© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Τα βιώματα ενός μικρού παιδιού απο την Κατοχή στη Νεάπολη Λακωνίας
Κωδικός Ιστορίας
10869
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Κοντραφούρης (Ι.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/12/2020
Ερευνητής/τρια
Βικτώρια Δελακοβία (Β.Δ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα βρισκόμαστε σήμερα 13/12 του 2020 στη Νεάπολη Λακωνίας και θα συνομιλήσουμε με τον κύριο Γιάννη Κοντραφούρη. Ονομάζομαι Δελακοβία Βικτώρια, εργάζομαι στο Istorima και ξεκινάμε. Καλησπέρα κύριε Γιάννη.
Καλησπέρα δεσποινίς Βικτώρια.
Σήμερα θα ήθελα να ακούσουμε τη δική σας ιστορία.
Ευχαρίστως.
Πού και πότε γεννηθήκατε;
Το '27 το Δεκέμβριο, του Αγίου Σπυρίδωνου.
Ποια ημερομηνία ποιο έτος;
Το '27
Α το 1927, αλλά δεν θυμάστε στις 12 στις 11-
Στις 12 στον Άγιο Σπυρίδωνα είναι τα γενέθλιά μου.
Εδώ γεννηθήκατε στη Νεάπολη;
Στο Μεσοχώρι.
Στο Μεσοχώρι;
Πάνω εκεί στο χωριό.
Από μεγάλη οικογένεια;
8 αδέρφια ήμασταν εμείς. Ο πατέρας μου ήταν στην Αμερική είχαμε, μετά φύγαμε και πήγαμε στον Πειραιά και είχαμε καφενείο στην Παλαμηδίου εκεί στην Αγία Σοφία "το Κιλκίς" γιατί ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος είχε πολεμήσει τότε με το Κιλκίς με το Γούναρη που έγινε το '18 με τους Τούρκους στη Σμύρνη και το ένα και το άλλο. Αλλά ήμαστε άτυχα. Αν θέλεις να σου πω λίγο την ιστορία τι έτυχε. ΄Ηρθαν τότε ο μπαμπάς μου όλοι οι Έλληνες να πολεμήσουν με τους Τούρκους το '20 ήταν, -πότε ήταν δεν θυμάμαι με το Γούναρη- και μετά έγινε η καταστροφή της Μικράς Ασίας με ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες και δεν θυμάμαι τι κακό. Ε και ο μπαμπάς μου έμεινε στον Πειραιά. Δεν ξέρω αν την ξέρεις την Παλαμηδίου είναι όπως πάει η Λακωνία πάνω στρίβεις, είναι η Καλιφόρνια ένας κινηματογράφος από κει είχαμε το καφενείο "το Κιλκίς" απέναντι ήταν το Αβέρωφ. Αλλά είχαμε την τύχη να σκοτωθεί ένα αδερφάκι μου το πρώτο 12 χρονών και μετά ο πατέρας μου πέθανε αμέσως από μαράζι και μείναμε αλλά εφτά παιδιά, πουλήσαμε το καφενείο και ήρθαμε στο Μεσοχώρι φτωχά και άτυχα.
Ένα λεπτάκι δηλαδή εσείς γεννηθήκατε αρχικά εδώ...
Στο Μεσοχώρι.
Στο Μεσοχώρι και μετά μετοικήσατε οικογενειακά στον Πειραιά.
Στον Πειραιά και είχαμε το καφενείο και μέναμε οδός Ροδόπης.
Πότε μετοικήσατε; Ποια περίοδο;
Ήμουνα μικρός και δεν θυμάμαι αλλά το '35 θυμάμαι που ήμουνα στον Πειραιά με την Επανάσταση του Ποντίκη και με τον Βενιζέλο.
Οκ. Να το πάρουμε λίγο λοιπόν από την αρχή. Από το 1927 που γεννηθήκατε-
Μετά πήγαμε πάνω εμείς τότε.
Μέχρι το 1935 θυμάστε ότι ήσασταν στον Πειραιά σωστά; Ποιες είναι οι μνήμες σας από κει, τι θυμάστε;
Εκεί κοίταξε, πήγαινα σχολείο εγώ εκεί πέρα, η Αγία Σοφία είχε ένα καλό παπά τον πάπα-Αντρέα και πηγαίναμε και όταν πηγαίναμε εξοχή πάνω στη Δεξαμενή που το λένε πάνω από την Κοκκινιά εκεί ήταν όλο βράχια και παπαρούνες τίποτα άλλο. Μετά αφού πέθανε, σκοτώθηκε το αδερφάκι μου ο πατέρας μου πέθανε.
Πώς σκοτώθηκε το αδερφάκι σας;
Άκου να σου πω πως ήτανε. Πλένανε στο πλυσταριό με τη γιαγιά μου η μάνα μου και αφήσανε μία δραχμή να πάρουν λουλάκι αν το θυμάσαι εσύ, ενα που βάζανε για να πλένουν τα ρούχα ένα κομματάκι τέτοιο μπλε. Χαζέψανε η μάνα μου με τη γιαγιά μου και παίρνει το παιδί τη δραχμή και πάει απέναντι και το σκότωσε ένα αυτοκίνητο το πήγαν στο καφενείο, μόλις το είδε ο πατέρας μου, το πρώτο μας παιδί είχαμε και μία αδερφή πιο μεγάλη, αυτό ήταν 12 χρόνων, έπαθε αμέσως και πέθανε.
Κοριτσάκι ήταν η αγοράκι;
Αγόρι, ο Κώστας.
Εσείς το θυμάστε αυτό το παιδάκι;
Πολύ και το είχα και φωτογραφία τσολιά. Ήταν από μένα εγώ, θα ήμουν τότε 8 χρόνων και αυτό ήταν 12.
Αυτό στοίχισε στην οικογένεια; Σας στοίχισε εννοώ; Πως το διαχειριστήκατε;
Πολύ αφού πέθανε μετά ο πατέρας μου. Ξεκληρήσαμε. Ήρθαμε στο χωριό.
Ο πατέρας σας πώς πέθανε;
Από την στεναχώρια του.
Αρρώστησε;
Ναι το '36 πέθανε ο πατέρας μου από τη στεναχώρια του και είχε και παιδί 6 μηνών το τελευταίο που είχαμε το Νίκο και ήρθαμε εδώ στο χωριό.
Οπότε η μαμά σας πόσα παιδιά έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της;
8 είχε.
Ναι αλλά μετά απομείνατε 7;
Ναι, 7 μετά.
Οπότε μία γυναίκα και 7 παιδιά, μόνη της έτσι;
Μάλιστα παιδάκι μου.
Θα έρθω και σε αυτό απλά πείτε μου λίγο από το '27 έως το '35 λοιπόν πήγατε εκεί στο σχολείο;
Στον Πειραιά.
Πώς ήταν το σχολείο εκεί; Θυμάστε καθόλου μνήμες πώς ήτανε;
Το σχολείο αυτό ήταν ωραίο και ο δάσκαλος και ο παπάς και όλη αυτή η περιφέρεια ήταν πολύ. Και εν τω μεταξύ ήταν η... Πώς την είπα, και την οδός δεν θυμάμαι, ήταν εκεί ήταν το κέντρο ήταν και το πράσινο τραμ που κατέβαινε στον Άγιο Βασίλη από εκεί πέρα, ήταν το καλύτερο μέρος λίγο πιο πάνω ήταν Αγία Σοφία και όπως τράβαγες ήταν το μανιάτικο τέρμα Λακωνίας και έβγαινες πάνω.
Στο σχολείο θυμάστε ήσασταν αγόρια και κορίτσια μαζί; Ή ήταν ξεχωριστά αγόρια και ξεχωριστά κορίτσια;
Χωριστά ήμασταν τότε.
Χωριστά. Φορούσατε στολές;
Ένα καπελάκι είχαμε με την κουκουβάγια όλοι.
Και τα ρούχα ήταν η ίδια ή διαφορετικά φορούσε το κάθε παιδί;
Μάλλον ίδια. Ίδια.
Ίδια. Άλλες μνήμες έτσι βγαίνετε στη γειτονιά και παίζατε;
Πολύ, πολλές μνήμες εκεί πέρα εμείς μέναμε Ροδόπης είναι το καφενείο μας, ήταν στην Καλιφόρνια από κάτω και από κάτω είναι Ροδόπης και πέρα εκεί τα Ταμπούρια ήμουν αρκετά μεγάλος και μάλιστα εκεί στην Αγιά Σοφιά ήταν ωραία εκκλησία και είχε απόξω δένδρους ωραίους. Μας πήγαινανε πάνω εκεί στην Δεξαμενή, εκδρομή όλα από κάτω ήτανε τίποτα εκεί πέρα. Δεν ήτανε η Κοκκινιά ήτανε και θυμάμαι την Επανάσταση του Ποντίκη που έγινε.
Για πείτε μου τι θυμάστε εκεί.
Λοιπόν στο καφενείο μας από όξω ήτανε η επάνω οδός δεν τη θυμάμαι πώς τη λένε.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει.
Και περνούσαν τότε τα κανόνια το ένα το άλλο. Εν τω μεταξύ ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν Βενιζελικός και το τρίτο τμήμα που είναι εκεί στην Αγία Σοφία ήταν Μανιάτης ο διοικητής και τότε δώσανε διαταγή να τους συλλάβουν όλους τους Βενιζελικούς και έρχεται ο ίδιος ο διοικητής και λέει του πατέρα μου, Πέτρο τον λέγανε: «Πετράκη έχω διαταγή να σε συλλάβω αλλά να φύγεις να πας στη Νεάπολη» και ήρθε ο πατέρας μου τότε στη Νεάπολη το κίνημα αυτό που έγινε...
Εσείς θυμάστε να έχετε δει με τα μάτια σας, ας πούμε τον διοικητή να το ζητάει από τον πατέρα σας;-
Τον Ποντίκη εκεί ήταν ένας τότε επαναστάτης, όπως τον Πάπαλο, όπως πολλούς διάφορους. Η Ελλάδα είχε όλο επαναστάσεις παιδάκι μου τότε.
Ναι λέω την αναστάτωση αυτή, το γεγονός δηλαδή ότι ζήτησαν από τον μπαμπά σας να φύγει το θυμάστε;
Ναι αμή και έφυγε ο μπαμπάς μου γιατί θα τον πιάνανε. Τους πιάνανε τότε τους Βενιζελικούς. Η αστυνομία ήτανε με τον Κονδύλη. Ο Βενιζέλος είχε κάνει την κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και είχε πάρει το Αβέρωφ τον στόλο και ο Κονδύλης είχε πάρει την αεροπορία. Και 2 μου πρώτα ξαδέρφια από το Μεσοχώρι, όλοι Ρέτζικες ήντουσαν μέσα. Και ριξαν βόμβες να το βουλιάξουν το καράβι τον Αβέρωφ του Κονδύλη αυτοί ήταν χάλια παιδάκι μου τότε.
Και στον Πειραιά λοιπόν εσείς δηλαδή τι θυμάστε πέρα από το διοικητή που ήρθε να μιλήσει στον μπαμπά σας ας πούμε και να του πει: «Φύγε» Πέρα από αυτό θυμάστε κάτι άλλο;
Κοίταξε ήταν χάλια η κατάσταση με την επανάσταση.
Δηλαδή πως ήταν αυτό σας ρωτάω;
Ένα κακό γιατί οι Βενιζελικοί, οι Κονδύληδες πιάνανε τους Βενιζελικούς που ήταν τότε και είχε μία φασαρία μεγάλη ο κόσμος.
Θυμάστε φασαρίες εσείς εκεί στη γειτονιά, στο καφενείο;
Στο καφενείο που ήμουν εγώ δεν πολύ θυμάμαι τίποτα άλλο. Το μόνο ήταν θυμάμαι τότε τα χωριά ήντουσαν όλοι με τον βασιλιά. Στο Μεσοχώρι 120 ψήφοι, 118 ήταν του βασιλιά, ο Κωνσταντίνος είχε πάρει του Κάιζερ αδερφή της Σοφία και ήταν γερμανόφιλος, λέγαν πως ήταν γερμανο... Ο Βενιζέλος ήταν ο καλύτερος πρωθυπουργός που έχει περάσει παιδάκι μου. Λοιπόν και οι κρητικοί κυνηγούσαν τους βασιλικούς ήταν χάλια δηλαδή η κατάσταση.
Οπότε ο πατέρας σας έφυγε από την Αθηνά με την απειλή ότι θα τον θα τον πιάσουν;
Ναι για αυτό έφυγε.
Και μαζί ήρθατε κάτω στο χωριό σωστά; Όλοι μαζί...
Ναι. Όχι δεν φύγαμε εμείς.
Α εσείς μείνατε;
Εμείς μείναμε και μετά όταν τελείωσε η επανάσταση ήρθε ο πατέρας μου στο καφενείο.
Εσείς τι θυμάστε από αυτή την κατάσταση;
Την επανάσταση;
Ναι, ναι
Μεγάλα χάλια παιδάκι μου.
Δηλαδή πιο συγκεκριμένα, έχετε εικόνες να μας πείτε, να μας παρουσιάσετε;
Κοίταξε ήταν ένα μεγάλο κακό. Ο φοβισμένος ο κόσμος, οι Βενιζελικοί χτυπούσαν τους με τον Κονδύλη οι με τον Κονδύλη [00:10:00]χτυπούσαν τους Βενιζελικούς, μια φαγούρα.
Στην γειτονιά την δικιά σας είχατε τέτοια περιστατικά;
Παντού! Ήταν γιομάτος ο κόσμος ήταν μισό-μοιραγμένοι άλλοι με τον Βενιζέλο και άλλοι με τον Κονδύλη. Ο Κονδύλης ήταν της δεξιάς τότε του Βασιλιά Κωνσταντίνου τότε. Τότε έγινε το κακό αυτό και μετά ήρθε ο Μεταξάς, Θεός σχωρέστον με την 4η Αυγούστου.
Για πείτε μου λοιπόν τώρα, εσείς γυρίσατε στην Λακωνία στο χωριό, πότε; Το 1935; Σωστά;
Όχι εμείς ήρθαμε εδώ κάτω το '36 πέθανε, το '37.
Το 37. Οπότε την περίοδο που ξεσπάει, που έρχεται στην εξουσία ας πούμε ο Μεταξάς που σας βρίσκει;
Εγώ τον ήξερα το Μεταξά γιατί ήμουνα φτωχό παιδί και είχα πάει με ένα ψαράδικο με τα δίχτυα που πιάναμε κάτω στην Βάρη. Δεν ξέρω αν έχεις πάει σε εκείνα τα μέρη είναι η Βουλιαγμένη είναι...
Δουλεύατε στα καράβια δηλαδή;
Όχι στα δίχτυα που πιάνουν τα ψάρια δεν τους έχεις, με ένα ψαράδικο ήμουν μικρουλάκι εγώ, πόσο 13-14 χρονών. Και ήρθε ένα, πώς τα λένε, ένα ρυμουλκό μεγάλο του Βερνίκου και μπαλώναμε τα δίχτυα εκεί απόξω και βγαίνουνε, έρχεται ένας κοντός ο Μεταξάς με το καπελάκι του και αυτά, «Καλημέρα σας. Πώς πάνε τα ψάρια; Αν είστε ευχαριστημένοι» και όλα αυτά και του είπαμε εμείς. Και λέμε λέω εγώ το πιτσιρίκι από αυτούς τους κυρίους είχε και αστυνομικούς. «Ποιος είναι;» «Ποίος είναι;» Ο Μεταξάς μου λέει. Ο Μεταξάς έτρεχε παιδάκι μου στα πάντα ήταν ο καλύτερος πρωθυπουργός να το ξέρεις. Μπορεί να έκανε δικτατορία αλλά έκανε πολλά καλά και θυμάμαι που έλεγε: «Βγάλτε από τις γλάστρες τους βασιλικούς και βάλτε πατάτες». Έβλεπε τον πόλεμο που θα ρθει και τη φτώχεια. Ξέρεις τι φτώχεια πέρασε ο κόσμος με την κατοχή παιδάκι μου;
Θα μου τα πείτε και αυτά βέβαια. Απλά θέλω να μου πείτε για να τα πηγαίνουμε και με μία σειρά.
Εσύ θα μου λες γιατί εγώ δεν ξέρω.
Από το 1936 λοιπόν ως το 1939 εσείς που βρισκόσασταν;
Στο Μεσοχώρι.
Στο Μεσοχώρι. Δεν μου λέτε πηγαίνετε σχολείο;
Πήγαινα.
Πολύ ωραία. Τι θυμάστε στο σχολείο, τι σας έκαναν, τι μαθήματα;
Άκου έγινε η νεολαία.
Δηλαδή;
Είχε κάνει ο Μεταξάς στη νεολαία, η δασκάλα μας ήταν αξιωματικός μεγάλος. Εγώ ήμουν φαλαγγίτης και όταν ήρθε ο βασιλιάς ο Γεώργιος εδώ με το στόλο κατεβήκαμε κάτω όλα τα όλα τα Βάτικα και πήγαμε στη σκάλα που είναι και βγαίνοντας ο βασιλιάς όξω ήταν 2 κορίτσια η μια ζει που του δώσανε ένα μπουκέτο του βασιλιά Γεωργίου.
Για πείτε μου λίγο να το πάμε λίγο σιγά-σιγά. Εσείς ήσασταν φαλαγγίτης. Λοιπόν υπήρχε, ποιός ήταν υπεύθυνος εκεί ας πούμε;
Η δασκάλα μας.
Η δασκάλα.
Ήταν και αυτή αξιωματικός.
Εσείς τι κάνατε εκεί ως φαλαγγίτης τι μαθαίνατε λοιπόν;
Ωραία πράγματα.
Τι πράγματα αυτό σας ρωτάω;
Να βοηθάω τους ανθρώπους να είμαστε στο σπίτι καθαροί ευγενείς, στη θρησκεία, όλα ήταν πολύ ωραία οι νόμοι του Μεταξά.
Στο σχολείο λοιπόν μου είπατε ότι ήσασταν φαλλαγίτης…Σωστα;
Ναι, ναι.
Για πείτε μου λοιπόν, τι ακριβώς κάνατε κύριε Γιάννη γιατί με ενδιαφέρει πολύ να μάθω.
Άκου. Πολλή καλή οργάνωση για όλα να βοηθάμε κόσμο να κάνουμε, ήτανε σαν τους προσκόπους και ακόμα καλύτεροι. Και όλα τα παιδιά τότε ήτανε, δηλαδή ήταν υποχρεωτικά να είσαι. Και περιποιημένα με τα ωραία ρουχαλάκια μας με όλα.
Τι ρουχαλάκια φορούσατε θυμάστε;
Μπλε. Είχα φωτογραφία, αλλά δεν ξέρω που τις έχω βάλει.
Και τι κάνατε ας πούμε; Πέρα από το να πηγαίνετε σχολείο ποιες ήταν οι δραστηριότητες σας;
Και άλλες βοήθειες ό,τι να ναι σε γέρους να βοηθήξουμε, σε φτωχούς, σε γριές, ήταν ένα φιλανθρωπικό έργο αυτό πολύ.
Συμμετείχατε και αγόρια και κορίτσια;
Μαζί όλα, ντυμένα και τα 2. Και διοικητής σου λέω ήτανε η δασκάλα. Η Ρούση η Κατίνα από την Ύδρα ήταν αυτή. Και σε αυτή τελείωσα εγώ το '40.
Για να μου πείτε και κάτι άλλο στους φαλαγγίτες εκεί μαθαίνατε τραγούδια;
Πολλά!
Τι τραγούδια μαθαίνατε θυμάστε;
Κάτσε! «Ήταν ένα καράβι» πώς το λέγαμε αυτό που ήτανε αυτό το τραγούδι λέγαμε ήταν ένα, δεν μπορώ να το θυμηθώ ήταν ωραίο όλο αυτό λέγαμε ήτανε ναι...
Σας μιλούσανε για την πατρίδα;
Πολύ, πολύ τότε!
Τι σας λέγανε θυμάστε;
Για τους ήρωες του '21 και ξέρω πολλά και για την Πύλο, πώς έγινε η ναυμαχία και για πολλά εμείς τότε μας μάθαιναν παιδάκι που τα Χριστούγεννα τότε, 25 Μαρτίου το κάθε παιδί είχε και ένα ποίημα για τον καθέναν.
Και για πείτε μου λοιπόν, εκτός, κάνατε γιορτές και τα λοιπά-παρελάσεις κάνατε;
Πολλές-πολλές. Όλα. Πολύ και κάθε πρωί και κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία τα παιδιά. Υποχρεωτικά. Του Ευαγγελισμού φεύγαμε με τη δασκάλα μας οι φαλαγγίτες με τις σημαίες και πηγαίναμε στο Φαρακλό πού είναι η Ευαγγελίστρια. Όλα τα σχολεία εκεί πέρα είχανε παρελάσεις πολλές αλλά τότε που ήρθε ο βασιλιάς εδώ ήταν όλος ο κόσμος. Α δεν φτάσαμε...
Για πείτε μου λίγο για τους φαλαγγίτες είχατε δική σας σημαία;
Όχι την ελληνικιά.
Την ελληνική. Σας μιλούσαν για τον Μεταξά;
Όχι πολύ. Πιο πολύ ήτανε δηλαδή του Μεταξά που ξέρω τα έχω ακούσει.
Η δασκάλα λέω αν σας μιλούσε;
Κοίταξε μιλούσανε γιατί ήτανε καλός παιδάκι μου ο Μεταξάς.
Τι σας έλεγε θυμάστε η δασκάλα;
Κοίταξε να είμαστε σωστοί, να είμαστε για την πατρίδα μας γιατί τη πέτρα είναι βαμμένη από αίμα όλες οι πέτρες από τους αρχαίους μας που πολεμήσανε και ποιήματα και όλα. Πολύ ωραία παιδάκι μου δηλαδή, ήταν άλλα χρόνια και να βοηθάμε τους φτωχούς και γέρους και ήταν άλλος κόσμος τότε.
Για πείτε μου τώρα λίγο. Πότε ήρθε ο βασιλιάς εδώ στην Νεάπολη;
Το '39. Με όλο το στόλο.
Την θυμάστε αυτή την ημέρα;
Αφού ήμουν εκεί.
Ναι, ναι. Προετοιμαζόμασταν λέω για να έρθει;
Είχανε ρίξει όλη η Νεάπολη με δάφνες με μυρτιές. Και το σπουδαίο ο βασιλιάς δεν έβγαινε όξω. Εγώ ήμουν εκεί κοντά που έδωσαν, θα σου πω και ποια κορίτσια έδωσαν τα μπουκέτα. Και Πρόεδρος ήταν τότε ο μπάρμπα ο -να δεις πως τον- ο Σπύρος ο Σταθάκης και δεν έβγαινε ο βασιλιάς όξω.
Πώς ήρθε ο βασιλιάς με καράβι;-
Με τα καράβια με όλο το στόλο. Λέει: «Εδώ οι Μανιάτες είσαστε αλλιώτικοι» λέει. Μας λέγανε μανιάτες. «Φοβάμαι». «Βρε μη φοβάσαι» του λέει και τον καταφέρανε, ναύαρχος ήτανε την έχουνε φωτογραφία του βασιλιά, εδώ κάτω αυτή που βγήκε όξω. Βγαίνοντας όξω η Μαριγούλα του Χάδιαρη η μάνα που έχει το ξενοδοχείο με μία άλλη που πέθανε εκεί πέρα, ήτανε Καταγά στο επίθετο ζει, -αστυνομικός ο άντρας της, πέθανε προ 2-3 μήνες απότομα- αυτά τα 2 κορίτσια του δώσαν τα μπουκέτα του βασιλιά. Βγαίνοντας ο βασιλιάς, ακολουθούσαμε από πίσω, από πίσω. Το γραφείο στη Νεάπολη ήταν στου Μπιλλίνη πού είναι το μαγαζί πιο πέρα σε ένα μπαλκόνι πάνω και ήτανε γραμματέας ο Σπύρος, ο ένας Τσάκος Γεώργιος και δήμαρχος. ήταν όχι πρόεδρος της Νεαπόλεως ήταν ο Σπύρος ο Σταθάκης και έχουνε φωτογραφία το έχω δει σε μαγαζιά. Ή στου Σωτήρη μέσα είναι εδώ, τον ξέρεις τον Σωτηράκη κάπου είναι...
Για πείτε μου λίγο, εσείς τι κάνατε εκείνη την ημέρα, ήσασταν στους φαλαγγίτες που τον υποδεχτήκανε;
Ναι ναι, όλος ο δήμος είχε κατέβει. Αλλά αυτός φοβότανε και έκανε με το χέρι του κάτω από το μπαλκόνι αλλά δεν έκατσε καθόλου, είπε 2 λόγια και ξαναμπήκε στο καράβι πίσω. Τότε σκοτώνανε μωρέ ήταν και οι Μανιάτες είχανε βγάλει κακό όνομα μερικοί, δεν ξέρω αν ξέρεις ιστορίες ήταν αστα να πάνε στο διάτανο.
Εσείς δεν είχατε δει εδώ να σκοτώνουν στην Νεάπολη;
Όχι, ο τόπος μας εδώ είναι ο καλύτερος τόπος.
Για πείτε μου λίγο για αυτό το σκηνικό θυμάστε ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας που είχε έρθει ο βασιλιάς;
Καλοκαίρι, Αύγουστος, πολύ ωραία μέρα, η ωραιότερη μέρα του δήμου Βοιών, ήτανε στα Βάτικα.
Και πόσα άτομα περίπου-λέμε τώρα- είχανε κατέβει;
Όλος ο δήμος, όλος ο κόσμος δεν έβλεπες τίποτα άδειο. Αλλά ο βασιλιάς ήτανε πολύ σοβαρός γιατί εγώ γνωρίζω και τον Παύλο, προσωπικώς. Ο θείος μου ο Νίκος ήταν καμαρότος στον Παύλο [00:20:00]και όταν φύγανε από εδώ με τον πόλεμο ήρθαν στην Αφρική στο σπίτι του θείου μου, και την Ειρήνη την κόρη του την βάπτισε ο πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής ο Γιάννης Μαρξ.
Θα τα πούμε όλα αυτά, γιατί Νότια Αφρική ξεχωριστά.
Ναι, ναι να μην αρχίσω αυτά.
Να πάμε για εκείνη την ημέρα στον Βασιλιά. Είχε πολύ κόσμο λοιπόν.
Πολύ.
Ήσασταν ντυμένοι με τις στολές σας;
Με τις στολές μας μας τάισαν εκεί πέρα με τα άλλα σχολεία και εκεί πέρα στην Αγία Τριάδα πάνω. Μία μέρα που ούτε έχει ξανα τύχει. Όλος ο στόλος θυμάμαι την Σφενδόνη, -ξέρω πως τα λέγανε - όλα τα πολεμικά, που ήταν εδώ πέρα. Και ήτανε μία ομορφιά η Νεάπολη το έχουνε φωτογραφία κάπου θα το δεις.
Τι σας έχει μείνει από εκείνη την ημέρα δηλαδή;
Ένα πράγμα στη ζωή μου που δεν το είχα δει ποτές, είτε βασιλιά είχα δει είτε τίποτα. Αλλά μετά εγώ θα σου πω από τη νότιο Αφρική πως είδα τον Παύλο και πός τους ξέρω.
Βεβαίως θα μου πείτε. Για πείτε μου λοιπόν εσείς το '39 πόσο χρονών είσαστε;
Λοιπόν το 20, το 39 ήμουν 12 χρονών έτσι δεν είναι; 12 χρόνων.
Τότε είδατε τον βασιλιά έτσι δεν είναι;
Και μετά που τελείωσα το σχολείο ήρθα εδώ είχε ένα, το αστικό το λέγανε και ερχόμασταν από το Μεσοχώρι όλα τα παιδιά και ήταν πρωί-βράδυ το σχολείο, ξυπόλητοι και φεύγαμε νύχτα και πηγαίναμε στο χωριό, πεινασμένα και διψασμένα και το ένα και το άλλο.
Σχολείο κάνατε στο Μεσοχώρι ή εδώ;
Εδώ. Φύγαμε, τελειώσαμε το δημοτικό και ήρθαμε στο αστικό, αλλά τότε...
Πού ήταν αυτό το αστικό;
Εκεί στη γωνία κάτω από το Γκούβερη, κάπου εκεί χάμου που κάτι παλιοσπίτια ήταν, τίποτα. Και ήταν κούραση και πείνα και δυστυχία. Και κηρύσσεται ο πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου και σταμάτησαν τα σχολεία και πια δεν ξαναπήγα εγώ σχολείο.
Πριν πάμε στον πόλεμο, θα τα πούμε όλα αυτά, για πείτε μου λίγο η μαμά σας, ήσασταν εφτά αδέρφια που απομείνατε σωστά;
Ναι.
Πώς σας μεγάλωνε; Ποιες ήταν οι συνθήκες.
Λοιπόν άκου. Η μανούλα μου ήταν 34 χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου και 36 αυτή. Από τα 7 το μωρούλι τότε που ήταν 6 μηνών, δεν κοιμότανε και στα φαρμακεία πουλούσαν, ύπνο το λέγανε αλλά ήταν παπαρούνα αυτό το χασίσι και βράζανε στα παιδιά τους δίνανε και του δώσανε πολλή δόση και πέθανε το παιδάκι αυτό.
Πέθανε δηλαδή και το παιδάκι που ήταν 6 μηνών;
Ναι πέθανε από την παπαρούνα που του δώσανε πολύ. Και το δώνανε σε όλα τα παιδιά τότε δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει. Όλα τα μωρά τότε ήτανε μία παπαρούνα, αυτό είναι χασίσι τώρα δεν επιτρέπεται και το βράζανε και σε έπαιρνε… Ύπνο το λέγανε. Ε μετά το άλλο αδερφάκι μου είχε το λαιμό του.
Ήταν άρρωστο;
Ναι και μία γριά έκανε το λαιμό και το έπνιξε.
Μία γριά τι έκανε;
Στο χωριό έκανε το λαιμό. Έλεγε πως ξέρει και σου άνοιγε τον λαιμό.
Πώς; Συγνώμη, τι εννοείτε δηλαδή πώς το έκανε αυτό;
Σου βάζε το δάχτυλο και όποιος γλίτωνε και όποιος δεν γλίτωνε έκανε τον γιατρό.
Σαν να λέμε γιάτρισσα, σαν γιάτρισσα.
Δεν ήταν γιάτρισσα. Έτσι...
Ερασιτεχνικά
Ναι στο χωριό και όποιον έκανε άλλος ζούσε και άλλος δε πέθανε. Εμείς τότε φτώχεια και αυτό και πάει κι αυτό.
Αυτό πονούσε πολλές μέρες το παιδάκι;
Έβηχε. Εκεί έπιανε, εκείνα τα χρόνια τους έπιανε ο λαιμός έτσι και κάνανε. Να καταλάβαινες όποιος αρρώσταγε και συνασπισμό είχανε και του βάζανε την πλάτη του από το σινάπι και βεντούζες κοφτές με το ξυράφι, από πίσω δεν είχαν αντιβιώσεις και τέτοια που κάνανε ο κόσμος και πάει και αυτό. Και ο Κώστας 3 παιδιά μας πέθαναν. -
Πόσο χρονών ήταν αυτό το παιδάκι;
6-7 ένα αγγελούδι. Έχουμε πάθει εμείς συμφορές.
Άρα χάσατε τον Κώστα που έχουμε πει είχαμε πει με το ταξί σε τροχαίο στην Αθήνα.Το παιδάκι το άλλο που ήταν έξι μηνών τι ήταν αγοράκι ή κοριτσάκι.
Αγόρι ο Νίκος.
Και το τρίτο το παιδάκι τι ήτανε;
Ο Δημήτρης.
Αγοράκι και αυτό.
Αγοράκι και μία αδερφή πιο μπροστά Κατερίνη. Η πρώτη που πέθανε.
Αυτή πώς πέθανε είπαμε;
Ήταν μωρό παιδί, δεν ξέρω τι το έπιασε, ζούσε και ο πατέρας μου. Το πρώτο παιδί του πατέρα μου. Ε και μετά μείναμε 7. Και μείναμε τα 4.
Να ρωτήσω κάτι όταν πέθανε το παιδάκι από το πολύ,
Ύπνο
Από το πολύ φάρμακο αυτό το ύπνο πώς το λένε, η μητέρα σας πώς αντέδρασε αυτή του το έδωσε;
Κόντευε να πεθάνει γιατί δεν ήξερε. Είχε χάσει τον πατέρα μου η μάνα μου και τα είχε χαμένα. Αν σου πω που μέναμε σε ένα σπίτι θα κλάψεις. Το σπίτι που μέναμε όπως μπαίνεις μέσα είχε μία κλεβανη και είχανε κατσίκες και από το σαλόνι πέρναγες και πήγαινες στις κατσίκες. Και όταν έβρεχε αν δεν είχες 6 λεκάνες, δε σταματούσε. Ξέρεις τι έχουμε περάσει εμείς; Φτώχια και κακό, αλλά μετά άμα φτάσεις, ο Θεός και η ευχή της μάνας μου και του πατέρα μου εμείς προκόψαμε όλα τα παιδιά.
Οπότε το σπίτι ήτανε της μαμάς σας;
Όχι, μας το χε δώσει μια θειά μου.
Να μένετε έτσι.
Να μένουμε έτσι, δεν έπαιρνε νοίκι. Αλλά τότε πριν να γίνει ο πόλεμος από το '36 μέχρι και το '40, είχαμε δύο θείους, έναν στην Αφρική και έναν στην Αυστραλία και μας στέλνανε κάθε μήνα 2 λίρες Αγγλίας, pounds -που τα λένε- χάρτινες και κάθε μία είχε από 500 δραχμές, χίλιες δραχμές τότε ήταν πολλά. Και είμαστε περιποιημένα με τα καπελάκια μας με τα παπούτσια μας και όλα.
`Αλλά το σπίτι δεν ήταν σε καλή κατάσταση.
Το σπίτι ήτανε σου λέω με άχυρα και κατσίκες και ψύλλους μέσα. Φτώχεια παιδάκι μου!
Πόσα δωμάτια έχει το σπίτι;
Ένα κάτω και που έβγαινες, ένα πάτωμα και έβγαινες πάνω με καμιά σκάλα. Στο κρεβάτι και κοιμόμαστε 6-7 παιδιά με μία κουβέρτα που τη λέγανε βελέντζα, αυτές οι κόκκινες που έχουν πολλά μαλλιά. Αλλά τότε όμως τα 3 χρόνια δεν πεινάσαμε γιατί μας στέλνανε αυτοί. Αλλά μετά έγινε ο πόλεμος και πια εκεί ήταν το μεγάλο κακό, το τι έχω περάσει εγώ παιδάκι μου.
Θα τα πούμε όλα για τον πόλεμο, γιατί είσαστε και μεγάλο παιδί στον πόλεμο.
Ήμουνα 13 χρόνων, 14 χρόνων.
Θυμάστε πολύ καλά. Για πείτε μου όμως λίγο για το περιβάλλον στο οποίο ζούσατε, η μαμά πως δούλευε καθόλου;
Ήτανε φραγκοράφτισσα και έραβε ένα παντελόνι μία οκά λάδι τότε μας δίνανε…
Πράγμα με πράγμα που λέμε.
Ναι, τότε δεν είχανε τίποτα άλλο. Αλλά όμως, όσο ήταν η κατάσταση και δεν ήταν ο πόλεμος, δεν πεινούσαμε γιατί μας στέλνανε οι θείοι μου.
Σας στέλνανε οι θείοι σας μάλιστα. Πείτε μου και κάτι άλλο, για να μείνω λίγο θέλω λίγο να μου πείτε όταν χάσατε τα παιδιά, γιατί μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση.
Το παιδί λες με τον ύπνο ε;
Και με τον ύπνο και το άλλο το παιδί εκεί δεν ήρθε η αστυνομία να ερευνήσει;
Τίποτα! Κανένας, καμία σημασία, κανένας ήταν που τα χωριά τότε, όποιος ζήσει και όποιος πεθάνει.
Άρα δεν ήρθε ποτέ η αστυνομία ας πούμε να δει αν ζει το παιδί.
Τίποτα, τίποτα! Και ξέρεις πως τα θάψαμε εμείς τότε, με μία κουρελού είχε είτε κάσες είχαμε, είτε τίποτα.
Τη θυμάστε εκείνη τη στιγμή;
Και την εκκλησία που τα έχουνε βάλει, σα σκυλιά από πίσω σε κάτι γούβες τους πετούσαν, εκεί πέρα, Αυτή η εκκλησία που έχουμε νεκροταφείο στο Μεσοχώρι είναι 800 χρόνια και είναι αρχαία είναι αρχαία και είχε όλο ζωγραφιές και δεν ξέρανε οι ενετοί, τους είχαν βγάλει τα μάτια με τις λόγχες, όπως στο Κάβο Μαλια που είναι μία εκκλησία. Και μετά ήρθε ένας βλάκας και την σοφάντισε την εκκλησία και την χάλασε.
Για πείτε μου λίγο τη στιγμή εκείνη που, έγινε κοντά καταρχάς ο θάνατος των 2 αδερφών, δηλαδή αυτό το παιδάκι που χάθηκε με τον ύπνο που μου λέτε.
Εκείνο έγινε κοντά-κοντά με τον θάνατο του πατέρα μου, που ήτανε μικρό.
Άρα η οικογένειά σας πόσες απώλειες είχε αυτό θέλω να πω. Σε πόσο διάστημα
3 ήταν, και ο πατέρας μου 4. Το κορίτσι αυτό, την Κατερίνη εγώ δεν την θυμάμαι. Καθόλου.
Ποιο από τα αδέρφια σας που πέθανε θυμάστε καλύτερα;
Τον Δημητράκη και τον Νίκο και τον Κώστα. Αυτά. Το σκοτωμένο παιδί το θυμάμαι καλά. Και το έχω φωτογραφία τσολιάς και εγώ και η αδερφή μου. Είχαμε μία αδερφή, μεγαλύτερη από μας. Αλλά μετά εμείς φύγαμε και πήγαμε στο εξωτερικό δεν ξέρω αν θέλεις να φτάσουμε εκεί.
Θα φτάσουμε - θα φτάσουμε αφού πούμε πρώτα για τον πόλεμο.
Μεγάλο κακό πόλεμος παιδάκι μου και με τους...
Θα τα πούμε αυτά. Απλώς επιμένω λίγο στα παιδικά χρόνια. Εκεί στο χωριό πόσες, πόσοι άνθρωποι ήταν θυμάστε;
410. Και ήταν στο σχολείο 80 παιδιά.
Η μαμά ξαναπαντρεύτηκε;
Η μάνα μου ήταν καλόγρια δεν είχαμε να φάμε λάδι και άναβε το καντήλι.
Πείνα πριν τον πόλεμο, λέω, πριν τον πόλεμο πείνα θυμάστε;
Όχι πριν τον πόλεμο δεν πεινάσαμε γιατί μας φέρνανε οι θείοι αλλά με τον πόλεμο, ούτε άλλη οικογένεια.
Για να πάμε τώρα στον πόλεμο. Για πείτε μου θυμάστε τη στιγμή που εσείς, εσείς ο ίδιος μάθατε ότι έχουμε πόλεμο, που ήσασταν;
Σχολείο και σταμάτησε το σχολείο.
Τι σας είπαν στο σχολείο δηλαδή;
[00:30:00]Κλείνουν τα σχολεία γιατί κηρύχθηκε ο πόλεμος και τότε είχαμε, γιατί πήρανε την Κορυτσά και κάνανε εορτές, το Τεπελένι. Ξέρεις τι γινόταν, ο κόσμος ξέρεις πως πήγαινε στον πόλεμο εγώ θυμάμαι δεν είχε αυτοκίνητο και ήτανε μία βενζινα και πήρε ίσα με 50, 100 παιδιά 23 χρονών, 24 και πετούσαν τις τραγιάσκες τους και φωνάζανε με χαρά πηγαίνανε.
Εσείς το είχατε δει αυτό;
Ναι ήμουν στην σκάλα.
Για πείτε μου τι είχατε δει; Για περιγράψτε μας λίγο την εικόνα.
Κοίταξε όλοι αυτοί τους γνωρίζω εγώ, και ξέρω και τα επίθετα.
Όχι τα επίθετα και τα ονόματα, αλλά περίπου πόσα άτομα ήντουσαν;
Πάνω από 30-40 αυτή η ηλικία των 35. Και μπήκαν στις μπενζίνες και φύγανε και πήγανε γιατί δεν είχε αυτοκίνητο, ο κόσμος πήγαινε με χαρά στον πόλεμο τότε δηλαδή, είχε μία δηλαδή η αγανάκτηση κατά της Ιταλίας, γιατί εμείς δεν φταίγαμε, αυτοί φταίγανε. Είχανε βουλιάξει και το καράβι την Έλλη στην Τήνο ήτανε μέσα ένας πρώτος ξάδερφος μου εμένα και ήταν στο πυροβόλο και ξεριζωνόταν και βούτηξε και γλίτωσε. Η μάνα του, με τον πατέρα μου αδέρφια μετά ήτανε στον πόλεμο του '40 και 3 φορές τον είχαν τορπιλίσει με το Χίος αυτά τα που κάνουνε που βγάζανε όξω το στρατό, πώς τα λέγανε, τα αρματαγωγά.
Για πείτε μου λίγο κάτι που θέλω θυμάστε το σκηνικό να φεύγουν οι στρατιώτες μου είπατε από εδώ, από τη Νεάπολη;
Μάλιστα.
Ήταν μέρα ή νύχτα που φεύγανε;
Μέρα, μέρα στη σκάλα ήταν, και πηγαίναμε εμείς εκεί πέρα και τους βλέπαμε και να καίγεται ο κόσμος, από χαρά. Το πιστεύεις; Άλλο πράγμα…
Ήτανε κι άλλες απέξω, οι γυναίκες τους;
Όλες κλάματα εκεί αυτά, αλλά οι άντρες λες και πήγαιναν στο πανηγύρι. Τέτοια χαρά και κέφι ο κόσμος, πολέμησε ο κόσμος παιδάκι μου!
Εσάς δεν σας έκανε εντύπωση το γεγονός ότι χαίρονταν που πήγαιναν να πολεμήσουν; Σαν παιδάκι και λέω.
Κοίταξε δεν φοβόμαστε το νομίζαμε σαν, κανένα δεν φοβόμαστε τίποτα. Ακούγαμε τα νέα τότε που λέγανε, εδώ πέρα τότε με τα τσιράκια ολοένα και ο ελληνικός στρατός -δεν ξέρω αν έχεις ακούσει- έχει ιστορία, ο Δαβάκης ήταν εκεί πάνω και τους χτύπησε τους Ιταλούς που μαγειρεύανε- οι Ιταλοί είχαν έρθει με κιθάρες πως θα μπούνε στην Ελλάδα.
Άρα λοιπόν εσείς βλέπετε τους ανθρώπους ότι δεν φοβούνται έτσι δεν είναι;
Καθόλου πηγαίνανε με μεγάλη χαρά!
Οι γυναίκες πως αντιδρούσανε;
Τα ίδια και οι γυναίκες ψύχραιμες, όλες.
Χαιρόντουσαν ή κλαίγανε;
Κλαίγανε, αλλά μία φορά σου λέει πρέπει να πάμε για την πατρίδα μας. Είχε πατριωτισμό δεν ήτανε τα χάλια τώρα, ο κόσμος ο ένας αριστερός, ο άλλος δεξιός, ήτανε μονιασμένοι όσο κόσμος παιδάκι, μου είχε ο κόσμος πατριωτισμό. Άμα διαβάσεις την ιστορία της Ελλάδας τότε οι γυναίκες δεν κουβαλούσαν στην Αλβανία τα όπλα, με τα μουλάρια και το ένα και το άλλο; Αλλά να σου πω εγώ τώρα όταν μπήκαν οι Γερμανοί κάτι, να γίνει κάτι.
Θέλω να μου πείτε τη στιγμή, που είδατε εδώ πρώτη φορά στρατεύματα, κατοχικά.
Να σου πω.
Θυμάστε να μπαίνουνε;
Ξέρω πολλά να σου πω, λοιπόν εγώ ήμουνα πιτσιρίκος στο χωριό.
Στο Μεσοχώρι λέμε τώρα;
Στο Μεσοχώρι. Έρχεται ένας Αυστριακός και σπασμένα, είχε έναν ασύρματο και μου τον φόρτωσε και είχε έναν χάρτη, εγώ ήξερα τους δρόμους και τον ακολουθούσα. Και φύγαμε από το χωριό και πηγαίναμε προς τον Κάμπο ήταν μία εκκλησία ο άγιος Στρατής, είναι εκεί πέρα. Πάμε εκεί πέρα με αυτόν εγώ, τον έστησε αυτό και έριξε τον χάρτη με χάιδεψε και μου δώσε 2 κονσέρβες και το ψωμί, ήταν αλλιώτικο το να το άλλο και δεν με πείραξε τίποτα. Μετά λοιπόν οι Γερμανοί δεν πολύ-ερχόντουσαν εδώ γιατί δεν είχε δρόμο. ΟΙ Ιταλοί είχαν έρθει, για τους Ιταλούς έχω να σου πω πολλά.
Για πείτε μου λοιπόν.
Λοιπόν άκου.
Που είχαν το αρχηγείο τους πρώτα από όλα;
Όπως είναι το γυμνάσιο κάπου εκεί, ήταν η φινάτζα. Στο χωριό τότε ήταν οι αντάρτες και παίρναν το λάδι, από τον κόσμο και είχαμε μαζέψει εμείς, καμιά 300αρια 400 κιλά στο Μεσοχώρι. Και έρχονται μία βραδιά καμία 10αρια αντάρτες και μας το πήραν το λάδι.
Στο σπίτι σας μέσα;
Όχι εκεί στην κοινότητα, το είχαν μαζέψει για τους αντάρτες, περνάνε κάποιο εν τριτο από τα αυτά. Αφού ήρθαν οι αντάρτες...
Τους βοηθούσαν στο χωριό δηλαδή τους αντάρτες ή αναγκαστικά;-
Μπα... Φοβόντουσαν, αναγκαστικά. Αφού το πήραν και το ζαλώσανε από το Μεσοχώρι στην Αγία Παντάνασσα, που είναι μία εκκλησία, οι μεσοχωρίτες και τι να κάνουν φοβόντουσαν και από τους χίτες, και από τους αντάρτες, και από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Λοιπόν μετά, πως θα ερχόταν ο Πρόεδρος να τους πει πως μας πήρανε το λάδι αυτό; Ήταν για τους Ιταλούς το λάδι αυτό το μάζευαν Ιταλοί, όλα τα εργοστάσια. Και με παίρνει εμένα ο Πρόεδρος, εγώ ήξερα ιταλικά μας είχε μάθει η δασκάλα κάτι λίγα δηλαδή, και μπορούσα να σου πω ότι τα θυμάμαι. Θυμάμαι που μας είχε μάθει ότι έλεγε: «Seniore no parlarο Italiano, mora piccolo,» μην με σκοτώνεται. Και ακόμα μπορώ να σου πω, ερχόμασταν στην φινάτζα. Παμε με τον πρόεδρο, εγώ θα ήμουν 16 χρόνων, ένας καλός άνθρωπος ήταν και στην Αμερική αυτός, τους λέει: «Ήρθαν οι αντάρτες και μας πήρανε το λάδι». Και μας λένε: «Καλά κάνατε και τους το δώσατε, γιατί είναι κακοί άνθρωποι» οι Ιταλοί, οι Ιταλοί ήντουσαν καλοί παιδάκι μου. Αλλά να σου πω είναι άλλο με μένα. Ήμουν εδώ παιδάκι και μία από τη Νεάπολη κυρία μου λέει: «Γιαννάκη μου κάνεις μία χάρη να πάρεις αυτό το γάτο σε ένα τσουβάλι να τον πετάξεις στη θάλασσα;»
Αυτό τον γάτο;
Γάτος, ήταν τα γατιά που έχουμε. Τον είχε σε ένα τσουβάλι και μου τον έδωσε, εγώ πιτσιρίκος όπως τον πέταγα στη θάλασσα, αυτό έχει πλάκα, να ένας Ιταλός και μου λεγε: «Piccolo θα σου δώσω μακαρόνια, ρύζι» να το δώσω το γάτο. Τον παίρνω εγώ το γάτο, και εκεί που είναι το γυμνάσιο ήτανε Μεταξουργείο του Μανάκου εδώ κάτω. Τον βγάλανε και τον βάσταγα και τον γδέρνανε τον γάτο οι Ιταλοί. Έρχεται ένας γιατρός όμως και ο γάτος όμως είχε ψωρίαση και για αυτό τον πέταγε αυτή η γυναίκα, αλλά εμένα δεν μου είπε τίποτα, και μόλις βλέπει ο διοικητής αυτό τους τον παίρνει και με πιάνει στο ξύλο με τον ιπποκόμαρο και να γυρίζω εγώ παιδάκι μου έτσι, αλλά η νονά που με είχε βαφτίσει, ήταν κοντά και τους λέει, γιατρέ λέει: «Γαβριέλο» τους λέει «αυτό το piccolo δικό μου παιδί» και την γλίτωσα. Το ξύλο που έφαγα, και είτε μακαρόνια, είτε ρύζι, τίποτα.
Εσείς φάγατε ξύλο επειδή ο γάτος είχε ψωρίαση.-
Και αυτός νόμιζε ότι το έχω δώσει με σκοπό.
Γενικά αυτός ο Ιταλός είχε σκοπό να φάει το γάτο, σωστά;
Τον τρώγανε, ναι.
Τα τρώγανε τα γατιά.
Τα τρώγανε, γατες ναι σας το λέω εγώ. Τα τρώγανε ναι, σας το λέω.
Και για πείτε μου λίγο, αυτός ο διοικητής γιατί σας χτύπησε; Πώς, πώς;
Όχι, αυτός ήταν, δεν ήταν ο πιο μεγάλος, γιατρός πρέπει να ηταν. Ήθελε να τον ελέγξει το γάτο. Ο μεγάλος ήταν ο Γαβρέλος. Ήξερε και ελληνικά, ήντουσαν στη Κέρκυρα αυτά και αφού η νονά μου τους είπε: «Piccolo δικό μου παιδί τους» έδωνε πράγματα το ένα τ’ άλλο και γλίτωσα να μη με σκοτώσουν.
Φάγατε πολύ ξύλο θυμάστε:
Με τον υποκόπανο παιδάκι μου. Αλλά μικρός άμα είσαι μικρός δεν σε πιάσουνε.
Είχατε, είχατε μελανιές στο σώμα σας;
Ναι αμη, ναι κόντευαν να με σκοτώσουνε. Γιατί πια αν τους τρώγανε θα πέθαιναν όλοι αυτοί.
Θυμάστε ας πούμε, πόσες μέρες μετά σας πήρε περίπου να αναρρώσετε; Πόσο καιρό;
Καμιά εικοσαριά ημέρες, 30.
Πού είχατε χτυπήσει κυρίως;
Στη πλάτη με χτυπούσαν και στα πόδια εδώ χάμω κλωτσιές με τον υποκόπανο. Αλλά άμα είσαι μικρός είσαι ευκίνητος, και δεν είναι όπως είσαι μεγάλος.
Πόσοι σας χτυπούσανε; Πόσοι; Πόσοι;
Αυτός ο μεγάλος.
Μόνο ένας.
Ο ένας ο ένας αυτός ο μεγάλος με χτύπαγε. Οι άλλοι δε οι κακόμοιροι και δε μου δώσανε και τίποτα. Έχω πάθει και εγώ πολλά παιδάκι μου.
Να ρωτήσω κάτι, θυμάστε καθόλου Γερμανούς εδώ στη περιοχή;
Ήρθαν οι Γερμανοί και εν τω μεταξύ είναι μεγάλη ιστορία εδώ πέρα και ήτανε σε ένα σπίτι που είναι στη γέφυρα και μένανε.
Ποιο σπίτι;
Αυτό είναι ο Αντρέας, ο πώς τον λένε μωρέ; Αντρέας το επίθετο δε θυμάμαι. Όπως είναι η γέφυρα απέναντι το μεγάλο σπίτι που είναι το κουρείο από κάτω.
Ναι ωραία.
Εκεί ήτανε και αυτή τη διοίκηση οι Γερμανοί και όλα. Ε, εν τω μεταξύ έχει μεγάλη ιστορία με τους Γερμανούς γιατί δεν ξέρω αν στα έχουν πει.
[00:40:00]Με νοιάζει να μου πείτε τι έχετε δει εσείς με τα μάτια σας. Τι έχετε βιώσει εσείς.
Kοίταξε οι Γερμανοί ήτανε πολύ σκληροί. Αλλά και εμείς αυτοί οι αντάρτες δεν ήντουσαν καλοί.
Θα μιλήσουμε και για τους αντάρτες, απλά πείτε μου λίγο, ε εδώ στην περιοχή εσείς θυμάστε να έρχονται στρατεύματα να έρχονται.
Όχι, οι Γερμανοί δεν ερχόντουσαν.
Δεν ερχόντουσαν
Οι Ιταλοί μόνο, οι Γερμανοί δεν ήρθαν καθόλου μόνο, μόνο μία φορά στην αρχή και πήγαν στα μαγαζιά πήραν κάτι ρουχαλάκια και δε. Ήταν ο δρόμος και δεν ερχόντουσαν αυτοί. Και αεροδρόμιο είχανε κάνει, όταν χτύπησαν την Κρήτη με τους αλεξιπτωτιστές που χάσανε 4.500 ξέρεις που ήταν το αεροδρόμιο. Όπως φεύγεις από τους Μολάους να πας στην α, θα το έχεις δει, Καταβόθρα το λένε αυτό το, Μεταμόρφωση το λένε. Από κει σηκωθήκαν όλοι οι αλεξιπτωτιστές και περάσανε εδώ στον Κάβο Μαλία χαμηλά κάτω ξέρεις τι γινότανε παιδάκι μου τότε. Και μετά χτυπήσανε ένα αεροπλάνο και ήμουνα εγώ στη Νεάπολη.
Ένα λεπτάκι, γιατί τα λέμε λίγο όλα μαζί. Για ξαναπείτε μου λίγο αυτό με τους αλεξιπτωτιστές παρακαλώ. Τι θυμάστε;
Τα αεροπλάνα όλα χαμηλά και να περνάνε σαν τις σφίγγες να έχει σκεπάσει του Αγίου Κωνσταντίνου είκοσι μία του μηνός ήτανε το 41 πρέπει να τανε ναι. Και να να βλέπεις και να τρέχουνε βγαίναμε όξω και κοιτούσαμε τα αεροπλάνα εν τω μεταξύ είχανε χτυπήσει, και ένα από αυτά τα φορτηγά τα μεγάλα και ένα στουκας. Αυτό το αυτό έπεσε στο Κάμπο σε σιτάρι που χανε και πήγαμε εκεί πέρα εμείς και είδαμε πέρα προς το Κάμπο, αλλά το φτιάξαν και έφυγε. Το στούκας είχε και μπόμπες πάνω και έπεσε όπως είναι το φαρμακείο από κάτω και ήτανε ένας ξάδερφος μου Πετρόγκονας εμένα και ήταν αεροπόρος και πήγε τον έλυσε, βαλαν και τις μπόμπες και τον εκάνανε καλά. Και το αεροπλάνο ήρθαν και το πήρανε μετά αυτό.
Εσείς το θυμάστε αυτό είχατε πάει να το δείτε;
Μα ήμουνα ήμουνα εκεί.
Τι είχατε δει; Για πείτε μου λοιπόν που ήσασταν εκεί.
Ερχότανε χαμηλά από το Παλιόκαστρο, και εκεί ήτανε ένα σαν σπίτι το ντοαλέτες το χανε και ένα καράβι σαν Ποταμιά και ακούμπησε εκεί και είμαστε τυχεροί που δεν πήραν έκρηξη οι μπόμπες, γιατί ήντουσαν απάνω. Αλλά αυτός ο Μανιάτης ο Πετρόγγονας είχε πάρει πρώτη μου ξαδέρφη, ήξερε τις έλυσε τις φτιάξανε και φύγανε ωραίοι. Αλλά μια δόση άλλη είχε 'ρθεί ένα, μια καταδίωξη Γερμανική και τους πήγαμε κάτι οι αντάρτες από δω και τους φύγανε σε ένα ρέμα και τους σκοτώσαν. Εγώ δεν τους είδα.
Ένα λεπτό. Αυτό όμως θέλω να το, δεν το είχατε δει εσείς αυτό;
Όχι, τ’ ακουσα. Αυτό δε το είδα. Το λένε εδώ πέρα.
Και που πήγαν και τους σκοτώσανε; Τι λένε;
Στου Γραμματικού εδώ πέρα το λένε.
Για πείτε μου λίγο για αυτό το σκηνικό, να λίγο να είμαστε πιο αναλυτικοί αν μπορούμε, σε αυτό το σκηνικό που ήσασταν μπροστά στο που έπεσε το…
Το αεροπλάνο αυτο.
Ναι.
Αυτό ήμουνα ναι.
Ναι. Για πείτε μου λίγο πόσοι, ποια εποχή μάλλον ήταν αυτή, αυτό ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι.
Όταν ήταν στη Κρήτη.
Ωραία.
Του Αγίου Κωνσταντίνου Μάης.
Ωραία.
Είκοσι μία του μηνός.
Πολύ ωραία. Ε για πείτε μου λοιπόν, είχατε μαζευτεί πολλά παιδιά; Όταν συνέβη αυτό το πράγμα.
Κοίταξε κάτι είμαστε γιατί πηγαίναμε σχολείο ακόμα.
Ναι
Και είμαστε πολλά παιδιά από το χωριό γιατί ήταν απογεματάκι και τρέξαμε όλα τα παιδιά θα σκοτωνόμασταν όλοι, αλλά δεν ξέραμε που θα δούμε το αεροπλάνο.
Εσείς το είδατε δηλαδή απλά να πέφτει να προσγειώνεται ας πούμε.
Ερχότανε λίγο λίγο, λίγο και έπεσε εκεί που σου λέω. Ήτανε ένα σα τουαλέτα κανα κτίριο και χαλίκια πολλά δέναν τα γαϊδούρια εκεί το ένα τ’ άλλο, αλλά επειδή ήταν απόγεμα και δεν είχε γαιδούρια και προσγειώθηκε το αεροπλάνο κει, έτρεξε αυτός ο αεροπόρος τον έσωσαν, τον πήγαν στο φαρμακείο του Σαρσέντη, εκεί που στη Μαίρη Τσαλαβούτα και το κάνανε καλά και τον φύγανε. Αλλά στις αρχές δεν είχε βγει το αντάρτικο, αυτά είναι στην αρχή. Μετά γίναν τα κακά με τους αντάρτες. Που είναι πολλά εδώ πέρα, αλλά εγώ δε τα είδα και δεν μπορώ να σου πω.
Ναι. Θα μείνουμε ακριβώς σε αυτά που έχετε δει, απλά για πείτε μου λίγο. Την περίοδο αυτή θυμάστε εσείς πείνα; Θυμάστε εσείς προσωπικά, η οικογένεια σας.
Ή και άλλοι την πείνα πολλοί.
Τι τρώγατε; Τι θυμάστε;
Άκου, εμείς χαρούπια τρώγαμε κανά σύκο, πηγαίναν από εδώ παιδάκι μου στον Ασωπό, είναι οκτώ ώρες θα ναι. Και φέραν με τα γαιδουράκια σύκα. Εγώ τότε είχα πάει στο καΐκι και δουλεύαμε τα δίχτυα και δώναμε μια οκά μπαρμπούνια, μια οκά ψωμί, τόσο τσάμπα το παίρνανε αυτοί, αυτά. Και μια οκά μπαρμπούνια 8 κιλά σύκα. Και μαζεύαμε και μοιράζαμε εκεί εγώ πέρναγα καλά γιατί τρώγαμε. Δώναμε ψάρια και μας δώνανε ψωμί και κάναμε σούπα κάθε μέρα που είχα στο κεφάλι εγώ 13 χρονών, 14 κιλά ψάρια την Ελιά την ξέρεις; Και ερχόμουν με τα πόδια στον Ασωπό και πούλαγα τα ψάρια 12 χρονών, 13.
Άρα καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής εσείς.
Πολλή ταλαιπωρία και φτώχεια. Ψυχογιός ξέρεις τι είναι; Εγώ αφού δεν είχα τίποτα, με πήγανε σε κάτι πλούσιους στο Κάμπο.
Ένα λεπτό, όταν ξεσπάει η Κατοχή εσείς πήγατε να μείνετε σαν ψυχοπαίδι ας πούμε.
Ναι, ναι ψυχογιούς τους λέγανε τότε, αιχμάλωτος αυτός, παραπαίδι σε έναν πλούσιο. Εγώ ήμουνα δεκατρίω χρονών και είτε ήξερα γιατί είμαστε καλομαθημένα από τον Πειραιά με τον πατέρα μου. Και μου χαν παιδάκι μου εδώ στο Κάμπο όπου πας που ξέρεις το συνεργείο του Μινώπετρου που είναι; Από κάτω ένα κτήμα μεγάλο. Μου είχανε 6 μοσχαράκια, 2 φοραδούλες -με συγχωρείς- και 4 προβατίνες. Και μου είχαν κάνει σε μία ελιά, ένα τσαρδί το λέγανε με κλαδιά και κοιμόμουνα.
Κατά την περίοδο της κατοχής όλα αυτά.
Της κατοχής ναι. Και ήταν ένα πηγάδι 30 οργιές, ξέρεις τι είναι να ποτίζω όλα αυτά 2 φορές. Λοιπόν και ξέρεις τι μου λέγανε κάνανε 5.000 οκάδες στάρι και 8.000 οκάδες, είχανε εργοστάσια οι πιο πλούσιοι του Κάμπου αλλά μη τους πω το επίθετο.
Εσείς εκεί δεν περάσατε καλά, καταλαβαίνω.
Άκου τη κατάληξη, λοιπόν εγώ το βράδυ κοιμόταν ο ένας μαζί μου και αυτός νόμιζε εγώ πως είμαι χαζός και σηκωνόταν και έφευγε. Και ξύπναγα εγώ και έβλεπα όλα τα δέντρα ξωτικά και φώναζα: «Βοήθεια!» και με πιαναν και κοιμόμουνα. Αλλά το σπουδαίο το βράδυ που, τους γύρεψα ψάρια τα αδέρφια μου και δε μου δώσανε. Λέει: «Τώρα θα τρως σύκα λέει είτε και συ ψωμί» ήντουσαν άτροποι ανθρώποι. Τέλος πάντων λοιπόν, πάω να τα ποτίσω το βράδυ για να βγάλεις τώρα για αυτά τα μοσχάρια πίνανε νερό τα πρόβατα το να τ΄ άλλο δεν μπορούσα και ήταν λινός που πατάγαν τα σταφύλια και πέφτει ένα μοσχάρι μες στο φιλέμι και βγάζω: «Βοήθεια!» και έρχονται δυο τρεις και το βγάλανε το. Λέω σας παρακαλώ τα δένετε στα δέντρα εκεί πέρα και φεύγω, τα Δερματιάνικα είναι κοντά. Και πάω στα αφεντικά λέω: «Παιδιά εγώ δε κάθομαι γιατί έχω και αδέρφια μου και πεινάνε. Το μοσχάρι έπεσε το βγάλαμε, σας ευχαριστώ και καληνύχτα». Και έφυγα και πήγα στο χωριό. Μόλις πήγα στο χωριό στη μάνα μου με έδειρε μου λέει: «Γιατί να φύγω». Τι έχω περάσει. Και μετά όμως παιδάκι μου ο Θεός και η ευχή της μάνας μου και του πατέρα μου. Πήγα στη Νότια Αφρική το '53. Εκεί με πήρε αυτός ο Νυχάς που σου λέω ο Βασιλιάς της πατάτας γιατί δεν πήγαινε κανένας στην Αφρική.
Θα τα πούμε όλα αυτά για την Αφρική θέλουμε να μείνουμε στο εξής, εσείς εκεί ως ψυχογιός που μου είπατε στο Κάμπο.
Στο Κάμπο ναι.
Πώς βρεθήκατε; Πώς έγινε αυτό; Βρήκαν κάποιοι τη μαμά σας;
Μια θεία μου τους ήξερε που είχε χωράφια και έκανε και πήγα εγώ εκεί πέρα. Αλλά δε.
Εκεί εσείς ποιά ήταν η δουλειά σας; Τι έπρεπε να κάνετε δηλαδή;
Και να βγάζεις χόρτα από τις ελιές και να σκάβεις, σκλάβος σκλάβος. Αυτοί ήταν οι σκλάβοι που ‘μαστε είμαστε τότε και χωρίς τίποτα, σα σκυλιά. Έχω περάσει μαύρη εγώ μου παιδάκι μου.
Θα μου πείτε λίγο. Θα μου τα πείτε όλα και στη συνέχεια, απλά για εξηγήστε μου λίγο εσείς λοιπόν θα πηγαίνατε εκεί και η πληρωμή σας;
Τίποτα
Ποια θα ήτανε;
Δεν σου έδιναν τίποτα. Δεν άκουσες τι σου είπα πέντε κιλά στάρι και δε μου δώσαν.-
Τροφή δηλαδή για την οικογένεια.
Ναι, να τα δώσω.
Και πού μένατε λοιπόν; Για περιγράψτε μας λίγο. Ποιες ήταν οι συνθήκες δηλαδή που ζούσατε;
Σ’ ένα τσαρδί μου χαν με μία κουρελού. Είναι όπως είναι η ελιά βάζουν κάτι ξύλα πάνω και βάζουνε ελιές και σε αφήνουν εκεί μέσα. Εγώ από βραδύς έπεφτε ένας από αυτούς δίπλα και τη νύχτα έφευγε. Αλλά.-
Και που πήγαινε;
Ξέρει κανείς που θα πήγαινε; Και μάλιστα μόλις ξύπναγα εγώ τα δέντρα μου φαινόντουσαν νεράιδες.
Γιατί φοβόσασταν εννοείται.
Φοβόμουν ήμουν 13 χρονών, 14 και φώναζα και έβγαινα στο [00:50:00]δρόμο και με παίρνανε κάτι ρούγες και μετά είχα μαζέψει που φοβόμουνα δε μου δίναν τίποτα έπεσε και το μοσχάρι μέσα και σηκώθηκα και έφυγα. Παιδάκι μου τότε σκλάβοι ήταν ο κόσμος. Ξέρεις συνεχίζω να βλέπω.
Είχε κι άλλα παιδία αυτή η οικογένεια πάρει έτσι, ψυχογιούς και ψυχοκόρες;
Είχε. Άκου είχε και έναν άλλον από το Λαύριο ο Γαβρίλης, αλλά αυτός ήτανε στο άλλο κτήμα.
Και οπότε η δουλειά σας ήταν να είστε υπεύθυνος σε αυτό τμήμα, σε αυτό το κτήμα συγνώμη.
Μα βέβαια εκεί αυτό. Αυτό δε το θυμώνται οι παλιοί έβγαινε στη συκιά ένας. Ήτανε σαν αφάνα αλλά δεν τρύπαγε πολύ και δεν μπορούσα να μαζέψουν τα σύκα και έπρεπε να τα βγάλουμε και έβγαζα όλη την ημέρα αυτά και να ποτίζω και να μη μου δίνουν τίποτα και να μου λένε να τρώω σύκα. Να μη τρώω ψωμί. Τέτοιοι ήντουσαν. Οι πρώτοι παραγωγοί του Κάμπου να μη τους πω το όνομα.
Δε χρειάζεται να τους πείτε εδώ. Όχι βέβαια αν δε θέλετε τίποτα δε θα πείτε.
Όχι παιδάκι μου. Δε θέλω.
Ό,τι θέλετε θα πείτε. Απλά πείτε μου λίγο εσείς λοιπόν το συσσίτιο σας, ας πούμε ως παιδάκι μέσα στη κατοχή τι περιελάμβανε; Τι τρώγατε;
Τίποτα κάνα κομμάτι ψωμί, 2 ελιές σα σκυλιά, τίποτα. Ήτανε ψυχογιός παιδί μου. Η λέξη ψυχογιός είναι μία παλαιά κουβέντα, σκλάβος. Τα παλιά χρόνια και εκεί στο Ελος που είναι ο Ντουραλής και αυτοί, τα ξέρεις αυτά τα χωρία έχει περάσει Βικόλους τους λέγανε αυτοί που βόσκανε τα, τώρα το Βικόλους από που έχει βγει, εσύ μπορεί να ξέρεις.
Για πείτε μου και κάτι άλλο λοιπόν, εσείς πόσο καιρό κάτσατε εκεί ως ψυχογιός, στο Κάμπο;
Σ'αυτόν 6 έξι μήνες γιατί δεν ήντουσαν ανθρώποι και πεινούσα.
Η συμπεριφορά τους απέναντι σας, πέρα από το φαγητό που ήταν όντως, έπρεπε να σας δίνουν αρκετά περισσότερο, η συμπεριφορά τους σας είχαν ποτέ ας πούμε μιλήσει άσχημα;
Όχι σα σκυλί, τίποτα.
Σας είχαν χτυπήσει ποτέ;
Όχι. Όχι. Αλλά ήτανε κακία… Όταν πότιζαν τα φιστίκια, ερχότανε νερό πολύ και έσπαζε και δεν μπορούσες να το βαστήξεις και δεν ήμουν εγώ μαθημένος, δεν ήμουνα από αγροτική οικογένεια. Παιδάκι μου το τι έχω τραβήξει, αλλά σου πα τέλος καλό αμα ρθεί και σειρά τη προκοπή μου θα στα πω.
Βέβαια θα τη πούμε όλη, απλά ίσως χρειαστεί να ξανασυζητήσουμε γιατί είναι πολλά αυτά που θέλω να πούμε. Για πείτε μου τώρα για την κατοχή, εκεί λοιπόν ως ψυχογιός ήσασταν την περίοδο της κατοχής.
Ναι
Τι άλλες μνήμες έχετε; Τι θυμάστε;
9 μήνες ήμουν στο καΐκι δουλεύαμε από το Καβο Μαλιά μέχρι τη Καρδαμύλη κάτω. Όλα τα παραθαλάσσια αυτά τα μέρη έχω δουλέψει και πιάναν ψάρια και μας δώνανε πράμα με πράμα δηλαδή και παίρναμε κάτι και δώναμε στις οικογένειες μας. Ε, να σου πω ήταν καλοί άνθρωποι και στον Ασωπό ήταν καλοί.
Απλά λέω εδώ στη Νεάπολη που μου είπατε την κατοχή έτσι πώς την θυμάστε; Τη θυμάστε..
Δεν ήταν καλοί ανθρώποι, θα σου πω ένα περιστατικό.
Ναι.
Δουλεύαμε ήλιο σε ήλιο και μας δίνανε να βγάλεις και ένα τσουβάλι φιστίκι της Ρίγας, ξέρεις τι είναι; Είναι κάτι τσουβάλια μεγάλα τέτοια. Άμα δεν το γιόμιζες δε σου δωναν μερόκαμα και σου δώνανε ένα κιλό βρεμένο φιστίκι, μια χούφτα. Τόσο δα ήτανε. Ήλιο σε ήλιο τίποτα άλλο δηλαδή το μερόκαμα ήταν.-
Αυτοί που δουλεύατε ήταν Έλληνες;
Έλληνες από εδώ από τον Κάμπο. Ναι αυτοί σκλάβους όλος ο κόσμος για ένα κομμάτι ψωμί. Θερίζανε τα παλιά χρόνια και όταν έκοβες τέσσερα χειρόβολα τα λέγανε έπαιρνες το ένα και μετά το κάνανε οκτώ με τη κατοχή και όλη την ημέρα δεν έπαιρνες ένα χειρόβολο να βάλεις τέσσερα πέντε κιλά στάρι. Ήτανε εκμετάλλευση μεγάλη παιδάκι μου. Πουλούσαν τα μαλαματικά τους για ένα κομμάτι ψωμί τα παίρνανε, όλοι αυτοί που ήταν εκεί πέρα.
Η μαμά σας είχε πουλήσει τα δικά της;
Εμείς πουλήσαμε πολλά πράματα, γιατί ήταν ο πατέρας μου στην Αμερική και είχαμε αρκετά. Τα παίρνανε ένα κομμάτι ψωμί oλονού του κόσμου. Και ήντουσαν μερικοί άνθρωποι που ήντουσαν άνθρωποι αλλά πιο πολλοί είμαστε στο Κάμπο και μαζεύαμε χόρτα, τέσσερα παλικαράκια δέκα πέντε χρονών. Έβρεχε πολύ και έβγαζε αυτές τις ραπανίδες. Απ’ αυτά ζήσαμε και από το λάδι. Λοιπόν διψάσαμε και ήταν ένας τσε όχι μη πω το επίθετο ασ’ το, ήταν ένας οικογένεια και τρώγανε για μεσημέρι και πήγαμε να πιούμε νερό. Αυτοί είχαν, έτσι, ψωμιά είχανε φαγιά τ’ να τ’ άλλο. Ανοίγουμε τη πόρτα: «Τι θέλετε» λένε, «Νερό», «Όξω!» μας διώξανε, αντί να μας πούνε έλα να πάρτε ένα κομματάκι ψωμί. Είχε και καλούς ανθρώπους, είχε και κακούς ανθρώπους, παιδάκι μου. Δυστυχώς. Και εδώ πήραν σπίτια πάνω στο Πασαλιμάνι τους τα πήραν πίσω, έγινε ένας νόμος και τα πήραν ένα κομμάτι ψωμί. Όλοι τούτοι οι άρχοντες στη Κηφησιά, στο, όπως είναι η Αλεβίζου στο Πασαλιμάνι που κατεβαίνει, αλλά μετά έγινε ένας νόμος όσοι είχανε πάρει τη κατοχή και τους τα πήρανε πίσω τα σπίτια.
Για να θυμηθούμε λίγο στο Κάμπο εκεί που ήσασταν στο κτήμα, θυμάστε καθόλου στρατιώτες να περνάνε από κει, Ιταλούς, Γερμανούς, Ιταλούς κυρίως;
Όχι δεν είχαν περάσει. Τότε οι Ιταλοί είχαν σταθεί και μετά κάναν τη συνθηκολόγηση και φύγανε. Δεν ερχόντουσαν εδώ, δεν είχαμε δρόμο. Αυτό μας έσωσε. Είτε σε άλλα μέρη έχει γίνει παιδάκι μου.
Για πείτε μου και κάτι ακόμα. Αντάρτες εδώ θυμάστε στο χωριό, στο Μεσοχώρι ή στη Νεάπολη ή στο Κάμπο;
Λοιπόν να σου πω για αντάρτες. Ένας ξάδερφός μου πρώτος ήταν σε ένα εργοστάσιο και μαζεύανε το λάδι των ανταρτών, εδώ στο Μεσοχώρι πιο κάτω με έναν άλλον και ένας πελάτης, ήταν βλάκας και το πήγαινε στο σπίτι και τον πιάσαν οι αντάρτες και του λένε πόσο παίρνουνε και του χαν πάρει λιγότερο, και τους παίρνουνε και τους 2 από δω και τους πήγαν στην Έλωνα στο Πάρνωνα έχει ακούσει την Έλωνα, κει είναι ένα μοναστήρι. Μάλιστα για να κλέψουν μια εικόνα το θυμάσαι που ήρθε ο Δεσπότης εδώ τ’ να και τ’ άλλο και τους πηγαν εκεί πέρα…
Εσείς το θυμάστε αυτό το σκηνικό;
Ναι αμέ.
Για περιγράψτε μου λίγο πόσοι αντάρτες ήντουσαν και τους πήρανε;
Ε τότε τους πήρανε δύο και με τα πόδια πηγαίνανε.
Τι φορούσαν; Τους θυμάστε σαν πρόσωπα πως ήντουσαν;
Αμή κάτι μπότες εκεί κάτι ντουφέκια, σα τους διαόλους ήταν. Δεν ήντουσαν καλοί και αυτοί. Να ξέρεις αφού αμα με αφήσεις να σου πω για τους 2 μετά.
Ναι. Για πείτε μου λοιπόν τώρα αυτός ήταν ξαδερφός σας εσείς ήσασταν μαζί του όταν συνέβη αυτό;
Όχι, ακούστηκε. Εγώ δε τον ξανά είδα γιατί τον πήρανε στην Ελωνα.
Ναι ναι ναι, πριν τον πάρουνε λέω εκείνη την...
Ε μέναμε στο χωρίο. Η μάνα του με τον πατέρα μου αδέρφια. Είμαστε και στην Αφρική μετά μαζί.
Και για πείτε μου λοιπόν ήρθαν οι αντάρτες και τι τους ζήτησαν; Τους ζήτησαν το λάδι;
Πιάσανε ένα πελάτη και πόσο λάδι και δεν το είχαν πάρει κανονικά, ξερω γω κάτι και πιάσανε αυτούς που χαν βάλει να μαζεύουν το λάδι και το αφεντικό. Το αφεντικό ήταν Αργείτης και ο ξαδερφός μου ήτανε Λιονής τους πήγαν εκεί πέρα να τους σκοτώσουνε. Αλλά η θειά μου το πατέρα μου η αδερφή με τη γυναίκα φύγανε από εδώ 70 χρονών η θειά μου, και οι άλλοι ήταν 40 και πήγαν με τα πόδια στην Έλωνα. Πήγαν εκεί πέρα και τους πέσαν στα πόδια και τους μιλήσαν να τους αφήσουνε και λέει: «Θα σας αφήσουμε αλλά θα γίνετε αντάρτες». Εντάξει. Ντύθηκε ο ξάδερφός μου αντάρτης και το σκάει και έρχεται στο χωριό στο Μεσοχώρι.
Τον θυμάστε να έρχεται ως αντάρτης;
Ήρθε τα πέταξε τα ρούχα το ‘σκασε από τους αντάρτες. Εκεί να δεις. Και ερχόντουσαν οι αντάρτες κάθε μέρα να τον πιάσουν αλλά είναι αγνάντιο το χωριό και μόλις έβλεπε τους αντάρτες στα μισά του χωριού, πήγαινε στα βουνά πίσω προς τη Μονεμβάσια και γλίτωσε και δεν τον σκότωσαν. Έχει γίνει παιδάκι μου. Έχουνε σκοτώσει κόσμο παιδάκι μου και οι μεν και οι δε. Δηλαδή αν βρεθεί βιβλίο και γράφουν τα χάλια μας, οι χειρότεροι ανθρώποι του κόσμου. Μου λεγε ένας...
Σε σχέση με τον ξάδερφό σας εσείς τον θυμάστε να φεύγει και να πηγαίνει ας πούμε να κρύβεται όταν ερχόντουσαν οι αντάρτες;
Μαζί ήμαστε στο χωριό.
Φεύγατε μαζί να κρυφτείτε;
Όχι. Εγώ δεν πήγαινα. Αυτός είχε βουνά πάνω το μάζευε παιδί ήτανε, πού να τον βρούνε.
Εσάς σας είχανε...
Ήμουνα 14 χρονών, 15 είτε πήγα στην ΕΠΟΝ είχα κάνει και την ΕΠΟΝ.
Ναι ναι ναι δεν πήγατε ούτε στα...
Όχι δεν πήγα, ευτυχώς άκου. Ερχόταν ένας από τη Νεάπολη, Αλεξανδράκης και ήταν αρχηγός και μια κοπέλα από την Ελίκα ήτανε ΚΚΕς ο πατέρας της Βελώνης μια ωραία, Μαιρούλα τη λέγανε να μας μιλήσουν για την ΕΠΟΝ, για να γραφτούμε και πήγαμε στο σχολείο. Λοιπόν μαζευτήκαμε καμιά πενηνταριά [01:00:00]παιδιά, δώδεκα δεκατρίω, δεκατέσσερω χρονών. Το σχολείο αυτό τα παράθυρα που είχε ήταν όλο κρεμμύδια είχανε βάλει και αυτός ο Αλεξανδράκης λέει: «Η ΕΠΟΝ είναι όπως μια μηχανή και από, πρέπει να μαζεύονται όλες οι βίδες για να γίνει και θέλουμε όλους εσάς. Το καταλάβατε;» Εμείς για πλάκα του λέγαμε: «Όχι» και τον κοροιδεύαμε, τέλος πάντων λοιπόν, τον πιάνουμε με τα κρεμμύδια μετά εμείς τα παιδιά και είτε ξαναπατήσανε. Το χωρίο μας, ήταν ήσυχο χωριό. Θα σου πω ένα περιστατικό. Ήρθε ο Τσόγγος τα τάγματα, Ράλληδες που ήτανε στη Σκάλα. Καμιά, με 2 στρατιώτες Παπούληδες στο επίθετο στο Μεσοχώρι και μας μάζεψαν όλο το χωριό, είναι μια εκκλησία και πήγαμε εκεί πέρα. Οι 2 Ραλλικοί που ήταν και Τσόγγος, ο λοχαγός αυτοί ήντουσαν τα τάγματα ασφαλείας, πως τα λέγανε...
Τα τάγματα ασφαλείας;
Που ήτανε με τους Γερμανούς μαζί. Ναι.
Σας μαζέψανε, πότε έγινε αυτό;
Αυτό πριν να γίνει, να τελειώσει ο πόλεμος, λίγο.
Για να το για να το πάρουμε λίγο από την αρχή. Αυτό πότε; Έγινε περίπου τον χειμώνα; Άνοιξη; Πότε έγινε;
Άνοιξη και ήρθαν και πήγαν πρώτα στη Νεάπολη. Στη Νεάπολη που πήγανε.
Αυτούς τους ταγματασφαλίτες τους ξέρατε εσείς ποιοι ήντουσαν; Αν ήντουσαν γνωστοί σας εννοώ;
Ναι. Εγώ τους ήξερα γιατί πούλαγα ψάρια στο Ντουραλή και στο Βλαχιώτη και σ΄ αυτά. Παπούληδες ήτανε. Αλλά είχανε πάει εκεί πέρα.
Και πόσοι ήντουσαν εκεί στο χωριό;
Στο χωριό είχαν έρθει δύο και ο αξιωματικός. Λοιπόν, αφού μας καλέσανε να πάμε, εγώ έχω δουλέψει και στα χωριά να σου πω τι γινόταν εκεί πέρα εκεί ήταν του διαόλου. Ο πρόεδρος ήταν αυτός που είχαμε πάει για το λάδι, έξυπνος άνθρωπος. Και αφήσανε τα όπλα κάτω...
Μπαίνουν λοιπόν οι ταγματασφαλίτες στο χωριό σωστά;
Ήρθαν στο χωριό και μας πήγαν στην εκκλησία όλο το χωριό.
Σας πήγανε στην εκκλησία όλο το χωριό;
Όλο το χωριό.
Σας ανάγκασαν με το όπλο να πάτε; Γιατί πήγατε ας πούμε;
Αφού είπανε: «Θα 'ρθείτε όλοι στην εκκλησία». Φοβόσουνα και ήταν ο Πρόεδρος του χωριού αυτός που ήταν στην Αμερική και μετά πήγαμε για το λάδι. Πολύ έξυπνος άνθρωπος αλλά την ώρα που κάνανε έλεγχο έναν ένανε είχαν..
Τί σας έλεγχαν; Τι να ψάξουν να βρούνε ήθελαν;
Αυτοί είχαν κατάλογο ποιοι ήντουσαν γραμμένοι. Τότε όταν ξεκίνησε το ΕΑΜ ήρθαν στο χωριό και λέγαν, πως είναι το '21. Εσένα σε βάλανε γραμματέα τον άλλον τον, χωρίς να είσαι είτε αριστερός. Πώς είναι ο κόσμος το είκοσι ένα και ήντουσαν 20-30 ανακατεμένοι σε διάφορα πόστα, αλλά όχι από πάθος πως είναι το είκοσι ένα. Και αυτοί τους είχαν γραμμένους όλους.
Εσείς ήσασταν γραμμένος;
Όχι αφού ήμουν πιτσιρίκος. Ήμουν 12 χρονών 13. Αυτοί ήνοτυσαν εικοσάρηδες, εικοσιπεντάρηδες αλλά αυτός ο άνθρωπος τόσο έξυπνος. «Ρε παιδιά» τους λέει, τους λέει: «εσείς τώρα κάνετε έλεγχο, έχετε κάνει στρατιώτες;». «Εγώ ήμουν στην Αλβανία» του λέει «αφήσατε τα όπλα άμα τα πάρουν και σας σκοτώσουν τι, τι πράματα είναι αυτά ρε; Φέρε τα χαρτιά εδώ» του λέει «σκίσε τα ρε εδώ δεν υπάρχει κανένας αριστερός, εμείς τι θέτε να σας φέρουμε. Κότες, θηρία αυτά». Και τα σκίζουν τα χαρτιά και τρέχουμε εμείς 4-5 παιδιά και τους φέραμε τυρί αυτό και φάγανε μας πήραν και κάτι παπούτσια το να τ΄ άλλο. Δεν πήγαν όμως την άλλη μέρα άλλοι χωριανοί να το πούνε στους αντάρτες στη Νεάπολη, θα μας σκοτώνανε εμάς όλους. Και την γλυτώσαμε και δεν πειράξανε είτε τον Πρόεδρο, είτε κανένα. Στη Νεάπολη που ήρθανε εκεί να σου πω είναι να σου σηκωθεί η τρίχα. Μιλήσανε-
Μόνο μία, μία ερώτηση θέλω να κάνω. Εσείς που συγκεντρωθήκατε στην εκκλησία ήταν και η οικογένεια σας και η μαμά σας και τα αδέρφια σας;
Όχι όχι, όχι δε εμείς οι άντρες πήγαμε.
Μόνο οι άντρες. Τα αγόρια.
Όχι οι γυναίκες.
Εκεί τι σας λέγανε εκεί οι ταγματασφαλίτες;
Είχανε χαρτιά. .
Και ζητούσαν τα ονόματα.
Τα ονόματα του καθενού. Αλλά αφού άφησαν τα όπλα πριν αρχίσουν ο Πρόεδρος τους λέει: «Ρε παιδιά είναι έλεγχος αυτός που κάνετε, άμα παν θα σας σκοτώσουνε ρε».
Πόσοι άντρες ήντουσαν; Πόσοι ταγματασφαλίτες;
Πολλοί 40, 50, 80, 100 θα μαστε αφού ήταν τετρακόσιοι δέκα στο χωριό πολύς κόσμος. Και παλικάρια αυτά όλα. Αλλά δεν ήταν κανένας.
Εσείς που φοβηθήκατε κ. Γιάννη;
Δε φοβόμουν γιατί ήμουνα μικρός. Δε με είχαν γράψει εμένα γιατί εγώ δεν ήταν ανακατευτεί γιατί ήμουν μικρός, αλλά όσοι ήντουσαν ανακατεμένοι στο τομέα στο κέρατα στο ένα στο άλλο. Και στη Νεάπολη εκεί είχα πάει εγώ, όταν ήρθε αυτός είπε πως οι κομμουνιστές δεν θέλουν το Χριστό, την εκκλησία.
Ένα λεπτάκι. Όταν ήρθαν οι ταγματασφαλίτες στη Νεάπολη.
Ναι.
Εσείς ήσασταν στη Νεάπολη;
Ημουνα, ήμουνα ναι.
Για πείτε μας λίγο την εικόνα. Για περιγράψτε μας λοιπόν.
Ναι. Εκεί στο Ηρώων μιλήσανε και είπανε πως οι αντάρτες...
Πόσοι ήντουσαν;
Ε όχι και πολλοί οι ταγματασφαλίτες. Ναι. Αλλά με όπλα και αυτά. Αλλά αυτοί δεν πιστεύουν Θεό, δεν θέλουν το βασιλιά δεν θέλουν το να τ΄ άλλο και ένας γέρος, εγώ, 2 γέροι. Ο ένας είπε θα σου πω την ιστορία αυτό να κλάψεις. Λέει: «πες τα Χρυσόστομε.» Αυτή την κουβέντα.
Είπε στο ταγματασφαλίτη, μπράβο. Ας πούμε ένας γέρος.
Ναι ναι.
Από το πλήθος.
Ε ρουφιάνοι τώρα μετά το παν αυτό, στους αντάρτες. Και θέλανε να τον πιάσουν. Κρύφτηκε αυτός. Για να τον πάνε στην Έλωνα. Αλλά αφού κρύφτηκε αυτός του λένε: «Θα σου πάρουμε την οικογένεια σου». Και παραδοθήκανε οι δυο. Και τους πήγαν στην Έλωνα. Τους πάνε εκεί πέρα από δω ο μεγάλος της Έλωνας ήταν Νεαπολίτης, Δουμάνης Πασχάλης ο διοικητής. Ο γέρος ο ένας τον είχε βαφτίσει και τον μεγάλωσε. Ο άλλος ήτανε Πασσάκος από το Ελαφονήσι και παλικάρι γερό. Να δεις τι τους έκανε.
Εσείς όμως δεν ήσαστε μπροστά σ' αυτά.
Μας τα πε μετά ο δήμαρχος. Όταν, όχι δεν είδα γιατί είπε αυτή την κουβέντα μετά έφυγε αυτός αλλά μετά πήγε και παραδόθηκε.
Δεν μου λέτε εκείνη την, που ήσασταν μπροστά να επικεντρωθούμε.
Δεν τον πιάσανε.
Δεν τον πιάσανε.
Μετά τον καρφώσανε, ποιος είναι.
Πόσοι ήτανε οι ταγματασφαλίτες ήρθαν λοιπόν και μιλούσαν στο Ηρώων. Πόσο, είχαν έρθει πολλοί άνθρωποι εκεί;
Ήντουσαν αρκετοί και αντράδια και πάνω και ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα και όπλα ωραία όλα. Αλλά εκείνη την ώρα δεν το, μετά το είπαν στους αντάρτες.
Και μετά τον πιάσανε.
Τους πιάσανε ναι. Κρύφτηκε αυτός αλλά του είπαν: «Θα σου πάρω τα παιδιά» και τους πήραν και τους 2 και τους πήγαν στον Πάρνωνα. Ε λοιπόν.
Εσείς τι άλλο θυμάστε έτσι με τους...
Εκεί. Αυτά μου τα είχε πει το παιδί του και αυτούς τους έχουνε σκοτώσει στο Γεράκι και του χε κάνει μνημείο το παιδί του και πηγαίναμε και παίρναμε τον παπά και του κάνει παραστάσημο του πατέρα του και ο δήμαρχος εκεί πέρα που ήτανε μας λέει την ιστορία τι έγινε. Να σου πω να σου φύγει η τρίχα. Τέλος πάντων λοιπόν, τους πήγαν εκεί πέρα του λέει πήγε το παιδί που τον είχε βαφτίσει, ο Αρσένης τον λέγανε και τους πήγε πράματα και όλα. Λέει: «Δε ντρέπεσαι βρε Πασχάλη» του λέει του νονού του λέει. Λέει: «Μπορεί να τους τη χαρίσουμε το να τ΄ άλλο». Ε και έφυγε. Το βράδυ πάνε και τους μεταλαβαίνουνε και του λέει ο άλλος ο Πασσάκος: «Νετάραμε του λέει δεν έχει ζωή» και τους φεύγουνε. Από το Γεράκι και του φέρανε, όχι από τα πάνω από κει από τη πως την είπα την εκκλησία από την Έλωνα.
Την Έλωνα.
Και τους φέρανε στο Γεράκι. Εγώ έχω πάει πολλές φορές. Έχεις περάσει από το Γεράκι; Τους πάνε και τους κλείσανε, με τα πόδια σε ένα κατώι με κάτι αυτά. Στις 12:00 η ώρα πάνε 3 αντάρτες. Ε αυτά εμάς μας τα πε μετά ο δήμαρχος, γιατί εγώ πηγαίναμε και τον θυμιάζαμε τον άνθρωπο αυτόνε και μάθαμε τι έγινε μετά. Λοιπόν πάνε και τους παίρνουνε. Ήτανε ο Πασσάκος, ο Αρσένιος και ένας Χρόνης από την Παντάνασσα. Ο Χρόνης ήτανε τσαγκάρης και λέει: «Άστον τον θέλουμε» και δεν τον πήρανε, και τους πάνε σε μια ρεματιά. Εκεί έχει κάνει το εικονοστάσιο και όπως πήγε λοιπόν, ο ένας ο Βατικιώτης ο Πασσάκος ήταν πολύ γερός, πιάνει τους 2 και τους βάζει κάτω και του λέει τ’ αλλονού, ήντουσαν 3 οι αντάρτες: «Πιάσε τον άλλονε.» Ο άλλος έπαθε και έμεινε από την καρδιά του και ο τρίτος τραβάει τη ξιφολόγχη και τον καρφώνει αυτόνε, τους έπιασε και τον κάνανε κομματάκια και τον πετάξανε και τον φάγανε τα σκυλιά.
Αυτά όλα σας τα διηγήθηκε ο δήμαρχος;
Ο δήμαρχος. Εμένα και του γιού του. Εμείς αφού πηγαίναμε εκεί πέρα, μας είπαν το ιστορικό αυτό και λέει, είπαν οι αντάρτες: «Ήταν ένας Βατικιώτης, ένα θηρίο και αν δεν ήταν ο τρίτος αντάρτης θα μας σκότωνε» και από εκεί τα πήραμε αυτά. Έχει κάνει το παιδί λοιπόν εικονοστάσιο, πάμε κάθε χρόνο τον θυμιάζει, τον διαβάζουν.
[01:10:00]Για πείτε μου κάτι τώρα. Εσείς γενικά λοιπόν τους ταγματασφαλίτες τους Χίτες ας πούμε εδώ, τους θυμάστε καθόλου πέρα από αυτά τα δύο περιστατικά; Τι θυμάστε;
Ναι. Πολλά.
Θυμάστε έτσι, ναι αυτά θέλω να πούμε. Για να τα πούμε αυτά λοιπόν.
Κοίταξε. Και οι δυο μεριές, έχουνε κάνει πολλά πράγματα. Δεν θέλω, να μη στα πω αυτά.
Ονόματα δε θέλω να μου πείτε. Αλλά θέλω να μου πείτε τις μνήμες σας. Αυτές τις θέλω.
Λοιπόν. Έναν, ένα παιδί είχε 'ρθει από τον Οξωδήμο σε ένα θείο του.
Αυτό το έχετε δει με τα μάτια σας, που θα μου πείτε τώρα; Έτσι;
Ναι, ναι.
Ωραία.
Και τον πήρε ένας από εδώ, όχι Νεαπολίτης από άλλο χωριό ήτανε. Δε λέω από που. Και τον έδεσε σε μια φοράδα και τον έσερνε από εδώ ως τους Αγίους Αποστόλους.
Αυτόν που τον δέσανε στη φοράδα ήταν αριστερός;
Όχι ήταν Χίτης.
Χίτης.
Ναι.
Και αυτός που έσερνε τη φοράδα;
Ένα παιδί 18 χρονών. Δεν ξέρω ήρθε εδώ, στον μπάρμπα του ήταν από τον Ασωπό.
Ναι.
Να βριστεί και τον προδώσανε και τον πιάσανε και τον έδεσε στη φοράδα και ξεψύχησε εκεί πέρα.
Πού το θυμάστε αυτό το γεγονός, να συμβαίνει;
Τ΄άκουσα. Εγώ δεν τον είδα.
Αυτό που είδατε θέλω, Για πείτε μου τι;
Όχι δεν τον είδα. Τα έχω ακούσει. Γιατί αυτό έγινε στη Νεάπολη. Εγώ ήμουνα στο Μεσοχώρι.
Εσείς τι είδατε εκεί στο Μεσοχώρι; Είχαν έρθει Χίτες καθόλου;
Όχι. Στο χωριό δεν είχανε κάνει τίποτα. Το χωριό μας δεν είδαμε τίποτα. Ευτυχώς. Γιατί είμαστε αγαπημένοι και είτε ρουφιάνοι είτε.
Πέρα από αυτό το γεγονός με τους ταγματασφαλίτες που μου είπατε που σας μάζεψαν στην εκκλησία δηλαδή.
Να σου πω με λίγα λόγια, κάνανε πολλά και οι 2. Καλύτερα να μην το ακούσεις.
Δεν με... Όχι θέλω να τα ακούσω απλά θέλω να ακούσω πράγματα που εσείς έχετε δει κ. Γιάννη.
Ναι άκου εγώ τι είχα δει. Ερχόντουσαν ήταν ένας από το Λάχι και κατέβαινε κάτω και θυμάμαι που τραγουδούσε: «Κομμούνες, κομμουνίστριες και εσείς τα κομμουνάκια και εσείς οι επονέντισες που κάνατε μουλάκια». Αυτός ήταν Χίτης. Θα κατεβάσουμε άνθρωπο, εδώ είναι ένα μέρος ο Περιστεριάς που τον λένε και είχαν λέει ρίξει τους Τσιριγώτες. Εγώ δε το είδα. Το άκουσα. «Θα κατεβάσουμε άνθρωπο, τα κόκκαλα να βγάλει ο παπάς να τα ψάλει» κάτι ρύμες τέτοιες. Ε αυτοί ήταν να τους φύγουν Χίτες, τώρα εγώ δει να κάνει τίποτα ο ίδιος σε κανένα. Άλλοι λέγανε είχανε κάνει πολλά. Και οι μεν και οι δε.
Εσείς ας πούμε έτσι, οι εικόνες από τσακωμούς, από καβγάδες, από ξύλο είχατε δει;
Όχι στο χωριό. Άκου στο Κάμπο ήντουσαν Χίτες. Στα Δερματιάνικα.
Ζει κανένας από αυτούς τώρα κ. Γιάννη;
Όχι.
Έχουν πεθάνει όλοι;
Έχουν πεθάνει. Άκου, και ήντουσαν, καμιά εικοσαριά και ερχόντουσαν τη νύχτα στα χωριά όποιον ξέρανε.
Στα δικά μας τα χωριά.
Στο χωριό μας δεν ήρθανε, γιατί εμείς ήμαστε αγαπημένοι και δεν ανακατεύτηκε ο κόσμος, είτε με τους μεν είτε με τους δε. Σε άλλα χωριά ανακατευτήκανε και πηγαίνανε και τους δέρνανε και τους κάνανε και τους ρίχνανε. Έχουνε γίνει καλύτερα να μην τα ακούς.
Ναι όχι, όχι. Με ενδιαφέρει να ακούσω ό,τι έχετε δει κ. Γιάννη. Μόνο ό,τι έχετε δει.
Έχω ακούσει, δεν είδα, γιατί πηγαίνανε τη νύχτα στο χωριό και γινόντουσαν και μετά τα λέγανε. Εμάς στο χωριό δεν έγινε τίποτα.
Δεν έγινε τίποτα. Εσείς δεν γραφτήκατε ποτέ, έτσι σε καμία ομάδα;
Ποτές. Ποτές. Ευτυχώς. Ευτυχώς γιατί άμα ανακατευόσουν δεν ξέμπλεκες.
Εσείς τι φοβηθήκατε; Να σας ρωτήσω κάτι που με ενδιαφέρει. Πότε φοβηθήκατε πιο πολύ; Στην Κατοχή με τα ξένα στρατεύματα ή μετά;
Χειρότερα ήτανε οι δικοί μας.
Γιατί το λέτε αυτό κ. Γιάννη;
Γιατί είχανε τέτοιο μίσος μέχρι και τους πετούσανε, μας έλεγε μια γυναίκα εκεί που θυμιάζαμε τον σκοτωμένο, είχανε ρίξει λέει, δεν τα είδα εγώ, τα λένε 30 παιδιά σε μια τρούπα στο Αλεποχώρι. Και τα γδύνανε, 18 χρονών 20. Δεν το είδα το λεγε η γριά, μια καμπούρα. Και εκεί που τα πετούσανε μέσα, ένα παιδάκι είχε μια σκιά και δεν πήγε στο κάτω τέλος και τη νύχτα σηκώθηκε γδυτό και βγαίνει και φώναζε. Μας το λεγε η γριά, τώρα ψέματα αλήθεια: «βοήθεια, βοήθεια» και πάει μια γριά του λέει: «Τι θες εδώ», «Να μου δώσεις κάνα σακάκι» και λέει, φωνάζει του άντρα της Μήτσο: «Έλα από το κοπάδι βγήκε όξω» και πήγαινε ο άντρας της και το σκότωσε. Δεν το είδα εγώ. Μας το έλεγε η γριά.
Δεν μου λέτε κ. Γιάννη άλλες μνήμες έτσι από αυτή την περίοδο μέχρι και το '48, '49 έχετε; Δηλαδή εσείς όταν ήταν ο Εμφύλιος ας πούμε εσείς ήσασταν στο χωριό και τι κάνατε; Ποια ήταν η δουλειά σας;
Δεν μας πείραζε κανένας, γιατί δεν ανακατευόμασταν.
Σύμφωνοι. Εσείς λέω τι κάνατε; Πώς επιβιώνατε;
Εγώ πήγαινα ταξίδια από εδώ στο Βόλο και στη Χαλκίδα, 9 μήνους και δουλεύαμε τα δίχτυα τα αυτά και δεν ήμουνα εγώ δω χάμω. Δεν είχα πολλά από τότε. Το χειμώνα που ‘ρχόμαστε πηγαίναμε για φιστίκια και βγάζαμε, δεν ανακατευόμαστε. Θέλω να σου πω. Αλλά και οι 2 μεριές έχουνε κάνει πολλά. Τώρα ποιος έχει κάνει πιο πολλά ή λίγα, δεν ξέρω παιδάκι μου. Δηλαδή αν βρεθεί βιβλίο και γράψει τα χάλια της Ελλάδος.
Λοιπόν κ. Γιάννη, ξέρετε τι προτείνω; Προτείνω λοιπόν γιατί είναι πολλά πράγματα από εκεί και έπειτα. Έχετε κάποια άλλη έτσι θύμηση, κάποια άλλη μνήμη να μου πείτε από αυτή την περίοδο μέχρι το σαράντα εννιά πενήντα, κάτι που θέλετε να μοιραστούμε; Που έχετε ζήσει εσείς ο ίδιος;
Άκου δεν είδα εγώ γιατί δεν ήμουνα εδώ κάτω. Εγώ έφευγα την Καθαρό Δευτέρα και ερχόμουνα του Άγιου Αντρέαος παιδάκι μου. Ό,τι έχω ακούσει. Ό,τι έχω ακούσει καλύτερα να μην το ακούσεις.
Όχι ό,τι έχετε ακούσει έτσι και αλλιώς δεν είναι κάτι που. Όχι, όχι μας ενδιαφέρει ό,τι έχετε ζήσει.
Όχι, όχι. Όχι.
Ωραία λοιπόν.
Ήμουν τυχερός που δεν ήμουν εδώ πέρα και ούτε ανακατευόμουνα παραδείγματι… δηλαδή ήμουν...
Κανένα από τα αδέρφια σας, δεν είχε γραφτεί σε καμία ομάδα; Τίποτα;
Όχι όχι. Ήταν πιο μικρά. Εμένα τα αδέρφια μου, ο Κώστας και ο Χρήστος, μόλις ελευθερωθήκαμε, το '45 το Γενάρη του '46, πήγαν από εδώ στο πόρτο Σαρς και τους πήρε πολεμικό εγγλέζικο και τους πήγε στην Αυστραλία στο θείο μου και τα πήρε εκεί πέρα τότε. Δηλαδή τα χει στις δουλειές του. Εμένα δε μ΄αφήναν να φύγω να πάω στο εξωτερικό γιατί ήμουνα σε ηλικία στρατιώτης και έφυγα εγώ από εδώ το'54.
Στρατιώτης που κάνατε εσείς;
Δεν πήγα καθόλου.
Α δεν πήγατε καθόλου.
Γιατί είχε πεθάνει ο πατέρας μου και απαγορευόταν όταν ήσουν ο προστάτης της οικογένειας. Αλλά και τότε ήταν ο Γράμμος που ήταν οι αντάρτες και το 'να και τ’ άλλο, ο Θεός να φιλάει. 5 χρόνια κάνανε αυτοί τότε. Αλλά εμείς πληρώσαμε και δεν πήγαμε και δεν σου δώνανε φύλλο αποδημίας και καμιά φορά μου δώσαν και πήγαν στην Αφρική.
Αυτά θα τα πούμε όλα, αλλά σε λίγο. Απλά θα ήθελα να πούμε την ημέρα, θα ήθελα να μου πείτε την ημέρα, γιατί αυτό δεν το είπαμε, την ημέρα που μάθατε ότι η κατοχή λήγει. Ότι η Ελλάδα είναι ελεύθερη.
Ναι, ναι.
Αυτή τη μέρα εσείς πού ήσασταν εκείνες τις μέρες;
Ήμουν στη Νεάπολη και η χαρά μεγάλη και ήρθε μια ανεμότρατα με κάτι ναύτες Έλληνες. Το πρώτο αυτό που ήρθε στη Νεάπολη μια ανεμότρατα. Ρολάντους το λέγανε αυτό το. Και πια χαρά ο κόσμος.
Είχε μαζευτεί γύρω κόσμος;
Ωωω χαρά.
Τι εποχή ήταν; Είχε κρύο; Ζέστη; Τι ήταν;
Σεπτέμβριος.
Σεπτέμβριος. Και τι θυμάστε; Είχε μαζευτεί ο κόσμος;
Να σου πώ ένα άλλο. Εγώ-
Να ολοκληρώσουμε λίγο αυτό και θα μου πείτε ό,τι θέλετε.
Ναι. Πάντως τότε ήρθε ο Ρονάλντο. Η ελευθεριά που δόθηκε και άρχισε ο κόσμος λίγο, λίγο παραδείγματι. Ε εμένα τα αδέρφια μου σε 5-6 μήνες φύγανε για την Αυστραλία.
Ναι. Εκείνη την ημέρα λέω εσείς;
Ουυυυ χαρά ο κόσμος.
Είχε μαζευτεί ο κόσμος εκεί στην πλατεία;
Όλοι στη Νεάπολη και γινόταν και βγήκαν όξω αυτοί οι ναύτες εκεί πέρα. Ανεμότρατα ήρθε και ήταν Έλληνες.
Κρατούσαν σημαίες οι άνθρωποι;
Δεν μπορώ να θυμηθώ. Πάντως μεγάλη χαρά ο κόσμος γιατί ήτανε μεγάλη σκλαβιά και χρόνια. Ε εγώ δεν ήμουν ολοένα πια, οπότε πήγαινα στο ταξίδι και τα πιο πολλά τα έχω ακούσει. Δεν τα χω δει.
Ναι. Μέχρι εκεί. Εσείς όταν μάθατε ότι ελευθερωθήκαμε ήσασταν εδώ. Οπότε αυτό το είδατε.
Ήταν Σεπτέμβριος. Έρχοντας το Φλεβάρη πηγαίναμε ταξίδι. Πηγαίναμε και δουλεύαμε σ΄αυτά. Ε άρχισε λίγο ο κόσμος και.
Έπαιρνε τα πάνω του ας πούμε.
Ξανάγινε με το άλλο αντάρτικο που έγινε. Ιστορίες μεγάλες τώρα άλλος τέτοια, άλλος αλλιώς.
Εσείς δεν ήσασταν εδώ έτσι και αλλιώς, ταξιδεύατε.
Όχι, όχι δεν ανακατεύτηκα εγώ. Όποιος ανακατεύτηκε...
Τι άλλο είπατε που θέλετε να μου πείτε; Τι άλλο θα θέλατε να μου πείτε που μου επισημάνατε;
Εγώ μόλις μου δώσανε το φύλλο αποδημίας, πήγα και πήγα στη Νότιο Αφρική. Έπρεπε όμως να πάρεις χαρτί από τον παπά καλής διαγωγής, από την εισαγγελία πως δεν ήσουνα αριστερός. Να κάνεις εμβόλια, να κάνεις, δηλαδή πολλά πράγματα για να πας στο εξωτερικό. Εγώ τα χα όλα αυτά και φεύγω από δω με αεροπλάνο και πήγαμε στο Κάιρο. Δεν ήξερα είτε «yes please». [01:20:00]Τίποτα.
Στο Κάιρο γιατί πήγατε όμως και μείνατε;
Στο αεροδρόμιο. Τότε τώρα είναι 9 ώρες για την Αφρική.
Ναι. Γιατί πήγατε στην Αφρική όμως; Ήταν κάποιος συγγενής σας;
Ήταν η στάση. Εγώ ναι του πατέρα μου ο αδερφός γιατί είναι στη Νότιο Αφρική. Στο Κέιπ Τάουν. Εκεί στη Πρετόρια και φεύγουμε με το αεροπλάνο Μεγάλη Πέμπτη και η μάνα μου να κλαίει και να μου λέει: «Γιάννη παιδί κάτσε με εμάς». «Άσε μωρέ μάνα» της λέω και έφυγα. Ήταν και ένα άλλο παιδί από τη Μυτιλήνη 2 παιδία είμαστε και τα κλάματα που κλαίγαμε. Τότε το Κάιρο ήτανε να πας ήταν 4 ώρες, τώρα είναι μια ώρα και δεν είναι. Ήταν, 3 μέρες κάναμε να πάμε αλλά όμως δεν ξέραμε τίποτα. Πάμε στο Κάιρο μας βάζανε κάτι εδώ πέρα. Τάπες, να μην χαθούμε. Θέλαμε να πάμε στη τουαλέτα, είτε ξέραμε τίποτα. Φεύγουμε από εκεί και πάμε στο Χαρτούμ, άλλος διαολό-τόπος. Εκεί πέφτει και ο Νείλος ο ποταμός. Ζέστη και μετά στην Ουγκάντα και μετά στην Ροδοσία.
Εσείς γιατί κάνατε τόσο μεγάλο ταξίδι κ. Γιάννη;
Γιατί δεν τρέχαν τα αεροπλάνα τότε. Τώρα είναι 9 ώρες. Ναϊρόμπι και αυτό. Και ήθελες 3 μέρες. Πήγα στο θείο μου εκεί πέρα με υποδεχτήκαν όλα, ο θείος μου ευκατάστατος πολύ και καλός και δούλευα στο μαγαζί του εκεί πέρα.
Τι μαγαζί είχε ο θείος;
Είχε ένα μπλοκ με πολλά μαγαζιά αλλά εγώ δούλευα τα λέγανε σαν κάφι (coffee) σα τις καφεταρίες. Αλλά εκεί δεν ήταν σαν την Αμερική και σαν την Αυστραλία. Όταν δεν ήξερες τη γλώσσα δούλευες στο κίτσιν (Kitchen) στην κουζίνα. Εκεί ήταν οι μαύροι και τους είχανε εκεί πέρα και έπρεπε να ξέρεις τη γλώσσα. Λοιπόν, ήξερα μόνο «yes please», τίποτα άλλο. Με έβαλε σχολείο και πήγα αλλά εμένα με έσωσε και ένας Υπουργός. Όπως μπήκε μέσα με ένα Κάντιλακ, από όξω αυτός στο θείο μου του λέω: «Yes please» και ήρθε ο άλλος και λέει: «He doesn’t speak English», δεν μιλάει αγγλικά αυτός δε, «Don’t worry I learn», θα τον μάθω εγώ. Με χάιδευε εδώ χάμω, εγώ έτρεμα εκείνο, εκείνο, εκείνο. Τέλος πάντων λοιπόν και μου δώνε χαρτζιλίκι. Ε σιγά σιγά με τα χρόνια έπαιρνα πιο πολλά λεφτά, μισθό. Μετά πήρα και τη γυναίκα μου κάτω, αρραβωνιασμένος ήμουνα 7 χρόνια και πήραμε ένα μαγαζί στο κέντρο στο Tse Street. Εκεί πέρα ήτανε τα τριανταπεντάρια κτίρια σα λογείο, το εφορεία όλα. Αυτός ο Υπουργός λοιπόν, είχανε χτίσει ένα κτίριο και κάνανε meeting η κυβέρνηση και ερχόντουσαν με τα αυτοκίνητα έχεις δει τα αυτοκίνητα Rolls Royce αυτά τα καλά; Μια μέρα ερχόμουν από τη Μαρκετα τη λαϊκή με τσοχούς χόρτα και ψάρια. Εγώ τα τρωγα πολλά τα ψάρια. Να η κυβέρνηση ολόκληρη. Το μαγαζί ήτανε...
Το μαγαζί σας ήταν και αυτό καφετέρια;
Ναι. 100 μέτρα από το μεγάλο κτίριο που ήταν της κυβέρνησης και κάναν και meeting. Αυτός με βοήθησε πολύ. Όπως περνούσε η κυβέρνηση, να αυτός ο Υπουργός και με πιάνει Mr John μου λέει: «Where you been all time?» Πού είσαι τόσο καιρό; Να το, το μαγαζί μου. «Ρε δε μου λες να σου στείλω και customers» μου λέει «σε μια ώρα θα ρθούμε 80, να χεις 80 τσάγια έτοιμα». Πάω βάζω τα καλύτερα teapot, ανθοδέσμες όλα. Έρχεται η Κυβέρνηση στο μαγαζί μου. Ε τελιώσανε «Τhank you». Ήρθε αυτός ο Υπουργός τελευταία μου λέει: «Good boy, είσαι ευγενής καθαρός όλα και θα σου στείλω πολλούς πελάτες». «Thanks very much» του λέω εγώ και how much, τίποτα έκανε 10 ελιές μου έδωσε 100. Την άλλη μέρα χτυπάει από την εφορεία ένα κτίριο λέει: «Έχουμε καλές συστάσεις από τον Υπουργό, είσαι καλός» και έτσι, και έτσι. Θα μας ετοιμάσεις 50 φαγιά στις 10:00 η ώρα. Μετά στις 11 άλλοι, άλλοι και η δουλειά η πολλη ήταν στη 1:00. Κλείναν τα γραφεία όσο μαγαζί γιόμιζε και με βόηθηξε πολύ.
Η ζωή πώς ήταν εκεί όμως;
Ωραία. Πολύ ωραία. Άκου για τους μαύρους δεν ήτανε. Για μας ήτανε το καλύτερο κράτος γιατί δεν έκανες βαριά δουλειά, τα κάναν οι μαύροι. Εμείς μόνο σερβίραμε. Ενώ στην Αυστραλία, έχω πάει και στην Αυστραλία, έχω εγώ 2 αδέρφια και πήγα. Τα κάναν οι άσπροι όλα.
Ναι απλά λέω ότι εσείς ας πούμε, ο ίδιος όταν πήγατε τι συνθήκες αντιμετωπίσατε; Δυσκολευτήκατε με τη γλώσσα αλλά προσαρμοστήκατε.
Μόνο τη γλώσσα αλλά ήταν καλός ο θείος μου και πέρασα καλά. Μετά πήραμε το μαγαζί στο κέντρο εκεί πέρα. Γεμάτο δουλειά, τον Υπουργό εκείνον. Μόλις λοιπόν έπιασα κάτι λεφτά το '65 ερχόμαστε στην Ελλάδα.
Δε μου λέτε όμως προηγουμένως αν κατάλαβα καλά, διορθώστε με παρακαλώ. Μου είπατε προηγουμένως ότι ήρθε εκεί και δώσατε βοήθεια στο Βασιλιά; Τι μου είπατε; Για πείτε μου.
Άκου. Ο Βασιλιάς ήταν στη Νότιο Αφρική και έμενε στο θείο μου. Ο θείος μου ήταν καμαρότος του βασιλιά.
Ποια εποχή είναι αυτό;
Άκου. Δεν ήμουνα εγώ κεί, όταν πήγε ο Βασιλιάς. Ναι. Πήγε με τον πόλεμο που ταν εκεί πέρα, πήγαν στην Αίγυπτο και από κει πέρα και Γιάννης Μαξ ο πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής βάφτισε την Ειρήνη την κόρη του την Σοφία και την Ειρήνη, και έμενε στο θείου μου το σπίτι. Ήταν ευκατάστατος ο θείος μου και καλός, και τον είχε καμαρότο. Ανταλλάζανε, πως το λένε, φωτογραφίες, και όταν ήθελε να ρθεί ο θείος μου να ρθουμε να κάνουμε αγώνες εδώ πέρα, γιατί η Αφρική δεν ήτανε. Πήγαμε στο Λονδίνο. Εκεί πέρα, κάτω στην Αφρική ήτανε πρέσβης ο Μολυβιατης ο Πέτρος τον είχες ακούσει που ήταν Υπουργός εξωτερικών; Και μας έδωσε θα πάμε στη πρεσβεία και το, η λύρα η εγγλέζικια η χάρτινη είχε 88 και η χρυσή 270 και δώνει 1,5 εκατομμύριο και παίρνει ένα χρυσό σπαθί του Κωνσταντίνου και μια ταμπακιέρα του Βασιλιά του Παύλου και ένα χρυσό ρολόι 500 λύρες του υπασπιστή του Ποταμιάνου του Χαράλαμπου του Πτέραρχου και ήρθαμε στην Ελλάδα και πήγαμε στον Ποταμιάνο και τον είδαμε.
Μαζί ήσασταν εσείς;
Εγώ και ο θείος μου ναι. «Γιατί ήρθατε στην Ελλάδα», και ένας ο γαμπρός του «να κάνουμε αγορά». Μας λέει: «Να αγοράσετε γής» ήτανε το '65. Και μας δώνει έναν αεροπόρο και πήγαμε στη Κηφισιά σε εκείνα τα μέρη, ένα κτήμα παιδάκι μου 30 στρέμματα όλο πεύκα. Επτά εκατομμύρια αν το παίρναμε, θα ‘μαστε, αλλά ο θείος μου ήθελε γιατί αυτός είχε και άλλα, αλλά εγώ με τον άλλονε δεν είχαμε, θέλαμε να πάρουμε κάτι να μας δίνει νοίκια και δε συμφωνήσαμε. Αλλά ο Βασιλιάς δεν ήταν εκεί. Ήταν στη Κέρκυρα και πήγαμε στη Κέρκυρα το πώς πέρασα και πήγαμε και ένας, ο θείος μου;
Τι εννοείτε; Πώς περάσατε; Δηλαδή;
Ωραία. Πολύ ωραία. Απλοί. Μη νομίζεις φοβόντουσαν αυτοί. Όταν κατέβαινε από το Σύνταγμα στο Τουρκολίμανο από κει μέχρι κει ήταν στρατός και αυτό δηλαδή φοβούντουσαν και αυτοί, δεν ήντουσαν κακοί ανθρώποι. Και ο Παύλος ήταν πολύ λεβέντης. Εμείς μια φορά ήμασταν στις Πεταλιούς σε ένα νησί και πήγαμε από την Κάρυστο -δεν ξέρω αν εχεις πάει σ’ σ’ αυτά τα μέρη- 4 καΐκια Μεσοχωριτάκια και πάμε εκεί πέρα και ήταν στρατός απόψε. Λέει: «Θα ρθεί ο Βασιλιάς απαγορεύεται. Φύγετε». Ο καπετάνιος μας λοιπόν του λέει: «Κύριε στρατηγέ ξέρω γω τι ήταν δεν μας λυπόσαστε είμαστε ξυπόλητοι φτωχοί; Πού να πάμε;» «Να πάτε στην Ραφήνα». Άμα έχουμε δεν κουράγιο, ήταν μεσημέρι. «Ρε από που είσαστε;» «Από τα Βάτικα». «Από ποιο μέρος;» Και αυτός ήταν από τον Άγιο Νικόλα, Παυλάκης, ο υπασπιστής του βασιλιά. «Είναι καλά παιδιά; Μπα και είναι» του λέει «τίποτα αριστεροί;» «Όχι» του λέει. «Ξυριστείτε πλυθείτε κάνετε και μια σούπα να φάει ο στρατός και θα σας δώσουμε.» Ξέρεις τι καλά περάσαμε; Ήρθε ο Βασιλιάς, οι κουνιάδοι του, η Φρειδερίκη. Δεν ήντουσαν κακοί άνθρωποι. Μη κοιτάς που...
Εσείς βρεθήκατε ας πούμε κοντά του;
Αμή. Κοντά του ναι. Και το Κωνσταντίνο τον κάναμε βαρκάδα με τα κουπιά.
Σας μιλούσαν; Τι σας έλεγαν;
Πολύ απλοί και οι κουνιάδοι του και όλοι, δεν είναι κοίταξε, μην κοιτάς ο κόσμος. Εγώ πώς να σου πω. Οι ανθρώποι φοβούνται αυτοί γιατί δε, είναι σαν. Στην Ραφήνα, όταν πήγε να φύγει ένας πατέρας την ώρα που ήτανε, ξεσκέπαστο αυτοκίνητο και δίπλα η χωροφυλακή, πηδάει κάτω και πάνε να το σκοτώσουν, τους λέω: «Άστε τους». Και αυτός ξέρεις τι ήτανε; Είχε 3 παιδιά στο στρατό του λέει: «Μεγαλειότατε, φέρε μου το ένα πίσω μη σκοτωθούνε» και του έκανε τη χάρη.
Εσείς όμως δε το είδατε αυτό;
Ναι. ήμουνα.
Το είδατε;
Ναι ήμουνα κει δα.
Για περιγράψτε μας λίγο το περιστατικό.
Όπως ανηφορείς την Ραφήνα έτσι-
Είχατε πάει ας πούμε.
Ναι εμείς πήγαμε εκεί πέρα Ραφήνα και πήγαμε να δούμε το Βασιλιά που βγήκαν όξω. Ένα γεροντάκι πηδάει κάτω, οι στρατιώτες τράβηξαν τα μπιστόλια, δεν του ρίξανε. Του λέει ο Βασιλιάς: «Κράτει». Του λέει: «Έχω 3 παιδιά στη πρώτη γραμμή [01:30:00]στο Γράμμο», πως το λένε. Αλήθεια. Μην ακούς πως ήταν κακοί δεν ήτουσαν. Εγώ με το Μολυβιάτη, το Πέτρου.
Εσείς φοβηθήκατε εκείνη την ώρα;
Όχι. Αφού τους ήξερα. Δεν είναι κακοί όλοι τους μη νομίζεις.
Όχι, όχι εσείς λέω εκείνη την ώρα που αυτός πήγε να σκοτώσει τον άνθρωπο.
Ναι θα τον σκοτώναν αλλά βλέπεις ο Βασιλιάς δε τους άφησε. Και καλά κάνε, τι άνθρωπος ήταν.
Για ποια εποχή μιλάμε για αυτό κ. Γιάννη;
Κάτσε να το βρώ αυτό. '47 '48; μου φαίνεται ήταν τότε. Δεν θυμάμαι. Τότε ήμαστε. Τότε εγώ δούλευα ψαράς.
Οπότε πηγαινοερχόσασταν όλη αυτή τη περίοδο, ας πούμε.
Ναι. Εγώ από το σαράντα που ήμουνα μικρός με είχε ο γαμπρός μου και δουλεύαμε από τον Κάβο Μαλιά μέχρι την Καρδαμύλη. Πιτσιρίκος και μετά πήγαινα Βόλο, Χαλκίδα, Ικαριές, Τήνο, Άνδρο, ξέρεις πόσα έχω γυρίσει παιδάκι μου;
Γενικά από τις εμπειρίες σας στην Αφρική, τι είναι αυτό που θέλετε να σημειώσουμε; Τι είναι αυτό δε θα ξεχάσετε ποτέ;
Κοίταξε. Πολύ πλούσιο μέρος. Έχει ό,τι θέλεις και οι μαύροι ήντουσαν καλοί εγώ τους αγαπούσα οι άσπροι φταίγανε. Οι Ολλάνδοί, οι Ολλανδοί ήντουσαν κακοί άνθρωποι.
Θυμάστε εκεί αναταραχές στο μέρος που μένατε;
Πολλά, πολλά. Πολλές, πολλές.
Δηλαδή;
Κοίταξε σα σκυλιά τους είχανε. Οι Ολλανδοί την Αφρική την πήρε ο Κρούγιερ με το Φαρίκλερ την καταλάβαν την Νότιο Αφρική. Οι Ολλανδοί. Και εγώ έχω πάει στο Λονδίνο στο Trafalgar Square και έχουν τον Τσώρτσιλ λοχαγό με ένα πουρό και λέει πολέμαγε τους boys τους λένε εκεί πέρα.
Για πείτε μου εσείς εκεί που είχατε δει τις αναταραχές, τι είχατε δει συγκεκριμένα;
Οι Ολλανδοί δε τους φερόντουσαν καλά.
Δηλαδή τι κάνανε; Μπροστά σας λέω. Να το είχατε δει.
Σα σκυλιά τους είχανε.
Τους χτυπούσαν;
Βεβαίως.
Μπροστά σας το είχατε δει αυτό;
Ναι είχα δει πολλούς. Κάτι αλήτες, κάτι νεαροί κάτι ξέρω γω όχι αλλά μια φορά οι Ολλανδοί δεν ήντουσαν και σε μας κάνανε. Εγώ όταν πρωτοπήγα λέω: «Υes please», αυτοί μιλάνε άλλη γλώσσα. Μου λέει: «Εen pond piesangs» εγώ δεν ήξερα γιατί μου λέει ο ξάδερφός μου, μου λέει: «Mπανάνες σου λένε» και του βάζω μπανάνες και δε σκάζω και γω και του λέω: «Νo piesangs, μπανάνες» και μου κοπανάει μια κλωτσιά και μου λέει «bloody greek. Is here εδώ is not England, is south Africa», εδώ είναι Νότιο Αφρική, δηλαδή ότι οι Εγγλέζοι με τους Ολλανδούς ήντουσαν. Για αυτό σου λέω παιδάκι μου.
Για πείτε για περιγράψτε λίγο πώς φερόντουσαν; Εσείς τι είχατε δει; Δηλαδή ένα σκηνικό ας πούμε, δύο που να φέρονταν άσχημα στους.
Άκου είχα δει έναν. Ήταν μια ζούλους τους λένε αυτούς μια φυλή αυτοί είναι κάτω από το Τουρμπάν και είχαν κάτι πράματα στο κεφάλι η γυναικούλα με έναν μαύρο και πάνε 6-7 Αφρικανοί και πιάσανε και τον χτυπούσαν σα σκυλί, το κακομοίρη το μαύρο. Χωρίς να φταίει, άλλα αυτοί ήταν γεροί και βουτάει έναν από το κεφάλι τελεφωνάω εγώ στην αστυνομία και ήρθαν και τους φύγαν φυλακή. Η αστυνομία υποστήριζε, αλλά μερικά τομάρια δεν ήντουσαν καλοί. Όχι οι Ολλανδοί δεν ήντουσαν καλοί άνθρωποι. Και οι Εγγλέζοι ξέρεις πώς βαστούσανε; Το διαίρει και βασίλευε. Στην Αφρική ήντουσαν 30 εκατομμύρια μαύροι και εμείς είμαστε 4 και τι, τους είχε κάνει εφτά φυλές και σκότωναν ο ένας τον άλλονε. Εγώ είχα στο μαγαζί μου δέκα μαύρους, ένα ήθελε δέκα άσπρους αυτοί μόνο με καράρτι στο στομάχι και με σίδερο στο κεφάλι. Οι μαύροι πολύ γεροί. Αλλά δεν ήντουσαν μονιασμένοι ειτέ στο κάθε μαγαζί με τα χέρια να μας πιάνανε, θα μας σκοτώνανε όλους τους άσπρους.
Και κάτι άλλο που θα θέλατε έτσι να επισημάνεται από τις εμπειρίες σας από τη ζωή σας στο εξωτερικό;
Είμαι πολύ ευχαριστημένος, αλλά το καλύτερο κράτος είναι η Αυστραλία που πήγα.
Εκεί πότε πήγατε; Μετά την Αφρική;
Άκου. Ήρθα δω το '68, ήρθα εγώ. Νεότατος 37 χρονών, αλλά η μάνα μου ήταν στην Αυστραλία στα αδέρφια μου και μου λέει η μάνα μου. Είχα να τα δω τα αδέρφια μου από το '45: «Δεν έρχεσαι να δεις και τα αδέρφια σου και να με φέρεις και στην Ελλάδα, να πεθάνω». Και φεύγω και πήγα από το Πατρίς από το Τζιμπουτί ένα μέρος, ξέρεις τι ωραία πέρασα 3 βδομάδες; 40 Βατικιώτες ήτανε μάγειροι, 1.500 πελάτες Σέρβοι, Κύπριοι, Τούρκοι, Έλληνες, ξέρεις πόσες φυλές.
Και φύγατε και πήγατε στην Αυστραλία.
Ναι, και έκανα, το τι πέρασα παιδάκι μου. Το χορό που έριξα εκεί πέρα.
Σας άρεσε το ταξίδι, εεε;
Εγώ ήμουνα μερακλής, στο χορό στο ντύσιμο. Στο Λονδίνο, εγώ και ντυνόμουνα. Θέλω να σου πω και λίγο μ’ άρεσαν οι γυναίκες, να το πω αλήθεια, όχι αλλά, το όμορφο πράμα και πήγαινα και ντυνόμουνα εκεί πέρα. Εκεί το βράδυ είχε night club στο καράβι και πηγαίνανε και δουλεύανε, χορεύανε οι Γιουγκοσλάβες στο χαλί τόσο ένα τραγούδι το «Μπάλα μπάλα», θυμάμαι. Δεν κοιμόμουν καθόλου στο καράβι, μήτε θα το ξεχάσω. Οι ωραιότερες γυναίκες ήταν οι Τουρκάλες και πήγαμε στους Μορίσιους στο Φερμάνι, στη Μελβούρνη. Έχω περάσει καλά έχω πάει και στην Αγγλία. Εκεί να δεις.
Στην Αυστραλία όταν πήγατε δεν μείνατε όμως; Πήγατε για να πάρετε την μητέρα σας.
Λίγο, ναι πήρα τη μανούλα αλλά έκατσα γύρισα την γύρισα την Αυστραλία. Εκείνο στο Σύδνεϋ παιδάκι μου, δεν υπάρχει ωραιότερη πόλη Σύδνεϋ λιμάνι 50 μίλια και είναι όλο νησιά μέσα και όλα. Έχει το Opera House ένα, δεν ξέρω αν το χεις δει καμιά φορά σε… Που το δείχνει η τηλεόραση. Το ωραιότερο λιμάνι του κόσμου.
Δε μου λέτε κ. Γιάννη εσείς το '67 επομένως που βρισκόσασταν; Δηλαδή όταν εδώ είχαμε…
Στην Αφρική.
Το '67 ήσασταν στην Αφρική.
Το '68 το Μάη, ήρθα εγώ. Αλλά ξαναπήγα πίσω και έκατσα 5-6 μήνους, χωρίς τη γυναίκα μου και μετά που ήρθα, πήγα στην Αυστραλία και έφερα τη μάνα μου.
Μόνιμα στην Ελλάδα πότε ήρθατε;
Το '69 έμεινα.
Το '69. Εδώ στην Ελλάδα το '69 είχαμε…
Ήτανε δικτακτορία.
Χούντα. Ναι.
Ναι. Αλλά εγώ δεν ανακατευόμουνα.
Δεν είχατε ανακατευτεί καθόλου εκεί, κ. Γιάννη;
Τίποτα παιδάκι μου. Δεν, εγώ δεν ήμουνα. Μάλλον ήμουνα υπέρ του Βασιλιά, επειδή τον είχα γνωρίσει αλλά δεν μίλαγα. Εμένα τα κλειδιά μου, άμα τα δεις είχα και το Βασιλιά. Τους έχω Αγίους και Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης εδώ λέει: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Την Παναγία και το Βασιλιά και μου τον πήρε ένας, λέει τι τον θέλεις. Όχι πως ήμουνα πάθος αλλά πώς να σου πω, πιο καλά ήμαστε τότες, τώρα η Δημοκρατία είναι. Δηλαδή και οι αριστεροί και οι Χίτες και οι άλλοι και κομ, δεν ήτανε αυτά ωραία πράματα. Η ζωή σου δεν είχε καμία αξία, παιδάκι μου.
Κ. Γιάννη αν θα θέλατε να, έτσι να κάνουμε ένα πως να το πω; Έναν απολογισμό να βγάλουμε ένα συμπέρασμα. Τι θα θέλατε να πείτε; Τι είναι αυτό το οποίο σας έμεινε από τη ζωή σας; Τι είναι αυτό που θα θέλατε να κάνετε αλλιώς; Τι είναι αυτό που ευχαριστηθήκατε;
Κοίταξε. Σαν την Ελλάδα δεν είναι κανένα μέρος. Η Ελλάδα μας έχει κλίμα καλό. Έχει, το '65 ήρθαμε στην Ελλάδα. Ο θείος μου και ένας ξάδερφός μου και άλλος ένας να αγοράσουμε και ήρθαμε με το Alitalia.
Ναι, απλώς λέω γενικά, στη ζωή σας.
Ναι άκου. Άκου, μετά από δέκα χρόνια, εκεί πήγαινα στις πέντε και έφευγα στις δυο, τα μεσάνυχτα ούτε Χριστούγεννα ούτε Λαμπρή. Δέκα χρόνια. Η γυναίκα μου είχε κάνει τέσσερις αποβολές, το κορίτσι που πέθανε έκατσε 9 μήνους. Η ζωή ήταν κλειστή, αλλά έπιανες τόσα λεφτά, που δεν σε ένοιαζε. Πήγαινες να φας και μια φορά, ήταν μια Ελληνίδα και δεν το ήξερα εγώ και λέω: «Ωχ να μας αφήσετε να φάμε». «Έχεις δίκιο μου λέει κύριε,» λέει το να τ’ άλλο. Θέλω να σου πω πολύ κούραση αλλά πολλά λεφτά. Ερχόμαστε. Να σου πω ένα περιστατικό. Εκεί στη Νότιο Αφρική επιτρεπότανε να βγάλεις πενήντα λίρες, όξω κάθε μήνα Αγγλίας όχι άλλα. Αλλά εμένα ήταν το immigration από πάνω στο μαγαζί μου και οι κοινότις μου στελνε όλες με τη ΔΕΜΕ και έκανα το διερμηνέα εγώ και είχα εξηπηρετήσει εγώ πεντακόσιους χίλιους ανθρώπους και σου λεγα: «Βικτώρια μου βγάζεις 50 λίρες; Ευχαρίστως» Μάζευα εγώ 20 τσέκια, χίλιες λίρες, έβαζα σε ένα φάκελο και τις έστελνα στην τράπεζα εγω εδώ πέρα. Ε αφού μαζέψαμε λεφτά, βγάλαμε και χίλιες λίρες, θα σου πω αυτό να γελάσεις, Αγγλίας και τις είχαμε βάλει οι 3 σε ένα πουγκί. Σε ένα πως το λένε οι Κυπραίοι το λένε έτσι, πως το λενε σακούλι και τα χαμε βάλει από μέσα. Αλλά λαθραία και εκεί ξέρεις τι νόμους έχουνε; Ε και ήταν και ένας τέταρτος. Ο τέταρτος δεν είχε κάνει. Όπως περιμέναμε να φύγει το αεροπλάνο, έρχεται ένας τελώνης μας κοιτάει και και τους τέσσερους και λέει σε αυτόν που δεν είχε και τον πάει και τον [01:40:00]έγδυσε και εμείς το καταλάβαμε και έρχεται και δεν μας πηραν. Θα πηγαίναμε φυλακή όλοι. Ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα. Πάμε στην τράπεζα στην Εμπορική στην Αιόλου. Μας καλέσανε εκεί πέρα, να λογαριαστούμε. Ο θείος μου πουλήσε ένα μοτεσόρ τον αέρα και πήραμε πενήντα χιλιάδες λίρες Αγγλίας και είχε φέρει τα δυο εκατομμύρια. Εγώ είχα ενάμισι και ο άλλος ενάμισι εκατομμύριο. Ε είχαμε ένα δικηγόρο να αγοράσουμε, ψάχναμε, ψάχναμε. Τότε σου πα ο Υπασπιστής του Βασιλιά μας είπε να πάρουμε εκεί πέρα, αλλά εμείς θέλαμε. Τέλος πάντων δε βρίσκαμε και βρήκαμε ένα μαγαζί στο Πειραιά, τον ξέρεις τον Πειραιά καλά; Ακτή Ποσειδώνος και γωνία Γούναρη. Καφεταρία που είναι εκεί πέρα είναι δικό μας. Τρεις το έχουμε πάρει και το πήραμε 16.500 λίρες χρυσές. Εμείς οι τρείς.
Μάλιστα. Κατάλαβα.
Έχω αγοράσει διαμέρισμα στη Φρεαττύδα έχω στο Κορυδαλλό. Έχω φτιαχτεί καλά. Αλλά τι να το κάνεις. Κάνω πέντε έξι τόνους λάδι, αλλά εγώ όταν ήμουν της κατοχής και όταν ήρθα δεν κάθισα, μάζευα ελιές, έσκαβα το αμπέλι μου, είχα πομόνες. Ήμουν…
Δραστήριος.
Και περπάταγα. Έχω γυρίσει από το Γύθειο με τα πόδια, από την Ελιά από αυτό. Κάθε μέρα πήγαινα από δω μέχρι το Παλιόκαστρο από τις 6:00 η ώρα και γύριζα.
Κ. Γιάννη. Να έχετε πάντα υγεία. Πάντα υγεία σας εύχομαι, μακροζωία.
Ευχαριστώ.
Και εάν δεν έχετε κάτι άλλο να επισημάνεται, να μη σας κουράζω γιατί είναι…
Κοίταξε δε με κούρασες. Εγώ μου αρέσουν αυτά.
Ωραία. Χαίρομαι πάρα πολύ.