Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Η νυχτερινή διασκέδαση στο Αγκίστρι του Αργοσαρωνικού τη δεκαετία του 1990: ένας DJ αφηγείται
Ενότητα 1
Η πρώτη επαφή με τη μουσική
00:00:00 - 00:07:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας! Καλησπέρα! Πώς ονομάζεστε; Απόστολος Τσούκαρης, του Κωνσταντίνου και της Μαρίας. Και πότε γεννηθήκατε; 24 Ιο…κους, να βάζω μουσική, να ανακαλύπτω τη δισκοθήκη που είχε κι όλα αυτά έγιναν αυθόρμητα χωρίς... Ας πούμε, πολύ, μου βγήκαν πολύ αυθόρμητα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Στιγμιότυπο από τη λειτο ...
Βράδυ στο Κάστρο, επάνω στην φωτογραφία δι ...
Ενότητα 2
Το ξεκίνημα ενασχόλησης με τη μουσική και η γνωριμία με τον καλύτερο του φίλο
00:07:31 - 00:14:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάπου εκεί μεγαλώσαμε κι εμείς λίγο, αρχίσαμε να πηγαίνουμε κι εμείς στην Playboy μετά το σχολείο για να πίνουμε καφέ ή όταν κάναμε κοπάνα α…s mk2, ήτανε... Δηλαδή, δεν θα με πείραζε να έχω γκόμενα εκείνη την εποχή, αρκεί να έχω ένα πικάπ mk2 και να κάνω αλλαγές. Για τέτοια φάση.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Technics mk2
Φωτογραφία από το μαγαζί, Κάστρο.

Κάστρο, 1994
Ο Αφηγητής στα αριστερά με τον φίλο και συ ...
Ενότητα 3
Η πρώτη επαφή του αφηγητή με το Αγκίστρι
00:14:38 - 00:18:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλος πάντων, το ένα έφερε τ’ άλλο, και κάποια στιγμή ο Λεωνίδας δούλευε στον «Ζορμπά» στο Αγκίστρι, ένα απ’ τα τρία κλαμπ που είχε παλιά το… χαλβάδιαζα γιατί ήθελα να κάνω κι εγώ αλλαγή γιατί εκεί είχε mk2 το μαγαζί, και όντως έκανα κι εκεί κάποιες αλλαγές κι αυτά. Αυτό το 1991.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 4
Η πρώτη φορά που εργάστηκε ως Dj
00:18:58 - 00:20:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, μετά πέρασε αυτό το καλοκαίρι, την επόμενη χρονιά ήταν η Γ΄ Λυκείου, τελείωνα εγώ. Όταν τελειώνω το Λύκειο, έχουμε συνεννοηθεί με το… μικρός σχετικά κι έπαιζε μουσική ξένη. Κάνανε πολύ ωραίο, πρέπει να περνάγανε πολύ ωραία, πάνω στη θάλασσα. Τελικά, κλείνω δουλειά να πάω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 5
H δουλειά ως Dj στο Αγκίστρι και στον Πειραιά
00:20:20 - 00:38:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εν τω μεταξύ πριν πάω στο Αγκίστρι, είχα αρχίσει κι έπαιζα σε κάποια μαγαζιά τελείως ερασιτεχνικά, στο «Garage» στην Καστέλλα, στο «Madonna»…αι μετά είχανε νεύρα και έρχονταν και- καθημερινές κυρίως, όχι Σαββάτο- σπάγανε ό,τι ποτήρια μπροστά στην κονσόλα έτσι, απ’ τα νεύρα τους…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Flyer για πάρτυ στο Κάστ ...
Διαφημιστικό για τα 20 χρόνια του μαγαζιού ...

Στιγμιότυπο από τη λειτο ...
Βράδυ στο Κάστρο, επάνω στην φωτογραφία δι ...
Ενότητα 6
Ο τουρισμός στο Αγκίστρι τη δεκαετία του '90
00:38:41 - 00:46:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ήταν ο τουρισμός στο Αγκίστρι εκείνη την εποχή; Λοιπόν, ο τουρισμός- Το ’90. Τη δεκαετία του ‘90 είχε πάρα πολλούς Ολλανδούς, Γ… οποίο... Ερχόντουσαν όμως φίλοι, φίλες ξέρω ‘γω, καθόμασταν, πίναμε μπύρες, ποτά και περνάγαμε ωραία. Αυτό ήταν την εποχή του Παπαθεμελή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 7
Η διασκέδαση στο Αγκίστρι το πρωί
00:46:04 - 00:49:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά, στο Αγκίστρι κάποια στιγμή, επειδή οι γονείς μου μού είπανε ότι οκ, πρώτα ήμουνα DJ, αλλά μου λένε: «Εντάξει, πρέπει να βρεις να κάνει…ουλεύαν στα άλλα μαγαζιά κάναμε παρέα και το πρωί. Κι έτσι, ξέραμε ότι όποιος ξυπνήσει, θα πάει εκεί για καφέ και θα βρεθούμε στην πισίνα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 8
Ανταγωνισμός με άλλα μαγαζιά και χρήση ουσιών στη νυχτερινή ζωή
00:49:35 - 01:02:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπήρχε ανταγωνισμός με τα άλλα μαγαζιά; Υπήρχε πάρα πολύ ανταγωνισμός, ειδικά μεταξύ Ζορμπά και Κάστρου, ήτανε... Πώς λέμε Ολυμπιακός- Πα…ό είναι να το κατακρίνουμε, αλλά η γενιά η τότε να είναι στα καλύτερα της. Τέλεια! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Εγώ ευχαριστώ που μ’ ακούσατε!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
[00:00:00]Καλησπέρα σας!
Καλησπέρα!
Πώς ονομάζεστε;
Απόστολος Τσούκαρης, του Κωνσταντίνου και της Μαρίας.
Και πότε γεννηθήκατε;
24 Ιουνίου του 1974.
Τέλεια! Ονομάζομαι Αμπατζή Θεοδώρα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima, βρίσκομαι με τον Αποστόλη Τσούκαρη στο σπίτι του στην Σαλαμίνα. Είναι Τρίτη 30 Αυγούστου του 2022 και ξεκινάμε την συνέντευξή μας για το Istorima. Θα μιλάμε στον ενικό. Αποστόλη, θα μου πεις αρχικά για τα παιδικά σου χρόνια λίγο; Θα εστιάσουμε κυρίως στην ιδιότητά σου ως DJ την επαγγελματική και θα μιλήσουμε και για τις εμπειρίες που είχες τις επαγγελματικές στο Αγκίστρι του Αργοσαρωνικού. Αλλά να ξεκινήσουμε πρώτα από το πώς ήρθες σε επαφή με τη μουσική από τα παιδικά σου χρόνια.
Ωραία. Λοιπόν, γεννήθηκα στη Νίκαια, στην Κοκκινιά, στην πλατεία Χαλκηδόνας βασικά, σ’ ένα σπίτι παλιό με αυλή, κοτέτσι, πηγάδι, συκιά. Σ’ ένα γενικά φτωχό σπίτι, το οποίο το είχανε παραχωρήσει οι παππούδες μου στους γονείς μου. Ήμουνα το μεσαίο παιδί, το δεύτερο, δηλαδή, απ’ τα τρία που ήμαστε κι έζησα εκεί τα παιδικά μου χρόνια. Από την αρχή κατάλαβα ότι μου άρεσε η μουσική, γιατί ο πατέρας μου τυγχάνει να είχε ένα συγκρότημα κι ήτανε κιθαρίστας, οπότε πιστεύω ότι έχει σχέση στο γονίδιο και παρατήρησα... Ας πούμε, άκουγα πολλή μουσική στο σπίτι, έβαζε ο πατέρας μου, ακούγαμε Abba, ακούγαμε Shadows, Beetles πάρα πολύ, και γενικά μουσική που δεν ήξερα τι ήτανε, απλά ακούγαμε μουσική. Σε κάτι διακοπές που πηγαίναμε, ας πούμε -γιατί κάναμε πολύ κάμπινγκ με την οικογένειά μου με σκηνή και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα- θυμάμαι μία φορά στο εξωτερικό που είχα πάει στο αμάξι του πατέρα μου κι έβαζα από το κασετόφωνο που είχε στη διαπασών μουσική — πρέπει να ήταν Abba, κάτι τέτοιο τέλος πάντων — και καθόμουνα στο αμάξι μόνος μου, ενώ όλοι οι άλλοι παίζανε κι αυτά, κι είχα βάλει δυνατά τη μουσική στη διαπασών στο αμάξι, σε σημείο που ενόχλησε κάποιους ξένους εκεί και μας κάνανε παρατήρηση ότι η μουσική είναι πάρα πολύ ωραία που βάζω, αλλά καλύτερα να το χαμηλώσουμε λίγο. Στη συνέχεια δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες, πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, απλά το σημείο που ξεκίνησα να παίζω ήταν, όταν ο αδερφός μου ο μεγαλύτερος, που είναι 4 χρόνια μεγαλύτερος, ο Αντώνης ο Τσούκαρης, που είχε κι αυτός την ίδια λόξα με τη μουσική, πρώτα από μένα απ’ ό, τι φάνηκε, άρχισε να έχει όταν ήταν στο Λύκειο, τη δεκαετία του ’80, ήτανε της μόδας οι πειρατικοί σταθμοί. Λοιπόν, τότε που ήταν ο Τσαουσόπουλος που ήταν σε πιο μεγάλη ηλικία. Ο Τσαουσόπουλος λεγότανε... Δεν θυμάμαι, είχε έναν κωδικό... Όλοι τότε λεγόντουσαν... Δεν χρησιμοποιούσαν τα ονόματα τους, χρησιμοποιούσανε κωδικούς. Ας πούμε, ο αδερφός μου ήταν ο «Α 182» και άλλοι ήταν ο «Β 28» κι ο καθένας είχε, ρε παιδί μου, τον κωδικό του, ώστε να μην μπορούν να τους καταλαβαίνουνε ποιος είναι. Βέβαια, είχε ετοιμάσει στο σπίτι αδελφός μου πομπό, είχε ανεβάσει στην ταράτσα δίπολο. Με αποτέλεσμα, όταν έκπεμπε την εκπομπή του, που την ακούγανε 1- 2 άτομα, όχι παραπάνω, ή 3, βασικά οι φίλοι του, που τους είχε πει τη συχνότητα και τους έπαιρνε τηλέφωνο και λέει ότι: «τώρα θα εκπέμψω», ακούγανε 2- 3 άτομα, όχι παραπάνω, χάλαγε το σήμα στις τηλεοράσεις της γειτονιάς, γιατί έκανε παρεμβολές. Οπότε αυτό, τους κυνηγάγανε τότε πολύ και υπήρχαν αυτοκίνητα, τότε, της αστυνομίας που βγαίνανε και προσπαθούσαν να εντοπίσουνε ή οπτικά τα δίπολα ή με συχνότητες να βρούνε ποιοι είναι ώστε να τους πιάσουνε. Λοιπόν έτσι, ενώ ήμουνα πιτσιρικάς, έβλεπα τον αδελφό μου που έκανε εκπομπή και πήγαινα κι εγώ και οι εκπομπές ήταν συνήθως βράδυ και μετά τις 12 για να μην μπορούν να τους πιάνουν εύκολα. Βέβαια, δεν τον είχαν πιάσει ποτέ, αλλά από φήμες κι αυτά, όλο και κάποιους πιάνανε ξέρω ‘γω. Ε, αυτό ήταν ένα κόστος ξέρω ‘γω, που ‘ντάξει, με το χαρτζιλίκι του μπορούσε να το φτιάξει. Τέλος πάντων, και ήμουνα πολλές φορές σε εκπομπή εκείνη τη στιγμή. Τότε υπήρχαν οι δίσκοι. Είχε αγοράσει απ’ το Μοναστηράκι πικάπ το οποίο ήτανε ίσα-ίσα — αρχαία για την εποχή — απλά ήτανε πολύ φτηνά και τα είχε πάρει για να μπορεί [00:05:00]να βάζει μουσική με δίσκους. Είχε αρχίσει ήδη να αγοράζει δίσκους. Κι εγώ βρέθηκα σε ένα περιβάλλον που είχα τον μεγάλο μου αδερφό που αγόραζε δίσκους και τους έφερνε σπίτι. Βρέθηκα σε ένα δωμάτιο παιδικό που είχε ενισχυτή, ένα πικάπ στην αρχή, έναν μικτή, μετά αγόρασε και δεύτερο πικάπ, και παρακολουθούσα όλην αυτή την φάση και μ’ άρεσε. Κάποια στιγμή άρχισε κι έπαιζε εκείνος βασικά, που μου ‘δωσε όλο το ερέθισμα, σ’ ένα μαγαζί, την «Playboy» στην Νίκαια, που ήτανε στην πλατεία Ηρώων στον κήπο της Νίκαιας, και ξεκίνησε να παίζει μουσική, όταν ακόμα ήταν στο Λύκειο. Έχουμε 4 χρόνια διαφορά, εγώ ήμουνα γύρω στο Γυμνάσιο τότε. Και όταν έλειπε ο αδελφός μου απ’ το σπίτι, έβαζα εγώ μουσική. Ασχολιόμουνα. Έβγαζα δίσκους, έβαζα, έκανα δοκιμές μόνος μου... Τι δοκιμές να κάνω; Ξέρεις, έκανα διατριβή. Λοιπόν, και κάποια στιγμή είναι το — δεν θυμάμαι ακριβώς ποια χρονολογία, ήμουνα το ’92 μείον 4 χρόνια, ’88, άρα πρέπει νά ‘ναι γύρω στο ’87-’88 — που ο αδελφός μου τελείωσε το Λύκειο και έτυχε να πάει στην Πολεμική Αεροπορία ξαφνικά. Με διάφορες κινήσεις εκεί, γιατί κι ο πατέρας μου ήταν στην Αεροπορία μικρότερος παλιά, προτίμησαν και για επαγγελματική αποκατάσταση του αδελφού μου, να δώσει για την Πολεμική Αεροπορία και τον πήρανε. Κι απ’ τη μία μέρα στην άλλη, ενώ είχε συγκεντρώσει τόσο υλικό στο σπίτι με πάρα πολλούς δίσκους και πικάπ και ηχεία που παίζαμε κάθε απόγευμα μαζί ή μόνος μου κι αυτά, εξαφανίζεται! Φεύγει απ’ το σπίτι ξαφνικά. Παρουσιάζεται στον στρατό, σταματάει την Playboy που δούλευε DJ, που ‘παιρνε 5 χιλιάρικα την εβδομάδα, τις 7 ημέρες, και ξαφνικά βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο, το δωμάτιό μας, που ήτανε γεμάτο δίσκους, πικάπ, δύο πικάπ, ενισχυτή, μίκτη, δηλαδή ό, τι χρειάζεσαι για να κάνεις ένα πάρτι οπουδήποτε. Κι εγώ άρχισα κι έπαιζα εκεί μουσική. Δηλαδή, μετά το σχολείο που γύριζα το απόγευμα, η πρώτη μου δουλειά ήτανε να πάω κάτω, να αρχίσω να βγάζω δίσκους, να βάζω μουσική, να ανακαλύπτω τη δισκοθήκη που είχε κι όλα αυτά έγιναν αυθόρμητα χωρίς... Ας πούμε, πολύ, μου βγήκαν πολύ αυθόρμητα.
Ενότητα 2
Το ξεκίνημα ενασχόλησης με τη μουσική και η γνωριμία με τον καλύτερο του φίλο
00:07:31 - 00:14:38
Κάπου εκεί μεγαλώσαμε κι εμείς λίγο, αρχίσαμε να πηγαίνουμε κι εμείς στην Playboy μετά το σχολείο για να πίνουμε καφέ ή όταν κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο, κι εκεί την Playboy την είχε ο Μάκης, ένας τύπος έτσι χαρακτηριστικός, με πατομπούκαλα γυαλιά, καλός κύριος όμως ήτανε ο Μάκης, ήταν ωραίος. Και μου πρότεινε να παίξω μουσική. Βέβαια αυτός έψαχνε φτηνά εργατικά γιατί ήτανε συνοικιακή η καφετέρια και ίσως με ήξερε κι απ’ τον αδερφό μου που πήγαινα και καθόμουνα εκεί και μπορεί επειδή γούσταρε και τον αδερφό μου, του άρεσε... Και πιάνω δουλειά στην Playboy. Δούλευα 7 μέρες την εβδομάδα ενώ ήμουν, ας πούμε, Α΄ Λυκείου-Β΄, κι έπαιρνα ένα χιλιάρικο τη βραδιά, δηλαδή μου είχε κάνει αύξηση. Λοιπόν, και έτσι ξεκίνησα με τη μουσική στη Νίκαια. Ωραία, έπαιξα μία χρόνια, έπαιξα δεύτερη, πήγαινα σχολείο, κάποια παρτάκια που γινόντουσαν στο σχολείο — όχι χοροεσπερίδες σε μαγαζιά που ήταν όλα οργανωμένα — αλλά σε κάποια πάρτυ σε σπίτια που φτιάχνανε φίλοι μου, συμμαθητές μου, σε ταράτσες, σε σπίτια, ξέρανε ότι ο Αποστόλης είχε εξοπλισμό στο σπίτι κι ερχόμασταν και κουβαλάγαμε ηχεία, πικάπ, δίσκους, τα πάντα, 4-5 άτομα κουβαλάγανε για να στήσουμε σε διάφορα σπίτια μέσα ή ταράτσες, πάρτι. Ήταν η εποχή τότε που παίζανε πολύ τα blues. Δηλαδή ξέρεις, έβαζες blues για να χορέψεις μια κοπέλα, της ζήταγες να χορέψεις... Μέχρι να το αποφασίσεις, βέβαια, είχε τελειώσει το κομμάτι και μετά άλλαζε στυλ, οπότε περίμενες πάλι το επόμενο blues για να πάρεις την απόφαση να... Λοιπόν, το ένα έφερε το άλλο και όσον αφορά, ρε παιδί μου, την ενασχόληση μου για το Αγκίστρι, σημείο σημαντικό ήτανε η Playboy, το οποίο εκεί όλως τυχαίως γνώρισα τον φίλο μου τον Μπάμπη τον Καμπουράκη, τον Χαράλαμπο. Επίσης θέλω να πω ότι αυτό το διάστημα είχα φτιάξει και σφραγίδα που έλεγε «DJ Λάκης», γιατί απ’ το «Αποστολάκης», επειδή ήμουνα ο μικρός ο Αποστόλης, με λένε «Λάκη» και ήτανε... Είχα πάει σε βιβλιοπωλείο, είχα παραγγείλει σφραγίδα και την έβαζα πάνω [00:10:00]στους δίσκους για να τους κατοχυρώνω ότι είναι δικοί μου, γιατί τους κλέβανε τότε. Πήγαινες σ’ ένα πάρτι και μετά σου λείπαν οι μισοί, οπότε έπρεπε να πας εκεί να βάλεις κάτι που να λέει... Ο αδερφός μου έγραφε «DJ Τόνι», αλλά με στιλό. Εγώ είχα εξελιχθεί, είχα σφραγίδα κι έβαζα. Σε σημείο που είχα τότε κι ένα παπάκι που μου είχανε πάρει οι γονείς μου — ο παππούς μου, μάλλον, ο Απόστολος — και είχε υπογράψει ο πατέρας μου 16 χρονών να πάρω δίπλωμα, ενώ τότε βγάζαν στα 18, έχω πάει, έχω βγάλει τη σέλα κι έχω πάει κι έχω ράψει μια σέλα που λέει πάνω «DJ Λάκης». Εντάξει, μούρη μεγάλη τότε, 16 χρονών, 17; Εκεί. Λοιπόν, κι επανερχόμαστε στην Playboy, το οποίο ένα Σάββατο — Σάββατο μου φαίνεται ήτανε — κι έπαιζα μουσική, ο Μάκης που είχε την Playboy, δεν θυμάμαι το επώνυμό του, έχει φωνάξει άλλο ένα παιδί για να δοκιμάσει στο μαγαζί και να παίζουμε παρέα. Αυτός είναι ο Μπάμπης ο Καμπουράκης, ο οποίος αργότερα έγινε και πολύ φίλος μου και είχαμε πάρα πολλά χρόνια μαζί, κάναμε παρέα, και ακόμα κάνουμε, και θυμάμαι ότι όταν ήρθε ο Μπάμπης… Ξέρεις, τότε ρε παιδί μου ο DJ με τον DJ τον κοίταγε λίγο λοξά τον άλλονε. Ξέρεις, δεν υπήρχε αυτή η... Όπως τώρα, ας πούμε, που έχουμε μεγαλώσει κι όταν γνωρίζεις έναν DJ, υπάρχει ένα σεβασμός και έτσι ενδιαφέρον να μάθεις κάποια πράγματα. ‘Ντάξει, δεν ισχύει για όλους, ok. Και η πρώτη ερώτηση, όταν ανέβηκε ο Μπάμπης να κάνει πάνω… Ανεβήκαμε και οι δύο στην κονσόλα και αρχίσαμε να παίζουμε ένα κομμάτι ο ένας, να συζητάμε. Το τέλειο εκείνη την εποχή ήτανε να ξέρεις να κάνεις αλλαγές, δηλαδή να μπορείς να ταιριάζεις τα κομμάτια και να το βάζεις το ένα μέσα στο άλλο και να κάνεις την αλλαγή, ν’ αλλάζεις το κομμάτι χωρίς να υπάρχει... Να υπάρχει μία αρμονία. Να μην βαράνε το ένα beat εδώ απ’ το ένα κομμάτι, το άλλο εκεί και ακούγεται μία παραφωνία μπάπα-μπούπα μέχρι να αλλάξει το κομμάτι. Κι αυτό ήτανε, έπρεπε... Ήθελε προσπάθεια να γίνει εκείνη την εποχή, γιατί και τα πικάπ τότε δεν είχανε στροφόμετρα. Και τα πικάπ που είχε ο Μάκης στην Playboy ήτανε πιο παλιά technics, που δεν είχανε στροφόμετρο ώστε να φέρεις τις στροφές ίδιες με το άλλο για να γίνει ομαλή κι έτσι χρησιμοποιούσες το χέρι σου για να το πας γρήγορα το κομμάτι, να πετύχεις τον γρήγορο ρυθμό του αλλουνού ή να το φρενάρεις, να πιάσεις χαμηλότερες στροφές, για να γίνει όσο το δυνατόν ομαλή η αλλαγή. Λοιπόν, και τον είχα ρωτήσει το πρώτο πράγμα ότι: «Ξέρεις εσύ να κάνεις αλλαγές;». Μου λέει: «Ναι, ξέρω» και μου ‘κανε όντως μία αλλαγή, μετρημένη, σωστή. Ε, μετά του ‘κανα κι εγώ μία, όχι τόσο καλή∙ ο Μπάμπης ήταν λίγο καλύτερος, γιατί κι αυτός είχε πάρει απ’ τον αδελφό του πάλι ερέθισμα, κι έτσι, είχε κολλήσει στη μουσική κι έτσι ήτανε η γνωριμία μου με τον Μπάμπη, ο οποίος παίζει μεγάλο ρόλο στην μετέπειτα συνέχειά μου στο Αγκίστρι. Ωραία... Και σ’ ένα μαγικό έτσι τρόπο, γιατί τότε ήταν η εποχή που είχαμε πολλούς φίλους, αλλά είχε αρχίσει σιγά-σιγά και σπάγανε, φεύγανε οι φίλοι, ας πούμε, απ’ το σχολείο, έφυγε... Τέλος πάντων, με τον Μπάμπη κολλήσαμε και κάναμε παρέα και εκτός σχολείου. Λοιπόν, τότε ο αδελφός του Μπάμπη, ο Λεωνίδας, ήτανε DJ καλός, πολύ καλός, και δούλευε στην «Tramps» που ήτανε στον Πειραιά, στην Φρεαττύδα. Γιατί οι παλιοί το ξέρουν αυτό το μαγαζί, όπως ήτανε η «Bay Queen», όπως ήταν η «May Day», η «Boom Boom», η «Barbarella», η «Water Side», το «Garage»... Αυτά ήτανε μαγαζιά της εποχής του ’80. Λοιπόν, και τραβιόμασταν εκεί που ‘παιζε ο αδερφός του Μπάμπη μουσική και μας έβαζε καμιά φορά ως πιτσιρικάδες να κάνουμε κι εκεί μία αλλαγή μες στο μαγαζί- όχι βέβαια Σάββατο κι αυτά, κάτι καθημερινές βραδάκια- το οποίο εκεί είχε, όπως και όλα τα σωστά μαγαζιά, είχαν το απόλυτο μηχάνημα πικάπ, το οποίο... Εγώ πήγα 40 χρονών να αγοράσω τα δικά μου, είναι τα technics τα mk2. Όλα τα σοβαρά μαγαζιά εκεί είχανε technics mk2, πικάπ ασημένια. Στην πορεία βγήκαν και τα μαύρα κι αγόραζαν και τα μαύρα κι αυτά. Και ήτανε, ρε παιδί μου, να κάνεις αλλαγή σε πικάπ technics mk2, ήτανε... Δηλαδή, δεν θα με πείραζε να έχω γκόμενα εκείνη την εποχή, αρκεί να έχω ένα πικάπ mk2 και να κάνω αλλαγές. Για τέτοια φάση.
Τέλος πάντων, το ένα έφερε τ’ άλλο, και κάποια στιγμή ο Λεωνίδας δούλευε στον «Ζορμπά» στο Αγκίστρι, ένα απ’ τα τρία κλαμπ που είχε παλιά το Αγκίστρι, τη δεκαετία τέλος ’80. Οπότε θυμάμαι εγώ δεν είχα πάει τότε, πήγαινε ο Μπάμπης που ο αδελφός του [00:15:00]δούλευε στον Ζορμπά και μετά από ένα χρονικό διάστημα, σταμάτησε ο Λεωνίδας απ’ το Αγκίστρι κι ο Μπάμπης... Είχε δημιουργηθεί εκεί ένα μαγαζί καινούριο, που χτίστηκε το ’90, 1990, ήταν το «Κάστρο». Λοιπόν, το Κάστρο σε πολύ πρώιμη κατάσταση, είχε τα τυπικά, ήταν πάνω σε έναν λόφο, είχε μία πέτρινη σκάλα να ανέβεις κι ένα απλό μαγαζί με ωραία βεράντα και απολύτως τα απαραίτητα για να... Φαντάσου είχε άδεια αναψυκτήριο αυτό. Και όλα είχαν αναψυκτήριο εκείνη την εποχή, όλα τα μπαρ. Τέλος πάντων. Και πάει ο Μπάμπης το 1991 και πιάνει δουλειά στο Κάστρο, το οποίο... Ξέραν τον αδερφό του Μπάμπη και έτσι του προτείνανε να έρθει. Τότε ήμασταν 17 χρόνων, 18... 17 χρόνων εγώ, 18 ο Μπάμπης, γιατί είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος. Και ενώ ήτανε… Ας πούμε, τελείωνε το σχολείο, ο Μπάμπης πήγαινε για δουλειά στο Κάστρο. Κι επειδή ο Μπάμπης δεν είχε μηχανάκι, είχα εγώ το παπί με τη σέλα, το «DJ Λάκης» πάνω, μου ‘λεγε: «Ρε συ, θα με κατεβάσεις στον Πειραιά να πάρω το -το τότε το καράβι- τον Νταβέλη, τον Μανάρα ή τον Μόσχο -που κάνανε 2,5 ώρες να πάνε στο Αγκίστρι- θα με κατεβάσεις να πάρω το καράβι να πάω στο νησί;». Και του λέω: «Ναι, ρε Μπάμπη, θα σε κατεβάσω». Πήγαινα, τον έπαιρνα απ’ το σπίτι, τον κατέβαζα στο λιμάνι του Πειραιά, τον άφηνα στο λιμάνι, πήγαινε αυτός. Την πρώτη φορά. Τη δεύτερη φορά, μου λέει: «Ρε συ Λάκη, θα με…», λέγομαι Απόστολος Τσούκαρης αλλά το καλλιτεχνικό μου ήτανε Λάκης κι αυτό, το οποίο... Δεν μ’ άρεσε καθόλου αυτό το όνομα και όταν είχα πάει στρατό, το άλλαξα. Γιατί φανταστείτε τώρα στον στρατό να σε λένε Λάκη — τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ειδικά όταν παρουσιάστηκα — sorry, κάνω μία παρένθεση τώρα — όταν είχα πάει στον στρατό την πρώτη φορά και πήγα, μου λένε: «Εσύ τι κάνεις; Τι είσαι;», λέω: «Είμαι DJ». «Ok» και μου λέει: «Ok, να πάει στην κουζίνα που έχει δίσκους για πλύσιμο!». Αυτό μου ‘χε στοιχίσει πολύ τότε. Είχα πάει με πολλή χαρά να τους πω ότι είμαι... Βέβαια, κάποιος άλλος μου ‘λεγε: «Θα μου γράψεις καμιά κασέτα;». Του ‘λεγα: «Ναι». Τέλος πάντων. Λοιπόν, και μία φορά μου λέει ο Μπάμπης — οι γονείς μου τότε μέναν Σαλαμίνα κι εγώ έμενα μόνος μου στην Νίκαια, είχε αρχίσει η εργένικη ζωή, μετά το σχολείο ή τη χρονιά που τελείωνα το σχολείο — κι ενώ τον κατεβάζω στον Πειραιά, καταφέρνει και με ψήνει να έρθω μαζί του Αγκίστρι, χωρίς να ‘χω ρούχα, χωρίς να ‘χω τίποτα∙ μόνο με αυτά που φόραγα. «Έλα ρε Λάκη, έλα ρε Λάκη, έλα ρε…». Ντάξει. Δεν ήθελα κι εγώ πάρα πολύ, να σας πω την αλήθεια. Και φτάνουμε στο λιμάνι και είναι ο «Νταβέλης», το σκάφος, ένα ξύλινο, δεν υπάρχει τώρα. Και φτάνουμε ας πούμε: «Άντε, ρε Μπάμπη, θα ‘ρθω». Του λέω: «Το παπάκι τι θα το κάνουμε; Θα το αφήσουμε εδώ; Και πώς θα το...». Και τελικά, πήραμε και το παπάκι μαζί, το οποίο μετά από πολλά παρακάλια, ο Νταβέλης, ο καπετάνιος εκεί ο συγχωρεμένος... Πώς τον λέγαν, να δεις, τον μπαμπά του Ηλία; Γιώργο τον λέγανε; Δεν θυμάμαι. Μετά από πολλά παρακάλια και του γιου του και του Μπάμπη που τον ήξερε κι αυτά, μας έβαλε με τα πολλά το παπάκι κι έτσι, φτάσαμε στο Αγκίστρι. Ε, ο Μπάμπης έπαιζε μουσική το βράδυ, εγώ απ’ έξω χαλβάδιαζα γιατί ήθελα να κάνω κι εγώ αλλαγή γιατί εκεί είχε mk2 το μαγαζί, και όντως έκανα κι εκεί κάποιες αλλαγές κι αυτά. Αυτό το 1991.
Λοιπόν, μετά πέρασε αυτό το καλοκαίρι, την επόμενη χρονιά ήταν η Γ΄ Λυκείου, τελείωνα εγώ. Όταν τελειώνω το Λύκειο, έχουμε συνεννοηθεί με τον Μπάμπη να πάω να δουλέψω σε ένα άλλο μαγαζί, τον Ζορμπά, που το είχε ο Τάσος. Τότε τα κλαμπ στο Αγκίστρι ήταν ο Ζορμπάς, το Κάστρο και ο Κιτσολάκης, που λεγότανε «you and Ι», αυτή η ντισκοτέκ, που ήταν ανοιχτή δίπλα στη θάλασσα στους Μύλους, στο λιμάνι ακριβώς. Και υπήρχε και στην Σκληρή το «Αγκίστρι club», το οποίο ήταν ένα απίστευτο μαγαζί μέσα σε μία σπηλιά και είχε μόνο τουρίστες και λίγους Έλληνες εναλλακτικούς της εποχής, το οποίο αυτό εγώ πήγα μία φορά για ποτό γιατί συνήθως δούλευα, όταν ήμουνα στο Αγκίστρι και ήταν και τα τελευταία του χρόνια, δηλαδή εκείνη τη χρονιά ή την επόμενη έκλεισε. Και απλά είχα πάει απέναντι που [00:20:00]είναι τώρα το «Hook» κι έβλεπες έναν διάδρομο με φωτιές που είχανε βάλει κεράκια και ήταν το μπαρ μαγικό μέσα σε βράχο, αλλά εκεί δεν πλησίαζα, γιατί εγώ ήμουνα μικρός σχετικά κι έπαιζε μουσική ξένη. Κάνανε πολύ ωραίο, πρέπει να περνάγανε πολύ ωραία, πάνω στη θάλασσα. Τελικά, κλείνω δουλειά να πάω.
Εν τω μεταξύ πριν πάω στο Αγκίστρι, είχα αρχίσει κι έπαιζα σε κάποια μαγαζιά τελείως ερασιτεχνικά, στο «Garage» στην Καστέλλα, στο «Madonna» που ήτανε εκεί που είναι λίγο μετά τον Σταυρό στην Πειραϊκή, το οποίο, αυτό το μαγαζί το είχε ο Κοσμάς. Ο Κοσμάς είχε το «Monroe», το νούμερο 1 μαγαζί στην Καλλιθέα, βραδινό club, το οποίο... Ο Κοσμάς ήτανε gay και ήτανε... Για να είσαι gay εκείνη την εποχή, ήσουνα δακτυλοδεικτούμενος. Και είχε κάνει μεγάλη επιτυχία ο Κοσμάς και μάζευε όλους τους επώνυμους της εποχής και ήτανε το Monroe. Δηλαδή, άμα ψάξετε στα… Ήταν απ’ τα νούμερο 1 μαγαζιά την δεκαετία του ’80, στην Καλλιθέα. Ο οποίος, ο τύπος, έφτιαξε μετά ένα άλλο μαγαζί — μην παραξενευτείτε για το όνομα — το ονόμασε «Madonna». Το οποίο Madonna ήταν στην Πειραϊκή και δεν ξέρω πώς έφτασα εκεί να παίζω μουσική, με ποια γνωριμία, δεν θυμάμαι. Κι έπαιζα εκεί, όχι όλες τις μέρες, πρέπει να δούλευα Πέμπτη μέχρι Κυριακή κι αυτά. Επίσης εκεί είχε mk2, να το τονίσουμε. Ένας λόγος για να πας να παίξεις μουσική. Εκεί, φανταστείτε, πήγαινα ντυμένος με κυπαρισσί παντελόνι με πιέτες, υφασμάτινο, πουκάμισο με λαχούρι, γραβάτα με λαχούρι και στην γραβάτα τέτοιο, που την πιάνει τη γραβάτα, πώς το λένε; Δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων, να σας πω κι εκεί ένα σκηνικό μία φορά που έχει συμβεί. Ενώ εγώ είμαι, ας πούμε, δεν τά ‘χω κλείσει τα 18 μου, πρέπει νά ‘μαι 17... Βέβαια εκεί μάζευε... Ήταν η εποχή, ρε παιδί μου, που ήταν οι μπράβοι, οι Μανιάτες είχανε όλα τα μαγαζιά υπό την προστασία τους, οι Μανιάτες, και ήταν κι ένας, ο Γιώργος εκεί, που έμενε εκεί στην Αγιά Σοφιά, ο οποίος ήταν ο μπράβος του μαγαζιού. Και ερχόταν κι αυτός νωρίς όπως ερχόμουν κι εγώ για δουλειά και μού καθόταν στην κονσόλα, βαριόταν κι αυτός, ήθελε κουβέντα να περάσει την ώρα του. Μια φορά, επειδή εντάξει, μίλαγα και ανοιχτά, του λέω: «Έλα, ρε μαλάκα Γιώργο!» και μου λέει: «Όχι “Ρε”!». Όχι… Του λέω: «Έλα, ρε μαλάκα Γιώργο, τι κάνεις;». Μου λέει: «Όχι “μαλάκα”». «’Ντάξει, ρε» του λέω. «Ούτε “ρε”» μου κάνει. Μου το ‘κοψε εξαρχής, δηλαδή, ήτανε... Τέλος πάντων, καλό ήταν να τα πηγαίνεις καλά με αυτούς τους τύπους και να σε γουστάρουνε και να τα λέτε, γιατί... Εντάξει, δεν ξέρω. Είχες πάντως αυτήν την αίσθηση∙ όταν τα πας καλά μ’ αυτούς, γενικά ‘ντάξει. Κι ένα βράδυ — τότε παίζανε πολλοί καυγάδες στα μαγαζιά, δηλαδή ξεκινάγανε, ρε παιδί μου, καυγάδες για το τίποτα, επειδή με κοίταξες, μου πείραξες την κοπέλα κι αυτά — και ξεκινάει ένα βράδυ Σαββάτου, ενώ παίζω, 11-12 η ώρα είναι, δεν είναι πολύ αργά. Ξεκινάει ένας καυγάς μες στο μαγαζί και όλο το μαγαζί παίζει ξύλο μεταξύ τους. Όλο το μαγαζί παίζει ξύλο μεταξύ τους! Έχουν αρχίσει και διαλάνε το μαγαζί, παίρνουνε ποτήρια και πεταγόντουσαν από τη μία άκρη στην άλλη ποτήρια, μπουκάλια, να ακούς να σπάνε καθρέφτες... Ένα σαλούν, στην κυριολεξία! Και ήτανε μία κοπέλα, που ήταν φοβισμένη και την έχω... Και ήρθε επειδή η κονσόλα που ήταν ο DJ ήταν υπερυψωμένη και ήταν και καλυμμένη, κινήθηκε προς την κονσόλα αυτή για να σωθεί. Εγώ έχω μπει κάτω απ’ την κονσόλα για να μη τρώω τα ποτήρια και τα μπουκάλια και γενικά ό, τι πετάγανε, καρέκλες... Γινότανε, σου λέω, σαλούν εκεί μέσα! Και πήρα και την κοπέλα υπό την προστασία μου και την έβαλα κάτω από την κονσόλα για να την σώσω. Εκείνη τη στιγμή ήτανε μια άσχημη στιγμή, αλλά τώρα που το θυμάμαι είχε πολλή πλάκα. Και ξαφνικά στο μαγαζί ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν τα Ε. Κ. Α. Μ. και τους μαζεύουν όλους μέσα! Εγώ τότε δεν είχα βγάλει ούτε άδεια εργασίας γιατί... Ούτε τίποτα. Κοίταξα να κρυφτώ, να πω ότι δεν είμαι DJ, ότι δεν ξέρω πώς βρέθηκα εκεί, για να την... Γιατί τους πήραν όλους μέσα! Είχε απ’ έξω κλούβα και τους βάζανε μέσα. Λοιπόν, αυτή ήταν μια εμπειρία μου τραυματική αλλά ευχάριστη, τώρα που το σκέφτομαι, μετά από τόσα χρόνια. ‘Ντάξει, σας είπα ένα περιστατικό που το θυμάμαι και μού ‘χει μείνει αξέχαστο. Λοιπόν, οπότε επιστρέφουμε τώρα πώς ξεκίνησα στο Αγκίστρι. Ενώ έχω κλείσει να πάω δουλειά στον Ζορμπά, μου έχει κλείσει ο Μπάμπης, δηλαδή, να πάω στον Ζορμπά, ο Μπάμπης παίζει στο Κάστρο, και είναι μπροστά μας το καλοκαίρι του ’92, 1992, από [00:25:00]Μάιο έχω κατέβει, 1η Μαΐου, εκεί, με το πού κλείσαν τα σχολεία. Βέβαια, να πω ότι χρωστούσα μαθήματα στο σχολείο, δηλαδή πάντα από την Γ΄ Γυμνασίου μέχρι και αφού τελείωσα το Λύκειο, το απολυτήριο της προηγούμενης τάξης το ‘παιρνα τον Σεπτέμβρη. Δηλαδή, Γ΄ Γυμνασίου; Το ‘δινα τον Σεπτέμβρη. Α΄ Λυκείου; Το ‘δινα τον Σεπτέμβρη για να περάσω να πάω στην επόμενη τάξη. Ήμουνα, γενικά, θεωρητικός τύπος και όχι πρακτικός. Όχι, μάλλον ήμουνα πρακτικός τύπος κι όχι θεωρητικός, ναι. Λοιπόν, και να κάνω μία παρένθεση εδώ ότι Λύκειο πήγαινα Τεχνικό Λύκειο, που με βάλαν οι γονείς μου επειδή ζωγράφιζα και μ’ άρεσε να σχεδιάζω, κι έτσι είχα πάει σαν σχεδιαστής, οπότε δεν είχε πολύ διάβασμα και μού ‘κανε, μου άρεσε πολύ, και είναι και μέχρι τώρα η δεύτερη δουλειά που κάνω... η πρώτη δουλειά που κάνω. Βασικά, πρώτα ήμουνα DJ στα χρόνια μου, μετά έγινα σχεδιαστής και μετά έγινα πάλι DJ επαγγελματίας. Και αυτή τη στιγμή τα κάνω και τα δύο παράλληλα. Λοιπόν, και ενώ πάμε στο Αγκίστρι κι έχουμε το πιο ωραίο καλοκαίρι της ζωής μας μπροστά μας, εγώ να δουλεύω DJ, όνειρο ζωής, σεζόν σε ένα κλαμπ και ο Μπάμπης το ίδιο, ξεκινάμε και πιάνουμε δουλειά στον Ζορμπά. Ο Ζορμπάς ήταν ένα χρόνια κλαμπ εκεί στο Αγκίστρι, το Κάστρο ήταν νεότερο. Το οποίο ο Ζορμπάς έκανε κάθε Δευτέρα, μου φαίνεται, ελληνικές βραδιές που ερχόντουσαν, ας πούμε, για τους τουρίστες και κάνανε χορούς, νησιωτικά, τσάμικα, ντύναν έναν τύπο τσολιά για να βλέπουν οι τουρίστες. Όπως, ο τσολιάς στην πορεία άρχιζε και χόρευε νησιωτικά ας πούμε, ενώ ήτανε τσολιάς, δεν έχει σημασία. Και διάφορα event, όπως, ας πούμε, με τα μπουκάλια κάναν διάφορα παιχνίδια για τους τουρίστες, σήκωνε ο άλλος το τραπέζι με τα δόντια, χορεύανε συρτάκι... Διάφορα πράγματα που προσέλκυαν τους τουρίστες να έρθουν στο μαγαζί και να αφήσουν τα λεφτά τους. Ναι. Λοιπόν, ο Ζορμπάς, εκτός από mk2 που είχε, είχε πάρει και τον τελευταίο τεχνολογίας μικτή της εποχής που ήτανε ο Numark, που είχε πάνω sampler. Το sampler τι έκανε; Ηχογραφούσε και μετά το επαναλάμβανε ψηφιακά αυτό που έπαιζε, κάτι που αυτή την εποχή είναι... Μόνο έτσι γίνεται, ψηφιακά, η επανάληψη του κομματιού. Ήταν πολύ μπροστά και ήταν ένα πολύ συν για την εποχή αυτό στο μαγαζί, να πάω να παίξω, σε σημείο που του ‘κανα τόσο πολλή χρήση του sampler, που έμπαινε ο Τάσος, το αφεντικό, και μου φώναζε: «Σιγά, ρε! Θα το κάψεις, θα το χαλάσεις! Σταμάτα!». Ναι, ήτανε, δηλαδή, πιστεύω για τους άλλους πολύ εκνευριστικό, αλλά για μένα πολύ ικανοποιητικό. Κι όλα κυλάγαν ομαλά. Το βράδυ μουσική στο Κάστρο, αγοράζαμε... Μας έστελνε στον Πειραιά, αγοράζαμε δίσκους καινούριους της εποχής που βγαίνανε, max single, ώσπου μια μέρα, ενώ έχω πάει να παίξω στο Kάστρο, με παίρνουν οι γονείς μου στο μαγαζί 10 η ώρα το βράδυ. Ήταν ημέρα Τετάρτη, μία Τετάρτη του Ιουνίου∙ πρέπει να ήταν μέσα Ιουνίου. Το οποίο, είναι ο πατέρας μου στην άλλη άκρη της γραμμής και μου λέει: «Αποστόλη -μου λέει- τι κάνεις; Καλά;», «Καλά». Μου λέει: «Ήρθε το χαρτί να πας φαντάρος!». Του λέω: «Τι είναι αυτά που λες;». Μου λέει: «Ήρθε το χαρτί», επειδή είχα δηλώσει εθελοντής να πάω κι εγώ στην Αεροπορία και επειδή είχα τελειώσει σχεδιαστής, σπάει ο διάολος το ποδάρι του και με πήρανε. Και μάλιστα και βαθμοφόρο. Κι ενώ η σειρά μου παρουσιαζότανε Δευτέρα- Τρίτη- Τετάρτη, Τετάρτη βράδυ με πήρε ο πατέρας μου, την μέρα, δηλαδή που εγώ παρουσιαζόμουνα, μου λέει ότι η αστυνομία μας έφερε το χαρτί κι «έπρεπε να παρουσιαστείς σήμερα, αλλά επειδή δεν γίνεται σήμερα, γιατί είναι 10 η ώρα το βράδυ, θα πάμε αύριο στην Τρίπολη να παρουσιαστείς, στην 124 πτέρυγα μάχης». Του λέω: «Όχι -του λέω- αυτό δεν γίνεται να συμβεί. Δεν γίνεται να το καθυστερήσουμε -λέω- πατέρα μου, καμιά βδομαδούλα;». «Τι λες!», μου λέει. «Θα κηρυχθείς λιποτάκτης και θα πρέπει να... Θα έχουμε άλλα μετά. Το πρωί παίρνεις το πρώτο καράβι κι έρχεσαι Πειραιά. Σε περιμένω και σε πάω Τρίπολη κατευθείαν». Του λέω: «Όχι!». Του λέω: «Μην μου το κάνεις αυτό!». Και ουσιαστικά το όνειρο του καλοκαιριού τελείωσε εκείνο το βράδυ. Τελειώνω τη δουλειά μου, στεναχωρημένος πάρα πολύ, σαν να μου πήραν, ας πούμε, το παιχνίδι μου, πάω στο Κάστρο, βρίσκω τον Μπάμπη, του το λέω και εκείνος νόμιζε ότι του κάνω πλάκα! Μου λέει: «Όχι -μου λέει- πλάκα μου κάνεις». «Να…», του λέω. Α, ου, τελικά τον πείθω. Πριν φύγω απ’ τον Ζορμπά, μάζεψα τους [00:30:00]δικούς μου, μάζεψα τα πράγματά μου και πάμε στο λιμάνι το πρωί να πάρω το καράβι, τον «Μανάρα», το πρώτο που φεύγει 6 η ώρα από Αγκίστρι — κάτι τέτοιο — για να πάει Πειραιά, Πέμπτη ξημερώματα. Είμαι με τον κολλητό μου εκεί, στεναχώρια, κλάματα, «τι είναι αυτό που μας βρήκε;» και τέτοια πράγματα. Ε, με τα πολλά φεύγω, κατεβαίνω Πειραιά, όντως, στο λιμάνι του Πειραιά με περιμένει ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Στεναχώρια, μπαίνω στο αμάξι και τραβάμε καρφί για την Τρίπολη. Πάμε στην Τρίπολη, τον Μπάμπη τον έχω αφήσει πίσω, όλο το Αγκίστρι, τους έχω χαιρετήσει το βράδυ, άφησα και... Είχε και ένα μαγαζί, τον «Κούρο» τότε, που ήτανε μες στο λιμάνι στους Μύλους, που το είχε ο Δημήτρης ο Κοτζιάς, αυτοί που είχανε και το Κάστρο στη συνέχεια, το οποίο, το είχαν αναλάβει κάτι παιδιά και το δουλεύανε κι επειδή εγώ έμενα εκεί δίπλα, στην ίδια αυλή και τους έβλεπα κάθε μέρα ξέρω ‘γω για έναν μήνα, έπαιρνα μπυρίτσες, έπαιρνα ποτάκια και μου τα γράφανε σε τέτοιο... Δεν τα πλήρωνα αμέσως. Τέλος πάντων, πριν φύγω, πάω και τους λέω: «Τι σας χρωστάω;» και μου λένε: «Τίποτα», μου χαρίσαν και τα ποτά. Τους είχα κάνει και 5-10.000 λογαριασμό εκεί που δεν πλήρωσα. Τέλος πάντων, να ‘ναι καλά τα παιδιά, τους ευχαριστώ ακόμα. Λοιπόν, πάμε στην Τρίπολη, παρκάρουμε έξω απ’ την πύλη, η σειρά μου έχει παρουσιαστεί και μόνο εγώ δεν έχω παρουσιαστεί. Εκείνη την εποχή κάπνιζα, αλλά κρυφά απ’ τους γονείς μου κι ο πατέρας μου μού ‘χει πάρει μία κούτα τσιγάρα και μου τη δίνει έξω απ’ την πύλη και μου λέει: «Ξέρω ότι καπνίζεις, έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί πριν μπεις μέσα». Και όντως, κάναμε ένα τσιγάρο με τον πατέρα μου πρώτη φορά στη ζωή μου μαζί του. Ο πατέρας μου το ‘χε κόψει, απλά... Δεν ξέρω γιατί το ‘κανε, μπορεί να κάπνιζε κι αυτός κρυφά απ’ τη μάνα μου, ξέρω ‘γω; Λοιπόν, κάναμε το τσιγάρο, πάω εκεί στην πύλη, γίνεται αυτό το σκηνικό που σας είπα πριν, «Τι είσαι εσύ; Γιατί έρχεσαι τώρα;». «Sorry, παιδιά, ήμουνα DJ, δούλευα σε νησί, άργησα να πάρω το χαρτί». Ευτυχώς η αστυνομία είχε επιβεβαιώσει ότι δε μας είχε βρει, οπότε δεν είχα κάποιο πρόβλημα, κι έτσι παρουσιάστηκα στην Τρίπολη... Το οποίο, επειδή παρουσιάστηκα μία μέρα μετά, Πέμπτη, απολύθηκα και μία μέρα μετά, δηλαδή απολυθήκανε όλοι στη σειρά μου Δευτέρα- Τρίτη- Τετάρτη κι εγώ περίμενα μία μέρα να απολυθώ ακριβώς την Πέμπτη, να συμπληρώσω τις μέρες. Λοιπόν, και έκανα 21 μήνες στην Πολεμική Αεροπορία, σμηνίας «μπαντζής», εν συντομία έκατσα στην Τρίπολη βασική εκπαίδευση, μετά πήγα στην Μ. Ε. Τ. Α. για να γίνω μπαντζής, άμυνα αεροδρομίων. Μετά πήγα στην Κρήτη κάτω στην Ζήρο, σ’ ένα ραντάρ, που έκατσα 11 μήνες, στην αρχή ήτανε χάλια, μετά το συνήθισα, ωραίο, και απολύθηκα στην Αυλίδα στη Μ. Γ. Α. Π. που είναι αποθήκες πυρομαχικών στην Αυλίδα. Λοιπόν, απολύθηκα από ‘κει κι έτυχε να απολυθώ προς καλοκαίρι πάλι. Οπότε ο Μπάμπης τότε έφυγε εκείνη τη χρονιά — γιατί δούλευε ο Μπάμπης αυτήν και την επόμενη χρονιά στο Κάστρο — την χρονιά που απολύθηκα εγώ, ο Μπάμπης έφυγε να πάει να δουλέψει στις Σπέτσες. Άρα η θέση στο Κάστρο ελευθερώθηκε και με ξέραν τα παιδιά εκεί και με ζητήσανε... Δεν ξέρω αν με ζητήσανε, μπορεί και να τους παρακάλεσα, όχι να με παρακαλέσανε, να τους παρακάλεσα, δεν ξέρω τι έγινε ακριβώς, θέλανε πάντως και ξεκίνησα πρώτη χρονιά ολόκληρη στο Κάστρο το 1994. Πάλι πήγα από Μάιο, όλα ήταν ιδανικά, δεν θα με έκοβε τίποτα, είχα τελειώσει τον στρατό. Λίγο πριν απολυθώ, μήνες πριν, επειδή είχα παλιώσει κιόλας, άφηνα και μαλλί. Δηλαδή, το μαλλί μου το ‘παιρνα από πίσω κι έφτανε μέχρι το πηγούνι αλλά τό ‘κρυβα στο jockey. Το οποίο, αυτό το μαλλί, όταν έχω πάει να δώσω στο νοσοκομείο της Αεροπορίας τις εξετάσεις για να απολυθώ και έχουμε κατέβει με το τζιπάκι απ’ τη μονάδα, απ’ την Αυλίδα, απ’ το Βαθύ, και περπατάω στο πεζοδρόμιο, σκάνε οι αερονόμοι και με βλέπουνε με στολή και το μαλλί καρέ, μου λένε: «Τι είσαι εσύ;» και τους λέω: «Απολύομαι» και ο τύπος μ’ έγραψε... Βέβαια, του λέω: «Κανε ό, τι θες -του λέω- αύριο απολύομαι». Ήρθε ο σφιγγάς εκεί, με γράφει, ‘ντάξει, είχε κι αυτό την φάση του, την πλάκα του, γιατί αυτός ήτανε πιτσιρικάς νέος, ψαρωμένος, με κατεβασμένο το καπέλο ξέρω ‘γω, έτσι ψαρωτικός, αλλά εγώ ήμουνα ήδη παλιός και δεν με επηρέαζαν αυτά τα πράγματα. Λοιπόν και ξεκινάμε στο Κάστρο. Το Κάστρο, επειδή τον χειμώνα μάζευε όλη τη δισκοθήκη του, τους πήγαινε στην αποθήκη και τους ξανάβγαζε [00:35:00]όταν άνοιγε το μαγαζί το καλοκαίρι, είναι οι δίσκοι ανακατεμένοι σαν να ‘ναι τράπουλα χαρτιά. Είναι όλοι ανακατεμένοι. Και τρώω 1- 2 μέρες να κάτσω να χωρίσω τα στυλ μουσικής, τα rock, τα disco, τα electro, όλα τα είδη μουσικής, τα αργά, τα γρήγορα. Όλα όμως αυτά, δεν ήξερα όλους τους δίσκους, οπότε άκουγα έναν- έναν δίσκο να δω τι έχει μέσα, πέρα απ’ αυτούς που ήξερα, τους κλασικούς δίσκους δηλαδή, τα disco, τα rock, ο οποίος ο Δημήτρης ο «Κούρος», ο Κοτζιάς, είχε απίστευτη δισκοθήκη που την μάζευε κι αυτός από μικρός κι ήταν η πρώτη ύλη της μουσικής στο Κάστρο. Ε, αυτό μας έπαιρνε 2- 3 μέρες, έφτιαχνα τους δίσκους μου όπως ήθελα εγώ για να τους βρω και ξεκινάγαμε και παίζουμε. Στην αρχή με άγχος πολύ, αλλά σιγά-σιγά αυτό ξεπεράστηκε. Παράλληλα μας έδινε επιταγή ο Ηλίας κι ο Δημήτρης απ' το «Loden», να ψωνίσουμε απ’ το Loden το δισκοπωλείο που ήταν στον Πειραιά. Επίσης ψωνίζαμε δίσκους κι απ’ το «Wiz» που ήταν στον Κορυδαλλό, αλλά απ’ το Wiz όχι τόσο. Το Loden ήταν απ’ τα νούμερο 1 δισκάδικα του Πειραιά και ψώνιζαν όλα τα μαγαζιά, μπορεί κι όλης της Ελλάδας μπορώ να σας πω, ψωνίζαν δίσκους από εκεί. Έκανε εισαγωγές δικές του και τα λοιπά και κομμάτια που ερχόντουσαν 4- 5 κομμάτια σε έναν δίσκο, οπότε όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε. Και ψωνίζαμε δίσκους. Το οποίο... Πάνω, ρε παιδί μου, οι δίσκοι απ’ το Loden είχανε και τη σφραγίδα «Loden». Oπότε, δεν μπορούσαν να χαθούνε ή να τους πάρει κάποιος άλλος γιατί ήξερες ότι τους έχεις ψωνίσει από ‘κει και ήτανε σήμα κατατεθέν του μαγαζιού. Όπως είχα εγώ την σφραγίδα «DJ Λάκης», τέλος. Που έβαζα πάνω τις κασέτες που έγραφα για φίλους μου ή που μου ζητάγανε. Και επίσης, όσους δίσκους είχα φέρει εγώ δικούς μου, γιατί η προσωπική δισκοθήκη πάντα σ’ ακολουθούσε, είχαν πάνω οι δίσκοι μου «DJ Λάκης» σφραγίδα για να μην τους μπερδεύουμε με του μαγαζιού. Λοιπόν, και ξεκινάμε εκεί σεζόν, ωραία, τέλεια, πολλοί τουρίστες, διασκέδαση μέχρι το πρωί. Παράλληλα, μεγάλο σχολείο μουσικό, γιατί εκεί έμαθα όλη μου την μουσική παιδεία, εκεί πήρα όλη μου τη μουσική παιδεία, και το ένα έφερε το άλλο, τουρίστες, ξενύχτια, ποτά, διασκέδαση, χορούς, φλερτ. Τα πάντα, τα πάντα και να ‘μαι τώρα στην καλύτερη ηλικία και να τα ‘χω όλα μπροστά μου. Και επειδή ήμουνα και DJ… Γενικά, ρε παιδί μου, ήταν η εποχή καλή για τους DJ. Δηλαδή, δεν χρειαζόταν να φλερτάρεις τότε, σε πλησιάζαν οι κοπέλες μόνες τους. Πιο πολλά σκηνικά ζηλοτυπίας υπήρξανε, τα οποία κάποιες φορές, ας πούμε, παρεκτρέπονταν και μπαίναν μέσα κάποιες κοπέλες ξέρω ‘γω, που, ας πούμε, θέλαν κάτι άλλο από σένα και σπάγανε ό, τι έχεις μπροστά στην κονσόλα απ’ τα νεύρα τους. Ας πούμε, οι κοπέλες που... Δηλαδή, καλοκαίρι τι σχέση να κάνεις και τι δεσμό σ’ ένα τέτοιο νησί, που κάθε Σαββατοκύριακο ο κόσμος άλλαζε και ήμουνα και τώρα 21 χρόνων; Τι... Στο Κάστρο έπαιξα 19 χρονών προς 20. Και δούλεψα 3- 4 σεζόν σερί, δηλαδή 21- 22 χρονών. ‘Ντάξει, κοπέλες που, ας πούμε, τις απέρριπτες και μετά είχανε νεύρα και έρχονταν και- καθημερινές κυρίως, όχι Σαββάτο- σπάγανε ό,τι ποτήρια μπροστά στην κονσόλα έτσι, απ’ τα νεύρα τους…
Πώς ήταν ο τουρισμός στο Αγκίστρι εκείνη την εποχή;
Λοιπόν, ο τουρισμός-
Το ’90.
Τη δεκαετία του ‘90 είχε πάρα πολλούς Ολλανδούς, Γερμανούς και Σουηδούς, είχε πάρα πολύ. Και έτυχε να έχει το Κάστρο κι έναν μπάρμαν, τον Ράτι, ο οποίος ήτανε Γερμανός, Γερμανοεβραίος, αλλά κυρίως Γερμανός, ο οποίος στην πορεία αυτός έκανε κι ένα γραφείο ταξιδιωτικό κι έφερνε πολλά γκρουπ. Είχε πολλούς τουρίστες. Βέβαια, τους πιο πολλούς τουρίστες τους μάζευε η «Σκληρή» και το «Αγκίστρι club» και η «Αλκυόνη». Γενικά προς αυτό το μέρος είχε πολλούς… Κινούντουσαν οι τουρίστες. Και πιο παλιά, που είχε και το Αγκίστρι club το κλαμπ. Βασικά, οι τύποι αυτοί παρτάρανε συνέχεια, διασκεδάζανε συνέχεια, πίνανε συνέχεια, χορεύανε συνέχεια και ερχόντουσαν, ρε παιδί μου, στην Ελλάδα για να διασκεδάσουνε∙ κάτι αντίστοιχο, φαντάζομαι, όπως είναι τώρα η Μύκονος, η αντίστοιχη Μύκονος. Και ήτανε κάθε μέρα ένα πάρτι∙ κάθε μέρα στο Αγκίστρι ήταν ένα Σάββατο. Και τα αγγλικά που ‘μαθα εγώ, τα ‘μαθα στην παραλία στου Αγκιστρίου- γιατί με πήγαιναν οι γονείς μου αγγλικά, αλλά δεν το είχα πολύ με τη γλώσσα- κι έτσι έμαθα να συνεννοούμαι μέσα απ’ τους [00:40:00]τουρίστες. «Me- you» και τα... ξέρεις, παραλία. Την πρώτη χρονιά που δούλεψα στο Κάστρο, επίσης δούλευε και ο Κιτσολάκης, το «you and I» το μαγαζί, η ντίσκο- γιατί αυτή ήτανε ντίσκο- ενώ τα άλλα είχαν περάσει απ’ την ντισκοτέκ και πηγαίνανε να εκμοντερνιστούνε λίγο, με κάποια φωτορυθμικά, χωρίς ντισκομπάλες, έτσι, πιο καινούριας τεχνολογίας πράγματα. Αλλά ο Κιτσολάκης παρέμεινε ντίσκο, ντισκοτέκ. Με την μπάλα στη μέση, ανοιχτό μαγαζί, εκεί έπαιζε ένας φίλος μου, ο Χρήστος ο Κανακάρης μουσική, ο «Κρις» που λέμε, και πηγαίναμε ν’ ακούσουμε κάποιες καθημερινές νωρίς, πριν πιάσουμε δουλειά, να ακούσουμε τον Κρις. Εκεί γινόντουσαν οι καλύτερες ελληνικές βραδιές που χορεύανε συρτάκι, νησιώτικα... Βέβαια, κι εκεί έκανε την εμφάνισή του ο τσολιάς, έτσι; Κι εκεί, που χόρευε τα νησιώτικα. Ας πούμε, χόρευε ικαριώτικο ο τσολιάς. Γενικά ήταν πολύ ωραία η εποχή εκείνη κι εγώ ήμουνα πιτσιρικάς κι έβλεπα πολλά καινούρια πράγματα. Μάλιστα, μία φορά μου ‘χουνε πει… Γιατί εγώ έπαιζα μουσική πάνω, ο Κρις, ο φίλος μου ο Χρήστος, έπαιζε μουσική κάτω, φανταστείτε αυτό είναι στην παραλία το you and I, η ντίσκο, και πάνω ακριβώς είναι το Κάστρο. Άμα καθόσουνα στη μέση, άκουγες και τη μουσική των δύο. Βέβαια, αυτό ήτανε πολύ ενοχλητικό, αν καθόσουνα στη μέση. Αλλά μια φορά μου ‘χουνε πει ότι κάποιος που ‘κατσε στη μέση, έπαιζε το ίδιο κομμάτι ταυτόχρονα και κάτω και πάνω ακριβώς στον ίδιο αριθμό. Αυτό, για να συμβεί είναι σπάνιο, αλλά συνέβη τελικά! Φαντάζομαι, θα έχει συμβεί κι άλλες φορές, απλά δεν το ‘χουνε προσέξει. Γιατί η μουσική ήταν συγκεκριμένη. Τα χρόνια, πάλι, που δούλευα εκεί, το ’95, ’96, ’97, ήρθε η περίφημη εποχή του Παπαθεμελή... Όλοι οι νέοι θα την έχετε ακούσει ότι υπήρξε, οι πιο μεγάλοι θα το έχετε ζήσει. Ήτανε οι εποχές που βγήκε ένας νόμος που 2:00 η ώρα το βράδυ ή 3:00, δεν θυμάμαι, μάλλον 2:00, κλείναν όλα τα μαγαζιά! Η μουσική... Κλείναν τη μουσική κι ο κόσμος αγανακτισμένος έβγαινε στους δρόμους κι έβαζε μουσική από αυτοκίνητα, πηγαίνανε στο Σύνταγμα, λαός στο Σύνταγμα, και κάνανε πάρτυ στις πλατείες. Είναι η περίφημη «εποχή του Παπαθεμελή» που ζήσαμε τότε, με αποτέλεσμα, όταν βγήκε ο νόμος, κανένας δεν τον πήρε στα σοβαρά — γιατί, ακόμα και τώρα, όλες οι απαγορεύσεις είναι για τους άλλους, δεν είναι για μας — με αποτέλεσμα να περνάει 2:00 η ώρα. Κι ενώ να πρέπει να κλείσουμε τη μουσική, τα μαγαζιά να μην σταματάνε και να παίζουν μουσική, να παίζουν μουσική, με αποτέλεσμα να έρχεται η αστυνομία. Να μπαίνει αστυνομία, να τους γράφει και μετά να αναγκάζονται να κλείνουνε τη μουσική γιατί δεν είχανε άλλη εναλλακτική να κάνουνε. Και μετά, στις τρεις μηνύσεις που σου ‘κανε, στις τρεις φορές που σε έγραφε, έκλεινε το μαγαζί για μία βδομάδα. Χώρια ότι είχες δικαστήριο να πας. Λοιπόν, τα παιδιά στο Κάστρο, έχει γίνει αυτό το πράγμα, μας έχουνε γράψει η αστυνομία τρεις φορές κι έχει κλείσει το Κάστρο για μία βδομάδα, λουκέτο. Κλάματα τότε, χάναμε λεφτά, χάναμε διασκέδαση, καθόμασταν έξω απ’ το μαγαζί και κοιτιόμασταν και λέγαμε ιστορίες μέχρι το πρωί. Ωστε μετά, επειδή πάντα βρίσκουμε μια λύση σε αυτά που συμβαίνουνε για να πάμε κόντρα, τα παιδιά που είχανε το Κάστρο, ο Ηλίας κι ο Δημήτρης, είχανε δίπλα μία ταβέρνα, το «Μαντράκι», το οποίο από πάνω είχε ένα... Ήταν ένα πέτρινο, ήταν κάτω το εστιατόριο κι από πάνω είχε ένα δωμάτιο πέτρινο μ’ ένα μπαλκόνι, το οποίο αργότερα, όταν κλείναμε το μαγαζί στις 2:00 η ώρα ή στις 3:00 και το μαγαζί είχε κόσμο, με σφυρίγματα, φωνές, «α,ου, Παπαθεμελή, Παπαθεμελή»… Είχε βγει κι ένα τραγούδι τότε που έλεγε: «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή», τέλος πάντων, δεν το θυμάμαι παρακάτω. Είχαμε ηχεία και τα στήναμε, στήναμε κονσόλα στο μπαλκόνι πάνω απ’ το Μαντράκι, που είχε κλείσει η ταβέρνα, που ήταν και σε ξεκίνημα ανηφόρας, δηλαδή είχε κλείσει ο δρόμος μπροστά απ’ το μαγαζί, και βγάζαμε δύο ηχεία, εγώ από μέσα έπαιζα μουσική, έστηνα τα πικάπ τα mk2 πάλι, δεν είχα μόνο δύο, είχαμε παραπάνω τα μαγαζιά, 4 και 6 τεμάχια, στήναμε κι άρχιζα κι έπαιζα χασαποσέρβικα. Γιατί αργά είχε πάει κι η ώρα του ελληνικού όταν, ας πούμε, έκλεινε... Παίζαμε τα ξένα, μας έκοβε η ώρα, ας πούμε, την ώρα που ξεκινάγαμε τα ελληνικά. Και [00:45:00]ξεκινάγαμε να παίζω, ας πούμε, χασαποσέρβικα επάνω στο Μαντράκι από πάνω, με τα ηχεία απ’ έξω να παίζουνε στη διαπασών, το οποίο... Εκεί δεν μπορούσε... Αν δεν ενοχλούσες κάποιον — ξενοδοχείο, να πάρει το ξενοδοχείο και να πει: «με ενοχλεί αυτός που παίζει μουσική, έλα κλείσ’ τονε» — κάτι ψαράδες ήταν απέναντι, οι οποίοι... Κι αυτοί διασκέδαζανε, τέτοιαν ώρα σηκωνόντουσαν να πάνε για... Άσε που κι οι ψαράδες τους άρεσε η φάση, γιατί βλέπαν τις τουρίστριες εκεί και τον κόσμο και τους άρεσε να κάνουν και το καμάκι τους, και αρχίζανε να χορεύει ο κόσμος σ’ έναν δρόμο με κλίση και να χορεύουν χασαποσέρβικα, να χορεύουν τσιφτετέλια, μέχρι το πρωί. Και μετά, αφού βρήκαμε ότι δουλεύει, το κάναμε έτσι για ένα διάστημα. Δηλαδή έκλεινε το Κάστρο και βγάζαμε τα ηχεία πάνω απ’ το Μαντράκι και παίζαμε μουσική και περνάγαμε ωραία. Βέβαια εγώ... Ο DJ ήτανε μέσα, δεν έβλεπα έξω τι γινόταν, γιατί ήταν μικρό το μπαλκόνι και δεν μπορούσα να στήσω έξω την κονσόλα, να βλέπω τον κόσμο. Έπαιζα σ’ ένα το οποίο... Ερχόντουσαν όμως φίλοι, φίλες ξέρω ‘γω, καθόμασταν, πίναμε μπύρες, ποτά και περνάγαμε ωραία. Αυτό ήταν την εποχή του Παπαθεμελή.
Μετά, στο Αγκίστρι κάποια στιγμή, επειδή οι γονείς μου μού είπανε ότι οκ, πρώτα ήμουνα DJ, αλλά μου λένε: «Εντάξει, πρέπει να βρεις να κάνεις και μία δουλειά κανονική, ανθρώπινη, όχι βραδινή» κι έτσι έγινα σχεδιαστής και βρήκα πρωινή δουλειά στον Καλαμπάκο τον τοπογράφο και τον Σεργουλόπουλο, που είναι ο πατέρας του Φώτη του Σεργουλόπουλου, εκεί που δούλευα. Και μετά σε μιαν άλλη εταιρεία και σε μιαν άλλη εταιρεία κι έχω φτάσει εδώ που έχω φτάσει τώρα, και παράλληλα έκανα και τον DJ. Έχω δουλέψει σε πάρα πολλά μαγαζιά. Μερικά από αυτά είναι το «Polo» στην πλατεία Μέμου, η «Νεφέλη» στην πλατεία Μέμου, η «Αίγλη» στην πλατεία Κορυδαλλού, το «Αίγλη+» στην πλατεία Κορυδαλλού... Αμέτρητα μαγαζιά, πάρα πολλά, άμα θέλει εδώ, η συνάδελφός σας, να της δώσω μια λίστα, άμα θέλει να τα αναφέρει.
Εκτός, όμως, από τη μουσική το βράδυ, στο Αγκίστρι πώς περνούσατε τις μέρες σας; Πώς ήταν, δηλαδή, το Αγκίστρι…
Ήταν εξίσου όμορφες κι οι μέρες. Ok, ναι, αυτό ήτανε η βραδινή ζωή που περνάγαμε σούπερ και…
Σε ποια άλλα μέρη πηγαίνατε, ας πούμε;
Λοιπόν, τότε, επειδή ρε παιδί μου υπήρχε ωραίο παρεάκι στο Αγκίστρι και δημιούργησα τον κύκλο μου και τους φίλους μου εκεί πέρα, ξυπνάγαμε το πρωί — ό, τι ώρα ξυπνάγαμε — και τότε πηγαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο. Αλλά είχαν αρχίσει τότε και χτιζόντουσαν ξενοδοχεία τα οποία είχανε πισίνα. Είχανε βάλει πισίνα... Οπότε, για μας που ήμασταν όλο το καλοκαίρι εκεί και είχαμε βαρεθεί τη θάλασσα και κάποια στιγμή δεν πηγαίναμε ούτε για μπάνιο, βαριόμαστε να πάμε για μπάνιο εκεί στην... Να πηγαίνουμε στη Μάριζα να κάνουμε βουτιές, να πηγαίνουμε στα Λιμενάρια να τρώμε, στην Απόνησο να κάνουμε βουτιές, στη Σκάλα να κάνουμε καμάκι και να δίνουμε flyer σε τουρίστριες και Ελληνίδες και ξένες, ώστε να έρθουνε το βράδυ στο μαγαζί. Α! Αυτό είναι μια ασχολία που κάναμε το πρωί. Πηγαίναμε στις παραλίες και δίναμε επιλεκτικά flyers του μαγαζιού, ώστε να προσελκύσουμε κόσμο να ‘ρθουνε το βράδυ. Και το αστείο είναι ότι κάναμε επιλογή σε ποιον θα τα δώσουμε. Δηλαδή, δεν ήμασταν στον δρόμο και όποιος πέρναγε του δίναμε. Τύχαινε, ας πούμε, να έχει παρέες κοριτσιών — τρεις εδώ, τέσσερις εκεί, πέντε παραδίπλα — και να πηγαίνουμε σε μία παρέα να δίνουμε μόνο σε μία απ’ τις τέσσερις ή να δίνουμε στην διπλανή παρέα και να μην δίνουμε σ’ αυτήν, επειδή αυτές ήταν πιο άσχημες ας πούμε. Ναι, κάναμε τέτοια πράγματα, με χιούμορ βέβαια πάντα και καλαμπούρι και καλοπροαίρετα. Και μετά, με την παρέα, αρχίσαμε όποιο ξενοδοχείο χτιζότανε κι είχε πισίνα, μετακομίζαμε εκεί, δίναμε το ραντεβού μας εκεί. Πρώτα ο Αντρέας, το ξενοδοχείο του Αντρέα που ήταν στον πάνω δρόμο, που ένωνε τη Σκάλα με το λιμάνι. Μετά πηγαίναμε στο «Alter Ego» που είχε βάλει κι αυτό πισίνα, μετά πηγαίναμε στον Βασιλάρα, που είχε βάλει κι αυτός πισίνα και περνάγαμε ένα μήνα στον έναν... Ήταν το στέκι μας. Και όλη η νύχτα του Αγκιστρίου συγκεντρωνόμασταν εκεί. Γιατί με τα παιδιά που δουλεύαν στα άλλα μαγαζιά κάναμε παρέα και το πρωί. Κι έτσι, ξέραμε ότι όποιος ξυπνήσει, θα πάει εκεί για καφέ και θα βρεθούμε στην πισίνα.
Υπήρχε ανταγωνισμός με τα άλλα μαγαζιά;
Υπήρχε πάρα πολύ ανταγωνισμός, ειδικά μεταξύ Ζορμπά και Κάστρου, ήτανε... Πώς λέμε Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός. Υπήρχε κόντρα. Ο Τάσος... Ήμουνα ο παλιός του DJ και βασικά εμείς, για [00:50:00]ποτό, όταν είχαμε ρεπό — που δεν είχαμε ποτέ — ή νωρίς, δεν πηγαίναμε στα άλλα μαγαζιά. Δηλαδή, αυτοί απ’ τον Ζορμπά δεν ερχόντουσαν να πιούνε ποτό το βράδυ στο Κάστρο ό, τι ώρα και να τελειώνανε. Κι αν συνέβαινε αυτό, ήταν εξαίρεση και αισθανόταν και αμήχανα και ο ένας και ο άλλος που είχε, ας πούμε... Δηλαδή εγώ, αφού σταμάτησα απ’ τον Ζορμπά για δουλειά, εκείνο το καλοκαίρι που ‘φυγα φαντάρος, δεν ξαναπάτησα στον Ζορμπά, που μετά μετονομάστηκε σε «Ταμπού». Δεν ξαναπάτησα ποτέ. Τώρα μόνο που μεγάλωσα κι έχοντας φύγει απ’ αυτήν την νοοτροπία, έχω πάει ελάχιστες φορές στον Ζορμπά, που λέγεται πλέον «Ταμπού». Δηλαδή, να έχω πάει... Εδώ και 20 χρόνια να έχω πάει τρεις φορές κι αυτό επειδή επιμένανε κάποιοι φίλοι να πάμε.
Οι ντόπιοι ερχόντουσαν; Ή μόνο τουρίστες;
Οι ντόπιοι ερχόντουσαν και μάλιστα κάποιοι ήταν και συνάδελφοι, δουλεύαμε μαζί, και πιο πολύ επιλέγανε... Αυτοί που δουλεύαν στο μαγαζί σερβιτόροι, βοηθοί, ήτανε ξαδέρφια των παιδιών, ανήψια... Υπήρχε, δηλαδή, οικογενειακή φάση στο νησί, πέρα από εμάς τους Αθηναίους, τους Πειραιώτες που ‘μασταν DJ και αργότερα που άρχισε κι έψαχνε προσωπικό. Κυρίως οι ντόπιοι, ναι. Κι ήταν όλοι καλά παιδιά και κάνουμε ακόμα παρέα και τώρα κι είναι ο κύκλος μου εκεί πέρα. Και μάλιστα, ακόμα δηλαδή και τώρα που βρισκόμαστε στο νησί, θυμόμαστε σκηνικά και φάσεις που γινόντουσαν. Ας πούμε, όταν τελείωνε η δουλειά απ’ το Κάστρο το βράδυ, στάνταρ το πρωί, ήτανε 5 η ώρα, 6 το πρωί, 7- 8, θα μαζευόμασταν, όπως μαζευόμασταν στις πισίνες την επόμενη μέρα όταν ξυπνάγαμε, θα μαζευόμασταν στον φούρνο∙ να φάμε όλοι πρωινό. Να πιούμε μίλκο, να φάμε τυρόπιτες, να φάμε χαμ, να φάμε έμενταλ που είχε φέρει ο Βαγγέλης που ήτανε ο φούρνος μες στους Μύλους, ο μοναδικός φούρνος. Να φάμε αυτά τα νόστιμα πράγματα, που τα ‘χαμε δει πρώτη φορά, γιατί είχε κάνει αυτός... Από πού τα ‘φερνε, δεν ξέρω. Ήταν παννόστιμα και μάλιστα, έβγαζε τους δίσκους έξω από τον φούρνο, έξω να κρυώσουνε, κι ενώ ήταν αυτός μέσα να βγάλει τους άλλους φούρνους, αυτά έξω εξαφανιζόντουσαν! Κλέβαμε πολλά πράγματα κι εμείς κι άλλοι. Και σε σημείο που κάναμε... Μαζευόντουσαν 20 άτομα, 30 άτομα έξω απ’ τον φούρνο 5 η ώρα το πρωί, 6 η ώρα το πρωί, και να γίνεται πάρτυ, με φωνές, γέλια, τσακωμούς, καυγάδες, φωνές και οι γείτονες εκεί να φωνάζουν την αστυνομία και να του κάνουνε μήνυση του φούρνου, γιατί μας άφηνε και καθόμασταν απ’ έξω και κάναμε φασαρίες και τέτοια. Αυτό ήταν μια πολύ... Όσο ωραία περνάγαμε στο Κάστρο το βράδυ, τόσο ωραία περνάγαμε το πρωί στον φούρνο. Γιατί στον φούρνο ερχόντουσαν και οι άλλοι απ’ τα άλλα μαγαζιά και μπορούσαμε να βρεθούμε εκεί να τα πούμε. Τέτοια σκηνικά ωραία.
Μία τελευταία ερώτηση να κάνω…
Να κάνεις…
Αρνητική πλευρά υπήρχε στην διασκέδαση; Είχατε περίεργα, έτσι, έκτροπα ή, ας πούμε, ουσίες να έχετε ακούσει;
Κοίταξε να δεις, ουσίες πάντα υπήρχαν, αλλά οι μαλακές ουσίες. Δηλαδή εντάξει, εμείς ήμασταν πιτσιρικάδες να σας πω την αλήθεια, εγώ πρώτη φορά δοκίμασα τσιγάρο-χασίσι, στον στρατό. Πρώτη φορά. Δηλαδή, πήγα στρατό κι έμαθα τι είναι αυτό το πράγμα. Δηλαδή, μέχρι τον στρατό δεν ήξερα. Ωραία. Και μετά, πηγαίνοντας στο Αγκίστρι σαν πιτσιρικάς δεν είχα τέτοια τάση, αλλά λόγω ότι η παρέα... Κάνανε κάποιοι το βράδυ, και πολλοί είχαν και δικά τους δενδρύλλια στο νησί κρυμμένα, έπαιζαν. Έπαιζαν πάρα πολύ αλκοόλ, έπαιζαν πάρα πολλά τσιγάρα. Εγώ θυμάμαι τότε έκανα Prince, το καλύτερο τσιγάρο που έχει υπάρξει ποτέ και να καπνίζω ένα πακέτο το βράδυ μόνο στο μαγαζί και μάλιστα, να το βγάζω απ’ το πακέτο και να το βάζω σε old fashion ποτήρι να τα ‘χω χύμα τα τσιγάρα, για να τα παίρνω γρηγόρα, να μην καθυστερώ. Και υπήρξανε, ναι, αλλά όχι σε μεγάλη έκταση τότε. Βέβαια, δεν ξέρω, γιατί αυτό είναι και λίγο μυστικοπάθεια. Κάνανε πολύς κόσμος, κάνανε. Οι πιτσιρικάδες κάνανε. Και οι τουρίστες κάνανε πάρα πολύ και μάλιστα τους βρίσκανε κι οι ντόπιοι στους τουρίστες, που ζητάγανε. Και γενικά, μετά από μία τέτοια φάση, βράδυ, τσιγάρα, ποτά, αλκοόλ και τα σχετικά, περνάγαμε εμείς καλά κι αυτοί [00:55:00]καλύτερα.
Μάλιστα. Τώρα πλέον, το Αγκίστρι πώς έχει εξελιχθεί;
Έχει εκμοντερνιστεί αρκετά. Έχει μπει η τεχνολογία μέσα όσον αφορά τη διασκέδαση, με φωτορυθμικά, νέα είδους ηχεία... Μάλιστα, θέλω να κάνω μία παρένθεση να πω ότι το Κάστρο, επειδή ενοχλούσε — μάλλον λέγανε ότι ενοχλούσε, γιατί πάντα εκεί πέρα σε κλειστές κοινωνίες και στο χωριό ο ένας κοιτάει, ζηλεύει απ’ τον άλλονε κι όταν τον βλέπει να κάνει επιτυχίες, του δημιουργεί προβλήματα — κι έτσι τα παιδιά είχαν αναγκαστεί στο Κάστρο, για να αντιμετωπίσουνε το θέμα του ήχου, για να μην ενοχλούνε, να αγοράσουνε εκείνη την εποχή — μ’ ένα αστρονομικό ποσό για την εποχή, τα οποία, όμως, τά ‘χανε βγάλει τα λεφτά, έτσι; Δεν είναι δηλαδή... δεν μπήκανε μέσα, γιατί είχε πάρα πολλή δουλειά το μαγαζί και είχε πάρα πολλά έσοδα σε μετρητά τότε, γιατί δεν υπήρχαν ούτε κάρτες πιστωτικές, τίποτα, όλα ήτανε μετρητά — να βάλει ηχοροφή μπροστά στον DJ ώστε, όταν χορεύεις στην πίστα, τα ηχεία να είναι ακριβώς πάνω στο ταβάνι. Και αυτό... Πετύχαινες να έχεις τρομερή ένταση κι απόδοση και ποιότητα ήχου στην πίστα κάτω, κι όταν βγεις από την πίστα και βγεις στο μπαλκόνι, να μην ακούγεται τόσο ο ήχος. Αυτό ήτανε... εκείνη την εποχή που το κάνανε είχα ακούσει... Είχα μάθει ότι μόνο δύο μαγαζιά στην Ελλάδα είχανε αυτό το σύστημα∙ ήτανε το Κάστρο στο Αγκίστρι κι ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη. Το οποίο, αυτό, πρέπει να τους πήγε, μπορεί και 3 εκατομμύρια, να βάλουν αυτήν την ηχοροφή. Με συγκεκριμένο ενισχυτή και το οποίο... η ηχοροφή υπάρχει μέχρι και σήμερα στο μαγαζί κι έχουν προστεθεί κι άλλα ηχεία, έχουνε λάβει κι άλλα μέτρα για την ηχορρύπανση. Με τα χρόνια, τώρα, το νησί άλλαξε λίγο ο τουρισμός. Ενώ παλιά ερχόντουσαν πολλοί Ολλανδοί, Σουηδοί, Γερμανοί πάρα πολλοί, πάρα πολλοί Αυστριακοί, άλλαξε αυτή η κατάσταση και γύρισε σε ελληνικό τουρισμό. Δηλαδή, πριν λίγα χρόνια είχε μόνο Έλληνες τουρίστες κι ελάχιστους ξένους. Επειδή όμως στο νησί έχουν αγοράσει σπίτια πάρα πολλοί ξένοι, Γερμανοί, Ολλανδοί και τα λοιπά κι έχουνε δικά τους σπίτια, αυτοί έρχονται ακόμα και τώρα και φέρνουνε και τους φίλους τους και τραβάνε και κάποιους φίλους, γνωστούς τους, κι έρχονται. Φέτος παρατήρησα μία στροφή, να έχει αρκετούς τουρίστες στο νησί. Βέβαια, δεν ξέρω τι... Βέβαια, ένα βράδυ τώρα, φέτος το καλοκαίρι, ήμουνα στο Κάστρο, έπινα ποτό, και με πλησιάζει ένας τύπος και μού ‘πε ότι είναι απ’ την Αργεντινή! Του λέω: «Πώς βρέθηκες εδώ απ’ την Αργεντινή;». Βασικά, δεν ξέρω πώς το είδε ο τύπος, ήρθε και μου ζήτησε ναρκωτικά αυτός, αν έχω κάποιο τσιγάρο να του δώσω και τέτοια. Του λέω… Δεν ξέρω πώς του ‘δωσα αυτήν την εντύπωση, αλλά ‘ντάξει, παίζει αυτό στο νησί ρε παιδί μου, όταν μες στο βράδυ βλέπεις τον άλλον να χορεύει, να ‘ναι, έτσι, σε μία κατάσταση έξαλλη, να χορεύει. Βέβαια, αυτός απ’ ό, τι κατάλαβα και μου ‘παν κάποιοι άλλοι φίλοι μου που το συζήτησα, ότι πήγε σε πάρα πολλούς και ζήτησε, και όταν μου ζήτησε, του λέω: «Φίλε, δεν έχω... Δεν ξέρω κάτι να σου πω επ’ αυτού» και μου είπε ότι είναι απ’ την Αργεντινή. Και του λέω: «Πώς έφτασες εδώ απ’ την Αργεντινή;». «Έφτασα -μου λέει- στην Αθήνα…». Και πρέπει να το είχε δει. Έψαχνε κοντινό νησί, οικονομικό νησί, γιατί με τις τιμές που έχουνε πάει... Βέβαια κάποιος απ’ την Αργεντινή θα ξέρει μόνο τη Σαντορίνη και την Μύκονο. Δεν νομίζω να ξέρει αλλά νησιά, όπως ξέρουμε εδώ στην Ελλάδα, τη Φολέγανδρο, την Πάρο, την Νάξο ξέρω ‘γω, κι έφτασε. Είδα πολλούς Ισραηλινούς φέτος να έχουν έρθει, όχι όμως... Με γκρουπ να έρχονται αυτοί και να μένουν σε ξενοδοχεία και έχει αρχίσει κι ανεβαίνει πάλι ο τουρισμός στο νησί, απ’ ό, τι κατάλαβα. Δηλαδή, να είσαι σ’ έναν χώρο και να ακούς να μιλάνε αγγλικά πάρα πολλοί γύρω σου.
Η διασκέδαση και η μουσική;
Η μουσική δεν ξέρω αν έχει πάρει την κάτω βόλτα, πάντως εγώ είδα την νεολαία, όπως ήμασταν εμείς τότε, που ήτανε... Τώρα έχει μεταφερθεί... Ξεκινάνε να διασκεδάζουν από 13 χρονών και να πηγαίνουν στα κλαμπ και να πίνουνε αλκοόλ, άσχετα αν αυτό δεν επιτρέπεται λόγω ηλικίας. Να βλέπεις να ανοίγουνε 13, 14, 15, 16, 17 χρόνων μπουκάλια στα νησιά και να παίζει αυτήν τη μουσική την τραπ. Τι είναι αυτή η τραπ, αυτή την εποχή της μόδας, και όλοι να ξετρελαίνονται, να χορεύουνε... Βέβαια, αυτό που μου ‘κανε εντύπωση είναι ότι δεν είδα μεγάλο κόσμο της ηλικίας μου, δηλαδή 45, 48, σαραντάρηδες μες στα μαγαζιά τόσο πολλούς. Είναι όλοι νεολαία. Η μουσική εμένα δεν μου [01:00:00]κάνει για να διασκεδάσω, δεν είναι... Κάποια κομμάτια που μ’ αρέσουνε είναι όλα διασκευές. Δηλαδή, ντίσκο παλιά ‘80s, ‘90s, 2000 μουσική, είναι όλα… Τα έχουνε ξαναφτιάξει με νέο beat, το οποίο έχουνε χάσει την αίγλη τους τα κομμάτια, αλλά η νεολαία που τα ακούει αυτά πρώτη φορά, νομίζουν ότι είναι καινούργια κομμάτια και κυκλοφορούνε τώρα. Ας πούμε, ακούει το «I will survive» ο άλλος και νομίζει ότι βγήκε πέρσι. Δεν ξέρει ότι είναι κομμάτι του ’70, ας πούμε, και του ’80, και πολλά άλλα τέτοια ντίσκο. Αλλά ‘ντάξει, πιστεύω ότι είναι η εξέλιξη αυτή, ο χρόνος περνάει, τα πράγματα αλλάζουνε. Εγώ μουσική εξακολουθώ να παίζω, ας πούμε, το στυλ το ‘80s, ‘90s, 2000, τα κομμάτια που έπαιζα τότε και βρίσκω ανταπόκριση γιατί απευθύνομαι σε κοινό της ηλικίας μου, ξέρω ‘γω, και σε μαγαζιά που πάει τέτοιος κόσμος. Αλλά, σε γενικές γραμμές η μουσική όχι, έχει αλλάξει πάρα πολύ. Οι νέοι θα την θεωρήσουν καλή, οι παλιοί θα την θεωρήσουν παρακμή. Το θέμα είναι πώς το βλέπει ο καθένας. Είναι τελείως υποκειμενικό αυτό το θέμα της μουσικής.
Τα παιδιά διασκεδάζουν όπως εσείς παλιά; Το ’90;
Ναι, διασκεδάζουν το ίδιο. Αλλά, ναι. Διασκεδάζουν το ίδιο και με... Μπορεί και περισσότερο αλκοόλ από ό, τι διασκεδάζανε τότε. Η διασκέδαση, ουσιαστικά, δεν έχει αλλάξει, γιατί έχει κι ελληνική μουσική, χορεύουνε... Δηλαδή, όσα βράδια βγήκα — όχι σε μπαρ που, ας πούμε, δεν είναι για χορό — αλλά στα κλαμπ που πήγα, και στο Κάστρο και μία φορά στον Ζορμπά, στο τώρα το Taboo, χορεύανε, διασκεδάζανε και με το παραπάνω. Αυτά...
Μάλιστα. Θα θέλατε κάτι άλλο να προσθέσετε;
Όχι. Απλά ότι η μουσική εξελίσσεται, οι άνθρωποι εξελίσσονται. Ίσως σε 30 χρόνια από ‘δω και πέρα που, αν ζούμε ξέρω ‘γω, θα ακούμε ένα άλλο είδος μουσικής, η οποία... το πιο πιθανό είναι να το κατακρίνουμε, αλλά η γενιά η τότε να είναι στα καλύτερα της.
Τέλεια! Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εγώ ευχαριστώ που μ’ ακούσατε!
Φωτογραφίες

Flyer για πάρτυ στο Κάστ ...
Διαφημιστικό για τα 20 χρόνια του μαγαζιού ...

Technics mk2
Φωτογραφία από το μαγαζί, Κάστρο.

Κάστρο, 1994
Ο Αφηγητής στα αριστερά με τον φίλο και συ ...

Στιγμιότυπο από τη λειτο ...
Βράδυ στο Κάστρο, επάνω στην φωτογραφία δι ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Πώς είναι να ζεις σαιζόν τα καλοκαίρια σου δουλεύοντας ως DJ σε ένα ελληνικό νησί τη δεκαετία του '90; Ο Αποστόλης Τσούκαρης, έχοντας πάρει τα πρώτα μουσικά του ερεθίσματα από μία οικογένεια που αγαπούσε τη μουσική, βρέθηκε από την εφηβεία του να εργάζεται στη νυχτερινή ζωή του Πειραιά κι από εκεί, στο Αγκίστρι στον Αργοσαρωνικό, σε μία εποχή που το νησί ήταν γεμάτο από βορειοευρωπαίους τουρίστες.
Αφηγητές/τριες
Απόστολος Τσούκαρης
Ερευνητές/τριες
Θεοδώρα Αμπατζή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/08/2022
Διάρκεια
62'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Πώς είναι να ζεις σαιζόν τα καλοκαίρια σου δουλεύοντας ως DJ σε ένα ελληνικό νησί τη δεκαετία του '90; Ο Αποστόλης Τσούκαρης, έχοντας πάρει τα πρώτα μουσικά του ερεθίσματα από μία οικογένεια που αγαπούσε τη μουσική, βρέθηκε από την εφηβεία του να εργάζεται στη νυχτερινή ζωή του Πειραιά κι από εκεί, στο Αγκίστρι στον Αργοσαρωνικό, σε μία εποχή που το νησί ήταν γεμάτο από βορειοευρωπαίους τουρίστες.
Αφηγητές/τριες
Απόστολος Τσούκαρης
Ερευνητές/τριες
Θεοδώρα Αμπατζή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/08/2022
Διάρκεια
62'