© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μελισσόπετρα-Γερμανία-Θεσσαλονίκη: οι σταθμοί της ζωής της κυρίας Μαρίας

Κωδικός Ιστορίας
10891
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Λώτου (Μ.Λ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2022
Ερευνητής/τρια
Χρυσάνθη Νίκα (Χ.Ν.)

[00:00:00]

Χ.Ν.:

Πείτε μου λίγο το όνομά σας στην αρχή.

Μ.Λ.:

Λώτου Μαρία.

Χ.Ν.:

Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Νίκα, είμαστε στη Μελισσόπετρα, 26 Ιουνίου του 2022 και είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Ωραία, στην αρχή κάνετε αν θέλετε μια παρουσίαση για τον εαυτό σας. Τι θα λέγατε, ποια είστε;

Μ.Λ.:

Δηλαδή;

Χ.Ν.:

Πού γεννηθήκατε, πώς μεγαλώσατε.

Μ.Λ.:

Στην Μελισσόπετρα, ας το πούμε αυτό. Μεγάλωσα στην Μελισσόπετρα, πήγα στο δημοτικό στην Μελισσόπετρα, μετά πήγα σε μία οικοκυρική σχολή στην Αρίστη. Επέστρεψα, πήρα μία αυτή, πρακτική κοπτικής. Βέβαια, εγώ ήθελα να πάω κομμώτρια, αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε, επειδή αυτός που είχε το κομμωτήριο ήταν άντρας και φοβόταν ο πατέρας μου. Είχα μία μάνα δυνατή και γλυκιά... Συγγνώμη. Αφού τέλειωσα κι εκεί την πρακτική μου επέστρεψα πάλι στην Μελισσόπετρα να μεγαλώσω τα άλλα δύο αδέρφια μου, γιατί η μαμά μου είχε την ατυχία να χάσει άλλα δύο, και στο τελευταίο της γλίτωσε στο παρά τρίχα. Και εγώ ήμουνα η μεγάλη αδερφή και βοηθός της μάνας μου, που έπρεπε, συν όλα τα προβλήματα που είχε, να τρέχει και στους κάμπους, για να έχουμε τα προς το ζην, δεν γινόταν διαφορετικά. Μετά στα 17 μου αρραβώνιασα και ακριβώς στα 18 μου παντρεύτηκα στην Μελισσόπετρα, απέναντι από το πατρικό μου. Σε έναν άνθρωπο που τον θεωρούσα φίλο, είχαμε μία αδελφική σχέση, αλλά όχι να τον δω για άντρα. Αλλά επειδή μου είπαν: «Πρέπει να παντρευτείς! Αλλά αυτός είναι λίγο μεγάλος». «Εγώ», λέω, «αυτόν θα πάρω» και έτσι έγινε. Και δόξα τω Θεώ, με τα προβληματάκια μας, καλά περάσαμε. Κάναμε δύο πάρα πολύ καλά παιδιά, έχω τρία χρυσά εγγόνια, και η ζωή κύλησε... Μετά πήγαμε στην Γερμανία. Αφήσαμε τα παιδιά στη μαμά μου. Η κόρη μου η Γλυκερία ήταν έξι χρονών, έξι, πέντε ήτανε, και 19 μηνών ήταν ο Νίκολας μου. Τ' αφήσαμε εδώ, γιατί ήταν δύσκολη ζωή. Πήγαμε εκεί πέρα. Καλά ήτανε, αλλά ήταν δύσκολα στη σκέψη και μόνο να βλέπουμε τα παιδιά μας όπως βλέπαμε τα άλλα Ελληνάκια να κυκλοφορούν όλα στην πόλη και να μην μπορούν να κάνουν τίποτα. Για μας ήτανε πληγή αυτό το πράγμα, να φέρουμε τα παιδιά μας εκεί. Και λέει ο άντρας μου: «Εγώ», λέει «αυτήν την κατάσταση δεν θέλω να τη δω στα παιδιά μου». Εγώ πολύ πόνεσα, γιατί θα γύριζα πάλι στη μιζέρια. Αλλά, δόξα τω Θεώ, τα ’φερε καλά, πολύ καλά. Πολύ καλά! Όχι πλούσια. Ίσως τα παιδιά μου να είναι δυσαρεστημένα. Ήρθαμε εδώ, ξαναρχίσαμε πάλι τους κάμπους. Ο άντρας μου πήρε το μυστρί, έγινε οικοδόμος, σοβατζής. Κι εγώ με τα κτηματάκια τα λίγα που είχαμε. Ήρθε ο καιρός να πάνε τα παιδιά μου στο γυμνάσιο, δεν είχα την αυτή να τα στερηθώ κι άλλη φορά. Έπρεπε κι εγώ να φύγω από ’δώ. Φύγαμε, πήγαμε στην Κόνιτσα. Τα πρώτα χρόνια, εντάξει, ήταν λίγο πιο δύσκολα. Τα παιδιά στο σχολείο, εγώ έπρεπε να ψάχνω να βρω δουλειά. Είχε ένα υποτυπώδες υφαντουργείο, πήγα κι εκεί, κάτι άλλες δουλίτσες, έτσι που ήτανε. Καλά ήτανε. Και ο άντρας μου το μυστρί δεν το άφησε όμως, δούλευε. Τότε δεν είχε ούτε ΙΚΑ ούτε τίποτε. Κι άμα ζήταγες στον άλλον μετέπειτα στην Κόνιτσα να σου δώσει μια δραχμή πάνω από το μεροκάματο για να βάλεις, σου έτρωγε και από αυτά που του ζήτησες, όχι να βάλεις και ΙΚΑ. Γι’ αυτό έχει μείνει χωρίς σύνταξη, χωρίς τίποτα. Μετέπειτα, ανοίξαμε ένα κατάστημα με ενδύματα στην Κόνιτσα, με τη βοήθεια ενός ανιψιού του άντρα μου που ήταν στην Αθήνα και είχε τις προσβάσεις αυτός εκεί. Το κράτησα είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Όλοι, ακόμη και ο δήμαρχος, ο μεγάλος ο Χατζηεφραιμίδης, έλεγε: «Μόλις ανοίξει η Αλβανία, θα δούμε άσπρες μέρες. Θα γίνει το τελωνείο, θα γίνει...». «Βρε», λέω, «αυτοί έρχονται εδώ και δεν έχουνε ψωμί να φάνε. Θα μας ανοίξουνε εμάς...». «Α, κυρα-Μαρία, τι είναι αυτά που λες; Θα γίνει εδώ πέρα παράδεισος!». Περιμέναμε τον παράδεισο, αλλά δεν τον είδαμε. Δεν τον είδαμε, ειλικρινά. Έφυγε η Έρη, η Γλυκερία, η σημερινή Έρη, να πάει στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσει μοντελίστ. Τα κατάφερε «εργάζοντας». Εγώ της έστελνα μη σου πω ούτε 5.000 τον μήνα, δεν μπορούσα, λιγότερα της έστελνα. Αλλά ήταν ικανή, δούλευε, τελείωσε τη σχολή της. Με το αποκορύφωμα, όταν ήταν να πάρει το πτυχίο της, τέλειο ήταν αυτό που έφτιαξε, πήρε τρία δεκάρια, 10-10-10, αλλά στο ύφασμα πήρε 5, γιατί δεν είχε χρήματα. Δεν ήθελε να μου ζητήσει, ήξερε ότι ήταν δύσκολο να μου ζητήσει να της δώσω 100 δραχμές παραπάνω να αγοράσει ένα καλύτερο ύφασμα. Ναι μεν το σχέδιο, ναι μεν η ιδέα, αλλά το ύφασμα ήταν φτωχικό, δεν ήταν αυτό που έπρεπε. Και εκεί έχει ένα μείον πάλι από σφάλμα δικό μας, δικό μου. Που δεν μου το είπε, μου το είπε μετά από χρόνια. Αφού έβλεπα ότι δεν πήγαινε καλά η δουλειά, από το '95 και ύστερα που «θα άνθιζε η Κόνιτσα», έσβηνε η Κόνιτσα! Το '95 πάντρεψα τον γιο μου, μετά γεννήθηκαν τα παιδιά του και, ξέρω ’γώ, όλα αυτά. Πήγα από δύο μήνες σε κάθε εγγόνι μου που γεννήθηκε στη Γερμανία. Άφηνα υπάλληλο με τον άντρα μου στο μαγαζί. Ευτυχώς ο ένας γεννήθηκε τον Φεβρουάριο και η άλλη τον Οκτώβριο που δεν είχαμε πολλή, πολλή δουλειά. Αρρωσταίνει ο άντρας μου το '99 –περίληψη λέω τώρα, ε, δεν νομίζω να–, έπρεπε κάθε είκοσι μέρες να κατεβαίνουμε στα Γιάννενα, να βρίσκουμε γιατρούς, να κλείνω το μαγαζί τέσσερις-πέντε μέρες που θα κάνει τη θεραπεία του κι όλα αυτά. Η Έρη πλήρωνε για τον γιο της κοπελιά που τον κοίταζε και έλεγε: «Ρε μάνα, βγάζεις τόσα λεφτά; Κλείσ’ το». Μια μέρα, τυχερή μου μέρα, αυτή την ημέρα έπρεπε να μην την ξεχάσω, να τη γιορτάσω. Έρχεται ο ιδιοκτήτης, μου λέει: «Αύξηση». Την προηγούμενη μέρα είχε έρθει η ασφάλειά μου, μου έκανε αύξηση. Λέω: «Δεν έχω να σου δώσω». «Και τι να κάνω;». «Βρες μου άνθρωπο να το δώσω, να φύγω, να πάω στα παιδιά μου». «Αύριο» μου λέει. Τον φέρνει... Εν τω μεταξύ, αυτόν τον είχα ειδοποιήσει εγώ: «Δώσε μου αυτά που χρωστάω, εφορία, το ένα το άλλο, και πάρ’ το μαγαζί να πληρώσεις τα λιγότερα». Του στοίχισε παραπάνω; Αυτό δεν μας νοιάζει. Πάω στο σπίτι λέω στον άντρα μου: «Το ’κλεισα το μαγαζί». Είχε και τον Δημητράκη μου εκεί, στο κοντέινερ μέναμε μετά τον σεισμό. «Τι», μου λέει, «πώς το ’κανες αυτό;». Λέω: «Το ’κλεισα. Δεν πήγαινε άλλο, άντρα μου. Δεν είπες θα ξαναπάς Θεσσαλονίκη;». Είχε καθίσει τρεις μήνες πιο πριν και μου είπε ότι «Και το παιδί μας υποφέρει και το εγγόνι μας υποφέρει, πρέπει κάτι να κάνουμε». «Κι εσύ», λέω, «θέλεις κάθε λίγο και λιγάκι τους γιατρούς». Οπότε τα μαζεύουμε, πάμε Θεσσαλονίκη. «Φύγαμε», μου είπε, «φύγαμε». Καθίσαμε δέκα ολόκληρα χρόνια. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Ήμασταν καλά. Αφού τελειώσαμε από ’κεί... Τελειώσαμε, δεν τελειώσαμε, απλά αρρώστησαν οι γονείς μου και ήρθαμε στην Μελισσόπετρα ξανά και αρχίσαμε πάλι τα ίδια. Απλά που δεν πήγα στον κάμπο πλέον, βάζω τον κηπάκο μου εδώ γύρω γύρω, είχα τους γονείς μου... Μετά πήρα τη σύνταξή μου και περιμένω τώρα πότε θα έρθουν τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, εν ολίγοις.

Χ.Ν.:

Γεννηθήκατε το '48.

Μ.Λ.:

Το '48, Οκτώβριος. 27 Οκτωβρίου το '48. Αλλά στην ταυτότητα είμαι έξι μήνες μικρότερη, ούτε έξι, πέντε μήνες, κάπου εκεί.

Χ.Ν.:

Μου λέγατε ότι ήταν το αντάρτικο τότε εδώ.

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Ν.:

Έτσι, οι πρώτες μνήμες με τους γονείς σας ποιες είναι που έχετε;

Μ.Λ.:

[00:10:00]Οι πρώτες μνήμες με τους γονείς μου εγώ δεν θυμάμαι στην Κόνιτσα, γιατί ήμουν πολύ μικρή. Όταν φύγαν οι γονείς μου, ήρθαν εδώ, οι θείοι μου φύγανε και πήγανε στον Άγιο Γεώργιο Ηγουμενίτσης, γιατί ήτανε Βορειοηπειρώτες. Ήταν από το Λεσκοβίκο της Αλβανίας η μάνα μου και ο θειός μου και η θειά μου. Είχανε μείνει με τον πόλεμο εδώ. Μένανε στο χωριό Πυρσόγιαννη, βγήκανε από κεί με τα πόδια, απ’ το χωριό. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου φύγανε πάλι στην Αλβανία, γιατί ο παππούς μου δούλευε ασβεσταριές και έπρεπε να πάει να παραδώσει υλικό για να πάρει χρήματα, να στείλει εδώ να τρώνε οι υπόλοιποι: ο αδερφός του με δύο παιδιά, η νύφη του, και τα τρία τα δικά του παιδιά. Πήρε τη μικρή τη θεία μου και ήταν στο αυτό. Κλείσαν οι δρόμοι. Ξεκίνησε η γυναίκα του αδερφού του παππού μου και η μάνα μου –γιατί η μάνα μου δεν κρατιόταν, ήτανε τότε 14 χρόνων– και ήθελε να φύγουνε, να πάνε μέσα. Γιατί η μάνα μου κράταγε τα λεφτά που είχε αφήσει ο παππούς μου, της λέει «Εσύ θα τα φυλάξεις, και όταν θα τα χρειαστώ εγώ, θα έρθω να τα πάρω». Εκείνη τα είχε και έπρεπε να τα πάει στον πατέρα της, αλλά δεν την αφήσανε. Την πιάσανε στα σύνορα και τους επιστρέψαν πάλι πίσω. Κι από τότε μείνανε μόνοι τους. Εν τω μεταξύ, μετά, άρχισε γι' αυτούς ένας γολγοθάς, γιατί οι δωσίλογοι, αυτοί που ήταν από εδώ με Αλβανία, ξέρω ’γώ, πώς τους λένε αυτούς τους μυστικούς πράκτορες, πηγαίνανε μέσα και δεν λέγανε τα δικά τους τα ονόματα. Χρησιμοποιούσαν το όνομα του θείου μου. «Ποιος είσαι εσύ;», «Ο Θανάσης ο Κυρίτσης».  Και ο παππούς μου έζησε στις φυλακές πολλά χρόνια. Έφυγε με σάπια πόδια. Του είχανε κόψει τα πόδια από το γόνατο και κάτω. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, δεν κράτησε πολύ, πέθανε το '72-'73. Κάπως που είχανε σαπίσει τα κόκαλα του και πέθανε από γάγγραινα προφανώς. Και η γιαγιά μου έμεινε μόνη της, την κυνηγούσαν όλοι τότε για να δείξουν στο Κόμμα ότι ποιοι είναι, και πέθανε σ’ ένα εκκλησάκι πηγαίνοντας στον ανιψιό. Την έδιωξε ο ανιψιός από φόβο, μία γριά γυναίκα, τέλος πάντων. Δεν πρόλαβε να επιστρέψει στο σπίτι της και πέθανε σ' ένα εκκλησάκι, που δεν αξιώθηκα να πάω. Είναι ψηλά στο βουνό και όλοι μου λένε: «Άσ’ το, μην πας, άσ’ το». Όταν πήγα εκεί έλεγα «Θέλω να πάω». Αυτά. Άλλο. 

Χ.Ν.:

Ύστερα εδώ, εσείς όταν ήσασταν μικρή, έτσι από το σχολείο, από τους γονείς σας όταν δούλευαν έχετε μνήμες;

Μ.Λ.:

Ε, οι μνήμες μου ήταν... Ίσως κρατήσαμε στο μυαλό πιο πολύ τα πανηγύρια που γινόταν. Ο κόσμος που μαζευόταν από τα γύρω χωριά, δηλαδή η χαρά μας ήταν αυτή. Δεν μπορώ να πω κάτι το πιο καλό. Κάτι πέρα από αυτό, δεν υπήρχε κάτι. Κανένας γάμος... Στο σχολείο σού είπα ότι φοβόμασταν να πάμε.

Χ.Ν.:

Είχατε έναν αυστηρό δάσκαλο.

Μ.Λ.:

Ναι, κι αυτός από τη Βόρειο Ήπειρο. Πολλά παιδιά ήμασταν, η φτώχεια μάς περίσσευε. Βέβαια η μάνα μου δεν μας άφηνε να καταλάβουμε τη φτώχεια. Και το σπίτι μας ήταν γεμάτο φαγητά και τα χέρια της, όλη νύχτα δεν κοιμόταν, θα μας έπλεκε, θα κένταγε τα ρούχα που της δίνανε. Στέλνανε δέματα απ’ την Αμερική και εκείνη μας τα έφτιαχνε ρούχα. Μπορώ να πω ότι και οι τρεις μας δεν βγαίναμε έξω όπως τα πιο πολλά υπόλοιπα του χωριού. Έξω ήμασταν οι αριστοκράτισσες. Στην Κόνιτσα πηγαίναμε με τα κεντησμένα μου, εγώ με την τσαντούλα μου την πλεκτή, με τα αυτά μου. Που έπρεπε να είχα ετοιμάσει δυο-τρεις φωτογραφίες να σου δείξω.

Χ.Ν.:

Είσαστε τρία κορίτσια, ε;

Μ.Λ.:

Τρεις. Ναι και δύο αγόρια τα έχει χάσει την ώρα που τα γένναγε. Από τον κάμπο ερχόταν να τα γεννήσει κουρασμένη, λιποθυμούσε... Στο τελευταίο τής έσπασε κι η μήτρα κι έζησε σαράντα μέρες στο νοσοκομείο. Πεθαίνει σήμερα κι όταν άνοιξε τα μάτια της λέει –κι αυτός από το Λεσκοβίκο– ο γιατρός «Πατριώτισσα, ποιος είχε τόση τύχη;». «Η Μαρία μου», λέει, «θα την άφηνα μάνα με δύο παιδιά χωρίς να είναι σε ηλικία». Ήμουν τότε 13 χρονών εγώ. «Η Μαρία μου», και ήθελε να με γνωρίσει. Μετά από κάμποσα χρόνια με πήγαν στα Γιάννενα και με γνώρισε. «Ξέρεις», μου λέει, «για σένα ζει η μάνα σου».

Χ.Ν.:

Είχατε καλή μαμά, ε;

Μ.Λ.:

Όχι μόνο για μας, για όλο το χωριό. Στους γάμους ήταν η μαγείρισσα, στα βαφτίσια η μαγείρισσα, στα πένθη όλου του χωριού. Νοσοκόμα ήταν για όλους, μέχρι που της έλεγε ο πατέρας μου «Θα σε κλείσουν στη φυλακή, γιατί θα πεθάνει κάνα παιδί ή κανένας θα πεθάνει από την ένεση που του 'κανες και θα σε κλείσουν στη φυλακή». Εγώ να τον φάω τον πατέρα μου. Και τώρα του λέω: «Τι έκανες, στα χέρια μου έπεσες πάλι». Όταν εγώ του έλεγα «Μη φέρεσαι στη μαμά έτσι!», φαπ. Γιατί ήταν πάντα μεθυσμένος, δεν ήτανε, τέλος πάντων. Αυτά. Κάτι άλλο.

Χ.Ν.:

Έτσι που μου είπατε για τα φορέματα και για τα πανηγύρια, υπάρχει κανένα περιστατικό που θυμάστε να φοράτε κάτι ωραίο και να πηγαίνετε στο πανηγύρι;

Μ.Λ.:

Ναι, πέρα από το πανηγύρι. Στην Κόνιτσα, η μαμά μου ήταν, η ξαδέρφη της που είχε μία κόρη λίγο μικρότερη από μένα. Εγώ πάντα ήμουν τροφαντή και μου είχε φτιάξει η μαμά μου ένα ωραίο, αυτό εδώ, κεντημένο με διάφορες μαργαρίτες, με ανεβατό και χρωματιστά και ξέρω ’γώ και λέει «Κοίταξε», λέει, «η θεία τι κάνει. Εσύ δεν μου έκανες κάτι τέτοιο!». «Πού να το βάλεις, μωρή κοκαλιάρα εσύ;» της λέει. Κι έρχεται η ξαδέρφη μου κι όπως με είχε κάψει ο ήλιος που καθόμασταν –ήταν των Αγίων Αποστόλων και καθόμασταν έξω μέχρι να τελειώσουν οι παπάδες και με είχε κάψει– και μου δίνει μία στην πλάτη «Γιατί να είσαι τόσο κόκκινη εσύ;». Κι όταν ανταμώνουμε λέω: «Με πονάνε, Κατερίνα μου, τα πόδια μου δεν μπορώ. Είμαι χοντρή και έχω βάρος». «Τι λες, καημένη μου, χαριτωμένη είσαι εσύ». Έτσι με έλεγε κι η μάνα μου. «Ρε μάνα, τι χαριτωμένη, αφού είμαι χοντρή, με πονάνε τα πόδια». Και ένα άλλο πάλι ωραίο φόρεμα, πάλι από το αυτό, από την Αμερική που είχε έρθει και μου το είχε φτιάξει η μάνα μου στο σώμα μου. Ε, αυτό εγώ το φύλαγα το φόραγα τις μεγάλες μέρες, δεν το φόραγα κάθε μέρα. Είχα παντρευτεί, είχα έρθει εδώ και η αδερφή μου το φόρεσε και πήγε να βγάλει το ψωμί από το φούρνο. «Τι λες», λέω, «το καλό μου το φόρεμα;». Φαπ ένα σκαμπίλι της δίνω της αδερφής μου. «Τα παλιά αποφόρια τα δικά σου», λέει, «τα φόραγα εγώ και μετά με χτύπησες;». «Εγώ», λέω, «αυτό το είχα ιερό, το είχα για καλό. Δεν μπορεί εσύ να το φοράς και να βγάζεις το ψωμί». Ακόμα και σήμερα, πρώτη μέρα που κάθισα με τα ρούχα μου εδώ. Κι όταν είχα το μαγαζί στην Κόνιτσα –πάω απ’ το ένα στο άλλο–, λέγανε οι ανταγωνίστριές μου, οι οποίες είχανε και αυτές μαγαζί «Τι κάνει αυτή, όλο με τα ίδια βγαίνει». Δεν με ρώταγαν εμένα, ότι εγώ δεν ήθελα να πάρω το ρούχο να το φορέσω, να το πάω στο καθαριστήριο και μετά να το πουλήσω. Αυτές το κάνανε. Εγώ δεν ήθελα να το κάνω αυτό το πράγμα και προτιμούσα να πηγαίνω με τα ίδια. Και στην κεντρική εκκλησία μετά με κάνανε με τα σχόλιά τους να φύγω και ευτυχώς είχε λεωφορείο από Κόνιτσα και πήγαινα στο μοναστήρι για να μην με βλέπουν ότι φόραγα τα ίδια τα ρούχα.

Χ.Ν.:

Δηλαδή ήταν συνήθεια να τα φοράνε μία φορά και μετά να τα δίνουν;

Μ.Λ.:

Αυτές που είχαν τα καταστήματα ναι. Και ο κόσμος τα έβλεπε, ας πούμε. Γιατί όταν θέλεις, λέει, να κρυφτείς, θα βγει το μυστικό. Το καρτελάκι που βάζουνε τα ονόματα στο καθαριστήριο, ορισμένες πελάτισσες τα βρίσκανε. Εγώ δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Ούτε καν εκείνα που λερωνόταν από τις μύγες και τα κραγιόν, που τα κάναν ορισμένες σκόπιμα, δεν τα πήγαινα στο καθαριστήριο. Τα είχα στις κούτες να φύγουνε, δεν τα πήγαινα να τα πουλήσω. Ή αν ήταν κάτι που ήτανε στις αδερφές μου ή σε μένα, τα έδινα εν γνώσει τους, ότι αυτό είναι γι’ αυτή τη δουλειά. Από αυτή τη δουλειά στο χαρίζω, δεν στο χαρίζω γιατί μου περίσσεψε το χρήμα.

Χ.Ν.:

Αυτά που λέγατε ότι έρχονταν από την Αμερική, πώς έρχονταν από την Αμερική;

Μ.Λ.:

Δέματα, τα έστελναν στις κοινότητες, στους δήμους και μας τα μοιράζανε. Τρόφιμα, ρούχα, αυτά. Δεν είχανε κάτι. Οικιακούς εξοπλισμούς, ήταν περιορισμένα αυτά, δεν είχαμε…

Χ.Ν.:

[00:20:00]Στην Οικοκυρική, στην Αρίστη, πότε πήγατε; Πόσων χρονών;

Μ.Λ.:

Ήμουνα 14. 13 ήταν που αρρώστησε η μαμά μου. 14. 13 ήταν στα χαρτιά, γιατί στην αρχή με είχαν ενάμιση χρόνο. Αλλά μετά τα κατάφερε ο άντρας μου που ήταν γραμματέας τα πρώτα χρόνια – αρρώστησε απ’ τα μάτια του και τα παράτησε. Και ήμουν, όταν πήγα, βάσει τα χαρτιά μου, 14 χρόνων. Πήγα εγώ με τα, πώς τα λένε, έτσι που ήταν εδώ, το τσάρλεστον το φόρεμα. Μου το είχε ράψει η τότε συννυφάδα. Είχαμε τότε ένα, πάλι ωραίο αυτό, «Το Σπίτι του Παιδιού» που βοηθούσε πάρα πολύ τα χωριά μας. Είχε γεωργοτεχνίτες, είχε ξυλουργούς, είχε κτίστες, είχε τσαγκάρη, είχε μοδίστρα, υφάντρα. Και βοηθούσε το χωριό, τις γυναίκες, να μαθαίνουν, να πάνε να κάνουν τους αργαλειούς τους κι όλα αυτά. Και η συννυφάδα μού είχε ράψει δύο ρουχαλάκια. Το ένα ήταν αγορασμένο, αυτό το τσάρλεστον που σου είπα, και το άλλο ήτανε από παλιό αμερικανικό φαρδύ, φαρδιά φούστα. Μου έκανε ένα κουστουμάκι, μπλουζίτσα με φούστα, και το τσάρλεστον το φόρεμα. Κι όταν πήγα εγώ, ήμουν η δασκάλα. Κι ήμουν και έτσι, η δασκάλα, όχι... «Τι θέλει αυτή η δασκάλα, ποιο πόστο θα πάρει;» λέγαν τα κορίτσια.

Χ.Ν.:

Σας άρεσε εκεί;

Μ.Λ.:

Είχα κάτι περισσότερο να κάνω. Ήταν βέβαια οι χειμώνες πάρα πολύ δύσκολοι, πάρα πολύ δύσκολοι. Ξεπαγώναμε το χιόνι για να κάνουμε τις ανάγκες, γιατί παγώνανε οι βρύσες. Τον Αύγουστο φεύγαμε, ερχόμασταν στα σπίτια μας, αλλά όλος ο άλλος ο καιρός ήταν καλός. Θα πηγαίναμε τις εκδρομές μας, και στην Κέρκυρα είχαμε πάει. Ναι, βέβαια, ήταν πλούσια τα πράγματα. Είχα καημό, όμως, όταν ήμουν στο δημοτικό, να πάω σε μία κατασκήνωση. Αλλά επειδή ήμουν έτσι χοντρούλα, δεν με παίρναν, δεν με στέλνανε στην κατασκήνωση. Έλα, Τάκη. Στέλναν τ’ άλλα τα παιδιά που δεν είχαν να φάνε, που υποτίθεται ήταν πιο φτωχά από εμάς. Γιατί σου είπα, η μαμά μου δεν ήθελε να δείξει ότι είμαστε φτωχοί.

Χ.Ν.:

Και πόσο καιρό μείνατε εκεί;

Μ.Λ.:

Πού, στην Οικοκυρική; Δύο χρόνια. Έφυγε η θεία μου για την Γερμανία και άφησε τα δύο της τα παιδιά εδώ. Έπρεπε, η μάνα μου, κάποιος να τα φροντίζει. Δύο τα δικά της και δύο εκείνα. Ήτανε όλα κάτω από 10 χρονών, κάποιος να τα φροντίζει στο σπίτι, και με έφερε. Συν όλα αυτά, μία αγελάδα είχε η μάνα μου, μία είχε ο θείος μου που έφυγε για την Γερμανία, έπρεπε να τα προσέχει κάποιος. Κι εγώ είχα αναλάβει κι αυτήν τη δουλειά. Άντε, να σου πω κι ένα ωραίο. Είχαμε μία αγελάδα εδώ στο σπίτι, θα σου δείξω πού είναι, ένα γουρούνι και δύο κατσίκες. Εγώ καίτοι ήμουνα δεκατεσσάρων χρόνων έπρεπε να αρμέξω την αγελάδα, να βράσω το γάλα, να κάνω όλες τις δουλειές, μέχρι και ψωμί στον φούρνο. Πέντε ψωμιά τέτοια, μια φορά τη βδομάδα. Πρώτη μέρα δεν έπιασα γάλα, δεύτερη μέρα δεν έπιασα γάλα, πάρε το χαστούκι. «Γιατί το χτύπησες το κορίτσι;». «Μωρέ, τι; Γάλα είναι αυτό που έφερε;». «Πήγαινε μόνος σου και κάνε τη δοκιμή». Ακούει η μάνα μου –δίπλα ήταν το κουζινάκι, το μαγειρειό που λέγαμε– ακούει «κλατς, κλατς, κλατς», τρέχει η καημένη τον γύρο όλο να πάει να δει τι γίνεται. Φωνάζει τον πατέρα μου «Έλα εδώ», του λέει, «χτύπησες το παιδί. Το γουρούνι πίνει το γάλα». Ανέβαινε αυτό, έτσι, στα πόδια της αγελάδας τα πίσω κι έπινε το γάλα. Και η μάνα μου, ο πατέρας μου έλεγαν «Δεν τρώει το γουρούνι. Αυτό χοντραίνει, γιατί δεν τρώει το γουρούνι;». «Εγώ, όμως, το ξύλο το 'φαγα!». «Ε, παιδί μου, πάρε εκείνο το σκόπι και δώσ' του μία!». Τολμούσες να του μιλήσεις; Τώρα του λέω: «Σου δίνω μία!». «Τώρα δώσε μου δέκα» λέει. 

Χ.Ν.:

Και φροντίζατε τις αδερφές σας όταν ήρθατε;

Μ.Λ.:

Ναι, τις αδερφές μου και τα ξαδέρφια μου. Δύο χρόνια τους είχα εδώ, μετά τους πήρανε στην Γερμανία.

Χ.Ν.:

Πήγανε πολλοί Ηπειρώτες στην Γερμανία τότε; Έφυγε πολύς κόσμος;

Μ.Λ.:

Πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί. Από εδώ είχε αδειάσει από τότε σχεδόν το χωριό.

Χ.Ν.:

Μετά μου είπατε στα 17 ο αρραβώνας;

Μ.Λ.:

Ναι!

Χ.Ν.:

Πώς ήρθε αυτό;

Μ.Λ.:

Δεν σου είπα! Από καπρίτσιο. Γιατί «Πρέπει να παντρευτείς. Έχουμε κι άλλες δύο. Τελείωσες τη σχολή σου, έμαθες την κοπτική σου, πήρες την κοπτική σου, τώρα πρέπει να παντρευτείς». «Εγώ», λέω, «δεν παντρεύομαι. Θα πάω στην Αμερική, στον θείο μου». «Α, δεν γίνεται, έχω άλλες δυο». Ο πατέρας μου έβαζε τη μάνα μου να μου τα λέει αυτά. Λέει «Κοίταξε να δεις, σε θέλει κι εκείνος, σε θέλει και εκείνος, σε θέλει κι ο Τάκη Λώτος. Αλλά άσ’ τον Τάκη Λώτο αυτός θα [Δ.Α.] λεφτά». Ήταν σε αριστοκρατικό πεδίο κι αυτός. Κι αυτός είχε μια μάνα αγία.

Χ.Ν.:

Ο κύριος Τάκης;

Μ.Λ.:

Ναι. Και λέει «Όχι, μωρέ παιδί μου». «Αυτόν θα πάρω». Ε, λέω «Δεν θα μου τον δώσουν και θα με αφήσουνε να μην παντρευτώ να φύγω, να πάω στην Αμερική». Το είχα καημό να πάω Αμερική, κατάλαβες; Παρακάτω.

Χ.Ν.:

Πότε πήγατε στην Γερμανία;

Μ.Λ.:

Στην Γερμανία φύγαμε… Φεβρουάριος του '70. 

Χ.Ν.:

Πώς πήρατε την απόφαση; Επειδή ήταν άλλοι εκεί; Σας προσκάλεσαν;

Μ.Λ.:

Ναι, μας προσκάλεσε ο πατέρας μου. Ήταν, όπως σου είπα, δύσκολες οι καταστάσεις. Πριν ήταν γραμματέας. Έπαιρνε πέντε από ’κεί, δούλευε κιόλας στις οικοδομές, ήμασταν καλούτσικα. Μετά αρρώστησε από τα μάτια του, σταμάτησε, μόνο με την οικοδομή δεν γινότανε. Και είπαμε να πάμε λίγα χρόνια, να βγάλουμε κάτι, να διορθώσουμε το σπίτι που είχαμε εδώ. Εγώ, βέβαια, μέσα μου έλεγα «Πώς οι άλλοι κάθονται; Θα καθίσουμε και εμείς εκεί». Το μυαλό μου. Όταν πήγαμε, ζούσαμε... Εμείς, για να πεις ότι… Πρώτον, βοήθησε ότι ένα μάρκο εδώ είχε πέντε δραχμές και η ζωή μας εκεί ήταν εργοστάσιο-σπίτι. Κοιτάζαμε πού θα ήταν το φθηνότερο σούπερ μάρκετ, ποια τρόφιμα είναι πιο οικονομικά για να μπορέσουμε να αφήσουμε μία δραχμή στην άκρη. Όταν πήγαμε εμείς και ο άντρας μου ήταν έτσι, να η φωτογραφία αυτή ήταν από τότε, και λέει στο εργοστάσιο «Καλά», λέει, «όλοι οι Έλληνες που ήρθανε φαίνονται ότι κακοπέρασαν. Αυτοί οι δύο γιατί ήρθανε;». Δεν φαίνονται να έχουν ανάγκη.

Χ.Ν.:

Σε τι εργοστάσιο ήσασταν;

Μ.Λ.:

Όταν πήγαμε, πήγαμε σε... Εκεί πιο πολύ ξυλεία είχανε, φτιάχνανε αυτές τις μεγάλες τις βιβλιοθήκες. Πολλά συρτάρια, πολλά αυτά. Τον άντρα μου τον είχανε βάλει σε μία εκεί που ψένανε, σε ένα φούρνο, και είχε πολύ, αυτή τη λακ που ρίχνανε και είχε έντονη μυρωδιά και του έτρεχε αίμα από τη μύτη, είχε ευαισθησία. Ε. τον τράβηξαν από εκεί. Εμένα με βάλαν με έναν εκεί πέρα, «ο πιο στριμμένος άνθρωπος της Γερμανίας», έτσι λέγαν οι Γερμανοί. Μαζί μου, όμως, ήταν πολύ καλός. Κι ένας άλλος τρίτος που δούλευε, ένας άλλος δεύτερος Γερμανός μου έλεγε «Δεν είναι καλός». Μελαχρινός τούτος εδώ «Γύφτο, κάτσε καλά», του έλεγα εγώ, «στη δουλειά σου εκεί εσύ». Αυτός έβαζε τα ξύλα μπροστά εγώ έπρεπε να κοιτάζω, αν θυμάσαι τα παλιά σίδερα, αν είχανε στο σπίτι σας που ήταν με το κάρβουνο, εκεί μέσα έπρεπε να βάλουμε μία ουσία, κόλλα, για να κολλάει στις πόρτες τα πλαϊνά εδώ. Και να περνάει στη μηχανή να τα κόβει και να πηγαίνει στο τέλος που ήταν ο άντρας μου να τα βάζει στη σειρά σχέδιο σχέδιο. Βέβαια, ένα σχέδιο έβγαζε 100-1.000 κομμάτια και μετά άρχιζε το δεύτερο σχέδιο. Για τις πόρτες που είχε τα μεγέθη που ήταν να κάνουνε.  Αυτή ήταν η δουλειά μου, να προσέχω να έχει κόλλα μέσα το... Αλλά εγώ πήγαινα και εκεί που σκάλωνε, έτρεχα και από την άλλη μεριά, αφού τούτο 'δω ήταν γεμάτο, προσπαθούσε να μην κάθομαι. «Όχι», μου έλεγε αυτός, «άσ’ τον να τρέχει εκείνος». Αυτός, όμως, ο άνθρωπος δεν είχε βρει σωστούς ανθρώπους. Όταν σε έβλεπε εσένα, έβλεπες εκεί ολόκληρο εδώ και πέρα, κι εκεί σκάλωνε κάπου ένα ξύλο, χτύπαγε το ένα πάνω στο άλλο, κι εσύ δεν πήγαινες να το διορθώσεις, έτρεχε αυτός, ήταν νευριασμένος, δεν ήταν; Εγώ, όμως, έκανα κι εκείνο, έκανα και τ’ άλλο και ήμασταν καλά. Πέρασε αυτός ο καιρός, πεθαίνουν[00:30:00] οι γονείς στους εννιά μήνες. Ο πεθερός μου είχε κάνει εγχείρηση στο στομάχι και τότε ξέρεις τι ήταν οι καταστάσεις. Πεθαίνει και η πεθερά μου, όταν εγώ ήμουνα άρρωστη στο σπίτι, γιατί με είχαν πονέσει τα πόδια. Περπατούσαμε 45 λεπτά να πάμε το πρωί, φεύγαμε 5:30 η ώρα από το σπίτι για να είμαστε 7:00 η ώρα στο εργοστάσιο να χτυπήσουμε κάρτα ότι φτάσαμε. Αν πηγαίναμε 7:02, χάναμε μία ώρα από τη δουλειά μας, δεν μας τη βάζανε. Και πηγαίναμε πάντα παρά πέντε. Με χιόνια, έκανε πολλά χιόνια. Παγωνιές, να γλιστράμε στους δρόμους. Ο άντρας μου είχε πάρει ένα ποδήλατο. Πήγε να με μάθει κι εμένα, δεν μπόρεσα να μάθω.

Χ.Ν.:

Σε ποιο μέρος ήσασταν;

Μ.Λ.:

Ήμασταν στο Γκύτερσλο, Μπίλεφελντ, πάνω, ψηλά. Δεν μπόρεσα να το μάθω. Το δίπλωμα το πήρα με την πρώτη για οδήγηση, η Έρη δεν το πήρε. Πήγαινε εκείνος με το ποδήλατο μπροστά κι εγώ με τον θείο μου πίσω και μία άλλη κυρία. Όχι, ήταν ανδρόγυνο εκείνοι. Και οι τέσσερίς μας πηγαίναμε με τα πόδια. Εκείνος περπάταγε, σταμάταγε στον δρόμο να μας περιμένει. Χιόνια, πέφταμε, γλιστρούσαμε, παγωνιές, τέλος πάντων. Έπρεπε να φύγουμε από αυτό το εργοστάσιο, γιατί πήγαμε με σύμβαση και μας έδιναν λιγότερα χρήματα. Στο άλλο εργοστάσιο, που δούλευε η αδερφή μου, δίναν περισσότερα, γιατί ήταν ημικρατικό, ήταν μισό μισό. Αυτό ήταν ιδιωτικό. Όταν πήγα να πάρω τα χαρτιά μου, έκλεισε ο χρόνος, έπρεπε να κλείσει ο χρόνος, το [Δ.Α.] που λένε αυτοί. Εμείς φύγαμε στην Ελλάδα χωρίς να πάρουμε άδεια, που λογικά θα μας είχαν διώξει. Αλλά επειδή ήμασταν καλοί στη δουλειά μας, δεν είπαν κουβέντα και μας κρατήσανε. Έλα που εμείς –όχι από αχαριστία, από ανάγκη το κάναμε– σε τρεις μήνες, α, το καντηλάκι μύρισε, σε τρεις μήνες πάνω έπρεπε να ζητήσουμε τα χαρτιά μας να φύγουμε.  Και ο ανιψιός του, που ήταν ο γενικός, και αυτός που επέμενε να μείνουμε, γιατί, ξέρεις, ο Γερμανός τους νόμους τους τηρεί στο ακέραιο. Και λέει «Όχι, εγώ τους θέλω και θα τους κρατήσω». Λέει «Καθίστε». Λέω: «Εγώ ήρθα στη Γερμανία λίγα χρόνια να δουλέψω, να βγάλω πέντε λεφτά, να κάνω τη δουλειά που θέλω στην Ελλάδα και να είμαι κοντά στα παιδιά μου. Τώρα τα παιδιά μου τ’ άφησα στην Ελλάδα κι εγώ είμαι εδώ. Δεν μ’ αρέσει αυτό το πράγμα». «Κι εκεί», λέει, «θα παίρνεις;». «Ναι» λέω. Του είπα «Τόσα, τόσα». «Δεν μπορώ», λέει, «να σου δώσω τόσα χρήματα». Εντάξει, έπαιρνα εγώ 300 ευρώ παραπάνω και 400-500 έπαιρνε ο Τάκης παραπάνω. Ήτανε ποσόν για μας, ας πούμε. Μας δώσαν τα χαρτιά, πήγαμε εκεί, ήταν πιο καλές συνθήκες δουλειάς. Δηλαδή πιο λαλές συνθήκες δουλειάς, ήταν λίγο πιο ξεκούραστη. Πιο κοντά το εργοστάσιο στο σπίτι μας. Ήμασταν λίγο πιο ξεκούραστοι. Είχε και ορισμένες ώρες που τα πρώτα χρόνια πήγαμε υπερωρίες, που λέμε. Δεν δουλεύαμε τα Σάββατα, αλλά αυτό το εργοστάσιο μας έβαζε μερικά Σάββατα, αν θέλαμε. Εμείς, αυτό ήτανε: να δουλεύουμε ώρες παραπάνω να παίρνουμε περισσότερα λεφτά, να έχουμε τα έξοδά μας εκεί που θέλαμε.

Χ.Ν.:

Και η σκέψη σας ήταν ότι μαζεύατε για να επιστρέψετε;

Μ.Λ.:

Για να επιστρέψουμε, ναι. Να επιστρέψουμε. Να πω το άλλο. Είδες καμιά φορά, σε βάζει ο διάολος, σε βάζει ο άγγελος, δεν ξέρω. Ήρθε ένα γράμμα από τη μάνα μου, που εγώ του πατέρα μου τα γράμματα δεν τα άνοιγα, αλλά εκείνο το γράμμα το άνοιξα. Και έγραφε ότι «Είμαι πάρα πολύ στεναχωρημένη, δεν ξέρω τι να κάνω. Μου έπεσε το παιδί από την αυλή», για τον γιο μου. Αυλή, 2,5 μέτρα. Και πίσω, λέει, έπεσε από την αυλή ένα ξύλο, ένα αυτό που είχανε για να κάνουνε αλεύρι. Βάζανε δύο πέτρες κι ένα ξύλο στη μέση και κάναν το αλεύρι παλιά. Δεν είχανε μύλους. «Κι έπεσε κι αυτό και καλά που δεν μου σκότωσε το παιδί. Αν μου σκότωνε το παιδί, εγώ θα είχα πάει στο ποτάμι». Έρχεται ο άντρας μου –είχε πάει μια βόλτα στο καφενείο, δεν ξέρω που είχε πάει, σε καφετέρια– λέω: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει». «Να φύγουμε, γυναίκα. Ψωμί και κρεμμύδι θα φάμε οι δυο μας, θα πάμε στην Ελλάδα να είμαστε κοντά στα παιδιά μας». Πραγματικά, σε τρεις μήνες τα μαζέψαμε και ήρθαμε. Με το που θα παίρναμε την άδεια τον Ιούλιο, μαζέψαμε και τα πράγματά μας και φύγαμε. Ήρθαμε εδώ. Στη Θεσσαλονίκη κατεβήκαμε με το τρένο και ήρθαμε εκεί πέρα με ένα φορτοταξί που είχαμε και τα πράγματά μας. Και βλέπουνε, «Ποιος είναι αυτός; Η μαμά μου σαν να είναι, σαν να είναι κι ο πατέλας μου», ο Νικόλας μου. Λέω: «Εκείνο το παιδί;». Τα άλλα τρία παιδιά που ήταν μαζί τα αναγνώρισα. «Εκείνο το παιδί με το χοντρό το κεφάλι ποιανού είναι, το μαύρο;». Δεν έβλεπα εκεί πέρα ενάμιση χρόνο μαύρα παιδιά, ήταν όλα ξανθά. Αυτό ήταν καμένο, ηλιοκαμένο. Με πιάνει ο άντρας μου από τις πλάτες και μου λέει: «Δεν ξαναφεύγουμε, γυναίκα, μάσ’ το μυαλό σου. Τα βλέπεις τα παιδιά μας; Δεν μας γνωρίζουνε». Και δεν ξαναφύγαμε. Επέμενε ο πατέρας μου, επέμενε η μάνα μου, δεν ξαναφύγαμε.

Χ.Ν.:

Πόσο χρονών ήταν όταν τα αφήσατε εδώ;

Μ.Λ.:

Ο Νίκος με την Έρη έχουνε τρία χρόνια παρά δύο μήνες. Και ήταν 19 μηνών ο Νίκος. «Άσ’ τον μικρό, έλα μαζί μας» της λέγανε τ’ άλλα παιδιά. «Α, η μαμά μου μού είπε να τον προσέχω. Η μαμά μου μού είπε να τον προσέχω», τον μικρούλη μας. 

Χ.Ν.:

Ήτανε δύσκολος ο αποχωρισμός. Εννοώ, και όσο ήσασταν εκεί, θα ήταν δύσκολο.

Μ.Λ.:

Την πρώτη φορά δεν το κατάλαβα, είχα τόσο αυτό που ήθελα να φύγω, γιατί είχα μια πολύ κακιά κουνιάδα. Πολύ κακιά κουνιάδα και ήθελα να φύγω. Την πρώτη φορά δεν κατάλαβα. Αλλά όταν πέθανε η πεθερά μου, κάτι μου έλειψε. Η μάνα μου κι η πεθερά μου ήταν σαν μάνα και κόρη. Και μαζί μου η πεθερά μου. Δεν έπαιρνε τα χάπια της κι εγώ τη μάλωνα, και πήγαινε τα 'λεγε στη μάνα μου. Όταν πήγαινε η πεθερά μου στη μάνα μου, εγώ έκανα δυο μέρες να πάω, γιατί ήξερα θα με μαλώσει. Κι όσο την είχα κι αυτήν εδώ, και πήγαινε στη μάνα μου, και ήξερα ότι εκεί έτρωγε, της έδινε φαγητό. Δεν μαγείρευε, αφού ήταν μόνη της.  Της έδινε το φαγητό η μαμά μου, έκανε παρέα με τα παιδιά. Όταν έφυγε εκείνη όμως τότε, δεν αισθανόμουνα σίγουρη. Όχι ότι μπορούσε η πεθερά μου να βοηθήσει, αλλά και μόνο έτσι με την παρέα, με την ιδέα που είχα, είχα μια μεγαλύτερη σιγουριά για τα παιδιά μου. Ήρθε και το αποκορύφωμα του γράμματος, δεν ήθελα μετά. Δεν ήθελα μετά. Και πιο πολύ πόνεσα όταν έφυγα τον Γενάρη, μετά που πέθανε η πεθερά μου, κι άφησα τα παιδιά μου εδώ. Την πρώτη φορά, σου είπα, έφυγα σχεδόν αγανακτισμένη. Ναι, δεν ήθελα να μείνω, ήθελα να φύγω. Δεν σκέφτηκα ότι το παιδί μου ήταν 19 μηνών. Και τ' άφηνα και σε καλά χέρια, δεν μπορούσα να πω. Η μάνα μου τα πρόσεχε καλύτερα από μένα.

Χ.Ν.:

Και ήταν κάτι τότε που έκαναν κι άλλοι άνθρωποι;

Μ.Λ.:

Πάρα πολλοί, πάρα πολλοί. Οι πιο πολλοί αφήναν τις γυναίκες με τα παιδιά και φεύγανε. Όπως είχε κάνει ο πατέρας μου, όπως είχε κάνει ο θείος μου κι άλλοι εδώ χωριανοί. Φεύγανε μόνοι τους.

Χ.Ν.:

Μου είπατε ότι εκεί όταν ήσασταν στη Γερμανία νιώθατε, μάλλον και οι δύο, ότι δεν θέλατε τα παιδιά να μεγαλώσουν εκεί;

Μ.Λ.:

Ναι, δεν θέλαμε.

Χ.Ν.:

Τι νιώθατε;

Μ.Λ.:

Δεν υπήρχε εκπαίδευση για τα Ελληνάκια. Για όλα τα ξένα, αλλά τα Τουρκάκια δεν μας ένοιαζε και τίποτε. Δεν υπήρχε. Μετά μετά άνοιξε ένα υποτυπώδη σχολείο, που λέγανε τα παιδιά ότι πάνε στο σχολείο, αλλά δεν πήγαιναν. Έβλεπες, περνάγαμε τακτικά από παιδικούς σταθμούς, και έβλεπες ορισμένα παιδάκια να κάθονται στις άκρες. Και ήταν η ξαδέρφη μου εκεί και τα ρωτούσε Γερμανικά και δεν απαντούσαν. Μιλούσαμε Ελληνικά και βλέπαμε ότι αυτά όλα τα παιδιά τα απομονωμένα στις παιδικές χαρές ήταν τα Ελληνάκια. Όταν τους μιλούσαμε Ελληνικά, αρπαζόντουσαν από τα κάγκελα να μας μιλήσουνε.  Η ξαδέρφη μου αυτή, που σου είπα προηγουμένως που τα είχα εγώ μικρά εδώ, είχε μεγαλώσει στην Γερμανία και ήξερε απταίστως τα Γερμανικά. Και σκοτώθηκε ένα χρόνο μετά που φύγαμε εμείς από κει, με το μηχανάκι. Πήγαινε στη δουλειά της και τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ήταν πολύ δύσκολα για τα παιδιά. Τώρα κι εσύ το βίωσες λίγο πολύ εδώ στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια. Κι όταν άκουγα αυτά τα παιδάκια που αριστεύαν εδώ, που έχουν έρθει από Αλβανία και αριστέψανε, και τους έδιναν την σημαία, κι οι μεγάλοι πατριώτες οι Έλληνες... Αλλά αφού αρίστευσε το παιδάκι. Για τον άλφα ή βήτα λόγο, δεν του έβαλε ο δάσκαλος ή ο καθηγητής τον βαθμό, τον πήρε μόνο του[00:40:00]. Αλλά εμείς, ο ρατσισμός μας, δεν μας αφήνει, όπου και να ’μαστε. Κι όποια χώρα και να είναι, τα ίδια βιώνεις.

Χ.Ν.:

Εκεί υπήρχανε περιστατικά ρατσισμού;

Μ.Λ.:

Όταν έβλεπες αυτό το παιδάκι και δεν έβλεπες κανέναν γύρω, να πιάνει τα κάγκελα και να κάθεται χωρίς να το προσεγγίζει κανένας, δεν ήταν ρατσισμός; Όταν έγινε η εγγονή μου 5 χρονών στην Γερμανία, πηγαίναμε, έπαιρνα, τον γνώρισες τον Δημήτρη της Έρης; 

Χ.Ν.:

Ναι.

Μ.Λ.:

Έτσι μπράβο. Έπαιρνα τον Δημητράκη κι εγώ και φεύγαμε, δύο μήνες. Από τη Θεσσαλονίκη με το αεροπλάνο και πηγαίναμε εκεί. Είχα μάθει πού είναι ο παιδικός σταθμός που πήγαινε η Μαρία μου και πήγαινα να την πάρω. Και έλεγα «Συγγνώμη, που είναι η Λώτου;». Ή Λώτος, που λένε αυτοί. «Α, πάνω σε κάνα δέντρο» μου λέγαν στα γερμανικά. «Ωρέ, μου λεν "Οben dem baum", τι είναι αυτό;». «Επάνω στο δέντρο, μαμά. Αφού σου λέω, δεν θα τη βρεις τη Μαρία ποτέ κάτω». Φώναζα ’γώ «Μαρία!». «Έρχομαι, γιαγιά, έρχομαι!». «Α, Μαρία, ξέρεις και ελληνικά; Τι γλώσσα είναι αυτή;». «Ελληνικά», έλεγε, «η γιαγιά μου είναι Ελληνίδα». 

Χ.Ν.:

Ήμασταν στην Γερμανία. Ήθελα να ρωτήσω, εκεί που μένατε έμεναν μόνο μετανάστες;

Μ.Λ.:

Στα πιο πολλά σπίτια. Και στο πρώτο σπίτι που μπήκαμε και στο δεύτερο ήταν όλο μετανάστες. Και το δεύτερο σπίτι ήμασταν όλοι Μελισσοπετρινοί, όλοι από ’δώ. Ήμασταν δύο οικογένειες από εδώ και μία ήταν κάπου από την Καλαμάτα, ξέρω ’γώ από πού ήτανε.

Χ.Ν.:

Θυμάστε το ταξίδι από την Ελλάδα για να πάτε, και πώς νιώθατε; Αν σας άρεσε; Τι σκεφτόσασταν;

Μ.Λ.:

Σου είπα, είχαν παγώσει τα πάντα μέσα μου. Δηλαδή, το κατάλαβα όταν γύρισα, που ήρθα για τη μαμά του που πέθανε, την πεθερά μου δηλαδή. Και όταν ξανάφυγα, τότε κατάλαβα, λέω: «Πώς εγώ δεν πόνεσα;» Όταν πήγα, έκλαιγα σε όλο τον δρόμο. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με το τρένο. Σε όλο τον δρόμο έκλαιγα, έλεγα να πηδήξω να γυρίσω πάλι στο χωριό, για τα παιδιά μου. Αλλά την πρώτη φορά δεν ξέρω γιατί, σου είπα ότι ξέρω γιατί, αλλά το κατάλαβα πολύ μετά. Φύγαμε από ’δώ να πάμε, με την αγωνία να περάσουμε τους γιατρούς στην Αθήνα, αν μας αφήνουν, αν μας κάνουν. Εκεί ήταν ο αδερφός του μαζί με της κουνιάδας μου τον γιο, μας βοηθήσανε. Ήταν μια ευχάριστη, γιατί ήταν πολλοί συγγενείς που μας δεχτήκανε και μας φιλοξενήσανε, δεν καταλάβαμε να δυσανασχετήσουμε, να ψάχνουμε κάτι και να μην το βρίσκουμε. Περάσαμε τους γιατρούς αισίως. Φύγαμε από ’κεί, πήγαμε στην Πάτρα. Το μόνο που θυμάμαι στην Πάτρα, ότι καθίσαμε έξω από το λιμάνι και ήπιαμε από ένα ούζο. Το μόνο που θυμάμαι. Πώς μπήκαμε στο καράβι, πώς φτάσαμε μετά μέχρι την Κέρκυρα; Ήταν βράδυ μάλλον και μ’ έβαλε και κοιμήθηκα. Και λέω: «Μόλις φτάσουμε στην Κέρκυρα, θέλω να τη δω». «Περάσαμε» μου λέει μετά. Ήρθε στο κουπέ που μέναμε, λέω: «Τι έγινε, φτάσαμε στην Κέρκυρα;». «Όχι, την περάσαμε», μού λέει, «είχε μια τρικυμία. Εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού. Να δεις τι γίνεται έξω, μη βγεις καθόλου ακόμα. Δεν σταμάτησε κανένας όρθιος, ο διάδρομος είναι...» μου λέει.  Μετά βγήκαμε, χαζέψαμε εκεί πέρα, δεν πολυθυμάμαι από την άλλη διαδρομή. Φτάσαμε στο Μόναχο, φωνάζουνε στα ελληνικά ότι «Όλοι όσοι είναι για εργάτες, να κατέβουν». Λέω στον άντρα μου: «Να κατέβουμε, αφού φωνάζουν». Αυτός είχε γνωρίσει κάτι Γερμανούς μες στο τρένο, κουτσά στραβά. Ήξερα κι εγώ, έλεγα «Ο άντρας μου τι γερμανικά ξέρει!». Ρώτησε, έδωσε τη διεύθυνση και του λένε «Θα σε πάμε εμείς. Κι εμείς θα πάμε λίγο πιο πάνω. Μην κατεβαίνετε. Όχι, λέει, δεν κατεβαίνετε εδώ». Όχι, κατεβήκαμε στο Μόναχο. Μετά το Μόναχο θα κατεβαίναμε και στην Κολωνία για να μας μετρήσουν, για να μας δώσουν κάτι πρόχειρο να φάμε. Στην Κολωνία δεν κατεβήκαμε και μας ψάχνανε. Φύγαμε εμείς, ενώ όλοι πήγανε με το επόμενο τρένο, εμείς πήγαμε πιο πριν. Μόλις φτάσαμε, κανένας. «Μα τι κάνουνε, δεν ήρθε ένας να μας υποδεχτεί εδώ;». Κατεβαίνει κάτω, φωνάζει έναν ταξιτζή, του δίνει την αυτή. «Παναγία μου», εγώ να κάνω τον σταυρό μου. Είχα και τη βαλίτσα στο χέρι, ένα σάκο που είχαμε. «Τούτος ξέρει τα Γερμανικά. Καλά θα περάσουμε» λέω. Να συνεννοηθεί στο τρένο, να συνεννοηθεί με και με τον ταξιτζή. Μας πήγε στο σπίτι.  Οι δικοί μου ετοιμαζόντουσαν να έρθουν στον σταθμό να μας πάρουν, γιατί εκεί πάντα, μισή ώρα, μία ώρα κάναμε καθυστέρηση. Εμείς του δίναμε 50 ευρώ, όχι 50 μάρκα, έτσι μας δώσαν από ’δώ, αυτός ήθελε μόνο 5. Ε, τώρα το 50 με το 5, τα μπέρδευες. Εγώ ακόμα και σήμερα. Κατεβαίνει η ξαδέρφη μου, του δίνει 5 μάρκα. Φεύγει ο ταξιτζής. Φεύγει η ξαδέρφη μου με το μηχανάκι να πάει να βρει τον θείο μου για να του πει να ειδοποιήσει το εργοστάσιο. Ο θείος μου είχε πάει με την κοπελιά από το εργοστάσιο και είπε «Δεν είναι κανείς». Είχαν δώσει σήμα, είχαν πάρει τηλέφωνο, δεν ξέρω τι έγινε, ότι «Τους χάσαμε τους δικούς σας». Και λέει η ξαδέρφη μου «Είναι εδώ οι δικοί μας. Κοιμούνται κιόλας! Έχουν μια ώρα που ήρθανε». Δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε, ούτε κινητά ούτε τίποτε. Αυτό το εργοστάσιο είχε μόνο Κρητικούς και Ηπειρώτες, γιατί το αφεντικό αυτό υπηρετούσε στα SS και στην Κρήτη τραυματίστηκε, τότε με τη Μάχη της Κρήτης, και τον έκρυψε μέσα σε μια σπηλιά, ξέρεις τι είναι η σπηλιά, μέσα στον βράχο, ένας Ηπειρώτης. Και το εργοστάσιό του, άμα άκουγε Ηπειρώτη ή Κρητικό, τους Κρητικούς τους έβγαζε το καπέλο γιατί ήταν ήρωες κι ο Ηπειρώτης γιατί τον έσωσε.

Χ.Ν.:

Φοβερό.

Μ.Λ.:

Ναι. Έναν είχε, έναν Θεσσαλό έτσι από σπόντα. Και τον πείραζα, ήταν λίγο κωμικός, «Εσύ από σπόντα ήρθες εδώ, εμείς Ηπειρώτες είμαστε». Κατάλαβες; Αυτά.

Χ.Ν.:

Όταν γυρίσατε εδώ, τι βρήκατε; Τι ήταν το πρώτο που θυμάστε; Όταν αποφασίσατε και γυρίσατε. Μου είπατε για τα παιδιά στην αρχή.

Μ.Λ.:

Τα παιδιά, έτσι, τα παιδιά. Μετά ήταν το θέμα της επιβίωσης, ήταν η δικτατορία εδώ πέρα. Αρχίσανε οι εκλογές για τον βασιλιά. Είχε κόσμο όμως τότε, δεν ήταν ερημιά σαν τώρα. Είχε κόσμο. Είχες να κάνεις κάτι. Ο άντρας μου πήρε πάλι το μυστρί και το φραγκόφτυαρο, που λέμε, για τη λάσπη, εγώ εδώ, στο σπίτι, με τα παιδιά. Είχα έρθει 85 κιλά, έγινα 90, γιατί όλη μέρα καθόμουν. Με καφέδες, με τούτα, με 'κείνα, λέω: «Δεν γίνεται, κάτι πρέπει να κάνω. Να πάρω ένα γάιδαρο να έχουμε εδώ στο χωριό να κάνω τις δουλειές. Να πάω για ξύλα». «Σιγά, που θα πας για ξύλα, να σπάσεις κάνα ποδάρι!». Δεν ήξερα απ' αυτά, δεν είχα βγει στον κάμπο, κι από 'δω από 'κει. Κρυφά, ένας παππούς εκεί... Πάω σε έναν εδώ που είχε το καφενείο. Λέω «Μπαρμπα-Τάκη, θέλω δέκα χιλιάδες δραχμές», ερχόταν οι γύφτοι τότε και πουλούσανε. «Ε, τι λες, δεν έχω εγώ λεφτά!». Σ’ αυτόν πηγαίναμε και τα αφήναμε, τέλος πάντων. Πάω στον άλλον, «Μπαρμπα-Γιώτη, θέλω λεφτά, γιατί ο Τάκης δεν μου δίνει λεφτά για να πάρω γομάρι». «Θες, μωρέ παιδί μου, θες να δουλέψεις;». «Ε, κάτι να κάνω κι εγώ. Τι να κάνω, καφέδες με τη νύφη σου να πίνω, όλο το χωριό;». «Θα σου δώσω εγώ» μου λέει. Μετά τον έκανα και συμπέθερο, η μικρή μου η αδερφή πήρε τον γιο του. Όντως τον πήρα τον γάιδαρο, καλά ό,τι ζώο μπαίνει σ’ αυτό το σπίτι γίνεται άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση, μέχρι και κορόμηλο τον έκανε ο άντρας μου να φάει. Έκανα και τα χωραφάκια μου, και τον κήπο μου, και τα ξύλα μου. Πήγαινα. Έφευγα πρωί πρωί μαζί με τη γειτόνισσα εδώ πέρα, πηγαίναμε, φέρναμε ένα φορτίο με τα γαϊδούρια. Στην αρχή με βοηθούσε κι αυτή, δεν μπορούσα να τα κάνω όλα. Μετά εντάξει. Ερχόμασταν, 8:00 η ώρα ήμασταν ξανά εδώ για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο. Είχε σηκωθεί η Έρη με τον αδερφό της, είχαν στρώσει και τα κρεβατάκια τους μέσα στο δωμάτιο, για να είναι έτοιμα να πάνε στο σχολείο.

Χ.Ν.:

Πηγαίνατε πολύ νωρίς δηλαδή το πρωί;

Μ.Λ.:

Ναι, ναι, πολύ νωρίς, γιατί τέτοιο καιρό έχει ζέστη πολλή. Ναι, πριν κλείσουν τα σχολεία. Αρχίζαμε απ' τον Απρίλιο και πηγαίναμε, και μετά τον Σεπτέμβριο, που πηγαίναν τα παιδιά σχολείο. Όλο το καλοκαίρι ήμασταν στους κάμπους. Ο άντρας μου πήγαινε από χωριό σε χωριό και δούλευε οικοδομές. Έκανε και βδομάδα να ρθεί στο σπίτι. Έφευγε την Κυριακή το βράδυ για να είναι τη Δευτέρα έτοιμος[00:50:00]. Ή πολλές φορές σηκωνόντουσαν πρωί τη Δευτέρα, τέσσερα-πέντε  άτομα που ήταν από ’δώ, με τα πόδια να πάνε, τρεις ώρες, τέσσερις ώρες δρόμο, στο άλλο χωριό για να δουλέψουν οικοδομές.

Χ.Ν.:

Εδώ όταν γυρίσατε κι είχε δικτατορία, η δικτατορία σήμαινε κάτι για σας;

Μ.Λ.:

Όχι, όχι. Για μας ήτανε, μπορώ να σου πω, κάτι το ευχάριστο. Μας έπαιρναν κάθε δεκαπέντε, μας πηγαίνανε στα Γιάννενα, πηγαίναμε στη θάλασσα, με τα λεωφορεία, πληρωμένα όλα, βλέπαμε τους δρόμους να φτιάχνουνε. Γιατί το χωριό μας δεν είχε δρόμο. Όταν πήγα εγώ να γεννήσω την Έρη στην Κόνιτσα, δεν ξέρω αν πέρασες από ’κεί, πήγες απ’ την Κόνιτσα;

Χ.Ν.:

Όχι.

Μ.Λ.:

Όταν πήγα να τη γεννήσω, πήγα με πόνους από ’δώ μέχρι το Μπουραζάνι. Δεν ήταν ο δρόμος αυτός, περνάγαμε από το ποτάμι, και ήταν Νοέμβριος μήνας και μπήκαν τα πόδια μου μέσα στο νερό. Και πήγα με βρεγμένα πόδια στο νοσοκομείο. Δεν είχε κάτι. «Να σε πάω με το ζώο φοβάμαι», λέει η μαμά μου. Είχε ένα ζώο, μια φοράδα μεγάλη, ξέρεις τι είναι η φοράδα, και θα με πήγαινε με αυτό, αλλά φοβότανε, μήπως κάπου φοβηθεί το ζώο ή εγώ δεν καθίσω καλά πάνω και πάθει τίποτα το μωρό, γιατί αυτή ήταν καμένη από τα δικά της που λιποθυμούσε και τα έχανε, και πήγαμε με τα πόδια. Σταμάτα εδώ, σταμάτα εκεί, πήγαμε με τα πόδια.

Χ.Ν.:

Τη θυμάστε τη διαδρομή αυτή;

Μ.Λ.:

Ε, ναι, πώς. Αυτή; Αυτή τη διαδρομή δε θυμάμαι; Βέβαια. Περιμέναμε εκεί να έρθει το λεωφορείο, να πάμε ντούκου-ντούκου με ένα λεωφορείο. Μαζεύονταν και 50 άτομα σε ένα 32αρι. Έπαιρνε 32 καθιστούς, δεν έπαιρνε; Και τα παλιά τα λεωφορεία. Έλα στα πανηγύρια όμως, δεν στο είπα πιο πριν, που πηγαίναμε μ’ ένα φορτηγό! Κι αυτός ήταν πάντα μεθυσμένος! Ανεβαίναμε πάνω στην καρότσα όλοι.

Χ.Ν.:

Πηγαίνατε σε πανηγύρια και σε άλλα χωριά;

Μ.Λ.:

Και σ’ άλλα χωριά. Και τ’ άλλα χωριά ερχόταν εδώ.

Χ.Ν.:

Ποιο είναι εδώ το πιο γνωστό, ας πούμε, πανηγύρι;

Μ.Λ.:

Ο Δεκαπενταύγουστος. Πηγαίναμε το βράδυ απ’ το ποτάμι στο μοναστήρι, που τότε δεν ήταν ακόμα, παλιά ήταν αλλά, για ένα διάστημα δεν ήταν μοναστήρι, και πηγαίναμε όλη τη νύχτα, τις 14. Οι παπάδες διάβαζαν κι εμείς γλεντούσαμε, ψέναμε έξω, και τη Σαρακοστή, εμείς γλεντούσαμε, ψέναμε. Από 'κει φεύγαμε 3:00 η ώρα τη νύχτα για να ρθεί η μαμά εδώ να κάνει την πίτα, να κάνει το ψητό, να πάμε στην Αετόπετρα, στο άλλο χωριό. Με τα πόδια, με τα γαϊδούρια, ό,τι ζώο διέθετε ο καθένας, να πάμε στο άλλο πανηγύρι. Αυτή ήταν η διασκέδασή μας. Ούτε τηλεοράσεις είχαμε ούτε τίποτα. Αλλά ήταν καλά.

Χ.Ν.:

Η πίτα και το ψητό ήταν κάτι συγκεκριμένο τότε που κάνατε; Θέλω να πω…

Μ.Λ.:

Η τυρόπιτα, η τυρόπιτα. Σπάνια, δηλαδή, κάποιος θα έκανε χορτόπιτα. Ή κάποιος άμα δεν είχε κρέας, θα έβαζε κοτόπουλο, γιατί ήταν δικό τους, κουνέλι. Γιατί εκεί έπαιρνες και φιλοξενούμενους που ’ρχότανε, ο χωροφύλακας, ποιοι θα ’ρχόταν άλλοι, ξένοι, έπρεπε ο πάπας να τους μοιράσει. Κάτω καθόμασταν, στρώναμε κάτω, καθόμασταν. Πού ήταν οι καλύτερες νοικοκυρές, πήγαινε κι ένας ξένος.

Χ.Ν.:

Και μάλλον οι παπάδες ήταν... 

Μ.Λ.:

Ντόπιοι.

Χ.Ν.:

Και γι’ αυτούς ήταν κανονικό το ότι γλεντούσατε;

Μ.Λ.:

Όχι, το μοναστήρι ήταν κλειστό, δεν ακουγόταν μέσα. Και τότε ήταν, γιατί άφηναν χρήματα στην εκκλησία. Όλοι αυτοί που θα μπαίνανε, θα ανάβαν ένα κεράκι, ήταν ένα έσοδο για τον παπά. Γιατί ο παπάς αυτός ήταν, ναι μεν κρατικός έγινε μετά υπάλληλος, αλλά δεν έπαυε να παίρνει κι από αυτά τα ποσοστά του. Μετά ο Σεβαστιανός τα απαγόρευσε αυτά και λέει «14 είναι η μεγαλύτερη νηστεία του Χριστιανισμού και πρέπει να την τιμήσουμε». Σταμάτησε τα πανηγύρια γι’ αυτό και σιγά σιγά έκλεισε αυτός ο χώρος σαν πανηγύρι, έγινε ένας λατρευτικός χώρος. Μετά το '74 άρχισε να γίνεται έτσι και έχει μείνει μόνο η Αετόπετρα. Εμείς είχαμε τις 26 Ιουλίου, μεγάλο πανηγύρι σ’ εμάς, που σταμάτησε τώρα πριν έξι-εφτά χρόνια. Κάπου κόρωσε ο κόσμος, φύγανε αυτοί που αγωνιζόντουσαν, οι νέοι, τα παιδιά τους δεν ακολούθησαν. Και σταμάτησε, έσβησε κι αυτό. Εδώ που άφησες το αυτοκίνητο, εκεί στα Πλατάνια, εκεί γινόταν το μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής.

Χ.Ν.:

Τώρα τον Ιούλιο.

Μ.Λ.:

Τον Ιούλιο, 26 Ιουλίου.

Χ.Ν.:

Εδώ που είστε και κοντά πάλι στα σύνορα, έτσι, έχετε, γενικότερα έχει το χωριό σχέση με τους Αλβανούς; Είχατε ποτέ προβλήματα;

Μ.Λ.:

Καλά, προβλήματα τον πρώτο καιρό είχαμε.

Χ.Ν.:

Το '90.

Μ.Λ.:

Ναι, ναι. Μετά από ’κεί, όχι. Μετά από ’κεί, όχι. Μετά είχε μείνει ο φόβος. Δηλαδή παλιά έφευγες βιαστικά, μπορεί να έφευγες βιαστικά και να άφηνες και την πόρτα ανοιχτή, και να ’βρισκες και τα σκυλιά μέσα. Μετά διπλοκλειδώναμε.

Χ.Ν.:

Είχε εδώ περιστατικά;

Μ.Λ.:

Ναι, είχε, είχε. Και πιο πολύ ο φόβος. Δεν είχε, τρία περιστατικά ήταν τα βαρβάτα, και δύο, πέντε, που έγιναν μετά μετά, μετά μετά.

Χ.Ν.:

Εδώ στο χωριό;

Μ.Λ.:

Ναι, ναι. Μπήκαν μες στο σπίτι, σ’ ένα σπίτι εκεί πάνω. Μπήκανε, βγάλαν τα ρούχα έξω για να κοιμηθούν, βελέντζες, πράγματα, για να κοιμηθούν έξω, να κοιτάζουν μήπως έρθει η αστυνομία, μήπως αυτό. Πήγαν μετά, τα βρήκαν τα ρούχα έξω, βελέντζες... Στο άλλο σπίτι κατεβήκαν, είχε μακαρόνια μέσα, τα μαγείρεψαν, αφήσαν και την κουζίνα ανοιχτή. Και όπως έτυχε να πάει εκεί ο γείτονας, κοιτάει «Μπαμ!», άνοιξε η πόρτα. Γιατί άνοιξε η πόρτα; Φύσαγε ένα αεράκι εκείνη την ώρα κι άνοιξε η πόρτα που δεν την είχαν κλειδώσει. Την ανοίξαν μεν, σπάσανε το πίσω παράθυρο, ανοίξαν την πόρτα από μέσα και μετά την αφήσανε έτσι. Και καλά αυτό, διαφορετικά θα έπαιρνε φωτιά το σπίτι από την ηλεκτρική κουζίνα που την άφησαν ανοιχτή. Και σ’ ένα σπίτι πήγανε μέσα, μαγειρέψανε, κάτω, στο τέρμα, δε φαίνεται τίποτα. Ακόμα σήμερα, ήταν πάπας αυτός, τα παιδιά του φοβούνται να μείνουν το βράδυ μέσα. Είναι κι απομονωμένο εκεί πέρα… Φάγανε, ήπιανε, φύγανε.

Χ.Ν.:

Άρα αυτά που έχουν ανοίξει τα έχουν ανοίξει για να μείνουν, ε;

Μ.Λ.:

Ναι, για να μένουν και φεύγανε.

Χ.Ν.:

Δεν είχατε κλοπές.

Μ.Λ.:

Όχι, πέρα από τα δύο σπίτια που ανοίξανε, που υπάρχει μία υποψία ότι κάποιος δικός τους έψαχνε κάτι, το πριόνι που κόβουνε ξύλα, τότε ήταν δυσεύρετα και ακριβά, και μία καραμπίνα. Και ίσως αυτός τους έφερε για να ψάξουν. Για να μη φαίνεται αυτός, να φαίνονται οι Αλβανοί. Έτσι φημολογήθηκε μετέπειτα. Και δεν είχαμε, όχι, δεν είχαμε κάτι. Είχαμε μπάρα εδώ έξω να μην πάνε κι έρχονται ανεξέλεγκτα, γιατί γινόταν και λαθρεμπόρια και τέτοια. Δεν είχε ανοίξει καλά καλά ο δρόμος από κάτω, περνούσανε μέσα από το χωριό τα πρώτα χρόνια. Μετά άνοιξε το τελωνείο, άνοιξε ο δρόμος από κάτω, τι να πρωτόκλειναν;

Χ.Ν.:

Πριν το '90 υπήρχανε σχέσεις με κανέναν τρόπο;

Μ.Λ.:

Όχι, όχι. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Δεν τολμούσες. Εμείς βγαίναμε στον δρόμο, που πηγαίναμε στο άλλο χωριό, στην Καλόβρυση. Πηγαίναμε, φωνάζαμε, γιατί σκάβανε ή βγάζανε τα αυλάκια απέναντί, τους φωνάζαμε, τους μιλούσαμε, αλλά δεν μιλούσανε. Κανένας δεν γύριζε. Δεν σήκωναν το κεφάλι απ΄ τη δουλειά τους. Και τους έλεγε η καημένη η μάνα μου «Μην τους φωνάζετε μωρέ, βάσανά τους βάζετε. Μην τους μιλάτε».

Χ.Ν.:

Θα φοβόντουσαν, ε;

Μ.Λ.:

Ναι, φοβόντουσαν. Αφού ήταν τρία άτομα, ένας φαντάρος, τρία άτομα, ένας φαντάρος που δουλεύαν. Τα σύνορα είναι από ’δώ ως εκεί πέρα, στον καναπέ. Το ποτάμι στη μέση και οι δρόμοι από ’δώ κι από ’κεί. Για ένα διάστημα τον είχαν κλείσει αυτό τον δρόμο που πήγαινε στο Λεσκοβίκο, το έχεις ακουστά το Λεσκοβίκο, πήγαιναν από ’κεί πίσω, τώρα τώρα τελευταία τον άνοιξαν πάλι. Θα έχει έξι-εφτά χρόνια, παραπάνω. Είναι τρία ο κορονοϊός, θα έχει δέκα χρόνια ο δρόμος αυτός. Πήγαμε πολλές φορές. Τώρα με τον κορονοϊό δεν πήγαμε. Έχω δεύτερη ξαδέρφη, τα άλλα έχουν φύγει, έχουν πάει στην Αγγλία οι πιο πολλοί.

Χ.Ν.:

Για την επιχείρηση στην Κόνιτσα δεν είπαμε. Πώς αποφασίσατε εκεί να ανοίξετε το μαγαζί;

Μ.Λ.:

Ο ανιψιός του άντρα μου. Αυτός ήταν υπάλληλος στον ΟΤΕ, αλλά παράλληλα έκανε και αυτή τη δουλειά σε καταστήματα, δειγμάτιζε ρούχα, για να έχει έξτρα μεροκάματο. Και λέει στην Κόνιτσα ένα μαγαζί υπήρχε τότε με ενδύματα, είχε κόσμο όμως, και λέει «Θα το κάνουμε;». Τότε ήταν ένας Γιαννιώτης που είχε έρθει στην Κόνιτσα και είχε φύγει η προηγούμενη η υπάλληλος. Άνοιξε το μαγαζί κοντά, δίπλα στο σπίτι της. Και λέει «Είσαι;». Λέω εγώ «Δεν έχω να χάσω τίποτα». Είχαμε αυτά τα χρήματα που είχαμε από τη Γερμανία, σαν κεφάλαιο. «Θα φτάσουν όμως αυτά;». Είχαμε σκοπό να αγοράσουμε ένα οικόπεδο και σιγά σιγά να χτίσει το σπίτι στην Κόνιτσα. Καλά που δεν το πήραμε. «Τι θα χάσουμε» λέω. «Εντάξει, δεν πήγαμε στη Γερμανία, τα φάγαμε».  Πήγα εγώ εκεί πέρα δύο χρόνια υπάλληλος, έμαθα τη [01:00:00]δουλειά, γνωρίστηκα και με τον κόσμο... Και μετά ήρθαν, δέκα χρόνια ήτανε ρολόι. Ειδικά, ας πούμε, τα πρώτα χρόνια ήμασταν βασιλιάδες, που λέει. Κι ο κόσμος ψώνιζε και από το '82 τον Φεβρουάριο, 4 Φεβρουαρίου που το άνοιξα, μέχρι το '95 ήμασταν καλά. Από το '90 κι ύστερα άρχισε μία φθορά. Μετά, μετά, μετά άρχισε η μεγάλη κρίση. Δηλαδή έφτασα το '98 να μην μπορώ να πληρώσω το ενοίκιο και την ασφάλεια. Άρχισε ο Τάκης να μην δουλεύει γιατί πονούσε, γιατί είχε προβλήματα με την υγεία του. Είχαμε προβλήματα σοβαρά. Και ήμασταν και συντηρητικοί, δεν είχαμε ούτε μεγάλη ζωή ούτε άλλη οικονομική άνεση. Ό,τι είχε το μεροκάματό του κι εγώ αυτά κούτσα κούτσα που έβγαζα από εκεί. Δηλαδή άμα δεν ήταν ο ανιψιός μας δεν θα επιχειρούσαμε, θα δούλευα όπου έβρισκα.

Χ.Ν.:

Ναι, αλλά και εσείς που είχατε το παρελθόν με την κοπτική…

Μ.Λ.:

Ναι, ναι, αυτό με βοήθησε πολύ. Αυτό με βοήθησε πολύ, γιατί ό,τι διορθώσεις ήθελε ο κόσμος δεν του έλεγα «Πάνε πλήρωσε στο καθαριστήριο» ή «Πάνε πλήρωσε στον ράφτη». Τα ’φτιαχνα εγώ δωρεάν. 

Χ.Ν.:

Και σας άρεσε μάλλον κιόλας, που ασχολούσασταν με τα ρούχα.

Μ.Λ.:

Ναι, ναι, ναι μου άρεσε, μου άρεσε πολύ, πολύ. Το ήθελα. Βέβαια πιο πολύ ήθελα την κομμωτική αλλά αφού δεν τη σπούδασα;

Χ.Ν.:

Αυτό πώς σας είχε γεννηθεί, το όνειρο της κομμωτικής; Θέλατε να πάτε εκεί.

Μ.Λ.:

Όπως είναι εκεί τα μαλλιά μου, πάντα τα είχα πλούσια και μεγάλα. Μπορώ να πω ότι πιο πολύ χρόνο, και στην εφηβική μου ηλικία κι αυτά, αφιέρωνα στο μαλλί μου. Την κούκλα μου πάντα την είχα με διαφορετικό χτένισμα, δεν την είχα ποτέ με το ίδιο. Δηλαδή το ήθελα αυτό, το είχα μέσα μου, δεν ξέρω γιατί.

Χ.Ν.:

Και το ζητήσατε να πάτε και δεν σας άφησαν.

Μ.Λ.:

Δεν με άφησε ο πατέρας μου.

Χ.Ν.:

Τι είπε;

Μ.Λ.:

Επειδή αυτός που είχε το πρώτο κομμωτήριο ήταν άντρας, στην Κόνιτσα, δεν υπήρχε γυναίκα. Η μοδίστρα ήταν γυναίκα όμως.

Χ.Ν.:

Εκεί με τα μαγαζιά, με τα ρούχα λέγατε, όλες οι κυρίες που τα είχατε, ήτανε κάπως, έπρεπε να οι καλοντυμένες αυτές που είχαν τα μαγαζιά;

Μ.Λ.:

Ναι, ναι, ναι, βέβαια. Περνούσαν τα λεωφορεία κι εγώ χάζευα, με κάποια κουβέντιαζα στην πόρτα εκεί. «Α, εδώ είναι μία χοντρή, ωραία ντυμένη! Θα έχει και για εμάς!». «Σταύρο, στείλε κάνα όμορφο για μένα. Αυτό κι αυτό είδα σήμερα». Είχαμε και τα παιδικά στην αρχή, αλλά μετά τα καταργήσαμε τα παιδικά. Και είχαμε από 15 έως 95 χρόνων, είχε πολλή γκάμα. Δεν μπορώ να πω, έζησα καλά και ακόμα σήμερα με εκτιμούν και με σέβονται όταν θα με δούνε. Μου βγάζουν το καπέλο, που λέει, αλλά εγώ πέρασα δύσκολα όμως. Πολύ δύσκολα.

Χ.Ν.:

Είχε και σημασία που ήσασταν γυναίκα ή όχι τόσο;

Μ.Λ.:

Ναι, που ήμουν γυναίκα του χωριού. Όπως και τα παιδιά μου ένιωσαν ρατσισμό, ότι ήταν παιδιά του οικοδόμου από χωριό, και τα δύο. Καλά, η Έρη ήταν δυνατή, δεν είχε πρόβλημα, δεν κώλωνε πουθενά. Αλλά ο Νικόλας μου υπέφερε, ήταν και πιο μικρός. Δηλαδή τον ρατσισμό δεν τον έζησε από τους συμμαθητές, από τους δασκάλους! Επειδή ήταν το παιδί του οικοδόμου, έπρεπε να κάνει όλες τις δουλειές του σχολείου. Να μην κάνει το παιδί του γιατρού, ν’ ανάψει τη σόμπα. Να την ανάψεις εσύ, ρε κύριε, που πληρώνεσαι, τη σόμπα!

Χ.Ν.:

Στην Κόνιτσα;

Μ.Λ.:

Στην Κόνιτσα. Και του είχε φέρει ένα σίδερο, το σίδερο αυτό που καθαρίζεις, στην πλάτη και δεν μου είπε το παιδί μου ότι «Έχω την πλάτη μου μαύρη». Απλά έλεγε «Μαμά, μη στεναχωριέσαι. Πλύθηκα με την Έρη εγώ», με την Κία, την Κία την έλεγε, όχι Έρη. «Με έπλυνε η Κία εμένα». «Τι λες μωρέ; Κάτσε κάτω να σε πλύνω». «Όχι, με έπλυνε η Κία εμένα», για να μη δω τη μαυρίλα και τον ρωτήσω «γιατί». «Και με αυτό», του λέω, «τι θα γινότανε;». «Ε, θα μου έλεγες ότι εγώ έφταιξα και θα μου έκοβες και κανένα χαστούκι κι εσύ». Το είχα εύκολο κι εγώ σαν τον πατέρα μου.  Και όταν ήρθε ο άλλος ο δάσκαλος: «Καλά ρε, Μαρία, εσύ είσαι δυναμική γυναίκα. Διαφορετικά σε ξέρω εγώ. Να μην κάνεις φασαρία;». «Γιατί, Τάκη;» Μου λέει, έτσι και έτσι. Φωνάζω το παιδί μου, είχε το σημάδι ακόμα «Καλά, Νικόλα, δεν είπες στη μαμά τι έγινε;». «Όχι, κύριε, γιατί θα μου έλεγε ότι εγώ φταίω. Ότι εγώ έφταιγα». «Α», μου λέει, «εσύ τους έχεις όλους γαλουχημένους χειρότερα από τη μάνα σου». Η μάνα μου μην κάνει και βγαίναμε έξω στην πόρτα γιατί ήμασταν λερωμένοι εδώ με τη σοκολάτα που είχαμε φάει. Έπρεπε να ήμασταν στην τρίχα. Έτσι ήθελα κι εγώ από τα παιδιά μου, και τα παιδιά μου τώρα από τα παιδιά τους. Αυτά. 

Χ.Ν.:

Υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να πούμε και δεν είπαμε;

Μ.Λ.:

Τον πρόλογο που σου έκανα εσύ τον κράτησες και μου τα... Δεν έχουμε κάτι που πρέπει παραπάνω ή κάτι που ξέχασα.

Χ.Ν.:

Εδώ το χωριό έχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία; Η Μελισσόπετρα.

Μ.Λ.:

Η Μελισσόπετρα, σαν πρώτη εκκλησία είχε πάνω στο βουνό. Πέρα από Μελισσόπετρα, αρχίζουμε από αυτό, που πήρε το όνομα της γιατί εδώ πάνω έχει βράχια και ήταν παλιά μελίσσια και μάζευε ο κόσμος από εδώ την τροφή του, το μέλι, για να τρώει. Δεν είχε στα σπίτια τα μελίσσια ούτε αγόραζε, υπήρχε να αγοράσει μέλι. Είχανε κι ένα άλλο από τους Τούρκους. Δεν είχανε τις εκκλησίες, τα βακούφια που τα λένε οι Τούρκοι, κοντά στον χώρο που μένανε. Και ήτανε, μισή ώρα είναι μέχρι την Αγία Παρασκευή, μισή ώρα με τα πόδια πάνω στο βουνό, εκκλησία, νεκροταφείο, τα πάντα εκεί. Επί Τουρκοκρατίας, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, έπρεπε να, ένας λέει «Δεν γίνεται να πηγαίνουμε εκεί με χιόνια, με βροχές. Θα κάνουμε στο χωριό». Και φτιάξανε τον Άγιο Γεώργιο.  Το μάθανε οι Τούρκοι και τον πήραν τον κλείσανε στα μπουντρούμια, στις φυλακές. Εν τω μεταξύ ο πατέρας της Χάμπως, ο Αλή Πασά –έχεις ακούσει για τον Αλή Πασά;– ο πατέρας της μάνας του, της γυναίκας του, όχι της μάνας του, είχε αδυναμία στα ψάρια. Και το ποτάμι μας είχε πάρα πολλά – κι ο πατέρας μου την έκανε αυτή τη δουλειά, χορταίναμε ψάρια. Κι όταν ήρθε «Ω, ρε, λέει, και θέλω να κάνω ψάρι». «Εμ», του λένε οι άλλοι εκεί, «τον Λιάκο τον έχεις στη φυλακή. Ποιος θα μας φέρει ψάρια, αγά μου;». «Αφήστε τον», λέει, «να πάει». «Άμα τον αφήσουμε, θα πάει». Τον αφήσανε και πήγε και βρήκε μια μεγάλη πέστροφα –ξέρεις τι είναι η πέστροφα η ποταμίσια– και του την πήγε. Του λέει: «Τι χάρη θέλεις, ωρέ, να σου κάνω; Αλλά κάθε βδομάδα, όταν έχει κακοκαιρία, θολοσιά, θέλω να μου φέρεις τα ψάρια». «Ένα ταψί θα σου φέρνω εγώ, αγά μου», «Κάν’ το. Εγώ γιατί σε έχω μέσα;» του λέει, ξέχασε. Λέει αυτό και αυτό. «Ωρέ, κάν' το, αλλά μη λέτε τι κάνετε εσείς, μη δίνετε…», δεν θυμάμαι πώς τα λέγαν στα τούρκικα. «Φτιάξ’ το σιγά σιγά και να μη μαθαίνουν οι δικοί μου κι έρχονται και μου λένε τι κάνουν στο Γκουρμπλέτς», το λέγανε από τα αρβανίτικα. Στην πέτρα το μελίσσι: gurë, bletë, έτσι το λέγαν το χωριό μας παλιά, τότε με τους Τούρκους. Τώρα τούρκικο, αρβανίτικο είναι, θα σε γελάσω, δεν ξέρω. Αυτή είναι η ιστορία εν ολίγοις. Πιο πολλοί ήτανε γεωργοί και κτηνοτρόφοι, αυτή ήταν η ζωή τους. Γι' αυτό και πολλοί από εκείνα τα χρόνια φεύγανε. Πολλά σπίτια που ήρθαν και τα πήραν. Αυτό εδώ το σπίτι ήταν της πεθεράς μου, γιατί ο πεθερός μου ήταν από ένα χωριό της Αλβανίας, Πόντο Μπεράτι λεγόταν, πιο κάτω από το Λεσκοβίκο, από εδώ, κοντά στα σύνορα. Το τελωνείο από εδώ είναι ένα τέταρτο με τα πόδια, για να πας στο τελωνείο να περάσεις απέναντι, στην Αλβανία. Είμαστε κοντά, πολύ κοντά. Αυτά, τίποτε άλλο.

Χ.Ν.:

Σας ευχαριστώ πολύ.

Μ.Λ.:

Να είσαι καλά. Άμα θυμηθείς και κάτι άλλο, γιατί εγώ ζαλίστηκα.

Χ.Ν.:

Ναι, σας ζάλισα λίγο.

Μ.Λ.:

Όχι εσύ, οι αναμνήσεις ζαλίζουν. Πολλές φορές θέλουμε να τις σβήσουμε. Γιατί όταν λένε «Τι καλά που ζούσαμε εκείνα τα χρόνια!». Δεν μπορώ εγώ να το πω πάντα. Πέρα από τις χαρές που είχαμε, συγκεκριμένα πράγματα, δεν ήταν καλά η ζωή μας. Έτσι με την άνεση και την πολυτέλεια που έχουμε σήμερα, δεν υπήρχε. Έβαζες τον τενεκέ να πλύνεις τα ρούχα και έριχνες μέσα στάχτη, να κατακαθίσει. Όσο να κατακαθίσει αυτό, κρύωνε το νερό να πλύνεις τα ρούχα.