© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Χάσαμε την μυρωδιά, χάσαμε και τα χρήματα»: μία ιστορία για το εργοστάσιο ζάχαρης της Ορεστιάδας

Κωδικός Ιστορίας
10924
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κώστας Δούλιας (Κ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/02/2022
Ερευνητής/τρια
Ευγενία Καραμπατζάκη (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Καραμπατζάκη Ευγενία, Ερευνήτρια στο Istorima, σήμερα 15 Φεβρουαρίου του 2022 βρισκόμαστε στην Ορεστιάδα και Αφηγητής μας είναι ο κύριος Κώστας.

Κ.Δ.:

Είμαι ο Δούλιας Κώστας. Κατάγομαι από το Σουφλί Έβρου και από το 1975 ζω και εργάζομαι στη Νέα Ορεστιάδα. Ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα στο εργοστάσιο ζάχαρης της Ορεστιάδας από την ίδρυση του το 1975. Το εργοστάσιο της Ορεστιάδας είναι το πέμπτο κατά σειρά της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, το πέμπτο και τελευταίο, που έγινε στην Ορεστιάδα με σκοπό η Ελλάδα να γίνει αυτάρκης στην παραγωγή ζάχαρης. Η επιλογή του έγινε περισσότερο γιατί η περιοχή του Έβρου προσφέρονταν τόσο από τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν εδώ όσο και από την αφθονία του νερού, γιατί τα ζαχαρότευτλα έχουν ανάγκη από αρκετή ποσότητα νερού και το νερό στο Νομό Έβρου είναι άφθονο, όχι τόσο μόνο από το ποτάμι του Έβρου όσο από το υπόγεια νερά τα οποία αντλούνται από βάθος 10 μέχρι και 70 μέτρα. Το εργοστάσιο ζάχαρης κατασκευάστηκε από την Πολωνική εταιρεία Polimex Cekor, με δυναμικό στο ξεκίνημά του για 3.000 τόνους τεύτλα ανά εικοσιτετράωρο. Επειδή, όμως, η περιοχή, όπως είπαμε, ήταν πολύ κατάλληλη για την καλλιέργεια τεύτλων —οι αποδόσεις ήταν αρκετά υψηλές, οι εκτάσεις ήταν αρκετά μεγάλες και το νερό άφθονο—, μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια μετά την ίδρυση του αποφασίστηκε να γίνει επέκταση του εργοστασίου, έτσι ώστε να μπορεί να επεξεργαστεί μεγαλύτερη ποσότητα. Και το 1990 τελειώσανε οι επεκτάσεις, έτσι ώστε διπλασιάστηκε το δυναμικό του εργοστασίου και από 3.000 τόνους τεύτλων έφτασε στις 6.000. Με αυτή την επεξεργασία μπορούσε να επεξεργαστεί ετήσια 500.000-600.000 τόνους, τα οποία προέρχονταν από 80.000 στρέμματα με 100.000 στρέμματα και παρήγαγαν 55.000-60.000 τόνους ζάχαρη, που σημαίνει το 20% της πανελλήνιας παραγωγής.

Ε.Κ.:

Ο δικός σας ρόλος εκεί πέρα ποιος ήταν; Πώς ξεκινήσατε;

Κ.Δ.:

Είμαι γεωπόνος. Τελείωσα τη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και προσλήφθηκα το 1975. Στην αρχή για εννιά χρόνια ήμουνα γεωπόνος τομεάρχης, έχοντας στην υπευθυνότητά μου την περιοχή της Ορεστιάδας, γιατί το εργοστάσιο επεξεργαζότανε τεύτλα από όλον το Νομό Έβρου. Είχε πέντε τομείς. Υποδιαιρούταν σε πέντε γεωγραφικές ενότητες. Μια ήταν του τριγώνου, η δεύτερη ήταν της Ορεστιάδας, η τρίτη του Διδυμοτείχου, η τέταρτη του Σουφλίου και η πέμπτη των Φερών. Εγώ για εννέα χρόνια ήμουνα υπεύθυνος της περιοχής της Ορεστιάδας, μέχρι το 1984, που από το ‘84 και μετά ανέλαβα υπεύθυνος της φυτοπροστασίας των τεύτλων για όλη την περιοχή του εργοστασίου, και όταν λέμε φυτοπροστασία, την αντιμετώπιση των εχθρών που έχει [00:05:00]η καλλιέργεια, την αντιμετώπιση των ζιζανίων και των ασθενειών που προσβάλλουν το φύλλωμα αλλά και την ρίζα του τεύτλου. Η καλλιέργεια των τεύτλων, κατά αποκλειστικότητα την ευθύνη της φυτοπροστασίας την είχε η Βιομηχανία Ζάχαρης σε συνεργασία με άλλα ερευνητικά ιδρύματα και με πανεπιστήμια. Το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ ήταν και είναι υπεύθυνο για όλες τις άλλες καλλιέργειες με τα τεύτλα δεν είχε σχεδόν καμία υπευθυνότητα. Στον τομέα της φυτοπροστασίας μπορώ να πω ότι η Βιομηχανία Ζάχαρης κάλυπτε πολλά ψηλά στάνταρ σε συνεργασία, όπως προανέφερα, τόσο με τα πανεπιστήμια του εσωτερικού αλλά όσο και με διεθνή ερευνητικά ιδρύματα όλης της Ευρώπης. Είχαμε επαφή με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που καλλιεργούσαν τεύτλα μέσα του Διεθνούς Ινστιτούτου Ζαχαρότευτλων, έτσι ώστε ένα πρόβλημα που παρουσιαζόταν εδώ και δεν μπορούσαμε ή δυσκολευόμασταν να το αντιμετωπίσουμε είχαμε τη βοήθεια και από το εξωτερικό, όπως και αντίθετα προσφέραμε τις υπηρεσίες μας για ανάλογα προβλήματα άλλων χωρών. Και φτάσαμε σε ένα σημείο που μας παραδεχότανε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σαν ειδικούς, τουλάχιστον για ασθένειες τεύτλων που είχανε σχέση με το μεσογειακό κλίμα, και όχι σπάνια δίναμε τα φώτα μας, μπορώ να πω, σε χώρες αντίστοιχες όπως η Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία. Και αυτό, βέβαια, ήταν αποτέλεσμα μιας σκληρής δουλειάς και μιας στενής συνεργασίας με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

Ε.Κ.:

Το εργοστάσιο ζάχαρης τοποθετείται εκεί πέρα που βρίσκεται σήμερα. Δεν έχει αλλά παραρτήματα στον Έβρο ή κάτι άλλο.

Κ.Δ.:

Όχι. Το εργοστάσιο είναι εκεί, αλλά τα γραφεία, όπως ανέφερα, οι πέντε τομείς είχαν έδρα τις αντίστοιχες περιοχές. Το τρίγωνο είχε έδρα το εργοστάσιο, το Διδυμότειχο είχε γραφείο στο Διδυμότειχο, υπήρχε γραφείο στο Σουφλί και στις Φέρες.

Ε.Κ.:

Θυμάστε πώς ήταν μετά η καθημερινότητα σας εκεί πέρα;

Κ.Δ.:

Η καθημερινότητα είχε να κάνει με την επαφή με τον αγρότη σε μόνιμη βάση και σε όλη την καλλιεργητική περίοδο, ακόμη και τη χειμερινή, ας το πούμε, ανάπαυλα, γιατί οι αγρότες ήταν πάρα πολύ δεμένοι με αυτή την καλλιέργεια, και ήταν δεμένοι γιατί θεωρούταν… Η πρώτη τους επιλογή ήταν αυτή η καλλιέργεια που τους έδινε το μεγαλύτερο εισόδημα και αυτό φαινόταν από την προθυμία των αγροτών να καλλιεργήσουνε τεύτλα, τα οποία ήταν η πρώτη —και ίσως μέχρι και τώρα δεν υπάρχει άλλη— καλλιέργεια με συμβολαιακή μορφή. Δηλαδή ο αγρότης υπέγραφε συμβόλαιο πόση έκταση θα καλλιεργήσει και δεσμευόταν να ακολουθήσει τις οδηγίες που δινόταν από τη Βιομηχανία Ζάχαρης, τόσο στη χρησιμοποίηση σπόρου όσο στην εποχή σποράς, στον τρόπο καλλιέργειας, στον τρόπο αντιμετώπισης των ασθενειών, την εποχή συγκομιδής και τον τρόπο συγκομιδής. Παρόλο ότι υπήρχαν αυσ[00:10:00]τηροί κανόνες και οδηγίες του τι έπρεπε να κάνει ο κάθε αγρότης, πρόθυμα τα εκτελούσαν, γιατί τους εξασφάλιζε το μεγαλύτερο εισόδημα από τις άλλες ανταγωνιστικές καλλιέργειες, που ήταν το καλαμπόκι ή το βαμβάκι ή τα σιτηρά.

Ε.Κ.:

Η λειτουργία αυτού του εργοστασίου στον Έβρο άλλαξε κάτι στην περιοχή;

Κ.Δ.:

Μπορώ να πω ότι ήταν ο κύριος μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας της Ορεστιάδας και ευρύτερα του Έβρου. Όταν άρχισε να λειτουργεί το εργοστάσιο το 1975, η Ορεστιάδα είχε δέκα με έντεκα χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους μπορώ να πω το 10% είχε άμεση εμπλοκή με την Βιομηχανία Ζάχαρης και ένα άλλο 20% έμμεση. Όταν λέω άμεση, εννοώ ότι διακόσιοι πενήντα εργαζόμενοι ήταν μόνιμοι στο εργοστάσιο ζάχαρης και άλλοι εξακόσιοι ήταν εποχικοί, δουλεύοντας από τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβριο, Νοέμβριο. Είχε επίσης παράπλευρες εμπλεκόμενες ομάδες εργαζομένων όπως ήταν οι μεταφορείς των τεύτλων, όπως ήταν τα συνεργεία γεωργικών μηχανημάτων που συντηρούσαν και επισκευάζανε τα αγροτικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των τεύτλων, όπως ήταν τα καταστήματα γεωργικών φαρμάκων και εφοδίων που εφοδίαζαν την καλλιέργεια με τα απαραίτητα φάρμακα και λιπάσματα και βέβαια κι η αγορά της Ορεστιάδας, από την οποία το εργοστάσιο προμηθεύονταν τα υλικά που χρησιμοποιούμε, τα ανταλλακτικά των μηχανημάτων, ακόμα-ακόμα μπορώ να πω και την τροφοδοσία του εστιατορίου, της καντίνας του εργοστασίου, έτσι όπως σιτίζονταν πάνω από τετρακόσια άτομα κάθε μέρα. Ο κύκλος εργασιών του εργοστασίου, να πούμε με τιμές του ευρώ το 2002, ήταν γύρω στα 100 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό αναλύεται το ότι το 40 με 50 εκατομμύρια ήταν η αξία της πρώτης ύλης που πλήρωνε το εργοστάσιο στους αγρότες για να αγοράσει τα τεύτλα και προέρχονταν, όπως είπα, από 80, 90, 100 το πολύ χιλιάδες στρέμματα. Ήτανε περίπου 10 εκατομμύρια που πληρωνόταν στους μεταφορείς, αυτούς που αναλάμβαναν να μεταφέρουν τα τεύτλα από τα χωράφια στο εργοστάσιο... Ήταν η αξία της φυτοπροστασίας… η αξία των φυτοφαρμάκων και της εκτέλεσης των ψεκασμών και βέβαια όλες οι άλλες ειδικότητες, όπως ανέφερα, τα συνεργεία που επισκεύαζαν τα μηχανήματα, οι αγορές των ανταλλακτικών και εφοδίων και γενικότερα ό,τι δαπανούσε αυτή η μεγάλη κοινωνία του εργοστασίου. Για να έχουμε ένα αντίστοιχο μέτρο σύγκρισης, σήμερα που δεν λειτουργεί το εργοστάσιο αυτά τα 80-90 χιλιάδες στρέμματα καλλιεργούνται αντίστοιχα συνήθως με ηλίανθο. Η αξία του ηλιάνθου, η αξία της πρώτη ύλης από τα 100 χιλιάδες στρέμματα δεν ξεπερνάει τα 10 εκατομμύρια, προστιθέμενη αξία εδώ πάνω στα 10 εκατομμύρια υπάρχει ελάχιστη, αφού όλη [00:15:00]η παραγωγή φεύγει εκτός Νομού για να επεξεργαστεί, για να πουληθεί, για οτιδήποτε, σε αντίθεση με τα ζαχαρότευτλα, που αποκτούσε προστιθέμενη αξία το τεύτλο, αφού η επεξεργασία γίνονταν μέσα στο Νομό Έβρου και από την πρώτη ύλη έφευγε έξω έτοιμο προϊόν, εμπορικό προϊόν.

Ε.Κ.:

Πολύ ωραία. Εσείς είχατε καθόλου επαφή με το εργοστάσιο σαν εργοστάσιο εσωτερικά ή ασχολούμασταν μόνο με τους αγρότες και τα χωράφια;

Κ.Δ.:

Περισσότερο εκτός εργοστασίου. Εντός εργοστασίου, μπορώ να πω, η επαφή και η δραστηριότητα ξεκινούσε μόνο στην περίοδο της καμπάνιας, που διαρκούσε από εβδομήντα μέχρι εκατό μέρες, ενώ όλον τον υπόλοιπο χρόνο οι επαφές γινόταν με τον αγρότη για την προετοιμασία της καλλιέργειας, για την επίβλεψη της καλλιέργειας, από το Φεβρουάριο που σπέρνουν τα τεύτλα μέχρι και τον Αύγουστο που ξεκινούσε η συγκομιδή. Και την περίοδο της καμπάνιας —η καμπάνια ήταν η περίοδος λειτουργίας του εργοστασίου πλέον— όλες οι δραστηριότητες συγκεντρωνόταν μέσα στο εργοστάσιο.

Ε.Κ.:

Όσο δεν ήταν η περίοδος της καμπάνιας, η σεζόν, ας το πούμε έτσι, δουλεύατε κανονικά οχτάωρα ή ήταν διαφορετικά τα πράγματα;

Κ.Δ.:

Το οργανόγραμμα… Αυτοί που κάναν το οργανόγραμμα του εργοστασίου νομίζω ότι ήταν πολύ ευφυείς και προβλέψαν τον τρόπο λειτουργίας των γεωπόνων, το ότι μας άφησαν στην ουσία ελεύθερο χρόνο… Ήμασταν η μόνη ομάδα εργαζομένων στο εργοστάσιο που δεν είχαμε ωράριο, δεν χτυπούσαμε κάρτα, κάτι το οποίο κάναν όλοι οι εργαζόμενοι, από το διευθυντή μέχρι τον κλητήρα, για να δουλέψουν το οχτάωρο. Εμείς με το να μην χτυπάμε κάρτα δουλεύαμε δέκα και δώδεκα ώρες, βέβαια σχεδόν στην ουσία με ελεύθερο ωράριο, αλλά μπορώ να πω ότι το ωράριό μας δεν ήταν ούτε έξι ημερών, τότε που δουλεύαμε έξι, ούτε πέντε ημερών, μετά που έγινε το πενθήμερο, αλλά ήταν επταήμερο και όλο το εικοσιτετράωρο, γιατί ήμασταν σε συνεχή επαφή με τον αγρότη όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, τηλεφωνικά η δια ζώσης. Να πω ότι βγαίναμε με την οικογένειά να φάμε, να πιούμε σε κάποιο χωριό και στην ταβέρνα θα ερχόταν τέσσερις, πέντε ίσως και δέκα αγρότες να με «ενοχλήσουν» και να ρωτήσουν κάτι για την καλλιέργειά τους, κάτι το οποίο δεν ξέρω αν για άλλους θεωρούνταν ενόχληση, για εμένα θεωρούνταν ικανοποίηση, γιατί αυτό που εισέπραττα εκείνη τη στιγμή νομίζω ότι δεν ανταλλάσσονταν με τίποτα άλλο.

Ε.Κ.:

Εκείνα τα χρόνια άλλαξε η θέση σας στο εργοστάσιο, πήρατε κάποια προαγωγή;

Κ.Δ.:

Μπορώ να πω ότι εξάντλησα όλη την κλίμακα του εργοστασίου ή, τέλος πάντων, μέχρι το προτελευταίο σκαλί, φτάνοντας μέχρι αναπληρωτής διευθυντού. Αλλά εκείνο που νομίζω ότι με ικανοποίησε περισσότερο και το απολαμβάνω μέχρι και τώρα ήταν η αναγνώριση των αγροτών προς το πρόσωπό μου, ότι τους πρόσφερα κάποια υπηρεσία και μια δυνατότητα να βελτιώσουν την οικονομική και οικογενειακή τους κατάσταση. Οι τίτλοι νομίζω ότι, εντάξει, είναι μια προσωπική φιλοδοξία αλλά δεν είναι το παν. Η αναγνώριση από αυτούς με τ[00:20:00]ους οποίους συνεργάζεσαι το θεωρώ πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο τίτλο.

Ε.Κ.:

Καθώς αλλάζαν οι βαθμίδες της δουλειάς σας, τι άλλαζε σε αυτά που κάνατε; Όταν γίνατε αναπληρωτής διευθυντή [Δ.Α.] τι άλλαξε;

Κ.Δ.:

Η επαφή με τον αγρότη νομίζω ότι δεν άλλαζε, γιατί ποτέ δεν βγήκα να πω τον αγρότη ότι «Τώρα δεν είμαι γεωπόνος. Είμαι προϊστάμενος, είμαι υποδιευθυντής, είμαι διευθυντής». Απλώς, αυτό που άλλαζε ήταν με τις επαφές με τρίτα πρόσωπα και με άλλες υπηρεσίες ομοειδείς με τις οποίες συνεργαζόμασταν. Βέβαια, είχα την τύχη, μπορώ να πω, το ότι με την ιδιότητα που ασχολήθηκα ήρθα σε επαφή πάρα πολύ με διεθνείς φορείς και οργανισμούς. Κάθε χρόνο είχα τουλάχιστον δύο με τρεις επαφές και συναντήσεις με συναδέρφους μου στο εξωτερικό, με συνέδρια, με ομάδες εργασίας, έτσι ώστε να παρακολουθώ γενικότερα την καλλιέργεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο και κάτι το οποίο γινόταν γνωστό από άλλες διόδους προς τις ελληνικές αγροτικές υπηρεσίες, πανεπιστήμια, υπουργεία και αυτά. Και έτσι νομίζω ότι ανέβαινε το στάτους και το προσωπικό μου αλλά και της δουλειάς.

Ε.Κ.:

Θυμάστε να με πείτε λίγα λόγια παραπάνω για τα συνέδρια αυτά;

Κ.Δ.:

Να πω κάτι, ότι όταν για πρώτη φορά το ‘92 ορίστηκα σαν εκπρόσωπος σε μια ομάδα εργασίας ευρωπαϊκή, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι από τις εθνικές βιομηχανίες κάθε χώρων όλης της Ευρώπης —ήμασταν είκοσι έξι, είκοσι εφτά άτομα.

Ε.Κ.:

Θυμάστε το όνομα;

Κ.Δ.:

Είναι International Institute Sugar Beet, Διεθνές Συνέδριο Ζαχαροτεύτλων. Βέβαια, ήταν ευρωπαϊκό αλλά είχε την επωνυμία «Διεθνές». Και ήμουν στην ομάδα αντιμετώπισης των ζιζανίων. Στην πρώτη συνάντηση, που έγινε στο Göttingen της Γερμανίας ήμουνα ο νεότερος. Τότε είχα οριστεί. Ο προκάτοχός μου είχε συνταξιοδοτηθεί και ζήτησε να τον εκπροσωπώ εγώ και όταν πήγα εκεί ήμουν ο νεότερος. Με καλοδέχτηκαν και η πρώτη συνάντηση πέρασε, ας το πούμε, έτσι στο στάδιο της πρώτης γνωριμίας, σιγά-σιγά όμως είδα ότι ήταν μια πολύ ζωντανή ομάδα. Δεθήκαμε και θυμάμαι τη δεύτερη ή την τρίτη φορά άρχισα να προτείνω και προτάσεις του πώς να λειτουργούμε, πέρα δηλαδή από το καθαρά επιστημονικό πρόγραμμα και τον τομέα, γιατί οι συναντήσεις αυτές γινόταν κάθε χρόνο δύο φορές. Μια γινόταν στο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες, όπου ήταν η έδρα του Ινστιτούτου, και μια το Μάιο-Ιούνιο, κάθε χρόνο σε διαφορετική χώρα. Και ανάλογα με τη χώρα μελετούσαμε και συζητήσαμε για τα προβλήματά της. Όταν πηγαίναμε στη συνάντηση αυτή του Μάϊου, ας το πούμε, σε κάποια χώρα, εκεί είχαμε πολύ περισσότερο χρόνο και για άλλες επαφές. Μέναμε τρείς με τέσσερις μ[00:25:00]έρες. Η μια μέρα ήτανε συνάντηση σε αίθουσα, όπου συζητούσαμε τα προβλήματα θεωρητικά, η δεύτερη ήταν επίσκεψη σε αγρούς, σε πειράματα και αποδεικτικούς αγρούς και η τρίτη μέρα είχε λίγο πιο χαλαρό πρόγραμμα, επισκέψεις σε οργανισμούς και κάποιο κομμάτι τουριστικό —ήταν με πρόγραμμα σε οργανισμούς, όχι τουριστικό. Και την τρίτη φορά πρότεινα εκεί μαζί με το πρόγραμμα συναντήσεων με οργανισμούς, δηλαδή αγροτικούς συνεταιρισμούς, κάποια ερευνητικά ιδρύματα ή πανεπιστήμια, να έχει και μια νότα τουρισμού. Αφού επισκεπτόμαστε μια τρίτη χώρα, να δούμε και κάτι πέρα από το αγροτικό, να δούμε κάτι τουριστικό, κάτι το πολιτιστικό. Και ήταν δική μου πρόταση η οποία υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε. Όπως επίσης, σιγά-σιγά τα βράδια που βγαίναμε μόνοι μας να… όχι να διασκεδάζουμε, αλλά να βλέπουμε και μια νότα της τοπικής κοινωνίας. Και για αυτές τις δύο δραστηριότητες που καθιερώθηκαν μετά από δεκαεπτά δεκαοχτώ χρόνια, το 2010 που συνταξιοδοτήθηκα, την τελευταία φορά που πήγα σε αυτή την συνάντηση και ήταν στο Wrocław τής Πολωνίας, εκεί με τίμησαν για αυτές τις δύο καινοτομίες που πρότεινα. Ε, αυτό νομίζω ότι ήταν μια μεγάλη ικανοποίηση και το ότι ένας Έλληνας μπόρεσε, ας το πούμε, να… Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «να επιβληθώ», αλλά να προτείνω ή να εισηγηθώ κάτι που το ακολούθησαν Γερμανοί, Γάλλοι, Εγγλέζοι και όλοι οι άλλοι δήθεν, ας το πούμε, πιο προηγμένοι από εμάς.

Ε.Κ.:

Κάτι άλλο πάνω στα συνέδρια, πάνω στη βράβευσή σας κτλ.;

Κ.Δ.:

Κάτι άλλο… Θα έλεγα ότι ένιωθα ισότιμο μέλος, κάτι το οποίο από παρόμοιες, ας το πούμε, πληροφορίες που είχα με άλλους οργανισμούς, το ότι μας δεχόταν… Η τευτλοκαλλιέργεια στην Ελλάδα ήταν, μπορώ να πω, όχι ισάξια της καλλιέργειας στην Ευρώπη αλλά ίσως και ένα σκαλί πιο πάνω. Δηλαδή δεχότανε τις υποδείξεις μας ή ακόμα ακόμα και ρωτούσανε για να δώσουμε λύση για άλλες χώρες. Και αυτό, πέρα το ότι ήταν ένα εσωτερικό θέμα μεταξύ της τευτλοκαλλιέργειας, είχε γίνει γνωστό και σε άλλους φορείς και στο Υπουργείο, το οποίο βέβαια ποτέ δεν το αναγνώρισαν, αλλά περισσότερο στα πανεπιστήμια ή στις εταιρείες των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων. Και δεχόμασταν την εύθυμο μνεία —όχι από τις εταιρίες. Οι εταιρείες ήταν πολυεθνικές, με έδρα Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, αλλά οι εδώ εκπρόσωποί τους πολύ συχνά και τακτικά μάς λέγανε: «Μπράβο, βάλατε γυαλιά στους Γερμανούς, στους Ευρωπαίους».

Ε.Κ.:

Αυτό το συνέδριο πόσα χρόνια γινόταν, πόσα χρόνια πηγαίνατε εκεί;

Κ.Δ.:

Όπως είπα, ξεκίνησα από το ‘92 μέχρι το ‘10, δεκ[00:30:00]αοχτώ χρόνια, που βγήκα στη σύνταξη.

Ε.Κ.:

Ας πάμε λίγο παρακάτω. Όταν μάθατε ότι το εργοστάσιο θα κλείσει… Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;

Κ.Δ.:

Το πρώτο ταρακούνημα έγινε το 2006, όχι όταν έμαθα ότι το εργοστάσιο θα κλείσει, το ότι δυστυχώς η Ελλάδα στον τομέα των ζαχαροτεύτλων δεν είχε —νομίζω, όμως, και σε άλλες καλλιέργειες, αλλά τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα που τον γνωρίζω καλά—μια εθνική αγροτική πολιτική. Όταν το 2006 στην Ευρωπαϊκή Ένωση —άλλον πριν το 2006, αλλά απλά είχαν θέσει σαν όριο ότι μέχρι το 2006 θα αλλάξει η αγροτική πολιτική, θα μπει η νέα αγροτική πολιτική. Δεν γίνανε προτάσεις από την Ελλάδα τι θέλουμε να κρατήσουμε, τι θέλουμε να αλλάξουμε και τι προτείνουμε σαν αντισταθμιστικά, αν κάτι το παρατήσουμε, τι θα θέλαμε σε αντικατάσταση αυτού να γίνει. Και νομίζω ότι από εκεί ξεκίνησε η φθίνουσα κατάσταση για τη ζάχαρη, γιατί μέχρι το 2006 δεχόμασταν αιτήσεις για να καλλιεργήσουν οι αγρότες με τεύτλα διπλάσια από ό,τι ήταν η δυναμικότητα των εργοστασίων, όχι μόνο διπλάσια, και τριπλάσια και τετραπλάσια. Θέλαμε να καλλιεργήσουμε παράδειγμα στον Έβρο 80 χιλιάδες στρέμματα και οι αγρότες με τις αιτήσεις τους ζητούσαν 200 χιλιάδες, υπήρχε δηλαδή μια μεγάλη προθυμία των αγροτών να καλλιεργήσουν. Αυτό σήμαινε ότι είχαν ένα αρκετά μεγαλύτερο εισόδημα από τεύτλα από ό,τι με τις άλλες καλλιέργειες και είχαν την ανοχή να μειώσουν τα έσοδά τους, αρκεί να συνεχίσουν να καλλιεργούν. Δηλαδή οι αγρότες θα δεχόταν μια μείωση του εισοδήματός τους, η οποία μείωση αυτή θα μπορούσε να ισχυροποιήσει τη θέση της ζάχαρης. Αλλά αυτή η μείωση έπρεπε να γίνει με συνεργασία με τον αγρότη. Αυθαίρετα, όταν καθιερώθηκε η νέα αγροτική πολιτική το ‘06 και είπε η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι πλέον η τιμή προστασίας της ζάχαρης θα μειωθεί κατά 20%, αυθαίρετα το Υπουργείο είπε: «Μειώνεται η τιμή των τεύτλων κατά 20%». Τώρα μπαίνω σε κάποιες λεπτομέρειες που είναι λίγο… Η τιμή της ζάχαρης, όμως, δεν προέρχεται μόνο από τα τεύτλα. Η τιμή της ζάχαρης είναι απόρροια της αξίας της πρώτης ύλης, δηλαδή των ζαχαροτεύτλων, της ενέργειας λειτουργίας των εργοστασίων, επειδή είναι ενεργοβορα και ένα μεγάλο ποσοστό καλύπτει ενέργεια, όπως και το κόστος εργασίας. Χοντρά-χοντρά μπορώ να πω η τιμή της πρώτης ύλης είναι 50-60%, η τιμή της ενέργειας είναι 10-15% και το κόστος εργασίας είναι ένα 25-30%. Η τιμή της ενέργειας είναι αμετάβλητη. Δεν μπορούμε να επέμβουμε στην τιμή της ενέργειας, είναι εξωγενής παράγοντας. Μπορούμε να επέμβουμε στην τιμή της πρώτης ύλης και του κόστους εργασίας. Εδώ το Υπουργείο επέβαλε μόνο τη μείωση της πρώτης ύλης, την τιμή της πρώτης ύλης και όχι την τιμή του κόστους εργασίας. Αν δηλαδή αυτό το 20% μοιραζότ[00:35:00]αν μεταξύ του κόστους εργασίας και του κόστους της πρώτης ύλης, θα μπορούσε η τευτλοκαλλιέργεια να συνεχιστεί. Όπως οι αγρότες ήταν υπερικανοποιημένοι από την τιμή της πρώτης ύλης και είχαν την πρόθεση να μειώσουν κάπως το εισόδημά τους, αντίστοιχα και οι εργαζόμενοι στη Βιομηχανία Ζάχαρης ήταν υψηλά αμειβόμενοι και όχι θα μπορούσαν, επιβάλλονταν να μειώσουν τις αμοιβές τους. Αλλά εδώ για κάποιους λόγους, σίγουρα για ψηφοθηρικούς και πολιτικούς λόγους, δεν θέλαν να αγγίξουν τα τεκταινόμενα των εργαζομένων, όπως επίσης δεν έγινε καμία προσπάθεια, παρόλο του ότι υπήρχαν εισηγήσεις από κάτω και ιδιαίτερα από γεωπονικές υπηρεσίες, να δοθεί μια δυνατότητα το προσωπικό του εργοστασίου να ασχοληθεί και με κάποια άλλη δραστηριότητα, γιατί η μεγαλύτερη μάζα του προσωπικού, το τεχνικό προσωπικό εργαζόταν στην ουσία τρεις μήνες στην καμπάνια και άλλους δύο τρεις μήνες στη συντήρηση, στην ουσία δηλαδή το μισό χρόνο. Δουλεύανε έξι μήνες και πληρωνόταν για δεκαπέντε μήνες. Αν τους υπόλοιπους έξι μήνες —δεν λέω για τους έξι, τους δύο τρεις μήνες— κάνανε μια άλλη δραστηριότητα, όπως γινόταν με όλες τις άλλες ζαχαροβιομηχανίες στην Ευρώπη… Παράδειγμα, στη συσκευασία της ζάχαρης: να μην πωλείται η ζάχαρη στο σακί των 50 κιλών αλλά να πουλιέται στο μονό κιλό, δίκιλο, να πουλιέται σε κύβο, σε φακελάκι, να πωλείται σαν άχνη. Υπάρχουν είκοσι ειδών προϊόντα και αυτά μπορούσαν να γίνουν μέσα στα εργοστάσια και να πουληθούν έξω. Έτσι, θα απασχολούνταν το προσωπικό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ή να ασχοληθεί και με κάποιες άλλες καλλιέργειες. Γίνανε κάποιες προσπάθειες να κάνουμε σποροπαραγωγή πατάτας. Κάναμε δύο τρία χρόνια δοκιμή, πήγαμε πολύ καλά, αλλά η αντίδραση των εργαζομένων, και ιδιαίτερα των συνδικαλιστών, δεν επιτρέψαν αυτή την δραστηριότητα να προχωρήσει. Στην Ιταλία παράλληλα με τη ζαχαροβιομηχανία ασχολούνταν και με την καλλιέργεια της σόγιας η του καλαμποκιού. Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να γίνει εδώ. Σε άλλες χώρες το υποπροϊόν της ζάχαρης, η μελάσα, μπορεί και αξιοποιείται και παράγει κιτρικό οξύ, ένα υλικό πάρα πολύ χρήσιμο και μεγάλης αξίας για τη συντήρηση των τροφίμων. Υπήρξε πρόταση από την εταιρεία που κατασκεύασε το εργοστάσιο, την πολωνική Polimex Cekor που ανέφερα, να ιδρύσει μια τέτοια μονάδα δίπλα στο εργοστάσιο. Πάλι είχαμε αντίδραση τόσο από τους εργαζόμενους όσο και από τις διοικήσεις, οι οποίες διοικήσεις ήταν διορισμένες. Ο κάθε αποτυχών βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος διεκδικούσε να γίνει πρόεδρος στη Βιομηχανία Ζάχαρης, χωρίς να έχει καμία σχέση με το αντικείμενο. Μπορεί να ήταν δικηγόρος, να ήταν γιατρός, να ήταν μηχανικός, να ήταν οτιδήποτε άλλο. Άσχετος τελείως με τη Βιομηχανία Ζάχαρης, αλλά ήθελε τον τίτλο αυτόν για να μπορεί να κάνει την πολιτική του προπαγάνδα και την προετοιμασία για τις επόμενες εκλογές.

Ε.Κ.:

Και τελικά το εργοστάσιο έκλεισε.

Κ.Δ.:

Και τελικά φτάσαμε στο σημείο πριν από δύο χρόνια η μεγαλύτερη αγροτική βιομηχανία από το ‘[00:40:00]60 μέχρι και το 2006 να βάλει λουκέτο. Βέβαια, δεν θα μπορούσε να έχει αυτή την αίγλη που είχε τις καλές εποχές, ας το πούμε, τη δεκαετία ’80 και ’90, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να διατηρηθεί με λιγότερο κύκλο εργασιών, με λιγότερα αβαντάζ αλλά να προσφέρει την υπηρεσία του και ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, γιατί εκτός από το Πλατύ, που είναι κοντά στη Θεσσαλονίκη, οι άλλες έδρες των εργοστασίων ήταν στη Λάρισα, Ξάνθη, Σέρρες, Ορεστιάδα, είναι σε επαρχιακές πόλεις.

Ε.Κ.:

Όταν έκλεισε το εργοστάσιο εσείς πόσο χρονών ήσασταν;

Κ.Δ.:

Εγώ πρόλαβα και πήρα σύνταξη κανονικά, δηλαδή έκλεισε το εργοστάσιο ενώ ήμουν συνταξιούχος.

Ε.Κ.:

Οι άλλοι εργαζόμενοι βρέθηκαν άνεργοι, τους βοήθησε κάπως το κράτος κάτι να κάνουν;

Κ.Δ.:

Και εκεί, ναι. Γίναν κάποια προγράμματα, κάποια αυτά, δεν μπορώ να πω ότι κακόπεσαν. Ίσως κάποιοι, ας το πούμε, να ωφελήθηκαν με όλη αυτή την κατάσταση. Το θέμα δεν είναι για τους εργαζόμενους. Το εργοστάσιο δεν ανήκει στους εργαζόμενους. Αυτό ήταν ένα από τα θέματα τριβής που είχαμε μεταξύ μας, γιατί λίγοι πιστεύαμε ότι το εργοστάσιο ανήκει στον αγρότη και όχι στον εργαζόμενο. Οι περισσότεροι νομίζαμε ότι το εργοστάσιο έγινε για να βγάζουν αυτοί το μεροκάματο. Και μάλιστα, άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση με τη γεωργία, δεν είχαν καμία σχέση με αγροτική παραγωγή απ’ τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν να είναι υψηλόμισθοι δουλεύοντας σε μια αγροτική βιομηχανία και δεν τίμησαν το ψωμί που φάγανε. Αυτό το λέω δημόσια, επίσημα και θέλω τη συζήτηση με οποιονδήποτε από αυτούς. Τους προκαλώ. Ναι, ναι, να πούμε και κάτι για την κοινωνία της Ορεστιάδας. Να μιλήσω; Βέβαια, το εργοστάσιο… Ανέφερα μία κατηγορία… Μάλλον αρκετοί εργαζόμενοι, όπως ανέφερα, δεν εκτίμησαν την προσφορά του εργοστασίου στη βελτίωση της οικονομικής, οικογενειακής τους κατάστασης αλλά αντίστοιχα και παρά πολύ πολίτες στην Ορεστιάδα, και μάλιστα και παράγοντες, δεν αξιολόγησαν σωστά το τι προσφέρει αυτό το εργοστάσιο στην πόλη. Είχαμε μια έντονη κόντρα με τούς αστούς της Ορεστιάδας, οι οποίοι όταν λειτουργούσε το εργοστάσιο, το οποίο βρίσκεται νότια της πόλης, και όταν φυσούσε νότιας ερχόταν μια μυρωδιά στην Ορεστιάδα, αυτή από τα απόνερα, που δεν ήταν και ό,τι το ευχάριστο, αλλά αυτό σπάνια, γιατί το εργοστάσιο είχε πολύ καλά συστήματα βιολογικού καθαρισμού, συγκέντρωσης των αποβλήτων, επεξεργασίας τους. Αλλά με τον αέρα κάποιες φορές ερχόταν μια μυρωδιά στην πόλη και δυσανασχετούσαν και μάλιστα λέγαν ότι «Αυτοί δουλεύουν εκεί, παίρνουν λεφτά και εμείς παίρνουμε τη μυρωδιά». Αυτό το άκουγα για αρκετά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια, που δεν λειτουργεί το εργοστάσιο, ακούω κάτι το α[00:45:00]ντίθετο και λέει «Αχ, εκείνη η μυρωδιά τι καλή που ήταν! Τη χάσαμε τη μυρωδιά, χάσαμε και τα χρήματα που πρόσφερε το εργοστάσιο στην κοινωνία της Ορεστιάδας. Ας μύριζε και ας είχαμε αυτή την κίνηση». Υπήρχαν διαστήματα, όταν πληρωνόταν —τα τεύτλα πληρωνόταν κάθε δεκαπέντε μέρες και μέσα σε δύο τρεις ημέρες η Αγροτική Τράπεζα εκταμίευε 1, 2 και πολλές φορές και 3 εκατομμύρια, τα οποία χρήματα, όχι βέβαια όλα, ένα μεγάλο ποσοστό, κινούνταν μέσα στην αγορά της Ορεστιάδας και το καταλαβαίνανε όλοι. Και επειδή οι αγρότες νομίζω ότι είναι η μόνη τάξη που ξοδεύει το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων από εκεί που τα παίρνει —δεν είναι ούτε υπάλληλοι ούτε ελεύθεροι επαγγελματίες, να κάνουν το ταξιδάκι τους στη Θεσσαλονίκη για να ψωνίσουν, να κάνουν τις αγορές κι οτιδήποτε άλλο—, τα χρήματα ξοδεύονταν μέσα στην Ορεστιάδα και το καταλάβαινε η αγορά. Τώρα που τα έχασε αυτά το λέει ότι… Θυμάμαι μία χρονιά με μεγάλη παραγωγή που είχε για λόγους —κάτι, νομίζω, οι τράπεζες είχαν απεργία και για αυτό δεν πληρώναν— παραμονές Χριστουγέννων η Αγροτική Τράπεζα της Ορεστιάδας πλήρωσε πέντε εκατομμύρια ευρώ. Μέσα σε τρεις μέρες πέσανε πέντε εκατομμύρια στα χέρια των αγροτών, τα οποία σε ένα μεγάλο ποσοστό ξοδεύτηκαν στην αγορά. Αυτά.

Ε.Κ.:

Τέλος δηλαδή; Εσείς με τα δικά σας τα μάτια πριν και μετά είδατε κάποια διαφορά; Πώς το βιώνετε —το βιώνετε… Γιατί πέρασαν και αρκετά χρόνια από τότε— όσο δουλεύατε και αφότου πήρατε την σύνταξη σας;

Κ.Δ.:

Όσο δούλευα η κατάσταση ήταν, μπορώ να πω, ανηφορική, βελτιωμένη. Μετά με τη σύνταξη άρχισαν τα πρώτα μέτρα, μειώθηκαν τα καλλιεργούμενα στρέμματα, οι τιμές δεν δίναν αύξηση αλλά μείωση, άρχισαν οι γκρίνιες μεταξύ των αγροτών, περιορίστηκαν τα έξοδα, τα χρήματα που ξοδεύαν οι αγρότες. Γενικά, μπήκε σε μια φθίνουσα κατάσταση. Και αυτό όπως είπα, το εισέπραττε περισσότερο η αγορά της Ορεστιάδας και τότε άρχισαν να γίνονται αυτά τα παράπονα, να μας λένε «Αχ μέχρι τώρα σάς κατηγορούσαμε. Τώρα λέμε τι καλά που ήταν τότε».

Ε.Κ.:

Πιστεύετε ότι υπάρχει περίπτωση να ξανανοίξει αυτό το εργοστάσιο;

Κ.Δ.:

Με τις παρούσες συνθήκες δεν νομίζω. Άλλωστε, το εργοστάσιο τα τελευταία πέντε χρόνια, που φάνηκε ότι το μέλλον του είναι αβέβαιο. Δεν γίναν οι αντίστοιχες επενδύσεις, οι βελτιώσεις, η συντήρηση συστηματικά, έτσι ώστε να μπορεί να έχει μελλοντική χρήση. Τώρα για να λειτουργήσει θέλει μια ριζική ανακαίνιση, κάτι το οποίο είναι πολύ κοστοβόρο και χρονοβόρο και ποιος θα αναλάβει να το κάνει —και αν θα βρεθεί κάποιος φορέας, γιατί πλέον η Βιομηχανία Ζάχαρης διαλύθηκε—, να μπορέσει ο [00:50:00]φορέας αυτός να συγκεντρώσει αγρότες, εργαζόμενους, φορείς, συνεργάτες και όλα αυτά. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχει μέλλον. Και το σημαντικότερο ότι και οι αγρότες πλέον έχουνε αποξενωθεί από την καλλιέργεια των τεύτλων.

Ε.Κ.:

Πάρα πολύ ωραία —όχι και τόσο, βέβαια. Έχει τύχει να περάσετε από έξω; Σίγουρα τυχαίνει να περνάτε από έξω. Τι σκέψεις περνάνε από το μυαλό σας;

Κ.Δ.:

Κάθε 12 Μάϊου —ήταν η μέρα που πήρα την σύνταξη μου το ‘10— πηγαίνω στο εργοστάσιο και βγάζω μια φωτογραφία και συγκρίνω τις φωτογραφίες εκεί από την πύλη και βλέπω ότι κάθε χρόνο ο περίβολος χώρος χορταριάζει και ερημώνει. Και αυτή είναι η πίκρα μου και η λύπη μου, το ότι η εγκατάλειψη μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο.