© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Παιδικά χρόνια των γυναικών στο χωριό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Κωδικός Ιστορίας
10772
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ζωή Θεοχαρίδου-Βλαχάκη (Ζ.Θ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/05/2022
Ερευνητής/τρια
Αρετή Ζωή Κατσιβελάρη (Α.Κ.)
[00:00:00]Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Ζωή Θεοχαρίδου είναι το πατρικό μου, τώρα λέγομαι Βλαχάκη, αλλά τότε ήμουν Θεοχαρίδου.
Είναι Πέμπτη, 19 Μαΐου του 2022, είμαι με τη Ζωή Θεοχαρίδου, βρισκόμαστε στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης, εγώ είμαι η Αρετή Ζωή, ερευνήτρια για το Istorima στον νομό Θεσσαλονίκης και ξεκινάμε. Να μου πείτε λίγα πράγματα για σας. Πού γεννηθήκατε;
Ναι. Γεννήθηκα εδώ, στο χωριό, στο Άδενδρο. Εδώ μεγάλωσα, εδώ πήγα στο δημοτικό μέχρι που τελείωσα. Μετά ήρθε μία κυρία εδώ, μάθαινε μοδίστρα στα κορίτσια, πήγα εκεί για πέντε μήνες, έξι ήταν, έμαθα κάτι για τα δικά μας να ράβουμε μέσα το σπίτι. Μεγάλωσα, ύστερα αρραβωνιάστηκα εδώ, παντρεύτηκα, έκανα τρία παιδιά, την Μαρία, την Βασιλική και την Κωνσταντίνα. Μεγάλωσαν τα παιδιά, τα παντρέψαμε, η Μαρία είναι εδώ παντρεμένη, η άλλη είναι στην Κρήτη και η άλλη είναι στο Κιλκίς. Εγώ μένω με τον σύζυγο εδώ.
Θέλετε να μας πείτε λίγο για τους γονείς σας, από πού ήρθαν;
Ναι, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη. Ο μπαμπάς μου ήταν από τον Άγιο Στέφανο, έξω από την Κωνσταντινούπολη, σε ένα χωριό, έτσι λεγόταν, Άγιος Στέφανος. Η μαμά μου ήταν μέσα από την Κωνσταντινούπολη. Και τότε που έγιναν εκείνα με τους Τούρκους- η γιαγιά μου ήταν μοδίστρα και έραβε όλες τις Τουρκάλες εκεί - και την είπαν: «Κλεοπάτρα, πάρε τον άντρα σου και φύγε, γιατί εδώ θα γίνει μεγάλο κακό», λέει. Και πράγματι έφυγε ο παππούς πήγε στην Αθήνα και από εκεί ύστερα πήγε και η γιαγιά με τα παιδιά, αλλά εκεί όταν πήγαν στην Αθήνα ήταν φτώχεια, δεν είχαν οι άνθρωποι να φάνε, μέσα στον δρόμο περπατούσανε και πέθαιναν, λέει, από την πείνα. Και είχε ένα φίλο παππούς από εκεί, από την Κωσταντινούπολη, και τον είπε: «Έλα στη Θεσσαλονίκη. Εδώ είναι πολύ καλά». Και πράγματι ήρθε ο παππούς και ήρθε και η γιαγιά και πήγανε εκεί στο Τσαούς μοναστήρι- το λέγαν τότε- εκεί είχε σπίτια που τα άφησαν οι Τούρκοι και καθόταν εκεί για πολύ καιρό. Μετά είχε έναν γνωστό και τον είπε ότι στην Βραχιά είναι ένας μπέης και θέλει να κάνει κήπο και ο παππούς επειδή ήταν κηπουρός τον είπε και πήγε εκεί. Πήγε στην Βραχιά, αλλά τι, η Βραχιά ήταν τότε… Από 'δω για να πας στη Βραχιά με τη βάρκα πηγαίναμε, δεν είχε δρόμο, με τη βάρκα. Εδώ ήταν το τρένο στον σταθμό, λέει ο παππούς μου: «Εκεί δεν μπορώ να κάνω τίποτα», λέει, «θα φύγω, θα πάω στο Άδενδρο». Και ήρθε εδώ, εκεί στον σταθμό τον έδωσαν ένα μέρος εκεί που είναι το σχολείο τώρα και εκεί είχε κάνει ένα μικρό σαν καφενείο και μετά έκανε, γιατί σταματούσαν τα τρένα πολλές φορές και δεν είχε ένα καφέ να πιούνε, κι ο παππούς ήξερε από αυτά και τους έκανε καφέδες. Εντωμεταξύ, ύστερα έκανε εκεί στο σχολείο τον κήπο και, όταν ήρθε καιρός για να κάνουν το δημοτικό, τον είπαν: «Να σε δώσουμε έξω να κάνεις στο κήπο σου κι εδώ να το κάνουμε σχολείο». Και το άφησε ο παππούς εκεί στον σταθμό, όλο εκεί, και πήγαμε εκεί που είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος τώρα, αλλά από δω μεριά ήμασταν εμείς, εκείνο το μεγάλο το οικόπεδο ήταν του παππού και καθόμασταν εκεί, είχαμε σπίτι πατρικό. Μετά όταν παντρεύτηκα ήρθα εδώ. Καθίσαμε με την πεθερά μου πέντε χρόνια μαζί στο σπίτι, είχαν ένα χαμηλό σπίτι από εκεί, κάναμε ένα δάνειο, πήραμε και κάναμε κάτω την αποθήκη, ξεπληρώσαμε εκείνο το δάνειο και πήραμε άλλο και κάναμε το σπίτι επάνω τριάντα πέντε χιλιάδες τότε. Και κάναμε πάνω το σπίτι και το 1970 ήρθα εδώ, στο σπίτι. Από τότε καθόμαστε εδώ, το ’70. Μεγάλωσαν τα παιδιά, πήγαινα στο χωράφι, εκείνα τα πήγαινα στη μαμά μου, ερχόμασταν το βράδυ, δουλειές, τι να σου πω. Τώρα καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ, πέρασαν τα χρόνια μας και φύγαν τα παιδιά και μείναμε μόνοι μας. Αυτά, τι να σου πω τώρα άλλο.
Από όταν ήσασταν μικρή, πριν πάτε στο σχολείο έχετε αναμνήσεις από το σπίτι σας;
Ήμασταν καλά, γιατί ζούσαμε εκεί με τον παππού, με τη γιαγιά, όλοι μαζί ήμασταν. Καλά περνούσαμε, πολύ καλά ήμασταν. Ο παππούς είχε τον κήπο εκεί, βοηθούσαμε και εκεί ό,τι μπορούσαμε, εκείνος είχε μια σούστα άλογα και γυρνούσε στο χωριό, πουλούσε και είχε έναν κύριο που έσκαβε και έσπερνε στο [00:05:00]μπαξέ. Είχαμε ένα μεγάλο πηγάδι όσο είναι αυτό το σπίτι, έτσι, και βγάλαμε βρύση μέσα, αλλά δεν ανέβαινε το νερό επάνω και είχε άλογο που το έβαζε και γυρνούσε γύρω γύρω το άλογο και έβγαζε το νερό, δεν ξέρω αν είδες καμιά φορά. Είδες;
Ναι.
Αυτό το λέγαμε τσάρκι. Και έβγαζε το νερό και πότιζε τα φυτά που είχε στον μπαξέ. Ύστερα μεγαλώσαμε, πηγαίναμε στο δημοτικό, είχαμε παιδιά πολλά στο δημοτικό, ήμασταν τότε πάρα πολλά παιδιά. Και οι δάσκαλοι ερχόταν στρατιώτες μας έκαναν μάθημα. Είχαμε έναν κύριο από την Κρήτη. Ο κύριος Παπαδομανωλάκης, Κώστας Παπαδομανωλάκης λεγόταν. Ένας ήταν από την Εύβοια, Δημήτριος Αναστασίου. Ένας ήταν από την Πελοπόννησο, Κωνσταντίνος, εκείνον δεν το θυμάμαι το επίθετό του. Είχαμε μία δασκάλα, κυρία Νίνα την λέγαμε, αυτή ήταν όλο με τα παντελόνια στρατιωτικά, τώρα δεν ξέρω ήταν κι αυτή τίποτα αξιωματικός, δεν ξέρω και εγώ, δεν ξέρω τι ήταν, αλλά πάντως όλο στρατιωτικά παντελόνια φορούσε αυτή η κυρία μας. Αυτά, μεγαλώσαμε, τελειώσαμε το δημοτικό, ύστερα όλη την ημέρα στα χωράφια ήμασταν μέχρι που παντρευτήκαμε. Από τα παιδικά χρόνια αυτά θυμάμαι, δεν πηγαίναμε πουθενά. Βέβαια, είχα μια θεία στη Θεσσαλονίκη και δεν έχει παιδιά αυτή και πήγαινα πότε πότε να την βοηθήσω λίγο. Αυτά, κατά τ’ άλλα δεν πηγαίναμε τότε πουθενά αλλού.
Στο σπίτι κάνατε δουλειές;
Όλες τις δουλειές. Η μαμά μου ήταν μόνο το φαγητό είχε και εκείνα τα χρόνια είχαμε πολλές δουλειές. Ασβεστώναμε όλο το σπίτι, μέσα - έξω. Τα δέντρα, είχαμε πολλά δέντρα μέσα, ό,τι φρούτο ήθελες το είχαμε στον μπαξέ. Ήταν, επειδή ήταν και μεγάλος ο μπαξές ο μπαμπάς μου έσπερνε από όλα τα φρούτα και όλα τα δέντρα τα ασβεστώναμε για το Πάσχα όλα. Όλα, όλα, είχαμε συκιές, αμυγδαλιές, κυδωνιές, ρόδιες, δαμασκηνιές, κληματαριές, σταφύλια, είχαμε μία στο πηγάδι εκεί που είχαμε το νερό και μία είχαμε μπροστά στο σπίτι. Είχαμε πολλά φρούτα, είχαμε πολλά ζώα είχαμε, κάθε χρόνο είχαμε γουρούνι εκατό οκάδες και ήταν τότε. Το έσφαζαν για τα Χριστούγεννα και κάναν καβουρμάδες, κάναν τσιγαρίδες, κάναν λίγδα. Πολλά πράγματα τότε με τα γουρούνια και συνήθως ζούσαμε με αυτά. Είχαμε κότες στον μπαξέ, είχαμε από όλα. Γάλα είχαμε δικό μας, γιατί είχαμε αγελάδες, τις αρμέγαμε. Είχε εδώ και κάποιον Χαρινά Αγγελή που ήταν για τα ζώα. Και το πρωί τα έπαιρνε εκείνος στο λιβάδι και πήγαινε και τα βοσκούσε. Είχε λιβάδια τότε πολλά, δεν είχε τόσα χωράφια. Τα είχαν λιβάδια και τα βοσκούσε εκεί όλη την ημέρα και το βράδυ ερχόταν. Όταν αρχίσαμε ύστερα και πηγαίναμε στο χωράφι, μαζεύαμε και από το χωράφι, δεν είχε τότε, όπως είναι τώρα, τα μηχανήματα που οργώνουν και δεν έχουν χόρτα και τέτοια, ούτε φάρμακα να ραντίζουμε, δεν ράντιζαν, όλα με την τσάπα. Τόσο φαρδιά τα καρίκια και μια αγριάδα, ένα χόρτο, κάτι βαμβακίτες τόσο ψηλοί γινόταν και τι χόρτα είχε, πολλά πολλά είχε, κύπιρη είχε, κάτι άλλα, τι να σου πω, κάθε βράδυ μαζεύαμε και ένα κάρο και φέρναμε να φάνε τα ζώα στο σπίτι, γιατί δεν είχε τότε τριφύλλια, μετά βγήκαν και τα τριφύλλια και σπέρνει ο κόσμος τώρα και δίνει τα ζώα και τρώνε. Αυτά.
Μία τυπική μέρα στο σπίτι πώς ήταν με τις δουλειές; Πώς ξεκινούσε το πρωί;
Κάθε μέρα το πρωί θα σηκωνόμασταν το πρωί, η μία θα σκούπιζε έξω την αυλή, η άλλη θα συμμάζευε μέσα τα κρεβάτια, γιατί ήμασταν τέσσερις, η μεγάλη παντρεύτηκε, έφυγε, πήγε στο σπίτι, έμεινα εγώ κι άλλες οι τρεις ύστερα. Ύστερα αυτές τις δουλειές. Η μία θα πάει τα ζώα στην αγέλη, έτσι το λέγαμε τότε, στην αγέλη τα ζώα, ύστερα θα ερχόμασταν στο σπίτι, αν είχε να τσαπίσουμε τίποτε τα λουλούδια, να ποτίσουμε ή θα καθόμασταν να κεντήσουμε. Κεντούσαμε; Κέντημα, αν δεν κεντήσαμε; Πολλά πράγματα, πάρα πολλά και μέχρι τώρα ακόμα μου αρέσει το κέντημα και το πλέξιμο μου αρέσει και έπλεξα και όλα τα παιδιά τα έπλεκα τότε μπλουζάκια, ζακετάκια, καλτσάκια. Τον σύζυγο [00:10:00]τότε που πήγαινε στο κυνήγι τον έπλεκα μέχρι εδώ κάλτσες πλεκτές μες στα ποδήματα που φορούσε. Πολλά, πολλά κάναμε τότες. Τώρα δεν κάνουμε τίποτα τέτοιο, βέβαια. Εγώ κεντάω πάλι, αλλά δεν κάνω εκείνα που έκανα τόσα.
Θυμάστε κάποιο αγαπημένο κέντημα που κάνατε να μας πείτε λίγο;
Πολλά κεντήματα, για ποιο να σε πω, όλα τα κεντήματα.
Αν κάποιο σας δυσκόλεψε;
Όχι, όχι, δεν δυσκολεύουν, γιατί μετρούσα. Ήξερα και μετρούσα, έπαιρνα όλο με χαρτί από τη Θεσσαλονίκη και τα έβγαζα τα σχέδια. Έχω και μία φωτογραφία να σε δείξω που κέντησα τον μπέμπη μία κουβερτούλα να δεις. Στάσου να δω, πού την έχω, όμως, εκείνη την φωτογραφία, να δεις μία κουβερτούλα που κέντησα τον μπέμπη μας, αν είναι εδώ πρόχειρα, να σε δω. Δεν πρέπει να είναι εδώ τώρα, δεν ξέρω πού είναι. Πολλά εργόχειρα, πάρα πολλά. Και τα τρία τα κορίτσια τα έκανα, τώρα κάνω και τα εγγόνια μου. Μου αρέσουν τα κεντήματα, μου αρέσουν, πολύ μου αρέσουν. Τώρα δεν είναι εκεί να στην έδειχνα μία ωραία κουβερτούλα που τον κέντησα τον μπέμπη.
Από πού παίρνατε τα υλικά για τα κεντήματα;
Από τη Θεσσαλονίκη. Παλιά ύστερα έφερναν και εδώ, όλα τα μπακάλικα είχαν, παίρναμε και από 'δω κλωστές, τώρα δεν έχουν. Τώρα άμα χρειαστώ κάτι, από τη Θεσσαλονίκη.
Μπορείτε να περιγράψετε πώς κατεβαίνατε τότε;
Με το τρένο. Με το τρένο. Παλιά παλιά, όταν ήμουν ακόμη στο δημοτικό, θυμάμαι πήγαμε και με το κάρο με τον μπαμπά μου στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε βόδια τότε και με τα βόδια και εκεί στον Βαρδάρη είχε ένα χάνι και αφήσαμε εκεί τα ζώα με το κάρο και πήγαμε στη θεία μου που ήταν εκεί στη Θεσσαλονίκη. Αλλά πάντα με το τρένο. Με το τρένο πηγαίναμε, με το τρένο ερχόμασταν. Είχε και λεωφορείο, αλλά περισσότερη ώρα έκανε το λεωφορείο παρά το τρένο. Και έτσι πάντα στο- με το λεωφορείο πήγαινα στον Άγιο Αθανάσιο, γιατί ήταν η γιαγιά μου εκεί, ο παππούς, η θεία και πήγαινα εκεί με το λεωφορείο. Αλλιώς, στη Θεσσαλονίκη όλο με το τρένο πηγαίναμε.
Πώς ήταν τότε το τρένο;
Συνήθως όπως είναι και τώρα, αλλά τώρα είναι πιο πολυτελείας, τότε ήταν πολύ παλιά τα βαγόνια και με το κάρβουνο ήταν. Πηγαίναμε στο σχολείο τότε και περνούσαν τα τρένα και επειδή ήτανε από 'κει, από τη γραμμή το σπίτι μας, πηγαίναμε, μας έριχναν κάρβουνο αυτοί από το τρένο να πάρουμε να πάμε στα σπίτια μας, γιατί μας έβλεπαν σου λέει: «Φτωχά τα καημένα» και μας έριχναν κάρβουνα και τα μαζεύαμε να πάμε στο σπίτι κάρβουνα. Ήταν χρονιά που καλύτερα να μη φτάσουν τέτοια χρόνια, παιδί μου, εδώ. Εμείς, βέβαια, δεν νιώσαμε αυτή τη φτώχεια γιατί, δόξα τω Θεώ, το σπίτι μας είχε από όλα, αλλά άλλος κόσμος υπέφερε πολύ. Η θεία μου που ήταν στη Θεσσαλονίκη ερχόταν εδώ πολλές φορές με το τρένο και πήγαινε στα χωράφια και μάζευε σιτάρι, να κάνουν, τι να κάνει τώρα αυτό το σιτάρι, να το κοπανήσει, να κάνει σαν αλεύρι, να κάνει ψωμί, να φάνε τα παιδιά και θυμάμαι έλεγε την μαμά μου: «Βασούλα μου, εσύ είσαι βασίλισσα εδώ πέρα, βασίλισσα, να μη λες τίποτα». «Τι να πω», λέει, «δόξα τω Θεώ», λέει, «τα ‘χω όλα, τι να πω», λέει. Ήμασταν καλά, δόξα τω Θεώ, δεν είχαμε υποφέρει ούτε από πείνα ούτε από τίποτα. Η γιαγιά ήταν μοδίστρα, ερχόταν ένας κύριος από τη Χαλκηδόνα και μας έφερνε υφάσματα, μας έραβε ρούχα, φουστάνια, φούστες, μπλούζες, όλα η γιαγιά μάς τα έραβε. Ήταν μοδίστρα, καλή μοδίστρα. Και η πεθερά μου εδώ που ήρθα και εκείνη μοδίστρα ήταν. Ήτανε πιο απλός ο κόσμος τότε, δεν είχε αυτή τώρα την περηφάνια που έχει τώρα, τώρα είναι πολύ περήφανοι. Και παίζαμε όλα τα παιδιά μαζί. Τώρα δεν παίζουν τα παιδιά. Θα πεις τώρα, βέβαια, δεν αδειάζουν κιόλας τα καημένα. Στο σχολείο, στα αγγλικά, στον χορό, στο καράτε, στο μπάσκετ, ξέρω ‘γω, πού να αδειάσει να παίξουν κιόλας. Εμείς τότε, μόλις τελειώναμε, ερχόμασταν από το σχολείο, να πλυθούμε, να φάμε, να κάτσουμε να κάνουμε τα μαθήματα, τι μας έβαζαν και μετά να βγούμε στην αυλή να παίξουμε. Είχαμε μεγάλη αυλή και παίζαμε και όλα τα παιδιά από τη γειτονιά ερχόταν εκεί. Παίζαμε κουτσό, παίζαμε τσιλίκι, παίζαμε εφτάπετρες, όλο τέτοια παιχνίδια είχε, δεν είχε τίποτε άλλο να παίξεις.
Τι είναι το τσιλίκι που είπατε;
Το τσιλίκι ήτανε τόσο ένα ξύλο και ένα τόσο, μεγάλο, και [00:15:00]καθόμασταν έτσι, δυο τρεις στη σειρά, και χτυπούσαμε αυτό, όποιος το πάει μακριά. Τσιλίκι. Τέτοια παιχνίδια είχε τότε. Τα αγόρια έπαιζαν μακριά γαϊδούρα έλεγε, πηδούσανε από το άλλο, έτσι. Εμείς έτσι, εφτάπετρες, εφτάπετρες είχαμε κάτι τόσα από κεραμίδι και τα βάζαμε ένα πάνω στο άλλο, εφτά, και ρίχναμε μια πέτρα, όποιος έριχνε τα πιο πολλά, εφτάπετρες τα ‘λεγαν αυτά. Τέτοια, κουτσό, κάναμε μια γραμμή και κάναμε έτσι ένα σχέδιο ή ίσια κουτάκια και πηδούσαμε από το ένα στο άλλο. Δεν είχε παιχνίδια τότε. Θυμάμαι ο παππούς μου που ήτανε κηπουρός είχε πάει μια φορά στη Θεσσαλονίκη και μας έφερε ένα πουλάκι, το κουρντίζαμε τότε και το βάζαμε και έκανε την μυτούλα του έτσι, τακ τακ τακ τακ τακ και καθόμασταν και οι τέσσερεις γύρω γύρω και βλέπαμε αυτό το πουλάκι. Δεν είχε παιχνίδια τα παιδιά πώς έχουν τώρα παιχνίδια… Τίποτε. Η γιαγιά μας έκανε καμιά κούκλα με τα πανιά που έκοβε, μόνο αυτά. Δύσκολα χρόνια, να μη ΄ρθουνε στον κόσμο τέτοια χρόνια. Πα πα πα πα πα, πολύ δύσκολα.
Σας έλεγαν ιστορίες στο σπίτι;
Ιστορίες τότε τι μας έλεγαν; Για την Τουρκία που ήταν εκεί, μας έλεγε η γιαγιά πώς ήρθαν τότε και κάθε φορά που τα θυμάμαι μου έρχεται να κλαίω, δεν θέλω. Λέω καμιά φορά να πάω στην Πόλη και δεν θέλω να πάω από αυτά. Ερχότανε να φύγουν με το καράβι, λέει, οι άνθρωποι και, όπως έπιαναν για να ανεβούν, τους έκοβαν από τα χέρια. Η θάλασσα, λέει, ήταν κόκκινη από το αίμα, κόκκινη. Μια κυρία λέει ερχόταν έγκυος να μπει στο καράβι και την έσκισαν την κοιλιά εκεί, μες τον κόσμο και πέθανε. Όταν μου τα ‘λεγε η γιαγιά αυτά τι να σου πω, και μέχρι τώρα θέλω να κλαίω. Δεν θέλω να πάω, λέω, στην αυτήν καθόλου, στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαν, πολλές πήγαν από εδώ, εγώ δεν πήγα. Μπα μπα μπα, λέω, δεν θέλω. Τι να πάω να δω, λέω, τους Τούρκους, να αφήσω και τα λεφτά μου, σιγά. Ιστορίες τέτοιες ήταν τότε και το βράδυ που καθόμασταν το Σαββατόβραδο δεν κεντούσαμε και παίζαμε το λέγαμε κούφακας και κουφακίνα, την γειτονιά, πόσα παιδιά έχει ο καθένας, ήταν ένας κούφακας και μια κουφακίνα και είχαν τέσσερα παιδιά. Ποια είναι; Και όλοι έλεγαν τώρα ό,τι τους έρθει. Αυτά ήταν εκείνα τα χρόνια, δεν είχε όπως έχει τώρα παιχνίδια και τέτοια.
Το Σάββατο το βράδυ ήτανε πιο ιδιαίτερη περίσταση;
Κεντούσαμε. Ναι, ναι, βέβαια. Επειδή ξημέρωνε Κυριακή, δεν κεντούσαμε. Μέχρι που χτυπούσε η καμπάνα. Ύστερα τα μαζεύαμε, από την Κυριακή το βράδυ πάλι αρχινούσαμε να κεντάμε. Μία λάμπα εκεί με το πετρέλαιο έκαιγε, από 'κει κάθονταν η μία αδερφή, από δω η άλλη και κεντούσαμε. Πολλά πολλά κεντήματα κάναμε, πάρα πολλά.
Με τη γιαγιά σας βοηθούσατε καθόλου;
Ήταν πολύ καλή, πολύ καλή ήταν και η γιαγιά μας και ο παππούς μας ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Και ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, δεν είχαμε προβλήματα, έτσι, να δερνόμαστε και να κάνουμε, όχι, δεν είχαμε τέτοια.
Υπήρχε κάποιο αγαπημένο φαγητό που κάνατε στο σπίτι;
Η μαμά μου έφτιαχνε πολλά φαγητά, αλλά εγώ και η μικρή αδερφή μου δεν τα τρώγαμε όλα. Δεν μου αρέσουν αυτά που, η μαγειρίτσα, που κάνουν, πατσάς, αυτά δεν τα τρώγαμε, κατά τα άλλα όλα τα φαγητά τα τρώγαμε. Όχι, δεν έχω έτσι ιδιαίτερα να πω ότι αυτό το φαγητό μου αρέσει περισσότερο απ΄ τα άλλα, και όσπρια τρώγαμε και απ’ όλα.
Υπήρχανε κάποια συγκεκριμένα φαγητά που κάνατε πιο συχνά στο σπίτι;
Όχι, όχι, είχαμε μία ρέγουλα στο σπίτι. Από την Κυριακή αρχινούσε η μαμά, την Κυριακή θα είχαμε πάντα κρέας ή κοτόπουλο ή χοιρινό ή μοσχάρι, κάτι. Κάθε Κυριακή. Τις άλλες μέρες μακαρόνια, πατάτες, φασόλια, Τετάρτη και Παρασκευή πάντα δεν έκανε φαγητό ούτε τυρί να φάμε, ούτε γάλα Τετάρτη, Παρασκευή πάντα κρατούσε και δεν μαγείρευε τέτοια φαγητά, θα έκανε λαδερά πάντα Τετάρτη και Παρασκευή. Κι ο παππούς ακόμη που ήταν μεγάλος άνθρωπος και η γιαγιά κρατούσαν πάντα. Έτσι ήταν από 'κει, από την Κωνσταντινούπολη, που ήρθαν έτσι ήταν και εδώ που ήρθαν τα ίδια, και ο μπαμπάς μου τα ίδια. Ο μπαμπάς μου μέχρι που δεν μπορούσε πια να περπατήσει, τότε σταμάτησε [00:20:00]από την εκκλησία, πήγαινε μέσα και βοηθούσε τον παπά. Με τον παπά ερχότανε μέχρι εδώ, το ιερό που έκαναν την παρέλαση τα παιδιά και αυτά, εκείνος κρατούσε το θυμιατό από πίσω.
Πηγαίνατε συχνά στην εκκλησία;
Πολύ. Κάθε Κυριακή, κάθε γιορτή έπρεπε να πάμε. Άσε που μας πήγαιναν και με το σχολείο τότε κάθε Κυριακή όλα τα παιδιά. Αυτόν τον δάσκαλο που είχαμε, τον Αναστασίου, αυτός για τις 25 Μαρτίου μας σήκωνε 5:00 η ώρα το πρωί, πηγαίναμε στο σχολείο και γυρνούσαμε στο χωριό και τραγουδούσαμε τραγούδια στρατιωτικά. Σε όλο το χωριό. Την παραμονή του Ευαγγελισμού και ανήμερα κάναμε την παρέλαση. Αλλά κάθε Κυριακή θα πηγαίναμε στην εκκλησία. Κάθε Κόκκινη Πέμπτη θα πήγαινε όλο το σχολείο να κοινωνήσει, μας πήγαιναν οι δάσκαλοι τότε. Βέβαια. Δεν είναι όπως είναι τώρα. Και κάναμε σχολείο και το Σάββατο. Και το απόγευμα πηγαίναμε. Πηγαίναμε το πρωί μέχρι τις 12:00-13:00 και μετά πηγαίναμε πάλι από τις 16:00 μέχρι τις 19:00, 20:00. Πρωί απόγευμα είχαμε σχολείο δημοτικό. Έτσι ήταν. Και το Σάββατο. Και το Σάββατο σχολείο πηγαίναμε.
Υπήρχε κάποια προετοιμασία για να πάτε στην εκκλησία, ας πούμε, η εμφάνιση;
Βέβαια. Βέβαια. Να λουστούμε από νωρίς, να ετοιμαστούμε, για να πάμε την Κυριακή στην εκκλησία. Από το Σάββατο το βράδυ, όλες. Είχαμε έναν φούρνο, το λέγαμε τότε, είχαμε τον φούρνο βέβαια μέσα και το κάναμε σαν σπιτάκι, σαν ένα δωμάτιο ήταν, είχαμε ένα κρεβάτι εκεί που κοιμόταν ο υπάλληλος που έσκαβε στον μπαξέ, κοιμόταν εκεί. Και είχαμε και τζάκι και είχαμε καζάνι μεγάλο, φέρναμε νερό από τον Μαστροθύμιο με τους τενεκέδες, γεμίζαμε το καζάνι και το Σάββατο όλοι μπάνιο. Ο ένας τελείωνε, ο άλλος στη σκάφη. Τώρα τι μπάνιο κάμναμε, κάναμε όμως. Κάναμε μπάνιο, να κόψουμε τα νύχια μας, τα αυτά μας, να χτενιστούμε, να είμαστε έτοιμοι, καθαροί που θα πάμε την Κυριακή στην εκκλησία ή όταν ήταν γιορτή.
Τα ρούχα;
Τα ρούχα μας ήταν πάντα πλυμένα, σιδερωμένα και τότε εμείς φορούσαμε ποδιές στο δημοτικό με άσπρο γιακά με δαντέλα εδώ, γύρω-γύρω. Και τα παιδιά μας ακόμη που πήγαιναν, η Μαρία και η Βάσω, τις έχω φωτογραφίες που είναι με τις ποδιές, τους γιακάδες. Έτσι ήταν τότε, τώρα είναι, πηγαίνουν τα παιδιά έτσι, με τα ρούχα, πρώτα ήταν με την ποδιά όλοι.
Είπατε κόκκινη Πέμπτη.
Ναι.
Τι σημαίνει αυτό;
Εκείνη την ημέρα είναι Μεγάλη Πέμπτη. Όπως θα αρχίσει Μεγάλη Εβδομάδα, Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη, βάφουν κόκκινα αυγά και την έλεγαν «Η Κόκκινη Πέμπτη» και έπρεπε όλα τα παιδάκια να πάνε την Κόκκινη Πέμπτη να κοινωνήσουν, για να μην είναι το Πάσχα όλα μαζί εκεί, έχει πολύ κόσμο, τα πήγαιναν την Πέμπτη και κοινωνούσανε. Έτσι την έλεγαμε, Κόκκινη Πέμπτη.
Τώρα όταν πήγατε στο σχολείο.
Ναι.
Ποια χρονιά ήταν περίπου;
Τώρα δεν θυμάμαι, ούτε πότε πήγα ούτε πότε τελείωσα. Είμαι γεννημένη το 1939 και επτά χρόνων τότε πηγαίναμε σχολείο, έξι, επτά, εκεί, πηγαίναμε στο σχολείο, μέχρι που τελειώναμε, δώδεκα. Και πολλά παιδιά που έμεισκαν έμειναν και δεκατρία χρονών και δεκατέσσερα έβγαζαν το Δημοτικό.
Σας άρεσε το σχολείο;
Ναι, μου άρεσε. Πολύ μου άρεσε. Βέβαια, δεν ήμουν πρώτη μαθήτρια, αλλά με οκτώ το πήρα το απολυτήριο. Αλλά τώρα τα ξεχάσαμε όλα, δεν θυμόμαστε τίποτα. Αν περάσουν τα χρόνια… Μερικοί άνθρωποι θυμούνται πολύ, εγώ τα παιδικά μου τα θυμάμαι όλα, τώρα που μεγάλωσα, τώρα δεν θυμάμαι, τα ξεχνάω.
Θυμάστε τι μαθήματα είχατε;
Πώς δεν θυμάμαι; Είχαμε ανάγνωση, θρησκευτικά, γεωγραφία, αριθμητική, χειροτεχνία, κάναμε και χειροτεχνία. Στην αρχή είχαμε και καλλιγραφία κάναμε. Αλλά ύστερα το σταμάτησαν την καλλιγραφία, χειροτεχνία είχαμε. Κέντησα πολλά και τότε στο σχολείο, ένα κάδρο, ένα αυτό, μία… Πολλά, πολλά. Και μία δασκάλα, αυτή την κυρία Νίνα που σου είπα, την είχα κεντήσει ένα σεμέν, με έφερε, της το κέντησα. Κάναμε πολλές χειροτεχνίες τότε. Στην αρχή μας έφεραν τόσα χαρτάκια και ήταν [00:25:00]ζωγραφισμένα και τα κεντούσαμε εκεί απάνω με το βελόνι. Ύστερα άρχισαν τα κεντήματά, μας αλλά στην αρχή έτσι ήταν. Αυτά ήταν τα μαθήματά μας.
Στη χειροτεχνία διαλέγατε εσείς τι θα κάνετε ή σας έλεγαν;
Όχι, ό,τι ήθελε ο καθένας. Στην αρχή σας είπα μας έφερναν αυτά τα χαρτονάκια, να, τόσα κάπου ήτανε και ήταν ζωγραφισμένα και τα τρυπούσαμε με το βελόνι και εκεί απάνω ύστερα τα κεντούσαμε. Αλλά ύστερα που συνήθισε όλος ο κόσμος που κεντούσε, άρχισαν εργόχειρο, ό,τι ήθελε ο καθένας έπαιρνε. Και με το τσιγκελάκι, έπλεκα κιόλα με το τσιγκελάκι εγώ δαντέλα, έπλεκα στο σχολείο. Μου αρέσουν τα εργόχειρα, πολύ μου αρέσουν. Μέχρι τώρα ακόμη, άμα δω καμιά ώρα και καθίσω, θα πάρω κέντημα. Με λένε που λες: «Τι τα κεντάς, τώρα», λέει, «δεν τα στρώνουν». «Ας τα κεντήσω εγώ», λέω, «τα δώσω στα εγγόνια μου, άμα τα στρώνουν. Εμένα», λέω, «τα κορίτσια μου τα στρώνουν, τώρα αργότερα τι θα κάνουν, δεν ξέρω».
Τα υλικά τα φέρνατε από το σπίτι ο καθένας;
Ναι, ναι. Από το σπίτι, από το σπίτι μας. Δαχτυλήθρα, βελόνι και τις κλωστές που κεντούσαμε. Όλα από το σπίτι μας.
Μπορείτε να πείτε λίγο και η καλλιγραφία τι κάνατε;
Μας έβαζαν σε ένα τετράδιο και κάναμε γράμματα καλλιγραφίας. Έτσι τότε ήτανε. Δεν ξέρω, δεν τα θυμάμαι τώρα καλά, για να σε πω πώς τα κάναμε, απλώς όπως είναι τα γράμματα, το άλφα, το βήτα, αλλά είχε έτσι, εδώ στρόγγυλο και ερχόταν έτσι. Το κάππα… Κάπως έτσι το ζωγραφίζαμε. Γράφαμε. Κι αυτό το τετράδιο ήταν καλλιγραφίας έλεγαν. Ύστερα το ‘κοψαν, δεν το είχαμε μέχρι το τέλος.
Υπήρχε κάποιος δάσκαλος ή δασκάλα που να σας κάνει εντύπωση; Να θυμάστε ακόμα και τώρα;
Όχι, όλες τις δασκάλες τις θυμάμαι, όλες, όλες, όσες πέρασαν, όλες. Άσε που ερχόταν και στα σπίτια μας. Τους δασκάλους αυτοί που ήταν στρατιώτες κάθε μέρα τους τάιζε κάποιο παιδί. Το μεσημέρι τον έπαιρνε στο σπίτι και έτρωγαν μαζί, γιατί ήταν μόνοι τους εδώ, ξένοι ήτανε και δεν είχε ούτε μαγειρεία ούτε ταβέρνες τώρα που έχει να πάνε να φάνε οι άνθρωποι, πού θα τρώγανε; Και άνδρες. Και τους έπαιρναν κάθε ένας στο σπίτι του, κάθε μεσημέρι ένα παιδί τον έπαιρνε το δάσκαλο στο σπίτι του και έτρωγαν μαζί. Ναι, είχαμε πολλοί δάσκαλοι, πάρα πολλοί. Ήταν η κυρία Θάλεια, ήταν η κυρία Σοφία, ήταν κυρία Αγγελική, ο κύριος Μωυσιάδης, είχαμε έναν, Βράκα τον έλεγαν, το επίθετό του. Ένας άλλος, πώς το λένε, εκείνος έβαφε και τα μαλλιά του. Πώς τον έλεγαν εκείνον… Πολύκαρπος, Πολύκαρπος. Πολλοί δάσκαλοι, πάρα πολλοί. Τι να σου πω, πόσοι δάσκαλοι πέρασαν… Πω… Πολλοί.
Είχατε φιλοξενήσει και εσείς;
Ναι! Κάθε μέρα, κάθε μέρα. Μία φορά εγώ, μία φορά η Φωφώ, η αδελφή μου, μία φορά η Πάτρα, τους παίρναμε στο σπίτι, γιατί έπρεπε κάθε παιδί να τον πάρει τον δάσκαλο για να φάει, πού θα έτρωγε ο καημένος. Το πρωί και το βράδυ ύστερα πήγαινε στο καφενείο και αν έτρωγε κάτι, δεν ξέρω, αλλά κάθε μεσημέρι τους παίρναμε στο σπίτι έτρωγαν.
Και μετά είχανε κάποιο σπίτι που πηγαίνανε, φαντάζομαι;
Εκεί, στο σχολείο, τους είχανε δωμάτια και κοιμόταν εκεί.
Εσάς ποιο ήταν το αγαπημένο σας μάθημα;
Όλα τα μαθήματα το ίδιο ήτανε. Και πιο πολύ, βέβαια, τα θρησκευτικά γιατί μου άρεσαν και μέχρι τώρα διαβάζω θρησκευτικά, πολύ διαβάζω. Και όταν είναι γιορτή, δεν κεντάω, διαβάζω. Έχω βιβλία… Άμα δεις μία τσάντα, τόση, έχω βάλει και χώρια, μέσα κιόλας. Φωνάζει καμιά φορά ο άντρας μου: «Τι διαβάζεις όλη την ώρα». Μου αρέσουν, τι να κάνω, να κάθομαι έτσι, δεν μπορώ. Μερικές τις βλέπω, κάθονται έτσι και βλέπουν τηλεόραση. Δεν μπορώ να κάτσω έτσι. Πρέπει κάτι ή να διαβάσω ή να κεντήσω ή κάτι να κάνω. Μάθαμε έτσι, ξέρω 'γω, από παιδιά είχαμε μάθει. Μας έμαθαν η μαμά μου τότε: «Δεν πρέπει να κάθεστε. Να κεντάτε, να διαβάζετε, να μην κάθεστε, μόνο οι τεμπέλες κάθονται», έλεγε. Και συνηθίσαμε έτσι. Δεν μάθαμε να καθόμαστε. Και μέχρι τώρα τα ίδια κάνουμε. Είμαι ογδόντα τρία χρόνων, τώρα θα πάω ογδόντα τέσσερα. 23 Ιουλίου έχω γενέθλια. 24 Ιουλίου έχει ο Φώτης, 23 έχω εγώ, δύο χρόνια διαφορά, εκείνος είναι το ’37, εγώ είμαι το ’39.
[00:30:00]Στα Θρησκευτικά τι κάνατε στο μάθημα;
Από την αρχή μας άρχισαν για τον Χριστό, πώς γεννήθηκε, πού γεννήθηκε, πώς έζησε, τι μαθήματα είχε, πού έκανε μαθήματα, πώς έμαθε μαραγκός, αυτά. Αυτά είχαμε τα θρησκευτικά. Τους Αγίους όλους, πώς μαρτύρησαν. Αυτά κάναμε τα θρησκευτικά.
Ήσασταν και αγόρια και κορίτσια μαζί;
Μαζί, Μαζί. Μαζί ήμασταν. Αγόρια και κορίτσια μαζί ήμασταν. Από τη μία μεριά ήταν τα κορίτσια, από την άλλη τα αγόρια. Αλλά στην ίδια αίθουσα ένας δάσκαλος μας έκανε μάθημα.
Εσείς προλάβετε το χτίσιμο του καινούριου σχολείου;
Ναι, βέβαια, βέβαια το πρόλαβα. Κουβαλούσαμε και τούβλα, δεν λες, εκεί πέρα για να το χτίσουν τότε. Πρώτα κάναμε μάθημα στην αρχή εκεί που είναι του Βεροπλίδη, πίσω, μία σαν αποθήκη εκεί είχαμε μάθημα και στην αποθήκη εκεί, στον σταθμό που είναι αποθήκη, εκεί είχε τάξεις σχολείο. Παλιά είχε και στο σχολείο το γραφείο το παλιό το είχανε μία τάξη, δύο, ύστερα έβαλαν έναν δάσκαλο μέσα, καθόταν, ήρθε με την οικογένειά του και την πήραν από εκεί το σχολείο που ήταν η αίθουσα και το αφήσαν στον δάσκαλο, καθόταν ο δάσκαλος εκεί. Ύστερα, όταν έγινε το σχολείο εδώ, όλοι εδώ ύστερα στο σχολείο. Ήταν πάνω-κάτω, είχε πολλά παιδιά τότε, πάρα πολλά παιδιά, τώρα δεν έχει πολλά παιδιά. Τώρα άλλος ένα, άλλος κανένα, άλλος δύο, άλλος ένα, τι παιδιά να έχει; Τότε όλοι έκαναν τέσσερα, πέντε, έξι, οχτώ, άλλος δώδεκα, άλλος… Πολλά παιδιά.
Τα δύο τα σχολεία που ήταν αποθήκες, οι δύο αποθήκες που ήταν σχολεία λειτουργούσαν ταυτόχρονα ή πρώτα ήσασταν…
Ναι, ναι, όχι, εκεί ήταν άλλα παιδιά, πιο μεγάλες τάξεις, εκεί ήταν πιο μικρές τάξεις. Δεν ήταν όλα μαζί. Ύστερα που έγινε το σχολείο, τότε πήγαν όλα τα παιδιά εκεί, όλες οι τάξεις και το νηπιαγωγείο και όλα.
Είχε ζέστη το καλοκαίρι στην αποθήκη;
Δεν θα έχει, παιδί μου; Είχε, πώς δεν είχε. Είχε, αλλά ήταν ανοιχτά όλα τα είχανε, πόρτες, παράθυρα ανοιχτά, οπότε… Είχε…
Και τον χειμώνα φαντάζομαι είχε κρύο.
Κρύο, κρύο…
Παίρνατε κι εσείς ξύλα από το σπίτι για να ζεστάνετε;
Βέβαια, για να ζεστάνουμε. Τότε έτσι ήταν, δεν είχαν το σχολείο, από πού; Και πηγαίναμε εμείς από το σπίτι, κάθε παιδί από ένα, δύο ξύλα κάθε μέρα. Τα πηγαίναμε εκεί για να καίνε οι σόμπες τον χειμώνα.
Τι άλλο παίρνατε μαζί σας στην τσάντα σας;
Τότες τι άλλο να πάρουμε, τα βιβλία που κάναμε τα μαθήματα, τετράδια, μολύβια, κασετίνες, μπογιές αν είχαμε και κανένα κομμάτι ψωμί, έτσι καμιά φέτα με τυρί ή με βιτάμ τίποτε αν είχαμε, αυτά, να φας το διάλειμμα. Δεν είχε τίποτε άλλο. Δεν είναι όπως είναι τώρα που έχει τα αυτά εκεί πέρα, τα κυλικεία, και παίρνουν από εκεί, τότε δεν είχε τίποτε τέτοια. Από το σπίτι ό,τι έπαιρνες. Το κάθε παιδί ό,τι είχε στο σπίτι του.
Τις τσάντες τις αγοράζατε από κάπου ή τις φτιάχνατε;
Στην αρχή μας τις έκαμνε η γιαγιά από ύφασμα, μετά, ύστερα αγοράζαμε. Αγοράζαμε ύστερα. Όταν πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη, παίρναμε μία τσάντα, πέντε, έξι χρόνια τελείωνες κιόλας. Τελείωνες το σχολείο με μία τσάντα.
Πώς ήταν η τσάντα εμφανισιακά;
Όπως παιδικές τσάντες που ήταν τότε, ίσιες, τόσες ήταν, άλλες είχαν μπροστά ζωγραφιές. Θυμάμαι τη Βασούλα που έχω μία φωτογραφία, είναι και έγχρωμη και έχει μπροστά μία ζωγραφιά και το έχει στο χέρι του με ένα χερούλι, έτσι έβαζες μέσα τα… Έτσι ήταν παλιά οι τσάντες. Δεν είναι όπως είναι τώρα, έτσι, με τόσες τσέπες κι αυτά. Τότε δεν είχαν τίποτα τα παιδιά, τι θα είχαν αυτά, αυτή η τσάντα τα έπαιρνε όλα μέσα, γιατί δεν είχαμε και πολλά βιβλία και τέτοια, ένα γνωστικό, ένα θρησκευτικά, μία αριθμητική, αν είχαμε, και τα τετράδια. Αυτά ήταν. Τα μολύβια μας, την κασετίνα, γιατί είχαμε κασετίνες, για δεν είχαμε; Και όλα τα παιδιά δεν είχαν κασετίνες για να βάλεις τα μολύβια και τις μπογιές μέσα, την σβήστρα, την ξύστρα. Έχει φτώχεια ο κόσμος τότε πολλή.
Τότε δουλεύατε και στα χωράφια ταυτόχρονα;
Βέβαια. Όταν ήμασταν στο δημοτικό, όχι, αλλά μετά το δημοτικό, όμως… Και όταν ήμασταν και έκτη τάξη, γιατί τότε τα βαμβάκια τα αραιώναμε, δεν είναι όπως είναι τώρα, που δεν αραιώνουν. Τότε από το σχολείο ερχόταν και έπαιρναν παιδιά και πήγαιναν στα [00:35:00]χωράφια και αραίωναν βαμβάκι. Κι εκείνο το αραίωμα ήταν, Παναγία μου, έτσι σκυφτοί και να τραβάς ανάμεσα να αραιώνεις τα βαμβάκια, γιατί έριχναν πολύ σπόρο για να φυτρώσει, δεν είχε τέτοιες μηχανές, και πηγαίναμε και τα αραιώναμε. Ύστερα βγήκαμε από το δημοτικό, άρχισαν και στα χωράφια συνέχεια. Τελειώναμε τα δικά μας, πηγαίναμε και στα ξένα, γιατί τότε με τα ζώα δεν σπέρναμε και πολλά, όπως είναι τώρα με τα τρακτέρ που σπέρνουν τόσα στρέμματα. Και αφού τελειώναμε τα δικά μας, τι θα κάνουμε, θα καθόμασταν; Πηγαίναμε μεροκάματα. Στη γιαγιά σου ξέρεις πόσες φορές μαζέψαμε βαμβάκι με το θείο σου τον Πέτρο; Πόσα χρόνια…
Το σχολείο τι ώρα τελείωνε;
Κοίταξε, όταν πήγαμε στο σχολείο, δεν πηγαίναμε στο χωράφι τότε σε μεροκάματα και τέτοια, μετά το σχολείο. Το σχολείο τελείωνε, σε είπα, το μεσημέρι 12-1 τελείωνε το πρωινό, ύστερα πηγαίναμε 4 η ώρα μέχρι το βράδυ η ώρα 7, 8 κάθε μέρα. Και το Σάββατο. Το Σάββατο, όμως, πηγαίναμε μόνο το πρωί, το απόγευμα δεν είχαμε το Σάββατο. Τις άλλες μέρες είχαμε και το απόγευμα.
Και λίγο να πούμε για τα χωράφια. Πηγαίνατε από νωρίς το πρωί;
Από το πρωί, φεύγαμε από δω κατά τις 7 η ώρα, 6μιση, 7 και φθάναμε εκεί, μέχρι το βράδυ να βασιλέψει ο ήλιος στο χωράφι και μετά να φύγουμε. Και τι τσάπα… Τι να σε πω. Ενώ τώρα πηγαίνουν 6 η ώρα και το μεσημέρι 2 η ώρα έρχονται. Εμείς από τη νύχτα ως τη νύχτα, που λένε, έτσι ήταν τότε. Από τη νύχτα ως τη νύχτα. Και τι κούραση να τσαπίζεις όλη την ημέρα. Τσάπα, όχι αστεία, χόρτο, πω πω πω πω πω, τι ήταν. Ύστερα βγήκανε τα, αλετράκια τα λέγανε τότε, σκαλιστήρια και τα έβαζαν πίσω από τα ζώα, τα τραβούσε ένας κι από πίσω κι έκανε, καρίκια τα λέγαμε αυτά. Κι αυτά εδώ πέρα δεν τα τσαπίζαμε στο τέλος, τσάπιζαν μόνο στη ρίζα το βαμβάκι, αν είχε χόρτα. Αλλά στην αρχή δεν είχε τίποτε, όλο με τα χέρια ήτανε να τσαπίζουμε. Πολλή δουλειά, πολλή.
Πήγαιναν πολλά παιδιά στα χωράφια;
Όλα τα παιδιά. Όσα ήτανε στο σπίτι, όλα. Όσα φύγανε και πήγαν στη Θεσσαλονίκη για Γυμνάσια και τέτοια την γλύτωσαν. Όσοι ήταν εδώ, όλοι στα χωράφια. Δεν έβλεπες παιδιά να κάθονται. Πώς θα ζούσαν κιόλας, όμως, δεν είχε τίποτε άλλο, τι θα έκαναν οι άνθρωποι, ήρθαν από εκεί γυμνοί. Κι εδώ ύστερα τους έδωσαν τα χωράφια και σιγά σιγά, σιγά, σιγά απέκτησαν αυτά που απέκτησε ο κόσμος. Αλλιώς δεν μπορούσανε. Κι εμείς που παντρευτήκαμε, πήγαμε με την πεθερά μου κάθισα πεντέμισι χρόνια εκεί κι ύστερα ήρθαμε εδώ. Πήραμε τρακτέρ ύστερα μαζί με τον γαμπρό μου, με της αδελφής μου τον άντρα, ο άντρας μου, πήραμε εκείνο το τρακτέρ, πόσα χρόνια μαζί, κάναμε συνεταιρισμό, ύστερα το πήραμε εμείς, πήρε εκείνος άλλο κι από τότες αρχίσαμε να σπέρνουμε περισσότερα χωράφια ύστερα. Ύστερα παίρναμε και εργάτες. Τα βαμβάκια πάλι δεν είχε μηχανές τότε, με τα χέρια τα μαζεύαμε. Και παίρναμε εργάτες από την Κερκίνη, πηγαίναμε και παίρναμε εργάτες. Και πολλοί παίρνανε από την Τζουμαγιά, γύφτους. Είχαμε κάτω την αποθήκη που έχουμε ένα δωμάτιο από 'δω πίσω κι είχαμε μία χρονιά Γύφτους και τους είχαμε εκεί. Και όλη την ημέρα τους ταΐζαμε. Και από ένα ψωμί τον καθένα. Δεν τα τρώγαν βέβαια, τα πετούσανε αυτοί, αλλά το ήθελαν ένα ψωμί την ημέρα. Και έρχονταν με τα παιδιά τους μαζί αυτοί, μεγάλοι, γέροι, αυτοί, όλοι μαζί. Είχαμε μία κατσαρόλα μεγάλη, σαν καζάνι ήταν. Να μαγειρέψεις φαγητό για να τους κάνεις. Μία φορά με λένε: «Αφεντικιά, τώρα θέλουμε να μας κάνεις και μία πίτα». Λέω: «Δεν ξέρω», λέω εγώ, «πίτα, δεν έκανα καμιά φορά». «Όχι, θα μας κάνεις, θα μας κάνεις». «Μα δεν ξέρω, δεν έκανα». «Όχι, θα μας κάνεις». Πάω στη μαμά μου, λέω: «Δεν ξέρεις», λέω, «σήμερα θέλουνε πίτα να τους κάνω. Πώς να την κάνω», λέω, «εγώ δεν έκανα καμιά φορά». Με είπε η μαμά μου: «Πιάσε έτσι το ζυμάρι, ξέρω 'γώ, άπλωσέ το με τον πλάστη», μου έδωσε και τον πλάστη, τους έκανα μία πίτα σε ένα ταψί, έτσι τόσο ήτανε, εκείνοι ήταν σαράντα κατσίβελοι όλοι. Έβαλα εκεί τυρί με σπανάκια την ήθελαν, τους έβαλα και τυρί με σπανάκια, ήταν ο φούρνος τότε εδώ, ο Νύχτας, πήγα την [00:40:00]έψησα εκεί πέρα στον Νύχτα, δεν είχαμε κουζίνα τότε, με την πετρογκάζ μαγειρεύαμε. Και την πήγα στον Νύχτα, την έψησα, την έφερα με το ταψί της, την πήγα εκεί, άρχισαν αυτοί, το έκοψαν, άρχισαν να τρώνε «Αφεντικιά, πολύ ωραία πίτα!». Εγώ, λέω, δεν έκανα καμιά φορά, «Πολύ ωραία, αφεντικιά, πολύ ωραία πίτα». Ήταν τότε η τηλεόραση που έδειχνε το έργο Ο Άγνωστος Πόλεμος και έρχονταν απάνω και κάθονταν εκεί, στο ντιβάνι, για να δούνε το έργο. Έλεγε η μικρή, η Ντίνα, «Κι εσύ, μαμά, τι τους φέρνεις απάνω, αφού μυρίζουν». «Τι να τους κάνω, μωρέ παιδάκι μου, αφού θέλουν να ‘ρθουν και πώς θα τους διώξεις, δεν γίνεται, αφού τους έχουμε στο σπίτι, τους έχουμε ανάγκη, τι να κάνουμε;». Μόλις έφευγαν αυτοί, έπαιρνε αυτή ένα πανί, τα σκούπιζε όλα, τα σκούπιζε, έπαιρνε και το Glade και έκανε άρωμα. Είχε μια πλάκα εκείνη η μικρή, ήταν, πολύ μυστήρια ήταν. Έτσι πέρασαν τα χρόνια μας, με αυτά, Αρετή.
Πολύ όμορφες ιστορίες, όμως.
Καλά ήταν. Παιδιά.
Έχετε κάτι άλλο που να θέλετε να προσθέσετε;
Τι να σου πω άλλο, αυτά. Μεγάλωσαν τα παιδιά, τα παντρέψαμε, είδαμε εγγόνια, τίποτε άλλο, τι να πω.
Οπότε το κλείνω. Σας ευχαριστώ πολύ που μοιραστήκατε την ιστορία σας μ' εμένα.
Να 'σαι καλά.