© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μια Σαγιαδινή μιλά για το κάψιμο της Σαγιάδας, τον Εμφύλιο, τη ζωή στην Κέρκυρα και την επιστροφή στη Σαγιάδα

Κωδικός Ιστορίας
10885
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αρετή Τσάμη (Α.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/05/2021
Ερευνητής/τρια
ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ; (Γ.Α.)
Γ.Α.:

[00:00:00]Καλημέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;

Α.Τ.:

Ονομάζομαι Αρετή Τσάμη, γένος Γκόγκου.

Γ.Α.:

Είναι Πέμπτη 13 Μαϊου 2021. Είμαι με την Αρετή Τσάμη στο σπίτι της στην Ηγουμενίτσα. Ονομάζομαι Αποστόλου Γιαννούλα. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς; Πότε γεννηθήκατε, πού;

Α.Τ.:

Εγώ γεννήθηκα στο χωριό Σαγιάδα, στην παλιά Σαγιάδα τις 20/01 το ΄38.

Γ.Α.:

Θέλετε να μου πείτε λίγο τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια, πώς ήτανε;

Α.Τ.:

Τα παιδικά μου χρόνια ήμουν μικρή και ήταν χρόνια του πολέμου που λέμε. Άρχισε με τους Γερμανούς, με τους Ιταλούς. Η ζωή μας ήταν όλο περιπέτεια. Οι γονείς μας είναι ήρωες που μας μεγάλωσαν εκείνη την εποχή. Μάλιστα.

Γ.Α.:

Εσείς θυμάστε τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο; Θυμάστε κάποια πράγματα;

Α.Τ.:

Ολίγα πράγματα, λίγα γιατί ήμουν σε μικρή ηλικία. Θυμάμαι τις μετακινήσεις που κάναν οι γονείς μας για να κρυφτούνε στις σπηλιές, τις λεγόμενες γράβες με την παλιά ονομασία. Πώς να σας πω; Αυτά σαν οπτασία, όχι σαν να τα θυμηθώ γεγονότα γερά. Μείνανε στη μνήμη μου οπτασίες, παιδικές, μικρές αναμνήσεις αλλά σκληρές βέβαια. Αλλά ήταν οι γονείς, δεν ξέρω για ποιο λόγο, τους είχε δώσει ο θεός δύναμη, μας φερόταν πολύ καλά λες και δεν υπήρχε πόλεμος. Κάηκε η Σαγιάδα το '44, αν θυμάμαι καλά; Ή '46 κάπου εκεί. Δεν μπορώ ακριβώς την ημερομηνία. Και μείναμε στο δρόμο. Να καούν τα σπίτια που πέρασαν και τα έκαψαν οι Γερμανοί, χωρίς να έχουνε ρούχα με τα ολίγα αυτά που είχανε φυλάξει στις σπηλιές και μας προσέχαν να βρούνε τροφή από τα καταστήματα που είχανε μείνει. Να πηγαίνουνε με τα ζώα σε άλλο χωριό με τα πόδια, να περπατάνε. Αμέτρητες ώρες, 2-3 ώρες. Γιατί η συγκοινωνία εκεί ήταν πολύ δύσκολη εκείνη την εποχή απ' ό,τι θυμάμαι εγώ. Αλλά με το δικό τους τρόπο, λίγο από τα ζώα που ήταν εκεί, από την κατσίκα, από το αρνάκι και το κρεατάκι μας δεν θα μας έλειπε. Βέβαια τη φτώχεια, ύστερα αρχίσανε και δώσανε βοηθήματα από άλλα κράτη. Τώρα της Αμερικής ήταν; Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα. Κάτι τροφές οι οποίες ήτανε σε, πώς να στο εξηγήσω; Ξηρές τροφές, δηλαδή σε κονσέρβα, σε ξηρά τροφή το γάλα ήταν σε σκόνη, το αυγό ήταν σε σκόνη. Βοήθησαν και αυτά βέβαια την ηλικία τη μικρή τη δική μας, αλλά περισσότερο βοήθησαν οι γονείς οι οποίοι τους κράτησε με τέτοιο θάρρος η ζωή, που αυτή την εποχή εγώ φοβάμαι αν θα μπορούσαμε να κρατηθούμε εμείς τα παιδιά μας. Ήρωες δηλαδή. Τους πρώτους ήρωες της εποχής εκείνης εγώ θα βάλω τους γονείς. Όχι ότι είναι υπέρ των γονέων, δεν είμαι φανατικιά, γιατί κάνουμε και εμείς λάθη. Ουδείς αναμάρτητος. Όλοι κάνουμε λάθη αλλά οι γονείς ήταν πολύ ώριμοι, πολύ θαρραλέοι. Βρισκόντουσαν παράδειγμα τα παιδιά τους στον εμφύλιο πόλεμο, που μας πήρανε, να σου μιλήσω για τον εμφύλιο που έγινε το '48; Μάλλον '48 πρέπει να ήτανε. 48 νομίζω. Κατεβήκαμε νύχτα, γιατί σκότωνε ο αδερφός τον αδερφό στα βουνά. Γινότανε χαμός. Πιάσανε ήταν ένα ελαιοτριβείο, που δούλευε γιατί ήταν χειμώνας και μπήκανε μέσα και πήρανε τα παλικάρια του χωριού που δουλεύανε εκεί. Θρήνος! Να φωνάζουν στο δρόμο ένας για να ακούει ο άλλος, γιατί δεν υπήρχε φωτισμός. Με το κερί κατεβήκαμε από το επάνω χωριό, το οποίο απέχει πολύ με το τωρινό με την σημερινή Σαγιάδα που έγινε στο λιμάνι, και να κατεβαίνουμε τα λεγόμενα μπουλούκια. Δηλαδή ομάδες ομάδες, γονείς με τα παιδιά και εμένα με έχει πώς να σου πω φορτωμένη, ζαλωμένη που λέγαμε εκείνη την εποχή, η αδερφή μου με λίγα πραγματάκια η μεγαλύτερη και η μάνα μου τα άλλα παιδιά για να κατεβούμε στο λιμάνι να μπούμε. Θα δεις τη φωτογραφία στο βιβλίο πώς μας είχαν στοιβάξει σε ένα καΐκι, το λεγόμενο «Ζαΐρα» το έλεγαν το θυμήθηκα μετά αυτό δεν το ήξερε εκείνη την εποχή. Γιατί αυτό το καΐκι έγινε μετά που πηγαινοερχόμασταν Σαγιάδα Κέρκυρα στο νέο λιμάνι. Ήταν η εξυπηρέτηση δια μέσω Σαγιάδος- Κερκύρας. Πολύ ωραίο, μικρό καϊκάκι καθαρό. Και όταν μέναμε στο χωριό που έγινε το καινούργιο, τώρα σου λέω αναμνήσεις διαφορετικές ταυτόχρονα με τις παλιές, φεύγοντας για Κέρκυρα θα σου πω πώς ζήσαμε αλλά και μετά πώς έγινε στο καινούργιο λιμάνι η Σαγιάδα. Στην Κέρκυρα που πήγαμε πρόσφυγες ήταν μου θυμίζει τους πρόσφυγες που έρχονται εδώ στα καΐκια και βγαίνουνε στην παραλία. Δηλαδή εμείς βγήκαμε με καλύτερες συνθήκες, γιατί ήταν μικρό το χωριό, λίγα τα άτομα. Είχαμε κι εκεί τις, πώς να σου πω μας καλοδέχτηκαν μεν, αλλά υπήρχαν και άτομα που λέγανε: «Α ήρθανε οι κατσαπλιάδες, οι πρόσφυγες». Δεν μας είχαν. Ήταν εν μέρει το λίγο, το πολύ ήταν καλοδεχούμενοι. Η Κέρκυρα ήταν φτωχομάνα, μας δέχτηκε πολύ καλά. Εκεί πήγα σχολείο, μεγαλώσαμε. Οι γονείς μας βρήκανε δουλειά. Όσοι ήθελα να βρούνε βέβαια, άλλοι πήγανε στα χωριά εργαστήκανε εκεί. Η δικιά μου οικογένεια έμεινε στην πόλη και τον ευχαριστώ τον πατέρα μου και τη μάνα μου γι' αυτό, γιατί ζήσαμε πολύ καλύτερα εκεί, αλλά και οι υπόλοιποι καλά ζήσανε. Οι γονείς δηλαδή της εποχής εκείνης ήταν δημιουργικοί γονείς και αφιερωμένοι στα παιδιά τους. Και τώρα είναι, δεν τους αδικώ καθόλου και η εποχή αυτή και η εποχή η δικιά μου. Η κάθε εποχή με τα δικά της. Τις δυσκολίες της και τις ευκολίες της. Εκεί πήγα δημοτικό, τελείωσα το δημοτικό σχολείο, περάσαμε τις τάξεις γιατί ήμουν 10 χρόνων δεν με βάλαν αμέσως τετάρτη δημοτικού. Πού έμεινα; Περάσαμε το σχολείο δεν σου είπα; Και τα παιδιά τα οποία πήγαμε στο δημοτικό εκεί ήμασταν σε μεγάλη ηλικία μας έβαλαν με τρεις μήνες, στην πόλη που ήμουνα εγώ δεν ξέρω στα χωριά τι έγινε, τρεις μήνες στην μια τάξη δίναμε διαγωνισμούς πηγαίναμε στην επόμενη. Οπότε μέσα σε ένα χρόνο πέρασα δύο τάξεις, μετά πήγα τετάρτη δημοτικού με πέμπτη εκεί, τελείωσα το δημοτικό. Τώρα θες να σου πω και σε ποιες περιοχές μείναμε στην Κέρκυρα; Αν θέλεις.

Γ.Α.:

Θέλω να μου πείτε λίγο, επειδή αναφέρατε για το κάψιμο της Σαγιάδας. Εσείς ήσασταν 6 χρόνων. Έχετε εικόνες το θυμάστε;

Α.Τ.:

Έχω εικόνες το κάψιμο, τις φωνές αυτά και την πυρκαγιά όχι τόσο πολύ όσο έχω με το πέρασμα των Ιταλών που πέρασαν ή οι Γερμανοί ήταν αυτοί που φώναζαν; Οι Γερμανοί πρέπει να ήταν. Που κρυβόμασταν στις σπηλιές, που κρύβανε τους άντρες που θέλαν να τους πάρουν. Τώρα ιταλικός που ήταν τότε, ο Ιταλός ήταν που έπαιρνε που μάθαινε το μάζεμα. Γι αυτό σου λέω ότι βρίσκοντας μία μεγαλύτερη ακόμα, γιατί εγώ έφυγα σε άλλα μέρη δεν έμεινα στο χωριό θα σου πει πιο θετικά ντοκουμέντα για αυτό το θέμα. Σημείωσέ το και ρώτησέ τους.

Γ.Α.:

Και όταν ξεκινάει ο Εμφύλιος πόλεμος εσείς βρίσκεστε στη Σαγιάδα-

Α.Τ.:

Στην Κέρκυρα.

Γ.Α.:

Η οποία είναι ψηλά και σας μεταφέρουν στην Κέρκυρα.

Α.Τ.:

Μεταφέρανε, ο περισσότερος πληθυσμός μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, σχεδόν όλος. Αλλά μετά από χρόνια, το '50 έγινε η Σαγιάδα; Χτίστηκε καινούργια στο λιμάνι.

Γ.Α.:

Εσάς πώς σαν το λένε ότι φεύγουμε τώρα από τη Σαγιάδα και πάμε αλλού; Ήσασταν 10 χρονών.

Α.Τ.:

Τα παιδιά τι να μας έλεγαν; 'Ητανε νύχτα. Μας αρπάξανε στην αγκαλιά τους, δεν σου είπα ότι με φορτώθηκε ζαλίκι η αδερφή μου με λίγα πραγματάκια και η μάνα μου τα άλλα παιδιά; Νύχτα κατεβήκαμε κάτω. Και στο ελαιοτριβείο που δουλεύανε -στο είπα- τα παιδιά τα αρπάξανε οι αντάρτες οι λεγόμενοι. Πάλι εμφύλιος πόλεμος, ο ένας έπαιρνε το παιδί του αλλουνού του αδερφού του το παιδί παράδειγμα. Δύσκολα πράγματα. Εγώ θυμάμαι ότι ένα στενό δρομάκι νύχτα, που δεν έβλεπες μπροστά σου να κατεβαίνεις και να βρεθείς στο λιμάνι να μπούμε σε μία βάρκα, η οποία μας περίμενε εκεί και μας πήγε απέναντι. Τώρα περισσότερες δεν έχω και τη μάνα μου να φωνάζει γιατί είχε χάσει το ένα της παιδί δεν ήξερε πού είναι. Αλλά ήταν τον βρήκαμε μετά στη διαδρομή ας πούμε. Δύσκολα πολύ δύσκολα πράγματα. Δηλαδή αυτές οι αναμνήσεις προσπαθούσε το μυαλό μου να τις σβήσει. Αλλά δεν σβήνονται. Ήτανε δύσκολες εποχές. Τώρα ποια εποχή άλλη ήταν στην Σαγιάδα; Με το κάψιμο, με την προσφυγιά.

Γ.Α.:

Και φτάνετε στην Κέρκυρα με το καΐκι και πού μένετε;

Α.Τ.:

Καταρχήν, μόλις φτάσαμε Κέρκυρα ήταν η [00:10:00]θεία μου εκεί, η γυναίκα του αδερφού της μάνας μου, η οποία ήταν χήρα με πέντε παιδιά και είχε φύγει νωρίτερα στην Κέρκυρα. Της τον είχανε πάρει οι Γερμανοί και τον είχανε κάψει στη φυλακή, που τον είχανε τον άντρα της σε κάποιο χωριό της Αλβανίας και πήγε και τον γνώρισε από το δαχτυλίδι που βρήκε το δάχτυλο. Μη την συζητάτε τη δυσκολία. Και αυτή ευτυχώς ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα, πήρε τα πέντε της παιδιά μπήκε στο καΐκι και έφυγε, γιατί ερχόταν το καΐκι στο λιμάνι. Η Σαγιάδα ήταν λιμάνι και ας ήταν στο χωριό επάνω. Ήταν εμπορικό λιμάνι. Και έφυγε Κέρκυρα γιατί είπε «Εκεί είναι φτωχομάνα θα εργαστώ ράφτρα» πήγε στο βασιλικό παλάτι που ήτανε τότε Βασιλεία, κυριαρχούσε στην Κέρκυρα ήτανε το παλάτι αυτό έτσι ονομαζόταν τον καιρό της Βασιλείας. Εκεί ήταν η Πρόνοια η λεγόμενη. Αυτή μπήκε σαν ράφτρα εκεί, συμμάζεψε τα παιδιά της και τα έβαλε στο σχολείο. Αυτή η θεία μας βοήθησε πολύ. Μας πήρε όλα τα αδέρφια του άντρας που ήταν η μητέρα μου και τα άλλα τα τρία αδέρφια, όλες τις οικογένειες σε μία μεγάλο δωμάτιο όλοι κοιμόμασταν στρωματσάδα. Αυτοί με την Πρόνοια μας έδωσε τα πρώτα φαγητά και μετά, ούτε και μήνες σε λίγες μέρες ο καθένας από τους από τα αδέρφια, δηλαδή ο πατέρας, ο γαμπρός και η μάνα μου και τα αδέρφια του ανδρός της. Ο ένας ήτανε ράφτης πήγε και αυτός να δουλέψει εκεί, βρήκαμε σπιτάκια γιατί ήταν φθηνά τότε νοικιάσαμε ο καθένας. Δηλαδή πάνω σε λίγους μήνες. Αυτή μας βοήθησε. Κανονικά εκεί χρωστάμε όλη μας την, σε αυτή τη θεία, που έχω τα παιδιά της εδώ φωτογραφία που σου τα έδειξα. Βρήκαμε τα δωματιάκια ο καθένας από λίγα δωμάτια. Ένα δωμάτιο, ο άλλος το άλλο κάπου δηλαδή σε φτωχικά μέρη. Φθηνά δε και φτωχικά και ζήσαμε αλλά σιγά-σιγά πάνω στο χρόνο βρήκαμε το ρυθμό της ζωής, οι γονείς μας εκεί. Ο θείος μου ήταν ράφτης άρχισε να ράβει, γιατί η εποχή εκείνη περνούσε πολύ η ραπτική. Πήγε η αδερφή μου να μάθει μαζί του ραπτική, η άλλη η μεγάλη μου αδερφή της αγόρασαν αργαλειό και δούλευε ξένα στον αργαλειό. Η δε εγώ πήγαινα σχολείο, ο πατέρας μου ήτανε τελειόφοιτος Σχολαρχείου και άρχισε να κάνει λογιστικά, τα λεγόμενα τη σημερινή εποχή. Εκείνη την εποχή δεν ήξερα τι θα πει αυτό, αλλά με έπαιρνε μαζί του, που κρατούσα τα λεγόμενα δευτέρια τα λέγαμε εμείς, αλλά αυτά ήτανε της εβδομάδος τα βερεσέδια. Δηλαδή έπαιρναν το καρπούζι το 'γράφαν, μετά τα ζαρζαβατικά τους «γράφ' τα και το Σάββατο θα σε πληρώσουμε». Έτσι πληρωνόντουσαν, έτσι εργάζονταν, έτσι γινόνταν και οι αγορές εκείνη την εποχή. Και στο φούρνο και παντού. Σε αυτά βοηθούσα εγώ για λίγο στα λογιστικά τον πατέρα μου. Με έπαιρνε μαζί του, έκανε δήθεν της εποχής εκείνης το λογιστή με αυτό έβγαζαν και το μεροκάματο. Ήταν και ένα εργοστάσιο μεγάλο το λεγόμενο «Δεσύλλα» που έβγαζε τα, πώς να σου εξηγήσω τώρα, τα ζυμαρικά και αλεύρι. Και η μητέρα μου δούλευε εκεί. Βρήκαμε ο καθένας το ρυθμό μας. Ο δε αδερφός έμαθε ραπτική, μαζί με το θείο ράφτης. Ο άλλος πήγαινε στο γυμνάσιο. Κύλησε η ζωή σιγά-σιγά ωραία, πολύ ωραία βρήκε το δρόμο της. Αλλά δεν έπαυε να έχουν τον νου τους να μας φέρουν πάλι στο χωριό μας. Ήμασταν πρόσφυγες. Μάλλον το '50, γιατί ήμασταν ακριτικό χωριό και δεν θέλανε να χαθεί. Είμαστε ακρίτες η Σαγιάδα με την Αλβανία. Και φτιάξανε το χωριό στη Σαγιάδα το κράτος, ο οποίος ήτανε τότε εργολάβος ο ο Γιώργος Τρουμπάτας, που τον έχει και το βιβλίο μέσα θα το δεις. Είχαν οικόπεδο κάτω στο λιμάνι, φτιάξανε σπίτια κρατικά, μοιράσανε στους Σαγιαδιώτες και επανήλθε η Σαγιάδα πάλι νέα στο λιμάνι. Τότε ήρθα και εγώ μετά, τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο όλα τα παιδιά συμμαζεύτηκαμε εκεί, τα ξαδέρφια οι συγγενείς και φίλοι. Δηλαδή η Σαγιάδα επανήλθε όλοι σιγά σιγά, δεν έμεινε σχεδόν κανείς πέρα, στο χωριό της. Καινούργιο στο λιμάνι, όπου βρίσκεται τη σημερινή εποχή πολύ καλό τουριστικό χωριό, με θάλασσα κι αυτά. Αλλά υπέφεραν. Φτωχικά μεν αλλά με πολλή πολλή αγάπη. Οι συγγενείς, οι φίλοι δεν υπήρχε κακία. Δεν μπορώ να ξέρω, ίσως ο πόλεμος. Ούτε τώρα συναντάς κακία, αλλά κάτι ανταγωνισμό μπορεί να συναντήσει κανείς τη σημερινή εποχή να το πει. Δεν ξέρω δεν μπορώ να το εκφράσω, γιατί η κοινωνία μου αρέσει και οι νέοι την εποχή αυτή είναι οι εξαιρετικοί, με γνώσεις και μάλιστα με πολύ καλές γνώσεις. Δεν είναι αγράμματοι, γιατί ο αγράμματος είναι δύσκολο να έχει σωστές γνώσεις. Ζορίζεται για να ενταχθεί στην κοινωνία. Τώρα η νεολαία μας τους χαίρομαι είναι πάρα πολύ καλά, γιατί έχω και εγώ εγγόνια και ξέρω τι θα πει εξέλιξη και τη χαίρομαι αυτή την εξέλιξη. Και ποτέ να μην έρθει η ζωή που περάσαμε εμείς, γιατί είναι τόσο δύσκολη να μην επαναληφθεί παιδί μου. Αυτά τι να σου πω άλλο.

Γ.Α.:

Θέλω να μου πείτε λίγο για την Κέρκυρα, για το σχολείο στην Κέρκυρα πώς ήταν.

Α.Τ.:

Πώς μας αντιμετώπισαν; Εγώ στο σχολείο που ήμουνα δεν ένιωσα ότι ήμουνα ξένη, καθόλου. Γιατί πήγα σε τρία σχολεία άλλαξα. Το πρώτο μου σχολείο ήτανε κοντά στην κατοικία που πρωτοβρήκαμε, στη Σπηλιά. Παράδειγμα σου φέρω και τις ονομασίες αυτές. Μετά πήγαμε πάνω στην Πόρτα Ρεμούντα, το οποίο λεγότανε το μέρος αυτό της Κερκύρας, γιατί εκεί βρήκε σπίτι ο πατέρας μου πιο φθηνό να ζήσουμε λίγο και καλύτερη και καλύτερο. Στο τέλος πήγαμε στο Μαντούκι, γιατί ήταν η δουλειά του εκεί ήτανε τα εργοστάσια που έπρεπε να είναι κοντά. Κοιτάζανε πού να βρεθούνε σε κοντινές αποστάσεις, γιατί δεν υπήρχε το θέμα συγκοινωνίας δύσκολο και εκείνα τα χρόνια. Αλλάξαμε τρία σπίτια στο διάστημα που μείναμε και εγώ τρία σχολεία. Το τελευταίο μου πήρα το απολυτήριο ήταν από το Μαντούκι. Δεν μας πείραξε αυτό η αλλαγή σαν παιδιά που ήμασταν, γιατί άλλαζα το σχολείο και δεν καταλάβαινα ότι άλλαξα σχολείο. Το περιβάλλον ήταν οικείο, ο δάσκαλος ήταν σαν να ήταν αντίγραφο του προηγούμενου. Αυτό ναι μπορώ να το πω, γιατί το έζησα. Τα υπόλοιπα τι να πω, κάθε μέρος είχε και τι δυσκολίες του είχε και τις χάρες του. Αλλά η Κέρκυρα είναι ένα μέρος πολιτισμού υπεράνω όλων. Είναι στον πολιτισμό της εξαίρετη. Και εκείνη την εποχή με τη μουσική τους, με το φέρεσθαι τους, με το «κυρία», τα οποία εμείς αυτά αν θέλαμε τα αγοράζαμε, τα παίρναμε δηλαδή σαν σφουγγάρι που ήμασταν παιδιά μικρά. Δεν θέλαμε και θέλαμε να μείνουμε όπως είμαστε στο χωριό μας, ήταν πρόβλημα δικό μας και όχι δικό τους. Αλλά ότι είχαν μεγάλη εξέλιξη για την εποχή του '48 που πήγα εγώ στην Κέρκυρα ήταν σαν να πήγα από μία κόλαση στον παράδεισο. Η ομιλία, το περιβάλλον που είδα σαν παιδί μου έκανε φοβερή εντύπωση. Αυτή την εικόνα του πολέμου και της μεταφοράς, της προσφυγιάς δεν ξεχνιέται εύκολα. Του πολέμου μου έμεινε πολύ η φοβία δηλαδή, που άκουγα θόρυβο η σκοτάδι και δεν ήθελα να βγω έξω, γιατί θυμόμουν τον πόλεμο. Στα αυτιά μου σφύριζαν οι οβίδες, που περνούσαν από πάνω και ρίχναν και κρυβόμασταν σε σπηλιές. Αυτά έμειναν εφιάλτες για αρκετό διάστημα. Ήθελα να τα αποβάλλω από τον εαυτό μου να μην τα έχω στη μνήμη μου. Για ποιο λόγο; Για να μπορέσω να προχωρήσω σαν μικρό παιδί. Πόσω μάλλον και οι υπόλοιποι το ίδιο θα ήταν για όλους μας, όχι μόνο για μένα. Είχαμε μεγάλες δυσκολίες του πολέμου τα παιδιά. Πώς είναι τα παιδιά τώρα που έρχονται, που λέμε τα προσφυγάκια εν καιρώ πολέμου; Ακριβώς έτσι ήμασταν και εμείς παιδί μου. Μη νομίσεις σε μικρογραφική φάση. Δηλαδή πώς να σου πω. Εκεί είναι ο λαός περισσότερος εδώ ήταν λιγότερος. Αλλά τα στοιχεία είναι ίδια, σχεδόν. Ποτέ να μην γίνει πόλεμος. Να υπάρχει ειρήνη είναι το βασικότερο, γιατί τις αναμνήσεις του πολέμου δεν τις ξεχνάς εύκολα και να θέλεις. Να κρύβεσαι σε μία σπηλιά και να είσαι μωρό, είχα χάσει και το παπούτσι φώναζα ήθελα και το. Και τι θα έβρισκα; Άλλοι είχαν μείνει με ένα. Μου έφτιαχνε η αδερφή μου με τα πλεκτά παπουτσάκια μετά να φορέσω. Δηλαδή ήταν δύσκολα χρόνια, δύσκολα. Όχι για εμένα. Γενικευμένο το κακό. Να ήταν μόνο για ατομικά θα έλεγες έχουμε, ήταν γενικό. Αλλά υπήρχε σου λέω ένα σεντόνι το έκοβε, παράδειγμα, η μάνα μου και θα έφτιαχνε ένα φουστανάκι, που ήταν ράφτρα και θα έφτιαχνε και ένα για την ξαδέρφη. Δηλαδή η μια οικογένεια ήταν οικογένεια όλης της συγγένειας δεν υπήρχε εκεί εξαίρεση αυτή την εποχή, γιατί ήτανε για να επιβιώσουν έπρεπε να γίνει έτσι. Και τώρα να μη συμβεί αυτό το πράγμα, γιατί αν συνέβαινε και τώρα το ίδιο θα ήτανε. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, παιδί μου, έχει αισθήματα καλά μέσα του. Ποτέ δεν γίνετα[00:20:00]ι ζώο ο άνθρωπος, είναι άνθρωπος έχει αισθήματα όσα και προβλήματα να περάσει, όσους πολέμους και να περάσει τα αισθήματα τα ανθρώπινα δεν χάνονται. Και κάθε εποχή έχει τις δυσκολίες της αλλά έχει και τις χαρές της. Τι άλλο θέλεις, κορίτσι μου;

Γ.Α.:

Θέλω να σας ρωτήσω. Μου περιγράφετε έτσι με ωραία συναισθήματα δηλαδή την Κέρκυρα ήταν κάτι που σας άρεσε.

Α.Τ.:

Ναι βεβαίως. Βρήκαμε αγάπη. Δεν ξέρω αν όλοι βρήκαν το ίδιο και σας διηγηθούν το ίδιο. Εγώ με την οικογένειά μου και με τη θεία μου, με τα ξαδέρφια μας είδες πως είμαστε στη φωτογραφία εκεί. Βρήκαμε αγάπη. Μας αντιμετωπίσανε καλά. Και εργαστήκανε πολύ καλά οι γονείς μας και ζήσαμε καλά. Το ότι νοσταλγούσαμε να γυρίσουμε στο χωριό να παίξουμε με τις πέτρες μας σαν μικρά παιδιά που ήμασταν ναι, αλλά εκεί βρήκαμε πιο καλύτερα πράγματα. Χαρήκαμε! Δεν πέσαμε στη δυστυχία. Φύγαμε από το δυστυχισμένο χωριό που κάηκε και πήγαμε σε ένα χωριό, το οποίο είχε μια ανάπτυξη καλή. Χωριό; Η Κέρκυρα ήταν οι Βενετσιάνοι.

Γ.Α.:

Τι ήτανε αυτό που σας έκανε εντύπωση όταν πήγατε στην Κέρκυρα; Τι διαφορετικό είδατε ας πούμε;

Α.Τ.:

Τα κτίρια τους, το φωτισμό τους, το φέρεσθαι στην ομιλία τους. Προσπαθούσα να πώς να σου πω να το αντιγράψω στο σχολείο που πήγαινα. Δεν είχαν αυτή την αυστηρότητα οι δάσκαλοι εκείνη που είχαν στα χωριά. Δηλαδή είχαν άλλη έκφραση. Μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτό και μου άρεσε αυτό το πράγμα σαν παιδί που ήμουν. Είχα και από την οικογένειά μου καλή ανατροφή, δοξασμένος να είναι ο θεός, γιατί ήταν από καλή οικογένεια. Όχι να αυτομιλήσω δεν κάνει, αλλά ήταν από κάποιες οικογένειες από καλό σόι, και από του πατέρα μου και από της μητέρας μου, οπότε με ωφέλησε και εμένα αυτό στην κοινωνία και στη ζωή. Τους ευχαριστώ και για αυτό. Έτυχαν οι συγκυρίες της ζωής. Αυτά δεν τα διαλέγουμε. Όπου γεννηθούμε. Ο πόλεμος, παιδάκι μου, είναι δύσκολος. Τι να σου πω άλλο;

Γ.Α.:

Και πότε επιστρέψατε πάλι από την Κέρκυρα στην Σαγιάδα;

Α.Τ.:

Το '53 ήταν; '53 που πήγα στη σχολή.

Γ.Α.:

Θέλατε να φύγετε από την Κέρκυρα;

Α.Τ.:

Είναι δυνατόν; Κοίταξε νοστάλγησα τα ξαδέρφια μου που ήταν εκεί ήθελα να δω το καινούργιο χωριό. Παιδάκι, παιδί μου, ήθελε αλλαγή δεν ήτανε, αλλά ότι οι αναμνήσεις από την Κέρκυρα με κρατάνε ακόμα, με κρατάνε, γιατί είναι τα παιδικά μου χρόνια. Και στο Πλαίσιο που πήγα πάλι πήγα από μία πόλη μεγάλη σε ένα χωριουδάκι. Εκεί αντιμετώπισα αγάπη, πολύ καλοί άνθρωποι. Μπορεί να ζήσαμε δυσκολίες στη σχολή, δηλαδή τις δυσκολίες. Δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του ύπνου, του φαγητού. Καλό φαγητό βέβαια αυτό το φτιάχναν στο καζάνι, ένα φαγητό του σπιτιού τώρα, αλλά υπήρχε δασκάλες που είχαμε που μας δίδασκαν υπήρχε αγάπη και ωραία διδασκαλία. Μας μάθαιναν να πλέκουμε, να κεντάμε, τη μαγειρική μας, τα γλυκά μας, τα γράφαμε στο τετράδιο, δηλαδή νοικοκυροσύνη που λέμε με λίγα λόγια. Έμεινα οκτώ μήνες, ήθελα να μάθω μόνο αργαλειό για να συνεχίζω τον αργαλειό που είχε η αδερφή μου. Έτσι ήταν τότε η ζωή. Αλλά υπήρχε αγάπη, φτώχεια. Ωραίο γραφικό χωριό. Δεν είχε ευκολίες, πηγαίναμε με τον δοχείο με τον τενεκέ να πάρουμε νερό στη βρύση στην εξωτερική μικρά παιδάκια. Δυσκολεύτηκα πολύ σε αυτό, αλλά δεν είναι ότι έφταιγαν οι γονείς με έστειλαν να μάθω μία τέχνη, γιατί δεν είχαν τις δυνάμεις. Αλλά από τις δασκάλες εκεί και από το περιβάλλον εκεί του χωριού και ο δήμαρχος, ε ο πρόεδρος του χωριού και ο παπάς του χωριού ήταν η οικογένειά μας. Δεν αντιμετωπίσαμε δυσκολίες να μας περιφρονήσουν ή να αγριέψουν, να μας φερθούνε άσχημα. Όχι! Το μόνο που μπορώ να πω ότι σε όλα τα μέρη που πήγαμε βρήκαμε αγάπη. Το Α και το Ω νομίζω είναι αυτά. Όπως το πάρει κανείς στη ζωή του. Εγώ τα εισέσπραξα έτσι κατά αυτό τον τρόπο.

Γ.Α.:

Το '53 όταν επιστρέφετε έχει δημιουργηθεί η καινούργια Σαγιάδα;

Α.Τ.:

Ναι! Ήταν από το '50. Έβαλαν και φωτισμό. Αμέσως φώτα η Σαγιάδα, νερό το καινούργιο χωριό. Πώς να σου πω. Την φτιάξανε σύγχρονη στο λιμάνι. Φτωχικά με δεν μπορώ να πω, αλλά η Σαγιάδα δεν είχε φτώχεια, γιατί αμέσως άρχισε ο κάμπος, άρχισε η αλιεία που ήταν εκεί. Παλιά ήτανε που έβγαινε το αλάτι στη Σαγιάδα, δηλαδή ήταν εύφορο χωριό. Δεν δυσκολεύτηκαν οι κάτοικοι του χωριού. Ζήσαμε μεν στο χωριό, αλλά σε χωριό κεφαλοχώρι. Και τώρα ακόμα η Σαγιάδα είναι. Μπορεί να είναι λιγότεροι κάτοικοι δεν ξέρω, αλλά έχουμε φύγει και αρκετοί, αλλά είναι καλό χωριό. Έχει το λιμάνι που είναι το βασικότερο, έχει τα καταστήματά του, δηλαδή δεν είναι χωριό απομονωμένο σε μία γωνία και εγκαταλελειμμένο και να ζεις σε ένα χωριό. Ζεις σαν να ζεις σε μία κωμόπολη η Σαγιάδα. Αυτό έχω εγώ να εισπράξω από την Σαγιάδα. Αν και δεν έζησα πολλά χρόνια εκεί, αλλά αυτό το χαίρομαι για το χωριό μου που βλέπω την πρόοδο του. Έχει τώρα έχουνε δέντρα, έχουνε την μελισσοκομία. Φτιάχνουνε δηλαδή είναι εργατικός λαός. Και τα εστιατόρια στην παραλία να έρχεται τουρισμός, δηλαδή είναι ένα χωριό εύφορο μπορώ να πω και σε κόσμο να έρχεται και σε δημιουργικότητα. Η άποψη μου. Δεν ξέρω πώς το αντιμετωπίζουν οι άλλοι.

Γ.Α.:

Εσείς γυρνάτε με το ίδιο καΐκι με το οποίο πήγατε με αυτό που μου αναφέρατε το «Ζαΐρα»;

Α.Τ.:

Αυτό το καϊκι ήταν χρόνια στη Σαγιάδα. Μετά ήρθαν τα φεριμπότ που έγινε και ύστερα κόπηκε το λιμάνι η επικοινωνία. Η Σαγιάδα το πρωί πήγαινες στην Κέρκυρα από ό,τι θυμάμαι εγώ όταν κατέβηκα από τη σχολή, έμπαινες στο καΐκι και το μεσημέρι γύριζες σπίτι σου πήγαινες ψώνιζες στην Κέρκυρα και γύριζες στη Σαγιάδα. Η Σαγιάδα ήταν κεφαλοχώρι τότε. Μετά έγινε το λιμάνι το καλό εδώ στην Ηγουμενίτσα. Μεγαλύτερο λιμάνι την εποχή τη δικιά μου ήταν η Σαγιάδα. Ύστερα φτιάχτηκε το λιμάνι της Ηγουμενίτσας το μικρό και μετά επεκτάθηκε τώρα τελευταία με την Εγνατία οδό το μεγάλο. Δηλαδή η Σαγιάδα είχε πάντα επικοινωνία με Κέρκυρα. Τροφοδοτούσε κι άλλα μέρη, πήγαινε στο χωριό, της Σαγιάδας δηλαδή, και τροφοδοτούσε και τα άλλα τα χωριά. Ήταν το κέντρο. Δεν είχαν στη Σαγιάδα την ποιότητα που είχε. Μπορώ να σου πω κατεβαίνοντας από το χωριό έχασε τη γραφικότητα του χωριού της. Κάηκε υπέφερε και ερχόμενη κάτω είχε άλλα προσόντα. Άλλα είχαμε στο χωριό επάνω, οι αναμνήσεις ήταν διαφορετικές εκεί και οι ευκολίες είναι διαφορετικές στο κάτω χωριό. Γιατί πιο κοντά ο κάμπος να καλλιεργήσουν οι αγρότες, οι ψαράδες επίσης, γιατί ακόμα η αλιεία στη Σαγιάδα προχωράει πολύ καλά. Δηλαδή ήταν, ήταν το κλειδί της εποχής εκείνης για να επικοινωνήσουν με τα άλλα χωριά. Αυτό η Σαγιάδα να λέγεται. Ήταν την εποχή εκείνη κεφαλοχώρι τα λεγόμενα που λέγανε αυτό το χωριό είναι έχει όλα τα προσόντα έχει. Το βασικότερο είχε επικοινωνία με μία μεγάλη ένα μεγάλο νησί. Κοντινές αποστάσεις, μία ώρα μιάμιση ώρα με το καΐκι. Κι αυτό το καΐκι ήτανε του Γιώργου Παππά, νομίζω το είχε ο ιδιοκτήτης που πηγαινοερχόταν. Πλήρωνες πόσο πήγαινες το πρωί με το εισιτήριο σου, όχι ακριβά πράγματα της εποχής εκείνης ε; Και ψώνιζες στην Κέρκυρα και γύριζες, με τα κορίτσια εμείς που θέλαμε να βγούμε με τους γονείς μας να πάμε να μας ψωνίσουν ή με τα αδέρφια μας. Είχε το χωριό δεν μπορώ να πω όχι καλό. Εκεί παντρεύτηκα, εκεί έκανα το πρώτο μου παιδί, μετά Γερμανία, μετά εδώ. Αυτά έχει η ζωή κύκλους.

Γ.Α.:

Οπότε εσείς-

Α.Τ.:

Αλλά το χωριό μου. Ναι ακούω αγάπη μου.

Γ.Α.:

Οπότε εσείς όταν πηγαίνετε στη Σαγιάδα μετά πηγαίνατε βόλτες για ψώνια στην Κέρκυρα;

Α.Τ.:

Βεβαίως ναι. Δεν σταμάτησε η επικοινωνία της Κέρκυρας με Σαγιάδα. Όχι ποτέ. Τελευταία άρχισαν τα φεριμπότ. Καλά σε αυτά δεν έζησα δεν ήμουν στο χωριό, αλλά εγώ ήμουν στο χωριό μέχρι που έφυγα για τη Γερμανία. Και πηγαίναμε για Κέρκυρα με τη «Ζαΐρα». Μία χαρά ήμασταν και κοντά και όλα. Και το καΐκι, μεγάλο καΐκι ήταν κοντά ήταν η διαδρομή και το χειμώνα ήταν κλειστό. Το χειμώνα δεν πολυπηγαίναμε, αλλά έτσι καλοκαιρινό καιρό. Είχαμε είχαμε πώς να σου πω επαφή με πόλη η Σαγιάδα. Δεν ήταν αποκλεισμένο χωριό είχε και με τα χωριά τριγύρω χωριά επαφές και εκεί. Ήταν ανάμεικτο

Γ.Α.:

Όταν προσεγγίζετε με το καΐκι τη Σαγιάδα και βλέπετε το καινούργιο χωριό από μακριά, τι σκέφτεστε; Τι συναισθήματα έχετε;

Α.Τ.:

Ωραία. Είδα κάτι το καινούργιο σαν παιδί. Ήρθα από κει έφυγα από μία μεγάλη πόλη, ήρθαμε στο χωριό. Είδα ένα ωραίο μικρό σπιτάκι, αλλά ζεστό, γιατί ήταν το δικό μας σπίτι. Δεν μπορείς να φανταστείς ένα παιδί, όπου και να το πας και σε μί[00:30:00]α σπηλιά όταν του πεις ότι είναι δικό του θα χαρεί. Φύγαμε από το ενοίκιο εκεί παράδειγμα και ήρθαμε εδώ και ήταν δύο δωματιάκια, μια κουζίνα παράδειγμα, αυτά τα κρατικά τα σπιτάκια που είχανε δώσει και ήταν το σπίτι μας. Και οι γονείς μας έκαναν να το καταλάβουμε ότι αυτή είναι η φωλιά μας, αυτό το σπιτάκι μας. Δηλαδή το χαρήκαμε. Είχαμε το κηπάκι η μαμά μας που έφτιαχνε το κήπο, τον φούρνο τον παλιό που είχε φτιάξει. Ήτανε κάτι διαφορετικό βέβαια, αλλά μαζευτήκαμε με τα ξαδέρφια πάλι όλα κοντά. Στις γιορτές καθόμασταν η κάθε μια με την τέχνη της, το τραγούδι μας, τις τηγανίτες από τη μάνα, το χαλβά από τη μάνα της κάθε κοπέλας. Δηλαδή βρήκαμε το ρυθμό το παλιό του χωριού μας. Θυμηθήκαμε από τους γονείς μας τα παλιά εκείνα χρόνια. Δεν είναι ότι στεναχωρηθήκαμε γιατί φύγαμε από μία μεγάλη πόλη. Όχι. Οι αναμνήσεις μείνανε αναμνήσεις καλές, αλλά και το χωριό μας είναι χωριό μας δεν ξεχνιέται. Όχι. Και το σπίτι όταν σου λένε αυτό είναι δικό σου, μένουν οι γονείς σου δεν θα φύγουμε, γιατί αλλάξαμε και εμείς εκεί τρία σπίτια βεβαίως το αισθανθήκαμε δικό μας και χαρήκαμε και είδαμε γύρω αλλά σπιτάκια που ήταν τα ξαδέρφια, που ήταν οι φίλοι μας. Χαρά! Η πατρίδα είναι όλη πατρίδα, αλλά το χωριό μας είναι -πώς να σου το εξηγήσω- τα θεμέλια μας. Ζω εδώ στην Ηγουμενίτσα, έχω αναμνήσεις όμως από το χωριό μου, το νοσταλγώ το χωριό μου σαν γιαγιά, πάνε τα παιδιά εκεί. Έχω ένα σπίτι εκεί παράδειγμα δεν κόβεις τις ρίζες σου. Είναι καλές οι ρίζες να βρίσκονται γερές θεμελιωμένες και το δέντρο τα κλωνάρια ας φύγουνε, τα φρούτα ας φύγουν θα ξανάρθουν πάλι στο δέντρο στη ρίζα. Αυτό μετράει. Να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας. Αυτό λέω στα παιδιά μου. Είναι καλό όσα και να περάσουν να μη ξεχνάμε από που καταγόμαστε, ποιοι ήμασταν και ποιοι γίναμε και τι θα γίνουν αργότερα και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.

Γ.Α.:

Τα σπίτια αυτά ποιος τα έφτιαξε;

Α.Τ.:

Αυτά εργολάβος ήταν ο Γιώργος, ο που σου είπα τώρα ο Τρουμπάτας απ' ό,τι θυμάμαι εγώ και τα αυτά τα έκανε το κράτος, κρατικά. Για να ξαναφέρει το χωριό, γιατί ήταν ακριτικό χωριό, στο είπα και νωρίτερα, και θέλανε να μην μείνει κενό. Απ' ό,τι αργότερα κατάλαβα την ιστορία που μας μιλούσε ο πατέρας μου. Δηλαδή τη Σαγιάδα την επαναφέρανε, γιατί ήταν ένα ακριτικό χωριό και έπρεπε να γυρίσουν οι κάτοικοι του εκεί ήταν πολλοί που να μείνουνε. Όπως φέρανε μετά στο τουρκικό χωριό το Ασπροκκλήσι παράδειγμα που ήταν από πάνω και ήρθε εκεί και έγινε το νέο χωριό δίπλα σε μας το Ασπροκκλήσι. Και μετά συνεχίζουν τα άλλα χωριά που πηγαίνεις για Φιλιάτες. Αλλά εμάς ήμασταν το λιμάνι δεν μπορούσαν να το αφήσουνε κενό. Δεν ήταν σωστό για τη δική μου άποψη, για τους γονείς μου που το λέγανε που μιλούσανε οι κάτοικοι του χωριού. Δεν έπρεπε να μείνει κενό αυτό το χωριό. Γι' αυτό και το κράτος με την μέριμνά του, με τις δυσκολίες του που είχε εκείνη την εποχή, δεν ξέρω ποιος κυβερνούσε δεν θυμάμαι συγκεκριμένα, φτιάξανε το χωριό. Ήταν οικόπεδα κάτω εκεί, το μισό φτιάχτηκε προς την παραλία λίγα σπίτια που ήταν ένα βουναλάκι εκεί φτιάξαν, λιγάκι το υπόλοιπο προς τα εδώ. Δηλαδή πρόσφυγες ήρθαμε ήτανε κτήματα -πώς να σου πω- σαν στους πρόποδες του βουνού ήτανε το ίσιο μέρος αυτό το καλύτερο για να γίνει ένα χωριό και να είναι κοντά με τη θάλασσα και με τον κάμπο. Σε αυτό ωφελήθηκε, έχασε όμως την γραφικότητά του που είχε πάνω ναι. Και ακόμα τώρα να πας επάνω στο χωριό και καμμένα τα σπίτια είναι γραφικό χωριό δεν ξεχνιέται. Εκείνα τα ωραία σπίτια τα πέτρινα. Έχω θυμάμαι στη μνήμη μου μικρή, που ήταν οι πόρτες έτσι στρογγυλές με ξύλινες πόρτες, τα ωραία χερούλια που είχαν απ' έξω. Τα βλέπεις τώρα σε κάτι χωριά μετσοβίτικα και λες η παλιά Σαγιάδα. Οι αναμνήσεις. Αρχοντικά σπίτια έχει. Έχει αρκετά αρχοντικά σπίτια η Σαγιάδα πάνω. Πέτρινα με ωραία σκαλίσματα, με αυτά, αλλά δεν την φτιάξανε εκεί το χωριό δεν ξέρω για ποιο λόγο γιατί τι σκέφτηκαν τότε οι μεγάλοι που ήξεραν, εμείς ήμασταν παιδιά τι να ξέραμε τότε. Όχι μεγάλοι τα άτομα, οι πρόεδροι ποιοι ήταν αυτοί οι λεγόμενοι του χωριού και του του κράτους πώς το βλέπαν. Τι απόφαση πήραν και βγήκε εκεί; Έχει και τα υπέρ και εκεί και τα κατά. Όπως και το επάνω χωριό. Την γραφικότητα του επάνω χωριού όμως δεν την έχει. Την ευκολία όμως εδώ την έχει της σημερινής εποχής.

Γ.Α.:

Το απολυτήριο δημοτικού το πήρατε από την Κέρκυρα.

Α.Τ.:

Ναι.

Γ.Α.:

Και μετά στη Σαγιάδα τι κάνατε; Συνεχίσατε;

Α.Τ.:

Στην Σαγιάδα έμεινα το καλοκαίρι το επόμενο και μετά με πήγαν στη σχολή έμαθα αυτή την τέχνη και στο χωριό που γύρισα ύστερα από οκτώ μήνες. Είχε αρχίσει ο κάμπος που έβγαζε το βαμβάκι, γιατί είχε έρθει ένας που έκανε βαμβάκια στο κάτω και πήγα και εργάστηκα εκεί τρεις μήνες πόσο ήταν η εποχή του βαμβακιού μαζί με την αδερφή μου. Συμμαζέψαμε χρήματα πήραμε τον αργαλειό, πήραμε τη μηχανή της αδερφής μου, δεν είχαν και οι γονείς μας. Και αρχίσαμε και εργαζόμασταν στο σπίτι. Η αδερφή μου έραβε, εγώ τον αργαλειό. Μετά εγώ είχα μάθει και κέντημα, κεντούσα και ξένα. Κέντησα και τις προίκες από τις αδερφές μου, εκείνης της εποχής που θέλανε να γίνουν. Δηλαδή επιβιώσαμε πολύ ωραία στο σπίτι μέσα. Δούλεψα για λίγο στον κάμπο, δεν με είδε ο κάμπος. Γιατί ήταν μετά το ρύζι στην Σαγιάδα ήταν πολλά. Ύστερα έγιναν τα δέντρα τώρα. Προσπαθούσαν οι γονείς μου να μας έχουνε να εργαζόμαστε μόνο στο σπίτι. Αυτά σου μιλάω σαν ατομική οικογένεια. Τώρα επί το πλείστον οι περισσότερες δουλέψαν στον κάμπο. Αναλόγως πώς βρισκόντουσαν με την οικογένειά τους. Ο ένας ο αδερφός μου έμαθε ραπτική, ο άλλος είχε φύγει για την Γερμανία, όταν άνοιξε η Γερμανία. Δηλαδή η κάθε οικογένεια έπαιρνε το δικό της δρόμο, με το δικό της τρόπο. Δεν ήταν γενικευμένο. Ο αγρότης που ήταν ο πατέρας αγρότης συνέχιζε το παιδί του στην αγροτική ζωή. Ή το παιδί θα σπούδαζε, αν είχανε τις δυνάμεις. Δηλαδή πήρανε άλλη τροπή τα πράγματα.

Γ.Α.:

Στο Πλαίσιο μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς ήτανε αυτό που, αυτή η σχολή που πήγατε;

Α.Τ.:

Η σχολή αυτή ονομαζόταν «Οικοκυρική Σχολή», η οποία σε μάθαινε τα πάντα. Από τη μαγειρική της, τα γλυκά, πώς φτιάχνεται το κάθε φαγητό, μετά επάνω είχε ραπτική, την άλλη, δηλαδή την εβδομάδα μας έβαζε: «Αυτή την εβδομάδα θα πάτε στην μαγειρική, θα σας πούνε διάφορα αυτά, θα πάτε κάτω στο μαγειρείο θα φτιάξετε το τάδε γλυκό» και στην πράξη και στην θεωρία. Τελείωσε αυτό. «Την επόμενη εβδομάδα θα κάνετε στο κέντημα, θα σας μάθει διάφορα κεντίδια». Φτιάχναμε διάφορες ποδιές, φτιάχναμε εργόχειρα δικά μας και μένανε. Έδινε και η σχολή κάτι, αλλά τα περισσότερα ήταν παίρναμε εμείς ένα κομματάκι ύφασμα, ας πούμε, και φτιάχναμε κάτι. Τελειώναμε με αυτό. Τον άλλο μήνα ήταν τα πατρόν και που μας έδειχνε την κοπτική την ραπτική η δασκάλα της ραπτικής. Είχες κλίση για την υφαντουργική θα πήγαινες δύο εβδομάδες να μάθεις, γιατί ήθελες να μάθεις τον αργαλειό, να μάθεις κάτι περισσότερο. Ήθελες για τη ραπτική θα πήγαινες δύο εβδομάδες εκεί. Είχανε ωραίο σύστημα αυτό που θυμάμαι βέβαια γιατί ήμουνα μεγάλη μου άρεσε, είχανε τακτική οι δασκάλες ήταν υπερβολικά καλές. Καλή καλή, όλες μου τις δασκάλες τις θυμάμαι. Μας φερνόταν με τον καλύτερο τρόπο, αλλά ήταν κουραστικό γιατί δεν υπήρχε το νερό μέσα. Στη σκάφη στο υπόγειο να πλένεις τα ρούχα να φέρνεις νερό από μακριά. Ήταν δυσκολίες της ζωής μεν αλλά τις αντιμετώπιζες με τέτοια καλοσύνη από τους άλλους που μας τις προσφέρουν. Σου έλεγε να πας να πάρεις παράδειγμα νερό θα πήγαινες με την παρέα σου να πάρεις νερό, δεν σου το έλεγε με άγριο τρόπο. Θα σου 'λέγε: «Κοίταξε τώρα είναι η σειρά σου, πήγαινε φέρε ένα τενεκεδάκι νερό σιγά-σιγά να φτιάξουμε το φαγητό ή να φτιάξουμε το γλυκό» ή «Θα πας το μεσημέρι που θα τελειώσετε να πάρεις νερό για τον εαυτό σου να πας κάτω είναι η σειρά σου που είναι το πλυσταριό να πλύνεις ό,τι ρουχαλάκια έχεις». Μόνες μας. Δυσκολίες μεγάλες, αλλά ο τρόπος που είχανε καλός. Οι αναμνήσεις από τις δασκάλες από κει πολύ καλές, καθώς και ο πρόεδρος του χωριού, ο παπάς του χωριού ήταν εξαίρετος και ακόμα έχω με τις κόρες του ξαναβρεθήκαμε και έχουμε τηλεφωνιόμαστε και συναντιόμαστε. Δηλαδή ήταν οι αναμνήσεις καλές που δεν κοπήκανε, μείνανε. Να σκεφτείτε τώρα από 14 χρονών, 13 που ήμουνα στη σχολή και τώρα είμαι στα 83 τηλεφωνιέμαι με τα κορίτσια του παπά που έκανα παρέα εκεί, την μια την κόρη. Ο γιος της κάνει φροντιστήριο στον εγγονό μου. Συνεχίστηκε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας η γνωριμία. Θα πει αυτό ότι είχαμε, τι είχαμε; Καλές βάσεις από τους γονείς. Αυτό μετράει πολύ παιδί μου στη ζωή. Τώρα μπο[00:40:00]ρεί άλλοι να μην έχουν ευχαριστηθεί. Δεν ξέρω εγώ σου μιλάω για το δικό μου τρόπο ζωής εκεί για τους υπόλοιπους πώς το πήραν δεν ξέρω εγώ κατ 'αυτό τον τρόπο έζησα. Το χωριό ήταν ωραίο γραφικό, καλοί άνθρωποι, πάρα πολύ. Οι Πλαίσιοι οι άνθρωποι και τα κορίτσια τους που ήταν εκεί, δηλαδή όπως σου μιλάω τώρα γιατί είχα τρεις-τέσσερις φίλες τοπικές που ήτανε. Οι μάνες τους όταν θα πήγαιναν αυτές, γιατί το μεσημέρι το βράδυ κοιμόντουσαν στο σπίτι τους, εμείς κοιμόμασταν στη σχολή που ήμασταν από μακριά, ό,τι είχανε μια τηγανίτα που λέγανε γαρίδα που λέγεται, μία πίτα που να φτιάχνανε θα το τύλιγαν σε αυτό το χαρτάκι που ήταν το στρατσόχαρτο θα μας έφερνε στη φίλη την Αρετή, η φίλη η Δάφνη ή η φίλη η Σοφία ή η άλλη η Κατερίνα. Δηλαδή υπήρχε -πώς να σου πω- οικογενειακό περιβάλλον. Εγώ τους ακόμα τώρα έχω γνωριμίες τις οποίες ακόμα τις κρατάω από κει. Τα παιδικά μας χρόνια. Εκεί τα έζησα και στην Κέρκυρα. Το χωριό, οι αναμνήσεις του χωριού ωραίες και τότε αλλά ήτανε δύσκολες του πολέμου. Και τότε αγάπη όλα τα ξαδέρφια καθόμασταν μας μάζευαν οι γονείς μας. Τις γιορτές θυμάμαι με το θείο μου τον αδερφό της μάνας μας μάζευε όλα τα ξαδέρφια Πρωτοχρονιά, γιατί είχε τον γιο του Βασίλη, την άλλη γιορτή η θεία μου. Δηλαδή οι αναμνήσεις του χωριού ήταν ωραίες και μετά καήκαμε χωριστήκαμε, ανταμωθήσαμε πάλι ανταμώσαμε ευτυχώς στην Κέρκυρα. Σκορπισμένα πουλιά, παιδί μου, η εποχή εκείνη, δύσκολα.

Γ.Α.:

Ήταν δική σας η επιλογή, η απόφαση –συγγνώμη- να πάτε στο Πλαίσιο στη σχολή;

Α.Τ.:

Δεν είχες τότε να κάνεις επιλογές πολλές, σαν παιδί να πάρεις προτεραιότητα. Γιατί να την πάρεις; Την στιγμή που έβλεπες οι γονείς σου δυσκολεύονται, συνήθισες στις δυσκολίες της ζωής παιδί μου. Ταυτίστηκες με αυτές. Είτε το θέλεις είτε όχι το μικρό παιδί ταυτίζεται με αυτά που ζει. Όταν βλέπεις ότι ο πατέρας σου και η μάνα σου δεν έχουν τις δυνάμεις των χρημάτων να πας σχολείο, γυμνάσιο παράδειγμα, όσο καλή μαθήτρια και αν είσαι το πνίγεις μέσα σου και λες όχι. Οι γονείς μου υποφέρουν, ευχαριστώ και για αυτά που μου προσφέρουνε. Ήταν καιρός πολέμου, κορίτσι μου, δεν ήταν. Και τώρα ακόμα εγώ έτσι νομίζω, έχεις θα προσφέρεις δεν έχεις μέχρι εκεί παιδιά μου. Θυσιάστηκαν και οι γονείς μας πολύ δεν χαρήκανε ζωή, αλλά ήτανε καλοί γονείς όλοι μηδενός εξαιρουμένου. Δεν μπορώ να πω. Δεν μας έλειψε τίποτα ας είχαμε φτώχεια. Είχαμε καλή ζωή. Δηλαδή ένα αυγό μπορεί να το έκανε τηγανητό και να το μοίραζε σε δύο παιδιά παράδειγμα η μάνα που δεν έγινε αυτό αλλά θα το έδινε όμως θα το έβρισκε να το δώσει. Θα φόραγε αυτή το φόρεμα αυτό ένα γιορτινό και ένα καθημερινό όλη την εβδομάδα, θα το έπλενε αλλά θα ζούσαμε φτωχικά αλλά καλά και αγαπημένα. Δεν υπήρχε. Η μία αδερφή η μεγαλύτερη πρόσεχε τη μικρότερη, πώς να είναι πιο περιποιημένη η μεγαλύτερη αδερφή μου, τα δε αδέρφια το ίδιο. Δεν είχε. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα, ας ήταν φτωχικά, πολύ ωραία. Και στο χωριό θυμάμαι μας έπαιρνε ο πατέρας μου κάθε Πάσχα τα ρουχαλάκια μας. Θα πήγαινε στους Φιλιάτες πού αλλού θα ψώνιζε, θα ερχόταν η μάνα μου που ήξερε γράψιμο, θα μας έραβε το φουστανάκι το καινούργιο, το παπουτσάκι το καινούργιο, με το καλτσάκι μας, με την κορδελίτσα μας. Θα ήμασταν θυμάμαι πολύ πολύ ωραίες χαρούμενες γιορτές στο χωριό, προτού γίνει ο πόλεμος που ήμουν μικρό παιδάκι. Επίσης θυμάμαι και στην Κέρκυρα που ήμουν μεγαλύτερη που κάθε Κυριακή ο πατέρας μου θα με έπαιρνε από την εκκλησία. Θα πηγαίναμε στην εκκλησία που ήμουν η μικρότερη θα πήγαινα το κατηχητικό μου, αλλά μόλις έβγαινα από την εκκλησία μας είχε μία τακτική δεν θα τρώγαμε τίποτα το πρωί. Αυτές είναι μικρολεπτομέρειες, αλλά είναι της ζωής μέσα. Μετά θα με έπαιρνε θα με πήγαινε σε ένα κατάστημα που είχε γάλα, θα μου έδινε ένα ποτήρι γάλα, μία φετούλα ψωμί με μαρμελάδα ή ό,τι είχε. Αυτό από το υστέρημά του, αλλά με έκανε να χαρώ. Θα έδινε μία δραχμή στην αδερφή μου παράδειγμα, στον αδερφό μου να βγουν τη βόλτα τους να πάρουν ένα παγωτό έξω. Δεν του στερούσε την Κυριακή του παιδιού, την Κυριακή. Την ημέρα αυτή. Άλλο στο σχολείο που μας έδινε το χαρτζιλίκι του. Είχανε φοβερή τακτική εκείνη την εποχή οι γονείς και τώρα αλλά τώρα δεν ξέρω ίσως και στερηθήκαμε εμείς και κάναμε λάθη, δώσαμε πολλά στα παιδιά μας. Ίσως δεν ξέρω, μπορεί να κάναμε και λάθη. Αλλά την τακτική των γονέων εκείνων εκ καιρώ πολέμου και εν καιρώ φτώχειας είναι απερίγραπτη και ωραία. Δηλαδή με το λίγο σε έκαναν να χαίρεσαι. Όπως είδες και τις φωτογραφίες μαζεμένα όλα τα ξαδέρφια, μια Κυριακή θα πηγαίναμε στον έναν αδερφό της μητέρας μου την άλλη Κυριακή στον άλλο. Όλα μαζί δεν μας ξεχωρίζανε. Για να υπάρχει αγάπη ενωμένη, πολλή ενωμένη. Τώρα ίσως να τα έκανε και ο πόλεμος, να είχανε σαν αλυσίδα να είναι δεμένοι, να προφυλάσσει ο ένας τον άλλον. Δεν ξέρω συνθήκες της ζωής τους έκανε, αλλά αυτή η αγάπη υπήρχε και ακόμα τώρα επικρατεί με τα ξαδέρφια μου. Εκείνο το από μικρή ηλικία μέχρι τώρα που γίνανε άλλοι ζούνε και άλλοι έχουν από τη ζωή, αλλά με αυτούς που μείνανε.

Γ.Α.:

Στο Πλαίσιο η σχολή αυτή ανήκε στην Βασιλική Πρόνοια;

Α.Τ.:

Τώρα δεν ξέρω, μάλλον. Δεν θυμάμαι σε ποιον ανήκε. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πρόεδρος που ήταν που ερχόταν και ο παππάς και ήταν και οι διευθύντριες μέσα που φέρνανε τρόφιμα, που φτιάχνανε είχαν την τακτική τους, που είχανε δηλαδή την επιτήρηση της σχολής. Τώρα αυτή η σχολή είναι και τόσα χρόνια παιδί μου τώρα, Βασιλικής πρέπει να ήταν. Βασιλιάς επικρατούσε τότε. Μετά έγινε η ταπητουργία, μετά από πολλά χρόνια. Ήμουν παντρεμένη εγώ, όταν έγινε η ταπητουργία. Εκείνα τα χρόνια που υπήρχε αυτή η σχολή ήταν για το χωριό, ήταν καλό γιατί έμεναν ξένα μέσα παιδιά, είχε κίνηση. Ήταν ένα ακριτικό χωριό, αλλά καλό χωριό ναι, καλοί άνθρωποι. Και σου είπα πώς ήμασταν με τις δασκάλες και πώς μας μαθαίνανε εκεί. Πήραμε γνώσεις για τη ζωή μας καλές, πώς να φερθούμε, πώς να μαγειρέψουμε, πώς να...Ήταν διδακτική σχολή. Δεν είχε αυταρχισμό. Το βασικότερο. Η άποψη μου.

Γ.Α.:

Εσείς όταν πηγαίνετε εκεί πέρα στη σχολή πώς νιώθετε που έχετε αλλάξει πάλι περιβάλλον και βλέπετε τις υπόλοιπες κοπέλες να είναι εκεί;

Α.Τ.:

Πως δηλαδή όταν έφυγα εγώ από μικρή από Κέρκυρα που πήγα πάνω εκεί;

Γ.Α.:

Όχι. Όταν φύγατε από την Σαγιάδα και πήγατε στο Πλαίσιο, στη σχολή στο Πλαίσιο πως νιώσατε που πήγατε εκεί πέρα που φύγατε από την Σαγιάδα;

Α.Τ.:

Ήταν και οι ξαδέρφες μου εκεί δεν ένιωσα, ένιωσα ότι πήγα χαζοχαρούμενη με τα παιδιά, με τα κορίτσια τα άλλα. Τραγουδούσαμε, κεντούσαμε, μαθαίναμε την τέχνη. Δεν αισθάνθηκα ότι έφυγα. Ήθελα την οικογένειά μου, είναι δυνατόν, αλλά προσγειώθηκα σε αυτά που έπρεπε να γίνουν. Το πήρα απόφαση. Είναι αναλόγως δεν σου είπα και προ ολίγου τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Αν προσαρμόζεται εύκολα ή όχι. Εγώ βάδιζα με το βήμα της ζωής. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου. Βρέθηκε αυτό στο δρόμο μου; Θα το περάσω. Και ακόμα τώρα αυτό κάνω. Έτσι είναι η ζωή. Θα την αντιμετωπίζεις όπως έρχεται όχι όπως την θέλεις. Αυτό, παιδιά μου, να το ξέρετε σαν μεγαλύτερη σας το λέω. Άλλα όνειρα μπορεί να κάνεις και διαφορετικά να ξημερώσεις. Τα έχει η ζωή αυτά. Μόνο να είναι προς το καλό, να υπάρχει υγεία, αγάπη τα βασικά και τα υπόλοιπα γίνονται και με λίγο στέρηση ξεχνιέται και όλα βρίσκονται. Το πρώτο είναι και το τελευταίο είναι η αγάπη και η υγεία, αυτά τα δύο. Και εκεί τη βρήκαμε. Βρήκαμε ήταν οι ξαδέρφες μου μαζί μεγαλύτερες λίγο, δηλαδή το περιβάλλον, οι φίλες δεν ήτανε άγριο περιβάλλον για να νοσταλγήσω. Βέβαια το σπίτι μου, το βραδινό το αυτό νοσταλγούσα. Μας πηγαίναν κάθε 15 μέρες, ερχόταν ο πατέρας μου με έπαιρνε, πήγαινα στο σπίτι μου αλλά ήταν ταλαιπωρία, γιατί ήταν μακριά. Έπρεπε να έρθει Φιλιάτες, να μπει στο αυτοκίνητο κάθε Πέμπτη που είχε να έρθει στο χωριό, να με πάρει εμένα, να με φέρει πάλι ή Σάββατο ή Κυριακή. Ήτανε δυσκολίες αλλά ήταν γενικευμένο το κακό. Δεν ήταν ότι είχε μόνο η οικογένεια ή το χωριό το δικό μου δυσκολία. Ήταν σε ολόκληρη. Εμφύλιος πόλεμος, δυσκολίες πολέμου δεν ήταν μόνο η Σαγιάδα ήταν κι άλλα χωριά έτσι; Τι άλλο θέλεις;

Γ.Α.:

Θέλω να μου πει λίγο για τα μαθήματα που κάνατε στη σχολή. Μου είπατε κάνατε....

Α.Τ.:

Κάναμε κέντημα, αργαλειό και ραπτική. Ακόμα έχω τετράδιο παλιό -θέλεις να το βγάλεις φωτογραφία- που έχω πως κάναμε την καραμελωτή την κουβέρτα και γράφαμε πώς θα την αρχίσουμε, πώς θα τελειώσουμε και τα γράφαμε και στο τετράδιο μην τα ξεχάσουμε όταν θα πάμε να φτιάξω εγώ που είχα την κλίση για να κάνω αργαλειό. Αλλά ήξερα και για την ραπτική μας δίνανε διαφορά πατρ[00:50:00]όν. Είχε κάποια βιβλία εκεί η δασκάλα μας και μας έβγαζε και μας έλεγε ή ένα φόρεμα δικό της άλλο και μας έβγαζε πατρόν με εφημερίδα κιόλας. Ό,τι χαρτάκι βρίσκαμε, δεν είχαμε πολυτέλειες, παιδί μου, να βρούμε τώρα τις κόλλες το χαρτί τις ειδικές και βγάζαμε πατρόν. Έχω το τετράδιο με τα γλυκά με αυτά που έχει φθαρθεί παλιό πολύ παλιό και το έχει η κοπέλα το θέλει. Από το '53.

Γ.Α.:

Κάνατε και γιορτές στη σχολή εκεί;

Α.Τ.:

Γιορτές γινόταν, αλλά εθνικές γιορτές δεν γινόταν όχι. Όταν ήταν που γιόρταζε το χωριό, όταν ήταν του Άι Λιός που γιόρταζε το χωριό του Προφήτη Ηλία. Έκανε ο πάτερ, ο παπάς Μακατσώρης το επίθετο λέγεται είναι αυτό που σου είπα η κυρία, έκανε ωραία. Έβραζαν το βράδι σιτάρι που βράζουνε, ψωμάκια έκαναν τα συνηθισμένα τους που γιορτάζει το χωριό, μαζευόταν. Είχαν μετά την εκκλησία στο αλώνι της εκκλησίας, δηλαδή κάτω στον πλάτανο, χορό αυτά, τα γλέντια τα χωριάτικα. Ωραία τα κάνανε, ωραία. Και ήταν βέβαια οι πιο μεγάλοι. Εμείς της σχολής ήταν η σχολή που θα έκανε έναν χορό και θα μαζευόμασταν πάλι στη σχολή μας. Ωραία ήταν.

Γ.Α.:

Εκδρομές κάνατε;

Α.Τ.:

Πολύ σπάνια. Μας έπαιρναν εκδρομή στα γύρω-γύρω εκεί δεν είχε και χωριά. Ήταν ο Τσαμαντάς, τον Μπαμπούρι (Βαβούρι) κάτι χωριά τέτοια δεν μας πήγαιναν σε αυτά. Κοίταξε ήτανε και φόβος. Μας πηγαίνανε καμιά φορά στις Φιλιάτες, στις Φιλιάτες για να ψωνίσουμε αν θέλαμε κάτι. Με τα πόδια δεν υπήρχε ή θα πήγαινες με το φορτηγό. Ένα φορτηγό θα πήγαινε μία φορά την Πέμπτη. Οι άλλοι πήγαιναν με τα ζώα, οι χωριανοί και φέρνανε ψώνια για να βάλουμε στο ζώο και αυτοί να έρχονται με τα πόδια. Είναι δύσκολη η κατάσταση ήτανε. Οι ευκολίες τώρα είναι αστροναυτικές που λέμε για εμάς τους μεγάλους που τις βλέπουμε και τις ζούμε. Ευχαριστούμε το Θεό που είμαστε ακόμα στη ζωή και είδαμε και τόσο ωραία πράγματα. Η εξέλιξη πρέπει να πάει πάντα μπροστά. Και πήγε αρκετά και με τις ασθένειες της έχει και με τα καλά της και με τα ανάποδα. Κάθε εξέλιξη έχει τα υπέρ και τα κατά, παιδί μου.

Γ.Α.:

Οπότε εσείς καθίσατε 8 μήνες, μάθατε την τέχνη του αργαλειού και φύγατε πάλι από το;

Α.Τ.:

Ναι. Έμαθα απ' όλα κι από λίγο. Και την ραπτική μου την αξιοποίησα, έραβα μετά και το κέντημα μου και τον αργαλειό. Το βασικό ήταν ο αργαλειός που πρωτοδούλεψα, ναι.

Γ.Α.:

Και μάθατε αργαλειό που είπατε με σκοπό να το χρησιμοποιήσετε ήταν και η αδερφή σας;

Α.Τ.:

Ναι, η αδερφή μου ήταν στην Κέρκυρα μετά το σταμάτησε, παντρεύτηκε μετά πήρα καινούργιο δικό μου εγώ αργαλειό, αυτή είχε του παλιού καιρού. Κάθε μια την τέχνη μας. Η αδερφή μου πήρε μηχανή, είχαμε εργαζόμασταν στο σπίτι αλλά εργαζόμασταν παιδί μου, υπήρχε εργασία. Ήταν το Σπίτι Παιδιού στη Σαγιάδα -για θα το δεις έχει φωτογραφία εκεί- πήγα και εκεί να μάθω ενέσεις, μας τις μαθαίνανε στο πορτοκάλι. Ήθελα κάτι το καινούργιο να μαθαίνουμε τα παιδιά εκείνη την εποχή. Εμένα μου άρεγε προς την ιατρική, μου άρεγε να μάθω ενέσεις. Είχα μάθει, έκανα και στον κόσμο στο χωριό, γιατί βοηθούσαμε όχι για να εκμεταλλευτούμε να πληρωθούμε, για όνομα του θεού, όχι. Αλλά πηγαίναμε ό,τι καινούργιο βλέπαμε να το μάθουμε για να επιβιώσουμε. Μετά ήρθε ένας δασκάλα στο Σπίτι Παιδιού που είχε τελειώσει τη σχολή και δούλευα τον αργαλειό μου, με χόρτο να πλέκουμε ποτήρια γύρω-γύρω με χόρτα με διάφορα χρώματα. Το χόρτο αυτό που εμβολιάζουνε τα δέντρα, να σου δείξω. Αυτό το παίρναμε, το βάφαμε και κάναμε διάφορα χρώματα και κάναμε παπούτσια, με το καλαπόδι, παντούφλες, τις οποίες τις πουλούσανε σε άλλα μέρη τουριστικά. Αλλά την αξία τους δεν την ξέραμε σε λιγότερη τιμή, βέβαια εμάς μας εκμεταλλεύονταν χωρίς να...Η εκμετάλλευση υπάρχει πάντα. Τα δίναμε στη σχολή, ερχόταν από άλλα μέρη τα παίρνανε. Αυτό το έκανα την ημέρα δούλευα αργαλειό, το βράδυ δούλευα με το χόρτο έκανα παντοφλάκια. Ωραίες παντόφλες. Που να 'χα αφήσει καμία ενθύμιο. Κι αυτά τα πουλούσαν σαν τουριστικά. Υπήρχε εργασία, έβρισκαν τον τρόπο για να υπάρχει εργασία στα στους νέους. Εμάς τα κορίτσια, πολλά κορίτσια είχαν μάθει αυτή την τέχνη μετά από τον αργαλειό και από τη ραπτική, να κάνουνε με χόρτο. Παίρναμε τα μπουκάλια αυτά που είναι από ποτό, αρχίζαμε από το κάτω μέρος επάνω επάνω στο μπουκάλι το πλέκαμε γύρω-γύρω ωραία με χόρτο και ήταν τουριστικό μπουκάλι. Αυτά τα πουλούσαν μου φαίνεται στην Αθήνα, ποιος ξέρει τουρισμό. Τα έπαιρνε από τη σχολή. Αυτό λεγόταν Σπίτι Παιδιού το λεγόμενο, στη Σαγιάδα. Είχε άλλες δασκάλες που βρήκαμε εκεί. Ήταν τρεις εκεί που ήταν;

Γ.Α.:

Οπότε πηγαίνατε και εκεί στο Σπίτι Παιδιού για πόσο διάστημα;

Α.Τ.:

Όχι εκεί πήγαινα ώρες, όταν ήτανε να μάθω μία εργασία. Ήταν η ώρα που ήθελα να μάθω ενέσεις παράδειγμα, ερχόταν ένας νοσοκόμος που ήτανε στο χωριό ένας γιατρός μόνο. Εκείνος μου είχε μάθει περισσότερο. Ήθελε είχα αυτή την όρεξη να μάθω να κάνω ενέσεις, με έμαθε αλλά όχι με πτυχία. Έκανα στα χωριά ενέσεις, όποιος ζήσει και όποιος πάει. Βράζαμε τις σύριγγες τότε γιατί δεν ήτανε αυτόνομες οι σύριγγες, μια σύριγγα δηλαδή και την πετάξεις όπως είναι τώρα. Τότε έπαιρνες την σύριγγα και την έβραζες σε ένα κατσαρόλι ή έριχνες ξύδι μέσα ή λεμόνι να μην έχει άλατα, το έβραζες πολλή ώρα, τη βελόνα, την έβραζες με ένα τσιμπίδι. Ήταν δύσκολη η προεργασία για να κάνεις μία ένεση, αλλά το ‘χα μάθει κι αυτό το ήξερα. Μετά ερχόταν η δασκάλα που θα μας μάθαινε, είπανε δύο φορές την εβδομάδα ας πούμε, θα πήγαινα εγώ θα άφηνα τον αργαλειό μου τη δουλειά μου που είχα την ατομική και πήγαινα να το μάθω εκεί. Όχι μόνο εγώ κι άλλα κορίτσια. Δεν ήμουν εγώ η πρωτοπόρα. Τα κορίτσια που θέλανε να μάθουν. Ε αυτό το πήρα σαν δεύτερη δουλειά να εργάζομαι το βράδυ στο σπίτι. Μετά έρχονταν άλλες και ήθελαν βλέπανε διάφορα εργόχειρα, στο έφερνε αυτό το εργόχειρο «Ποια κοπέλα μπορεί να το φτιάξει» της δίναμε τόσο χρηματικό ποσό. Τι βγάζαν αυτοί δεν ξέρω, αν περισσότερο ή αν ήταν η τιμή του τόση. Το δεχόμασταν, κορίτσια ήμαστε για να βγάλουμε τα χρήματα το έπαιρνα ένα εργόχειρο να το φτιάξω ξένο. Θα καθόμουν το βράδυ να το φτιάξω. Στην αρχή δεν είχαμε φωτισμό, μετά δεν ξέρω το '59 ήρθε ή το '60 το ρεύμα στη Σαγιάδα. Ήταν το πρώτο χωριό που πήρε ρεύμα, γιατί ήταν ακριτικό χωριό. Το νερό δεν υπήρχε μέσα στο σπίτι, υπήρχε εν αποστάσει στις συνοικίες απ'έξω. Μετά σιγά-σιγά δώσανε και πήρανε και στα σπίτια. Αυτές οι δυσκολίες στην αρχή τις αντιμετωπίσαμε θέλαμε δεν θέλαμε. Έτσι ήταν γενικό, δεν ήταν μόνο δικό μας, μόνο θέμα ατομικό της οικογένειας ήταν στο χωριό όλο. Και το έβλεπες φυσιολογικά γιατί το είχανε όλοι.

Γ.Α.:

Θέλετε να μου πείτε λίγο και αυτές οι φωτογραφίες;

Α.Τ.:

Ναι, για ποια θέλεις εσύ; Αυτή είναι με τη φίλη μου σε μία έξοδο, μάλλον Πρωτομαγιά πρέπει να πήγαμε όταν ήμουνα στο Πλαίσιο. Είναι η Τασία, η οποία ήταν από τον Παλαμπά η καταγωγή της. Μετά έμαθα, δεν τη συνάντησα δυστυχώς, ότι βρισκόταν στις Φιλιάτες αλλά δεν ξέρω το επίθετό της. Κακώς. Έχω μία φίλη στην Αθήνα, η οποία αυτή ήταν κοντοχωριανές ήταν από τον Παλαμπά και από το Μπαμπούρι κάπου εκεί και μου είχε πει προφορικά και της είχα ζητήσει το τηλέφωνο αλλά μετά όταν έμαθα εγώ είχε αρρωστήσει και έχει φύγει από τη ζωή αυτή η φίλη μου. Αυτή με αυτή είχα πολλή φιλία και με άλλη μία που βρίσκεται στην Αθήνα τώρα. Είμαστε σε εξοχή έξω μας είχαν βγάλει εκδρομή στα χωράφια που πηγαίναμε συνήθως, σε λιγάκι μέτρα πιο μακριά από το σπίτι, σε κάτι άλλα να ξεφύγουμε από την μονοτονία της σχολής. Κάποια Κυριακή πρέπει να ήταν μετά την εκκλησία. Την Κυριακή είχαμε καθιερωμένη εκκλησία, μετά γυρίζαμε πίναμε το, μας είχανε εκεί χυμούς τέτοια τα στύβαμε μόνες μας πορτοκάλια κι αυτά. Καλά ήταν. Θα μας μοίραζαν ψωμάκια, σταφίδες η σχολή μέσα το πρόγευμά μας, το βραδινό μας. Είχε ωραίο πρόγραμμα. Τακτική όχι με ασυδοσία αλλά ούτε και με στέρηση.

Γ.Α.:

Οπότε τις Κυριακές ήσασταν πιο ελεύθερες;

Α.Τ.:

Ναι ναι τις Κυριακές δεν είχαμε. Είχαμε μόνο όταν τύχαινε η σειρά μας να μαγειρέψουμε μία φορά τη βδομάδα πότε θα τύχει η εβδομάδα σου Κυριακή που θα είσαι μέσα και θα είσαι στην κουζίνα, τότε δεν ήσουν ελεύθερη να σε πάρουνε το γκρουπ, μας έβγαζε λίγο βόλτα. Τίποτα δέκα μέτρα έξω από το χωριό γύρω-γύρω, έτσι.

Γ.Α.:

Και αυτή εδώ;

Α.Τ.:

Αυτή είναι στο Δημοτικό στην Κέρκυρα που είναι όταν γίνονται οι εξετάσεις οι τελικές του σχολείου τον Ιούνιο. Γι' αυτό γράφει και πίσω ότι είναι τον έκτο μήνα του '49. Ήμουν[01:00:00]α πέμπτη Δημοτικού εκεί και μετά τελείωσα το σχολείο. Είμαι μια τάξη προτού τελειώσω. Είμαστε στην αυλή του σχολείου που κάναμε τις γυμναστικές επιδείξεις, που έγιναν οι χοροί, που έγινε αυτό το σχολικό, ας πούμε, γλέντι το με τη δασκάλα μας και εμείς τα υπόλοιπα παιδιά είναι από τρεις τέσσερις τάξεις εδώ. Η μεγαλύτερη είναι η πέμπτη μετά έρχεται η έκτη εν συνέχεια μέχρι δεν νομίζω να είναι η πρώτη δεν είναι όχι. Δηλαδή οι μεγαλύτερες τάξεις, οι οποίες λάβανε μέρος σε αυτά γιατί μας πηγαίνανε. Δεν ξέρω δεν ήταν υποχρεωτικό, αλλά σου έλεγε ότι θα 'ρθεις. Καλά οι εξετάσεις αυτές που γίνονταν, όταν γίνονταν οι λιτανείες, οι παρελάσεις λαβαίναμε μέρος σε αυτά. Ήταν ωραία. Γινόταν ωραίες λιτανείες που γινόταν η κάθε εκκλησία τις δικές της και με καλαθάκια με λουλούδια μας έπαιρναν οι δάσκαλοι. Ας πούμε, σε μία λιτανεία της εκκλησίας θα πήγαινε η μεγάλη τάξη, μετά η επόμενη, κάθε τάξη. Έπαιρναν από κάθε εκκλησία της περιφέρειας μας της γειτονιάς εκεί στο Μαντούκι, μετά πάνω που ήμουνα μέσα στην πόλη λαβαίναμε μέρος όταν ήταν στον Άγιο Σπυρίδωνα η λιτανεία. Μικρά παιδάκια αλλά χαιρόμασταν μας πρόσεχαν. Και όπως ήμουν και κοντή μια σταλιά παιδί. Καλά ήταν. Αναμνήσεις.

Γ.Α.:

Κι αυτή εδώ;

Α.Τ.:

Αυτή είναι πάλι που ζούσαμε εκεί τα παιδιά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο που πήγαμε Κέρκυρα με το καΐκι. Δεν σου το πρωτοείπα; Και είμαστε όλα τα παιδιά από τα αδέρφια από το σόι της μητέρας μου, γιατί ο πατέρας μου μία αδερφή είχε τα παιδιά ήταν πιο μεγάλα ήταν σε χωριό. Δεν είχαμε, είχαμε επαφή και ακόμα έχουμε με το σόι του πατέρα μου, αλλά ήταν ένας μοναχογιός. Η μητέρα μου ήταν άλλα πέντε αδέρφια και εδώ είμαστε όλα τα παιδιά. Από τη μεγαλύτερη αυτή η οικογένεια αυτής της κοπέλας μένουνε Γιάννενα και ο αδερφός της. Εδώ αυτή έχει τελειώσει δασκάλα σε οικοτροφείο είναι της και της θείας που σου είπα μας μάζεψε στην Κέρκυρα. Η κόρη της είναι αυτή. Εδώ είμαι εγώ. Αυτή είναι η αδερφή της προηγούμενης, εδώ τα τρία αδέρφια από τον ίδιο πατέρα. Εδώ είναι η αδερφή μια-δυο-τρεις αδερφές. Ένας, δύο, τρία τα άλλα τα αδέρφια. Κατάλαβες; Είμαστε από τις οικογένειες και ακριβώς αυτή η πόρτα είναι του σπιτιού από το θείο μας, τον αδερφό της μητέρας μου που μας είχαν μαζευτεί σε αυτή την Κυριακή σε αυτόν μας έκαναν το τραπέζι εκεί, μαζευόμασταν μας λέγανε ιστορίες, χορεύαμε, παίζαμε, τι να σου πω περνούσαμε όμορφα. Όλα μαζί ξέρεις τώρα να μαζευτούν 15 παιδιά, πόσα είμαστε εκεί 10 τι γίνεται χαμός. Αλλά μας πρόσεχε ο θείος, η θεία μας ετοιμάζανε πρωινό, μαζευόμασταν όλα τα ξαδέρφια τα οποία ακόμα η αγάπη δεν αλλοιώθηκε και τόσα χρόνια που περάσαν. Άλλα είναι εν ζωή και άλλα είναι βρισκόμαστε σε διάφορα μέρη αλλά τηλεφωνιόμαστε. Γιατί θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια, τη ζωή, σαν αδέρφια. Δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε. Εγώ ήμουν μικρότερη από τα αδέρφια μου και δεν είχα παρέες, ήμουν το τελευταίο παιδί, οπότε με τα ξαδέρφια μου αυτά ταίριαζε η ηλικία. Και βρισκόμουν συνήθως εκεί, περισσότερες ώρες με τα ξαδέρφια μου και όχι με τα αδέρφια μου.

Γ.Α.:

Και η άλλη φωτογραφία που έχετε εκεί πέρα;

Α.Τ.:

Αυτή είναι η οικογένειά μου, οι γονείς μου και τα αδέρφια μου.

Γ.Α.:

Αυτή εδώ πού είναι τραβηγμένη, πότε;

Α.Τ.:

Αυτή είναι στην Κέρκυρα, στον ανθόκηπο. Την Κυριακή που μας μάζευε ο πατέρας μου, που σου είπα που μας μάζευε τις Κυριακές και μας πήγαινε εκκλησία και μετά οι μεγάλοι χωριζόντουσαν και πηγαίνανε να ακούσουν τη μουσική στο κέντρο της Κέρκυρας που έχει εκεί που ακούνε, μια βολτίτσα. Αυτή είναι το πρώτο παιδί της μάνας μου είναι τώρα η μάνα του, η γιαγιά του Γιώργου. Εδώ είναι ο αδερφός μου που είναι στη Γερμανία πήγαινε στο σχολείο τότε με τη στολή του στο γυμνάσιο. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο αδερφός μου ο οποίος έχει φύγει κι αυτός από τη ζωή, είναι του Στέλιου ο πατέρας που έχει στη Σαγιάδα. Α δεν ξέρεις, με τον Γιώργο νόμιζα πώς το ξέρεις. Αυτή είμαι εγώ και αυτή είναι η αδερφή μου έχει φύγει από τη ζωή, έμενε Γερμανία γιατί είχε πάει εκεί και έχει ένα γιο στη Γερμανία. Και μέσα εδώ έχει την ενδυμασία του πατέρα μου που σου έδειξα τα παλιά τα χρόνια. Εδώ είμαστε, ήμουν πολύ δεμένη με αυτόν τον αδερφό.