© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Πώς κλέφτηκα με τον άντρα μου»: Η Μαρία Βεργοτίδου αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
10872
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Βεργοτίδου (Μ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/08/2021
Ερευνητής/τρια
Χαϊδεμένη Παλτόγλου (Χ.Π.)

[00:00:00]

Χ.Π.:

Έναρξη συνέντευξης. Ονομάζομαι Παλτόγλου Χαϊδεμένη, βρίσκομαι στο νομό Καβάλας, στο χωριό Νέα Πέραμος, η ημερομηνία είναι 21 Αυγούστου του 2021 και ξεκινάει η συνέντευξη. 

Χ.Π.:

Καλησπέρα.

Μ.Β.:

Καλησπέρα Χάιδω.

Χ.Π.:

Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;

Μ.Β.:

Βεργοτίδου Μαρία.

Χ.Π.:

Ωραία. Θέλετε να μου πείτε και λίγα λόγια για εσάς; Ποια είστε; Τι κάνετε;

Μ.Β.:

Γεννήθηκα στη Θάσο. Το χωρίο μου λέγεται Μαριές. Το 1951. Μεγάλωσα, είχα καλά παιδικά χρόνια. Παίζαμε. Πολύ ωραία χρόνια. Δεν είχε αυτοκίνητα. Ήμασταν ελεύθερα. Σιγά-σιγά μεγάλωσα. Έγινα κοπελίτσα, 16 χρονών. Είχαμε αγροτικές δουλειές, είχαμε ζώα, ήταν κτηνοτρόφος ο πατέρας μου, πηγαίναμε τον βοηθούσαμε, είχαμε κι ελιές. Το 1967 πριν λίγες μέρες των Χριστουγέννων, ζύμωσα ψωμί κι ο πατέρας μου ήτανε φύλακας σε ένα ελαιοτριβείο και έπρεπε να πάω τα ψωμιά. Πήγα στη στάση να πάρω λεωφορείο και όπως μπήκα μέσα και καθόμουνα, περιμέναμε άλλο λεωφορείο για να γίνει μία αλλαγή για να πάρουμε άλλα άτομα. Βλέπω ένα παλικάρι και έρχεται και λέω «Κάπου το ξέρω αυτό το παλικάρι». Δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ. Κατεβήκαμε στην ίδια στάση. Εκείνος ήθελε να δουλέψει στο ιδιωτικό ελαιοτριβείο. Δεν με μίλησε, δεν τον μίλησα. Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων, είπε η μαμά μου «Θα πάμε στις ελιές» γιατί είχαμε ελιές και δεν είχαμε τελειώσει. Ήτανε η αδελφή μου με τον γαμπρό μου και η μητέρα μου. Πηγαίνουνε, τινάζανε τα δέντρα, λέει η αδελφή μου «Πάνε στην κυρία Ειρήνη να πάρεις το ράδιο να ακούσουμε τη ‘Μαρίνα’». Αυτή η κυρία Ειρήνη ήταν στο άλλο ελαιοτριβείο. Εκεί που πήγα, βλέπω αυτό το παλικάρι, δεν ήξερα ούτε το όνομά του και λέω «Κυρά Ειρήνη, να 'ρθεις να μας βοηθήσεις». Λέει «Να 'ρθω και εγώ;» Λέω «Έλα!» Εγώ πήρα το ράδιο, πήγα εκεί που ήταν. Τίναζα τις ελιές. Έρχεται κάποια στιγμή κάτω από το δέντρο και με λέει «Να μαζέψω -λέει- να σας βοηθήσω». Λέω τη μαμά μου να του δώσουνε έναν κoυβά, του λέω «Θα ανεβείς στο δέντρο;» «Όχι-μου λέει-Φοβάμαι». Λέω «Τι παλικάρι είναι αυτό να φοβάται να ανεβεί στο δέντρο;» Μάζευε ελιές, μιλούσαν με τον γαμπρό μου εκεί πολύ ωραία. Κάποια στιγμή βράδιασε, πήραμε τις ελιές, είχε ένα μικρό παιδάκι αυτή η κυρά Ειρήνη και τρέχαμε ποιος θα βγει πρώτος. Σε κάποιο σημείο τον ακούω μιλάει και με λέει «Να 'ρθω και εγώ να τρέξω να δούμε ποιος θα βγει πρώτος;» Δεν καταλάβαινα, έτρεχε το νερό. Λέω «Τι είπες;» Λέει «Δεν πειράζει». Ήρθε και πήρε το τσουβάλι τις ελιές από την πλάτη μου. Λέω «Αυτό το παιδί τι θέλει να πάρει τις ελιές και να με βοηθήσει, τι ήρθε;» Κάτι μπήκε στο μυαλουδάκι μου λίγο πονηριά, αλλά εκείνη την τώρα δεν κατάλαβα τίποτε. Λοιπόν, την άλλη τη μέρα, έρχεται το αγοράκι αυτό και με λέει «Είπε εκείνο το παιδί το βράδυ σε περιμένει στην πλατεία του χωριού στις 6 ώρα να σε μιλήσει». Πήγα εγώ στο σπίτι. Τότε είχαμε λάμπες γκαζόλαμπες, δεν είχαμε ρεύμα. Ανάψαμε την λάμπα. Παίξαμε εκεί με το ανιψάκι μου. Πήγα μες στο δωμάτιο να κοιμηθώ. Βλέπω έναν φακό απάνω στο παράθυρο, ένα φως. Νόμιζα ήταν και κάποιο ξαδελφάκι μου, του φωνάζω «Γιάννη παρ' το φακό απ' το παράθυρο, γιατί θα κατεβώ κάτω, θα σε σπάσω το φακό!» Βλέπω ο φακός, το φως δε φεύγει από το παράθυρο, βγαίνω έξω στο μπαλκόνι και με λέει «Μπράβο δεσποινίς! Είσαι συνεπής στον λόγο σου, ήρθες στο ραντεβού 18:00 η ώρα.» Του λέω «Μη μιλάς! Θα με ακούσει η αδελφή μου και θα φάω ξύλο! Φύγε και θα 'ρθω αύριο στο ραντεβού». Αύριο εγώ δεν πήγα στο ραντεβού, το ξέχασα. Με λέει η αδελφή μου «Πήγαινε να φέρεις πετρέλαιο». Πήρα ένα μπιτονάκι, να πάω να πάρω πετρέλαιο. Εκεί είχα μία θεία, η οποία ήθελε σε κάτι να τη βοηθήσω και βλέπω το Μπάμπη-τον άντρα μου- [00:05:00]να κάθεται αυτό το παλικάρι εκεί. Βοήθησα τη θεία μου, φεύγω από εκεί να πάω στο σπίτι, είχε μία διασταύρωση. Είχε μία βέργα στο χέρι του και με λέει «Όχι από αυτό το στενό, από 'δω θα φύγεις». Εγώ, είχε κόσμο, κυκλοφορία, ντρεπόμουν να καθίσω να μιλήσω ένα άγνωστο παλικάρι και πήγα από εκείνο τον δρόμο. Φτάνουμε έξω από το χωριό στο τελευταίο σπίτι, το λέω «Τι θέλεις να με πεις;» Με λέει «Έστειλα σήμερα προξενιό στους γονείς σου και ο μπαμπάς σου δε σε δίνει, γιατί είσαι το δεξί του χέρι. Θες να σε πάρω να παντρευτούμε; Να σε κάνω γυναίκα μου;» «Θέλω» του λέω. Εκείνη τη στιγμή περνάει κάποιος χωριανός μας, για να μη με δει, εγώ φοβήθηκα, κάθομαι έτσι σε ένα τοίχωμα που είχε και έρχεται ο άντρας μου εκεί έσκυψε, για να με κρύψει. Κι εγώ φοβήθηκα και λέω «Μπα, θα με ακουμπήσει τα στήθη! ‘Το ένα θα μεγαλώσει -που με έλεγε η μάνα μου- και τ' άλλο θα μικρύνει!’» Μόλις πέρασε αυτός ο άνθρωπος, φεύγω κάτω από το χέρι του, ξέφυγα. Πάω στο σπίτι. Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Έλεγα «Μπα, τι ήταν αυτό –λέω- που πήγα εγώ εκεί και με μίλησε ένα ξένο παλικάρι;» Τον άνδρα μου τον λέγανε Χαράλαμπο «Μπάμπη» τον φωνάζανε. Ο Μπάμπης πήγαινε να ψωνίσει σε κάποιο μπακάλικο εκεί στο χωριό και είπε ότι «Εγώ θα σας κλέψω το καλύτερο κορίτσι μέσα από το χωριό». «Τη Μαρίκα;» του λένε. Παν' και το λένε στον μπαμπά μου. Στεναχωρήθηκε ο πατέρας μου. Και λέει «Θα ανεβώ στο χωριό να τον κάνω... Ξύλο –λέει- θα φάει». Έρχεται η μάνα μου και με λέει «Ετοίμασε τα ρούχασ' στη βαλίτσα και φεύγεις στο άλλο το χωριό, θα κάτσεις στη Σκάλα. Εκεί που είναι ο αδελφός σου, να βοηθάς τον αδελφό σου μέχρι να 'ρθω». Πράγματι, κατεβαίνω κάτω στη Σκάλα, πήγα, πάλι ζύμωσα εκείνη τη μέρα, έπιασα μαγιά προζύμι. Έρχεται ο αδελφός μου και με λέει «Πήγαινε στο χωριό. Τα μεροκάματα που δούλεψα στο λίπασμα πληρωθήκαν και δεν ήμαν να πληρωθώ. Πάνε να πάρεις τα λεφτά, γιατί έρχεται τα Φώτα, να πάμε στο κέντρο να διασκεδάσουμε». Πήγαινα με το αδελφάκι μου και χορεύαμε. Πράγματι, πήγα πάνω στο χωριό, ήταν η αδελφή μου εκεί. Μόλις με βλέπει, με λέει «Γιατί ήρθες; Γρήγορα -με λέει- να φύγεις στη Σκάλα, σε στείλανε εκεί η μάνα και ο μπαμπάς. Γιατί ήρθες;» «Είχα δουλειά -την λέω- και ήρθα». Φεύγω, πάω σε αυτό το σπίτι που πήραν τα λεφτά του αδελφού μου τα μεροκάματα, για να με δώσουν τα χρήματα. Εκείνη την ώρα περνάει ο Μπάμπης κάτω από σπίτι και τον βλέπει η αδερφή μου. Και φωνάζει τον άντρα της «Κοίταξε ποιος περνάει κάτω από το σπίτι; Ήρθε να πάρει τη Μαρίκα. Πάνε να τον πιάσεις και να του δώσεις ξύλο». Κατεβαίνει ο γαμπρός μου, παιδί της πόλης, τι να πιάσει να πει; Τίποτε. Μπροστά ο ένας, πίσω ο άλλος. Αυτά βέβαια, με τα είπαν κατόπιν αργότερα, εκείνη την μέρα εγώ δεν το ήξερα. Κάποια στιγμή, γυρνάω από εκεί που πήγα, που είχα δουλειά, φτάνοντας στο σπίτι μου, εκεί στην αυλή απάνω στη σκάλα, βλέπω την αδερφή μου, έχει μία αγκίδα αναμμένη, γιατί εκείνα τα χρόνια έτσι ζούσαμε. Σβήνει την αγκίδα το φως και λέει τη θεία μου δίπλα, να με δώσει το φαναράκι, να ψάξει εκεί μέσα στα στενά να με βρει. Εγώ στεναχωρήθηκα, πήγα στο κρεβάτι μου, έπεσα και έκλαιγα. Έρχεται ο γαμπρός μου, του λέω «Βύρων, τι έγινε; -λέω- Τι σε έβαλε η Μορφούλα να κάνεις;» λέω «Δεν ξέρω –λέει- συνεννοηθείτε –λέει- είστε αδελφές». Έρχεται η αδελφή μου και με χτυπάει. Με έπιασε από τα μαλλιά, με έδωσε δύο σφαλιάρες. Στεναχωρέθηκα πάρα πολύ. Και με λέει «Αύριο –λέει- θα πάει ο μπαμπάς μου μαζί με τον Βύρων, θα πουν αυτόν που έχει το ελαιοτριβείο να τον διώξουνε αυτόν από εκεί και θα φάει κι ένα ξύλο». Εγώ στεναχωρέθηκα τόσο πολύ… που όταν κοιμηθήκαν εκείνοι, πήρα και άναψα μία φωτιά πιο μεγάλη, να έχω πολύ φως και πήρα ένα χαρτί και ένα μολύβι και έγραψα ένα γράμμα ότι «Είμαι στο άλλο το χωριό κάτω και άμα θες να με κάνεις γυναίκα σου, έλα να με πάρεις από εκείνο το χωριό». Τώρα πώς θα του δώσω το γράμμα; Σκεφτόμουν όλη νύχτα… να του δώσω τα παιδιά το χωριανά μας που δουλεύανε μαζί θα [00:10:00]το διαβάσουνε… Και παίρνω θάρρος και λέω στον οδηγό να με περιμένει 2 λεπτά και είπα ένα παιδί «Να βγει έξω από το ελαιοτριβείο ο Μπάμπης» και του το 'δωσα η ίδια στα χέρια και τον είπα «Να το διαβάσεις και να με απαντήσεις!» Εκείνος χαρά μεγάλη. Λέει τα παιδιά από το χωριό μας που έκαναν βάρδια «Παιδιά, δε θα κάνουμε μεσημέρι, θα τη βγάλουμε εργολαβία και θα σχολάσουμε πιο νωρίς να πάω κάτω απ' τη Σκάλα να κλέψω τη Μαρίκα». Ο μπαμπάς μου και ο γαμπρός μου πάνε στο ελαιοτριβείο και ο γαμπρός μου δείχνει ποιος είναι ο Μπάμπης. Πιάνει ο μπαμπάς μου τον θείο, είχε έναν θείο εκεί ο άντρας μου που δούλευε, γι' αυτό ήρθε και φυσικά εκεί ήταν μηχανικός ο θείος του και έφερε και τον ανιψιό του εκεί. Τον λέει «Φώτη, τι γίνεται; Ο ανιψιόσ' λέει θα με κλέψει τη Μαρίκα» «Δεν ξέρω –λέει- κυρ Δημήτρη η κόρησ' λέει του έστειλε γράμμα». Νευρίασε ο μπαμπάς, πάρα πολύ, μαζί μου. Πάει λέει στον Μπάμπη «Μπορείτε –λέει- να βγείτε έξω να σας μιλήσω;» Λέει «Όχι –λέει- δεν μπορώ, αυτή τη στιγμή, γιατί εργάζομαι και ανεβάζω -λέει- την πρέσα και αν φύγω και ανεβάσει θερμοκρασία, θα σπάσει η πρέσα. Όταν –λέει- σχολάσω θα έρθω να με πεις τι θέλεις». Σχολάσαν τα παιδιά, εγώ την ημέρα πήγα σε μία ξαδέρφη που είχα και την είπα ότι «Θα κλεφτώ με ένα παιδί ξένο -και δεν ήξερα και το όνομά του καλά-καλά του Μπάμπη-που τον έχει ανιψιό ο Φώτης-λέω- που έχει την Ελένη γυναίκα απ' την Καληράχη». Έκλαιγε η ξαδέρφη μου αυτή «Να μην κλεφτείς, να μην κάνεις» με λέει και «Άντε καλά -τη λέω- δεν κλέβομαι» με λέει «Άντε πάνε στο σπίτι, να ανάψεις φωτιά, να ζεσταθεί το σπίτι και θα κατεβώ –λέει- να καθίσουμε εκεί με το παιδί, να περάσει και ο άντρας μου να με πάρει κατά 9 η ώρα το βράδυ». Όπως κατεβαίνω, θυμάμαι τα ψωμιά που ζύμωσα δεν πήγα να τα πάρω από τον φούρνο.

Μ.Β.:

Βγαίνω εκεί στην στάση να πάρω στο φούρνο, βλέπω τον άντρα μου με έναν άλλο φίλο του εκεί στη στάση. Με λέει «Είναι η ώρα 6 παρά τέταρτο, 6  η ώρα θα είσαι έξω εκεί στο γεφυράκι από το χωριό και φεύγουμε, γιατί ο μπαμπάσ' ήρθε και με έπιασε». Εγώ πανικοβλήθηκα. Πάω στον φούρνο, παίρνω τα ψωμιά, γυρίζω, έρχεται ο γαμπρός μου. Με πιάνει απ' το αυτί. Μου λέει «Κατσικάκι, τι έκανες; Έστειλες γράμμα -λέει- το παιδί εκείνο; -λέει- Έρχεται ο μπαμπάς με το ταξί του από τούδε και φέρνει και το μαχαίρι που σφάζει τα κατσικάκια και θα σε σφάξει -με λέει- και ήρθα εγώ να γλιτώσω λίγο την κατάσταση». Τρελάθηκα, τρελάθηκα! Πάω παίρνω και τα άλλα τα ψωμιά, τα πάω στο σπίτι, παίρνω και τα λεφτά από την ξαδέλφη μου που είχε κάτι χρήματα εκεί, έρχεται κλαίει, δεν μ' αφήνει εκείνη να φύγω. Την λέω  «Μην κλαις, θα φύγω -τη λέω-  πάρε τη βαλίτσα,  να με βοηθήσεις, να μη με δει η γειτονιά». Δεν την πήρε. Φωνάζει μια γειτόνισσα από εκεί, ένα κορίτσι στην ηλικία τη δικιά μου. Παίρνει εκείνο τη βαλίτσα. Εκείνη τη στιγμή γίνεται και ένα τρακάρισμα λίγο πιο πάνω. Και πάει να δει ο γαμπρός μου το τρακάρισμα και ο αδερφός μου είναι στο καφενείο. Απ' τον δρόμο δεν πήγα, γιατί θα με βλέπανε. Είχαμε ένα κτήμα εκεί, που είχε μία περίφραξη πέτρινη. Πηδάω μέσα εκεί, με δίνει το κορίτσι τη βαλίτσα και φεύγω. Δηλαδή, να ήταν 500 μέτρα η περίφραξη αυτή γύρω-γύρω, 800, 1 χιλιόμετρο-δεν ξέρω- 1000 μέτρα. Όταν έβαλα πάνω εκεί στο πέτρινο το ντουβάρι τη βαλίτσα, γύρισα για να την πάρω και βλέπω έρχεται ο αδελφός μου με τον γαμπρό μου και με κυνηγάν. Φτάνω εκεί στο γεφυράκι, σε λίγο απόσταση που έβλεπα, βλέπω ο Μπάμπης δεν είναι εκεί. Λέω «Τώρα τι θα κάνω; -λέω- Αυτός έφυγε –λέω- και αυτοί με κυνηγάνε. Μπα –λέω- θα πάω από εκεί –λέω- από τις πέτρες, είχαμε θάλασσα, πού να πέσω;» το 'βαλα στο μυαλό μου αυτό. Αλλά λίγο κάνουνε έτσι, τους βλέπω λίγο πιο εκεί, φώναξαν, λέει «Η μικρή έρχεται» το άλλο το παιδί, τρέχουν σε εμένα, παίρνει το παιδί την βαλίτσα από τα χέρια μου, με πιάνει από το χέρι ο άντρας μου και τρέχουμε. Ο καλός ο Θεούλης που με αγαπάει, να μη γίνει τίποτε έγκλημα, βγάζει έναν αέρα, μιαν σκόνη και ήταν ηλιοβασίλεμα, είχε και ήλιο και έβγαλε έναν αέρα, δεν ξέρω τι αέρας ήτανε αυτός. Και πετάει το παιδί, έτσι τη βαλίτσα μέσα εκεί στα ορμάνια που είχε κι εκείνη όπως γυάλισε, νόμιζαν είχαν μηχανάκι και με έβαλαν επάνω και με πήραν και φύγαμε. Εμείς κρυβόμαστε εκεί μέσα στα τσαλιά, είχε [00:15:00]ησυχία. Ακούμε και λέει «Είχανε -λέει- μηχανάκι και την πήραν -λέει- πάμε να πάρουμε του χασάπη το μηχανάκι, να πάμε –λέει- να τους προλάβουμε». Τώρα βγαίνουμε, απάνω βουνό-βουνό, εγώ λέω «Παιδιά, από εδώ που πάμε είναι νύχτα, σκοτεινιάζει και έχει γκρεμούς. Δε θα μπορέσουμε να φτάσουμε στο διπλανό χωριό!» Στο διπλανό χωριό, έμενε ο θείος του, ήταν το σπίτι της θείας του και του θείου του, που μένανε εκεί, το βράδυ ο θείος του πήγαινε απ' το ελαιοτριβείο που σχολούσε. «Πρέπει –λέω- άσφαλτο να πάμε». Κατεβαίνουμε στον άσφαλτο, βλέπουμε ένα φως από πίσω, προλαβαίνουν και πηδάν τα παιδιά έξω από τον δρόμο, κατεβήκαμε έτσι και κρυφτήκαμε και περνάει το μηχανάκι και βλέπουμε είναι ο αδελφός μου μέσα με τον γαμπρό μου. Ήταν τρίκυκλο, εκείνα τα παλιά τα μηχανάκια. Λέει «Δεν είμαστε στον δρόμο απάνω να περπατήσουμε» και αρχίσαμε από τη θάλασσα. Πέτρες, πέτρες, κάβο, κάβο και φτάσαμε στο διπλανό χωριό.

Μ.Β.:

Με πήγε στο σπίτι, στον θείο του. Χτυπάει το κουδούνι, λέει «Θείο –λέει- την πήρα τη μικρή» Λέει «Φέρτην απάν». Η θεία του φώναζε «Διώξ' την, δε θα τη βάλουμε μέσα». Τη μάλωσε ο θείος, με έβαλαν μέσα. Ο αδελφός μου όμως, και ο γαμπρός μου, είχαν 2 αδελφές σ' εκείνο το χωριό παντρεμένες. Πήγαν στο σπίτι «Που είναι η αδελφησ';» «Κλέφτηκε με του Φώτη από το Κάτω το Παλούκι τον ανιψιό;» «Βρε δεν ξέρουμε τίποτε!» «Όχι, την έχετε κρυμμένη». Και πήρε το ψαλίδι από τη νονά μου να με κόψει τα μαλλιά για τιμωρία. Είχα μακριά μαλλιά. «Βρε κάτσε καλά, αδερφέ, δεν είναι εδώ η Μαρίκα» «Πάμε –λέει- Αστυνομία». Πάνε στην Αστυνομία. Έρχεται η Αστυνομία, κάτω σ' αυτό το σπίτι. Η μία η αδερφή μου, που με υποστήριξε κιόλας, ήταν μέσα στο ταξί και εγώ πήγα να χαμηλώσω την λάμπα, για να ξαπλώσουμε να κοιμηθούμε, και είδε τα μαλλιά μου και με γνώρισε και λέει «Είναι απάνω η αδερφή μου, αλλά δε θα την πειράξει κανένας, ούτε θα την πάρει -λέει- πίσω κανένας». Χτυπάει ο χωροφύλακας την πόρτα και λέει «Κύριε Φώτη –λέει- φιλοξενίζετε –λέει- τον ανιψιό σας εδώ –λέει- με μια κοπέλα;» Λέει «Όχι» φοβήθηκε κι εκείνος. Λέει «Αν λέτε ψέματα –λέει- θα πάτε μέσα για απόκρυψη. Είναι η κοπέλα –λέει- ανήλικη και την ψάχνουν οι δικοί της!» λέει «Δε μπορώ να σας ανοίξω –λέει- αν έρθει και ο αστυνόμος –λέει- θα σας ανοίξω». Και πάνε φέρνουνε τον αστυνόμο, έρχονται και μας παίρνουν στο Τμήμα. Πάμε στο Τμήμα, έρχεται η αδελφή μου η μία, με λέει «Σήκω –λέει- κορίτσι μου να φύγουμε, άσε τον αυτόν τον ξένο, άμα θες να σε παντρέψουμε εμείς, θα σε δώσουμε –λέει- παιδί». Τη λέω «Όχι, εγώ αυτόν τον αγαπώ, θέλω να τον πάρω». Τραβήχτηκε στην άκρη. Η άλλη λίγο πήγε να με υποστηρίξει και ήτανε μες στο ταξί, με λέει «Τον πήρες τον γαμπρό;» Λέω «Τον πήρα» «Καλά –λέει- έκανες». Εκείνη μόνο με υποστήριξε. Έρχεται ο γαμπρός μου σε λίγο στην Αστυνομία, μαζί με τον αδερφό μου. Έρχεται ο αδερφός μου να με πιάσει από τα μαλλιά και με το ψαλίδι στο χέρι. Και τον πιάνει ο χωροφύλακας και τον λέει «Που πας; -λέει- Τι πας να κάνεις; -λέει- Έξω! Να πας να φέρεις τη μανασ' και τον μπαμπάσ'!» Λέει ο γαμπρός μου «Πάμε να φύγουμε, Γιαννάκη, και εγώ θα καθαρίσω την υπόθεση». Του λέει ο χωροφύλακας «Τι θα καθαρίσεις; Κοτόπουλα είναι –λέει- και θα τα καθαρίσεις; Άντε να φέρετε τους γονείς εδώ!» Έρχονται, πήγανε με το ταξί από το άλλο χωριό, φέρανε τους γονείς μου. Μπαίνει ο μπαμπάς μου μέσα, με μάλωσε, με έφτυσε, εγώ έσκυψα το κεφάλι, ντροπιάστηκα. Έρχεται η μάνα μου, έκλαιγε, με δίνει το χέρι της «Δώσε με, κορίτσι μου, το χέρι σου -με λέει- έλα να σε πάρω στο σπίτι. Μην τον παίρνεις αυτόν τον ξένο. Εγώ, άμα θες να παντρευτείς, έχουμε καλά παιδιά, που σε θέλουν εδώ στο χωριό. Θα σε δώσω 30 λίρες και 30 κατσίκες και θα σε παντρέψω» «Όχι-λέω- μάνα, δε θέλω».

Χ.Π.:

Μην ανησυχείτε. Πάρτε ανάσα. 

Μ.Β.:

«Εγώ -λέω-Θα τον πάρω!» Τραβήχτηκε η μάνα μου στην άκρη. Δεν ταίριαζε ο πατέρας μου να υπογράψει το χαρτί, γιατί ήμουνα ανήλικη. Τον παρακαλούσε ο αστυνόμος μέχρι τη νύχτα. [00:20:00]Κάποια στιγμή, λέει «Να 'ρθει ο παππάς –λέει- να τα παντρέψουμε απόψε εδώ μέσα στην Αστυνομία και κουμπάρος –λέει- ο αστυνόμος». Λέω «Καθίστε να σας πω, εγώ δε θέλω να παντρευτώ έτσι! Θέλω να βάλω άσπρο νυφικό και να παντρευτώ Κυριακή. Θέλω να γίνω νύφ'». Γέλασε ο αστυνόμος «Ό,τι πει –λέει- το κορίτσι. Κυριακή; Κυριακή!» Υπόγραψε ο Μπάμπης το χαρτί, ότι θα με παντρευτεί, μία βεβαίωση έκανε ότι δεν με αφήνει. Του λέει «Άντε τώρα- Δημητρώ λέει τον μπαμπά μου-Να φύγετε –λέει- στο σπίτι να ησυχάσουμε πάει 3.00 η ώρα, 4.00 ξημερώνει. Τώρα –λέει- τα παιδιά θα μείνουν' εδώ, δεν τα αφήνουμε να φύγουν» μέσα στην Αστυνομία. Μου λεν' «Θα σε βάλουμε στο κρατητήριο». Μπα, εγώ φοβήθηκα. Λέω «Στα κρατητήρια, στα σίδερα πίσω θα πάω να κοιμηθώ, πώς με ήρθε;» Πήγε η καημένη η αδελφή μου, πήγε έφερε πάπλωμα, έφερε μαξιλάρια, κουβέρτες. Λέει ο άντρας μου «Δε σ' αφήνω να κοιμηθείς εσύ στο κρατητήριο!» Λέει τον αστυνόμο «Θα πάω εγώ μέσα στο κρατητήριο και θα τη βάλετε μέσα στο δωμάτιο!» Με βάλαν κάνα 2 ώρες στο δωμάτιο, λίγο ησυχάσαμε. Σηκωνόμαστε το πρωί, είχε ένα χιόνι έξω! Φεύγουμε από εκεί να πάμε στου θείου το σπίτι με τα πόδια με το χιόνι. Ήταν και η μάνα μου με τον μπαμπά μου πιο εκεί, κατεβήκαν κι αυτοί κάτω, ήρθαν εκεί στο σπίτι, ήτανε τα Φώτα ανήμερα. Ήταν στην εκκλησία ο θείος και η θεία. Εμείς, ο Μπάμπης ήξερε, πήγαμε απάνω στο σπίτι. Η μάνα μου καθόταν μέσα στο κρύο κι ο μπαμπάς μου, να βλέπω τη μανούλα μου να κλαίει εκεί κάτω. Και να λέω «Μην κλαις μάνα! Έλα απάνω». Δεν ερχότανε. Σχόλασε η εκκλησία, ήρθανε ο θείος και η θεία, τους πήρανε απάνω, ήπιανε καφέ, μιλήσανε. Εντάξει. Θα έρθει ο Μπάμπης στην Πέραμο να βγάλει τα χαρτιά κι εκείνος και να παντρευτούμε την πρώτη Κυριακή. Το απόγευμα «Άντε, βρε, να πάτε βόλτα». Με παίρνει ο άντρας μου να βγούμε μία βόλτα, ξεκινάμε να πάμε στην αδελφή μου. Του λέω «Πάμε στην αδελφή μου απάνω στο χωριό». Φτάνουμε σε ένα εκκλησάκι μπροστά, κάνουμε τον σταυρό μας, μου λέει ο σύζυγος «Δε θα πάμε -μου λέει- έχω κακό προαίσθημα –λέει- άσε, θα πάμε εδώ σε έναν φίλο –λέει- που γνωρίζω, να περάσει λίγο η ώρα και θα πάμε ύστερα στου θείου το σπίτι. Εντάξει;» «Εντάξει». Γυρνάμε πίσω. Μόλις πήρε λίγο να βραδιάζει, να σκοτεινιάζει, ο γαμπρός μου κι ένα άλλο παλικάρι που με ήθελε από εκεί, ήθελε να με κλέψει. Να 'ρθει ο αδελφός μου, να με φωνάξει ότι η μάνα μου λιποθύμησε και δεν είναι καλά και με ζητάει, να βγω έξω και να με πάρει να με βάλει μέσα στο φορτηγό, να με κλέψουν από τον Μπάμπη, να με πάρει άλλος. Ο αδελφός μου το είπε στην αδελφή μου «Όχι –λέει- δε θα το κάνετε! Θα πέσω μπροστά στο φορτηγό, θα με πατήστε! Θα ουρλιάζω! Θα τσιρίζω, να βγουν ο κόσμος έξω, δεν τον αφήνω να την πάρει από αυτόν που την πήρε! Αυτός που πήρε, μ' αυτόν που έφυγε η αδελφή μου, αυτόν θα πάρει!» Και πράγματι έγινε έτσι. Μπορεί να χτυπιόντουσαν κιόλας  να πηγαίναμε στης αδελφής μου το σπίτι και δεν πήγαμε.

Μ.Β.:

Λοιπόν αύριο θα ερχόμασταν εδώ Πέραμο, για να βγάλει και ο Μπάμπης τα χαρτιά του, για να παντρευτούμε την πρώτη Κυριακή. Έρχεται στον Πρίνο, βλέπω και τον γαμπρό μου. «Είπε ο μπαμπάς –λέει- δε θα πας Πέραμο, θα καθίσεις εδώ!» «Όχι –λέει- ο Μπάμπης- δεν την αφήνω, θα την πάρω! Θα έρθω –λέει- κι εγώ!» Έρχεται κι εκείνος μαζί μας. Ερχόμαστε εδώ στην Πέραμο, με φέρνει στην άλλη τη θεία του. Την οποία την είχε σαν μάνα, τον μεγάλωσε, γιατί ήταν χωρισμένων γονιών ο άντρας μου από 9 χρονών εκεί στη γιαγιά του και στη θεία του. Δεν με θέλει εκείνη. «Να την πας –λέει- από εκεί που την έφερες». Απ' το τζάμι με είδε, από το παράθυρο. «Θεία μη μιλάς –λέει- με κυνηγάει η πατέρατσ' –λέει- δεν την κάνω. Παίρνω τη Μαρίκα –λέει- και φεύγω αλλού» λέει. Και ήταν η κουνιάδα μου εδώ, ήρθε για τα Φώτα και λέει «Θεία, τι είναι αυτά που λες; Ο Μπάμπης μία γυναίκα τον μένει και αυτή θα πάρει, που έφερε!» λέει. Και με βάλαν μέσα στο σπίτι. Λέει η θεία ότι «Εμείς δεν ερχόμαστε στη Θάσο να γίνει ο γάμος». Να βγάλουμε τα χαρτιά και να φύγουμε. Την άδεια γάμου. «Δεν ερχόμαστε στη Θάσο, εδώ θα παντρευτεί ο Μπάμπης!» Με βάνει, στέλνω τηλεγράφημα στο χωριό, ότι την Κυριακή παντρεύομαι και να ρθείτε στον γάμο.  Την Κυριακή, όμως, έπιασε κακοκαιρία από πιο μπροστά, από την Παρασκευή το βράδυ και δεν είχε και συγκοινωνία, να κατεβούνε με το φέρυ μποτ. Εμείς, πάλι, πήγαμε Καβ[00:25:00]άλα, ήθελα νυφικό ή μάλλον το πέπλο δεν ήταν έτοιμο και περιμέναμε να το φέρουν και δεν έχει συγκοινωνία να έρθουμε στο χωριό και μένουμε Καβάλα από την Παρασκευή. Από εκεί πήγαμε σε έναν θείο που είχα και κοιμηθήκαμε 2 βράδια. Παίρνουμε κάτω στο ΚΤΕΛ, δεν έχει λεωφορείο να έρθουμε. Λόγω κακοκαιρίας από χιόνια δεν είχε ανοιχτό δρόμο. Παίρνουμε ταξί, μας φέρανε από την Καλαμίτσα. Τι μπορεί το ταξί; «Δεν μπορώ –λέει- να σας πάω» «Βρε είναι ο γάμος σήμερα το απόγευμα!» Τίποτα! Και φεύγουμε από εκεί με τα πόδια και ερχόμαστε στο παλιό το χιόνι, έτσι όπως ήτανε έτσι στις πλευρές άκρη, που το έριχνε από τον δρόμο…μέχρι τη μέση ερχόταν, και με έπιασε έτσι, με έπιανε και με τραβούσε και με έβγαζε από το χιόνι. Ερχόμασταν μέχρι την Ηρακλείτσα εκεί, η στροφή ήταν ο παλιός ο δρόμος. Βρίσκουμε έναν χωριανό από εδώ με το φορτηγό. Μας βάζει μέσα, ανεβαίνουμε λίγο κάτω, κατηφόρα από τον Άγιο Ανδρέα που κατεβαίνεις, από το χιόνι που έπαιρνε για να κατεβεί και γλιστρούσε το αυτοκίνητο, τον πετάει έξω από τον δρόμο. Βγαίνουμε από εκεί, συνεχίζουμε με τα πόδια πάλι, ερχόμαστε εδώ. Πήγε ο Μπάμπης, είπε έναν φορτωτή, τον αδελφό αυτουνού που είχε το φορτηγό, να πάει να τον τραβήξει από εκεί. Ωραία. Εδώ ειδοποιήσανε και τον παππά κιόλας δεν έγινε γάμος την Κυριακή. Ήταν η νύφη στην Καβάλα με τον γαμπρό. Την άλλη Κυριακή… δεν με έκοψε να στείλω τηλεγράφημα στις αδελφές μου να 'ρθουν. Παντρευτήκαμε. Όταν, όμως, με έκλεψε ο άντρας μου και κοιμόμασταν, 3 μέρες με είχε σαν μωρό παιδί εδώ στο χεράκι του και με κοίμιζε και δεν με πείραζε και έλεγε «Αφού είναι παρθένα το κορίτσι και θέλουν να το πάρουν οι δικοί του πίσω, να το πάρουν. Τον άντρα που θα πάρει να μην μπορεί να του πει μεθαύριο κουβέντα, να είναι παρθένα». Με είχε σαν μωρό παιδί… Την Κυριακή παντρευόμαστε. Είχε ακορντεόν, είχε μπουζούκι, όργανα, με πήγανε με χορέψανε έξω από το σπίτι, με πήγανε στην εκκλησία, μία γειτόνισσα εκείνη την ώρα που με βάζανε το νυφικό και με ντύνανε, η κομμώτρια τα μαλλιά μου τα έκανε κότσο επάνω… «Τι όμορφη –λέει- που είναι! Που είναι -λέει- η μάνατ' να το καμαρώσει;» Έκλαιγα, στεναχωρέθηκα. Έγινε ο γάμος, τελείωσε το βράδυ. Να κλαίω όλη νύχτα. «Θέλω να με πας στη μάναμ'! Θέλω τη μάνα μου! Θέλω να με πας στη μάναμ'!» «Θα σε πάω –λέει- το πρωί, μη στεναχωριέσαι. Ηρέμησε».

Μ.Β.:

Το πρωί σηκωθήκαμε, με την πρώτη συγκοινωνία, το λεωφορείο το παίρνουμε, φεύγουμε για Θάσο. Έλα, απ' τη μέρα που έφυγα, απ' τις 5 Γεναρίου, μέχρι 21, πήγα 22 στο χωριό. Εκεί στη στάση είχε κάποιες πέτρες και πήγαινε και καθόταν κάθε απόγευμα η μάνα μου και έβλεπε στο λεωφορείο να δούμε θα 'ρθω; Με έχασε για! Και μόλις με βλέπει κατεβαίνω από το λεωφορείο, παίρνει ένα κλαδί από ελιά με τα παρακλάδια που ήταν και αρχινάει να με χτυπάει με εκείνο και πάει ο ξάδελφός της και το παίρνει από τα χέρια και τη λέει «Τι κάνεις; -λέει- Κάτσε! Το παιδί παντρεύτηκε! Τι είναι αυτό που κάνεις;». Την λέω «Μάνα συγχώρεσέ με! Παντρεύτηκα και πήρα έναν άντρα που μου έτυχε, τον πήρα!» «Όχι –λέει- να στον μπαμπάσ'! Φύγε –λέει- από εμένα!» «Δώ' μου το κλειδί να πάω στο πάνω το σπίτι στο χωριό». «Δεν έχω –λέει- κλειδί». Μπαίνουμε στο λεωφορείο, να πάμε, ο μπαμπάς μου ήταν ακόμα στο ελαιοτριβείο φύλακας. Πάμε εκεί, πηγαίνω μπροστά του εκεί και του λέω: «Μπαμπά, συγχώρεσέ με, ήρθα να με δώσεις την ευχήσ' και να σε βάλω μετάνοια» «Φύγε από εδώ -με λέει- γαμώ το στανιό μου! –ο μπαμπάς..- που θα σε δώσω και την ευχή μου! Φύγε, θα σας σκοτώσω και τους δύο!» Παίρνει το όπλο και το βάζει έτσι όπως καθότανε έτσι. Και λέει «Θα σας σκοτώσω και τους δύο!» Τον μιλούσε ο Μπάμπης, τον έλεγε «Θα την έχω καλά τη Μαρίκα» και διάφορα «Θα δεις, γνώρισέ με! Εγώ την παντρεύτηκα». Τίποτε. Κι ένας από εκεί που ήτανε από το ελαιοτριβείο, τον μάλωσε τον μπαμπά μου και τον λέει «Κάτσε καλά, άντε μη σε αρχίσω εγώ -του λέει- τώρα απάνω στις πλάτες σου με αυτό το όπλο. Συγχώρεσε –λέει- τα παιδιά από εκεί». Με τα πολλά, λέει ο[00:30:00] μπαμπάς μου «Έλα να 'σχωρέσω –λέει- εσένα». Σκύβω τον βάζω μετάνοια, τον φίλησα, με συγχώρεσε. Τον άντρα μου δεν τον έβαζε μέσα. Τον είχε εκεί όρθιο και έλεγε «Ένα βήμα και θα σε σκοτώσω». Βγαίνω εγώ ξανά έξω, με πιάνει από το χέρι ο άντρας μου, λέει «Αφού δεν μας δίνεις –λέει- την ευχήσ', χάλνα -λέει- δύο φυσίγγια, δύο σφαίρες και σκότωσέ μας. Εμείς θα πέσουμε νεκροί, αλλά εσύ θα κλάψεις τη Μαρίκα». Εκεί ύστερα, λέει «Άντε, έλα». Έδωσε το χέρι του, έβαλε μετάνοια και ο Μπάμπης, τον συγχώρεσε. Με δίνει και το κλειδί, πήγαμε στο σπίτι.

Χ.Π.:

Ωραία. Να σας κάνω μια-δυο ερωτησούλες; Λεπτομέρειες είναι. Ο σύζυγός σας, προτού, όταν τον πρωτογνωρίσατε, που τον είδατε-μου είπατε- στη στάση και κάπου θυμηθήκατε ότι τον ξέρατε.

Μ.Β.:

Ναι.

Χ.Π.:

Για πείτε μου.

Μ.Β.:

Όταν τον είδα πρώτη φορά στη στάση πριν δυο-τρεις μέρες τα Χριστούγεννα, για πρώτη φορά, θυμήθηκα μετά. Έβαλα κόλιο από τον Άη Θόδωρο στον ύπνο μου, που βάζαν τα κορίτσια εκείνα τα χρόνια και τον είδα σε ένα πηγάδι με αυτά τα ρούχα που φορούσε. Φορούσε μία γαλάζια μπλούζα κι ένα γαλάζιο παντελόνι κι ένα σακάκι μαύρο, το χιονέ, που λέγαμε εκείνα τα χρόνια εμείς. Και το μαλλάκι του που ήταν σγουρό έτσι εδώ μπροστά, ήταν εκεί στο πηγάδι έτσι το πόδι του και τον είδα εκεί. 

Χ.Π.:

Ωραία.

Μ.Β.:

Για πρώτη. Στον ύπνο μου που τον είχα δει, που τον συνάντησα αυτή την μορφή την είχα δει, γιατί λέω «Πού το ξέρω αυτό το παλικάρι;»

Χ.Π.:

Να σας ρωτήσω κάτι ακόμα. Γιατί επέμεινε ο σύζυγός σας, ενώ δεν σας ήξερε; Επέμενε πολύ να σας κερδίσει.

Μ.Β.:

Γιατί, ήμαν τέτοιο καλό κορίτσι που ήμαν 16,5, γεννήθηκα το '51 και αυτό γέννηκε το '67 με '68, τελευταίες μέρες που βγαίνει ο χρόνος. Βάλανε στοίχημα με τα παιδιά απ' το χωριό μας… Ότι το μόνο κορίτσι που δεν μπορεί να το μιλήσει και να το βγάλει στην άκρη να το πει μια κουβέντα, όποιος με σταματούσε τον μάλωνα και τον έδιωχνα. Να σε δώσω να καταλάβεις, σταματάει ένα παιδί και με λέει, του λέω «Τι θες και σταματάς και μπαίνεις μπροστά μου και μου κόβεις το δρόμο;» Λέει «Σε θέλω –λέει- σε αγαπώ, να σε πάρω!» «Άμα με αγαπάς -του λέω- εγώ δεν έχει να με βγάλεις ραντεβού δεξιά κι αριστερά. Ξέρεις πού είναι το σπίτιμ' και ο μπαμπάς μου και θα έρθεις να με ζητήσεις επίσημα από τον πατέρα μου. Εγώ αλλιώς δε θέλω κανέναν –λέω- να με ζυγώσει» και έλεγε «Να γνωριστούμε!» «Τι λες καλέ; Να με βγάλεις από εδώ κι από εκεί να γνωριστούμε κι ύστερα να με αφήσεις; Δεν έχει!» τον έλεγα. Ήμουνα τόσο ζωηρό κοριτσάκι. Ανέβαινα πάνω στα δέντρα. Πήγαινα στα ζώα. Ήμαν όχι πολύ παχιά. Ήμαν αδύνατο κοριτσάκι, αλλά ήμαν από αγροτικιά οικογένεια και ήμαν γεροδεμένο παιδί . Και άλλα παιδιά που με θέλανε, όχι. Κάποτε ένας- θα στο πω αυτό- ήταν μία πανήγυρη και ήμασταν εκεί στην πανήγυρη και λέει «Πάνε να πεις τη Μαρίκα, να έρθει –λέει- να την πω εκεί στο δέντρο». Και ήταν μελαχρινό το καημένο, αυτός ο Στέλιος, και λέω «Πες του να πάει να βρει καλάι, να γανώσει τα μούτρα του με το καλάι να γίνει άσπρος και μετά να έρθει να με μιλήσει!». Ήμανα γλωσσού με λίγα λόγια. Και δεν σταύρωνα. Και βάλαν στοίχημα ο άντρας μου με τα παιδιά τα χωριανά μας. «Το μόνο κορίτσι –λέει- που δεν έχει φίλο μέχρι σήμερα». Γιατί κι εκείνα τα χρόνια γαμπρίζανε, μη νομίζεις, κάναν φιλίες αγόρια με κορίτσια. Όχι ότι δεν υπήρχε αγάπη εκείνα τα χρόνια, απλά ήμασταν λίγο πιο… μερικά πιο καθυστερημένα στο μυαλό. Όχι καθυστερημένα-άρρωστα στο μυαλό. Δεν είχαμε τηλεόραση, δεν είχαμε, δεν ήμασταν εξελιγμένοι. ήμασταν χωριατόπουλα. Δεν ήμασταν παιδιά της πόλης, να είμαστε εξελιγμένα. Και έβαλε στοίχημα ότι «Εγώ θα σας το κλέψω αυτό το κορίτσι και θα το πάρω από εδώ» και πράγματι το κέρδισε το στοίχημα. Με πήρε.

Χ.Π.:

Πότε μάθατε για το στοίχημα; Πότε σας το είπε ο άντρας σας;

Μ.Β.:

Το στοίχημα το είπε όταν παντρευτήκαμε και μετά που πήγαμε στο χωριό και μιλούσαμε και έλεγε «Μόλις την είδα, φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, μία κόκκινη μπλούζα» είχα μακρύ μαλλί, έτσι περπατούσα, πώς να στο πω; Ήμαν αδύνατο, ελεύθερα και πάντα όταν πήγαινα να ψωνίσω στα ψώνια που με στέλνανε, βγαίναν τα παλικάρια στο τζάμι στο καφενείο και λέγαν «Το ορτυκάκι περνάει» και με 'βλέπαν.  Με θέλαν πολλά παιδιά του χωριού. Εγώ δεν ήθελα. Δεν ήθελα να πιάσω σχέσεις αγάπης, τέτοια πράγματα. Δεν με ενδιέφερε.

Χ.Π.:

Πώς σας αποκαλούσανε;

Μ.Β.:

Ορτοκάκι. Είναι ένα πουλί το ορτύκι. Ένα όμορφο πουλί είναι το ορτυκάκι, σαν το ορτυκάκι «Το ορτυκάκι περνάει». Γιατί ήταν ο γαμπρός μου μέσα στο καφενείο και τ' άκουγε αυτά. Κι έβαλε στοίχημα ότι «Θα σας την πάρω». Κι όταν περνούσα να πάω ψώνια στον μπαμπά μου από εκεί από το εργοστάσιο, έπαιρνε ένα κομμάτι πυρήνα και με έριχνε [00:35:00]μπροστά στο δρόμο κι έσκαζε ένα κομμάτι πυρήνα μπροστά στα πόδια και έλεγα «Ποιος με πετάει την πυρήνα μέσα από αυτό το ελαιοτριβείο; Άμα μπω όμως, μέσα και σε πιάσω που 'σαι συ κοντά στο παράθυρο, μόνο δύο κλωτσιές θα φας από εμένα! -του λέω- Μόνο άμα μπω μες στο ελαιοτριβείο!» τον έλεγα. Και όταν παντρευτήκαμε και μετά που μιλούσαμε όλοι και τα αδέρφια μου και είπε «Έβαλα στοίχημα. Έριχνα κι ένα κομμάτι πυρήνα». Ήταν ο κύριος που με έριχνε την πυρήνα, ο άντρας μου. Αυτά είναι.

Χ.Π.:

Μία ακόμη λεπτομέρεια θέλω. Άλλες δύο, για να είμαι ακριβής. Θυμάμαι ότι μου είχατε πει και για όταν ήσασταν, προτού πάτε στο Τμήμα, με τον άντρα σας, στο αστυνομικό, είχατε ένα σύνθημα.

Μ.Β.:

Ναι. Όταν ήρθε η Αστυνομία και θα μας πάρ' στο Τμήμα, με λέει ο θείος του «Ο Μπάμπης είναι 26 χρονών κι εσύ ακόμα δεν έχεις κλείσει τα 17, εάν πεις ότι σε έκλεψε και δεν ήθελες εσύ, θα τον βάλουν φυλακή αυτόν τον άνθρωπο! Θα πεις ότι τον ήξερες από το καλοκαίρι και ότι έχετε γνωριμία και ότι τον θέλεις!» Κι εμείς τι να κάνουμε εκείνη τη στιγμή; Σκέφτηκε ο άντρας μου, μ' έπιασε από το χέρι και είχαμε συνθήματα. Όταν ήταν εγώ να πω «όχι» με έσφιγγε το χέρι. Κι όταν δεν έπρεπε να πω «όχι» με το είχε έτσι, χαλαρά το χέρι μου. Βαστούσε όλο όσο ήμασταν στο Τμήμα, όλες τις ώρες εκείνες απ' το χέρι με βαστούσε. Δηλαδή, δεν ήθελα να παντρευτώ νύχτα που θέλαν να φέρουν τον παππά. Όχι, θέλω να γίνω νύφη. Με πατούσε το χέρι να πω «Όχι, δε θέλω να παντρευτώ, γιατί να παντρευτώ νύχτα; Τι λέτε που θα παντρευτώ εγώ-χήρα είμαι;- νύχτα; Τι λες, εγώ θέλω να βάλω άσπρο νυφικό!» τους έλεγα. Αυτά Χάιδω. 

Χ.Π.:

Και μία ακόμη ερωτησούλα. Μετά, αφού είχατε πει –θυμάμαι- σε κάποια στιγμή στις ξαδέλφες σου ότι «Εγώ τελικά δε θα τον πάρω, δεν τον θέλω».

Μ.Β.:

Ναι ναι.

Χ.Π.:

Γιατί εν τέλει πήγατε μαζί του; Γιατί-

Μ.Β.:

Γιατί φοβήθηκα. Γιατί όταν ανέβηκε η μάνα μου επάνω και μου λέει «Πάρ' τη βαλίτσα σου, ο μπαμπάς θύμωσε πολύ μαζίσ', είπε ότι του Φώτη ο ανιψιός ότι θα σε κλέψει και θα έρθει ο μπαμπάς!» Κ εγώ δεν έτρωγα ξύλο από τον μπαμπά και τον φοβόμουνα, ούτε από την μαμά δεν έφαγα ποτέ ξύλο. Πως χτυπούσαν εκείνα τα χρόνια τα παιδιά; Τον φοβόμουνα τον μπαμπά, γιατί η κουβέντα του ήταν διαταγή. Δηλαδή με έλεγε «Θα πας σήμερα εκεί» πήγαινα. Δεν είχα τη λέξη να πω «Όχι, δεν πάω εγώ σήμερα εκεί». Σεβόμουνα, αγαπούσαμε τους γονείς και μέχρι που γεράσαν έτσι τους σεβόμουνα. Και… πως με έκανες την ερώτηση;

Χ.Π.:

Λέω, πώς αποφασίσατε εν τέλει να παραμείνετε με τον Μπάμπη; Τον κύριο Μπάμπη.

Μ.Β.:

Και κατεβαίνει και ο γαμπρός μου ύστερα και λέει-γιατί έδειξε ο Μπάμπης το γράμμα στο θείο τ'- και είπε «Η Μαρίκα έστειλε γράμμα» και ο μπαμπάς μου νευρίασε πάρα πολύ και για να με αγριέψει εγώ να μην πάρω τον Μπάμπη, κατέβηκε ο γαμπρός μου πρώτα και με είπε ψέματα ότι ο μπαμπάς μου δεν θα κατέβαινε, ήρθε ο Βύρων -ήταν ο γαμπρός μου ο Βύρων- με έπιασε από το αυτί. Και με λέει «Ρε κατσικάκι τι έκανες; -με λέει- Έστειλες γράμμα του Φώτη –λέει- τον ανιψιό, τώρα –λέει- κατεβαίνει ο μπαμπάς με το μαχαίρι με του Ποτούρη το ταξί. Θα σε πάρει –λέει- το κεφάλι και ήρθα να σώσω την κατάσταση» λέει. Κι εγώ από φόβο, ενώ είπα την ξαδέλφη μου ότι «Άντε καλά λες Στέλλα, δεν τον παίρνω αυτόν τον ξένο. Έλα –λέω- να ανάψω τη φωτιά, να καθίσουμε να περάσει η ώρα» και ξαφνικά, τον βρήκα εκεί απάνω και γίνεται αυτό με τον γαμπρό μου με το αυτό και φοβήθηκα και έφυγα μαζί του. Τη βαλίτσα δεν την ετοίμασα. Την είχα έτοιμη από το άλλο το χωριό που κατέβηκα πριν 2-3 μέρες κάτω. Και την πήρα την βαλίτσα στο χέρι μου κι έφυγα. Έτσι τον πήρα τον άντρα μου. Πέρασα καλά χρόνια, 10 χρόνια μαζί του. Ύστερα σαν ανδρόγυνο… εδώ η κοιλιά με τ' άντερα δεν κάνουν μαζί και γουργουρίζουν. Σαν ανδρόγυνο μαλώσαμε και λίγες φορές. Όλα τα ανδρόγυνα, αλλά με είχε σαν άντρας, με είχε καλά και ήταν πολύ καλός μπαμπάς στα παιδιά του, πάρα πολύ καλός. Προτιμούσε να έχει ένα ζευγάρι παπούτσια και να έχουν τρία τα παιδιά του. Τα φρούτα με τις κλούβες τα κουβαλούσε. Ήταν πολύ κουβαλητής. Ήμασταν τόσο φτωχοί, Χάιδω. Εγώ με εκείνη τη βαλιτσούλα με τα ρούχα μου και ο άντρας μου είχε πέντε βρακιά κι όμως δουλέψαμε και με τη δουλειά κάναμε αυτό το σπίτι που βλέπεις και το μαγαζί και όλο αυτό το σπίτι.

Μ.Β.:

Και μεγάλωσα και δύο παιδιά και τα μεγάλωσα… όχι να παινευτώ, με αγάπη και με φροντίδα, περιποιημένα, να σε λέει η Κατερίνα τα καλύτερα την έπαιρνα και την είχα. Η Κατερίνα εκείνα τα χρόνια, γιατί είχαμε φύγει στον χρόνο απάνω Ελβετία, ήταν η αδελφή μου η μεγάλη εκεί και μας πήρε, φορούσε pampers, η Κατερίνα, εκείνα τα χρόνια και εδώ τα παιδάκια φορούσαν πάνες υφασμάτινες. Την είχα παιδικό την Κατερίνα και την είχα παιδικές κούκλες, τόσες μεγάλες, και την είχα με κουνουπιέρες κρεβατάκια για τις κούκλες, τα καροτσάκια, όλα που έχουν τα παιδιά σήμερα εδώ. Στα πούπουλα τη μεγάλωσα!

Χ.Π.:

Στην Ελβετία πάνω τι δουλειά κάνατε μ[00:40:00]ετά;

Μ.Β.:

Στο ράψιμο. Εγώ έμαθα, εγώ 12 χρονών που τελείωσα το δημοτικό, πήγα κι έμαθα μοδίστρα δύο χρόνια κι έραβα. Και πήγα μοδίστρα σε εργοστάσιο που ράβαμε παλτά. Ως μοδίστρα πήγα, πήγα με κοντράτο, με σύμβαση, για αυτό το εργοστάσιο. Τα έκανε τα χαρτιά η αδελφή μου και πήγα και δούλευα στο ράψιμο.

Χ.Π.:

Και πότε επιστρέψατε;

Μ.Β.:

Επέστρεψα το '77, 1977. Έφυγα το '69, τον Γενάρη, στον χρόνο που παντρεύτηκα, το 1968, 21 Ιανουαρίου εγώ παντρεύτηκα και στο χρόνο τον άλλον, αυτή την ημερομηνία περίπου πάνω-κάτω, μέχρι 20 Ιανουαρίου είχα φύγει Ελβετία. Είχε έρθει η αδελφή μου με άδεια, την είπα «Πάρε μας να δουλέψουμε επάνω να δημιουργηθούμε» και έκανε τα χαρτιά και με πήρε. Βγήκε πρώτα η δικιά μου η άδεια. Και ο άντρας μου έμεινε εδώ στους γονείς μου, στο χωριό, εκεί στη Θάσο κι έφυγα εγώ πρώτα πάνω. Με πήγε Θεσσαλονίκη, ο Μπάμπης, με έβαλε στο τρένο, έκλαιγε, χωριστήκαμε. Γνώρισα ένα ζευγάρι αρραβωνιασμένοι, πηγαίναν κι εκείνοι Ζυρίχη, λέει «Τη γυναίκα μου και τα μάτιασ' δέκα, φίλε» γνωριστήκαμε εκεί στον σταθμό, «Θα είναι στο Μιλάνο -λέει- ο γαμπρός της, της αδελφής ο άντρας –λέει- και θα την πάρει από εκεί». Και πράγματι στο Μιλάνο, στην Ιταλία με περίμενε ο γαμπρός μου και πήγα στην Ελβετία. Και έρχεται ο άντρας μου… Γενάρη έφυγα εγώ, Φεβρουάριο, Μάρτιο, μετά από 3 μήνες έρχεται ο Μπάμπης απάνω, δίχως να με πει τίποτα. Γιατί εμείς τότες δεν είχαμε τηλέφωνα και στέλναμε γράμματα και είχε τη διεύθυνση και ξεκίνησε από εδώ και ήρθε μόνος του απάνω. Και ήρθε 12 η ώρα το βράδυ στο σπίτι και χτύπησε το κουδούνι και έμειναν όλοι, δεν τον περιμέναμε, δίχως άδεια. Δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ να τον βγάλουμε άδεια παραμονής. Άλλη ιστορία εκείνη. Τον είχαμε μέσα στο σπίτι, γιατί αν τον πιάνανε εκεί ως τουρίστα, δεν μπορούσα να τον βγάλω άδεια. Είχε άλλους νόμους. Και ο μισθός ήταν μόνο δικός μου. Πλήρωνα ενοίκιο και αυτό το έβγαζα, ένα εκατοστάρι δεν με έφτανε τον μήνα. Το έπαιρνα δανεικό από την αδελφή μου. Έναν μήνα το έπαιρνε, ένα το έδινα πίσω. Πληρώνομαν κάθε 15 ημέρες. Το ένα δεκαπενθήμερο, δεν το έδινα, το άλλο της το έδινα, το άλλο το ξαναέπαιρνα πάλι. Και τελικά λέει «Θα σηκωθώ να φύγω –λέει- στα καράβια και θ' ανταμώσουμε –λέει- στο χωριό, στη Θάσο. Θα δουλέψεις –λέει- ένα μήνα ακόμα, θα πάρεις το εισιτήριό σ' και θα φύγεις κι εγώ θα κατέβω Ιταλία, θα βρω βαπόρ' και θα μπαρκάρω» γιατί έκανε ελεύθερος στα καράβια εκεί και πώς το λένε αυτό; Το φυλλάδιο. Και τον έλεγα «Μπάμπη, μη φεύγουμε, άμα θα πάμε στο χωριό, θα μας κοροϊδεύουν, θα μας λεν' δε θέλαμε να δουλέψουμε, τεμπέληδες, και δεν κάναμε προκοπή. Κάτσε -τον έλεγα- παλικάρι μου, λίγο υπομονή να κάνουμ'» με λέει «Δεν γίνεται! Δεν το βλέπεις; Θα δουλεύσ' μόνο εσύ; -λέει- Έχουμε –λέει- 8 μήνες και δεν μπορούμ' -λέει- να τα βγάλουμε πέρα με το δικοσ' το μισθό μόνον». Εντωμεταξύ, γνώρισε ο Μπάμπης εκεί το ελληνικό το καφενείο, μία Γεωργία το είχε και τον βοήθησε εκείνη και τον έβγαλε άδεια. Και τελευταία μέρα πήγε να τη χαιρετήσει και τον κάνει τον καφέ και τον πάει στο δίσκο και τον πάει και την άδειά του. Του λέει «Άντε –λέει- τυχερέ» λέει «Εγώ –λέει- ήρθα να σε χαιρετήσω φεύγω αύριο»  «Ποιος –λέει- φεύγει;» και όπως έκανε έτσι, βλέπει το όνομά του στα ξένα πάνω «Βεργοτίδης». «Βρε άντε εσύ, θα πας στη δουλειά -του λέει- τη Δευτέρα». Και βγήκε η άδεια τ’ και δε φύγαμε και δε γυρίσαμε. Και μείναμε ύστερα και ύστερα είχα μείνει έγκυος και στην Κατερίνα, έκανα και την Κατερίνα.

Χ.Π.:

Και για πόσα χρόνια μείνατε επάνω;

Μ.Β.:

Έφυγα το '69 τον Γενάρη, 20 Ιανουαρίου, 23 έφυγα- δε θυμάμαι ημερομηνία- και γυρίσαμε το '77, το 1977, τον Μάιο μήνα.

Χ.Π.:

Γιατί;

Μ.Β.:

Γιατί φύγαμε; Γιατί είχα γεννήσει τον μικρό μου, το δεύτερο, το παιδί μου τον Σάκη και ήταν μικρό και έκλαιγε και εκεί άμα δε δουλέψεις, δε γίνεται να καθίσεις στο σπίτι να μεγαλώσεις το παιδί σου, πρέπει να πας στη δουλειά και το παιδί από 40 ημερών το κρατούσε ο Μπάμπης και δυσκολευόταν ο άνθρωπος. Έκλαιγε, το έβαζε στο κρεβατάκι του και ξυπνούσε. Το είχε όλο στην αγκαλιά του έτσι και το κουνούσε. Μόλις έκανε να το βάλει κάτω, έκλαιγε. Εγώ όμως, έφευγα 5 η ώρα παρά τέταρτο το απόγευμα και γυρνούσα 12,5 ώρα το βράδυ. Τα είχε εκείνος και τα 2 τα παιδιά και την Κατερίνα την πήγαινα εγώ την μ[00:45:00]έρα στο kindergarten και πήγαινα τέτοιες ώρες και δούλευα, βραδινές. Άφησα το ράψιμο και πήγα σε μία τράπεζα ύστερα και καθάριζα μία τράπεζα. Για να μπορέσω να έχω τα παιδιά στο σπίτι. Και λέει «Θα φύγουμε στην Ελλάδα, δεν γίνεται, δεν μπορώ να το έχω το παιδί». Εκείνος να το κάνει το μπιμπερό το γάλα, εκείνος να του αλλάξει τις πάνες, έκλαιγε, ο άνθρωπος σηκωνόταν 5 η ώρα το πρωί και πήγαινε στη δουλειά. Μέχρι 12-12,5  να πάω στο σπίτι, δεν κοιμούνταν κάθε βράδυ ο Μπάμπης. Και λέει «Κουράστηκα!» τον κάναμε 8 μηνών τον γιο μου εκεί. Και λέει «[Δ.Α.] γράμματα στα εργοστάσια και φεύγουμε». Γιατί εκεί δεν μπορείς να την παρατήσεις έτσι την χώρα, να φύγεις. Στέλνεις ένα γράμμα που λέγεται [Δ.Α.: 00:45:48] και γράφεις μέσα ότι θέλω να αποχωρήσω, να φύγω από τη δουλειά, λόγω που εγκαταλείπω την Ελβετία και φεύγω στην πατρίδα μου. Γιατί άμα θες να πας σε άλλη δουλειά, γράφεις ότι κάνω αλλαγή δουλειά. Και σου δείχνουν το χαρτί το [Δ.Α.] που λέμε εμείς εκεί, καθαρό, ότι ήσανε ένας καλός εργάτης -ξέρω 'γω- δούλεψες αυτά τα χρόνια από τόσο-τόσο σε εμένα και ξεκαθαρίζεις τα πάντα όλα. Και φύγαμε. Ήρθαμε γι' αυτό το λόγο. Εγώ το μετάνιωσα. Ο άντρας μου όχι. Εγώ, Χάιδω, το μετάνιωσα, γιατί ήταν πιο καλά εκεί. Τα παιδιά μου θα ήταν διαφορετικά εκεί. Εδώ εμείς κτήματα δεν είχαμε, μόνο αυτό το σπίτι έκανα εγώ. Και θα ήταν σίγουρα πολύ πιο καλά τα παιδιά μου εκεί. Ήθελα να φύγω ξανά, αλλά δεν μπορούσα. Με είπε όμως, ο σεφ που είχα στην τράπεζα, λέει «Frau Βεργοτίδου, είσαι πάρα πολύ καλή, πάνε στην Ελλάδα -μου λέει- δεν είναι καλά τα πράγματα εκεί -μου λέει- κι αν δεις σε έναν χρόνο ότι δεν είσαι καλά, γύρνα να σε πάρω στη δουλειά πάλι». Τον παρακαλούσα τον άντρα μου να φύγουμε στον χρόνο και δεν ήθελε να φύγουμε. Μετά δεν μπορούσε να με πάρει στη δουλειά ο άνθρωπος, άμα περνούσε ο χρόνος. Μέχρι έναν χρόνο είχε δικαίωμα να με ξαναπάρει στη δουλειά και δεν μπορούσα να βγάλω άδεια. Μετά εγώ όμως, Χάιδω, έφυγα Ελβετία. Περάσανε 5 χρόνια, 6-7 χρόνια, ο νους μου ήταν να φύγω απάνω πάλι. Έφυγα, με συνεννόηση του άντρα μου βέβαια, να πάω εκεί, γιατί η αδελφή μου που ήταν εκεί ακόμη, η συγχωρεμένη, είπε «Κάποιοι έξω από τη Ζυρίχη, σύνορα Γερμανίας με Ελβετίας, εκεί σε μία πόλη βγάζουν άδειες» και θα με βγάζανε άδεια να δουλέψω. Συνεννοούμαι με τον άντρα μου, η Κατερίνα, μεγάλη κοπέλα, 18 χρονών πλέον, ο Σάκης, 6 χρόνια πιο μικρός, ήταν καμιά 12 χρονών, κάπου 11-12, και φεύγω. Πάω Ζυρίχη, πάμε σ' αυτήν την κυρία «Να θα την βγάλουμε, να δε θα την βγάλουμε» να μην μπορώ να βγάλω άδεια. Να γυρίσω μέσα στη Ζυρίχη, που γνώριζα τους πάντες, να μην μπορώ να βγάλω άδεια. Πήγα εκεί στην τράπεζα, σ' αυτόν που δούλευα «Δεν μπορούμε Frau Βεργοτίδου να σε... περάσαν –λέει- πολλά χρόνια, Στον χρόνο πάνω –λέει- αν γύριζες θα σε έπαιρνα». Να μην μπορούμε να βγάλουμε άδεια, δεν! Άμα παρατήσεις το κράτος και φύγεις, οι Ελβετοί- γιατί δεν τους θέλαν τους ξένους, θέλαν να φύγουν από μέσα- δε σε έβγαζαν ύστερα. Κι εγώ έπρεπε να βγάλω από πάνω, στα σύνορα, την άδεια αυτή. Ανάμεσα Γερμανία με Ελβετία στην πόλη αυτή. Στην δουλειά με παίρνανε και στο ράψιμο βρήκα και στο εργοστάσιο που κάνανε τα πλαστικά τα τάπερ. Δεν έβρισκα να νοικιάσω σπίτι. Δεν έβρισκα για να δηλώσω, γιατί για να βγει η άδεια, έπρεπε να δηλώσω κάποια διεύθυνση και λέγαμε να δηλώσουμε της Ζυρίχης, μέσα, της αδελφής μου τη διεύθυνση, για να βγει η άδεια και δεν το δέχονταν, από τη Ζυρίχη και να δουλεύω σ' εκείνη την πόλη. Θέλαν από εκείνη την πόλη διεύθυνση η Αστυνομία. [Δ.Α.] λέγεται, είναι για τους ξένους αυτοί, που σε βγάζουν τις άδειες για δουλειά, άδεια εργασίας. Τι να κάνει ο γαμπρός μου; Πάει σ' έναν Έλληνα, που είχε ξενοδοχείο, δωμάτια, και νοίκιαζε. Και του λέει «Δώσε μας ένα δωμάτιο, θα στο πληρώνουμε κανονικά. Αρκεί για να δώσουμε διεύθυνση, για να δηλωθεί η κουνιάδα μου, για να βγάλουμε την άδεια και η κουνιάδα μου θα έρχεται στη Ζυρίχη με το τρένο κάθε βράδυ, γιατί μένει 3 τέταρτα από 'κει με το τρένο». Θα πήγαινα πρωί - βράδυ με το τρένο στην ώρα του, παράδειγμα, το παίρνεις και πας εσύ στη δουλειά σου ας είσαι μακριά και μες στη Ζυρίχη που ήμουνα, έπαιρνα 2 συγκοινωνίες να πάω στη δουλειά, δεν ήταν κοντά το σπίτι. Έφευγα 6 παρά δέκα από το σπίτι και έφτανα 7 παρά δέκα παρά τέταρτο στο εργοστάσιο εκεί που δούλευα στο ράψιμο, ήτανε μακριές οι αποστάσεις. Και δεν έδινε δωμάτιο αυτός, δεν έδινε διεύθυνση. Έπαιρνε τους Αλβανού[00:50:00]ς, τότε είχε σύμβαση, δεν ξέρω τι, και δεν έδινε Έλληνας να υποστηρίξει, να μας δώσουνε να ξαναβγάλω άδεια. Έκατσα 18 μέρες -νομίζω-απάνω δεν τα κατάφερα να βγάλω άδεια. Ο Μπάμπης ήταν εδώ, έκλαιγε κάθε μέρα γιατί έφυγα. Τα παιδιά στο τηλέφωνο «Άντε μαμά να 'ρθεις, αφού δεν μπορείς εδώ». Είχα σκοπό να φύγω και να αρχίσω, έναν χρόνο θα κάναν υπομονή. Στον χρόνο απάνω ύστερα, να πάρω και τον άντρα μου, να πάρω και τα παιδιά ύστερα απάνω, γιατί ήταν γεννημένα τα παιδιά μου εκεί και πριν να κλείσουν τα 18, η Κατερίνα το έκανε, ο Σάκης όχι όμως. Πριν να κλείσει το παιδί τα 18 μπορούσαν να του δώσουν ελληνική υπηκοότητα το παιδί και θα είχε και ελληνικιά και ελβετικιά και θα μπορούσε τώρα άμα θέλει να βγαίνει μέσα στο κράτος εκείνο και θα μπορούσε να τακτοποιήσει και την αδελφή του, παράδειγμα, και την οικογένειά του αργότερα. Δεν τα κατάφερα. Έκανα κουράγιο πολύ. 18 μέρες. Όταν… τέτοια αγάπη με είχε ο Μπάμπης, εκείνος με ερωτεύτηκε που με είδε και με πήρε. Εγώ εντάξει, τον έρωτα μπορεί να μην τον ένιωσα, αλλά με τα χρόνια τον αγάπησα τον άντρα μου. Γιατί κοιμόμουν μέρα-νύχτα μαζί. Έκανα οικογένεια. Έβαλε τις υφαντίτσες του διαδρόμου που είχα και τις έστρωσε στη σκάλα, πήρε λουλούδια έβαλε δεξιά-αριστερά και γλάστρες και με έστρωσε τις υφαντές με τα κεντήματα μέσα, τους διαδρόμους, για να ανεβώ τη σκάλα πάνω που ήρθα απ’την Ελβετία... μαζί με την Κατερίνα τα κάναν. Αυτά κορίτσι.

Χ.Π.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για- 

Μ.Β.:

Να 'σαι καλά παιδί μου, τίποτα.

Χ.Π.:

τον χρόνο σας και τη συνέντευξη. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Μ.Β.:

Δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή, μπορεί το πρωί να θυμάμαι και πιο πολλά, είμαι πιο ξεκούραστη. Γιατί λίγο, όσο να πεις.

Χ.Π.:

Δεν πειράζει. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Τέλος της συνέντευξης.