© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μια ζωή στη θάλασσα: Ο φαροφύλακας που ήταν και ψαράς

Κωδικός Ιστορίας
10799
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σωτήριος Πολίτης (Σ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/03/2021
Ερευνητής/τρια
Μαρία Μακρή (Μ.Μ.)
Μ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα!

Σ.Π.:

Καλησπέρα σας!

Μ.Μ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Σ.Π.:

Σωτήριος Πολίτης του Άγγελου.

Μ.Μ.:

Είναι Τρίτη, 30 Μαρτίου του 2021, και βρίσκομαι τον κύριο Σωτήρη Πολίτη στους Γαβράδες, στην Κέρκυρα. Εγώ είμαι η Μαρία η Μακρή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μας λίγα πράγματα για εσάς.

Σ.Π.:

Τι ακριβώς θέλετε;

Μ.Μ.:

Ας ξεκινήσουμε από τα παιδικά σας χρόνια. Πώς θα τα περιγράφατε;

Σ.Π.:

Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε στο χωριό, δεν ήτανε και τόσο καλά, γιατί ήταν η κατάσταση τότε που υπήρχε μεγάλη, έτσι, φτώχεια στον κόσμο, δεν υπήρχε… Τα παιδικά μου χρόνια καλά τα πέρασα, όχι και τόσο καλά, γιατί είχα πάθει μικρός κάτι αυτές στην υγεία μου, προβλήματα, τα οποία ξεπεράστηκαν εν τέλει.

Μ.Μ.:

Τι είχατε πάθει;

Σ.Π.:

Είχα πάθει, μία φορά που ήμουνα μικρός, πήγαινα κάπου, που με έστειλε η μάνα μου, και βρήκα ένα γαϊδούρι και μπήκα -έξι χρονών να ήμουνα- και μπήκα καβάλα πάνω στο γαϊδούρι και αυτό με έριξε, κάτω. Και από κάτω ευτυχώς που δεν έπεσα, διότι ήταν γκρεμός, έπεσα κοντά. Λοιπόν και έπεσα, και όταν μπήκα στο γαϊδούρι στάθηκε ήρεμο, μπήκα πάνω, εντάξει, αλλά μόλις μπήκα πάνω άρχισε μπροστινά και πισίνα κλωτσιές και με πέταξε κάτω! Με πέταξε κάτω και σηκώνομαι εγώ απάνω, δεν ένιωσα τίποτα και βλέπω το χέρι μου έτσι, που γύρισε ανάποδα και φώναξα: «Μανούλα μου!». Και έτρεξα σπίτι μου. Η μάνα μου, ήτανε λίγο αυτήν, και μόλις πήγα εκεί πέρα: «Σε έστειλα για δουλειά και εσύ μου ‘ρθες εδώ πέρα…». Και άρχισε να με φοβερίζει, να πούμε, να με βαράει: «Ρε μάνα μου, καημένη». Ο πατέρας μου ο κακομοίρης λέει: «Άσ’ το παιδί -λέει- που είναι αυτό…». Εν πάση περίπτωσει, πήρανε τον γιατρό και λέει ο γιατρός ότι: «Το χέρι του παιδιού είναι σε πολύ κατάσταση και δεν το αναλαμβάνω εγώ». Διότι είχε χτυπήσει σε τρία μέρη: Εδώ, στον άγκωνα και πάνω, στα τρία μέρη του χεριού, το αριστερό χέρι. Λοιπόν, ευτυχώς ήτανε μια γυναίκα η οποία ήτανε πρακτική, τη λέγανε Θεοδώρα, την καημένη, και του λέει: «Γιατρέ, το παιδί είναι βλαστάρι τώρα -λέει- το χέρι του θα πιάσει». Όντως! Λέει: «Εγώ δεν αναλαμβάνω». Και μου το έφτιαξε αυτή η γυναίκα και ούτε γνωρίζω ποιο χέρι είναι, έγιανε, αλλά πέρασα, ταλαιπωρήθηκα, ας πούμε, με τα χτυπήματα και τα τέτοια. Αυτή η περιπέτεια ήτανε στην αρχή. Και εντωμεταξύ εγώ ήμουνα μικρός, και είχα και πάθει και αδενοπάθεια. Τότε ήτανε όλοι αυτοί. Ήμουνα και λίγο -πώς το λένε;- μίζερος, δεν έτρωγα και τα λοιπά και τα λοιπά και με προσέχαν και περισσότερο οι γονείς μου και εγώ δεν το ‘θελα.

Μ.Μ.:

Σε ποιο μέρος ζούσατε;

Σ.Π.:

Στο Κατωμέρι του Μεγανησίου, Λευκάδος.

Μ.Μ.:

Το χέρι, πώς σας το έφτιαξε; Τι σας έκανε;

Σ.Π.:

Το χέρι το έφτιαξε με πρακτικά που ‘ξέραν αυτοί. Κάτι αυγά έκαμε εκεί πέρα, μου βάλε κάτι καλάμια «εδώ» και το έκαμε όπως το γύψο. Και το κράτησα εκεί πέρα δύο μήνες. Μετά που βγήκε το χέρι μου ήτανε αδύνατο και αυτό, αλλά με διάφορα αυτά που έκανα, λουτρά με πάνω, με αυτά, μυρωδικά μέσα, δάφνες τέτοια και του έβανα πάνω στον αχνό το χέρι μου. Και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά επέρασε.

Μ.Μ.:

Πώς ήταν να μεγαλώνει κάνεις στο Μεγανήσι;

Σ.Π.:

Στο Μεγανήσι ήτανε πολύ, ήτανε καλά να μεγαλώνεις, αρκεί να έχεις την αυτή, την άνεση, ας πούμε, στο σπίτι για αυτά και τέτοια, να μην πεινάς κιόλας. Βέβαια, εγώ, δεν πεινούσαμε, γιατί ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης και δούλευε και πάντα. Αλλά υπήρχε μεγάλη φτώχεια στο χωριό. Εμείς τα παιδιά εκεί πέρα κάναμε διάφορα. Αλλά ό,τι να σκεφτεί ο άνθρωπος στο μυαλό του εκάναμε! Μικρά παιδιά! Φτιάχναμε από συκιές σφυρίχτρες, φτιάχναμε κάτι αυτά -πώς τα λένε;- που πετάγανε τέτοια. Μετά από το, όταν μεγάλωσα και ήτανε ο πόλεμος και τα λοιπά κάναμε και αυτά με… Βάναμε μπαρούτι μέσα σε αυτό και κάναμε όπλα. Και μία φορά ενός παιδιού πετάχτηκε η αυτή και κόντεψε να του βγάλει το μάτι. Πολλά! Δηλαδή κάναμε… Εδώ αν τα σκεφτείς τούτα που κάνουνε τώρα είναι τίποτα, μηδέν. Αλλά είχαμε και τώρα αυτό -πώς το λένε;- τον περιορισμό και τον φόβο. Μας βαρούσαν κιόλας. Εντωμεταξύ, το καλοκαίρι στα χωριά είχαν τον λεγόμενο παιδονόμο. Τον πλήρωναν οι γονείς μας για να μας βαρεί! Το καλοκαίρι, το μεσημέρι όποιος ήταν έξω είχε βούρδουλα αυτός. Ο Μπάρμπα-Γιώργος ο Κλιτσιμήρης, τον [00:05:00]λέγανε, δεν τόνε χώνευα με καμία αυτή!

Μ.Μ.:

Τι σας είχε κάνει;

Σ.Π.:

Αυτός; Μία φορά ήμουνα με τη μάνα μου και πηγαίναμε για νερό κάτω, γιατί έχει ένα πηγάδι το χωριό και από αυτό το πηγάδι τροφοδοτούσε όλο το χωριό, από το πηγάδι αυτό και απέναντι ήτανε μια μπουρνελιά και πήγα και, σαν παιδάκι, εγώ πήγα και έκοψα δυο μπουρνέλες. Απέναντι με είδε ο αγροφύλακας, ήταν αγροφύλακες τότε, και το λέει του παιδονόμου. Αϊ, μανούλα μου! Και με κυνήγαγε μία εβδομάδα! Και μια μέρα με πιάνει αυτό, αλλά εγώ έτρεξα και πήγα σπίτι και τρύπωσα κάτω από το κρεβάτι της γιαγιάς μου. Και αυτός -μα την πίσσα του!- ήρθε με τον βούρδουλα από κάτω, να με βγάλει από το κρεβάτι να με βαρέσει. Άλλα ήταν η γιαγιά μου λίγο αυτό… Και τον έβρισε, το είπε, εκεί πέρα, τι το είπε και έφυγε.

Μ.Μ.:

Πω πω!

Σ.Π.:

Αυτά είχαμε. Εντωμεταξύ, είχαμε και ένα καλό, ας πούμε, με τον παιδονόμο, κάθε πρωί, το καλοκαίρι, μας έπαιρνε και μας επήγαινε για μπάνιο, όλα τα παιδιά. Τον καιρό εκείνο - να σκεφτείς- πόσα παιδιά ήμαστε. Στην ηλικία τη δικιά μου ήταν σαράντα αγόρια! Στην ηλικία την δικιά μου σαράντα αγόρια. Γιατί τα κορίτσια τότε δεν πηγαίνανε, δεν καλοπηγαίνανε στο χωριό, ήταν και κάνα δυο κορίτσια που πηγαίνανε στο σχολείο, άλλα κορίτσια δεν επηγαίνανε. Εντωμεταξύ, κάναμε πρωί και απόγευμα σχολείο τότε, δεν ήτανε όπως τώρα. Το Σάββατο μας εδιάβαζε το Ευαγγέλιο, μας εδιάβαζε τον Απόστολο, μας εξηγούσε ο δάσκαλος όλα αυτά τα πράγματα. Εντωμεταξύ, εγώ ήμουνα και τυχερός, γιατί με είχε πάρει ο παπάς και πηγαίναμε στην εκκλησία και από εκεί έμαθα κι αυτό και ψέλνω και ακόμα στην εκκλησία κι έπαιρνα... Γιατί κάθε τόσο και λιγάκι ερχότανε και με έπαιρνε εκεί πέρα να πάμε για λειτουργίες, να πάρουμε μετά αυτό και περνούσα καλά εγώ. Έπαιρνα και κάνα φραγκάκι απ’ τις λειτουργίες. Ναι. Τι να πω; Για να τα πω όλα αυτά θα πρέπει να περάσουν μήνες για να λέω. Αλλά καλά περάσαμε στο αυτό. Εντωμεταξύ, εγώ το ‘40, ήτανε κι πατέρας μου, τον είχανε καλέσει να πάει στρατιώτης, αλλά ευτυχώς – Και εγώ σαν μικρότερος το έλεγα, πως θα πάω κι εγώ! Λοιπόν, αλλά ήτανε τυχερός που ήτανε κι η μάνα μου έγκυος και γέννησε και έκανε το τέταρτο παιδί και δεν πήγε. Ναι. Εντωμεταξύ, τον καιρό εκείνο, που ήμουνα εγώ 7 χρόνων, το ’40, ήρθανε και οι Ιταλοί μετά. Ελέγανε τότε πώς έπεσε η Κορυτσιά, βαράγανε οι καμπάνες, τότε που ήταν ο Στρατός που νικούσε τους Τούρκους, τους Ιταλούς- 

Μ.Μ.:

Ποιος τα είπε αυτά; Ποιος σας τα είπε;

Σ.Π.:

Τα έβλεπα εγώ, τι να μου τα πει κανένας. Δεν ήτανε ότι μου τα ‘πάνε, εγώ τα έζησα αυτά τα πράγματα, ήμουνα μεγάλος. Εντωμεταξύ μεγάλωνα, έγινα 8 χρόνων, 9.

Μ.Μ.:

Τι σας έχει μείνει από εκείνη την εποχή, ποιο περιστατικό; 

Σ.Π.:

Τι περιστατικό; Όλα τα περιστατικά τα θυμάμαι, αυτό. 

Μ.Μ.:

Πείτε μου, πείτε μου ό,τι θέλετε.

Σ.Π.:

Τι να σου πω τώρα; Τι να σου πρωτοπώ; Πού πηγαίναμε με τα παιδιά και γυρίζαμε; Πηγαίναμε το καλοκαίρι και πιάναμε όλα τα γαϊδάρια και μπαίναμε καβάλα. Άλλος τσάκισε το χέρι του, πέφταμε, ήμαστε πολύ ζωηρά παιδιά τότε, ζωηρά παιδιά! Επηγαίναμε για μπάνιο κρυφά από τη μάνα μου. Και η μάνα μου η κακομοίρα τι να κάμνει; Της έλεγα εγώ ότι δεν πήγα και με έγλειφε να θα δει αν είμαι αλμυρός! Αλλά εγώ το κατάλαβα έπειτα και έβαζα νερό, επλενόμουνα! Ναι, επηγαίναμε εκεί πέρα στο Λιμονάρι, που λένε, που κάναμε μπάνιο και ήτανε μία, έτσι, μία, ένας, αυτή… Και κάναμε ξαφούρδα, που το λένε. Πώς τη λένε εδώ;

Μ.Μ.:

Τσουλήθρα.

Σ.Π.:

Τσουλήθρα, αλλά τη λέγαμε ξαφούρδα εμείς. Ήταν τόσο ψηλό 30 μέτρα, 40 μέτρα και από κάτω είχε βράχους. Και πηγαίναμε και, όπως επηγαίναμε όμως, εβάναμε και λίγο χορτάρι για να αυτό. Αλλά όπου να ‘ναι δήποτε το παντελόνι μας -ρε παιδάκι μου, θα τα γκρεμίσω όλα-, το παντελόνι μας γινότανε χάλια. Και η μάνα μου με σακάτευε στο ξύλο. Και όπως χάλαγε και δεν είχανε… Το παντελόνι δεν χωρίζει από τα μπαλώματα, από πίσω. Εντωμεταξύ, τότε υπήρχε φτώχεια, δεν υπήρχανε… Ήρθε εποχή που δεν γνώριζες το ρούχο σου, γιατί ήταν όλο μπαλώματα άλλα, ξένα! Φτώχεια, σου λέω, μεγάλη! Ναι! 

Μ.Μ.:

Από την κατοχή τι θυμάστε με τους Γερμανούς;

Σ.Π.:

Mε τους Γερμανούς, πρώτα ήταν Iταλοί που ήρθαν. Ήμουνα μικρός τότε ήμουνα 7 χρονών και λέγανε: «Ήρθανε οι Ιταλοί, ήρθανε οι Ιταλοί!». Και πήγαμε κάτω στον Αθερινό, που το λένε, ένα λιμάνι, και βλέπω διακόσα άτομα, τρακόσια άτομα, Ιταλοί που είχαν βγει έξω και τρώγανε. Τρώγαν εκεί πέρα και τρώγανε κάτι αυτά και τρώγανε και κάτι κονσέρβες που είχανε μέσα από ποδάρια από βατράχια! «Ωρε! -λέω- τι τρώνε εκεί πέρα;». Και μας [00:10:00]έδιναν και μας σαν παιδάκια, δίνανε αυτοί οι Ιταλοί. Τα παιδάκια τα αγαπούσαν οι Ιταλοί στο Μεγανήσι. Ήταν εκεί επήγαιναν… Τι να πρωτοθυμηθώ μετά; Επηγαίναν και κάνανε κοντραμπάντο, που λένε, λαθραία. Τι λαθραίο; Επηγαίνανε, βάνανε λάδια, παίρνανε λάδια από το Μεγανήσι, τα βάνανε μέσα σε ασκιά και τα πηγαίνανε με βάρκα απέναντι στο Ξηρόμερο και φέρνανε σιτάρι και καλαμπόκι. Γιατί εμείς δεν είχαμε εκεί πέρα. Ό,τι έβγανε η γης από κει. Σπέρναμε τότε, όλος ο κόσμος, αλλά δεν έφτανε αυτό. Εντωμεταξύ, τότε με την κατοχή που δεν είχαμε… Να σκεφτείς που μαζεύαμε το στάρι που δεν είχε γίνει ακόμα και το βάναμε στο φούρνο, για να ξεραθεί λιγάκι, να το τρίψουμε, να το φάμε και το τρώγαμε, σκέψου! Όταν ήρθαν οι Ιταλοί μας φέρνανε κι αυτό το δελτίο, μας δίνανε, αλλά το δελτίο αυτό ήταν κομμένο καλαμπόκι σαν αυτό που δίνουμε τις κότες σχεδόν, αλλά τριμμένο, χοντροτριμμένο. Εγώ δεν έτρωγα πήγα να πεθάνω, μία φορά στο σχολείο λιποθύμησα από την πείνα. Ναι, με τους Ιταλούς αυτά τα πράγματα.

Μ.Μ.:

Τι άλλο είδατε να κάνουν; 

Σ.Π.:

Τι; Οι Ιταλοί; Οι Ιταλοί στο Μεγανήσι... Τι να πρωτοθυμηθώ με αυτά τα πράγματα; Ο πατέρας μου, ο αδερφός του πατέρα μου ήταν Αξιωματικός στο στρατό, Συνταγματάρχης. Και με την κατοχή έφυγε και ήρθε στο Μεγανήσι να κάτσει, αλλά αυτός είχε πάρει και έναν ασύρματο και τον είχανε κρύψει μέσα σε μια σπηλιά, όχι σπηλιά, ήτανε σαν -πώς το λένε;-, σαν… Πώς τα λένε αυτά που είναι από κάτω στη γης;

Μ.Μ.:

Σε σεντούκι το έβαλε; Πού το έβαλε;

Σ.Π.:

Εν πάση περιπτώσει, ήτανε μία τρύπα μέσα βαθιά και το είχε ρίξει μέσα αυτό το μηχάνημα ο μπάρμπας μου. Και το ήξερε ο αδερφός του πατέρα μου, το ‘ξερε και ο πατέρας μου το ήξερε. Και ήρθανε οι Ιταλοί και οι ερχόντανε στο σπίτι οι Ιταλοί και κάνανε εφόδους. Και μία μέρα ήταν μέσα ο μπάρμπας μου, αυτός, και του λέμε, του λέει ο πατέρας μου: «Κοίταξε να δεις, έχω παιδιά, πρέπει να φύγεις». «Μη φοβάσαι -του λέει- όσο είμαι εδώ με φοβούνται αυτοί!». Γιατί ο θείος μου ήταν ο μεγαλύτερος σκοπευτής των Βαλκανίων, επέρναγε την σφαίρα μέσα από το δαχτυλίδι! Και τον εφοβόνταν οι Ιταλοί, το ‘ξέραν αυτό το πράγμα. Και ερχόταν, αλλά όταν έφευγε… Εν πάση περιπτώσει, μετά έφυγε και πήγε στα αντάρτικα ο μπάρμπας μου, έφυγε. Αλλά τον μπάρμπα μου, τον Πάνο, τον είχαν πάρει τον καημένο και τον βάλανε μέσα στην τρύπα να βγάλει τον ασύρματο και τα λοιπά και τα λοιπά. Τον είχαν σακατέψει στο ξύλο και είπε αυτά τα πράγματα. Και έπειτα τον πήγαν εξορία εδώ στην Κέρκυρα, στον -πώς τον λένε;-, στα νησιά εκείνα… Πώς τα λένε τα νησιά;

Μ.Μ.:

Στο Λαζαρέτο;

Σ.Π.:

Στα Λαζαρέτα της Κέρκυρας, τον πήγανε εκεί εξόριστο. Εντωμεταξύ, μία βραδιά έρχεται μία γυναίκα εκεί και μας λέει ότι τον πατέρα μου τον πήραν οι Ιταλοί! Λοιπόν και τηγανίζαμε αυτή τη βραδιά, θυμάμαι, είχαμε και κάτι μαρίδες, τόσες μαρίδες, μεγάλες! Και τις τηγανίζαμε και όπως τ’ άκουσε η μάνα μου, λιποθύμησε. Τον μπάρμπα μου τον είχανε στα Λαζαρέτα είπαμε, τον αδερφό του πατέρα μου, τον άλλον. Λοιπόν, ήρθαν εκεί πέρα και πήρανε τον πατέρα μου, εμείς δεν ξέραμε, τον πήρανε, τον εβρήκανε έξω και τον πήγανε και μας είπανε να πάμε στο αυτό, στο… Κάτω, στο Βαθύ, στο άλλο το χωριό, που ήταν η Finanza η Καραμπιναρία, κάτι τέτοιο, εκεί πέρα, έτσι λέγονταν, Finanza και Καραμπιναρία λεγόταν. Πώς έχουμε εμείς τώρα τη χωροφυλακή με το Ναυτικό; Που είναι το Λιμεναρχείο. Ήτανε Finanza - Καραμπιναρία, δεν ξέρω ποιο από τα δύο λέγανε Finanza, δεν θυμάμαι. H Finanza ήτανε ο στρατός, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι κανονικά. Εν πάση περιπτώσει. Και τον πήραν τον πατέρα μου εκεί πέρα και τον σακάτεψαν στο ξύλο οι Ιταλοί. Κι όχι μονάχα τον σακατέψανε στο ξύλο, του τραβάγανε και τα τέτοια. Εν πάση περίπτωση, δεν τα λέμε πια, τα ξέρουμε. Και επήγαμε εμείς την άλλη μέρα να του πάμε μία κουβέρτα και δεν μας άφηναν να τον δούμε. Εν πάση περιπτώσει, κάποια μέρα τον είδαμε και τον βλέπουμε τα μάτια του που ήταν πρησμένα από το ξύλο. Και πήγαμε εκεί πέρα, εν πάσει περίπτωση, έπειτα από πέντε, έξι… Ο ένας ήταν και ένας Ιταλός καλός. Και τη νύχτα που τον βάνανε - γιατί τον είχανε με χειροπέδες-, τη νύχτα του έλεγε, αυτός ο Ιταλός, ο καημένος, ένας, γιατί ήταν και πολύ καλοί Ιταλοί, οι περισσότεροι. Δεν ήταν όλοι έτσι. Γιατί οι Ιταλοί δεν τον ήθελαν τον πόλεμο και τους πήρανε με το ζόρι, για να πάνε να πολεμήσουνε τότε. Εν πάση περιπτώσει, και του έλεγε, του άνοιγε τις αυτές, τις χειροπέδες και του έλεγε: «Κοίταξε να δεις, να τα βγάνεις τα χέρια σου, αλλά, άμα έρθει κανένας, χωσ’ τα μέσα». Κι έτσι, εν πάση περιπτώσει, έκατσε καμία πέντε, έξι μέρες ο πατέρας μου εκεί. Ήταν ένας διερμηνέας εδώ από την Κέρκυρα που ήξερε τα ιταλικά, συννενοήθηκαν, τον αφήσανε. 

Μ.Μ.:

[00:15:00]Γιατί τον είχαν πιάσει; 

Σ.Π.:

Τον είχαν πιάσει και τον έβαλαν και τον πατέρα μου μέσα στην αυτή να δει. Και έβαλαν και ένα άλλο παιδάκι μέσα στην τρύπα, για να δει. Τον είχανε πιάσει, ας πούμε, γιατί ήταν αδερφός του… Να τους πει πού έχει τους ασυρμάτους, οπλισμούς και τέτοια. Αλλά ο πατέρας μου τσιμουδιά και για αυτό τον σακατέψανε στο ξύλο. Ο άλλος κάτι είπε ο κακομοίρης και τον στείλανε στο αυτό. Εν πάση περιπτώσει, ήρθανε εκεί πέρα.

Σ.Π.:

Θυμάμαι και ένα άλλο πράγμα. Όταν ήρθαν, ησύχασαν τα πράγματα, όταν ήρθανε οι Γερμανοί, δεν ήρθανε εκεί στο χωριό, Γερμανοί… Όχι, ήρθανε και Γερμανοί, αλλά ήρθαν πολύ… Με κάτι, με τους Έλληνες αυτούς τους φασίστες, πώς τους λέγανε; Αυτούς που ήτανε… Είχανε μείνει, η χωροφυλακή και τέτοια, είχανε μείνει με το αυτό… Συνεργάζονταν με τους… Και ήρθανε μία φορά οι Γερμανοί εκεί πέρα. Αφήνουν τη μία κουβέντα και πάνω στην άλλη. Ήρθαν οι Γερμανοί μία φορά τότε, γιατί είχανε σκοτώσει κάποιον εκεί πέρα που ήτανε στα οργανωτικά και τα λοιπά και τα λοιπά, που ήταν δικός τους. Και γκρεμίσανε τα σπίτια, όχι τα γκρεμίσανε, έπαιρναν τα λάδια και τσακίζανε τις καπάσες και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν πείραξαν, όμως, τον κόσμο φύγανε, εν πάση περιπτώσει, αυτοί. Αλλά, θυμάμαι και ένα άλλο περιστατικό, το οποίο έγινε... Ήταν τότε που ήταν, είχανε κάνει την συνθηκολόγηση οι Ιταλοί με τους Εγγλέζους και μετά τέτοια και πήγανε, είχαν συνθηκολογήσει και είχανε φύγει οι Ιταλοί. Αλλά τους Ιταλούς τους βρήκανε έξω, με τα αυτά, οι αυτοί και τους βουλιάξανε. Και εδώ γιόμισε όλη, εδώ η Κέρκυρα και εδώ η Κεφαλλονιά, πολλούς Ιταλούς. Και βγαίνανε έτσι στις άκρες οι καημένοι κι αυτοί. Μια φορά, που λες, όταν ήρθανε ήτανε, ο μπάρμπας μου, ήτανε σύνδεσμος του Έδεσου, του Ζέρβα που ήτανε. Και ήτανε στο Ξηρόμερο. Στο Ξηρόμερο είχε γίνει ένα περιστατικό, το οποίο, για να στο πω το περιστατικό θέλει πενήντα ώρες. Λοιπόν, είχανε… Αυτοί ήτανε σε μια καλύβα και ήρθανε δύο Γερμανοί, δεν ξέραν τίποτα, και τους πιάσανε, ήταν τέσσερις, πέντε άντρες εκεί πέρα. Ο ένας ο Γερμανός έφυγε και πήγαινε βόλτα και άφησαν τον άλλονε, αλλά ο άλλος ήθελε, είχαν όλα τα μυστικά της οργάνωσης μέσα, του Ζέρβα και τα ‘χανε μέσα σε μια κασούνα. Τους είπε αυτός να ανοίξουνε και κοίταζε αυτός μέσα. Και ο θείος μου, ο Τάσος, ήταν ένας που λέει εκεί πέρα, και του: «Πιάσ’ τονε -του λέει». Και τον πιάνει ένας που ήτανε χειροδεμένος και του κόψανε μία με το τσεκούρι στο κεφάλι και φύγανε. Ναι, σε αυτό έχει γράψει και ο γιος του ένα βιβλίο, για αυτήν την περιπέτεια. Μετά, όμως, ήρθανε οι αυτοί και ρωτάγανε για τον πατέρα μου και θέλαν να τον πάρουνε. Αλλά ευτυχώς που έγινε η συνθηκολόγηση, τη γλίτωσε, ήταν έτοιμοι να τον πάρουνε. Για τον αδερφό του να τον ρωτήσουνε και να τον κάνουνε και τα λοιπά και τα λοιπά. Επέρασε και αυτό. Λοιπόν, προτού όμως περάσει αυτό, εμείς ήμασταν μικροί τότε, πηγαίναν – είδες, σου είπα πως πηγαίνανε, εκάνανε λαθρεμπόριο, το λέγαν, το λάδι, για να πάνε απέναντι να πάρουνε κανένα στάρι, καλαμπόκι να φάνε για τα παιδιά τους. Εμείς είχαμε πάει με τη μάνα μου εκεί πέρα, με είχε πάρει που ήμουνα μικρός, να πάω να φάω και εγώ τίποτα να μεγαλώσω, εκεί στο Ξηρόμερο. Ήταν ένα μέρος που το λέγανε Πογωνιά. Εκεί ήταν ο θείος μου, που είχε το αυτό. Εκεί ο θείος μου αυτός, επερνάγανε όλη η μισθοδοσία, του έδωσε. Με τις λίρες τότε. Λοιπόν, αυτός από την τιμιότητα του δεν είχε σπίτι, δεν είχε σπίτι! Που περάσανε δισεκατομμύρια λίρες από τα χέρια του και τα λοιπά. Και ήτανε σύνδεσμος εκεί πέρα. Και τότε, προτού γίνει αυτό, προτού γίνει με το αυτό που σου είπα, που σκότωσαν τον Γερμανό, είχαμε πάει με τη μάνα μου εκεί πέρα. Και, μία φορά, η μάνα μου έλειπε κάπου εκεί και εγώ ήμουνα στο σπίτι του θείου μου και κοιμόμουνα. Και ξυπνάω, καμιά φορά, κανένας εκεί στο σπίτι! Είχανε φύγει, το είχανε μάθει. Ήρθε εκείνη η ώρα: «Μη φοβάσαι -μου λέει εκείνη η σπιτονοικοκυρά- τίποτα, θα σε πάρω εγώ» και τα λοιπά και τα λοιπά. Εγώ έκλαιγα! Όχι έκλαιγα, δεν έκλαιγα κιόλας, γιατί ήμουνα και λίγο… πώς το λένε; Αλλά στενοχωριόμουνα, πού είναι; Και τα λοιπά. Εντωμεταξύ, κάτι είχε γίνει εκεί πέρα και κάποιον είχαν σκοτώσει οι αντάρτες και ήρθαν εκεί, από του Ζαβέρδα ήρθανε οι Γερμανοί εκεί στην Πογωνιά με τα αμάξια, με τα τρίκυκλα, με τα τέτοια. Και είχανε μαζέψει όλο τον κόσμο στην πλατεία. Και γύρω-γύρω είχανε πολυβόλα, σαράντα πολυβόλα, και άλογα και τέτοια, και μαζί με αυτούς είχα πάει και εγώ, με πήρανε και μένανε εκεί πέρα. [00:20:00]Η μάνα μου έλειπε. Έλειπε και μετά από κάμποση ώρα είχαν οι Γερμανοί, πήγανε και τους πιάσανε όλους και γυρίζανε και τους φέρνανε εκεί και τους ανακρίνανε. Γιατί είχανε κάνει, κάτι γίνει εκεί πέρα και μας είπαν εκεί πέρα να μην… Όπου υπάρχει νερό να τους το πούμε, να μην το παίρνουν οι αντάρτες και τα λοιπά. Μας είπαν και πολλά άλλα πράγματα εκεί πέρα. Εν πάση περιπτώσει, καμιά φορά ήρθε η μάνα μου και μου είπε την ιστορία της, ότι τους κυνήγησαν από κει, γιατί η μάνα μου είχε που θέριζε και μάζευαν και τα καλαμπόκια. Άλλο που, όταν εγώ ήμουνα, πήγαινε από πίσω και μου ρίχνανε καλαμπόκια, μάζευα τα αυτά -πως τα λένε;- και μάζευα τα καλαμπόκια. Και μία μέρα της λέει το αφεντικό: «Αυτός έμασε περισσότερα από μας!» λέει. Μου τα ‘ρίχναν οι καημένες εκεί, τι να κάμω; Εν πάση περιπτώσει, ήρθε και ο πατέρας μου, καμιά φορά, από εκεί πέρα και μας πήρε. Και είχαμε, εφέραμε τρία τσουβάλια στάρι και τρία καλαμπόκι. Και μόλις πήγαμε από κάτω στο Μεγανήσι να περνάνε οι Ιταλοί από πάνω. Αλλά δεν μας κάνανε τίποτα, το ξέρανε και φύγανε. Σου λέει: «Τι να κάνουνε αυτοί;».

Μ.Μ.:

Εκείνη τη μέρα με τους Γερμανούς, που σας είχανε μαζέψει στην πλατεία…

Σ.Π.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Τι έγινε; Πώς σας αφήσανε;

Σ.Π.:

Μας αφήσανε, μας είπανε διάφορα πράγματα για αυτά: «Όποιος πάει εκεί… Άμα δείτε αντάρτες, να το πείτε ή αλλιώς αυτό…» και τα λοιπά και τα λοιπά. Ήταν ένας που ήξερε γερμανικά, παιδί παπά, και μας είπανε διάφορα πράγματα, μας φοβερίξανε, αυτά μας είπανε, αλλά μας αφήκανε στο τέλος, δεν μας κάνανε καμία αυτή. Αλλά εμένα πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη! Παιδάκι πράγμα, ε! Και δεν ήταν και η μάνα μου εκεί, μετά ήρθε.

Μ.Μ.:

Τι είδατε και σας φόβισε πολύ; 

Σ.Π.:

Δεν ξέραμε εμείς από αυτό, από πολυβόλα και τέτοια. Ήτανε τρίποδα επάνω και όλες οι κάνες ήταν γυρισμένες, όλες επάνω στον κόσμο! Λέω: «Θα μας…». Είχα ακούσει για τα αυτά, που γινόντανε, λέω: «Θα μας θερίσουνε τώρα!» και δεν είχα και τη μάνα μου εκεί. Περιπέτεια, πολλή περιπέτεια, τι να πρωτοθυμηθώ; 

Μ.Μ.:

Ο θείος σας που ήτανε στην αντίσταση- 

Σ.Π.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Μετά. Τι απέγινε;

Σ.Π.:

Απέγινε, πήγανε, έφυγε αυτός, φύγανε, γυρίσανε για αυτό, ταλαιπωρηθήκανε. Και πήγε απάνω, έφυγε στα βουνά έπειτα. Πήγε επάνω. Τα παιδιά το ένα έχει -για αυτό σου λέω- ένας έχει γράψει το βιβλίο και έχει την περιπέτεια που πέρασε. Εννιά μέρες, από τις 9 Σεπτεμβρίου εννιά μέρες μέχρι… Εννιά μέρες πάντως. Λέει όλα όσα πέρασε. Αν το βρω αυτό το βιβλίο και το διαβάσεις, θα δεις. 

Μ.Μ.:

Από την απελευθέρωση τι θυμάστε; 

Σ.Π.:

Από την απελευθέρωση τι θυμάμαι; Θυμάμαι την απελευθέρωση που γινόταν εκεί της κακομοίρας, ας πούμε. Ο κόσμος, ζητωκραυγές εκεί, καμπάνες, ναι και τα λοιπά και τα λοιπά. Έπειτα μας εφέρανε, ήρθε και η Ούρνα. Μας εφέρανε ρούχα, μας εφέρανε… Βέβαια παλιό ρούχα, εν πάση περιπτώσει. Παπούτσια, τέτοια, γάλατα, πολλά γάλατα! Όσα ήταν μικρά παιδιά είχαν, εμείς που ήμασταν όλα μικρά, είχε γιομίσει το σπίτι γάλα εβαπορέ, γιομίσει το σπίτι! Μας εδώσανε. Μας εδίνανε αυτό -πώς το λένε;- κονσέρβες, μας δίνανε ρύζια, ζάχαρη, γλυκόζη. Αυτά, τα θυμάμαι αυτά. Και τα μοίραζαν οι πρόεδροι τότε τα αυτά. Ήταν το σχέδιο Μάρσαλ αυτό, που είχανε κάνει. Από τότε [Δ.Α.]. Εντωμεταξύ, έπειτα ήρθανε και οι Εγγλέζοι, ερχότανε εκεί στο Μεγανήσι κάνα καράβι εκεί. Και κόσμος επήρε τα πάντα, ας πούμε, άρχισε και…Εγώ, εντωμεταξύ, άρχισα, λίγο-λίγο μεγάλωνα κι έπειτα άρχισα και εγώ τη δουλειά, πήγαινα στα ψαράδικα, ναι. Αυτή είναι η κατάσταση. 

Μ.Μ.:

Τι σας οδήγησε να ξεκινήσετε να ψαρεύετε; 

Σ.Π.:

Δεν υπάρχει άλλη, στο Μεγανήσι, δεν υπήρχε άλλη δουλειά. Ή θα έπρεπε να είσαι ναυτικός στα καράβια ή να ‘σαι ψαράς ή να ‘σαι τεμπέλης! Τρία πράγματα και εγώ πήγαινα στα ψαράδικα από μικρός. Και ο αδερφός μου και πηγαίναμε με τα ψαράδικα, βγάναμε κάποιο μεροκάματο εκεί πέρα. Και ο πατέρας μου εκεί δούλευε και τα βολεύαμε και μεγαλώσαμε σιγά-σιγά. 

Μ.Μ.:

Τι ακριβώς κάνατε στο ψάρεμα; Ποια ήταν η διαδικασία;

Σ.Π.:

Η διαδικασία είναι με τα παραγάδια, τα δολώναμε, τα ρίχναμε στη θάλασσα, πιάναμε τα ψάρια, πηγαίναμε τα πουλούσαμε. Οι ίδιοι, με το θείο μου, τον αδερφό της μάνας μου πηγαίναμε, με τα ξαδέρφια μου, πηγαίναμε με διάφορους αυτές.

Μ.Μ.:

Εσείς τι δουλειά ακριβώς κάνατε, ποιος ήταν ο ρόλος σας; 

Σ.Π.:

Εγώ ο ρόλος μας είναι να… Η δουλειά στα παραγάδια, όλοι οι ρόλοι το ίδιο είναι. Σηκώνεις τα παραγάδια, άλλος τα καθαρίζει, [00:25:00]άλλος… Με εναλλάξ τα κάναμε αυτά στην εργασία. Δεν είχε, ας πούμε, εκεί πέρα: «Εγώ κάνω αυτή τη δουλειά και εσύ κάνεις την άλλη». Εναλλάξ! Ό,τι δουλειά βρισκόταν, την κάναμε. Μαζεύαμε τα καλαδούρια, μαζεύουμε το αυτό, τα δίχτυα, τα φτιάχναμε τα δίχτυα. Εγώ ήξερα και έφτιαχνα και δίχτυα και παραγάδια και ήμουνα πιο αυτός που θα πήγαινα, με είχανε σε πιο καλύτερη μεριά. Και στα γρι-γριά το ίδιο. Πηγαίναμε και στα γρι-γριά. Τα γρι-γριά είναι αυτά που είναι έξω με τις λάμπες, που μαζεύουνε τα ψάρια και θα τα αυτό και τα βγάζουνε, μαζεύει με τις λάμπες. Αυτά λέγονται γρι-γριά. Και εκεί μέσα, έτσι έτυχε και πήγα και στα φανάρια.

Μ.Μ.:

Τα δίχτυα πώς τα φτιάχνετε; Η διαδικασία ποια είναι; Μπορείτε να μου την περιγράψετε;

Σ.Π.:

Η διαδικασία λέγεται αρμάτωμα. Η διαδικασία έχει τρία αυτά: Έχει το μανό, το δίχτυ μέσα, το δίχτυ και έχει και τον άλλο μανό. Δίχτυα λέγονται όλα, δηλαδή, αυτό λέγεται μανό, το δίχτυ και το άλλο. Τα παίρνεις και τα τρία αυτά, έχει μπόσικα μέσα και πηγαίνει το ψάρι από τα μεγάλα τα μάτια και κουλουριάζεται και αυτό και πιάνεται. Θέλει να είσαι μάστορας για να τα φτιάξεις αυτά, γιατί, αν δεν ξέρεις πόσο μπόσικο θα βάλεις μέσα και τα λοιπά, δεν ψαρεύουνε. Ναι, είναι διαδικασία πολύ. Εγώ την κατέχω αυτή τη δουλειά. Εγώ φτιάχνω και τώρα ακόμα, που είμαι τόσο χρονών, φτιάχνω και παραγάδια και δίχτυα. 

Μ.Μ.:

Πώς ξεκινάει ένα δίχτυ; Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνετε;

Σ.Π.:

Το πρώτο πράγμα που κάνεις μέσα στο δίχτυ, είναι να το βάλεις το δίχτυ στη θέση του. Να είναι απάνω ο μανός ο ένας, από κάτω να είναι το αυτό και να είναι στα τρία, να είναι στη μέση τα πανιά, που λένε. Λοιπόν, βάνεις στα βολίμια, στο σκοινί το ένα, το περνάς, το αρματώνεις, που λένε, λέγεται αρμάτωμα, αλλά θέλει να είναι -πώς το λένε;-, να είναι το ίδιο όλα, να μην έχει, συμμετρία να έχει. Να μην έχει, ας πούμε, η μία αυτή να είναι… Οι αρματωσιές, που τις λένε, η μία να είναι έτσι και η άλλη τόσο. Πρέπει να έχει μέτρο και το φτιάχνεις στο μέτρο του. Λοιπόν, αρχίζεις, πιάνεις πρώτα το βολίμι, το αρματώνεις με το σχοινί, το σχοινί, βάνεις μέσα τα βολίμια, το αρματώνεις και μετά αρματώνεις και το... Το γυρίζεις από την άλλη πάντα και αρματώνεις και τον φελλό. Γίνεται αυτή η δουλειά και είναι εντάξει το δίχτυ. 

Μ.Μ.:

Από τον καιρό που ψαρεύατε, θυμάστε καμιά μέρα που ήτανε πολύ δύσκολη; Καμία περιπέτεια; 

Σ.Π.:

Κοίτα να δείτε. Στο ψάρεμα είναι η κάθε μέρα δύσκολα, δεν είναι μία μέρα να έχει πολλά. Θυμάμαι μία μέρα μονάχα που ταλαιπωρηθήκαμε. Που ήμουνα μέσα στο Γρι-γρί της Μαιρώς, που λένε, και πιάσαμε αυτή την ημέρα 5.000 κιλά παλαμίδες! Αλλά! Όταν… Δεν ξέραμε από τέτοια πράγματα εμείς, ήταν και μικρά τα καΐκια και δεν μπορούσε να τα βγάλεις. Βγάλαμε όσα βγάλαμε, αλλά έπειτα λέει ο Καπετάνιος: «Πάμε στην άκρη να τα βγάλουμε, να κάτσουνε κάτω αυτά τα ψάρια, να βγάλουμε την απόχη». Αλλά πηγαίνοντας στην άκρη, πήγαμε σε ένα μέρος το οποίο ήταν… Ετρύπησαν τα δίχτυα! Και φύγανε, αλλά ήταν κοντά στην άκρη. Και να βάλουμε την τράτα και να τα βγάλουμε με την τράτα, τις παλαμίδες. Και πήγαμε στο μανάβη μέσα στην πόλη, στο μανάβη, αυτός που παίρνει τα ψάρια. Και λέει: «Για να μην καθόμαστε να ζυγίζουμε, διάλεξε…». Εγώ: «Όχι διάλεξε, πάρε πέντε, έξι παλαμίδες να τις ζυγίσουμε και έπειτα να τα κανονίσουμε». Να τα μετράμε κομμάτια, να τα βάνουμε στα αυτά να [Δ.Α.]. Και ένας γέρος πήγε, νόμιζε πως θέλει -πως το λένε;-, να τα φιλέψει και διάλεξε όλα τα μικρότερα! Λοιπόν, άσ’ τα! Ναι. Και άλλες φορές έχω ταλαιπωρηθεί μετά… Αλλά η μεγαλύτερη μου ταλαιπώρια ήτανε στους Οθωνούς. Αυτή την αυτή δε θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν έχω φοβηθεί, από τον καιρό που γεννήθηκα στη θάλασσα πότε, μόνο αυτήν την ημέρα. Ήτανε Ιούνιος μήνας. Μεγάλος πια, ήμουνα στα φανάρια και τα λοιπά και τα λοιπά. Ήμουνα στους Οθωνούς και πήγα με έναν να ρίξουμε τα παραγάδια. Εγώ ήμουνα ο Καπετάνιος, ας πούμε. Λοιπόν, τα ρίξαμε τα παραγάδια και κάτσαμε εκεί πέρα. Και αρχίσαμε να σηκώνουμε τα παραγάδια. Σηκώναμε τα παραγάδια. Ψάρι από δω, ψάρι από κει, ψάρι από κει! Αυτή την ημέρα -δεν ξέρω, παιδί μου!- έπεσε η ευλογία του Θεού! Γιομίσαμε τη βάρκα ψάρια. Να σου πω πώς εβγάλαμε και 70 κιλά ψάρια; Και παραπάνω από 70 κιλά. Αλλά, όπως τα [00:30:00]βγάναμε εκεί πέρα… Η θάλασσα, γυαλί! Πίσω από τους Οθωνούς εκεί στο Φύκι, το λένε, στην άκρη, βλέπω μία αστραψιά! Γιατί ξέρω και από τον καιρό. Οι παλιοί ξέραν από τον καιρό από τα αυτά που γίνονταν, τα σημεία, που ξέραν αυτοί. Λοιπόν, βλέπω μία αστραψιά μέσα στην Ιταλία, κάτω βαθιά. Του λέω αυτουνού, του παιδιού: «Φέρε μου ένα μαχαίρι, να κόψω το παραγάδι και φέρε μου ένα καλάμι να το βάλω, να μην το χάσουμε την άλλη μέρα». Μου λέει: «Κάτσε, μωρέ καημένε! Που βγάνουμε τόσα ψάρια -μου λέει- θα κόψεις το παραγάδι!». «Φέρε το μαχαίρι!». Το κόβω το παραγάδι. Δεν πρόκαμα να κόψω το παραγάδι… Που φέρνει έναν ανεμοστρόβιλο, μία δυστυχία, θάλασσα! Αέρα! Νερό! Να σηκωθεί η θάλασσα και να αγριέψει και να γίνεται η βάρκα καρυδότσουφλο! Να μην… Έτσι, από δω, από ΄κει. Και να έχω αυτόνε και του λέω: «Πέσε από κάτω στο αμπάρι, μην». «Όχι -μου λέει- να πνιγώ -λέει- εκεί, να πέσω από κάτω και να βουλιάξω» [Δ.Α.]. Και καθόταν εκεί και έβρεχε μέσα στο αυτό και έτρωγε το νερό απάνω του. Παναγία, βοήθα! Εγώ πίσω που ήμουνα στη μηχανή, είχα και μια μηχανή και φοβόμουνα μην πάει το νερό μέσα και μη μου σβήσει. Και έκανε και νερά η βάρκα και έβγανα και με την τρόμπα νερά. Μεγάλη αυτή! «Παναγιά μου! -λέω- Παναγία μου, γλύτωσε μας αυτή τη φορά!». Λοιπόν, να βάλει αέρα και τον αέρα να τον στρίβει και να μην ξέρω πού είμαι. Γιατί είχε πέσει και αυτή… Όταν βρέχει πολύ, δεν βλέπεις! Εκρύφτηκε πίσω το νησί, παρόλο που ήμασταν κοντά, κρύφτηκε. Και να φυσάει και εγώ να πηγαίνω πάνω στον αέρα έτσι και να κάνει και η βάρκα έτσι. Όπου φύσαγε αέρας, πήγαινα όρτσα. Καμιά φορά, έκαμε ο Θεός και η Παναγία, μετά από μισή ώρα και βλέπω τους Οθωνούς πίσω. Εσυνεχιζόταν η φουρτούνα. Όπως βλέπω τους Οθωνούς πίσω, ανοίγω τη βάρκα… Να σκεφτείς, η μηχανή έβγανε φωτιά η εξάτμιση! Τόσο την άνοιξα. Εν πάση περιπτώσει, επήγαμε στο νησί. Εκεί ήτανε μπουνάτσα, είχε τελειώσει, πέρασε η αυτή. Και μόλις μας είδανε, κάνανε το σταυρό τους αυτοί. Ήταν η γυναίκα μου με τον πεθερό μου και μου λέει: «Δεν πνιγήκατε;» μου λέει. «Ναι -του λέω- αλλά φέρε δύο τελάρα». «Με κοροϊδεύεις;» μου λέει. «Φέρε δύο τελάρα, δύο τελάρα ψάρια». Τελάρα, όχι από ετούτα τα τελαράκια που έχουνε, είναι από αυτά που έχουνε 50 κιλά το ένα, από αυτά τα παλιά, τα τελάρα. Ναι και αυτή ήταν η μεγαλύτερη… Πρώτη φορά που φοβήθηκα στη θάλασσα, πρώτη φορά! Άλλο να σου λέω κι άλλο να βλέπεις! Να βλέπεις τη θάλασσα, από πάνω από τη βάρκα να έρχεται το κύμα! Αλλά οι βαρκούλες έχουνε το αυτό, για αυτό και στα καράβια μπαίνουν στις βάρκες για να γλιτώσουνε. Η βάρκα έχει το αυτό που έχει, δεν την πειράζει το μεγάλο το κύμα. Όσο μεγαλύτερο το κύμα είναι, τόσο καλύτερα. Ναι, όχι, δεν μπατάρει. Φεύγει από πάνω από αυτό. Αυτά, λοιπόν, με τη θάλασσα και μετά- 

Μ.Μ.:

Τι σκεφτόσασταν εκείνη την ώρα; 

Σ.Π.:

Τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου, τι να σκεφτώ; Εγώ δεν σκεφτόμουνα καθόλου τον εαυτό μου. Ήμουνα πολύ ριψοκίνδυνος. Επήγαινα και εψάρευα ανάμεσα Αλβανία και εδώ στους Οθωνούς, εψάρευα μόνος μέσα. Όχι για πολλές μέρες, όμως. Τι να πρώτο σκεφτείς; Τι να πρώτο σου πω; 

Μ.Μ.:

Η καλύτερη σας ψαριά ποια ήτανε;

Σ.Π.:

Πολλές φορές! Να σου πω πως αυτή ήταν η καλύτερη ψαριά, αυτή την ημέρα. Είναι δύσκολο, πολλές ψαριές βγάναμε. Δούλευα δίχτυα τον καιρό που είχανε τζίβα, τα σχοινιά ήταν από τζίβα, το κατάλαβες; Πολλά χρόνια, δεν υπήρχαν τότε αυτά τα νάιλον, που λένε τώρα, και τα τέτοια. Ήταν όλα με βαμβακερά. Βγήκαμε μία φορά, εκεί καταμεσής, βγάλαμε 40 κιλά αστακούς, μία μέρα, με τον πεθερό μου. Αλλά τον καιρό εκείνο του φέρναν τους αστακούς πολύ φτηνά, λιγότερο από τα ψάρια, πιο φτηνά-

Μ.Μ.:

Ποια εποχή είναι αυτή; 

Σ.Π.:

Ήτανε, η εποχή αυτή ήτανε το ‘58, ‘59, κάπου εκεί. Εγώ… Όχι το ’59, ψέματα λέω, ήτανε το ‘60. Το ‘59 πήγα στη Σχολή και βγήκα και πήγα το… Τον Γενάρη φύγαμε και πήγαμε στους Οθωνούς, το ’60. Λοιπόν, αυτή τη δουλειά θα ήτανε το ‘62; ‘63; 

Μ.Μ.:

Αυτή η φουρτούνα, που μου λέτε, η μεγάλη. 

Σ.Π.:

Ναι, ναι. 

Μ.Μ.:

Φαροφύλακας πώς γίνατε;

Σ.Π.:

Φαροφύλακας. Μια φορά που ήμουνα με το ψαράδικο σε ένα, πάνω σε ένα νησάκι, το λένε Οξιά. Εκεί πέρα καθαρίζαμε τα δίχτυα, τα πλέναμε. Λοιπόν, επλέναμε τα δίχτυα και είχανε από ψαριά μεγάλη και ήταν πολύ απάνω γαύρος. Και όπως τα τινάζαμε, γινόσουν εδώ, είχαμε από τα λέπια και από το αυτό, τα άντερα που πετάγαν αυτά, άσ’ τα! Εκεί πέρα βλέπω έναν, έτσι, [00:35:00]τσίφτη, ντυμένος στα ναυτικά, ήρθε εκεί πέρα, τσακ, τσακ. Γύριζε από το γιαλό, ερχότανε εκεί με τα… Ήρθε εκεί πέρα λέω: «Ρε λεβέντη, τι γίνεται; Τι κάνεις;». Τον ρώτησα εγώ: «Τι γίνεσαι; Τι είσαι;». Μου λέει: «Είμαι φαροφύλακας». «Και τι δουλειά κάνεις;». Μου άρχισε και μου είπε ότι είναι μία δουλειά που είναι ο δημόσιος υπάλληλος, ξέρω ‘γώ τι. Μου είπε όλα τα προσόντα, δεν μου είπε τις ταλαιπωρίες που έχει! Λοιπόν και μου λέει: «Παίρνει τώρα δεκαεφτά -μου λέει- φαροφύλακες, δίνεται διαγωνισμός». Μόλις επήγα στην Πάτρα εγώ, παίρνω αυτόν που σου είπα, τον αδερφό του πατέρα μου, που ήτανε στην Αθήνα και τον παίρνω και του λέω: «Θείε -λέω, αυτό και αυτό- γράψε με εκεί πέρα για να δώσω αυτές, εξετάσεις». Και με έγραψε αυτός, μου έστειλε και η μάνα μου κάτι λεφτά, είχα και εγώ κάτι λεφτά και πήγα στην Αθήνα και έδωσα εξετάσεις. Εδώσαμε εξετάσεις αλλά εκεί πέρα ήταν μαρτύριο. Ήτανε να πάρει δεκαεφτά και εμείς επήγαμε, εκεί ήτανε για να μη σου πω και… Αυτός ήταν τρακόσια άτομα, διακόσια πενήντα, τρακόσια άτομα! Γιόμισε όλο το Παλατάκι, αυτήν -πώς τη λένε;-, αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, εκεί μας δώσανε, κάναμε εξετάσεις, κάναμε αυτό. Και όσοι είχανε μέσο περάσανε. Δεν πα να ξέρες γράμματα, να μην ήξερες, περάσανε κάτι άνθρωποι δεν ήξεραν το άλφα. Εν πάση περιπτώσει, έτσι και εγώ εκεί πέρα και με τον μπάρμπα μου με κάτι αυτά, μπήκα στη Σχολή, με διάφορα μέσα. Μπήκα στη Σχολή, στη Σχολή μέσα πήγαμε για τρεις μήνες. Εκεί μας μαθαίνανε για το χειρισμό του φάρου, για τα εργαλεία που αυτό, πώς θα τα ανάβουμε, πώς θα το αυτό και τα λοιπά και διάφορα εκεί απάνω. Κρατούσαμε και ημερολόγιο στο φανάρι. Ελέγαμε για τον καιρό, γράφαμε τα μποφόρ, γράφαμε πόσα έχει, σε ημερολόγιο βέβαια. Λοιπόν και κάτσαμε εκεί πέρα, τρεις μήνες ήταν να καθίσουμε, αλλά επειδή στο Γενικό Λογιστήριο, ήταν να πάρει δεκαεφτά και εμείς μπήκαμε τριάντα δύο, αργούσε να εγκρίνει την αυτή και κάτσαμε άλλους τρεις μήνες μέσα εκεί και γίνηκε έξι. Από τον Ιούνιο που πήγαμε, φύγαμε το Γενάρη. Και το Γενάρη ελέησε ο Θεός και βγήκαμε. Εγώ με στείλανε τους Οθωνούς. Είπα του αυτουνού του Ναυάρχου, του Τούμπα τότε που ήτανε, λέω: «Σε παρακαλώ, αν υπάρχει καμία θέση για τα Επτάνησα». Και με στείλανε στους Οθωνούς. Με στείλανε στους Οθωνούς. Είχα μεγάλη ταλαιπωρία. Έφυγα με τον Κολοκοτρώνη, το καράβι από τον Πειραιά, και απαγορευόταν το απόπλου και κάτσαμε δυο μέρες στον Πειραιά, δεν έφυγα αμέσως, γιατί απαγορεύεται το απόπλου. Και μετά αυτός υπόγραψε και φύγαμε την άλλη μέρα. Έφυγα με την άλλη μέρα, αλλά μέχρι τον Κάβο της Κυράς, στη Λευκάδα, ήτανε ηρεμία. Όχι ηρεμία, γιατί περνάγαμε μέσα από τον Πατραϊκό και δεν είχε πολύ μεγάλη θάλασσα. Ρε και φτάσαμε στον Κάβο της Κυράς! Να έχει μία θάλασσα! Εκεί πέρα έχει θάλασσα, χωρίς να φυσάει αέρας! Εκεί στη Λευκάδα. Μανούλα μου, θάλασσα! Και να κάνει το καράβι σαν, όπως σαν… Δεν έμεινε μέσα φλιτζάνι, δεν έμειναν καρέκλες, δεν έμεινε αυτός… Αφού εμένα με έπιασε η θάλασσα που, δεν με πιάνει, και ντρεπόμουν κιόλας! Να φοράω και να είμαι Δίοπος, ήμουνα Δίοπος και να φοράω και κολλαρίνες και να κάνω και εμετό; Αλλά τι να κάμω; Εφτάσαμε εν τέλει στην Κέρκυρα. Εφτάσαμε στην Κέρκυρα. Όταν πρωτοβγήκε όξω, εμένα μου φαινόταν ότι οι Κερκυραίοι λαλούσανε, γιατί τα λέγανε έτσι… Και μου φαινόταν…: «Ω, ρε! -λέω- μάνα μου! Μήπως είναι ο ένας;», άλλα ήταν όλοι! Γιατί εγώ δεν ξανά είχα πάει στην Κέρκυρα. Εν πάση περιπτώσει, πήγαμε στην Κέρκυρα. Ευτυχώς, για καλή μας τύχη, ευρέθηκε και ένας μηχανικός που πήγαινε στα φανάρια τότε, για να φτιάξει κάτι πράγματα, και εκεί τον γνωρίσαμε και αυτόν, πήγαινα με έναν άλλο συνάδελφο, Σταμπουλή τον λέγανε, οι δυο μας πήγαμε στο φανάρι. Με αυτόν περάσαμε και λίγο καλούτσικα στο αυτό, μας έδωσε και λίγα λεφτά δανεικά, γιατί δεν είχαμε. Πάμε να πάμε για τους Οθωνούς, πάμε στο Σιδάρι, που είχε ερχόταν το καϊκάκι από τους Οθωνούς. Αλλά ο καιρός ήτανε χαλασμένος και κάτσαμε δέκα μέρες στο Σιδάρι. Δέκα μέρες και εχρεωθήκαμε στο -πώς το λένε;-, τον Μπάρμπα Ντίνο τον Πουλάκη, εδώ, που ήταν τότε. Εν πάση περιπτώσει, ελέησε ο Θεός και πήγαμε. Μόλις πήγαμε εκεί πέρα και πήγαμε στο λιμανάκι, ένα λιμανάκι εκεί, για να μπεις μέσα έπρεπε να είσαι μάστορας, επαίρναγε από ξέρες, ανάμεσα από ξέρες και τα λοιπά. Εν πάση περιπτώσει, μπήκαμε μέσα, ‘ξέραν αυτοί. Μπαίνουνε μέσα στο λιμάνι, πού να μας βγάλει; Είχε μια αμμουδιά που έχει από αυτά τα… Είχε και πίσσα κάτω. Μόλις [00:40:00]το είδα εγώ απελπίστηκα: «Ω, ρε μανούλα μου! Πού ήρθα;». Ήμουνα έτοιμος να τα παρατήσω να φύγω. Αλλά ευτυχώς, για καλή μου τύχη, γιατί ήμουνα και τυχερός ήταν ένας, που ήταν Σταθμάρχης εκεί πέρα, ο οποίος ήταν από το Μεγανήσι, από το άλλο το χωριό το Σπαρτοχώρι.: «Έλα εδώ -μου λέει- θα περάσουμε καλά». Και πήγα και με αυτόν και έτσι επεράσαμε καλά εκεί πέρα. Πήγαινα με το φανάρι μου. Εγώ με συναδέλφους πάντα ήμουνα… Δεν τσακωνόμουνα, ήταν άλλοι που μαλώνανε και τα λοιπά, εγώ ήμουνα πάντα… Πέρασα καλά πάντως στα φανάρια! Πέρασα καλά, διότι εγώ είχα με το ψάρεμα και πήγαινα. Εκεί πέρα που πήγα, ήτανε και ένας, τον λέγανε Ζαβογιάννη, ο οποίος ήταν από το Ξηρόμερο και είχε παντρευτεί εκεί. Και αυτός είχε μεγάλη αυτή με τους ξένους. Και ιδίως να ήμουνα… Γιατί αυτός από το Μύτικα, που ήταν, του Ξηρομέρου και εγώ από το Μεγανήσι, είναι απέναντι. Είναι πολύ κοντά. Και είχε συγκοινωνία τότε και πηγαίνανε από το Μεγανήσι και έτσι γνωρίστηκα με αυτόν και του έφτιαχνα και κάνα παραγάδι, επειδή ήξερα και επήγαινα στο σπίτι, έτρωγα, επηγαίναμε για ψάρεμα, όποτε δεν είχα υπηρεσία.

Σ.Π.:

Εν πάση περιπτώσει, για καλή μου τύχη, μετά από τον Ιούνιο, ήρθε κι η κόρη του εκεί. Η κόρη του, η όποια ήταν 18 χρονών. Αυτός ήτανε παντρεμένος και είχανε χωρίσει και ήταν στη μάνα της, αλλά, όταν μεγάλωσε, ήθελε να έρθει στον πατέρα της, κατάλαβες; Ήρθε εκεί στον πατέρα της, εκεί μόλις είδα και την κοπέλα εγώ… Την είδα την πρώτη φορά που νετάριζα παραγάδια και είπα: «Άγιε Σπυρίδωνα μου, να την πάρω!». Άνοιξε ο ουρανός! Γιατί έτσι φαίνεται. Εν πάση περιπτώσει, πήγα εκεί, γνωρίστηκα και με την κοπέλα και στα τελευταία την πήρα και γυναίκα. Την κυρία Ελευθερία. Περάσαμε καλά! Έμεινα πέντε χρόνια αρραβωνιασμένος. Και γιατί έμεινα πέντε χρόνια; Διότι, τον καιρό εκείνο, υπήρχε ένας νόμος, ο οποίος, αν δεν ήσουνα 28 χρονών, δεν το επέτρεπε η Υπηρεσία. Και δεν επέτρεπε και το άλλο: Αν η γυναίκα που θα πάρεις δεν είχε το μισό εισόδημα, το μισό από το μισθό που παίρνει ο φαροφύλακας, δεν επιτρεπόταν να… Αφού περάσανε πέντε χρόνια, μου γράφει αυτός ο Τούμπας, μου γράφει: «Υπάρχει μία ευκαιρία μέχρι τότε, όσοι είναι παντρεμένοι, τους αναγνωρίζεται ο γάμος». Και δεν έχασα εγώ την ευκαιρία. Επήγα εκεί και παντρεύτηκα κρυφά! Γιατί απαγορευότανε, ήμουνα εγώ, η κουμπάρα, το παιδί της και η μάνα, η πεθερά μου, κανένας άλλος. Ήμουνα έτοιμος εγώ! Για να κάνω γάμο, είχα καλέσει το νονό μου από το Μεγανήσι και τα λοιπά, αλλά αυτά φύγαν όλα και πήγανε… Εν πάση περιπτώσει! Παντρεύτηκα, έκαμα και τα χαρτιά και αναγνωρίστηκε ο γάμος. Και έτσι ζήσαμε καλά, πολύ ωραία, με τη γυναίκα μου και τώρα είμαστε πολύ αγαπημένοι. Τα παιδιά μου και όλα. 

Μ.Μ.:

Εκείνα τα πέντε χρόνια που ήσασταν αρραβωνιασμένοι, πώς βρισκόσασταν; Πώς συναντιόσασταν; Ήταν εύκολο;

Σ.Π.:

Με τη γυναίκα μου;-

Μ.Μ.:

Ναι.

Σ.Π.:

Αφού εκεί στο σπίτι έμενα. Εκεί πηγαίναμε μαζί και ψαρεύαμε. Μια βραδιά ήτανε μεθυσμένος ο πεθερός μου, ακόμα δεν ήμουνα αρραβωνιασμένος, αλλά με την κοπέλα ήμαστε γνωρισμένοι καλά. Και το ήξερε και ο πεθερός μου, βέβαια, αλλά δεν είχαμε δώσει αυτό. Γιατί δεν ήτανε… Έπρεπε να μην το ξέρουνε, πως παντρεύτηκα. Εν πάση περιπτώσει, και είχε πιεί ο πεθερός μία βραδιά και ήτανε… Λέω: «Αφού δεν είναι ο πατέρας σου, πάμε, Ελευθερία, μαζί με τα άλλα τα παιδιά να τα ρίξουμε». Ξεμέθυσε μόλις τ’ άκουσε! Και πήγαμε. Ναι. Καλά πέρασα, καλά. Καλά; Ταλαιπωρία, αλλά καλά, τα φανάρια. 

Μ.Μ.:

Σε πόσα μέρη πήγατε; 

Σ.Π.:

Πήγα σε πολλά μέρη, αλλά τον περισσότερο καιρό τον έκατσα σε αυτό. Πήγαινε έλα, ας πούμε. Πήγαινα και ξανά έφευγα και ξανά πήγαινα στους Οθωνούς, έκαμα δεκαεφτά χρόνια στους Οθωνούς. Επήγα στην Οξειά, το φανάρι της Οξειάς είναι ένα νησί. Επήγα στο Μεσολόγγι, να τα πάρουμε με τη σειρά. Επήγα στη στην Πολύαιγο, τότε που πήγα και με έφερε αυτός που σου είπα, θυμάσαι που σου είπα. Επήγα στην Πολύαιγο, επήγα στην Κίμωλο. Εκεί είναι η Πολύαιγος στην Κίμωλο. Επήγα στη Σέριφο. Επήγα στη Στρογγύλη, που είναι απέναντι από τα Καμένα Βούρλα. Επήγα και στη Αρκίτσα. Επήγα και στη Λευκάδα. Τώρα, αν πήγα και πουθενά αλλού, δεν το θυμάμαι.

Μ.Μ.:

[00:45:00]Ποιο ήταν το πιο δύσκολο μέρος;

Σ.Π.:

Κοίταξε να δεις, τα φανάρια, όσα είναι σε νησιά, είναι δύσκολα. Στο πιο δύσκολο ήταν η Οξειά. Κάθε εβδομάδα ερχότανε αυτός που μας έφερνε τροφοδοσίες και τα λοιπά, κάθε εβδομάδα. Αλλά εμείς είχαμε κανονίσει και βγαίναμε κάθε εβδομάδα. Οπότε έκανε ο άλλος τη βάρδια του αλλουνού. Ήμαστε τέσσερις εκεί απάνω. Είναι και φανάρια, στους Οθωνούς έτυχε και ήμαστε έξι άτομα προσωπικό. 

Μ.Μ.:

Πώς ήτανε το φανάρι στους Οθωνούς; 

Σ.Π.:

Το φανάρι στους Οθωνούς ήτανε πολύ ωραίο! Ήτανε δευτέρας κατηγορίας. Πρώτα ήταν με δύο φυτίλια και μετά που έγινε, οι αυτές, ήτανε με πετρέλαιο, με lux από πάνω, πώς είναι το lux; Και είχε πετρέλαιο και το ανάβαμε. Από κάτω είχε ένα αυτό που θερμαινόταν όλη νύχτα, εξατμιστήρα τον λέγανε, και από ‘κει έφεγγε όλη νύχτα. Είχε και μπουκάλες που βάζαμε αέρα και με την πίεση του αερός και ήταν ζεστό το πετρέλαιο, αεροποιούντανε και πήγαινε επάνω στον αμίαντο και γινόταν η αυτή, η καύση και φαινότανε. Αλλά είναι το οπτικό, που το λένε, τα κρύσταλλα του φαναριού, που γυρίζει, το οπτικό λέγεται αυτό. Το κάθε φανάρι έχει τη δική του ταυτότητα, τα φανάρια. Το ξέρουν οι καπεταναίοι, τα ξέρουν, ότι αυτό με τις αναλαμπές που κάνει, ξέρει ότι αυτό το φανάρι είναι έτσι. Είναι των Οθονών, είναι της Λευκάδος είναι… Το κάθε φανάρι έχει τη δική του αυτή. 

Μ.Μ.:

Και από τι ξεχωρίζει;

Σ.Π.:

Τι από τι ξεχωρίζει;

Μ.Μ.:

Το ένα από το άλλο, τι βλέπουνε; Τι καταλαβαίνουνε;

Σ.Π.:

Από τις αναλαμπές που κάνουνε. Οι αναλαμπές και είναι και η απόσταση, ας πούμε, είναι μικρά φανάρια που δεν πάνε και πολύ. Το φανάρι τον Οθονών μου, ας πούμε, ήτανε 15, 25 μίλια με ορατότητα. Το βλέπανε σχεδόν από την Ιταλία με ορατότητα, το κοντινό το μέρος που ήτανε. Αυτό εδώ, όταν κάτσεις εδώ στο, όταν είναι καλά και έχει ξαστεριά εδώ απέναντι στο, πώς τον λένε το χωριό εκεί πέρα που φαίνεται; Τέλος πάντων. Όταν κάτσεις απέναντι εδώ στην Κέρκυρα και δεις το φανάρι φαίνεται καμπάνα, σαν προβολέας.

Μ.Μ.:

Σαν φαροφύλακας η καθημερινότητά σας ποια ήταν, τι δουλειές κάνατε;-

Σ.Π.:

Η καθημερινότητά στο φανάρι. Η δουλειά μας ήταν να καθαρίζουμε τα μηχανήματα για να είναι έτοιμα το βράδυ και να σκουπίζουμε και το φανάρι, να χρωματίζουμε. Δηλαδή, να το έχουμε καθαρό και να είναι… Πώς είναι μία οικογένεια μέσα που κάνει στο φανάρι; Να φτιάχνουμε φαγητό, να πλένουμε τα ρούχα μας και τα λοιπά. Αυτά ήταν οι δουλειές. Εντωμεταξύ, οι δουλειές αυτές ήτανε εικοσιτετράωρη βάρδια, για αυτό και στα τελευταία έκαναν το νόμο και ήταν μία εβδομάδα μέσα και μία έξω. Πρώτα ήτανε μεγάλο δράμα, φεύγαμε κρυφά πρώτα, αλλά φεύγαμε όμως. Εδώ στο Ιόνιο, όχι πουθενά αλλού. Αλλού δεν φεύγανε, τσακωνόντανε κάθε μέρα, εδώ στο Ιόνιο υπήρχε ηρεμία. Εμείς στο φανάρι των Οθωνών ήταν το πρώτο. Εγώ, όταν ήμουνα μικρός, ανέβαινα πάνω στον τρούλο και τον χρωμάτιζα. Ο τρούλος είναι από πάνω από το φανάρι, εκεί που έχουνε το, από πάνω, αυτό που έχει τον κλωβό, μέσα εκεί είναι το οπτικό που γυρίζει, και ανέβαινα εκεί απάνω χωρίς να ‘μαι δεμένος. Αλλά, από τον καιρό που παντρεύτηκα και έκανα παιδιά, δεν ξαναπήγα. Είχαμε το καλύτερο φανάρι εδώ στους Οθωνούς. Ήτανε πάντα περιποιημένο, πάντα! Εδώ μας δίνανε πάντα συγχαρητήρια. Και αν είχαμε και καμία αυτή, αυτό, τα παραβλέπανε.

Μ.Μ.:

Η πρώτη δουλειά που κάνατε το πρωί ποια ήτανε; 

Σ.Π.:

Η πρώτη δουλειά. Σηκωνόμασταν όλοι, σβήναμε το φανάρι, επαίρναμε μετά εργαλεία, αν ήταν να τα καθαρίσουμε, σκουπίζαμε το αυτό. Πώς κάνει μία γυναίκα μέσα σε ένα σπίτι; Και είχαμε και αυτό, την επίβλεψη του φαναριού να την έχουμε, να είμαι έτοιμο.

Μ.Μ.:

Εσείς που μένατε; Μέσα στο φανάρι;-

Σ.Π.:

Έχει μέσα, ναι, έχει δωμάτια, έχει δωμάτια. Σε πολλά φανάρια ήταν και οι οικογένειες μέσα των φαροφυλάκων, των προϊσταμένων δηλαδή, με τη γυναίκα του, επιτρεπόταν. Έπρεπε να πάρεις άδεια, όμως, από την Υπηρεσία. 

Μ.Μ.:

Εκεί στο φανάρι των Οθονών, το σπίτι, πώς ήταν ο χώρος; Τον θυμάστε; 

Σ.Π.:

Ο χώρος είναι ένα τετράγωνο κτίριο, έχει τρία δωμάτια και τρία, έχει έξι δωμάτια σχεδόν. Είναι μεγάλο φανάρι. Στη μέση, εκεί που μπαίνουμε στο διάδρομο, είναι η στέρνα από κάτω, που έχει νερό και είναι εκεί, μέσα είναι η στέρνα, από ‘κει περνάμε νερό. Απάνω έχει ταράτσα. 

Μ.Μ.:

Τα φανάρια πού είναι ακριβώς; 

Σ.Π.:

Τα φανάρια πάνω στην κορφή, το ψηλότερο μέρος, για να φαίνεται. 

Μ.Μ.:

Και πώς ανεβαίνατε εκεί; 

Σ.Π.:

[00:50:00]Έχει σκάλα από μέσα, από μέσα έχει γυριστή σκάλα και ανεβαίνεις απάνω τα σκαλοπάτια. Πενήντα σκαλιά, εξήντα, πολύ ψηλά! Άμα είσαι και γέρος, κάνεις μία ώρα να ανεβείς. Εμείς ανεβαίναμε παιδιά. Γιατί πηγαίναμε τη νύχτα και το κουρδίζαμε, γιατί αυτό έχει ένα βάρος και, όπως έρχεται το βάρος κάτω, ξετυλίγεται και γυρίζει αυτό. Και πηγαίναμε το κουρδίζαμε κάθε δυο ώρες, τρεις ώρες; Αναλόγως, κρατάει. Και εμείς καμιά φορά, για να μη μας παίρνει και αυτό, ξεχνιόμαστε, εβάναμε και καμιά σανίδα, έτσι, και μια λάτα, για να πέφτει, να ακούμε. Την πρώτη φορά που το άκουσα, που πήγα, είπα πως είναι σεισμός! Γιατί τον καιρό ήταν εκείνο που γίνονταν οι σεισμοί στην Κεφαλονιά. Και βγήκα έξω: «Μη φοβάσαι -μου λέει αυτός, ο προϊστάμενος-έχουμε βάλει τις λάτες εδώ, γιατί…». 

Μ.Μ.:

Πόσα άτομα ήσασταν στο φανάρι των Οθονών;- 

Σ.Π.:

Κοίτα να δεις, στο φανάρι των Οθόνων ήτανε πέντε, αλλά εγώ την ώρα που πήγα ήταν έξι άτομα. Είναι αναλόγως. Αυτά είναι τα επιτηρούμενα φανάρια, που λένε, που είναι το προσωπικό απάνω. Είναι αναλόγως. Είναι φανάρια που έχουνε πέντε, τέσσερα, τρεις και δύο και έναν μπορεί να έχει, όταν είναι αυτό σε στερεό και απέξω. Εκεί στη Στυλίδα ένας φαροφύλακας ήτανε μέσα, που είχε ένα φανάρι. Το πήγαινε, το άναβε με φυτίλι και πήγαινε την άλλη μέρα και το έσβηνε. Δεν είχε πρόβλημα. 

Μ.Μ.:

Ο φάρος τι εξαρτήματα έχει, το μηχάνημα ακριβώς όλο αν το περιγράφατε, πώς είναι; 

Σ.Π.:

Είναι ένα ολοστρόγγυλο πράγμα, μέσα είναι κούφιο, που έχει το φως, ας πούμε. Αυτός περιστρέφεται, έχει κρύσταλλα, κρυστάλλους έχει και λέγεται οπτικό αυτό, γυρίζει. Και έχει, στη μέση μαζεύει τα κρύσταλλα και έχει και ένα αυτό -πώς το λένε;-, μια δέσμη που μαζεύεται όλη αυτό. Και πηγαίνει η δέσμη του φωτός και την πετάει πέρα. Μαζεύονται όλα τα κρύσταλλα και η δέσμη του φωτός, γι’ αυτό και κάνει τις αναλαμπές. Έχει μία, δύο, τρεις, αναλόγως. Και γυρίζοντας, κάνει την αναλαμπή και φαίνεται. Κάθε δευτερόλεπτα τόσα, ας πούμε, κάθε δέκα δευτερόλεπτα κάνει μια αναλαμπή, είναι άλλα που κάνουν πέντε δευτερόλεπτα, άλλα που κάνουν και ένα λεπτό, αλλά που κάνουν. Αναλόγως. Γι’ αυτό και σου λέω έχουνε, το κάθε φανάρι, έχει την ταυτότητά του. Οπτικό λέγεται αυτό που έχει μέσα, το ολόκληρο αυτό που γυρίζει. Ναι, να σου πω και πώς γυρίζει όμως. Λοιπόν, αυτός εμβαπτίζεται μέσα σε αυτήν -πώς τη λένε;-, υδράργυρο. Γιατί ο υδράργυρος είναι, πλέει το σίδηρο στον υδράργυρο, είναι πολύ βαρύς. Έχει μέσα το αυτό και έχει λεκάνη και γυρίζει έτσι μέσα το φως. Δεν έχει αυτό τίποτα μέσα, επιπλέει και γυρίζει. Έχει τα γρανάζια και γυρίζει και καμιά φορά, άμα λείψει το αυτό, μπορεί να σταματήσει λίγο, ή πιάσει καμία βρώμα. Και εμείς το συμπληρώνουμε, ας πούμε. Γιατί μας είχανε και υδράργυρο εκεί πέρα και βάναμε μέσα. 

Μ.Μ.:

Δεν είναι επικίνδυνο; 

Σ.Π.:

Τι; Όχι. Ο υδράργυρος τι επικίνδυνος να είναι; Δεν είναι κάτι εύφλεκτο. Πώς είναι αυτό που έχουν το θερμόμετρο μέσα, ο υδράργυρος; Αυτός άμα πέσει κάτω δεν μαζεύεται, γίνεται -πώς το λένε;- μπάλες, αλλά δεν κολλάει πουθενά, δεν κολλάει.

Μ.Μ.:

Εσείς τι έπρεπε να προσέχετε περισσότερο; Αυτό που σας ανησυχούσε πιο πολύ, τι ήταν; 

Σ.Π.:

Τι ήταν; Να μην σβήσει το φανάρι, για αυτό και ήμασταν εκεί πέρα. Οι φαροφύλακες είναι οι φαροφύλακες, αυτός. Δεν κάνουν άλλη δουλειά. Εντωμεταξύ, οι φαροφύλακες ήταν… Οι φάροι ανήκουν στο Πολεμικό Ναυτικό και έχουνε και προαγωγές. Πηγαίνεις από Δίοπος και φτάνει μέχρι Σημαιοφόρος και μετά αποστράτευσαι με το Υποπλοιάρχου ή με το Πλωτάρχου. Εγώ πήρα τη σύνταξη Υποπλοιάρχου. 

Μ.Μ.:

Πότε σταματήσατε; 

Σ.Π.:

Εγώ σταμάτησα το ’84. ’84, ’85, κάπου εκεί. Έχω πολλά χρόνια, που παίρνω σύνταξη. 

Μ.Μ.:

Πώς αποφασίσατε να σταματήσετε;

Σ.Π.:

Αποφάσισα να σταματήσω, γιατί τότε ήθελα να παντρέψω την κόρη μου και δεν ήθελα να αυτώσω. Εντωμεταξύ, αφού συμπλήρωσα και δεν ήταν η διαφορά μεγάλη. Εντωμεταξύ, δούλευα εγώ και δεν με συνέφερε να κάτσω. Γιατί δούλευα, δούλευα με τα αδέρφια μου εκεί πέρα. 

Μ.Μ.:

Τι δουλειά κάνατε; 

Σ.Π.:

Με το ψαράδικο. Πήγαμε με τα αδέρφια μου και ψαρεύαμε με το ψαράδικο.

Μ.Μ.:

Στους Οθωνούς αυτό τώρα. 

Σ.Π.:

Όχι, αυτό που ψάρευα ήταν στην Πάτρα. Γυρίζαμε, όμως, ήρθαμε και στους Οθωνούς με το καΐκι. Γυρίζαμε, στον Αστακό πηγαίναμε το περισσότερο. 

Μ.Μ.:

Όταν δεν είχατε δουλειά μέσα στο φάρο; Τι κάνατε; 

Σ.Π.:

Εγώ, για να ‘μαι ειλικρινής, ποτέ δεν μου έλειψε η δουλειά. Και διαβάζαμε, εγώ διάβαζα κιόλας. Αλλά δεν, ασχολούμουνα με την ψαρική: Να φτιάξω κάνα παραγάδι, καμιά πετονιά, κάνα τέτοιο, το ένα, το άλλο. Όπου και να πήγαινα! Και ήταν και τυχεροί οι [00:55:00]συνάδελφοι, γιατί τρώγανε και κάνα ψάρι! Στο Μεσολόγγι, στη βάρδια μου, έπαιρνα το, ένα μονόξυλο, που λένε εκεί, αυτά τα πλοιάρια, πλοιαράκι, έβανα μια lux εκεί επάνω, μπροστά και πήγαινα πυροφάνι. Kαι βάραγα ψάρια, καλαμαριά, τσιπούρες, χταπόδια πολλά. Επήγαινα στην Πάτρα, μια βραδιά βάρεσα 18 κιλά χταπόδια! Ναι, ψάρευα! Με παραγάδια. Εβγάναμε μελανούρια, βγάναμε τσιπούρες. Στο Μεσολόγγι και στην Οξειά ψαρεύαμε, παντού ψάρευα και στην Στυλίδα.

Μ.Μ.:

Οπότε σε όλα τα μέρη, που ήσασταν φαροφύλακας, ψαρεύατε κιόλας. 

Σ.Π.:

Μα, όλη θάλασσα είναι! Οι φαροφύλακες, αφού όλο αυτό είναι. Όπου να πας, θάλασσα είναι! Ψάρευα και απέξω. Πολλές φορές! Άμα δεν είχα, πήγαινα απ’ έξω. Και τρώγανε και οι άλλοι, γιατί οι άλλοι δεν ξέρανε ή κάνανε, βαριόντανε. 

Μ.Μ.:

Τι σας άρεσε περισσότερο σε αυτή τη δουλειά; 

Σ.Π.:

Κοίταξε να δεις, εγώ μου άρεσε το ψάρεμα, από τη δουλειά που πήγαινα. Κοίταξε, είναι, η δουλειά αυτή είναι πολύ σκληρή στα φανάρια, αν δεν έχει σκληρό μαθημένος δεν περνάς καλά. 

Μ.Μ.:

Τι είναι το σκληρό; 

Σ.Π.:

Ο σκληρός είναι, ας πούμε, η αυτή -πώς τα λένε;- η ταλαιπωρία. Μακριά από το σπίτι σου, μακριά από το αυτό σου. Ένας που δεν έχει φύγει ποτέ από το σπίτι του, του έρχεται βαριά. Εγώ στο σπίτι δεν πήγαινα ποτέ, δούλευα, όλο στα ξένα ήμουνα. Δεν με αφορούσε εμένα αυτό. Εντωμεταξύ, εγώ ήμουνα και εργατικός και δεν στεναχωριόμουν με τίποτε. Είχα ασχοληθεί και με το ψάρεμα, μου άρεσε, έπαιρνα και τον μισθό μου και άμα παίρνεις και τον μισθό είναι… Κοίτα, δεν στενοχωριόμουν οικονομικά και είναι μεγάλο πράγμα αυτό. 

Μ.Μ.:

Και η οικογένειά σας; Σας έλειπε; 

Σ.Π.:

Η οικογένεια μου, ευτυχώς, τον περισσότερο καιρό που έκανα. Όχι, την έπαιρνα κοντά την οικογένεια. Στη Σέριφο που πήγα, την πήρα κοντά. Στην Οξειά που ήμουνα, την πήγα στην Πάτρα και έβγαινα. Αυτό. Στο Μεσολόγγι το ίδιο, ήταν στην Πάτρα και έβγαινα και πήγαινα. Δεν μου έλειψε εμένα η οικογένεια. Σε όποιο φάρο και να πήγαινα. Το λίγο μονάχα, προτού παντρευτώ μου έλειψε λιγάκι, που πήγαινα μακριά και δεν μπορούσα να… Αλλά όσο ήμουνα… Αφού σου λέω, ήμουνα δεκαοκτώ χρόνια, κάθε μέρα στους Οθωνούς στο σπίτι ήμουνα. Είχα ένα μηχανάκι και πήγαινα. Καθόνταν οι άλλοι απάνω, που ήταν ξένοι, και εγώ που ήμουνα αυτό και πήγαινα και τους ήφερνα και πράγματα, τα οποία χρειαζόνταν, ας πούμε, στο φάρο και πέρασα πολύ καλά! Δεκαεφτά χρόνια τους Οθωνούς, η οικογένεια μου κοντά, τα παιδιά μου τα ‘χα, τη γυναίκα μου. Στο δημοτικό σχολείο, το μισό, το κάμανε στους Οθωνούς τα παιδιά. Και έπειτα πήγαμε την Πάτρα και κάτσαμε μονίμως εκεί. Πολλά χρόνια, μέχρι που πήρα τη σύνταξη. 

Μ.Μ.:

Σαν φαροφύλακας ποια ήταν η πιο δυνατή εμπειρία που θυμάστε; Η πιο μεγάλη δυσκολία; Κάποια μέρα που σας δυσκόλεψε πολύ. 

Σ.Π.:

Κοίτα να δεις, δεν είναι και μεγάλη δουλειά, δεν δυσκολεύεται εκεί στο φανάρι. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήτανε μήπως σβήσει το φανάρι και γι’ αυτό βάναμε τις λατούλες. Εγώ δεν, ποτέ δεν, στη βάρδια μου δεν κοιμήθηκα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Και να με έπαιρνε ο ύπνος, μπορεί να με έπαιρνε για δέκα λεπτά, είκοσι. Είχα έννοια. 

Μ.Μ.:

Τα βράδια αυτά πώς περνούσαν;

Σ.Π.:

Τα βράδια, κοίταξε. Το βράδυ διάβαζα εγώ, πολύ διάβαζα, πολλά βιβλία, μετά σηκωνόμασταν το πρωί. Αλλά, σου λέω, εγώ δεν έκανα σε φανάρια που να… Περισσότερο καιρό τον έκανα στους Οθωνούς. Τα άλλα τα φανάρια ήμασταν μέσα, κάναμε ό,τι κάναμε για το φανάρι. Τι να πούμε εκεί; Κουβεντιάζαμε, λέγαμε κάνα, ιστορίες παλιές. Δεν το πιστεύανε, εγώ τους έλεγα ιστορίες και δεν το πιστεύανε. 

Μ.Μ.:

Τι τους λέγατε;

Σ.Π.:

Για διάφορα, εκεί με την ψαρική, δεν το πιστεύανε. Τι άλλο θέλεις να πεις; 

Μ.Μ.:

Ποια ήταν, έτσι, η ιστορία που δεν την πιστεύανε με τίποτα;

Σ.Π.:

Δεν πιστεύανε αυτά που τους έλεγα με τα ψάρια, πώς βγάναμε ψάρια, πώς βγάζαμε τέτοια. Δεν το πιστεύανε, γιατί πού; Δεν ξέραν αυτοί από ψαρική. Ήταν ένας φαροφύλακας, εδώ από την Κομπώτη, που τη γυναίκα του, μου λέει: «Θα φέρω και την αγναίκα μου!». «Ποια αγναίκα σου μωρέ;», του λέω. «Την αγναίκα μου». Πάναγια, βοήθα!: «Τι αγναίκα σου-του λέω- Ωρε! Τη γυναίκα σου μου λες;». «Ναι» μου λέει. «Και πώς τη λες αγναίκα;». «Έτσι τη λέμε στο χωριό μου». 

Μ.Μ.:

Μου είχατε πει ότι είχατε δυσκολευτεί να παντρευτείτε τη γυναίκα σας, υπήρχαν δυσκολίες. Ποιες ήταν αυτές οι δυσκολίες; 

Σ.Π.:

Οι δυσκολίες ήταν, δεν σας το είπα πρωτύτερα; Ότι αν δεν ήσουνα 28 χρονών και η γυναίκα δεν είχε το απαιτούμενο αυτό, να παίρνει το μισθό, να έχει αποδοχές μισές από ό,τι έχει ο σύζυγος, δεν σου δίνανε άδεια. Γι’ αυτό που γίνανε αυτά που γίνανε, που σου ‘πα, που παντρεύτηκα. Αυτή ήταν η… 

Μ.Μ.:

Όταν σταματήσετε τη δουλειά πού εγκατασταθήκατε, σε πoιο μέρος; 

Σ.Π.:

[01:00:00]Όταν σταμάτησαμε τη δουλειά, εγκατασταθήκαμε… Καθίσαμε λίγο καιρό στην Πάτρα. Στην Πάτρα, μόλις τελείωσαν τα παιδιά τα σχολεία τους και τα λοιπά και ήρθαμε εδώ. Εδώ, στους Γαβράδες. Το ‘85 αρχίσαμε, ήρθαμε λίγο αργότερα ‘86, ήρθαμε εδώ πέρα και καθίσαμε μόνιμα. Και από τότε είμαι μόνιμα εδώ. Στους Γαβράδες. Εχτίσαμε και τούτο το σπιτάκι, δεν υπήρχε, εμείς το χτίσαμε. Εδώ δεν υπήρχαν δέντρα τίποτα, εμείς τα φυτέψαμε, τις ελιές, όλα αυτά τα πράγματα. Ήτανε μία ερημιά εδώ, ερημιά. Όταν λέμε ερημιά, ερημιά ήτανε! 

Μ.Μ.:

Τώρα, πώς περνάνε οι μέρες σας τώρα; Τι σας αρέσει να κάνετε;-

Σ.Π.:

Τώρα περνάνε οι μέρες ευχάριστα. Είχα ταλαιπωρίες, είχα πάει και για… Είχα καρκίνο του προστάτη, έκαμα ακτινοβολίες, ταλαιπωρήθηκα. Όσο μεγαλώνεις, ταλαιπωρείσαι! Αλλά, δόξα τω Θεώ, καλά πέρασα. Είμαι 88 χρονών και πάω 89, το μυαλό μου δουλεύει ακόμα λίγο καλούτσικα- 

Μ.Μ.:

Να ‘στε καλά!- 

Σ.Π.:

Εγώ φτιάχνω κάνα παραγάδι τώρα και κάνα δίχτυ, τρώω και κάνα ψαράκι, μου φέρνουνε κάνα ψάρι. Μου φέρνουν και τίποτα λαδάκι και τα λοιπά και τα λοιπά, κάνα ξύλο, όλο κάτι. Αφού τους δουλεύω, κάτι μου φέρνουνε. 

Μ.Μ.:

Θέλετε να προσθέσετε κάτι;

Σ.Π.:

Τι να σας πω;

Μ.Μ.:

Κάτι, ό,τι, ό,τι θέλετε εσείς;

Σ.Π.:

Γιατί; Δεν έχω τίποτα να πω το ιδιαίτερο, ας πούμε.

Μ.Μ.:

Τι σας έμεινε απ’ όσα αφηγηθήκατε; 

Σ.Π.:

Τι; 

Μ.Μ.:

Τι σας έμεινε; Τι ξεχωρίζετε; 

Σ.Π.:

Ξεχωρίζω, το μόνο που ξεχωρίζω, είναι ότι επαντρεύτηκα μια γυναίκα που την αγάπησα, που ήταν μοναδική! Πρώτη και τελευταία! Και παντρεύτηκα, που έκαμα και καλά παιδιά και είναι όλα… Αυτό έχω. Τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, από τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, από την οικογένειά μου, από όλους. Έχω μεγάλη, από τους γαμπρούς μου, από όλους. Με αγαπάνε και τους αγαπάω, όλοι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία! Εγώ τα έζησα όλα και ευχαριστώ τον Θεό που πέρασα και καλά, επέρασα καλά. Είμαι σαράντα, είμαι εξήντα χρόνια με τη γυναίκα μου, εξήντα ένα!

Μ.Μ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ! 

Σ.Π.:

Να ‘σαι καλά!