«Γλυκά να τρως, γλυκά να μιλάς» - Η Ζωή στα Κομνηνά Ξάνθης
Ενότητα 1
Η ζωή στα Κομηνά και στη Σταυρούπολη και η Βουλγαρική Κατοχή
00:00:00 - 00:23:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, είναι Δευτέρα, 19 Ιουλίου 2021, είμαι με τη Ζωή Καλαϊτζόγλου, βρισκόμαστε στα Άνω Πατήσια Αττικής, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπ…μας, όλα τα κορίτσια τα μεγαλούτσικα φύγαν στο βουνό. Αλλά, δεν πειράξαν κανένα κορίτσι, τίποτα δεν πειράξαν κι αυτοί. Μετά ελευθερωθήκαμε!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Αναμνήσεις από τα Κομνηνά- Το συνοικέσιο- Η ιστορία με τον λύκο-Τα αδέρφια της
00:23:21 - 00:46:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν ελευθερωθήκαμε, μας πήρε ο μπαμπάς μου σ' ένα κάρο, τα έπιπλα μας και τα αυτά μας όλα. Και την γάτα μας! Σ' ένα σακί μέσα! Πήγαμε Σταυρ…. Δεντροφυτεία όλο με φρούτα! Μια σειρά μηλιές, μια σειρά κυδωνιές, μια σειρά αχλαδιές, ροδιές. Μια κερασιά είχαμε... 1η Μαΐου ήταν έτοιμη!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Ανεμελιά
Οι δύο αδελφές Κίτσα (Κυριακή) και Ζωζώ (Ζ ...

Βόλτα
Στη μέση βρίσκεται ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο ...

Μπουρλιάζοντας
Οι δύο αδελφές, Κίτσα (Κυριακή) και Ζωζώ ( ...

Οι δύο αδερφές
Πορτραίτο των δύο αδελφών, Κίτσα και Ζωζώ. ...

Τρεις Αδερφές
Αριστερά, η Κίτσα Μακροπούλου. Στη μέση η ...
Ενότητα 3
Η ζωή στα Κομνηνά και η ανάμνηση της Σφαγής
00:46:46 - 00:59:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πριν μου είχες αναφέρει για τον μπακάλη, που πηγαίνατε στον μπακάλη. Στο χωριό. Είχαμε μπακάλικα, πολλά! Παπουτσάδικο, ρούχα! Πολλά μαγαζι…μου». Ναι, αλλά η μαμά μου παντρεύτηκε πιο μπροστά, εκείνον. Ο θείος Γιοβάννης αγαπούσε άλλην και άλλην πήρε. Δεν ήταν όμορφη η θεία Σοφία!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Ο θάνατος της μαμάς και το τροχαίο
00:59:52 - 01:07:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η μαμά μου ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη ήτανε! Και στην κηδεία της ήτανε θαρρείς ζωντανή, θα μιλούσε. Τρελάθηκα! Ήτανε η μαμά σου εδώ, στην μο… και στον μπαμπά μου κοίταξε. Σαν να είπε ότι: «Σας τους παραδίνω εσένα!» Δε βαριέσαι! Σαν τον σύντροφο, δεν υπάρχει! Κι όταν είναι καλός!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η ζωή σήμερα
01:07:11 - 01:10:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γιαγιά, θυμάσαι να μου πεις έτσι κανένα τούρκικο τραγούδι; Ένα τούρκικο; Τι τούρκικο να σου πω; Τραγούδι! Τραγούδι! Τραγούδι! Τραγούδι! …πάνω μου και με καθαρίσανε η Νούλη κι ο Χρήστος! Τώρα είσαι μια χαρά! Και μου είπες και πολύ ωραίες ιστορίες και σε ευχαριστώ πάρα πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Φλοράλ
Η Ζωζώ στον αγαπημένο καναπέ του σπιτιού τ ...
Ενότητα 6
Αρραβώνες-Γάμος-Συζυγική ζωή
01:10:10 - 01:27:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Παντρευτήκαμε! Είδες στον γάμο μας πού είναι. Που είμαι νύφη εκεί! Πολύ ωραίος ο γάμος μας! Ήρθε ο Λευτέρης Σταυρούπολη και πήγαμε στην Ξάν…ραφία; Τώρα θα κάμνεις; Τώρα, να σε βγάλω. Ε; Τώρα, θα σε βγάλω. Θα με βγάλεις; Ναι. Άντε γεια μας! Άντε, καλά! Το κλείνω αυτό εδώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Το ζευγάρι
Η Ζωζώ (Ζωή) Καλαϊτζόγου με τον σύζυγό της ...
[00:00:00]
Καλησπέρα, είναι Δευτέρα, 19 Ιουλίου 2021, είμαι με τη Ζωή Καλαϊτζόγλου, βρισκόμαστε στα Άνω Πατήσια Αττικής, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, είμαι ερευνήτρια στο istorima και ξεκινάμε. Γιαγιά, για πες μου λίγα πράγματα -έτσι- για σένα, για την ζωή σου.
Γεννήθηκα στα Κομνηνά. Πήγα λίγα χρόνια στο σχολείο εκεί. Κι ήρθαν οι Βουλγάροι. Και μετά, δεκατρία χρονών, κατεβήκαμε Σταυρούπολη. Η ζωή μου στα Κομνηνά ήταν να παίζω με τα παιδιά, δηλαδή μεταξύ της γειτονιάς. Δεν είχαμε άλλο πρόβλημα. Στο σχολείο που πήγα ήμουνα δευτέρα τάξη με βάλανε. Από την πρώτη τάξη που πήγαινα παλιά. Όταν η δευτέρα τάξη, ήμουν καλή μαθήτρια και θα με περνούσε ο δάσκαλος στην τρίτη. Στην τρίτη ήταν η Αλίκη. Ναι, αλλά έπρεπε να ήτανε το '31 γεννηθείς. Και πήγε ο μπαμπάς μου στην κοινότητα και λέει: «Πώς θα το κάνουμε τώρα '31 -λέει- από '32;». Κι έδωσε μια απόδειξη με τον δάσκαλο και μ' έβαλε το '31 για την τρίτη τάξη. Ήμουν καλή μαθήτρια. Αυτός ήταν της Αλίκης ο πεθερός που έγινε. Ο δάσκαλος. Σ' ένα καφενείο, είχε ανοίξει. Στην πλατεία.
Δηλαδή, οι τάξεις πώς ήταν τότε; Τα σχολεία πώς ήταν;
Το κανονικό σχολείο μας είχε τάξεις. Εδώ η πρώτη, εκεί το νήπιο, εκεί αυτά. Όλα. Το γραφείο δίπλα. Ένα πολύ ωραίο σχολείο είναι στα Κομνηνά. Κι εκεί στα Κομνηνά που πήγαμε με την Αλίκη, ο μπαμπάς μου μας έφερνε κάθε βράδυ - Σταυρούπολη είχε μαγαζί από τότε ο μπαμπάς μου - κάτι σοκολάτες, έτσι, μισοφέγγαρα. Χρυσό χρώμα! Εγώ το πρωί που πήγα σχολείο, την πήρα αυτή την σοκολάτα, την τρώμε με την Αλίκη κι εκεί που είμαστε στο θρανίο δίπλα δίπλα, της βάζω κι ένα χρυσό δόντι. Ο δάσκαλος την βλέπει, έρχεται, την δίνει μία σφαλιάρα. Κι όλο το λέει κι εσένα. Λέω: «Εγώ στο 'βαλα το δόντι, εσύ γιατί καθόσουνα και στο 'βαζα το δόντι;». Αυτό ήτανε. Μετά...
Ποια Αλίκη λες; Ποια Αλίκη λες;
Η ξαδέρφη μου, η Αλίκη. Του Χαράλαμπου η κόρη. Του μπαμπά μου του αδερφού. Εδώ που είναι τώρα. Και μετά, ύστερα, αυτά ήταν μέχρι δεκατρία χρονών στα Κομνηνά. Παίζαμε στην αυλή, παίζαμε από 'δω, παίζαμε από ΄κει. Οι γονείς μας μας αφήνανε και πηγαίνανε στο χωράφι. Και βρέχει μια μέρα, σ' ένα υπόστεγο, ένα βαρέλι που είχαμε, με παίρνει και με βουτάει μέσα. Φαντάσου δεν το θυμάμαι εγώ. Με βούτηξε στο βαρέλι! Την Κίτσα δεν μπόρεσε. Ύστερα έβηχα, έβηχα νύχτα, μ' έτριψε με πετρέλαιο η μαμά μου. Άφησε σημάδια, εδώ κάηκα, εδώ πέρα, τέλος πάντων. Μ' έκαναν σημάδια. Έχω σημάδι τώρα εγώ.
Ποιος σε πέταξε στο βαρέλι;
Στο βαρέλι η Στέλλα με πήρε και μ' έβαλε. Εγώ δεν θυμάμαι. Μικρή ήμουνα. Δεν θυμάμαι εγώ. Κι εκείνη μπήκε, αλλά εκείνη δεν κρύωσε και λίγο κάηκε εκείνη, τσουρουφλίστηκε με πετρέλαιο. Ύστερα, δεκατρία χρονών αφού ήταν ο μπαμπάς μου κάτω - εκεί το μαγαζί του Σταυρούπολη, έφευγε το πρωί, το βράδυ ερχόντανε - και μας μετακόμισε Σταυρούπολη. Όλα εκείνος μάς τα ψώνιζε. Παπούτσια μας πήρε μια φορά μας έφερε και τις τρεις! Εμείς τα φοράμε τα παπούτσια. Δεν το θυμάμαι! Η μαμά μου το 'λεγε. Δεν τα βγάζουμε. Ήρθε η ώρα να κοιμηθούμε. Δεν τα βγάζουμε. Και την λέει ο μπαμπάς μου: «Άστα να κοιμηθούνε -λέει- και θα τα βγάλω εγώ τα παπούτσια».
Θυμάσαι πώς ήταν αυτά τα παπούτσια εσύ, καθόλου; Ή σου τα είχε περιγράψει;
Όχι! Μάλλον ήταν έτσι κουμπωτά επάνω. Κουμπωτά! Δεν τα θυμάμαι. Μετά, νοικιάσαμε ένα σπίτι Σταυρούπολη. Πήγαμε Σταυρούπολη. Ξένοι εκεί! Ήτανε η γειτονιά... Μας επισκεπτόντανε να γνωριστούμε, να κάνουμε. Μια οικογένεια, του Ταβελίδη, ήτανε. Ύστερα, μετά ανοίξανε εστιατόρια, αυτά. Τέλος πάντων, άρχισα να γνωρίζομαι κι εγώ παραπέρα, από 'δω, από 'κει. Με μία Φωφώ, του Καραμπατζάκη η κόρη απ' την Σταυρούπολη έχουμε μια φωτογραφία στου σχολείου την αυλή. Τώρα αυτή είναι έτσι λίγο αγαθιάρα, δεν καταλαβαίνει, στη Δράμα μένει. Εγώ αρραβωνιάστηκα την μία Κυριακή. Την άλλη, η Φωφώ. Δραμινούς. Μετά, παντρεύεται αυτή την μία Κυριακή. Την άλλη εγώ. Και κάναμε παρέα στη Δράμα. Αυτηνής ήταν πυροσβέστης, Πόντιος. Αυτή Μικρασιάτη ήτανε, η Φωφώ. Στο σταθμό εκεί είχανε καφενείο ωραίο. κι όποιος έκανε... Γιόρταζε, έκανε πάρτυ στο καφενείο! Πολύ ωραία περνούσαμε! Με μουσική, με αυτά, με φαγητά, με όλα. Τα πλήρωνε ο εορταζόμενος. Δίπλα απ' το καφενείο ήταν του Μπάμπη το... Του παππού σου το ραφείο. Στη σειρά, ο σταθμός ήταν όλο μαγαζιά! Όλα μαγαζιά! Κόσμο! Η τράπεζα στον σταθμό, την Ένωση είχε. Ο.Τ.Ε. είχε. Τα πάντα! Τρένα περνούσανε πολύ ταχτικά. Σταθμάρχη είχε! Με μια ξανθιά, χοντρή γυναίκα. Τέλος πάντων, εκεί Σταυρούπολη πόσο... Εξελιχθήκαν τα πράγματα. Μεγάλωσαμε! Πηγαίναμε σε χοροεσπερίδα, στο σχολείο. Ο μπαμπάς μου μας πήγαινε παντού! Ναι! Θυμάμαι, μια χρονιά πήγαμε κι όταν βγήκαμε, βρήκαμε χιόνια έξω! Και τραγουδούσανε ο μπαμπάς μου με τον Άνθιμο -τον γραμματέα της δημαρχίας, ήταν συγγενής μας είναι αυτός- τραγουδούσανε τούρκικα, πολύ ωραία! Κekliğim kekliğim keserim senin. Πώς πάλι το 'λέγε, πάλι; Πολύ ωραίο ήταν το τραγούδι αυτό! Και το τραγουδούσανε εκεί μες στα χιόνια, μες στα αυτά. Εντωμεταξύ, στο χορό που ήμαστανε, ερχόνταν και στρατιώται. Αξιωματικοί, στρατιώται, αυτοί. Απόκριες ήταν! Σαρπατίνες πετούσαμε ο ένας στον άλλονε! Ερχόνταν στον μπαμπά μου και μας ζητούσαν για χορό. «Πάρτε την, πάρτε την! Χορέψτε! Χορέψτε!». Ήταν εξελιγμένος ο μπαμπάς μου. Χορεύαμε ένα βράδυ μ' έναν στρατιώτη, έναν κοντό, στούπο ήτανε. Αλλά ήταν όμορφος! Αυτός κέρδισε κάτι εκεί στο λαχείο, κάτι γυάλινα. Κανάτα; Κάτι αυτά, έτσι. Και στο σχολείο απέναντι είχε ένα περίπτερο. «Η Σουλτανίτσα», λέγανε. Μια Σουλτανίτσα ήτανε. Τ' αφήνει εκεί και της λέει: «Δώστε τα στην τάδε!». «Πώς την λένε;», λέει. «Αυτή;», λέει, «Παπαδοπούλου Ζωή!». Κι αυτός με γράφει γράμματα. Στον Εχίνο υπηρετούσε, έξω. Μας γράφει γράμματα, μ' έγραφε. Τον [00:10:00]απαντούσα κι εγώ. Αχ, ερωτευμένος, αυτός. Εγώ επειδή ορθογραφικά λάθη είχα, τα μεταέγραφε η γιαγιά σου, η Κίτσα! Τέλος πάντων, απολύθηκε -τέλος πάντων- έφυγε! Ήταν πολύ ευκατάστατος εδώ, έλεγε. Φαντάροι; Με τα φλέρτ συνέχεια! Την Κυριακή ελεύθερος ο στρατός. Το τάγμα εκείνο, γιομάτο φαντάροι, στρατός. Κι όλοι κατεβαίνανε στου σταθμού τον δρόμο. Τον ξέρεις τον δρόμο αυτόν, του σταθμού! Όλοι κατεβαίναν στον σταθμό! Απέναντι απ' το σπίτι μας... Το σπίτι μας ξέρεις πού ήταν στον σταθμό. Και ήταν ένα περίπτερο, του Κόρμου! Και πηγαίνει ένας φαντάρος, Ποντίκης λεγόντανε - πώς τους θυμάμαι όλους! - κοντούλης κι όμορφος. Άφησε λίγο άρωμα, λίγο σκατό, λίγα αυτά. Ένα σωρό! Λέει: «Δώστα -λέει- απέναντι!», λέει. Λέω: «Ας τα πάρει και ας τα δώσει στην μάνα του, στην αδερφή του -λέω- εγώ δεν τα θέλω!».
Εσείς γιατί φύγατε απ' τα Κομνηνά και πήγατε στην Σταυρούπολη;
Πήγαμε, γιατί ο μπαμπάς μου είχε μαγαζί, σιδεράδικο Σταυρούπολη, χρόνια! Πεταλωτής ήτανε. Σιδεράς ήτανε. Βαρελάς ήτανε ο μπαμπάς μου. Και πήγαινε με τον γάιδαρο το πρωί Σταυρούπολη κι ερχόντανε το βράδυ.
Πόση ώρα έκανε να πάει απ' τα Κομνηνά στην Σταυρούπολη;
Μισή ώρα! Μισή ώρα ήτανε! Με τον γάιδαρο να πάει. Εμείς πάντα γάιδαρο είχαμε, επειδή ήμασταν γυναίκες στα χωράφια. Και, συγκεκριμένα, μια γαϊδάρα! Τέλος πάντων, μετά μεγάλωσα. Υποψήφιος από 'δω, υποψήφιος από 'κει. Γαμπροί, αυτοί. Κι απ' τον μπαμπά μου με ζητήσανε, με κάνανε. Ένας σιδηροδρομικός απ' την Αλεξανδρούπολη. Κι ο μπαμπάς μου επέμεινε και λέει: «Να 'ρθει η μαμά σου. Εγώ μ' εσένα δεν έχω...» Η μαμά του ήταν προϊσταμένη στο Νοσοκομείο της Αλεξανδρουπόλεως, δεν μπορούσε να 'ρθει. Δηλαδή αυτό ψέμα ήταν, που δεν μπορούσε να 'ρθει. Αυτόν τον είχε βάλει στη δουλειά, ο οδηγός του σιδηροδρομικού και αρραβωνιάστηκε την ανιψιά του, στους Τοξότες. Κι ύστερα με προτείνει εμένα. Στο Βαγόνι μένανε. Πάει με τον Νίκο μια μέρα, κόλλησε τον Νίκο. Και πάει μια μέρα ο Νίκος στο Βαγόνι, ν' αλλάξει αυτός, να κάνει. Πέφτουν κάτι βέρες! Και λέει ο Νίκος: «Τι βέρες είναι;», «Αχ μωρέ ψεύτικες -λέει- τις έχω στην τσέπη μου». Ενώ ψέματα έλεγε. Ήταν αλήθεια! Τέλος πάντων, δεν μ' έδωσε ο μπαμπάς μου. Είχε έρθει και μια φιλενάδα μου, στην κουζίνα καθόμασταν. Κι αυτοί από μέσα μιλούσανε. Και τι δεν έλεγε! «Εγώ βασίλισσα θα την έχω! Δεν με εμπιστεύεσαι σ' εμένα να την ζήσω, να την κάνω, να την ράνω;». Τίποτε! «Όπου και να ΄ναι θα την βρω και θα την πάρω!».
Μα τι ωραία όλα αυτά! Πολύ ωραία -λέω- όλα αυτά! Αλλά θέλω να σε γυρίσω λίγο πίσω. Στα Κομνηνά. Εκεί τότε που ήσουνα παιδί και ήτανε και η Κατοχή.
Ναι! Ήρθαν οι Βουλγάροι! Ήρθαν οι Βουλγάροι και ό,τι κάτι το καλό είχαμε... Όλον, όλον ένα χαλί είχαμε. Πήγαμε, το κρύψαμε σ' ένα χωράφι μας, να μην το πάρουνε! Οι Βουλγάροι. Είχαμε αντάρτες εμείς από το χωριό, στο βουνό. Της Νέας Δημοκρατίας. Και οι Βουλγάροι κάψαν τα σπίτια ολονών στο χωριό. Δίπλα μας από 'κει ένας θείος μου εκεί, του κάψαν το σπίτι. Κι άλλα σπίτια! Και τους μαζεύουνε στην πλατεία. Ο μπαμπάς μου ήταν συνεννοημένος μ' έναν καπετάνιο. Είχαμε έναν Βούλγαρο - απέναντί μας μένανε - Χρήστο τον λέγανε, ένα όμορφο παλικάρι δεκαοκτώ χρονών. Πρόβατα είχανε φέρει από την Βουλγαρία στο χωριό. Σ' ένα σπίτι που είχανε φύγει στη Θεσσαλονίκη αυτοί, διώροφο. Και... Ναι! Έμενε σ' εμάς. Κάνανε τυριά, αυτά. Φέρανε και την γιαγιά τους. Μια γιαγιά. «Bortsi Bortsi» (Борци), κάποιον λένε βουλγαρικά. Μας το ΄λεγε η γιαγιά. Και καλέσανε... Οι αντάρτες κατεβήκανε και καλέσαν τους Βουλγάρους όλους. Τους είχανε βάλει στη σειρά. Τον πρόεδρο με την γυναίκα του. Έναν αγροφύλακα με την γυναίκα του. Στεφανία την λέγαν την γυναίκα του. Το παιδί αυτών, το δεκαοκτάχρονο, το βάλανε. Κι ο μπαμπάς μου ήταν συενννοημένος με τον καπετάνιο. Πώς τον λέγανε; Φεταχίδης Καπετιράν. Πηγαίνει ο μπαμπάς μου. Εκείνο το καημένο έτρεμε! Πηγαίνει ο μπαμπάς μου και λέει ο σκοπός από τους αντάρτες: «Πού πας;», του λέει. «Θέλω να περάσω μέσα!». «Όχι!», λέει. «Πες στον καπετάνιο σας -λέει- ότι είμαι εγώ -λέει- και θα περάσω». Και του λέει αυτό κι αυτό: «Ήρθε ένας και θέλει να περάσει μέσα». Εκεί που είχαν τους Βουλγάρους. Και του λέει: «Αφήστε τον να περάσει!» Πέρασε ο μπαμπάς μου, παίρνει το παιδί και το φέρνει πίσω. Και ύστερα οι άλλοι Βουλγάροι λέγανε: «Δεν βρέθηκε κανένας να μας υποστηρίξει. Να μας συμπαρασταθεί. Ενώ ο Παπαδόπουλος ήρθε, πήρε τον Χρήστο». Και το παιδί ηρέμησε. Αυτό το θυμάμαι! Γιατί, οργώναμε στο χωράφι με τον μπαμπά μου και ήρθε ένα σημείωμα, να πάει ο μπαμπάς μου να συναντήσει τον καπετάνιο στο τάδε βουνό. Κι αμέσως πήγαμε στο σπίτι κι ο μπαμπάς μου πήγε, συνεννοήθηκε. Όλα αυτά συνεννοημένα ήτανε. Αυτό ήτανε. Ύστερα, οι Βουλγάροι, όσους τροφοδότες συναντήσαν στα βουνά εκεί, τους σφάξανε. Και τον κόσμο ὀλον τον καλέσανε στην πλατεία. Γύρω γύρω, έτσι. Και βγάλανε τα κεφάλια αυτά. Είχαν τα κεφάλια που τους είχαν σφάξει. Τα γυρίσαν όλα στον κόσμο αυτόν. Αν τους γνωρίζουνε. Ήταν του Στίγκα ο γιος. Ήταν πολύ καλή οικογένεια του Στίγκα. Πήγαν να πιάσουν τον γιο της απ' το σπίτι κι αυτή έκατσε εμπόδιο και ξέφυγε ο γιος της. Πώς το λέγανε; Είχαν κι έναν Αντρέα γιο, είχανε. Μια Μαρίκα κόρη είχανε. Κι αυτήνα την δικάσανε. Την Μαρίκα την Στίγκα. Κάψαν την κοινότητα. Όλα τα χαρτιά καμένα. Γι' αυτό δεν είχαμε ημερομηνία γεννήσεως. Και μετά, ύστερα, την παίρνουν την γυναίκα πίσω απ' την κοινότητα. Προσοχή! Μια ψηλή γυναίκα. Λέει - ήξερε που θα την σκοτώσουνε - λέει: «Τι θέλεις να πεις», λέει. «Πες -λέει- τι θέλεις να πεις», την λένε. «Ζήτω η Ελλάδα!», λέει αυτή. Μπαμ! Την σκοτώνουνε! Κι έχουν άγαλμα στα Κομνηνά, στην πλατεία εκεί. Το είδες; Η Μαρίκα... Όχι! Πώς την λέγανε; Στίγκα Μαρίκα, την κόρη της λέγανε. Η Μαρίκα παντρεύτηκε στη Σταυρούπολη. Ο άντρας τώρα τελευταία είχε έρθει στα Κομνηνά κι έμενε. Πέθανε στα Κομνηνά. Αλλά ο άλλος ο γιος τους ήτανε κάτω, στα βάθη, στα κρύα, που είναι εκεί. [00:20:00]Τέλος πάντων, αυτός είχε ένα, με μια κοπέλα στα Κομνηνά, την Λίζα, ένα νόθο παιδί. Αυτός που ήταν έξω μακριά, που είχε φύγει. Και το παιδί αυτό, το πήρε μια γυναίκα απ' τα Κομνηνά και πήγε, το πέταξε στον Δαφνώνα, έξω απ' την εκκλησία, τον Αϊ-Γιώργη. Αυτό τότε, κοινότητα, αυτά, Αρχές είχανε Σταυρούπολη. Δημαρχεία, τα πάντα. Και το φέρανε Σταυρούπολη και το πήρε ένα αντρόγυνο σε μεγάλη ηλικία. Αυτός έπαιζε κλαρίνο. Κι όπως ανεβαίνεις απ' τον σταθμό, εκεί που ανηφορίζεις, δίπλα εκεί σ' ένα σπίτι, στο μπαλκόνι καθόνταν κάθε πρωί. Και χαλούσε ο κόσμος! Αυτό το παιδί ύστερα το μεγαλώσανε. Τώρα, πέρυσι πέθανε. Πώς το λέγανε, καλέ; Παντρεύτηκε! Έκανε οικογένεια και προς τον σταθμό, εκεί απέναντι από το αυτό... Αμάν! Το γιατρείο που είναι. Και αυτός, έμαθε πού είναι η μαμά του. Η μαμά του σαν πόρνη, έγινε κάτι. Και κάποιος που πήγε σ' αυτήνανε σαν πόρνη. Τον παρακάλεσε: «Πάρε με -λέει- πάρε με από 'δω μέσα! Πάρε με!». Και κάποιος την πήρε στην Κόρινθο. Την παντρεύτηκε. Κι αυτός πήγε, την βρήκε και την γνώρισε την μάνα του. Του Κερμανίδη η Λίζα, λέγανε. Αυτά ήτανε! Ύστερα, να!
Μου ανέφερες κάποιον καπετάνιο που κάλεσε τον παππού.
Τι έκανε τον παππού;
Ένας καπετάνιος, μου είπες, του έστειλε μήνυμα του παππού να πάει να τον βρει. Ποιος ήταν αυτός ο καπετάνιος;
Ο Φεταχίδης, λεγόντανε. Κι όλες τις οικογένειες αυτωνών, των ανταρτών, τους είχανε πάρει εκεί και κατοικούσανε σε κάτι σπίτια. Σταυρούπολη τους είχανε κατεβάσει. Δεν ξέρω ύστερα τι κάνανε. Μετά ελευθερωθήκανε, φύγανε οι Βουλγάροι. Εμείς μετά κατεβήκαμε στη Σταυρούπολη. Φύγαν οι Βουλγάροι. Ήρθε ένα ακόμα. ΕΛΑΣίτες, που τους λέγανε. Κι άρχισαν να κυβερνάνε εκείνοι. Ήρθαν στα Κομνηνά, εκεί. Κατασκηνώσαν στα χωράφια. «Αχ, τα κορίτσια», λέγανε. Η Στέλλα μας και η Κίτσα μας, όλα τα κορίτσια τα μεγαλούτσικα φύγαν στο βουνό. Αλλά, δεν πειράξαν κανένα κορίτσι, τίποτα δεν πειράξαν κι αυτοί. Μετά ελευθερωθήκαμε!
Ενότητα 2
Αναμνήσεις από τα Κομνηνά- Το συνοικέσιο- Η ιστορία με τον λύκο-Τα αδέρφια της
00:23:21 - 00:46:46
Όταν ελευθερωθήκαμε, μας πήρε ο μπαμπάς μου σ' ένα κάρο, τα έπιπλα μας και τα αυτά μας όλα. Και την γάτα μας! Σ' ένα σακί μέσα! Πήγαμε Σταυρούπολη, νοικιάσαμε σπίτι, μείναμε εκεί. Ο Νίκος εκεί πήγαινε σχολείο. Εγώ ήμουν δεκατριών χρονών. Δεν πήγα πολύ σχολείο εγώ. Και, να, μας επισκέπτονταν η γειτονιά, δίπλα μας είχαμε φούρνο. Μας επισκέπτονταν η γειτονιά να μας συμπαρασταθούν, να μας κάνουνε. Και αυτός ο Αλέκος - πόσο χρονών θα 'τανε, από μένα μεγάλος δυο χρόνια, ξέρω 'γω τι- είχε και μια αδερφή πιο μικρή, η Ιωάννα. Ήρθαν οι γονείς τους στο σπίτι μας το βράδυ. Και με λένε: «Ο Αλέκος δεν μπορεί -λέει- και η Ιωάννα τον κάνει παρέα στο σπίτι», λέει. «Πήγαινε -λέει- κι εσύ -λέει- μην είναι η Ιωάννα μόνη της». Πηγαίνω κι εγώ. Λέω... Αυτός πονηρός, με είχε βάλει στο μάτι από τότε, μικρή. Λέω: «Τι έχεις βρε κι έχεις πυρετό;», του λέω. «Εσύ θα με κάνεις καλά», είπε. Αχ, αυτός τι αγάπη! Τι αγάπη! Αρραβωνιαζόντανε το βράδυ και από κοντά μας δεν έφευγε. Στη Δράμα αρραβωνιαζότανε. Έκοψε τις ελπίδες από μένα. Εκεί η καρέκλα του είναι κι εμείς μπουρλιάζαμε καπνά με την Κίτσα. Κι απ' τη Δράμα τον παίρνουν τηλέφωνο, στην Αστυνομία, εκει απέναντί μας. Ένας ράφτης από κάτω του λέει: «Σε φωνάζουν, μωρέ, η Αστυνομία πάνω!», λέει. Πήγε! Το τελευταίο τρένο έφευγε για την Δράμα. Και έφυγε τότε και αρραβωνιάστηκε. Σου λέω, τι θυσίες αυτός ο άνθρωπος! Καλός ήταν, αλλά δεν ήταν ωραίος! Και στην Αθήνα που ήρθα, που παντρεύτηκα με τον Λευτέρη, συνοικέσιο ήτανε! Με γράφει η Χρυσούλα εδώ στην Δράμα. Ήταν στο χωριό εκεί κι ύστερα με την πεθερά της δεν τα πήγαν καλά. Και με τον άντρα της φύγαν στην Δράμα. Και κατεβήκαν Σταυρούπολη, κάτσαν δυο μέρες σ' εμάς. Κάνανε μπάνιο αυτά και φύγανε. Κι η πεθερά της το είχε μάθει μετά. Κι έλεγε: «Εγώ δεν είχα σαπούνι στο σπίτι μου να λουστούνε;». Κι η Χρυσούλα την κάνει την προξενιά, αυτήνα.
Μια που είπες τώρα για μπάνιο. Πού κάνατε μπάνιο;
Στη σκάφη! Σκάφη μεγάλη! Από λαμαρίνα! Πού θα κάμναμε;
Και το νερό πώς το φέρνατε; Ποιος το έφερνε;
Το πετούσαμε έξω! Το βάζαμε σ' έναν κουβά. Το πετούσαμε. Τουαλέτα έξω είχαμε. Στην αυλή. Τι ήτανε; Ζωή ήτανε; Η μαμά μου λέει, αφού λέει με την κοιλιά εκεί, πήγε να σπάσει καπνά. Και πάντα λέει: «Τον τελευταίο μπόγο σπάσαμε και γεννήθηκες». Ναι! Ενώ πρέπει να 'ναι 18 Οκτωβρίου. 5 Σεπτεμβρίου δεν τελειώνουν τα καπνά. Κι είχαν πότε 18, πότε 5 Σεπτεμβρίου. Έτσι τ' αφήσανε στις 5 Σεπτεμβρίου. Και με τον άντρα μου είχαμε έναν μήνα διαφορά. Εγώ Σεπτέμβριο κι εκείνος Νοέμβριο. Αλλά, πέρασα μια ζωή χαρισάμενη! Στο στόμα με τάιζε! Πηγαίναμε στην μπυραρία. Μ' έμαθε να πίνω μπύρα. Καθόμασταν στα ψηλά καθίσματα. Πίναμε μπύρα! Και εκεί που κάναμε βόλτα στη Δράμα, στον κεντρικό δρόμο, δίπλα είχε πικροδάφνες. Κι είχε μια ταβέρνα μέσα και εκεί τραπεζάκια. Πηγαίναμε. Με πήγαινε εκεί και με τάιζε. Συκώτι στα κάρβουνα. «Μα δεν θέλω!», «Όχι, θα φας! Όχι, θα φας! Όχι, θα κάμεις!» Παντού όπου κι αν πηγαίναμε: «Θα φας! Θα κάμεις! Θα ράνεις!». Τέλος πάντων.
Στην Κατοχή τι τρώγατε; Μια που είπες για φαγητό.
Πού;
Στην Κατοχή, στα Κομνηνά, όταν ήσουνα μικρή, τι τρώγατε;
Οτιδήποτε! Πλιγούρι κάνανε σε κάτι πέτρες που αλέθανε! Πλιγούρι, κορκότο κάμνανε. Ό, τι κάναν στον μπαξέ σου. Έκαμνες, έτρωγες. Πηγαίναν στην Βουλγαρία, παίρναν φασόλια. Κι είχαμε εμείς έναν -ορφανά ήταν αυτά τα παιδιά- και ένα παλικάρι, μεγάλο, ο Νίκος. Ο Νίκος! Λέει: «Θείο, να πάω -λέει- με τον γάιδαρο στη Βουλγαρία να σας φέρω -λέει- φασόλια;». Και πήγε να μας φέρει! Ερχόντας βρίσκει ένα αρνάκι. Έτσι. Το 'βαλε στον γάιδαρο. Το 'φερνε. Αυτό ψόφησε μέχρι να 'ρθει. Ύστερα, το έβρασε και το 'φαγε. Πείνα! Ο μπαμπάς τους ήταν ο μπαρμπα - Χαράλαμπος. Χήρος, αυτά. Μεγάλα παλικάρια ήταν, από 'δω και [00:30:00]από 'κει. Και στα χωράφια εμείς που σκάβαμε, που κάμνανε, βγαίνανε χελώνες. Ναι. Απ' το χώμα τους. Ναι. Και μάζευε τις χελώνες! Και τις έτρωγε! Ναι!
Εσείς πεινούσατε; Εσείς πεινούσατε;
Όχι! Εμείς όχι! Κάνανε διανομή το αυτό. Αλεύρι κάναν διανομή! Στον κόσμο. Και το ένα δωμάτιο μας το γιομίσαν αλεύρι. Οι Βουλγάροι. Ο μπαμπάς μου έκανε τον διπρόσωπο. Και με τον έναν και με τον... Και είχαμε ψωμί. Φούρνο, εκεί πέρα. Και έκαμνε η μαμά μου ψωμιά, αυτά, τα πάντα! Όλα! Κότες είχαμε. Κοτόπουλα σφάζανε. Κατσίκες είχαμε. Αρνιά σφάζαν. Κατσίκες σφάζανε. Τρώγαμε! Είχε καθένας όλα τα ζώα. Τα αυτά. Άλλος είχε μοσχάρια. Μια φορά, είχαμε τρεις κατσίκες. Κι όλη την γειτονιά, όσοι είχανε κατσίκες, αγελάδες, πηγαίναμε να τις βοσκήσουμε. Εκεί που 'ναι τα χωράφια μας τώρα. Στο μοναστήρι εκεί. Καπνά! Τα καπνά τόσα ήτανε. Είχαν τελειώσει τα καπνά. Μέσα απ' τα καπνά ερχόνταν οι κατσίκες. Βλέπω κάτι έτσι, πηδώντας, πηδώντας έρχεται. Λέω: «Κι αυτό το σκυλί τι ήρθε;». Ήταν λύκος! Έρχεται αυτός, βουτάει την κατσίκα, απ' τον λαιμό και βγαίνει στον δρόμο, τον κεντρικό του μοναστηρίου. Είχε ένα μονοπάτι για τον μαχαλά τον άλλονε, που πήγαινε. Την πέρασε από 'κει την κατσίκα. Εγώ φωνάζω: «Τάκη! Τάκη! Τάκη!». Τον Τάκη τον έχεις ακουστό. Του θείου Γιοβάννη ο γιος ήταν. Της Περσεφόνης, της Μαρίας και της Ευγενούλας ο αδερφός ήταν ο Τάκης. Ήτανε με το άλογο εκείνος. Τρέχει! Του λέω έτσι. Και τρέχει! Τρέχει! Πιάνει κι εκείνος την κατσίκα που την είχε ο Νίκος και την κάνει έτσι, με την βέργα που είχε εκεί, στα χέρια του. Ο λύκος «Α!», τον κάνει ο λύκος. Δεν φοβάται αυτός. Την αφήνει την κατσίκα. Η κατσίκα από 'δω πέρα τραυματισμένη, γυρνάει πίσω. Και παίρνει τον δρόμο πάλι για το χωριό. Κι εγώ από πίσω. Αυτός ο παλιολύκος έρχεται πίσω κι απ' τον δρόμο τον κεντρικό έχει ένα ρέμα. Πάει από 'κει και βγαίνει πάλι στον δρόμο και την βουτάει την κατσίκα αυτήνα. Και θυμάμαι την ρίχναν λάδι, λάδι την ρίχναν συνέχεια την κατσίκα. Μια ασπρόμαυρη κατσίκα ήταν. Ωραία! Έζησε ύστερα η κατσίκα!
Γιατί της ρίχνανε λάδι;
Για να γίνει η πληγή της καλά! Όλα πρακτικά! Τις Απόκριες γίνονταν καρναβάλια. Α! Οι μεγάλοι άντρες με κουδούνια, μ' αυτά γυρνούσαν στα σπίτια. Το σόι μας ήταν τόσο μεγάλο εκεί στο χωριό. Επτά σπίτια στη σειρά ήταν Παπαδοπουλαίοι αδέρφια. Όποιος έσφαζε, εκεί τρώγανε. Του Τάκη ο μπαμπάς, έσφαζε αυτός συνέχεια. Και, θυμάμαι, μια φορά είχε σφάξει κατσίκα και την συκωταριά αμέσως την τηγάνισε η μαμά μου και την φάγανε. Το σπίτι μας ωραίο ήταν στο χωριό. Το γκρέμισε ο μπαμπάς μου. Το γκρέμισε ο μπαμπάς μου, όχι ότι γκρέμισε μόνο του. Πολύ ωραίο ήτανε! Ανέβαινες πόσες σκάλες κι είχε μια βεράντα, τετράγωνη, σκεπαστή επάνω με ξύλινα κάγκελα γύρω γύρω. Τα 'καμνε ο μπαμπάς μου όλα αυτά. Ύστερα, στης Θεανώς το οικόπεδο, αυτή που τ' αγόρασε ήθελε να κάνει σπίτι πέτρινο. Ούτε μάντρες αφήσανε, ούτε τίποτα! Όλα τα γκρεμίσανε για να κάνουν εκεί. Τελευταία γκρέμισε και το σπίτι μας να πάρει την πέτρα ο μπαμπάς μου.
Το σπίτι, το αρχικό, πώς ήτανε; Δηλαδή, μπορείς να μου περιγράψεις τον χώρο; Έμπαινες μες στο σπίτι και πώς ήτανε ο χώρος;
Ο χώρος ήτανε... Ανεβαίναμε τις σκάλες. Η Κίτσα μας, πέτρινες ήτανε, τις έβαφε με ασβέστη και τις έκαμνε πλακάκια. Και πάνω έκανε ο μπαμπάς μου μια μεγάλη βεράντα, που σου λέω. Κι εκείνη την έκαμνε με πλακάκια. Κι έμπαινε σ' έναν χώρο. Ένα σαλόνι μεγάλο. Κι απέναντι είχες την πιατοθήκη. Κι έναν πάγκο. Κι από μπροστά από κάτω είχαμε κουρτίνα. Από κάτω. Είχε δύο δωμάτια. Ναι! Στο ένα δωμάτιο είχαμε σόμπα, στο πρώτο. Στη φάτσα που ήτανε. Κι έναν καναπέ είχε, όλον τον τοίχο. Και είχε δύο παράθυρα που βλέπανε στον δρόμο και την αυλή μας. Όλα τα παιδιά, όλα τα κορίτσια σ' εμάς ερχόντανε. Είχαμε ένα θείο, του Κεμετσετζίδη, που λένε. Τους έχεις ακουστούς; Αυτοί ήταν έξω απ' το χωριό. Ένα κτήμα είχανε. Ένα διώροφο σπίτι. Κι έξω στην αυλή είχανε μία κουζίνα με φούρνο, μ' ένα σοφρά μεγάλο και κάτι σκαμπό από δέντρα. Κορμούς είχανε. Αυτοί τώρα, επτά αδέλφια ήταν αγόρια. Και πηγαίναμε πολύ εκεί, εμείς. Είχαν κερασιές, φρούτα πολλά, πολλά. Γαλοπούλες είχανε. Αγελάδες. Κότες! Ένα σωρό ζώα. Κι αυτόν Χρήστο τον λέγανε, τον παππού. Είχε μια κοντή γυναίκα, Δέσποινα. Αυτός, ο Χρήστος, ήταν της γιαγιάς μας αδερφός. Του μπαμπά μου της μαμάς αδερφός ήταν ο Χρήστος. Και γι' αυτό έκανε πολλά αγόρια και μια κόρη. Την έβαλε Κίτσα, της αδερφής του τ' όνομα. Του μπαμπά μου της μαμάς. Και τον μπαμπά μας τον λέγανε Παύλο. Καλά, ο παππούς μας είχε πεθάνει. Με τον διωγμό της Τουρκίας. Αλλά, η μαμά τους... Η μαμά του - δυο γυναίκες έγκυες- τις κοιλιές εκεί. Η αδερφή τους δεκαοχτώ χρονών. Περσεφόνη. Μετά τον μπαμπά μου ήταν αυτή. Πολύ όμορφη! Την φωτογραφία η μαμά σου την έχει. Και δυο αδέρφια τους, τους έσφαξαν εκεί. Πήγανε στο ξενοδοχείο να μείνουμε στην Καύζα, μισή ώρα απ' το χωριό. Κι από πίσω είχανε μια μονοκατοικία, όταν κατεβαίνανε απ' το χωριό, μέναν μονοκατοικία. Από κάτω είχανε μαγαζιά τ' αδέρφια. Το ένα τσαγκάρης, άλλος ράφτης. Κατάλαβες; Σφάξαν τις γυναίκες τους. Αυτά ήταν της Τουρκίας ο διωγμός. Και την θεία μας την πήρε ένας αξιωματικός, την Περσεφόνη. Τόσα χρόνια ο μπαμπάς μου πήγε τρεις φορές στην Τουρκία. Ο δήμαρχος εκεί, της περιοχής τους, συνοδεία με τον μπαμπά. Δεν τον άφηνε! Πηγαίνανε και την ψάχνανε. Λέγανε: «Στο τάδε μέρος είναι μοιάζει την αδερφή σας!». Πήγανε -λέει- σ' ένα μέρος -λέει- σε μια κωμόπολις και το μεγάφωνο φώναζε! Τη λέγανε Περσεφόνη κι εκείνηνα. Φώναζε το μεγάφωνο να κατέβει στην πλατεία. «Ο αδερφός την ζητάει να κατέβει». Αυτή στο σπίτι τ' άκουγε και έκλαιγε. Έλεγε: «Εγώ δεν είμαι η αδερφή τους! Εγώ αδέρφια δεν είχα!». Κι ύστερα, κλαίοντας, κατέβαινε -ανατριχιάζω που το λέω- κατέβαινε, την είδε ο μπαμπάς μου, λέει: «Δεν είναι αυτή η αδερφή μου!». Το '91 πέθανε ο μπαμπάς μου. Πήγε και ο Νίκος στην Τουρκία. Στην Καύζα, εκεί. Ο μπαμπάς μου τελειώσαν τα λεφτά του εκεί. Και λέει τη Στέλλα: «Στείλε μου, Στέλλα λεφτά!». Και λέει ο Νίκος: «Γιατί να τα στείλουμε και να μην πάω εγώ;». Και πηγαίνει κι ο Νίκος εκεί. Και πήγε.
Πώς πήγε ο Νίκος; Με τι μεταφορικό μέσο;
Κοίταξε, απ' την Ορεστιάδα από 'κει, από την γέφυρα που είναι οι σκοποί. Από 'κει περνάς με το λεωφορείο μέχρι την [00:40:00]Κωνσταντινούπολη κι από 'κει με αεροπλάνο. Είχε αεροπλάνα τότε. Σπανίως είχε. Πήγε ο μπαμπάς μου. Το σπίτι τους ήταν ισοπεδωμένο. Φιλινάδες της μαμάς μου, Τουρκάλες, χαιρετισμούς εστείλανε. Πήγε στο νεκροταφείο. Ο σταυρός του μπαμπά τους φτιαγμένος εκεί, άθικτος. Ήτανε κι αυτοί αγρότες, στο χωριό. Αλλά πολύ ευκατάστατοι. Τόσα αδέρφια! Δέκα, έντεκα αδέρφια ήτανε! Όλοι μένανε σ' ένα σπίτι! Κι αυτοί είχανε σουφρά στο σπίτι τους κάτω. Και τρώγανε πρώτα οι άντρες, μετά τα παιδιά και μετά οι γυναίκες. Ναι! Ο μπαμπάς μου αγαπιόντανε πολύ με την μαμά μου. Ερωτευμένοι ήτανε! Λέει -μας τα 'λεγε ύστερα- στην γειτονιά -λέει- είχανε γάμο -λέει- κι αυτός απ' το σπίτι έβλεπε τον γάμο εκεί πέρα. Φέγγανε. Λουξ είχανε, τι είχανε. Και λέει: «Το φεγγάρι - ay το λένε- «Ay gibi parlıyor»,του λέει η μαμά μου. Σαν το φεγγάρι -λέει- άστραφτε εκεί στον γάμο. Ναι. Και ύστερα, όταν κάνανε τον διωγμό, η μαμά μου είχανε ένα μωράκι τριών μηνών. Το πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Είκοσι ένα χρονών ήτανε. Κι οι δύο ίδια ηλικία είχανε. Δυο μήνες περπατούσανε. Δυο μήνες με συνοδεία τους Τούρκους με τ' άλογα. Κι όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουνε, σκάβαν τον λάκκο και ζωντανό τον βάζανε μέσα και τον σκεπάζανε. Βάζανε τους Έλληνες να σκάψουνε. Κι ο μπαμπάς μου σκάψανε σε μία θεία τους. Ναι! Μέχρι και να την σκεπάσουνε, το χώμα τούς το πετούσε. Τέτοια μαρτύρια! Νερό δεν είχε. Όπου έβρισκαν νερά -λέει- σε βράχους, λέει: «Το 'πλενα το παιδί», λέει. Βρίσκαμε απ' την βροχή νερά στο δρόμο -λέει- να πιούμε, να κάνουμε. Βάζανε τ' άλογά τους μέσα, πλάτσα πλούτσα. Κι ύστερα μας λέγανε: «Πιέστε!». Πολλά! Και μόλις ήρθαν στον Πειραιά, πέθανε το παιδί. Κάνει άλλα δύο. Και πεθαίνουνε. Και μετά η Στέλλα και η Κίτσα κι εγώ. Έξι κορίτσια έκανε. Μετά έκανε ένα αγοράκι η μαμά μου. Όμηρο τον λέγανε. Αυτός ο Όμηρος ήταν αδερφός τους. Στην Καβάλα έμενε και πέθανε από βλακεία του. Είχε καρούμπαλο στο κεφάλι του. Και με το ξυραφάκι το ΄κοψε αυτός. Και αιμορράγησε αυτός. Μέχρι να πάει στην Καβάλα, πέθανε! Γι' αυτό το μωρό Όμηρο το βάλανε. Εγώ το θυμάμαι το μωρό αυτό. Ενάμισι χρονών πέθανε. Ξανθό ήτανε. Δεν έτρωγε! Το δίναμε να φάει. Άνοιγε την καραμέλα. Πετούσε την καραμέλα, έβαζε το χαρτί. Με την Παρθένα το δίναμε, θυμάμαι. Την Παρθένα, αυτή που ήτανε στην Βόνιτσα, μια ξαδέρφη μας. Και μ' αυτήνα το δίναμε. Και ύστερα η μαμά μου απ' τον καναπέ -έτσι- του δωματίου, το νεκροταφείο φαίνονταν. Είναι μακριά! Όταν έβρεχε, έκλαιγε, έκλαιγε! «Το παιδί μου βρέχεται τώρα», έλεγε. Μετά έμεινε έγκυος στον Νίκο. Του Αγίου Νικολάου γεννήθηκε ο Νίκος. Αλλού ο Όμηρος. Γεννήθηκε στο πρώτο. Ο Νίκος στο δεύτερο εκεί, πίσω. Θυμάμαι που γεννήθηκε και ο μπαμπάς μου είχανε πάει στον Νίκο τον Παμπουκίδη που γιόρταζε. Άφησε την γυναίκα που θα γεννούσε και πήγε στον γάμο, στην γιορτή, στου Νίκου του Παμπουκίδη. Ύστερα, εκεί κόσμο είχανε αυτοί στου Παμπουκίδη. Είπανε ότι έκανε αγόρι η μαμά μου! Όλοι όσοι ήταν εκεί ήρθαν στο σπίτι μας! Τον θυμάμαι τον Νίκο. Μαύρο, μαύρο μωρό. Αγόρι μου! Εγώ είχα μια φωτογραφία με τον Νίκο. Την έχω χαμένη. Ποιος την έχει πάρει; Η Στέλλα μας, όταν παντρεύτηκε στην Ξάνθη, ήμουνα στην Ξάνθη εγώ και ο Νίκος ήταν λυκόπουλο Σταυρούπολη και τον φέρανε στην Ξάνθη. Πήγα εγώ, τον πήρα και βγήκαμε φωτογραφία. Εγώ με κοτσίδες έτσι! Και τον Νίκο. Δεν την έχω. Και τον κάνανε και αξιωματικό. Στολή τον είχανε κάνει!
Γιαγιά, στο σπίτι, στα Κομνηνά που μένατε και από μικρά, δηλαδή. Τι γλώσσα μιλούσατε;
Τούρκικα! Τούρκικα! Ο μπαμπάς μου ήξερε ελληνικά. Μαζί μιλούσαμε τούρκικα. Βέβαια! Έξω, με τα παιδιά ελληνικά μιλούσαμε. Είχαμε ένα ντιβάνι εκεί, στην βεράντα, ωραία! Είχε κάνει έναν νιπτήρα εκεί. Ένα υπερυψωμένο ήτανε! Από 'κει δίπλα δρόμο είχε. Υπερυψωμένο έναν τοίχο. Κι έκανε έναν νιπτήρα εκεί να πλένουμε τα πιάτα. Κι έναν νιπτήρα, αυτά που τα κρεμαστά ήτανε. Τα ξέρεις έτσι; Μουσλούκι, τα λέγανε. Είχαμε τέτοιο. Είχαμε. Η δεντροφυτεία μας απέναντι. Δεντροφυτεία όλο με φρούτα! Μια σειρά μηλιές, μια σειρά κυδωνιές, μια σειρά αχλαδιές, ροδιές. Μια κερασιά είχαμε... 1η Μαΐου ήταν έτοιμη!
Πριν μου είχες αναφέρει για τον μπακάλη, που πηγαίνατε στον μπακάλη. Στο χωριό.
Είχαμε μπακάλικα, πολλά! Παπουτσάδικο, ρούχα! Πολλά μαγαζιά. Και δίναμε, πηγαίναμε να ψωνίσουμε να κάνουμε. Ο Χρηστάκης ήταν αυτός. Ψωνίζαμε, μας έδινε μια καραμέλα. «Γλυκά να τρως, γλυκά να μιλάς», έλεγε. Αυτός ο Χρηστάκης, ήτανε ντόπιοι αυτοί, Σταυρούπολη. Είχε ένα γιο -Αλέκο- κατέβαινε στο μπακάλικο κάθε μέρα. Και μια κόρη, Αλίκη. Ήταν, δηλαδή, από τους σπάνιους. Είχαμε έναν δικηγόρο Σταυρούπολη. Από ΄δω; Από πού ήταν, δεν ξέρω. Αρραβωνιάστηκε μ' αυτόν αυτή, η Αλίκη. Και ερχόντανε θίασος στο χωριό. Ηθοποιοί το καλοκαίρι! Και κατασκηνώνανε στα χωράφια το θέατρό τους και παίζανε. Θέατρο. Και μες στο θέατρο την είδα την Αλίκη. Ήταν γερμένη επάνω στον άντρα της, στον αρραβωνιαστικό της. Είχαμε στο σπίτι μας δίπλα μια κερασιά. Κι ήμουν στην κερασιά επάνω εγώ. Κι έρχεται ο Κακκαβάς, ο ηθοποιός από κάτω. Και μου λέει: «Μου δίνεις -λέει- λίγα κεράσια;» Του λέω: «Ανέβα και μάσε!» Ναι. Ο Κακκαβάς ήταν πολύ ωραίος! Ύστερα παντρευτήκαν αυτή η Αλίκη. Ήρθαν εδώ στην Αθήνα. Στις εκδρομές που κάμναμε εμείς Σταυρουπολίτες, μια Σταυρουπολίτισσα οδοντίατρο είχαμε και έλεγε ανέκδοτα μες στο λεωφορείο. Τι ανέκδοτα! Τι πρόστυχα! Τι αυτά! Κι αυτός γελούσε, γελούσε! Παντρευτήκανε και κάνανε μία κόρη. Αυτός εδώ στην Αθήνα προόδευσε πολύ από δικηγόρος. Πολύ! Η κόρη που κάνανε είναι η πρόεδρος τώρα στο αυτό. Ναι! Κι ο γιος τους, ο Αλέκος, αγαπούσε μία Βέτα. Μια κοπελάρα μέχρι 'κει πάνω. Πεταχτή, αυτή. Κι επειδή ήτανε Πόντια δεν την θέλανε. Δεν την πήρανε. Και πήρανε μια [00:50:00]Μικρασιάτισσα ύστερα. Άσε μας! Γιατί την γιαγιά σου, δεν κάνανε έτσι;
Υπήρχε τότε, έτσι, ένας διαχωρισμός ανάμεσα στους Πόντιους και τους Μικρασιάτες;
Ναι! Στους ντόπιους, στους αυτούς. Ναι! Η γιαγιά σου τα είχε με τον παππού σου, περνούσε από την πόρτα μας και πήγαινε στο ραφείο. Συναντιόντουσαν, κάμνανε, ράνανε. Και κάθε Σάββατο έφευγε στο χωριό. Πήγαινε στην μάνα του. Μπαμπά δεν είχε. Πήγαινε εκεί. Και κατέβαινε Δευτέρα πρωί στο μαγαζί. Και Παρασκευή βράδυ συναντηθήκανε εκεί πίσω από το υπόστεγο, ένα υπόστεγο που είχαμε, εκεί την φίλησε την γιαγιά σου αυτός. Και δεν της είπε: «Εγώ απόψε θα αρραβωνιαστώ στο χωριό!». Μια Μικρασιάτισσα, του Κόκλα την κόρη, την Σοφούλα. Την αρραβωνιάστηκε. Τρεις μήνες κράτησε. Την χώρισε. Αγαπούσε πολύ την γιαγιά σου! Και της είπα. Της το είπα εγώ που χώρισε. Δίπλα μας ένα ψιλικατζίδικο, πήγα να πάρω κάτι. Εκείνη η αδερφή μου έπεφτε πάνω στην μηχανή που έραβε και έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε γι' αυτόν. Και πάω εκεί πέρα και πάει και μια άλλη πελάτισσα εκεί πέρα και λέει: «Κυρά Άννα», το μαγαζί που είχε, «ο Μπάμπης», λέει, «ο Χαράλαμπος, χώρισε με την Κόκλα!». Πάω στο σπίτι. Πότε να πάω να το πω την αδερφή μου. Πάω, της λέω: «Κίτσα μου, ο Χαράλαμπος χώρισε με την Κόκλα!». Μ' αγκάλιασε, με φίλησε. «Θα σε κάνω ένα φόρεμα!», λέει. Και μ' έκανε ένα βελούδο φόρεμα. Και στον γάμο της το φοράω. Και στα πρώτα γενέθλια το χάλασα και το 'κανα στην κόρη μου. Είχα πάρει κι ένα ύφασμα βελούδο την μαμά σου. Η μαμά σου φοράει το βελούδο. Της το έραψε η μαμά της.
Γιαγιά, θυμάσαι -μια που είπες τώρα για τον παππού τον Χαράλαμπο- θυμάσαι καθόλου την Σφαγή του Καρυοφύτου;
Την Σφαγή; Εγώ; όχι! Τον μπαμπά του σφάξανε.
Ναι!
Οι Βούλγαροι.
Το είχες δει εσύ το Καρυόφυτο να καίγεται;
Όχι! Πρώτα από όλα, ο Χαράλαμπος δεν ήταν Σταυρούπολη τότε. Ήταν εκεί κι όταν καίγονταν το χωριό, πάνω απ' εμάς ήτανε του Μιρόν το σπίτι. Είχανε την Βάλια, την Βαλεντίνη, την μεγάλη, κι έλεγε στα τούρκικα. Το Καρυόφυτο το λέγανε «Κόζλουτζα». Κι έλεγε: «Ω, Κόζλουτζα καίγεται -έλεγε- Κόζλουτζα καίγεται!», έλεγε. Και κάπνιζε από εκεί επάνω! Και... Να! Και στο χωριό μας που κάψαν όλα τα σπίτια. Πολλά σπίτια κάψανε. Ευτυχώς, δεν είχαμε, μόνο αυτήν, αυτουνού, του Στίγκα που σκοτώσαν την γυναίκα.
Έχω ακούσει, μου είχες πει, για ένα περιστατικό που είχαν σκοτώσει κι ένα παιδί, κατά λάθος;
Τον Κώστα του Νεοκλή, δεκαέξι χρονών. Του Νεοκλή. Όχι του Νεοκλή. Την Τασούλα. Μια ωραία κοπέλα αυτή. Αυτή την αρραβωνιάστηκε ο Παύλος, της θείας Μαρίκας, της Φιφής. Αυτός στην Αλεξανδρούπολη που ήτανε. Ύστερα την χώρισε. Είχαν παίξει το θέατρο, την Γκόλφω. Και ήταν η Γκόλφω αυτή. Και η άλλη, η Βαγγελιώ του Μαυρίδη, ήταν η Σταυρούλα. Να, του Μαυρίδη, αυτές οι αδερφές πεθάνανε. Έχουν κι έναν Αλέξη. Το θυμάμαι.Στο χωριό, κοντά στο κολυμβητήριο, που 'ναι το σπίτι της Φωφώς; Το ξέρεις! Πιο πάνω είναι! Και κατεβαίνει στη Φωφώ αυτός. Ο Χρήστος πέθανε. Η Φωφώ τώρα πήγε στο χωριό.
Εκείνο το παιδί πώς το είχαν σκοτώσει;
Το σκοτώσαν! Το συναντήσαν κάπου και νόμιζαν ότι είναι τροφοδότης έξω.
Μου είχες αναφέρει κι άλλο ένα περιστατικό, μ' έναν Θεόφιλο που ήσασταν μικρά και παίζατε.
Θεόφιλο; Θεόφιλος ήταν του θείου Γιοβάννη ο γιος. Ναι! Του θείου Γιοβάννη ο γιος. Του Τάκη αδερφός. Της Περσεφόνης ο αδερφός. Αυτός που ήταν παντρεμένος κι ήταν στη Γερμανία κι ύστερα έκανε ένα αγόρι. Το βάλανε Γιάννη. Τον θείο Γιοβάννη τον λέγανε Γιάννη. Και θυμάμαι τον είχανε φέρει στο χωριό. Τότε δεν είχε έτοιμα ρούχα. Δίπλα μας είχαμε υφασματοπωλείο. Πήγα, πήρα δυο μέτρα εγώ και το 'δωσα. Αυτός, εντωμεταξύ, έκανε και δυο κορίτσια. Και χώρισε! Κι ήρθε στην Ξάνθη. Παντρεύτηκε με μια γεροντοκόρη, την Μάρθα. Αλλά, ήταν πολύ καλή η Μάρθα. Είχε ένα ωραίο σπίτι, δικό της, επιπλωμένο, νοικοκυρά. Ήταν πιο κάτω από της Εύης το σπίτι. Ήτανε... Πολύ μας περιποιούντανε. Αυτή λέγανε ότι, μετά που πέθανε ο Θεόφιλος είναι σ' ένα ίδρυμα εδώ, στην Γλυφάδα. Ο ανιψιός της την έφερε. Τώρα ζει; Δεν ζει; Αλλά μεγάλη ήτανε. Επάνω στην Παναγία, στο μοναστήρι, είχαν κάνει ένα μεγάλο κάδρο. Δωρεάν!
Όλα αυτά τα χρόνια που ζήσατε στα Κομνηνά και στη Σταυρούπολη, και στην Κατοχή και μετά με την Σφαγή και τα λοιπά, πώς θα έλεγες ότι ήτανε;
Πώς τα είδα;
Πώς θα έλεγες ότι ήτανε; Πώς αισθανόσουνα εσύ ως παιδί μεγαλώνοντας εκεί;
Απλά! Πολύ απλά! Είχαμε μια λίμνη εκεί. Μια λίμνη έχουμε. Δεν ξέρω, τώρα έχει νερό; Δεν έχει; Στο χωράφι μας δίπλα. Εκείνη η λίμνη ήτανε πάντα γιομάτο νερό. Και για τα καπνά από κει παίρναμε νερό. Και δίπλα είχαμε στο χωράφι μας μια μουριά. Ήμουνα πάνω στη μουριά εγώ. Κι ένα γεροντοπαλίκαρο ήρθε, ξάπλωσε κάτω απ' τη μουριά. «Αϊ στο διάολο, βρε -του λέω- να φύγεις από κει κάτω!». Τέλος πάντων! Πηγαίναμε και σκοτώναμε φίδια με μία φιλινάδα μου εκεί στη λίμνη. Τι φίδια σκοτώσαμε! Τι φίδια! Τα 'βλεπες έτσι. Το μισό είναι στο νερό, το μισό ήταν στον τοίχο χωμένο. Να, από πάνω! Να, από πάνω! Ένα σωρό φίδια. Παιδικά αυτά, είχα πολλά. Είχα μια Ευχάρη ήταν απέναντι. Με τα γαϊδούρια ήμασταν και περνιόμασταν με τα γαϊδούρια. Αυτή στη Θεσσαλονίκη, στον Εύοσμο ήτανε. Είχανε φύγει, τότε πολύ νωρίς. Και πέθανε εκεί. Ύστερα, έχει μια Μαρίκα στη Θεσσαλονίκη, την αδερφή της. Και μια Δέσποινα στον Εύοσμο. Η Δέσποινα λέει -έγινε λέει- μέντιουμ. Καθένας... Εκεί τώρα της αυτηνής ο Τάκης, του Τάκη η κόρη, η Σοφούλα, Σοφούλα την λένε. Έχει της γιαγιάς της τ' όνομα. Του θείου Γιοβάννη. Αυτή με την μαμά μου ήταν πρώτες ξαδέρφες. Και έλεγε η μαμά μου τον μπαμπά μου: «Να χωρίσουμε -λέει- γιατί πρώτες ξαδέρφες, πήραμε δυο αδέρφια. Γι' αυτό πεθαίνουν τα παιδιά μου». Ναι, αλλά η μαμά μου παντρεύτηκε πιο μπροστά, εκείνον. Ο θείος Γιοβάννης αγαπούσε άλλην και άλλην πήρε. Δεν ήταν όμορφη η θεία Σοφία!
[01:00:00]Η μαμά μου ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη ήτανε! Και στην κηδεία της ήτανε θαρρείς ζωντανή, θα μιλούσε. Τρελάθηκα! Ήτανε η μαμά σου εδώ, στην μονοκατοικία μας κάτω ήτανε. Είχε πεθάνει ο άντρας μου. Κι ο Νάκης ήθελε ιμάμ μπαιλντί, το παιδί δεν είχε φάει. Έκανα ιμάμ μπαιλντί κι έβαλα στην κουζίνα, το τραπέζι αυτό, τις καρέκλες. Να φάνε! Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει το παιδί. Πέφτει το τηλέφωνο. Ούτε έφαγε. «Η γιαγιά πέθανε!», λέει. Τρελάθηκα! Τρελάθηκα! Δεν βρίσκουμε αεροπλάνο εκείνη την ώρα. Την άλλη μέρα το πρωί πάμε. Και βλέπω την μαμά μου εκεί νεκρή. Η Στέλλα μας εκεί και ένας νέος άντρας. Ο μπαμπάς μου, όλοι. Ο Νεόφυτος του Κεμετσετζίδη. Ένας Νεόφυτος που ήτανε. Και βάζω τις φωνές! Λέει κι η Στέλλα: «Αχ, Ζωζώ, τι να κάνουμε!», λέει. «Κοίταξε τον κύριο -λέει- έχει δεκαπέντε μέρες που έθαψε σαράντα πέντε χρονών την γυναίκα του». Και στο νεκροταφείο τον τάφο της τον έβλεπε. Ούτε πενήντα ήταν ο δικός μου.
Πάνε όλα αυτά τώρα, περάσαν!
Κι όμως, εμένα ταινία μου μείναν αυτά. Το τροχαίο, όλα! Με μείνανε ταινία! Από 'μας φύγαν τα παιδιά. Ναι! Είχαμε τον Γιάννη και δεκαεπτά μερών την Ελευθερία είχαμε. Κι ήρθαν να δουν την Ελευθερία. Από την αγκαλιά της η Άννα δεν το άφησε το παιδί, το μωρό. Κι ο Στρατούλης, αυτό που σκοτώθηκε, την κρατούσε έτσι από κει. Και του λέει: «Στρατούλη να το πάρουμε το μωρό αυτό;». Λέει: «Ναι!». «Και πού θα το βάλουμε;». «Στο κρεβάτι μου!». Κι όταν σκοτώθηκε και μπήκα στο νεκροτομείο να του αλλάξω εγώ, το σουβλάκι στο στόμα του ήτανε. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω! Διότι εγώ πήγα στην Καβάλα στο σπίτι τους με τον κλειδαρά. Σπάσαμε, κάναμε. Πήρα τα ρούχα τους, τα αυτά τους. Η Αστυνομία όλα, εκεί πέρα. Και μπήκα στο νεκροτομείο και βλέπω πάνω στα μάρμαρα την Άννα, τον Γιάννη από 'κει. Και μ' έριχνε νερό εκεί ο Νίκος και τον έπλενα, τον έπλυνα το κεφάλι τους συνέχεια. Συνέχεια! Όλο αίμα ήτανε το πουλάκι μου! Κι ο Νίκος ήτανε πάνω άρρωστος, στον θάλαμο. Τραυματισμένο ήταν κι εκείνο. Και την άλλη μέρα το πρωί φεύγουν η Στέλλα, όλοι. Η Αμαλία ήταν αρραβωνιασμένη. Φεύγουνε. Και η Κίτσα μας πού ήταν καλέ; Στη Στέλλα μας μαζί πήγαμε. Α, στον Γιαννάκη ήτανε. Καθόταν με την Στέλλα δίπλα δίπλα. Κι εγώ την -φεύγουν όλοι- κι εγώ ύστερα το παιδί, τον Νίκο, με το ασθενοφόρο τον παίρνω. Πάω να τον ντύσω, να τον πάρω. «Α! Α!», κάνει το παιδί. Πάω στον γιατρό, λέω: «Το παιδί κάνει «Α! Α!». Κάπου πονάει το παιδί!». Το πήραν, το περάσαν από ακτίνες. Λέει: «Δεν έχει τίποτα!». Ο Νίκος σπλήνα δεν έχει. Ο νονός σου. Και ύστερα το βάλαμε στο ασθενοφόρο, γιατί με γνώριζε αυτός. Είχαν φάει σ' εμάς. Μες στα μάτια με κοίταγε. Εγώ, έτσι, αγκαλιά στο ασθενοφόρο. Το πήγα στην Ξάνθη. Το πήγα στο νοσοκομείο εκεί. Περιμένανε όλοι οι δικοί μας. Το αφήνω. Λέω: «Πάρτε το! Εγώ πάω σπίτι μ' ένα ταξί». Όταν είδα έξω από την πόρτα της τα καπάκια στη σειρά, τρελάθηκα! Έβαλα τις φωνές! Μέσα χάλασα τον κόσμο! Και όλοι εκεί μέσα, που ήτανε από 'κει ήτανε η Άννα, στη μέση το παιδί, από 'δω ο Γιάννης. Το σόι της Άννας ήταν από 'κει.
Έλα, γιαγιά, μην τα σκέφτεσαι τώρα αυτά!
Δεν με φεύγουνε!
Τώρα είσαι εδώ! Είσαι με τα παιδιά! Είσαι με τα εγγόνια σου!
Εγώ θα πέσω το βράδυ κι αυτή η ταινία περνά. Λέει ο Τάσος: «Κι εμένα με περνάει!». «Τι σε περνάει Τάσο -λέω- Τι είδες εσύ; -λέω- Μήπως μπήκες στο νεκροτομείο; Μήπως έκανες τίποτα;». Εκείνη η Κοραή, όλη ήτανε κόσμος. Τόσο πολύ κόσμος! Τι απ' την Καβάλα! Και το Γιαννάκη καθόνταν δίπλα στη σόμπα, στον καναπέ του σαλονιού, στη Νούλη. Και φορούσε ένα πουλόβερ γκρι, με μαύρα πουά. Και: «Αχ -λέω- αγόρι μου!», έκατσα δίπλα του. Μ' αγκάλιασε και λέω: «Αχ, τι ωραίο πουλόβερ φοράς!». Λέει: «Ο Νίκος, ο κουμπάρος, μου το 'κανε!» Τον Νίκο τον ξέρω. Και με λέει η Άννα, λέει: «Απ' όλες πιο πολύ αγαπώ αυτή την θεία μου!». Εγώ όλο φορτωμένη πήγαινα, αυτή πήγαινα. Άσε και ο άντρας μου, που πέθανε, η Στέλλα εδώ ήτανε. Κι ανέβηκε το ζάχαρό της. Ο μπαμπάς μου. Τελευταία τα μάτια του τ' άνοιξε και στον μπαμπά μου κοίταξε. Σαν να είπε ότι: «Σας τους παραδίνω εσένα!» Δε βαριέσαι! Σαν τον σύντροφο, δεν υπάρχει! Κι όταν είναι καλός!
Γιαγιά, θυμάσαι να μου πεις έτσι κανένα τούρκικο τραγούδι;
Ένα τούρκικο; Τι τούρκικο να σου πω;
Τραγούδι! Τραγούδι! Τραγούδι! Τραγούδι!
Α! Τραγούδι! Ήξερα και θυμόμουν που ο πεθερός μου μ' έβαλε τραγούδι, στο σπίτι τους, αρραβωνιασμένοι. Και χορέψαμε μαζί τσιφτετέλι με τον πεθερό μου. Πώς για έλεγε; Το Κekliğim ήξερα. Κι ένα άλλο. Ήξερα πολλά τραγούδια. Αλλά τώρα ξέχασα και τους διπλανούς μου. Από τότε που αρρώστησα, πριν δύο χρόνια. Το καλοκαίρι ήμουν αναίσθητη. Ούτε μιλούσα, ούτε απαντούσα. Ούτε με μιλούσανε. Απλώς κοίταγα. Και παντρευόνταν εδώ της Πολυξένης η κόρη, η Ελευθερία. Και ο Χρήστος και η Νούλη θέλαν να πάνε. Αλλά πού να μ' αφήσουνε. Κι ήρθε η Κατίνα να με δει και τους λέει: «Πηγαίντε! Εγώ θα κάτσω κοντά στη Ζωζώ!». Και λέει η Κατίνα: «Τώρα έλεγα -λέει- θα ζήσει η Ζωζώ; Δεν θα ζήσει;». Βέβαια! Πόσες φορές λιγοθύμησα μες στο σπίτι κι έπεσα; Όταν βλέπω τα κολοκυθάκια τώρα με πιάνει αυτή. Έκανα γεμιστά κολοκυθάκια και μου μείναν δύο κολοκυθάκια να τελειώσω. Κι ένιωσα ζάλη. Έκατσα στην καρέκλα. Κι αυτό ήταν! Ο Χρήστος ήρθε, με βρήκε λιγοθυμισμένη επάνω στο... Άλλη φορά έπεσα κάτω απ' τα ντουλάπια της Νούλης οριζοντίως. Δεν μπορούσε να με ξυπνήσει η Νούλη. Ήρθε ο φαρμακοποιός. Μια άλλη έπεσα στο ψυγείο και στην κουζίνα μπροστά. Εκεί ξύπνησα μόνη μου. Κι ύστερα, σούρνοντας, σούρνοντας, σούρνοντας πήγα στον καναπέ πάνω.
Τώρα είσαι μια χαρά, όμως! Και μου είπες-
Δυο χρόνια πήγαμε στη θάλασσα. Όχι στα Γιάλτρα. Πριν τα Γιάλτρα. Σε μονοκατοικίες διώροφες. Πολύ ωραία ήτανε! Τα 'κανα και πάνω μου και με καθαρίσανε η Νούλη κι ο Χρήστος!
[01:10:00]
Τώρα είσαι μια χαρά! Και μου είπες και πολύ ωραίες ιστορίες και σε ευχαριστώ πάρα πολύ!
Παντρευτήκαμε! Είδες στον γάμο μας πού είναι. Που είμαι νύφη εκεί! Πολύ ωραίος ο γάμος μας! Ήρθε ο Λευτέρης Σταυρούπολη και πήγαμε στην Ξάνθη και διάλεξε το νυφικό. Κι όλο επάνω μου σέρνοντανε. Κι όταν τελείωσε ο γάμος Σταυρούπολη, φύγαμε με ταξί στην Ξάνθη, που είναι η μαμά σου και η αυτή. Και την ώρα εκείνη η γιαγιά σου είχε την μαμά σου τριών χρονών. Και μ' έβλεπε μες στο ταξί που φεύγω. Πάνε!
Με κάλυψες με όλα αυτά!
Α! Σε κάλυψα!
Με κάλυψες με όλα αυτά! Ναι! Θέλεις να μου πεις κάτι άλλο;
Που λες, τον γάμο μου, πώς ξεκίνησε. Πήγα στη Δράμα. Με είπανε να πάω στη Δράμα, η ξαδέρφη μου. Πήγα. Κι όταν πήγαινα, λέω την μαμά μου: «Αν εγώ τον αρέσω, δεν θα φέρετε αντίρρηση εσείς! Αν δεν τον αρέσω, δεν θα επιμένετε!». Πήγα εγώ, λέει: «Για να πάμε να περάσουμε για την αγορά, έπρεπε να περάσουμε απ' του Λευτέρη το σπίτι». Της Χρυσούλας ήτανε πιο κάτω. Η Χρυσούλα στη Μαίρη, την κόρη της. Περπατούσε τοίχο τοίχο εκείνη. Κι είχανε ένα ντουλάπι κι εκεί είχανε ελιές. Και πήγαινε έπαιρνε ελιά κι έτρωγε η Μαίρη. Και με λέει η Χρυσούλα: «Κοίταξε -λέει- θα 'ρθει ο Λευτέρης τώρα», λέει. «Πάρ' το μωρό, κάτσε εκεί στην βεράντα -λέει- και θα 'ρθει από κει», λέει. Κι εγώ να πάρω μια σκούπα. Βγαίνω κι εγώ η χαζή, παίρνω το παιδί. Αντί να κοιτάξω κατά 'κει, κοίταγα κατά 'κεί. Είχα τις πλάτες μου κατά 'κει. Κι έρχεται ο Λευτέρης πίσω απ' την πλάτη μου και με λέει: «Καλημέρα!». Μάλλον «Καλησπέρα!» ήτανε; Ή «Καλημέρα!» ήτανε; «Καλημέρα!» Α! Γυρνάω βλέπω ένα κολαρισμένο. Με το κοστούμι, με τ' αυτά. «Καλημέρα!». «Αχ, ήρθες Λευτέρη! -λέει- Άντε ελάτε! Περάστε μέσα!» Πήγαμε μέσα, κάτσαμε.Εκείνος από κει που με είδε, είπε: «Αυτή την κοπέλα θα την πάρω!» Τις πλάτες που μου είδε. «Αυτή την κοπέλα θα την πάρω!». Έκατσα πόσες μέρες εκεί. Κάθε βράδυ εκεί, στη Χρυσούλα. Κάθε βράδυ ερχόνταν και 12:00 η ώρα έφευγε. «Αμάν -έλεγα- ρε Χρυσούλα! Δεν θα μας αφήσει να κοιμηθούμε!». «Α! Θα 'ρθει κι η αδερφή μου να την δει -λέει- την Ζωζώ». Το Ζωζώ εκείνος μου το 'βαλε. Και λέω: «Ας έρθει να με εκλέξει κι εκείνη!». Και ύστερα ρωτούσε: «Τι είπε; Τι είπε; Τι είπε;» Έλεγε της ξαδέρφης μου άντρα: «Δεν είπε τίποτα για σένα, δεν λέει τίποτα για σένα! Εσύ τι λες;». «Εγώ θα την πάρω!», λέει εκείνος. Έρχεται και η αδερφή του η μεγάλη. Κουνάμενη, λεγάμενη. Ήρθε και έκανε. Πήγε, λέει: «Τέλεια κοπέλα είναι! Με τα όλα της! Με την παντόφλα της την ωραία! Το καλσόν της! Τα αυτά της! Ντυμένη ωραία!». Όταν πηγαίναμε για κάτω, το παράθυρο του σπιτιού τους όλο κεφάλια ήτανε. Για να με δούνε! Ύστερα λέει ο πεθερός μου: «Θα πάμε για λόγο!». Λέει της ξαδέρφης μου τον άντρα: «Θα την πας την κοπέλα Σταυρούπολη». Ο Λευτέρης κατεβαίνει στον σταθμό να μας ξεβγάλει. Ανεβαίνει κι αυτός στο τρένο! Κι έρχονται Σταυρούπολη με το ένα, με το άλλο φεύγουνε. Έρχονται για λόγο. Μπούρου, μπούρου, μπούρου. Είπανε. Εγώ είπα: «Καλός είναι!». Όχι να ερωτευτώ, όπως εκείνος ερωτεύτηκε. Και δεν μπορούσε ούτε μια μέρα. Κατέβαινε γράμμα να με στείλει και ανέβαινε στο τρένο κι ερχόντανε Σταυρούπολη. Και, τέλος πάντων, να τελειώνουμε. Έγιναν κι οι αρραβώνες, έγιναν. Πολύ ωραίες οι αρραβώνες. Στην αρραβώνα τι με βάλανε;
Έχεις να μου συμπληρώσεις τίποτα άλλο;
Ε;
Έχεις -λέω- να μου πεις κάτι άλλο;
Έγινε η αρραβώνα. Ένα ωραίο καφέ φόρεμα φοράω. Το 'χω και στη φωτογραφία. Με λέει. Eντωμεταξύ, για λόγο που δώσαμε, πήγαμε στη Δράμα. Να με ψωνίσουνε. Ένα ύφασμα για φόρεμα και μαντό. Παπούτσια, τσάντα. Ήταν κι ο Λευτέρης μαζί μας. Λέει: «Μανό και κραγιόν!». Εκείνος δίχως μανό και κραγιόν δεν με άφηνε. Και πήραμε κι αυτά. Έφυγα εγώ τώρα. Να φύγω για την αρραβώνα θα ερχόντουσανε. Ήρθανε. Εγώ, εντωμεταξύ, με τον Λευτέρη πήγαμε βόλτα στον θείο μου, του μπαμπά μου τον αδερφό εκεί. Κάναμε, περπατήσαμε. Έτσι δεν μ' άγγιξε! Παρόλα τόσο θερμός που ήταν, έτσι δεν μ' άγγιξε. Έγιναν οι αρραβώνες, απέναντι, στην γιαγιά σου κοιμήθηκε ο Λευτέρης. Και το πρωί λέμε, τώρα η Αλίκη αυτή η ξαδέρφη -τσαούσα αυτή- την Αλίκη την είπε: «Θα την αφήσω πρώτα να με φιλήσει εκείνη», λέει. «Εγώ δεν θα την φιλήσω!». Λέει η Αλίκη: «Μπες καλέ μέσα! Θα ξύπνησε», λέει. Εγώ ανοίγω και μπαίνω μέσα. Ντροπαλή, ντροπαλή! Έτσι ακουμπισμένος ήταν στο μαξιλάρι, με μια κασκορσέ (φανελάκι) μπουζάτη (άσπρη) αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω. Λέει... Μ' έκανε χώρο! Λέω: «Πού να καθίσω;». Λέει: «Εδώ κάθισε!», λέει. Συζητούσαμε. Με βουτάει εκείνη την ώρα και με φιλάει. Λέω, λέω: «Η Αλίκη μου είπε εγώ θα κάνω!». «Δεν άντεξα! Τόσο καιρό που σ' έχω δίπλα μου!», λέει. Κάναμε ωραίες αρραβώνες. Κάναμε τις αρραβώνες. Απέναντι σ' ένα μαγαζί, κάνανε χορό! Λέει: «Πάμε να χορέψουμε!». Πήγαμε να χορέψουμε. Και τον αφήσανε εκεί και φύγανε! Με το λεωφορείο είχαν έρθει. Τους συνοδέψαμε μέχρι τα σχολεία επάνω εκεί. Και κατεβήκαμε εμείς κι αυτοί φύγανε. Ναι! Κι έτσι την άλλη μέρα, την Δευτέρα, λέει η Κίτσα μας: «Φύγετε! Πηγαίντε βόλτα εσείς! Εμείς θα καθαρίσουμε το σπίτι!». Κι έχω μια φωτογραφία εκεί πέρα, η πρώτη έξοδό μας είναι! Το αγκαζέ δεν τ' άφηνε! Δεν τ' άφηνε! Και στο κατούρημα αγκαζέ! Όλες οι φωτογραφίες μου έτσι. Πολλές. Όπου πηγαίναμε. Όπου πηγαίναμε. Έτσι που λες! Και το νυφικό το νοικιάσαμε. Κι εγώ κατέβηκα Σταυρούπολη κι ο Λευτέρης έφυγε. Ύστερα, όταν μετά πήγαμε στην Ξάνθη για φωτογραφίες εβδομαδαίες, πάμε στη Στέλλα ν' αλλάξω. Να βγάλω το νυφικό. Εκείνος κολλούσε επάνω μου. Μια με σπρώχνει η Στέλλα επάνω! «Να, βρε! Χόρτασε τώρα!», λέει. Βγάζω το νυφικό. Βάζω ένα ωραίο ταγεράκι και πάμε στην Καβάλα. Μια βδομάδα κάτσαμε. Η πεθερά μου περίμενε παρθενιά να της πάω. Την παρθενιά την είχε φάει προ πολλού εκείνος! Πώς! Περίμενε έναν χρόνο; Το κλάμα που 'κανα εγώ εκείνη την ημέρα! Έτσι που λες! Ύστερα, στο γάμο μ' έβαλε ένα βραχιόλι ο πεθερός μου, πολύ ωραίο! Σκαλιστό! Και ένα ο Λευτέρης μου είχε πάρει το ίδιο. Και δύο βέργες. Τελειώσαμε εδώ;
[01:20:00]Αν εσύ δεν έχεις κάτι άλλο να μου πεις. Εγώ είμαι καλυμμένη!
Που λες παντρεμένη δεν έκανα παιδιά - πόσο;- έξι χρόνια! Πήγαινα σ' έναν πολύ καλό γιατρό! Κι εδώ του Λουμίδη που είναι απέναντι. Απέναντι είχε άλλο καφέ. Τράπεζα είναι τώρα. Εκεί είχε καφέ. Εκεί με τον Λευτέρη χαζεύαμε τον καφέ. Εκεί περιμέναμε την κουνιάδα μου. Και να δω από πίσω μου τον σιδηροδρομικό! Πού φύτρωσε αυτός, καλέ; Κι όταν είπε τότε: «Όπου και να ΄ναι εγώ θα την πάρω. Θα την βρω και θα την πάρω». Και λέω: «Κάνει γούστο να κάνει καμιά αυτή. Παντρεμένη!» Πήραμε την Πατησίων, να κατεβαίνουμε να πάμε στον γιατρό. Μέχρι το Πολυτεχνείο από πίσω μας ερχόντανε. Ναι! Αυτά που λες!
Γιαγιά, να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο μιας που το ανέφερες. Κι αν θέλεις, μου απαντάς. Γιατί λες, τότε που πρώτη φορά συνευρεθήκατε με τον-
Λευτέρη.
Με τον θείο, με τον Λευτέρη, λες ότι έκλαψες πολύ.
Μα, ο Λευτέρης απ' την πρώτη φορά μου είπε: «Θα την πάρω!» Εγώ είπα: «Εγώ δεν τον αγάπησα τώρα. Αλλά με τον χρόνο, θα τον αγαπήσω!» Και στην φωτογραφία αυτήν που βγήκαμε απ' το σπίτι μας και πήραμε το στενό να πάμε, καθόμαστε και λέω: «Εσύ είπες ότι μ' αγαπάς! Εγώ δεν σ' αγάπησα ακόμη», λέω. Κι έτσι ήτανε, αρραβωνιαστήκαμε. «Εγώ θα σε μάθω», λέει, «να μ' αγαπήσεις!». Κι όπως με τα αισθήματά του, με τα αυτά του μ' έκανε να τον αγαπήσω και δεν τον ξεχνάω ούτε στιγμή. Ήταν άρρωστος και λέει: «Αν παντρευτείς, να ξεραθείς!»
Ωραία χρόνια ζήσατε!
Δεν μπορώ να τα ξεχάσω! Όπου κι αν πήγαμε, όπου κι αν κάναμε. Κάθε φωτογραφία με... Ξέρω πού είναι βγαλμένη. Στο Καβούρι έχουμε μία. Με παντελόνι, τότε. Με παντελόνι. Στην Πετρούπολη μέναμε. Και με καπέλο, εκεί. Αγκαλιά με έχει.
Σ' ευχαριστώ πολύ, γιαγιά, για όλα! Για τις ιστορίες σου! Σ' ευχαριστώ!
Εύχομαι να περάσεις τέτοια ζωή κι εσύ! Δεν ξέρω τι δεσμό, αν έχεις, τι έκανες. Αλλά στα ώπα, ώπα! Το μόνο που είχε ήταν ζηλιάρης! Να μην με κοιτάξει κανείς! Νόμιζε θα με πάρουνε. Μ' έστειλε στη Δράμα σε μια κουνιάδα μου. Η Νούλη ήτανε κοριτσάκι κι ο Σάββας μικρό, μωρό. Μια μέρα πήγα με το λεωφορείο. Έκατσα μια μέρα και λέει η κουνιάδα μου: «Πάμε λίγο στον κήπο τα παιδιά!». Πάμε, όταν γυρνάμε, απέναντι είχε βενζινάδικο, η βενζινού φωνάζει: «Θοδώρα, ο αδερφός σου πήρε την νύφη σου τηλέφωνο. Και θα πάρει πάλι!». Και παίρνει πάλι. Και πάω! Και με λέει: «Ζωζώ, έλα αύριο! Αύριο το πρωί ξεκίνα - με λέει- και έλα. Δεν μπορώ -λέει- δεν μπορώ! Ούτε τρώω! Ούτε κάνω! Δεν μπορώ!» Πώς τσατίστηκα! Με δυο παιδιά να ταξιδεύεις όλη μέρα. Στο Σταθμό Λαρίσης ήταν τα λεωφορεία. Εκεί κατέβηκα. Εκεί περίμενε αυτός με λαχτάρα, με αυτά. «Αχ, Ζωζώ!». Εγώ μούτρα τον κάνω. «Αχ Ζωζώ -λέει- ετοίμασα νερό, την σκάφη, όλα. Να κάνεις μπάνιο τώρα. Να ξεκουραστείς!». Όλα τα είχε ετοιμάσει. Τι ζήτησα και δεν... Τα ωραιότερα ρούχα φόρεσα! Τα ωραιότερα! Με καπελάκι, με αυτό! Μ' ένα άσπρο, ωραίο καπελάκι.
Τα θυμάσαι τώρα όλα αυτά και τα έζησες! Περάσανε και τα θυμάσαι!
Κι η Νούλη έγκυος εκεί. Η κουνιάδα μου αυτή μεγάλη ήταν, άρρωστη σε μια κλινική. Πήγα να την δω. Μια ωραία φούστα κι ένα ριχτό από πάνω με άσπρο γιακαδάκι, άσπρα πεδιλάκια. Το άσπρο καπελάκι μου και τσάντα. Πήγα εκεί και ύστερα εκεί μέσα. Την κουνιάδα μου την λένε... Ποια ήταν αυτή καλέ; Λέει: «Η νύφη μου ήτανε!». «Τόσο αυτή; -λέει- Ευκατάστατη αυτή;», λέει. «Τι ντύσιμο ήταν αυτό!», λέει. Και σου λέω μια κοιλιά τέτοια είχα! Όπου πηγαίναμε με ταξί. Όπου πηγαίναμε με ταξί. Ύστερα πήραμε. Είχαμε ένα αμάξι του καμινιού. Έκλαιγα, έκλαιγα τα βράδια που δεν είχα παιδί. Έκλεινα το φως. Στο σκοτάδι ήθελα να 'μουν. Ο Λευτέρης δούλευε επάνω. Μόλις έβλεπε το φως κλειστό, τρεχάτος κάτω! Σου λέει: «Κλαίει πάλι!» Γιατί είχανε πει, του λέει. Έκανε εξετάσεις ο Λευτέρης κι είπανε: «Ο Λευτέρης δεν κάνει παιδιά». Και σου λέει: «Εγώ την σκλάβωσα!». Έκλαιγε! «Εγώ σε σκλάβωσα! Εγώ σ' έκανα!». Όταν ήμουν έγκυος, μόλις φεύγαν οι εργάτες όλοι από 'κει, πότιζε μια ένα την μισή αυλή. Μ' έβγαζε το ντιβάνι εκεί και με ξάπλωνε εκεί πέρα στο ντιβάνι. Με σεντόνια καθόμουν δίπλα. Φαγητό - ένα εστιατόριο ήταν εκεί πέρα - κάθε μεσημέρι. Μια μέρα ήρθε η γιαγιά σου και με πήρε ο ύπνος στο σπίτι κι έβαλα φασολάκια και καήκανε. Και μυρίζανε. Άστα! Τόσοι άντρες! Τριάντα εργάτες! Τα φορτηγά ήτανε μέχρι την πόρτα μου κι ένας παλιάνθρωπος το 'φερνε εκεί στην πόρτα μου. Ένας μελαχρινός, ψηλός. Και μόλις έβγαινα την πόρτα μου, να κάνω. «Αχ, αχ!». Έτσι μ' έκαμνε. Λέω πού να ξέρει ο Λευτέρης και θα σε δώσει ασβέστη. Το γαϊδούρι! Την φωτογραφία, θα βάλεις;
Άμα θέλεις!
Ποια φωτογραφία; Τώρα θα κάμνεις;
Τώρα, να σε βγάλω.
Ε;
Τώρα, θα σε βγάλω.
Θα με βγάλεις;
Ναι.
Άντε γεια μας!
Άντε, καλά! Το κλείνω αυτό εδώ.
Φωτογραφίες

Ανεμελιά
Οι δύο αδελφές Κίτσα (Κυριακή) και Ζωζώ (Ζ ...

Βόλτα
Στη μέση βρίσκεται ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο ...

Μπουρλιάζοντας
Οι δύο αδελφές, Κίτσα (Κυριακή) και Ζωζώ ( ...

Το ζευγάρι
Η Ζωζώ (Ζωή) Καλαϊτζόγου με τον σύζυγό της ...

Οι δύο αδερφές
Πορτραίτο των δύο αδελφών, Κίτσα και Ζωζώ. ...

Τρεις Αδερφές
Αριστερά, η Κίτσα Μακροπούλου. Στη μέση η ...

Φλοράλ
Η Ζωζώ στον αγαπημένο καναπέ του σπιτιού τ ...

Ζωή (Ζωζώ) Καλαϊτζόγλου
Η Ζωζώ μετά τη συνέντευξή μας. Πίνει τον α ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Ζωζώ Καλαϊτζόγλου γεννήθηκε στα Κομνηνά Ξάνθης. Έζησε εκεί μέχρι τα δεκατρία της που τελείωσε η Κατοχή και μετακόμισαν στην Σταυρούπολη. Μεγάλωσε με τα τρία αδέρφια και τους γονείς της. Την Κατοχή τη θυμάται σαν ένα συνονθύλευμα όσων είδε ως παιδί και όσων άκουσε από τους μεγάλους. Ζήσανε απλά χρόνια, λέει. Με προξενιό παντρεύτηκε τον άντρα της, τον αγάπησε ή όπως λέει: «Με τα αισθήματά του μ' έκανε να τον αγαπήσω». Βίωσε το τροχαίο των ανιψιών της, τον θάνατο της μάνας της, αλλά και πολλές χαρές! Τώρα τα βλέπει όλα σαν ταινία που περνάει από μπροστά της. Τίποτα δεν μπορεί να φύγει από τη μνήμη της.
Αφηγητές/τριες
Ζωή Καλαϊτζόγλου
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/07/2021
Διάρκεια
87'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η Ζωή (Ζωζώ) Καλαϊτζόγλου είναι αδερφή της γιαγιάς της αφηγήτριας, με την οποία μεγάλωσε μαζί από μικρή.
Κekliğim kekliğim keserim seni: Πέρδικά μου, πέρδικά μου θα σφαχτώ για σένα.
Κασκορσέ μπουζάτη= φανελάκι άσπρο
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Ζωζώ Καλαϊτζόγλου γεννήθηκε στα Κομνηνά Ξάνθης. Έζησε εκεί μέχρι τα δεκατρία της που τελείωσε η Κατοχή και μετακόμισαν στην Σταυρούπολη. Μεγάλωσε με τα τρία αδέρφια και τους γονείς της. Την Κατοχή τη θυμάται σαν ένα συνονθύλευμα όσων είδε ως παιδί και όσων άκουσε από τους μεγάλους. Ζήσανε απλά χρόνια, λέει. Με προξενιό παντρεύτηκε τον άντρα της, τον αγάπησε ή όπως λέει: «Με τα αισθήματά του μ' έκανε να τον αγαπήσω». Βίωσε το τροχαίο των ανιψιών της, τον θάνατο της μάνας της, αλλά και πολλές χαρές! Τώρα τα βλέπει όλα σαν ταινία που περνάει από μπροστά της. Τίποτα δεν μπορεί να φύγει από τη μνήμη της.
Αφηγητές/τριες
Ζωή Καλαϊτζόγλου
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/07/2021
Διάρκεια
87'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η Ζωή (Ζωζώ) Καλαϊτζόγλου είναι αδερφή της γιαγιάς της αφηγήτριας, με την οποία μεγάλωσε μαζί από μικρή.
Κekliğim kekliğim keserim seni: Πέρδικά μου, πέρδικά μου θα σφαχτώ για σένα.
Κασκορσέ μπουζάτη= φανελάκι άσπρο