© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Εδώ κάποια στιγμή θα ξανάρθω, έστω και σαν επισκέπτης»: Αναζητώντας τη χαμένη πατρίδα.
Κωδικός Ιστορίας
10768
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Πατεράκης (Γ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/11/2021
Ερευνητής/τρια
Ερμιόνη Δρυγιανάκη (Ε.Δ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Πατεράκης Γιώργος.
Είναι Τετάρτη, 01 Δεκεμβρίου του 2021, καλό μήνα!
Επίσης!
Είμαι με τον Γιώργο Πατεράκη, βρισκόμαστε στο Ηράκλειο. Εγώ ονομάζομαι Ερμιόνη Δρυγιανάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Βεβαίως! Λοιπόν, το όνομά μου, όπως είπαμε, είναι Πατεράκης Γιώργος, έχω γεννηθεί το 1966 στην Γερμανία, την τότε Δυτική Γερμανία, συγκεκριμένα σε μία μικρή πόλη το Bergisch Gladbach, το οποίο είναι δίπλα από την Κολωνία. Βασικά ένα πράγμα είναι, μια κατοικημένη περιοχή, μια πόλη περίπου των εκατό χιλιάδων κατοίκων. Σαν παρένθεση λέω ότι δεν είναι το Mönchengladbach γιατί πολύς κόσμος εδώ στην Ελλάδα με ρωτάει «Α, το Mönchengladbach;». Όχι, δεν έχει καμία σχέση, αυτό είναι στην Ρηνανία-Βεστφαλία, είναι περίπου κεντροδυτικά κοντά στην Ολλανδία και, όπως ξαναείπα, είναι δίπλα ακριβώς στην Κολωνία. Λέω την Κολωνία γιατί είναι μια πόλη πιο γνωστή και πιο μεγάλη, ας πούμε, στον κόσμο. Είμαι μοναχοπαίδι, αυτό για κάποιους θεωρείται προτέρημα, για μένα αν τα σταθμίσει το θεωρώ μειονέκτημα, τέλος πάντων, έτσι το ‘φερε η ζωή και τον πατέρα μου τον έχω χάσει από τα έντεκά μου χρόνια, η μητέρα μου ζει ακόμα, έχω παντρευτεί, έχω χωρίσει, έχω αποκτήσει δύο γιους, ο ένας τριάντα ετών και ο άλλος είναι είκοσι τρία. Και μένω κι εγώ εδώ, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αυτά είναι τα γενικά στοιχεία γύρω από μένα, ας πούμε.
Πώς ήταν να μεγαλώνετε στη Γερμανία της δεκαετίας του ‘60;
Στη Γερμανία μεγάλωσα, ναι, γεννήθηκα το ‘66, αλλά όλες οι μνήμες μου και η ζωή μου, τα βιώματά μου ήταν βασικά στη δεκαετία του ‘70 μέχρι το 1977, γιατί γεννήθηκα το ‘66, μετά από τέσσερις μήνες οι γονείς ήρθαν εδώ, στην Ελλάδα, με φέρανε δηλαδή εδώ, έγινε δηλαδή ένα είδος επαναπατρισμού, το οποίο σαφώς εγώ δεν θυμάμαι τίποτα, έτσι, σαν μωρό τεσσάρων ετών τότε, κι επιστρέψαμε πίσω το ‘69, οπότε οι μνήμες μου είναι από το ‘70 κ μετά –‘70 μέχρι το ‘77 που επιστρέψαμε πίσω. Το πώς είναι να μεγαλώνεις στη Γερμανία, κατ’ αρχήν δεν έχω εμπειρία το πως ήταν εδώ στην Ελλάδα, γιατί δεν θυμάμαι τίποτα από Ελλάδα, δηλαδή αν με ρωτήσει κανείς τι συνέβαινε στην Ελλάδα όταν ήμουν εδώ μέχρι τα τρία μου χρόνια, το ‘69 που επιστρέψαμε πίσω, δεν θυμάμαι τίποτα! Δηλαδή μπορεί να έχω στο μυαλό μου έτσι σα μνήμη πολύ αχνή, παιδική, μια-δύο σκηνές από τη ζωή μου, οι οποίες δεν έχουν και καμία σημασία ας πούμε, δε θυμάμαι τίποτα, απολύτως τίποτα, έτσι; Δεν υπήρχε ακόμα, δεν είχε καλλιεργηθεί η μνήμη μου. Θεωρώ όμως ότι υπήρχαν μεγάλες διαφορές τις οποίες τις ανακάλυψα εγώ ερχόμενος πίσω το ‘77 που ήμουνα πλέον έντεκα χρονών. Κι αν τώρα κάνω κάποιο απολογισμό, που πολλές φορές τόνε κάνω αυτό τον απολογισμό και συγκρίνω και κάποια πράγματα, υπήρχαν τεράστιες, θεωρώ, διαφορές το να μεγαλώνεις εκεί με το να μεγαλώνεις εδώ. Βέβαια, αν με ρωτήσεις τώρα τι θα προτιμούσα, εντάξει, επειδή έχω δεθεί με αυτή τη ζωή εκεί, με αυτό το κομμάτι της ζωής το οποίο με συνοδεύει από τότε μέχρι τώρα, θα σου πω ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα εκεί. Από το- απ’ ό,τι θα ήταν τα πράγματα εδώ. Αυτό, βέβαια, είναι σχετικό έτσι είναι ανάλογα από το πώς το αντιλαμβάνεται κανείς και το πώς το βιώνει. Για μένα ήτανε καλά τα χρόνια αυτά. Ήταν καλά τα χρόνια αυτά, ήτανε χρόνια τα οποία, εντάξει, είχα καλές μνήμες και σαφώς ήταν κι ένα διάστημα που είχα και τον πατέρα μου κοντά μου, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από τη ζωή το ‘77 κ εκεί ήτανε μια τεράστια ανατροπή στη ζωή μου, η οποία με ακολουθεί, μπορώ να πω, ακόμα και σήμερα. Ήτανε όμορφα χρόνια, ήτανε χρόνια τα οποία πιστεύω ότι, εντάξει, είχες πολλά ν’ αποκομίσεις από 'κει πράγματα τα οποία πιθανόν εδώ να μην υπήρχανε και να μην τα βιώνανε εδώ. Θα κάνω μια μικρή παρένθεση, η οποία έχει να κάνει με μια μεταγενέστερη εποχή και θα πω τώρα ένα απλό παράδειγμα το οποίο μπορεί να ‘ναι έτσι και σαν αστείο για να καταλάβομε το πόση ήταν η διαφορά της καθημερινότητας και της ζωής και του τρόπου ζωής εκεί με εδώ. Όταν το 1993 και, συγκεκριμένα, 9 Δεκεμβρίου του ‘93, θυμάμαι την ημερομηνία, άνοιξε εδώ το σούπερ μάρκετ το Continent τότε, το οποίο είναι αυτή τη στιγμή ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ εδώ, στην Αμμουδάρα, έγινε μια κοσμοσυρροή να πάει κόσμος πολύς να δει το καινούριο κατάστημα, όλοι είχαν εκπλαγεί «Mεγάλο, ωραίο» κλπ. ‘Εγινε, έγινε ένα κομφούζιο ειδικά για εκείνη την εποχή που ‘τανε, πριν από είκοσι επτά, είκοσι οκτώ χρόνια που ο κόσμος ήτανε ακόμα λίγο πιο μαζεμένος, έγινε πάταγος. Εγώ έτυχε να πάω μετά από κανά δυο μέρες. Όταν μπήκα μέσα και μετά έφυγα και συναντήθηκα με κάποιους φίλους που μου ‘χανε πει ότι είχανε πάει και είχανε εκπλαγεί, τους είπα το εξής, λέω: «Θα σας πω, ρε παιδιά, κάτι, δεν το παίζω ούτε έξυπνος ούτε τίποτα. Βρέθηκα στη Γερμανία και δεν βρέθηκα ούτε ότι πήγα να κάνω κάποιες διακοπές ή ταξίδια αναψυχής, ήμουνα ένα παιδί μεταναστών. Αλλά εγώ -και μιλάμε για το '93 έτσι- εγώ το ‘74, ας πούμε, δηλαδή πριν από είκοσι χρόνια, έχω δει κι έχω βιώσει πολύ μεγαλύτερα καταστήματα εκεί». Που σημαίνει, δηλαδή, ότι υπήρχε μία τελείως διαφορετική κατάσταση και πραγματικότητα. Και θα πω και κάτι άλλο. Τα παιδιά μου κυλιόμενες σκάλες ηλεκτρικές, γνωρίσανε εδώ, στο Talos. Όταν ξεκίνησε το Talos το 2008 που ο γιος μου ο μεγάλος ήταν δεκαεπτά χρονών κ ο μικρός ήτανε δέκα. Εγώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι ηλεκτρικές σκάλες. Δηλαδή, πόσο πιο μπροστά ήτανε κάποια πράγματα εκεί, ειδικά η τεχνολογία. Αυτά, έτσι, σε γενικές γραμμές, εντάξει, σε κάποιους άλλους πιθανόν να μην αρέσουνε κάποια πράγματα και κάποιοι που πολλές φορές που συζητάω με φίλους, με γνωστούς και συζητάμε για τη Γερμανία, για ευνόητους λόγους τώρα, επειδή εμείς εδώ στην Ελλάδα έχομε και κάποια θέματα με τη Γερμανία και με τους Γερμανούς από παλιά, έτσι, να μη χωνεύουνε στην ουσία τον λαό αυτόν και αυτή τη χώρα και να λένε ότι: «Α, εδώ είναι καλύτερα». Εντάξει, ίσως. Ο καθένας έτσι όπως το αντιλαμβάνεται και όπως το βιώνει κανείς, έτσι; Γιατί καμιά φορά θα πάμε κάπου, και είναι ανάλογα το γιατί πάμε και που πάμε και τι συναντάμε και τι βιώνομε και αποκομούμε ανάλογα, όμορφα στοιχεία ή άσχημα στοιχεία. Εγώ, για μένα ήτανε μια καλή περίοδος, σαφώς έχω καλά στοιχεία και καλές αναμνήσεις από όλη αυτή τη ζωή, παρά το ότι βίωσα για τρία χρόνια εκεί πάνω την αρρώστια του πατέρα μου, η οποία ήτανε και ο λόγος που επαναπατριστήκαμε εδώ, στην Ελλάδα. Τώρα, θυμάμαι, έχω μνήμες από τη Γερμανία άπειρες. Καταρχήν, αν θέλεις, μπορούμε να σου κάνω μια μικρή αναφορά πιο μπροστά για μένα, για την καταγωγή μου, έτσι, να, άμα θέλουμε να το αναφέρουμε και αυτό έτσι, το όνομά μου είπαμε πως είναι Πατεράκης. Βαθιά καταγωγή είναι από τα Χανιά, απ’ ό,τι γνωρίζω [00:10:00]όλοι οι Πατεράκηδες, στην Κρήτη έχουνε καταγωγή από τα Χανιά κάπου εκεί από την περιοχή λέει των Σφακίων, και μάλιστα εκεί υπάρχει και κάποιος σύλλογος στα Χανιά με το όνομα Πατεράκηδες. Λένε ότι είναι το δεύτερο επίθετο στην Κρήτη σε πληθυσμό, μετά τους Παπαδάκηδες. Ο παππούς του παππού μου ήτανε από τα Χανιά. Λεγότανε, αν θυμάμαι καλά, Δημήτρης, ήτανε βασικά μοναχοπαίδι, όχι ακριβώς μοναχοπαίδι… Τη μητέρα του την είχε απαγάγει τότε ένας αγάς –αυτά μου τα είχε πει η γιαγιά μου. Την είχε απαγάγει ένας αγάς, τότε επί Τουρκοκρατίας, γιατί όταν μιλάμε τώρα για τον παππού του παππού μου, μιλάμε πόσα χρόνια πίσω, διακόσια χρόνια, ας πούμε, έτσι δεν είναι; Την είχε απαγάγει ένας αγάς και είχε κάνει παιδιά με τον αγά. Είχε, είχε κάνει πρώτα τον προπάππο μου, ας πούμε, έτσι, με τον Έλληνα και μετά την απήγαγε, την αιχμαλώτισε ένας αγάς κι έκανε παιδιά με τον αγά. Όταν, λέει, κάποια στιγμή έγινε η ανταλλαγή πληθυσμού και θα μπορούσανε οι Έλληνες που ήτανε σκλάβοι να απελευθερωθούνε, της είπε ο αγάς ότι: «Κοίταξε να δεις, τώρα μπορούμε να, μπορείς να φύγεις αν θες, δεν μπορώ να σε κρατήσω», αυτή, λέει, σκέφτηκε τότε ότι είχε το παιδί με τον Έλληνα, τον παππού μας, ας πούμε, αλλά και τ’ άλλα ήταν παιδιά της. Έτσι; Δεν πάει να πει ότι επειδή τα ‘χε κάνει με τον Τούρκο ήτανε ακριβώς το ίδιο, ήτανε αίμα τσι, τα παιδιά της. Και ήτανε σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Τελικά, λέει, αποφάσισε να φύγει να γυρίσει πίσω και στον δρόμο -έλεγε τώρα η γιαγιά μου- ότι έσκασε, λέει, η καρδιά της και πέθανε και δεν πρόλαβε ποτέ να γυρίσει πίσω. Εντάξει, τώρα το έσκασε η καρδιά της μπορεί να της ήρθε ένα έμφραγμα, μπορεί κάτι, μια ανακοπή έτσι, από μια μεγάλη συγκίνηση και όλα αυτά. Άρα, λοιπόν, εγώ έχω κάποιους εξ αίματος συγγενείς πολύ μακρινούς Τούρκους. Από την ίδια μάνα. Και θεωρώ ότι δεν θα ‘μαι κι ο μόνος, βέβαια έτσι; Εδώ όταν ήταν τετρακόσια χρόνια. Και κάποια φορά το ‘90, ένας γνωστός μου γιατρός είχε πάει μια εκδρομή τότε με κάποιον σύλλογο εδώ, είχανε πάει, λέει, στη Μικρά Ασία, δεν θυμάμαι πού τώρα, μπορεί να ‘τανε Κωνσταντινούπολη, περιοχή πάντως της Τουρκίας. Και όπως βλέπανε το γκρουπ στα μαγαζιά, ας πούμε, σαν τουρίστες αυτοί, μπήκε λέει σ’ ένα μαγαζί –αυτό μου το είπε αυτός χωρίς να ξέρει την ιστορία τη δικιά μου- μπήκε, λέει, σ’ ένα μαγαζί –τώρα αυτό φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά αυτό μου αφηγήθηκε αυτός ο άνθρωπος. Μπήκε σ’ ένα μαγαζί και τους ρωτήσανε: «Από πού είσαστε;», κλπ. Κάποιος από ‘κει, υπάλληλος ή το αφεντικό της επιχείρησης: «Από πού είσαστε;», λέει, «Από την Κρήτη» και του αφηγήθηκε, λέει. αυτός ο άνθρωπος μια τέτοια ιστορία. Τώρα να πω ότι ήταν κάποιος από τσι συγγενείς μου; Να πω ότι ήταν κάποιος άλλος, γιατί πιστεύω ότι θα υπάρχουνε πολλές ιστορίες ίδιες. Τέλος πάντων, αυτός ήτανε, αυτή είναι η καταγωγή μου. Έφυγε ο προπάππος μου τότε από κει από τα Χανιά και ήρθε εδώ, στην Αγία Βαρβάρα, όπου από ‘κει κατάγομαι εγώ βασικά, συμπτωματικά και οι δυο γονείς μου είναι από το ίδιο χωριό, από την Αγία Βαρβάρα, εδώ, έξω από το Ηράκλειο, και τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου, τον οποίο έχομε και το ίδιο όνομα τον είχανε σκοτώσει οι Γερμανοί το 1942 εδώ, στο Γάζι. Εδώ που είναι στην Αμμουδάρα οι Αγίοι Πάντες, μια μικρή εκκλησούλα, αυτή η εκκλησούλα έχει να κάνει με αυτούς τους εκτελεσθέντες, όπου εκεί λένε ότι βρίσκονται και τα οστά τους, κάτω από την Αγία Τράπεζα και μάλιστα είχανε φυτέψει και υπάρχουνε ακόμα εξήντα δύο κυπαρίσσια για τους εξήντα δύο εκτελεσθέντες. Η λεωφόρος εξήντα δύο Μαρτύρων είναι αφιερωμένη σε αυτούς. Ένας από τους εξήντα δύο είναι ο παππούς μου, του πατέρα μου ο πατέρας. Και μάλιστα το παράσημο το οποίο δώσανε μετά και κάποιο έπαινο τα έχω εγώ. Ο πατέρας μου μετά ήτανε τέσσερα αδέλφια, εκείνη την εποχή τώρα Κατοχή, δύσκολα τα πράγματα, κάποια στιγμή -ήτανε και ο μεγάλος γιος της οικογένειας- κάποια στιγμή αποφάσισε να ξενιτευτεί το ‘61 και έφυγε απ' ό,τι θυμάμαι και, εντάξει, ήμουν αγέννητος τότε, απ' ό,τι θυμάμαι έφυγε μαζί με το θείο μου, τον αδελφό του. Μάλλον έφυγε ο πατέρας μου ήτανε πιο μεγάλος και μετά πήρε και τον αδελφό του εκεί και πήγε στη Γερμανία. Ανύπαντρος τότε. Και βέβαια όταν πήγαινες τότε στο εξωτερικό, πήγαινες απόλυτα ελεγχόμενα, με τα στοιχεία σου, σου κάνανε κάποιες ιατρικές εξετάσεις ότι είσαι οκ, με την ταυτότητά σου, με τ' όνομά σου, τα πάντα και ήξερες πού θα πας, πήγαινες προγραμματισμένα, δηλαδή σου λέγανε ότι: «Υπάρχει μία θέση –η Γερμανία ζητούσε εργατικό προσωπικό- υπάρχει μία θέση εκεί για αυτή τη δουλειά. Θα πας εκεί, θα κάνεις αυτή τη δουλειά, θα παίρνεις τόσο». Ήτανε όλα συμφωνημένα. Οπότε οι μετανάστες φεύγανε από 'δω και πηγαίνανε, συγκεκριμένα, την επ’ αύριο πιάνανε δουλειά. Με τ’ όνομα τους, ελεγχόμενοι κανονικά. Δηλαδή δεν είναι σαν τους λαθρομετανάστες που έρχονται εμάς τώρα εδώ, κι ο καθένας μπορεί να πει οποιοδήποτε όνομα και να μην ξέρει καθένας από πού κρατάει η σκούφια του. Εκεί ήτανε ελεγχόμενα τα πράγματα. Δεν πήγαινες, πήγαινες γιατί χρειαζόσουνα εκεί. Πήγε, λοιπόν, ο πατέρας μου εκεί και το πρώτο, λέει, διάστημα δούλευε και σκάβανε κάτι χαντάκια σε δρόμους, εργάτης. Και μένανε νομίζω με άλλους Έλληνες μαζί. Πήγανε και άλλοι χωριανοί μας από 'δω, πήγε ο αδελφός του και μετά έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο εκεί στο, Bergisch Gladbach, αυτά όλα ήτανε σ' αυτήν τη περιοχή, δηλαδή δεν πήγε κάπου αλλού και μετά να μεταφερθεί σε άλλη περιοχή, εκεί από την αρχή μέχρι το τέλος εκεί. Πήγε μετά σ’ ένα εργοστάσιο, το Fröhling, το οποίο απ’ ό,τι πληροφορούμαι, επειδή τα ‘χω ψάξει λίγο, έχει κλείσει τώρα. Ένα εργοστάσιο το οποίο κατασκεύαζε λέβητες, λέβητες καλοριφέρ, μπόιλερ, δηλαδή μεγάλους αποταμιευτήρες νερού, ζεστού νερού. Κάνανε, λέει, εξαγωγή τότε σ’ όλη την Ευρώπη και ήτανε συγκεκριμένα οδηγός κλαρκ. Σ’ ένα πολύ μεγάλο κλαρκ, δηλαδή έχω δει φωτογραφία το οποίο, ένα τεράστιο κλαρκ, που σηκώνανε όλα αυτά τα εμπορεύματα, τα φορτώνανε σε πλατφόρμες, τα κάνανε εξαγωγή στην Ευρώπη. Εκεί δούλευε και ο αδελφός του και πρέπει να δούλευε εκεί και ο νονός μου, ο οποίος και αυτός ήτανε στη Γερμανία τότε και κάποιοι άλλοι χωριανοί μας τους οποίους, κάποιους τουλάχιστον, τους είχε φέρει ο πατέρας μου στη Γερμανία, γιατί τότε για να πας στη Γερμανία ή έβρισκες δουλειά ή σου έβρισκε κάποιος από 'κει δουλειά και σου έκανε πρόσκληση. Δηλαδή έβρισκε τη δουλειά, έδινε τα στοιχεία εκεί και γινότανε μία πρόσκληση, ότι ξέρεις ο τάδε και ο τάδε θα έρθετε εδώ για να δουλέψετε εκεί. Συγκεκριμένα πράγματα. Και, εντάξει, υπήρχε μια Ελληνική κοινότητα εκεί στο Gladbach. Παντρεύτηκε το ‘64 με τη μάνα μου και φύγανε κατευθείαν για τη Γερμανία. Ο γάμος απ’ ό,τι γνωρίζω έγινε εδώ και φύγανε κατευθείαν για τη Γερμανία. Την ίδια μέρα, λέει, νομίζω. Το ίδιο βράδυ φύγανε μετά και ταξιδέψανε, τότε ταξιδεύανε με τα τρένα. Ήταν, νομίζω, τρεις μέρες ταξίδι για να πας από 'δω στη Γερμανία. Με τα τρένα. Και εγώ γεννήθηκα το ‘66.
Τέσσερις μήνες μετά επιστρέψανε πίσω και, εντάξει, είχε ο πατέρας μου μαζέψει προφανώς κάποια χρήματα, πήγανε στο χωριό, φτιάξανε το σπίτι μας, το πατρικό δηλαδή, το παλιό του πατέρα μου, το ανακατασκεύασε λίγο, έκανε έναν όροφο από πάνω, ένα μικρό σπιτάκι και, με σκοπό δηλαδή να επαναπατριστούνε. Ο πατέρας μου αγόρασε ένα μεγάλο τρακτέρ, ένα Fergusson, τότε, λέει, το οποίο έκανε βαθιές αραιώσεις, δηλαδή όργωνε τα χωράφια, αλλά ήτανε μεγάλο τρακτέρ. Με σκοπό να κάνει αυτή τη δουλειά. Εντάξει, τότε τα πράματα ήτανε δύσκολα εδώ, κινδύνευσε και κάνα δυο φορές η ζωή του με τα τρακτέρια γιατί έχουμε ακούσει διάφορα κατά καιρούς, του χρωστάγανε χρήματα, δεν τον πληρώνανε. Κάποια στιγμή θυμάμαι τη μάνα μου και είχε βρει μέσα σ' ένα μπαούλο ένα τεφτέρι του ‘67 του ‘68 με κάτι χρωστούμενα τότε, πέντε δραχμές, δέκα δραχμές, από κάτι οργώματα που είχε κάνει. Δεν πήγε προφανώς καλά όλο αυτό και το πούλησε σε κάποιον γνωστό στη Μεσσαρά και αποφάσισε μετά να ξαναεπιστρέψει πίσω στη Γερμανία. Έφυγε, λοιπόν, μόνος του το '69, τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς μήνα και λοιπά, έφυγε μόνος του, ξαναπήγε στο Bergisch Gladbach, [00:20:00]στην ίδια πόλη, στο ίδιο εργοστάσιο, πήγε να ετοιμάσει, ας πούμε, εκεί το έδαφος και τέσσερις μήνες μετά ανέβηκε και η μάνα μου. Ξανά. Μ' εμένα. Και μάλιστα θυμάμαι, επειδή, εντάξει, τότε δεν υπήρχανε και οι πτήσεις απευθείας από δω Γερμανία, όπως υπάρχουνε τώρα, πήγαινες Αθήνα, Αθήνα-Φρανκφούρτη και Φρανκφούρτη στην Κολωνία στο αεροδρόμιο του Porz, το οποίο υπάρχει ακόμα και το οποίο είχε μετονομαστεί κάποια στιγμή σε Konrad Adenauer αεροδρόμιο, δεν ξέρω αν έχει ακόμα αυτήν την ονομασία. Ο Konrad Adenauer ήταν ένας καγκελάριος της Γερμανίας μεταπολεμικός και, εντάξει, θεωρώ ότι, έχω την εντύπωση ότι θεωρείται από τους γνωστούς και καλούς καγκελάριους, ο οποίος είχε καταγωγή ή από την Κολωνία ή από το Bergisch Gladbach και γι’ αυτό του είχανε δώσει και το όνομα στο αεροδρόμιο. Τότε, λοιπόν, που φύγαμε από 'δω για να πάμε λέει –εγώ ήμουνα τότε τριών χρονών το ’69- για να πάμε στη Γερμανία, πήγαμε μέσω Θεσσαλονίκης. Όχι μέσω Αθήνας, έτσι βρέθηκε η πτήση, από Θεσσαλονίκη-Φρανκφούρτη κι από Φρανκφούρτη-Κολωνία. Εκεί, λέει, από το άγχος μου εγώ, μου λέει η μάνα μου, αλλά θυμάμαι πολύ αχνά, όταν λέω τώρα πολύ αχνά, κάπου πίσω στο μυαλό μου κάποιες σκηνές έτσι, είχα άγχος και ήθελα, λέει, συνέχεια να πηγαίνω στη τουαλέτα. Και μ' είχε, είχα τρελάνει τη μάνα μου ότι ήθελα τουαλέτα, τουαλέτα και με πήγαινε και δεν χρειαζόμουνα, ας πούμε, αλλά ήτανε από το άγχος μου τότε. Και όταν μετά μπήκαμε στο αεροπλάνο για να πάμε, η διαδρομή περνάει πάνω από τις Άλπεις και όταν ο καιρός είναι καλός φαίνουνται οι Άλπεις. Αλλά και καλός να μην είναι, σαφώς είσαι πάνω από τα σύννεφα και έβλεπα, λέει, εγώ τα σύννεφα από κάτω, γιατί καθόμουνα, φαίνεται προφανώς στο παράθυρο, και έλεγα τση μάνας μου: «Για, μαμά, χιόνια!», ενόμιζα πως ήτανε χιόνια. Τριών χρονών τότε παιδί, ας πούμε, εντάξει, πού να θυμάμαι τώρα και 'γω, πού να ξέρω μάλλον. Και πήγαμε στη Γερμανία. Εγκατασταθήκαμε σε ένα χωριό, ακριβώς δίπλα στο Bergisch Gladbach ήτανε το Herkenrath, τέσσερα χιλιόμετρα από την πόλη του Gladbach. Το οποίο, δηλαδή, ήτανε στην ουσία κι αυτό ένα προάστιο. Δηλαδή, σαν να λέμε, Ηράκλειο-Καρτερός; Κάτι τέτοιο. Κάπως έτσι. Σ’ ένα σπίτι και εκεί πρέπει να μείναμε μέχρι το ’71-‘72. Εκεί, λοιπόν, συνέβηκε ένα γεγονός, το οποίο αυτό το θυμάμαι, ένα τρομακτικό λίγο γεγονός. Το σπίτι ήτανε διώροφο, εμείς μέναμε στον πρώτο όροφο, αλλά, εντάξει, ήταν τα σπίτια παλιά, αυτό το σπίτι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει. Γιατί εγώ έχω ψάξει στο Google Earth, τα ‘χω βρει όλα, τα πάντα, έχω βρει αυτό το σημείο του σπιτιού κι έχει κατεδαφιστεί το σπίτι και το ‘χω επιβεβαιώσει κιόλας. Στο ισόγειο, λοιπόν, έμενε κάποιος κύριος, ένας Γερμανός ο οποίος, μάλιστα εμείς τον λέγαμε κουφό, γιατί ο καημένος είχε φαίνεται κάποιο πρόβλημα ακοής. Αυτός ήτανε μόνος, δεν πρέπει να ‘χε οικογένεια. Εμείς μέναμε στο πρώτο όροφο και ήτανε έτσι μια ξύλινη σκάλα και ανεβαίναμε πάνω και ήτανε, απ' ό,τι θυμάμαι, ένα σαλόνι κουζίνα, ας πούμε σαν οντάς, κάπως έτσι να το πούμε. Σαλόνι κουζίνα και είχε μετά και ένα υπνοδωμάτιο και κάποια τουαλέτα. Οι δικοί μου είχανε καλή σχέση μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Καμιά φορά μ’ αφήνανε εκεί να πάνε για ψώνια κλπ. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος είχε, λέει, έναν αδελφό τον οποίο τον είχανε σκοτώσει, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ξέρω, μάλλον δε θυμάμαι πού και πώς; Είχε σκοτωθεί εδώ στην Ελλάδα, είχε σκοτωθεί κάπου, σε κάπου αλλού; Εν πάση περιπτώσει, είχε σκοτωθεί. Ο άνθρωπος επειδή ήτανε μόνος, κάποια στιγμή, το σκεφτόταν αυτό φαίνεται συνέχεια, συνέχεια, και μια μέρα του σάλεψε το μυαλό του. Θεώρησε ότι η μάνα μου κι ο πατέρας μου σκοτώσανε τον αδελφό του. Δηλαδή όχι ότι οι Έλληνες σκοτώσανε τον αδελφό του, ας πούμε πες ότι είχε σκοτωθεί εδώ στην Ελλάδα, ότι η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Και τι έγινε; Ανέβηκε απάνω μ’ ένα τσεκούρι για να μας εσκοτώσει. Είναι ένα γεγονός, όπως ακριβώς βλέπομε καμιά φορά σε θρίλερ που πάει ο άλλος με το τσεκούρι για να σκοτώσει, ας πούμε, μια γυναίκα ή κάτι που, ένα τέτοιο πράγμα ακριβώς. Λοιπόν, για καλή μας τύχη, ο πατέρας μου δούλευε, η μάνα μου δεν δούλευε τότε και, για καλή μας τύχη, σηκωνότανε κάθε πρωί η μάνα μου έκανε ένα καφέ του πατέρα μου, τον ετοίμαζε και έφευγε αυτός για τη δουλειά. Είχε φύγει για το εργοστάσιο και είχε μπει η μάνα μου μέσα στο υπνοδωμάτιο, που εγώ ακόμα τότε μικρός κοιμόμουνα. Δεν πήγαινα τότε ακόμα σχολείο, γιατί εγώ πρωτοπήγα το ‘72, δε πήγα νήπιο εκεί, δεν υπήρχανε ειδικά για μας τους Έλληνες τότε νήπια και αυτά, δε πήγα, πήγα μια και καλή στη πρώτη τάξη. Και μια στιγμή ακούει τον Γερμανό από κάτω κι ανέβαινε και φώναζε και κρατούσε το τσεκούρι και προσπαθεί η κακομοίρα και κλείνει τη πόρτα του υπνοδωματίου και θυμάμαι - αξέχαστη - υπήρχε και μια, είχε μια ραπτομηχανή που ‘τανε έπιπλο απ’ αυτά τα παλιά τα έπιπλα, τις ραπτομηχανές, και την βάζει πίσω από την πόρτα για να κλείσει καλά η πόρτα και βγαίνει από το παράθυρο που ήτανε, το παράθυρο του υπνοδωματίου έβλεπε από πίσω σε κάτι χωράφια. Και φώναζε: «Βοήθεια, βοήθεια!» και μαζεύτηκε εκεί κόσμος. Πήρανε τηλέφωνο την αστυνομία, καταλάβανε, ας πούμε, τι γινότανε, ήρθε η αστυνομία, ειδοποιήσανε τον πατέρα μου από το εργοστάσιο ότι αυτό συμβαίνει και ήρθε, τέλος πάντων τον προλάβανε και δεν μας σκότωσε. Εάν έπιανε τη μάνα μου στη κουζίνα, η κουζίνα στην ουσία δεν είχε απ’ ό,τι θυμάμαι πόρτα, ήτανε, ας πούμε, έτσι αυτή η ξύλινη σκάλα και έμπαινες μετά κατευθείαν στη κουζίνα, στο σαλόνι. Αν την έπιανε εκεί αυτός, θα τη σκότωνε. Και μπορεί να με σκότωνε και μένα. Δηλαδή αυτή τη στιγμή μπορεί να μην υπήρχαμε καν από τότε. Τον οποίο τον πήρανε μετά και τον πήγανε στο ψυχιατρείο και πρέπει να τον είχανε κλείσανε κάποια χρόνια. Ότι ο άνθρωπος είχε θέμα. Και κάποια στιγμή, μετά από τρία τέσσερα χρόνια τον είδαμε κάπου, εγώ δεν τονε θυμόμουνα, αλλά λέει ο πατέρας μου, λέει: «Ο τάδε». Ούτε μας μίλησε βέβαια, ούτε του μιλήσαμε απλά κάπου πηγαίναμε, ρε παιδί μου, έτσι και πέρασε από δίπλα μας αυτός. Και μετά μετακομίσαμε σ’ ένα άλλο σπίτι, πάλι εκεί, στο ίδιο χωριό, στο Herkenrath, το οποίο ήτανε ένα μικρό σπιτάκι, υπάρχει ακόμα αυτό, το οποίο είχε και ένα πολύ μεγάλο, τεράστιο κήπο, δηλαδή κήπος σαν χωράφι ήτανε. Τεράστιο. Δηλαδή μπορεί να ‘τανε, τι να σου πω τώρα, να ‘τανε ένα στρέμμα, ας πούμε; Ήτανε μεγάλο. Κι είχε κάτι δέντρα εκεί. Το ‘χω ψάξει, το ‘χω βρει κι αυτό στο Google, υπάρχει. Δίπλα ήτανε θυμάμαι μία φάρμα, την είχανε κάτι Γερμανοί που εκτρέφανε αγελάδες και ήτανε κολλητά δίπλα στο σπίτι μας – φάρμα, βέβαια, η οποία δεν ενοχλούσε, δηλαδή προς Θεού, δεν ήταν κάτι το οποίο ενόσω θυμάμαι μύριζε κάτι, αυτό, τίποτα έτσι; Και εκεί, αυτό το σπίτι ήτανε στην αρχή του χωριού, ήτανε δηλαδή λίγο, λίγο, έτσι, σαν εξοχικό. Απέναντι μετά θυμάμαι κι ήτανε μια οικογένεια με Γερμανούς και υπάρχει κάποια φωτογραφία με τους άνθρωπους οι οποίοι, λογικά δεν υπάρχουνε πλέον αυτοί στη ζωή ήτανε τότε μεγάλοι άνθρωποι, δηλαδή μιλάμε το '70 ήτανε, πρέπει να ‘τανε καμιά εξηνταπενταριά χρονώ τότε και μέναμε εκεί. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει ένα γκαράζ επειδή ήτανε έτσι λίγο ψιμιδευτός, και πιάνανε τα χέρια του, ήτανε μερακλής κι είχε φτιάξει ένα γκαράζ με καδρόνια με ξύλα, δηλαδή σαν αυτά που βλέπουμε εδώ, ένα γκαράζ για να βάζει τ' αυτοκίνητο. Είχαμε στην αρχή ένα NSU Prinz, ένα πεντακοσάρι αυτοκίνητο, πεντακόσια κυβικά το οποίο ήτανε αερόψυκτο, το λέω αυτό γι’ αυτούς που ξέρουνε τεχνικά και μηχανικά, αερόψυκτο, δίχρονο νομίζω και είχε πίσω τη μηχανή, το οποίο μας είχε αφήσει κάποιες φορές, δηλαδή είχε προβλήματα. Θυμάμαι μια φορά και μας είχε αφήσει στον δρόμο, κλπ. Και μετά αγόρασε ένα Opel Kadett του ‘71 μοντέλο, τo 'χε αγοράσει, ήταν τότε νομίζω ένα-δυο χρονών τ’ αυτοκίνητο γιατί εκεί τ’ αλλάζανε τ’ αυτοκίνητα, στα δυο τρία χρόνια τ’ αλλάζανε οι Γερμανοί και παίρνανε καινούρια και τo ‘χε αγοράσει αυτό το αυτοκίνητο τότε, πολύ καλό το οποίο συμπτωματικά πέρυσι είχε βγει ένα περιοδικό, δεν θυμάμαι ποιο [00:30:00]περιοδικό ήτανε εδώ και είχε κάποιες μινιατούρες και το πρώτο τεύχος το οποίο ήτανε έτσι σαν διαφημιστικό είχε ακριβώς αυτό το αυτοκίνητο. Αλλά όταν λέω ακριβώς, ακριβώς. Ένα σιέλ χρώμα δίπορτο, ακριβώς το ίδιο! Και ήτανε το ίδιο μοντέλο, ίδια έκδοση. Γιατί εμάς, εντάξει, ήτανε μια απλή έκδοση αυτοκινήτου που αυτό το μοντελάκι ήτανε ακριβώς το ίδιο σε κλίμακα ένα προς σαράντα τρία και πήγα και τ' αγόρασα και το 'χω τώρα στο σπίτι εδώ και μάλιστα υπήρχε και μια λεπτομέρεια, ο πατέρας μου το ‘χε πισσάρει από κάτω τ’ αυτοκίνητο, του ‘χε κάνει μια μαύρη γραμμή, ήτανε σιέλ ανοικτό, του ‘χε κάνει μια μαύρη γραμμή, επειδή τα πισσέρνανε τότε τα αυτοκίνητα, εκείνη την εποχή, για προστασία από το χιόνι και από το αλάτι που ρίχνανε στους δρόμους τότε για τα χιόνια, το ‘χε πισσάρει κι ήκανε έτσι από κάτω μια μαύρη γραμμή κι έκατσα και το ‘φτιαξα αυτό το μοντελάκι ακριβώς έτσι για να το κάνω πιστό αντίγραφο, αλλά ήτανε πιστό αντίγραφο! Έπιασα μέχρι και με το μεγεθυντικό φακό και είδα κάποιες λεπτομέρειες, επειδή είναι μικρό, είναι σε κλίμακα ένα προς σαράντα τρία κι είναι μικρό, μικρούλι, πιο μικρό από ένα πακέτο τσιγάρα, για να δω και είναι ακριβώς αυτό το οποίο είχαμε τότε. Εκεί, λοιπόν, δίπλα από το σπίτι το δικό μας, έμενε μια ηλικιωμένη κυρία σ' ένα παρόμοιο σπίτι, πάλι έτσι ένα μικρούλι, το οποίο βέβαια αυτό το είχανε και ψιλοανακαινίσει θυμάμαι, του ‘χανε κάνει έτσι μια επένδυση απ' έξω, σα να του ‘χανε βάλει τούβλα, αλλά ήτανε κάτι σαν κολλητά, ας πούμε έτσι, σαν πισσόχαρτο χοντρό, εν πάση περιπτώσει, το 'χανε φτιάξει όμορφα. Αυτή ήτανε ανύπαντρη, δεν είχε παιδιά, πρέπει να είχε κάποιους κληρονόμους και κάποια στιγμή πέθανε. Αυτό πρέπει να έγινε το ‘72 ή το ‘73. Η μνήμη μου πιο πολύ μου λέει το ‘72. Και κάποιοι κληρονόμοι το πουλάγανε το σπίτι. Και το πουλάγανε είκοσι δύο χιλιάδες μάρκα. Ο πατέρας μου φαίνεται τα χρήματα αυτά τα είχε και εκδήλωσε ενδιαφέρον να το πάρει κι ήθελε να το πάρει. Που αυτό σημαίνει ότι δεν είχε σκοπό να φύγει αυτός από τη Γερμανία. Είχε σκοπό να μείνει μόνιμα εκεί. Και άτυπα συμφωνήσανε για να το πάρει το σπίτι. Να τ' αγοράσει. Στην πορεία, όμως, βρέθηκε τώρα, δε θυμάμαι ακριβώς, μάλλον δεν ξέρω ακριβώς, κάποια διαθήκη, κάποιος όρος, που, εάν αυτό το σπίτι πουλιότανε, έπρεπε κάποιοι άλλοι συγγενείς τώρα, να προτιμηθούνε για να το πάρουνε κι αν αυτοί εκδηλώνανε ενδιαφέρον, ήτανε, προηγούτανε αυτοί για να τ' αγοράσουνε. Διαφορετικά, ήτανε ελεύθερο το σπίτι να τ’ αγοράσει οποιοσδήποτε. Και, δυστυχώς, αυτοί εκδηλώσανε ενδιαφέρον και δεν μπόρεσε να το πάρει ο πατέρας μου κι έτσι δεν αποκτήθηκε ποτέ αυτό. Την εποχή, λοιπόν, που ζούσαμε εκεί, είχε φτιάξει αυτός μάλιστα και κάποια κουνέλια εκεί και είχε και εκτρέφαμε, είχα κάτι γάτες εγώ, είχε κι από πίσω είχε ένα μεγάλο δάσος γιατί εκεί υπήρχανε πολλά δάση και πηγαίναμε πολλές φορές και κάναμε βόλτα. Μια φορά, θυμάμαι, κι έπιασε ο πατέρας μου δυο, μάλλον έναν λαγό. Ήτανε δυο λαγοί και παλεύανε σε κάτι χόρτα και πήγε αυτός, τσάκωσε τον ένα, ο άλλος πρόλαβε και του 'φυγε. Και εκεί, λοιπόν, τότε είχανε γίνει κάποια αεροπορικά δυστυχήματα, τα οποία, μάλλον δεν είχανε γίνει εκεί, είχαν συμβεί, τα οποία τα 'χε δείξει η τηλεόραση, υπήρχε τηλεόραση από τότε, είχαμε τηλεόραση, τις παλιές τηλεοράσεις, αυτές με τις λυχνίες από πίσω που ήτανε κάτι μπαούλα, ας πούμε, ξύλινες, την πατούσες ν' ανάψει και έκανε κανένα δεκάλεπτο μέχρι να ζεσταθεί ν' ανάψει, και κάτι λάμπες από πίσω, ασπρόμαυρη βέβαια τότε κι εκεί, και τα βλέπαμε στην τηλεόραση. Δυο κανάλια είχε, το CDF και το ARD, Δηλαδή όπως λέμε το CDF, όπως λέμε ΕΡΤ2 και ARD ήτανε το ΕΡΤ1. Δύο κανάλια υπήρχανε τότε και εκεί. Κρατικά, τίποτα άλλο. Λοιπόν, έδειχνε στις ειδήσεις κανένα δυο αεροπορικά δυστυχήματα, εμένα μ' έπιασε ένας φόβος. Και συμπωματικά πάνω από εκείνη την περιοχή, πετάγανε αεροπλάνα τα οποία προφανώς παίρνανε θέσεις για να προσγειωθούνε στο αεροδρόμιο του Porz, το οποίο δεν ήτανε και πάρα πολύ μακριά, δηλαδή μπορεί να ήτανε είκοσι χιλιόμετρα, δηλαδή σαν να λέμε, ας πούμε, ότι μέναμε στο Ηράκλειο, μάλλον, συγγνώμη, σαν να λέμε ότι μέναμε στσι Γούβες και έρχονται τα τσάρτερ για να προσγειωθούνε στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου που τα βλέπομε, ας πούμε, και περνάνε πάνω από τσι Γούβες κάθε φορά που πάμε το καλοκαίρι στη θάλασσα και περνάνε τα αεροπλάνα. Κάτι τέτοιο. Εμένα μ' έπιασε φόβος και μόλις περνούσε αεροπλάνο από πάνω μας, νόμιζα ότι θα, θα 'πεφτε το αεροπλάνο. Είχα πάθει ψύχωση, φοβία. Η οποία, την απέβαλα, όταν το ‘74 μετακομίσαμε μετά στο τελευταίο σπίτι που μέναμε μέχρι και που γυρίσαμε εδώ στην Ελλάδα, μέσα στο Bergisch Gladbach.
Εκεί, πλέον, δεν υπήρχανε αυτά και μου έφυγε αυτός ο φόβος που είχα. Μετακομίσαμε το ‘74 στο Bergisch Gladbach, στην Odenthaler Straße, 169 νούμερο. Το θυμάμαι, υπάρχει αυτό το σπίτι ακόμα και μέναμε στο ισόγειο τότε. Ήτανε μια περιοχή, σα να λέμε εδώ στο Ηράκλειο… Σαν να λέμε, ας πούμε, προς τον Πόρο, κάπως έτσι δηλαδή σ' ένα κεντρικό κατά κάποιο δρόμο, σαν να λέμε, ας πούμε, στην Ικάρου, κάπως έτσι, στην Εθνικής Αντιστάσεως, κάτι τέτοιο, ας πούμε έτσι, μια τέτοια μορφή. Υπάρχει αυτό το σπίτι ακόμα, το 'χω βρει και αυτό στο Google Earth και μάλιστα στο Facebook έχω μπει σε μία σελίδα που, είναι γι’ αυτούς που μένανε ή που μένουνε σ' αυτή την πόλη. Ένας φίλος μου και συγχωριανός, μια οικογένεια οι οποίοι μένουνε ακόμα εκεί και τα παιδιά τώρα είναι στην ηλικία τη δικιά μου και που μέσω του Facebook έχουμε ξαναβρεθεί κλπ. Μ' έχει βάλει σ' αυτήν τη σελίδα, και είχα πριν μερικούς μήνες, είχα κάνει μια μίνι αναφορά, ένα μίνι βιογραφικό, ας το πούμε, της ζωής μου στα γερμανικά και το 'βαλα στη σελίδα και έλεγα, ξέρω 'γω: «Γεια σας, φίλοι μου, ας πούμε, είμαι ο τάδε, έμενα εκεί, αναγκαστήκαμε να φύγομε λόγω μιας αρρώστιας του πατέρα μου εδώ στην Ελλάδα και έχω πολύ δυνατές μνήμες και παρακαλώ όποιος έχει φωτογραφίες απ' αυτά, απ' αυτά, απ' αυτά και απ' αυτά -κατονόμασα κάποια σημεία, ας πούμε, τοποθεσίες, μαγαζιά, κάποια σημεία της περιοχής- να μου στείλει φωτογραφίες στο messenger». Μία κυρία, λοιπόν, την οποία προφανώς δεν την ήξερα, μου έστειλε φωτογραφίες, πήγε η καημένη κι έβγαλε φωτογραφίες του σπιθιού, προφανώς έμενε εκεί κοντά, βέβαια βρήκα και καναδυό άλλους ανθρώπους οι οποίοι μέναμε πριν από μας σ' αυτό το σπίτι που ούτε τους ήξερα. Όταν είπα εγώ Odenthaler Straße 169 κάποιοι το είδανε κι είπανε ότι: «Nαι, εμείς μέναμε εκεί μέχρι το ‘73», λέω, «Εμείς πήγαμε το ‘74 άρα πιθανότατα φύγατε εσείς, πήγαμε εμείς», ανθρώπους που δεν τους ξέρω, και το, μου 'στειλε αυτή η κυρία κάποιες φωτογραφίες τωρινές του σπιτιού, του δρόμου και πιο πάνω που ήτανε ένα σχολειό, το οποίο ήτανε και το πρώτο σχολειό που πήγα. Και μάλιστα μου τράβηξε και μια φωτογραφία στην είσοδο, με τον αριθμό 169 που ήτανε ένα μεταλλικό ανάγλυφο, έτσι σαν επιβεβαίωση ότι είναι το σπίτι που μέναμε. Τώρα πριν από δυο τρεις μήνες έγινε αυτό. Μετακομίσαμε, λοιπόν, εκεί, εγώ στο σχολειό πήγα το ‘72, όταν μέναμε στο Herkenrath πήγα πρώτη φορά στο σχολείο που ήτανε πιο πάνω από το σπίτι της Odenthaler Straße που λέω ότι ήτανε το τελευταίο μας σπίτι και θυμάμαι αξέχαστα την πρώτη μέρα που 'θελα να πάω στο σχολείο και δεν ήθελα να πάω, έκλαιγα. Κλάμα! Δεν ήθελα να πάω με τίποτα και 'γω και κάποια άλλα παιδιά, Ελληνάκια. Πήγα σ' Ελληνικό, πήγαινα σ' Ελληνικό σχολειό, υπήρχε Ελληνικό σχολειό και κάναμε μία ώρα τη μέρα κάναμε Γερμανικά. Μία ώρα τη μέρα, μία ώρα κάθε δυο μέρες, τέλος πάντων κάναμε και Γερμανικά. Ήτανε μια κυρία δασκάλα, Frau Kaizer, δεν θυμάμαι, που μας [00:40:00]έκανε τα γερμανικά. Στο διάστημα, βέβαια, αυτό είχαμε κατέβει στην Ελλάδα μία φορά, το 1971, διακοπές και εγώ τότε ήμουνα το ‘71 πέντε χρονών. Καλοκαίρι του ‘71 ακριβώς πέντε χρονών.
Θυμάμαι, ξεκινάγαμε πάλι από το Porz, το Porz είναι η περιοχή του αεροδρομίου της Κολωνίας, Φρανκφούρτη μισή ώρα απόσταση, περίπου σαν από 'δω στην Αθήνα, μετά Φρανκφούρτη-Αθήνα δυόμισι ώρες ταξίδι και Αθήνα-Ηράκλειο μισή ώρα. Ξεκινάγαμε το πρωί, φτάναμε το βράδυ εδώ. Τότε, όταν ερχόμαστε, το ‘71 θυμάμαι κι ήμαστε στο Ελληνικό νύχτα, ήτανε νύχτα και επιβιβαστήκαμε σ' ένα ελικοφόρο αεροπλάνο τότε, εκείνης της εποχής για να 'ρθουμε κάτω. Καθώς, λοιπόν, ξεκίνησε το αεροπλάνο να, για ν' απογειωθεί, δε μπορούσε ν΄ απογειωθεί. Έκανε προσπάθειες ο πιλότος, μια δυο τρεις, δεν μπορούσε και βγάζει μια ανακοίνωση ότι έχει κάποιο θέμα το αεροπλάνο και θα επιστρέψομε, δηλαδή θα κατέβομε για να μπούμε σε άλλο αεροπλάνο. Όλοι φοβηθήκανε τότε, σου λέει «Ω, και τι και μην πάθομε τίποτα». Εγώ, λοιπόν, κατεβαίνοντας, επειδή ήτανε συγκεκριμένες θέσεις από τότε, συγκεκριμένες θέσεις που καθότανε ο καθένας, δεν καθόσουνα, όπως και τώρα, έτσι συγκεκριμένες θέσεις. Έβαλα ένα σημάδι στο παράθυρο. Κάτι, ρε παιδί μου, ένα πλαστικό, ας πούμε, του αεροπλάνου που είχε σπάσει, κανένα σημαδάκι στη συγκεκριμένη θέση. Μετά από καμιά ώρα μας επιβιβάσανε σε ένα άλλο, το ίδιο ακριβώς τύπου αεροπλάνο, το οποίο δεν ήτανε το ίδιο και λέγανε τότε κι δικοί μου και άλλοι γιατί ο κόσμος ήτανε: «Ου, κι αυτό θα 'ναι το ίδιο και άραγε δε το φτιάξανε καλά;» και τους λέω εγώ τότε πέντε χρονών: «Δεν είναι το ίδιο, γιατί εγώ έχω βάλει εδώ ένα σημάδι κι αυτό δεν υπάρχει σ' αυτό το αεροπλάνο. Συγκεκριμένη θέση. Άρα δεν είναι το ίδιο. Είναι άλλο». Και ήρθαμε εδώ. Θυμάμαι τότε και πρέπει να κάτσαμε εδώ τρεις βδομάδες, έναν μήνα, δε θυμάμαι, και εντωμεταξύ εγώ αρρώστησα τότε, έπαθα γαστρεντερίτιδα, δεν θυμάμαι τι έπαθα και με πήγανε εδώ σε μια κλινική, νομίζω τη Πολυκλινική, δεν θυμάμαι ούτε ποια ήτανε. Και έκανα εκεί καμιά βδομάδα, φαίνεται ότι με πείραξε τώρα το κλίμα, ναι εντάξει. Πιθανόν κι η διατροφή και όλα αυτά, γιατί είχα συνηθίσει άλλα πράγματα και, θυμάμαι, τότε και καθόμασταν στο χωριό και ζητούσα, ήθελα, λέει, να φάω σαλάμι. Και καθόμουνα –το σπίτι μας ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο στην Αγία Βαρβάρα, ήτανε από κάτω μαγαζί κι από πάνω σπίτι και καθόμασταν, το ‘χαμε κάνει τότε το μαγαζί, επειδή το σπίτι ήτανε νοικιασμένο, καθόμαστε από κάτω στο μαγαζί το οποίο το 'χαμε διαμορφώσει σαν σπίτι, ας πούμε, και μέναμε τώρα τον ένα μήνα που θα μέναμε εδώ στην Ελλάδα. Και καθόμασταν εκεί και θυμάμαι τον πατέρα μου αξέχαστα και κάποιους άλλους εκεί συγγενείς, χωριανούς, κι έκλαιγα εγώ κι ήθελα σαλάμι, σαλάμι, σαλάμι. Μέχρι και πήγε ο πατέρας μου απέναντι από ένα μπακάλικο που 'τανε ακριβώς στο σπίτι μας απέναντι και μου πήρε ένα σαλάμι και ησύχασα. Η επόμενη φορά που κατεβήκαμε στην Ελλάδα ήτανε το 1974. Το καλοκαίρι του ‘74 που ήτανε τα γεγονότα της Κύπρου. Εμείς τότε είχαμε βγάλει εισιτήρια με Lufthansa, γερμανικιά εταιρεία. Το πρωί που ήτανε να ταξιδέψομε, μάλλον αποβραδίς, είχαμε πάει ό,τι εναπομείναντα είχε, ρε παιδί μου, το ψυγείο επειδή θα κάναμε εδώ κανά μήνα και είχαμε κλείσει το ρεύμα, όλα αυτά, τα 'χαμε πάει εκεί στη Γερμανία τώρα εκεί που μέναμε στο σπίτι παραδίπλα. Στο δίπλα στενό έμενε μια κουμπάρα μας και -Ελληνίδα κι αυτή χωριανή μας- και τσι τα 'χαμε πάει όλα εκεί τα πράγματα, ρε παιδί μου, λέω: «Πάρετε τα, φάτε τα εσείς -είχανε πει οι δικοί μου- εμείς θα λείπομε ένα μήνα». Φεύγομε, λοιπόν, το πρωί πάλι, ξανά το ίδιο δρομολόγιο. Porz-Αθήνα, Αθήνα, συγγνώμη, Porz-Φρανκφούρτη, Φανκφούρτη-Αθήνα. Να κάνω μια παρένθεση και να πω για το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης τότε, το οποίο το θυμάμαι, τότε ήμουνα οκτώ χρονών, ήτανε τεράστιο αεροδρόμιο, τεράστιο. Στο Porz είχε φυσούνες που έμπαινες κατευθείαν μέσα στο αεροπλάνο. Το άλλο αεροδρόμιο ήταν πιο παραδοσιακό τότε και θυμάμαι και μας έπαιρνε από το κτήριο, είχε μέσα, κάτω από το κτήριο του αεροδρομίου περνούσε σιδηροδρομικός σταθμός. Εμείς, μας έπαιρνε το λεωφορείο για να μας πάει στο αεροπλάνο και προχωρούσες, προχωρούσες κι έβλεπες αεροπλάνα σταματημένα κι έβλεπες, ξέρω 'γω ας πούμε, Lufthansa, Ολυμπιακή, British Airways, αυτές οι εταιρείες που είχανε τότε, οι κλασσικές εταιρείες. Και βλέπαμε, ας πούμε, Lufthansa, και λέμε: «Να, αυτό είναι το αεροπλάνο το δικό μας». Τίποτα. Περνούσαμε κι άλλο, κι άλλο και μπορεί να πηγαίναμε μισή ώρα μέσα στην πίστα του αεροδρομίου μέχρι να πάμε στο αεροπλάνο. Δηλαδή μπορεί να 'τανε διακόσα αεροπλάνα, δεν ξέρω. Μπα τεράστιο. Ένα αχανές πράγμα. Το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Από τότε. Εκείνο, λοιπόν, το ταξίδι, ήταν καλοκαίρι του, Ιούλιο του '74. Ξεκινάμε 'μεις –εντάξει, φύγαμε το πρωί, όπως είπα, και πήγαμε στη Φρανκφούρτη, από τη Φρανκφούρτη μετά το άλλο αεροπλάνο και συγκεκριμένα ήτανε ένα Boing-727, το θυμάμαι εγώ, το οποίο είχε τους κινητήρες πίσω –ήτανε ένα μοντέλο εκείνης της εποχής- για να 'ρθομε στην Αθήνα. Ο καιρός ήτανε απόλυτα καθαρός. Ήταν μια πολύ καλή μέρα. Εγώ τότε ήμουνα οκτώ χρονώ. Καθόμουνα από την πλευρά του παραθύρου. Όταν ήμασταν σ' ένα πολύ μεγάλο ύψος, πάνω από την Κέρκυρα, δηλαδή μόλις μπαίναμε στον Ελληνικό εναέριο χώρο. Από κάτω θυμάμαι το νησί την Κέρκυρα, γιατί από εκεί ερχόταν τ' αεροπλάνο, όπως τη βλέπομε τώρα στο Google Earth, ένα τέτοιο πράγμα από ένα τεράστιο ύψος. Μόλις λοιπόν, ερχόμασταν εμείς μεταξύ Κέρκυρας και Ελλάδας, δηλαδή από την ανατολική πλευρά της Κέρκυρας, βλέπω τ’ αεροπλάνο και κάνει μία στροφή εκατόν ογδόντα μοίρες και γυρνάει πίσω. Και παρά το ότι είμαι παιδί, λέω 'γω: «Γυρίζει πίσω τ' αεροπλάνο! Ήστριψε τ’ αεροπλάνο!». Δε προλαβαίνω να το πω και βγάζει ο πιλότος ανακοίνωση ότι λόγω των γεγονότων που συνέβαιναν τότε εδώ με το πραξικόπημα της Κύπρου και όλα αυτά, απαγορεύεται σε ξένο αεροπλάνο να εισέλθει στον Ελληνικό εναέριο χώρο. Δε μας επιτρέπουνε και επιστρέφουμε πίσω. Εκεί να δεις! Στο αεροπλάνο βρίσκονταν πολλοί Έλληνες. Θυμάμαι αξέχαστα ένας κύριος κι ήτανε από την Αυστραλία είχε έρθει. Είκοσι τέσσερις ώρες ταξίδι! Δεν ξέρω με πόσες ενδιάμεσες στάσεις τότε. Και να, οι γυναίκες να κλαίνε και να λένε: «Ώφου και θα πέσει το αεροπλάνο και δεν θα έχομε καύσιμα», οι αεροσυνοδοί να λένε: «Μην ανησυχείτε μα εμείς έχομε εφοδιαστεί με καύσιμα και για να γυρίσομε πίσω. Μην ανησυχείτε». Λέει: «Πάμε στη Ρώμη. Επιστρέφομε πίσω με προορισμό Ρώμη». Όταν φτάναμε προς τη Ρώμη, λέει ο πιλότος «Δε μας δίνουνε άδεια να προσγειωθούμε στη Ρώμη, επιστρέφουμε Μόναχο». Όταν φτάναμε στο Μόναχο, λέει: «Δε μας δίνουνε άδεια ούτε στο Μόναχο, θα επιστρέψουμε στη Φρανκφούρτη». Κι επιστρέψαμε στη Φρανκφούρτη, πρέπει να 'τανε ένα ταξίδι τουλάχιστον –γιατί εντάξει, ήτανε δυόμιση ώρες Φρανκφούρτη-Αθήνα, εμείς είχαμε φτάσει ήδη στην Κέρκυρα αλλά είχαμε διανύσει δυο ώρες κι άλλες δυο τέσσερις, τουλάχιστον πέντε ώρες ήτανε γιατί πήγαμε πρώτα Ρώμη και μετά λοξοδρομήσαμε. Μπορεί να 'τανε και έξι ώρες ταξίδι. Κι είχανε βουλώσει τ' αυτιά μας. Και να 'ναι τότε αυτός ο άνθρωπος, θυμάμαι αξέχαστα από την Αυστραλία, Έλληνας, και να λέει: «Κλείνετε τη μύτη σας, πιέζετε την αναπνοή σας, να ξεβουλώνουνε τ' αυτιά». Επιστρέφαμε πίσω, τι να κάνομε, ο κόσμος αναστατωμένος. Κάποιοι οι οποίοι ήταν από μακριά, ας πούμε, όπως αυτός ο άνθρωπος, σου λέει: «Τώρα που να γυρίσω εγώ στην Αυστραλία, δε γίνεται». Ψάχνανε να βρούνε εισιτήρια για να 'ρθούνε με άλλη, με Ολυμπιακή, εμείς τώρα, μας επέστρεψε η Lufthansa πίσω δωρεάν στο Porz με άλλο αεροπλάνο κι επιστρέψαμε το απόγευμα της ίδιας μέρας ξανά στο σπίτι. Και με στέλνουνε οι δικοί μου να πάω στση κουμπάρας να πάω να πάρω τα πράματα του σπιτιού για να ξαναφάμε. Γιατί δεν είχαμε τίποτα να φάμε, κλειστό το ψυγείο. Η γυναίκα έμεινε άναυδη, εθαρρούσε πως είμαι κανά φάντασμα, λέει: «Τι κάνεις εσύ εδώ; Τώρα δεν έπρεπε να 'σουνα στην Ελλάδα;» και μετά τση 'παμε εκείνη την ιστορία. Μια βδομάδα μετά κλείσαμε ξανά εισιτήρια με Ολυμπιακή πλέον για να αποφύγουμε οποιαδήποτε ανωμαλία πάλι και διαταραχή και ήρθαμε στην Ελλάδα, χάσαμε βέβαια μια βδομάδα απ' τσι διακοπές. Και θυμάμαι τότε και πετάγαμε από Αθήνα-Ηράκλειο, πάλι η διαδρομή ήτανε στάνταρ, [00:50:00]Porz-Φρανκφούρτη, Φρανκφούρτη-Αθήνα, Αθήνα-Ηράκλειο. Από Αθήνα για Ηράκλειο πετάξαμε με ένα Jumbo-747, το θυμάμαι τότε, ήταν φίσκα κόσμος, ήταν κατακαλόκαιρο και μάλιστα ήτανε κι ένα συνεργείο τηλεοπτικό γερμανικό με κάποιο δημοσιογράφο, έτσι αχνά τόνε θυμάμαι που έκανε μια εκπομπή, είχε κατέβει εδώ στο Ηράκλειο να κάνει στην Κρήτη μια εκπομπή, κάτι γυρίσματα, την οποία αυτή την εκπομπή, αυτό το επεισόδιο το είδαμε εμείς μετά όταν γυρίσαμε στην Γερμανία. Ήρθαμε εδώ, κάτσαμε τρεις βδομάδες και επιστρέψαμε πίσω. Τότε, λοιπόν, που ήμασταν εδώ, εντάξει εγώ ήμουνα μόνος, μοναχοπαίδι, είχα ξαδέρφια στο χωριό και θυμάμαι ένας ξάδερφός μου, ο οποίος είναι έξι χρόνια πιο μεγάλος από μένα είχε κάνει στο σπίτι τους από πίσω, είχε διοργανώσει έτσι ένα κέντρο διασκεδάσεως και είχε βάλει κάτι καφάσια και κάτι αυτά και κάναμε εκεί τα παιδιά και παίζαμε και τότε είχε βγει, το ΄74, το τραγούδι το «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο» και με βάζανε εμένα και το τραγουδούσα και διασκεδάζαμε. Αποκόμισα, λοιπόν, εγώ κάποια καλά στοιχεία από εδώ, ξέρεις, παρέα, παιδιά, ξαδέρφια, λίγο πιο ανέμελα εδώ, δεν υπήρχανε σχολειά και λοιπά. Αποκόμισα κάποια καλά στοιχεία, τα οποία, έχει σημασία σε κάτι που θα πω παρακάτω, αποκόμισα μια καλή εικόνα. Τέλος πάντων, όλα καλά, γυρίσαμε πίσω, τελειώσανε οι διακοπές, γυρίσαμε πίσω στην Γερμανία.
Πρέπει να 'τανε Αύγουστος, ας πούμε, τέλη Αυγούστου του '74. Εκεί τώρα ξεκινάει ένας Γολγοθάς... Ο πατέρας μου κάποια στιγμή ανακάλυψε εδώ, στην δεξιά πλευρά, στον λαιμό του στο πλάι ένα πράμα σαν καρύδι, έναν όγκο και πήγε στο γιατρό λέει: «Εντάξει», τότε ο κόσμος δεν ήταν πολύ υποψιασμένος σε κακά γεγονότα κι αυτά, τέλος πάντων, πήγε στον γιατρό, έκανε εξετάσεις, λέει: «Πρέπει να αφαιρεθεί». Υποψιαστήκαμε ότι μπορεί να 'τανε καρκίνος, όπως και δυστυχώς βέβαια τελικά ήτανε και πρέπει να αφαιρεθεί και προγραμματίσαμε να κάνει εγχείρηση. Αυτός κάπνιζε και τότε που έκαμε την εγχείρηση ήταν και η τελευταία φορά που κάπνισε, δεν ξανακάπνισε μετά, του 'πανε ότι δεν πρέπει και να καπνίζει και δεν ξανακάπνισε, όντως δεν ξανακάπνισε ποτέ. Και πήγε σε ένα, προγραμματίσαμε να πάει σε ένα νοσοκομείο, το Holweide λεγότανε, το οποίο πρέπει να υπάρχει ακόμα, 'χω βρει και αυτό, όλα, όλα αυτά τώρα που λέω τα ΄χω βρει και στο Google Earth, το οποίο ήτανε στην Κολωνία, δηλαδή μεταξύ Gladbach μέναμε και Κολωνίας έξι - εφτά χιλιόμετρα απ' το σπίτι μας, ας πούμε, για να κάνει αυτή την επέμβαση και εισήχθη μέσα 30 Οκτωβρίου του '74. Ο γιατρός που τον ανάλαβε ήταν ένας καθηγητής, ήταν στον όγδοο όροφο του νοσοκομείου και ο καθηγητής λεγόταν Mezger ή κάπως έτσι, δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη. Metzger σημαίνει -για να γελάσουμε και λίγο- στα γερμανικά «χασάπης», όνομα και πράμα! Τέλος πάντων, του 'κανε την εγχείρηση, κράτησε τρεις ώρες η εγχείρηση στον λαιμό. Δυστυχώς ήτανε κακοήθης στον λεμφαδένα, έμεινε έναν μήνα μες στο νοσοκομείο, βέβαια αξίζει να πω ότι ούτε μία μέρα δεν μας επιτρέψανε να μείνουμε εμείς μέσα στο νοσοκομείο, δηλαδή αυτό το οποίο γινότανε, που γίνεται εδώ με συνοδούς, εκεί δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Εκεί ήτανε οι ασθενείς, είχανε δίπλα κουμπί, όπως έχουνε κι εδώ τώρα, ας πούμε, για να ‘ρθει η νοσοκόμα, ο γιατρός, με το που πατούσες το κουμπί στο λεπτό απάνω είχε έρθει η νοσοκόμα, ο γιατρός, όποιος ήτανε. Δεν υπήρχε εκεί συνοδός, ο πατέρας μου, ας πούμε, τον θυμάμαι, γιατί πηγαίναμε με την μάνα μου κάθε μέρα και τόνε βλέπαμε, θυμάμαι πήγαμε και την πρώτη μέρα μετά την εγχείρηση το απόγευμα, ήτανε στο κρεβάτι με ορούς, μ’ όλα αυτά, δεν επιτράπηκε σε κανέναν, υπήρχε επισκεπτήριο και φεύγαμε. Και μάλιστα υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα που μαζευότανε όλοι οι επισκέπτες και καπνίζανε κι όλα αυτά γιατί, εντάξει, επιτρεπόταν τότε το τσιγάρο σε κάποιους χώρους και θυμάμαι εγώ και καθόμουν εκεί και έπαιζα, ήταν έτσι κάτι αυτά κι έπαιζα κι έκανα ότι οδηγούσα κι αυτά. Κάθε μέρα πηγαίναμε εκεί, κάθε μέρα, κάθε μέρα για τριάντα μέρες γιατί του κάνανε και μετά ακτινοβολίες στο σημείο αυτό μετά που συνήλθε, ας πούμε, από μερικές μέρες, κάναμε κάποια θεραπεία και φύγαμε τριάντα μέρες μετά έφυγε αυτός από 'κει. Δεν ξαναπήγε βέβαια στη δουλειά, ενώ ήτανε πολύ καλός στη δουλειά του και το εργοστάσιο, το Fröhling, δεν ήθελε, ας πούμε, να τόνε χάσει από υπάλληλο, δεν γινότανε, κάποια στιγμή του βγάλανε σύνταξη αναπηρική και στους πέντε μήνες απάνω, τον Μάρτη του '75 πρέπει να 'τανε, αν θυμάμαι καλά πρέπει να 'τανε εκεί κοντά στις 25 Μαρτίου, πονούσε στην κοιλιά στην δεξιά πλευρά, πόνους ανυπόφορους δυο - τρεις μέρες, θεωρούσε ότι ήταν τίποτα σκωληκοειδίτης και πάει στον γιατρό και διαπιστώνουνε ότι είχε μάλλον κάνει κάποια μετάσταση στην κοιλιά τώρα; Στους λεμφαδένες ή στο παχύ έντερο; Εγώ ήξερα παχύ έντερο, αλλά μάλλον μου ΄πε δεν πρέπει να 'τανε παχύ έντερο, πρέπει να 'ταν λεμφαδένας κι έχει κάνει μετάσταση και ξανακάνει εισαγωγή στο Καθολικό Νοσοκομείο στο Gladbach, σ' ένα άλλο νοσοκομείο. Κάνει επέμβαση, πρέπει να 'τανε και στην εντατική τότε καμιά βδομάδα, έκαμε καμιά δεκαπενταριά μέρες στο νοσοκομείο. Και συνεχιζότανε μετά η κατάσταση με θεραπείες, με ακτινοβολίες, με χημειοθεραπείες. Θυμάμαι τότε και του 'χανε πει ότι θα του πέφτανε τα μαλλιά. Τώρα απ' ό,τι ακούω αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν τέτοιου είδους θεραπείες τους βάζουν κάποια κουκούλα να μην πέφτουν τα μαλλιά τους και εδώ, εκεί δεν υπήρχανε ακόμα αυτά τα πράγματα και λέγαν θα πέφτανε τα μαλλιά και πάει, λέει, για να φτιάξει κάποια περούκα πριν του πέσουνε για να τη φορεί, ας πούμε, με τα μαλλιά έτσι ακριβώς όπως ήτανε. Η οποία δεν χρειάστηκε, δεν έπεσε τίποτα. Είχε κάποια πολύ καλά γιατί και τα δόντια του ήταν πολύ γερά και τα μαλλιά, εντάξει, του ‘χανε φύγει λίγο τα μαλλιά φυσιολογικά λόγω της ηλικίας, αλλά δεν του πέσανε τα μαλλιά. Και θυμάμαι και πήγαινε σ' ένα νοσοκομείο στο Merheim -το Merheim ήταν κι αυτό στην Κολωνία κοντά- κι έκανε κάποιες ηλεκτροθεραπείες, ακτινοβολίες μέρα παρά μέρα και θυμάμαι αξέχαστα ότι ερχόταν ένα Μερσεντές εκείνης της εποχής επιβατικό αυτοκίνητο, πολιτικό αυτοκίνητο, το οποίο, όμως, ήταν της ασφάλειας, δηλαδή της ασφάλειας εννοώ του ΙΚΑ της Γερμανίας. Τον έπαιρνε, τόνε πήγαινε εκεί, τόνε περίμενε ξέρω 'γώ μισή ώρα, μια ώρα πόσο έκανε θεραπεία και μετά τόνε ξανάφερνε πίσω. Κάνα δυο φορές με είχε πάρει κι εμένα για βόλτα. Όλα αυτά βέβαια αξίζει να σημειώσω ότι ήτανε όλα δωρεάν! Το τι σημαίνει φακελάκι εκεί δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, δεν υφίσταται, όλα δωρεάν, πλήρες τα πάντα, δεν έδωσε ούτε ένα μάρκο -τότε που ήταν τα μάρκα εκεί- από την τσέπη του. Και κάποια στιγμή παρουσιάστηκε πάλι άλλος ένας όγκος στην αριστερή πλευρά στους λεμφαδένες που τον κουράρανε σ' ένα άλλο νοσοκομείο, στο Bensberg -το Bensberg ήτανε πάλι μία κωμόπολη μικρή δίπλα στο Gladbach, πιο μικρή απ΄ το Gladbach- τον κουράρανε εκεί και υποχώρησε αυτός με την χημειοθεραπεία. Και έτσι κύλησε η ζωή μας τα τρία χρόνια από το '74 μέχρι το '77 που ήρθαμε εδώ, στην Ελλάδα. Με μεταπτώσεις, πότε ήταν πιο καλά, πότε δεν ήτανε, εγώ δεν είχα καταλάβει να είμαι ειλικρινής την σοβαρότητα της κατάστασης. Αυτοί ξέρανε και η μάνα μου και ο πατέρας μου γιατί εκεί τα λέγανε όλα, εκεί σου λέει: «Ξέρεις έχεις αυτό και έχεις τόση διάρκεια ζωής» και όλα αυτά. Τα λέγανε εκεί ψυχρά οι γιατροί, δεν είναι σαν εδώ που τα κρύβουν ακόμα και τώρα, τότε τα λέγανε αυτοί εν ψυχρώ εκεί. Εντάξει, έτσι περάσανε κάπως τα τρία χρόνια. Εγώ μέναμε, όπως είχα πει, στην Odenthaler Straße, στο τελευταίο σπίτι στην, εκεί που μέναμε στην Γερμανία. Η μάνα μου δούλευε λίγο πιο πάνω, ήτανε ένα σουπερμάρκετ, το Ekazett, το οποίο υπάρχει σαν κτήριο τώρα, αλλά έχει μετονομαστεί -άλλη επιχείρηση προφανώς, αλλά πάλι σουπερμάρκετ είναι. Δούλευε κάποιες λίγες ώρες γιατί, εντάξει, και ο πατέρας μου ήθελε βοήθεια και έπρεπε μετά να είναι στο σπίτι να τόνε προσέχει. Εγώ πήγαινα στο σχολειό εκεί πιο πάνω απ' το σπίτι μας και απέναντι από το σουπερμάρκετ Ekazett ήταν το σχολείο που [01:00:00]πήγαινα και πήγα εκεί, πρέπει να πήγα πρώτη, δευτέρα, τρίτη. Τρίτη δημοτικού ή και τετάρτη δημοτικού και μετά έφυγα από 'κεi, δεν θυμάμαι τώρα για ποιον λόγο, μας μετακομίσανε το ελληνικό σχολείο κάπου αλλού και πήγα σ' ένα άλλο σχολειό, στο Ahonweg. Το Ahonweg ήταν ο δρόμος, η οδός που ήταν αυτό το σχολειό, μετακομίσαμε εκεί. Αξίζει, βέβαια, να πω ότι συνήθως εκεί τα παιδιά πηγαίνανε τα δύο πρώτα χρόνια σε ελληνικό σχολείο και μετά είθισται να πηγαίνουνε, το κράτος δηλαδή, σε γερμανικό σχολειό. Αν και υπήρχε το ελληνικό σχολειό για κάποια παιδιά μεγαλύτερα, γιατί κάποια παιδιά τότε δεν είχαν γεννηθεί στην Γερμανία, είχανε έρθει από την Ελλάδα, είχανε γεννηθεί εδώ και είχανε έρθει μετανάστες στην Γερμανία και υπήρχε ελληνικό σχολειό, εξατάξιο, αλλά... Είθισται τα παιδιά που ξεκινούσανε στο ελληνικό σχολειό, όπως εγώ, να πηγαίνουνε στο γερμανικό σχολειό μετά. Η μάνα μου, λοιπόν, επειδή ήξερε ότι ο πατέρας μου δεν είχε πολλή διάρκεια ζωής ακόμα κι ότι θα φεύγαμε, σου λέει: «Ν πάει τώρα το παιδί μου σε γερμανικό σχολειό και μετά από δυο - τρία χρόνια αναγκαστούμε εμείς να κατεβούμε στην Ελλάδα, τι θα κάνει;» και πάει τότε και βρίσκει έναν Γερμανό επιθεωρητή, μόνη της. Και πάει και του λέει: «Κοίταξε να δεις, έτσι κι έτσι, έχομε αυτό το πρόβλημα», κρατούσε προφανώς και κάποιες εξετάσεις του πατέρα μου, «Ο άντρας μου έχει αυτή την ασθένεια, δεν έχει πολλή ζωή ακόμα, θα φύγομε κάποια στιγμή από την Γερμανία, σε παρακαλώ πολύ να παραμείνει το παιδί μου στο ελληνικό σχολείο, γιατί αν πάει σε γερμανικό θα έχουμε προβλήματα μεθαύριο» και ο άνθρωπος έδωσε εντολή και παρέμεινα στο ελληνικό σχολείο, ενώ κάποια άλλα παιδιά συνομήλικά μου πήγανε σε γερμανικό. Απλά μετακομίσαμε όλη η ελληνική κοινότητα σ' ένα άλλο σχολειό, στο Ahonweg. Το Ahonweg τώρα είναι ένα κτηριακό συγκρότημα στην πόλη του Bergisch Gladbach το οποίο υπάρχει και τώρα ακόμα, το οποίο θεωρώ ότι κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν υπάρχει, τουλάχιστον εδώ κάτω στην Κρήτη. Ήταν ένα κτηριακό σχολικό συγκρότημα, το οποίο είχε μέσα δημοτικό και είχε και γυμνάσιο, εκεί τώρα δεν θυμάμαι πώς ήτανε, νομίζω ήτανε εξατάξιο το γυμνάσιο ή μάλλον αυτοί είχανε ένα ενιαίο σχολειό, εννιά χρόνια οι Γερμανοί. Εμάς μας είχανε δώσει μία τάξη στα ελληνόπουλα, μια ή δύο τάξεις και κάναμε μάθημα σε μια αίθουσα που ήτανε στην ουσία για ιατρική φροντίδα, γιατί το σχολείο είχε γιατρό μέσα, ήταν τεράστιο συγκρότημα, φαντάσου ότι είχε -συγγνώμη- αίθουσα κινηματογράφου, είχε κλειστό γυμναστήριο το οποίο είχε κερκίδες, δηλαδή μια μικρογραφία του κλειστού εδώ, στα δύο Αοράκια. Εντάξει, όχι τόσο μεγάλο, ρε παιδί μου, πιο μικρό, αλλά μια μικρογραφία τουλάχιστον όσον αφορά τις κερκίδες γιατί από κάτω ο χώρος πρέπει να 'τανε ίδιος και κατεβαίνανε κάτι πλαστικές κουρτίνες και χωριζότανε στα τρία για να μπορούν να κάνουνε τρία διαφορετικά τμήματα γυμναστική. Είχε πάρκινγκ για ποδήλατα, για αυτοκίνητα, είχε στίβο, εξωτερικά με τα, όπως είναι εδώ τα στάδια, με γήπεδο του τένις, με γήπεδο του μπάσκετ, υπάρχουν αυτά ακόμα, τα 'χω βρει όλα και εκεί έβγαλα σίγουρα μία, ίσως να 'βγαλα και δεύτερη χρονιά, δηλαδή ή την πέμπτη δημοτικού μόνο έβγαλα εκεί ή τετάρτη - πέμπτη. Σαν να 'χω την εντύπωση ότι πρέπει να 'βγαλα τετάρτη - πέμπτη εκεί. Περνάγαμε καλά, δηλαδή ο πατέρας μου μπορεί να 'τανε άρρωστος, αλλά, εντάξει, ήτανε κι ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν ήτανε γκρινιάρης, ας πούμε, ψιλόπονος όπως λέμε, τα κρατούσε μέσα του και δεν έδινε στον άλλο να καταλάβει το τι συνέβαινε όσον αφορά το πρόβλημά του.
Πηγαίναμε βόλτες, πηγαίναμε σε δάση, θυμάμαι εκεί πιο πάνω απ' το σπίτι μας που μέναμε ήτανε πάλι ένας δάσος και πηγαίναμε κι είχε και κάτι γήπεδα του τένις, τα οποία υπάρχουν ακόμη τώρα αυτά και αυτά τα 'χω βρει και θυμάμαι και πηγαίναμε και μαζεύαμε μπαλάκια. Αυτοί παίζανε τένις και καμιά φορά τους πεταγόταν τα μπαλάκια απ' έξω και πηγαίναμε εμείς και καμιά φορά βρίσκαμε ένα, δύο, τρία, ας πούμε, θυμάμαι μια φορά αξέχαστα είχαμε βρει ένα το οποίο ήτανε ολοκαίνουριο, δηλαδή πρέπει να 'χε φάει την πρώτη μπαλιά και πήγε έξω. Ένα άσπρο dunlop, το οποία ήταν επαγγελματικά μπαλάκια. Καμία εικοσιπενταριά μπαλάκια φέραμε εδώ στην Ελλάδα τότε και τα δώσαμε στο χωριό στα παιδιά. Πρέπει να υπάρχει στο σπίτι μου ακόμα ένα, πρέπει να υπάρχει ένα. Πιο πέρα από 'μας, από την Odenthaler Straße, ο δρόμος αυτός δηλαδή που μέναμε, έβγαινε έξω από την πόλη και γύρω στα έξι χιλιόμετρα ήτανε το Märchenwald, το Altenberg. Το Altenberg ήτανε μια περιοχή που είχε ένα μίνι καθεδρικό ναό και είχε το Märchenwald, το Märchenwald σημαίνει παραμυθένιο δάσος. Η λέξη “märchen” σημαίνει παραμύθι, “wald” δάσος, παραμυθένιο δάσος και τι ήτανε; Ήτανε ένας λόφος, ο οποίος είχε μέσα μία διαδρομή με κάτι σπιτάκια -αυτό υπάρχει ακόμη και τώρα- με κάτι σπιτάκια, τα οποία το κάθε ένα απεικόνιζε ένα παραμύθι. Απ' τα γνωστά παραμύθια, η Χιονάτη με τσι εφτά νάνους, η Κοκκινοσκουφίτσα, Χάνσελ και Γκρέτα, διάφορα έτσι γνωστά παραμύθια τα οποία τα ξέρομε ακόμη και τώρα. Σε άλλα έβαζες ένα κέρμα και σε άλλα έλεγες σ' ένα μικρόφωνο μία φράση και ξεκινούσε μία κασέτα, μία φωνή και σου 'λεγε το παραμύθι. Και σε κάποια γινότανε και κάποιες κινήσεις μέσα γιατί το κάθε σπιτάκι απεικόνιζε μία σκηνή του παραμυθιού και γινότανε κάποιες κινήσεις, ας πούμε, από τσι κούκλες που ήτανε μέσα. Επηγαίναμε εκεί αρκετές φορές, υπάρχει αυτό ακόμα. Ένα άλλο μέρος που πηγαίναμε θυμάμαι ήτανε, πηγαίναμε στην Κολωνία συνήθως σαν βόλτα και για ψώνια, παίρναμε το τρένο και πηγαίναμε, υπήρχε τρένο γιατί στην Κολωνία υπήρχε και υπάρχει ακόμα σιδηροδρομικός σταθμός μεγάλος, ο οποίος από εκεί ξεκινάγανε τρένα κατεβαίνανε μέχρι την Ελλάδα και πηγαίναμε εκεί, συνήθως Σάββατα πηγαίναμε και φτάναμε με το τρένο, κατεβαίναμε και μετά ανεβαίναμε έτσι κάτι σκαλιά και φτάναμε στον καθεδρικό ναό της Κολωνίας. Ο καθεδρικός ναός της Κολωνίας που είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς ήταν σκαλιστός από κάτω μέχρι πάνω, ήταν 165 μέτρα στο ύψος οι τρούλοι του, αφού όταν είχε σύννεφα οι τρούλοι πάνω κρυβότανε και εκεί πάνω είχε δύο εξώστες που έβγαινες με σκαλοπάτια, δεν θυμάμαι πόσα σκαλοπάτια. Ο πατέρας μου είχε ανέβει μια φορά εκεί ανύπαντρος τον πρώτο χρόνο που είχε ανέβει στην Γερμανία και προφανώς η θέα από εκεί θα ήταν αξεπέραστη. Ήταν όλος σκαλιστός σε κάποια γωνία του ναού είχε φύγει το σκάλισμα και ήτανε με τούβλα χτισμένο, το οποίο, λέει, είχε πέσει κάποια βόμβα εκεί στην γερμανική κατοχή και δεν το 'χαν επισκευάσει. Απ' ό,τι έμαθα τώρα, πλέον πρέπει να 'χει επισκευαστεί αυτό το κομμάτι και να 'χει ξαναγίνει όπως ήταν ο υπόλοιπος ναός. Ο ναός αυτός, για να πούμε έτσι λίγο για την ιστορία του ναού, πρέπει να ξεκίνησε να φτιάχνεται γύρω στο 1260. Εγώ ήξερα στην αρχή ότι κράτησε εξήντα χρόνια η ανοικοδόμησή του, αλλά τελικά η ολοκλήρωση του ναού πρέπει να 'γινε γύρω στα πεντακόσια χρόνια μετά, σταδιακά και για κάποιο διάστημα ήτανε το υψηλότερο κτήριο στον κόσμο, κάποια χρονική εποχή ήτανε το υψηλότερο κτήριο στον κόσμο. Από 'κει, λοιπόν, απ' τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας ξεκινούσε ένας δρόμος, πεζόδρομος από τότε τεράστιος, εμείς ποτέ δεν είχαμε φτάσει στο τέρμα αυτού του δρόμου, σαν να λέμε, ας πούμε, στην Αθήνα την Ερμού που έχει τα καταστήματα που 'ναι πεζόδρομος, αλλά μιλάμε τώρα ένα πράγμα που δεν είχε τελειωμό και είχε όλα τα μεγάλα καταστήματα, πολυκαταστήματα εκείνης της εποχής, Kaufhalle, Kaufhof, C&A. Το C&A ήταν ένα μαγαζί με ρούχα αποκλειστικά, το Kaufhalle ήταν πιο πολύ σαν σουπερμάρκετ αλλά είχε κι άλλα είδη μέσα, το Kaufhof ήτανε πολυκατάστημα που είχε απ' όλα -συγγνώμη- Hardy και διάφορα άλλα, πηγαίναμε από 'κει και ψωνίζαμε. Το 1973 μία φορά μου είχε πάρει ο πατέρας μου μια συλλογή από κάρτες, οι κάρτες είναι πώς είναι τα τραπουλόχαρτα, οι οποίες είναι συλλογή και είναι, ξέρω ‘γώ, μια συλλογή που έχει, ας πούμε, τριάντα, τριάντα πέντε, τριάντα δύο κάρτες με αυτοκίνητα. Μια άλλη μ[01:10:00]πορεί να έχει αεροπλάνα, μια άλλη καράβια και έχει διάφορα από κάτω στοιχεία των καραβιών, συγγνώμη, των αυτοκινήτων του κάθε είδους, τεχνικά χαρακτηριστικά, ιπποδύναμη, πόσο τρέχανε, αν πρόκειται για αυτοκίνητα, ίππους, κυβικά και λοιπά. Μου 'χε πάρει, λοιπόν, μια συλλογή το οποίο λεγότανε Rennwagen '73, ήταν του 1973 μια συλλογή με φόρμουλες. Που είχε τριάντα δύο κάρτες που απεικονίζανε η κάθε μία από μία φόρμουλα, Φόρμουλα Ένα, έτσι; Και Φόρμουλα Δύο, εκείνης της εποχής και παλαιότερες. Αξέχαστα θυμάμαι ήτανε Σάββατο, είχαμε πάει στα μαγαζιά, γυρίσαμε πίσω απογευματάκι - βραδάκι, μπήκαμε στο τρένο και κάθομαι στο τρένο, ανοίγω τσι κάρτες για να τσι δω, γιατί το τρένο έτσι όπως καθόμασταν είχε τραπεζάκια, ρε παιδί μου, και καθόμασταν αντικρυστά, ας πούμε, και ανοίγω τσι κάρτες για να τσι δω. Αυτές τσι έφερα και μετά εδώ στην Ελλάδα, κάποια στιγμή χαθήκανε. Πέρυσι, μάλλον όχι, μπορεί και φέτο, στην αρχή του χρόνου, έψαξα, τσι βρήκα απ’ το ίντερνετ. Το παιδί, ο φίλος μου αυτός, ο Νίκος, που μένει ακόμα στην Γερμανία, μένουν αυτοί που ήμασταν μαζί από τότε, χωριανοί μας, ο πατέρας του είναι από το χωριό μας, ο πατέρας μου δηλαδή τους είχε κάνει πρόσκληση, οι άνθρωποι μένουν ακόμα εκεί και που μιλάμε συχνά, κάθε μέρα μιλάμε στο Facebook. Του είπα γι' αυτές τις κάρτες, έψαξε, μου τις βρήκε από το Ebay, από κάποιες δημοπρασίες που βγάζουνε στο Ebay εκείνης της εποχής, δηλαδή δεν είναι ότι είναι κάποιες επανεκτυπωμένες, είναι εκείνης της εποχής, τις αγόρασε και μου τις έστειλε δώρο εδώ και τις έχω ακόμα στο σπίτι ακριβώς την ίδια συλλογή του τότε. Ακριβώς την ίδια συλλογή του τότε και τις έχω τώρα πάλι στο σπίτι σε περίοπτη θέση φυλαγμένες, έτσι; Ως ανάμνηση εκείνης της εποχής. Στην Κολωνία υπήρχανε και κάποια, υπήρχε ο Ρήνος ο ποταμός, είχε τον ζωολογικό κήπο είχαμε πάει κάνα δυο φορές βόλτα, πολύ μεγάλος ζωολογικός κήπος με ζώα, τίγρεις, ελέφαντες, λιοντάρια, φίδια, τα πάντα και υπήρχε ο κήπος απ' τα λουλούδια, αυτά υπάρχουν ακόμα και τώρα, ο οποίος κήπος με τα λουλούδια είχε λουλούδια απ' όλο τον κόσμο, έναν φανταστικό πράγμα! Το οποίο ήταν δίπλα στον Ρήνο και έμπαινες μέσα, τώρα δεν θυμάμαι αν πλήρωνες εισιτήριο, πρέπει να πλήρωνες εισιτήριο κι έμπαινες μέσα, είχαμε πάει κι εκεί και το 'χαμε δει κάνα δυο φορές. Και μετά στο Gladbach που μέναμε εμείς, εντάξει, ο πατέρας μου, ρε παιδί μου, ήτανε κοινωνικός άνθρωπος, αλλά μετά κάποια στιγμή με την αρρώστια του λίγο μαζεύτηκε γιατί δεν μπορούσε από θέμα υγείας, έτσι; Δηλαδή δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Πηγαίναμε βόλτες, ήτανε μία λίμνη που είχε δύο τεχνητά νησάκια κι είχε μια περίμετρο που έκανες περπάτημα, είχε έτσι δάσος. Zanesmuller λεγότανε, υπάρχει ακόμα και πηγαίναμε εκεί συχνά βόλτα, μου παίρνανε εμένα και το ποδήλατο που είχα και κάναμε βόλτες εκεί, στη λίμνη. Είχε παιδική χαρά, πηγαίναμε καμιά φορά και ψήναμε μπριζόλες εκεί και τρώγαμε γιατί είχε έτσι σαν γρασίδι και πηγαίναμε και καλοκαίρι καμιά φορά, ένας αγαπημένος προορισμός ήταν αυτός. Όλα αυτά υπάρχουν ακόμα και τώρα. Θυμάμαι και είχα βγάλει μια φωτογραφία την οποία την έχω, παιδί τότε, γιατί στη λίμνη αυτή το νερό ήταν τρεχούμενο, ερχόταν από ένα σημείο και έφευγε από ένα άλλο, έτσι σαν ένα μίνι καταρράκτη με κάτι πέτρες. Πάνω λοιπόν σε δύο μεγάλες πέτρες είχα βγάλει εγώ μια φωτογραφία, την οποία την έχω. Όταν μπήκα να βρω αυτή τη λίμνη, γιατί κατά καιρούς μπαίνω τα βράδια στο σπίτι στο Google Earth και κάνω ένα ταξίδι έτσι και ξαναπάω εκεί, τα ψάχνω, τα βρίσκω, τα βλέπω, κατεβαίνω όπου έχει street view και βλέπω, αυτά. Βρήκα μία φωτογραφία, η οποία είναι από του 2009, κάποιος την έχει ποστάρει εκεί το 2009 και είναι μία φωτογραφία από ‘κείνο το σημείο που φαίνουνται οι ίδιες πέτρες, όπως ήταν τότε, γιατί μιλάμε τώρα για κάτι μεγάλες, όπως είναι ας πούμε εδώ, στον Κούλε, που ‘χει τα βράχια, αυτά, αυτά τώρα δεν μετακινούνται, μένουνε εκεί έτσι; Αυτές οι ίδιες πέτρες εκεί που έχω βγάλει εγώ την φωτογραφία υπήρχαν και μέχρι το 2009, απλά έλειπα εγώ από πάνω, έτσι; Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Η λίμνη αυτή πάγωνε πολλές φορές τον χειμώνα, θυμάμαι, και κάναμε πατινάζ πάνω και δίπλα εκεί υπήρχε ένα συγκρότημα με κολυμβητήριο που είχε εσωτερικές και εξωτερικές πισίνες. Εγώ πήγαινα στις εσωτερικές πισίνες κάθε Κυριακή συνήθως με τον θείο μου και τον ξάδερφό μου και κάναμε μπάνιο εκεί. Και θυμάμαι μια φορά είχανε ψεκάσει από πάνω χλώριο και μ' είχε πιάσει το χλώριο και είχανε γίνει τα χέρια μου ολοκόκκινα και με τρέχανε σε γιατρό να δώσει αλοιφή, δεν μπορούσα να συνέλθω απ’ την φαγούρα. Κι έχει και κάτι εξωτερικές πισίνες, οι οποίες είχανε και κυματισμό και λεγότανε αυτό Welle Anlage. Και έβγαινε κάποιος υπάλληλος από ‘κει στο μεγάφωνο κι έλεγε ότι: «Θα ξεκινήσει το Welle Anlage, ο κυματισμός, οπότε, ας πούμε, αυτοί οι οποίοι δεν γνωρίζουνε μπάνιο, παρακαλούμε να βγούνε έξω, για να μην έχομε κάποιο ατύχημα». Και υπήρχανε τα λεγόμενα στη Γερμανία, τα λεγόμενα λούνα παρκ, μάλλον λούνα παρκ τα λέμε εμείς εδώ, εκεί λεγότανε Κίρνες, αλλά δεν ήτανε τότε μόνιμα, όπως εμάς εδώ, ας πούμε, το λούνα παρκ μόνιμα, ήταν το ίδιο κι εκεί αλλά ήτανε σε στυλ πανηγυριού. Και είχε και πουλάγανε διάφορα πράγματα, είχε τα Imbis, τα Imbis είναι οι καντίνες που λέμε εμείς εδώ, να φας, τρώγαμε εκεί συνήθως wurst, ήτανε τα λουκάνικα και κάτι Pomm-Fritts, οι πατάτες τηγανιτές σαν εδώ που ‘χομε, ας πούμε, στα σουβλατζίδικα. Και κρατούσε, γινόταν αυτό στο Gladbach τουλάχιστο γινόταν απ’ ότι θυμάμαι σε δύο σημεία και κρατούσε αυτό δυο - τρεις βδομάδες κάθε φορά, συγκεκριμένη εποχή του χρόνου και μετά έφευγε. Και πηγαίναμε εκεί πολύ συχνά, θυμάμαι μια φορά και είχα μπει σε κάτι αεροπλανάκια, αυτά που γυρνάνε γύρω-γύρω και ανεβοκαταβαίνουνε πάνω-κάτω και μπλοκάρανε και είχαμε μείνει απάνω ψηλά και είδανε και πάθανε να μας εκατεβάσουνε κάτω, να το ξεμπλοκάρουνε το σύστημα. Μια φορά είχαμε πάει στα συγκρουόμενα και είχα μπει μ’ ένα κουμπάρο μας, παιδί εγώ τότε, δεν θυμάμαι τώρα, κάτι είχε γίνει τότε ή που χαλάσανε τα συγκρουόμενα και αρχίσανε και πηγαίνανε με μεγαλύτερη ταχύτητα και είχανε γίνει κάνα δυο ατυχήματα, ένα παιδί είχε πεταχτεί απέξω και είχε χτυπήσει στα χείλια, εγώ κι εγώ κάπου τρακάραμε και βγήκα και χτύπησα έτσι λίγο στο μέτωπο, είχανε γίνει κάτι ψιλογεγονότα τότε, το θυμάμαι έτσι αυτό το πράγμα, σαν ανάμνηση. Και θυμάμαι και πηγαίναμε και σε κάποια καταστήματα εκείνης της εποχής, το Herdi, το οποίο Herdi ήτανε σ’ έναν δρόμο κεντρικό, σαν να λέμε εδώ την Καλοκαιρινού, το οποίο ήταν πολυκατάστημα, πρέπει να ‘χε και είδη σουπερμάρκετ μέσα, βασικά είχε πιο πολύ ρούχα, παπούτσια, είδη σπιτιού, παιχνίδια και λοιπά, το οποίο ήταν τότε ένα παλιό κτήριο, το κατεδαφίσανε, το ξαναφτιάξανε τότε και απ’ ό,τι γνωρίζω τώρα έχει ξανακατεδαφιστεί κι έχει ξαναγίνει με άλλη ονομασία πλέον, δεν υπάρχει αυτό. Πηγαίναμε στο Kaufhalle, ήταν ένα σουπερμάρκετ, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο εκείνης της εποχής στην πόλη μας σε, υπάρχει το κτήριο ακόμα κι αυτή τη στιγμή λέγεται Kaufland. Εκεί πηγαίναμε, βασικά είχε είδη σουπερμάρκετ, αλλά είχε και πολλά άλλα είδη, δηλαδή στο σπίτι είχαμε πάρει κι έπιπλα από εκεί και ρούχα και διάφορα. Ο πατέρας μου είχε πάρει ένα καστόρινο μπουφάν το οποίο το έχω εγώ ακόμα κι είναι εντελώς άθικτο κι είναι σαράντα εφτά χρονών ρούχο, εντελώς άθικτο. Είχα πολλές αναμνήσεις απ’ αυτό και ψάχνω, ρε παιδί μου, τα βράδια μπαίνω και σερφάρω και ψάχνω. Κάποια στιγμή εκεί στην σελίδα που είμαι στο Facebook, στου Bergisch Gladbach, ποστάρανε μία φωτογραφία που ήταν το Kaufhalle εκείνης της εποχής την οποία προφανώς την κατέβασα και την έχω αποθηκεύσει στο κινητό μου. Και πηγαίναμε εκεί συχνά, είχε ένα πολύ μεγάλο πάρκινγκ, μου θυμίζει λίγο το Macro εδώ, το Markt που λεγότανε Macro. Δηλαδή όποτε μπω εδώ στο Macro, δεν ξέρω, έτσι αυτή η άνεση των διαδρόμων μου φέρνει μνήμες τότε εκεί. Πηγαίναμε τότε πολύ συχνά και ψωνίζαμε και θυμάμαι υπήρχαν τα ταμεία, μπορεί και καμιά δεκαριά ταμεία και [01:20:00]τότε δεν υπήρχε βέβαια, ούτε εκεί υπήρχαν τα ηλεκτρονικά και ήταν ταμειακές μηχανές μεγάλες κι είχε ένα πόμολο στο πλάι, το πατούσανε δυο - τρεις φορές και σου ‘βγαινε η απόδειξη. Δεν υπήρχε, οι πρώτες αριθμομηχανές ξεκινήσανε, τα κομπιουτεράκια αυτά που λέμε, ξεκινήσανε στη Γερμανία το ’74, είχαμε πάρει ένα ΜΒΟ – ΜΒΟ είναι μάρκα - το οποίο ήτανε μεγάλο, δηλαδή σαν αυτές που είναι εδώ που είχανε τσι λογιστικές που λέμε, λίγο πιο μικρή, ρε παιδί μου, και τι έκανες; Τέσσερις πράξεις έκανες, απάνω με φωτάκια led, με μπαταρία και με μετασχηματιστή με το ρεύμα, το ΄χαμε πάρει τότε. Κι ήτανε κι ένα τρενάκι, το Lima-HO, ήταν ένα τρενάκι, γιατί εκεί συνηθίζανε και κάνανε κατασκευές ολόκληρες με τρένα, φανταστικές κατασκευές, δηλαδή μπορεί να ‘χε κάποιος ένα δωμάτιο κι απεικόνιζε μια μορφή μιας σιδηροδρομικής γραμμής με σπιτάκια, με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, με το χιόνι, με τις πέτρες, με τα τούνελ, δηλαδή παραμυθένια πράγματα. Εγώ τώρα είχα ένα απλό, ας πούμε, το οποίο το ‘χαμε βάλει πάνω σε μια σανίδα, ήταν περίπου σαν μια πόρτα στο μέγεθος και, εντάξει, το διακοσμούσα κι εγώ και θυμάμαι κι έπαιζα και… Είχα πολλές, ειδικά με το Kaufhalle επειδή πηγαίναμε εκεί πολύ συχνά είχα αναμνήσεις πάρα πολλές, πάρα πολλές… Είχαμε πάει και Πρωτομαγιά του ’76 με μία εκδρομή που ‘χε κάνει ο ελληνικός σύλλογος, είχαμε πάει στην Ολλανδία μονοήμερη εκδρομή, στο Άμστερνταμ και στο Ρότερνταμ. Πήγαμε, είναι κοντά, περίπου δυο ώρες δρόμος είναι απ’ την Κολωνία, πήγαμε, πήγαμε στο Άμστερνταμ το οποίο ήτανε μια βρώμικη πόλη θυμάμαι, εφημερίδες πεταμένες, γρουσουζιά και είχε τα σπίτια, τα οποία υπάρχουν ακόμα και τώρα στα κανάλια εκεί του Άμστερνταμ, μπήκαμε μέσα στα κανάλια με πλοιάρια και κάναμε, μας ξεναγήσανε και κάτω από κάτι γέφυρες είχανε κελιά και εκεί, λέει, παλιά είχανε φυλακωμένους, παλιά τώρα, την μεσαιωνική εποχή, δεν θυμάμαι πότε. Και μας ξεναγήσανε στα κανάλια μέσα, τα οποία υπάρχουν ακόμη και τώρα, κάτι σαν πλωτές πλατφόρμες, τα οποία είναι σπίτια και είναι, μένουνε μόνιμα κάτοικοι εκεί. Όπως ήτανε εδώ το Πλωτό, στον Κούλε εκεί απέναντι, ένα τέτοιο πράγμα αλλά σε σπίτι μικρό και μένανε εκεί, μένουνε τώρα ακόμη άνθρωποι. Υπάρχουν ακόμα τώρα αυτά και μένουνε άνθρωποι, κανονικά, οικογένειες. Και τα σπίτια τους εκεί είναι πολύ στενά στην παλιά πόλη κι έχουν έναν πρόβολο, δηλαδή όπως είναι έτσι και τώρα είναι βέβαια με κεραμίδια κι όπως είναι έτσι έχουνε ένα πράγμα, έναν πρόβολο. Αυτός, λέει, ο πρόβολος ήτανε για, σα μπαλάγκο για να ανεβοκατεβάζουνε τα έπιπλα σε περίπτωση μετακομίσεων και λοιπά, επειδή οι σκάλες ήταν τόσο στενές που δεν τα χώραγαν. Δηλαδή παράδειγμα ένα τραπέζι δεν μπορούσε να ανέβει τις σκάλες, το ανεβάζανε από ‘κεί. Και μετά, την ίδια μέρα πήγαμε στο Ρότερνταμ, το οποίο, εντάξει, ήταν λίγο πιο σύγχρονη πόλη και έξω από το Ρότερνταμ, νομίζω στην Χάγη ήτανε και πρέπει να υπάρχει ακόμα σαν πάρκο, το οποίο είχε μικρογραφία διάφορα σημεία της Ολλανδίας κι έμπαινες μέσα κι είχε, ας πούμε, έναν καθεδρικό ναό, ένα αεροδρόμιο, σαν μικρογραφία, δηλαδή στο ύψος ενός ανθρώπου, ας πούμε. Κι ακουγόνταν ψαλμωδίες, έβλεπες κάτι αυτοκινητάκια και πηγαίνανε σ’ έναν αυτοκινητόδρομο, υπήρχε εκεί ένα αεροδρόμιο, του Ρότερνταμ, νομίζω, ήτανε τώρα ή του Άμστερνταμ; Δεν ξέρω, το οποίο ήταν αυτοκινητόδρομος, Autobahn που λέγαμε κι από πάνω ήτανε διάδρομος προσγειώσεως των αεροπλάνων και μάλιστα έβλεπες κάτι μικρά αυτοκινητάκια και πηγαινοερχότανε στη μικρογραφία αυτή και από πάνω ένα αεροπλάνο μινιατούρα, δυο - τρία μέτρα και πήγαινε υποτίθεται για ν’ απογειωθεί. Υπάρχει ακόμα αυτό, γιατί το ‘ψαξα πρόσφατα κι υπάρχει ακόμα αυτό και το ‘λεγα του γιου μου γιατί θέλει να πάει τώρα, τέλος του χρόνου, ταξίδι εκεί και του λέω: «Να πάτε να το δείτε αυτό» –μάλλον σ’ αυτό το αεροδρόμιο θα πάνε, αν πάνε, και βρήκα απ’ το ίντερνετ κάτι φωτογραφίες που φαίνονται το αεροπλάνο από πάνω και από κάτω τη γέφυρα και περνάγανε τα αυτοκίνητα. Και στο Άμστερνταμ πήγαμε και στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, το οποίο νομίζω ότι είναι το μουσείο Μαντάμ Τυσσώ. Το οποίο μπήκαμε μέσα, το επισκεφτήκαμε, έχουμε βγάλει και φωτογραφίες, είχε τότε αυτά που θυμάμαι τα κέρινα ομοιώματα ήταν ο Φιντέλ Κάστρο, ο Γκάντι, ο γέρος, ποιος ήταν ο γέρος; Της Ίντιρα Γκάντι ο πατέρας, όχι ο Ρατζίβ που ήταν ο γιος τση, ο πατέρας. Ο πάπας, ο τότε πάπας της Ρώμης και κάποιες προσωπικότητες, δεν θυμάμαι, αυτές θυμάμαι. Και απέξω, στην είσοδο, ήταν ένα ανθρωπάκι, άντε να ‘τανε 1,60 στο ύψος, ντυμένος όπως οι πορτιέρηδες στα ξενοδοχεία και λοιπά και ένας από το γκρουπ το δικό μας πήγε να τόνε χαιρετήσει και αυτό ήταν κέρινο ομοίωμα. Ο αληθινός υπήρχε μέσα! Απέξω, δηλαδή, στην είσοδο ήταν ο κέρινος και ο αληθινός ήτανε μέσα. Ενόσω θυμάμαι, μου ‘χε κάνει πολύ καλή εντύπωση όλο αυτό, ήταν πολύ πιστά τα αντίγραφα, όταν μετά, αργότερα εδώ, το ’84, πήγαμε πολυήμερη με το λύκειο στα Γιάννενα, πήγαμε Κέρκυρα, είχαμε περάσει απ’ τα Γιάννενα και πήγαμε στο Μουσείο του Βρέλλη, το οποίο είναι κέρινων ομοιωμάτων, να 'μαι ειλικρινής δεν μου ‘κανε εντύπωση τόσο. Δηλαδή η πιστότητα των αντιγράφων –και θα μου πεις: «Ήσουνα τότε παιδί, πού το θυμάσαι;», μα έχω κάποιες φωτογραφίες τις οποίες μας είχε τραβήξει φωτογράφος, δηλαδή επαγγελματικές, καλές φωτογραφίες, ναι μεν ασπρόμαυρες εκείνης της εποχής, αλλά καλές. Φαίνεται ότι ήτανε άλλη η ποιότητα κι η λεπτομέρεια εκεί από ό,τι εδώ, του Βρέλλη, εδώ δηλαδή δεν μου ‘κανε τόση εντύπωση. Ήταν να πάμε και στο Παρίσι διήμερη εκδρομή, πάλι με ελληνικό σύλλογο, αλλά, δυστυχώς, ήταν κι αυτό μια κακή εμπειρία θυμάμαι, ήταν να πάμε, είχαμε βγάλει τα εισιτήρια κανονικά και ο πατέρας μου λέει: «Αν είμαι καλά θα πάμε», το πρωί δεν ήταν ο καημένος καλά και δεν πήγαμε. Κλάμα εγώ τότε που δεν πήγαμε, απερίγραπτο, απερίγραπτη κατάσταση. Και κάποια στιγμή τώρα έπρεπε να επιστρέψομε πίσω στην Ελλάδα. Εντάξει, κάναμε εκεί τις παρέες μας… Nα πω κι ένα γεγονός το οποίο το θυμάμαι.Ήτανε Πρωτοχρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς του -’76 ήταν η τελευταία που κάναμε- ’75 πρoς ’76. Kαι ήμασταν τώρα μόνοι μας στο σπίτι, εγώ τώρα ήμουνε λίγο μελαγχολικός, γιατί εκείνη τη βραδιά στη Γερμανία είθισται και παίζανε πυροτεχνήματα και παλιότερα, όταν μέναμε στο Herkenrath, στο άλλο σπίτι, αυτό που είπα προηγουμένως ότι ήταν σαν εξοχικό έπαιρνε κι ο πατέρας μου και παίζαμε κάτι σαν πυραύλους, πυροτεχνήματα. Και, εντάξει, γινόταν έτσι γιορτή και εμείς είμαστε μόνοι στο σπίτι και είχα πέσει εγώ σε μελαγχολία και κάποια στιγμή ήρθε η κουμπάρα μας που ήταν παραδίπλα που είχα πει ότι της είχαμε δώσει τότε τα φαγώσιμα που έγινε το επεισόδιο με το αεροπλάνο που γυρίσαμε πίσω, μας εκάλεσε και πήγαμε κι ήτανε κι άλλοι μαζεμένοι εκεί και περάσαμε την βραδιά και χάρηκα εγώ τότε. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι χάρηκα, ότι, ξέρεις. Ένα χρόνο μετά, ήταν η τελευταία παραμονή Πρωτοχρονιάς που έκαμα στη Γερμανία, το ’76 προς ’77 πάλι το ίδιο σκηνικό, πάλι να είμαι μελαγχολικός, μόνο στο σπίτι και κάποια στιγμή έρχεται αυτό το παιδί που λέω ότι ήμασταν μαζί και που τώρα έχουνε μείνει ακόμα εκεί και τόνε στέλνουνε οι γονείς του, μέναμε εκατό - διακόσια μέτρα απόσταση στον ίδιο δρόμο, λέει: «Μου ‘πε ο μπαμπάς μου να ‘ρθετε να κάτσομε μαζί απόψε» και τότε πάλι ήταν η χαρά μου απερίγραπτη, γιατί θα περνούσα καλά και το θυμάμαι αξέχαστα, πήγαμε εκεί και, εντάξει, ήταν κι άλλοι Έλληνες, οι πιο πολλοί ήμασταν χωριανοί εκεί και συγγενείς και έπαιζα εγώ με τα παιδιά και παίζαμε και περάσαμε μια πολύ ωραία [01:30:00]βραδιά, αξέχαστη βραδιά ακόμη και τώρα. Εντάξει, κάνανε τσι παρέες μας, κάναμε τσι εκδρομούλες μας, απλά τα πράγματα ήτανε λίγο περιορισμένα, ρε παιδί μου, με τον πατέρα μου να έχει αυτό το θέμα. Μετά ήθελε ν’ αγοράσει ένα άλλο αυτοκίνητο και πήγαινε κι έβλεπε ένα Opel Ascona τότε θυμάμαι αξέχαστα, είχαμε το Opel Kadett, αλλά επειδή ερχόμαστε εδώ στην Ελλάδα να παίρναμε ένα πιο καλό αυτοκίνητο κι έβλεπε ένα Opel Ascona χίλια εννιακόσια κυβικά εκείνης της εποχής κι ήθελε να το αγοράσει. Μετά δεν τ’ αγόρασε, γιατί, λέει, θα τον έπιανε πολύ μεγάλο τελωνείο εδώ, μέχρι χίλια διακόσια, νομίζω, κυβικά επιτρεπότανε, μετά, αν, για παράδειγμα, έδινες πενήντα χιλιάδες δραχμές για να εκτελωνίσεις ένα αυτοκίνητο χίλια διακόσια κυβικά, για να εκτελωνίσεις ένα χίλια εννιακόσια μπορεί να ‘δινες πεντακόσιες χιλιάδες, ήταν ασύμφορο. Μετά έψαχνε να βρει ένα άλλο Opel Kadett, το οποίο ήταν gti, ήτανε sport μοντέλο, με τα χρώματα που είχε τότε η Opel της General Motors που ήτανε στην ουσία θυγατρική η Opel, μαύρο με κίτρινο χρώμα, ένα κουπέ, ούτε αυτό τελικά δεν τ’ αγόρασε. Ήταν, ρε παιδί μου, κι αυτός με την αρρώστια του, μ’ όλα αυτά ήτανε λίγο… Και θυμάμαι και άλλο ένα γεγονός το οποίο με είχε σηματοδοτήσει, τότε υπήρχανε εκεί τα καρναβάλια. Τα καρναβάλια εκεί ήτανε, εντάξει, καμία σχέση μ’ αυτά εδώ, αυτό που λέγανε και της Πάτρας το καρναβάλι τις καλές εποχές, χωρίς να φανώ ούτε εγωιστής, ούτε πολύξερος, έχω την εντύπωση ότι υπήρχανε εφάμιλλα και καλύτερα τότε εκεί άρματα. Θυμάμαι και περνάγανε, η παρέλαση του καρναβαλιού και πετάγανε τότε, ήταν κοπέλες πάνω στα άρματα και πετάγανε δώρα, ως επί το πλείστον καραμέλες και πηγαίναμε εμείς και μαζεύαμε όλοι καραμέλες και όποιος ερχόταν τότε εδώ, στην Ελλάδα, τσι έφερνε τσι καραμέλες σαν δώρο γιατί, εντάξει, τότε δεν υπήρχαν, ας πούμε, έτσι πολύ… Και καμιά φορά πετάγανε και κάνα δώρο καλύτερο, μια φορά είχαμε πάρει μια κολόνια, ένα ανδρικό σετ, πού και πού, τα οποία ήταν όλα χορηγίες και διαφημιστικά από εταιρείες και μαγαζιά. Και κρατάγανε κι εκεί τα καρναβάλια κάτι παρόμοιο σαν εδώ που λέμε, ξέρω ‘γώ, το τριώδιο, κάπως έτσι κι ήτανε, στήνανε κάτι σκηνές τεράστιες που κάνανε μέσα γιορτή. Και κρατάγανε όλοι - οι Γερμανοί, βέβαια, πηγαίνανε εκεί - και κρατάγανε, ήταν έτσι σαν πάγκοι τεράστιοι κατά μήκος της σκηνής και κρατάγανε όλοι αγκαζέ ο ένας με τον άλλο και κάνανε έτσι αριστερά - δεξιά και τραγουδούσανε τραγούδια και φοράγανε και κάτι καπέλα, παρουσιάζανε και κάτι εκπομπές στην τηλεόραση με τα καπέλα αυτά, τα οποία είναι όπως είναι του τζόκερ, το τζόκερ που λέμε εδώ, στα χαρτιά, τα καπέλα που κάνουνε κάτι τέτοια, κάτι τέτοια ήτανε τα καπέλα τους τα αποκριάτικα, τα φοράγανε εκεί. Τότε, λοιπόν, είχε κυκλοφορήσει μια μάσκα αποκριάτικη, σαν αυτές που βλέπομε εδώ που απεικονίζουν πολιτικούς διάφορους, μια μάσκα του Φρανκενστάιν. Ο Φρανκεστάιν ήταν ο γνωστός, ένα τέρας υποτίθεται το οποίο τελικά αυτό ήτανε μία κωμωδία. Ο Φρανκενστάιν ήτανε ένα, λέει, τέρας καλοκάγαθο που το ‘χε φτιάξει ο Φρανκενστάιν που ήταν ο επιστήμονας, ο τρελός επιστήμονας κι είχε φτιάξει, είχε πάρει πόδια, χέρια να κάνει έναν τέλειο άνθρωπο και του βγήκε ένα ένα καλοκάγαθο τέρας αρσενικό. Είχαμε τότε ένα παιδί που ‘ναι κι αυτός χωριανός μας και μένει κι αυτός εδώ, έναν χρόνο πιο μεγάλος από μένα κι αυτός έβλεπε όλο τέτοια, θρίλερ κι αυτά και μου ‘λεγε γι’ αυτόν ότι αυτός είναι τέρας και έχει ένα φερμουάρ εδώ, στον λαιμό και είναι κομμένα τα χέρια του από άλλο άνθρωπο και μ' είχε τρομοκρατήσει! Έλα τώρα που το ’75-’76 ήταν της μόδας και κυκλοφόρησε πολύ αυτή η μάσκα. Εγώ κόντευα να τρελαθώ! Δεν μπορούσα ούτε να την αντικρύσω τη μάσκα! Θυμάμαι μια φορά κι είχανε στείλει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του πατέρα μου από κάποιο μαγαζί, σαν αυτά τώρα παρόμοια που μοιράζουν εδώ και είχε αυτή τη μάσκα. Και την έκοψε αυτός και την είχε φυλάξει για εκφοβισμό, λέει: «Άμα δεν κάτσεις ήσυχος, θα σου δείχνω τη μάσκα!». Θυμάμαι, λοιπόν, στο σχολείο τότε κι είχαμε κάμει μια γιορτή, σ’ αυτό το καινούριο κτήριο, το Ahonweg που λέμε, που είχε όλα μέσα, κινηματογράφο κι όλα αυτά κι ήτανε και τα γερμανάκια τα οποία φοράγανε, καλή ώρα, αυτή τη μάσκα κι είχα χεστεί εγώ απάνω μου! Είχα τρελαθεί! Ή να πάμε σε καρναβάλι θυμάμαι εκείνη τη χρονιά και μια στιγμή να δω κανέναν στο δρόμο να φορεί τη μάσκα είχα πάθει ψυχολογικό! Είδα κι έπαθα να τ’ αποβάλω! Μ' είχε φοβίσει ο άλλος και ήμουν παιδί τότε και τα ‘χα κάνει πάνω μου απ’ τον φόβο μου με τη μάσκα αυτή.
Αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να έρθουμε εδώ γιατί ο πατέρας μου, του ‘χανε δώσει, ρε παιδί μου, τρία χρόνια ζωής και σου λέει: «Εντάξει, δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ» κι ήτανε να γυρίσουμε το ’76. Εγώ ήθελα τότε να κατέβω. Εγώ είχα αποκομίσει τις αναμνήσεις του ’74 που ‘χαμε έρθει εδώ και λέω: «Εδώ θα ‘χω τα ξαδέρφια μου, θείους, θα ‘χω παρέα» και είχα έτσι μια θετική σκέψη να έρθω εδώ ότι θα ‘τανε καλύτερα. Τελικά δεν φύγαμε το ’76, φύγαμε το ’77, έναν χρόνο μετά, εγώ τότε στενοχωρήθηκα που δεν θα φεύγαμε, είχε ξεκινήσει βέβαια ήδη ο πατέρας μου και μπαούλαρε κάτι πράγματα, έπιπλα, γιατί όλη την οικοσυσκευή από εκεί πάνω την κατεβάσαμε εδώ και φύγαμε τελικά το ’77. Τα ‘χαμε μαζέψει όλα, μαζί έφυγε και ο θείος μου, ο αδερφός του, γιατί αφού θα φεύγαμε εμείς λέει κι αυτός, λέει: «Κι εγώ θα πρέπει πλέον να κατεβούμε, τι να κάνουμε εμείς μόνοι μας εδώ;», φύγανε κι αυτοί και είχαμε βρει τότε ένα ψυγείο, όταν λέω ψυγείο, φορτηγό-ψυγείο, νταλίκα, το ‘χαμε ενοικιάσει και βάλαμε μέσα τα πράγματα, φόρτωσε πρώτα ο θείος μου και μετά ήρθε απ’ το σπίτι μας εμάς, φορτώσαμε εμείς και βάλαμε εμείς και το αυτοκίνητο μέσα, γιατί το αυτοκίνητο δεν μπορούσε ο πατέρας μου να το φέρει οδικώς, το βάλαμε μέσα κι εμείς ήρθαμε με το αεροπλάνο. Και τα παραλάβαμε μετά αυτά εδώ, ήταν ένα αξέχαστα θυμάμαι ένα Χουάϊτ –Χουάϊτ ήταν η μάρκα του ψυγείου, ένα τεράστιο ψυγείο. Εδώ, λοιπόν, φύγαμε από ‘κει συγκεκριμένα 02 Σεπτεμβρίου του 1977. Ήτανε η μέρα για μένα ορόσημο, όπως λέμε η μέρα που πρωτοπήγε ο άνθρωπος στο φεγγάρι, κάτι τέτοιο και για μένα. Με ενθουσιασμό και χαρά ότι θα ερχόμασταν εμείς στην Ελλάδα. Εγώ ήθελα να ‘ρθω εδώ, θα ΄χω τσι παρέες μου, είχα άλλα στο μυαλό μου έντεκα χρονών τότε. Η μάνα μου όταν δυο - τρεις μήνες πιο μπροστά, ας πούμε, που ετοιμαζόμασταν, ρε παιδί μου, σιγά-σιγά, θυμάμαι και είχαμε πάει στο πολυκατάστημα αυτό, το Kaufhalle, και είχαμε πάρει κάποια ρούχα και λοιπά και να πάρει στις συγγενείς εδώ δώρα, γιατί είθισται τότε αυτοί που κατεβαίνανε από την Γερμανία να κρατάνε κάποια δώρα στους συγγενείς, ένα πουκάμισο, μια μπλούζα, μια ζακέτα και λοιπά. Και ήθελε η μάνα μου να πάρει ένα ταγέρ. Αυτή, λοιπόν, επειδή ήξερε ότι ο πατέρας μου θα πέθαινε είχε διαλέξει ένα σκούρο, πολύ σκούρο μπλε χρώμα προς το μαύρο, σου λέει τώρα: «Να μπορώ να το φορώ και μετά». Εντωμεταξύ υπήρχε και ένα άλλο, το οποίο ήταν έτσι ένα όμορφο χρώμα, έτσι έντονο χρώμα, κίτρινο, πράσινο, έτσι ένα αυτό. Και εμένα τώρα μ’ άρεσε λέει ότι αυτό υποτίθεται της πήγαινε καλύτερα επέμενα εγώ να πάρει αυτό και αυτή επέμενε όχι και τση λέει ο πατέρας μου, λέει: «Εσύ ξέρεις εδά ότι θα ποθάνω και θες να το πάρεις αυτό το σκούρο χρώμα» και για να μην δημιουργήσει μετά έτσι βαρύ κλίμα η μάνα μου υπαναχώρησε και πήρε το ανοιχτό, το οποίο τελικά ζήτημα να πρόλαβε να το βάλει μια - δυο φορές. Δύο λοιπόν είχε έρθει το φορτηγό, είχε πάρει τα πράγματα από την Γερμανία, είχε φύγει. Το συνόδευε και ο θείος μου οδικώς με το αυτοκίνητο με την [01:40:00]οικογένειά του, για κάθε ενδεχόμενο ρε παιδί μου στο δρόμο, έτσι; Αν και αυτό είχε σφραγιστεί από το τελωνείο, αλλά σου λέει: «Εντάξει, είναι όλα μας τα πράγματα μέσα», αυτός το συνόδευε οδικώς, εμείς δεν μπορούσαμε, είχαμε το αυτοκίνητο μέσα και πήγαμε με το αεροπλάνο. 02 Σεπτεμβρίου του ’77 ξεκινάμε για να ‘ρθομε εδώ. Αποβραδίς είχε έρθει μια οικογένεια να μας αποχαιρετήσει, ήταν το σπίτι άδειο, μόνο ένα κρεβάτι, το οποίο ήταν του σπιτιού το ‘χαμε αφήσει εκεί να κοιμηθούμε το τελευταίο βράδυ. Κι έχουμε βγάλει και μια αναμνηστική φωτογραφία με αυτούς τους ανθρώπους, τα δυο παιδιά είναι στην ηλικία μου, δυο αδέρφια, η γυναίκα ζει ακόμα, από τότε έχει η μάνα μου συνεχίσει και έχει επαφές τηλεφωνικές μαζί της μέχρι η καημένη που τώρα πρόσφατα έχει πάθει Αλτσχάιμερ και είναι σε ίδρυμα, δεν επικοινωνεί πλέον, είναι ενενήντα χρονών και η αδερφή αυτηνής της γυναίκας. Και το πρωί πήραμε ταξί για να έρθουμε, να πάμε στο αεροδρόμιο, να πάρουμε το αεροπλάνο να κατεβούμε κάτω. Όταν, λοιπόν, φεύγαμε, ξημερώματα, 02 Σεπτεμβρίου του ’77, εάν δεν κάνω λάθος και αν ανατρέξομε στο ημερολόγιο πίσω πρέπει να ‘τανε ή Πέμπτη ή Παρασκευή, το ‘χω κάνει, αλλά δεν θυμάμαι τώρα τι μέρα ήτανε. Καθώς φεύγαμε απ’ το σπίτι ο δρόμος που μέναμε κεντρικός κι είχαμε απομακρυνθεί καμιά εκατοστή μέτρα απ’ το σπίτι, γυρίζω εγώ πίσω - αυτό το θυμάμαι αξέχαστα και έχει σημασία, γι’ αυτό το λέω - γυρίζω πίσω και λέω: «Εδώ κάποια στιγμή θα ξανάρθω, έστω και σαν επισκέπτης». Ακόμα και τώρα συγκινούμαι που το λέω. Και φύγαμε και, εντάξει, πήραμε το αεροπλάνο, κατεβήκαμε φτάσαμε πάλι εδώ, μεσάνυχτα σχεδόν. Πήραμε ένα ταξί από το αεροδρόμιο από ‘δω και πήγαμε στο χωριό. Μας περιμένανε τότε οι συγγενείς, μας είχαν ετοιμάσει το σπίτι και λοιπά, εκεί τελειώνει η Γερμανία και ξεκινάει η Ελλάδα… Είναι πλέον ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μου, το οποίο είναι αυτό που είπα προηγουμένως, σαν να λέμε ο άνθρωπος που πήγε πρώτη φορά στο φεγγάρι. Είναι σαν να με πήρανε από ‘δω και με πήγανε σε έναν άλλον πλανήτη. Ή, για να μην είμαι τόσο υπερβολικός, σα να μας πάρουνε τώρα από ‘δω και πάμε σε μια χώρα της Αφρικής. Δηλαδή πολύ μεγάλες διαφορές. Θα πω δυο τρία σημεία: αγροτικό αυτοκίνητο σαν τα αγροτικά που ξέρουμε εδώ και που υπήρχαν από τότε, το ’77, εδώ στην Ελλάδα, εγώ είδα πρώτη φορά τότε εδώ. Δεν ήξερα τι σημαίνει αγροτικό αυτοκίνητο, δεν υπήρχαν εκεί. Μηχανές σκαφτικές τρίκυκλες που τότε κυκλοφορούσαν στο χωριό εμάς πολλές, δεν υπήρχαν εκεί, τα είδα εδώ. Τα σπίτια εκεί ήταν όλα με ταπετσαρίες στους τοίχους, η οροφή μόνο βαμμένη, ας πούμε, συνήθως άσπρη. Και όλα ντυμένα με ταπετσαρίες χάρτινες. Εδώ ήταν το ασπρισμένο, που τότε δεν ήταν το πλαστικό, ήταν ασβέστης. Οι πόρτες στα σπίτια που δεν κλείνανε καλά, λέει: «Πρήστηκε από την υγρασία» κι αυτά, τα είδα πρώτα εδώ, μπορεί να ‘μουν έντεκα χρονών αλλά τα θυμάμαι πολύ καλά. Δεν υπήρχαν εκεί αυτά τα πράγματα, ήταν άλλες οι κατασκευές από τότε. Δεν ήξερα εγώ τι σημαίνει υγρασία, δεν ήξερα τίποτα σε τέτοιου είδους θέματα. Μετά από λίγες μέρες θα ξεκινούσα στο σχολείο και γράφτηκα στην έκτη τάξη εγώ του δημοτικού. Φαντάσου τώρα να ‘χω φύγει από την Γερμανία από το σχολειό αυτό το οποίο ήτανε συγκρότημα με κινηματογράφο, με γήπεδο, με στίβο, με εσωτερικά γυμναστήρια κι όλα αυτά και να ‘ρθω στην Αγία Βαρβάρα σε μια αίθουσα με μια ξυλόσομπα! Τρομαχτική εμπειρία, δηλαδή πολύ τρομακτική εμπειρία. Δεν μπόρεσα να προσαρμοστώ απόλυτα και μετά από τρεις μήνες ακριβώς, στις 10 Δεκεμβρίου του ’77 πεθαίνει ο πατέρας μου. Τότε ήτανε που με πήρανε πάλι από ‘κει και με πήγανε αλλού, δηλαδή είναι σαν να σε πάρουνε να σε πάνε από ‘δω στην Αφρική και απάνω που λες στοιχειωδώς ότι πας να συνηθίσεις, ρε παιδί μου, σε παίρνουνε και σε πάνε στην Κίνα! Είχα τρομερές αντιδράσεις, ήμουνα πολύ ζωηρός, έκανα ακραία πράγματα, τα οποία και τώρα που τα συζητώ καμιά φορά με ξαδέρφια μου πιο μεγάλα και συγγενείς, λένε όλοι ότι εγώ κατά βάθος ήμουνα ζωηρός, αλλά δεν ήμουν αλητάκος, ας πούμε, ήμουνα κατά τ’ άλλα χαμηλών τόνων, ντροπαλός, αλλά έκανα ακραίες αντιδράσεις γιατί προφανώς ήτανε αυτό, το ότι εγώ είχα χάσει τελείως τα νερά μου. Ο πατέρας μου πέθανε, θυμάμαι αξέχαστα, 6 του Δεκέμβρη, ημέρα τ’ Αγίου Νικολάου του ’77 είχαμε έρθει εδώ, στο Ηράκλειο, και μου ψωνίσαμε κι ένα ζευγάρι μποτάκια από την 1821. Θυμάμαι το μαγαζί τότε που τα ψωνίσαμε και το βράδυ πήγαμε μετά στα λεγόμενα «Γρουσουζάδικα» που υπάρχουνε και τώρα αυτά τα, στην αγορά μέσα που βγαίνει στην Έβανς, αυτά τα εστιατόρια υπήρχαν τότε, ακμάζαν εκεί. Κι είχαμε πάει κι είχαμε φάει κι είχαμε φάει αξέχαστα μπακαλιάρο. Το βράδυ πήγαμε στο σπίτι και κάποια στιγμή στο σπίτι μας στο χωριό είχε, ρε παιδί μου, ένα υπνοδωμάτιο, ένα σαλόνι και μία κουζίνα κι εγώ κοιμόμουνα στο σαλόνι, είχαμε φέρει απ’ τη Γερμανία ένα πτυσσόμενο κρεβάτι και κοιμόμουν εκεί. Ήταν κλειστή η πόρτα κι ακούω τη μάνα μου κι έκλαιγε κι έκλαιγε. Εγώ παιδί, βέβαια, δεν πολυκαταλάβαινα, έντεκα χρονών. Και τι είχε γίνει; Είχε πέσει ο πατέρας μου κάτω, είχε σηκωθεί, φαίνεται, να πάει τουαλέτα και λιποθύμησε και έπεσε κάτω. Και φωνάξανε τσι συγγενείς και τόνε πήρανε ένας θείος μου μ’ ένα κλουβάκι και φωνάξανε μια νοσοκόμα τότε απ’ το χωριό και τόνε πήγανε στο Βενιζέλειο και δυστυχώς μετά από τρεις μέρες επέθανε. Ένα κακό το οποίο έχει συμβεί, το οποίο έχει συμβεί άθελα είναι ότι, όταν πέθανε, αυτός πέθανε επειδή είχε αιμορραγία στο στομάχι κι όλα αυτά, έκανε εμετό, ρε παιδί μου, και αυτό και πέθανε πάνω στον εμετό, όπου είχε και αιμόπτυση και όλα αυτά. Ένα κακό εκείνη τη στιγμή στο νοσοκομείο, στο Βενιζέλειο, ήταν η μάνα μου και η θεία μου, της μάνας μου η μεγάλη αδερφή. Όταν ήταν ο πατέρας μου ήταν στα τελευταία του, βγάλαμε τη μάνα μου έξω και έμεινε η θεία μου μέσα και… Κακώς, ρε παιδί μου, δεν ξέρανε τότε οι ανθρώποι, και περίγραψε όλες τσι σκηνές, τις οποίες εγώ δεν θα ήθελα να τις ξέρω. Δεν θα αναφερθώ παραπάνω, αλλά, ναι… Δεν θα ήθελα να τσι ξέρω. Αλλά, εντάξει, εκείνη την εποχή αυτοί οι άνθρωποι ήτανε λίγο… Εντάξει, δεν είχανε αυτές τις ευαισθησίες, να πούνε ότι, ξέρεις, παιδί, λίγο να τα λένε αυτά τα πράγματα μπροστά του κι όλα αυτά. Και θυμάμαι όταν πέθανε τόνε φέρανε εδώ. Εγώ πάλι τότε έκανα μία αντίδραση, τι είχε γίνει; Ήταν Σάββατο πρωί και τόνε φέρανε εδώ κι εγώ ήθελα, λέει, να φάω σουβλάκι κι έλεγα τση μάνας μου να μου πάρει σουβλάκι να φάω ενώ φέρνανε τον πατέρα μου νεκρό, δεν είχα καν συνειδητοποιήσει το τι είχε συμβεί. Μετά, τη διάρκεια τση μέρας μέχρι την επαύριο που τονέ κηδέψανε, εγώ είχα κάποιες αντιδράσεις, δηλαδή με βλέπανε, ξέρω ‘γω, άλλα παιδιά, έντεκα χρονών τότε, εντάξει, μεγαλωπό παιδί και με βλέπανε άλλα παιδιά τση ηλικίας μου και μου λέγανε: «Συλλυπητήρια» και εγώ λέει, κι εγώ το θυμάμαι, το θυμάμαι αξέχαστα! Θυμάμαι εκεί μ’ ένα παιδί γελούσα, ήθελα να κρύψω τον πόνο μου. Εγελούσα, δηλαδή ξέρεις όταν καμιά φορά έχει κάποιος κάτι και προσποιείται κάτι άλλο; Αυτό ακριβώς. Τέλος πάντων, τότε πάλι αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο, το οποίο ήτανε πολύ [01:50:00]δύσκολο, γιατί η μάνα μου ναι μεν τότε νέα, σαράντα χρονών, ο πατέρας μου σαράντα εφτά χρονών, η μάνα μου νέα, πιο νέα, σαράντα χρονών, μαυροφορέθηκε με τσεμπέρια, με τέτοια που ήτανε στο χωριό τότε, σκεπάσανε τα έπιπλα του σαλονιού, την τηλεόραση με σεντόνια, δεν έπρεπε να μπει κανείς στο σαλόνι γιατί ήτανε ντροπή. Ήταν, εντωμεταξύ, χειμώνας και μαζευόταν κάθε βράδυ στο σπίτι γειτόνισσες, γριές, γιαγιάδες, θειάδες. Εγώ δεν είχα συνηθίσει έτσι. Η μάνα μου εντωμεταξύ πολύ του τι θα πει ο κόσμος, κάθε μέρα πηγαίναμε στο νεκροταφείο, ας πούμε, το οποίο ήτανε και μια απόσταση απ’ το σπίτι και θυμάμαι κι είχαμε πάει με χιόνι και καθόταν περίπου πιο κάτω από το γόνατο στο χιόνι για να πάει να θυμιάσει τώρα τον πατέρα μου για μήνες! Πηγαίναμε κάθε μέρα. Αυτά όλα εμένα με σηματοδοτήσανε, δηλαδή βρέθηκα από το ένα σημείο στο άλλο. Υπήρχε αυτοκίνητο, η μάνα μου ούτε οδηγούσε. Το αυτοκίνητο έμεινε εκεί, το πουλήσαμε τελικά. Ένα άλλο, παρένθεση θα κάμω, εγώ όταν ήρθα απ΄ την Γερμανία ήξερα γερμανικά, μιλούσα, έγραφα, διάβαζα περίπου σαν και τα ελληνικά. Τότε στο χωριό μας ήτανε φροντιστήριο αγγλικών του Γαληνάκη, ο οποίος είχε κι εδώ φροντιστήριο, στη Δικαιοσύνης, με γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά και γαλλικά νομίζω και τον είχε βρει τότε ο πατέρας μου και του λέει: «Μπορείς να φέρεις δάσκαλο –πριν πεθάνει ο πατέρας μου- να φέρεις δάσκαλο για το παιδί μου στο χωριό για γερμανικά;», λέει: «Δεν μπορώ να το κάμω αυτό γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον στο χωριό για γερμανικά και πολύ περισσότερο για προχωρημένα γερμανικά, γιατί εσένα το παιδί σου είναι προχωρημένο. Αν θέλεις, φέρε μου το στο Ηράκλειο να κάνομε ένα τεστ τυπικό, να το εντάξω εγώ ενδεχομένως και στην τετάρτη τάξη των γερμανικών». Ποιος θα μ’ έφερνε; Ο πατέρας μου μετά από δυο μήνες πέθανε, αλλά και να μην πέθαινε τότε το να ‘ρθεις απ’ την Αγία Βαρβάρα στο Ηράκλειο ήταν ιεροτελεστία. Δηλαδή, δεν ήτανε τώρα μπαμ-μπαμ πάμε για ένα καφέ, έτσι; Εντάξει, ήτανε κι οι δρόμοι πιο κακοί, ήτανε διαδικασία ολόκληρη, έπρεπε να κάνεις προγραμματισμό, σαν να λέμε ξέρω ‘γώ πάμε στα Χανιά, για να μην πω πάμε στην Αθήνα, πάμε στα Χανιά, έτσι; Και γι’ αυτό πήγα στ’ αγγλικά εκεί, έμαθα τ’ αγγλικά, ξέχασα τα γερμανικά, βέβαια κάπου στο μυαλό μου είναι, φρεσκάρονται εύκολα τα γερμανικά. Πριν από δυο χρόνια είχα βρεθεί με ένα ζευγάρι, μια κοπελιά ελληνογερμανίδα αλλά που μιλάει μόνο γερμανικά και ο άντρας της γνήσιος Γερμανός και μας συνόδευε και η μαμά της, η οποία ήτανε Ελληνίδα, μεγάλη γυναίκα, στην ηλικία μου, η οποία ήξερε και ελληνικά και γερμανικά και με άφηνε και τους μιλούσα και κάναμε, θυμάμαι ήταν Πρωτομαγιά και κάναμε μια παρέα και πήγαμε βόλτα, και συνεννοήθηκα πολύ καλά, συνεννοήθηκα πάρα πολύ καλά. Μπορεί τώρα κάποια λέξη να μην την θυμάμαι, αλλά άμα ακούσω και την πει κάποιος, θα την πιάσω, θα καταλάβω τι ήτανε. Τα αγγλικά ποτέ δεν τα χώνεψα γιατί θεώρησα ότι ήτανε - επειδή κάποιες λέξεις μοιάζουνε - θεώρησα ότι ήτανε ο λόγος που μπερδέψανε τα αγγλικά με τα γερμανικά και ότι συνετελέσανε τα αγγλικά στο να ξεχάσω μια ώρα αρχύτερα τα γερμανικά. Εντάξει, όλες αυτές τώρα οι καταστάσεις που γινόταν εκεί στο σπίτι εμένα μ' είχαν σηματοδοτήσει, έτσι; Δεν μου βάλανε όπως σε άλλα παιδιά, τα μαυροφορούσανε τότε, τους βάζαν μαύρα, εμένα τέτοια δεν μου κάνανε, εντάξει, αλλά δεν έπρεπε να παίξει τηλεόραση, δεν έπρεπε να παίξει κασετόφωνο, θυμάμαι εγώ –εντωμεταξύ αυτό κράτησε δυο - τρία χρόνια, έτσι; Θυμάμαι, ας πούμε, κι ήμουνα μετά δώδεκα - δεκατρία χρονώ κι ήθελα εγώ να παίξω κασετόφωνο κι η μάνα μου δεν ήθελε για να μην ακούν οι γειτόνοι! Και μάλιστα αξέχαστα μια φορά που μαζευόμασταν εκεί παιδιά να παίζουμε και να βάζουμε μουσική εκείνης της εποχής και θεώρησε η μάνα μου ότι είναι ντροπή και πάει και λέει του τότε προέδρου του χωριού, ο οποίος τυγχάνει και ήτανε και συγγενής μας, να με πάρει τηλέφωνο δήθεν ότι του κάνανε οι γειτόνοι παράπονο για να φοβηθώ, να κλείσω το κασετόφωνο κι εγώ τότε και παιδί τον κατάλαβα κατευθείαν και του λέω: «Η μάνα μου σε πήρε τηλέφωνο, δεν το κλείνω –λέω- θα το βάλω και πιο δυνατά!». Αυτό το πράγμα το δίνω και συμβουλή σε πολλούς που βιώνουνε παρόμοιες καταστάσεις τώρα. Συγκεκριμένα, μια συνάδελφος έχασε τον άντρα της πριν από έναν μήνα ξαφνικά και έχει δυο παιδιά και, όταν μιλάγαμε τότε, πριν από έναν μήνα για τση πω τα συλλυπητήρια, μου είπε ότι: «Ξέρεις, κάποιοι επεμβαίνουν και λένε στα παιδιά μου μην κάνουνε, μην πάνε βόλτα γιατί είναι ντροπή κι όλα αυτά». Και λέω: «Ρητά σου δίνω μία συμβουλή από εμπειρία δικιά μου: μην ακούς τι λέει ο καθένας, είσαι στο σπίτι σου υπεύθυνη κι υπόλογη, εσύ θα μεγαλώσεις τα παιδιά σου, θες εσύ να κλάψεις; Πήγαινε, κλάψε, σκοτώσου, χτύπα το κεφάλι σου στον τοίχο, μπροστά στα παιδιά μην κάνεις πολλά πράγματα, γιατί θα τους μείνουνε τραύματα που δεν θα ξεπεράσουν ποτέ! Εγώ αυτά τα βίωσα έντεκα, δώδεκα, δεκατριών χρονών και είμαι τώρα πενήντα πέντε και θεωρώ ότι έχουνε σηματοδοτήσει τον χαρακτήρα μου και τη ζωή μου αυτά τα πράγματα». Αυτός ήτανε κι ένας λόγος, θεωρώ, που, ενώ στο χωριό μου δεν έχω καμία προστριβή κι ούτε είχα ποτέ με κανέναν, πώς είναι στα χωριά, ξέρεις τώρα, που κάποιοι τσακώνουνται για περιουσιακά, για διάφορα, αυτά, οικογενειακά, αυτά, εγώ ποτέ δεν είχα κάτι τέτοιο και όλοι θεωρώ ότι μ’ αγαπούνε έτσι και τσ’ αγαπώ, δεν έχω καμία διαμάχη με κάποιον και κανείς για μένα, θεωρώ, δεν θα πει κάτι κακό, παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα, όταν πάω στην Αγία Βαρβάρα, νιώθω μία παγωμάρα. Δεν το θέλω, νιώθω κάπως περίεργα, θεωρώ γιατί διαδραματιστήκανε κάποια γεγονότα κακά εκεί. Θα μπορούσαν να ‘χαν γίνει κάπου αλλού, συμπτωματικά συνέβησαν εκεί και το ‘χω αυτό το πράγμα ακόμα και τώρα, θεωρώ δεν θα ξεπεραστεί ποτέ αυτό το πράγμα. Αυτό το πράγμα μπορεί να μην ξεπεραστεί ποτέ. Αυτός ήταν και ένας λόγος που ήθελα να φύγω απ’ το χωριό κι ενώ ήμασταν εκεί απ’ το ’77 μέχρι το ’82 εγώ ήθελα να φύγω, να έρθω εδώ στο τεχνολογικό λύκειο, εντάξει δεν μ’ άρεσαν και τα φιλολογικά, μ’ αρέσαν πιο πολύ τα τεχνικά γι’ αυτό σπούδασα μηχανολόγος, να' ρθώ στο τεχνικό λύκειο και υπήρχαν τότε και κάτι οικονομίες απ’ την Γερμανία και αγοράσαμε ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα και ήρθαμε εδώ και μετακομίσαμε. Κι όποτε πάω στο χωριό, ακόμα και τώρα έχω έτσι μια, δεν ξέρω, μια ψυχράδα, έτσι, κάτι, δεν ξέρω, το οποίο θεωρώ ότι είναι αιτία και οι καταστάσεις που βίωσα εκεί. Το μεγάλο μου, αν θέλεις, παράπονο, είναι ότι δεν ξαναπήγα στην Γερμανία από τότε.
Βέβαια, οι μνήμες μου, όλες αυτές που περιέγραψα στην Γερμανία είναι τόσο ξεκάθαρες, είναι, μιλάμε, καθρέφτης, σαν να το βλέπω μπροστά μου που, αν με ρωτήσεις για μετέπειτα, δεν σου λέω τώρα που 'μαι πενήντα πέντε ετών και μπορεί σιγά-σιγά το μυαλό μου καταπέφτει, ρώτησε με για το ’85, για το ’87 που 'μαι είκοσι χρονώ, έχω κάποια κενά μνήμης… Ίσως επειδή, εντάξει, είχα και λίγο, η μάνα μου με υπεραγαπούσε, ήμουνα και μοναχοπαίδι, ήτανε υπερπροστατευτική και αυτό το πράγμα λίγο με ζόριζε εμένα, με ζόριζε, δηλαδή μ' είχε πάντα από κοντά, μην αυτό, μην αυτό, λίγο με ζόρισε και κάποια πράγματα τα έχασα της εποχής μου σαν έφηβος τότε, δηλαδή ήμουν λίγο πιο, ενώ δεν είχαμε ιδιαίτερο οικονομικό θέμα, εντάξει, δεν λέω ότι ήμασταν πλούσιοι, αλλά δεν πεινάγαμε κιόλας, δεν είχαμε τέτοια θέματα, απλά ήτανε λίγο υπερπροστατευτική και αυτό λίγο μου ‘χει κάνει, με είχε χαλάσει και τα νεανικά μου χρόνια θεωρώ θα μπορούσα να τα είχα περάσει καλύτερα, όχι οικονομικά, μπορεί να, καλύτερα να περνούσα πιο φτωχικά οικονομικά, αλλά λίγο πιο απελευθερωμένα. Το παράπονό μου είναι, και τα βάζω με τον εαυτό μου και με τον κορωνοϊό, θα το πω τώρα για τον κορωνοϊό, είναι ότι δεν πήγα ξανά στην Γερμανία που για άλλους είναι ταξίδι ρουτίνας, εγώ, δηλαδή, λες και πρέπει να πάω στην Αυστραλία, ας πούμε, κι ακόμη παραπάνω. Φταίω κι εγώ ίσως, γιατί στο παρελθόν, τα προηγούμενα χρόνια, είχα σπαταλήσει πολλά λεφτά σε ταξίδια εντός, σε νησιά, σε αυτά που θεωρώ ότι με λιγότερα χρήματα ή [02:00:00]έστω με τα ίδια χρήματα θα πήγαινα εκεί. Δεν πήγα, ενώ ήθελα να πάω, είδες που είπα ότι γύρισα πίσω και λέω κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσω, δεν πήγα, πιθανόν να έπαιξε κάποιο ρόλο, χωρίς να θέλω να επιρρίψω βέβαια ευθύνες στην πρώην σύζυγο, η οποία, ενώ το έλεγα αυτό και εξιστορούσα την ιστορία μου, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι για μένα αυτό δεν ήταν ταξίδι αναψυχής, ήταν μια επιστροφή στις ρίζες, ένας κύκλος, ένα κεφάλαιο το οποίο είχε μείνει ανοιχτό κι έπρεπε να κλείσει κάποια στιγμή. Και έλεγε: «Σιγά μην πάω εγώ στο εξωτερικό, άμα στο εξωτερικό θα πάω στην Ιταλία, θα πάω στη Βενετία, θα πάω στο Παρίσι». Μα, για μένα δεν ήταν ταξίδι αναψυχής, δεν ήταν εκδρομή, εγώ δεν θα πήγαινα εκεί να πάω να δω αξιοθέατα, εντάξει, μπορεί να πήγαινα να δω, θα έβλεπα κι ένα αξιοθέατο, θα έβλεπα τον καθεδρικό ναό, θα έβλεπα τον κήπο με τα λουλούδια και στην Ολλανδία κι αυτά, εντάξει, ήτανε κι αυτά, δεν ήταν βέβαια παγκοσμίου φήμης όπως ήταν κάποια άλλα, αλλά εγώ θέλω να πάω πού; Στο σχολειό, στο σπίτι που μέναμε, στο άλλο σπίτι που μέναμε, στα γήπεδα του τένις, στη λίμνη, δηλαδή πράγματα που για άλλους δεν είναι τίποτα, ας πούμε! Δηλαδή, σαν να σου πω: «Πάμε τώρα εδώ, στον Μασταμπά, πάμε να δούμε στην οδός τάδε –συγγνώμη- ένα σπίτι». Και τι έγινε; Τι είναι για σένα αυτό; Για κάποιον άλλο μπορεί να σημαίνει πολλά. Από ‘δω κι από ‘κει με τα πολλά κόπων και βασάνων, εντάξει είναι και λίγο το θέμα της δουλειάς μου, γιατί δεν μπορώ να παίρνω άδεια και τα λοιπά, αποφασίσαμε με μια κοπέλα σύντροφο που έχω να πάμε πέρυσι. Θα πηγαίναμε, είχαμε βγάλει τα εισιτήρια! 22 του Απριλίου θα πηγαίναμε πρώτα στην Βρέμη, όπου ήταν κάποιοι συγγενείς της που θα κάνανε γάμο, θα καθόμασταν εκεί τέσσερις, πέντε μέρες και μετά θα παίρναμε το λεωφορείο, το τρένο, γιατί εκεί οι συγκοινωνίες είναι πολύ εύκολες, πεντακόσια χιλιόμετρα απόσταση, αλλά σε τέσσερις, πέντε ώρες πήγαινες από την Βρέμη στην Πολωνία, θα πηγαίναμε στην Πολωνία και θα μας περιμέναν εκεί ο Νίκος, το παιδί, ο φίλος μου, μάλιστα μας είχε πει ο άνθρωπος να μας φιλοξενήσει κιόλας, εντάξει, εμείς θα ‘χαμε κανονίσει να βρούμε κάποιο δωμάτιο, να μας ξεναγήσει, δηλαδή εγώ θα του ‘λεγα: «Πήγαινε με εκεί», εγώ ήξερα, ήθελα να περπατήσω κάποιους δρόμους, τα θυμάμαι, δηλαδή θυμάμαι την Hauptstraße που ήταν τα καταστήματα, σαν να λέμε Καλοκαιρινού. Θυμάμαι την Jägerstraße που παίρναμε από το δημαρχείο και ανεβαίναμε πάνω στην Odenthaler Straße, τα ‘χω βρει όλα αυτά στο Google και μάλιστα όταν αυτό το παιδί είχε έρθει με τη μάνα του πριν από τρία, τέσσερα χρόνια εδώ και κάτσαμε και τους έκανα μια αναδρομή λέει «Όλα αυτά που λες είναι αλήθεια, πού τα θυμάσαι αυτά τα πράγματα; Λεπτομέρειες, λεπτομέρειες που όλες –λέει- υφίστανται! Ναι, αυτό που λες έτσι ήτανε, πραγματικά αυτός ο δρόμος, ναι, αυτή η πλατεία, το μαγαζί, όλα όπως τα λες», που αυτοί οι άνθρωποι τα θυμούνται γιατί είναι ακόμα εκεί πέρα, έτσι; Και βγάλαμε τα εισιτήρια, θα φεύγαμε μετά από το Ντίσελντορφ να κατεβούμε κάτω Ηράκλειο και τυχαίνει ο κορωνοϊός και ακυρωθήκανε τα πάντα. Και για να κάνω και λίγο χιούμορ αυτή η αιτία είναι και λέω: «Εγώ έχω διπλό προηγούμενο με τον κορωνοϊό» καμιά φορά σε παρέα, λέω «Εσείς μπορεί να λέτε τον κορωνοϊό, εγώ έχω διπλό γιατί, ναι μεν, εντάξει, όλα αυτά που λέμε, αλλά εμένα μου ‘χει ακυρώσει κι ένα ταξίδι ζωής». Και δεν σου κρύβω ότι αρχίζει και με πιάνει λίγο ένα άγχος, έτσι όπως βλέπω και την κατάσταση ότι εξελίσσεται, μήπως δεν μπορέσομε να πάμε… Γιατί καμιά φορά, όταν στραβώσει κάτι, άμα δεν είναι να γίνει εκείνη την ώρα που ‘ναι να γίνει, αρχίζει και με πιάνει ένα άγχος. Ο στόχος, πρώτα ο Θεός, είναι του χρόνου, σκεφτόμουνα εγώ πάλι εκεί γύρω στον Απρίλη - Μάη, τώρα έτσι όπως βλέπω την κατάσταση δεν θέλω να το ρισκάρουμε πάλι γιατί φοβάμαι ότι θα ‘χουμε τίποτα κλεισίματα και ιστορίες και λέω καλύτερα αν μπορούσαμε, αν τα καταφέρομε και αν είμαστε καλά να πάμε του χρόνου το καλοκαίρι που θεωρώ το καλοκαίρι λόγω του τουρισμού θα είναι πιο απελευθερωμένες οι καταστάσεις. Εκεί, βέβαια, είναι καλά να πας τώρα που είναι Χριστούγεννα και όλα αυτά, έτσι; Αλλά, εντάξει, εμείς δεν μπορούμε να πάμε χειμωνιάτικα πέραν από το θέμα του κορωνοϊού, είναι και θέμα εργασίας και λοιπά που δεν μπορούμε να πάμε, αν τα καταφέρουμε. Και δεν σου κρύβω ότι αρχίζει και με πιάνει μια ανησυχία με όλα αυτά που βλέπεις τώρα κάθε μέρα και με το ότι ακούς κλεισίματα κι απαγορεύσεις και όλα αυτά, οι καραντίνες, σου λέει αν πας από άλλη χώρα μπορεί να σε βάλουν σε καραντίνα, δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου για να κάνω κάτι τέτοιο. Θέλω να ελπίζω ότι θα τα καταφέρομε γιατί είναι ένα κεφάλαιο το οποίο πρέπει να κλείσει. Βέβαια, πηγαίνοντας εκεί δεν ξέρω πώς θα αισθανθώ, μπορεί να αισθανθώ καλά, μπορεί άσχημα. Σαφώς κάποια πράγματα υπάρχουνε, σαφώς κάποια άλλα έχουν αλλάξει και κάποια άλλα δεν υπάρχουνε. Εγώ αυτή τη στιγμή έχω κάποιες εικόνες. Οι εικόνες είναι από μια συγκεκριμένη περιοχή, δεν είναι από μεγάλη γεωγραφική έκταση. Αν δω κάποια πράγματα κι αλλάζουνε κι έχουν αλλάξει, δεν ξέρω πώς θα αισθανθώ, βέβαια, όλα αυτά τα παιδιά, τα παιδιά που ήμασταν από τότε μαζί μου είπαν ότι: «Ξέρεις, πρέπει να έρθεις για να κλείσεις αυτό το κεφάλαιο, υπάρχει ένα κεφάλαιο ανοιχτό μέσα σου. Είναι δηλαδή σαν ένα χρέος, το οποίο πρέπει να το κλείσεις, ρε παιδί μου. Αυτή την υπόθεση πρέπει να σφραγίσεις, να την κλείσεις, δεν θα ηρεμήσεις ποτέ!», έχουνε δίκιο σ’ αυτό. Το θέμα είναι δεν ξέρω πώς θα αισθανθώ. Εγώ έχω αυτή τη στιγμή μία εικόνα με λεπτομέρειες, εάν δω ας πούμε αυτό το πράγμα που το θυμάμαι έτσι κι είναι κάπως διαφορετικό, μπορεί να μην σημαίνει τίποτα για μένα, μπορεί να καταρριφθεί ένας μύθος γιατί τώρα εγώ έχει μείνει το μυαλό μου εκεί, σαράντα πέντε χρόνια πίσω και σκέφτομαι αυτό το πράγμα εκεί, τώρα που θα πάω δεν θα το δω όμως, κάποια θα είναι τα ίδια, ένα μνημείο π.χ. θα είναι το ίδιο, αλλά ένας δρόμος θα έχει αλλάξει μορφή, θα είναι κάποιο καινούριο κτήριο, θα ‘ναι… Δεν ξέρω πώς θα αισθανθώ εκεί, δηλαδή όταν θα πάω και περιμένω, ας πούμε, να μπω σε αυτό το σπίτι π.χ. και να δω αυτή τη μορφή που είχα αποκομίσει τότε και δω κάτι άλλο, δεν ξέρω πώς θα αισθανθώ. Είναι σαν να, ενδεχομένως, να ‘χει πεθάνει κάτι, σαν να μες το μυαλό μου αυτή τη στιγμή σαν να υπάρχει κάτι εκεί, το οποίο υπάρχει και πάντα το γνωρίζω ότι θα πάω και θα δω κάποια άλλα πράγματα μέσα στο μυαλό μου κατά βάθος θεωρώ ότι θα πάω και θα συναντήσω αυτό το πράγμα, σαν να επιστρέψω σ’ αυτή την εποχή, σαν να επιστρέψω σαράντα πέντε χρόνια πίσω. Δεν θα επιστρέψω, όμως, ναι μεν θα πάω γεωγραφικά στο ίδιο σημείο, αλλά θα δω κάποιο άλλο πράγμα κι αυτό το πράγμα φοβάμαι ότι μπορεί, δεν ξέρω πώς, να με επηρεάσει κι αρνητικά να θεωρήσω ότι αυτό που πίστευα έχει πεθάνει, δεν υπάρχει πλέον, έχει χαθεί, αυτό που είχα στο μυαλό μου. Δηλαδή, σαν να λέω, ας πούμε, ότι θέλω να πάω εδώ να δω αυτό το δέντρο και το σκέφτομαι ότι υπάρχει αυτό το δέντρο και πάω και το βλέπω και το δέντρο δεν υπάρχει πλέον. Άρα χάθηκε αυτό το πράγμα, δεν ξέρω πώς θα με επηρεάσει αυτό το πράγμα, δεν ξέρω, αλλά σαφώς θέλω να πάω. Για μένα δεν είναι, δεν είναι ταξίδι, δεν είναι βόλτα, είναι μια επιστροφή στις ρίζες. Και λέω και ξανά ότι αγχώνομαι λίγο, με πιάνει έτσι ένα άγχος ότι, ξέρεις, θα τα καταφέρουμε να πάμε μ’ αυτά που γίνονται; Μ’ αυτά που βλέπεις κάθε μέρα, έτσι όπως είναι η κατάσταση; Με τον κορωνοϊό, με τσ’ απαγορεύσεις; Κι αν θα πάμε, πώς θα ‘ναι τα πράγματα, κι αν πάμε και δεν σ’ αφήνουν να μπεις μέσα; Ξανά όλα αυτά τα μέτρα, δηλαδή δεν, εντάξει, μου ‘κατσε και αυτό ας πούμε, είναι κάπως έτσι η συντέλεια του κόσμου, η συντέλεια του κόσμου, ποιος το περίμενε ότι θα γινότανε αυτό το πράγμα, ας πούμε, εντάξει. Αυτά. Αυτά… Εντάξει, πιθανόν να ‘πρεπε να ‘χα, κάποια στιγμή μου δόθηκε μια, κάποιες έτσι ευκαιρίες για να ξαναεπέστρεφα πίσω, μετά που [02:10:00]χώρισα πριν από δεκατρία χρόνια, κάποιοι φίλοι εκεί ενδεχομένως, για να γύριζα πίσω. Εντάξει, δεν το ‘κανα, ίσως και καλύτερα που δεν το ‘κανα, δεν ξέρω, γιατί είπα και στην αρχή το κάθε μέρος είναι ανάλογα το τι έχεις αποτυπώσει και τι έχεις αποκομίσει, εγώ τότε εκεί ήμουν παιδί έτσι; Και κάποια δυσάρεστα που συμβαίναν εγώ δεν τα καταλάβαινα, το ότι ο πατέρας μου ήταν άρρωστος σε τέτοιο βαθμό δεν μου το λέγανε, δεν, βίωνα κάποιες καταστάσεις, αλλά δεν ήξερα την σοβαρότητα της κατάστασης. Εγώ ήμουνα παιδί, πήγαινα και έπαιζα, ας πούμε, στην παιδική χαρά. Ο ενήλικας, όμως, ο οποίος δούλευε σε ένα εργοστάσιο ή δούλευε σε κάποια άλλη δουλειά έχει ενδεχομένως κάποιες άλλες τραυματικές εμπειρίες διαφορετικές, έτσι δηλαδή σαν που ήμουνα παιδί κι είχα, ήμουνα μες στην τρελή χαρά, έτσι; Αυτά, θα δούμε τώρα, εντάξει, μπορεί να τα καταφέρουμε, αν τα καταφέρουμε να κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Να κλείσει αυτό το κεφάλαιο να… Θα δούμε, εντάξει, άλλοι πάνε, σου λέω, ψωμοτύρι το ‘χουνε, πάνε από ‘δώ, σα να λέμε πάμε από ‘δω μέχρι τη Χερσόνησο μια βόλτα κι εγώ, ας πούμε, το ‘χω κάνει ολόκληρο ζήτημα. Εντάξει, το ΄χω πολυκάνει ζήτημα, αλλά φταίω κι εγώ, παλαιότερα, εντάξει, κάποια πράγματα δεν τα, δεν τα τέτοιο, δεν τα στάθμισα σωστά… Έπρεπε να είχα πάει και τώρα ενδεχομένως να ξαναπήγαινα, τώρα πλέον σαν ένα ταξίδι έτσι, όχι, αλλά, εντάξει, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Θα δούμε, αυτά.
Ακούγοντας έτσι όλη αυτή την ιστορία εμένα μου κάνει εντύπωση που δεν γυρίσατε να μείνετε, ενδεχομένως και να σπουδάσετε κιόλας.
Κοίταξε να δεις, εάν δεν είχαμε φύγει, το πιθανότερο είναι ότι θα είχα πάρει εγώ την γερμανική υπηκοότητα, θα είχα σπουδάσει εκεί και καλώς εχόντων των πραγμάτων γιατί κανείς δεν ξέρει το τι μπορεί να του συμβεί, έτσι; Αλλά, λογικά σκεπτόμενοι, θα ήταν η κατάστασή μου καλύτερη, εντάξει θα ‘χα κάνει κάποιες καλύτερες σπουδές, ενδεχομένως θα είχα κάποια καλύτερη εργασία γιατί ειδικά εκείνες οι εποχές ήτανε καλές εποχές για την Γερμανία, τώρα τα πράγματα είναι δύσκολα, είναι άσχημα, τότε, όμως, ήτανε οι λεγόμενες χρυσές εποχές, ήτανε πολύ καλύτερα τα πράγματα. Δεν γύρισα, να σου πω ποιον λόγο δεν γύρισα, εγώ αυτό που ‘πα κάποια στιγμή, η μάνα μου ήταν υπερπροστατευτική ενώ είναι ένας άνθρωπος έξυπνος, δραστήρια, εντάξει τώρα μεγάλη σ’ ηλικία, αλλά όταν ήτανε πιο νέα, το μυαλό της εύστροφη, πολύ εύστροφη, κάπου την καταπλάκωσε όλο αυτό του χωριού εκείνης της εποχής και δεν άνοιξε τα φτερά τζη, ούτε μου ‘δωσε εμένα φτερά που να μπορώ να φύγω, να πάω να σπουδάσω εκεί, να ξαναγυρίσω. Κάπου κι εγώ κουκουλώθηκα απ’ όλη αυτή την κατάσταση και δεν βγήκα προς τα έξω για να πω ότι, ξέρεις, θα ξαναπάω να σπουδάσω εκεί ή να πάω να μείνω εκεί, δεν το ‘κανα αυτό το βήμα, ας πούμε, δεν το ‘κανα… Τώρα, εντάξει, αυτό έχει τα θετικά του, έχει και τα αρνητικά του, δεν ξέρεις πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η κατάσταση, ύστερα και κάποιους ανθρώπους που έχω γνωρίσει εδώ, εκεί δεν θα τους είχα γνωρίσει, έτσι; Και έχω και μια σύντροφο, πολύ αξιόλογο άτομο, δεν θα την είχα γνωρίσει, να το πω κι αυτό, εάν ήμουν εκεί και έχω και δύο πολύ καλά παιδιά, τα οποία δεν θα τα είχα ενδεχομένως, αν ήμουν εκεί, μπορεί να είχα κάποια άλλα παιδιά, δεν το ξέρει κανείς, αλλά, εντάξει, κάποια πράγματα μου βγήκαν σε καλό εδώ. Αλλά έτσι όπως το λέμε, ναι, το λογικό ήταν ότι έπρεπε να είχα επιστρέψει, δεν είχα την αυτή, δεν είχα τη βοήθεια την ενδοοικογενειακή. Πιθανόν αν ερχόμασταν εδώ για άλλους λόγους,, δηλαδή αν ο πατέρας μου αποφάσιζε να έρθει εδώ να επαναπατριστεί και να ‘χε την υγεία του και να μην πέθαινε, πιθανόν αυτός να με είχε ωθήσει, να μ' είχε βοηθήσει και να είχα ξαναβγεί έξω, εμείς όμως εδώ επαναπατριστήκαμε εξαιτίας τη ασθένειας του πατέρα μου, διαφορετικά δεν θα ερχόμασταν. Όταν σου λέω ότι είχε σκοπό να αγοράσει σπίτι, δεν είχε σκοπό λοιπόν αυτός ο άνθρωπος τότε εκεί να επιστρέψει πίσω εδώ. Η μάνα μου μετά δεν ήταν άνθρωπος ο οποίος θα μ’ έδινε τέτοια φτερά, ήθελε να μ’ έχει υπό την προστασία της γιατί ξέρεις τώρα συνήθως κι αυτά τα μοναχοπαίδια, αλλά και κάποιοι άνθρωποι το ‘χουνε έτσι λίγο παραπάνω το υπερπροστατευτικό, δεν μπορούσε να φανταστεί με τίποτα ότι θα πήγαινα εγώ ξανά εκεί. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν πήγα, τώρα καλώς ή κακώς ουδείς το ξέρει. Άμα πάμε στο παρελθόν και ξαναζήσουμε τη ζωή αλλιώς, θα τα βάλουμε μετά κάτω και θα πούμε έτσι η μία, έτσι η άλλη, άρα, λοιπόν, καλύτερα αυτή από την άλλη. Αυτά.
Θυμάστε κάτι, έτσι συγκεκριμένο, που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση όταν πρωτοήρθατε να μείνετε μόνιμα στην Κρήτη όσον αφορά την κρητική κουλτούρα σε σχέση με την γερμανική κουλτούρα, ίσως κάτι που δεν μπορούσατε να καταλάβετε;
Κοίταξε να δεις τώρα, πολλά πράγματα δεν μπορώ να τα καταλάβω ακόμη και τώρα. Δηλαδή, ναι μεν, αλλά. Πιο φιλόξενος λαός οι Κρητικοί, πιο ζεστός, πιο εγκάρδιος, αλλά καμιά φορά αυτό έχει και τα αρνητικά του, έτσι; Οπότε κάτι που δεν μπορώ να το καταλάβω ακόμα και σήμερα και καμία φορά φαίνομαι λίγο παράξενος στην άποψή μου, θα σου πω κάτι, δεν μπορώ να καταλάβω το εξής, δεν μπορώ να καταλάβω, ας πούμε, αυτό το οποίο γίνεται εδώ κάτω στην Κρήτη με τους γάμους των χιλίων και δύο χιλιάδων ατόμων. Το οποίο βέβαια το έχουμε μόνο στην Κρήτη, η υπόλοιπη Ελλάδα δεν το ‘χει, τουλάχιστον σ’ αυτή την έκσταση. Εντάξει, όταν παντρεύτηκα κι εγώ ακολούθησα αναγκαστικά αυτά γιατί οι γονείς θέλανε αυτά, αλλά εγώ δεν τα ασπάζομαι, αυτό το πράγμα δεν μπορώ να το καταλάβω. Ορισμένοι τώρα, αν με ακούσει και κάποιος που είναι και λίγο τοπικιστής, θα με κατηγορήσει. Θεωρώ ότι εάν ένα ζευγάρι θέλει να παντρευτεί τον πρώτο λόγο τον έχει το ζευγάρι, να καλέσει πέντε φίλους, αυτούς που τους είχε χθες, θα τους έχει κι αύριο στο σπίτι του, να φάνε, να πιούνε μαζί, θα βγούνε ένα βράδυ μαζί, θα πάνε ενδεχομένως μια βόλτα μαζί, διακοπές και λοιπά. Το να καλεί ο γονέας και ο παππούς και η γιαγιά και η μάνα και ο πατέρας και ο αδερφός για οικονομικούς λόγους, γιατί μου ‘χει συμβεί αυτό σε συγγενικό μου πρόσωπο: «Κάλεσε τον τάδε γιατί αυτός έχει λεφτά και θα μας χαρίσει χάρη καλή» και λέω: «Εγώ δεν το κάνω, από πού κι ως πού; Σε ξέρει εσένα αυτός επειδή ξέρει εμένα ας πούμε;» και το ‘χω δει και γίνεται, εγώ αυτό το πράγμα δεν το καταλαβαίνω. Επίσης, δεν καταλαβαίνω κάποια βαριά έθιμα, τα οποία, εντάξει, τώρα έχουνε ελαφρύνει, αλλά υπάρχουνε ακόμα, σαν αυτό που είπα με τον πατέρα μου, με τον θάνατο, έτσι; Που έπρεπε να μην ξαναπαίξουμε τηλεόραση, με τα μαύρα κι όλα αυτά. Ο Γερμανοί τι κάνανε τότε; Οι Γερμανοί όταν πέθαινε κάποιος, φοράγανε νομίζω άσπρα αντί για μαύρα, άσπρα κατάλευκα, θέλουνε φαίνεται να το συνδυάσουν με την ψυχή, με τους αγγέλους, δεν ξέρω τι και για σαράντα μέρες, μετά ήταν πάλι όπως πρώτα. Δεν σου λέω, εντάξει, όταν ένας χάσει έναν άνθρωπο δικό του μπορεί να μην επανέλθει ποτέ, έναν φίλο μου συνάντησα, έναν γνωστό μου συνάντησα προχτές και μου ‘πε ότι έχασε το παιδί του πριν από εφτά χρόνια, είκοσι τριών χρονών και δεν έχει συνέλθει ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση αυτός ο άνθρωπος να συνέλθει ποτέ, αλλά το να συμμετέχουνε κάποιοι απέξω, συγγενείς πιο μακρινοί, φίλοι και λοιπά, θεωρώ τα περισσότερα είναι για το δήθεν, για το πρέπει, εμένα δεν μ’ αρέσει το πρέπει. Να σκιστώ, να γίνω [02:20:00]οτιδήποτε, αν φέρω αποτέλεσμα, όταν δεν μπορώ να φέρω αποτέλεσμα, το δήθεν δεν μ’ αρέσει κι εδώ κάτω, στην Κρήτη, υπάρχει πολύ δήθεν και το τι θα πει ο κόσμος και το πολύ πρέπει. Ξέρω από άτομο μεγάλης ηλικίας, μια γυναίκα η οποία δεν ζει τώρα πλέον και πήγε, έξω από ‘δω, σε μια κηδεία ενός ανιψιού τζη και σκοτωνότανε κι έκανε και τση λέει η κόρη τζη: «Μα, τι είναι αυτά που κάνεις, ας πούμε; Είσαι με τόσο βεβαρυμένο θέμα υγείας -ογδόντα χρονώ τότε- και κάνεις;». Λέει: «Αν δεν τα ‘κανα –λέει- αυτά θα λέγανε ότι δεν τόνε λυπήθηκα», εμένα αυτό το πράγμα δεν μ’ αρέσει. Ύστερα η κουλτούρα, τα ήθη και τα έθιμα της Κρήτης ‘ντάξει, αυτά τα πολύ του χωριού, τα πολύ, κάποια έθιμα θεωρώ ότι είναι πολύ του πρέπει, του θεαθήναι και το τι θα πει ο άλλος. Αυτό έχει σηματοδοτήσει ολόκληρες γενιές και ολόκληρες οικογένειες και έχει χαράξει ολόκληρες οικογένειες εδώ κάτω. Κι επειδή είμαι κι εγώ παθών, αν θέλεις, ή, εν πάση περιπτώσει, έχω βιώσει αυτό το πράγμα υποστηρίζω ότι τα πολλά πρέπει έχουνε καταστρέψει ολόκληρες κοινωνίες. Πρέπει, πρέπει, το τι θα πει ο κόσμος, δεν είναι έτσι. Έξω οι Γερμανοί ήτανε πιο απελευθερωμένοι σ’ αυτά, ναι μεν πιο ψυχροί, αλλά πιο απελευθερωμένοι και ίσως και πιο ορθολογικοί και πιο δίκαιοι, έτσι; Γιατί εδώ εμείς έχομε πολύ του –το εφαρμόζομε όλοι, κι εγώ το εφαρμόζω, είναι έτσι το σύστημα εδώ- του γνωστού. «Α, αυτό θα κάνω; Θα πάω στο γνωστό, θα πάω να βρω τον γνωστό», εκεί είναι λίγο πιο ψυχρά τα πράγματα, αλλά τα πιο ψυχρά καμιά φορά είναι και καλύτερα. Έχω πει κάτι, ότι η Ελλάδα –γιατί καμιά φορά με λένε ότι δεν θέλω την Ελλάδα και λοιπά, παλεύουνε δύο κόσμοι μέσα μου πάντα- η Ελλάδα έχει ήλιο, τον ήλιο, αλλά ο ήλιος μόνο δεν φτάνει. Τση λείπουνε πολλά άλλα πράγματα για να μπορεί μια κοινωνία να ζήσει ορθολογικά και σωστά, κατά την άποψή μου πάντα, έτσι; Κάποιοι από κάποιες καταστάσεις μπορεί να βγαίνουν ωφελημένοι, αλλά στο γενικό σύνολο πώς απεικονίζεται αυτό σε μια κοινωνία, έτσι;
Επειδή είπατε πριν την ιστορία με το σαλάμι στις διακοπές-
Ναι, ναι, ναι!
Όταν είχατε έρθει. Αναρωτιέμαι αν συναντήσατε δυσκολία όσον αφορά το φαγητό που τρώγανε εδώ, στην Κρήτη, όταν ήρθατε από Γερμανία. Ήτανε πολύ διαφορετικό;
Ναι, κάποια πράγματα ήτανε διαφορετικά. Ήταν διαφορετικό το κρέας το χοιρινό, το οποίο μετά αποδείχθηκε μετέπειτα που συζήτησα με ανθρώπους του κρέατος και λοιπά ότι όντως το κρέας το χοιρινό το δικό μας βγάζει μια μυρωδιά την οποία το ξένο δεν την βγάζει και γι’ αυτό στα σουβλατζίδικα βάζανε κάποτε ξένο κρέας στους γύρους κι όλα αυτά γιατί δεν μυρίζει όπως μύριζε το δικό μας, ήταν λίγο διαφορετικό αυτό. Ιδιαίτερη, ιδιαίτερη δυσκολία δεν συνάντησα τόσο πολύ με την έννοια, ποια; Ότι κι εκεί τρώγαμε ελληνική κουζίνα, αλλά κάποια πράγματα μου λείψανε, αυτά της καντίνας, τα Imbis, που ήτανε στις Κίρνες, τα λεγόμενα λούνα παρκ τα οποία ήταν τα Wurst, αυτά εδώ δεν τα βρήκα. Οι Pomme frits που είναι οι πατάτες οι τηγανιστές είναι σαν αυτές που έχουν εδώ τα σουβλατζίδικα, είναι το ίδιο πράγμα θεωρώ. Υπήρχε εκεί σ’ ένα σουπερμάρκετ, όπως εδώ τώρα, τα πιο πολλά σουπερμάρκετ έχουνε και φαγητό έτοιμο, ας πούμε κοτόπουλο ψητό και λοιπά, υπήρχαν οι Frikadelie. Frikadelhen λεγόταν, ήταν κάτι μπιφτέκια μεγάλα, πολύ μεγάλα σε μέγεθος δύο φορές η μπάλα του τένις, ας πούμε. Και αυτό δεν το, έτοιμο, ένα ζουμερό έτσι μπιφτέκι ολοστρόγγυλο, αυτό δεν υπήρχε εδώ. Κάποια πράγματα τα συνάντησα μετά εδώ. Υπήρχαν μετά πολλά σαλάμια εκεί, τα οποία εδώ τότε δεν υπήρχανε, όπως υπήρχανε και ψωμιά πολλά που εδώ τώρα τελευταία υπάρχουν ψωμιά, εκεί θυμάμαι αξέχαστα κι είχαμε πάει και με το σχολείο σε μια έκθεση ψωμιού και είχε νομίζω –σαν εκπαιδευτική εκδρομή- εκατό είδη ψωμιού μέσα. Εδώ δεν υπήρχανε, ειδικά τότε που είχαμε έρθει εμείς, το ’80, δεν υπήρχανε. Υπήρξανε, εντάξει, δεν είχα ιδιαίτερες δυσκολίες γιατί τρώγαμε ως επί το πλείστον κι εκεί παραδοσιακά φαγητά, αλλά κάποια πράγματα, εντάξει, μου λείψανε. Μετά κάτι σοκολάτες μεγάλες που υπήρχαν εκεί, η Milka η σοκολάτα, η οποία κυκλοφόρησε εδώ μετά, υπήρχε από τότε, η Toblerone, ας πούμε, η τρίγωνη αυτή υπήρχε, υπάρχει κι εδώ, υπήρχε από τότε. Η Nutella, η οποία Nutella εμένα μ’ άρεσε καλύτερα από την Merenda, όμως τώρα τελευταία έφαγα Nutella και κάτι μου ‘κανε, δεν ήταν σαν την παλιά, σαν να έχω την εντύπωση ότι την αλλάξανε οι κύριοι εδώ, δεν ξέρω αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εντάξει, ιδιαίτερα μετά δεν είχα όσον αφορά το φαγητό προσωπικά εγώ θέματα.
Έτσι, για ν’ αρχίζουμε να κλείνουμε-
Ναι.
Θέλω να μου πείτε πώς ήταν η πρώτη φορά που είδατε, που κάνατε έτσι εικονικό ταξίδι στις παλιές σας γειτονικές μέσω του Google Earth.
Ήτανε πολύ συγκινητικό για μένα. Για κάποια στιγμή σαν να βρέθηκα εκεί. Και το οποίο βέβαια το κάνω ακόμα και τώρα, καμιά φορά πιάνω το κινητό, παλαιότερα, πριν, έχω τώρα αυτά τα smartphone, το ‘κανα μέσω του υπολογιστή, τώρα το κάνω μέσω του κινητού, έχω κατεβάσει το google earth, την εφαρμογή, και καμιά φορά το βράδυ εκεί που θα ξαπλώσω μπαίνω και αρχίζω και ψάχνω. Και πάω και βλέπω πάλι να κατεβαίνω στο street view, όπου μπορώ, η πρώτη, βέβαια, φορά ήταν πολύ συγκινητική, είναι κάμποσα χρόνια τώρα και θυμάμαι και στους γιους μου και τους τα ‘δειξα αυτά τα πράγματα και τους έκανα τσι ιστορίες, βέβαια γι’ αυτούς δεν σημαίναν πολλά πράγματα, δεν τα ‘χουνε ζήσει. Στην μάνα μου τα ‘χω δείξει που κι αυτή τα θυμάται, ας πούμε, και είχα πάει τότε με τον υπολογιστή τση μάνας μου για να δει, ξέρω ‘γω, το δημαρχείο, για να δει αυτό, το άλλο, αυτά που ‘χαμε βρει κι ακόμα και τώρα καμιά φορά της δείχνω κάποια πράγματα για να θυμηθεί κι εκείνη παλιές εικόνες και αναμνήσεις από τότε. Εκεί είχαμε πάει –να κάνω μια παρένθεση πολύ ολιγόλεπτη- είχαμε κάνει και μια εκπαιδευτική εκδρομή στην πέμπτη δημοτικού, ήμουνα στο Άαχεν. Το Άαχεν είναι μια πόλη στα σύνορα της Ολλανδίας όπου υπήρχε ένα πάρκο με άγρια ζώα, το Safari Tudern, το οποίο δεν υπάρχει πλέον, έχει κλείσει, νομίζω, από το 2009, το οποίο έμπαινες μέσα με λεωφορείο ή με τζιπάκια, τα οποία είχανε κάγκελα ή δίχτυ χοντρό γιατί περνούσες απ’ τα λιοντάρια, από τις τίγρεις, ήτανε ένα ανοιχτό πάρκο κι είχαμε πάει τότε μονοήμερη εκδρομή με το σχολειό, πέμπτη δημοτικού ήτανε, ήτανε το - τέλη του ’76, αρχές του ’77 ήτανε.
Θυμάστε ποια χρονιά, πότε περίπου χρησιμοποιήσατε έτσι πρώτη φορά το Google Earth?
To Google Earth μού το πρωτόπε ο γιος μου ο μεγάλος, ο οποίος είναι τώρα τριάντα χρονών και έχει ζήσει την τεχνολογία κάμποσα χρόνια. Θα σε γελάσω, θα πρέπει να ‘ναι καμιά δεκαετία πρέπει να ‘ναι, το οποίο τότε το Google Earth δεν είχε αποτυπωμένες όλες τις περιοχές, έκανες δηλαδή ζουμ, έβλεπες την γη, αλλά, όταν κατέβαινες, δεν έβλεπες όλα τα μέρη, έβλεπες σε κάποιες μεγάλες πόλεις και λοιπά είχε – δεν είχε streetview, ούτε 3D, απλά είχε απεικονίσεις από ένα ύψος το οποίο διέκρινες και λες: «Να, αυτό είναι εδώ και λοιπά», σε κάποια μέρη, όχι σε όλη την επικράτεια, ας πούμε. Σιγά-σιγά βέβαια εξελίχθηκε κι αυτό ας πούμε, έτσι; Πρέπει να ‘ταν τότε, καμιά δεκαετία πρέπει να ‘ναι, καμιά δεκαετία πρέπει να ‘ναι που το ‘χω πρωτοχρησιμοποιήσει. [02:30:00]Και ακόμα τώρα πολλές φορές μπαίνω μέσα και κάνω ταξίδια με το μυαλό μου και με τις εικόνες που βλέπω. Εδώ, στο κινητό, αυτή εδώ η εικόνα είναι η πόλη που μέναμε την οποία την έχω κατεβάσει από το ίντερνετ και την έχω βάλει σαν φόντο και επίσης στο facebook, στο προφίλ μου, πίσω στην φωτογραφία εξωφύλλου που λέμε έχω βάλει την ίδια εικόνα. Σαν ανάμνηση από τότε.
Αυτά, λοιπόν.
Ναι, αυτά. Αυτά… Μια ζωή εκεί, μια άλλη ζωή εδώ, αναμνήσεις από ‘κει με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια, δηλαδή αν τώρα μου πεις ν’ αρχίσω να σου λέω μηδαμινά πράγματα μπορεί να φάμε εδώ δυο μέρες ολόκληρες, ας πούμε, και κάποια στιγμή μπορεί ν’ αρχίζω να σου ξαναλέω τα ίδια και ξανά τα ίδια, αλλά δεν με κουράζουνε βέβαια. Λεπτομέρειες είναι, λεπτομέρειες που μετά εδώ δεν θυμάμαι! Και ξαναλέω, όχι τώρα που ‘μια πενήντα πέντε χρονών, όταν ήμουν είκοσι χρονών, είκοσι πέντε, που το μυαλό μου ήταν νηφάλιο. Κάποια πράγματα δεν τα θυμάμαι ή να ‘χω σαν κενά μνήμης ακόμη σε κάτι χρονικούς περιόδους, εκεί δεν υπάρχει τίποτα, υπάρχει απόλυτη, μια μνήμη κρυσταλλική, δηλαδή τα πάντα, τα πάντα. Ένα έθιμο κάναν εκεί στη Γερμανία, αξίζει να το πούμε, την πρωτομαγιά, κάποιος που είχε κορίτσι ανύπαντρο, έκοβε ένα δέντρο, το οποίο πρέπει να ‘τανε κάτι σαν πεύκο, όχι πεύκο, συγγνώμη. Πώς είναι ο ευκάλυπτος, αλλά δεν ξέρω να στο πω τώρα, υπάρχει ένα δέντρο, το οποίο είναι παρόμοιο με τον ευκάλυπτο γιατί, εντάξει, δεν υπάρχουν ευκάλυπτοι εκεί. Μικρό σχετικά δέντρο και το έστηνε στην αυλή του και το ‘χε όλο το μήνα και ήταν, ας πούμε, σαν ένδειξη ότι είχε μια κοπελιά ανύπαντρη, σαν δώρο, ας πούμε, ότι έρχεται ο Μάης και το καλοκαίρι. Δεν ξέρω αν ήτανε τοπικό ή αν ήτανε γενικά τση Γερμανίας, δεν το ξέρω. Αυτά.
Αν δεν έχετε κάτι τελευταίο να προσθέσετε; Κάτι που δεν είπαμε;
Όχι, δεν νομίζω να ‘χω κάτι άλλο.
Εγώ απ’ τη μεριά μου σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μας ανοίξατε τις μνήμες σας.
Κι εγώ ευχαριστώ, αυτή τη συζήτηση, όχι τόσο αναλυτική, γιατί δεν θα καθότανε κανείς να μ’ ακούσει τόση ώρα, την έχω κάνει πολλές φορές με φίλους, με γνωστούς, με συγγενείς, καμιά φορά μπορεί να τους έχω κουράσει κιόλας με τη Γερμανία και τη Γερμανία και τη Γερμανία. Έχουνε επηρεαστεί λίγο, όχι ο γιος μου ο μικρός, ο μεγάλος έχει επηρεαστεί λίγο, δηλαδή σαν να θεωρώ ότι με έχει ψιλο- όχι αντιγράψει πάλι, έχει επηρεαστεί απ' το θέμα της Γερμανίας. Αξέχαστα θυμάμαι πριν από καμιά δεκαετία είχε πάει η μάνα του με τη δουλειά της ένα ταξίδι επαγγελματικό κάνανε στην Κωνσταντινούπολη και τους είπε τότε: «Ελάτε, πληρωμένα όλα τα έξοδα», ο μικρός που ήταν και μικρός τότε πήγε, ο μεγάλος: «Πήγαινε, βρε ‘σύ, πήγαινε», «Όχι, δεν πάω». «Μην είσαι χαζός, πήγαινε, θα χάσεις το ταξίδι!», «Όχι, δεν πάω, εγώ αν πάω στο εξωτερικό, θα πάω στην Γερμανία», ήταν επηρεασμένος από μένα. Του λέω εκεί εγώ: «Κοίταξε να δεις, για εσένα η Γερμανία δεν σημαίνει κάτι, δηλαδή, εντάξει, να πας να δεις τι; Να πας, δεν σου λέω να μην πας, σαφώς έτσι; Μακάρι να μπορούσαμε να πάμε και μαζί να σας δείξω αυτά, τα οποία σας λέω τόσα χρόνια. Δεν λέει για σένα κάτι, πήγαινε εκεί». «Όχι, θα πάω στην Γερμανία», αυτό θεωρώ ότι ήτανε επηρεασμένος από μένα, γιατί να το πει; Στο κάτω κάτω η Γερμανία δεν είναι καμία τουριστική χώρα, δεν είναι ούτε Ιταλία, ούτε Αμερική, ούτε Γαλλία, ξέρεις τώρα, ούτε Αίγυπτος για όλα τα αξιοθέατα αυτά τα οποία πάει ο όλος ο κόσμος. Είναι μια χώρα που δεν έχει σε γενικές γραμμές –ομορφιές έχει, αλλά δεν έχει σε γενικές γραμμές-.
Εγώ πάντως πιστεύω ότι σίγουρα θα πάτε κάποια στιγμή!
Κι εγώ θέλω να το πιστεύω και το εύχομαι, αλλά, σου λέω, αρχίζει λίγο και με τρομάζει όλη η κατάσταση που βιώνουμε, έτσι, αυτή λίγο με τρομάζει η κατάσταση. Τώρα θα μου πεις, εντάξει, είναι και θέμα δουλειάς, δεν μπορώ να φύγω από την μια μέρα στην άλλη, να πω ότι φεύγω και πάω, βρήκα τώρα δύο εισιτήρια και πάω, πρέπει λίγο να το προγραμματίσω κι αυτό λίγο με τρομάζει γιατί με όλα αυτά που βλέπομε και γίνονται δεν ξέρουμε. Μακάρι, το εύχομαι και δεν θέλω να το σκέφτομαι ότι δεν θα πάω!
Δεν γίνεται να μην πάτε!
Δεν γίνεται, ναι, ναι! Δεν γίνεται.
Και πάλι σας ευχαριστούμε τόσο πολύ για όσα μας είπατε.
Κι εγώ ευχαριστώ, κι εγώ ευχαριστώ. Είναι το καλό κομμάτι της ζωής μου το οποίο το λέω, μπορεί να το ξαναπώ και αύριο και μεθαύριο, δηλαδή δεν με κουράζει, δεν με ενοχλεί και δεν είναι και κάτι κρυφό, ούτε κάτι το οποίο… Εντάξει, μια ανάμνηση ζωής, ας πούμε, αναμνήσεις, δεν είναι κάτι παράνομο, ούτε το κρυφό, ούτε το, κάτι το οποίο, εντάξει. Εγώ χαίρομαι να το λέω αυτό το πράγμα, χαίρομαι.
Κι εμείς χαιρόμαστε που το μοιραστήκατε μαζί μας εδώ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ που μου δόθηκε η ευκαιρία να το εξιστορήσω τόσο αναλυτικά που δεν το ‘χα ξανακάνει, να ‘μαι ειλικρινής, σε μία και μόνο συζήτηση τόση ώρα αναλυτικά και που μπορεί κάποιος κόσμος να το ακούσει, να εκφράσει το ενδιαφέρον του και θα είμαι ανοικτός στον οποιονδήποτε, αν θέλει κάτι να με ρωτήσει ή να μοιραστεί μαζί μου ή να συζητήσει μαζί μου γύρω από αυτό το κομμάτι εκείνης της εποχής και γενικότερα, ας πούμε, γύρω απ’ αυτήν την ιστορία και το θέμα της μετανάστευσης και όλα, όλα αυτά.
Εντάξει, οπότε είμαστε έτοιμοι να κλείσουμε.
Ναι, βέβαια.
Ωραία.