© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η «Ανατολή» είναι η μεγάλη μας αδερφή
Κωδικός Ιστορίας
10739
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Θοδωρής Ξηντάρης (Θ.Ξ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/08/2022
Ερευνητής/τρια
Ρενάτα Κώττη - Δόμπρετς (Ρ.Κ.)
[00:00:00]Γεια σας! Λέγομαι Ρενάτα Κώττη- Δόμπρετς. Είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Είναι 14 Αυγούστου 2022. Βρισκόμαστε στη Σκόπελο στο μαγαζί «Ανατολή» με τον Θοδωρή Ξηντάρη και βρίσκομαι εδώ για να ακούσω ιστορίες για τον μπαμπά του, για τον ίδιο και για το μέρος αυτό. Γεια σου Θοδωρή!
Γεια σου Ρενάτα μου. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την παραχώρηση της συνέντευξης και ελπίζω να ανταπεξέλθω στις προσδοκίες σου. Λοιπόν, τι να σου πρωτοπώ τώρα! Θα σου ξεκινήσω βασικά πρώτα για το μαγαζί. Το μαγαζί αυτό καθαυτό ήταν ένας στάβλος. Δηλαδή, από το 1982 που ξεκίνησε ήταν ένας στάβλος για τα μουλάρια, που τον είχε ο παππούς του πατέρα μου, ο οποίος ήταν να του γράψει λεφτά, αλλά κάποια στιγμή ο πατέρας μου του είπε: «Δεν μου γράφεις αυτό το μαγαζί να το κάνω αναψυκτήριο;». Και το μαγαζί ουσιαστικά από τότε ξεκίνησε σαν αναψυκτήριο, το 1982. Το καθάρισε μέσα ο πατέρας μου, το δημιούργησε ο πατέρας μου, το έχτισε ο πατέρας μου. «Brick by brick» ουσιαστικά. Και από τότε ξεκίνησε και να παίζει εδώ. Άρχισε να φτιάχνει φαγητά στο σπίτι σιγά σιγά, να τα φέρνει εδώ πέρα και να τα πουλάει. Υπάρχει μια συγκεκριμένη ιστορία, η οποία είναι ότι: ο πατέρας μου έπαιζε εδώ πέρα μόνος του, τότε δεν ήταν γνωστός. Και πήγαινε και έπαιζε κι όταν τελείωνε το τραγούδι, επειδή προφανώς τότε δεν υπήρχαν σερβιτόροι, έμπαινε μέσα, έφτιαχνε τη σαρδελίτσα του, το κασεράκι του, την ελίτσα. Το έφερνε έξω, σέρβιρε τον κόσμο και όταν ο κόσμος ήταν εντάξει με αυτό, τότε πήγαινε και έπαιζε ένα τραγούδι. Αν στο επόμενο τραγούδι χρειαζόντουσαν και άλλα πράγματα, όπως ψωμί, όπως κάτι άλλο, λάδι, τελείωνε το τραγούδι, πήγαινε μέσα, άφηνε το μπουζούκι, πήγαινε μέσα, σερβίριζε και τούμπαλιν. Μία από τις ιστορίες, τις οποίες μου έχει πει χαρακτηριστικά και μου αρέσει πάρα πάρα πολύ. Μετά σιγά σιγά άρχισε να δημιουργείται και ο χώρος, όπως είναι τώρα. Ο κόσμος άρχισε να γνωρίζει τον πατέρα μου πιο πολύ από το «Μινόρε της Αυγής», που ήταν μια πολύ δημοφιλής σειρά που παίχτηκε στην κρατική τηλεόραση το ’81, ’82, ’83. Ο πατέρας μου έκανε τη φωνή, ντούμπλαρε τη φωνή του Καφετζόπουλου και έκανε και κάποιες σκηνές μέσα στη σειρά. Ήταν πολύ φίλος με τον Μεσθεναίο, με τον σκηνοθέτη, και τον Γκούφα, τον σεναριογράφο. Οπότε… Άμα θέλεις μπορώ να συνεχίσω να λέω για το μαγαζί. Λοιπόν, σιγά σιγά άρχισε το μαγαζί να παίρνει σάρκα και οστά από την άποψη να επανδρώνεται και από άποψη προσωπικού και από άποψη μουσικής και από άποψη τμημάτων, εννοώ επιπέδων στο μαγαζί. Μπήκε και στον χορό μετά η μάνα μου. Όπως προείπα, άρχισε να φτιάχνει φαγητά από το σπίτι, να τα ανεβάζει εδώ πάνω. Σιγά σιγά ξεκινήσαμε, δημιουργήθηκε και ο χώρος μέσα, που μας επέτρεπε να έχουμε παραπάνω κόσμο εδώ. Κουζίνες, ψυγεία, προσωπικό καλύτερο… Και μάλιστα, η ονοματοδοσία, ο νονός του μαγαζιού είναι ένας φίλος καρδιακός του πατέρα μου, ο οποίος μάλιστα στις πρώτες μέρες τον βοηθούσε και στο θέμα του μαγειρέματος και σε πολλά άλλα πράγματα. Για πολλά χρόνια υπήρχε εδώ πέρα ένα μαγαζί πολύ γνωστό, το οποίο λεγόταν «Δειλινά». Ήταν ακριβώς απέναντι στην περιοχή Μετόχι. Εκεί έπαιζε πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Ήταν φίλοι με τον καταστηματάρχη, πήγαιναν μαζί στην Αθήνα, όποτε υπήρχε δυσκολία εδώ πέρα στη Σκόπελο με τον συγκεκριμένο, με τον Ζορό, θεός συγχωρέσ’ τον. Και όταν αποφάσισε ο πατέρας μου να κάνει το μαγαζί αυτό, είχε -θυμάμαι χαρακτηριστικά- είχε πάει κάτω στο μαγαζί του Καβούρη, στο Γιάννη τον Καβούρη, στην «Κληματαριά» και έπινε το τσιπουράκι του, όπως κάθε απόγευμα στον Γιάννη. Και γυρνάει και λέει στον Γιάννη: «Γιάννη μου» λέει «Θα ανοίξουμε το μαγαζί αυτές τις μέρες. Το μόνο κακό είναι ότι δεν έχω βρει όνομα». Και γυρνά και του λέει ο Γιάννης: «Το μαγαζί πού είναι βρε; Γιατί εγώ δεν ξέρω τίποτα». Λέει: «Πού είναι τα “Δειλινά”; Ακριβώς απέναντι», «Ε αφού είναι απέναντι από τα “Δειλινά”, γιατί δεν το λες «Ανατολή»;». Οπότε, έτσι βγήκε το όνομα και ο νονός είναι ο Γιάννης ο Καβούρης. Οπότε ναι, κι αυτή είναι μια πολύ ωραία ιστορία που… Σιγά σιγά αρχίσαμε να μπαίνουμε κι εμείς λίγο πιο δυναμικά και από άποψη ορχήστρας, γιατί υπάρχουν ηχογραφήσεις που είμαστε πολύ μικρά παιδιά, εφτά-οχτώ χρόνων, και υπάρχουν οι ηχογραφήσεις που νιαουρίζουμε εμείς, δεν τραγουδάμε. Αρχίσαμε μετά σιγά σιγά να μπαίνουμε λίγο πιο δυναμικά από την άποψη ο αδερφός μου να παίζει κιθάρα, εγώ να παίζω μπουζούκι πιο επαγγελματικά. Υπήρχαν βέβαια και Σκοπελίτες μουσικοί, οι οποίοι κλέψαμε και από αυτούς. Μεγάλο σχολείο ο πατέρας μου, [00:05:00]δεν το συζητάμε. Αλλά ήταν και μεγάλο σχολείο και οι ερασιτέχνες φίλοι μουσικοί, που ερχόντουσαν εδώ πέρα για να παίξουν, είτε για να πάρουνε μεροκάματο είτε για να περάσουν καλά. Κάθε βράδυ έχουμε ζωντανή μουσική από τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί. Δεν έχει υπάρξει μέρα, που να μην παίξει έστω και λίγο. Δηλαδή, ακόμα και οι βραδιές, που έχει ρίξει βροχή και έχει φύγει ο πολύς ο κόσμος, αλλά έχουνε μείνει τέσσερα-πέντε άτομα, ακόμα και γι’ αυτούς έχουμε παίξει, γιατί καλώς ή κακώς βρήκαμε -καλώς βασικά, ευτυχώς θα πω- βρήκαμε τη δουλειά που γουστάρουμε και λένε, ότι αν βρεις τη δουλειά που αγαπάς, δεν θα δουλέψεις ούτε μία μέρα. Οπότε, ναι, υπήρχαν στιγμές ας πούμε, στις οποίες καθόμασταν εμείς εδώ πέρα παίζαμε και ο κόσμος ήταν γύρω- γύρω και προσπαθούσε να προφυλαχτεί από τη βροχή, γιατί το κιόσκι, όπως βλέπετε εδώ πέρα, είναι πολύ μικρό. Κι εμείς παίζαμε μόνο και μόνο, γιατί ο κόσμος έδειχνε ότι ήθελε να μας ακούσει. Οπότε ήταν ένα πράγμα, το οποίο έπρεπε να το τιμήσουμε κι εμείς σαν οικοδεσπότες, σαν μουσικοί. Αυτό. Τώρα από εκεί και πέρα, τα ευτράπελα που έχουν γίνει εδώ πέρα είναι πάμπολλα, γιατί είμαστε και σαράντα χρόνια μαγαζί φέτος. Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται να σου πω ευτράπελα και τι έχει γίνει… Τώρα από εκεί και πέρα μπορείς να με βοηθήσεις, να με κατευθύνεις εσύ κάπως; Πού θες να κινηθώ; Δηλαδή, θα πλατειάσω πάρα πολύ και...
Πες, εμένα δεν με πειράζει. Μπορείς να μου πεις ό,τι θέλεις.
Λοιπόν, τι άλλο;
Μπορείς να μου πεις και για τα ευτράπελα.
Λοιπόν υπήρχανε στιγμές ας πούμε… Υπάρχουν καλά ευτράπελα και κακά ευτράπελα. Δηλαδή υπήρχαν κάποιοι πελάτες, να το θέσω έτσι, οι οποίοι δεν ήταν πολύ «easy going», να το θέσω έτσι. Ας πούμε υπήρχαν στιγμές, στις οποίες πιο παλιά ας πούμε έχει κάνει ένας πελάτης τέλος πάντων φασαρία για το φαγητό ή ότι δεν του άρεσαν, ενώ έχει καθαρίσει τα πιάτα. Και έχει σηκωθεί ο πατέρας μου από την ορχήστρα με τα μπουζούκια ανά χείρας και λέει: «Ή θα πληρώσεις ή θα σε σπάσω στο ξύλο» εκεί πέρα. Έτσι ξεκάθαρα. Τώρα το πιο τέτοιο… Άλλος έχει έρθει και προσπαθούσε να πάρει τη σημαία την πειρατική, που έχουμε εδώ πέρα, ναι, επειδή του άρεσε και ήταν ψιλομεθυσμένος. Έχει τύχει σκηνικό, στο οποίο ήταν σε αυτό το τραπέζι που μιλάμε τώρα, ήτανε τρία κορίτσια από Ολλανδία -δεν θυμάμαι τώρα από πού, Γερμανία;- και είχε έρθει τώρα ένας τύπος και τις κόζαρε. Από ένα σημείο και μετά όμως τα κορίτσια ήταν πολύ τέτοιο, οπότε έχουμε πει στους σερβιτόρους μας: «Άμα πλησιάσει αυτός, τον διώχνουμε». Και έχει τύχει τώρα, έχει έρθει αυτός ο τύπος, κοζάρει τα κορίτσια και άπλωσε χέρι σε ένα από τα κορίτσια, δηλαδή την έπιασε από το μπράτσο. Οπότε, τον επαίρνουν σηκωτό οι δύο σερβιτόροι που είχαμε και τον εφτάνουνε μέχρι κάτω, μέχρι την έξοδο του μαγαζιού φαντάζομαι και γυρνάνε πίσω. Ο πατέρας μου έχει σηκωθεί όρθιος και είναι τέρμα γκάζι και κάποια στιγμή γυρνάει ο τύπος μέχρι τη μέση του μαγαζιού και κάνει: «Vaffanculo» και κάνει χειρονομία στον πατέρα μου. Εκείνη την ώρα ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα πάρα πολύ τον πατέρα μου, ο οποίος απλά κατέβασε ρολά, τα μάτια του έγιναν μισά. Και επειδή πρέπει να πούμε ο πατέρας μου πριν γίνει μουσικός, έχει χτίσει τη μισή Αθήνα, γιατί ήταν οικοδόμος. Οπότε έχει τη δύναμη του οικοδόμου. Σηκώνεται, παίρνει καρέκλα από το πόδι με το ένα χέρι, τη σηκώνει όρθια και ξεκινάει και οδεύει με αργό και σταθερό βήμα προς τον τύπο, που του έκανε τη χειρονομία σε σημείο του στιλ ας πούμε: «Τώρα σε έχω σκοτώσει!». Και εκεί που τρόμαξα περισσότερο απ’ όλα ήταν, όταν πήγα να τον πιάσω από το χέρι για να τον γυρίσω πίσω και το χέρι του όχι μόνο ήταν πέτρα, ήταν του στυλ καλύτερα να τραβούσα πέτρα, ογκόλιθο, παρά τον πατέρα μου. Ο τύπος μάλλον πρέπει να το αισθάνθηκε αυτό το πράγμα, γιατί άρχισε να τρέχει σαν τον παλαβό. Δηλαδή, ήταν ένα σκηνικό, το οποίο δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ πραγματικά. Αλλά γενικά ο πατέρας μου είναι πολύ μαλθακός σαν άνθρωπος. Είναι σνομπ ορισμένες φορές, γιατί έχει μεγαλώσει σε διαφορετικές συνθήκες. Έχει συνηθίσει διαφορετικό attention από τους πελάτες. Γι’ αυτό τώρα δυσκολεύεται πάρα πολύ, γιατί τώρα οι πελάτες οι πολλοί δεν ακούνε. Οι παλιοί πελάτες, επειδή τότε δεν υπήρχε τόσο φουλ πληροφορία από θέμα YouTube, από θέμα…από τα πάντα βασικά, όταν έλεγες ένα καινούργιο τραγούδι, ο κόσμος διψούσε να μάθει αυτό το τραγούδι. Οπότε, κρεμόντουσαν από τα χείλια του πατέρα μου και του κάθε μουσικού, όπως είναι ο Μπάμπης ο Γκολές, όπως είναι ο Τσέρτος, όπως ήταν ο Αγάθωνας. Δηλαδή, τέτοιοι μουσικοί αυτού του βεληνεκούς ήτανε όχι μόνο must, ήταν, τους κοιτάγανε στα μάτια. Και τώρα με το που πάμε να [00:10:00]παίξουμε ένα πιο άγνωστο κομμάτι, ο κόσμος ξεκινάει και μιλάει, ή μας έχει πλάτη, ή δεν χειροκροτάει ας πούμε. Είναι πράγματα για τον πατέρα μου, το οποίο δεν μπορεί ακόμα να το χωνέψει. Δηλαδή, στα εβδομήντα του χρόνια φέτος δεν μπορεί να το χωνέψει. Οπότε, ο πατέρας μου γενικά είναι φυσιογνωμία, η οποία… Είναι δύσκολος, είναι τζαναμπέτης, δεν μπορείς να τον εκάνεις καλά εύκολα. Είναι ακριβοδίκαιος, είναι αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του και μετά με όλους τους υπόλοιπους. Δεν θα σε ρίξει ποτέ, δεν θα ξεχάσει τίποτα απ’ όσα πράγματα σου έχει κάνει. Αν και Σκορπιός, δεν θα σε χτυπήσει, για να πιάσουμε και τους ωροσκοπολάγνους. Είναι καλός άνθρωπος. Είναι φιλότιμος, είναι ευαίσθητος. Δεν το βλέπει κανείς ότι είναι ευαίσθητος, γιατί το κρύβει πάρα πολύ καλά. Είναι ένας πατέρας, που δυστυχώς κι εγώ και ο αδερφός μου, δεν τον είχαμε όταν μεγαλώναμε, γιατί ο πατέρας μου ήταν στην Αθήνα και δούλευε. Κι εγώ με τον αδερφό μου ήμασταν εδώ πέρα, με τη μάνα μου, μόνοι μας και μεγαλώναμε. Μας έλειψε ο πατέρας μας. Το πιο δύσκολο μετά -βέβαια είχα την ωριμότητα μετά για να το καταλάβω αυτό- το πιο δύσκολο μετά, γιατί όταν ήμουν μικρός έλεγα: «Μου λείπει ο πατέρας μου. Μου λείπει ο πατέρας μου. Γιατί δεν είναι εδώ ο πατέρας μου; Γιατί;». Αλλά όταν μεγάλωσα και πήγα κι εγώ στην Αθήνα και είδα τον τρόπο ζωής του και είδα και το line of work που έχει και τη φύση της δουλειάς του -να το θέσω εδώ στα ελληνικά- είναι ότι το πιο δύσκολο ήταν για τον πατέρα μου. Γιατί τουλάχιστον η μάνα μου είχε εμάς. Ο πατέρας μου είχε μόνο τον εαυτό του, τη μοναξιά του. Πήγαινε στη δουλειά, γύρναγε 07:00 η ώρα το πρωί. Πιο παλιά γυρνούσε 06:00 ώρα το πρωί, έκανε ένα μπάνιο, 07:00 η ώρα έφευγε για δουλειά. Πήγαινε οικοδομή μέχρι τις 14:00 η ώρα το μεσημέρι. 14:00 η ώρα το μεσημέρι γυρνούσε σπίτι, μαγείρευε, κοιμόταν, 22:00 η ώρα πήγαινε για δουλειά μέχρι τις 06:00 η ώρα το πρωί και ούτω καθεξής. Οπότε το δύσκολο ήταν για τον πατέρα μου. Και παρόλα αυτά, δεν είπα ότι δεν έχει καλοπεράσει. Έχει κάνει τα λούσα του. Έχει κάνει τις παραποντιές, όχι παραποντιές, την ελευθερία του την έχει ζήσει πάρα πολύ, αλλά το θέμα είναι ότι… Το δύσκολο ήταν για τον πατέρα μου από ένα σημείο. Γι’ αυτό ξεκίνησε σιγά- σιγά, όταν άρχισε να ηρεμεί λίγο η δουλειά, αντί να παίζει ας πούμε Δευτέρα με Κυριακή -με Κυριακή διπλό μεροκάματο ας πούμε-, άρχισε να παίζει Πέμπτη με Κυριακή. Οπότε, τον βλέπαμε Δευτέρα με Πέμπτη ας πούμε πρωί, ξεκινήσαμε σιγά σιγά. Μετά τον βλέπαμε πάρα πολύ, προφανώς τα καλοκαίρια. Λοιπόν, για να τελειώνω με το θέμα του πατέρα μου, είναι αυτό: είναι αυτοδίδακτος, είναι πεισματάρης, -όπως λέμε εδώ πέρα στη Σκόπελο- είναι ροβός, είναι δύσκολος -αυτό που είπα-, αλλά είναι φιλότιμος, είναι καλός άνθρωπος. Άμα του κάνεις καλό, θα το προσμετρήσει, αλλά από ένα σημείο και μετά θα το θεωρήσει όπως όλοι μας λίγο δεδομένο. Γιατί και ο ίδιος θα το θεωρήσει δεδομένο να κάνει καλό σε κάποιον άλλον, αλλά άμα του κάνεις κακό, δεν θα το ξεχάσει. Δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Αυτό, κλείνουμε για τον πατέρα μου. Βασικά για τον πατέρα μου, μπορείς να βρεις πολλά πράγματα στο ίντερνετ, δηλαδή έχουνε γράψει πάρα πολλά πράγματα. Τώρα από κει και πέρα, εμείς μεγαλώσουμε με το αδερφό μου εδώ. Ξεκινήσαμε και παίζαμε, μέναμε σε ένα σπίτι παλιό, πριν φτιάξουμε το δικό μας, το οποίο θυμάμαι χαρακτηριστικά, έχω εικόνες, που ήταν τόσο παλιό, που πέφτανε ποντίκια απ’ την καμινάδα. Και μας έλεγε η μάνα μου πάντα άμα βλέπουμε το φαγητό ότι είναι χωρίς καπάκι, να παίρνουμε την πετσέτα και να το καλύπτουμε. Φτώχεια, γιατί είχανε κάποια… Τέλος πάντων, φτώχεια πολλή. Μεγαλώσαμε σε αυτό το σπίτι με τον αδερφό μου, είχε βάλει τότε φάκες η μάνα μου κάτω από τα ντουλάπια εκεί πέρα, και ακούγαμε “κλαπ- κλαπ” από τις φάκες για τα ποντίκια, ναι. Φτώχεια όμως. Ήταν δύσκολα τότε, αλλά το θέμα είναι ότι αυτό μας έκανε τους ανθρώπους που είμαστε σήμερα. Δηλαδή, να μην έχουμε τίποτα δεδομένο, να ξέρουμε από πού προήλθαμε, να εκτιμάμε πολλά περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι εκτιμάνε σήμερα κάποια παιδιά. Καλώς ή κακώς δεν θέλω να ακούγομαι παππούς αλλά το βλέπω από τη συμπεριφορά των νέων παιδιών, ότι δεν εκτιμάνε πολλά πράγματα. Τα θεωρούν όλα δεδομένα και δυστυχώς μπορεί να ακούγομαι πάλι παππούς αλλά η νεολαία ξέρει τα δικαιώματά της, αλλά δεν ξέρει τις υποχρεώσεις της, που είναι πολύ κακό αυτό. Και δεν έχει και ευγένεια, ξεκάθαρα. Anyway. Με τον αδερφό μου, μετά από ένα σημείο και μετά, επειδή βλέπαμε την αγάπη του πατέρα μου για το ρεμπέτικο, θέλαμε κι εμείς να ξεκινήσουμε να μαθαίνουμε το ρεμπέτικο, για να δούμε τι είναι αυτό που κάνει τον πατέρα μου να το αγαπάει τόσο πολύ. Ή ας πούμε να μην… Τώρα που κάνω ψυχανάλυση στον εαυτό μου, μήπως να πάρουμε ένα μερίδιο της αγάπης που έχει για το ρεμπέτικο από τις… Να πάρουμε ένα μερίδιο της αγάπης που... Οπότε ξεκινήσαμε και παίζαμε με τον αδερφό μου. Είχαμε ένα τεφτέρι, ένα μπλε τετράδιο, στο οποίο μέσα γράφαμε τραγούδια του Σκαρβέλη και του Ρούκουνα και του Κάβουρα, συνθέτες και [00:15:00]τραγουδιστές, οι οποίοι ακόμα και τώρα δεν είναι γνωστοί, όχι τότε. Και εγώ τώρα είμαι τριάντα τρία ας πούμε. Οπότε, έχουμε ξεκινήσει από πολύ μικροί να κάναμε practice αυτό το πράγμα που κάναμε εδώ πέρα. Έχουμε εντρυφήσει- όχι εντρυφήσει- έχουμε μεγάλη εμπειρία πάνω σε αυτό. Δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες, «εντρυφήσει» και «γνώστης» και τέτοια. Είναι φανφάρες αυτές, τις οποίες καλύτερα αυτά να τα λέει η πράξη σου παρά ο ίδιος. Οπότε, ναι, ήμασταν πολύ μικρά. Ξεκινήσαμε σιγά σιγά να τέτοιο. Ο αδερφός μου πρώτος ξεκίνησε στην Αθήνα να παίζει, όταν πέρασε πανεπιστήμιο το 2005 στην ΑΣΟΕΕ. Μετά εγώ το 2006, που πέρασα στο ΠΑΠΕΙ, δεν έπαιζα τόσο συχνά. Μετά ξεκίνησα να παίζω σαν επαγγελματίας. Το πρώτο μεροκάματο το είχα κάνει στη Δροσιά θυμάμαι, anyway. Το πρώτο μεροκάματο που έκανα σαν μπουζουξής, που δεν ήμουν ούτε με τον αδερφό μου ούτε με τον πατέρα μου, αλλά ήμουνα με συναδέλφους, πήρα πολλά μαθήματα εκείνη την περίοδο, σε εκείνο το μεροκάματο, πήρα πολλά μαθήματα, ωρίμασα τρία-τέσσερα χρόνια “μπαμ”. Γιατί με βοήθησε πάρα πολύ ένας πολύ σωστός και ωραίος μουσικός, τον οποίο θαυμάζουμε κι εγώ και ο Αντώνης, τον Νίκο τον Πρωτόπαπα, κιθαρίστας από τους λίγους, παλιός, όμορφος άνθρωπος. Όμορφος άνθρωπος, όχι, όμορφος χαρακτήρας. Γενικά ο άνθρωπος αυτός είναι… Όποιος τον έχει γνωρίσει, είναι τυχερός. Και όταν γυρνάγαμε από τη δουλειά, γιατί παίζαμε με τον ίδιο, αυτός με έφερνε και με πήγαινε στη δουλειά, στο μεροκάματο αυτό, μου είπε κάποια πολύ σημαντικά πράγματα. Δηλαδή, του έλεγα ότι θέλω να μπω στον χάρτη των μπουζουξήδων, ότι θέλω να γίνω γνωστός, ότι θέλω να γίνω γνωστός με το όνομά μου και όχι με το επίθετό μου. Και να μην στα πολυλογώ, ο Νίκος μού είπε κάποια πράγματα τα οποία με έκαναν να συνειδητοποιήσω πολλά πράγματα, με πρόγκηξε, -που λέμε κι εδώ πέρα στη Σκόπελο-, δηλαδή με έβαλε στη θέση μου. Μου είπε κάποια πράγματα με πολύ αυστηρό τόνο χωρίς να μου φωνάξει, χωρίς να μου πει… Μου μίλησε κατευθείαν to the point. Είπε πράγματα, τα οποία ας πούμε ενδεχομένως ένα παιδί δεκαεννιά χρονών να μην ήθελε να ακούσει -ή είκοσι χρονών- να μην ήθελε να ακούσει, αλλά έπρεπε μόνο και μόνο, γιατί πρέπει να μεγαλώσει, πρέπει να βγει, πρέπει να γίνουν αυτά τα πράγματα, πρέπει να ωριμάσει. Και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό, να σου πω την αλήθεια, γιατί με βοήθησε να γίνω καλύτερος μουσικός. Και κάθε φορά όταν παίζουμε μαζί και με τον Νίκο και με τη γυναίκα του την Κατερίνα την Τσιρίδου, με κάνουν να θέλω να γίνω καλύτερος μουσικός, χώρια από τον πατέρα μου και όλους αυτούς εδώ πέρα που παίζουμε. Λοιπόν, έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε σιγά σιγά να παίζουμε στην Αθήνα. Βγάλαμε τις σχολές μας. Υπήρξαν κάποια στιγμιότυπα στην καριέρα, όπως είναι: έχουμε παίξει στο καζίνο στο «Mont Parnes» πάνω, όταν ήμασταν πιο μικροί. Πολλά μεροκάματα, δεν θα πω τώρα τα μαγαζιά που παίζουμε, γιατί γενικά τόσα χρόνια που παίζουμε στην Αθήνα, έχουμε παίξει σε πάρα πολλά μαγαζιά. Τώρα από κει και πέρα κάποια άλλα, έχουμε κάνει ένα αφιέρωμα στο Μέγαρο Μουσικής στις γυναίκες του ρεμπέτικου. Πώς το λένε; Στο εξωτερικό έχουμε πάει για περιοδείες Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Κύπρος -εντάξει καλά-, Πολωνία, Γερμανία και γενικά βγαίνουμε εξωτερικό πολύ συχνά στο εξωτερικό. Λοιπόν, επίσης τώρα τελευταία έχουμε ξεκινήσει και μπαίνουμε στον χώρο του θεάτρου. Πέρσι ήμασταν στο «Μινόρε» που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και συνεχίστηκε στο «Ιλίσια» σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά και μουσική επιμέλεια του Ιεροκλή Μιχαηλίδη, ο οποίος έπαιζε κιόλας μαζί με τον Γεράσιμο τον Σκιαδαρέση, ένα από τα μεγάλα ονόματα. Κι από κει και πέρα, έχουμε το μαγαζί μας εδώ, έχουμε δισκογραφίες, με φίλους πάμε και παίζουμε σε φίλους. Έχουμε δύο-τρία κομμάτια καινούργια, στα οποία έχουμε παίξει σε φίλους μουσικούς. Πάνω κάτω αυτοί είμαστε. Δηλαδή, άμα θέλεις βιογραφικό, αυτό είναι. Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι άλλο; Έχεις…
Ναι… Όταν λες «αυτοί», ποιοι; Παίζετε πάντα όλοι μαζί;
Παίζουμε ας πούμε… Λες για εδώ πέρα, για τη Σκόπελο;
Γενικά, και που λες και στην Αθήνα, ποιοι παίζετε-
Υπάρχουν διάφοροι μουσικοί. Τώρα άμα ξεκινήσω να λέω ονόματα, ιδίως στην Αθήνα, θα αδειάσω, θα τελειώσει το καρούλι ας πούμε. Θα τελειώσει η ταινία. Αλλά γενικά εδώ πέρα υπάρχουν διάφοροι μουσικοί με τους οποίους παίζαμε, έπαιζε ο πατέρας μου δηλαδή. Ενδεικτικά θα πω κάποιους Σκοπελίτες, οι οποίοι είναι ο Κωστής ο Κοσύφης, ο Στέλιος ο Παχής, ο Κωστής ο Κάνελλος- έτσι τον λέμε εδώ πέρα στη Σκόπελο-, υπάρχει ο «Μαέστρος» που λέμε εδώ πέρα στη Σκόπελο πάλι. Επίσης, υπάρχει ο Γιώργος ο Αναγνώστου με τον οποίο συνεργαζόμαστε και φέτος μαζί, τώρα τα τελευταία χρόνια μαζί. Ποιοι άλλοι; Έχω ξεχάσει πολλούς… Τον Κωστή τον Σύρο, τον Νίκο τον Σύρο. [00:20:00]Υπάρχουν διάφοροι μουσικοί, τους οποίους δυστυχώς θα ξεχάσω μερικούς. Στην Αθήνα δεν ξεκινάω καν. Εντάξει, αυτό.
Εγώ εννοούσα για το σχήμα που παίζετε, δηλαδή είσαι εσύ, ο αδερφός σου και ο μπαμπάς σου;
Και ο Γιώργος ο Αναγνώστου. Αυτά τα τελευταία τρία χρόνια είμαστε με τον Γιώργο τον Αναγνώστου εδώ πέρα. Αλλά υπάρχουν και μουσικοί Σκοπελίτες, οι οποίοι έρχονται και παίζουν μαζί μας όταν θέλουν και τους καλούμε κι εμείς να παίξουμε. Αυτό. Τώρα για την Αθήνα, το βασικό μας σχήμα είναι ο αδερφός μου, εγώ, η Κατερίνα η Τσιρίδη και ο Νίκος ο Πρωτόπαπας. Υπάρχουνε… Το βασικό μας σχήμα είναι αυτό, αλλά έχουμε συνεργαστεί και με πάρα πολλούς άλλους μουσικούς. Γενικά, η κλίκα μας είναι λίγο μικρή. Ναι, είναι μικρή, οπότε ανακατευόμαστε οι μουσικοί.
Ήθελα να σε ρωτήσω, θυμάσαι πότε ένιωσες αυτή την έλξη για τα ρεμπέτικα, ενώ στην αρχή ήσουνα...
Λες για όταν ήμουν μικρός ή όταν πέρασα Πανεπιστήμιο;
Γενικά, ποτέ ένιωσες ότι αυτό σου αρέσει.
Δεν μπορώ να ξέρω, γιατί φαντάσου έχω φωτογραφίες που είμαι τριών χρόνων κι έχω μπαγλαμά στο χέρι ας πούμε. Δηλαδή, θέλω να σου πω, ότι ακόμα κι εκεί… Δηλαδή, ακούμε… Είναι όπως έχεις μάθει να κάνεις Αριθμητική, έτσι είναι και το ρεμπέτικο για μας. Δηλαδή είναι τόσο… Είναι προεγκατεστημένο. Δεν τίθεται θέμα. Δεν υπήρχε μέρα που να μην ακούσω ρεμπέτικο ας πούμε ή δεν υπήρχε… Αν περνούσε μία μέρα που -όταν ακόμα και όταν ήμουνα μικρός- που να μην άκουγα ρεμπέτικο, θα ήταν μια χαμένη μέρα. Δηλαδή είναι προεγκατεστημένο. Είναι όπως μαθαίνεις να χειρίζεσαι τα δύο σου χέρια, μαθαίνεις να τρέχεις, είναι και αυτό: μαθαίνεις να ακούς ρεμπέτικο. Οπότε δεν ήταν κάτι το οποίο μου το επέβαλε ο πατέρας μου και η μάνα μου ή οτιδήποτε. Ήταν ένα πράγμα, το οποίο για μας ήταν πολύ φυσικό, γιατί και ήταν η φύση της δουλειάς του πατέρα μου, αλλά ήταν κι ένα πράγμα το οποίο ήταν πολύ εύκολο για μας. Δηλαδή, άμα δεν μου άρεσε ή άμα δεν μας άρεσε με τον αδερφό μου θα φαινόταν από την αρχή. Οπότε, για να μην έχουμε κλωτσήσει τόσο καιρό… Βέβαια, εγώ έχω ξεστρατίσει λίγο, ακούω και άλλη μουσική, -ο αδερφός μου όχι-, αλλά γενικά το ρεμπέτικο το αγαπάμε απ’ όσο θυμόμαστε τον εαυτό μας.
Πώς φτάσατε στη Σκόπελο;
Είναι μεγάλη ιστορία -μεγάλη ιστορία-, είναι περίεργη η ιστορία, γιατί η μάνα μου είναι από τα Τρόπαια Αρκαδίας, ένα χωριό έξω από την Τρίπολη. Παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και τέτοια και η μάνα μου αντί να πάρει τα παιδιά της και να πάει στα Τρόπαια να τα μεγαλώσει, ήρθε ξενομερίτισσα στο νησί του άντρα της, που δεν ήξερε κανέναν. Δεν ήξερε καν την πεθερά της. Ήρθε εδώ πέρα, μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας μου θεώρησε ότι θα είχε καλύτερη ασφάλεια εδώ αντί να είναι στην οικογένεια της για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτή η εξήγα. Οπότε ήρθαμε εδώ πέρα. Ξεκινήσαμε, μεγαλώσαμε εδώ πέρα. Βέβαια τότε, όταν μεγαλώναμε εμείς εδώ πέρα, η Σκόπελος είχε πάρα πολλά πράγματα, δηλαδή υπήρχε ο Α.Ο. Σκοπέλου, υπήρχανε μπάσκετ, υπήρχε στίβος, υπήρχε ανοιχτό, υπήρχε θέατρο. Τώρα έχουν ξεκινήσει πάλι να αναπαράγονται αυτά, επαναναπαράγονται βασικά, αλλά και πάλι, δηλαδή τότε ήταν άλλες εποχές. Το πώς έγινε αυτή η ξήγα με τη μάνα μου να έρθει να μεγαλώσει τα παιδιά της εδώ πέρα, ιδέα δεν έχω.
Πώς ήτανε τότε;
Και καλά και κακά. Δηλαδή, χειμώνας, όπως μπορείς να φανταστείς, ο χειμώνας σε κάθε νησί είναι δύσκολος. Πόσο μάλλον όταν… Κάποια στιγμή θυμάμαι χαρακτηριστικά είχε τόση μεγάλη κακοκαιρία και τα καράβια ήτανε σκούνες, ήτανε τράτες, δεν ήτανε αυτά τα μεγάλα που έχουμε τώρα, κάτι καραβοτσακίσματα, ας πούμε, τα οποία κάνανε... Είχε τόσο πολύ μεγάλη κακοκαιρία, που έκανε να έρθει προμήθεια με καράβι πέντε μέρες. Τα σουπερμάρκετ ήτανε άδεια. Εντάξει, ήταν δύσκολα, αλλά τουλάχιστον υπήρχε άλλη γλύκα τότε. Δηλαδή, υπήρχε το: «Ήταν δύσκολα, αλλά θα το ξεπεράσουμε. Γιατί έχουμε… Πάμε! Ό,τι και να ‘χει, πάμε!». Τώρα, εντάξει δεν θέλω να το συγκρίνω, άλλα πράγματα τότε, άλλα πράγματα τώρα. Δηλαδή, εντάξει, αυτό. Ήτανε δύσκολα -για να σου απαντήσω-, αλλά ήταν όμορφα, ήτανε γλυκά. Δεν στερηθήκαμε τίποτα από τη μάνα μου γενικά. Μας ανέθρεψε η μάνα μου όμορφα, σωστά. Θυμάμαι άλλη μία ιστορία, γιατί πρέπει να τελειώνουμε, γιατί πρέπει να πάω να βοηθήσω μέσα. Βλέποντας μικρός εγώ εδώ πέρα, ότι έχουμε πολύ κόσμο, ότι μας γνωρίζει πάρα πολύς κόσμος, πήραν τα μυαλά μου αέρα. Μικρό παιδάκι τώρα δώδεκα- δεκατριών χρονών; Δώδεκα χρονών, εκεί πέρα. Και κάποια στιγμή τον χειμώνα ενώ η μάνα μου καθάριζε πατάτες, να μου κάνει τις πατάτες τηγανίτες, καθόμουν εγώ στον καναπέ “αρντάν”, αραχτός και κάτι άκουσα στην τηλεόραση -δεν θυμάμαι- και λέει: «Είμαστε κι εμείς πλούσιοι». Kαι γυρνά εκείνη την ώρα η μάνα μου με το μαχαίρι -το θυμάμαι σαν και τώρα- γυρνάει η μάνα μου με το μαχαίρι στο χέρι -μα- χέρι ναι- και γυρνάει και μου λέει: [00:25:00]«Μην σε ξανακούσω να το ξαναπείς αυτό, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!». Κι εκεί: «Ωπ!». Εκεί μου έδωσε άλλο ένα μάθημα να μην έχω έπαρση, να μην… να ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι. Αυτό σου λέω, η μάνα μου μας ανέθρεψε πάρα πολύ καλά.
Θέλω να μου πεις ένα καλό ευτράπελο εδώ που να θυμάσαι.
Καλό ευτράπελο.
Ναι!
Αυτό θα με βοηθήσει ο αδερφός μου, γιατί συνήθως ο αδερφός μου είναι αυτός που… Ένα καλό ευτράπελο.
Ή κάποια βραδιά που να τη θυμάσαι.
Δεν θυμάμαι τόσο πολύ τη βραδιά, όσο… Το Πάσχα ας πούμε ο πατέρας μου άνοιγε το μαγαζί μόνο και μόνο για τους φίλους του και ερχόντουσαν φίλοι από Θεσσαλονίκη και ερχόντουσαν, κάναν ράναν. Και ένας από αυτούς ήταν και ο Νίκος Παπάζογλου. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά που ήταν ο Νίκος εδώ πέρα. Το κομμάτι αυτό, ένα κομμάτι τέλος πάντων εδώ πέρα, πριν γίνει έτσι, όπως είναι τώρα, ήταν χαλίκι κάτω, ήταν με γρασίδι, και θυμάμαι είχε βγάλει ο πατέρας μου ένα μικρό κασελάκι, στο οποίο μέσα είχε κάρβουνα και ψήνανε και μιλάγαμε με τον Νίκο τώρα τον Παπάζογλου. Και εντάξει, μιλάμε… Κι εμείς του μιλάγαμε στον ενικό. Ή ας πούμε μας έδινε το μαντήλι του, το φοράγαμε, τέτοια πράγματα. Και κάποια στιγμή έχουνε γίνει τόσο στουπί, όπου ο πατέρας μου έχει πάει για ύπνο, έχει αφήσει τους άλλους να γλεντάνε εδώ πέρα. Και κάποια στιγμή έρχεται το πρωί εδώ πέρα στο μαγαζί και έχει βρει τώρα σημείωμα από τον Νίκο Παπάζογλου, ο οποίος έλεγε: «Σου έχουμε αφήσει ένα συμβολικό ποσό για τα κρέατα που έδωσες, και για τα κάρβουνα και για όλα αυτά τα έξοδα που χάλασες για μας. Προφανώς, δεν είναι ολόκληρο το ποσό, αλλά θα τα βρούμε. Θα ξανάρθουμε». Δηλαδή: «Σε ευχαριστούμε Γιώργο μου» και τέτοια. Αυτό το χαρτάκι, όπως και η κίνηση είναι αξίας ανεκτίμητης. Δηλαδή τώρα, δεν ξέρω, είναι έξτρα συγκινητικό αυτό το πράγμα και το γεγονός ότι έχουμε αυτό το χαρτάκι είναι τιμή. Και γενικά, από ένα σημείο και μετά, δεν ψάχνεις τα πλούτη, ψάχνεις την ποιότητα. Ψάχνεις να είναι ο άλλος ευειδής, να είναι φιλότιμος. Θα προτιμήσω, δηλαδή, να έχω ένα πελάτη, ο οποίος θα καθίσει εδώ πέρα, θα με κοιτάξει στα μάτια και θα τραγουδήσει μαζί μου και θα μου κάνει δύο άτομα δεκαπέντε ευρώ, παρά να έρθει ένας τύπος, ο οποίος θα έρθει εδώ πέρα, θα μου φωνάζει, θα μου κάνει λογαριασμό σαράντα ευρώ δύο άτομα -λέω ένα συμβολικό ποσό, δεν τέτοιο- και να μην με έχει ακούσει και να μην κάνει. Βέβαια, υπάρχουν κι αυτοί για τους οποίους πρέπει να βγάλουμε κι εμείς λεφτά, δεν το συζητάμε! Αλλά τότε, τα παλαιότερα χρόνια που ήταν πατέρας μου, είχε και τα δύο. Γι’ αυτό τώρα του κακοφαίνεται τόσο πολύ αυτό. Αυτό.
Ωραία, και κάτι ακόμα, γιατί θες να φύγεις.
Ναι, ναι.
Πώς το νιώθεις εσύ αυτό το μαγαζί εδώ;
Σε πολλές συνεντεύξεις που έχουμε δώσει με τον αδερφό μου, την «Ανατολή» την ονομάζουμε σαν τη μεγάλη μας αδερφή, γιατί καλώς ή κακώς ήταν το πρώτο παιδί του πατέρα μου. Αυτός την ανέθρεψε, αυτός την έφτιαξε. Οπότε κι εμείς τώρα πια, όπως σου είπα και πριν, δεν δουλεύουμε εδώ πέρα. Εμείς, αυτό είναι το κομμάτι του εαυτού μας. Από εδώ ας πούμε γινόμαστε πιο γνωστοί. Από εδώ μας βλέπει και πιο πολύς κόσμος. Όταν κάνεις τη σούμα ας πούμε και βλέπεις ότι από δω περνάει κάθε μέρα σχεδόν τριακόσια πενήντα με τετρακόσια άτομα κάθε μέρα -στο φουλ λέμε τώρα-, καταλαβαίνεις ότι η «Ανατολή» σε βοηθάει, μας βοηθάει και να γνωρίσουμε περισσότερους ανθρώπους και να γνωρίσουμε και πιο famous ανθρώπους, να το θέσω έτσι, που ανεβάζει και το κύρος και του μαγαζιού και το δικό μας. Αλλά γενικά πρώτα απ’ όλα το μαγαζί είναι κομμάτι του εαυτού μας. Δεν μπορούμε να το πούμε, ότι: «Α! Εδώ πέρα δουλεύουμε». Εδώ πέρα ερχόμαστε 08:00 το πρωί, 08:00 παρά, και φεύγουμε 14:30 η ώρα και δεν θεωρούμε ότι τελείωσε και πρέπει να χτυπήσουμε κάρτα. Άμα χρειαστεί κάτι το μαγαζί μετά τις 14:30, θα καθίσουμε να το κάνουμε. Γιατί; Γιατί πρέπει να βγει δουλειά, γιατί έτσι είναι η «Ανατολή», γιατί το μαγαζί αυτό πρέπει να δουλέψει. Είναι δηλαδή… Έχει αρχίσει και γίνεται μνημείο εδώ πέρα αυτό το μαγαζί, να σου πω την αλήθεια. Δεν το λέω ψωνίστικα. Το λέω από την άποψη ότι είναι σαράντα χρόνια μαγαζί. Φέτος κλείνουμε σαράντα χρόνια, από το ’82. Και είναι ένα μαγαζί το οποίο έχει θρέψει, έχει ταΐσει πάρα πολλούς ανθρώπους, έχει μεγαλώσει, γαλουχήσει και μουσικούς και προσωπικό, πολύ προσωπικό. Και γενικά η «Ανατολή», για να κλείσω, είναι η μεγάλη μας αδερφή. Ό, τι χρειαστεί, είναι… Είμαστε απίκο.
Και έρχεσαι εδώ και τον χειμώνα;
Όχι. Τον χειμώνα φεύγουμε, πάμε στην Αθήνα, που εκεί πέρα ουσιαστικά έχουμε τον κύκλο μας, έχουμε την άλλη μας τη [00:30:00]δουλειά, έχουμε… Αυτό.
Οκέι.
Αυτά.
Οκέι.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ σ’ ευχαριστώ.
Ρενάτα μου, να ‘σαι καλά!
Κι εσύ!
Και εύχομαι να τα ξαναπούμε και υπό άλλες συνθήκες, να έρθεις να μας ακούσεις πάλι για κάνα κρασάκι-
Οκέι-
Με την κοινή γνωστή μας. Δεν λέμε ονόματα.
Δεν λέμε ονόματα.
Ναι.
Τέλεια, σ’ ευχαριστώ.
Κι εγώ Ρενάτα μου. Να ‘σαι καλά!