© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αναμνήσεις ενός μαχητή του ΔΣΕ από τον Άγιο Κοσμά Γρεβενών

Κωδικός Ιστορίας
10820
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλειος Σβολιαντόπουλος (Β.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/05/2022
Ερευνητής/τρια
Αθανάσιος Λέτσιος (Α.Λ.)
Α.Λ.:

[00:00:00]Είναι Τετάρτη 25 Μαΐου 2022. Βρισκόμαστε στα Γρεβενά με τον κύριο Σβολιαντόπουλο Βασίλειο, εγώ είμαι ο Αθανάσιος Λέτσιος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε.

Β.Σ.:

Ναι. Ονομάζομαι Βασίλειος Σβολιαντόπουλος. Είμαι τώρα 95 χρονών. Θα πω δυο λόγια για το οικογενειακό μου δέντρο. Ο πατέρας μου ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες. Η μητέρα μου αγρότισσα. Ακολούθησα κι εγώ τις οικοδομικές εργασίες μέχρι το 1943, όπου τότε μπήκα, γράφτηκα στην ΕΠΟΝ. Κι από τότε άρχισα τους αγώνες, τους ωραίους αγώνες. Τα μεγαλύτερα… είχα… ήμασταν πέντε αδέλφια και μία αδελφή, έξι παιδιά. Τα δύο απ’ τα μεγαλύτερά μου αδέλφια ήταν στον ΕΛΑΣ. Ο Δημήτρης και ο Θανάσης. Εγώ ήμουνα στην ΕΠΟΝ, εργαζόμουνα στην ΕΠΟΝ. Και εν συνεχεία στο εφεδρικό ΕΛΑΣ. Από κει μέσα πήραμε… από τότε απέκτησα τα ιδανικά αυτά τα οποία δεν τα έβγαλα ποτέ απ’ τη ζωή μου. Με αυτά ζω μέχρι και σήμερα. Ήταν ωραία ιδανικά, της ΕΠΟΝ. Με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς αρχίσαν οι διώξεις. Κρυβόμασταν έξω στο δάσος, για να μη μας πιάσουν οι παρακρατικές οργανώσεις, διότι ήμασταν στην ΕΠΟΝ και γιατί πήραμε ενεργό μέρος στον ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών. Αυτό δεν υποφέρονταν. Και βγήκα μετά στο Δημοκρατικό Στρατό. Τα δυο μεγαλύτερά μου αδέρφια ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό. Ο ένας ήταν απ’ την Αλβανία ακόμα, το ‘17 γεννηθείς, ο άλλος το ‘20 γεννηθείς, στο αλβανικό μέτωπο. Και εν συνεχεία προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ και εν συνεχεία στον Δημοκρατικό Στρατό. Στο Δημοκρατικό Στρατό ήμασταν τέσσερα αδέρφια. Ο πατέρας μου… τον στείλαν στη Μακρόνησο. Η μητέρα μου στις φυλακές στα Γρεβενά. Στο Δημοκρατικό Στρατό δώσαμε αμέτρητες μάχες. Δε θα ξεχάσω ποτέ. Όμως είχαμε θαυμάσια ιδανικά, πολύ καλά ιδανικά. Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Ήμασταν σαν αδέρφια, σαν μια οικογένεια. Έτυχα σε πάρα πολλές μάχες. Μια από αυτή ήταν η μάχη των Γρεβενών, εδώ πέρα. Μετά απ’ την μάχη των Γρεβενών, αφού συγκεντρωθήκαμε στο Περιβόλι και από εκεί ξεκινήσαμε μία διείσδυση μεγάλη, τρία τάγματα, και πήγαμε στα Τζουμέρκα και Άγραφα. Οπότε φέραμε το… ήταν κάπου εκεί πέρα ο Μάρκος Βαφειάδης. Τον μεταφέραμε. Κάναμε 20 μέρες αυτή τη διείσδυση. Και τον μεταφέραμε ξανά εδώ, στο Γράμμο. Αφού ξεκουραστήκαμε κάμποσον καιρό, μετά κάναμε μια δεύτερη διείσδυση μεγάλη. Περάσαμε έξω απ’ τα Γιάννενα, απ’ το Μιτσικέλι, Πωγώνι και φτάσαμε στο βουνό της Μουργκάνας. Εκεί στη Μουργκάνα δώσαμε πάρα πολλές μάχες. Το τάγμα το δικό μας ήταν… είχα στην Αγία Μαρίνα. Τα άλλα τάγματα ήταν Λιάμπα, Μπούρτσα, Μαντά, γύρω γύρω απ’ τη Μουργκάνα. Δώσαμε αμέτρητες μάχες. Εγώ ήμαν στην ομάδα διοικήσεως στο τάγμα Σπύρου Παπαδημητρίου. Το καλοκαίρι του ‘48 έκαναν μια ομάδα ελεύθεροι σκοπευταί και βγήκα εγώ στο Πωγώνι με 7 άτομα. Εκεί στο Πωγώνι έχω… έδωνα διάφορες ενέδρες, είχα ως σκοπό να κάνω διάφορες ενέδρες κ.λπ. Γύρω-γύρω σε… Και να συλλαμβάνουμε διάφορες… ΜΑΥδες τους λέγαμε. Λοιπόν, αφού άρχισε η μεγάλη επιχείρηση, η πρώτη επιχείρηση στη Μουργκάνα απέτυχε. Δεν μπόρεσε ο Τσακαλώτος για να τη σπάσει. Στη δεύτερη επιχείρηση μετά τραυματιστήκαμε, ήρθαμε… ήταν πάρα πολλές οι δυνάμεις του Τσακαλώτου. Ήρθαμε στα χέρια σώμα με σώμα. Εγώ τραυματίστηκα. Και επειδή στα κοντά, στα σύνορα εκεί πέρα, για να μην πέσω στα χέρια τραυματίας, γυρίστηκα κάτω και έπεσα στο αλβανικό, στους Αλβανούς. Ήρθε ένα φυλάκιο Αλβανών, μου πήρε, μου επέδεσε τα τραύματα, μου έδωσε έφαγα και το πρωί με τράβηξαν στο Αργυρόκαστρο. Εκεί νοσηλεύτηκα 40 μέρες και αφού έγινα καλά απ’ την Κορυτσά βγήκα στο Γράμμο. Πάλι ξανά. Εντάχτηκα στην ταξιαρχία στο Τσάρνο, στην ταξιαρχία του Σπύρου Παπαδημητρίου. Με διοικητή λόχου τον Χαρίση Σδράβο. Ανέλαβα διοικητής διμοιρίας και είχα στο ύψωμα Πέτρα Μούκα. Εκεί συνάντησα έναν αδερφό μου. Τον μεγαλύτερο αδερφό μου, ο οποίος ήταν πολιτικός επίτροπος λόχου. Τον Δημήτρη. Ήταν η 9η Μεραρχία με επικεφαλής τον Παλαιολόγο Δημήτριο εκεί πέρα στο Γράμμο τότε. Τέλος, κατά το Νοέμβριο του ‘48 μου επιλέξαν και με στείλαν στη Σχολή Αξιωματικών εμένα, στην Πρέσπα, στον Άγιο Γερμανό ήταν η ΣΤ’ Σειρά Σχολή Αξιωματικών. Και πήγα στη Σχολή Αξιωματικών. Στην Πρέσπα κάναμε διάφορες ασκήσεις, μάθαμε θεωρία για όλα τα όπλα. Λύση, αρμολόγηση, ονοματολογία για τα όλα τα όπλα, να χειριζόμαστε τα όπλα όλα. Και επικεφαλής στη Σχολή Αξιωματικών τότε είχαμε τον Νικητίδη Νικόλαο, τον «Κόλια» τον λεγόμενο, ο οποίος ήταν αξιωματικός του αλβανικού μετώπου και ήταν στο σώμα της αεροπορίας, όπως μας λέγανε. Είχε αεροπλάνο τότε με τους Αλβανούς. Κι αφού εκπαιδευτήκαμε αρκετά, πήρε και την αποστολή η Σχολή Αξιωματικών μετά και κατεβήκαμε εδώ απ’ το Βόιο, Τσοτύλι, Πεντάλοφο και φτάσαμε στο Κάντσικο, που καταλάβαμε το Κάντσικο. Και από κει φτάσαμε ξανά στο Γράμμο και πολεμήσαμε η Σχολή Αξιωματικών και καταλάβαμε τα Πατώματα. Την μεγάλη μάχη τα Πατώματα. Εκεί στα Πατώματα διακριθήκαμε πολύ, πάρα πολύ. Ήταν πολύ σκληρή η μάχη. Ο διοικητής αυτού του… ο οποίος είχε έδρα στην Κόνιτσα είχε δηλώσει ότι: «Η Αθήνα θα πέσει. Τα Πατώματα δεν θα πέσουν». Τόσο πολύ. Τόσο πολύ σίγουρος ήταν. Όμως στη Σχολή Αξιωματικών ήταν τόσο παλικάρια, τόσο καλά εκπαιδευμένοι, οπότε το καταλάβαν το ύψωμα και 400 αιχμάλωτοι… πιαστήκαν όλοι αιχμάλωτοι τότε. Μια διλοχία του στρατού πιάστηκαν όλοι αιχμάλωτοι. Από εκεί επιστρέψαμε. Αφού τελείωσε, επέστρεψα ξανά στην έδρα, στη Σχολή Αξιωματικών και ήμασταν φρουρά στο Γενικό Αρχηγείο μετά. Τελευταία πήρα αποστολή σαν διμοιρία, όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις για το Βίτσι να χτυπήσουμε, μετράμε τώρα το ‘49 την άνοιξη τώρα. Τον Ιούνιο… Ιούλιο μήνα. Πήρα αποστολή, είχα διμοιρία μετά εγώ. Διοικητής διμοιρίας στη Σχολή Αξιωματικών. Πήρα αποστολή να κατεβώ κάτω ένα βράδυ σ’ ένα χωριό, Κάτω Κλεινές λέγεται, για να χτυπήσω το βράδυ το ύψωμα, να τους αιφνιδιάσουμε, να τους ενοχλούμε. Διότι είχαν μαζευτεί πάρα πολλά στρατεύματα με την προϋπόθεση να χτυπήσουν το Βίτσι. Εκείνο το βράδυ, αφού πλησιάσαμε κοντά… πολύ, αρκετά κοντά. Εγώ ως διοικητής διμοιρίας, με το σύνθημα που είχαμε ότι θα ρίξουμε μια πιστόλια να πέσουν οι γροθιές τα πάνζερ στο ύψωμα. Πραγματικά τους αιφνιδιάσαμε και καταλάβαμε το ύψωμα. Πιάσαμε 33 αιχμαλώτους και άρχισε η πρώτη ομάδα επί 11 άτομα, έφυγε με τους αιχμαλώτους στο σημείο που είχαμε να συγκεντρωθούμε. Βάζουμε ένα σημείο σ’ ένα λεύκα, που θα συγκεντρωνόμασταν σε περίπτωση… Έφυγε και η δεύτερη ομάδα. Εγώ με την τρίτη ομάδα καθυστέρησα, με την προϋπόθεση να κάψω τα λάφυρα και τα αυτά όλα, να μην τα πάρουν ξανά και σ’ αυτήν την καθυστέρηση… δεν μου βγήκε σε καλό. Ξανά μας έκλεισε ο στρατός, μου έκλεισε ο στρατός που ήτανε κοντά και άρχισε η μάχη, ήρθαμε στα χέρια. Εκεί ακριβώς δίπλα μου με σκοτώθηκε μία… η συντρόφισσα Όλγα Βασιλειάδου απ’ το Κιλκίς. Την είχα, έκανε χρέη νοσοκόμας. Κι εκεί ήρθε, με πήρε και εμένα μια ριπή στο χέρι και στο πόδι και έπεσα κάτω, τραυματίας. Λοιπόν, προσπάθησαν οι σύντροφοι, τα παιδιά, να μου πάρουνε ως τραυματία. Εγώ τους λέω: «Φευγάστε. Φευγάστε. Εγώ έχω το πιστόλι, θα αυτοκτονήσω. Φευγάστε να γλιτώσετε». Διότι είχαμε ‘ρθει στα χέρια. Οι 10… απ’ τους 32 που ήμασταν, 10 ήμασταν εκεί πέρα μετά. Φύγανε τα παιδιά, πραγματικά, με ακούσανε, φύγανε. Γλιτώσανε αυτοί. Εγώ σ’ έναν κέδρο από κάτω, τη νύχτα εκεί, τρύπωσα, ώσπου ήταν ακόμα… ήμουνα ζεστός ακόμη. Και περίμενα. Αφού άρχισα να σκίζω τα πουκάμισα και αυτά να επιδέσω τα τραύματα όσο μπορούσα, αλλά μερικά τραύματα εδώ από κάτω που έφευγε αίμα δεν μπορούσα να τα δέσω. Και σιγά σιγά έφυγε το αίμα και σιγά σιγά κατάλαβα ότι πέθαινα. Χωρίς να… χωρίς να πονάω. Δεν ξέρω πώς πέθαινα. Έφευγε το αίμα και πέθαινα. Και κοντά κατά το πρωί ήρθε ο στρατός από πάνω και έψαχνε εκεί πέρα. Κι εγώ άκουγα βέβαια, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Και λέει: «Εδώ ένας συμμορίτης» λέει ο ένας. Κι αφού ήλθε... ένας αξιωματικός έβαλε το αυτί στο στήθος μου και είδε ότι χτύπαγε, λέει: «Ζει. Άστε τον. Προσέξτε, τον χρειαζόμαστε, γιατί θέλουμε πληροφορίες. Μην τον πειράζετε να ζήσει». Θέλαν πληροφορίες για να μάθουν για το Βίτσι, γιατί άρχισαν οι επιχειρήσεις σε λίγες μέρες, πρώτη Αυγούστου. Και μου βάλαν μαζί με τους σκοτωμένους που ήταν απάνω στη Φλώρινα. Με πήγαν στο νοσοκομείο και ύστερα από κάμποσες μέρες, αφού άρχισαν να μου κάνουν διάφορα αυτά –με φύλαγε χωροφύλακας στο νοσοκομείο– συνήλθα. Και μου πήραν, βέβαια, τις διαφορές ανακρίσεις. Μου λέγαν: «Πού υπάρχουν αποθήκες στο Βίτσι;» Τις οποίες δεν γνώριζα εγώ, διότι ήμαν… Τους είπα: «Δεν γνωρίζω πού υπάρχουνε». Διότι ήμαν στην πρώτη γραμμή που πολεμούσαμε κ.λπ. κ.λπ. Τέλος, από κει πέσαμε στις φυλακές Κοζάνης, παραπεμφθήκαμε στο στρατοδικείο, που ήταν… η πρόταση του βασιλικού επιτρόπου ήταν δις σε θάνατο, και τελευταία μου στείλαν στη Μακρόνησο. Τα άλλα τα αδέρφια μου διαβάσαν στην εφημερίδα ότι… γιατί εκδιδόταν ένα φύλλο εφημερίδο απάνω στο βουνό καθημερινά και διαβάσαν, είδαν ότι: «Έπεσε ο διμοιρίτης Σβολιαντόπουλος Βασίλειος κάτω στις Κάτω Κλεινές. Έπεσε και σκοτώθηκε». Και μου βγάλαν τον επικήδειο [00:10:00]εκεί πέρα και με ονομάσαν υπολοχαγό του Δημοκρατικού Στρατού. Και μου απένειμαν και το… όπως έμαθα. Αλλά εγώ επέζησα. Στη Μακρόνησο ντύθηκα… τελείωσα όλο το… ντύθηκα, όταν ήρθε η κλάση μου, με ντύσαν στρατιώτη στη Μακρόνησο. Απ’ τη Μακρόνησο πήρα το απολυτήριο μέχρι… απ’ το ‘49 το φθινόπωρο μέχρι το ‘52 το φθινόπωρο, που άρχισε να διαλύεται η Μακρόνησος, τότε αφέθηκα μετά ελεύθερος και ήρθα στο χωριό, στο σπίτι μου. Τα άλλα τα αδέρφια μου μείναν στις σοσιαλιστικές χώρες. Ο ένας πέθανε στην Τασκένδη, ο άλλος στην Τσεχοσλοβακία και ένας άλλος μικρότερος ήρθε στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος κι αυτός απέθανε. Έμεινα μόνος μου τώρα απ’ τα πέντε αδέλφια, δεν ζει κανένας. Θα πεθάνω με αυτά τα ιδανικά. Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Δεν βρήκα πουθενά τέτοια ιδανικά. Υπηρέτησα στον στρατό τον… τον ελληνικό στρατό εδώ πέρα αυτά και διαπίστωσα τη διαφορά που υπάρχει το στρατό του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού απ’ τη διαφορά τον Εθνικό Στρατό. Στον Εθνικό Στρατό έμαθα τις λέξεις «μαλάκα» κ.λπ. και όλα. Ενώ εκεί πέρα ήμασταν αδέλφια και το κάτι άλλο. Ιδανικά καλά, μεγάλα. Αυτά δεν θα… Θα πεθάνω με αυτά τα ιδανικά.

Α.Λ.:

Είπατε ότι ο πατέρας σας ήτανε οικοδόμος.

Β.Σ.:

Ναι.

Α.Λ.:

Δούλευε στην οικοδομή.

Β.Σ.:

Ναι, ναι.

Α.Λ.:

Αυτός σας πήρε κοντά του και σας πήγε κι εσάς στην οικοδομή, εκεί που ήσασταν παιδί;

Β.Σ.:

Ναι, στην αρχή, πριν αρχίσει ο ΕΛΑΣ ακόμα και αυτά, πήγαινα κοντά στην οικοδομή και έμαθα την τέχνη αυτήν. Να χτίζω. Να χτίζαν με πέτρα και τούβλα. Που κάναμε σπίτια. Εκκλησίες χτίζαμε, σχολεία. Ήταν εργολάβος ο πατέρας μου.

Α.Λ.:

Τι άλλο θυμάστε απ’ την οικογένειά σας;

Β.Σ.:

Την οικογένεια μου… έζησα λίγο, γιατί έπεσα μετά αντάρτικα, φυλακές, εξορίες κ.λπ. και... Μέχρι τα 18 μου χρόνια ήμαν με την οικογένεια, μετά, απ’ τη στιγμή που άρχισα στο βουνό –στα 19 και στα 20 άρχισα στο βουνό– δεν συναντηθήκαμε με τον πατέρα μου και με τη μητέρα μου. Και με τον καημό που πέθανε βέβαια η μητέρα μου ήτανε γιατί δεν μπόρεσε να δει τα παιδιά της τα άλλα, που ήταν στις σοσιαλιστικές χώρες. Δεν μπόρεσε να τα δει. Εμένα μου είδε. Πρόλαβε μου είδε και μου χάρηκε. Η μητέρα μου κι ο πατέρας μου… Τι να πεις τώρα;

Α.Λ.:

Από που κατάγεστε; Από ποιο…

Β.Σ.:

Κατάγομαι απ’ το χωριό Άγιος Κοσμάς Γρεβενών… λέγεται το χωριό. Το οποίο απέχει απ’ τα Γρεβενά 22 χιλιόμετρα. Εκεί δίπλα είναι και το Κυπαρίσσι, ένα χωριό που εγώ ενήργησα και κάναμε έναν ανδριάντα του στρατηγού Σκοτίδα. Θεοχαρόπουλος Νίκος, Σκοτίδας. Τον Σκοτίδα τον γνώρισα από κοντά και τον είχα συμπαθήσει. Συμπαθούσα όλους τους αξιωματικούς, αλλά πάντοτε σε μερικούς είχαμε κάποια αδυναμία κι εμείς εκεί στον Δημοκρατικό Στρατό. Όπως είχα εγώ, ας πούμε, το Σκοτίδα πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ήταν παλικάρι ο Σκοτίδας. Ήταν υπεύθυνος για το μέτωπο του Βίτσι γύρω γύρω στο επιτελείο που ήταν ο Σκοτίδας. Και θυμάμαι όταν ήμαν εγώ στο Μπούφι, ένα χωριό πάνω, με τη διμοιρία μου που φύλαγα στο πολυβολείο, ήρθε τη νύχτα να κάνει έλεγχο σαν στρατηγός. Εμείς μέσα στο πολυβολείο –που είχαμε μεγάλα πολυβολεία– είχα ένα… κάτι ξύλα που καθόμασταν αντί για καθίσματα και ήρθε ο στρατηγός μέσα. «Σβολιαντόπουλε, εδώ είσαι;» «Ναι. Τι γίνεται;…» και τον ρώτηξα για τα αδέρφια μου τα μεγαλύτερα. Λέει: «Εντάξει είναι. Ζουν και οι δυο» λέει. «Δεν πάθανε τίποτα. Τραυματίας είναι ο ένας. Ο ένας είναι τραυματίας στην Κορυτσά» λέει. «Ο άλλος είναι… καλά είναι». Εκείνη την ώρα ήρθε ο σκοπός που είχα μπροστά και λέει: «Συναγωνιστή διμοιρίτη, άκουσα εδώ από κάτω, είδα κάτι κράνη κ.λπ.». Είχαν φτάσει τα ΛΟΚ εκείνη την ώρα ακριβώς. Το πρωί. 01:00 η ώρα νύχτα, το πρωί. Εγώ άρχισα να ανησυχώ. Σηκώθηκα γύρω γύρω. Ήλθαν κι άλλη φορά, αλλά δεν φοβόμασταν τόσο. Τους γυρίζαμε πίσω, τους πολεμούσαμε. Επειδής ήταν ο στρατηγός εκεί πέρα, φοβόμουνα. Κι όταν ακούω το στρατηγό να λέει: «Σβολιαντόπουλε, μην στεναχωριέσαι. Μη φοβάσαι. Εδώ είμαι εγώ». Λέω εγώ: «Όχι, όχι. Να φύγετε» λέω «γιατί εδώ θα έχουμε μάχη εμείς. Θα αρχίσουμε τις χειροβομβίδες, θα τους γυρίσουμε πίσω αυτούς». Αλλά… ναι. «Έχεις κανέναν» λέει «καμιά ομάδα;» «Έχω μια ομάδα εφεδρείας». Και στέλνει την ομάδα εφεδρείας ο ίδιος όλη τη νύχτα απ’ το άλλο ύψωμα, να πάει όλη τη νύχτα αποκεί και σε κάνα τέταρτο, όταν δει και αρχίσει η μάχη, να αρχίσει να βάζει από εκείνο το ύψωμα από πίσω. Ο ίδιος ο στρατηγός με γλίτωσε τότε. Κι αφού άρχισε η μάχη, αυτοί πλησιάσαν και αρχίσαμε, ακούμε από πέρα τη δική μας τη διμοιρία να βάζει, την ομάδα που είχε στείλει ο Σκοτίδας. Εγώ, δεν θα μ’ έκοβε να το κάνω αυτό. Πολύ έμπειρος. Κι αυτοί μόλις άκουσαν το οπλοπολυβόλο απ’ το άλλο μέρος, αιφνιδιάστηκαν, οπισθοχώρησαν και φύγαν. Και αρχίσαμε να τον κυνηγάμε και φύγαν. Η αιτία ήταν ο στρατηγός, δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Και αγέρωχος κ.λπ. «Μη φοβάσαι. Θα φύγουν. Θα τους κυνηγήσουμε» μ’ έλεγε, ναι. Τέλος πάντων.

Α.Λ.:

Είπατε ότι…

Β.Σ.:

Περάσαμε όλα αυτά, ναι.

Α.Λ.:

...ενταχθήκατε στην ΕΠΟΝ…

Β.Σ.:

Ναι, το ‘43.

Α.Λ.:

Μικρό παιδί.

Β.Σ.:

Μικρό παιδί, ναι.

Α.Λ.:

Απ’ αυτό τι θυμάστε;

Β.Σ.:

Στην ΕΠΟΝ; Α, ρε παιδί μου, πηγαίναμε, παίρναμε αποφάσεις εκεί πέρα, ό,τι αποφάσεις παίρναμε τις δίναμε παραπάνω στο κόμμα και αποκεί προχωρούσαν και… ενεργούσαμε. Μετά, εμείς εδώ πέρα είχαμε και την ευτυχία να είναι ελεύθερη η περιοχή όλη εδώ πέρα, από την Κόνιτσα μέχρι την Καλαμπάκα, τα Γρεβενά, επειδή τα Γρεβενά μείναν ελεύθερα το ‘43, όταν έπεσε το τάγμα στο Φαρδύκαμπο, που αιχμαλωτίστηκε, 603 που αιχμαλωτίσαμε και τους στείλαν στον Πεντάλοφο, μετά άρχισαν από ‘δω… φύγαν, έφυγαν αυτοί οι υπόλοιποι απ’ τα Γρεβενά. Και τα Γρεβενά ήταν πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας εδώ πέρα απ’ το ‘43 το Μάρτιο. Ενώ οι Γερμανοί φύγαν το ‘44 το φθινόπωρο. Κι εδώ εμείς πραγματοποιήσαμε… εδώ πέρα είχαμε έναν δάσκαλο, τον Καραπατάκη, ο οποίος δημιούργησε τα σχολεία σ’ όλα τα χωριά. Έφτιαξε σχολεία, διόρισε δασκάλους, έστειλε πρόγραμμα και είναι τα καλύτερα σχολεία. Είχε οργανωθεί η δουλειά πολύ καλά. Εδώ πέρα έγινε η παρέλαση στις 25 Μαρτίου απ’ τον ΕΛΑΣ. Μέσα δω, τότε με τους Γερμανούς, στα Γρεβενά μέσα. Ήταν ελεύθερη αγορά τότε… ελεύθερη περιοχή όλη. Την είχε την κατάσταση στα χέρια τους. Τότε ήταν ωραία. Παρόλο που ήταν η κατάσταση έτσι, δεν υπήρχαν κλεψίματα και τέτοια. Μπορούσες να κοιμάσαι έξω και λοιπά και μ’ αυτά, δεν σε πείραζε κανένας. Δεν υπήρχε κλέψιμο και αυτό τότε. Ενώ τώρα φοβάσαι να πας να καθίσεις έξω, να μην σε κλέψουν. Να κλείσουμε τα παράθυρα, βάζουμε σιδερένιες πόρτες μη ‘ρθουν και μας κλέψουν.

Α.Λ.:

Ήσασταν πάρα πολλά παιδιά;...

Β.Σ.:

Στην ΕΠΟΝ κάναμε χοροεσπερίδες. Χορεύαμε. Γλεντούσαμε. Κάθε τόσο χοροεσπερίδες. Τότε πρωτομάθαμε, δεν ξέραμε εμείς εδώ πάνω τι θα πει φοξ και τανγκό. Τότε μάθαμε τανγκό και φοξ να χορεύουμε, με τις χοροεσπερίδες, με τον ΕΛΑΣ και με το ΕΑΜ. Με τα κορίτσια ελεύθερα εκεί πέρα. Η αδερφή μου ήταν υπεύθυνος της ΕΠΟΝ στο χωριό. Ωραία. Σαν αδέρφια ήμασταν όλοι. Χωρίς να υπάρχει πονηρό. Εγώ ήμαν… Και στο αντάρτικο που είχα τις κοπέλες. Είχα στη διμοιρία μου, απ’ τα 32 άτομα οι 12 ήταν γυναίκες. Κοπέλες. Σαν αδέρφια ήμασταν. Πήγαινα τη νύχτα εκεί όπως κοιμούνταν καμιά φορά μέσα στα αντίσκηνα και τις σκέπαζα να μην κρυώνουν. Αδέρφια. Το κάτι άλλο. Κι αυτοί λέγαν ότι είναι πόρνες κ.λπ. Τέτοια, τέτοια αδελφοσύνη και τέτοια οικογένεια δεν θα… δεν συνάντησα ποτέ.

Α.Λ.:

Ήσασταν και τα 6 αδέλφια στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ;

Β.Σ.:

Ναι, ναι. Οι μεγαλύτεροι ήταν και στον ΕΛΑΣ. Ο ένας, ο μεγαλύτερος, ήταν και στη Σχολή Αξιωματικών Σαράφη. Ο μεγαλύτερος, ο Μήτσος. Σχολή Αξιωματικών Σαράφη, που είχε γίνει κάτω στο… Γιατί τότε όσοι… Είχαν έλλειψη από αξιωματικούς εδώ πάνω. Είχαν φύγει οι περισσότεροι, πήγαν στο Κάιρο οι μάγκες για να γλιτώσουν και εδώ είχαν έλλειψη από αξιωματικούς. Και με Σαράφη ιδρύθηκε η Σχολή Αξιωματικών, λοιπόν, και ο αδελφός μου ήταν απ’ τους πρώτους στη Σχολή Αξιωματικών. Και μάλιστα, να σου πω κάτι. Επειδής ήταν πολύ… ήταν απ’ την Αλβανία ακόμα σαν λοχίας και ήταν καλός εκπαιδευτικός, όταν τελειώνει η Σχολή, τους στέλναν στα τμήματα. Αυτόν τον κράτησαν για τη δεύτερη σειρά για εκπαιδευτή εκεί πέρα. Και έτυχε όταν έγινε η μάχη εδώ για το Ζέρβα, ο δικός μου ο αδερφός να βρεθεί στην Αθήνα. Λοιπόν, και παραβρέθηκε εκεί πέρα τότε με τους Άγγλους, που μπήκαν μέσα μετά, που χτυπήσαν. Και μ' έλεγε όταν μπήκαν στην Αθήνα τι ωραία ήταν. Μπήκαν. Την είχαν καταλάβει την Αθήνα ο ΕΛΑΣ όλος. Και μετά άρχισαν τα Δεκεμβριανά, που λέμε. Και μου λέει ο αδερφός μου: «Να σου πω κάτι;» λέει. «Όταν πήγαμε, ήταν εκεί πέρα γεμάτο τα σπίτια». Τα καλά, τα καλά τα σπίτια, που λένε, που πηγαίνουν τα αγόρια κ.λπ. «Μέσα σ’ ένα μήνα, σε 30 μέρες, πού πήγαν αυτά, ρε αδερφέ;» λέει. «Πηγαίναμε και βλέπαμε μετά πιάνο και βιβλία. Καταργήθηκαν με την ΕΠΟΝ. Δεν έβρισκες μετά. Εμείς στεναχωριούμασταν. Παιδιά τώρα, θέλαμε να πάμε να δούμε και κανένα». Αλλά είχε την κατάσταση στα χέρια η ΕΠΟΝ. Δεν προχωρούσε. Δεν είχε να προχωρήσει ούτε χασίς, ούτε τίποτα. Ήταν η ΕΠΟΝ, είχε την κατάσταση στα χέρια. Ετούτοι δεν θέλουνε τώρα, δεν θέλουν, όχι ότι δεν μπορούν. Τους αρέσει να αποπροσανατολίζουν τη νεολαία στο χασίς κ.λπ. κ.λπ., για να μην πολιτικοποιηθούν και καταλάβουν τους σωστούς αγώνες. Για αυτό δεν…

Α.Λ.:

Είπατε, η αδελφή σας ήτανε επικεφαλής στην ΕΠΟΝ στο χωριό.

Β.Σ.:

Ναι. Στην ΕΠΟΝ στο χωριό, στον Άγιο Κοσμά, ναι.

Α.Λ.:

Απ’ αυτό τι θυμάστε; Τι δράσεις κάνατε;

Β.Σ.:

Συγκεντρωνόμασταν, πηγαίναμε και στα διπλανά χωριά όταν κάναμε διάφορες χοροεσπερίδες και εκπολιτιστικά κέντρα, πώς τα λένε τώρα; Κάναμε διάφορα γλέντια. Ερχόταν η υποδειγματική ομάδα της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και μας έκανε… μέχρι έργα μάς έπαιζε εκεί πέρα και μαζευόμασταν η νεολαία της ΕΠΟΝ. Πολύ ωραία πράγματα, πολύ ωραία, πολύ ωραία. Και είχαν ανοίξει εκεί πέρα και βάλαν τους δασκάλους και οι παππούδες… αφού ακόμα και ο πατέρας ο δικός μου κ.λπ. δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό τότε παλιά. Δεν ήξεραν και υπογραφή. Και τους πήραν στο νυχτερινό και μαθαίναν γράμματα όλοι οι παππούδες, δωρεάν. Είχε αρχίσει αμέσως. Ήθελε να είναι μορφωμένος. Έδειχνες το κάτι άλλο. Έβλεπες το κάτι το καινούργιο. Έβλεπες [00:20:00]κάτι το καινούργιο, την όρεξη. Κι αυτό σου άρεσε. Δυστυχώς, κάναμε αγώνες, κάναμε αγώνες και εδώ, παντού, αλλά δεν μπορέσαμε. Δηλαδή, όχι το ότι δεν πετύχαμε, πετύχαμε κάτι. Δεν είχαμε ούτε ασφάλεια, ούτε ΙΚΑ, ούτε κ.λπ., όλα. Απ’ τη στιγμή που επικράτησε η επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση, εκείνο μάς έσωσε. Γιατί άρχισε εδώ ο καπιταλισμός στην Ευρώπη, για να μπορέσει να κάνει… βλέποντας εκεί να εφαρμόζονται το 7ωρο, το 8ωρο κ.λπ., άρχισαν κι αυτοί σιγά σιγά να παραχωρούν. Και τώρα αυτά τα κεκτημένα όλα, που παλέψαμε με αγώνες, με… που κάναμε… άρχισαν να τα παίρνουν, τα παίρνουν όλα πάλι τώρα. Είχαμε και την ατυχία που έγινε η ανατροπή στις σοσιαλιστικές χώρες. Και τώρα αυτοί δεν έχουν ούτε ωράρια... Πάνε αυτά τώρα. Πάμε στο χειρότερο. Εγώ φεύγω τώρα, δεν φεύγω ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου, φεύγω ευχαριστημένος μόνον απ’ την οικογένειά μου, τα εγγόνια, τα παιδιά μου. Έχω μια οικογένεια θαυμάσια, δεν με έχουν δώσει την παραμικρή στεναχώρια. Λοιπόν, κι όταν ένας παππούς δεν τον στεναχωρεί το παιδί, το αγγόνι και… έχει ζωή, δεν αρρωσταίνει ποτές. Δεν έχει… Και φεύγω απ’ την οικογένεια. Δεν φεύγω χαρούμενος απ’ τη νεολαία την άλλη όμως, δεν αφήσαμε καλή αυτή. Χάλια. Πάνε και τα ωράρια, πάνε και… Διότι όταν το 1910, κάποτε ο Λένιν είπε: «Θα ζήσουμε καλά, γιατί θα βγει η υψηλή τεχνολογία. Και μ’ αυτή την υψηλή τεχνολογία θα μειωθούν το ωράριο, οι ώρες εργασίας, θα αυξηθεί το ημερομίσθιο κ.λπ. Να προσέξουμε όμως την υψηλή τεχνολογία να την έχει ο λαός στα χέρια, όχι το κεφάλαιο». Τότε. Θα μου πεις, έχει ο λαός στα χέρια; Αυτοί μόλις έφτιασαν υψηλή τεχνολογία, πουλάνε τη νεολαία απ’ τα γραφεία, πουλάνε τ’ αυτό και αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Δυστυχώς. Για αυτό μόνο απ’ αυτήν τη στεναχώρια θα φύγω τελευταία. Δεν αφήνουμε για τη νεολαία καλό αυτό.

Α.Λ.:

Είπατε πριν ότι στην ΕΠΟΝ και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ συμμετείχατε και στις μάχες της απελευθέρωσης.

Β.Σ.:

Ναι.

Α.Λ.:

Όπως στη μάχη του Φαρδυκάμπου. Από κει τι θυμάστε;

Β.Σ.:

Του Φαρδύκαμπου ήμασταν… ήμαν εκεί στη μάχη, τελευταία, ναι. Γιατί τελευταία, όταν έγιναν… μετά το ‘44 το καλοκαίρι, οι Γερμανοί κάναν κάτι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εδώ απάνω στη Βαλιακάρδα, με την προϋπόθεση να διαλύσουν την 9η Μεραρχία, γιατί τους έπιανε μπροστά ενέδρα, για να κάνουν καλή οπισθοχώρηση. Και εδώ στη Βαλιακάρδα είχαν σκοτωθεί αρκετά… αρκετοί… άμαχος πληθυσμός τότες ο δικός μας. Εδώ στο Κοσμάτι, εδώ, προς τα πάνω, σκοτώσαν πολλούς, σκοτώναν παπάδες, οτιδήποτε. Τέλος πάντων, όταν τελείωσαν οι επιχειρήσεις και γυρίζονταν προς τα κάτω στο σπίτι, πέρασε ένας, ο Παλαιολόγου, ένας… ο Καρασάββας, ένας από ‘δω ταγματάρχης, ο Καρασάββας. Και ο Καρασάββας ήξερε απ' αυτά… και τότε μπήκα εγώ, με πήρε και μένα, πήγα και εγώ αντάρτης. Και μ’ είχε, είχα το άλογο το δικό του, είχε ένα άλογο ωραίο. Και επειδής εμείς τότε ήμασταν μαθημένοι απ’ τα ζώα, είχα μία χτένα και χτένιζα το άλογο. Το ‘φτιαχνα καθαρό. Και λέει: «Ετούτος εδώ είναι…» λέει... διότι ήμαν 19 χρονών. Και αυτός ο Καρασάββας τελευταία μια… Πέθανε, ακόμα, τον είχαμε βγάλει μετά εδώ βουλευτή της ΕΔΑ, γιατί ήταν παράνομο το Κ.Κ., τον αγαπούσαν πολύ οι αντάρτες όλοι. Και με έχει εμένα με το άλογο στο σπίτι του φωτογραφία, που κρατούσα το άλογο. Γιατί εγώ μετά εδώ, που είχαμε την Εθνική Αντίσταση και εκδίδαμε εφημερίδα, ένα φύλλο της εφημερίδας τον έστελνα εγώ εφημερίδα αυτόν πάντοτε. Και με έστελνε πάντοτε λεφτά. «Σβολιαντόπουλε» και «Σβολιαντόπουλε», επειδής με γνώριζε απ’ τον ΕΛΑΣ που ‘μουν. Και αυτά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, τα βλέπω σαν ένα όνειρο. Αφού τη νύχτα ακόμα ονειρεύομαι, ονειρεύομαι ότι βρίσκομαι στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ και στον Δημοκρατικό Στρατό. Ονειρεύομαι ακόμα τα ωραία εκείνα. Το κάτι άλλο. Αυτά τα ιδανικά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.

Α.Λ.:

Απ’ τις μάχες της απελευθέρωσης τι θυμάστε;

Β.Σ.:

Ε;

Α.Λ.:

Απ’ τις μάχες της απελευθέρωσης κόντρα στους Γερμανούς, τι θυμάστε;

Β.Σ.:

Κόντρα στους Γερμανούς; Εμείς εδώ στα Γρεβενά είχαμε Ιταλούς. Ιταλικό τάγμα ήταν. Δεν ήταν Γερμανοί εδώ πέρα. Οι Γερμανοί ήταν απ’ την Κοζάνη και πέρα. Λοιπόν, και όταν… Εκείνο που ήταν, εδώ στο... έξω απ’ τα χωριά της Κοζάνης, αυτοί οι Γερμανοί είχαν οπλίσει μερικά χωριά, τουρκόφωνοι που ήταν, το Βαθύλακκο κ.λπ. Και εκεί, μέχρι να τα καταλαμβάνουμε, πολεμούσαν. Αυτοί ήταν γερμανόφιλοι. Αυτοί μείναν μέχρι το τέλος μετά, που δημιούργησαν μετά τη Χρυσή Αυγή τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους ακόμη πιστεύουν στους Γερμανούς. Κι ακόμα μείναν κατάλοιπα. Χάσαμε πολλά παιδιά, ήταν… Δώσαμε μάχες αρκετές. Αλλά είχαμε δύναμη καλή, ο ΕΛΑΣ ήταν ενωμένος, αγαπημένος, είχε ενώσει όλη την Ελλάδα σχεδόν. Όλη την Ελλάδα την είχε ενώσει. Λίγο… Αλλά δυστυχώς δεν θέλησε, δεν θέλησε. Δεν θέλησε να κάνει εκλογές ο παππούς ο Παπανδρέου, ελεύθερες. Ήθελε να βγάλει τον κόσμο… Με τον Τσώρτσιλ τότε, ήθελε να βγάλει τον κόσμο έξω ο παππούς ο Παπανδρέου. Τον είχε πει ο Τσώρτσιλ: «Κάνετε ελεύθερες εκλογές». «Δεν θα κάνουμε εκλογές, γιατί το ΕΑΜ έχει το 80-90%. Έχει όλη την Ελλάδα» λέει. Και δεν θέλησε τότε, στην αρχή. Και άρχεψε να χτυπάν. Βγάλαν αποσπάσματα έξω, τα αποσπάσματα αυτά των… αυτουνούς που είχαμε σκοπό να δικάσουμε εμείς, που ήταν συνεργάτες των Γερμανών, τους αγκάλιασε ο βασιλιάς και τους έκανε αποσπάσματα, παρακρατικές οργανώσεις. Και αρχίσαν να χτυπάν, δεν λυπούνταν καθόλου. Ήσαν αντάρτης στον ΕΛΑΣ, ήσαν στην ΕΠΟΝ; Σε σκότωνε στο ξύλο. Έλα εσύ τώρα να σκεφτείς. Σιγά σιγά σιγά χάσαμε πάρα πολλά… πολλά στελέχη εκεί στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο, να στέκονται τα παιδιά παλικάρια. Εγώ έβλεπα και τους θαύμαζα. Τους θαύμαζα στη Μακρόνησο, διότι εγώ ήμουνα… του δημοτικού ήμουνα. Αλλά είχα αποκτήσει μια εμπειρία. Και όταν βλέπεις τώρα στη Μακρόνησο να είναι Τσαρούχης, να είναι Θεοδωράκης, να είναι Ρίτσος, να είναι όλη η διάνοια της Ελλάδος μέσα εκεί στη Μακρόνησο. Τότε που ήταν και ο Σαράφης, ακόμα μέσα ήταν όταν ήμαν εκεί πέρα, ήταν όλοι αυτοί. «Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είναι αυτοί;» τους έλεγα εγώ «και τους έχουν εδώ;» Έλεγαν: «Είναι μαρξισταί». «Τι είναι οι μαρξισταί;» Δεν ήξερα... Όλοι μαρξισταί κλπ. Ο Βάρναλης ήταν στη Μακρόνησο. Όλοι. Αλλά δυστυχώς ο νικητής μετά… Δεν υπολόγιζαν αυτοί. Επικράτησαν οι συνεργάτες των Γερμανών, οι οποίοι είχαν μανία μεγάλη με το... ιδίως με τους αριστερούς.

Α.Λ.:

Είπατε ότι κρυβόσασταν μετά την…

Β.Σ.:

Ναι, ναι. Μετά απ’ τον ΕΛΑΣ κρυβόμασταν όταν έβγαιναν απάνω, για να μη μας πιάσουν. Και άντε, άντε στο δάσος. Φεύγαν αυτοί, ξανά στο σπίτι. Ξανά, ξανά, πόσο θα ‘ρθεις; Τον πρώτο χρόνο, το ‘46. Μετά, το φθινόπωρο του ‘46 άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες ομάδες. Απ’ τους πρώτους που βγήκαν βγήκαμε στο Δημοκρατικό Στρατό. Τουλάχιστον, λες τώρα θα σε σκοτώσει, θα τον σκοτώσεις κι εσύ. Έχεις κι εσύ το όπλο, ζας ελεύθερα. Μας εξανάγκασαν και βγήκαμε. Δεν θα βγαίναμε. Δηλαδή όταν βλέπεις τον άλλον τον έπαιρνε και τον σκότωνε στο ξύλο εκεί πέρα; Τι να κάνεις; Αλλά αυτοί τα λένε αλλιώς. «Βγαίναν στο βουνό» λέει «και κάναν και κάναν και φτιάξαν».

Α.Λ.:

Από την ένταξη στον Δημοκρατικό Στρατό ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις;

Β.Σ.:

Ε, ε, ε... Τι πρώτες αναμνήσεις, βρε παλικάρι μου, τι;... Πολύ καλές. Πολύ καλές ήταν. Διότι εμείς εδώ πέρα ήμασταν τα παιδιά και σκληραγωγημένοι τότε. Δεν ήμασταν παιδιά σαν τώρα. Όταν βγαίνεις και βοσκάς τα μανάρια έξω στο χωριό και δουλεύεις κοντά στον πατέρα σου πέτρες κ.λπ., εκεί εμείς μπορεί να ‘ταν λίγο σκληραγωγημένοι, αλλά αντέχαμε, διότι ήμασταν σκληραγωγημένοι απ’ το σπίτι ακόμη και το αντέχαμε το βουνό. Λέμε: «Καλύτερα είναι. Έχω ένα όπλο». Στο… Μάλιστα εκεί στη Μουργκάνα, όταν έτρεχα μια φορά να πάω στο άλλο τάγμα σύνδεσμος, έβαλλε το πυροβολικό και εγώ είχα εδώ πέρα το στάγιερ ένα –στάγιερ λέγεται, γερμανικό– και έρχεται το βλήμα και χτυπάει το στάγιερ και με έσπασε το στάγιερ εδώ πέρα. Γυρίζω εγώ. Μέχρι που δάκρυσα στο διοικητή και λέω: «Πάει το στάγιερ». «Τι στάγιερ, ρε Σβολιαντόπουλε; Τι στάγιερ; Δεν λες που σε γλίτωσε αυτό το στάγιερ; Όπλα είναι γεμάτο. Αν δεν ήταν αυτό, θα σε έκοβε στη μέση» λέει. Δεν θα το ξεχάσω αυτό στη Μουργκάνα. Έχουμε αμέτρητες… δεν γράφονται αυτά, αμέτρητα βιβλία, αμέτρητες ιστορίες στο Δημοκρατικό Στρατό. Αμέτρητες ιστορίες. Παλικάρια.

Α.Λ.:

Ποια ήταν η πρώτη διείσδυση που κάνατε;

Β.Σ.:

Η πρώτη διείσδυση εγώ, στα Τζουμέρκα και Άγραφα. Μετά απ’ τα Γρεβενά που... Ξεκινήσαμε εδώ από πίσω απ’ το Περιβόλι ένα χωριό, κατεβήκαμε κάτω, μπήκαμε πέρα στο Περιστέρι απάνω, Τζουμέρκα και Άγραφα και φτάσαμε στο Ματσούκι. Εκεί στο πρώτο χωριό, να σου πω κάτι, το πρωί που έφεξε, γινόταν ένας γάμος. Κυριακή, γιατί εμείς μόλις έφεξε το πρωί… τη νύχτα… το πρωί πιάναμε και καμουφλαριζόμασταν, διότι ερχόταν τα αεροπλάνα και… ναι. Στο χωριό το Ματσούκι αυτό γινόταν γάμος. Εμείς δε εδώ, στην Τσούκα Ρόσα που ήμασταν, ήρθαν τα αεροπλάνα μυδραλιοβόλησαν και μας σκοτώσαν το άλογο του διοικητού του τάγματος. Το χτύπησε και έπεσε κάτω. Και μάλιστα, με έδωσε εντολή να το πυροβολήσω το βράδυ, να το σκοτώσω, διότι: «Θα το φάνε οι λύκοι τη νύχτα. Κρίμα. Καλύτερα να το σκοτώσουμε» λέει «αφού έχει σπασμένο τη σπονδυλική στήλη». Τέλος πάντων. Εκεί, μόλις έγινε ο γάμος, κατέβηκα εγώ με το διοικητή, επειδής ήμαστε… ομάδα διοικήσεως του τάγματος, η ομάδα, φρουρά του τάγματος. Κατεβήκαμε εκεί μετά απ’ το γάμο, βγήκαν αυτοί απ’ την εκκλησία, κοιτάζουν, οι αντάρτες. Αυτοί φοβηθήκαν τώρα, η νύφη και ο γαμπρός κιόλας. Σε λέει, τι γίνεται; Λέω εγώ… Λέει ο διοικητής: «Μη φοβάστε. Δεν θα κάνουμε τίποτα». Λέει: «Σας παρακαλούμε. Τώρα έγινα νύφη» λέει. Ήξεραν ότι επιστρατεύαμε. Είχαμε έλλειψη από νέους, διότι θέλαμε εφεδρεία. Χάναμε τραυματίες, σκοτωμένοι. Έπρεπε να τους αντικαταστήσεις. Και έπρεπε να μπούμε σε πόλεις μέσα. Μπαίναμε σε πόλεις μέσα και επιστρατεύαμε νέους, για να καλύψουμε τα κενά. Λοιπόν και εκεί πέρα λέει: «Μόνο μην μας πάρεις το παιδί. Το γαμπρό και τη νύφη» λέγαν κ.λπ. Λέει ο διοικητής: «Δεν θα σας πειράξουμε. Μόνο, άμα τελειώσετε, το άλογο» λέει. «Το άλογο πάρτε το. Κι άλλο άλογο» λέει. «Το άλογο, επειδής μας το σκότωσε το αεροπλάνο» λέει. Και τους πήραμε το άλογο και το ονομάσαμε ΕΠΟΝίτη μάλιστα. Ένα μαύρο άλογο. Μας το ‘δωσαν οι άνθρωποι. Κάναν, τους αφήσαμε, κάναν το [00:30:00]γάμο, γλέντι. Δεν τους πειράξαμε. Τραβήξαμε εκεί πέρα πιο κάτω μετά, στα άλλα τα χωριά, μέσα στα Άγραφα. Καθίσαμε καμιά 15 μέρες εκεί ώσπου να βρουν το Μάρκο. Δεν ξέρω πώς είχε βρεθεί ο Μάρκος εκεί, από πού είχε ‘ρθει και... με μια ομάδα, και τον πήραμε και τον φέραμε εδώ στα Ζαγοροχώρια πάνω. Ζαγοροχώρια και από δω στο Γράμμο. Αυτή ήταν με 8… 20 μέρες. 20 μέρες διείσδυση κάναμε. Πήγαμε και γυρίσαμε σε 20 μέρες. Λοιπόν και μετά, αφού ξεκουραστήκαμε εδώ στα Ζαγοροχώρια κάμποσο καιρό, σου λέω, κάναμε τη δεύτερη διείσδυση, που κατεβήκαμε Γιάννενα έξω από το Μιτσικέλι, Πωγώνι και φτάσαμε στη Μουργκάνα. Και μείναμε εκεί μετά το τάγμα, όλο το χρόνο το ‘48, πολεμούσαμε. Που είχαμε πιάσει το ύψωμα αυτό, ήταν σύνορα με την Αλβανία. Και κατεβαίναμε όλη νύχτα μέχρι κάτω, μέχρι την Πάργα. Στην Πάργα εκεί πολεμούσαμε σε όλο τον κάμπο τη νύχτα, πολεμούσαμε, γυρίζαμε πάλι τα τάγματα, ο λόχος. Είχαμε κάνει πολλές μάχες, πάρα πολλές μάχες.

Α.Λ.:

Θυμάστε κάποια απ’ αυτές;

Β.Σ.:

Ε;

Α.Λ.:

Θυμάστε κάποια μάχη απ’ αυτές;

Β.Σ.:

Πώς δεν θυμάμαι; Ένα βράδυ πήρα αποστολή με την ομάδα μου και έξω απ’ τα Γιάννενα ήταν μια καλύβα. Έβγαινε ο στρατός και ερχόνταν σιγά σιγά εκεί στην καλύβα αυτή, στον τσοπάνο και έπαιρνε πληροφορίες. Ήταν ΜΑΥς αυτός ο τσοπάνος. Εμείς τον είδαμε, η ομάδα μου. Και μία μέρα, μια βραδιά, πήγαμε εμείς τώρα, πριν μπει ο στρατός, πήγαμε εκεί πέρα στην καλύβα. Μόλις έκλεισε αυτός την καλύβα. Είχε και τζάκι μέσα. Την έβαλε τη φωτιά. Μπήκα εγώ μέσα και του λέω… Μόλις με είδε αυτός φοβήθηκε. «Μη φοβάσαι. Δεν θα σου κάνουμε τίποτα» λέω. «Μια ανάκριση θα δώσεις εδώ στο λοχαγό, το διοικητή του λόχου θα δώσεις μια ανάκριση» λέω. «Θα σε πει λίγα λόγια εδώ, τι σε λέει ο στρατός όταν έρχεται εδώ μέσα και φεύγει εδώ πέρα και θα σ’ αφήσουμε πάλι». Τον πήραμε τον φουκαρά. Τον πήραμε. Τον πήραμε λίγο μια ανάκριση και όταν άρχισε να λέει: «Ξέρεις» λέει… με λέει αυτός. Τον δώσαμε το θάρρος. «Από πού είσαι;» με λέει. «Εγώ» λέω «είμαι απ’ τα Γρεβενά;» Και λέει: «Εγώ έκανα στα Γρεβενά». ΜΑΥς. «Πού;» «Στο Ζιάκα» λέει «ένα χωριό». «Τι έκανες εκεί;» «Πήγαν να κάνουν επιχείρηση εκεί κάτι δικοί μας ΜΑΥδες. Ήταν οι άνθρωποι κρυμμένοι απάνω στο βουνό στον Όρλιακα, είχανε πάει να κρυφτούν μες στις σπηλιές. Και βρήκαν κάτι γυναίκες και τις πείραζαν οι ΜΑΥδες κι εγώ τους μάλωνα» λέει. Δήθεν αυτός ήταν καλός. Κατάλαβες; Να κρυφτεί, όπως λες προηγουμένως. Έκαμε τον καλό μετά σ’ εμάς. Λοιπόν, μόλις άκουσα έτσι εγώ, α, λέω, κατάλαβα. Γιατί είχαν πάρει και τη μητέρα μου στις φυλακές στα Γρεβενά και λέω: «Είσαι από αυτούς» είπα μετά. Τον έστειλα στη διοίκηση του τάγματος μετά αποκεί πέρα. Και ξέρεις τι έπαθα, αγαπητέ μου Θανασάκη; Τη νύχτα που τον έστειλα... Τώρα αποκεί, απ’ το Πωγώνι, έπρεπε να κάνεις κάτω για να τους στείλεις στην Μουργκάνα πέρα. Όλη τη νύχτα, όλη τη νύχτα να τον στείλω εγώ συνοδεία, να τον στείλει στο αρχηγείο τώρα, για να τον πάρουν ανακρίσεις κι εκεί πέρα θα μάθαιναν καλύτερα. Κι εκεί που τον πήγαινε, περνούσε, έπρεπε να περάσει από κοντά από μια φρουρά απ’ την Καστανιά, ήταν λόχος στρατού κι αυτοί βάζαν γύρω γύρω νάρκες και αυτοί από πάρα πέρα απ' τα μονοπάτια. Κι εκεί στο μονοπάτι που πήγαινε ένας μπροστά, ο άλλος στη μέση, τον είχαν και δεμένα τα χέρια εδώ να μην φύγει, φρουρά. Και ο πρώτος πάτησε νάρκα. Ο Γιώργος, ένα παιδί. Τον είχα στην ομάδα μου. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Πατάει νάρκα γερή ενισχυμένη και τον τινάζει απάνω, ήταν μια άγρια γκορτσιά εκεί πέρα, έμειναν τα σακάκια απάνω. Πωπω. Κι ο άλλος ο Γιάννης απ’ το Ράπτη… ο Ράπτης απ’ τη Ζιάκα δεν στεναχωρέθηκε, δεν φοβήθηκε. Τον πήρε πάλι, τον άφησε εκεί τον σκοτωμένο τον έναν, και τον πήρε τον άλλον και τον πήγε στη Μουργκάνα. Τον έδωσαν άλλον αντάρτη από εκεί και ήρθε. Και λέει: «Συναγωνιστή διμοιρίτη» μου λέει εμένα «πάει ο Γιώργος» λέει. Ένα παιδί απ’ την Καλαμπάκα ήταν. «Τι;» «Εκεί ήταν. Πάτησε νάρκα και…» Και πήγαμε εμείς όλη τη νύχτα σιγά σιγά με μέτρα αποκεί και βρήκαμε ακόμα τα τσόλια, τον πήραμε, τα μαζέψαμε, πήγαμε σ’ ένα ρέμα εκεί πέρα, ανοίξαμε λάκκο κανονικό, τον σκεπάσαμε και τον θάψαμε. Είχαμε τέτοιες αμέτρητες… αμέτρητες ιστορίες. Αμέτρητες ιστορίες είχαμε.

Α.Λ.:

Σε ποιο διάστημα κάνατε τη δεύτερη διείσδυση;

Β.Σ.:

Ε;

Α.Λ.:

Σε ποιο διάστημα; Το ΄48;

Β.Σ.:

Το… όχι. Όταν γυρίσαμε απ’ τη Μουργκάνα, απ’ το… το φθινόπωρο του ‘47 ήταν. Φθινόπωρο του ‘47 πήγαμε. Τον Σεπτέμβριο πήγαμε κάτω για τη Μουργκάνα. Εδώ είχαμε πάει τον Αύγουστο. Γιατί εδώ έγινε τον Ιούλιο στα Γρεβενά η μάχη, 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής ήταν, αν θυμάμαι καλά. Γιατί είχα… ήμουν εγώ εδώ πέρα, βγήκα... Γιατί καταλάβαμε το ύψωμα εδώ απάνω στο Βαρόσι, το είχε καταλάβει ο Γκίζας, ένας λοχαγός, και αποδώ μεριά είχε μπει ο Βίδρας, ένας άλλος λόχος. Από κάτω περιμέναμε να ‘ρθει ο Υψηλάντης, αλλά άργησε να χτυπήσει από κάτω. Δεν ξέρω γιατί καθυστέρησε μέχρι να βγει. Κι εγώ, επειδής ήμαν στην ομάδα διοικήσεως του τάγματος, είχαν ομάδα διοικήσεως, μου έστειλε εμένα εδώ στο λόχο τον λοχαγό τον Γκίζα στο Βαρόσι απάνω, να τον πάω ένα σημείωμα. Πάω εκεί πέρα, είχαν βγει απάνω στο ύψωμα, το κατέλαβαν στο Βαρόσι, είχε σκοτωθεί ο λοχαγός αυτός, ο Γκίζας. Και μου λένε εμένα: «Σκοτώθηκε». Πάω εκεί πέρα, λέω… πάω τον διοικητή του τάγματος: «Σκοτώθηκε ο Γκίζας ο Αθανάσιος». Με δίνει άλλο σημείωμα και πάω, να αναλάβει ένας Τσαμέτης απ’ το Ζάλοβο. Τσαμέτης Παναγιώτης. Ήταν καπετάνιος λόχου. Ναι. Φεύγω από κει, με δίνει σημείωμα να πάω εδώ στο λόχο του Βίδρα, απ’ τη βρύση εδώ πάνω, εδώ, απ’ τα «Αμπέλια» που το λέμε. Πάω εγώ να δώσω το σημείωμα και βρίσκω σκοτωμένος ο Βίδρας, ο λοχαγός. Κι αυτός σκοτώθηκε. Γιατί μας είχε πάρει η μέρα, είχε πάρει η μέρα, αργήσανε. Και άρχισαν να βάζουν απ’ τα υψώματα και άρχισε μετά η οπισθοχώρηση. Αποτύχαμε δηλαδή εδώ στα Γρεβενά. Δεν μπορέσαμε να μπούμε μέσα, αποτύχαμε, γιατί μας πήρε η μέρα. Κι εγώ τράβηξα απάνω, απάνω, απάνω Οροπέδιο, Άγιο Κοσμά και τότε ήταν το πανηγύρι, πανηγυρίζαν τότε της Αγίας Παρασκευής. Κι εγώ δεν πήγα στο σπίτι μου στο χωριό, γιατί ύστερα από καμπόσο καιρό πήραν τη μητέρα μου στις φυλακές. Για να μη με δουν ότι είμαι αντάρτης κάτι δεξιοί εκεί πέρα. Κι έφυγα εδώ Μέγαρα και τράβηξα Φιλιππαίους, ανταμώσαμε τα τμήματα, βγήκαμε στη Σαμαρίνα εκεί. Αλλά όσοι επιζήσαμε, όσους μάς βρήκε το τελευταίο προσκλητήριο, εντάξει. Όσοι... όσα παλικάρια αφήσαμε στο Γράμμο και στο Βίτσι δεν τους ξεχνάω ποτές. Σ’ όσες εκδηλώσεις που κάναν για να τιμήσουμε τη μνήμη πήγαινα να τιμήσω, διότι είχαμε πει ως αντάρτες τότε, στην περίπτωση που... όποιους βρει το τελευταίο προσκλητήριο και ζήσουν, να μην ξεχάσουμε ποτέ τα παιδιά αυτά που χάσαν τη ζωή τους, να τους θυμούμαστε. Και αυτό το παράπονο δεν το έχω απ’ το κόμμα, αυτό το καλό έχει, πηγαίνει και τους τιμάει παντού. Δεν υπάρχει χωριό κ.λπ. που να μην έχει πέτρα και να μην τιμάει τη μνήμη, που άλλο κόμμα δεν το έχει αυτό. Πέθανε ο Υψηλάντης, τον πήρε το ΠΑΣΟΚ τον εκμεταλλεύτηκε. Τώρα που τον έχουν παραχωμένο, τίποτα. Ενώ εμείς κάθε χρόνο θα πάμε στο Φλωράκη, θα πάμε στο Σκοτίδα, θα τον τιμήσουμε. Να τώρα είχε χθες το Φλωράκη. Τιμάμε τον Μπελογιάννη. Τιμάει το κόμμα τους ήρωες, τους τιμάει τους ήρωες. Κανένα άλλο κόμμα. Αλλά δεν τα βλέπουν αυτά. Για αυτό είμαι περήφανος για το κόμμα. Ότι δεν ξεχνάει τα θύματα. Και θα πεθάνω με αυτό, με αυτά τα ιδανικά. Αυτά τα τρία ιδανικά έχω. Έχω ένα την οικογένειά μου, την αγαπάω πάρα πολύ, γιατί βγήκε καλή οικογένεια. Το κόμμα. Και έχω ένα χόμπι, που πηγαίνω στο κυνήγι, ακόμη, με το όπλο κυνηγάω. Μέχρι πέρσι ένα λαγό χτύπησα. Αυτά, αυτά είναι τα χόμπι μου. Αλλά εδώ απ’ το παράρτημα Π.Ε.Α.Ε.Α. μέχρι τελευταία τώρα ακόμα πηγαίνω. Χθες κατέθεσα στεφάνι πάλι. Δεν το εγκατέλειψα μέχρι τελευταία, γιατί μας φύγαν όλοι οι σύντροφοι, οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης φύγαν όλοι, πεθάναν. Δεν έχω κανέναν τώρα. 35 άτομα. Προχθές που κάναμε μια εκδήλωση το κόμμα και πήγα εγώ και παρουσίασα, τους παρακάλεσα να κρατήσουμε δυο λεπτά σιγή και διάβασα τα ονόματα όλων αυτών, οι οποίοι μέχρι το τέλος δεν απουσιάζαν ποτέ απ’ τις εκδηλώσεις αυτές. Λοιπόν, τους διάβασα τα ονόματα και οι περισσότεροι είναι τα παιδιά και τα εγγόνια τώρα, που δακρύσαν όλοι που τους διάβασα όλα τα ονόματα, τους τιμήσαμε. Σχεδόν μόνος μου. Αφού προχθές που… πέθανε τώρα τις προάλλες ένας, ο Πέτσας, που τον είχαμε Νομάρχη εδώ πέρα. Και πριν πεθάνει με πήρε εμένα… πήρε τηλέφωνο του Αγίου Βασιλείου, ζούσε. Και λέει: «Βασίλη...» Την κόρη μου, την ξέρει την κόρη μου που είναι αριστερή, καθηγήτρια είναι, και τον γιο μου. «Αμάν» λέει «πρόσεξε τον μπαμπά σου. Αυτόν έχουμε τώρα. Αυτόν έχουμε τώρα» λέει «που κρατάει ακόμα Θερμοπύλες στα Γρεβενά. Πρόσεξέ τον να ζήσει» λέει. Και αυτός πέθανε ο φουκαράς τώρα, ο Πέτσας. Και με πήρε τελευταία τηλέφωνο. Κρατάω όσο μπορώ, παλικάρι μου. Αλλά... ευτυχώς… δυστυχώς. Έμεινα μόνος μου.

Α.Λ.:

Είπατε ότι μετά τις επιχειρήσεις και την υποχώρηση από τα Γρεβενά…

Β.Σ.:

Ναι.

Α.Λ.:

…πήγατε και κάνατε επιχειρήσεις στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Β.Σ.:

Ναι. Μετά από την υποχώρηση στα Γρεβενά συγκεντρωθήκαμε εδώ πάνω στο Περιβόλι και έγινε ανασυγκρότηση το τάγμα. Γιατί είχαμε χάσει δυο λοχαγούς εδώ, είχαμε κάπου 25, 30-40 θύματα. Και αφού έγινε ανασυγκρότηση και ξεκουραστήκαμε, λοιπόν, έγινε… μαζευτήκαν 3 τάγματα. Ένα το δικό μας, του Παπαδημητρίου, ένα του Άλκη του Χουτούρα απ’ το Τσοτύλι και ένας Φωκάς τ’ άλλο ένα τάγμα απ’ την… 3 τάγματα με επικεφαλής το Χείμαρρο, κάναμε τη διείσδυση πρώτα στο Περιστέρι, κάτω στα Άγραφα λέμε, 20 μέρες τότε. Γυρίζοντας απ' το κει πέρα, αφού τελειώσαμε και φέραμε το Μάρκο εδώ στο Γράμμο –δεν ξέρω πού ήταν– και ξεκουραστήκαμε πάλι εδώ στα Ζαγοροχώρια καμπόσον καιρό, το φθινόπωρο, πριν μπει το ‘48, κάναμε τη διείσδυση κάτω πάλι. Περάσαμε απ’ τον Αώο τον ποταμό, πιάσαμε Μιτσικέλι, Πωγώνι και πήγαμε στη Μουργκάνα. Αυτή είναι η άλλη, τρίτη διείσδυσις αυτή. Μείναμε εκεί ύστερα. Μετά, όταν μας βγάλαν και κάναν διείσδυση, δεν ήμαν εγώ, ήμαν στο νοσοκομείο στο Αργυρόκαστρο. Κάναν τη διείσδυση πάλι, αφού τους κλείσαν και δεν μπορέσαν και ήρθαν πάλι, βρήκαν αυτό και βγήκαν πάλι εδώ στα Ζαγοροχώρια η 8η Μεραρχία. Και ανταμώσαμε στο Γράμμο μετά όλοι μαζί. Πάλι στο Γράμμο.

Α.Λ.:

Είπατε πριν ότι εσείς πήγατε… σας στείλαν στη Σχολή Αξιωματικών.

Β.Σ.:

Ναι.

Α.Λ.:

Στον Άγιο Γερμανό.

Β.Σ.:

Στον Άγιο Γερμανό. Στην Πρέσπα.

Α.Λ.:

Πότε σας στείλαν εκεί;

Β.Σ.:

Εκεί με στείλαν το Νοέμβριο, τέλος Νοεμβρίου του ‘48. ‘49 [00:40:00]άρχισαν οι εκπαιδεύσεις. 1η Ιανουαρίου, Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη, είχαμε 3 μήνες εκπαίδευση εκεί στον Άγιο Γερμανό. Εκπαίδευση κάναμε κάθε μέρα. Περάσαμε καλά εκεί στη Σχολή Αξιωματικών. Εκεί ήμασταν μετά… είχαμε και κάτι σπίτια, σε σπίτια έμενα εγώ εκεί στο... Ήταν κάτι σπίτια πέτρινα στον Άγιο Γερμανό και καθομάσταν μέσα. Και πηγαίναμε… πήγαμε εκδρομή και πήγα και το είδα εκεί πέρα το σπίτι. Πήγα αυτά τα μέρη. Πήγα εκδρομή με τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τους έκανα εκεί πέρα την εκδήλωση που κάναμε, που κάναμε τις ασκήσεις. Ήταν ωραία. Αφού και εκεί πέρα είχαμε… βάζανε ποιος θα βγει πρώτος, αλλά ήταν ωραία, ρε παιδί μου, κάναμε έξω ποιος λόχος, ποια διμοιρία θα βγει πρώτη εκεί στο δάσος στην καθαριότητα. Ας πούμε, ακόμα και τον καμπινέ που θα ‘φτιαχνες με τα ξύλα, που είχα εγώ και είχα άμμο μέσα, χώμα, κι αποκεί και όλα αυτά, και έπαιρνε το βραβείο η πρώτη διμοιρία, ποια είχε την καλύτερη καθαριότητα. Είχε την κατάσταση όλη στα χέρια, παρόλο που είχαμε μάχες. Το κάτι άλλο. Έβλεπες ότι είχαν όρεξη οι άνθρωποι να πεθάνουν για αυτά τα ιδανικά. Μας σκοτώθηκε αυτός ο Κόλιας ο ταξίαρχος στο Κάντσικο, γαμώτο. Και ο Λογοθέτης, ένας πολιτικός, ο οποίος μας μιλούσε για τα... Ήταν πολιτικός επίτροπος, μας έκανε θεωρία πάντοτε για τα πολιτικά. Πολιτικός επίτροπος. Τους χάσαμε. Αλλά οι αξιωματικοί αυτοί του Δημοκρατικού Στρατού δεν ξέραν τι θα πει πίσω. Αυτό ήταν ένα σφάλμα. Δεν φυλαγόντουσαν. Μπροστά πήγαινα εγώ με την ομάδα, ελάβαινα το ύψωμα, έβλεπα το διοικητή έβγαινε μπροστά, ερχόταν μπροστά εκεί με μένα, όρθιος. Όρθιοι. Ενώ τώρα κάθεται πίσω, πέρα πίσω ο διοικητής. Κοιτάζει τον άλλον, τον στέλνει μπροστά και σκοτώνεται. Μπροστά, γι' αυτό χάσαμε πολλούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Πολλούς. Σκοτώθηκαν αμέτρητοι.

Α.Λ.:

Είπατε ότι αφού τελειώσατε απ’ τη Σχολή Αξιωματικών…

Β.Σ.:

Ναι, ναι.

Α.Λ.:

…στον Άγιο Γερμανό, ξεκινήσατε επιχειρήσεις.

Β.Σ.:

Ξεκινήσαμε τη μεγάλη πορεία, που κάναμε για να πάμε εδώ, Βόιο, Σμόλικα, Σαμαρίνα, Κάντσικο και πήγαμε στο Γράμμο, για να απελευθερώσουμε, γιατί είχε καταληφθεί ο Γράμμος απ’ το στρατό το ‘48. Και κρατούσε… ήταν τώρα, είχε πάει μια μεραρχία εκεί, η 9η, του Παλαιολόγου, αλλά είχε λίγα τμήματα. Το κύριο τμήμα το κρατούσε ο στρατός, για να κρατάει το Γράμμο, τα Πατώματα, αυτά, που λέμε. Ήταν μια μακρά οροσειρά… μακρύ. Κι εκεί είχαν πολυβολεία, είχαν κάνει τέτοια έργα, που ολόκληρα πολυβολεία είχαν μέσα εκεί. Γερό οχυρό. Και έπρεπε να καταληφθεί αυτό, για να απελευθερωθεί. Και το καταλάβαμε εμείς, η Σχολή Αξιωματικών. Είχε τόσο εκπαιδευτεί, τόσο καλά και ήταν όλα παλικάρια, δεν ξέραν τι θα πει πίσω. Αλλά εγώ, όταν… απλός για αξιωματικός, απλός μαθητής ήμουνα, αλλά όταν μας σκοτώθηκε ο ανθυπολοχαγός εκεί στα Πατώματα, έρχεται ένα σημείωμα απ’ το διοικητή της ταξιαρχίας και λέει: «Τη διμοιρία θα την αναλάβει ο Σβολιαντόπουλος». Δεν ήξερα, δεν ήξερα εγώ από πού με ξέρει. Αυτός με είχε δει αποκεί και μ’ είχε κρατήσει το όνομα, όταν ήρθε στο πολυβολείο και μ’ είδε γεμάτον αίματα και τον είπα: «Όχι, δεν πάω πίσω, γιατί είναι έξω-έξω τα τραύματα. Δεν πάω πίσω εγώ, θα πολεμήσω εδώ». Και με κράτησε τ’ όνομα και μετά ήξερε και τον αδελφό μου τον άλλον, που ήταν… είχε φτάσει διοικητής λόχου. Τα άλλα τα αδέρφια μου, ο ένας… ο άλλος ήταν… ο πιο μεγάλος, ήταν στο αρχηγείο. Ήταν στα τηλέφωνα πάνω. Μόνιμα στα τηλέφωνα μέσα, ήταν πολύ ειδικός στα τηλέφωνα. Μες στο αρχηγείο, εκεί που ήταν ο Ζαχαριάδης, ο μεγάλος ο αδερφός. Ήμασταν όλη η οικογένεια.

Α.Λ.:

Θυμόταν δηλαδή πώς είχατε τραυματιστεί πριν σας στείλουν στην Αλβανία.

Β.Σ.:

Ναι. Θυμόταν, ναι. Και έστειλε τ’ όνομα: «Τη διμοιρία αυτήν –σκοτώθηκε– να αναλάβει ο Σβολιαντόπουλος». Διότι όλοι οι άλλοι ανθυπολοχαγοί ήταν. Αλλά εγώ τώρα ανέλαβα ανθυπολοχαγός στις ανθυπολοχαγοί που θα γινόταν. Πήγαμε μετά πού πήγαμε και ήρθε μετά ο Παρτσαλίδης και οι άλλοι και μας ανακήρυξαν… μας μίλησαν και ανακήρυξαν… μας έδωσαν το βαθμό του ανθυπολοχαγού τον επίσημο η Σχολή, όταν τελείωσε η Σχολή. Στο Βίτσι.

Α.Λ.:

Από εκείνη τη μάχη που τραυματιστήκατε τι θυμάστε;

Β.Σ.:

Ε;

Α.Λ.:

Απ’ τον τραυματισμό τι θυμάστε; Πώς ήταν τότε;

Β.Σ.:

Κοίταξε εδώ, εγώ δεν… εκεί στα Πατώματα δεν είχα τραυματιστεί.

Α.Λ.:

Νωρίτερα.

Β.Σ.:

Τρανύτερα που είχα τραυματιστεί στη Μουργκάνα, ναι. Στη Μουργκάνα, ναι. Τραυματίστηκα τότε. Απογοητεύτηκα, αλλά γλίτωσα, γιατί ήταν το σύνορο και έπεσα προς την Αλβανία. Αν μ’ έπιανε ο στρατός εκεί, τελείωνα. Γιατί είχαν ‘ρθει στα χέρια, θα με σκοτώναν εκεί πέρα. Αλλά έπεσα κάτω, κατηφόρα ήταν, τούμπες, τούμπες, τούμπες, δεν μπορούσα και να βαδίσω, γιατί μ’ είχε πάρει ριπή, είχαμε ‘ρθει στα χέρια. Ήταν ένας βράχος έτσι. Αποδώ μεριά είχε δύο στρατιώτες μ’ έναν υπολοχαγό και αποδώ ήμαν εγώ μ’ έναν άλλον. Εγώ είχα μια χειροβομβίδα. Πετάζω μια χειροβομβίδα απ’ το βράχο και αυτή η χειροβομβίδα έκανε ζημιά, γιατί σκοτώθηκε αυτός, ένας ανθυπολοχαγός του στρατού, γιατί… Κι ο άλλος και φοβήθηκαν και κάναν πίσω αυτοί. Και πάω εγώ αποκεί και κοιτάζω, ο ανθυπολοχαγός κάτω. Είχε τα κιάλια εδώ πέρα. Πήρα τα κιάλια, πήρα την αυτήν… τη χλαίνη, ήταν μια καλή χλαίνη, καινούργια. Και άρχισε, άρχισε… στείλαν άλλη αυτοί διμοιρία, αφού σκοτώθηκε εκείνος, στρατός… είχε μπόλικο στρατό. Αυτοί είχαν πολύ και μας χτυπήσαν πάλι, μας σπάσαν. Ήρθαμε πάλι στα χέρια. Πολεμούσαμε πολύ, στα χέρια ερχόμασταν, παλικάρια ήμασταν. Είχαμε μάθει την τέχνη του πολέμου καλά. Αλλά εγώ έμεινα ευχαριστημένος εδώ απ’ την περιποίηση τότε με το Χότζα, που το λέγαμε. Μες στο νοσοκομείο στο Αργυρόκαστρο που έμενα έμεινα ευχαριστημένος. Μας περιποιούνταν καλά. Δυο φορές την εβδομάδα τρώγαμε κρέας, μοσχάρι. Κι άλλα φαγητά ωραία. Μας περιποιούνταν. Πού ξέρω; Τώρα που κατηγοράν τον… πού ξέρω; Καλά ήταν με το Χότζα. Κι από εκεί μετά πέρασα μια νύχτα, αφού έγινα καλά απ’ την Κορυτσά, και βγήκα στο Γράμμο. Καλά ήταν. Μας βοηθήσαν αυτές οι χώρες σ’ αυτά τα θέματα, τα σοσιαλιστικά, η αλήθεια είναι αυτή. Αλλά όχι με πολύ με όπλα και με λοιπά. Μας βοήθησαν έτσι σε τραύματα. Σε τραυματίες, σε…

Α.Λ.:

Στην μάχη που τραυματιστήκατε...

Β.Σ.:

Στις Κάτω Κλεινές στη Φλώρινα. Ναι.

Α.Λ.:

...χάσατε πολλούς;

Β.Σ.:

Εκεί πέρα. Ένα… έναν… μία κοπέλα μόνο. Κι εγώ δεύτερος. Μόνο ο διμοιρίτης τραυματίστηκε. Και αυτό από σφάλμα. Ενώ είχα εντολή, αφού το καταλάβω το ύψωμα, να μην καθίσω πάνω από 10 λεπτά, γιατί ξέραν ότι είναι οι ταξιαρχίες εκεί πάνω, θα το καταλάβουν. Αλλά εγώ κάθισα. Έστειλα τις πρώτες δύο ομάδες με τους αιχμαλώτους που έπιασα και εγώ κάθισα και είδα... Δεν ήθελα να αφήσω εκεί τα όπλα και ήθελα να τα κάψω, να μην τα πάρουν ξανά. Και έβαλα φωτιά στα αντίσκηνα εδώ και εκεί και άργησα. Και έφτασε ο στρατός και με έκλεισε πάλι την ομάδα. Αλλά ήταν τα παιδιά όλα. Σου λέω, 12 παιδιά είχαμε μείνει παραπίσω, 32 είχα στην ομάδα, παλικάρια όλα. Αρχίσαμε να πολεμάμε με τα Τόμσον, όλα, με αυτά. Αλλά εμένα μου πήρε η ριπή, γιατί... Αυτοί ρίχναν κάτι φωτοβολίδες τη νύχτα διαρκείας. Και έφεγγε όλο το ύψωμα και μ’ είδαν εμένα, μ’ έπεσαν. Με χτύπησαν την κοπέλα πρώτα. «Βασίλη» λέει «τελειώνω». Η καημένη η Όλγα η Βασιλειάδου. Την έχω φωτογραφία εδώ πέρα. Γιατί ήταν του γυμνασίου αυτήνα, τρίτης γυμνασίου, τετάρτης. Εγώ ήμαν του δημοτικού. Και ξέρεις, εξαιτίας αυτής –να σε πω κι αυτό– εξαιτίας αυτής πήρα εγώ βαθμό. Γιατί την έλεγα εγώ το δελτίο… το δελτίο και την έβαζα και το ‘γραφε αυτή, γιατί είχε καλή καλλιγραφία και είχε και ορθογραφία. Εγώ ύστερα, τώρα μετά τα έμαθα, εδώ που έβγαλα εφημερίδα. Ορθογραφία κάνω καλή τώρα, καλλιγραφία γράφω να, ολόκληρα βιβλία. Αλλά ύστερα τα έμαθα αυτά, εδώ, στη Μακρόνησο και με το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ τα ‘μαθα όλα, μετά. Αλλά και… και εξαιτίας αυτής της Όλγας Βασιλειάδου. Και να σου πω την αλήθεια, είχαμε πει κιόλας, αν τυχόν και μας βρει το τελευταίο προσκλητήριο, να ζήσουμε στο μέλλον μαζί. Είχαμε δώσει μια υπόσχεση τέτοια. Αυτό ήταν, ως εκεί, όχι άλλο τίποτα. Ούτε φιλί, που λένε. Τόσο πολύ την είχα συμπαθήσει. Την έχασα εκεί πέρα. Και αυτήν η κοπέλα… την έβαλα εγώ εδώ μετά στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ. Γιατί τη θυμάμαι και ακόμα την έχω φωτογραφία. Θα σ' τη δείξω τώρα εδώ. Την έχω. Και την είδε ο αδερφός της στην Αθήνα, άλλος ένας… Και τον φωνάζει και τον λέει. Και πάει αυτός εκεί πέρα, στο παράρτημα εκεί της Π.Ε.Α.Ε.Α. και λέει: «Ένα Σβολιαντόπουλο;» «Τον Σβολιαντόπουλο τον έχουμε» λέει «πάνω. Είναι γραμματέας της Π.Ε.Α.Ε.Α. Γρεβενών». Ύστερα ανέλαβα πρόεδρος, πρώτα ήμαν γραμματέας. Λέει αυτό κι αυτό: «Στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ έβαλε την αδελφή μου. Και πού την ξέρει αυτός; Ξέρω γω;» Εγώ την έβαλα και συγκινητικά. Και με παίρνει τηλέφωνο απ’ την Αθήνα, λέει: «Σβολιαντόπουλος;» «Ναι» λέω. «Έχεις υπόψη σου για κάποιο Βασιλειάδη;» Λέω εγώ: «Έχουμε έναν εδώ που πουλάει παπούτσια Βασιλειάδη». «Όχι. Βασιλειάδου. Βασιλειάδου, όχι Βασιλειάδη». «Βασιλειάδου;» μόλις είπε, πήγα εγώ στην Όλγα ύστερα. «Ρε παλικάρι, πού με θύμησες τώρα αυτό; Άφησε να σταματήσω λίγο» συγκινήθηκα εγώ. «Την Όλγα;» λέω. Ουπ. Και σταματάει κι αυτός, κλαίει κι αυτός, ο αδερφός. Ήταν στη Μακρόνησο ύστερα, μ’ είπε. Και αποκεί βγήκε. Είχε, αλλά ήταν καλά βαλμένος, γιατί είχε και πουλούσε χρυσαφικά, ρολόγια και τέτοια σε διάφορα κτήματα στην Αθήνα, ήταν βαλμένος καλά. Και λέει: «Έρχομαι αύριο στα Γρεβενά». Παίρνει έναν άλλον φίλο του εκεί πέρα, ήρθαν με το αυτοκίνητο. Εδώ τους περίμενα εδώ, η γυναίκα, είχα βάλει και στο φούρνο κατσίκι να ψήσουμε. Ήρθε εδώ πέρα, με είδε εδώ που είχα τη φωτογραφία την Όλγα. Θα σ' τη δείξω τώρα που θα βγούμε έξω. Κοιτάζει έτσι. Και τον λέω: «Αδελφός είσαι της Όλγας;» «Ναι». «Έλα να σε φιλήσω» τον είπα. «Θα σε πω την αλήθεια» λέω. «Την είχα έτσι, αυτό, κι είχαμε πει κι αυτό το λόγο, ότι σε περίπτωση που μας βρει το τελευταίο προσκλητήριο, να ζήσουμε στο μέλλον μαζί». Με αγκαλιάζει, με φιλάει εκεί πέρα. «Αλλά όμως μέχρι εκεί –σου λέω– δεν… δεν επιτρέπονταν αυτά εκεί πάνω. Ή θα έπρεπε να πας το λόγο να υπογράψεις στο κόμμα ή…» λέω. «Διότι άμα διαμαρτυρηθεί το κορίτσι, τελείωνες. Δεν περνούσαν αυτά. Εάν ήθελε το κορίτσι κ.λπ., κάτι γινόταν». Λοιπόν, τον βλέπω εδώ εκεί πέρα, βγάζει με δίνει εμένα ένα ρολόι. Το ‘χω ακόμα. Δίνει τη γυναίκα μου ένα περιτζίκι χρυσό. Αυτό. Με λέει: «Να ‘ρθω να πάμε εκεί μήπως τη βρούμε τώρα». Να βρει σειρά που την έχουν παραχωμένη στις Κάτω Κλεινές. Και με παίρνει τ’ αμάξι και πάμε στο χωριό, στις Κάτω Κλεινές. Εκεί αυτός ο πρόεδρος που ήταν εκεί πέρα, λέει: «Ξέρεις» λέει «εγώ άκουσα εκείνη την νύχτα στον πόλεμο "Βασίλη μου» είπε το κορίτσι: «Βασίλη μου, εγώ πεθαίνω. Βασίλη, πεθαίνω» [00:50:00]είπε το κορίτσι κάνα δυο φορές. Και άκουσα» λέει. Πήγαμε εκεί πέρα, πήγα εγώ να δω, να βρω και το ένα κέδρο που είχα παραχώσει το πιστόλι. Είχα ένα πιστόλι και το ‘βαλα από κάτω, λέω, αν με βρουν ζωντανό το πρωί. Και είχα και ένα ημερολόγιο και έγραφα που πήρα ανθραγαθία, που είχα γίνει εκείνο και… και το παράχωσα και αυτό εκεί από κάτω, λέω, άσε, το πρωί, λέω, άσε μην τα βρουν αυτά ο στρατός. Και ήξερα το μέρος που είν’ το, αλλά δεν μπόρεσα να τον βρω τον κέδρο αυτόν τώρα που είχα το πιστόλι, δεν ξέρω τι έγινε. Λοιπόν, ψάξαμε εκεί πέρα, είπαμε, πήγαμε στο στρατό εκεί στη Φλώρινα. Μας είπαν, δεν μπόρεσαν να βρουν στοιχεία πού την έχουν παραχωμένη. Δεν μπόρεσε. Ήθελε να πάρει τα κόκαλα αυτός, να τα πάρει κάτω. Αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε σειρά. Καθίσαμε εκεί στο χωριό, μας κεράσαν κιόλας. Ήταν καλός ο πρόεδρος, μας περιποιήθηκε καλά, μας δέχτηκε δηλαδή. Και ήρθαμε ξανά. Έχουμε αυτήν την περιπέτεια με αυτήν την Όλγα. Μη συζητάς. Και την παίρνω τώρα, πέθανε αυτός και παίρνω την Ελένη τη γυναίκα. Κι αυτός ένα εγγόνι που έκανε το είπε Όλγα. Και παίρνω εγώ και λέω: «Τι κάνει η Όλγα;» «Καλά είναι, μια χαρά είναι. Έγινε δασκάλα» λέει. Και εκείνο και εκείνο. Μεγάλα. Η εγγονή. Μη συζητάς. Έχουμε ιστορίες.

Α.Λ.:

Είπατε ότι μετά, τον Μάρτη του ‘49, μετά τη Σχολή, ξεκινήσατε επιχειρήσεις και μία διείσδυση, απ’ το Βίτσι ξεκινήσατε.

Β.Σ.:

Ναι, ναι.

Α.Λ.:

Από εκεί τι θυμάστε;

Β.Σ.:

Απ’ το Βίτσι; Όχι απ’ το Βίτσι αυτόν τον καιρό που μείναμε στη Σχολή Αξιωματικών ήταν το κάτι άλλο. Ελεγάμε: «Εδώ ας καθίσεις όσο θες». Κάθε βδομάδα αλλάζαμε ρούχα, εσώρουχα κ.λπ. Πλυμένα όλα. Όπως ο τακτικός στρατός εδώ πέρα όσο και να ήμασταν. Σαν ένας τακτικός στρατός. Αυτοκίνητα είχαν, πέρα δώθε, αυτά, εκεί, φαγητό κανονικό, ψάρια μαγειρεμένα, απ’ όλα. Περνούσαμε καλά εκεί πέρα. Λέω, εδώ τώρα. Όσα ελεγάμε τώρα... Δεν δίναμε και μάχες, κάπου-κάπου παίρναμε την αποστολή εμείς η Σχολή και πηγαίναμε. Για να γυρίσουμε να κάνουμε μάθημα. Πηγαίναμε μια διμοιρία, έδωνε μάχη και γύριζε μετά, κάναμε κριτική, πού κάναμε σφάλματα, πού ήταν σφάλματα. Για να αποκτήσουμε εμπειρία στη Σχολή. Αυτό κάναμε. Δεν δίναμε μάχες εμείς εκεί, η Σχολή Αξιωματικών. Μια διμοιρία πήγαινε μια φορά, άντε άλλη φορά άλλη διμοιρία και γύριζε να κάνουμε μάθημα. Όπως είχα πάρει εγώ την αποστολή, πήγα για να δω την… και εγώ πήγα και είχα και επιτυχία. Έχω… την έχω αυτή την εφημερίδα το κομμάτι. Με την έφερε ο αδερφός μου ο μικρός μετά που ήρθε απ’ τη Ρωσία. Με πήρε ότι: «Ο Σβολιαντόπουλος Βασίλειος ο διμοιρίτης κατέλαβε τις Άνω Κλεινές το ύψωμα. Κατέλαβε 33 αιχμαλώτους και μετά έπεσε ηρωικά μαχόμενος». Και με βγάλαν τον επικήδειο απάνω, νόμιζαν ότι σκοτώθηκα. Γιατί τους είπα: «Εγώ έχω το πιστόλι. Θα αυτοκτονήσω. Φευγάστε. Φευγάστε». Τα παιδιά ήθελαν να με πάρουν, τα παιδιά, αλλά, αν με παίρναν, θα σκοτωνόταν όλοι. Είχε ανάψει το… μας είχαν κλείσει τους τελευταίους. Και μ’ ακούσαν. Φύγαν. «Μας έδωσε εντολή να φύγουμε» λέει. «Είπε θα αυτοκτονήσει». Κι εγώ θα αυτοκτονούσα πραγματικά. Γιατί το πιστόλι αυτό, το parabellum που είχα, το κοιτάζω και ήταν ανοιχτό. Δεν είχε σφαίρα. Όταν τελειώνουν οι σφαίρες μένει ανοιχτό αυτό εδώ πίσω. Και δεν είχε σφαίρα μέσα. Τ’ άφησα έτσι ύστερα. Αλλά με βγήκε σε καλό. Και ούτε μπόρεσα να βρω αυτόν τον ανθυπολοχαγό, ένας Κρητικός ήταν. Τον κατάλαβα όταν μ’ έβαλε στο στήθος. Λέει: «Σωθήκαμε». «Τι λέει ρε;» Άκουγα εγώ τώρα. «Γιατί λέει σωθήκαμε;» «Ζει» λέει. «Έχουμε εντολή από πάνω έναν αιχμάλωτο, να δούμε ποιο τμήμα ήταν αυτό, να πάρουμε πληροφορίες. Πού έχουν αποθήκες και πού έχουν αυτό». Γιατί είχαν ξεκινήσει οι επιχειρήσεις 1η Αυγούστου. Εγώ προχθές με έφερε ο Σταμπουλίδης τώρα, ο Κώστας, απ’ την Κοζάνη. Τον είπα να πάει στο νοσοκομείο το κρατικό της Κοζάνης να μου φέρει το χαρτί που έμεινα εκεί πέρα. Και το βρήκε, με το ‘φερε, το ‘χω εδώ τώρα. Ότι νοσηλεύτηκα τις τάδε… τις 25… από τις 20 Αυγούστου μέχρι τότε νοσηλεύτηκα στο Κρατικό Νοσοκομείο Κοζάνης. Σβολιαντόπουλος Βασίλειος τα τάδε τραύματα. Από τότε το βρήκε. Γιατί το έγραψα μέσα στα απομνημονεύματα που έχω. Σάκη μου...

Α.Λ.:

Είπατε ότι δώσατε μεγάλη μάχη στα Πατώματα.

Β.Σ.:

Ναι.

Α.Λ.:

Πώς ήταν αυτή η μάχη;

Β.Σ.:

Η μεγαλύτερη μάχη ήταν στη ζωή μου, που έδωσα. Ήρθα κι αλλού στα χέρια, αλλά εδώ ήταν το κάτι άλλο. 

Α.Λ.:

Πώς ξεκίνησε;

Β.Σ.:

Ξεκίνησε γιατί… Ήταν να αρχίσουμε το πρωί μόλις φέξει, μια ώρα νύχτα, το πρωί, το πρωί να αρχίσουμε. Πλησιάσαμε κοντά στα 500 μέτρα και σε λίγη ώρα, που ήταν να αρχίσει, να ξεκινήσουμε την επίθεση, ένα πράμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, εδώ, πάνω από την πέτρα που είναι από εκεί πέρα, κάνα 5-6 χιλιόμετρα θα ‘ναι, άρχισαν να βάνουν τα ορειβατικά. Είχαν ορειβατικά πυρόβολα οι δικοί μας πολύ εκεί πέρα. Πρώτη φορά είδα εγώ στο Δημοκρατικό Στρατό τόσα. Άρχισαν να βάζουν επί μισή ώρα, είκοσι λεπτά, 500 βλήματα μπορεί να πέσαν. Και αυτοί δεν είχαν αποδεί ο στρατός αυτός από απάνω. Σου λέει, από πού είναι αυτά τα βλήματα; Τι γίνεται εδώ; Μπουμ, μπουμ, μπουμ! Και απογοητεύτηκαν και μαζευτήκαν μέσα. Και δεν έβαζαν στα… μαζευτήκαν μέσα, καθόταν. Κι εμείς βρήκαμε την ευκαιρία και πήγαμε κοντά και ανοίγαμε τα συρματοπλέγματα με το TNT το σταυρό που πετάζαμε και τα καίγαμε. Τα καίγαμε και ανοίξαμε διάδρομο και φτάσαμε κοντά στα πολυβολεία και αυτοί ακόμα ήταν μέσα, γιατί τους έβαζε το ορειβατικό. Φοβόνταν, δεν είχαν δει τόσα βλήματα. Μας βοήθησε πολύ αυτό. Και μόλις σταμάτησε το ορειβατικό πυρόβολο και κάναμε εμείς… λάβαμε το πρώτο πολυβολείο. Αφού καταλάβαμε το πρώτο πολυβολείο, έσπασε η δουλειά, άρχισαν να απογοητεύονται αυτοί μετά. Εκκαθάριση χαρακωμάτων μέσα μετά, πεταζάμε χειροβομβίδα και Τόμσον χειροβομβίδα, που παραδόθηκαν σιγά-σιγά όλοι. Ακούγαμε. Τους φωνάζαμε. Παραδόθηκαν. «Μη φωνάζετε». Παραδόθηκαν. Τους λέγαμε και ψέματα ότι όλοι παραδοθήκαν. Ακούγαν αυτοί. Και το πετύχαμε αυτό το... αυτή την… επιτυχία μεγάλη δηλαδή. Απογοητεύτηκαν. Τότε ήταν μεγάλη επιτυχία αυτή, πολύ μεγάλη επιτυχία. Κατελαβάμε και αφήσαμε το Γράμμο όλο ελεύθερο. Και φύγαμε ξανά στο Βίτσι, Σχολή Αξιωματικών. Πήγαμε φρουρά, ήμασταν φρουρά μετά στο Γενικό Αρχηγείο κοντά, μέχρι τελευταία, μέχρι που πιάστηκα εγώ. Εγώ για 20 μέρες θα ήμαν κι εγώ έξω, δεν θα ήμουνα εδώ. Για 20 μέρες έπεσε ο Γράμμος-Βίτσι. Αφού ήταν την 1η Αυγούστου. Τις 20 Αυγούστου τελείωσε ο Γράμμος-Βίτσι. Θα ήμαν έξω αν δεν τραυματίζομαν. Κι εγώ στις σοσιαλιστικές χώρες, όπως ήταν τα άλλα τα αδέρφια μου τα τρία. Έμειναν έξω. Επιζήσαν. Όσοι...

Α.Λ.:

Είχατε πάρει δηλαδή την εντολή το ‘49 να κάνετε τον ελιγμό υποχώρησης.

Β.Σ.:

Ναι, ναι, βέβαια. Τον ελιγμό υποχώρησης, βέβαια.

Α.Λ.:

Πώς έγινε ο τραυματισμός, αυτός που σας οδήγησε να σας πιάσει ο στρατός; Πώς τραυματιστήκατε;

Β.Σ.:

Με πήρε. Έχω τέσσερα… Με πήρε ριπή ολόκληρη εδώ. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Ριπή Τόμσον. Και εδώ. Χέρι και πόδι αδρανοποιήθηκαν και τα δυο. Το ένα το πόδι ήταν μόνο γερό, που έπεσα κάτω. Έκανα να σηκωθώ μήπως μπορέσω, δεν μπόρεσα, έπεσα ξανά κάτω. Κι εδώ στο Κρατικό Νοσοκομείο Κοζάνης, που ήταν ένας Μανέντης, ένας... ο Μανέντης ο χειρουργός, που μ’ έκανε εγχείρηση να με βγάλει μέσα, οι σφαίρες ήταν μέσα από το Τόμσον. Ήταν από Τόμσον. Αλλά ήταν από τόσο μακριά, το Τόμσον μετά, πέρα από 100 μέτρα μετά δεν σε κάνει ζημιά. Έφτασαν μέχρι το κόκαλο, μέχρι το κόκαλο. Δεν με το σπάσαν το κόκαλο, μόνο μερικές ρωγμές, πώς κάνει το τζάμι έτσι είχε. Τις έβγαλε τις σφαίρες από μέσα, οι δόκιμοι γιατροί εκεί πέρα που ήταν ο Μανέντης, και μάλιστα με έκανε μια ερώτηση εκεί πέρα, λέει: «Ποιον είχατε εσείς γιατρό επάνω στο…;» «Δεν ξέρω» λέω εγώ. «Δεν ξέρεις ότι είχατε τον καλύτερο γιατρό;» Εγώ ήξερα, διότι ήμαν αξιωματικός και έπρεπε να ξέρω. Είχαμε τον Κόκκαλη, Υπουργό Υγείας τότε. Λέει: «Είχατε έναν γιατρό, τον Κόκκαλη, που ήταν δάσκαλος ανώτερος. Από αυτόν μάθαμε όλοι. Ανώτερος των Βαλκανίων» λέει. Με τα ‘λεγε αυτός και εγώ έκανα πως δεν ξέρω, ας πούμε, ότι είχαμε τον Κόκκαλη γιατρό. Με τα έλεγε ο ίδιος ο Μανέντης. Αυτός… τον ξέραν τον Κόκκαλη από τότε. Μ’ έβγαλε τις σφαίρες, αλλά το πόδι μου ήταν πρησμένο και πολλά και δεν με προσέχαν όπως τους άλλους όλους. Με έσωσε μια κοπέλα από δω, απ’ την Ποντοκώμη. Επειδή, όπως έμαθα μετά, ήταν από αριστερή οικογένεια, την περίσσεψε από έναν η στρεπτομυκίνη… είχανε τότε… πενικιλίνη είχε βγει τότε, πενικιλίνη. Και λέει: «Τώρα, Βασίλη, περίσσεψαν δυο πενικιλίνες. Θα σε κάνω τη μία εγώ απόψε, αλλά μην πεις τίποτα, γιατί είναι… δεν μ’ αφήνουν σ’ εσένα να κάνω πενικιλίνη» λέει. Και μ’ έκανε μια ένεση πενικιλίνη το βράδυ και την άλλη μέρα, βλέπω, με κάνει και άλλη μία κι έφυγε, άρχισε να φεύγει το πρήξιμο. Ήταν αυτή η Δέσποινα. Την έχω φωτογραφία. Όπως ήρθε ένας και μας πήρε φωτογραφία μέσα, την έχω φωτογραφία ακόμα. Απ’ την Ποντοκώμη. Και πήγαινα στην Ποντοκώμη συνέχεια, γιατί είναι και δημοκρατικό χωριό, κάναμε εκδηλώσεις εκεί στην Ποντοκώμη. Σάκη μου…

Α.Λ.:

Είπατε ότι…

Β.Σ.:

Δεν τελειώνουν αυτά.

Α.Λ.:

…κι αφού μετά σας πιάσανε, σας στείλανε…

Β.Σ.:

Ναι.

Α.Λ.:

…στη Μακρόνησο.

Β.Σ.:

Στην Κοζάνη κάθισα. Πέρασα στρατοδικείο. Στο στρατοδικείο μου είπανε ο βασιλικός επίτροπος τι γνώμη έχω για το παιδομάζωμα. Κι εγώ τον είπα: «Κάνε με ξανά την ερώτηση, γιατί δεν ξέρω». Αυτή την λέξη δεν την είχα ακούσει εγώ άλλη φορά στο αντάρτικο, δεν ήξερα τι θα πει παιδομάζωμα. «Κάντε μου ξανά την ερώτηση, γιατί δεν καταλαβαίνω». «Τον βλέπεις. Τον βλέπεις τον… Δις σε θάνατο» λέει ο βασιλικός επίτροπος. Με στείλαν στη Μακρόνησο όμως. Λέει, γιατί είχα… μ’ έβαλε ένας έναν δικηγόρο, τον οποίο δεν τον γνώριζα εγώ. Ένας φίλος μου ήταν στο ταχυδρομείο, ταχυδρομικός υπάλληλος. Ήταν στον ΕΛΑΣ, αλλά ύστερα είχε γυρίσει με τη δεξιά και ήθελε να με βοηθήσει. Και μ’ έστειλε δικηγόρο έναν δεξιό, τον Καρότση, που ήταν επί Παπάγου. Κι αυτός κράτησε γερά και το κατάφερε να το μεταφέρει σε φυλακή, το δις σε θάνατο να το μεταβάλει. Γιατί είχε κύρος μέσα εκεί πέρα στην Κοζάνη, είχε βγει βουλευτής επί Παπάγου. Και με γλίτωσε. Λέει: «Θα πας στη Μακρόνησο κάνα δυο τρία χρόνια, τέσσερα και θα γλιτώσεις, Σβολιαντόπουλε. Τη γλιτώσαμε το θάνατο» λέει. Και με στείλαν δεμένο μετά απ’ την Κοζάνη, απ’ την Θεσσαλονίκη δεμένο. Μπήκα σ’ ένα καράβι, το «Έλλη». Πειραιά. Από τον Πειραιά, όλη τη νύχτα εκεί στο τμήμα μεταγωγών, μετά στο Λαύριο και μετά Μακρόνησο.  Εκεί στη Μακρόνησο, ενώ μ’ είχε πει από δω απ’ τις φυλακές ένα στέλεχος του Κ.Κ., λέει: «Σβολιαντόπουλε, εκεί άμα πας, θα κάνεις δήλωση στη Μακρόνησο». Κι εγώ μόλις μ’ είπε έτσι, δεν τον έκανα παρέα μετά μέσα. Δεν ήθελα να ακούσω τη λέξη «δήλωση». «Τι έκανα; Κάνα έγκλημα έκανα; Τι δήλωση; Να αποκηρύξω το ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ; Αυτά δεν γίνονται» λέω. Και δεν τον μιλούσα μετά, κι αυτός γελούσε. «Βρε, σκοτώναν εμάς που ήμαστε στον ΕΛΑΣ. Εσένα συμμορίτη τώρα, θα σε σκοτώσουν» λέει. Πήγα στη Μακρόνησο μέσα. Το πρωί μάς [01:00:00]φωνάζουν έναν-έναν ο λοχαγός. Πάω εκεί πέρα. Ένας ευγενικός, έκαμνε τον ευγενικό εκεί πέρα, Βαμβακερός Αντώνιος… Λέει: «Σβολιαντόπουλε, θα περάσουμε καλά εδώ πέρα. Θα πάρεις καφέ;» «Όχι» λέω «τώρα πήραμε τσάι». «Εντάξει. Θα κάνεις μια αποκήρυξη θα κάνεις εδώ. Θα αποκηρύξεις το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ» λέει «και θα…» Κι εγώ θεώρησα να τον ρωτήσω: «Τι συνέπειες θα έχει κανείς αν δεν κάνει τη δήλωση, κύριε λοχαγέ;» Μ’ αυτό που του είπα: «Τι συνέπειες θα έχει;» αυτός είχε το πιστόλι εδώ πίσω, λες και ήταν… το τραβάει απ’ την ανάποδη και με δίνει μία, τανγκ, εδώ στον ώμο. Τανγκ. Δεν μ’ είπε ότι συνέπειες θα ‘χει: «Δεν θα δεις σπίτι. Θα χτυπήσεις. Θα σε σκοτώσουν». Περίμενα να με πει κάτι τέτοιο. Αυτός έβγαλε το πιστόλι και από την ανάποδη με δίνει μία. «Θα σε σκοτώσουμε. Κατάλαβα» λέει «αφού κάνεις τέτοια». Του λέω κι εγώ… Εγώ ήμαν ψύχραιμος πολύ. Το μόνο που με φυλάγαν από πάνω: δεν με στέλναν ποτέ στην πρώτη γραμμή. Γιατί δεν ήξερα, πήγαινα, ήθελα να μπω αμέσως να καταλάβω και με φυλάγαν να μη σκοτωθώ. Με είχαν πάρει χαμπάρι οι διοικηταί και με φυλάγαν οι ίδιοι. Κι εγώ ήμαν ψύχραιμος. Δεν φοβόμαν το θάνατο τότε καθόλου. Όπως και τώρα ακόμα δεν τον φοβάμαι. Και λέω: «Δεν θα με σκοτώσετε εσείς, κύριε λοχαγέ» λέω. «Για να φτάσετε εδώ πέρα περάσατε πανεπιστήμιο. Για την ιδέα δεν σκοτώνετε. Θα βάλετε κανένα τσοπάνο να με σκοτώσει» λέω. Κι άλλη μ’ έχει, κι άλλη μ’ έχει εκεί πέρα και στα σύρματα μετά. Με πήγαν στα σύρματα. Στα σύρματα κάθισα 15 μέρες. Κρεμμύδια βραστά εκεί πέρα... Όσοι δεν κάναν δηλώσεις. Εκεί πέρα ένα παιδί, δάσκαλος από δω, Γκοντορούφης Βαγγέλης, από δω απ’ το… είχε κάνει δήλωση. Και επειδής ήταν διαβασμένος κ.λπ., τον πήγαν στο γραφείο. Αυτός άμα έβλεπε κάνα παιδί απ’ τα Γρεβενά, στέλνει έναν από ‘δω απ’ το Κοσμάτι, είχε κάνει δήλωση και αυτός και είχε βάλει εδώ το βραχιόλι εδώ του στρατού και χτυπούσε κιόλας, τον βαρ... μας χτυπούσε και καμιά φορά. Τον λέει: «Νίκο, έλα εδώ. Να πας απάνω στα σύρματα. Είναι ένας Σβολιαντόπουλος απ’ τα Γρεβενά. Το απόγευμα θα τον σκοτώσουν. Να του πεις μέχρι το μεσημέρι να ‘ρθει να κάνει δήλωση. Κρίμα» λέει «να μην…». Έρχεται αυτός εκεί πέρα στο φύλακα, λέει το φύλακα: «Ένας Σβολιαντόπουλος;» «Τι τον θέλεις;» «Να τον ρίξω κάνα δυο» λέει. Με φωνάζει εκεί πέρα. Τον πήρα στη δουλειά μετά. Εγώ, ήμαν εργολάβος εγώ, τον πήρα στη δουλειά αυτόν, γιατί είπε: «Σβολιαντόπουλε» λέει, με δίνει μία με το βούρδουλα εκεί πέρα. «Θα πας να κάνεις δήλωση ως το μεσημέρι, γιατί το βράδυ θα σε σκοτώσουν» μ' είπε κρυφά, να μην ακούσει ο φύλακας. Κι άλλη με δίνει. Κι άλλη με δίνει. Τώρα πάω εγώ κοιμάμαι και κοιμάμαι και δεν μπορούσα το μεσημέρι να ησυχάσω. Και τι να κάνω; Να πάω; Να μην πάω; Να πάω ή να πάω να με σκοτώσουν; Να πάω ή να πάω να με σκοτώσουν; Ύστερα λέει… λέω, τον λέω το φύλακα: «Θέλω να δω το διοικητή. Το λοχαγό» λέω. «Κατάλαβα» λέει. Μόλις έλεγε έτσι, σου λέει, θα κάνει δήλωση. Πήγα. «Σ’ ήρθε το μυαλό, Σβολιαντόπουλε; Σ’ ήρθε;» λέει. «Εγώ» λέω «εσύ τον λέω. Εγώ περίμενα να με πεις. Σε είπα μια ερώτηση. Σ’ είπα τι συνέπειες θα έχω και δεν με απήντησες. Αρχίζεις το ανάποδο. Κι εγώ» λέω «εμείς είμαστε τώρα δοκιμασμένοι, μπαρουτοκαπνισμένοι, δεν τα φοβόμαστε αυτά, τον θάνατο δεν τον φοβόμαστε. Αλλά είπα, γιατί να πάω τόσο άδικα;» λέω. Έκανα τη δήλωση. Πιο πολύ με στεναχωρούσε γιατί τη στέλνανε στα χωριά, να τη διαβάσει ο παπάς στην εκκλησία, ότι αποκηρύττω το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ γράφει εκεί Σβολιαντόπουλος Βασίλειος. Κι αυτά. Φαντάσου τι άναδροι άνθρωποι ήτανε. Για αυτό. Κι αυτό με έμεινε μέσα, αλλά όταν ύστερα αρχίσαμε εδώ πέρα, νομιμοποιήθηκε το Κ.Κ. το ‘75, έρχεται αυτός ο Σταμπουλίδης, που άρχισε εδώ να οργανώνει την πρώτη ομάδα, μετά ανέλαβε, ο Χρήστος, έμαθε ότι ο Σβολιαντόπουλος, η οικογένειά του όλη κ.λπ. Με βρίσκει εκεί στην πλατεία, κάνουμε μια βόλτα. «Βασίλη» λέει «άρχισε το Κ.Κ., νομιμοποιήθηκε και κάνουμε την ομάδα». Λέω εγώ: «Ξέρεις, εγώ» λέω «δεν πρόκειται να φύγω αποκεί πέρα ποτέ. Αλλά εγώ έκανα δήλωση». «Έλα να σε δείξω την εγκύκλιος. Αυτοί που κάναν στη Μακρόνησο δήλωση απαλλάσσονται. Απ’ το Κ.Κ.» λέει. «Δεν… δεν... αυτό. Απαλλάσσονται απ’ το Κ.Κ. Είναι σαν να μην έκαναν» λέει. Διάβασα. Μ’ έδωσε μια εγκύκλιος εκεί πέρα. Πήγα ξανά ύστερα. Από τότε ούτε… δεν κουνήθηκα, πηγαίνω. Με σέβονται κι όλοι εκεί πέρα. Με ακούν και μια γνώμη. Συνέρχονται. Όλοι, με αγαπάν όλοι. Τώρα είναι η Παναγιώτα αυτού η Ντάγκα αυτού πέρα. Καλή κοπέλα είναι. Όσο μπορεί εργάζεται. Τι να κάνουμε;

Α.Λ.:

Είπατε ότι όλα τα αδέρφια σας φύγαν, πρόλαβαν στην υποχώρηση και έφυγαν στις σοσιαλιστικές…

Β.Σ.:

Ναι, ναι.

Α.Λ.:

…δημοκρατίες. Εσείς μείνατε εδώ μετά.

Β.Σ.:

Ναι. Εδώ.

Α.Λ.:

Τα χρόνια εδώ πώς ήταν μετά τον Εμφύλιο;

Β.Σ.:

Εγώ έπιασα... έφυγα αποδώ, απ’ τα Γρεβενά, έπιασα το Βόλο. Δέκα χρόνια... Είχα βρει στη Νέα Ιωνία Βόλου. Είχα δυο στη Μακρόνησο εκεί πέρα και αυτοί μ’ αγκαλιάσαν και τα γλίτωσα τα πρώτα χρόνια. Μέχρι που είχε βγει λίγο ο παππούς ο Παπανδρέου μια φορά, μέχρι το '65, τότε λίγο είχαν μαλακώσει λίγο τα πράγματα, γιατί και αυτός δεν ήταν καλός. Τέλος πάντων. Και το… πήγα εκεί το ‘54, όπως απολύθηκα, πήγα στο Βόλο. Έπιασα το Βόλο 10 χρόνια. Και ήξερα τη δουλειά καλά και μπορώ να σου πω έβγαλα και λεφτά στο Βόλο. Έκανα πολλές οικοδομές, αναδείχτηκα. Μέχρι την Εξωραϊστική Λέσχη Βόλου έκανα. Προχθές με πήραν, με ειδοποίησαν και πήγα και με απένειμαν μία πλάκα, με κάναν επίτιμο μέλος. Και τους λέω: «Εγώ, επειδής είμαι στα τελευταία μου τώρα, σας ευχαριστώ. Αλλά θα ήθελα, όταν κάνετε διάφορες εκδηλώσεις, να καλείτε την κόρη μου εδώ πέρα –την ήξεραν αυτοί– που είναι και δικηγόρος κ.λπ.» λέω. «Θα την καλούμε» λέει. «Αντί για μένα» λέω. Και με βάλαν εκεί πέρα στο αυτό, γιατί βρήκαν τα... βρήκαν το συμφωνητικό μέσα, που είχα κάνει την εξωραϊστική λέσχη. Για τη δημοπρασία που πήγαμε εκεί πέρα, τη γράφαν στην εφημερίδα, και πήγα έδωσα προσφορά και εγκρίθηκα εγώ. Έκανα κτίρια, ήμαν καλός εργολάβος. Γέφυρες έκανα εδώ πέρα, εκκλησίες, έργα… έργα δημοτικά. Μπορώ να σε πω, κατέχω καλύτερα από ένα μηχανικό. Αφού παίρναν μηχανικοί να με φωνάξουν να κάνω τη διαρρύθμιση μέσα. Τη διαρρύθμιση μέσα δεν ξέραν καλά οι μηχανικοί. Τώρα, πού θα ανοίξει την πόρτα να μπάζει τη γυναίκα στην κουζίνα, εγώ πήγαινα και τα ‘φτιαχνα όλα. Ήμαν πολύ σχολαστικός και έκανα καλές δουλειές. Έφτιαξα. Δημιουργήθηκα μετά. Λέω, καπιταλιστικό σύστημα είναι. Το μόνο που έκανα, δεν το εφάρμοσα στα παιδιά. Είχα 10-12 παιδιά συνεργείο, την Παρασκευή το βράδυ τους έδωνα τα λεφτά. Πότε έβλεπα έβγαζα περισσότερα, τους έδινα λίγο παραπάνω, ώσπου... κι είχαν να λένε: «Στον Σβολιαντόπουλο. Στον Σβολιαντόπουλο θα πάω να δουλέψω». Αλλά καπιταλιστικό σύστημα είναι, εγώ έβγαζα παραπάνω. Τι να το κάνω; Να το διορθώσω εγώ; Με λένε μερικά τώρα: «Αφού είσαι κομμουνιστής, δεν τα μοιράζεις, που είσαι κομμουνιστής;» Λέω εγώ: «Θα σας τα μοιράσω εσάς, να πάτε να ψηφίζετε βασιλιά; Άμα ‘ρθει το Κ.Κ., δεν τα θέλω» λέω. Τι να τους πεις; Ο κόσμος…

Α.Λ.:

Στα χρόνια εκεί στη Νέα Ιωνία στο Βόλο είχατε πολιτική δράση;

Β.Σ.:

Ναι, ναι, βέβαια, βέβαια. Και για αυτήν, σ’ αυτήν που έμεινα... Έψαχνε να με βρει ένα χρόνο, δεν μπορούσε ένας της Ασφαλείας εκεί πέρα, ένας Παϊζάνος. Πήγε στο σπίτι εκεί πέρα που έμενα εγώ, στη Σουλτάνα. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι ΜΑΥδες, οι παρακρατικές οργανώσεις τον είχαν σκοτώσει. Κι αυτήν είχε μείνει με τα παιδιά της, η καημένη, χήρα. Μ’ ήξερε ότι είμαι... Μ’ αγκάλιασαν εκεί πέρα στη Ιωνία. Εκεί, μπορώ να σε πω, το 90% ήταν δικοί μας, κομμουνισταί, αριστεροί. Έβγαζαν όλο κομμουνιστή δήμαρχο. Τέλος πάντων. Αυτή λέει: «Δεν τον ξέρω». Και όταν κάτω παίρνω μια εφημερίδα και διάβαζα, ένας βρέθηκε από ‘δω απ’ τα Γρεβενά πάλι. Και τον είπε τον... Πήγαινε στο καφενείο και ρωτούσε. «Να εκείνος είναι ο Σβολιαντόπουλος» λέει. Κι ήρθε και μ’ έπιασε για πρώτη φορά. Με πήγε στην Ασφάλεια και με λέει: «Πού μένεις; Τι κάνεις; Τι; Πού; Εκεί; Εκεί; Δεν υπηρέτησες». «Και στρατιώτης υπηρέτησα και εκείνα υπηρέτησα. Άσ’ τα αυτά» τον έλεγα εγώ. Και λέει… «Τέλος πάντων» μου λέει. Μετά έφυγα εγώ από εκεί για τα Γρεβενά και ήρθα μια βόλτα εδώ και πήρα… αντιπρόσωπος του Καρασάββα. Και μέρασα ψηφοδέλτια απάνω για την ΕΔΑ. Μόνο τότε ήρθα ύστερα μια βόλτα και έφυγα πάλι. Και όταν βγήκε, είχε πάρει… είχε κοντέψει 25%, είχε γίνει αντιπολίτευση η ΕΔΑ, πάλι τους πιάναν. Με πήραν πάλι στην Ασφάλεια και μ’ έσπρωξε κι ένας πάλι μέσα. Κι εγώ, όταν ήρθε να με πάρει δεύτερη-τρίτη φορά, πήρα μια κουβέρτα αποκεί. «Τι τη θες την κουβέρτα;» λέει. «Θα κάτσω εκεί πέρα. Να μην με ψάχνετε, να με βρίσκεται κάθε μέρα. Θα κοιμηθώ εκεί στην Ασφάλεια να μην ψάχνετε» λέω εγώ, τον πείραζα. «Άσε την κουβέρτα εκεί» μ’ έλεγε αυτός. Πάω κάτω μ’ είπε, μ’ είπε. Μ’ έσπρωξε πάλι. «Πήγες απάνω;» «Μέρασα. Διαμέρασα ψηφοδέλτια» του λέω. «Τον είχα διοικητή στον ΕΛΑΣ και τον εκτιμώ και ήταν πολύ καλός. Δικηγόρος είναι». Με κοιτούσε αυτός. Με δίνει μια σπρωξιά εκεί. Κι ύστερα στο τέλος: «Δεν θα πας» λέει «να πεις τίποτα. Δεν θα διαμαρτυρηθείς». Λέω εγώ: «Θα πω τον δικηγόρο μου» λέω. «Ποιον έχεις δικηγόρο;» «Τον Τάκη τον Τσολακίδη». Ήταν πρόεδρος της ΕΔΑ στο Βόλο. «Δεν θα πας εκεί πέρα. Άμα πας, δεν θα σ’ αφήσουμε σε… δεν θα σ’ αφήσουμε». Φυλαγόταν κιόλας πάλι εκεί. Θέλω να σου πω, αυτά περνούσα. Αλλά πέρασα καλά. Κι εκεί μ’ είχαν αγκαλιάσει, εκεί στη Νέα Ιωνία. Είχαν μάθει οι δικοί μας ότι είμαι δικός τους και με βοηθούσαν πάρα πολύ. Τι άλλο; Όπου να πηγαίναμε… όσο μπορέσαμε. Αυτό, θα πάω χαρούμενος, γιατί έβαλα ένα λιθαράκι. Λέω, με το… θα πάω χαρούμενος, γιατί έβαλα ένα λιθαράκι για μια καλύτερη ζωή. Άσχετα τώρα αν δεν το πέτυχα 100%. Κάναμε κι αυτά.

Β.Σ.:

Όταν κάναμε τη διείσδυση απ’ το Βίτσι και κατεβήκαμε έξω απ’ το Νεστόριο, περάσαμε απ’ το ποτάμι τον Αλιάκμονα και ριχτήκαμε πέρα στα χωριά του Τσοτυλίου, εκεί καμουφλαριστήκαμε, διότι το πρωί ερχόταν ο γαλατάς, το αεροπλάνο. Τότε ήρθε μία διμοιρία για ανίχνευση, του στρατού, απ’ το Νεστόριο. Πλησίασε κοντά-κοντά, χωρίς να μας αντιληφθεί και την αιχμαλωτίσαμε όλη, χωρίς να ρίξουμε κανένα όπλο. Και αφού τους μίλησε ο Κόλιας, ο ταξίαρχος, τους είπε ότι: «Όσοι θέλετε να μείνετε στον Δημοκρατικό Στρατό και όσοι δεν θέλετε θα σας αφήσουμε εδώ, το πρωί να παραδοθείτε στο Τσοτύλι, για να μην πάτε τώρα τη νύχτα». Αυτοί δεν πιστεύαν βέβαια, αλλά απ’ τους 30 οι 5 είπαν ότι: «Θέλουμε να μείνουμε εδώ». Οι άλλοι είπαν: «Θα πάμε στο Δημοκρατικό Στρατό. Θα προχωρήσουμε». Πράγματι, τους 5 τους αφήσαμε εκεί στο χωριό και το πρωί πήγανε στο Τσοτύλι και χωρίς να… και παραδόθηκαν. Και δεν το πιστεύαν ακόμη. Εμείς τους περιποιηθήκαμε, διότι είχαμε εντολή τότε: «Συναδέλφωση αντάρτες-φαντάροι». Τους περιποιηθήκαμε. Τους δώσαμε σοκολάτες, τσιγάρα κ.λπ. και αυτοί μάς κοιτάζαν. Δεν πιστεύαν ότι έχουμε τέτοια καλή διάθεση. Αυτό είναι για το… η διείσδυση απ’ [01:10:00]όταν ξεκινήσαμε. Μετά προχωρήσαμε βέβαια, πιάσαμε Τσουτύλι, Άγιο Κοσμά, Πεντάλοφο, Σαμαρίνα. Στη Σαμαρίνα σταματήσαμε. Εκεί μας έριξε… βρήκαμε χιόνι. Βράσαμε καλαμπόκι και φάγαμε στα καζάνια και μετά γυρίσαμε προς το Κάντσικο. Χτυπήσαμε το Κάντσικο, το οποίο το καταλάβαμε, μια διλοχία. Και μετά, αφού πήραμε τις αποθήκες απ’ την εκκλησία που είχαν στο Κάντσικο, τις φορτώσαμε, περάσαμε πέρα στο Γράμμο. Εγκατασταθήκαμε στην Πέτρα Μούκα και, αφού ανασυγκροτηθήκαμε, επιτεθήκαμε στα Πατώματα, στο μεγάλο οχυρό, στα Πατώματα, το οποίο το γράφω παρακάτω.

Α.Λ.:

Είπατε κιόλας πριν ότι…

Β.Σ.:

Και στη Σχολή είχαμε και έναν διοικητή καλό, τον Πύραυλο. Ήταν τώρα… τον Πύραυλο, που ήταν κάτω διοικητής της Π.Ε.Α.Ε.Α. στην Αθήνα. Πέθανε τώρα. Νίκος… Εμένα με είχε γνωρίσει αποκεί και ερχόταν εδώ στην Κοζάνη και με αγαπούσε πολύ, γιατί μ’ ήξερε απ’ τη Σχολή Αξιωματικών. Γιατί είχα… ήμουνα στο συμβούλιο εδώ Δυτικής Μακεδονίας μετά εγώ, του Παραρτήματος της Π.Ε.Α.Ε.Α. Με είχαν ψηφίσει κάτω.

Α.Λ.:

Πριν είπατε ότι είχατε έντονη δραστηριότητα στην ΕΔΑ.

Β.Σ.:

Ναι. Μετά απ’ τη Μακρόνησο, αφού ήταν παράνομο το Κ.Κ., εργαζόμουνα μέσα απ’ την ΕΔΑ και ήμουνα στη Νέα Ιωνία Βόλου. Έφυγα από Γρεβενά, διότι μας κυνηγούσαν. Η οικογένειά μου όλη ήταν φευγάτη. Τα αδέρφια μου όλα στις σοσιαλιστικές χώρες. Ο πατέρας μου είχε απολυθεί απ’ τη Μακρόνησο, η μητέρα μου στις φυλακές στην Κοζάνη… στα Γρεβενά. Είχε απολυθεί κι αυτή βέβαια. Αλλά εγώ έπιασα το Βόλο 10 χρόνια.

Α.Λ.:

Εκεί σας βρήκε η δικτατορία;

Β.Σ.:

Ε;

Α.Λ.:

Εκεί σας βρήκε…

Β.Σ.:

Ναι. Η δικτακτορία, ναι.

Α.Λ.:

Πώς ήτανε εκείνα τα χρόνια;

Β.Σ.:

Το ‘67 μόλις επέστρεψα στα Γρεβενά, στα Γρεβενά ήμουνα με την δικτακτορία. Με καλέσανε στο τμήμα στη δικτακτορία. Εκεί, αφού είδανε ποιος είμαι, μας βάλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και για πρώτη… και εκεί γνώρισα τον Σπύρο τον Χαλβατζή. Ανταμώσαμε έξω και, όταν ήρθαν απ’ την Καστοριά οι υπόλοιποι απ’ τη Χούντα, ήταν αυτό ένα νεαρό παιδί. Και κοιτάζουμε, ποιος είναι αυτός; Ο Σπύρος ο Χαλβατζής. Μετά μας παραπέμψαν στις φυλακές στην Κοζάνη και, αφού είδαν ότι εγώ, η δράσις μου ήταν στη Νέα Ιωνία Βόλου, δεν είχα στα Γρεβενά τελευταία, μόλις είχα γυρίσει, δεν βρήκαν πολλά ντοκουμέντα, είχαν μόνο τις κατηγορίες απ’ το χωριό ότι ήμουν κομμουνιστής. Και με απαλλάξανε στο στρατοδικείο Κοζάνης. Απαλλάχτηκα και γύρισα στα Γρεβενά. Μετά, εδώ πέρα, τα συνηθισμένα με τη Χούντα περάσαμε. Φυλαγόμασταν λίγο, δεν μπορούσαμε να μιλάμε στα καφενεία, μας παρακολουθούσαν. Τι να κάνουμε; Τον Σπύρο… έρχεται. Με ξέρει καλά ο Σπύρος. Τον ξέρεις τον Σπύρο εσύ τον Χαλβατζή; Με ξέρει αυτός. Με έφερε μια φορά από κάτω από έναν ένα ρολόι, [Δ.Α.], γιατί τον έδωσε ένας φίλος του από κάτω, και μ' έφερε και 500€ που τον έδωσε ένας. «Για το παράρτημα Π.Ε.Α.Ε.Α. Γρεβενών. Θα τα δώσεις στο Βασίλη στα χέρια του» λέει. Ήρθε εδώ πέρα, κάναμε την εκδήλωση απάνω στο Κυπαρίσσι για τον Σκοτίδα. Και του λέω εγώ: «Κράτα τούτα εδώ για τα έξοδα» λέω. Γιατί είχαν πάρει κάτι όργανα εκεί για τον Σκοτίδα. «Κρατήστε τα εδώ για το κόμμα» λέω. «Δεν τα χρειάζομαι εγώ. Στο παράρτημα Π.Ε.Α.Ε.Α. τη βγάζω. Πουλάω τα περιοδικά». Έπαιρνα κάνα 150-200 περιοδικά, τα πουλούσα από 2, από 3 δραχμές, ενώ με τα χρέωναν ένα, ας πούμε, από κάτω. Κι αποκεί έβγαζα για τα ενοίκια κ.λπ. Και μόλις έπαιρνα τα περιοδικά της Εθνικής Αντίστασης, την άλλη μέρα τα έστελνα τα λεφτά εγώ. Για αυτό ο Τζιντζιλώνης κάτω και οι άλλοι αυτοί, λέει: «Το καλύτερο παράρτημα, στα Γρεβενά». Λοιπόν, διότι εγώ τα μάζευα λίγα-λίγα τα λεφτά μετά. Τα ‘βαζα στη θέση τους. Μόλις έρχονταν τα περιοδικά, έστελνα την άλλη μέρα την επιταγή εγώ κάτω. Ενώ ετούτοι εδώ οι άλλοι τα αφήναν να τα πουλήσουν, να τα κάνουν και τα χάναν και δεν είχαν καλή τακτική. Μ’ είχε δώσει και έπαινο μια φορά κάτω. «Μόνο το παράρτημα Γρεβενών, ο Σβολιαντόπουλος είναι τέλειος» λέει. Τι να κάνουμε; Ο Χρήστος ο Τζιντζιλώνης. Ξέρεις τον Χρηστάκη τον Τζιντζιλώνη; Όχι. Που είναι τώρα στο… είναι πρόεδρος της Π.Ε.Α.Ε.Α. ολοκλήρου της Ελλάδος, σ’ όλα τα παραρτήματα. Κατάλαβες; Περάσαμε. Είναι από δω η καταγωγή του, απ’ τη Σαμαρίνα, αλλά αυτός είναι τώρα εκεί πέρα. Περνούν, τυχαίνει… πηγαίνει εκεί με τον Κουτσούμπα, πηγαίνει κοντά. Πηγαίνει σε εκδηλώσεις. Στο FIR που πηγαίνει έξω στην Ευρώπη, αυτός πηγαίνει, ο Τζιντζιλώνης.

Α.Λ.:

Είπατε ότι τα αδέρφια σας ήταν στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες.

Β.Σ.:

Ναι, ναι. Ο ένας πέθανε στην Τασκένδη. Εκεί τον θάψαν. Λοχαγός.

Α.Λ.:

Και…

Β.Σ.:

Και o άλλος στην Τσεχοσλοβακία. Οι μεγάλοι. Ο άλλος ο μικρότερος, ο Δημοσθένης, ήρθε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Ήταν πιο μικρός από μένα. Τώρα, δυο χρόνια έχει που πέθανε. Απ’ την καρδιά πέθανε. Πέθανε εδώ. Ήρθε από εκεί με την οικογένεια, τα παιδιά του είναι εδώ. Έχω… χθες πήρα τηλέφωνο. Τον ένα τον γιο τον λένε Κώστα Σβολιαντόπουλο. Τον πήρα τηλέφωνο. «Θείο» λέει «θείο, μαθαίνω για σένα τα καλύτερα λόγια. Είσαι καλός. Θα ‘ρθω». Με αγαπάνε όλοι. Κι από κει. Η κόρη του και η γυναίκα του απ’ αυτόν απ’ την Τσεχοσλοβακία ήρθαν εδώ, στην Καστοριά μένουν τώρα, σ’ ένα χωριό, στην Κορομηλιά. Έχουμε και μ’ αυτά σχέσεις, τα παιδιά. Τα παιδιά του αδερφού μου τα θεωρώ σαν δικά μου παιδιά, τα παιδιά των αδερφών μου. Τα παιδιά των αδερφών μου τα θεωρώ σαν παιδιά μου. Έτσι έμαθα. Εμείς τέτοια ιδανικά έχουμε για τις οικογένειες. Κατάλαβες;

Α.Λ.:

Γύρισαν…

Β.Σ.:

Οι παλιοί.

Α.Λ.:

Γύρισαν μετά τη δικτατορία τα αδέρφια σας;

Β.Σ.:

Ναι. Μετά απ’ την δικτατορία.

Α.Λ.:

Πώς ήταν η επανένωση; Είχατε να τους δείτε τόσα χρόνια.

Β.Σ.:

Εεε. Πού να σε πω; Αυτός ο ένας ο Κώστας, που τον πήρα χθες τηλέφωνο, ένα κορίτσι που πήρε το γνώρισε εκεί, στην Τασκένδη. Τι γίνεται τώρα; Εδώ μ’ αυτόν που έκανε... αυτός είχε έναν αδερφό στη Μακρόνησο. Το Γιάννη. Με εκείνον ήμασταν μαζί στην Μακρόνησο. Και όταν πήγαμε στο γάμο, ανταμώνουμε εμείς. Τα αδέρφια μας τώρα γνωριστήκαν στην Τασκένδη, εμείς εδώ, στη Μακρόνησο και έγιναν συμπεθεριά. Αγκαλιές εκεί πέρα, αυτά τα πράγματα. Πώς τα φέρνει; Πώς τα φέρνει η ώρα;

Α.Λ.:

Και ξεκινήσατε μετά, μετά τη δικτατορία, στην οργάνωση εδώ... να δραστηριοποιείστε.

Β.Σ.:

Εδώ, στην οργάνωση, στην Π.Ε.Α.Ε.Α. μέχρι τώρα. Και τώρα ακόμα είμαι επίτιμος πρόεδρος, εγώ είμαι, πηγαίνω, πηγαίνω, καταθέτω στεφάνι ακόμη. Και μετά έστειλαν προχθές, μου είπαν: «Να σου στείλουμε και λίγα λεφτά που καταθέτεις στεφάνι» λέει. «Τα βάζω απ’ την τσέπη μου» λέω εγώ. Απ’ αυτά τα λίγα που παίρνουμε» λέω. Βάζω απ’ την τσέπη μου. Παίρνω ένα στεφάνι και καταθέτω πάντοτε για τους αναπήρους, για τους αντιστασιακούς. Αλλά μ’ έχουν, μ’ αγαπάν όλοι εδώ πέρα. Κι ο δήμαρχος και αυτοί μ’ αγαπάν, άσχετα… με ξέρουν ότι είμαι. Και λέει: «Τέτοιοι κομμουνισταί» με λέει εμένα «αν ήταν όλοι σαν τον Σβολιαντόπουλο...» Λέω εγώ: «Όλοι τέτοιοι είναι». «Όχι» λέει «δεν είναι σαν εσένα» λέει. Εγώ αγαπάω όλο τον κόσμο. Δεν τα βάζω με αυτόν τον ψηφοφόρο της Νέας Δημοκρατίας. Εγώ τα βάζω με την ηγεσία. Παπάγο, Παπανδρέου κ.λπ. Αυτός γελιέται. Γελιέται αυτό το παιδί, δεν έχει το επίπεδο αυτό να καταλάβει ότι δεν είναι σωστό αυτό. Και δεν τους παρεξηγώ. Ξεγελιέται. Τώρα βλέπει, τώρα κατηγοράει. «Τι τον κατηγοράς, αφού τον ψήφισες το Μητσοτάκη; Τι τον κατηγοράς τώρα; Πάει. Πήρε 40%. Άσ’ το. Θα κάνει ό,τι θέλει. Μεθαύριο, δεν σου αρέσει, μην τον ψηφίσεις. Πάει τώρα». Αλλά δεν έχουν επίπεδο και… Και μ’ αγαπάν όλοι. Δεν τους έχω... δεν είναι σαν αυτούς που λένε: «Άσ’ τον αυτόν. Είναι κομμουνιστής. Μη τον μιλάς». Εγώ τους μιλάω όλους. Δεξιοί να δεις πώς μ' έχουν προς τα πέρα. «Γεια σου, σύντροφε» με λένε. Ξέρουν ότι είμαι Κ.Κ. Ο ίδιος ο Δεσπότης, που πήγα προχθές, ο Δαυίδ, και τον είπα εγώ… Γιατί βρήκε τα συμφωνητικά μέσα που έκανα κάτι εκκλησίες, έκανα εκκλησία στον Ζιάκα, εκκλησία στο Περιβόλι, γέφυρες, και τα βρήκε μέσα. «Βρε Σβολιαντόπουλε» λέει. «Εγώ είμαι αριστερός. Είμαι μαρξιστής» λέω. «Ξέρω» λέει. «Πούθε ξέρεις;» λέω. «Αλλά είσαι καλό παιδί». «Γιατί;» λέω. «Επειδής είμαι μαρξιστής είμαι καλός; Πού ξέρεις;» λέω. Με λέει: «Ο δήμαρχος, ο νομάρχης σ’ αγαπάνε όλοι» λέει. Λέω εγώ: «Επειδής είμαι μαρξιστής ή επειδής είμαι;…» «Όχι» λέει. «Τον Μαρξ…» Τι με είπε αυτός τώρα; «Ο Μαρξ» λέει «πήρε απ’ το Ευαγγέλιο αυτά που λέει». Δήθεν ότι τα λέει. Και γιατί πήγα εγώ, έκανα μια υπόκλιση λίγο έτσι. «Δεν κάνω σε εσένα» τον λέω. «Είναι στο σήμα που έχεις». «Όχι» λέει «εσύ εδώ θα με φιλάς κι εγώ θα σε φιλάω. Είσαι μεγαλύτερος» λέει. Και με φίλησε εδώ ο Δαυίδ. Με εκτιμάν τώρα, γιατί είμαι και μεγάλος. 95 χρόνια, σου λέει, και κρατιέται σε τέτοια κατάσταση. Εκείνο είναι που τους ενδιαφέρει. Σε λέει, πώς κρατιέται έτσι, τώρα σ’ αυτή την… ένας 95 χρονών; Είναι άλλοι, είναι, ας πούμε, μαζεμένοι 90 χρονών. Ούτε να μιλούν. Άλλοι δεν ακούν, άλλοι δεν βλέπουν, άλλοι δεν… Εγώ καλά είμαι. Κάναμε μία εκδρομή με τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης στη Μακρόνησο. Εκεί στη Μακρόνησο που έτυχα να υπηρετώ στο Α.Ε., το πρώτο ειδικό τάγμα οπλιτών, επειδή γνώριζα την τέχνη ως τεχνίτης, με έναν άλλον τεχνίτη απ’ το Βόλο στήσαμε ένα μνημείο εκεί πέρα με εντολή του τάγματος εκεί του πρώτου. Ο ταγματάρχης έβαλε μία προσφορά εκεί πέρα και είπε: «Όποιος θα δώσει το καλύτερο επίγραμμα θα πάρει άδεια». Δόθηκε το επίγραμμα από έναν καθηγητή και καθίσαμε και το γράψαμε γράμμα-γράμμα πάνω εμείς εκεί στο μνημείο. Και το επίγραμμα αυτό έλεγε: «Η ιδέα της πατρίδος είναι η πιο τρανή. Κι εγώ ο στρατιώτης στο έπαθλο της νίκης έπεσα νεκρός». Και όταν κάναμε την εκδρομή στη Μακρόνησο, πήγε ο σύντροφος ο Γιάννης ο Κωνσταντής εκεί κοντά στο μνημείο για να διαβάσει, αλλά τώρα έχει χορταριάσει και δεν μπόραγε να το διαβάσει. Και του λέω εγώ: «Γιάννη, θα σ' το πω εγώ τι λέει απ’ έξω, γιατί έκανα ένα μήνα να κάνουμε τα γράμματα». Και άρχισα να το διαβάζω: «Η ιδέα της πατρίδος είναι η πιο τρανή και εγώ ο στρατιώτης στο έπαθλο της νίκης έπεσα...» «Έτσι λέει. Έτσι λέει, Σβολιαντόπουλε. Τώρα σε πιστεύω» λέει «εδώ στη Μακρόνησο που τα έκανες γράμμα-γράμμα όλα» λέει. Τέλος πάντων, γυρίσαμε... πήγαμε, γυρίσαμε. Γυρίσαμε ξανά στο Λαύριο και μετά περάσαμε κι απ' το Σπίτι του Λαού. Μας υποδέχθηκε ο Φλωράκης. Περάσαμε πολύ καλά οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.

Α.Λ.:

Ποια χρονολογία συνέβη αυτό;

Β.Σ.:

Το ’98.