© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ένας από τους τελευταίους μεταλλωρύχους του Λαυρίου

Κωδικός Ιστορίας
10864
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Βελετάκος (Ι.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/06/2022
Ερευνητής/τρια
Μαρία Χαλάντα (Μ.Χ.)
Μ.Χ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας.

Ι.Β.:

Καλησπέρα. 

Μ.Χ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ι.Β.:

Λέγομαι Βελετάκος Ιωάννης.

Μ.Χ.:

Είναι 20 Ιουνίου 2022 βρίσκομαι με τον κύριο Ιωάννη Βελετάκο στο Λαύριο, ονομάζομαι Μαρία Χαλάντα, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κύριε Γιάννη, θα μας πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας, από πού κατάγεστε;

Ι.Β.:

Ναι, κοιτάτε. Εγώ έχω γεννηθεί σε ένα μικρό χωριό της νοτίου Πελοποννήσου, στον Αρχάγγελο Λακωνίας. Ανήκουμε στη Σπάρτη. Λοιπόν, ζήσαμε δύσκολες εποχές στην Κατοχή. Η κατάσταση ήτανε οδυνηρή. Πέρασε ένα φεγγάρι από τον συμμοριτοπόλεμο. Όπως σας λέω, ήτανε δύσκολα τα πράγματα και αποφασίσαμε να φύγουμε από τον τόπο τον οποίο είχα γεννηθεί. Είχαμε κάποια θεία μου εδώ στο Λαύριο και αναγκαστήκαμε και φύγαμε από κει και ήρθαμε στο Λαύριο. Εδώ στο Λαύριο εγκατασταθήκαμε. Βέβαια, ήμασταν από μία φτωχή οικογένεια, διότι ο πατέρας μου είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, και όταν ήρθαμε εδώ στο Λαύριο ξενοδουλεύαμε, ό,τι δουλειά μπορούσαμε να κάνουμε την κάναμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Πήγα σχολείο στο Δημοτικό. Η ζωή μετά, βέβαια, δύσκολη και οδυνηρή, διότι ήμουνα όταν ήρθα εδώ ήμουνα 11-13 χρόνων, δούλευα σε ξένα χέρια ό,τι μπορούσα να κάνω για να μπορέσω να προσκομίσω κάτι για την οικογένειά μου. Είχα μία μάνα η οποία ήτανε άρρωστη, αυτή ξενοδούλευε, εγώ πήγαινα σχολείο στο Δημοτικό, δούλευα στην αγορά σε ξένες δουλειές, πούλαγα εφημερίδες, δούλευα τα βράδια σε κινηματογράφος και το πρωί πήγαινα σχολείο. Δούλεψα, έβγαλα το Δημοτικό και πήγα μέχρι την πέμπτη του οκταταξίου Γυμνασίου. Εκ των υστέρων τα πράγματα ήταν δύσκολα, και το δύσκολο ήταν για την επιβίωση. Και αναγκάστηκα να διακόψω το σχολείο. Έφυγα από την πέμπτη οκταταξίου Γυμνασίου και πήγα και αναγκάστηκα να εργαστώ στα υπόγεια έργα στα μεταλλεία Λαυρίου. 

Μ.Χ.:

Προτού πάμε στα μεταλλουργεία θέλετε να πάμε λίγο πίσω στην περίοδο που ήσασταν ακόμα στην Σπάρτη, να μου πείτε πότε γεννηθήκατε;

Ι.Β.:

Ναι, ναι, έχω γεννηθεί το 1938. Δεν έχω τίποτα άλλο εκεί. Δεν πρόλαβα. Πρόλαβα ένα ελάχιστο με τους Γερμανούς, που ήμουν πολύ μικρός, αυτά που σας λέω. Ξενοδούλευε η μάνα μου. Ήταν ένα χωριό φτωχό και ήταν στη θάλασσα που προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε με την αλιεία. Ήταν εκεί κάτι θείοι μου οι οποίοι δούλευαν στη θάλασσα Και όταν παίρναμε τα ψάρια, τα ‘παίρνε η μάνα μου και πήγαινε στα χωριά για να τα πουλήσει, για να μπορέσει να πάρει λίγα πράγματα, σιτάρι, λίγο ψωμί για να μπορέσουμε να συντηρηθούμε. Μέχρι που αναγκαστήκαμε και σηκωθήκαμε και φύγαμε.

Μ.Χ.:

Όλοι μαζί φύγατε;

Ι.Β.:

Δεν είχα… Εγώ, η μάνα μου και έναν αδερφό που είχα μικρότερο, ο οποίος έτυχε να δουλέψει κι αυτός τα μεταλλεία Λαυρίου, αλλά δυστυχώς ήτανε η πάθηση αυτή που παθαίνανε οι μεταλλωρύχοι, ήταν αρρώστια, η μολυβδίαση και πνευμονοκονίαση, η οποία εκ των υστέρων γύριζε σε καρκίνο και πεθαίνανε. Και το ανώτατο όριο της ζωής αυτή την εποχή, αν υπολογίσουμε από το ‘50 και ύστερα, ο άνθρωπος παραπάνω από τα 60 χρόνια δεν είχε ζήσει. Ήταν το ανώτατο όριο της ζωής, ήτανε από τα 50 μέχρι τα 60.

Μ.Χ.:

Από τη Λακωνία στο Λαύριο πώς φτάσατε;

Ι.Β.:

Ήρθαμε με τον βαπόρι. Είχε ένα βαπόρι τότε το οποίο έκανε μια φορά την εβδομάδα δρομολόγιο. Ήρθαμε εδώ, εγκατασταθήκαμε προσωρινά σε μιας θείας μου το σπίτι και εκ των υστέρων βρήκαμε ένα μικρό δωματιάκι και μείναμε και πήγαινα σχολείο εγώ και συνεχίσαμε την επιβίωση!

Μ.Χ.:

Γιατί διαλέξατε το Λαύριο;

Ι.Β.:

Είχαμε κάτι συγγενείς εδώ, αυτοί μας φέρανε, αλλού πού να πηγαίναμε; Δεν ξέραμε κανέναν άλλον. Ήταν κάτι αδερφές της μητέρας μου και μας φέραν εδώ και εγκατασταθήκαμε.

Μ.Χ.:

Όταν ήρθατε εδώ τι είδατε πρώτη φορά;

Ι.Β.:

Κοιτάτε, την εποχή εκείνη το Λαύριο δεν είχε καμία αξία σαν πόλη. Όλοι οι δρόμοι του ήτανε χωματόδρομοι, είχανε πέτρες οι οποίες ήτανε από τα μεταλλεία, σκουριές κτλ. Και σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου αξιοποιήθηκε. Ήρθαν εργοστάσια στο Λαύριο, καλά εργοστάσια, τα οποία εκ των υστέρων τα κλείσανε. Το πρώτο εργοστάσιο ήταν η Γαλλική Εταιρεία. Η Γαλλική Εταιρεία ήτανε ένα εργοστάσιο ίσον κράτος. Μετά την Γαλλική Εταιρεία ήταν η ΑΛΑΚΟ του Λάμπρου, το οποίο έβγαζε μπαταρίες, φυσίγγια και σκάγια. Εκ των υστέρων μες στο Λαύριο υπήρχε και τα κλωστοϋφαντήρια του Δέδε. Μετά άρχισαν και γίνανε καινούργιες βιομηχανίες. Κτίστηκε το Αιγαίο, ξεκίνησε από το 1955 και ύστερα, ήταν η Izola. 

Μ.Χ.:

Αυτά όλα τι ήτανε;

Ι.Β.:

Τα κλωστοϋφαντήρια του Καρέλλα ήτανε…Βγάζανε είδη υφασμάτων, τα περισσότερα ήτανε τζιν. Λοιπόν, μετά ήταν η «Izola», η οποία έβγαζε ψυγεία, τηλεοράσεις, μπάνια κτλ. Ήτανε το σπιρτάδικο, το οποίο έβγαζε σπίρτα, ήταν ένα άλλο πιο πέρα, το προκάδικο, αυτό ήταν πιο παλιό. Είχε πολλά εργοστάσια το Λαύριο, δεν ήτανε… Και σιγά-σιγά αυτά όλα αποβιομηχανοποιήθηκανε και το ρίξανε στον τουρισμό, στην καλή δουλειά! 

Μ.Χ.:

Οπότε, τότε στο Λαύριο τι κόσμος έμενε;

Ι.Β.:

Κοιτάτε, ο πληθυσμός του Λαυρίου από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα είναι 10 με 11.000. Όταν βέβαια δούλευε το εργοστάσιο του Καρέλλα, είχαν έρθει κόσμος από όλη την Ελλάδα, και ιδίως είχαν έρθει από τη Μακεδονία και από τη Θεσσαλία, από τη βόρειο Ελλάδα, είχαν έρθει πολύς κόσμος. Το εργοστάσιο του Καρέλλα απασχολούσε γύρω στα 2 με 2.500 χιλιάδες άτομα. Ήτανε μεγάλο εργοστάσιο, δεν ήτανε…Τα άλλα ήταν κάπως πιο μικρότερα.

Μ.Χ.:

Κι εσείς είστε 11 χρόνων όταν έρχεστε…

Ι.Β.:

Ναι, εγώ όταν ήρθα εδώ 11 χρόνων, πήγα σχολείο, έβγαλα το Δημοτικό. Όπως σας είπα, εργαζόμουν σε ξένες δουλειές, για να μπορέσω να πάρω κάτι χρήματα και να πάρω ένα καρβέλι ψωμί, να το φάμε στο σπίτι. Έβγαλα το Δημοτικό, έβγαλα και την Πέμπτη οκταταξίου γυμνασίου και εκ των υστέρων έψαχνα για να βρω δουλειά. Ήτανε δύσκολα τα πράγματα τότε. Για να βρεις σε οποιοδήποτε εργοστάσιο και αν ήθελες να πιάσεις δουλειά, έπρεπε να έχεις μέσο. Ή μέσο ή να ήσουν ένας καλός ποδοσφαιριστής και με κάποιο πλάγιο μέσο να έπιανες μια δουλειά —μιλάμε τώρα τι δουλειά; Ή θα έβγαινες μεταλλωρύχος ή θα έβγαινες σε ένα εργοστάσιο του Καρέλλα ή του Δέδε ή του Λάμπρου, στις μπαταρίες. Ήταν δηλαδή όλες οι δουλειές αυτές, ήτανε δουλειές ανθυγιεινές. Εγώ, επειδή ήμουνα μικρός και καχεκτικός κιόλας, έψαξα να βρω δουλειά. Δεν μπόρεσα να βρω, ήτανε κάπως δύσκολα.

Ι.Β.:

Σε όποιο εργοστάσιο πήγαινα όλοι δεν με παίρνανε. Και όπως είχα γυρίσει στο σπίτι —μέναμε δίπλα στου δασκάλου που πήγαινα στο Δημοτικό σχολείο—, με είδε έτσι στεναχωρημένο και με ρώτησε τι έχω και του απάντησα εγώ ότι «Ψάχνω να βρω δουλειά, γιατί όπως ξέρεις, στην κατάστασή μας… Έχω μια μάνα άρρωστη, ο αδερφός μου και αυτός είναι λίγο… Δεν τα πάει καλά και θέλω να βρω μια δουλειά να μπορέσουμε να ζήσουμε. Πήγα», του λέω, σε όλα τα εργοστάσια». «Και γιατί», μου λέει, «δεν σε πήρανε;». «Γιατί με ρωτάγανε», του λέω, «σ’ όποιο και να πάω αν έχω μέσο. Εγώ δεν έχω κανένα μέσο». Και τότε μίλησε ο δάσκαλος αυτός στη διεύθυνση της Γαλλικής Εταιρείας. Έκλεισε ένα ραντεβού, πήγα πάνω και, εν πάση περιπτώσει, τακτοποιήθηκα και με πήρε. Με έστειλε προσωρινά στην Καμάριζα και δούλευα οτιδήποτε δουλειά ήταν εξωτερική. Εκ των υστέρων έπιασα στα υπόγεια έργα. Σιγά-σιγά έγινα ένας τεχνικός. Τοποθετούσα οτιδήποτε ήτανε στην επιφάνεια, τα φτιάχναμε στην επιφάνεια στο συνεργείο και τα πήγαινα κάτω και τα τοποθετούσα στα υπόγεια έργα: υδραυλικές εγκαταστάσεις σιδηροδρομικές γραμμές, αυτά τα τουμπατόρια τα οποία έπεφτε το μετάλλευμα και το παίρναν τα βαγόνια και το βγάζανε από το πηγάδι πάνω, για να έρθει στο εργοστάσιο να επεξεργαστεί. Όλες αυτές οι δουλειές ήτανε, βέβαια, δύσκολες, καταστάσεις οδυνηρές, πολύ οδυνηρές. Δουλεύαμε οχτώ ώρες την ημέρα και όλη την εβδομάδα μέχρι και το Σάββατο, και το Σάββατο οχτώ ώρες. Μόνο βγαίναμε μία ώρα πιο γρήγορα όταν ήταν για να πληρωθούμε, όταν ήταν η πληρωμή βγαίναμε μία ώρα πιο γρήγορα. Εντάξει… Είχαμε κολατσό 10:00 η ώρα, πιάναμε 5:45 και βγαίναμε έξω από τις υπόγειες στοές 1:45. 

Μ.Χ.:

Τι κάνατε εκεί ακριβώς τα μεταλλεύματα;

Ι.Β.:

Κοιτάτε να δεις. Τα μεταλλεία του Λαυρίου, αν τα πιάσουμε από την παλιά εποχή, απ’ την εποχή του Περικλέους, ήτανε και ο χρυσούς αιών του Περικλέους, διότι από τα μεταλλεία του Λαυρίου πήραν τα λεφτά, πήραν [00:10:00]τα χρήματα και φτιάξαν τις τριακόσιες τριήρεις που έγινε η ναυμαχία στη Σαλαμίνα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, όπου κατατροπώθηκε, βέβαια, ο περσικός στόλος, γιατί εκείνη την εποχή αμύθητος εχθρός των Ελλήνων ήταν οι Πέρσες και η Περσία. Μετά, όταν τελείωσε και η εποχή του Περικλέους κτλ., σταματήσανε τα μεταλλεία και πιάσανε τώρα τη νεότερη εποχή, μετά από δύο χιλιάδες χρόνια, πιάσανε γύρω στο 1875, ‘73, ‘77, κάπου που εκεί ξεκίνησε η νεότερη ιστορία στα μεταλλεία Λαυρίου. Μετά ξεκίνησε κάποιος μεταλλειολόγος. Λεγότανε Σερπιέρης. Υπάρχει και το άγαλμά του εδώ που γράφει «Ιωάννης Βαφτιστής Σερπιέρης. Ζώσαν εκ νέκταρ πόλιν και πλούτον σαυτή επί σπόδου εξανέτεινε». Δηλαδή ήταν ένας έμπειρος μεταλλειολόγος. Και βρήκε την περιοχή, από ό,τι λένε —γιατί και εγώ, βέβαια, δεν το ξέρω. Ακουστά το έχω—, από κάποιο βαπόρι, το οποίο πήρε σαβούρα από το Σούνιο και πήγε και έκανε, για να μπορέσει να έχει αντιστάθμιση το βαπόρι να ταξιδεύει, πήγε έβαλε την σαβούρα και πήγε μέχρι την Ιταλία. Εκεί ξεφόρτωσε αυτό για να πάρει καινούργιο εμπόριο να το ξαναφέρει. Είδε τις πέτρες αυτές ο λεγόμενος Σερπιέρης, είδε ότι υπάρχει κάποιο μετάλλευμα μέσα το οποίο ήξερε αυτός τι περιείχε, ρώτησε τον καπετάνιο από πού το πήρε και στο επόμενο ταξίδι ήρθε με το βαπόρι αυτό στο Σούνιο, βγήκε έξω, είδε την περιοχή ότι υπήρχε εμπορεύσιμο μετάλλευμα και μετά άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Νοίκιασε την περιοχή. Χρηματοδοτήθηκε, βέβαια. Ήτανε κάτι την εποχή εκείνη —από την στην Τουρκία ήτανε, νομίζω—, κάποιος Κορδέλλας ήτανε και ο Συγγρός. Αυτοί ήτανε οι οποίοι ήταν, ας πούμε, οι μεσάζοντες της εταιρείας. Από το Συγγρό βγήκανε και οι φούσκες που λέγανε. Το Λαύριο ήτανε μία πλούσια περιοχή, το μετάλλευμα της το οποίο είχε μολυβί και ασήμι και, όπως καταλαβαίνετε, το πρώτο νόμισμα που βγήκε στην Ελλάδα ήτανε από το Λαύριο. Βγήκε η Γλαύκα, αυτό με την κουκουβάγια, και εκ των υστέρων συνέχισε η πορεία αυτή του μεταλλεύματος, η οποία ξεκινούσε από το Σούνιο και έφτανε μέχρι την πλάκα Λαυρίου. Πέρναγε από τη Σούριζα, από την Αγία Βαρβάρα, από τη Σούριζα. Αυτά σε μία οροσειρά είναι οι περιοχές. Πιάναμε την Καμάριζα και από την Καμάριζα τελειώναμε στο βουνό εδώ της πλάκας Λαυρίου. Όταν, όμως, ξεκινήσανε —δεν ξέρω πόσο χρονικό διάστημα χρειάστηκε που δουλεύανε, πάντως μέχρι το ‘60— οι εξορύξεις από την Καμάριζα, τον Άγιο Κωσταντίνο, μέχρι το Σούνιο δουλεύανε σε εξωτερικά πετρώματα. Υπήρχανε μεταλλωρύχοι οι οποίοι πηγαίνανε και σπάγανε με φουρνέλα χειροποίητα, εργαλεία. Ανοίγανε τρύπες και βάζανε δυναμίτες και βγάζανε κι από κει ένα μετάλλευμα. Αλλά ήτανε λίγο, δεν επαρκούσε. Εκ των υστέρων ήρθαν σε κάποια ρήξη, μου φαίνεται, με το ελληνικό Δημόσιο, διότι… Τώρα, αυτά είναι ιστορίες που έχω ακούσει και εγώ, δεν είναι… Εγώ θα σας πω αυτά τα οποία έζησα στα υπόγεια έργα. Αυτά τα οποία σας λέω είναι από ό,τι έχω ακούσει και εγώ. Είδαν ότι το μετάλλευμα δεν ήταν επαρκές, δεν ήταν κερδοφόρο και γίνανε κάτι διαπραγματεύσεις και πήρε και τα υπόγεια έργα ο Σερπιέρης, ο οποίος άνοιξε και το πηγάδι αυτό του Σερπιέρη, που λέμε, στον Άγιο Κωσταντίνο, στην Καμάριζα.

Ι.Β.:

Το πηγάδι αυτό έχει 183 μέτρα και έχει πέντε πατώματα μέσα, πέντε ορόφους, να τα πούμε. Το κάθε πάτωμα είχε τη δική του εργασία. Είχε μία στοά —εμείς τη λέγαμε «γαλαρία»— η οποία μπορούσε να ήταν και 1.000 μέτρα ευθεία ή μπορεί να ήταν και 500, εξαρτάται. Αλλά στην πορεία αυτή, δεξιά και αριστερά όπου βρίσκαμε το μετάλλευμα ανοίγαμε στοές παραπλεύρως. Μπορεί να πηγαίναμε με 10 μέτρα σε μία στοά, η στοά αυτή στα 10 μέτρα να έστριβε στα αριστερά, μετά να πήγαινε δεξιά και ούτω καθεξής. Δηλαδή, όταν ξεκινούσες σε μια στοά, μπορούσες να πήγαινες 300-400 μέτρα μέσα αλλά στα 300-400 μέτρα υπήρχανε άλλες διακόσιες τριακόσιες στοές δεξιά και αριστερά. Οπότε, ήτανε ένας λαβύρινθος, δηλαδή ένας άνθρωπος ο οποίος δεν είχε συνηθίσει και δεν ήξερε, δεν είχε εργαστεί μέσα μπορούσε να χαθεί και να μη βγει έξω. Όπως κάποια χρονιά, το ‘90 μου φαίνεται, πήγε άνθρωπος μέσα σε στοά για να βρει μετάλλευμα —όχι μετάλλευμα. Επειδή οι στοές είχε πετρώματα καλλωπιστικά, είχε σταλακτίτες, είχε κρύσταλλα, είχε κάτι τα οποία λέγανε ανταμίνες, είχε γύψο, είχε κάτι καλτσίτες. Είχε δηλαδή διακοσμητικά πετρώματα τα οποία πηγαίνανε… Πώς να το πούμε; Να πούμε τυμβωρύχοι; Πώς λέγονται οι άνθρωποι αυτοί; Πηγαίνανε και ψάχναν τις στοές και παίρνανε αυτά τα πετρώματα και τα οποία τα τοποθετούσανε σε βιτρίνες κτλ. Έτυχε να πάει και ο άνθρωπος και ο ένας και ο άλλος και μπήκε μέσα, με παρέα και σε —όχι, μέσα από τη στοά δεν ήτανε 200 μέτρα. Πήγε παραπλεύρως κάτι να βρει και εκεί εξαφανίστηκε, χάθηκε, δεν τον βρήκανε. Πήγανε δασαρχεία, πήγανε αστυνομίες, πήγανε μεταλλωρύχοι έμπειροι, τελικά δεν τον… Και τον βρήκανε τελικά μετά από τριάντα χρόνια στην κεντρική στοά. Είχε ένα παταράκι γύρω στο 1 μέτρο. Αυτός βγήκε από κει, από κει είχε ένα άλλο, έπεσε από την άλλη πλευρά και έπαθε από καρδιά, τον βρήκαν μετά από τριάντα χρόνια. Και κατάλαβαν ότι ήταν αυτός από την λάμπα που είχε κτλ. και τα ρούχα. Εγώ, εν τω μεταξύ, μετά από αυτές τις ιστορίες που σας είπα ξεκίνησα και δούλευα στις υπόγειες στοές. Είχα δουλέψει και με την τσάπα και με τον γκασμά και όλα αυτά. Γέμιζα βαγόνια. Είχα δουλέψει και έξω στην εξοχή, πάνω στην επιφάνεια, στη διαλογή, και όπως σας είπα, μετά ήταν η δουλειά μου σαν ένα είδος και τεχνικός αλλά και εργάτης. Επισκεύαζα φορτωτές, τα μηχανήματα τα οποία δουλεύαν έξω. Δουλεύανε όλοι οι εργαζόμενοι μέσα. Η μάστιγα της εργασίας, όπως σας είπα. Όταν δουλεύεις κάτω, υγρασία μόνο, η μούχλα, όταν στερείσαι κάτι από τη ζωή σου, το πολυτιμότερο αγαθό, τον ήλιο και τον καθαρό αέρα… Όλες οι στοές μέσα ήταν όλο μούχλα και υγρασία λάσπες. Είχε πολλά συγκοινωνούντα ρεύματα. Σε όποια σημεία που ήτανε μία στοά στην ευθεία και έκοβε λίγο δεξιά και δεν επηρεαζόταν από το ρεύμα το οποίο συγκοινωνούσε, εκεί ήταν ζεστό το μέρος. Κι υπήρχανε πάρα πολλά νερά μέσα τα οποία έτρεχαν από τις στοές. Εκεί γινότανε… Πέφτανε δυναμίτες μέσα στη στοά. Γεμίζαμε τα βαγόνια. Υπήρχαν άτομα τα οποία κάνανε την διαλογή του μεταλλεύματος, γέμιζαν τα βαγόνια, τα βαγόνια η μεταφορά τους, αν ήταν έστω και 200, 300 μέτρα από το σημείο που έπρεπε να βγουν, από το κεντρικό πηγάδι του Σερπιέρη, αυτή η μεταφορά γινόταν με μουλάρια. Είχε το μουλάρι το οποίο τράβαγε δέκα δώδεκα βαγόνια, τα πήγαινε στο πηγάδι, άφηνε τα γεμάτα, έπαιρνε τα άδεια και τα ξαναπήγαινε πάλι στην εργασία. Τα δε γεμάτα τα έβγαζε ο κοτσαδόρος, που τον λέγαμε εμείς, στην επιφάνεια και ο άλλος από πάνω έστελνε τα άδεια.

Ι.Β.:

Η μάστιγα, όπως σας είπα, ήτανε ο μόλυβδος και το γυαλί, διότι ήτανε πλούσια σε μετάλλευμα μολύβδου και η σκόνη αυτή η οποία ανάπνεε. Και οι περισσότεροι που ήτανε πιο γρήγοροι, συντομεύαν τη ζωή τους, ήταν αυτοί οι οποίοι δουλεύανε τα πιστολέτα, επειδή όταν ανοίγανε τρύπες μέσα στη στοά, τα πιστολέτα αυτά δουλεύανε με λάδι, με αέρα και νερό. Ο δε πεπιεσμένος αέρας ο όποιος έβγαινε από το μηχάνημα, αυτός που το ανέπνεε, όταν πήγαινε στα πνευμόνια του, αυτό ήτανε λάδι αέρας και νερό, κόλλαγε αυτό και έκλεινε τους πόρους από τον πνεύμονα, πάθαινε πνευμονοκονίαση ή μολυβδίαση, η οποία γύριζε σε καρκίνο και το ψωμί του ήτανε πολύ λίγο, πέθαινε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και η επιβίωση, ας πούμε, των ανθρώπων αυτών δεν ήτανε πάνω από… Μέχρι τα 60 να είχε ζήσει, μετά τα 60 είχε «ταξιδέψει». Εγώ γνώρισα φίλους μου οι οποίοι δούλευαν εκεί, στην ηλικία μου και μικρότεροι, δυστυχώς φύγανε νεότατοι από τη ζωή. Παράδειγμα ο αδερφός μου. Ο αδερφός μου πέθανε στα 55 χρόνια του. Προσβλήθηκε από μολυβδίαση, από πνευμονοκονίαση, τον γύρισε σε καρκίνο, σε τρεις μήνες πέθανε.

Μ.Χ.:

Θέλετε να μας περιγράψετε μία μέρα, την πρώτη μέρα, ας πούμε, που θυμάστε [00:20:00]υπόγεια;

Ι.Β.:

Ναι. Η πρώτη μέρα όταν πρωτοκατέβηκα, είχα πάει σε ένα πηγάδι, το οποίο είχε 3 μέτρα απ’ την επιφάνεια, αλλά στα 3 μέτρα είχε ένα είδος πατάρι, ήταν δηλαδή σαν να κατέβηκες και σταμάτησες. Μετά από τα 2 μέτρα από κει το πηγάδι πήγαινε 100-130 μέτρα. Από κει ρίχναμε εμείς κάτι ξύλα και τα παίρνανε οι εργαζόμενοι που ήτανε κάτω για υποστυλώματα στις στοές, για να κρατάνε, ας πούμε, το ταβάνι. Όταν άνοιγε μία στοά, βάζανε υποστυλώματα δεξιά και αριστερά και από πάνω βάζανε σανίδια ή και σύρμα μαζί για να μην πέσει το ταβάνι και τους πλακώσει. Και πετάγαμε τα ξύλα αυτά, τα παίρνανε από κάτω. Ήταν ειδικοί αυτοί. Τους λέγαμε «ξεσκαρωταί». Αυτοί που τα φτάχνανε ήταν…αυτοί…ναι, οι ξεσκαρωταί. Αυτοί βλέπανε πού ήτανε τα μπόσικα και βάζανε τα υποστυλώματα. Υποστυλώματα επίσης αφήναμε και μέσα στην υγρασία. Όταν βλέπαμε ένα μέρος το οποίο είχε μετάλλευμα, δεν μπορούσαμε να πούμε ότι ανοίξαμε μία στοά η οποία είναι 50 μέτρα και είναι 50 μέτρα χωρίς να έχει κάτι. Ήταν και από το νόμο αυτό. Κάθε 10 μέτρα ή 15 μέτρα αφήναμε ένα υποστύλωμα από το ίδιο το πέτρωμα το οποίο κράταγε το ταβάνι της στοάς. Μπορούσε να ήταν μια στοά η οποία, φερ’ ειπείν, μπορούσε να κρατούσε 300 τ.μ. ή και 0,5 στρέμμα, αλλά το 0,5 στρέμμα αυτό είχε μέσα πενήντα εξήντα υποστυλώματα ή και παραπάνω από τον ίδιο τον κορμό του μεταλλεύματος, για να μπορέσει να κρατήσει το ταβάνι.

Μ.Χ.:

Το χειρότερο πόστο ποιο ήταν;

Ι.Β.:

Δεν ήταν, όλοι…

Μ.Χ.:

Το πιο δύσκολο.

Ι.Β.:

Κοιτάτε, όλες οι δουλειές μέσα στα υπόγεια έργα, όλες οι δουλειές ήτανε δύσκολες. Δεν ήτανε καμιά εύκολη, να πεις ότι πήγα κάπου και ήταν εύκολη. Εδώ πέτυχα σε στοά που δουλεύαμε την ημέρα και πήγα εγώ το πρωί, έκανα μια εργασία και μέσα σ’ αυτή την στοά —ήταν σε ένα σημείο στο βόρειο τμήμα της Καμάριζας το οποίο λεγότανε Ζαν-Μπατίστ— πήγα έκανα μία εργασία, δούλευε και αδερφός μου εκεί δεύτερη βάρδια— και, αφού έφυγε η βάρδια το βράδυ, πήγα το πρωί και είχε πέσει όλο το βουνό κάτω! Δηλαδή αν ήτανε την ημέρα, υπήρχε περίπτωση να πλάκωνε όλο το προσωπικό! Δεν είχαμε ατυχήματα ή δυστυχήματα, ήταν ελάχιστα, διότι είχαμε έμπειρο τεχνικό προσωπικό. Όλοι οι μηχανικοί ήτανε έμπειροι, δεν ήτανε, φερ’ ειπείν… Και από αυτούς, ας πούμε, μάθαμε κι εμείς. Ήτανε κι αυτοί. Ερχόντουσαν επιβλέπανε. Είχαμε στην Καμάριζα κάποιον Σπανό Ιωάννη, ο οποίος ήτανε μηχανικός στις υπόγειες στοές. Είχαμε κάποιον —αυτός ήταν Γαλλοπολωνός, δεν ξέρω— Σίκοβιτς, ένας Σίκοβιτς. Στην πλάκα είχαμε έναν Παπαθανασίου. Γράφτε και αυτόν. Παπαθανασίου τον λέγανε. Ήταν έμπειροι μηχανικοί αυτοί. Λοιπόν, και δεν είχαμε δηλαδή… Αν υπολογίσουμε ότι, όπως γινόντουσαν ένα συχνό ατύχημα, μπορούσε να γινόταν και εκεί. Μπορούσε να σκοντάψει κάποιος και να χτυπήσει ή να χτυπήσει με ένα πιστολέτο που το μετέφερε κάπου. Δεν είχαμε… Αυτά τα οποία είχαμε ήταν οι παθήσεις οι οποίες παθαίναμε. Οι στοές ήταν επικίνδυνες. Τα πηγάδια τα οποία εγώ με έναν συνάδελφό μου, με έναν Πανταλέων Κώστας —γράψτε τον αυτόνε—, ήμαστε οι ειδικοί. Κωνσταντίνος Πανταλέων. Καμάριζα ήταν αυτός, από τον Άγιο Κωνσταντίνο Καμάριζας. Εμείς ήμαστε σαν ειδικοί οι οποίοι επισκευάζαμε τα πηγάδια. Όταν κατεβαίναμε κάτω, ήταν το πηγάδι στα 180 μέτρα. Όταν χαλάνε οι οδηγοί… Οδηγοί λέμε αυτά τα σύρματα τα οποία κατέβαιναν από την επιφάνεια μέχρι το βυθό του πηγαδιού. Ήταν σύρματα τα οποία ήταν 125 χιλιοστών περίπου, 2,5 πόντοι. Ήτανε περασμένα μέσα από κουζινέτα και τα οποία κρατάγαν το ασανσέρ για να μην μπορεί το ασανσέρ, όταν ανεβαίνει και κατεβαίνει, να χτυπάει στα τοιχώματα του πηγαδιού. Περνάγαμε κάτω, του αλλάζαμε το σύρμα αυτό, βάζαμε γάζα, το βάζαμε στην κάτω βάση και μετά ανεβαίναμε στην επιφάνεια, παίρναμε το σύρμα αυτό, το ξαναφτιάχναμε πάλι, το ειδικό εξάρτημα, το βάζαμε πάνω στη γαύρια και είχαμε τέσσερα άτομα… Το σφίγγαμε, μπορώ να σας, πω ίσως και μία βδομάδα για να μπορέσει να κουρδίσει. Είχε βίδα η οποία ήτανε 2 μέτρα, για να μπορέσει να βιδώσει αυτή η βίδα, να μπορέσει να κουρδιστεί το σύρμα, να μην έχει μπόσικα και χτυπάει το ασανσέρ στα τοιχώματα. Μετά αυτό το πέτρωμα που έβγαινε από τις στοές, από τις υπόγειες στοές της Καμάριζας, ερχόντουσαν τα φορτηγά αυτοκίνητα, το φορτώνανε, ερχότανε στο εργοστάσιο κάτω που γινότανε η επεξεργασία του, πέρναγε από ειδικά μηχανήματα, από σπαστήρες, και μετά το περνάγανε από ελαστικούς μεταφορείς σε ένα είδος σκόνης. Το δε μετάλλευμα, το οποίο το λέγαμε «γαλένα», όταν έπεφτε στο νερό, επειδή ήτανε βαρύ, περιείχε μόλυβδο, πήγαινε στο βυθό της δεξαμενής. Το δε άλλο το νερό το οποίο ήτανε θολό, πολτοποιημένο, έφευγε από πιο ψηλά από τη στέρνα, το οποίο χυνότανε στον κόλπο του Θορικού, σαν ένα νερό ας πούμε. Αυτό μετά, όταν στέγνωνε, το πηγαίνανε από ορισμένα μέρη το οποίο το καμινεύανε. Γινότανε η καμίνευση, το ψύχανε, το καίγανε και γινόταν ένα είδος σαν σκουριά. Και μετά από κει, όταν άρχισε και δούλευε ο φούρνος, το παίρναν με μπουλντόζες όπως ήτανε, το ρίχνανε μέσα στο φούρνο, ο οποίος από κει έβγαινε το μολύβι ρευστό, ας πούμε όπως το μέλι, που το ανοίγουνε και βγαίνει, έβγαινε το μολύβι σε λεκάνες, σε καλούπια, λεκάνες, στις οποίες το βγάζανε δίπλα και το αφήναν. Ο φούρνος μπορεί να δούλευε και έναν μήνα συνέχεια, έναν μήνα να έβγαζε παραγωγή μετάλλευμα, μέχρι που τελείωνε το μετάλλευμα και έκλεινε ο φούρνος. Και μαζεύαμε πάλι καινούργια παραγωγή και γινότανε και καινούργια το λιώσιμο του μολυβιού. Αυτό το μολύβι μετά το παίρνανε και το πηγαίνανε σε ορισμένες άλλες λεκάνες, το οποίο πάλι το λιώνανε, το χτυπάγανε το μολύβι αυτό με ένα είδος όπως είναι οι προπέλες του καϊκιού και όταν το χτύπαγε αυτό, έβγαινε στον αφρό ένα πηχτό μείγμα, το οποίο ήτανε το ασήμι. Έβγαινε όπως βγαίνει το γάλα όταν πήξει και βγαίνει στον αφρό, όπως ο καφές, έτσι έβγαινε το ασήμι, το οποίο είχαν ορισμένες κουτάλες, το μαζεύανε και το βάζανε. Από το μολύβι έβγαινε το ασήμι.

Μ.Χ.:

Αυτά είχανε μολύνει το υπέδαφος, τα ύδατα εδώ;

Ι.Β.:

Κοιτάτε όλη η περιοχή σχεδόν μπορούμε να πούμε ότι ήταν καρκινογόνος, διότι όταν έβγαινε, αυτοί που δουλεύανε στα υπόγεια έργα… Πιο πολύ μολυνόντουσαν αυτοί που δούλευαν κάτω στην καμίνευση, εκεί που έκαιγε το μολύβι, γιατί εγώ έτυχε να δουλέψω εκεί, να βάλω… Πάνω στο φούρνο βάζαμε κάτι ελενίτ και, όταν έριχνε το μεταλλείο κάτω, έβγαινε σκόνη και ήταν ένα πράγμα… Σε έπιανε στο λαιμό μία γλίτσα, γιατί είχε θειάφι. Είχε πολλά το μολύβι λιωμένο και σε έπιανε μία γλίτσα. Εκεί που δουλεύανε σε κάτι άλλα μέρη πάνω, όταν έβγαινε το μολύβι και όταν μπαίνανε οι άνθρωποι μέσα, μπαίνανε ντυμένοι με φανέλες, όπως ήταν οι αστροναύτες, για να μην επηρεαστείς έστω και στο σώμα. Ο καπνός ο οποίος έβγαινε από το φούρνο ή όταν γινότανε καμίνευση του μολυβιού, είχε γύρω στο 1 χιλιόμετρο αγωγό σαν μία μικρή στοά και έβγαινε πάνω στο βουνό και από κει ήταν στο υψόμετρο και έβγαινε ο καπνός. Αυτός ο καπνός, όταν το Λαύριο εκείνη την εποχή —και σήμερα να πούμε—, όταν δούλευε ο φούρνος και ήταν ηρεμία, όπως είναι αυτή τη στιγμή τώρα που μιλάμε, όλος αυτός ο καπνός που έβγαινε έπεφτε όλη στην πόλη του Λαυρίου. Αν ο καιρός ήτανε λίγο, γέμιζε όλο το Λαύριο και όλο το Θορικό. Και εδώ και στη Γαλλική Εταιρεία. Για αυτό και τώρα εδώ στη Γαλλική Εταιρεία σε ορισμένα σημεία έχουνε πάρει την επιφάνεια από τη γη, το χώμα, αυτό, έχουνε βάλει υπόστρωμα λάστιχο, δεν ξέρω, κάτι και από πάνω έχουνε βάλει χώμα χωρίς να είναι… ιδίως εδώ στο Λαύριο και στη Γαλλική Εταιρεία μέσα. Έχουνε πάρει το υπέδαφος και έχουνε βάλει χώμα καθαρό, διότι σας λέω, όλη περίπου από το ένα μέρος είναι Γαλλική Εταιρεία, από το άλλο ήταν ο Λάμπρος και έκαιγε και αυτός μπαταρίες, και αυτός μολύβι έφτιαχνε, σκάγια έφτιαχνε, οπότε ήταν τα ίδια. Η κατάσταση του Λαυρίου τότε ήτανε πενιχρή, ήτανε πολύ δύσκολη! 

Μ.Χ.:

Όταν εργαζόσασταν; Φορούσατε κάποια στολή;[00:30:00]

Ι.Β.:

Όχι. Πηγαίναμε με τα ρούχα τα κανονικά, της δουλειάς. Αυτοί που δουλεύανε τα πιστολέτα και άλλοι που δουλεύανε δίπλα παίρνανε όπως είναι οι μάσκες αυτές που φοράμε σήμερα του κορωνοϊού. Αλλά επειδή τώρα οκτώ ώρες μέσα στη σκοτεινιά, μέσα στη μούχλα, μέσα στον λίγο αέρα που είχε ήτανε αποπνικτικό για τον άνθρωπο, οπότε οι περισσότεροι τη βγάζανε και τη βγάζανε και αυτοί που δουλεύανε τα πιστολέτα. Αυτοί για αυτό πεθαίναν και πιο γρήγορα. Αυτοί αναπνέαν περισσότερο υγρό, περισσότερο καπνό από τα μεταλλεία και προσβαλλόντουσαν πολύ πιο γρήγορα. Εγώ είχα δουλέψει σε όλες οι εργασίες αυτές, σας λέω, διότι ήμουνα τεχνικός και πήγαινα σε οποιαδήποτε εργασία είχε, ή να βάλω 50 μέτρα μια σωλήνα υδρεύσεως ή να βάλω 50 μέτρα ή παραπάνω μία σωλήνα αέρος ή να βάλω 50 μέτρα μία σιδηροδρομική γραμμή. Έτυχε έναν χειμώνα και έβαλα γύρω στα 1.000 μέτρα σιδηροδρομική γραμμή εδώ στην Πλάκα, στην «80». Έπιασα το Γενάρη, αρχές του Γενάρη, και τελείωσε αυτή τη γραμμή, βέβαια με προσωπικό το οποίο είχα, τελείωσα 1η Μαΐου. Πέντε μήνες έκανα, τέσσερις μήνες γεμάτους για να αλλάξουμε, διότι η γραμμή αυτή είχε μηχανή diesel. Επειδή ήταν κεντρική γραμμή και ο αέρας έβγαζε τα καυσαέρια, είχε μηχανή diesel, η οποία έβγαζε από μέσα από τη στοά αυτή δέκα δεκαπέντε βαγόνια, μεγάλα βαγόνια, όχι μικρά. Τα βαγόνια περνάγανε δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή, τα οποία στην πορεία είχανε [Δ.Α.] και από πάνω πέφτανε τα μεταλλεία και γέμιζαν τα παγώνια και τα έβγαζε στην επιφάνεια. Λοιπόν, είχα δουλέψει όλα τα τμήματα. Έτυχε μέρα που κάθισα να βοηθήσω έναν άνθρωπο για να βάλει τα φουρνέλα και να φύγουμε μαζί —και μάλιστα τον βοήθησα και εγώ— και όταν τελειώσαμε, όταν τελειώσαμε, σε απόσταση 50 μέτρα, ενώ έπρεπε να πάμε 200 και, έτυχε και έκανε έκρηξη ένα φουρνέλο! Αν ήμασταν, βέβαια, κοντά, θα μας εσκότωνε! Αλλά είχαμε προλάβει την τελευταία στιγμή όπως πήγαμε και κόψαμε σε μία στοά. Την ώρα που κόψαμε τη στοά έγινε η έκρηξη. Αυτό γίνεται σε πολλές περιπτώσεις όταν αυτό το φυτίλι το οποίο μεταδίδει τη φωτιά στο δυναμίτη έχει μέσα μία… Λέγεται βραδύκαφτρος κάφτρα. Αυτό έχει μέσα ένα δεύτερο φυτίλι το οποίο είναι εμπλουτισμένο με πυρίτιδα. Εάν αυτό είναι διακεκομμένο, έχει πάθει ζημιά και είναι κομμένο σε ένα μέρος, 1 μέτρο 1,5, αυτό μεταδίδεται ακαριαία, η φωτιά από κει μέχρι κει αυτομάτως. Αυτό έτυχε να γίνει και σε αυτό. Και μετά, την άλλη μέρα βέβαια, παίρναμε όπως παίρναμε υλικά, δυναμίτες, παίρναμε από δω απ’ το Λαύριο. Είχε εργοστάσιο που έβγαζε δυναμίτιδα, του Γεωργιάδη. Παίρναμε τις κουλούρες στη «Νίτσα» και την κόβαμε αλλά 10 μέτρα και βάζαμε ένα μέτρο, της βάζαμε φωτιά και χρονομετράγαμε να δούμε, ας πούμε, μήπως είχε πρόβλημα από αυτό και βάζαμε τα καλά εκεί που έπρεπε να πάνε. Ήταν πολύ σπάνια να τύχει, πάρα πολύ σπάνια.

Μ.Χ.:

Ποιος τους έσκαγε δηλαδή τους δυναμίτες;

Ι.Β.:

Ήταν ειδικοί! Ήταν αυτοί οι οποίοι είχανε και άδεια για να γεμίζουν εκρηκτικά και να γεμίζουν και να τα πυροδοτούνε. Μάλιστα, από δυναμίτιδα, νομίζω, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1954 έγινε ένα θανατηφόρο δυστύχημα στη στοά της Πλάκας, στην 80. Από τότε ξεκίνησε αυτή η στοά και άνοιξε και σε κάποιο σημείο βάζανε ηλεκτρικά, δυναμίτιδα, γινότανε έκρηξη με ηλεκτρικό, με μπαταρία. Κάτι δεν πήγε καλά. Και υπήρχε ένας Γάλλος μηχανικός, που λεγόταν Αύγουστος Ρεμπούλ. Μαζί του ήτανε και δύο εργαζόμενοι εργάτες οι οποίοι ήταν σε αυτή τη δουλειά. Ο ένας λεγότανε Πρέκας Στέφανος και ο άλλος λεγότανε Κώστας Τσιμπούκης. Αυτοί οι δύο χάσαν την όρασή τους. Δεν ξέρω αν ήταν ολική, γιατί μάλλον μπορεί να ήταν 70, 80 ή 90%. Είχαν χάσει την όρασή τους και αυτός ο Ρεμπούλ σκοτώθηκε επιτόπου.

Μ.Χ.:

Πώς το είχατε πάρει εσείς οι εργαζόμενοι εκεί; 

Ι.Β.:

Πότε;

Μ.Χ.:

Πώς το είχατε πάρει; Πώς το βιώσατε; 

Ι.Β.:

Εγώ είχα πάει μετά από έναν χρόνο δουλειά. Αυτός σκοτώθηκε τον Αύγουστο του ‘54, 14 Σεπτεμβρίου του ‘54, εγώ πήγα πρώτη Αυγούστου του ‘55. Οπότε, είχα πάει ένα μήνα πιο μπροστά, ένα χρόνο πιο μπροστά, μετά έναν χρόνο.

Μ.Χ.:

Σε σας είχε τύχει κάποιο ατύχημα;

Ι.Β.:

Όχι, εμένα… Εντάξει, μικροατυχήματα παθαίναμε, Το μόνο ένα θυμάμαι στη ζωή μου, το οποίο μου στοίχισε βέβαια αυτό αλλά ήτανε στον άνθρωπο, ήταν η τύχη μου να μπορέσω να επιβιώσω, να ζήσω. Είχε πάθει μία σωλήνα η οποία κατέβαινε από την επιφάνεια του πηγαδιού του Σερπιέρη. Αυτή η σωλήνα ήτανε 5 ίντσες, η οποία έδινε αέρα από το κομπρεσέρ το οποίο ήταν στην επιφάνεια, εκεί δίπλα στο πηγάδι, και τροφοδοτούσε αέρα σε όλα τα πιστολέτα και σε πιστολέτα, σε νερό που το έστελνε με πίεση… Λοιπόν, αυτή η γραμμή η κεντρική, που ήταν από την επιφάνεια και πήγαινε μέχρι τον πέμπτο του πηγαδιού του Σερπιέρη, είχανε πάρα πολλά χρόνια που ήταν τοποθετημένες —μπορώ να σας πω ότι ίσως και να ήταν και εκατό χρόνια—, οπότε τα στηρίγματα τα οποία είχε από τη μέσα πλευρά της σωλήνας ήταν όπως βάζαμε τα στηρίγματα αυτά τα οποία είχανε οι σόμπες —τότε είχαμε κάτι σόμπες με τα μπουριά που λέγαμε—, είχε κάτι στηρίγματα τα οποία τα πιάναμε στον τοίχο. Ακριβώς έτσι είχε στηρίγματα και αυτά. Αυτά, όμως, με την πάροδο του χρόνου είχανε σκουριάσει, είχαν οξειδωθεί και είχανε γίνει… Από 25 πόντοι που ήτανε είχε γίνει 5 χιλιοστά.  Οπότε, όταν εγώ βγήκα για να πάω να κολλήσω με το οξυγόνο μία τρύπα η οποία είχε η σωλήνα, την ώρα που αγκαλιάζω τη σωλήνα και βάζω και τη ζώνη ασφαλείας, σπάσανε τρία τέσσερα στηρίγματα από τις σωλήνες και οι σωλήνες μείνανε μετά εναέριες. Ε, λέω τώρα, θα σπάσει και η τελευταία, θα σπάσουν όλες και θα σπάσουν οι σωλήνες, οπότε από κει και κάτω… Ήταν στα 50 μέτρα από την επιφάνεια, από κει και κάτω ήταν αλλά 133 μέτρα. Εκεί είπα ότι ήτανε και η τελευταία μέρα της ζωής μου. Δεν ξέρω τώρα πώς από μηχανής θεό εγώ έτυχε να βγάλω τη ζώνη ασφαλείας και την ώρα που ταλαντευόντουσαν οι σωλήνες να πιαστώ από το ασανσέρ, το οποίο εμείς το λέγαμε «φανάρι». Αυτό που ανεβοκατεβάζει τους κουβάδες, τα μπαλκόνια με το μεταλλείο, τα λέγαμε φανάρι. Ε, τώρα, ο Θεός μού έδωσε δύναμη; Δεν ξέρω τι! Και μπήκα μέσα, πιάστηκα πιο πάνω λίγο και μπήκα μέσα στο ασανσέρ. Όταν πάτησα —γιατί είχαμε με το σκοινί, είχε και βάραγε ένα σκυλάκι πάνω—, όταν βγήκα πάνω και πάτησα το έδαφος, εκείνη την ώρα νόμιζα ότι το έδαφος έφευγε απ’ τα πόδια μου και έκανα τρία βήματα —φόραγα γαλότσες, υποδήματα—, από την αγωνία και αυτά που τράβηξα οι γαλότσες γέμισαν νερό και πάταγα και έβγαινε νερό πάνω από τα υποδήματα! Σκεφτείτε, ας πούμε, τι αγωνία ήταν αυτή την μέχρι που να μπορέσω να… Εν πάση περιπτώσει έτυχε και επιβίωσα. Θα ήταν ένας ακόμα μεταλλωρύχος! Και ίσως κάτι να με ‘σωσε εμένα, κάτι λίγο παραπάνω…Επειδή μετά τα υπόγεια έργα που δούλευα είχα και σαν δεύτερο επάγγελμα τη θάλασσα. Είχα καΐκι δικό μου και μόλις σχόλαγα απ’ τη δουλειά, έπαιρνα το καΐκι και πήγαινα και δούλευα —βασίλευε ο ήλιος— μέχρι τις 21:00, 22:00 η ώρα, 20:00 η ώρα το βράδυ. Και ίσως το οξυγόνο της θάλασσας να μπορούσε να ανταπεξέλθει και να αφομοιώσει, φερ’ ειπείν, αυτά, το μόλυβδο από τα υπόγεια έργα, να έκανε μία βελτίωση.

Μ.Χ.:

Κύριε Γιάννη, τι βλέπατε όταν κατεβαίνατε στο υπόγειο; Μαυρίλα; Τι είχε γύρω σας; 

Ι.Β.:

Τίποτα! Καταρχήν, δουλεύαμε… Δεν είχαμε και φως. Εκ των υστέρων. Παλιά είχαν οι μηχανικοί κάτι λάμπες με μπαταρία, τα οποία και αυτά ήταν ψεύτικα. Εμείς δουλεύαμε με ένα μπεκάκι όπως το λυχνάρι, ήταν λάμπες ασετιλίνης. Όπως είχαν οι παλιοί τα λυχνάρια, έτσι ήταν και αυτά που δουλεύαμε εμείς.

Μ.Χ.:

Και τις [00:40:00]κρεμούσατε πάνω σας;

Ι.Β.:

Όχι πάνω μας. Εκεί που ήταν οι στοές δίπλα είχε μία τρυπίτσα, είχε μία πατουρίτσα, είχε γαντζάκι η λάμπα, καρφώναμε εκεί και δουλεύαμε κάτω.

Μ.Χ.:

Έτυχε ποτέ να βρείτε κάτι πολύτιμο εκεί μέσα;

Ι.Β.:

Όχι. Όχι, πολύτιμο εμείς όχι. Το πολύτιμο ήτανε μόνο αυτά τα καλλωπιστικά μεταλλεύματα που σας λέω, τα ορυκτά αυτά, οι σταλακτίτες ή τα κρύσταλλα κτλ. Αυτά μόνο. Τίποτα άλλο δεν έτυχε να βρούμε εμείς εκεί. 

Μ.Χ.:

Πόσα χρόνια ήσασταν;

Ι.Β.:

Εγώ έπιασα δουλειά Πέμπτη 1η Αυγούστου του ‘55, 1η Αυγούστου του ‘77 έκλεισε η Γαλλική Εταιρεία, κλείσαν και τα υπόγεια έργα του Λαυρίου. Από τότε υπόγειες στοές δεν δουλέψανε. Η Γαλλική Εταιρεία συνέχισε να εργάζεται καμιά δεκαετία εκ των υστέρων με τη συμμετοχή, από ό,τι είπανε, Δήμου και εργατών, και παίρνανε μολύβι με την επωνυμία «Ελληνική Μεταλλουργία» και παίρνανε μετάλλευμα από τη Χαλκιδική. Αλλά επειδή και εκεί ήτανε ασύμφορο, ήταν τα έξοδα πολλά για τη μεταφορά κτλ., κράτησε, μου φαίνεται, μέχρι τις αρχές του 1990, οπότε έκλεισε και από το 1990.

Μ.Χ.:

Και γιατί έκλεισε την πρώτη φορά;

Ι.Β.:

Κοιτάτε, βγήκανε φήμες πολλές. Μπορεί να είναι και αλήθεια, μπορεί να μην ευσταθούνε κιόλας. Επειδή η Γαλλική Εταιρεία, όταν έβγαζε το μετάλλευμα της και το πέρναγε από την παραγωγή, εάν έπρεπε να βγάλει, φερ’ ειπείν, 15% μετάλλευμα, έβγαζε 7,8,9%, δηλαδή ήταν μείον, επειδή τα μηχανήματα της ήταν παλαιού τύπου, παλαιολιθικής εποχής, να πούμε! Και ζήτησε να αλλάξει το μηχανικό στόλο μέσα στα υπόγεια έργα και στην επιφάνεια, να μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση κάπως πιο εύκολη και πιο επικερδής. Δεν τα βρήκανε με το ελληνικό Δημόσιο, γιατί μάλλον ήθελε να τα φέρουν οι ίδιοι —τώρα, οι ίδιοι;—, γιατί θέλανε να πάρουν αυτοί οι οποίοι θέλανε τη μίζα, πώς να το πούμε! Δεν τα βρήκανε εκεί, η Γαλλική Εταιρεία θέλανε να τα πάρει μόνη της, δεν τα βρήκαν εκεί και σου λέει: «Όλοι από το ταμείο». Την έκλεισε και τελείωσε η υπόθεση.

Μ.Χ.:

Απεργίες και κινήματα γινόντουσαν;

Ι.Β.:

Πολλές! Πολλές απεργίες. Απεργίες και ξύλο είχε πέσει και σε απεργίες… Στις απεργίες είχαν χτυπηθεί και είχαν σκοτωθεί και μεταλλωρύχοι.

Μ.Χ.:

Και στη δικιά σας εποχή;

Ι.Β.:

Στη δικιά μου εποχή αλλά και όχι στη δική μου εργασία, όταν δουλεύαμε. Μπορεί αυτή η δουλειά να έχει γίνει είκοσι χρόνια πριν από μένα, η Μεγάλη απεργία του Λαυρίου. Σκοτώθηκε ένας Τσιρίγος, μου φαίνεται —μάλλον είχαν σκοτωθεί δυο τρεις. Είχε γίνει μεγάλη απεργία και μεγάλες απεργίες είχανε γίνει και πριν το ‘30. Και οι απεργίες αυτές είχαν αναγκάσει τη ελληνική πολιτεία να στείλει διμοιρίες αστυνομικών στο Λαύριο. Το Λαύριο ήτανε μία πόλις αστυνοκρατούμενη εκείνη την εποχή και σε ορισμένες εποχές —όχι βέβαια όλες—, όταν γινόντουσαν απεργίες, οι πρώτοι που ερχόντουσαν εδώ ήταν οι αστυνομικοί. Εμείς έτυχε να ‘χουμε μία μεγάλη απεργία. Ξεκινήσαμε να πάμε στην Αθήνα…

Μ.Χ.:

Με ποιο αίτημα;

Ι.Β.:

Γιατί κάτι ζητάγαμε. Tώρα... Τόσα χρόνια… Μας εσταματήσανε οι αστυνομικές δυνάμεις εδώ έξω από το Λαύριο, στο Θορικό. Μιλάμε, δεν ξέρω πόσες διμοιρίες είχαν έρθει από την Αθήνα! Εκεί φάγαμε ξύλο πολύ, αλλά φάγανε ξύλο πολύ και οι αστυνομικοί. Λοιπόν, αναγκαστήκαμε και οπισθοχωρήσαμε και ήρθαμε στο Λαύριο, στην Εργατική Εστία. Η Εργατική Εστία κλείστηκε γύρω γύρω από αστυνομικούς. Ποιος να έβγαινε έξω! Άμα μπαίνανε μέσα, εκεί θα τρώγαμε το πολύ ξύλο. Αλλά ήταν ένας ταξίαρχος της αστυνομίας και μπήκε μέσα —και να ‘ναι καλά ο άνθρωπος, αν ζει, εν πάση περιπτώσει, που δεν θα ζει, γιατί ήτανε μεγάλος τότε— και μας είπε ότι «Σας ορκίζομαι στη στρατιωτική μου τιμή. Σηκωθείτε και φύγετε ήρεμα να πάτε στα σπίτια σας και έχω δώσει εντολή στους αστυνομικούς έξω να μην πειράξουνε κανένανε!». Και η αλήθεια είναι φύγαμε και δεν μας πειράξανε. Αλλά κι άλλη φορά είχε γίνει, είχαν τραυματίσει και ένα παιδί ανάπηρο εδώ. Είχε γίνει η απεργία του Καρέλλα και αυτό το παιδί το λέγανε… Ένας Γραμμάτης ήταν. Το παιδί δεν ήταν, ήτανε χαζό και ήταν και ανάπηρο, είχε το χεράκι του έτσι. Και του μιλάγανε και αυτός γέλαγε. Και το πυροβολήσαν, το τραυματίσαν το παιδί αυτό! Σας λέω, και μετά όλες οι διμοιρίες είχανε πιάσει όλα τα στενά του Λαυρίου. Το Λαύριο όλο είχε κλειστεί μέσα στο σπίτι του. Εδώ εμείς που μέναμε εδώ στην Αγία Παρασκευή, δέκα-δέκα περνάγαν οι αστυνομικοί τις γειτονιές.

Μ.Χ.:

Τι πολίτευμα είχαμε τότε;

Ι.Β.:

Τώρα μην τα αρχίσουμε τα πολιτεύματα. Άμα λέμε τότε την εποχή εκείνη, έπρεπε να είσαι… Καλά, εγώ δεν είχα τίποτα να πω ότι ήμουνα ή Δεξιός ή Αριστερός κτλ., αλλά όπου υπήρχε αριστερός αλίμονο του. Και πιο μπροστά σαν παιδί εγώ όλους τους Αριστερούς —τους δήθεν Αριστερούς, όμως, γιατί εγώ τώρα ηλικία που είναι θυμάμαι πολλά πράγματα— τους πηγαίνανε στο Μακρόνησο. Εγώ πιτσιρικάς, πριν πιάσω δουλειά στα μεταλλεία πήγαινα εκεί που τους φέρνανε. Ερχόταν το λεωφορείο, φέρναν δέκα, δεκαπέντε, είκοσι φαντάρους, ερχόταν το άλλο, άλλους είκοσι. Και ήταν ειδικό βαποράκι από δω υδροφόρο και τους πήγαινε πέρα. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι οι μισοί ήταν πραγματικά… Τους κατηγορούσαν ότι ήταν Αριστεροί. Οι άλλοι ήτανε παιδιά πλουσίων τα οποία τα πηγαίνανε εκεί πέρα και βασάνιζαν τους άλλους. Το Μακρόνησο ήτανε ένα νησί μαρτυρικό. Εγώ έχω δει πολλά πράγματα σαν παιδί. Ήμουνα πολύ μικρός τότε, αλλά είχα δει πράγματα τα οποία δεν ευσταθούσανε. Εκεί είχανε γίνει πάρα πολλά! Το μαρτυρικό Μακρόνησο… Έτυχε… Τι εποχή ήτανε τώρα; Δεν είχα πάει σχολείο, δεν είχα πιάσει δουλειά στη Γαλλική Εταιρεία. Είχα πάει με έναν ξάδερφό μου και ψαρεύαμε εδώ πιο έξω από την Olympic με μία βάρκα. Ήταν ίσα-ίσα που άρχισε να βγαίνει ο ήλιος. Ακούσαμε κάτι φωνές και είδαμε δύο κεφάλια σε απόσταση 50 μέτρα. Ήταν δύο φαντάροι οι οποίοι είχαν φύγει από το Μακρόνησο κολυμπώντας και ήρθανε εδώ στον Καβοφονιά, που λένε. Εκεί τους πιάσαμε εμείς, τους βγάλαμε έξω και μετά ήρθε το λιμεναρχείο, ήρθε η αστυνομία, τους πήρε. Αυτοί ήτανε άνθρωποι που είχανε κανονίσει —το έμαθα εκ των υστέρων και θα δείτε πώς—, όταν βγαίνανε έξω θα τους έπαιρνε ελικόπτερο και θα φεύγανε! Και σκεφτείτε! Το 1980 έχω πάει στο Πέραμα σε έναν γάμο και όπως συζητάγαμε εκεί, γνωριστήκαμε με δύο τρία άτομα και του λέω: «Να ‘ρθεις καμιά μέρα Λαύριο να σε φιλοξενήσω και να πάμε και στο Μακρόνησο μια βόλτα!». Ποιος ήτανε, λέτε; Τον άνθρωπο που έβγαλα εγώ με τον ξάδερφό μου, τα δύο άτομα τα οποία τα βγάλαμε το βαρκάκι που είχαμε! Μου λέει: «Φύγαμε εκείνη τη νύχτα, αλλά είχε τόσα θαλάσσια ρεύματα, τα οποία δεν μπορέσαμε να περάσουμε τη στεριά και μας έβγαλε μία βάρκα». Και του λέω «Εγώ ήμουνα με έναν ξάδερφό μου! Εγώ ήμουνα που σε έβγαλα!», του λέω. Είχαμε ένα βαρκάκι. Το ‘χε ένας Σαντορινιός, ένας Τσιρίγος λεγότανε. Αυτουνού το βαρκάκι παίρναμε και πηγαίναμε για ψάρεμα και ήταν ο άνθρωπος αυτός τον οποίο τον είχα βγάλει εγώ στη στεριά! Μετά από πόσα χρόνια; Να βάλουμε… Το ‘53 ήτανε; Πού να θυμηθώ τώρα; ‘55, ‘54; Όχι πριν, διότι πήγαινα σχολείο.

Μ.Χ.:

Σας είχανε πει κάποιες μνήμες από κει, τι βίωσαν;

Ι.Β.:

Τι;

Μ.Χ.:

Σας είπαν αν βίωσαν κάτι;

Ι.Β.:

Τι να βίωσαν… Μου ‘δειχνε τα νύχια του και δεν είχε κανένα. Του τα ‘χανε βγάλει με την πένσα! Κοιτάτε να δείτε, δεν φταίγαν και αυτοί. Ήταν το καθεστώς αυτό. Ε, αυτό ήταν το καθεστώς! Εδώ μόλις βγαίναμε από το τα υπόγεια έργα, όσοι ήταν Αριστεροί κατέβαιναν κάτω στο τμήμα. Ήταν άλλες οι καταστάσεις τότε. Μετά εξελίχθηκαν τα πράγματα. Αργότερα όλα τα παιδιά, οι αστυνομικοί όλοι, όλοι, όλοι γενικά ήταν παιδιά μορφωμένα, ήτανε ξέρω ‘γώ τι. Και κοιτάτε να δείτε, και όλα αυτά μπορεί να μην ήταν και από τα δικά μας τα μέσα, μπορεί και οι άλλοι να πιεζόντουσαν από άλλες αρχές, από άλλα κράτη. Ό,τι κάναμε εμείς το κάναμε μόνοι μας; Άλλες δυνάμεις μάς διοικούσανε.

Μ.Χ.:

Το ότι ήσασταν τόσο κοντά με τη Μακρόνησο οι Λαυριώτες φοβόντουσαν;

Ι.Β.:

Όχι, όχι. Και μάλιστα, το Μακρόνησο είχε και ραδιοφωνικό σταθμό! Τον ακούγαμε από δω: «Ραδιοφωνικός σταθμός Μακρονήσου». Ακόμα τα γράμματα… Πρέπει να έχει γράμματα πάνω, «Βασιλεύ Παύλος», μου φαίνεται, τα ‘χανε. Μόνο ότι ήταν απαγορευμένο για ψάρεμα. Για ψάρεμα ήταν απαγορευμένο μέχρι αργά, γιατί είχα πάει εγώ μία φορ[00:50:00]ά με κάποιονε για ψάρεμα πίσω από το Μακρόνησο και όταν ήρθαμε από δω, ρίχνουνε μία ριπή, μας βγάζουν έξω. Εγώ παιδάκι ήμουνα. Μας πήραν και τα ψάρια, μας δίνουν και ένα χαστούκι του καπετάνιου…

Μ.Χ.:

Κάτι άλλο θυμάστε;

Ι.Β.:

Τίποτα, από το Μακρόνησο όχι, δεν θυμάμαι.

Ι.Β.:

Πού να θυμάμαι; Να, και εδώ τώρα που καθόμαστε, όπως σας είπα, εδώ που βλέπετε όλα αυτά, αυτές οι μάντρες κτλ., ήταν αποθήκες που ερχόταν το μετάλλευμα από τη Γαλλική Εταιρεία, από το εργοστάσιο, και το βάζαν σε βαγόνια. Ήταν η σκάλα εδώ η Γαλλική, η οποία πήγαινε στη σκάλα και το ‘παιρνε το βαποράκι αυτό και ορισμένα τα οποία —γιατί έφευγε και μετάλλευμα από δω και πήγαινε στο εξωτερικό, πήγαινε στη Γαλλία. Τώρα, τι μετάλλευμα ήταν αυτό; Ήτανε, πάντως… Φόρτωνε από δω και όποτε γέμιζε και… δεν ξέρω πόσο ήτανε, ερχότανε και γέμιζε τα αμπάρια του. Μάλιστα, σε ένα από αυτά τα βαπόρια —πρέπει να ήτανε το ‘58. Ήταν Ολλανδέζικο, μου φαίνεται;— φόρτωσε μεταλλείο. Είχε φορτώσει και μπάλες από του Καρέλλα, μπαμπάκι. Έφυγε από δω μεσημέρι, 14:30, 15:00 η ώρα. Και όπως ανέβαινε πάνω, εδώ στο βορεινό μέρος της Μακρονήσου είναι μία ξέρα την οποία τη λένε Κερκέζα. Σκάλωσε πάνω στην ξηρά. Και τη νύχτα πιάνει έναν βοριά 9 μποφόρ. Το κόβει στη μέση και το μισό βαπόρι το ‘βγαλε στο Μακρόνησο, το δε άλλο έμεινε εκεί, βούλιαξε και μετά αργότερα πήγανε το κόψανε για παλιοσίδερα. Αλλά αυτό νομίζω ότι είναι ακόμα εδώ στο Μακρόνησο. Αυτό που ήρθε στο Μακρόνησο ήρθε με το μεταλλείο που είχε φορτωμένο μέσα στο αμπάρι. Και η Γαλλική εταιρεία —γιατί ήτανε κοντά, ήταν 50-60 μέτρα από τη στεριά— έπιασε έφτιαξε δεξαμενή, έφτιαξε μία στέρνα την οποία τη στεγανοποίησε, έβαλε αντλία μέσα στ’ αμπάρι του του βαποριού και το ‘βγαλε το μετάλλευμα από κει, το πήρε, το έβγαλε στη δεξαμενή και το πήρε!

Μ.Χ.:

Πέρα από τα μεταλλεύματα, όταν σχολούσατε τι κάνατε στην υπόλοιπη μέρα;

Ι.Β.:

Όπως σας είπα, είχα διπλή δουλειά. Είχα τη βάρκα τη δική μου. Μετά πήρα ένα καϊκάκι. Δούλευα στη Γαλλική Εταιρεία και μόλις σχόλαγα πήγαινα στη θάλασσα. Όταν δεν πήγαινα στη θάλασσα, δούλευα πρώτη βάρδια στη Γαλλική Εταιρεία, δεύτερη βάρδια σε ένα εργοστάσιο εκεί που είναι η Olympic τώρα, λεγότανε προκάδικο, έβγαζε σύρματα. Όταν τελείωνε και από κει δούλευα σε άλλο εργοστάσιο. Πήγαινα και ‘κανα… Δηλαδή μετά τη δουλειά τη δική μου δεν στεκόμουν, θα μπορούσα να πάω να δουλέψω σε μίαν άλλη εργασία. Ήτανε… Εκείνη την εποχή δουλεύαν, είχε δουλειές στο Λαύριο. Πιο μπροστά δεν είχε, γιατί οι δουλειές ξεκινήσανε στο Λαύριο να δουλεύουνε όταν ανοίξανε η Olympic, άνοιξε ο Καρέλλας, άνοιξε το σπιρτάδικο, άνοιξε η Izola, από ‘κει αρχίσανε και παίρνανε εργάτες. Ο Καρέλλας είχε νοικιάσει σπίτια, είχε φτιάξει πολυκατοικίες και είχε το προσωπικό του και έμενε στα σπίτια! Σου λέω, ο Καρέλλας απασχολούσε γύρω στα 2.200 άτομα! Είχε τρεις βάρδιες, πρώτη, δεύτερη τρίτη. Δεν σταμάταγε το εργοστάσιο!

Μ.Χ.:

Τη γυναίκα σας πώς την γνωρίσατε;

Ι.Β.:

Εκεί που δούλευα. Πήγα φαντάρος, γύρισα. Είχα κάτι φίλους που πηγαίναμε για κυνήγι μαζί. Εντωμεταξύ τον πατέρα της γυναίκας μου τον ήξερα, γιατί ερχόταν στο συνεργείο που δούλευα και μου ζήταγε ορισμένα εργαλεία. Ήταν και αυτός, έτσι, πολυτεχνίτης! Λοιπόν, και τον πείραζα καμιά φορά. Του λέω: «Τι θέλεις; Ό,τι θες θα σου δώσω. Πες μου!». Λέει: «Να, δώσε μου και εκείνο». «Πάρε και αυτό, πάρε και εκείνο», του τα ‘δινα. Λοιπόν, όταν απολύθηκα από φαντάρος και πηγαίναμε για κυνήγι με κάτι φίλους, οι οποίοι ένας από αυτούς είχε πάρει την αδερφή της μάνας της γυναίκας μου, και έτυχε, όπως πήγαμε εκεί, πάμε λίγο από τον Μανώλη. Ε, πήγαμε καθίσαμε εκεί πέρα και μετά από δυο τρεις μέρες μού κάνανε προξενιά! Δεν την ήξερα τη γυναίκα μου ούτε ήτανε… Ήταν στην Αθήνα! Έμενε σε ένα θείο της και έτυχε να έρθει τελευταία στην Καμάριζα.

Μ.Χ.:

Και πότε παντρευτήκατε;

Ι.Β.:

Μετά από τρία χρόνια.

Μ.Χ.:

Και σιγά-σιγά φτιάξατε το…

Ι.Β.:

Κοιτάτε να δείτε, σας είπα, όταν ξεκινήσαμε, με το τίποτα σχεδόν! Κάναμε… Εγώ δούλευα δυο δουλειές, τρεις δουλειές, όπου μπορούσα. Κι έμενα… Μέναμε σε ένα σπίτι της πεθεράς μου που είχε φτιάξει πρώτα, μετά μαζέψαμε κάτι λεφτά τα χρόνια που δούλευα και πήραμε το οικόπεδο. Αφού πήρα το οικόπεδο, κράτησε κανένας χρόνος περίπου, μαζέψαμε κάτι άλλα λεφτά, ξέρω ‘γώ τι, είχε και κάτι χτήματα τα οποία τα είχε δώσει η Γαλλική Εταιρεία στους μεταλλωρύχους, πουλήσαμε και κάτι κτήματα από κει, χτίσαμε το σπίτι και συνεχόμενα… Όταν έκλεισε η Γαλλική Εταιρεία, πήρα μία αποζημίωση εγώ. Για την εποχή εκείνη ήτανε σεβαστή. Το οικόπεδό το είχα, το δεύτερο οικόπεδο. Και πήρα τα λεφτά και βάλαμε μπρος. Έχτισα κολώνες και πλάκα και σιγά-σιγά το φτιάξαμε το μαγαζί. Αλλά πριν αυτό είχα και ένα μαγαζάκι, ένα ταβερνάκι, ένα κουτουκάκι εκεί, εδώ πιο κάτω απ’ την εκκλησία, και περιμέναν όλοι κάθε βράδυ να έρθω με το καΐκι να φέρω μαρίδες, γοπίτσες, γύλους, πέρκες… Είχαμε μία γκαζιέρα με μια λαμαρίνα πάνω και ένα ψυγείο με καμιά ντομάτα και λίγο μπακαλιάρο! Αυτή ήτανε! Παίρνανε καμιά μαρίδα ψητή, το μισόκιλο και κρατιότανε. Αυτό το υπόγειο πέρασαν δόξες πολλές! Πέρασαν βουλευτές, πέρασαν υπουργοί πέρασαν… Και τι δεν περάσανε! Εξαερισμός; Μια σκάλα απ’ το βορρά και μια σκάλα απ’ το νότο. Άμα φύσαγε ο βοριάς, ο καπνός έφευγε από το δρόμο τον κάτω, άμα φύσαγε νοτιάς έφευγε από πάνω! Όσοι πήγαιναν στα σπίτια τους βγάζαν τα ρούχα έξω για να μπούνε μέσα, από την τσίκνα που είχανε και από τον καπνό! «Δρόμο!», δεν τους βάζαν μέσα οι γυναίκες τους! Κι όμως, έρχονται ακόμα έρχονται άτομα από εκείνη την εποχή εδώ σε αυτό το μαγαζί τώρα και μου λένε «Για θυμήσου, ρε Γιάννη, το υπόγειο. Το υπόγειο», λέει, «δεν θα το ξεχάσει κανένας με τις δόξες του!».

Μ.Χ.:

Έτσι διασκεδάζετε τότε;

Ι.Β.:

Κοιτάτε, τότε που δεν ξέραμε εμείς, μάζευαμε κάναμε μία δουλειά και το βράδυ που μαζευόμαστε τέτοια ώρα λέγαμε «Τι λεφτά έχεις εσύ;», έλεγε ένας «2 δραχμές, 5 δραχμές», 2 εγώ, 3 ο άλλος. Μαζεύαμε 10, 15 δραχμές, πηγαίναμε σε μία ταβέρνα, παίρναμε δυο μισές, παίρναμε και δυο μπακαλιαράκια και περνάγαμε το βράδυ μας! Δεν υπήρχαν αυτή η πολυτέλεια τώρα, οι καφετέριες, τα σουβλατζίδικα! Το Λαύριο είχε τριάντα ταβέρνες τότε, τριάντα ταβερνάκια. Όλοι ψαράδες, γιατί ως επί το πλείστον οι περισσότεροι ζούσαν με την αλιεία και αυτοί που δουλεύαν στην Γαλλική Εταιρεία. Δεν είχε άλλα εργοστάσια. Πήγαινες το βράδυ, ήταν δέκα τραπεζάκια; Από δύο τρεις ψαράδες είχαν τις μαρίδες τους ή τις γόπες που παίρναν απ’ το καΐκι που δουλεύανε και είχαν το κρασάκι τους, πέρναγε η ώρα, πηγαίναν στο σπιτάκι τους και κοιμόντουσαν.

Μ.Χ.:

Έτσι περνούσατε δηλαδή…

Ι.Β.:

Ναι. Εδώ υπήρχανε δυο τρεις κινηματογράφοι, ερχόντουσαν καμιά φορά και κάνα θέατρο. Κάθε χρόνο των Αγίων Αναργύρων και του Αγίου Κωνσταντίνου ερχόντουσαν μπουζούκια, φέρνανε τραγουδιστές και τραγουδίστριες από την Αθήνα! Μάλιστα, εδώ έχει έρθει κάνα δυο φορές, που είχε έρθει σε ένα θέατρο εδώ, είχε έρθει η Βέμπο! 

Μ.Χ.:

Ποια εποχή;

Ι.Β.:

Εποχή ‘50, ‘53, ‘54, ‘55. Τι να σου πω τώρα;

Μ.Χ.:

Μετά τον Εμφύλιο, να φανταστώ;

Ι.Β.:

Ε, βέβαια, βέβαια! Είχε εδώ στο γήπεδο της ΑΠΕΛ Λαυρεωτικής που ‘ναι το Δημοτικό σχολείο —δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου—, όπως είναι δεξιά αυτά τα σπίτια εκεί σε αυτή τη σειρά, είχε ένα θέατρο και κινηματογράφος, το λέγανε «Διάνα». Εκεί είχε έρθει κάνα δύο φορές, είχε έρθει η Βέμπο με το… Πώς να δεις, πώς τον λέγανε; Ποιος ήτανε… Νομίζω… Δεν μπορώ να θυμηθώ! Ποιος ήταν; Ήταν ένας από τους μεγάλους του θεάτρου. Και μάλιστα, τραγούδησε κάτι τραγούδια η Βέμπο και μετά μας έλεγε για τη ζωή της και έκλαιγε. Είχε τραβήξει πολλά και αυ[01:00:00]τή! 

Μ.Χ.:

Το Λαύριο τώρα πώς το βλέπετε;

Ι.Β.:

Ε, τώρα το Λαύριο, ύστερα από όλα αυτά που έχει γίνει, τώρα έχει γίνει ένα μέρος… Πώς να σας πω; Όχι τουριστικό. Γιατί το Λαύριο είναι ένας σταθμός από δω για όλη τη… Το λιμάνι του Λαυρίου τώρα εξυπηρετεί —και αργότερα που μεγαλώσουνε— όλες τις Κυκλάδες, πάει πάνω στα Δωδεκάνησα, έχει βαπόρι τα οποία πιάνουν Λήμνο, πιάνουνε… Λοιπόν, το λιμάνι του Λαυρίου το σφάξανε, γιατί όταν έγινε το σχέδιο για να γίνει η κατασκευή του λιμανιού, εγώ τότε ήμουνα πρόεδρος των ψαράδων. Μας κάλεσαν το λιμεναρχείο για να πάρουν τη γνώμη μας! Αλλά αυτοί μας δείξαν κάτι πλαζ, πώς διάολο τα λένε, ούτε και εγώ δεν ξέρω! Αυτό το λιμάνι μπορούσε να ήτανε ακριβώς το διπλό λιμάνι με τα ίδια έξοδα! Δεν το θέλησαν να το φτιάξουνε. Τώρα, οι λόγοι ήταν… Μπορεί να μη θέλαν να κάνουν αποσυμφόρηση στον Πειραιά! Σου λέει: Τώρα, άμα φύγουν δέκα βαπόρια από τον Πειραιά και πάνε στο Λαύριο, γίνεται… Εκεί που έχουνε κάνει τώρα την προβλήτα και την πάνε ακριβώς στο φάρο του λιμανιού, πάει 200 μέτρα μακριά, έχει ρηχό! Δεν θα ‘χε το… Εκτός από αυτό που ρίξανε, θα ρίχνανε ένα ακόμα πάνω στο ρηχό και αυτόν το μόλο, την προβλήτα που κάνανε εκεί, θα την είχαν άλλο τόσο έξω από το λιμάνι. Και το λιμάνι του Λαυρίου θα έπαιρνε… όχι αυτά, υπερωκεάνια θα ‘παιρνε! Και τώρα το κάνανε κλουβί! Το μπαζώσανε κι δω το μισό λιμάνι, η θάλασσα ερχότανε μέχρι εδώ που ‘ναι τα κοντέινερ.

Μ.Χ.:

Παρόλα αυτά, υπάρχουν πράγματα που σας θυμίζουν ακόμα την παλιά εποχή;

Ι.Β.:

Ε, κοιτάτε, τώρα δεν έχει μείνει και τίποτα! Όλα τα έχουν αντικαταστήσει… Από την αρχή που ξεκινήσανε το μεγάλο λάθος που κάνανε ήταν να κάνουνε λιμάνι το Θορικό. Και το Θορικό είναι λιμάνι. Ολόκληρος κόλπος. Θα μπαίνανε μέσα… Εκεί μπορούσε να γίνει, να έρθουν από όλα τα μέρη της Ελλάδος… Εδώ είναι… Πώς είναι ο Άλιμος; πώς είναι; Έχουνε κάτι προβλητίτσες εκεί. Θα ήταν καταυλισμός για όλα τα πλοία! 

Μ.Χ.:

Τι μνήμες σάς ξυπνάνε σήμερα; 

Ι.Β.:

Κοιτάτε, όταν περνάει ο χρόνος, ξεχνιούνται κιόλας! Όλα τα οποία έχουν επιβιώσει τα έχουμε ζήσει και δεν έχει από τα παλιά, δεν έχει μείνει και τίποτα. Έχει ανανεωθεί το Λαύριο, έχουν αλλάξει τα σπίτια, έχουν αλλάξει… Έχουν σταματήσει τα εργοστάσια. Δεν έχει τίποτα το αξιόλογο, σαν πόλις. Το μόνο που το Λαύριο… Είναι ο μόνος σταθμός κοντινός. Από την Αθήνα κάνει τρία τέταρτα να ‘ρθει, μπαίνει στο βαπόρι, πάει στις διακοπές στα νησιά, ενώ από τον Πειραιά για να ‘ρθει να πάει είναι μακριά! Αυτός είναι ο κρίκος του Λαυρίου! Ο κρίκος του Λαυρίου είναι το λιμάνι, τίποτα άλλο δεν έχει!

Μ.Χ.:

Φύγατε ποτέ πίσω στη Σπάρτη;

Ι.Β.:

Πού;

Μ.Χ.:

Απ’ τον τόπο σας…

Ι.Β.:

Έχω πάει κάνα δυο φορές. Εντάξει, εκεί το μέρος που ‘χω γεννηθεί εγώ είναι τουριστικό μέρος, είναι ένα απ’ τα πολύ καλά θέρετρα της Πελοποννήσου κάτω. Ο Αρχάγγελος έχει ωραίο λιμάνι, κάτω, η παραλία του είναι καλή, πάρα πολύ καλή! Έχει τεράστια έκταση, μπορείς να κάνεις μπάνιο. Είναι γραφικό μέρος, πολύ γραφικό! Εγώ που ήμουν πολύ παιδάκι, ήμουνα πιτσιρικάς, στα 5 χρόνια, πήγαινα από τον Αρχάγγελο, εκεί που έχω γεννηθεί… Το πιο κοντινό μέρος είναι η Δαιμονιά. Πήγαινα σχολείο! Και πηγαίναμε με τα πόδια. Είναι από εδώ μέχρι την Πλάκα, ίσως και μέχρι το Ντογάνι, δηλαδή κάναμε γύρω στη μιάμιση ώρα για να πάμε με τα πόδια. Και άμα ήταν και καμιά φορά χειμώνας, έπρεπε να περάσουμε ένα ποτάμι. Παπούτσια δεν είχαμε, ξυπόλυτοι πηγαίναμε! Περνάγαμε το ποτάμι. Εγώ που ήμουνα πιτσιρικάς φοβόμουνα. Και μ’ έπαιρνε μια ξαδέρφη μου που ήταν μεγάλη, με έπαιρνε στην πλάτη και με πέρναγε το ποτάμι, πηγαίναμε σχολείο. Θυμάμαι από το σχολείο, θυμάμαι που ‘χε λαμαρίνες σαν υπόστεγο και μας δίνανε ντενεκάκια. Αυτά τα λέγαμε κούπες, τα ντενεκάκια από γάλα. Και τους είχανε βάλει ένα χεράκι και μας τα δίνανε σαν κατσαρολάκια και πηγαίναμε και μας δίνανε το γάλα στο σχολείο. Βάζανε καζάνια και μας δίναν γαλοκακάο στο σχολείο. Και θυμάμαι κι ένα άλλο το οποίο ήρθανε και μας πήρανε το δάσκαλο από το σχολείο, τον πήγανε γύρω στα 100 μέτρα από την πλευρά και τον σκότωσαν στη μέση του δρόμου… Αυτό το είδα σαν παιδί στα μάτια μου.

Μ.Χ.:

Λόγω της Κατοχής, ναι;

Ι.Β.:

Ε; 

Μ.Χ.:

Ήταν η Κατοχή τότε.

Ι.Β.:

Ναι, βέβαια! Αυτή η εποχή ήτανε πριν το ‘47.

Μ.Χ.:

Τώρα σπίτι σας ποιο νιώθετε, ποιο μέρος;

Ι.Β.:

Άκου να σου πω. Σπίτι μου είναι το Λαύριο. Εγώ στο Λαύριο μεγάλωσα χρόνια, δούλεψα έζησα, έφτιαξα ό,τι με τον κόπο μου και με τον ιδρώτα μου. Δεν είμαι αχάριστος! Το Λαύριο το ευγνωμονώ και αυτούς τους θείους μου οι οποίοι μας φέραν εδώ… Έχουν έρθει ορισμένοι απ’ τη Θεσσαλία, ξέρω ‘γώ, παραπάνω, απ’ τη Μακεδονία, εδώ ήρθαν, εδώ φτιάχτηκανε. Ξέρετε τι είναι να ‘ρθει μία οικογένεια πενταμελής και να δουλεύουνε και οι πέντε σε ένα εργοστάσιο; Του ενός τα λεφτά να τρώνε όλα τα άλλα μένανε! Όλοι φύγανε με λεφτά! Και κατηγορούν το Λαύριο! Εγώ δεν το κατηγορώ, εγώ το Λαύριο το εκτιμώ και το σέβομαι. Μεγάλωσα, έζησα, πήγα σχολείο στο Λαύριο, έκανα οικογένεια, παιδιά. Τώρα η πατρίδα μου είναι το Λαύριο! Όχι ότι δεν μπορώ να λέω «Να μου δοθεί η ευκαιρία να πάω να δω και εκεί που γεννήθηκα», άλλα εάν έμενα εκεί, θα ‘μουν δυστυχισμένος. Ή στα χωράφια θα δούλευα αγρότης ή στη θάλασσα θα πήγαινα μούτσος. Πώς το λένε; Ενώ εδώ δούλευα τη μία δουλειά στην Γαλλική Εταιρεία, είχα καΐκι δικό μου, έκλεισε η Γαλλική Εταιρεία, όταν έκλεισε έφτιαξα καΐκι μεγάλο, 12-13 μέτρα, είχα προσωπικό και δούλεψα άλλα δέκα χρόνια. Δώδεκα δουλέψαμε. Δούλεψα πολλά χρόνια εκ των υστέρων, αλλά δούλεψα από το 1977 που έκλεισε η Γαλλική εταιρία, σε έναν χρόνο έφτιαξα καινούργιο καΐκι μεγάλο, 12-13 μέτρα, και δούλεψα μέχρι σχεδόν το 2010. Επαγγελματικό καΐκι με προσωπικό μέσα. Δούλεψα στη θάλασσα σαν αφεντικό, όχι να πάω σαν πλήρωμα, σαν μούτσος, ξέρω ‘γώ, κτλ. Ε, τώρα τελευταία έχω ένα βαρκάκι και πάω για την πλάκα μου.

Μ.Χ.:

Ακόμα, οπότε, και τα χρόνια που δουλεύατε στα ορυχεία είστε ευγνώμων για αυτό.

Ι.Β.:

Και εκεί. Κοιτάτε να δείτε, πήγαμε με φίλους μου και όταν τους έδειξα το πηγάδι, ότι από ‘κει κατέβαινα κάτω, ήρθαν στα 3 μέτρα και γυρίσαν και πήγαν στα 30 πίσω, μακριά, μακριά από μόνο που το βλέπανε! Ε, τώρα κοίτα, όταν συνηθίσεις μια δουλειά, μετά όσο και επικίνδυνη να ‘ναι, όσο και βαριά να είναι, σε κάνει η δουλειά να τη θέλεις.

Μ.Χ.:

Σήμερα πώς περνάτε το χρόνο σας;

Ι.Β.:

Τώρα, όπως μας έκανε ο κορωνοϊός, στο σπίτι!

Μ.Χ.:

Έχετε, όμως, και τη βάρκα σας!

Ι.Β.:

Ναι. Άμα είναι καλός ο καιρός, πάω. Θα πάω εγώ, άμα θα πάω, θα πιάσω 5 κιλά ψάρια, τα οποία θα είναι ψάρια… Από πείρα, ξέρω ‘γώ τι, από το επάγγελμά μου θα πάω εκεί και θα πάω να πιάσω πέντε ψάρια καλά. Δεν πάω για να πιάσω ψιλά ψαράκια για το…Άμα θέλω να πάω για να πιάσω ψιλά, πιάνω όποτε θέλω!

Μ.Χ.:

Και πώς ψαρεύετε; Με δίχτυα;

Ι.Β.:

Παραγάδια. Και τότε με παραγάδια δούλευα. Μάλιστα, μία εβδομάδα μετά της Παναγίας το 1976 έξω από το Λαύριο, έξω από την Οlympic, έπιασα έναν καρχαρία! Οι εφημερίδες το γράφανε. Ήτανε μία εκπομπή, Το Σήμερα, τότε: «Σήμερα στο Λαύριο από έναν επαγγελματία αλιέα ψαρεύτηκε ένας καρχαρίας 4 μέτρα, ο οποίος ήταν επικίνδυνος για την περιοχή, για τους λουόμενους». Ήτανε μεγάλο το ψάρι, ήτανε 400 κιλά ψάρι.

Μ.Χ.:

Και πώς τον αλιεύσατε;

Ι.Β.:

Με αγκίστρι, με αγκίστρι, ειδικό αγκίστρι βέβαια. Είχα βάλει ένα παραγάδι, γιατί μου έτρωγε τα ψάρια τα οποία έπιανα με τα ψιλά παραγάδια. Και το κατάλαβα και λέω μία μέρα έτσι, να, όπως ήταν προχθές Σάββατο, «Θα πάω να βάλω ένα παραγάδι». Αυτό το παραγάδι είχε αγκίστρια μεγάλα και είχε και σύρμα. Το κάθε αγκίστρι ήταν δεμένο με σύρμα, όπως είναι του γκαζιού. Και ήταν δεμένο το σκοινάκι, που πάνω ήτανε νάιλον 6 χιλιοστά χοντρό σκοινί —το σκοινί ήταν όσο είναι αυτό, αλλά νάιλον— και πήγα το βράδυ έβαλα το παραγάδι. Την άλλη μέρα το πρωί είχε πιαστεί. Με παίδεψε, βέβαια, τρεις ώρες. Το ‘πιασα και το ‘φερα στο Λαύριο μέσα. Ήρθαν τηλεοράσεις, τραβήξαν[01:10:00]ε βίντεο και τελικά δεν μπόρεσα να ‘χω ούτε και μια φωτογραφία του!

Μ.Χ.:

Σας τον πήρανε;

Ι.Β.:

Τον πήραν. Ιστορία έχει αυτό! Ήτανε αλλού να πουληθεί, αλλού το πουλήσανε!

Μ.Χ.:

Όταν τον είδατε; Δεν φοβηθήκατε;

Ι.Β.:

Όχι. Ξέρεις γιατί; Επειδή πριν από τρεις τέσσερις ημέρες έλεγα: «Την Κυριακή θα πάω να φέρω ένα ψάρι και θα φέρω και την τηλεόραση στο σιντριβάνι του Λαυρίου!». Όλοι με κοροϊδεύαν τώρα. Και όταν πήγα το Σαββάτο το βράδυ και έριξα το παραγάδι, το πρωί που γυρίζαμε ήταν καμιά σαρανταριά κάτω στο λιμάνι και μας περιμέναν για να μας πειράξουνε, αλλά εγώ όταν σήκωνα το παραγάδι και κατάλαβα ότι κάτι είναι, όταν το είδα, είχα… Δύο μεγαλύτεροι από μένα, ήταν πατεράδες μου, μου λένε: «Κόφ’ το!». Μάλιστα, με βλασφήμισαν. «Κόφ’ το, να πάει στο διάολο, θα μας πνίξει!» λέει εκείνη την ώρα. Έτσι το λέω και τώρα με ευχαρίστηση, λέω «Παναγία μου, αν πραγματικά υπάρχει μία ανωτέρα δύναμη, βοήθησέ με να το πιάσω το ψάρι αυτό να το πάω στο λιμάνι για να εξιλεωθώ!», όχι τίποτα άλλο γιατί είχα πει θα το φέρω! Και μετά το ‘φέρα. Το ‘χαμε σκεπάσει δίπλα στο καΐκι με δύο κουβέρτες! Μας φωνάζαν από μακριά: «Δεν σας φάγαν οι σκύλοι; Δεν σας φάγαν οι σκύλοι;». «Έλα κοντά, έλα κοντά, να δεις!». Βγάζουμε τις κουβέρτες, καμιά δεκαριά βοηθήσαν να το βγάλουμε έξω.

Μ.Χ.:

Και πολλοί ήταν! 

Μ.Χ.:

Σήμερα βρίσκεστε με συναδέλφους από τα ορυχεία;

Ι.Β.:

Ε, αυτό είναι το δυσάρεστο. Μέχρι και προχθές, την περασμένη εβδομάδα πέθανε άλλος ένας συνάδελφος, μεταλλωρύχος και αυτός. Όπως σας είπα, δούλευε κάτω στους φούρνους, εκεί που ήτανε. Και αυτός συμμαθητής μου, συνάδελφος, μαζί παίζαμε μπάλα… Πέθανε και αυτός. Αυτοί που έχουμε δουλέψει στις υπόγειες στοές —μιλάμε για τις υπόγειες στοές στα μεταλλεία Λαυρίου— σήμερα δεν είναι παραπάνω από έξι εφτά άτομα! Λοιπόν, αν περάσουν δυο τρία χρόνια ακόμα και φύγουμε όλοι ή αν ζήσω δύο χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι… Δεν ξέρουμε πώς είναι η ζωή, αύριο μπορεί να αφήσουμε την επίγεια ζωή και να πάμε στην άλλη, αλλά θα είμαι ο τελευταίος μεταλλωρύχος του Λαυρίου. Γιατί έπιασα ο πιο νέος, έπιασα στα 16 χρόνια! Εκεί σβήνει και η ιστορία του Λαυρίου, δηλαδή όταν λέω σβήνει η ιστορία του Λαυρίου με την έννοια ότι δεν υπάρχει ζωντανός άνθρωπος για να πει πώς ήταν υπόγειες στοές, πώς ήταν, πώς δούλευαν, πώς αρρωσταίνανε και από κει άρχισε να μαθαίνει ο κόσμος από τις τηλεοράσεις, από τα δικά σας που γράφετε εδώ, από την εγκυκλοπαίδεια, από τέτοια πράγματα, από το ίντερνετ! Σβήνει πια η ιστορία του Λαυρίου, θα σταματήσει. Όπως είχε σταματήσει από την εποχή του Περικλέους και ύστερα, έτσι θα σταματήσει και τώρα. Εκτός αν μετά από καμιά εκατοστή χρόνια ή πενήντα χρόνια ‘ρθεί κανένας καινούργιος και ξανανοίξει πάλι και βγούνε πιο καινούργιοι.

Μ.Χ.:

Κύριε Γιάννη, έχετε συνειδητοποιήσει ότι το Λαύριο έχει φτιαχτεί από τα χέρια σας;

Ι.Β.:

Όχι, γιατί να έχει φτιαχτεί; Και εγώ… Μπορεί το Λαύριο να έχει φτιαχτεί σε ορισμένα μέρη από τα χέρια μου, αλλά και εγώ φτιάχτηκα από το Λαύριο. Αυτή είναι η ουσία. Το Λαύριο μπορεί να φτιάχτηκε και από τη βοήθεια και από τη δική μου την εργασία και από των άλλων που δούλευε στον Καρέλλα και από τον άλλον που δούλευε στην Izola. Όλοι όσοι δουλέψαν στο Λαύριο δουλέψανε για το Λαύριο και το Λαύριο δούλεψε για τους εργαζόμενους. Το Λαύριο το ‘χανε, κάποτε το ‘χανε κακοχαρακτηρίσει. Και όμως, σας λέω ότι μες στο Λαύριο υπάρχει ο πιο φιλήσυχος κόσμος! Δεν είναι ταραξίες, δεν είναι… Καλό κόσμο έχει το Λαύριο! Το ‘χανε κακοχαρακτηρίσει ότι ήταν Αριστεροί, ότι ήταν… Αυτές είναι οι ιδεολογίες του κάθε ανθρώπου! Μπορείς να τη βγάλεις; Δεν τη βγάζεις! 

Μ.Χ.:

Θέλετε να μοιραστείτε κάτι άλλο μαζί μας;

Ι.Β.:

Την αγάπη σας! Και αν μπορώ να σας βοηθήσω και ό,τι έχω τη δύναμη και ό,τι ξέρω, εδώ θα ‘μαστε, τα ξαναλέμε. Έρχονται κάτι παιδιά τώρα, κάτι φοιτητές, κάτι από σχολεία και ρωτάνε, πάω εκεί και ρωτάνε «Πώς πέρναγες;», «Πώς ήταν η ζωή;», «Πώς πληρωνόσαστε;», «Τι λεφτά ήτανε;». Τα λεφτά ήτανε ανάλογα με την εποχή, αυτό που ήταν το κρατικό μεροκάματο. Κάθε χρόνο παίρναμε και μία αύξηση 5%, δεν ξέρω τι ακριβώς ήτανε… Το μόνο το πιο καλό από όλα ήταν ότι η Γαλλική Εταιρεία… Δεν πα’ να λένε; Μπορεί να την κατηγορήσει κάποιος, μπορεί δεν ξέρω τι. Η Γαλλική Εταιρεία ήταν κράτος! Η Γαλλική εταιρεία ήταν η πιο έντιμη. Έκλεισε; Όλοι πήγαν από το ταμείο και πληρώθηκε μέχρι και την τελευταία δεκάρα! Κλείσαν τα εργοστάσια τα άλλα και ακόμα χρωστάνε! Δεν τα δώσανε στους εργαζόμενους! Η Γαλλική εταιρεία… Είχες φερέγγυο πρόσωπο. Σε όποιο μαγαζί και να πήγαινες να ψωνίσεις, σου άνοιγε την πόρτα και ψώνιζες, γιατί ξέρανε ότι θα πληρωθείς από την Γαλλική Εταιρεία και θα πας το Σάββατο να τα δώσεις αμέσως ή μετά από δεκαπέντε μέρες, που πληρωνόμαστε. Ήτανε η Γαλλική Εταιρεία φερέγγυα επιχείρηση.

Μ.Χ.:

Δεν έχετε παράπονο δηλαδή.

Ι.Β.:

Όχι, και κανένας δεν πρέπει να ‘χει! Ξέχασα να σας πω ότι όταν γινόταν το ‘29, ‘30, που έδωσε ο Βενιζέλος με τις απεργίες αυτές, έδωσε κτήματα για να καλυφθούν οι πληρωμές, γιατί δεν είχε το ελληνικό Δημόσιο να πληρώσει τους εργαζόμενους και γίνανε τα μεγάλα επεισόδια, ο Σερπιέρης έμενε εκεί που γυρίζεται τώρα το Καφέ της Χαράς, σε αυτά τα σπίτια της Γαλλικής Εταιρείας. Τονε βγαλαν έξω και τονε ταξιδέψαν ντυμένο ή παπά ή γυναίκα για να μην τον γνωρίσουν. Του βάλανε μαύρα ρούχα και τον ντύσαν παπά και βγήκε από την πόρτα και έφυγε.

Μ.Χ.:

Τον φυγάδευσαν δηλαδή.

Ι.Β.:

Ναι, άλλαξε το… Δεν τον γνωρίσαν, γιατί άμα τον γνώριζανε, μπορεί να κινδύνευε κι η ζωή του! Εγώ έτυχε και γνώρισα τον έγγονα του Σερπιέρη, ένα παιδί ψηλό. Αλλά όλοι το λέγανε ότι ο Σερπιέρης ήταν ένας εργατοφάγος. Είναι καλύτερα η εποχή σήμερα; Πέστε μου εσείς πού παίρνετε τη… Πόσοι δουλεύουν σήμερα; Εδώ πάλι παίρνω το δώρο και την άδεια και πάνε οι επιχειρηματίες αυτοί, οι επιχειρήσεις και περιμένουν τον άνθρωπο έξω από την τράπεζα να του πάρουν τα λεφτά πίσω! Γιατί κατηγορούμε τον άνθρωπο αυτόνε; Και η εποχή εκείνη δεν ρωτάγανε, αν πας σε ένα εργοστάσιο, αν ξέρεις γραμματικές γνώσεις, ξέρω ‘γώ. Φεύγανε απ’ τη Μήλο, φεύγανε απ’ τη Σαντορίνη, φεύγανε απ’ τα νησιά, φεύγανε απ’ την Κύμη, την Κάρυστο, «Πώς σε λένε;», « Βελετάκο Γιάννη», «Μέσα», «Πώς σε λένε;», «Τάδε», «Μέσα». Δουλεύανε στις στοές οι οποίες ήταν κάτω από τον Άγιο Κωνσταντίνο, κάτω από τον Άγιο Νεκτάριο. Εκεί μέσα, εκεί κοιμόντουσαν, εκεί —με συγχωρείτε— κάνανε τις ανάγκες τους, εκεί ήταν και τα μουλάρια μέσα. Δεν βγαίνανε στην επιφάνεια. Και αν μία φορά πέθανε κανένας, υπήρχαν, λέει, ειδικοί φύλακες οι οποίοι τον βγάζαν έξω με το μουλάρι και τον θάβαν γύρω στα Πεύκα του Αγίου Κωνσταντίνου. Για αυτό γύρω ο Άγιος Κωνσταντίνος, γύρω-γύρω είναι γεμάτο μνήματα. 

Μ.Χ.:

Πόσος κόσμος δούλευε;

Ι.Β.:

Κοιτάτε τώρα, εγώ από το ‘55 που έπιασα να συμπλήρωναν εργάτες, μηχανικοί, γραφεία, ξέρω ‘γώ, καμιά εφτακοσαριά οχτακόσια άτομα, λιγότερα; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ξέρω ότι είχε δύο τμήματα, είχε Καμάριζα, είχε Πλάκα, είχε η Καμινία το εργοστάσιο, είχε τα γραφεία αρκετό προσωπικό, είχε το τεχνικό προσωπικό, εκεί που ήτανε η τόρνοι και τα όλα αυτά, είχε και το ξυλουργείο, είχε δικά της και όλα τα είχε, ρεύμα δικό της. Η Γαλλική Εταιρεία δεν απασχόλησε ποτέ. 

Μ.Χ.:

Δηλαδή σας φέρονταν καλά οι αρμόδιοι;

Ι.Β.:

Κοιτάτε, όπως και να το κάνεις αντιδικίες υπήρχανε. Όταν υπάρχουν απεργίες, υπάρχουν και αντιδικίες. Για να υπάρχουν οι απεργίες, πράγματι γίνονται, από τις αντιδικίες γίνονται. Πηγαίναμε στη Γαλλική Εταιρεία και της λέγαμε… Γινόντουσαν απεργίες μηδαμινές. Δηλαδή μας δίνανε 5 κιλά πέτρα η 4 κιλά πέτρα. Ήταν η ασετιλίνη, όπως είναι ο ασβέστης, που είναι σε πέτρα και το λιώνουμε, ήτανε ασετιλίνη για να το βάλεις στη λάμπα. Και επειδή δεν έφτανε να βγάλουμε τη βδομάδα, πηγαίναμε και αγοράζαμε και λέγαμε να μας βάλει ένα κιλό παραπάνω. Δεν το ‘δινε η εταιρεία, κάναμε απεργίες μία από δω, μία από κει, κάπου τα συμβιβάζανε. Δεν δίνουν ένα κιλό, δίνανε [01:20:00]μισό, δεν δίνανε πέντε, δίνανε δυόμιση. Αλλά γινόντουσαν απεργίες πολλές.

Μ.Χ.:

Ο Σερπιέρης και όλοι αυτοί που είχανε, ας πούμε, τη Γαλλική Εταιρεία πού μένανε;

Ι.Β.:

Ε, δεν σας είπα; Ο Σερπιέρης είχε σπίτι μέσα στη Γαλλική Εταιρεία. Είχε ολόκληρη σπιταρόνα! Πάτε μία μέρα. Να σας πάρω σας δείξω τα… Να ‘χω ειδοποιήσει οπότε θα ‘ρθείτε, θα πάρω τηλέφωνο εγώ πάνω να δω ποιος θα ‘ναι και θα ‘ρθείτε να δείτε. Να σας δείξω και ορισμένα μέρη που δουλεύαν εκεί, πώς ήταν…

Μ.Χ.:

Αν κάτι άλλο θέλετε να μας πείτε πάλι…

Ι.Β.:

Τίποτα, κορίτσι μου, ό,τι ήταν να πούμε τα ‘παμε.

Μ.Χ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Γιάννη! 

Ι.Β.:

Να ‘σαι καλά! Τώρα τί άλλο να πω; Νομίζω ότι αυτά που θέλατε τα… Αυτή ήταν η ζωή μας. Η ζωή η δική μου ήτανε από την ημέρα που γεννήθηκα μέχρι τώρα, συνέχεια… Είμαι τώρα 84 χρονών και ακόμα εργάζομαι. Δεν έχω σταματήσει και δεν μπορώ, δεν θέλω να σταματήσω.