάφους στα χαρακώματα που μπαίναμε, όταν περνούσαν τα αεροπλάνα. Με κρατούσε στην αγκαλιά της η μάνα μου, αλλά εγώ χάζευα το κοκκινόχωμα που ήταν απάνω, τις ριζούλες, που ήτανε κομμένες, αλλά φρέσκες ακόμα, το άσπρο αργιλόχωμα που ήταν παρακάτω. Έχω, ακόμα, πολύ ζωντανή την εικόνα του εδάφους στα προχώματα που τρέχαμε να κρυφτούμε. Μπορεί να φαίνεται παράξενο. Κι εγώ το βρίσκω παράξενο τόσο μικρό παιδί και να θυμούμαι. Κι όμως… θυμούμαι. Ίσως, επειδή τα γεγονότα ήταν τέτοια. Τελοσπάντων. Εκείνο που με ανησυχεί με αναφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία και επειδή είμαι ήδη πατημένα τα 84, φοβάμαι μήπως η ζωή μου, όπως άρχισε μέσα σε έναν πόλεμο, μήπως τελειώσει και σε έναν άλλο πόλεμο. Κι αυτό για μένα δεν θα σημαίνει τίποτα. Θα σημαίνει, όμως, πάρα πολλά για την ανθρωπότητα, που δεν καταφέρνει, παρά τους οργανισμούς, ν' αποφύγει τους πολέμους. Τέλοσπαντων. Αυτά για τον πόλεμο. Το συγκλονιστικό, επειδή είμαι πια παιδάκι που θυμάται και συνειδητοποιεί περισσότερα πράγματα είναι ο Εμφύλιος που ακολούθησε στην Ελλάδα. Δυστυχώς, σε ολόκληρη την Ευρώπη οι αντιστασιακοί τιμήθηκαν. Στην Ελλάδα κυνηγήθηκαν. Όταν διάβασα του Primo Levi «Εάν αυτό είναι άνθρωπος» σκέφτηκα ότι το βιβλίο του Primo Levi, που γράφτηκε αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, είχε μπει στα αναγνωστικά των ιταλικών σχολείων. Στην Ελλάδα, τελείωσα και το πανεπιστήμιο, αλλά λόγος για τον Εμφύλιο δεν γινόταν πουθενά. Ούτε και για τον πόλεμο. Τίποτα δεν μαθαίνανε τα παιδιά. Τίποτα. Όλα σταματάγανε στο «ΟΧΙ», το πολύ-πολύ. Αυτά γενικότερα. Η δική μου η εμπειρία μέσα στον Εμφύλιο νομίζω πως είναι τραγική αλλά και γόνιμη. Μπορεί να σου φανεί έτσι… υπερφίαλο, αλλά λυπούμαι τους ανθρώπους που η ζωή τους ήταν επίπεδη, χωρίς αιχμές, χωρίς τραντάγματα, χωρίς γωνίες, χωρίς εκπλήξεις. Η δική μου, δόξα τω Θεώ, ήταν γεμάτη αιχμές, γωνίες και εκπλήξεις. Θυμάμαι μία μάχη. Ακουγόταν οι φωνές των ανταρτών. Είχαν φτάσει σχεδόν ως το νεκροταφείο που ήταν κοντά στη γειτονιά μας. Εμείς παίζαμε, όταν άρχισε ο πόλεμος. Παίζαμε μπροστά στο πλάτωμα που ήταν μπροστά στο σπίτι μας. Μετά, μαζευτήκαμε βέβαια. Θυμάμαι, όμως, τις φωνές και τον τηλεβόα των ανταρτών. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν για μας τα παιδιά κάτι τραγικό. Ήταν κάτι που το ‘χαμε πια βάλει μέσα στη ζωή μας. Ξέραμε τι γίνεται. Όμως, μετά από αυτή τη μάχη, το άλλο γεγονός που θυμάμαι πάρα πολύ καλά, γιατί σχετίζεται, πλέον, με την οικογένειά μου και διαδραματίζεται στην ίδια αυλή, στο ίδιο πλάτωμα που παίζαμε, είναι το απόγευμα που ο πατέρας μου ετοιμάζεται να βγει στο ανταρτικό. Είχαν προηγηθεί ξυλοδαρμοί άγριοι. Ερχόταν οι Χίτες, τον παίρνανε, τον δέρνανε και ξαναγύριζε στο σπίτι ξεσκισμένος και ματωμένος, 1,2, 5, 10 φορές. Η μάνα μου φοβήθηκε. Φοβήθηκε ότι κάποια στιγμή δεν θα ξαναγύριζε στο σπίτι. Ήδη, ξέραμε για ένα συγχωριανό μας, αν θυμάμαι καλά λεγότανε Πατσιάς, αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Τον σκοτώσανε δέρνοντας τον και τον πήγαν και τον ακούμπησαν στην εξώπορτα του σπιτιού του και όταν το πρωί η γυναίκα του άνοιξε την πόρτα ανήσυχη, που δεν είχε γυρίσει ο άντρας της, έπεσε μπροστά της το άψυχο σώμα του. Αυτό φοβόταν η μητέρα μου και προσπαθούσε να τον πείσει να φύγει. Εκείνος δεν ήθελε να φύγει. Ανησυχούσε πως θα αφήσει μία γυναίκα μόνη με 4 παιδιά. Η μεγαλύτερη ήταν 18, η δεύτερη 16, ο αδερφός μου 14 και εγώ 8. Κάποια στιγμή, όμως, τον έπεισε λέγοντάς του: «Ελα Πασχάλη. Θα ‘ναι μία ιστορία που θα κρατήσει 2-3 μήνες. Θα τελειώσει το πράγμα». «Όχι» της λέει. «Δεν θα τελειώσει σε 2-3 μήνες. Θα κρατήσει χρόνια και ούτε ξέρουμε πόσα». Και είχε δίκιο. Ανατριχιάζω και που τα σκέφτομαι, γιατί ο πατέρας μου πέθανε το '67 απομονωμένος στο Ζγκορζέλετς της Πολωνίας, μία μικρή πόλη κοντά στα σύνορα Πολωνίας και Γερμανίας κοντά στη Βαλτική. Τον βρήκαν κάτι λίγοι σύντροφοι του που ήταν στην ίδια πόλη. Τον βρήκαν μετά από 2-3 μέρες [00:10:00]νεκρό. Κι εγώ το έμαθα στην εξορία το φθινόπωρο του '67. Στη Γυάρο. Θα επανέλθω σ’ αυτό, αν έχουμε ώρα. Λοιπόν, φαίνεται πως ήμουν από εκείνους τους μπόμπιρες που καταλάβαιναν πολλά περισσότερα απ’ ό,τι δείχνανε ότι ξέρουν. Όταν καταλάβαινα πως ήθελαν να μην ξέρω κι εγώ έκανα ότι δεν ξέρω. Μου είπαν, λοιπόν, την ώρα που θα παίζω έξω να παρακολουθώ μήπως περάσει και ανέβει προς την αυλή κανένας με στολή. Πήρα κι εγώ ένα τόπι, όχι λαστιχένιο... απ’ αυτά που κάναμε με κλωστές, δεμένο με πολλές κλωστές, γιατί μ’ αυτά παίζαμε κι έπαιζα και επειδή ήξερα ότι ο πατέρας μου ετοιμάζεται κάτι να κάνει, πέταξα… τάχα μου ξέφυγε... αν είναι δυνατόν να ξεφύγει το τόπι προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω... μου ξέφυγε το τόπι κατά το σπίτι και μάλιστα ανέβηκε και τις σκάλες. Τρέχω, λοιπόν, εγώ να πάρω το τόπι μου και είδα για τελευταία φορά στη ζωή μου τον πατέρα μου, ο οποίος εκείνη την ώρα έδενε τα κορδόνια των παπουτσιών του. Μπροστά του, σ’ ένα τραπέζι, υπήρχανε τσόφλια από καρύδια και αμύγδαλα. Προφανώς, αυτά είχαν φάει με τον άνθρωπο, τον σύνδεσμο που ήρθε να του δώσει τις τελευταίες οδηγίες και δεν τον ξαναείδα ποτέ πια τον πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ έφυγε.

Ε.Μ.:

Και μετά άρχισαν οι φυλακίσεις, αλλά στο Σουφλί δεν υπήρχαν φυλακές. Υπήρχαν, όμως, πάρα πολλές οικογένειες που είχαν συζύγους, γιους και γαμπρούς αντάρτες. Κάθε φορά, λοιπόν, που σε κάποια μάχη στην περιοχή, γιατί ήμαστε κοντά στην περιοχή των μαχών, είχανε κάποιες ατυχίες ο εθνικός στρατός, μαζεύανε τον κόσμο, τις οικογένειες των ανταρτών στις δήθεν φυλακές, που ήταν αποθήκες. Ούτε τουαλέτες είχαν. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Ούτε βρύση… νερό να πλυθείς. Για να κάνουν την τουαλέτα τους, το πρωί, τους βάζανε 2 στίχους αστυνομικούς και περνάγανε άντρες γυναίκες να πάνε στα δημόσια ουρητήρια, που ήταν καμιά 100 μέτρα παραπέρα, περνώντας και τις γραμμές του τρένου. Μιλώ για το Σουφλί. Το τρένο περνάει δίπλα στον κάμπο. Εκείνα τα χρόνια ο κάμπος πλημμύριζε το χειμώνα από τον Έβρο. Είχαμε, λοιπόν, όλο αυτό το σκηνικό μέσα στις φυλακές, που δεν ήταν φυλακές. Ήταν αποθήκες. Βρώμικες. Οι άνθρωποι δεν είχαν καν χώρο να ξαπλώσουν κανονικά. Ξαπλώνονταν στο πλάι για να χωρέσουν όλοι. Κι αυτό συνέβαινε συχνότατα, δηλαδή μπορούσες να μείνεις μέσα 2 μήνες, να σε βγάλουν για καμιά 15 μέρες και να σε ξαναμαζέψουνε. Κι εμείς ξέραμε, πια, κάθε φορά που γινόταν μάχη κοντά... ξέραμε ότι θα μας ξαναμαζέψουν τον κόσμο. Θυμάμαι μία μέρα τη μάνα μου που ζέσταινε νερό για να λουστούν όλοι, όλες οι μεγάλες, δηλαδή η μάνα μου και οι αδερφές μου και ο Λάκης, ο αδερφός μου. Εγώ ήμουνα έξω από το πλάνο των συλλήψεων, γιατί ήμουνα πολύ μικρή. Έβαλε νερό να λουστούνε, γιατί δεν ξέρανε πότε θα μπορέσουν ξανά να πλυθούν. Και πραγματικά μετά από λίγες ώρες ήρθαν και τους μαζέψανε. Τι γινόμουν εγώ αυτές τις ώρες; Ίσως, η αγάπη μου για τα αδέσποτα δεν είναι εντελώς ανιδιοτελής, διότι μεγάλωσα σαν αδέσποτο σ’ ένα σπίτι που ήταν ένα σπίτι ρημαγμένο, γιατί ο φούρνος που είχαμε άλλοτε δούλευε και άλλοτε δεν δούλευε. Τον δούλευε η μάνα μου, αλλά όταν ήτανε μέσα δεν μπορούσε να δουλέψει. Όταν έβγαινε, ήτανε πρόβλημα, γιατί ο κόσμος απέφευγε να έχει πάρε-δώσε με αριστερούς. Φοβούνταν, γιατί θα τους χαλάνε και εκεινών τα φρονήματα και αν δεν είχες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, εκείνα τα χρόνια και αυτό κράτησε μέχρι τη Μεταπολίτευση, δεν μπορούσες ούτε μηχανάκι να αγοράσεις, ούτε σκουπιδιάρης να γίνεις. Για να σπουδάσεις, δε, ούτε συζήτηση. Χάρη, σε παρακαλώ. Κάτω. Κάτω αγάπη μου. Σ’ αγαπάω, εντάξει; Ο Χάρης είναι ο σκύλος μου. Τι λέγαμε, λοιπόν; Λέγαμε για τον Εμφύλιο και για τις συλλήψεις και για τις αποθήκες. Από τέτοια αποθήκη μία φορά δραπέτευσα. Ήταν καταχείμωνο και την ώρα που μας βγάζανε να πάμε για τουαλέτα μας, μου λέει η μάνα μου: «Στη θεία σου την Αηδόνα…», η αδερφή της μαμάς μου, «… ξέρεις να πας, έτσι;». «Ξέρω». «Λοιπόν, πήγαινε»! Και ξεκίνησα. Κανένας δεν είπε: «Πού πάει αυτό το πιτσιρίκι που ξεφεύγει από τη γραμμή;». Είχα και ένα μικρό ατύχημα, διότι ήταν παγωμένα τα νερά στο δρόμο κι εγώ, παιδάκι, πάτησα σε μία λιμνούλα που φαινόταν ότι έχει πάγο, αλλά έσπασε ο πάγος και μπήκε το πόδι μου μέσα και πάγωσα. Ευτυχώς, εκείνη την ώρα περνάγανε κάτι παιδιά που ερχότανε από την Κορνοφωλιά. Η πατρίδα μου είναι το Σουφλί. Δεν θυμάμαι αν το είπα στην αρχή. Ερχόταν από την Κορνοφωλιά για το Γυμνάσιο και με είδανε και με τραβήξανε και βγήκα. Αλλιώς, θα είχα μείνει αγαλματάκι. Θα είχα παγώσει. Το σπίτι της θείας μου ήταν κοντά και κατέφυγα εκεί. Αυτά το χειμώνα που δραπέτευσα. Κάποια στιγμή, ο Λάκης ο αδερφός μου ήταν έξω και ήμασταν οι 2 μας. Ο Λάκης θα ‘ταν τότε 14 χρόνων; Ναι. Κάπου εκεί. 15; Ήταν-δεν ήταν. Δουλειά δεν μπόρεσε να βρει πουθενά. Ποιος θα τον έπαιρνε; Έβοσκε τα γελάδια ενός φίλου του, μιας φιλικής οικογένειας δηλαδή και η πληρωμή του ήταν 100 δράμια γάλα. Για να φέρει το γάλα σε μένα, αλλά να χορτάσει κι εκείνος, ο αδερφός μου θήλαζε απ' την αγελάδα που έβοσκε. Ξάπλωνε κάτω σαν μοσχαράκι και θήλαζε από την αγελάδα για να μου φέρει εμένα το γάλα. Δεν ξέρω… όταν περνάς αυτή τη ζωή, νομίζω πως η ύπαρξη σου και σ' αυτή την ηλικία συσπειρώνεται σε ένα αίτημα, που δεν το συνειδητοποιείς καν, αλλά είναι ένα υπαρξιακό αιτούμενο να ζήσεις, να υπάρξεις. Ανά πάσα στιγμή. Κάθε ώρα. Κάθε μέρα. Να τελειώνει αυτό, να πάμε παρακάτω. Η ευγνωμοσύνη μου για μία γυναίκα, που έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, γειτόνισσά μας, η οικογένεια Καραβαριώτη… η γειτονιά μας λεγότανε Μαντρούδα. Τα σπίτια μας τα χώριζε ο δρόμος, η οδός «Κυνηγών». Στο νούμερο 8 ήταν το σπίτι μας. Απέναντι μας ακριβώς ήτανε τα Καραβαριωτάδικα, όπου ήταν οι γονείς, τα παιδιά, νύφες. Έτσι γινόταν τότε. Μέσα στην ίδια αυλή ήταν όλα τα σπίτια. Η γιαγιά Παναγιώτα, λοιπόν, να ‘ναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κάθε μέρα, περίπου την ίδια ώρα, έβγαινε μ’ ένα φλιτζάνι ζεστό κατσικίσιο γάλα με αλάτι. Προφανώς, ζάχαρη δεν είχε ή το προτιμούσε η ίδια έτσι; Κι έμαθε κι εμένα να μου αρέσει το γάλα με αλάτι και με μία μεγάλη φέτα ψωμί και με έψαχνε για να με ταΐσει. Ήμουν το αδέσποτο της γειτονιάς. Και το βράδυ ερχόταν ο Λάκης. Και στις καλές εποχές κάναμε σε μία σουπιέρα ζαχαρόνερο και ψωμί, ό,τι είχαμε κονομίσει και τρώγαμε. Ο αδερφός μου, που δεν υπάρχει πια στη ζωή, μου έχει αφήσει, όμως, τα παιδιά του και τη γυναίκα του, που είναι μία θαυμάσια οικογένεια, θαυμάσια παιδιά. Τα παιδιά του αδερφού μου, του Αποστόλη, είναι ο ηθοποιός Πασχάλης Παπατσαρούχας-Τσαρούχας, ο ζωγράφος Βασίλης Παπατσαρούχας και ο Σπύρος Παπατσαρούχας, οδοντοτεχνίτης, ο οποίος όμως κι αυτός έχει μία [00:20:00]καλλιτεχνική φλέβα, γιατί, πριν πιάσει δουλειά ως οδοντοτεχνίτης, δούλευε σ’ ένα εργαστήριο κοσμημάτων και σκάλιζε πολύτιμους λίθους. Λοιπόν, αυτά για τα ανίψια μου που τα καμαρώνω, που είναι ό,τι μου άφησε ο αδερφός μου. Και τις καλές του αναμνήσεις. Και την αγάπη του. Και τη φροντίδα του. Γιατί δεν ήταν μόνο αδερφός. Ήταν και φίλος, ήταν και πατέρας, προστάτης... δεν θυμάμαι ποτέ να μας χώρισε τίποτα. Και κάναμε κι ένα μεγάλο ταξίδι στο Σουφλί οι δυο μας, 3 χρόνια πριν πεθάνει, το 2003 και ήτανε ένα πολύ ωραίο ταξίδι και για τους δυο μας, γιατί ξαναγυρίσαμε στον τόπο όπου γεννηθήκαμε και όπου πονέσαμε για να σταθούμε στα πόδια μας. Ξαναγυρίσαμε μεγάλοι, ώριμοι, ανεξάρτητοι και ιδεολογικά και οικονομικά και αυτό ήταν ένας μεγάλος άθλος για τα παιδιά του αντάρτη, τα κυνηγημένα. Θα ξαναπάρω, γιατί κάνω μπρος-πίσω… πειράζει; Θα ξαναπάρω το νήμα από κει που το άφησα, στον Εμφύλιο. Έμαθα να ζω μόνη μου. Έμαθα να είμαι υπεύθυνη. Έμαθα πράγματα που, τότε, δεν μπορούσα να τα κατονομάσω. Δεν ήξερα πως λέγονται, αλλά συνέβαιναν στη συνείδησή μου. Συνέβαιναν στη ζωή μου. Ας πούμε, νομίζω πως δεν πρέπει να ήξερα τη λέξη «αξιοπρέπεια». Δεν την ήξερα. Όμως, θυμάμαι ένα γεγονός που μόνο με την έννοια της αξιοπρέπειας ερμηνεύεται. Ήταν μία απ’ αυτές τις φορές που η Παγώνα… η Παγώνα είναι η δεύτερη αδερφή μου. Η μεγάλη λεγόταν Πόπη, βαφτισμένη Πηνελόπη Παπατσαρούχα. Έχει πεθάνει εδώ και 10 χρόνια περίπου. Η δεύτερη, η Παγώνα. Η Πόπη ήταν η μεγάλη. Δε σπούδασε. Η Παγώνα κατάφερε και πήγε στο Γυμνάσιο. Ως μαθήτρια, λοιπόν, ήταν ένα άλλοθι να απαιτεί να μην την κρατάνε στη φυλακή. Αυτό δεν γινόταν σεβαστό πάντα. Σε κάποια φάση, λοιπόν, θυμάμαι, πρέπει να ήταν καλοκαίρι, γιατί ποτίζαμε τα φυτά κι εγώ πήγα στη βρύση, που ήταν λίγο παρακάτω από το σπίτι μας, με δύο μικρά κουβαδάκια να πάρω νερό. Φορούσα και κάτι στραβοπατημένα παντουφλάκια, που γλιστρούσαν και όλο πήγαινα να πέσω. Την ώρα που έφτανα, λοιπόν, βλέπω τον Κώστα τον Μουχτάρη, συμπατριώτης μας, ο όποιος παλιά υπήρξε Επονίτης, αλλά μετά πέρασε από την πλευρά της Δεξιάς. Παρένθεση. Η, εντός εισαγωγικών, μεγαλοψυχία των συμπατριωτών μας… υπέγραψαν για να πάρει σύνταξη αντιστασιακού ο Κώστας ο Μουχτάρης, που συνελάμβανε τους Αριστερούς. Η Παγώνα, που καθυστέρησε και δεν πήγε να υποβάλει τα χαρτιά της, ούτε και κανένας από την οικογένειά μου πήρε σύνταξη αντιστασιακού… η Παγώνα δεν πήρε. Κλείνω την παρένθεση. Υπάρχει πίκρα σε αυτό που λέω. Δεν κρύβω τίποτα, γιατί νομίζω όλα πρέπει να ειπωθούν σε αυτή την ιστορία και δεν θέλω να είμαι μεγαλόψυχη με την έννοια της άφεσης των κριμάτων. Ας τους κρίνει η ιστορία μετά από δεκαετίες. Εγώ είμαι πολύ κοντά στο πρόβλημα, για να μπορώ να τους δώσω άφεση. Λοιπόν... φτάνω, λοιπόν. Προφανώς, είχε προηγηθεί η συζήτηση και η Παγώνα του είπε: «Περίμενε να έρθει η μικρή να της πω» και μου λέει: «Κοίτα. Ο Κώστας ήρθε να με συλλάβει. Δεν θέλω να στεναχωριέσαι και να κλαις». Και τι απάντησα εγώ; 8. Άντε να 'μουν και 9 χρόνων. «Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια». Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. 8 χρονών παιδί. Άντε πες 9. Είχα μάθει να ζω μόνη μου. Είχα μάθει πράγματα που σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά, συνήθως, δεν τα ξέρουν και καμιά φορά δεν πρέπει και να τα ξέρουν. Θυμάμαι η μάνα μου ήταν νέα ακόμα. Είχε περίοδο και μου είπε στο επισκεπτήριο… τι επισκεπτήριο δηλαδή; Δεν είχα και τίποτα να της πάω. Αν μου δίναν κάτι απ’ γειτονιά εντάξει. Πήγαινα, απλώς, να τη δω. Μου είπε: «Πες στη θεία Παναγιώτα ότι χρειάζομαι πανιά». Εννοούσε πανιά περιόδου. Και πήγα εγώ και βρήκα κάτι από παλιά φανέλα; Δεν θυμάμαι τι. Τα έγραψα και της τα πήγα. Τα είδε. Κατάλαβε ότι αυτό το γράψιμο δεν είναι γυναίκας. Ήτανε παιδικό χέρι. Και μου λέει: «Ποιος τα έκανε αυτά;». «Εγώ» της λέω. «Και που ήξερες;». Ήξερα. Ήξερα. Κανονικά δεν θα έπρεπε να ξέρω σε αυτή την ηλικία. Και εκείνα τα χρόνια. Μπορεί τώρα να μιλούν οι μανάδες νωρίς στα παιδιά γι’ αυτές τις ιστορίες. Τότε, δεν τα λέγανε. Τώρα πια, δεν μπορώ με βεβαιότητα να κρίνω, απ’ όλα αυτά που έζησα σε τόσο πρώιμη ηλικία, τι με ωφέλησε και τι μου δημιούργησε τραύματα ανεπούλωτα, που μπορεί ακόμα να αιμορραγούν και δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Ίσως, ένας ψυχαναλυτής με μεγαλύτερη εμπειρία θα μπορούσε, αλλά υποθέτω πως είμαστε μία γενιά που τελειώνει πια, μία γενιά που ζήσαμε αυτή την ιστορία, με τις απώλειες της, με τον ηρωισμό της, γιατί ήταν μία εποχή ηρωική. Δεν υπήρχε μέση οδός. Λούφα δεν υπήρχε. Κι αυτοί που λουφάρανε, κατά βάθος, ένιωθαν ντροπή. Κατά βάθος, μπορεί να λέγανε: «Εντάξει. Προστατεύω την οικογένειά μου». Όμως, το κλέος δεν είχε καμιά θέση γι’ αυτούς, γιατί ο ηρωισμός… πιστεύω ο ηρωισμός υπήρχε και από τις δύο μεριές και το λάθος ή το σωστό είναι πολύ σχετικό. Και οι δύο μεριές αγωνίζονταν για μία καλύτερη πατρίδα και δίνανε τα πάντα για την πατρίδα. Αυτό είναι ένα κριτήριο που απ' όποια μεριά και αν το δεις οφείλεις να το σεβαστείς. Ο ηρωισμός υπήρχε και απ' τις δύο μεριές. Και βαρβαρότητα υπήρξε και απ' τις δύο μεριές, παρόλο που εκείνα τα χρόνια απωθούσαμε τη σκέψη ότι συνέβησαν βάρβαρα γεγονότα και από τη μεριά της Αριστεράς. Όμως, η ιστορία μαρτυράει και η ιστορία, όταν βάζεις το χέρι σου στα σημάδια των καρφιών, λέει την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι υποφέρανε και οι δύο μεριές. Βεβαίως, για τον ηττημένο "Vae victis". «Οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις». Αλίμονο στους ηττημένους. Γι’ αυτό και τελικά από τη μεριά των ηττημένων προβάλλεται περισσότερο το οδυνηρό στοιχείο και από τη μεριά των νικητών η έπαρση και η βαρβαρότητα, που πολλές φορές επιδεικνύουν οι νικητές, γιατί, κατά βάθος, πιστεύω ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι αγγελική. Οι άνθρωποι έχουνε και πολύ κακό μέσα τους, που πειθαρχείται και τιθασεύεται μόνο με την παιδεία. Kι όταν λέω παιδεία, βεβαίως, δεν εννοώ πανεπιστημιακά πτυχία. Εννοώ την ουσιαστική καλλιέργεια, με την κλασσική σημασία του όρου. Λοιπόν, τι λέγαμε; Λέγαμε για τα παιδικά μου χρόνια. Ναι. Κάποια στιγμή, μείναμε ολομόναχοι με το Λάκη. Πέρασαν, καταρχήν… πέρασαν ένα στρατοδικείο. Και ο Λάκης! 16 χρονών ο Λάκης πέρασε στρατοδικείο. Η μάνα μου, η Πόπη 18, η Παγώνα 16 [00:30:00]και ο Λάκης 14. Όλοι μαζί. Η μάνα μου απαλλάχτηκε. Τα κορίτσια δικάστηκαν, η Πόπη 20 χρόνια και η Παγώνα 18. Ο Λάκης απαλλάχθηκε λόγω ηλικίας και βέβαια θα ήταν και εντελώς αδιανόητο να τον καταδικάσουν, γιατί την ώρα που γινόταν η δίκη ο Λάκης κι ένα άλλο παλικαρόπουλο στην ίδια ηλικία καθότανε… δεν είχαν άλλα έδρανα. Ήτανε θρανία σχολείου μ' εκείνη τη χαρακτηριστική εγκοπή που είχαν τα θρανία εκείνης της εποχής για να ακουμπούν τα μολύβια, να στέκουν τα μολύβια να μη φεύγουν. Κι αυτοί σ’ εκείνη την εγκοπή παίζανε γκαζιές. Ενώ το δικαστήριο μιλούσε για αυτούς, αυτοί παίζανε γκαζιές. Ίσως, αυτό συνήργησε ν' απαλλαγεί ο Λάκης. Εδώ, πρέπει να θυμίσω ότι ο Λάκης στη φυλακή στο Σουφλί ήτανε από τα παιδιά -άντρες νέοι άντρες και παιδόπουλα- που όταν επρόκειτο να μετακινηθεί ο στρατός, φορτώνανε φορτηγά με νέους ανθρώπους, τα οποία προπορεύονταν, ώστε εάν οι αντάρτες είχαν παγιδεύσει το δρόμο με νάρκες να σκοτωθούν οι κρατούμενοι. Αυτό, βεβαίως, θα το μαθαίναν οι αντάρτες και θα ήταν, πια, πολύ επιφυλακτικοί να παγιδεύσουν το δρόμο εάν ο κίνδυνος ήταν να σκοτωθούν τα δικά τους γυναικόπαιδα, αλλά ο Λάκης συμμετείχε σε πάρα πολλές τέτοιες ιστορίες. Λοιπόν, είμαστε οι δυο μας με τον Λάκη στο Σουφλί. Τελειώνει αυτή η φάση όπου ο Λάκης τρέφεται με το γάλα της αγελάδας απευθείας. Γίνεται το δικαστήριο. Θυμάμαι, πριν το δικαστήριο, είναι το πρώτο Πάσχα. Είναι το πρώτο Πάσχα. Έχουμε μετακομίσει. Όχι εκεί που μέναμε στο φούρνο, που ουσιαστικά ήταν χώρος για το κατάστημα. Αλλά υποχρεωθήκαμε να μένουμε εκεί, λόγω τις αδηφαγίας ενός θείου, αδερφού του πατέρα μου, που απαίτησε να πάρει το κανονικό σπίτι. Εν πάση περιπτώσει, κάποια στιγμή, λέει στη μάνα μου: «Πάρε τα παιδιά να μείνετε στο κανονικό σπίτι». Ο φούρνος με το κανονικό σπίτι επικοινωνούσαν με μία εσωτερική διπλή πόρτα. Στην πόρτα απ΄ τη μεριά του μεγάλου του σπιτιού είχαν ανοίξει λάκκο και είχαν κρύψει όπλα. Έχω την εντύπωση ότι αυτό το έκανε ο θείος μου, γιατί εμείς δεν είχαμε, εκείνη την εποχή, πρόσβαση προς τη μεριά. Ένας από τους Επονίτες που είχαν συμμετάσχει σ' αυτή την ιστορία, συμμαθητής της αδερφής μου, έσπασε και το είπε στην αστυνομία. Και έρχονται. Σε αυτή τη φάση ο θείος είπε να περάσουμε να μείνουμε στο μεγάλο σπίτι. Μετά κατάλαβα εγώ γιατί το 'κανε, γιατί η ευθύνη δεν θα ήταν δική του πια αν γινόταν κάτι. Και Αριστερός ο θείος. Έρχονται, λοιπόν, ένα βράδυ να ψάξουν. Τι σου έλεγα; Ήξερα πολλά πράγματα, αλλά επειδή ήθελαν να μην τα ξέρω, έκανα πως δεν τα ξέρω. Έλα, όμως, που ήμουν αθώο παιδάκι και κρατούσα τα μάτια μου εκεί που ήτανε η γούβα. Το σπίτι στον πρώτο όροφο, γιατί ήταν διώροφο… το πάνω είχε πάτωμα κανονικό. Το πρώτο πάτωμα ήτανε χρισμένο χώμα, όπως γινόταν τότε στα χωριατόσπιτα, κοκκινόχωμα. Έμοιαζε ομοιόμορφο, αλλά έκανε λίγο γούβα εκεί. Βεβαίως, μία εξήγηση ήταν ότι από το πήγαινε-έλα το χώμα πατήθηκε εκεί και είχε κάνει μια γούβα. Η μάνα μου με έβλεπε που είχα καρφώσει τα μάτια μου εκεί και έλεγε: «Παναγιά μου! Άμα το κοιτάξουνε το παιδί και κοιτάξουνε και την κατεύθυνση που βλέπει, την κάτσαμε τη βάρκα!». Όμως, τα όπλα τα είχανε πάρει. Δεν υπήρχανε όπλα πια εκεί. Δεν υπήρχαν όπλα. Κι έτσι όλη η ιστορία τελείωσε γλυκά, αλλά εγώ, εντάξει, ήξερα. Έπρεπε να μην ξέρω. Αφού ήξερα, δεν μπορούσα να το ελέγξω εντελώς. Τέλοσπαντων. Μετά από αυτό… μετά έγινε το δικαστήριο και μέσα στις κατηγορίες που αντιμετώπισε η Πόπη ήταν ότι στρατολογούσε άνδρες για το αντάρτικο και ονομάσανε ανθρώπους που ήταν 40, 45 χρόνων, 35 χρόνων. Η Πόπη 18 μονάχα. Η λογική έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν η μικρή… τέλοσπαντων. Δεν υπάρχει λογική σε στρατοδικείο πολιτικό στον Εμφύλιο. Η μάνα μου βγαίνει λοιπόν. Ο Λάκης βγαίνει. Ψάχνουν να βρούμε δουλειά η μάνα μου και ο Λάκης στην Αλεξανδρούπολη και η δουλειά που ήξερε ήτανε ο φούρνος. Βρίσκουν δουλειά σ’ ένα φούρνο. Πάει η Ασφάλεια. Του λέει του φούρναρη: «Αυτή που πήρες είναι έτσι κι έτσι κι έτσι». Τους διώχνει την ίδια στιγμή. Με μία κουρελού τυλιγμένοι βγάλανε τη νύχτα ο Λάκης και η μάνα μου στο δρόμο. Τελικά, βρήκε δουλειά στο ξενοδοχείο ενός συμπατριώτη μας, του Γκιούρδα. Προσπαθώ να θυμηθώ το μικρό του όνομα. Δεν μπορώ να το θυμηθώ αυτή τη στιγμή. Και αφού σιγουρεύτηκε ότι έχει ένα χώρο να κοιμάται και να δουλεύει με ασφάλεια, να παίρνει κι ένα μισθό... και ο Λάκης δούλευε σ’ ένα φούρνο, πουλούσε κουλούρια, με κοντό παντελόνι ακόμα, είπαν να με πάρουν και εμένα κοντά τους, γιατί μέχρι τότε με είχε μία θεία, η αδερφή της μητέρας μου, η Αηδόνα. Υπήρχε και μία άλλη θεία με το ίδιο όνομα, που ήταν η γυναίκα του αδερφού της μητέρας μου. Πολύ γλυκιά. Πολύ γλυκά ξαδέρφια. Πολύ γλυκιά φιλοξενία. Ένιωθα τόσο άνετα στο σπίτι τους, μα τόσο άνετα, που θα μπορούσα να πω ότι ήταν μία εποχή που τη νοσταλγούσα. Τόση αγάπη… τόση τρυφερότητα… δεν έπαιρνα χαμπάρι ότι εκεί είμαι ένα φιλοξενούμενο κυνηγημένο πλάσμα. Δεν μπορώ να πω ότι το ίδιο ένιωθα και στην άλλη θεία, στην αδερφή δηλαδή. Η νύφη της μάνας μου ήταν πιο τρυφερή απ’ ό,τι η αδερφή της. Τέλοσπαντων. Αποφασίζει η μάνα μου να με πάρει κοντά της και κατεβαίνω. Μήπως λέω πολλά; Κατεβαίνω λοιπόν και ξέρανε πότε θα κατέβω. Η μάνα μου δούλευε στο ξενοδοχείο. Έρχεται ο Λάκης. Εκείνη την εποχή είχαμε φοβερό πληθωρισμό και για να πάρει ένα κουλούρι ο άλλος έδινε ένα σωρό χαρτούρα. Οι τσέπες του Λάκη, λοιπόν, ήταν φορτωμένες στο σακάκι του με τα χρήματα της είσπραξης. Ο Λάκης, όμως, δεν είχε το νου του στα λεφτά. Κοίταζε στα παράθυρα των τρένων που περνάγανε μήπως βρει το ξανθό κεφαλάκι της αδερφής του... και το ξανθό κεφαλάκι το βρήκε, αλλά την είσπραξη του την κλέψανε όλη. Κάποιος του ξάφρισε και τις δύο τσέπες. Το μανάρι μου… και έπρεπε να δουλεύει για μία εβδομάδα μετά να καλύψει τη χασούρα. Η άφιξη μου του κόστισε απ' την πρώτη στιγμή, αλλά ήταν ένας αδερφός ο οποίος προσπαθούσε να μου εξασφαλίσει το καλύτερο. Φαντάσου. Με τη μάνα… γιατί η μάνα μου ξαναπήγε εξορία μετά απ’ αυτό. Βγήκε απ' το στρατοδικείο, αλλά μετά από λίγο είχε Μακρόνησο, είχε Τρίκερι… είχε διαφορά. Είχε συνέχεια η περιπέτεια. Κι αυτή τη φορά ήμασταν με το Λάκη στην Αλεξανδρούπολη πλέον. Κι εγώ μαθήτρια στο δημοτικό, αλλά στις μεγάλες τάξεις. Και ο Λάκης δούλευε γκαρσόν σ’ ένα εστιατόριο. Έκανα ζημιά εδώ; Λοιπόν, η μάνα[00:40:00] καμαριέρα στο ξενοδοχείο, ο Λάκης πουλάει κουλούρια, μένουμε σ’ ένα διάδρομο του ξενοδοχείου. H γυναίκα του ξενοδόχου πολύ καλός άνθρωπος, η κυρία Μαρίκα, πολύ καλός άνθρωπος. Παλιά Επονίτισσα και αυτή με μία κόρη από τον πρώτο της γάμο, που σκοτώθηκε στο ανταρτικό, η Όλγα, πού πήρε το όνομα του Γκιούρδα, βέβαια. Από άποψη φιλικής συμπεριφοράς ήταν άψογα. Η κυρία Μαρίκα ήταν φίλες με τη μαμά μου. Δεν ήταν αφεντικό. Ήταν φίλες. Είχαν τόσα κοινά οι δύο να συζητήσουν που δεν είχανε διαφορές. Και η Όλγα εξαιρετική κοπέλα. Ο Μόσχος ήταν λίγο απόμακρος. Ο Γιαννάκης, που ήταν στην ίδια ηλικία με μένα, αγοράκι, αλλά πηγαίναμε μαζί σινεμά. Είδα Ζαν Γκαμπέν εγώ… «Το Ανθρώπινο κτήνος»! Στα 10 μου χρόνια. Βέβαια, ήταν η εποχή που έβλεπα το τρένο να τρέχει και έλεγα: «Παναγιά μου! Πού να κρυφτώ;», γιατί ερχόταν καταπάνω μου από την οθόνη το τρένο. Σινεφίλ μέσα στον Εμφύλιο. Λοιπόν, το τι θυμάμαι… δεν θέλω να τα θυμάμαι όλα αυτά. Έχει πολλή πίκρα. Πολλή… πώς να στο πω; Πολύ μεγάλη στέρηση. Στα πάντα. Και στέρηση όχι μονάχα στη διαστροφή. Στο ντύσιμο, στα πάντα. Και στο σχολείο… ήμουνα πάντα καλή μαθήτρια. Η εκδίκηση μου. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η εκδίκηση μου ήταν αυτή. Ήμουνα πάντα καλή μαθήτρια, αλλά δεν έπαιρνα πάντα τους βαθμούς που αντιστοιχούσαν, διότι οι δάσκαλοι δεν ήτανε πάντα αντικειμενικοί. Τέλοσπαντων. Είχα, όμως, έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον Θεόδωρο Χαραλαμπίδη στο 3ο. Ναι. Στο προαύλιο του Αϊ-Νικόλα. Εκεί ήταν το το Δημοτικό μας. Δίνω εξετάσεις, λοιπόν, για το Γυμνάσιο, απούσης της μητέρας μου. Ήμασταν οι δυο μας με τον Λάκη και ο Λάκης που πάλευε… πάλευε για το μεροκάματο, μου αγόραζε χρώματα, επειδή μου άρεσε η ζωγραφική. Μου αγόραζε χρώματα για να ζωγραφίζω και ήθελε να με στείλει και σ’ ένα σχολείο να μάθω Γαλλικά. Ο Λάκης. Και το αφεντικό του, ένας πρόσφυγας -πρέπει να είχαν έρθει με τη μικρασιατική καταστροφή- ο Γαλδαδάς, Ιπποκράτης Γαλδαδάς… το εστιατόριο του, το «Διεθνές», ήταν στην οδό Εμπορίου, στην Αλεξανδρούπολη. Του είχε πει: «Ας έρχεται η μικρή να τρώει στο εστιατόριο». Κι εκεί έτρωγα ωραίο φαγάκι πάντα, αλλά ήμουνα πολύ προσεκτική και ποτέ δεν ζητούσα κρέας. Έτρωγα μακαρόνια, πατάτες και τέτοια, αλλά ο Ιπποκράτης και ο κυρ-Νίκος… δεν θυμάμαι τώρα το επίθετό του, που ήταν επικεφαλής του προσωπικού, μου έβαζε και κανένα μπιφτέκι απάνω, κανένα κεφτεδάκι, λίγο κρεατάκι, λίγη σάλτσα από κοκκινιστό. Κι έτσι εκεί τρεφόμουνα καλά. Γυρνούσα, όμως, το βράδυ μόνη μου και τότε μου ήρθε η ιδέα να σπουδάσω αρχιτεκτονική, γιατί... τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν κουρτίνες στα παράθυρα. Όπως γυρνούσα, λοιπόν, στο σπίτι, το βράδυ, τρομαγμένη, γιατί ο Λάκης θα σχολούσε πολύ αργά. Δεν μπορούσα να περιμένω. Έπρεπε να γυρίσω νωρίς να κοιμηθώ. Ήμουνα και μαθήτρια. Χάζευα μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα τα δωμάτια που έβλεπα τα φωτισμένα, τις οικογένειες γύρω από το τραπέζι… ούτε τίποτα πλούσιες εικόνες. Δεν δείχνανε πλούτο. Ήταν, όμως, οικογένεια. Δωμάτιο συγυρισμένο, φωτισμένο και υπήρχε κάποια μαμά. Υπήρχε μαμά! Αυτό, λοιπόν… αυτή η εικόνα του σπιτιού του φωτισμένου με μία οικογένεια ήταν η αφετηρία για να σκέφτομαι σπίτια, σπίτια βολικά, ωραία, φωτεινά… για οικογένειες. Και το πρώτο πράγμα που ήθελα, μέχρι που άλλαξαν τα σχέδια, όχι εξαιτίας μου, αλλά λόγω άλλων παραγόντων, ήθελα να γίνω αρχιτέκτων. Αυτό με ενδιέφερε. Η φιλολογία ήρθε μετά.

Ε.Μ.:

Και πάνω, λοιπόν, στο καλοκαίρι, που έχω δώσει εξετάσεις και που έχω περάσει στο Γυμνάσιο, μοναχούλα, χωρίς κανέναν δίπλα μου, βγαίνει η μαμά απ’ την εξορία. Είναι, πλέον, 52. Έχουν αρχίσει να ημερεύουν τα πολιτικά πράγματα κάπως και η μαμά πιστεύει ότι θα μπορέσουμε να ξαναστηθούμε στο Σουφλί. Μας παίρνει λοιπόν και γυρνούμε στο Σουφλί, όπου το Σουφλί... εγώ, πια, έλειπα 4 χρόνια. Πάω να γραφτώ στο Γυμνάσιο. Τα χαρτιά μου δεν τα είχα όλα τακτοποιημένα. Τελοσπάντων. Ώσπου να ‘ρθουν τα χαρτιά μου ήμουν απλώς ακροάτρια. Εκείνο που με πλήγωσε και με πλήγωνε πάντα και με πληγώνει ακόμα είναι ότι όταν πήγαινα να κάνω την εγγραφή κι αυτό ακολουθούσε και στον ενδεικτικό που περνάμε όταν τελειώναμε την τάξη, ρωτάγανε: «Όνομα; Όνομα πατρός; Επάγγελμα πατρός;». «Όνομα πατρός» έλεγα. Επάγγελμα; Αντάρτης; Δεν το λες. Οι δάσκαλοι το ξέρανε βέβαια. Μικρός τόπος το Σουφλί. Εκείνα τα χρόνια είχε 7.000 κατοίκους. Τώρα, έχει 4.500 μονάχα. Προκοπές. Και κάποιος, προφανώς για να με διευκολύνει, λέει: «Πατρός ορφανή», δηλαδή ας μην ταλαιπωρούμε το κοριτσάκι κάθε φορά. Το φέρνουμε σε δύσκολη θέση. Αυτό το «Πατρός ορφανή» με ακολούθησε όλα τα χρόνια στο Γυμνάσιο και με πόνεσε πάρα πολύ. Ήταν σαν να είχα αρνηθεί τον πατέρα μου. Δύο φορές… για δύο γεγονότα πονάω. Το ένα είναι αυτό, που δέχτηκα να φέρομαι ως ορφανή ενώ ο πατέρας μου ζούσε. Και το άλλο, μεγαλύτερη πια, κάνω ένα μικρό άλμα. Θα επανέλθω. Είμαι πια στο πανεπιστήμιο. Έχω γνωρίσει τη μάνα σου, την Λενιώ την Τερζή. Ζηκίδου η μαμά της, απ’ το Σουφλί. Λοιπόν, είμαι στο πανεπιστήμιο. Ο Λάκης συνδικαλιστής οικοδόμος. Εγώ δεν είμαι ακριβώς συνδικαλίστρια, αλλά είμαι στην πρώτη γραμμή των Αριστερών στο πανεπιστήμιο. Επτά άνθρωποι ανεβαίναμε στα γραφεία και από τους επτά η μία ήμουνα εγώ. Δύο κοπέλες, η Καίτη Τσαρουχά και η Ειρήνη Παπατσαρούχα. Και τα αγόρια ήταν μετρημένα στα χέρια, ο Νίκος ο Μυρσίνης, ο Αλέκος ο Γρίμπας και δυο-τρεις άλλοι ακόμα. Δεν τους θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Γράφω, λοιπόν, ένα γράμμα στον πατέρα μου, γιατί είχαμε αρχίσει να αλληλογραφούμε από το '52. Επετράπη η επικοινωνία. Και του γράφω όλο καμάρι για τις δραστηριότητές μας, του Λάκη και τις δικές μου, πιστεύοντας ότι ο μπαμπάς μου θα πει: «Μπράβο τα παιδάκια μου»! Και ο πατέρας μου, που είχε κάψει την τσέργα του, γιατί, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, βρέθηκε σ’ αυτή την απομονωμένη περιοχή της Πολωνίας, το Ζγκορζέλετς, επειδή σε κάτι είχε διαφωνήσει με το κόμμα και τον στείλανε όσο μακρύτερα γινότανε. Ο πατέρας μου, λοιπόν, απαντάει: «Χαίρομαι πάρα πολύ και καμαρώνω για τις επιδόσεις σας. Όμως, θα ήθελα να κρατήσετε χώρο και για την προσωπική σας προκοπή». Πολύ σωστά. Εκείνος την είχε φάει την ιστορία με το κουτάλι. Εγώ, όμως, ήμουν ακόμα καβάλα στο ροζ σύννεφο. Και λέω: «Αυτός ο άνθρωπος δεν κατάλαβε για ποιο λόγο βρέθηκε εκεί». Το λέω κάθε φορά που λέω αυτή την ιστορία σαν να εξομολογούμαι και σαν να περιμένω από κάπου να μου έρθει η άφεση, γιατί δεν είχα ποτέ την ευκαιρία [00:50:00]να του ζητήσω συγνώμη. Άλλωστε εκείνος δεν το άκουσε. Δεν άκουσε την αντίδρασή μου. Εγώ νιώθω άσχημα, γιατί αγνόησα την εμπειρία του. Βλέπεις… αυτά είναι σύμφυτα με τη νεότητα. Νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ότι τα 'χουμε καταλάβει όλα. Βλέπεις… η σοφία έρχεται όταν δεν τη χρειαζόμαστε πια.

Δ.Κ.:

Να σας ρωτήσω…

Ε.Μ.:

Μπορούμε να κάνουμε ένα μικρό…;

Δ.Κ.:

Ναι. Φυσικά. Φυσικά.

Ε.Μ.:

Έχω κουραστεί και κάπου χάνω τον ειρμό μου φαίνεται.

Δ.Κ.:

Περίμενε. 1,2,3.

Ε.Μ.:

Είχα κάνει ένα άλμα. Πήγα στο πανεπιστήμιο, αλλά τώρα θα ξαναγυρίσουμε πίσω στο Σουφλί και στην έναρξη της μαθητικής χρονιάς. Είπαμε ότι ο πόνος μου ήταν που στον ενδεικτικό γράφανε «Πατρός ορφανή» και αυτό με πόναγε πάντα. Είπα για τις ενοχές μου, για το «ορφανή» και για το «Δεν κατάλαβε αυτός ο άνθρωπος γιατί βρέθηκε εκεί». Λοιπόν, είμαι ένα κοριτσάκι 12 χρόνων, αδυνατούλι. Έρχομαι από τη μεγαλύτερη πόλη και μιλάω καλά τα Ελληνικά. Δεν μιλάω τα Σουφλιώτικα. Ποτέ δεν μίλαγα βαριά Σουφλιώτικα έτσι κι αλλιώς. Όλοι στο σπίτι μας. Και είμαι καλοντυμένη με ρούχα που μου χαρίσανε. Λοιπόν, ο δάσκαλός μας, ο καθηγητής Καρακότας, πολύ καλός φιλόλογος. Τον είχε και η Παγώνα. Και αυτόν και τη γυναίκα του. Και τον είχα και εγώ τον Καρακότα. Προφανώς, θυμότανε τη μαθήτρια του, την Παγώνα Παπατσαρούχα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, λένε: «Όσα παιδιά δεν μπορούν να αγοράσουν τα βιβλία τους, υπάρχει ένα στοκ εδώ από βιβλία. Να μας το πούνε να τους δώσουμε» και εγώ δειλά-δειλά σηκώνω το χεράκι μου. Φορούσα ένα ροζ μεταξωτό φορεματάκι, που μου το είχε χαρίσει η ξαδέρφη μου. Σουφλιώτικο μετάξι. Είχαμε το προνόμιο να φοράμε αυθεντικό μετάξι εμείς οι φτωχοί. Ναι. Και λέει: «Κι εσύ Παπατσαρούχα; Μα εσύ μοιάζεις πριγκιπέσσα». Και βάζω κάτι κλάματα, γιατί... δεν ξέρω… νόμιζα ότι με ειρωνεύεται; Ότι δεν με πιστεύει; Δεν ξέρω. Ή ντράπηκα; Που εγώ δεν είμαι πριγκιπέσσα. Γιατί με λέει πριγκιπέσσα; Εν πάση περιπτώσει, έβαλα τα κλάματα. «Παιδί μου! Εγώ δεν ήθελα να σε προσβάλω. Δεν το είπα με κακό». Τίποτα. Αυτό. Πάει αυτό. Μία άλλη ιστορία με καθηγητή, πάλι την ώρα της εγγραφής. Τότε, μέσα στα must ήταν να πάμε και στο κατηχητικό. Είχαμε έναν καθηγητή, θεολόγο, Κόλλιας. Κατά σύμπτωση, έμοιαζε πάρα πολύ με τον Κόλλια της Χούντας. Πάρα πολύ. Πελοποννήσιος. Θεολόγος. Ο οποίος, όταν πήγα να γραφτώ για τη Β’ τάξη, φθινοπωράκι, μου έκανε επίθεση, γιατί το φορεματάκι που φορούσα ήταν ένα τσιτάκι που το είχε ράψει η ξαδέρφη μου. Πάνω σε ιβουάρ φόντο μικρά λουλουδάκια. Αμάνικο. Καλοκαιρινό φορεματάκι. «Γιατί παιδί μου, Παπατσαρούχα, δεν έβαλες και μανίκι στο φόρεμά σου;». Σιγά τα μπράτσα! Ίσα με πράσο ήταν τα χέρια μου. Εγώ τα ‘χασα. Δεν είπα τίποτα. Συνεχίζει μόνος του: «Δεν σου έφτανε το ύφασμα; Ας ερχόσουνα σε μένα να σου δώσω χρήματα, να πάρεις ένα μέτρο ύφασμα ακόμα να βάλεις και μανίκια». Δεν είπα τίποτα. Πάμε... αρχίζουν τα μαθήματα. Πάμε στο κατηχητικό και εμφανίζεται ο Κόλλιας. Εγώ καθόμουνα στις πρώτες γραμμές, με παντελόνι σέτα κρούτα, μεταξωτό, με μία ψιλοδιαφάνεια και όπως στεκόταν λίγο ψηλότερα από τα κορίτσια, η μούρη μας ερχότανε στο ύψος του σώβρακου, που διαγραφόταν, γιατί είχε μία κάποια διαφάνεια το ύφασμα του παντελονιού. Και λέω μέσα μου: «Ε τον αλητήριο! Μου κάνει εμένα επίθεση για το μανικάκι στο φουστανάκι μου και αυτός μου κυκλοφορεί με διαφανές παντελόνι» και δεν ξαναπάτησα στο κατηχητικό. Από τότε, αρχίζει ο πόλεμος μεταξύ μας, αλλά εγώ ήμουνα καλή μαθήτρια και δεν το 'βαζα κάτω και είμαι και υδροχόος και είμαι και ψιλοπεισματάρα και σου αφήνω σκοινί τόσο μπόλικο, όσο φτάνει για να κρεμαστείς. Λοιπόν, συζήτηση στην τάξη για τον κινηματογράφο, γιατί το αίτημα το δικό μας ήτανε να μας αφήνουν να πηγαίνουμε στον κινηματογράφο. Και αυτός τα έβαλε με τον κινηματογράφο που είναι διαφθορέας. Οπότε, «Έχει κανείς αντίρρηση;». «Εγώ. Κύριε καθηγητά, δεν φταίει ο κινηματογράφος. Ο κινηματογράφος είναι ένα μηχάνημα. Είναι μία τεχνική. Αυτό που δείχνει κινηματογράφος μπορεί να είναι ηθικό, μπορεί να είναι ανήθικο, μπορεί να είναι καλό, μπορεί να είναι κακό, αλλά δεν φταίει ο κινηματογράφος. Από κει και πέρα υπάρχουν κριτήρια και υπάρχουν και υπηρεσίες». Τον τάπωσα. Με μίσησε, όπως ήταν φυσικό. Γίνεται ένα διαγώνισμα στα μισά της χρονιάς και ενώ ποτέ δεν ανακοίνωναν τους βαθμούς -σου δίνανε το γραπτό σου και έβλεπες τι είχες- κάνει την πονηριά -κατάλαβα μετά γιατί το έκανε αυτό- και ανακοινώνει τους βαθμούς. «Παπατσαρούχα Ειρήνη, 14». 14; Εγώ; Του 18 και του 19; Πώς γίνεται; Την ώρα που τελειώσαμε λοιπόν και ενώ δεν είχε αδειάσει ακόμα η τάξη -υπήρχαν παιδιά μέσα- σηκώνομαι, πάω στην έδρα και του λέω: «Κύριε καθηγητά, σε ποια ερώτηση εγώ δεν απάντησα; Γιατί νομίζω ότι απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις. Οπότε, γιατί 14;». Ανοίγει τον κατάλογο. «Συγνώμη παιδί μου. Ήταν 19, αλλά δεν το διάβασα σωστά», δηλαδή αν δεν πήγαινα, θα έμενε το 14. Γι’ αυτό τα ανακοίνωσε! Φασίστας! Για να έχει άλλοθι όλη την τάξη. Και μου μείωνε το βαθμό. Μα εγώ ήμουνα μέσα στην πρώτη τριάδα και ήμουνα… σημαιοφόρος δεν θα γινόμουνα ποτέ, γιατί ήμουνα κοντή, αλλά ήμουνα από τους πρώτους. Έχω μία φωτογραφία που είμαι με τον Γκαργκάνα. Ο Γκαργκάνας υπήρξε διευθυντής της Τράπεζας. Εδώ, της Εθνικής. Για πολλά χρόνια. Έχουμε διαφορά, δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος ακόμα, 3 χρόνια, και ήμαστε μαζί. Αυτός παίρνει το βραβείο του κι εγώ περιμένω τη σειρά μου. Ήμουν από τους πρώτους της τάξης. Και μου μειώνει το βαθμό. Θα του ‘βγαζα τα μάτια. Τελείωσε. Πάει αυτό. Στο πανεπιστήμιο, λοιπόν… στο Γυμνάσιο, αρχίζω πλέον και πέρα απ’ το ότι είμαι παιδί αριστερής οικογένειας, οικογένειας που κυνηγιέται, που δεν την αφήνουν ούτε να δουλέψει ούτε να σπουδάσει ούτε, ούτε, ούτε, ούτε… φυλακές, εξορίες, μιζέρια φοβερή, φτώχεια φοβερή. Πού να δουλέψεις άμα δεν έχεις κανονικό ποινικό μητρώο στο Σουφλί; Πού να δουλέψεις εκείνα τα χρόνια; Φαντάσου, είχαμε έναν καταστηματάρχη, Πίτας λεγόταν, ο οποίος είχε είδη νεωτερισμών. Τα πάντα. Έδινε δουλειά σε κοπέλες, πλεκτά και κεντήματα, τα οποία αυτός εμπορευόταν. Δεν πλήρωνε με χρήματα τις κοπέλες που δουλεύανε. Τις υποχρέωνε να ψωνίσουν. Να ισοφαρίσουν, δηλαδή, τη δουλειά με τα ψώνια. Μα τα κορίτσια θέλανε ψωμί. Θέλανε παπούτσια. Θέλανε άλλα πράγματα. Κι έπρεπε η κοπέλα που του πήγαινε κέντημα ή πλεκτό να βρει μία άλλη, γειτόνισσα, συγκένισσα, ξέρω γω, που να θέλει να ψωνίσει, να δώσει τα λεφτά στην κοπέλα και να πάρει τα ψώνια. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έβγαζε δεκαπλάσιο κέρδος, διότι, καταρχήν το είχε κάνει μονόδρομο. Και φυσικά τα χρέωνε όσο ήθελε. Δεν υπήρχε περιθώριο να πάει αλλού η κοπέλα. Αριστερός και αυτός. Γι’ αυτό σου λέω. Για μένα οι άνθρωποι δεν είναι πια Αριστεροί, Δεξιοί ή Κεντρώοι. Είναι έντιμοι και ανέντιμοι, είναι βλάκες και ευφυείς, είναι πατριώτες και απάτριδ[01:00:00]ες, είναι εγωιστές και… ποιο είναι το αντίθετο του εγωιστής;

Δ.Κ.:

Αλτρουιστής;

Ε.Μ.:

Αλτρουιστής. Ναι. Ακριβώς. Έτσι. Έτσι χωρίζω πια τους ανθρώπους. Δεν γίνεται. Όλα τ’ άλλα είναι σχήματα που δεν έχουν καμία ισχύ πλέον. Ξέρω ανθρώπους που δηλώνουν Κομμουνιστές από τη Μεταπολίτευση και μετά και γελάω και του λέω του αλλουνού: «Καλά! Σε ποια οργάνωση ανήκες; Σε ποια εκδήλωση πήγες; Ποια κλωτσιά έφαγες; Πού ήσουνα;». Έκαναν περιουσία. Έκαναν οικογένειες. Έκαναν, έκαναν, έκαναν και απ’ την ώρα που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ γίνανε Κομμουνιστές. Και λέω: «Τώρα που σέρνουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα;». Καλά… λοιπόν. Τι λέγαμε; Λέγαμε...

Δ.Κ.:

Να σας κάνω εγώ μία ερώτηση;

Ε.Μ.:

Να μου κάνεις μια ερώτηση.

Δ.Κ.:

Πριν αναφερθήκατε ότι είναι χρόνια τα οποία δεν θέλετε να θυμάστε, γιατί σας προκαλούν πόνο, φτώχεια, πίκρα κλπ. Υπήρχαν, όμως και στιγμές οι οποίες να σας δίνουν ελπίδες μέσα σ’ όλο αυτό το σκοτάδι, αν θέλετε;

Ε.Μ.:

Ναι. Όταν ήμουνα μικρή, δηλαδή όταν ήμουνα εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι… δεν ήμουνα μέσα σε μία κοινωνία. Ήμουνα μέσα σε μία φωλιά. Η φωλιά είχε διαλυθεί. Το καλό, λοιπόν, που περίμενα ήτανε πότε θα ξανανταμώσουμε. Αυτή ήταν η ελπίδα μου, που δεν ήταν και πολύ καλά ριζωμένη, αλλά εκεί τοποθετούσα την ευτυχία και το καλό. Εκεί. Γιατί θυμάμαι τον πρώτο χρόνο, Πάσχα, που κάναμε στο σπίτι το μεγάλο, ναι, το οποίο ήταν αχανές για τις δικές μου διαστάσεις, γιατί τα σπίτια στο Σουφλί, εκείνα τα χρόνια, ήταν τα κουκουλόσπιτα, δηλαδή ο χώρος για την οικογένεια ήταν περιορισμένος και είχανε μεγάλους χώρους και στο ισόγειο και στα πατώματα για τα κουκούλια. Ήμασταν λοιπόν… έλειπε ο Λάκης, που τον είχανε πιάσει και ο πατέρας μου και λέω: «Τι Πάσχα και αυτό; Πόσοι ήμασταν και πόσοι μείναμε;». Και λέει η μάνα μου: «Και πόσοι θα μείνουμε να λες». Και πραγματικά, μετά, διαλύθηκαν τα πάντα. Το όνειρό μου, τότε, δηλαδή εκεί που εναπέθετα τις ελπίδες μου ήταν να γίνει κάτι και να ξανανταμώσουμε όλοι μαζί. Αυτό. Και ένα σπίτι φωτεινό. Πρέπει να θυμηθώ, στην Αλεξανδρούπολη, τη φίλη μου τη Λιλή Ρεϊτάν. Ήταν μία Εβραιόπουλα. Η οικογένεια Ρεϊτάν μένανε κάποιος αδερφός στο Διδυμότειχο και ο άλλος στην Αλεξανδρούπολη. Στην Αλεξανδρούπολη είχαν ένα υαλοπωλείο, που ανήκε σε Πέπω και Ζακ Ρεϊτάν. Ο πατέρας της Λιλής, η οποία ήταν βαπτισμένη Ραχήλ, γιατί η μαμά της στο σπίτι τη φώναζε Ρασέλ. Ήταν πολύ φίλη μου, ενώ όλα τα άλλα παιδιά ήταν λίγο επιφυλακτικά. Τα παιδιά που ήταν από φτωχή οικογένεια νιώθανε πιο κοντά μου. Προφανώς, ήτανε άνθρωποι που συμπαθούσαν την Αριστερά, αλλά ήταν και τρομοκρατημένα και δεν θέλανε να μου δείξουν μεγαλύτερη φιλία. Η Λιλή ήταν πιο κοσμοπολίτες και πιο άνετοι. Ήτανε το σπίτι όπου έβρισκαν ζεστασιά, θαλπωρή, αγάπη. Με αντιμετώπιζαν σαν ισότιμο μέλος και έμαθα εκ των υστέρων ότι την οικογένεια Ρεϊτάν την είχαν βοηθήσει Αριστεροί στο Αχλάδι, στο Αχλάδι της Εύβοιας, όταν είχαν καταφύγει για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς και φαίνεται πως μέσα τους οι άνθρωποι ανταποδίδανε την ευγνωμοσύνη, προσφέροντας στοργή στο κοριτσάκι του αντάρτη. Το ξέρανε ότι ο πατέρας μου ήτανε, αλλά, σου λέω, ένιωθα αγάπη και τρυφερότητα και στοργή. Δεν τους ξαναβρήκα ποτέ, γιατί η Λιλή έφυγε στην Αμερική και έμαθα ότι πέθανε και πολύ νέα, από καρκίνο, αλλά είναι πάντα μέσα στην αγάπη μου και πάρα πολλές φορές έψαξα να βρω κάποια άκρη εδώ, γιατί είχε ένα ξάδερφο, τον Αλβέρτο. Ίσως, ζει ο Αλβέρτος. Ίσως, είναι εδώ. Ήταν συνομήλικος μας, αλλά δεν μπόρεσα να βρω άκρη μέσα από την ισραηλιτική κοινότητα. Έψαξα, αλλά δεν μπόρεσα. Είναι λίγο κλειστοί. Λίγο… πώς να στο πω; Δεν ανοίγονται εύκολα. Τέλοσπαντων. Πάμε παρακάτω; Μιλούμε για τα χρόνια του Γυμνασίου. Λοιπόν, η κοινωνική μου ένταξη… το ένα σκέλος, το αναπόφευκτο ήταν η οικογένεια και το κυνηγητό που υφίστατο η οικογένεια από τη Δεξιά. Οπότε, αυτομάτως, εγώ τοποθετούμουν στην Αριστερά, αφού δεν ήμουνα Δεξιά. Αφού η Δεξιά με κυνηγούσε, ήμουνα Αριστερή. O.K. Τι είδους Αριστερή ήμουνα όμως; Κατάλαβα, εκ των υστέρων, ότι ο Κομμουνισμός δεν είναι για μένα. Η αριστεροσύνη μου διαμορφώθηκε, πρώτον, από τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωνα, που με εξωθούσε, οπωσδήποτε, στην αντίπαλη όχθη και το άλλο η κλασική ρωσική λογοτεχνία. Διάβαζα σαν τρελή. Έχω ξεσκονίσει τον Τολστόι. Βλέπω σκηνή από ένα έργο, μία σκηνή και αμέσως λέω: «Είναι το τάδε». Ήταν η εποχή… ξέρεις... όταν είσαι 16-17 χρονών, τα ρουφάς όλα σαν σφουγγάρι, τα τοποθετείς όλα, ταυτίζεσαι με πάρα πολλά πράγματα. Ας πούμε, αποκλείεται να δω οποιαδήποτε βερσιόν του «Πόλεμος και Ειρήνη» και να μην αναγνωρίσω τα πρόσωπα από την πρώτη σκηνή. Μου έχει συμβεί τρεις φορές. Διαφορετικές βερσιόν. Ο αριστερισμός μου, λοιπόν, είναι θρεμμένος με τα νάματα του Τολστόι, που έχει μέσα την κοινωνική δικαιοσύνη και το κίνημα του Χριστού, που είναι το ίδιο. Έλεγα σε μία φίλη μου, δεν υπάρχει πια στη ζωή, τη Δήμητρα την Τσαγκάρη, η οποία ήτανε πιστή με την ορολογία του κλήρου, ας πούμε. Εκκλησία, εκκλησιασμός, νηστεία… πώς το λένε; Τέλοσπαντων. Και εγώ της έλεγα: «Κοίταξε. Αυτά δεν τα καταλαβαίνω. Όμως, το Χριστό εγώ τον γνώρισα». Με κοίταγε η Δήμητρα. «Ναι» της λέω. Πολλά παλικάρια που θυσιάσαν τη ζωή τους για το καλό των άλλων. Αυτό είναι ο Χριστός για μένα. Μόνο που ήταν οι συγκυρίες τέτοιες, ώστε διαμορφώθηκε μία θρησκεία και έμεινε. Μπορεί στα χέρια του κλήρου πάρα πολλές από τις επιταγές του Χρήστου να έχουν αλλοιωθεί, π.χ. το «πένητες διάγετε». Τους βλέπεις στολισμένους σαν παγώνια και λες: «έλεος». Ο «έχων δύο χιτώνας…» που πήγε; Εδώ φοράνε απανωτά πέντε χιτώνες βαριούς και χρυσοποίκιλτους. Τέλοσπαντων. Το αίτημα το δικό μου ήταν κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό. Ήθελα να μπορώ να δουλέψω. Ήθελα να μπορώ να σπουδάσω. Ήθελα να πάω να δώσω εξετάσεις χορτάτη, διότι μία φορά είχα παραισθήσεις από την πείνα και η μάνα μου τρόμαξε. Νόμιζε ότι είμαι υπνοβάτης. Πήρα το γυαλί της γκαζόλαμπας, το γύρισα ανάποδα και πήγα να το γεμίσω νερό απ’ το νιπτήρα που είχαμε το μουσλούκι, εκείνο το ντεποζιτάκι με το νερό. Ναι. Πήγα να το γεμίσω νερό και πήγα να πιω από κει και από τη μυρωδιά του πετρελαίου ξύπνησα. Η μάνα μου πήγαινε κάθε 6 μήνες, δηλαδή δύο φορές το χρόνο, να μάθει την πρόοδο. Όσο περιμέναν έξω από το γραφείο η μια έλεγε: «Εγώ έκανα στη Μιμίκα κουραμπιέδες που της αρέσουν». Η άλλη λέει: «Εγώ της έκανα μέσα τυροπιτούλες που διάβαζε το καημένο να έχει κάτι να τσιμπάει». Όλες κάτι κάνανε. Η μάνα μου η καημένη τι να πει; Που δεν είχε ούτε να με ταΐσει. Μπαίνανε μέσα όλες. Φεύγανε με το κεφάλι κατεβασμένο, διότι πέφτανε σε διάφορα μαθήματα. Έμπαινε η μάνα μου. «Είμαι η μητέρα της Παπατσαρούχα». «Α! Η Παπατσαρούχα»… και λέει η μάνα μου: «Δύο πιθαμές ψήλωνα βγαίνοντας». Όταν μπαίνανε, ήταν ψηλές εκείνες. Όταν βγαίναμε, εγώ ήμουνα ψηλότερη. Αυτό ήτανε. Πώς να στο πω; Απλοϊκά, έπαιρνα [01:10:00]εκδίκηση. Καλά. Ήμουνα και έξυπνο παιδί, αλλά το καλλιεργούσα αυτό το πράγμα, δηλαδή έλεγα: «Ο μόνος τρόπος να υπάρξω, να έχω πρόσωπο σε αυτή την κοινωνία δεν είναι ούτε το λούσο ούτε η θέση του πατέρα μου ούτε, ούτε, ούτε. Ένα προσόν έχω. Αυτό θα αναδείξω. Ήμουνα έξυπνη. Ήμουνα καλή μαθήτρια. Θυμάμαι, επειδή διάβαζα κιόλας… ρωτάει η Μαρίκα η Μπάμιου, η φιλόλογος μας, συμπατριώτισσά μας που διορίστηκε εκεί και αναγκάστηκε να είναι πολύ αυστηρή, γιατί, όταν είσαι μέσα στον ίδιο σου τον τόπο, θα πέσουν όλοι από πάνω σου. Ρωτάει μία φορά, λοιπόν, η Μαρίκα: «Τι θα πει εκδίδω;». Εντάξει. Εκδίδω βιβλία. Εκδίδω εφημερίδα. Ναι, αλλά εκδίδω και γυναίκες. Οπότε, σηκώνω το χέρι μου εγώ. «Πες μας Ειρήνη». «Εκθέτω κάτι ή κάποιον στη διάθεση του δήμου, του κοινού», όπου τα συμπεριλάμβανε όλα. Και τον μαστροπό. Κατάλαβες; Αυτό κανένα άλλο παιδί δεν θα το έλεγε στο Σουφλί εκείνα τα χρόνια. Εγώ ήξερα την έννοια του «εκδίδεται». Αυτή εκδίδεται ή αυτός εκδίδει την αδερφή του. Αυτή ήταν η πρωτιά η δική μου. Εκεί μπορούσα να διαπρέψω και το 'κανα. Και το ‘κανα με μεγάλη χαρά και μεγάλη επιτυχία. Όταν φεύγαμε για το πανεπιστήμιο, κάποιος καθηγητής είπε: «Η μόνη που θα έπρεπε να πάει στο πανεπιστήμιο μένει εδώ». Και λέω: «Κάντε κάτι για να μπορέσει να πάει κι αυτή». Μία υποτροφία. Αλλά μπορούσαν; Δεν μπορούσαν. Οπότε, το πανεπιστήμιο πάπαλα.

Ε.Μ.:

Το πανεπιστήμιο δεν μπορούσα να το πλησιάσω για λόγους οικονομικούς. Δεν είχα λεφτά για να κατέβω στη Θεσσαλονίκη με τίποτα. Μπορούσα να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί είχαν καταργηθεί τα κοινωνικά φρονήματα για τα πανεπιστήμια. Ισχύαν, όμως, για τις παιδαγωγικές ακαδημίες. Στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης μπορούσα να πάω. Ήταν μία θεία μου, ξαδέρφη της μητέρας μου, πολύ γλυκός άνθρωπος. Είχα μείνει στο σπίτι της. Με είχε φιλοξενήσει, όταν η μάνα μου ήταν εξορία. Με είχε φιλοξενήσει η θεία Αθηνά, ξαδέρφη της μαμάς μου, πολύ καλός άνθρωπος. Αθήνα Καραχλή. Ό,τι έχει μείνει από την οικογένεια τώρα είναι στην Αλεξανδρούπολη. Η θεία Αθηνά, λοιπόν, είπε: «Έλα! Eσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαβάζεις και να πηγαίνεις καλά στα μαθήματά σου. Eγώ θα σε φιλοξενήσω. Σπίτι θα έχεις. Φαγητό θα έχεις. Εσύ θα έχεις μονάχα το διάβασμα». Έλα που υπήρχαν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Λοιπόν, τελειώνουμε το γυμνάσιο. Με φωνάζει ο… πώς τον λέγανε; Πέτσα. Πέτσας. Ναι. Ο διοικητής του τμήματος. Ο Στέφανος, ο γαμπρός μου, ο άντρας της αδερφής μου της Παγώνας, τότε ακόμα ήταν φίλοι. Ζευγάρι, αλλά ξέρεις στην επαρχία το ζευγάρι αν δεν νομιμοποιήσει τη σχέση, ουσιαστικά, δεν υπάρχει. Είναι φίλοι. Ερχόταν σπίτι μας και μου ‘κανε καλό, γιατί, σου είπα, ο Κώστας ο Τοπούζης και ο Στέφανος Στεφάνου ήταν αυτοί που με φέρανε σε επαφή, πιο συγκεκριμένη, με τα σύγχρονα πνευματικά ρεύματα. Φαντάσου ότι την Françoise Sagan, που είναι συνομήλικη μου, που δεν την έχω γνωρίσει ποτέ ούτε στη Θεσσαλονίκη ούτε στην Αθήνα ούτε στην Αλεξανδρούπολη. Εγώ είχα διαβάσει το “Bonjour Tristesse” στο Σουφλί. Το '55 βγήκε και μεταφράστηκε; Η Françoise Sagan ήταν το παιδί-θαύμα εκείνης της εποχής. Κατρακύλησε άσχημα, βέβαια, μεγαλώνοντας, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν αστέρι όταν έβγαλε αυτό το βιβλίο. 14-15 χρονών ήταν, όταν έβγαλε το “Bonjour Τristesse”, «Καλημέρα Θλίψη». Με ενημερώνανε, με φροντίζανε και υπήρχε και ένας καθηγητής στη γειτονιά του Στέφανου, του γαμπρού μου, του Στεφάνου, ο Τυρόπουλος, που τώρα πρόσφατα έμαθα ότι αυτός ήταν Αριστερός. Εγώ δεν τον γνώρισα ποτέ. Είχε, όμως, μία καταπληκτική βιβλιοθήκη, απ’ όπου έπαιρνα εγώ βιβλία. Και ο Στέφανος και ένας άλλος φίλος μας, ο Αριστείδης, μού φέρνανε βιβλία απ’ τον Τυρόπουλο. Το τι διάβασα εκείνα τα χρόνια… το τι διάβασα… και βασικά κλασική ρώσικη λογοτεχνία. Πολύ ωραίο πράγμα. Και αισθητικά και από άποψη κοινωνικής, ας πούμε, κριτικής και ελέγχου. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που είχα πρόσβαση σε αυτή τη βιβλιοθήκη. Είχα διαβάσει, ας πούμε, τα «Ανοιξιάτικα Νερά» του Τουργκένιεφ. Η άλλη μετάφραση είναι «Ανοιξιάτικες Βροχές» και θυμάμαι είχαμε ραντεβού με τη μάνα σου και με την αδερφή μου, την Πόπη, να πάμε σινεμά. Εγώ θα πήγαινα από την ΕΡΤ, που δούλευα, κατευθείαν. Το ραντεβού μας ήταν στην Αλκυονίδα. Με περιμένανε, λοιπόν, στη γωνία η Πόπη και η Λενιώ. Μιλώ για τη Λενιώ την Τερζή-Κολοβού. Και κοιταζόμασταν, ώσπου να ανοίξει το φανάρι. Μπαίνουμε λοιπόν. Κάποιο πείραγμα μου κάνανε εμένα πολύ σοκαριστικό. Γελάσαμε. Μπαίνουμε μέσα και αρχίζει η ταινία. Νομίζω πως η ταινία είχε τον τίτλο «Στη Φωλιά της Μπουρζουαζίας». Αρχίζουν και πέφτουν οι τίτλοι πάνω σε υδατογραφίες. Πολύ απλές. Και λέω: «Ρε παιδί μου! Αυτές οι εικόνες μου θυμίζουν τα "Ανοιξιάτικα Νερά" του Τουργκένιεφ». Και λέει η Πόπη, η αδερφή μου, η οποία διάβαζε όλες τις κριτικές πριν πάει σινεμά: «Μα, σε μία νουβέλα του Τουργκένιεφ στηρίζεται το έργο», δηλαδή φαντάσου πόσο με επηρεάζανε από κάθε άποψη αυτά τα διαβάσματα. Μπαίνανε μέσα μου. Χορεύανε μες στο μυαλό μου και αισθητικά και ιδεολογικά και από κάθε άποψη. Ναι... έτσι μου λέει. «Μα σε μία νουβέλα του Τουργκένιεφ στηρίζεται η ταινία». Αυτή ήταν η μύηση μου, λοιπόν, στην Αριστερά και άνθρωποι που εκτιμούσα ήτανε Αριστεροί. Ο Στέφανος, ας πούμε, ο Στεφάνου. Ήταν εξορία. Ο Στέφανος με ένα καταπληκτικό μυαλό, χορευταράς, τραγουδισταράς. Όταν ήταν με άδεια στο Σουφλί, οργάνωνε θέατρα, οργάνωνε χορωδίες. Δεν ήξερε η αστυνομία από που να τον πιάσει. Όλα τα παλικαράκια και οι κοπέλες τον αγαπούσανε. Έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, μαθηματικά, φιλολογικά. Όποιος έπεφτε ο Στέφανος και με το τίποτα σχεδόν. Οπότε, οι άνθρωποι που εκτιμούσα και αγαπούσα και που είχαν μία ξεχωριστή λάμψη γύρω μου ήταν Αριστεροί. Οπότε, ήταν αυτονόητο ότι… πώς να το πω… θα πω: «Εδώ ανήκω! Με αυτούς ανήκω». Και έτσι διήνυσα όλη μου την πορεία ως Αριστερή. Και στην εξορία, με τη Δικτατορία, εκεί μπόρεσα να ανακαλύψω μέσα σ' αυτή την ιδεολογία τα δικά μου τα όρια, σε τι συμφωνώ με τους άλλους και σε τι διαφωνώ με τους άλλους. Δεν μπορώ το φανατισμό. Δεν μπορώ τη μισαλλοδοξία. Εγώ, μπορεί να είναι και μειονέκτημα, αλλά δυσκολεύομαι πολλές φορές, πολύ συχνά, να πάρω θέση σε πολύ σοβαρά πράγματα, γιατί σκέφτομαι πολύ το δίκιο του άλλου. Διαφωνώ, αλλά προσπαθώ να καταλάβω γιατί διαφωνώ. Πού στηρίζεται αυτός; Πού στηρίζομαι εγώ; Και μήπως υπάρχει -πώς να το πω;- μία προσωπική προκατάληψη; Μήπως δεν είναι δηλαδή αντικειμενική η διαφωνία, αλλά αφορά προσωπικό μου πρόβλημα; Αυτό μπορεί να είναι καλό, μπορεί να είναι και κακό. Εν πάση περιπτώσει, στη νεολαία της Ε.Δ.Α μου λέγανε: «Α! Στη διακομματική θα πάει η Ειρήνη, γιατί, εντάξει μωρέ, αυτή ξέρει και χαμογελάει και δεν τσακώνεται». Νόμιζαν ότι αυτό είναι το πρόβλημα: που ξέρω να χαμογελάω και δεν τσακώνομαι. Οπότε, καλή ήμουνα στη διακομματική, δηλαδή να κάνουμε μια διακομματική για τα μάτια, αλλά εμείς επιμένουμε στις δικές μας θέσεις. Αυτό δεν είναι διακομματική. Στην εξορία, πολύ νωρίς, κατάλαβα ότι, το έχω γράψει κιόλας αυτό, διαβάζουμε και σχολιάζουμε με διαφ[01:20:00]ορετικό τρόπο οι σύντροφοι, οι συντρόφισσες κι εγώ τα γεγονότα. Θυμάμαι την Ουρανία τη Νιζαμίδου. Δεν υπάρχει πια στη ζωή. Όταν πιάσανε την Ουρανία και τον Γιάννη, τον άντρα της, ο μεγάλος γιος ήτανε φαντάρος και το μικρότερο είχε μείνει στη γειτονιά απροστάτευτο. Οι γειτόνισσες του δίνανε κάτι να φάει, αλλά φοβόντουσαν να το πάρουνε στο σπίτι να το φιλοξενήσουν και το παιδάκι, όπως έμαθα, κοιμόταν κάτω από τη σκάλα. Η Ουρανία, πολλές φορές, το βράδυ, στο προαύλιο του θαλάμου περπατούσε ως αργά. Όλες είχαμε μαζευτεί μέσα και κοιμόμασταν και η Ουρανία έκανε βόλτες. Το ‘χα μάθει το πρόβλημα και μου ερχόταν να της πω: «Ουράνια, κανε δήλωση και φύγε!», αλλά δεν τόλμησα να της το πω ποτέ, γιατί είπα: «Είναι θέμα της δικής της συνείδησης». Εγώ θα κάνω τη μεγαλόψυχη και θα της πω ότι «για μένα δεν υπάρχει πρόβλημα. Κανε δήλωση να πας στο παιδάκι σου». Η δική της συνείδηση όμως; Με τη δική της συνείδηση τι θα κάνει; Έχω δικαίωμα εγώ να γίνω συνείδηση της; Να της δείξω κατανόηση. Να της δείξω συμπάθεια. Εντάξει. Δεν μπορώ εγώ να της υπαγορεύσω τι θα κάνει. Η εξορία ήταν για μένα πολύ μεγάλο σχολείο. Ωρίμασα. Ωρίμασα. Γιατί… η γνωριμιά μου με το Χρόνη ήταν πολύ δυναμική, αλλά θα μπορούσε να αποβεί και αρνητική, γιατί τον θαύμαζα. Ήτανε ο ήρωας που κινδύνεψε να εκτελεστεί και γλίτωσε. Ήταν πεισματάρης και ήξερε να επιμένει σε αυτό που αποφάσιζε να υποστηρίξει, ενώ εγώ δεν μπορούσα να βρω επιχειρήματα εύκολα για τις δικές μου τις ιδέες και ίσως επειδή ακριβώς πάντα ψάχνω να βρω που είναι το δίκαιο του αλλουνού. Για να γίνεις -πώς να στο πω;- αποτελεσματικός με τις ιδέες σου, πρέπει να αγνοήσεις εντελώς τον άλλονα. Πρέπει μέσα σου να πεις ότι «Αυτός είναι σκάρτος. Είναι ψεύτης. Είναι βλάκας. Άρα εγώ»! Αυτό, όμως, δεν προάγει τίποτα, δηλαδή είναι σαν να παλεύουν δύο παλαιστές χωρίς μυαλό ποιος είναι πιο δυνατός, ποιος έχει τα πιο αποτελεσματικά επιχειρήματα, αλλά τα επιχειρήματα δεν έχουνε πάντα καλή σχέση και με την ιστορία και με τη λογική. Είναι θέμα συγκυριών. Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητή. Η εξορία με βοήθησε να πατήσω στα πόδια μου, γιατί, μέχρι τότε, είχα το κόμπλεξ ότι «Αυτοί είναι αγωνιστές που δοκιμάστηκαν. Εγώ δεν έχω βρέξει τα ποδαράκια μου μέχρι τώρα». Εντάξει. Η οικογένειά μου, αλλά εγώ δεν βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα περίστροφο ποτέ. Δεν έφαγα ξύλο. Δε βασανίστηκα. Εντάξει, έφαγα κάτι κλωτσιές σε διαδηλώσεις. Μου τράβηξαν λίγο τα μαλλιά. Εντάξει. Δεν κινδύνευσα. Δεν ξενύχτησα σε απομόνωση. Πέρασα και τέτοια, βέβαια. Η Δικτατορία... δηλαδή τα 3,5 χρόνια που έμεινα στην εξορία με βοήθησαν να ανακτήσω τον αυτοσεβασμό μου και την εμπιστοσύνη στο δικό μου μυαλό. Πολύ μεγάλη υπόθεση. Και νομίζω πως μόνο όταν αναλάβει κανείς ως προσωπική του υπόθεση έναν αγώνα, τότε μπορεί να τον τελειώσει δίχως ουσιαστικές απώλειες. Διαφορετικά, εάν μένεις σ' ένα μετερίζι επειδή φοβάσαι την κατακραυγή, επειδή αυτό λέει η γραμμή του κόμματος, επειδή, επειδή, επειδή, δεν είναι αρκετά επιχειρήματα για να σε κρατήσουνε -πώς να στο πω;- διανοητικά ζωντανό και ευαίσθητο. Μόνο εάν ταυτίσεις τον αγώνα σου με κάποιες κάποια προσωπικά αιτούμενα, μόνο τότε, δηλαδή να το κάνεις προσωπική σου υπόθεση, τότε μονάχα μπορείς να αντέξεις δίχως μεγάλες απώλειες, δίχως πνευματικές απώλειες, δίχως μιζέρια. Εγώ πιστεύω ότι από την εξορία βγήκα πιο γόνιμη, πιο δημιουργική, πιο ευάλωτη και πιο ανθρώπινη, αλλά αυτό έχει κόστος, γιατί πια δεν στηρίζεσαι σε κανέναν άλλον. Λες: «Εγώ αποφασίζω και πληρώνω το κόστος της απόφασης μου». Και το είπα. Με καλούσε συχνά ένας τύπος. Τη μία μου συστήθηκε «Αναστασάκος». Την άλλη «Αναστασέας». Την άλλη… ξέρω γω πως. Τάχα μου φοιτητής. Μιλώ τώρα για τη Γυάρο. Τάχα μου φοιτητής. Τάχα μου έτσι. Τάχα μου αλλιώς. Και κάθε φορά η συζήτηση ήτανε: «Γιατί δεν κάνεις δήλωση; Αφού δεν είσαι κομμουνίστρια», γιατί μου ζητούσε να αποκηρύξω τον κομμουνισμό. Του έλεγα: «Τι να αποκηρύξω; Αφού δεν είμαι κομμουνίστρια. Μου ζητάτε να αποκηρύξω το βουδισμό που δεν είμαι βουδίστρια; Δεν μου ζητάτε». Μου λέει: «Αφού δεν είσαι κομμουνίστρια. Γιατί δεν το αποκηρύσσεις;». Του λέω: «Καθ’ υπαγόρευση δεν θα αποποιούμουν ούτε τη μαργαρίτα που φοράω στο πέτο μου αυτή τη στιγμή». Φορούσα μια μαργαρίτα. Ναι. Στολιζόμουνα. Και με κοιτάγανε οι άντρες σαν να λέγανε: «Αυτό το χαζό δεν κατάλαβε που βρίσκεται», ενώ εγώ υπερασπιζόμουνα την ομορφιά και προς τα μέσα και προς τα έξω. Κι εγώ να νιώθω όμορφα, αλλά και να δείχνω όμορφη, γιατί είναι χρέος η ομορφιά. Και είναι ευλογία η ομορφιά, γιατί δεν είναι μόνο θέμα εικόνας. Είναι… «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Αυτό είπε ο Ντοστογιέφσκι. «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Αυτό πίστευα πάντα. Δεν το είχα ακούσει για το Ντοστογιέφσκι ότι είπε αυτή τη φράση, αλλά πίστευα ότι η ομορφιά είναι προσφορά. Δεν είναι μόνο η εικόνα στον καθρέφτη. Τέλοσπαντων. Πάμε παρακάτω; Για τον τύπο που με καλούσε, λοιπόν, στο διοικητήριο κάθε τόσο. Με κάλεσε 3-4 φορές και την τελευταία φορά… εκεί τα χρειάστηκα, Δημήτρη, διότι το γραφείο του υπήρχε… και το κρεβάτι του ξέστρωτο και καμιά καρέκλα. Μόνο η καρέκλα του γραφείου του. «Καθίστε» μου λέει. Πού να κάτσω εγώ; Μία Ρηνιώ 27-28 χρονών. Πού να κάτσω; Του λέω: «Δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά πράγματα για να καθίσω» του λέω. «Πείτε μου τι θέλετε». Αρχίζει η γνωστή ιστορία. «Γιατί δεν κάνεις δήλωση και δεν αποκηρύσσεις τον κομμουνισμό, αφού λες ότι δεν είσαι κομμουνίστρια;». Του λέω: «Δηλαδή, αν πω ότι είμαι κομμουνίστρια, θα πάψετε να με καλείτε;». «Ναι, βεβαίως!», μου λέει. «Ε! Είμαι κομμουνίστρια!» Και για πρώτη φορά του λέω: «Ε! Είμαι κομμουνίστρια!». «Έτσι μπράβο», μου λέει. «Σαν άντρας προς άντρα». «Ακριβώς» του λέω. «Σαν άντρας προς άντρα». Και τελείωσε. Ευτυχώς. Γιατί τα χρειάστηκα. Εκείνη τη φορά τα χρειάστηκα. Πραγματικά. Το διοικητήριο κάτω, κοντά στη θάλασσα, για τις φυλακές και για τους θαλάμους των γυναικών έπρεπε να ανέβεις σκαλιά και σκαλιά. Πού να φωνάξεις και ποιος να σε ακούσει; Πού να σε ακούσει; Τέλοσπαντων. Αυτό. Είχα και αυτή την εμπειρία, αλλά σου λέω: «Μέσα από αυτά γινόμαστε. Μέσα από αυτά πλάθεται ο χαρακτήρας μας». Δε μπορείς. Άμα περπατάς, συνέχεια, σε μία πεδιάδα με σκιές και λουλούδια τι μπορεί; Αν δεν δώσεις μάχες, δεν μπορείς να ανακαλύψεις τη δύναμή σου. Δεν ξέρεις ποιος είσαι. Το ποιος είσαι το ανακαλύπτεις στην αντιπαράθεση σου με το έτερον. Ό,τι κι αν είναι το έτερον, είτε όσον αφορά το φύλο είτε όσον αφορά τις κοινωνικές συνθήκες. Μόνο σε αυτήν την αντιπαράθεση μπορείς να ανακαλύψεις τα όριά σου, τις δυνατότητές σου, τα συν και τα πλην. Πηδάω απ’ το ένα στο άλλο. Πάω πίσω-μπρος. Πειράζει; Λοιπόν, δεν ξέρω αν πρέπει να λέω ονόματα, γιατί αυτό που θα πω είναι πολύ σκληρό. Είναι πολύ σκληρό και οι γυναίκες έχουν πεθάνει πια. Δεν θα πω τα ονόματά. Τα έχω πει σε συντροφιές, αλλά δεν θα το πω εδώ. Είμαστε στην Αλικαρν[01:30:00]ασσό, στην Κρήτη. Οι φυλακές της Αλικαρνασσού ήταν μοντέρνες τότε. Δεν είχαν χτιστεί ακόμα οι φυλακές του Κορυδαλλού. Διώροφες, αλλά μπορείς και από το δεύτερο όροφο να βλέπεις κάτω το ισόγειο, γιατί τα κελιά είναι γύρω-γύρω και υπάρχει ένα τεράστιο οβάλ, που είναι ανοιχτό μέχρι κάτω και γύρω-γύρω είναι τα κελιά και στους δύο ορόφους. Είμαι υπηρεσία στην παρέα. Πλένω πιάτα, καθαρίζω τουαλέτες και τελειώνω. Την ώρα που τελειώνω λοιπόν και κρατάω και την πετσέτα στα χέρια μου βλέπω μία συντροφιά, που ακόμα κάθεται στο τραπέζι, στη γέφυρα που ένωνε τις δύο πτέρυγες και κουβεντιάζει. Ανάμεσά τους και μία ηγετική, εντός εισαγωγικών, μορφή του στρατοπέδου, τέως βουλευτίνα της Ε.Δ.Α, η οποία αφηγείται κάτι, αλλά προφανώς το κάνει με πρόθεση να διαπαιδαγωγήσει εμένα, διότι εγώ, πριν από λίγο καιρό, είχα πάει στο κελί μιας κοπέλας που είχε κάνει δήλωση και όλες την αποφεύγανε σαν να ήτανε μίασμα και εγώ πήγα, γιατί την ήξερα κι απέξω. Συνομήλικες ήμασταν. Και πήγα και έκατσα κοντά της στο κελί της και μιλήσαμε και μου έκανε εντύπωση. Όταν πήγα, ήταν στο βάθος του κελιού και έλαμπαν τα μάτια της σαν αγρίμι, που είναι παγιδευμένο στη φωλιά του και ξέρει ότι δεν θα γλιτώσει. Πήγα λοιπόν. Καμία άλλη δεν είχε πάει. Ούτε παλιές της φίλες. Πήγα και μιλήσαμε. Τη ρώτησα «γιατί;». Μου έδωσε μία εξήγηση, που δεν την πίστεψα, αλλά, εν πάση περιπτώσει, είπα μέσα μου: «Ο καθένας δίνει ό,τι μπορεί και αντέχει όσο μπορεί». Αυτό, βέβαια, δεν άρεσε στις σκληροτράχηλες και… αφηγούνταν μία ιστορία, παλιά. Την εποχή του εμφυλίου είχε συλληφθεί μία κοπέλα αντάρτισσα, έγκυος. Συνέβαιναν κι αυτά. Άντρες και γυναίκες ήτανε. Την πιάσανε λοιπόν και την πήγαν εξορία. Εκεί, η κοιλιά μεγάλωσε κι έπρεπε η κοπέλα να γυρίσει στον κόσμο να γεννήσει. Δεν είχε ούτε επιταγές ούτε αλληλογραφία. Τίποτα. Από κανέναν. Ποιος ξέρει από ποιο χωριό ήτανε. Ποιος ξέρει τι είχε αφήσει πίσω της και τι θα αντιμετώπιζε βγαίνοντας. Έκανε δήλωση λοιπόν. Στο Τρίκερι νομίζω… ή στη Μακρόνησο; Δεν ξέρω. Πάντως, την εποχή του Εμφυλίου. Και περιγράφει η Μ.: «Έβαλε τα πράγματά της σε δύο κούτες από γάλατα -πού να βρει βαλίτσα η κοπέλα;- και ήταν βαριά και με την κοιλιά εκεί δεν μπορούσε να τα σηκώσει, αλλά καμιά μας δεν πήγε να τη βοηθήσει» και το 'λεγε αυτό με καμάρι. Οπότε, εγώ, που κράταγα και την πετσέτα στα χέρια, που τελείωσα την υπηρεσία… λέω: «Καλά. Να το σκέφτεσαι αυτό πάνω στο φανατισμό και στην φλόγα του Εμφυλίου το καταλαβαίνω. Μετά από τόσα χρόνια να το αφηγείσαι και να μην ντρέπεσαι που δεν τη βοηθήσατε… ε όχι»! Και πετάω την πετσέτα και φεύγω. Αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ, γιατί είναι από τα πράγματα που δεν ήταν στο χαρακτήρα μου. Ήμουνα μαζεμένη γενικά. Δεν συγκρουόμουν εύκολα. Δεν συγκρούομαι εύκολα, αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε -πώς να το πω;- κάθε δυνατότητα κατανόησης. Ξεπερνούσε τα όρια. Για μένα, ήταν από κάθε άποψη απαράδεκτο. Το ότι πέταξα την πετσέτα και έφυγα ήταν μία μικρή νίκη. Γι’ αυτό σου λέω ότι η εξορία μου έκανε καλό. Τα 3,5 χρόνια δεν πήγαν χαμένα. Ήτανε σαν ένα σχολείο αυτογνωσίας. Κατάλαβα πάρα πολλά πράγματα. Κατάλαβα ότι όλοι οι δικοί μας, εντός εισαγωγικών δικοί μας, δεν είναι εξ ορισμού εντάξει. Πρέπει να ψάξεις πολύ για να καταλάβεις. Αυτός ο δικός μας, εντός εισαγωγικών, πόσο κοινή σκέψη και κοινή εκτίμηση για τα πράγματα είχε με σένα; Σε τι συμφωνείτε; Σε τι δεν συμφωνείτε; Αυτά. Υπάρχουν και πολλά άλλα. Υπάρχουν και πολλά άλλα, αλλά νομίζω πως έχω εξαντληθεί. Έχεις καμία ερώτηση;

Δ.Κ.:

Ήθελα να ρωτήσω αν θέλεις να μας πεις και για το Χρόνη μερικά πράγματα.

Ε.Μ.:

Για το Χρόνη! Ναι!

Δ.Κ.:

Πώς γνωριστήκατε;

Ε.Μ.:

Για το Χρόνη… ο Χρόνης για μένα ήτανε ο αντί-πρίγκιπας, που ήταν το πρότυπο, όμως, στα κορίτσια της δικής μου της κατηγορίας, δηλαδή ένας Χριστός της γειτονιάς, το παιδί που ξεπερνάει όλους τους φόβους και όλα τα κυνηγητά και μένει πιστός στην ένταξη του σε μία ιδεολογία για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό. Ένας καλύτερος κόσμος ήταν και το δικό μου αιτούμενο. Η γνωριμία μας ήτανε… εγώ, τα πρώτα χρόνια, δεν ανέβαινα στα γραφεία της Ε.Δ.Α. Ο Λάκης, ο αδερφός μου και η Παγώνα, η αδερφή μου, ανεβαίνανε. Τώρα, μιλώ για Θεσσαλονίκη. Ήταν τότε που γνώρισα και τη μάνα σου, που ήταν πιτσιρίκα. Το Λενάκι. Έχουμε 10 χρόνια διαφορά, δηλαδή αν εγώ ήμουνα 19 χρονών, το Λενάκι θα ήταν 9 και η Τούλα, η αδερφή της μικρότερη και ο Λεωνίδας ακόμα πιο μικρός. Συγκατοικούσαμε με τη θεία της, τη Θοδώρα τη Ζηκίδου, αδερφή της μητέρας της. Η μητέρα της Λενιώς, δεν ξέρω αν σου τα έχουνε πει αυτά, έφυγε από το Σουφλί, Επονίτισσα, για να γλιτώσει τη φυλακή και την εξορία. Κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, γνώρισε τον Βασίλη, που ήταν ένας Χριστός κι αυτός. Και στο επάγγελμα, ξυλουργός. Έτσι, με ένα γαλήνιο πρόσωπο, γαλανά μάτια. Ένας πράος άνθρωπος. Τον γνώρισα. Ήτανε… τι να σου πω; Μα την αλήθεια! Ένας Χριστός, δηλαδή αν ζωγράφιζα το Χριστό, θα έβαζα πρότυπο τον Βασίλη. Λοιπόν, δεν ανέβαινα στα γραφεία, αλλά ανέβαιναν τα παιδιά. Είχε γίνει ένας ντόρος εκείνο τον καιρό. Ο Χρόνης ήταν εξορία. Ήταν στον Άη Στράτη, αλλά είχε μία μητέρα καρκινοπαθή, που ήταν σε κακή κατάσταση. Φρόντισαν, λοιπόν, οι βουλευτές της Ε.Δ.Α να βγει με άδεια, γιατί βγαίνανε με άδεια τότε. Πήγε, λοιπόν, ο Χρόνης με άδεια και τα Χριστούγεννα τον ξαναπιάσανε. Έμεινε τα Χριστούγεννα έξω και με το που περνάνε τα Χριστούγεννα, τον ξαναπιάνουνε. Ξανά ίδια βήματα. Ντόρος στις εφημερίδες. Τον ξαναφήνουνε. Είναι Πρωτοχρονιά λοιπόν και πάμε σε ένα σύντροφο, που τον λέγανε Βασίλη, να του ευχηθούμε οικογενειακώς, η Παγώνα, ο Λάκης και η μικρή αδερφή μαζί. Και ήτανε και ο Χρόνης εκεί, καθισμένος σ' ένα χαμηλό ντιβάνι. Φορούσε ένα γκρι κουστούμι, αν θυμάμαι καλά. Ωραίος. Και μας συστήνουνε. «Και Χρόνης Μίσσιος». «Α!». Δίνω το χέρι μου. Και προφανώς, μου άρεσε, αλλά για να αντιδράσω έτσι, έπρεπε κάτι να κρύψω, γιατί αντέδρασα ειρωνικά. Είπα: «Α! Εσύ είσαι ο ήρωας;», γιατί ήξερα τον ντόρο που είχε γίνει. Ναι. Ο Χρόνης μου είπε, χρόνια μετά, τι σκέφτηκε εκείνη την ώρα, αλλά δεν το λέω. Τι θες εσύ; Ναι. Αυτό. Μετά τον ξαναπιάσανε πάλι. Σε λίγες μέρες τον έστειλαν εξορία. Ο Χρόνης έστελνε, καμιά φορά, καμιά κάρτα στο Λάκη, στην Παγώνα και χαιρετίσματα σε μένα. Εγώ από άλλο ανέκδοτο. Στο πανεπιστήμιο, με τις δικές μου δραστηριότητες, τα δικά μου τα φλερτάκια. Εντάξει, γιατί φλερτάκια ήταν τότε. Δεν μπορούσες να έχεις σχέση με την έννοια της σχέσης που έχουμε σήμερα. Όχι. Σε κοιτώ. Με κοιτάς. Έτσι; Ξαναβγαίνει ο Χρόνης σε μία φάση και του αναθέτουν να παρακολουθεί τη Νεολαία του πανεπιστημίου. Εντωμεταξύ, εγώ αρχίζω και ανεβαίνω πια στα γραφεία της Ε.Δ.Α και του αναθέτουν να παρακολουθεί τη Νεολαία του πανεπιστημίου, γιατί ο Γραμματέας της Νεολαίας, γενικά, εκείνη την εποχή είχε πέσει σε δυσμένεια. Τον υποψιάζονταν ότι συνεργ[01:40:00]αζόταν με την Ασφάλεια. Έχουμε ένα ακτίφ, λοιπόν, στα γραφεία της Ε.Δ.Α, που ήταν τότε στην οδό Ερμού, αν θυμάμαι καλά, ναι, της Θεσσαλονίκης, πάνω από μαγαζιά και κάποιος στο ακτίφ… ήτανε και η Καίτη Τσαρουχά, ο Αλέκος ο Γρίμπας, ο Μυρσίνης. Από κορίτσια δεν ξέρω. Νομίζω πως κορίτσια μόνο εμείς οι δύο ήμασταν. Δεν θυμάμαι καλά. Κάποιος ρωτάει: «Τι είναι ρεβιζιονισμός;» και εγώ, ως φοιτήτρια της Φιλολογίας, πάω να σηκώσω το χέρι μου να απαντήσω. Η ερώτηση ήταν για το Χρόνη. Οπότε, λέω: «Συγνώμη. Να απαντήσει ο καθοδηγητής». Ο Χρόνης, όμως, ως πονηρός κομμουνιστής σου λέει: «Εγώ πρέπει να μιλήσω τελευταίος, για να είναι η τελευταία εντύπωση που θα μείνει». «Ας μιλήσει ή μικρά». Και λέω: «Όχι. Όχι. Πες. Πες». Λέω κι εγώ ότι «λατινικά revideo σημαίνει ξαναβλέπω, δηλαδή αναθεωρώ, που σημαίνει ότι βλέπω με καινούργια κριτήρια καταστάσεις που τις είχα εκτιμήσει διαφορετικά στο παρελθόν, αλλά τώρα έχω καινούρια δεδομένα και τις βλέπω αλλιώς. Αναθεωρώ. Ξαναβλέπω». «Μάλιστα», λέει ο Χρόνης. «Σωστά το εξήγησε η Ειρήνη, άλλα…» και αρχίζει την ιδεολογική καταδίκη του ρεβιζιονισμού. Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Του 'δωσε και κατάλαβε, διότι ο Χρόνης, εκείνο τον καιρό, ήταν ένας πουριτανός κομμουνιστής. Μετά, άλλαξε. Σιγά-σιγά. Γιατί η Κατερίνα, η ανιψιά μου, η κόρη της Παγώνας και του Στέφανου, 3-4 χρονών… αυτό μίλησε και πολύ νωρίς. Έλεγε: «Ο θείος μου ο Χόνης είναι κονομιστής. Η θεία μου είναι ρεβιζιόνα». Ρεβιζιόνα! Έτσι έλεγε ο Χρόνης. «Η θεία σου η ρεβιζιόνα». Τελικά, ο ρεβιζιονισμός επικράτησε στην οικογένεια. Ευτυχώς. Έτσι, λοιπόν. Και τον ξαναπιάνουν το Χρόνη. Εγώ στο πανεπιστήμιο. Τελειώνουμε. Φτάνουμε στην τελευταία χρόνια και κάνουμε την εκδρομή των «επί πτυχίω». Ενώ ετοιμαζόμαστε για την εκδρομή, μαθαίνουμε ότι διαλύεται το στρατόπεδο του Άη Στράτη. Χαρά εγώ και χοροπηδάω. Δεν ξέρω αν είχα στο νου μου το Χρόνη. Πρέπει να τον είχα. Ναι. Γιατί… ναι. Ναι! Ναι! Γιατί μου λέει ο Μάκης ο Τρικούκης, μακαρίτης τώρα και αυτός, «Ε και τι χαίρεσαι έτσι ρε παιδάκι μου;». Οπότε, κατάλαβα ότι παραχαιρόμουνα και λέω: «Ένας άνθρωπος παραπάνω, τώρα, με την εμπειρία του Χρόνη στην κατάσταση που διανύουμε… λίγο το χεις;». Τάχα μου δήθεν. Λοιπόν, φεύγω για την εκδρομή. Βγαίνει ο Χρόνης. Δεν είχαμε τίποτα πριν, ε; Ούτε αλληλογραφία. Τίποτα. Τίποτα. Η τελευταία συνάντηση ήταν ο ρεβιζιονισμός. Πάει στα γραφεία: «Πού είναι εκείνη η Ειρήνη, ρε παιδιά;». «Εκδρομή», λένε. Πάει το άλλο βράδυ: «Πού είναι η Ειρήνη;». «Εκδρομή». «Ε… καλά! τι εκδρομή είναι αυτή;». «Η μεγάλη εκδρομή του πανεπιστημίου» του λένε. Τελείωσε η εκδρομή. Με το που επιστρέφω πάω στα γραφεία και μιλούσα με τον Γραμματέα της Νεολαίας εκείνη την ώρα. Τα γραφεία ήταν στην πλατεία Αριστοτέλους, ένα ρετιρέ που έκανε γωνία το μπαλκόνι του. Το γραφείο που βρισκόμασταν έχει στον ορίζοντα μπροστά την Άνω Πόλη. Ήταν σούρουπο. Ένας καταγάλανος ουρανός και να διαγράφεται το σχήμα της πόλης, ας πούμε, το skyline. Και ξαφνικά, στο πλαίσιο της πόρτας, εμφανίζεται ο Χρόνης. Και πετάγομαι και αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε σαν παλιόφιλοι. Πολύ αυθόρμητα και πολύ άνετα αυτό το πράγμα, δηλαδή… αυτό ήτανε. Αυτό ήτανε. Μέσα σε λίγες μέρες ήμασταν ζευγάρι. Έτσι. Βέβαια, όλες οι σχέσεις έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους. Εντάξει. Δίνεις και παίρνεις. Κάτι χάνεις. Κάτι κερδίζεις. Έτσι είναι. Έτσι είναι. Αλίμονο στις σχέσεις όπου δεν δίνεις και δεν παίρνεις και δεν συγκρούεσαι. Η σύγκρουση είναι δημιουργικό στοιχείο.

Δ.Κ.:

Όσον αφορά τις πολιτικές πεποιθήσεις και μιας και ανέφερες τις συγκρούσεις, είχατε συχνά μαλώματα, να το πω έτσι, σχετικά με την ιδεολογία;

Ε.Μ.:

Όχι ακριβώς, γιατί εγώ πάντα, πριν τη Δικτατορία, πριν τη Δικτατορία, ήμουνα κομπλεξαρισμένη, γιατί δεν είχα δοκιμαστεί. Μπορεί να είχα περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήτανε η δοκιμασία! Αλλά εγώ δεν το έβλεπα έτσι, γιατί για εμένα εκείνη φάση ήτανε… εγώ, ο πατέρας μου αντάρτης, η μάνα μου εξορία. Τι άλλο είχα να κάνω; Έπρεπε να υπερασπιστώ τους ανθρώπους που αγαπάω. Πριν τη Δικτατορία, λοιπόν, διαφωνούσαμε σε κάποια πράγματα, αλλά πάντα, στο τέλος, επικρατούσε η άποψη του Χρόνη, δίχως να εγκαταλείπω εγώ και πιστεύω ότι και στη συνείδησή του Χρόνη δουλεύανε αυτά που του έλεγα. Ας πούμε, θυμάμαι που έλεγα: «Ρε παιδάκι μου. Αυτή η πουριτανική σεξουαλική ηθική δεν μου ταιριάζει για ένα ακόμα επαναστατικό, για ανθρώπους που αγωνίζονται για ν' αλλάξουν τον κόσμο, να τον κάνουν πιο φωτεινό, πιο ανθρώπινο, καλύτερο. Δεν είναι δυνατόν σε αυτά τα θέματα να ενστερνίζονται απόψεις πατριαρχίας». Μέσα του μπορεί αυτά τα πράγματα να δουλεύανε, αλλά ως παραδοσιακός αρσενικός ήταν πολύ φυσικό, ενστικτωδώς, να υπερασπίζεται την υπέροχη και τα δικαιώματα του αρσενικού, με κριτήριο πάντα την εγκυμοσύνη, ενώ οι άντρες δεν πληρώνουνε τίποτα, ενώ η ερωτική ελευθερία για τη γυναίκα, πάντα, έχει τον κίνδυνο μιας συνέπειας. Εντάξει. Τώρα, βέβαια, μπορείς να αντιμετωπίσεις, αλλά εν πάση περιπτώσει στη φύση ο αρσενικός ο ρόλος του τελειώνει με το τέλος της ερωτικής πράξης. Για το θηλυκό, πάντα, υπάρχει το ενδεχόμενο αυτή η ερωτική πράξη να έχει μία συνέχεια και αυτή η συνέχεια είναι μία καινούργια ζωή. Αυτό είναι μία -πώς να στο πω;- ενστικτώδης επίγνωση ευθύνης απέναντι στη συνέχεια, που δεν το 'χει ο αρσενικός. Το έχει το θήλυ. Τέτοια πράγματα του έλεγα. Όπως του ‘πα μία φορά… τρώγαμε σε μία ταβερνούλα. Μόλις είχαμε κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Παντρευτήκαμε στις 10 Μαΐου του '64. Μετά από λίγες μέρες, ο Χρόνης έφυγε με μία διακομματική αποστολή στη Σοβιετική Ένωση. Βρήκα, προχθές, κάτι χαρτιά του εδώ από εκείνο το ταξίδι. Κι εγώ έμεινα στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή ο γαμπρός πήγε για γαμήλιο ταξίδι μόνος του. Κατεβαίνουμε, λοιπόν, μετά από λίγους μήνες στην Αθήνα, γιατί τον θέλανε στα γραφεία της Νεολαίας. Ανέλαβε την οργανωτική δουλειά της Βόρειας Ελλάδας με τον Μίκη. Ταξιδέψανε σε όλη την Ελλάδα. Τρώγοντας, λοιπόν, στην ταβερνούλα εκείνη στη γειτονιά μας, μέναμε Ιπποκράτους 126, του λέω: «Τρελό πράγμα που είναι ο έρωτας. Από τη μία θες να χαρείς στον άλλον τον ουρανό με τ’ άστρα και αν η επιθυμία του δεν είναι ο ουρανός με τ’ άστρα, αλλά είναι ένα άλλο σώμα, χαλάς τον κόσμο και τα κάνεις όλα λίμπα». Του λέω: «Αυτό είναι πολύ αντιφατικό». Του λέω: «Κοίταξε να δεις! Εγώ δεν θα ήθελα να σου στερήσω τίποτα. Όπως δεν μπορώ να σου υποσχεθώ και το πώς θα αντιδράσω μετά. Πάντως, η πρόθεσή μου είναι να μη σου στερήσω τίποτα». Και με κοίταγε ο Χρόνης… κι άλλοτε τον είχα ξαφνιάσει. Όταν γνωριστήκαμε, μέσα σε λίγο καιρό, σου λέω, ήμασταν ζευγάρι κανονικό. Είχαμε κάνει και έρωτα. Φεύγω εγώ στην Αθήνα και ξαφνικά αρχίζουν και μου δίνουν συγχαρητήρια στο κόμμα. Τα γραφεία του κόμματος ήταν τότε στην Αριστείδου, Και μου δίνουν συγχαρητήρια. Λέω: «Γιατί;». «Για τον αρραβώνα σου». Έξαλλη εγώ! Έξαλλη! «Έλα τώρα που μας το κρύβεις. Εμείς το μάθαμε. Από την Ε.Δ.Α της Αθήνας το μάθαμε». Και κάθομαι και γράφω ένα γράμμα οργίλο στο Χρόνη: «Γιατί κοινοποιείς μία ιστορία που αφορά και τους δυο μας; Δεν συνεννοηθήκαμε για τέτοιο πράγμα». Εγώ ήθελα να ζήσω μια ιστορία εκεί. Εκεί. Δεν ήξερα. Δεν ήθελα και να παντρευτώ.[01:50:00] Δεν ήθελα γάμο. Και του γράφω ένα γράμμα πολύ σκληρό ότι «Αν νομίζεις ότι έτσι με δεσμεύεις, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Δεν δεσμεύομαι και θα τα πούμε όταν θα ανέβω» και ετοιμάζομαι εγώ. Στο ταξίδι μες στο λεωφορείο, που έκανε και πολλές ώρες τότε το λεωφορείο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, έχω φτιάξει καμιά δεκαριά σενάρια. Τι θα πω; Τι θα μου απαντήσει; Τι θα απαντήσεις σ’ αυτό; Όχι. Μήπως το πει αλλιώς; Είχα κάνει, ας πούμε, ένα ολόκληρο σίριαλ. Όσο ήμουνα στην Αθήνα είχα μεταποιήσει ένα ρούχο, που ήταν μία πολύ φαρδιά φούστα. Την άλλαξα και το έκανα μονοκόμματο, σάκο και το έραψα μόνη μου. Οπότε, κατεβαίνω εγώ. Μέναμε στην Άνω Πόλη και ο Χρόνης βγήκε στη γειτονιά του. Ήταν το σπίτι του στην Αγαπηνού. Εγώ κατέβαινα από την Ροτόντα. Τον βλέπω, λοιπόν, το Χρόνη. Φορούσε ένα σκούρο πουκάμισο και είχε κάτω από τη μασχάλη του ένα χαρτοφύλακα και περίμενε. Περνάω απέναντι. Είχα σχεδιάσει ολόκληρη ιστορία. Τι του είπα με το που τον είδα; «Σου αρέσει το φόρεμα μου;». Όλο το σενάριο τινάχτηκε στον αέρα! Μου είπε. Μου εξήγησε ότι «Δεν ήθελα να το πω, αλλά είχαν αρχίσει να κουτσομπολεύουν ότι ο Χρόνης χρησιμοποιεί το κύρος του στη Νεολαία για να πιάνει γκόμενες τις κοπέλες» και είπε «Ούτε γκόμενες κοπέλες ούτε τίποτα. Έχω μία σχέση με τη Ρηνιώ. Ο καιρός θα το δείξει». Δεν θέλανε και πολύ. Το κάνανε με χέρια και ποδάρια κι αρχίζουν να μου δίνουν συγχαρητήρια. Αυτό με ενόχλησε πάρα πολύ, διότι εγώ ήθελα να ζήσω μία σχέση ελεύθερη. Να ξέρω τι γίνεται, που πάει αυτό το πράγμα, να ξέρω τι σκέφτεται ο άνθρωπος. Εντάξει. Σου αρέσει γενικά, αλλά αυτό δεν φτάνει. Δεν μ’ άφησαν περιθώρια. Και μάλιστα το είχα πει στο Στέφανο. Καλά, όταν κατέβηκα στην Αθήνα, ο Στέφανος με ψάρευε «τι γίνεται» και τα λοιπά και άρχισα να του λέω: «Εγώ ναι τα έχω με έναν έμπειρο παλιό αγωνιστή κι έτσι κι αλλιώς» και ο Χρόνης τρομοκρατήθηκε… ο Στέφανος τρομοκρατήθηκε. Λέει: «Καλέ! Ποιον γερομπαμπαλή πήγε και έμπλεξε αυτό το χαζό;». Ε βέβαια! Γιατί σου λέει… για να είναι παλιός αγωνιστής... έχει σχέση και με την Αντίσταση της Κατοχής και τα λοιπά και τα λοιπά. Ποιος είναι; Ποιος είναι αυτός; Κανένας Γραμματέας της Ε.Δ.Α; Κανένας πενηντάρης; Τρομοκρατήθηκε. Οπότε, όταν κατάλαβε ότι είναι ο Χρόνης, εντάξει, ηρέμησε. Έλα που είχα αρχίσει να έχω εγώ τις επιφυλάξεις μου. Και μου λέει: «Κοίταξε να δεις. Τώρα, είναι κρίμα άγουρη ιστορία να την τερματίσεις. Παντρέψου και αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, εγώ σε υποστηρίζω και χώρισε»! Αυτά. Και δεν χώρισε. Και πέρασε από 40 κύματα, αλλά είχε πλάκα… πολλές φορές ο Χρόνης μου υπαγόρευε και έγραφα. Μιλώ τώρα για την Αθήνα. Ήταν ένα πολύ γλυκό σπίτι, πολύ συμπαθητικό. Είχαμε λίγα πράγματα, αλλά όταν όλα ήταν πολύ αγαπησιάρικα και είχαμε ένα γραφείο τεράστιο, που το ‘χε ένας θείος του Στέφανου… το είχε αγοράσει από έναν παπά που ήταν στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Έφερε όλη την οικοσκευή του από την Αλεξάνδρεια με πλοίο εδώ. Εδώ τα πούλησε. Το αγόρασε… δεν μπορώ να θυμηθώ το επίθετο του τώρα. Μπορεί να το θυμηθώ αργότερα. Και από κεινον το πήραμε εμείς. Ένα τεράστιο γραφείο. Τώρα, το έχει ο Πασχάλης στο χωριό, στο Κατακάλι. Εκεί, λοιπόν, καθόμουνα εγώ και ο Χρόνης μου υπαγόρευε τις εισηγήσεις. Και περπατούσε. Περπατούσε και σκεφτόταν κι εγώ έγραφα. Ο Χρόνης χρησιμοποιούσε πολλά αφηρημένα ουσιαστικά, που εγώ τα απεχθάνομαι, γιατί τα αφηρημένα ουσιαστικά είναι πολιτικάντικα. Χάνεται το πρόσωπο που δρα, ο χρόνος… τα πάντα χάνονται! Ας πούμε: «Πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση…». Ναι. Όχι πρέπει ο τάδε ή η τάδε να κάνουν αυτό για να ενεργοποιηθεί το τάδε». Μία αλληλουχία αφηρημένων ουσιαστικών όπου χάνεται και ο χρόνος και το δρων πρόσωπο και το πότε και το γιατί και τα λοιπά. Εκεί, μονίμως συγκρουόμασταν και καμιά φορά μου επέτρεπε να του αλλάξω τη φράση, να χρησιμοποιήσω ρήματα δηλαδή. Οι πρώτες μας συγκρούσεις ήταν αυτές και η ατάκα του Χρόνη ήτανε: «Ουδείς μωρότερος των ιατρών, εάν δεν υπήρχαν οι διδάσκαλοι». Λέω: «Ναι. Σου κακόπεσε»! Ναι, αλλά πιστεύω ότι πήραμε και δώσαμε πολλά ο ένας στον άλλον. Έτσι είναι οι σχέσεις. Έτσι είναι. Όταν έγινε η διάσπαση… όταν έγινε η διάσπαση, ήμασταν ο Χρόνης φυλακή, εγώ εξορία. Μάλλον, όχι. Δεν ήταν ακόμα φυλακή. Ήταν στην παρανομία. Και επικοινωνούσαμε μέσω της νύφης μου, της Ειρήνης. Η Ειρήνη είναι η μητέρα του Πασχάλη, η γυναίκα του αδερφού μου. Του Πασχάλη του Παπατσαρούχα και του Βασίλη. Ο Χρόνης αναφερόταν ως θεία Πόλυ. Η θεία Πόλυ είπε, η θεία Πόλυ σου στέλνει και τα λοιπά. Όταν έγινε η διάσπαση λοιπόν, ο Χρόνης ανησυχούσε, αν είναι δυνατόν, μήπως βρεθώ από τη μεριά του Κολιγιάννη, των σκληροπυρηνικών και προσπάθησε, με πολύ διακριτικό τρόπο, γιατί δεν ήταν εύκολο πράγμα, να μου πει ότι «υπάρχουν πράγματα τα οποία πρέπει να βλέπεις ξανά και ξανά και ξανά». Εγώ, τον πρώτο καιρό, εγώ έκανα τον ψόφιο κοριό. Λέω: «Ας τον τσιγαρίσω λιγάκι ζωντανό, να νομίζει ότι εγώ είμαι από την άλλη μεριά», αλλά ακολουθούσαμε τον ίδιο δρόμο και επικοινωνούσαμε μέσα από διαβάσματα. Θυμάμαι… είχα διαβάσει του Romain Rolland το «Nicolas Brenion». Δεν είναι από τα πρώτα του, από τα μεγάλα του έργα. Ο Romain Rolland είναι γνωστός για τη «Μαγεμένη Ψυχή», το πεντάτομο. Ο «Nicolas Brenion» είναι ήσσονος σημασίας, αλλά για την εποχή και για το επίπεδο, ας πούμε, των αναζητήσεων, των προσωπικών αναζητήσεων, μέσα απ' τις οποίες κανείς μπορεί να βρει, ας πούμε, δικαίωση της ύπαρξης του, προσφερόταν, για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Επίσης, ένας διάλογος γινόταν μέσω των «Προσανατολισμών» του Ελύτη, με τους στίχους. Όμως, το Ρηνάκι, που του είπε: «Δεν θέλω να σου στερήσω καμία χαρά, αλλά δεν ξέρω πως θα αντιμετωπίσω τα πράγματα μετά»… είδα έναν εφιάλτη στην εξορία, γιατί σκεφτόμουνα ότι παρανομία και επανάσταση χωρίς έρωτα δεν μπορεί να λογιστεί. Καταρχήν, ο κίνδυνος είναι μεγάλο αφροδισιακό, έτσι; Έτσι είναι! Όταν σε κρύβει μία γυναίκα στο σπίτι της, όταν μία γυναίκα είναι η σύνοδος σου για να σε προστατεύει, όταν κυκλοφορείς και τα λοιπά δεν είναι πολύ φυσικό να δημιουργηθεί μία σχέση πολύ ουσιαστική; Αυτό το ήξερα. Διάβαζα για τον μποβαρισμό ένα άρθρο της Λιλή Ζωγράφου στην «Γυναίκα» τότε και έγραφα στα ημερολόγια μου, γιατί κρατούσα ημερολόγιο από τότε, ότι «Αν ο γάμος χρειάζεται τεχνική για να τον διατηρήσεις, άστον να διαλυθεί». Άστον! Δεν χρειάζεται, άμα χρειάζεσαι διάφορα κόλπα για να το κρατήσεις. Ο εφιάλτης μου, λοιπόν, ήταν ότι έμπαινα σε μία αυλή κατακάθαρη, με [02:00:00]σπιτόπουλα σαν τα προσφυγικά, που χτίζονταν ένα δωμάτιο εδώ και μετά καταφέρναμε και χτίζαμε και ένα άλλο παραπέρα και ένα άλλο παραπέρα, αλλά με την καθαριότητα αυτών των ανθρώπων υπήρχε μία κρεβατίνα που έριχνε τη σκιά της κάτω. Ένας πολύ δυνατός ήλιος. Όλα φωτισμένα, πράσινα, μπλε και λευκά. Κι εγώ περπατάω κάτω από αυτή τη σκιά και μία είμαι στον ήλιο, μια στη σκιά. Προχωρώ. Προχωρώ. Αριστερά τα δωμάτια και στο βάθος ένα γυμνό κρεβάτι. Είναι μία γυναίκα ξαπλωμένη ημίγυμνη και ο Χρόνης ξαπλωμένος και ακουμπάει το κεφάλι του στην κοιλιά της. Ναι. Αυτό ήτανε μία απεικόνιση των προβληματισμών μου. Θέλω να πω ότι μπορεί να είπε το Ρηνάκι «Δεν θέλω να σου στερήσω τίποτα», αλλά μέσα του τσιγαριζόταν, έτσι; Όμως, δεν έχεις δικαίωμα ν' απαιτήσεις από τον άλλον παραπάνω απ’ ό,τι μπορεί να δώσει ή να του στερήσεις αυτά που κατά κάποιο τρόπο δικαιούται. Δικαιούται. Δεν είμαστε ιδιοκτησία κανενός. Ούτε στον έρωτα είμαστε ιδιοκτησία. Είμαστε δύο σώματα που δίνουν και παίρνουν, αλλά διατηρούμε την αυτονομία μας. Η μόνη ιδιοκτησία που διαθέτουμε, σου το έλεγα και την άλλη φορά μου φαίνεται, είναι το σώμα μας και τα συναισθήματά μας. Όλες οι άλλες ιδιοκτησίες είναι συζητήσιμες. Το σώμα μας και τα συναισθήματα μας, όμως, τα ορίζουμε απόλυτα και κανένας δεν έχει δικαίωμα να επέμβει. Έτσι πιστεύω. Και δεν μπορείς να διεκδικήσεις ελευθερίες, κοινωνικές ελευθερίες, πολιτικές ελευθερίες, εάν δεν έχεις απελευθερωθεί ως ύπαρξη, ως ον, που είναι η πιο δύσκολη απελευθέρωση και η πιο δύσκολη επανάσταση, γιατί η ελευθερία είναι στρωμένη με παγίδες. Ποτέ δεν ξέρεις που πατάς. Δεν υπάρχουν ορόσημα. Ίσως, υπάρχουν μονοπάτια που τα στρώσαν άλλοι που προηγήθηκαν, αλλά πάντα υπάρχει και μία απόκλιση που είναι καθαρά προσωπική. Η ελευθερία είναι δύσκολο άθλημα και πάντα πίστευα… αυτό το ‘λεγα στο Χρόνη. «Δεν είναι δυνατόν. Δεν είναι δυνατόν αν δεν υπερασπιστούμε πρώτα την ατομική ελευθερία, αλλά σε όλη της την έκταση, όχι μονάχα ως πολιτικά πρόσωπα, ως δρώντες πολίτες, ως υπάρξεις… αν δεν υπερασπιστούμε την ελευθερία, την αυτοδιάθεση μας, καμία άλλη ελευθερία δεν μπορεί να διεκδικήσουμε αποτελεσματικά. Και τώρα ο Χρόνης λείπει και δεν έχω με ποιον να μοιραστώ τις σκέψεις μου, να διαφωνήσω ή να συμφωνήσω και να πάω παραπέρα. Επιμελήθηκα όλα τα βιβλία του. Με όλα συγκρουστήκαμε. Είχα πάρα πολλές φορές αντιρρήσεις. Πολλές φορές με άκουγε. Πολλές φορές δεν με άκουγε. Μου έλεγε ότι του κόβω τα φτερά, ότι του κάνω αυστηρή κριτική. Του έλεγα: «Ναι. Εγώ κάνω αυστηρή κριτική γιατί εγώ σ’ αγαπάω και γιατί εγώ θα είμαι δίπλα σου όταν άλλη σου επιτίθενται. Δεν είμαι καμία χαζογκόμενα που σε θαυμάζει απεριόριστα και μόλις βρεθεί μέσα σε εχθρικό περιβάλλον θα λακίσει πρώτη και καλύτερη ή θα σου πετάξει λάσπη. Εγώ θα είμαι δίπλα σου και στα δύσκολα. Γι’ αυτό είμαι αυστηρή». Αυτά.

Δ.Κ.:

Κάποια στιγμή, σε μία κουβέντα που είχατε, μου είχες αναφέρει μία ατάκα για ένα «σενιάρισμα», αν θυμάμαι καλά;

Ε.Μ.:

Ναι! Ναι. Ναι. Ο Χρόνης σου είπα που είχε κάνει ένα ταξίδι με μία διακομματική ομάδα στη Σοβιετική Ένωση κι εκεί είδε πράγματα που δεν τα φανταζόταν σ' ένα σοσιαλιστικό καθεστώς: μία μυστικοπάθεια, μία φοβερή αστυνόμευση, ψέματα, ρατσισμό. Ας πούμε, τον πήγαν στην Αρμενία, όπου οι άντρες τρώγανε και πίνανε στο τραπέζι και πίσω από τον καθένα στεκόταν μία γυναίκα όρθια έτσι και την έλεγε: «Τραγούδα!» και τραγουδάνε. «Φέρε το τάδε!» και λέει ο Χρόνης: «Καλά ρε παιδιά! Τι κομμουνισμός είναι αυτός; Οι γυναίκες όρθιες και εσείς τρώτε και πίνετε;». «Τα έθιμά μας»! Τα έθιμα! Τα έθιμα τα κρατούσαν. Κατά τ' άλλα ήταν κομμουνιστές, αλλά ο ρατσισμός ρατσισμός. Και κάτι άλλες ιστορίες τέτοιες. Οπότε, γύρισε προβληματισμένος. Όμως, δεν μου τα είπε. Δεν μου τα είπε, γιατί το Ρηνάκι θα μπορούσε να λακίσει, επειδή η ρεβιζιόνα έχει δικό της μπαϊράκι πάντα και όταν τον ρώτησα… κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον ρώτησα τι έγινε. Μου είπε: «Ρηνιώ, εμείς θα σενιάρουμε έναν σοσιαλισμό μεσογειακό στην Ελλάδα». Ε! Σενιάραμε ένα ΠΑΣΟΚ... σενιάραμε ένα ωραίο ΠΑΣΟΚ που ισοπέδωσε τα πάντα. Πήρε τα συνθήματα της Αριστεράς και τα έκανε κουρελού. Διατήρησε το «μέσον» και το «δικό μας παιδί». Άρα ποια αξιοκρατία; Εγώ μία ζωή αγωνιζόμουνα για αξιοκρατία.

Ε.Μ.:

Δίδασκα στη Σχολή Βρεφονηπιοκόμων. Εκεί δεν υπήρχε πρόγραμμα, γιατί αυτές τις σχολές… μάλλον, ανήκε σ’ εκείνες τις σχολές που ήταν υπό την εποπτεία της βασίλισσας. Όταν η Χούντα έδιωξε τους βασιλείς, αυτές μείνανε ακέφαλες. Εγώ, εκείνο τον καιρό, έκανα ιδιαίτερα μαθήματα στη Δέσποινα τη Γερουλάνου. Ο Γερουλάνος ήταν υπασπιστής του βασιλιά. Ο Παύλος Γερουλάνος, ναι, είναι αδερφός της Δέσποινας. Ήταν παιδάκι τότε. Όταν πήγαινα στο σπίτι τους και έκανα μάθημα στα κορίτσια, στη Δέσποινα βασικά, στην Ειρήνη λιγότερο, τον έβλεπα που πέρναγε από την πόρτα, αλλά ούτε καλημέρα έλεγε ούτε καλησπέρα. Ήτανε αλλού ο Παύλος. Με τη Δέσποινα κρατήσαμε σχέσεις μέχρι πολύ παλιά. Και μάλιστα και μετά την εξορία είχαμε κάνει μία συνάντηση παλιοί μαθητές στο σπίτι του Ζάννα και ήταν και η Δέσποινα εκεί. Λοιπόν… από που ξεκίνησα; Βλέπεις;

Δ.Κ.:

Από το μεσογειακό σοσιαλισμό.

Ε.Μ.:

Α! Τον μεσογειακό σοσιαλισμό! Μάλιστα.

Ε.Μ.:

Λοιπόν, ξαναπιάνουμε το νήμα. Βλέπεις… μεγάλη ζωή, πολλά γεγονότα, πολλά πισωγυρίσματα. Ελπίζω αυτό να μη δημιουργεί πρόβλημα. Ήθελα να σου πω για τη Σχολή Νηπιοβρεφοκόμων, όπου δίδασκα. Σε αυτή τη Σχολή βρέθηκα χάρη στην οικογένεια Γερουλάνου. Έτσι μπαίνουν οι Γερουλάνοι στη ζωή μου. Έκανα μάθημα στη Δέσποινα Γερουλάνου, η μεγάλη κόρη του ζεύγους Γερουλάνου, της Αιμιλίας… έλα τώρα! Ξεχνάω το όνομά του. Τέλοσπαντων. Θα το θυμηθώ αργότερα. Έτσι γνωριστήκαμε. Έτσι εκτιμήσανε τις δυνατότητές μου ως φιλολόγου και όταν χρειαστήκανε διδακτικό προσωπικό για τη Σχολή Νηπιοβρεφοκόμων, ήτανε μέσα φαίνεται σε αυτό το διοικητικό συμβούλιο η Αιμιλία και σκέφτηκε εμένα. Με πρότεινε στο Δοξιάδη, που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτές τις σχολές. Έτσι γνώρισα και το Δοξιάδη και μπήκα και στη Σχολή Νηπιοβρεφοκόμων, όπου ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Μα πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Και ήμουνα και νέα και δεν με τρομάζει τίποτα. Πίστευα πως μπορώ να τα βγάλω πέρα και τα έβγαζα πέρα. Δεν υπήρχε πρόγραμμα γι’ αυτές τις σχολές. Προφανώς, αυτοσχεδίαζαν ή όντας υπό την εποπτεία της βασίλισσας είχαν ένα εντελώς συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Εγώ το είδα αλλιώς. Σκέφτηκα ότι αυτά τα κορίτσια, γιατί κορίτσια ήτανε… αυτά τα κορίτσια θα αναλάβουνε στα πρώτα τους χρόνια κάποια παιδάκια. Εντάξει. Να τους αλλάξουν τη πάνα, να τους ετοιμάσουν το φαγητό, να ρευτούν και να τους κάνουν ένα μασαζάκι, αλλά όταν αρχίσουν τα παιδάκια και γίνονται 2,5-3 χρόνων θέλουνε παραμύθι και το παραμύθι είναι η εκπαίδευση, που αρχίζει σε αυτή την ηλικία. Άρα, το μήνυμα που θα περνάς με το παραμύθι είναι πολύ σημαντικό. Άρα, πρέπει να εξοπλίσω αυτά τα κοριτσάκια, πρώτον, με μία ιδεολογία ελευθερίας και με ευαισθησίες και δεύτερον με σωστό ελληνικό λόγο, γιατί αυτές θ’ ακούνε τα παιδάκια. Και ίσως ακούνε περισσότερο αυτές και λιγότερο τη μαμά, η οποία μπορεί να εργάζεται, μπορεί να λείπει πολλές ώρες. Έτσι, λοιπόν, έκανα εντελώς αυτοσχεδ[02:10:00]ιαστικά το πρόγραμμα και δίδαξα από Ελύτη, το «Άξιον Εστί» μέχρι Σαρτρ για το Πρόβλημα της Επιλογής, ότι δεν υπάρχουν πάντα δεδομένες κατευθύνσεις περί καλού κακού, ότι πολλές φορές το καλό και το κακό συμπλέκονται και τότε τα κριτήρια είναι πάρα πολύ ρευστά και ευάλωτα και πρέπει να αυτοσχεδιάσεις. Και με ποιο τρόπο αυτοσχεδιάζεις; Με τη συνείδηση, που δεν σημαίνει πάντοτε ότι η συνείδησή σου επιτρέπει να πεις «αυτό είναι το καλό και το άλλο είναι κακό». Μπορεί μέσα στο καλό να υπάρχει και κακό, μέσα στο κακό να υπάρχει και καλό. Εν πάση περιπτώσει, προσπάθησα να τις προετοιμάσω για πράγματα πολύ πιο σύνθετα απ’ ό,τι συνήθως κάνουν τα σχολεία και θυμάμαι ότι μετά από 2-3 χρόνια ο Ελύτης πήρε το Νόμπελ για την ποίηση και κάποιες φορές που έτυχε να συναντηθώ με τα κορίτσια εκείνης της τάξης μου είπανε: «Μα το ξέρετε εσείς;». «Ναι. Είχα μιλήσει με την επιτροπή του Νόμπελ και μου είχαν πει: "όχι τώρα, σε 2-3 χρόνια"». Ναι, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Κάποια στιγμή, όμως, ένιωσα να εξαντλείται ο αυτοσχεδιασμός και εκτός απ' αυτό, που ήταν καθαρά προσωπικό και συνειδησιακό πρόβλημα, συνέβαιναν και κάτι άλλα γεγονότα. Στη Σχολή μπήκα το '71, αν θυμάμαι καλά. Από την εξορία, από την Κρήτη, βγήκα τον Αύγουστο του '70. Έμειναν εξορία 3,5 χρόνια, από την 1η Απριλίου του '67... την πρώτη ημέρα της «Εθνοσωτηρίου», της 21ης Απριλίου, μέχρι την αμνηστία που έδωσε ο Παπαδόπουλος το καλοκαίρι του '73. Όχι… το '73… συγγνώμη. Μπέρδεψα με τη χρονιά που βγήκε ο Χρόνης. Εγώ βγήκα το καλοκαίρι του '70 και ο Χρόνης βγήκε το καλοκαίρι του '73. Τα πρώτα μαθήματα που έκανα, ιδιαίτερα, μου τα σύστησε ο Κωστάκης ο Ιορδανίδης, ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής». Τον ήξερα από τη Νεολαία της Ε.Δ.Α, γιατί ήταν στη Νεολαία. Ήταν μαθητής κι εγώ για ένα διάστημα καθοδηγούσα τη μαθητική νεολαία, ούσα φοιτήτρια εγώ και γνώριζα τον Κωστάκη από τότε. Οπότε, όταν βγήκα από την εξορία, ο Κωστάκης με σύστησε στην οικογένεια Ζάννα, γιατί τα παιδιά θέλανε φροντιστήριο. Ο Παύλος Ζάννας ήταν φυλακή. Είχε δικαστεί από τη Χούντα για τη συμμετοχή του στην Άμυνα. Η Μίνα, η μητέρα, ήταν με τα παιδιά. Είχαν ένα σπίτι στο Κολωνάκι και έτσι γνώρισα τη Μίνα και γίναμε και φίλες και έκανα μάθημα στα παιδιά, τα οποία, τότε, φοιτούσαν στο κολέγιο και παρακολούθησα παραστάσεις θεατρικές στο κολέγιο και γνώρισα και άλλα παιδιά από αυτή την οικογένεια, παιδιά μεγαλοαστικών οικογενειών, που μου δίνουνε την ευκαιρία να κάνω πολύ ελεύθερο μάθημα, γιατί δεν κρυφάκουγε κανένας γονιός. Μου είχαν εμπιστοσύνη. Απλώς, μία φορά, μία μαθήτριά μου αυτών των τάξεων λέει: «Εσείς, κυρία Ρηνιώ, πού τα έχετε τα χρήματά σας;». Της λέω: «Στο πορτοφόλι μου». Λέει: «Όχι. Δεν εννοώ αυτά που έχετε μαζί σας για να κινηθείτε. Τα άλλα». «Μα δεν υπάρχουν αλλά», της λέω. Και βέβαια ξαφνιάστηκε το κοριτσάκι. Αυτό το λέω για να δείξω την διαφορά, την ταξική διαφορά και τη νοοτροπία. Παρόλα αυτά ένιωθα πάρα πολύ άνετα μέσα σε αυτές τις οικογένειες. Κανένα σύμπλεγμα. Και αυτοί, όμως, ήταν ευγενέστατοι απέναντί μου. Ξέρανε ότι είμαι άρτι αποφυλακισθείσα, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Δεν τους ενοχλούσε καθόλου. Βλέπετε ήταν αυτή η τάξη που ήτανε με τον Καραμανλή και κάποια στιγμή… με τον Καραμανλή και με τον βασιλιά ενδεχομένως. Όταν η Χούντα ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να φύγει ή μάλλον αποφάσισε ο Κωνσταντίνος να φύγει μετά την αποτυχία του, ξαφνικά βρεθήκαμε απ' την ίδια πλευρά, να είμαστε όλοι εναντίον της Χούντας. Και οι άνθρωποι του βασιλιά και οι άνθρωποι της Αριστεράς. Και γέλαγα με τον Γερουλάνο, γιατί ήρθε να με γνωρίσει και του λέω: «Κύριε Γερουλάνο, εγώ είμαι από κείνες τις Λαμπράκισσες που φοράγανε μαύρες κάλτσες, που ήταν μοντέρνες και προκαλούσαν τους γιους των αξιωματικών. Ανήκω σε αυτήν την κατηγορία των κοριτσιών». Το είπα γελώντας βέβαια και γέλασε και εκείνος. Τέτοια λέγαμε. Θέλω να σου πω ότι ξαφνικά βρεθήκαμε σε μία κατάσταση μεγαλύτερης οικειότητας ας πούμε και αυτό το χρωστάγαμε στη Χούντα. Γκρέμισε τα κάστρα που υπήρχαν μεταξύ μας και μας χωρίζουνε. Λοιπόν, στη Σχολή έτσι πέρασα πολύ ωραία, πολύ δημιουργικά, γιατί πάντα κερδίζεις. Όταν προσπαθείς να είσαι επαρκής σε κάποιο ρόλο, τελικά, η προσπάθεια που καταβάλλεις δεν είναι κόπος. Είναι κέρδος. Γιατί εγώ έμαθα πράγματα και για τον εαυτό μου και για την επιστήμη μου. Πάρα πολλά πράγματα. Για την παιδευτική διαδικασία. Κάποια στιγμή, όμως, στέρεψα. Και επειδή, εντωμεταξύ, είχα πιάσει δουλειά και στην ΕΡΤ, γιατί ήτανε μία εποχή που έκανα ιδιαίτερα μαθήματα και μάλιστα με πολύ καλή οικονομική απόδοση ένα καλοκαίρι, το καλοκαίρι του '74 που έγινε η Μεταπολίτευση, έρχεται ο μακαρίτης ο Θόδωρος ο Κοκλάνης και μου λέει: «Ξαναβγάζουμε την "Αυγή" και σε θέλουμε να έρθεις». Εγώ είπα: «Όχι. Δεν θα έρθω, γιατί δεν θέλω να ξαναμπλέξω ποτέ τα επαγγελματικά μου με τα πολιτικά, με τα ιδεολογικά. Θέλω να μπορώ να εκφράζω ελεύθερα την άποψή μου», γιατί είναι φοβερή δέσμευση. Δεν μπορεί να συγκρούεσαι μ' αυτόν που σε πληρώνει, αν είσαι επαγγελματικό στέλεχος. Η «Αυγή», βέβαια, δεν ήτανε ακριβώς το ίδιο. Δημοσιογράφος ήσουνα, αλλά, αν κάτι θα ήθελες να το καταγγείλεις, αν δεν σου πήγαινε καλά, δεν μπορούσες να το κάνεις, άμα ανήκεις σ’ αυτό το ακόμα και ανήκεις και στην εφημερίδα του. Δεν μπορείς να τα πεις όλα ελεύθερα. Οπότε, αρνήθηκα. Λίγο μετά, όμως, προέκυψε μία πρόσκληση στην ΕΡΤ. Μου τηλεφώνησε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μακαρίτης κι αυτός. Εγώ, εκείνο το καλοκαίρι, είχα βγάλει κοντά 12.000 δραχμές. Όχι! Τι λέω; Παραπάνω. Κοντά 20.000 δραχμές. Ήταν πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή, αλλά και εγώ ήμουνα ούτε 40. Δούλευα σαν το σκύλο. Το χαιρόμουνα. Αφού, φαντάσου, για τις εξετάσεις είχα ανακαλύψει μία μέθοδο που θα βοηθούσε πολύ τα παιδιά. Ηχογραφούσα τα θέματα και την ώρα που τα ηχογραφούσα, επεσήμανα τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις, τις συντακτικές και τις γραμματικές. Τις σχολίαζα, ότι «Πρόσεξε! Δεν είναι γ’ πρόσωπο… είναι δοτική», ξέρω γω. Αυτό το ακούσαν τα παιδιά μια, τ' άκουσαν δύο και αν προέκυπτε αυτό το θέμα, ακούγαν τη φωνή μου και τα σχόλια και ήταν πολύ υποβοηθητικό αυτό το πράγμα, γιατί η μνήμη της φωνής είναι πολύ ισχυρή. Εκείνο το καλοκαίρι έβγαλα καλά λεφτά και πάνω σ' εκείνο το καλοκαίρι έρχεται ο Αλέξανδρος και μου λέει «αυτό και αυτό». Ο Αλέξανδρος και αυτός με γνώρισε από την οικογένεια Ζάννα, που έκανα μάθημα στα παιδιά. Στην αρχή, ήμουνα διστακτική, γιατί μου άρεσε η δουλειά που έκανα με τα παιδιά. Καταρχήν, η επαφή με τους νέους ανθρώπους είναι πολύ μεγάλη ιστορία και μου είπε το εξής: «Κοίταξε…», μου λέει… πρέπει να διευκρινίσω. Με θέλανε στην ΕΡΤ για την ανασύνταξη των ειδήσεων, γιατί οι ειδήσεις διατυπώνονταν σε εκείνη την μιξοκαθαρεύουσα του Παπαδόπουλου. Έκαναν κάποιες προσπάθειες οι δημοσιογράφοι, βέβαια, να βελτιώσουν την έκφραση, αλλά 7 χρόνια στο γύψο δεν ήταν εύκολο. Και μάλιστα προτιμούσανε φιλολόγους από τη Θεσσαλονίκη, γιατί το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ήτανε ανέκαθεν ένα μ[02:20:00]ε τη δημοτική, ενώ το Αθήνας ήταν καθαρεύουσα. Απάντησε, λοιπόν, στις αντιρρήσεις μου πολύ δελεαστικά ο Αλέξανδρος λέγοντας, ότι «Κοίταξε τώρα. Αν μπορείς να διδάξεις σωστή γλώσσα σε 10, 12, 20 παιδιά το χρόνο, εκεί θα έχεις μία Ελλάδα ολόκληρη που θ' ακούει ραδιόφωνο, τηλεόραση και το κοινό σου μεγαλώνει πάρα πολύ». Εκεί, ο Απόστολος την πάτησε και πήγα, αλλά το 'χω καμάρι, γιατί δεν πιστεύω ότι είναι πολλοί που τους καλέσανε να πάνε. Αντιθέτως, ξέρω πάρα πολλούς που παρακάλεσαν, πάρα πολύ, για να πάνε και δεν καταφέρανε πάντα. Δημιουργήσαμε, λοιπόν, το τμήμα ανασυντακτών, στο οποίο συμμετείχαν πολλοί σημαντικοί, ας πούμε, άνθρωποι. Ήταν η Τζένη Μαστοράκη, η ποιήτρια. Ήτανε ο Γιάννης ο Χάρης, δημοσιογράφος, τώρα, στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Ήταν ο Πέτρος Ευθυμίου, που έγινε υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Ήτανε η Νίκη η… δεν μπορώ να θυμηθώ το επίθετό της. Τελοσπάντων. Αν το θυμηθώ στην πορεία, θα το πω. Η Δώρα Κουλμανδά-Καλλιπολίτη. Και αυτή του πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ήταν μία δημιουργική και πολύ, έτσι, ωραία περίοδος η Μεταπολίτευση. Πιστεύαμε ότι η Ελλάδα, πια, μπαίνει στη χορεία των ευρωπαϊκών χωρών, των δημοκρατικών χωρών οριστικά και για πάντα κι αυτό μας έδινε μεγάλη αισιοδοξία και πολλά φτερά. Και ήμασταν και πολύ νέοι ακόμα. Πιστεύαμε στη δυνατότητα που υπήρχε. Νομίζω πως αυτές τις δυνατότητες, για τους ανθρώπους που μπορούσαν να διαβάσουν πίσω από τα γεγονότα, άρχισε πρώτος να τις ακυρώνει ο Ανδρέας. Ήταν η εξουσία που είχε το άλλοθι, κυριολεκτικά άλλοθι, γιατί απ' αλλού αντλούσε τη δύναμή του ο Ανδρέας. Όχι από το ΠΑΣΟΚ αυτό καθ’ αυτό, αλλά από τα συνθήματα που έκλεψε από την Αριστερά. Δίχως, όμως, να κλέψει το ήθος της Αριστεράς. Το ήθος που είχε κάποτε. Δεν μιλώ για την Αριστερά τη σημερινή. Μιλώ για την Αριστερά του '50, του '40, του '60. Από κει και πέρα είπαμε… όταν η Αριστερά γίνεται εξουσία, χάνει τον αριστερισμό της. Γίνεται, απλώς, εξουσία. Εξουσία και Αριστερά, κατά τη γνώμη μου, είναι ασυμβίβαστες έννοιες, διότι η εξουσία έχει, πάντα, έναν αυταρχισμό, ενώ η Αριστερά, αν θέλει να είναι Αριστερά, οφείλει, πάντα, να ονειρεύεται το επόμενο βήμα προς κάτι ακόμα καλύτερο, έστω διακινδυνεύοντας τη θέση της εξουσίας. Λοιπόν, είπαμε για τη σχολή Νηπιοβρεφοκόμων, είπαμε για τον Ελύτη, είπαμε για την ΕΡΤ. Τι άλλο μένει να πούμε; Πειράζει που καμιά φορά κάνω άλματα στο χρόνο, μπρος και πίσω;

Δ.Κ.:

Όχι. Καθόλου.

Ε.Μ.:

Μνήμη είναι αυτή. Συγκίνηση!

Δ.Κ.:

Αν θυμάμαι καλά, στην προσυνέντευξη, στο Καπανδρίτι μου είχες πει ότι κάποια στιγμή είχατε 7 χρόνια να βρεθείτε με το Χρόνη; Ή θυμάμαι λάθος; Μεταξύ φυλακών και εξορίας.

Ε.Μ.:

Όχι. Όχι. Με το Χρόνη παντρευτήκαμε πολύ πριν. Με το Χρόνη παντρευτήκαμε το '64, 10 Μαΐου 1964. Και αμέσως μετά, δηλαδή μία εβδομάδα μετά, ο γαμπρός έφυγε μόνος του για ταξίδι. Αυτό που σου περιέγραψα στη Σοβιετική Ένωση με μία διακομματική αντιπροσωπεία και ήτανε κάπου στην Αρμενία. Έξω από το ξενοδοχείο τους ακούστηκαν πυροβολισμοί. Οπότε, ο εκπρόσωπος της Δεξιάς, που ήταν και τέως αξιωματικός, είχε υπηρετήσει στο στρατό ως αξιωματικός, λέει: «Πυροβολισμοί». Ο Χρόνης σου λέει: «Πυροβολισμοί στο σοσιαλισμό; Αν είναι δυνατόν. Εξάτμιση είναι». «Τι λες ρε Χρόνη;», λέει. «Αξιωματικός του στρατού είμαι. Μπορώ να ξεχωρίσω την εξάτμιση από τον πυροβολισμό». Γινόταν λαθρεμπόριο. Ήταν κοντά στη λίμνη και γινόταν λαθρεμπόριο. Τους κυνηγούσε η αστυνομία και λοιπά. Αυτά ήτανε που έδωσαν στο Χρόνη μία εικόνα αρνητική. Άλλα περίμενε να δει και άλλα είδε. Απλώς, δεν ήθελε να τα σχολιάσει. Κράτησε την πίκρα μέσα του και εμένα μου είπε: «Ρηνάκι, εμείς θα σενιάρουμε έναν μεσογειακό σοσιαλισμό».

Δ.Κ.:

Μου έχεις αναφέρει πιο πριν και τη σχέση σου με το Θεοδωράκη και το Χρόνη.

Ε.Μ.:

Ναι. Ναι. Ναι. Είπα ότι... όταν ανακαλώ τη ζωή μου, ανακαλύπτω ότι είχα κάποια σχέση, κάποια επαφή με πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Με το Θεοδωράκη, ας πούμε. Ο Θεοδωράκης κοιμήθηκε στο σπίτι μας, φάγαμε μαζί, του μαγείρεψα. Έβγαλα στο τραπέζι ελιές και είπε: «Παρ’ τες! Παρ’ τες! Παρ’ τες! Δεν μπορώ να τις βλέπω», διότι δεν έτρωγε ελιές ο Μίκης. Ταξιδέψαμε μαζί. Πήγα σε μία-δύο περιοδείες μαζί τους, γιατί παντρευτήκαμε το Μάη, άλλα ο χρόνος που περάσαμε μαζί ήταν πολύ λιγότερος απ’ ό,τι δυνατότητες δίνει το ημερολόγιο, δηλαδή μπορούσε μέσα σ' ένα δίμηνο να είμαστε μαζί 10 μέρες. Ο Χρόνης ταξίδευε με τον Μίκη. Ερχότανε στο σπίτι να πλυθεί, να αλλάξει, ξέρω γω, να πατήσουν σε στέρεο έδαφος και μετά ξαναφεύγανε. Έτσι. Η νύφη φύλαγε την παστάδα και ο γαμπρός ταξίδευε, αλλά έτσι είναι η ζωή μας. Ο Χρόνης είχε πει κάτι που κανονικά θα έπρεπε να με πληγώσει τότε, αλλά το θεωρούσα πάρα πολύ φυσικό. Είχε πει ότι «Ο πρώτος μου έρωτας είναι η επανάσταση. Ακολουθεί η Θεσσαλονίκη και μετά είσαι εσύ». Εγώ ήμουνα η τρίτη. Έπρεπε κανονικά να του βγάλω τα μάτια. Το δέχτηκα, όμως, γιατί και για μένα ο αγώνας για ένα καλύτερο κόσμο ήταν πολύ ψηλά. Πολύ σημαντικό. Πάρα πολύ σημαντικό. Αφού ήξερα ήδη. Δεν είχα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, δεν θα είχα ποτέ, δεν θα γινόμουνα πότε φιλόλογος σε σχολείο. Δεν θα διοριζόμουνα. Το 'ξερα αυτό. Το διακινδύνευα, μα δεν οπισθοχωρούσα, που σημαίνει ότι ήμουνα σε θέση να κατανοήσω με πιο πνεύμα το έλεγε ο Χρόνης και δεν ένιωσα πληγωμένη. Δεν ένιωσα υποβαθμισμένη. Κανονικά, θα έπρεπε, αλλά βλέπεις είναι οι διαστροφές που παθαίνουμε όταν γινόμαστε φανατικοί σε μια ιδεολογία. Πιστεύω ότι δεν υπήρξα φανατική, αλλά μπορεί και να εξωραΐζω τη συμπεριφορά μου. Μπορεί και να υπήρξα. Δεν ξέρω. Αυτό το ξέρουν οι άλλοι που την υπέστησαν τη συμπεριφορά μου. Εγώ δεν το ξέρω. Με το Χρόνη, λοιπόν, παντρευτήκαμε το '64. Το '65, το φθινόπωρο, κατεβήκαμε στην Αθήνα, αλλά στα γεγονότα του καλοκαιριού του '65, με την αποστασία και τις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις… εκείνο το καλοκαίρι που δεν ξέραμε που μας ξημερώνει και τι θα βγει ήμασταν στη Θεσσαλονίκη. Κι εγώ, που είχα μακριά μαλλιά, έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά, αλά Jean Seberg , για να μη μου τραβάνε τα μαλλιά στη διαδήλωση οι αστυνομικοί. Τα έκοψα 1-1,5 πόντο. Η Jean Seberg ήτανε ηθοποιός εκείνης της εποχής και προσπαθώ να θυμηθώ ποιον φιλόσοφο είχε παντρευτεί. Θα το θυμηθώ. Ναι. Ο οποίος αυτοκτόνησε. Τα γεγονότα αυτά ήτανε δύσκολη φάση. Ποτέ δεν ήξερες που μπορεί να βγάλουνε τα πράγματα. Δεν κοιμόμασταν στα σπίτια μας. Εγώ πολλά βράδια κοιμήθηκα στο σπίτι της Μαρίας Βερτσώνη και του Ξενοφώντα Κοκόλη. Εκείνη την εποχή μένανε κάπου κοντά στην Καμάρα. Κάπου υπάρχει και μία φωτογραφία από ένα τέτοιο βράδυ. Αν τη βρω, θα σου τη δείξω. Ναι. Έτσι, με το μαλλί το κουρεμέν[02:30:00]ο. Κι έχω πάει μετά από διαδήλωση, γιατί συνήθιζα να πηγαίνω και καλοκουρδισμένη στις διαδηλώσεις, κουρεμένη, περιποιημένη, διότι πίστευα ότι έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος που αγωνίζεται. Όχι παραιτημένος. Όχι ατημέλητος. Να είναι μέσα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Και μία κοπέλα οφείλει να είναι όμορφη και να είναι περιποιημένη. Στη διαδήλωση, λοιπόν, περιποιημένη η Ρηνιώ, αλλά έκοψα και το μαλλάκι να μη μου το τραβάνε, για να μπορώ να τρέχω. Πολλές φορές διαπιστώνω ότι δεν θυμάμαι πάντα τα γεγονότα. Μερικοί άνθρωποι θυμούνται λεπτομέρειες των γεγονότων. Εγώ δεν θυμάμαι πάντα τα γεγονότα. Θυμούμαι περισσότερο το αντίκρισμα τους στην ψυχολογία μου και στο μυαλό μου, δηλαδή το καταστάλαγμα των γεγονότων. Δεν ξέρω αυτό πως θα το χαρακτήριζε αυτό ένας ψυχολόγος, αλλά έτσι συμβαίνει. Δεν είναι καν αυτό που λέμε επιλεκτική μνήμη, γιατί δεν είναι ότι άλλα θυμάμαι κι άλλα ξεχνάω. Πάρα πολλά ξεχνάω. Όλα μου τα θυμίζουν οι άλλοι άνθρωποι. Ας πούμε, ο Κώστας ο Τσουράκης, καλή του ώρα του φίλου μου. Από την παλιά φρουρά φεύγουν πάρα πολλοί και μένουν λίγοι. Ο Κώστας ο Τσουράκης μου θύμισε κάτι που εγώ δεν το θυμόμουνα καθόλου. Ήταν συνέλευση σ’ ένα από τα θέατρα που είναι στη στοά της Ιπποκράτους χαμηλά ανάμεσα στα παπουτσίδικα. Εκεί. Ήταν η εποχή που υπήρχε η σύγκρουση ανάμεσα στη Νεολαία Λαμπράκη και στους Μαοϊστές. Σου είπα, προηγουμένως, για τον φίλο μου το φιλόσοφο, που πέρασε από διάφορα στάδια και σε κάποια φάση ήταν με την άποψη ότι οι Λαμπράκηδες δεν κάνουνε τίποτα. Θα μιλήσω εγώ για τους Λαμπράκηδες. Ναι. Και ότι είναι απλώς καμπιοσκοτώστρες. Αν θυμάμαι καλά, ελπίζω να μην κάνω λάθος, ήτανε με τους οπαδούς της χήρας του Μάο. Αν θυμάμαι καλά. Δεν παίρνω όρκο. Εν πάση περιπτώσει, ο Τάκης ο Μπενάς, που ήταν γραμματέας της Νεολαίας, είπε ότι λίγο-πολύ, δεν θυμάμαι ακριβώς τη εντύπωση, ότι «Δεν πρέπει καν να τους αφήνουμε περιθώριο να διατυπώνουνε τις απόψεις τους. Πρέπει να το κόβουμε μαχαίρι» και λέει: «Έχει κανείς αντίρρηση;» και σήκωσα εγώ το χέρι μου. Αυτά δεν τα θυμόμουνα. Μου τα θύμισε ο Κώστας. Γύρισαν όλοι και κοιτάξανε την ξανθιά. Ακόμα δεν είχαμε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Είχα κατέβει από Θεσσαλονίκη για αυτές τις εκδηλώσεις. Γύρισαν και κοίταξαν όλη αυτή την ξανθιά που σηκώνει το χέρι γιατί έχει αντίρρηση και λέει ο Τάκης: «Είσαι με τους υποστηρικτές της χήρας του Μάο;». Λέω: «Όχι. Δεν είμαι»! Και μάλιστα το είπε με έκπληξη, γιατί ήξερε το Χρόνη και σου λέει: «Καλά. Η γυναίκα του λάκισε;». Λέω: «Όχι. Δεν είμαι, αλλά είμαι υπέρ της άποψης ότι πρέπει να τους αφήνουμε ελεύθερους να λένε τη γνώμη τους, να λένε αυτά που πιστεύουν. Αυτό. Γι’ αυτό σήκωσα το χέρι μου». Και έκανε αίσθηση αυτό. Εγώ δεν το θυμόμουνα καθόλου. Για μένα, αυτό σημαίνει ότι ήταν μία εντελώς αυθόρμητη και αυτόματη κίνηση, που την έκανα επειδή ήταν αδύνατο να σιωπήσω μπροστά σε αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό και δεν το θυμόμουνα σαν κάτι εξαιρετικό. Φαίνεται, όμως, ότι στο πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας, παρόλο που στη Νεολαία αυτό δεν πολυίσχυε, στο πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας αυτό ήταν μία πράξη που εντυπωσίαζε. Εγώ δεν το θυμόμουνα και μου το θύμισε ο Κώστας, γιατί είπαν όλοι: «Ποια είναι αυτή η ξανθιά;». Η ξανθιά ήταν απ' τη Θεσσαλονίκη με καταγωγή από το Σουφλί. Θράσσα γυνή. Λοιπόν, είπαμε και για το '65. Είπα και για… πολλά έχουμε να πούμε και πολλά ξεχνάμε.

Δ.Κ.:

Κάποια στιγμή με τους Λαμπράκηδες…

Ε.Μ.:

Ναι. Με τους Λαμπράκηδες. Ναι…

Δ.Κ.:

…μου είχε πει η μαμά ότι σε μία επίσκεψη είχε έρθει και ο Θεοδωράκης και είχατε πάει μαζί νομίζω. το θυμάσαι εσύ;

Ε.Μ.:

Μπορεί. Μπορεί. Βέβαια. Ναι. Ναι. Ναι. Άμα το θυμάται η Λενιώ, έτσι είναι. Εγώ, επειδή ήταν κάτι που συνέβαινε συνέχεια, μπορεί να μη θυμάμαι την περίπτωση που πήγαμε με τη Λενιώ, αλλά εκείνη, αν το θυμάται, έχει δίκιο. Έτσι έγινε. Βέβαια. Μα ο Χρόνης ήταν κοντά του συνέχεια και σαν προστασία και σαν ενίσχυση, δηλαδή μιλάει ο ένας, μιλάει και ο άλλος. Κάποιος ξεκουράζεται, κάποιος βγαίνει μπροστά. Ήταν ένα καλοκαίρι, που μόλις είχαμε παντρευτεί και ο Χρόνης έλειπε διαρκώς, αλλά το πήρα απόφαση. Το πήρα απόφαση ότι έτσι θα είναι η ζωή μας, ώσπου να γίνουν τα πράγματα καλύτερα. Νομίζω πως το σημαντικό δεν είναι τα πράγματα. Δεν γίνανε καλύτερα πολύ. Το σημαντικότερο είναι ότι πιστεύαμε στην αξία της προσωπικής μας συμμετοχής για ν' αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο. Αυτό είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Αυτό είναι που με βασανίζει πολύ τώρα που μεγάλωσα, γιατί έχουν ακυρωθεί όλες οι βεβαιότητες μου. Λέω, με πολύ απλά λόγια, αυτό που είπε ο Σωκράτης: «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Φαίνεται αυτό είναι η ωριμότητα. Ανακαλύπτεις ότι έμαθες πολλά, αλλά δεν ξέρεις τίποτα, γιατί είναι πολύ περισσότερα αυτά που διαφεύγουν. Πολύ περισσότερα. Οι Λαμπράκηδες, λοιπόν, για μένα, είναι μία πολύ σημαντική στιγμή στην ιστορία της Νεολαίας. Τους τοποθετώ αμέσως μετά την Ε.Π.Ο.Ν.. Καμια άλλη Νεολαία δεν είχε τέτοιον ενθουσιασμό, τέτοια αυταπάρνηση και τέτοια προσήλωση στον πολιτισμό και στην κοινωνία. Πρέπει, εδώ, να αναφέρω ότι, όταν άρχισε η σκέψη να δημιουργηθεί η Νεολαία Λαμπράκη, δημιουργήθηκε ως «Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης», που αυτό ήταν μία κίνηση που δημιουργήθηκε πέρα από κόμματα. Βεβαίως, προσκείμενα σε αριστερές ιδέες τα παιδιά, αλλά δεν είχαν επάνω τους κανένα κόμμα. Ήταν η «Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης», που δημιουργήθηκε, αμέσως, σαν ανταπόκριση στη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Αυτή η «Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης» είχε τεράστια ακτινοβολία. Οπότε, είπαμε να δημιουργήσουμε μία Νεολαία στο όνομα του Λαμπράκη. «Δημοκρατική Νεολαία Γρηγόρης Λαμπράκης». Κι έγινε. Αλλά δεν το δέχτηκε εύκολα η Ε.Δ.Α. Βλέπεις ότι σε όλα τα κόμματα οι Νεολαίες είναι η αιχμή του δόρατος προκειμένου για τις μαγικές εκδηλώσεις. Ποιος θα πάει; Ο ώριμος; Που δεν μπορεί, ας πούμε, να περπατήσει και να τρέξει; Οι νέοι θα πάνε. Και δεν θέλανε να χάσουνε τη Νεολαία της Ε.Δ.Α. Όμως, τελικά, τα καταφέραμε και δημιουργήθηκε η Νεολαία, η οποία είχε πολύ μεγάλη ανταπόκριση και στην επαρχία, γιατί έσπαζε το φράγμα του φόβου, όχι 100%, αλλά σε πολλές περιοχές. Βεβαίως, η Δεξιά έκαψε λέσχες, ματαίωσε συγκεντρώσεις, συνέλαβε, έδειρε ανθρώπους και όλη η κίνηση και τα ταξίδια στην επαρχία του Μίκη είχανε αυτό το νόημα, να στηρίξουν τη Νεολαία και να μιλήσουν στον κόσμο, να ακούσουμε ότι η πρόθεση μας, η πρόθεση της Νεολαίας, είναι να βελτιώσει την ζωή των νέων ανθρώπων στην επαρχία, που δεν είχανε πολλές διεξόδους. Δημιουργούσανε λέσχες ανάγνωσης. Δημιουργούσανε θεατρικές ομάδες. Δημιουργούσανε χορευτικές ομάδες. Δημιουργούσανε… οργανώνε εκδηλώσεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, αθλητικές συναντήσεις, φεστιβάλ! Αυτά τα πράγματα, για την επαρχία εκείνη την εποχή, ήταν πολύ σημαντικά.[02:40:00] Τώρα, υπάρχει η τηλεόραση, που ισοπεδώνει τα πάντα και υποτίθεται πως φέρνει τον πολιτισμό, εντός εισαγωγικών, και στο πιο απομακρυσμένο χωριό. Δεν υπήρχε τηλεόραση τότε. Μιλάω για την δεκαετία του '60, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60 και ως τη Δικτατορία. Η τηλεόραση δημιουργήθηκε μετά. Ο ρόλος της, λοιπόν, της Νεολαίας Λαμπράκη ήταν, βασικά, πολιτισμικός, αλλά ο πολιτισμός έχει πολιτική. Δεν είναι άμοιρος πολιτικής πρόθεσης, μόνο που δεν είναι η πολιτική με τη στενή της έννοια, την αφυδατωμένη. Μου κάνει φοβερή εντύπωση και δεν παύω να το λέω, ότι από τη Μεταπολίτευση και μετά ποτέ δεν έγινε λόγος, εκτεταμένος και αναλυτικός, γι’ αυτή τη Νεολαία, για το ρόλο της και τις προσπάθειες της. Γιατί σε εποχή που ακόμα ο όρος οικολογία δεν είχε διατυπωθεί ή αν είχε διατυπωθεί ήταν σε πολύ περιορισμένη χρήση, μεταξύ πολύ προωθημένων μελών, οι Λαμπράκηδες είχανε μία οικολογική δραστηριότητα. Δεν θα 'λεγα οικολογική συνείδηση. Είχαν, όμως, οικολογική δραστηριότητα, δηλαδή βοηθάγανε στη βελτίωση υποδομών στο χωριό. Είχε γκρεμιστεί ένα γεφυράκι. Θα βοηθάγανε να το φτιάξουνε. Εξού και οι καμπιοσκοτώστρες. Θα πηγαίνανε στο δάσος να καθαρίσουμε τα πεύκα από τις κάμπιες, να μαζέψουν τα ξερά κλαδιά να μην υπάρχουν πυρκαγιές, να, να, να. Απλά πράγματα που τώρα λέμε: «Το κράτος»! Οι Λαμπράκηδες δεν λέγανε ότι το κράτος δεν έχει την ευθύνη. Όμως, πίστευαν ότι ώσπου να κινητοποιηθεί το κράτος και για να κινητοποιηθεί το κράτος, θα πρέπει, προηγουμένως, οι πολίτες οι ίδιοι να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Αυτό είναι μέσα στη λειτουργία της κοινότητας. Έτσι λειτουργούσαν οι κοινότητες πάντα και αυτό είναι πολύ θετικό στοιχείο για μία κοινωνία. Αυτό το είχαν οι Λαμπράκηδες, αλλά φοβάμαι πως αυτή η Νεολαία θα περάσει στα ψιλά της ιστορίας, ενώ ήταν μία πολύ σημαντική στιγμή και μερικές φορές νομίζω πως την ξεχνούν γιατί δεν ανήκε σε κανένα κόμμα ουσιαστικά και μπορεί έτσι να βγάζουν και το άχτι τους. Περιέργως πως, τον όρο, την αναφορά στη Νεολαία Λαμπράκη την άκουσα μία φορά από το Μητσοτάκη στο κοινοβούλιο. Ο Μητσοτάκης μίλησε για Λαμπράκηδες. Κανένας άλλος. Που θα περίμενα, αν ο Τσίπρας ήθελε να είναι ο συνεχιστής αυτής της Αριστεράς, θα όφειλε να την έχει κορώνα του τη Νεολαία Λαμπράκη και να υποχρεώνει τους νέους να μαθαίνουν την ιστορία της. Όμως, την αγνόησαν όλοι και νομίζω πως δεν είναι τυχαίο. Ήταν κάτι που τους ξέφευγε.

Ε.Μ.:

Το ίδιο πιστεύω και για το Πολυτεχνείο. Ισχύουν, βεβαίως, όλα αυτά. Ισχύει η τραγωδία της Κύπρου. Η ευθύνη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας για την τραγωδία της Κύπρου και την ήττα. Το Πολυτεχνείο ήταν η έκφραση της νεολαίας, ανεξάρτητα από κόμματα. Δεν ήταν μόνο Αριστεροί στο Πολυτεχνείο. Εκ των υστέρων, οι άνθρωποι, αυτά τα νέα παιδιά που μπήκαν στο Πολυτεχνείο και διακινδυνέψανε τους είδαμε να στελεχώνουνε όχι μόνο αριστερά κόμματα ή το ΠΑΣΟΚ. Τους είδαμε και σ' άλλα κόμματα. Μέσα μου έχω την εντύπωση ότι το Πολυτεχνείο αφύπνισε τα παραδοσιακά κόμματα και τους έδειξε έναν κίνδυνο υπαρκτό. Τα παραδοσιακά κόμματα ήταν διαλυμένα, βέβαια, γιατί είχαμε Δικτατορία. Όμως, μέσα τους, πιστεύω όλοι ελπίζανε ότι με την πτώση της Δικτατορίας θα ξυπνήσει η «Ωραία Κοιμωμένη» του δάσους και θα ξαναβρεθεί στην προ Δικτατορίας κατάσταση. Το Πολυτεχνείο, όμως, έδειχνε ότι γίνεται μία ζύμωση μεταξύ νέων ανθρώπων διαφορετικών παρατάξεων, που εγκυμονεί αλλαγές για το μέλλον, όποιο κι αν είναι αυτό το μέλλον, δηλαδή το πολιτικό σκηνικό, το πολιτικό παζλ δεν θα ήταν το ίδιο. Οπότε, νομίζω πως το Πολυτεχνείο και η ήττα της Χούντας στην Κύπρο οδήγησε στη Μεταπολίτευση, αλλά όχι απλώς με τη δυναμική των επαναστατημένων νέων, αλλά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο να βρεθούν όλα τα κόμματα out. Αυτό είναι προσωπική μου σκέψη και μπορώ να πω ότι είμαι περισσότερο ποιήτρια και λιγότερο πολιτικός. Οπότε, δεν θα τολμούσα, αλλά το εξομολογούμαι τώρα. Έτσι κι αλλιώς όλο αυτό μία εξομολόγηση de profundis είναι.

Δ.Κ.:

Θυμάσαι που ήσουνα όταν έμαθες ότι έγινε το Πολυτεχνείο;

Ε.Μ.:

Βέβαια! Απ’ έξω!

Δ.Κ.:

Απ' έξω;

Ε.Μ.:

Ναι. Δούλευα στον «Ολκό». Ο «Ολκός» ήταν ο εκδοτικός οίκος που είχε δημιουργήσει ο Αντώνης ο Καρκαγιάννης. Είχε συμβάλει οικονομικά η Μίλλη Δεληπέτρου, Γρέγου-Δεληπέτρου, γόνος οικογένειας… θεέ μου, γιατί μου φεύγουν οι λέξεις; Πλοιοκτήτες… πώς τους λέμε; Εφοπλιστές! Είμαστε 85, μάνα μου. Δεν είναι παίξε-γέλασε… γόνος εφοπλιστικής οικογένειας η Μίλλη. Ο άντρας της, όμως, ο Δεληπέτρος, όταν έγινε η Χούντα, συνέβη να είναι διοικητής του ΙΚΑ. Ήταν με την Ένωση Κέντρου. Ήταν διοικητής του ΙΚΑ. Οπότε, έχοντας μία πολιτική θέση, ανησυχήσανε μήπως έχει συνέπειες, φυλακή, εξορία και τα λοιπά και φύγανε στην Ελβετία τον πρώτο καιρό. Μετά γυρίσανε. Όταν βγήκα απ' την εξορία… τον Αντώνη τον ήξερα από την εξορία. Γνώρισα τη Μίλλη, η οποία βοηθούσε και όταν έγινε το Πολυτεχνείο εγώ, τάχα μου, μετέφερα βιβλία του «Ολκού» σε βιβλιοπωλεία της περιοχής και πέρναγα απ’ έξω. Δεν τολμούσα να μείνω για πολύ, γιατί δεν ήθελα να δώσω σινιάλο μία άρτι απολυθείσα από την εξορία, «Να ποιοι κάνουν το Πολυτεχνείο»! Και μόλις είχε βγει και ο Χρόνης. Ο Χρόνης είχε βγει εκείνο το καλοκαίρι. Είχε βγει τον Αύγουστο. Μέναμε τότε σε ένα σπίτι, πάλι κοντά στο Λυκαβηττό, στην οδό… τοκ τοκ… Κοσμά Μελωδού. Κοσμά Μελωδού. Τα νούμερο 11. Ένας ανηφοράκος και όταν έγινε η εισβολή στο Πολυτεχνείο και γκρεμίσανε την πόρτα, εμείς ήμασταν στη βεράντα. Ακούγαμε και δεν μιλούσαμε. Και είδαμε να περνάει μία συντροφιά, που φύγανε κυνηγημένα τα παιδιά και ανεβαίνανε να κρυφτούνε στο Λυκαβηττό και μας σχολιάσανε αρνητικά που καθόμασταν ήσυχοι στο μπαλκόνι μας και δεν πηγαίναμε να βοηθήσουμε. Και είπαμε: «Τι να πεις τώρα;», διότι ο Χρόνης... που δεν θα πήγαινε στο Πολυτεχνείο, γιατί τι δουλειά είχε ένας 43 χρονών που μόλις είχε βγει από τη φυλακή στο Πολυτεχνείο, όπου ήταν φοιτητές; Υποτίθεται μόνο φοιτητές. Τέλοσπαντων. Τον ξαναπιάσανε τον Χρόνη εκείνες τις μέρες με το Πολυτεχνείο. Κι εγώ, όπως πάντα, όπως στη Δικτατορία, όταν ήρθ[02:50:00]αν να με συλλάβουν… Α! Το παμε αυτό; Δεν το είπαμε, ε; Λοιπόν, επαγγελματικά στελέχη και οι 2. Ετοιμαζόμασταν για εκλογές η Αριστερά και δεν είχαμε πληρωθεί, ούτε ο Χρόνης ούτε εγώ. Εγώ δούλευα στο περιοδικό της Νεολαίας «Η Γενιά μας». Γίνεται η Δικτατορία. Τηλέφωνα δεν είχαμε. Ήτανε, όμως, στο σπίτι η μαμά μου και το Κατερινάκι μικρό, γιατί είχα κατεβάσει τη μάνα μου από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να μου κρατάει το σπιτικό, επειδή εγώ δούλευα στο περιοδικό. Ήμουνα και νοικοκυρά και έπρεπε να διαβάσω να πάω να δώσω εξετάσεις. Δεν προλάβαινα. Κατεβάσαμε τη μάνα μου, λοιπόν, εδώ και στο μεταξύ μένει έγκυος η Παγώνα κι έχει δύσκολη εγκυμοσύνη. Η Κατερίνα παιδάκι, 3 χρονών. Τι γίνεται; «Να ρθει η μαμά επάνω». «Όχι λέω. «Να ρθει η Κατερίνα κάτω. Η Παγώνα να μείνει στο κρεβάτι και οι άλλοι 2 να δουλεύουν και να φροντίζουνε και το σπίτι». Όταν έγινε, λοιπόν, έγινε η Δικτατορία, 21η Απριλίου του '67, έρχεται ο Τάκης ο Μπενάς… μακαρίτης και αυτός τώρα. Βλέπεις; Οι μάρτυρες σιγά-σιγά κάνουν φτερά. Έρχεται ο Τάκης, δεν είχαμε τηλέφωνο, χτυπάει το κουδούνι και λέει: «Έγινε Δικτατορία. Φύγε! Έχουν πιάσει ήδη τώρα τον Ράλλη, τον Κανελλόπουλο, τον Παπανδρέου» και δεν θυμάμαι και ποιον άλλον. Εντάξει. Ντύνεται ο Χρόνης, μαζεύει ό,τι ψιλά είχαμε και φεύγει. Υποτίθεται πως υπήρχε κάποια οργάνωση, κάποια σπίτια για να καταφύγουν. Νομίζω πως τίποτα δε λειτούργησε κανονικά εκείνο το βράδυ. Τέλοσπαντων. Έφυγε ο Χρόνης και νωρίς-νωρίς το πρωί περνάει απ' το σπίτι ο Θέμης ο Μπανούσης με τη γυναίκα του, τότε, τη Μαρία, μία πανέμορφη κοπέλα από την Κρήτη, που η οικογένειά της δεν ήθελε το Θέμη για γαμπρό και ο Θέμης την έκλεψε τη Μαρία. Και πάνω στα μέλια οι άνθρωποι γίνεται η Δικτατορία. Μου τη φέρνει, λοιπόν, να προστατέψω εγώ τη Μαρία και φεύγει ο Θέμης. Μετά από λίγο ξαναχτυπάει το κουδούνι. Ο Γιώργος ο Βότσης. Ήταν και παρέα μας. Μιλήσαμε. Δεν μπήκε καν στο σπίτι. Νομίζω πως δεν μπήκε. Και πάει να φύγει. Του λέω: «Πού πας τώρα;». «Πάω να βγάλω εφημερίδα» μου λέει. Και έβγαλε φυλλάδιο. Έβγαλε, αλλά εκείνη τη στιγμή, την ώρα που ήτανε μπροστά στο ασανσέρ, το είχε καλέσει για να φύγει και κοιταζόμασταν, σκέφτηκα και προφανώς το ίδιο σκέφτηκε και ο Γιώργος ότι μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε. Μπορεί να μην ξαναϊδωθούμε ποτέ. Και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιληθήκαμε και χαιρετηθήκαμε και αυτό ήταν, γιατί μετά από λίγο εισέβαλαν 4-5 -πόσοι ήταν;- από το 5ο τμήμα. Ξέρεις πού ήταν το 5ο τμήμα; Εδώ! Το πράσινο σπίτι του Παναθηναϊκού. Εδώ ήταν το 5ο τμήμα. Εδώ με φέρανε εμένα και τη Μαρία! Ναι. Για τη Μαρία δεν είχανε στοιχεία και την άφησαν αμέσως και έφυγε. Ευτυχώς. Εμένα με κρατήσανε. Με κατεβάζουμε κάτω. Μου είπανε: «Ελάτε για μία εξακρίβωση στοιχείων». Μούσι. Εξακρίβωση στοιχείων. Εγώ φοράω μία δαντελέ μπλουζίτσα, που μου είχε πλέξει η μαμά μου, ένα ελαφρό τιρκουάζ. Ήταν άνοιξη, βλέπεις. Ένα ωραίο κανελί ταγέρ, μου είχε ράψει η αδερφή μου η Πόπη με τα χεράκια της τα χρυσά, γοβίτσα, ψιλή κάλτσα και έλεγε η μάνα μου... η μάνα μου είχε περάσει φυλακές και εξορίες και ήξερε, «Που πας, παιδί μου, με αυτό το φιριντόνι; Βάλε κάτι πιο ζεστό»! Όχι. Εγώ ήθελα να τους δείξω ότι εγώ είμαι μία κοπέλα που δεν χαμπαρίζει απ' αυτά και έρχομαι επειδή μου είπατε για εξακρίβωση στοιχείων. Έρχομαι για εξακρίβωση στοιχείων. Άλλο μούσι. Με κατεβάζουν κάτω και βρίσκομαι ξαφνικά με την Αύρα Παρτσαλίδου, με τη Ρούλα Κουκούλου, τέως Ζαχαριάδη, με τον Δρόσο, τον πατέρα της Αλέκας, με τη Βαγγελιώ τη Λογαρά και δεν θυμάμαι και ποιος άλλος ήταν, αλλά ήτανε όλο πρωτοκλασάτα στελέχη και μου πήγε 3 και 5. Είπα: «Εάν με μετράνε κι εμένα ανάμεσα σ' αυτό το επίπεδο των στελεχών, αλίμονο σου Ρηνάκι! Την έβαψες!», διότι εγώ πίστευα και πιστεύω πάντα ότι είμαι “the man on the street”, ο μέσος όρος. Γελάνε, βέβαια, όταν το ακούνε οι άνθρωποι, αλλά εγώ έτσι πίστευα. Κι όταν βρέθηκα ξαφνικά με αυτά τα στελέχη λέω: «Τι γίνεται εδώ; Πώς με μετράνε;». Το ίδιο απόγευμα μας μεταφέρανε στον Ιππόδρομο με καμιόνια. Θυμάμαι, αυτό μου συμβαίνει πάντα όταν έχω μεγάλη αγωνία, συστέλλονται, φαίνεται, τα αγγεία, δεν αιματώνεται ο εγκέφαλος και νυστάζω. Είχα ακουμπήσει, λοιπόν, το κεφάλι μου στον ώμο του Δρόσου, του πατέρα της Αλέκας… ξέρεις για ποια Αλέκα σου μιλάω. Για την Παπαρήγα. Ναι. Είχα ακουμπήσει το κεφάλι στον ώμο του πατέρα της και ψιλοκοιμόμουνα κι άκουγα τις συζητήσεις και λέγανε: «Μικρό είναι ακόμα. Δεν ξέρει ακόμα τι γίνεται» και μέσα μου έλεγα: «Επειδή ξέρω τι γίνεται, γι’ αυτό έχω…». Το απόγευμα μας κατεβάσαμε στον Ιππόδρομο και θυμάμαι την εικόνα του Κοινοβουλίου γυμνό, καταφωτισμένο από τον ήλιο και μία ηλίθια τουρίστρια ξαπλωμένη παράλληλα με τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η ηλίθια! Που είπε: «Τι ωραία. Τι καλά. Τώρα που δεν με κυνηγάει κανένας να το παίξω και εγώ Άγνωστος Στρατιώτης». Ηλίθια! Έγινα έξαλλη. Όταν φτάσαμε στον Ιππόδρομο και κατεβήκαμε, βρεθήκαμε σε έναν διάδρομο μέσα στο χώρο του Ιπποδρόμου. Ιππόδρομος είπα. Δεν είπα… με στρατιώτες εφ’ όπλου λόγχη. Κι εμείς έπρεπε να προχωρήσουμε ανάμεσά τους για να πάμε εκεί που θα μας πηγαίναμε. Όταν είδα αυτό το σκηνικό, είπα: «Μας πάνε για εκτέλεση. Αλλά έτσι; Χωρίς εξήγηση;», δηλαδή… για τα πάντα το 'χω αντιμετωπίσει με τον εαυτό μου αυτό πολλές φορές. Απαιτώ μία λογική εξήγηση. Γιατί; Λέω: «Είναι δυνατόν χωρίς να μας δώσουν την ευκαιρία; Είναι δυνατόν;». Όμως, όντως, ένιωσα ότι μπορεί να είναι οι τελευταίες μου στιγμές. Και τι έκανες; Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις. Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις. Απλώς, αισθάνεσαι ένα αίσθημα ματαίωσης και αδικίας. Αυτό. Στο Πολυτεχνείο είχα και την άλλη εμπειρία. Πρώτον, ανέλαβα να είμαι η νταντά του Μάκη του Σολωμού. Δεν ξέρω τι απέγινε αυτό το παλικάρι. Ο Μάκης, γιος του Νίκου Σολωμού και της Άννας, ήταν τότε 4 χρόνων; 4,5; Κάπου εκεί. Η Άννα, όταν πήγαν να τη συλλάβουν, για να δώσει την εντύπωση ότι είναι μόνη στο σπίτι και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος για να αφήσει το παιδί, που σημαίνει για να γλιτώσει τον Νίκο από τη σύλληψη, τον άντρα της, ήταν στο σπίτι ο Νίκος, αλλά η Άννα πήρε μαζί της το Μάκη για να τους δώσει να πιστέψουν ότι δεν μπορούσε να αφήσει το παιδί στο σπίτι. Κι έτσι γλίτωσε ο Νίκος. Και ο Νίκος πέρασε στην παρανομία και από κει έφυγε στο Παρίσι. Ο Μάκης, λοιπόν, βρέθηκε στον Ιππόδρομο, όπου φέρνανε κόσμο από διάφορα τμήματα, από διάφορα αστυνομι[03:00:00]κά τμήματα. Εγώ έγινα η νταντά του Μάκη. Να του λέω παραμύθια. Να του λέω ιστορίες. Γιατί ένα παιδάκι μέσα σε αυτό το ζόφο πώς να τα βγάλει πέρα; Τραγουδάγαμε. Τραγουδάγαμε Θεοδωράκη. Δεν ήξερα αν ο Χρόνης γλίτωσε. Δεν ήξερα αν μπόρεσε να βρει καταφύγιο. Δεν ήξερα αν λειτούργησαν οι επαφές. Δεν ήξερα τι κάνει η μάνα μου. Η μάνα μου έχασε 10 κιλά μέσα σε 15 μέρες. Έπρεπε να μαζέψει το σπίτι και να φύγει, γιατί άφηνα πίσω μου τη μάνα μου. Στον Περισσό ο Λάκης, ο αδερφός μου, συνδικαλιστής οικοδόμος, παντρεμένος και με δύο… όχι. Ένα μικρό παιδάκι είχε ακόμα τότε, τον Πασχάλη. Ένα παιδάκι μικρό. Εκεί, χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε και τη σκηνή του λυσσαλέου δολοφόνου του Παναγιώτη Ελή. Εκεί, δείρανε και τον Ηλιού. Τον δείρανε πάρα πολύ άσχημα. Κι εκεί σκοτώσανε, σχεδόν χωρίς λόγο, για ασημαντότατη αφορμή, τον Παναγιώτη Ελή. Και μετά τη δολοφονία του Ελή, ο δράστης ήρθε στο χώρο που ήμασταν εμείς σχεδόν αφρισμένος. Δεν έχω δει τέτοια φάτσα. Καθόμασταν στην άκρη κι αυτός έκανε μία βόλτα κάτω, πάνω κι έφυγε. Αν καταλάθος κάποια γυναίκα βρισκόταν μπροστά του μέσα σ' αυτή τη διαδρομή του, είμαι σίγουρος ότι θα την έπνιγε. Θα την τσαλαπατούσε. Ήταν εκτός εαυτού. Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε στον Ιππόδρομο. Πάντως, πρόλαβε η μάνα μου και μου έστειλε μέσα σε ένα σάκο από ζάχαρη, γιατί δεν επιτρεπόταν βαλίτσα, μου έστειλε μία μπλούζα, δεν θυμάμαι τι άλλο. Πολύ λίγα πράγματα επιτρεπόταν. Τα πήγε στο τμήμα, στο 5ο τμήμα και από κει τα φέρανε στον Ιππόδρομο. Έχω ακόμα κάπου φυλαγμένο αυτό το σάκο με τα γράμματα της μαμάς μου, που έχουν ξεθωριάσει απ' το πλύσιμο. Όλα αυτά τα έχω χάσει με τη μετακόμιση. Πρώτα, ήξερα πού είναι το καθένα. Τώρα, ακόμα, δεν τα έχω ξαναβρεί και δεν ξέρω που θα τα βρω. Ήτανε αδύνατο να πετάξω αυτό το σάκο. Τελικά, δεν ξέρω αν μείνουμε δύο ή τρία βράδια. Η Δικτατορία έγινε παραμονή του Λαζάρου. Ναι. Παραμονή των Βαΐων. Μας μεταφέρανε στο νησί, αν υπολογίζω σωστά, Μεγάλη Τετάρτη. Μήπως πλατειάζω; Μας πήγαν στο Σκαραμαγκά, μας φόρτωσαν σε αρματαγωγό κι εκεί συναντηθήκαμε άνθρωποι από διάφορα τμήματα και από διάφορες περιοχές της Αττικής. Όχι μονάχα αυτοί που είχαμε συλληφθεί στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε άλλα μέρη της Αττικής. Εκεί, αναγνώρισα μερικούς ανθρώπους που τους ήξερα. Ήτανε ο Φαρσακίδης ο Γιώργος, ο οποίος μου χαμογέλασε από μακριά σαν να έλεγε: «Πού νομίζεις πως θα τη γλιτώσεις; Δεν τη γλιτώνεις». Ήταν ο Ρίτσος, η Ηρώ. Του Πολυτεχνείου η Ηρώ. Δεν υπάρχει πια. Η Κανακάκη, συνδικαλίστρια. Ήταν στην ΕΦΕΕ. Άνθρωποι που άλλους τους ήξερα μόνο κατ’ όψιν. Άλλους τους ήξερα με τ' όνομα. Είχαμε μιλήσει. Άλλοι ήταν φίλοι μου. Βρεθήκαμε, ξαφνικά, στο αμπάρι του αρματαγωγού χωρίς να ξέρουμε που πάμε και τι μας περιμένει. Είναι περίεργο πόσο η ανθρώπινη φύση καταφέρνει να αντιμετωπίζει αυτές τις απροσδόκητες καταστάσεις. Εγώ δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μέσα σε αυτό το σκηνικό του κινδύνου, της αβεβαιότητας, του θανάτου, της απειλής. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου κάτω από τέτοιες συνθήκες και να τα βγάζω πέρα. Το «μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν' αντέξει» είναι πολύ σοφό. Πραγματικά, «μη δώσει όσα μπορεί να αντέξει», γιατί ποτέ δεν ξέρεις πως θα βγεις απ' αυτή την δοκιμασία. Ποτέ δεν ξέρεις. Ο ηρωισμός είναι κάτι που δεν το πιστεύω. Δεν το πιστεύω με τον τρόπο που το πιστεύουν οι περισσότεροι. Νομίζουν ότι οι άνθρωποι που, τελικά, συμπεριφέρονται ηρωικά ή τα βγάζουνε πέρα μέσα από τόσο δύσκολες καταστάσεις είναι προορισμένοι, είναι καμωμένοι από ένα ειδικό υλικό για να αντέχουν. Δεν είναι έτσι. Δεν είναι καθόλου έτσι. Και φοβάσαι! Και αγωνιάς! Και δεν ξέρεις! Και από κάπου πρέπει να πιαστείς. Αν είσαι χριστιανός, στην πίστη σου. Και γίνεσαι μάρτυρας. Αν το σκηνικό είναι μία πολιτική σύγκρουση, μπορεί να γίνεις φανατικός ή μπορεί να τρομάξεις. Μπορεί να τα βάλεις με τη γραμμή του κόμματος, που δεν προέβλεψε και οδήγησε σε αυτή την κατάσταση, να οδηγηθεί σε αμφιβολίες σε, σε, σε. Μπορείς να πεις ότι φταίνε οι άλλοι. Εγώ, ευτυχώς... ευτυχώς, το έκανα αμέσως προσωπικό μου θέμα. Θέμα συνείδησης, ότι δεν έχει κανένας δικαίωμα να καταργεί τη δημοκρατία και να μου υπαγορεύει εμένα, που δεν έκανα τίποτα εναντίον του νόμου που ισχύει μέχρι χθες, ίσχυε, δεν επιτρέπω σε κανέναν να μου υπαγορεύσει τις απαιτήσεις του. Ένιωσα, αμέσως, ότι εγώ είμαι με τη δημοκρατία! Εγώ είμαι με τη νομιμότητα! Εγώ είμαι με την Ελλάδα! Εγώ είμαι με την πατρίδα. Για μένα, η πατρίδα ήταν πάντα πολύ σημαντικό στοιχείο στη ζωή μου, είτε πρόκειται για τη μικρή πατρίδα, που είναι το Σουφλί, είτε πρόκειται για τη μεγάλη πατρίδα, που είναι η Ελλάδα. Και θυμάμαι, μικρό κοριτσάκι, παρέλασα με δανεική πόδια, γιατί δεν είχα μαύρη ποδιά. Όταν άκουγα το εμβατήριο, πίστευα ότι η επίκληση να σκύψουμε το γόνυ είναι για τους γονείς μου, ότι αυτοί αγωνίζονται για την Ελλάδα, για την πατρίδα. Και η μάνα μου ήταν εξορία και ο πατέρας μου αντάρτης, αλλά πίστευα ότι αγωνίζονται για μία καλύτερη πατρίδα. Δεν πίστεψα ποτέ ότι είναι εχθροί της πατρίδας και αυτό μου έκανε πολύ καλό, γιατί δεν με αποξένωσε από τη μήτρα μου. Έτσι λοιπόν. Φτάσαμε στη Γυάρο. Όμορφη που ήταν η Γυάρος. Τα 'χω γράψει αυτά, μωρέ Δημήτρη… θέλω να στα δώσω. Τα έχω δημοσιεύσει. Η Ελπίδα η Καρέλου, ήταν και τα δύο αδέρφια της μεγαλύτερα μαζί μας, που είχαν θητεύσει με το Χρόνη στον Άη Στράτη παλιότερα και στη Μακρόνησο, είχε φορέσει ό,τι μπορούσα να φορέσει, γιατί της είπαν: «Ντύσου καλά. Μπορεί, εκεί, την ώρα που θα βγαίνουμε, να πέφτει ματσούκι και καλύτερα ντύσου καλά για να μη νιώθεις το ξύλο». Ήταν ήμερο το τοπίο. Δεν φύσαγε. Ήτανε… ακόμη και τα βράχια είχανε ψιλοπρασινίσει και ήτανε ανθισμένα τα μπούζια, πανέμορφα, φούξια. Είναι ευλογημένος τόπος η Ελλάδα. Δεν έχ[03:10:00]ει αγριάδα. Την αγριάδα της την προσδίδουν οι άνθρωποι. Το τοπίο είναι πολύ γλυκό και ήρεμο. Δεν φύσαγε. Το νησί ήτανε πολύ γλυκό. Κι εμείς λαχταρούσαμε για μια εικόνα γαλήνια. Δεν ξέρω οι άλλοι πως αντέδρασαν, αλλά εγώ γαλήνεψα. Εντάξει. Ξύλο δεν έπεσε. Η φυλακή ήταν μία βρωμερή αποθήκη, γιατί είχε πάψει να είναι χώρος κράτησης από το '61, γιατί βρήκα μία ανακοίνωση του '61 στην πόρτα. Το πλαίσιο που βάζαν τις ανακοινώσεις είχε διαλυθεί από την πολυκαιρία. Είχαν περάσει 6 χρόνια, '61-'67, το γυαλί, προφανώς, είχε σπάσει και η ανακοίνωση πηγαινοερχόταν. Και μου ‘ρθε να απλώσω το χέρι μου να την πάρω την ώρα που περνούσα, γιατί ήταν δίπλα στην είσοδο της φυλακής, αλλά μέσα μου μία άλλη φωνή, πάντα είμαι 2 και 3 με κορόιδεψε: «Καλά. Δεν ξέρεις αν θα σώσεις τον εαυτό σου και θες να κρατήσεις την ανακοίνωση για το αρχείο;». Μπήκαμε μέσα στον διάδρομο. Μακρύς ο διάδρομος! Και μας φάνηκε και πιο μακρύς απ’ ότι ήταν. Βρώμικος! Μπάζα! Τούβλα! Πράματα! Λάσπες! Και βρώμα από ούρα ποντικών. Βέβαια. Είχαν βρει καταφύγιο εκεί τα ποντίκια. Κι εμείς πηγαίναμε. Μας χωρίσανε σε θαλάμους. Ξέρεις, η φυλακή της Γυάρου… κάπου βρήκα, θα σου δείξω μία φωτογραφία που έχω, μία φωτογραφία που τράβηξαν για το STERN. Είχε περάσει… δεν ξέρω. Δεν έτυχε ποτέ να το ακούσεις αυτά; Τον Αύγουστο ήταν, που περάσανε δημοσιογράφοι μ' ένα ελικόπτερο, μ' ένα μικρό αεροπλάνο πάνω από τη φυλακή, αρκετά χαμηλά ώστε να τραβήξουν φωτογραφίες και εγώ αναγνώρισα τη σιλουέτα μου, δηλαδή από τη φτιαξιά, γιατί δεν φαίνονται χαρακτηριστικά. Το κεφάλι μου είναι πιο μικρό από το κεφάλι καρφίτσας. Δεν φαίνονται χαρακτηριστικά, αλλά αναγνώρισα το σουλούπι μου, γιατί ξέρω τι φορούσα. Δεν είχα και πολλά πράγματα να φορέσω. Αναγνώρισα την Ελένη την Μπενά από τη στάση του κορμιού της. Αναγνώρισα τη Μαρία την Τριανταφύλλου, την αδερφή της, από τη στάση του κορμιού. Αναγνώρισα τη Μαρία την Καυκαλέτου από τη στάση της και αυτό το περιοδικό κάπως είχε περάσει παράνομα στη Γυάρο και όταν φύγαμε, οι σύντροφοι, οι συνεξόριστοι, μου κάνανε μία βαλίτσα ξύλινη με διπλό πάτο και μου βάλανε ανάμεσα στους δύο πάτους το περιοδικό και το έσωσα και το έφερα μαζί μου. Φτάσαμε, λοιπόν. Μας χωρίζουνε σε θαλάμους. Οι γυναίκες νομίζω πως ήμασταν γύρω στις 230; Νομίζω. Δεν είμαι σίγουρη. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη και νομίζω πως δεν υπάρχει βεβαιότητα για το νούμερο των γυναικών. Δεν ξέρω πως γίνεται αυτό. Εν πάση περιπτώσει, μας βάλανε σε δύο θαλάμους. Κι εμένα με βάλανε στο θάλαμο των επικίνδυνων. Βέβαια. Άμα με βάζουνε με την Αύρα την Παρτσαλίδου και τη Ρούλα την Κουκούλου και τη Βαγγελιώ τη Λογαρά, εκεί θα με βάλανε. Βρώμικα όλα! Άθλια. Η φυλακή δεν ήταν καν σοβατισμένη. Ήτανε τουβλοχτισμένη και ήταν το τούβλο. Τα παράθυρα πολύ ψηλά, όχι για να για να βλέπεις έξω. Για να μπαίνει φως. Τα περισσότερα σπασμένα. Το καλοκαίρι λες: «Τι ωραία! Αερίζεται ο θάλαμος. Τόσες ψυχές εδώ μέσα. Να μπαίνει καθαρός αέρας». Το χειμώνα, όμως, έμπαινε βροχή. Και βέβαια, δεν ήταν εύκολο να κοιμάται κάποιος κάτω από το σπασμένο παράθυρο. Ποιος θα πάει; Οι νεότερες. Η Ρηνιώ εκεί πήγε. Γιατί ήμασταν πολύ λίγες οι νέες γυναίκες. Και νέες-νέες, εμείς από την Αθήνα, ήμασταν από 27, οι νέες, μέχρι 30-32. Εκεί. Αυτές λογαριαζόμασταν νέες. Οι υπόλοιπες ήτανε κάπως μεγαλύτερες. Γύρω στα 40 ήταν οι περισσότερες, παλιές Επονίτισσες, γυναίκες που ήταν φυλακή με τις αδερφές μου και μετά βρέθηκαν μαζί μου. Ας πούμε, η Δώρα η Ψαλτοπούλου, η Βάσω Κατράκη, η χαράκτρια. Κοιμόμασταν… ήταν το κρεβάτι της Βάσως, το κρεβάτι της Ελένης της Καμουλάκου, μετά το δικό μου, της Δώρας της Ψαλτοπούλου, μετά της Σόφιας της Τσέγα, μετά της Άννας της Καπνίση. Η Άννα ήταν Γερμανίδα, παντρεμένη με έναν Αριστερό. Οπότε, η καταγωγή της δεν την έσωζε. Εκεί ήταν άλλη ιστορία. Να μάθουμε να υπάρχουμε κολλητά η μία με την άλλη. Καμία ιδιωτικότητα. Ρούχα δεν είχαν οι περισσότερες μαζί τους. Εγώ είχα ένα μπλουζάκι, που μου έδωσε η μάνα μου και μία δεύτερη φούστα. Μπράβο. Ναι. Μία μπλούζα και μία φούστα. Το πουκαμισάκι το φορέσαν όσες μπορούσαν να χωρέσουν σ' αυτό το ρούχο, για να πλύνουν το δικό τους, δηλαδή ήταν ένα πασπαρτού. Τον πρώτο καιρό, η αστυνόμευση ήταν πιο χαλαρή. Ξέρεις… η φρουρά της Γυάρου, η πρώτη φρουρά, γιατί άλλαζε κάθε… δεν ξέρω πόσους μήνες, άλλαζε πάντως, ήταν η φρουρά της Βουλής, διότι η Χούντα τους θεώρησε διεφθαρμένους από τη συνάφεια τους με την πολιτική και τους πολιτικούς, αφού ήταν στη Βουλή και τους έφερε στη Γυάρο και η πρώτη μας φρουρά ήταν αυτή. Οπότε, ήτανε πιο ήπια, πιο μαλακή. Ήταν και αυτή σαν εξόριστοι. Βέβαια, αυτοί φύγανε νωρίς. Ήρθαν άλλοι και τα λοιπά και τα λοιπά. Κάθε τόσο αλλάζανε. Έτσι. Μας πήρε μέρες να καθαρίσουμε τα ντουζ και τις τουαλέτες, γιατί στο θάλαμο των επικίνδυνων, παλαιότερα, ήταν ποινικοί κρατούμενοι, οι οποίοι φαίνεται πως δεν αγαπούσαν και πολύ την αρχοντιά, που είναι η μισή αρχοντιά η καθαριότητα. Και ήταν οι τουαλέτες και τα ντουζ γεμάτες κονσερβοκούτια. Εμείς, λοιπόν, έπρεπε να τα καθαρίσουμε αυτά. Σου είπα ότι πήγα φορώντας ένα ταγεράκι, μία δαντελέ μπλουζίτσα και ψιλή κάλτσα και γοβάκι. Η νάιλον κάλτσα, δε, έγινε αζούρ. Φύγανε όλοι οι πόντοι. Μόνο ο πάτος είχε μείνει, αλλά εγώ, το απόγευμα, έβγαζα το ταγεράκι, το τίναζα καλά-καλά, αφού είχε τελειώσει η βάρδια με το κουβάλημα, το καρότσι, τα μπάζα τα, τα, τα, βούρτσιζα τα μαλλιά μου, τίναζα και τα ρούχα μου, έβαζα και τις κάλτσες μου τις αζούρ και μία μαργαρίτα στο πέτο, μία κίτρινη μαργαρίτα επάνω στο κανελί ταγεράκι και έβγαινα βόλτα. Μας επέτρεπαν να βγούμε βόλτα. Και μερικοί Μ Α Λ Α και τα λοιπά, τελειώνεις σε -ες, με κοιτάγανε με μισό μάτι, νομίζοντας ότι εγώ το παίζω γκόμενα και πως δεν έχω συνείδηση της κατάστασης. Πώς να εξηγήσεις τώρα στον κάφρο ότι η ομορφιά είναι προσφορά; Μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα δείτε και κάτι ευχάριστο, όμορφο, αισιόδοξο, για να σας φτιάξει τη διάθεση. Έτσι. Γι’ αυτό είπα στον τύπο που ήθελε να παραδεχτώ ότι είμαι κομμουνίστρια και γιατί δεν αποκηρύσσω τον κομμουνισμό, αφού λέω πως δεν είμαι κομμουνίστρια και του είπα: «Επειδή δεν αποκηρύσσω τη μαργαρίτα», γιατί η μαργαρίτα ήτανε το μόνιμο στολίδι μου, όσο κρατούσαν οι ανθισμένες μαργαρίτες στη Γυάρο. Που ταίριαζαν πάρα πολύ με το κανελί. Η αλήθεια να λέγεται. Και τον πρώτο καιρό ξέρεις ότι τραγουδάγαμε. Κάναμε παρέα με τους άντρες και τραγουδάγαμε. Η παρέα, η στενή μας παρέα, ήτανε ο Γιώργος ο Αναστασέας, ο οποίος πέθανε πολύ νωρίς, σχεδόν λίγο μετά την αποφυλάκισή μας, ο Νικηφόρος Αντωνόπουλος, που πέθανε το περασμένο φθινόπωρο, δημο[03:20:00]σιογράφος, πολύ καλός δημοσιογράφος πολύ καλός φίλος, ένα ωραίο παλικάρι, η Ρένα η Λόλα, η Έλλη Λόλα, αδερφές, οι Λερού, η Ευρυδίκη και η Σωτηρία και η Ελένη, η αδερφή τους, τρεις αδερφές, ο Θόδωρος ο Κοκλάνης, ο Θεοτόκης ο Ζερβός, ο γιατρός, που ήταν από την Κέρκυρα. Τώρα, είναι στη Θεσσαλονίκη. Τραγουδάγαμε: «Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα». Και ποιος άλλος; Όχι. Ο Αντώνης δεν ήταν εκεί. Δεν κράτησε πολύ όμως. Μετά από λίγο το απαγόρευσαν. Μας βάζανε στο θάλαμο μας… στο προαύλιο. Μέσα στο προαύλιο αυτό μπορούσαν να βγαίνουν οι γυναίκες από τρεις θαλάμους. Έτσι ήταν. Και λέγεται αυτή η ενότητα, δηλαδή ένα πρόβλημα και δύο ή τρεις θάλαμοι γύρω-γύρω, που προαυλίζονται στον ίδιο χώρο, λέγεται «ακτίνα» στη γλώσσα της φυλακής. Έτσι ήμασταν εμείς. Δύο ή τρεις θάλαμοι, αν θυμάμαι καλά, στην ίδια ακτίνα. Αυτό είναι μετά, όμως. Στην αρχή, ήμουνα σ’ έναν θάλαμο που ήτανε απομονωμένος και ήτανε ο θάλαμος των επικινδύνων, υποτίθεται. Όταν πέρασαν οι δημοσιογράφοι του STERN, ήμασταν σε αυτό το θάλαμο. Έτσι… η Γυάρος. «Μη δώσει ο Θεός τον άνθρωπο όσα μπορεί να αντέξει».

Δ.Κ.:

Θέλεις να μας πεις λίγα περισσότερα για…

Ε.Μ.:

Ναι. Ναι. Ξαναγυρνάμε στη θητεία μου στην ΕΡΤ, όπου πήγα το '74, με τη Μεταπολίτευση, μαζί με τον Καραμανλή. Την ίδια εποχή πήγα και στο σπίτι που εγκατέλειψα πριν από 3 χρόνια, στη Δασκαλογιάννη 4 όπου, εμένα 40τόσα χρόνια. Λοιπόν, στην ΕΡΤ με καλέσανε και πήγα για τη στελέχωση της ομάδας που θα μετέγγραφε τις ειδήσεις σε μία πιο δημοτική γλώσσα, πιο νεοελληνική. Έμεινα από το '74 ως… δεν θυμάμαι ποτέ, γιατί κάποια στιγμή έπιασα δουλειά στην «Ελευθεροτυπία». Η «Ελευθεροτυπία», όμως, με ήθελε κάθε βράδυ εκεί. Οπότε, έπρεπε να εγκαταλείψω την τηλεόραση, γιατί εκείνα τα χρόνια η τηλεόραση δούλευε από το απόγευμα ως τα μεσάνυχτα. Δεν είχε πρωί. Συνέπιπταν, λοιπόν, οι εργάσιμες ώρες στην τηλεόραση και στην «Ελευθεροτυπία» και αναγκάστηκα να φύγω στο ραδιόφωνο, όπου είχα ποικίλες βάρδιες, από τις 06:00 το πρωί μέχρι τις 00:00 τη νύχτα, αλλά ήταν ένα πεντάωρο και μπορούσα να βολεύω τις δουλειές μου. Όμως, δουλεύοντας τη γλώσσα και προσπαθώντας να διορθώσω τα κείμενα των ανθρώπων, διαπίστωσα ότι αυτό που μπορείς να διορθώσεις, εντός εισαγωγικών, στην άκρη του κειμένου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο και κυρίως είναι επικίνδυνο, γιατί μπορεί να αλλοιώσει κάτι. Η γλώσσα δεν είναι, απλώς, λέξεις. Η γλώσσα είναι η σκέψη που διαμορφώνεται στο μυαλό και στη συνείδηση του ανθρώπου. Εκεί δεν μπορούσα να επέμβω. Το θέμα δεν είναι αν η κατάληξη είναι τριτόκλιτη ή πρωτόκλιτη, αν είναι –έως ή –ης, αν υπάρχει αύξηση ή δεν υπάρχει, αν η αντωνυμία είναι η σωστή ή όχι. Έπρεπε να διορθώνω τη γλώσσα στο μυαλό των ανθρώπων. Αυτό δεν γίνεται. Αυτό δεν γίνεται. Οπότε, τα παράτησα και πήγα στο πρόγραμμα, στο Πρώτο Πρόγραμμα. Εκείνη την εποχή, προϊσταμένη του Πρώτου Προγράμματος ήταν η Βίκυ η Βαρουτσή, μία εξαιρετική κυρία, διακριτική, ευφυής, ευγενική και έμεινα ως το τέλος της θητείας μου στην ΕΡΤ στο ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή, η Βίκυ έφυγε. Παντρεύτηκε. Τη διαδέχθηκε άλλος προϊστάμενος στο Πρώτο Πρόγραμμα, προϊστάμενος της ραδιοφωνίας ήρθε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, με το ΠΑΣΟΚ και εγώ αρχίζω και κάνω εκπομπές. Όμως, με θεωρούσαν όχι παραγωγό εκπομπών, αλλά υπάλληλο γραφείου. Ζήτησα να με κάνουνε παραγωγό. Μου είπαν ότι στο οργανόγραμμα δεν υπάρχει αυτή η θέση. Ωστόσο, έρχονται δύο συνάδελφοι, δεν θα πω το όνομά τους. Τις έφερε… ήταν η εποχή που ήταν ο Κουλούρης υπουργός και η γυναίκα ήταν στην ΕΡΤ. Κάποιες φιλίες, κάποιες σχέσεις και τα λοιπά. Έρχονται δύο κοπέλες, οι οποίες βαφτίζονται, αμέσως, παραγωγοί εκπομπών λόγου. Λέω: «Πώς γίνεται να είναι παραγωγοί, αφού δεν υπάρχει στο οργανόγραμμα και εγώ κάνω δύο χρόνια τώρα;». Η πρώτη εκπομπή που έκανα ήταν «Στο Ζώδιο της Ιστορίας», μία εκπομπή κάθε μήνα. Οπότε, κατάλαβαν ότι αυτό το πράγμα δεν μπορεί να συνεχιστεί και αποφάσισαν να με χαρακτηρίσουν και μένα «παραγωγό». Βεβαίως, ποτέ δεν πληρώθηκα για τις εκπομπές και δεν το λέω με παράπονο αυτό. Το λέω με καμάρι, δηλαδή πληρωνόμουν για την υπαλληλική μου ιδιότητα, γιατί τον πρώτο καιρό δούλεψα στο γραφείο του Ριζιώτη, που ήταν διευθυντής του Πρώτου Προγράμματος και μετά, όταν έφυγε η κυρία Διαβατίδου, που ήταν υπεύθυνη για το Τμήμα Λόγου, ανέλαβα εγώ. Και απ’ το Τμήμα Λόγου, τελικά, πήρα σύνταξη. Μετά από 28 χρόνια. Οι εκπομπές που έκανα ήταν κύκλοι που κρατούσαν 30-35 εκπομπές, αλλά η τελευταία, «Η Μποτίλια στο Πέλαγος», κράτησε πολύ περισσότερο. Συνολικά, πρέπει να έχω κάνει καμιά πεντακοσαριά εκπομπές. Ναι. Δεν είμαι καν σίγουρη αν τις έχουνε φυλάξει στο αρχείο τους, διότι δεν ήμουν από τους ανθρώπους που κλωθογυρίζουν γύρω από τις διαφορές εξουσίες και δεν δίσταζα ποτέ να συγκρούομαι όταν με κάτι διαφωνούσα. Οπότε, δεν θα ξανά χρειαστώ αν μου πούνε: «Δεν υπάρχει καμία εκπομπή». Οι κύκλοι ήτανε… καταρχήν, «Στο Ζώδιο της Ιστορίας», μετά η «Ελληνική Γλώσσα: Τα Πάθη της, τα Λάθη μας», μετά «Η μποτίλια στο Πέλαγος», που κράτησε πάρα πολύ. Ήτανε το… «Το Άλλο Μισό της Καρδιάς μας;». Κάπως έτσι. Δεν θυμάμαι τώρα καλά τον τίτλο. Ναι. Και έφυγα πριν 22 χρόνια με μία υποχρεωτική εθελουσία. Ναι, γιατί μου ήρθε ένα χαρτί που μου έλεγε ότι είμαι υποχρεωμένη έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2000 να υποβάλω την παραίτηση μου, την εθελούσια παραίτησή μου. Ήμουν υποχρεωμένη να υποβάλω την εθελούσια παραίτηση. Και έτσι έφυγα από την ΕΡΤ. Είναι κάτι που δεν το είπαμε; Θα ήθελες κάτι;

Δ.Κ.:

Θέλω να μας πεις και για το Χάρη λίγα λόγια.

Ε.Μ.:

Για το Χάρη; ο Χάρης ο γλυκός μου, που τώρα αδημονεί να τον βγάλω βόλτα. Λοιπόν, ο Χάρης εμφανίστηκε έξω από την αυλόπορτα του Καπανδριτίου το καλοκαίρι του 2012, μαζί με άλλους 5-6 σκύλους διαφόρων ηλικιών, μεγεθών και ράτσας. Αυτός ήταν ο πιο χαριτωμένος όμως και ο πιο ανιδιοτελής. Εγώ, εκείνη την εποχή, ήμουνα σε μεγάλα τρεχάματα. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι του Χρόνη. Τρέχαμε κάθε τόσο στο νοσοκομείο. Ας είναι καλά ο φίλος του ο Κωστής, που τον φρόντισε πάρα πολύ, σαν γιος, ο Κωστής ο Μαυρόπουλος. Εγκαταστάθηκαν, λοιπόν, οι νεαροί απ’ έξω κι εγώ, κάθε απόγευμα, έβγαζα ξηρά τροφή σ’ ένα ταψί που είχα έξω, παλιό αλουμινένιο. Είχα και μία παλιά χύτρα ταχύτητας και τη γέμιζα με νερό και με το που βλέπανε την τροφή πέφτανε μετά μούτρα και άκουγες… έπαιζε και το ταψί επάνω στις πέτρες. Ο Χάρης, όμως, δεν πήγαινε να φάει και ερχότανε στην αγκαλιά μου και του έλεγα: «Βρε πήγαινε να φας! Δεν θα σε αφήσουν ψίχουλο οι άλλοι». Τίποτα αυτός. Και του έλεγα κρυφά στο αυτί του: «Εσένα, θα σε πάρω κάποτε». Είναι και πολ[03:30:00]ύ όμορφος, ε; Είδες πόσο όμορφος είναι. Το φθινόπωρο του '12, στις 20 Νοεμβρίου, ο Χρόνης έφυγε. Εγώ δεν ήμουνα και πολύ σίγουρη αν θα καταφέρω να πάω στο χωριό και να μείνω. Φοβόμουνα ότι δεν θα το καταφέρω. Όμως, την πρώτη φορά που πήγα και τα σκυλάκια απ’ έξω, ένιωσα πολύ άνετα, σαν να ήταν εκεί και με περίμενε. Οπότε, αυτό που φοβόμουνα τελικά, εντάξει, το ξεπέρασα. Για έναν ολόκληρο χειμώνα πηγαινοερχόμουν. Έμενα για λίγο εκεί, ξαναέφευγα, αλλά ήταν σαν να με περίμενε. Ένιωθα σαν να είναι εκεί και με περιμένει. Αυτά το χειμώνα '12-'13. Τον Ιούνιο του '13 ο Χάρης μπήκε μέσα. Και αυτό ήταν. Έγινε Χάρης Μίσσιος. Έγινε Χάρης Μίσσιος. Μα ο Χρόνης δεν μπόρεσε να τον δει ποτέ, γιατί ήτανε… είτε φεύγαμε είτε επιστρέφαμε απ' το νοσοκομείο ήτανε ξαπλωμένος στο ασθενοφόρο. Δεν μπόρεσε να τον δει. Όμως, είχαμε ένα άλλο σκυλί, που το μαζέψαμε πριν από χρόνια. Ήταν Μάρτης. Ήταν ένα σαμογιέντ, που, όταν ήρθε, πρέπει να ήταν 2-3 μηνών, μία κάτασπρη μπαλίτσα, πανέμορφη, παιχνιδιάρα. Ήταν Κυριακή απόγευμα κι εγώ θα έφευγα, γιατί δούλευα. Ήρθε το ταξί να με πάρει και βλέπω απ’ έξω αυτή την όμορφη μπαλίτσα. Αυτό το καημένο είχε δει τα άλλα σκυλιά που ήταν μέσα και ήρθε. Του βγάζω… μάλλον, μπαίνω στο αυτοκίνητο εγώ. Γυρνάω, αλλά πριν φύγω, λέω στο Χρόνη: «Βγαλ’ του λίγο νεράκι να έχει να πιει. Για φαγάκι δεν λέω, για να μην κολλήσει, αλλά βγαλ’ του λίγο νεράκι». «Μην ανησυχείς», μου λέει. Φτάνω στην Αθήνα και τηλεφωνώ: «Το σκυλάκι;». «Μία χαρά είναι». «Είναι απ’ έξω;». Του λέω: «Νεράκι του έδωσες;». «Του ‘δωσα». «Μήπως και φαγάκι;». «Και φαγάκι». «Και είναι ακόμα απ’ έξω;». «Όχι. Είναι μέσα». Όχι είναι μέσα… και έτσι γίνανε 5 τα σκυλιά. Είχαμε 4 μέχρι τότε. Γίνανε 5. Και της δώσαμε το όνομα Stormy Junior, γιατί το πρώτο-πρώτο σκυλί, που είχαμε αποκτήσει, την είχαμε βαφτίσει Stormy. Η Stormy, η Θυελλώδης. Ναι. Και αυτή έγινε η Stormy Junior. Έζησε 14 χρόνια μαζί μας... 14 χρόνια και πέθανε ένα βροχερό απομεσήμερο Σαββάτου πολύ γλυκά, στην αγκαλιά μου. Να πω πως; Ήταν πια μεγάλη. Είχε πρόβλημα με τα πόδια της. Δεν μπορούσε να περπατήσει πολύ. Έκανε 3-4 βήματα και έπεφτε. Καθότανε. Εγώ έλειψα, γιατί είχα κάνει μία εγχείρηση εκείνο τον καιρό. Πήγαινε ένας φίλος και το τάιζε και μου έλεγε: «Δεν είναι καλά η Stormy. Δεν είναι καλά η Stormy». Εγώ δεν ήθελα να το πιστέψω. Φτάνω, όμως και τη βρίσκω στη μέση της αυλής, ξαπλωμένη πάνω στις ακαθαρσίες της. Οπότε, κατάλαβα ότι πια είναι βασανιστήριο για το σκυλάκι. Ήρθε η καημένη κοντά μου, μου χαϊδεύτηκε και προσπάθησε να δρασκελίσει το κατώφλι να μπει μέσα στο σπίτι, όπως έκανε πάντα. Δεν την άφησα να μπει. Δεν μπορούσε κιόλας να ανέβει, αλλά και εγώ δεν την άφησα γιατί ήταν πολύ βρώμικη. Ειδοποίησα τον βοηθό του γιατρού και ήρθε. Ώσπου να 'ρθει, όμως, κάτσαμε έξω απ’ το σπίτι, εγώ σ’ ένα σκαμνάκι και η Stormy στα πόδια μου. Ακουμπούσε τη μουρίτσα της στα πόδια μου και εγώ της μίλαγα και τη χάιδευα. Της μίλαγα γλυκά-γλυκά και τη χάιδευα και αποκοιμήθηκε όμορφα και γλυκά, ευχαριστημένη και σίγουρη, γιατί ήταν εδώ η κυρά της. Ήρθε ο γιατρός. Της έκανε την πρώτη ένεση. Εντωμεταξύ, είχε πιάσει βροχή και είχα εκείνη τη μέρα την κοπέλα που με βοηθάει στο σπίτι. Οπότε, έφερε ένα μεγάλο νάιλον και μας σκέπασε, τη Stormy και εμένα. Ακούγαμε την ψιχάλα της βροχής και εγώ της έλεγα ιστορίες, έτσι, γλυκά-γλυκά και τη χάιδευα. Πάνω σε αυτή τη φάση ήρθε ο γιατρός. Της έκανε μία ένεση για να κοιμηθεί και της έκανε και την επόμενη και αυτό ήταν… το λευκό μικρό κινούμενο βουνό έφυγε. Πήγε να συναντήσει το αφεντικό της. Αυτά.

Δ.Κ.:

Θέλω να σε ρωτήσω πως σου φάνηκε η εμπειρία της συνέντευξης γενικά; Έχεις δώσει φαντάζομαι κι άλλες αλλά πώς σου φάνηκε που μοιράστηκες μαζί μας όλα αυτά;

Ε.Μ.:

Νομίζω ήταν η πιο άνετη απ’ όλες. Ναι. Γιατί είναι η πιο άνετη απ’ όλες; Γιατί δεν είχε περιορισμό ούτε στις ερωτήσεις ούτε στο χρόνο. Βέβαια, αυτό μπορεί να είναι καλό, μπορεί να είναι και κακό, δηλαδή μπορεί να έχω απλωθεί πάρα πολύ για πράγματα που δεν ενδιαφέρουν την έρευνα που κάνετε, αλλά μπορείτε να κόψετε, αν θέλετε.

Δ.Κ.:

Για τη ζωή σου θέλαμε να ακούσουμε. Οπότε ό,τι ήθελες να πεις εσύ, εμείς είμαστε εδώ να το ακούσουμε.

Ε.Μ.:

Θα μπορούσα να πω και πάρα πολλά άλλα, αλλά πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη σ' αυτά που βγαίνουνε σε πρώτη ζήτηση. Αν ψάξω στη μνήμη μου υπάρχουνε ατελείωτα άλλα γεγονότα, γιατί η εποχή που έζησα ήταν πολύ δυναμική. Και τραγική θα έλεγα, γιατί τα παιδικά μου χρόνια είναι μέσα στον πόλεμο και στον Εμφύλιο. Και μες στον Εμφύλιο και στα απόνερα του Εμφυλίου φτάνω ως τα πρώτα νεανικά μου χρόνια. Ακολουθεί η Δικτατορία. Και ιδού… η Ρηνιώ, 84 και μισό… που παλεύει με τη μοναξιά της, παλεύει με τις απογοητεύσεις, με τις απουσίες και με τις ακυρώσεις, αλλά c’ est la vie.

Δ.Κ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ Ειρήνη. Καλό βράδυ.

Ε.Μ.:

Να σαι καλά. Εγώ ευχαριστώ. Καλή δουλειά.