© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ιστορία αλληλεγγύης στην Κατοχή

Κωδικός Ιστορίας
10830
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Τσενεμπής (Α.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/02/2021
Ερευνητής/τρια
Σοφία-Αναστασία Δραγανίγου (Σ.Δ.)

[00:00:00]

Σ.Δ.:

Καλημέρα, θα μου πείτε το όνομά σας;

Α.Τ.:

Ναι, είναι Τάσος Τσενεμπής.

Σ.Δ.:

Ωραία, είναι Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου του 2021, είμαι με τον κύριο Τάσο Τσενεμπή και βρισκόμαστε στο Κανόνι Κέρκυρας. Εγώ είμαι η Δραγανίγου Σοφιάνα, ερευνήτρια στο istorima και ξεκινώντας θα ήθελα να μου πείτε πού και πότε γεννηθήκατε.

Α.Τ.:

Εγενήθηκα εις τις Νυμφές Κερκύρας. 20/12 του 1936. Ήταν ακόμα ιταλική κατοχή το '36. Όχι, δεν ήτανε. Εγώ ήμουνα πολύ μικρός, όταν έγινε η εισβολή των Ιταλών. Αλλά η ιστορία που θα πούμε ανάγεται στην εποχή που την Κέρκυρα κατείχανε οι Ιταλοί. Και είναι μια ιστορία ιδιόρρυθμη, ιδιότροπη, όπου και εγώ ακόμα μικρός, τα περισσότερα τα άκουγα από τους δικούς μου και λίγα θυμάμαι σαν άτομο. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι με το άτομο το οποίο εμείς εγνωριστήκαμε εκείνη την εποχή, έτυχε να το γνωρίσω μετά από είκοσι χρόνια. Μια ιστορία ιδιόρρυθμη.

Σ.Δ.:

Ωραία, θέλετε να μου πείτε λίγο για τις συνθήκες ζωής στο χωριό και τα παιδικά σας χρόνια;

Α.Τ.:

Ήτανε δύσκολες οι συνθήκες. Δόξα τω Θεώ, δεν μας έλειψε τίποτα εμάς, γιατί είχαμε τα κτήματά μας και τα προϊόντα μας. Αλλά ο κόσμος πείναγε. Ειδικότερα η πόλις. Δεν μας άφηναν εκείνα τα χρόνια να κάνουμε τίποτα. Καμία δραστηριότητα οικονομική, γιατί όλα μας τα έσοδα τα έπαιρναν οι Ιταλοί για τον στρατό τους. Πεινάγαμε, όχι όμως πολύ. Ευτυχώς εμείς που είχαμε και τα χωράφια μας, και τα καλαμπόκια μας, και τα στάρια μας, και τα λαχανικά μας, και τα φρούτα μας. Δεν πεινάσαμε, αλλά άλλοι που ερχόντουσαν από τα αστικά κέντρα και ζητάγανε βοήθεια στα χωριά, πραγματικά υπέφεραν. Με όλον αυτό τον ορμαγδό των πραγμάτων και με αυτή την κατάσταση τη θλιβερή που υπήρχε στα χωριά μας, εμείς ήμαστε αναγκασμένοι να κλεινόμαστε σπίτι, γιατί απαγορευότανε να βγαίνουμε από κάποια ώρα και μετά και να ’χουμε και πολύ φωτισμό μέσα σπίτι. Βέβαια ηλεκτρικό δεν είχαμε, είχαμε τις λαδοφωτιές μας ή τις φωτιές πετρελαίου.

Α.Τ.:

Ένα βράδυ, και μπαίνω στην ιστορία μας, ένα βράδυ εκεί που καθόμαστε μέσα σπίτι, ακούω ένα τακ τακ, ένα χτύπημα στην πόρτα. Πάει ο πατέρας μου να ανοίξει και βρίσκεται μπροστά σε έναν της καραμπινιερίας, ένα καραμπινιέρι. Του λέει: «Τζώρτζιο, έχω ανάγκη, με κυνηγάνε, θα με σκοτώσουνε», «Ποιοι σε κυνηγάνε;», «Οι τεντέσκοι», οι Γερμανοί δηλαδή. «Θέλω να με προστατέψεις, να με φυλάξεις, κάπου να κρυφτώ». Τον εμπάζει μέσα ο πατέρας μας, είπανε κάποιες κουβέντες στα ιταλικά εκεί μεταξύ τους, η μάνα μου του πρόσφερε ό,τι είχαμε εκείνη την ώρα, γιατί ήταν και λίγο νύχτα, ψωμί, τυρί, σύκα, καρύδια και ένα μπουκάλι με κρασί. Το ’πιανε εκεί, είπανε και εβίβα και τέλειωσε εκεί η ιστορία. Εμείς, βέβαια, όλα κρυμμένα σε μία άκρη έτσι, μουλωγμένα εκεί πέρα και φοβισμένα και μας έλεγε «il piccolo, il piccolo», έλεγε ο Ιταλός. Επέρασε αυτό το βράδυ. Ο πατέρας μου έφυγε με αυτόνε, δεν ξέρω πού τον πήγε. Μετά όμως, όταν επέστρεψε, μας είπε ότι τον πήγα εις το κτήμα μας, σε κάτι ελιές έξω στον Άγιο Αντώνη, που λέγαμε, είχαμε μια κατοικιά και εκεί μέσα τον τακτοποίησε να μείνει το βράδυ, για να δούμε την επόμενη ημέρα τι θα κάνουμε. Έτσι και έγινε. Τον βάλανε εκεί πέρα, του έδωσε η μάνα μου κουβέρτες και ό,τι μπορούσε και του ’παιρνε ο πατέρας μου συνέχεια φαγητό, κάθε μέρα, γιατί κακά τα ψέματα δεν μπορούσε να βγει. Γιατί αν έβγαινε, ή αυτόνε θα σκοτώνανε, ή θα την πληρώναμε και εμείς σαν οικογένεια που υποτίθεται κρατάγαμε, κρύβαμε ένα δοσίλογο, έναν εχθρό τους τώρα πια, γιατί οι Ιταλοί είχανε γίνει εχθροί με τους Γερμανούς. Πέρασε καιρός, κακομοιριά, πολλοί από το χωριό προσπαθήσανε να τον πλησιάσουνε, άλλος για να [00:05:00]του πάρει το πιστόλι που είχε, άλλος για να του πάρει το ρολόι, δεν ξέρω τι, έφυγε, τον χάσαμε για καμία βδομάδα, μετά ξαναγύρισε, τον ξαναμαζέψαμε και έτσι αυτή η ιστορία συνεχίστηκε, μέχρι που έγινε η κατάρρευση των Ιταλών και άρχισαν πια οι Γερμανοί να κυνηγάνε και τους Ιταλούς. Τον φυλάξανε και του πήγε ο πατέρας μου να τον πάρει εις την πόλη να τον παραδώσει εκεί που μαζευόντουσαν όλοι ετούτοι για να τους επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ένα πρωί λοιπόν φέρνει τον γαϊδαράκο, η μάνα μου ετοιμάζει ένα σάκο. Μέσα είχε βάλει όλα τα χρειαζούμενα για τη διαδρομή του. Και μάλιστα πολλές φορές ο πατέρας μου δεν τον άφηνε να περπατήσει. Τον έβανε απάνω στον γαϊδαράκο, γιατί ήτανε ο καημένος από μέσα και τα πόδια του δεν τον κρατάγανε να περπατήσει. Όλη αυτή η διαδικασία έγινε. Φτάσανε στην πόλη και έβρηκε προστασία ο πατέρας μου και ζήτησε τη βοήθεια του επισκόπου, δηλαδή του Δεσπότη μας. Δεσπότης ήταν ο Κοντοστάνος, ο οποίος ετύχαινε να 'ναι και συγγενής με τη γιαγιά μου. Ήτανε ξαδέρφια με τη γιαγιά μου. Και του λέει «Σεβασμιότατε, σε παρακαλώ, ετούτος ο άνθρωπος, επειδή μας άφηνε με τις περιπολίες που κάνανε να αλέθουμε στους νερόμυλους», γιατί το χωριό μας έχει νερόμυλους, και όλα αυτά τα είδη, καλαμπόκι, στάρι, κριθάρι και τέτοια, τα αλέθαμε εκεί και κάναμε λίγο αλεύρι, και επειδή αυτοί περνάγανε τότες και μας άφηναν, δεν μας κλείσανε τον μύλο, και μας άφηναν να κάνουμε τη δουλειά μας, ο πατέρας μου ήθελε να του το ξεπληρώσει του ανθρώπου. Έτσι, λοιπόν, ένα πρωί ετοιμάζουνε αυτά τα πράγματα που σας είπα εις το σακουλάκι, φεύγουνε για την πόλη και τον παραδίδει στον Δεσπότη. Ο Δεσπότης με κάτι τηλέφωνα και λοιπά, τον εστέλνουνε στις φυλακές, όπου ήτανε ο τόπος συγκέντρωσης. Τον χάσαμε.

Α.Τ.:

Μετά από πολλές μέρες, μπορεί να πω και ένα μήνα, φτάνει ένα γράμμα στο χωριό στο όνομα του πατέρα μου. Από τον Fabbri. Αυτός λεγότανε Fabbri Gildo. Gildo ήτανε το όνομά του, Fabbri ήτανε το επίθετο. Και έλεγε ότι τακτοποιήθηκε, γιατί ταλαιπωρήθηκε, έφτακε στο Μπρίντιζι, από εκεί τον εβάλανε σε καραντίνα και λοιπά και καθένανε τον εστέλνανε εκεί που ήταν να πάει. Και τον εστείλανε στο σπίτι του, στον τόπο του. Αυτός έλεγε πάντα ότι μένει Arezzo Firenze, Arezzo Firenze, δηλαδή η μόνη διεύθυνση που εμείς είχαμε ήταν αυτή. Πέρασαν τα χρόνια και εγώ επήγα στην Ιταλία φοιτητής και έτυχε να είμαι ένα χρόνο εις τη Σιένα. Η Σιένα είναι κοντά στο Firenze, provincia του Arezzo, του Firenze και μου λέει ο πατέρας μου «μια και είσαι εκεί επάνω ψηλά και αυτός λέει ήτανε Arezzo Firenze, δεν κοιτάζεις μην τον βρεις;». Κάθομαι, λοιπόν, και κάνω μια επιστολή εις την καραμπινιερία της Ρώμης και τη στέλνω, και τους γράφω όλο το ιστορικό γι' αυτόν τον άνθρωπο, και τους παρακάλεσα, αν μπορούνε, να τον ανιχνεύσουνε και να μου δώσουν τη διεύθυνσή του. Όντως και έγινε. Επέρασε κάνας μήνας, δύο, και λαβαίνω μία επιστολή που λέει: «Ύστερα από ταλαιπωρία μηνών, καταφέραμε να ανακαλύψουμε τη διεύθυνση αυτού του ανθρώπου. Υπάρχει, ζει στο Casamona, λέγεται Casamona, Loro Ciuffenna το χωριό, Casamona είναι ο οικισμός, ζει, έχει την οικογένειά του και μπορείς να του γράψεις σε αυτή τη διεύθυνση να συνεννοηθείτε πότε μπορείς να τον δεις». Έτσι και έγινε. Κάνω κι εγώ μια ωραία επιστολή, του την εστέλνω, τρισευτυχισμένος μου απαντάει και μου λέει ότι θα περάσει από το σπίτι σου ένας, έμενα στη Σιένα τότε εγώ, θα περάσει από το σπίτι σου ένας χωριανός μας από 'δω, ο οποίος έχει παντρευτεί μια γυναίκα και μένει και αυτός εις τη Σιένα, αλλά τα Σαββατοκύριακα έρχεται στο χωριό. Περνάει, λοιπόν, κι αυτός ο κύριος με το αυτοκίνητο με βάζει μέσα και με παίρνει. Διασχίσαμε τον Πάδο, ανεβήκαμε στους λόφους πάνω ψηλά που ήταν το χωριό του, απέναντι από το Firenze, από το [00:10:00]Arezzo. Σε μια στιγμή σταματάει δίπλα από τον δρόμο, βλέπουμε μια ομάδα ανθρώπων και περιμένανε εδώ, μια ομάδα από πέντε-έξι άλλα άτομα λίγο πιο πάνω. Λέω «τι συνέβη;», λέει «Έχουν λιτανεία». Όντως κατέβαινε έτσι κάποιος κόσμος, και ειδικότερα νέοι, με εικόνες και με λάβαρα. «Πού πάνε;». «Είναι», λέει, «η γιορτή των νεκρών». Και πηγαίνανε εις το νεκροταφείο να τιμήσουνε τους νεκρούς τους. Με παραδίδει, λοιπόν, στον κύριο Fabbri, ο οποίος με αγκαλιάζει με φιλάει, δάκρυα, κακό, χαμός. Λέει «Πάμε σπίτι μου να γνωρίσεις και τους δικούς μου». Φύγαμε για το σπίτι του. Ένα σπίτι χωριάτικο, ωραίο, περιποιημένο, κάτω είχε μια μεγάλη αίθουσα με μία τηλεόραση, είχε πάει και η τηλεόραση βλέπεις τότε, μία τηλεόραση, και λέω «Τι κάνετε εδώ μέσα;». «Αυτός», λέει, «είναι ένας χώρος που έρχονται οι νέοι της Democracia Cristiana», γιατί αυτός ήτανε στο κόμμα της Democracia Cristiana, Χριστιανική Δημοκρατία, «και συζητάμε, λέμε διάφορα». Ήπιαμε ένα grappino, δηλαδή ένα τσιπουράκι, και με παίρνει να ιδώ τους δικούς του. «Θα πάμε», λέει, «απέναντι στο σπίτι που μένει ο μπαμπάς και η μαμά. Να σε συστήσω, να σε ιδούνε. Γιατί πάντα θέλανε να σας ευχαριστήσουνε». Ανεβήκαμε ένα μπότζο εξωτερικόνε, ωραίονε, με πέτρα κάτω, ανοίγει την πόρτα, με παίρνει μέσα και τους λέει: «Μαμά, μπαμπά, σας έφερα τον Έλληνα που σας είπα. Είναι ο γιος αυτουνού που με φιλοξένησε στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα». Σηκώνονται οι γέροι, οι οποίοι ήτανε καθισμένοι σε μία γωνιά, γιατί εκεί ήτανε η γωνιά τους με φωτιά, ένα είδος τζάκι, σηκώνονται απάνω, με αγκαλιάζει, με φιλάνε και οι δύο τους, κλαίγανε και μου λένε: «Παιδί μου, το καλό που έκανες εις το παιδί μας, εμείς δεν μπορούμε να στο ανταποδώσουμε, μόνο ο Θεός μπορεί να σας το ανταποδώσει». Όντως ήτανε μία στιγμή πολύ συγκινητική, που ακόμα και τώρα που το λέω συγκινούμαι σφόδρα, που λένε. Συμβαίνουν αυτά. Εκεί, ο γέρος ο καημένος μού έκανε διάφορες ερωτήσεις. Τι κάνουν οι δικοί μου, αν ζει ο πατέρας μου, η μάνα μου, αν έχω αδέλφια και λοιπά. Λέω «Έχω», γιατί εγώ όταν με γνώρισε ο Fabbri, εγώ ήμουνα piccolo, ήμουν το μικρό, αλλά έχω μία αδελφή και έναν αδελφό. «Είμαστε όλοι μια χαρά και ήταν η επιθυμία τους, αφού ήρθα στην Ιταλία να σπουδάσω γιατρός, να έρθω να σας βρω, να κάνω το παν να σας συναντήσω». Έτσι και έγινε.

Σ.Δ.:

Ποια χρονιά καταφέρατε να τους βρείτε; Ποια χρονιά συναντηθήκατε;

Α.Τ.:

Εσυναντήθηκα τρία χρόνια προτού τελειώσω. Τελείωσα το '65, γύρω στο '61-'62. Αυτή ήταν η χρονιά που εγώ συναντήθηκα με αυτούς. Και πραγματικά οι άνθρωποι με περιποιηθήκανε, και τι δεν μου είχανε ετοιμάσει. Με ρωτούσανε όχι μόνο για τους δικούς μου, αλλά και για όλους τους γνωστούς γύρω γύρω όπου τότες τον βοηθήσανε λίγο πολύ όλοι. Γιατί ο πατέρας μου λέει «Μην τολμήσει κανείς και του κάμει κακό, θα σας σφάξω»! Έτσι πέρασε η κουβέντα, φτάσαμε στο απόγευμα. Έρχεται ο κύριος αυτός, ο οποίος με έφερε στο χωριό, και μου λέει: «Μπορούμε να επιστρέψουμε;». Και βλέπω τη γυναίκα του και μου ετοιμάζει μια σάκα με διάφορα πράγματα. Τι είχε μέσα; Καρύδια, συκομαΐδες, ένα κοτόπουλο ψητό, αμύγδαλα. Και θυμήθηκα το σακούλι που του είχε ετοιμάσει η μάνα μου εις αυτόνε, όταν τον επήρε ο πατέρας μου από το χωριό στην πόλη. Ήτανε στιγμές οι οποίες εμένα μου 'χουνε μείνει αλησμόνητες, μ' έχουνε σημαδέψει και δεν τις ξεχνάω ποτέ, και δεν θα σταματήσω ποτέ να τις λέω. Γιατί πόλεμος μπορεί να ήτανε, αλλά τα ανθρώπινα συναισθήματα και η ανθρώπινη ζωή έχουνε μεγαλύτερη αξία από τα όπλα, κι από τα [00:15:00]εδάφη, κι από κουταμάρες τέτοιες. Έτσι κι έγινε. Αυτό ήταν όλο. Είχαμε και κάνα δύο επιστολές ανταλλάξει τότε. Μετά εγώ άλλαξα πόλη, αυτός έφυγε και επήγε θυρωρός σε κάποιο σπίτι στο Firenze και τον έχασα. Από τότες δεν ξέρω τι γίνεται.

Σ.Δ.:

Σαν παιδάκι τι αναμνήσεις έχετε απ' τον ίδιο; Δηλαδή η πρώτη συνάντηση που είχατε σας προκάλεσε φόβο, ήταν ένστολος;

Α.Τ.:

Ένστολος, έντστολος ήρθε, ναι, βεβαίως! Φόβο, εμείς μαζευτήκαμε στη γωνία του σπιτιού. Τώρα όταν μπαίνει ένας Ιταλός, εμείς δεν ξέραμε αν αυτοί είχανε καταθέσει τα όπλα και τι σχέση είχανε με τους άλλους, αλλά όταν σου χτυπάει την πόρτα και ανοίγεις και βλέπεις μπροστά σου έναν καραμπινίερο Ιταλό, όσο και να 'ναι εμείς μικρά. «Non paura, non paura», μας έλεγε, μη φοβάστε δηλαδή. Επόμενο ήτανε, αλλά μετά σιγά σιγά εξοικειωθήκαμε. Και η μάνα μου τον περιποιήθηκε, του 'φερνε, του 'κανε και τον καφέ του, του 'φερνε φαγητό, κρασάκι. Του άρεσε λίγο το κρασί, γιατί αυτός είναι από μέρη στην Ιταλία όπου κάνουν κρασί. Είναι ο καμπανίτης οίνος! Τέλος πάντων, ήτανε στιγμές λίγο άσχημες. Αλλά και συναισθηματικά πολύ φορτισμένοι ήμαστε όλοι. Δεν θα τον ξεχάσω! Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Ήτανε ωραίος, νοικοκύρης, μας έκανε μέχρι και ζυμαρικά. Είχαμε μια κρεατομηχανή και έκανε ζυμάρι μόνος του, το 'βανε στη μηχανή και όπως τη γύριζε, εβγαίνανε μακαρόνια. Και αυτά τρώγαμε τότε. Ήτανε πολύ νοικοκύρης, πολύ περιποιητικός, πολύ τζέντλεμαν και πολύ καθαρός.

Σ.Δ.:

Θυμάστε περίπου το διάστημα που έμεινε μαζί σας;

Α.Τ.:

Όχι, το διάστημα δεν μπορώ να το θυμηθώ, γιατί έφευγε, τον χάναμε. Γιατί τον κυνηγάγανε. Και μετά από κάνα μήνα, είκοσι μέρες, τον ξαναβρίσκαμε, ξαναερχότανε πάλι. Δηλαδή ήτανε πολύ μπερδεμένη η παραμονή του. Δεν ήτανε ήρεμη παραμονή. Γιατί τότες οι Ιταλοί ήτανε υπό διωγμό και φοβότανε κι αυτός.

Σ.Δ.:

Υπήρχαν κι άλλοι Ιταλοί που κρυβόντουσαν στο χωριό ή ήταν ο μόνος;

Α.Τ.:

Ο μόνος. Δεν υπήρχαν άλλοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πραγματικά και ο Μεθόδιος, ο Δεσπότης τότες Κερκύρας, ο Μεθόδιος τον βοήθησε πάρα πολύ. Φρόντισε με την πρώτη αποστολή να φύγει. Είναι τρομερό, γιατί κι αυτός εκεί πέρα ταλαιπωρήθηκε. Τους πήρανε σε καραντίνα, τους βάλανε σ' ένα είδος στρατόπεδο συγκέντρωσης, τους εξετάσανε, τους βλέπανε και λοιπά, μετά τους παίρνανε τα στοιχεία όλα, για να ξέρουν κι ο καθένας που θα πάει. Και γι' αυτό άργησε έτσι, να μας στείλει μία επιστολή, για να ιδούμε αν έφτασε ή όχι. Αλλά το αποκορύφωμα της χαράς μας ήτανε όταν μας έστειλε αυτή την επιστολή και είδαμε ότι πραγματικά είχε φτάσει ο άνθρωπος εις τον προορισμό του. Από εκεί και πέρα ήταν θέμα δικό του και της Ιταλίας, του κράτους του. Πώς θα το χρησιμοποιήσει. Πάντως έκανε και τον κομματάρχη τότε εις το χωριό!

Σ.Δ.:

Εσείς ποια χρονιά πήγατε Ιταλία πρώτη φορά;

Α.Τ.:

Πρώτη φορά επήγα το '61-'62. Κάπου εκεί.

Σ.Δ.:

Και τη γλώσσα τη γνωρίζατε ή τη μάθατε αφού μείνατε εκεί;

Α.Τ.:

Την έμαθα εκεί. Ήμουνα πολύ τυχερός, γιατί εγώ πρωτοπήγα στο Μπάρι. Εκεί έκανα αμέσως φίλους με τα παιδιά που ήμαστε στο ίδιο γκρουπ. Ιταλούς. Μόνο Ιταλούς. Και είχα την τύχη να μιλάω υποχρεωτικά ιταλικά. Με φιλοξενούσανε στο σπίτι τους, με παίρνανε από 'δω, από 'κει, στις γιορτές τους και λοιπά, οπότε καταλαβαίνετε εγώ είχα μία επαφή πολύ πιο άμεση, παρά ο [00:20:00]άγνωστος φοιτητής που ήρθε στην Ιταλία. Μπορώ να σας πω ότι όλοι συμφοιτητές μου οι Έλληνες μου λέγανε «Ρε μπαγάσα, πώς τα κατάφερες; Ήσουνα τυχερός και γνώρισες τόσα παιδιά», με τα οποία γινήκαμε και μετά φίλοι που ξαναπήγα στην Ιταλία, που πήρα ειδικότητα εις το Μπάρι, στην παιδιατρική κλινική του Μπάρι, κι εκεί βρήκα πάλι παλιούς συμφοιτητές, φίλους, γνωριμίες, έκανα όλες τις γιορτές μαζί τους. Ήταν μια περίοδος όπου εγώ δεν υπέφερα καθόλου.

Σ.Δ.:

Η μεταφορά σας από την Κέρκυρα στην Ιταλία θυμάστε καθόλου πώς ήταν;

Α.Τ.:

Τότες είχε μπει σε κυκλοφορία, είχαμε δύο καράβια. Το Αντζέλικα ήτανε το ένα και το άλλο ήτανε Άπια. Με αυτά τα καράβια. Εντάξει, καλά ήτανε τα καράβια, εξάλλου το ταξίδι μας ήτανε Κέρκυρα-Μπρίντιζι. Στον σιδηρόδρομο πάντα τελευταία θέση βέβαια, φοιτητική. Και αυτοί είχανε τα προβλήματά τους, γιατί και τα μέσα μεταφοράς που είχανε δεν ήτανε και τόσο άρτια, όπως είναι βέβαια σήμερα. Αλλά μην ξεχνάτε ότι αι αυτοί βγήκανε από έναν πόλεμο. Έναν πόλεμο καταστροφικό για αυτούς. Γνωριμίες εκεί πέρα στην Ιταλία, οι φιλίες που έκανα, τα παιδιά πραγματικά που με βοηθήσανε. Να σκεφτείτε ότι εγώ είχα φίλους αδελφικούς τους οποίους μετά εφιλοξένησα εδώ, στην Κέρκυρα. Οι οικογένειές τους, τις γιορτές, εγώ δεν έκαμα γιορτές μόνος μου, πολύ σπάνια, με παίρναν στα σπίτια τους. Δηλαδή είχαμε ένα άλλο μπρος πίσω με αυτούς.

Σ.Δ.:

Αναπτύξατε δηλαδή πολύ καλές και φιλικές σχέσεις;

Α.Τ.:

Πάρα πολύ καλές φιλικές σχέσεις και λοιπά. Στις γιορτές τους, στις χαρές τους, στις λύπες του και λοιπά. Τολμάω να σας πω ότι η τελευταία στεναχώρια ήτανε εδώ και τέσσερα, πέντε χρόνια, όταν μου τηλεφωνήσανε όπου ο καλύτερός μου φίλος πέθανε από καρδιά, κι αφήνω το ιατρείο και φεύγω. Και πήγα στην κηδεία του, και πήγα αυθημερόν στο Μπάρι, στην κηδεία, που έγινε η ταφή, και το βράδυ, με το ίδιο καράβι που πήγα, επέστρεψα στην Κέρκυρα. Εγώ και η γυναίκα μου, η Ελισάβετ. Όχι, επέρασα ωραία χρόνια εγώ εις την Ιταλία μαζί τους. Γιατί πραγματικά είναι ένας λαός όπου σε αγκαλιάζει. Εάν σε γνωρίσει καλά, σε αγκαλιάζει. Δεν έχουν την κακία των Βορείων, ούτε την περηφάνεια των Βορείων. Είναι πιο νότιοι, πιο μεσογειακοί λαοί, οπότε είχαμε περίπου una faccia, una razza που λέγανε.

Σ.Δ.:

Το ίδιο νιώθατε και ως παιδάκι; Θυμάστε καθόλου ως κατακτητές οι Ιταλοί πώς ήταν συγκριτικά με τους Γερμανούς;

Α.Τ.:

Α, ναι, μας παίρνανε εκεί που είχαν τα συσσίτια, μας παίρνανε, μας δίνανε κι εμάς καμία κουτάλα με φασολάδα, μας δίνανε λίγο κουραμάνα, που λέγαμε, αυτά τα ψωμιά τα τεράστια, όπου είχανε. Δεν περάσαμε άσχημα, τουλάχιστον εμείς εις το χωριό. Γιατί σας είπα είχαμε και δικά μας προϊόντα. Μάλιστα, σε πολλούς από αυτούς τους δίναμε κι εμείς, ένα μπουκάλι κρασί, καρύδια, γιατί το χωριό μου έκανε πολλά καρύδια, είχε καρυδιές πάρα πολλές, και ήτανε περίπου αμοιβαία τα συναισθήματα. Αλλά βέβαια ήταν οι κατακτητές, πάει, τελείωσε! Μες στις 8 η ώρα θα 'σαι μέσα, δεν θα έχετε φώτα, τελείωσε. Αφού βάζαμε μαύρα πανιά στα παράθυρα για να μη φαίνονται τα φώτα απ' έξω. Αλλά κατά τα άλλα δεν υποφέραμε. Πολλοί λίγοι υπέφεραν. Και αν θέλετε να μάθετε, υπέφεραν οι ρουφιάνοι. Αυτοί που ρουφιανεύανε, αυτούς δεν χωνέψανε.

Σ.Δ.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο; Κάτι που σας έκανε εντύπωση στην ιστορία σας, οτιδήποτε;

Α.Τ.:

[00:25:00]Κοιτάχτε εδώ, η ιστορία η δική μου έχει μία διακοπή, ένα διάλειμμα πολλών ετών, απ' όταν ήμουνα μικρός που αυτός έφυγε από το σπίτι μας, μέχρι που εγώ, μετά από πολλά χρόνια, πήγα φοιτητής στην Ιταλία, τον είδα, τον ξαναείδα, γιατί εγώ δεν θυμόμουνα ούτε τη μορφή του καθόλου, τον ξαναείδα. Σε αυτό το διάστημα, εγώ επέρασα πάρα πολύ ωραία, μαζί τους, με τους Ιταλούς. Σας είπα, γιατί ήτανε άνθρωποι που με αγκαλιάσανε αμέσως. Δεν τους εκμεταλλεύτηκα, δεν τους γέλασα, δεν τους έκανα κακές κουβέντες για τον λαό τους, γιατί κι αυτοί δεν φταίνε, με τον Μουσολίνι τα είχανε. Εμείς ήμαστε οι υποταγμένοι σαν λαός εκείνη την εποχή. Αλλά σας είπα, η δική μου η γνωριμία με αυτούς τους ανθρώπους ανάγεται σε δύο περιόδους. Η μία ήταν στο διάστημα όπου αυτός ήτανε φιλοξενούμενος και φυγόδικος στο σπίτι μας και η δεύτερη περίοδος όπου εγώ πια ήμουν στα δικά τους σπίτια στην Ιταλία. Φιλοξενούμενος από αυτούς. Αλλά βέβαια αυτό είναι ένα μεσοδιάστημα πολλών ετών.

Σ.Δ.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ.

Α.Τ.:

Τίποτα, κυρία μου.