Γυρίζοντας τον κόσμο ως καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού από το '55 ως το '85
Ενότητα 1
Γνωριμία με τον αφηγητή
00:00:00 - 00:05:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν αρχίζουμε; Ωραία θα ήθελες να μου πεις το όνομά σου; Το όνομά μου είναι Μιλτιάδης. Μιλτιάδης; Καλλιβρούσης. Ωραία, τέλεια. Λοι…όβενο. Ναύτης έγινα μετά από τρεις μήνες και μετά έφυγα… Απ’ το New port News έφυγα και πήγα στη Νέα Ορλεάνη με τα Greyhound, τα λεωφορεία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το πρώτο ταξίδι ως ναυτικός
00:05:49 - 00:07:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άρα για να τα ξεδιαλύνω λίγο, το πρώτο σου ταξίδι, ας πούμε, πότε ήτανε; Το πότε; ’55. ’55 το πρώτο σου; Ναι. Ως… Δόκιμος, αλλά στην ο…ρινό απ’ το βόρειο στο νότιο, μου 'ρθε ένα μπουγέλο από πάνω απ’ τη γέφυρα, νερό. Και μετά μου είπαν το έθιμο. Έ, πλάκα είναι. Ωραίο ήτανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ζωή στο λιμάνι
00:07:25 - 00:20:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν περνάς τον ισημερινό -τώρα αυτό μου προέκυψε- τι γίνεται ουσιαστικά; Τίποτα. Α, δεν γίνεται τίποτα; Τίποτα. Δηλαδή είναι μια εικονι…ο βράδυ. Ήταν ακόμα ο Μπατίστα. Και κατεβαίνανε οι αντάρτες του Κάστρο στα μπαρ που πηγαίναμε και κάναμε παρέα. Ήτανε κάτι θηρία! Κουβάνοι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η εμπειρία της Κούβας
00:20:25 - 00:25:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να μου περιγράψεις ένα τέτοιο περιστατικό; Με τα πιστόλια στην κωλότσεπη. Και εγώ ήμουνα πιτσιρικάς τότε, 19 χρονών και είχα πιάσει πα…α στην Ευρώπη. Τη μια φορά diesel, την άλλη φορά βενζίνη με τα γεγονότα του Μάη του ’66 στην Γαλλία. Τα θυμάσαι που γίνανε, ο Μάης του ’66;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ο Μάης του '68 και ένα ατύχημα στη θάλασσα
00:25:39 - 00:32:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Του ’66 ή του ’68; Το ’68 ήτανε; Το ’68. Ναι το ’68. Ο Μάης του ’68. Λοιπόν είναι άλλο αυτό το περιστατικό. Μετά το Σουέζ, έπιασε κρίση κα…ιο. Τον Μακάριο. Τον Κύπριο, τον αρχηγό… Τον αρχιεπίσκοπο, τον αρχηγό του κυπριακού κράτους. Ο οποίος ψώνιζε κι αυτός από το Seaman’s club.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Τα Seaman's clubs
00:32:20 - 00:33:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτά τα Seaman’s club τι ήτανε; Τα Seaman’s club ήτανε τεράστιοι χώροι που είχε μαγαζιά να ψωνίσεις ό,τι ήθελες. Αυτά που είχε τότε η Κίνα… Στον Καναδά έχουν κινέζικα του Καναδά. Στην Ελλάδα, κινέζικα της Ελλάδας. Παντού διαφέρουν. Αλλά τα κανονικά κινέζικα είναι εκεί στη Κίνα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η σοσιαλιστική Κίνα
00:33:42 - 00:44:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στη Κίνα γιατί δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις αλλού που μου ‘πες; Δεν μπορούσες να πας, μπορούσε να κυκλοφορήσεις αλλά δεν υπήρχε τίποτα ν…ικό τους ναυτικό έχουν πειθαρχία πολύ πιο αυστηρή από μας. Βέβαια οι νόμοι κι οι κανονισμοί είναι οι ίδιοι, αλλά εμείς είμαστε πιο χαλαροί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Πειθαρχία και κανονισμοί στο πλοίο
00:44:44 - 00:55:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσύ πώς τα πήγαινες με αυτό; Με το να διοικείς ένα πλοίο; Συνήθως αυτοί είχαν έναν αρχηγό κι ήταν ο λοστρόμος τους ο αρχηγός. Ε, μ’ αυτόν …χρόνια έναν ασύρματο της πλάκας. Το πρόλαβες εσύ; Βέβαια. Και η Μαντώ. Ασύρματο ήτανε με λάμπες. Τα ραντάρ ήτανε χάλια. Ταξιδεύαμε τυφλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Βλάβες του πλοίου προβλήματα στη θάλασσα
00:55:19 - 01:06:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάσαι κάποιο- Έφευγα από την Ιαπωνία και μέχρι να πάμε Βανκούβερ ή Αμερική, δεν είχαμε ούτε θέση, ούτε ήλιο, ούτε τίποτα. Έναν ήλιο περι…ρέτηση τους έκανα που μετάνιωσα σαν σκύλος. Ξέρεις τι είναι να ταξιδεύεις 25 χρόνια και να πνιγείς στο τελευταίο; Αυτό ήτανε από τα σπάνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Η φυγή Μένγκελε
01:06:38 - 01:15:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήρθε ο αρχικαπετάνιος εκεί, τον οποίο τον ήξερα από παλιά, του λέω: «Ρε συ, αυτό το βαπόρι θέλει πολύ γερή επισκευή. Αλλιώς θα πνίξετε κόσμο…ουθούσαν οι Εβραίοι. Οι πράκτορες. Αλλά τους το ‘σκασε, έφυγε. Πώς τα φέρνει η ζωή, τι συμπτώσεις, ε; Τρομερό. Αυτά. Πες μου τίποτα άλλο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Μια συνηθισμένη μέρα ενός καπετάνιου
01:15:00 - 01:48:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δεν ξέρω, αν θέλεις εσύ να αφηγηθείς κάτι άλλο. Εγώ θα σε ρώταγα αν υπάρχει κάποια στιγμή μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια που ένιωσες φόβο. Όχι…α να σου πω και για γκόμενες, όχι δεν γίνεται. Όχι, δεν χρειάζεται, δεν χρειάζεται. Δεν γίνεται. Λοιπόν, τέλεια. Ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Λοιπόν αρχίζουμε; Ωραία θα ήθελες να μου πεις το όνομά σου;
Το όνομά μου είναι Μιλτιάδης.
Μιλτιάδης;
Καλλιβρούσης.
Ωραία, τέλεια. Λοιπόν, είναι Κυριακή 17 Ιουλίου του 2022. Είμαι με τον Μιλτιάδης Καλλιβρούση, βρισκόμαστε στον Άγιο Στέφανο Κύθνου, εγώ ονομάζομαι Κωσταντής Κοκιασμένος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, θα ήθελες να μου πεις λίγα λόγια για σένα όπως πότε και που γεννήθηκες;
Γεννήθηκα στην Άνδρο. Θες και ηλικία; 1936.
Ωραία.
11 Δεκεμβρίου του ’36, αλλά οι γονείς μου μ’ έγραψαν 16 Ιανουαρίου του ’37. Άρα μόνο οι γονείς μου ξέραν ότι γεννήθηκα 11 Δεκεμβρίου. Επίσημη ημερομηνία είναι 16 Ιανουαρίου του ’37. Όταν εγώ λέω το ’36 η γυναίκα μου νευριάζει, λέει: «Μα αφού είσαι το ’37». Άντε βρες άκρη. Αρχίζει το μπέρδεμα από ‘δω.
Και γιατί το κάνανε αυτό; Τώρα, μια που το;
Αφού είχα πάει σχολείο σαν γεννημένος το ’36, ο πατέρας μου, η μητέρα μου -δεν ξέρω ποιος- σκέφτηκε να με γράψει το ’37 ότι γεννήθηκα. Όλοι μου οι συμμαθητές ήταν του ’36 γεννημένοι. Κι όταν πήγα στρατιώτης δεν είχα τους συμμαθητές μου μαζί, είχα μικρότερους, του ’37 γεννημένους. Τέλος πάντων αυτό είναι… Γινόντουσαν τότε για να μην παίρνουν τα παιδιά έναν χρόνο παραπάνω. Σαχλαμάρες. Γεννήθηκα στην Άνδρο όπως είπαμε, εκεί έβγαλα το σχολείο. Το δημοτικό και το γυμνάσιο. Την εποχή εκείνη τα επαγγέλματα ήτανε λίγα. Ο πατέρας μου μου είχε πει: «Ή θα σπουδάσεις, να πάρεις το δικό μου επάγγελμα -που ήταν οδοντογιατρός- ή θα πας στην τράπεζα». Στην εθνική τράπεζα, αυτά τα δύο επαγγέλματα. Έλα όμως που οι Ανδριώτες ήτανε εφοπλιστές κι όλοι τελειώναμε το γυμνάσιο για να πάμε στα βαπόρια να τελειώνουμε. Έτσι έκανα κι εγώ. Μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο πήγα στην Αγγλία, σε ένα σχολείο για τη γλώσσα. Στο Medway College of Technology που είχε τμήμα αγγλικών, σχεδόν έναν χρόνο. Και μετά γύρισα στην Ελλάδα και έπεισα τους γονείς μου ότι θέλω να γίνω ναυτικός. Κι έτσι έφυγα. Μόλις γύρισα, τον Απρίλη του ’55, έφυγα. Το πρώτο μου βαπόρι… Τότε ήταν δύσκολα τα χρόνια και πλήρωσα και τα εισιτήριά μου για να πάω στο βαπόρι. Στο Ρότερνταμ με τρένο. Και είχαμε πάρει κάτι σαλάμια από ‘κει, απ’ την Ιταλία… Γιατί πήγαμε στο Μπρίντεζι με το καράβι και από κει πήραμε το τρένο για το Ρότερνταμ. Τώρα, με το που μπήκα στο βαπόρι ζήτησα προκαταβολή, μου λέει: «Δεν έχει γιατί δεν έχεις δουλέψει». Και για να βγω έξω πήρα μια κούτα τσιγάρα… Είπα στον καπετάνιο ότι καπνίζω ενώ δεν κάπνιζα. Πήρα μια κούτα τσιγάρα και έδινα ένα πακέτο τσιγάρα στους… Γιατί ξεφορτώναμε… Δεν είχε λιμάνια τότε το Ρότερνταμ. Ήτανε μετά τον πόλεμο, δέναμε σε σημαντήρες, σε τσαμαδούρες που λένε. Δέναμε εκεί κι ερχόντουσαν φορτηγίδες και ξεφορτώναμε. Ξεφορτώναμε κάρβουνο. Από την Αμερική. Και για να βγω έξω πούλαγα ένα πακέτο τσιγάρα, δύο πακέτα τσιγάρα που τα θέλανε πολύ οι Ολλανδοί, δεν είχανε. Τα αμερικάνικα τσιγάρα είχανε πολύ πέραση. Chesterfield -θυμάμαι- ήταν η πρώτη κούτα που πήρα. Και έτσι βγήκα έξω στην Ολλανδία. Εφύγαμε από ‘κει και πήγαμε… Αφού ξεφορτώσαμε. Κάτσαμε καμιά δεκαπενταριά-είκοσι μέρες, μπορεί και παραπάνω. Και πήγαμε το πρώτο ταξίδι στο George Town. Της Βρετανικής Γουιάνας. Ξεφόρτωτοι. Liberty καναδέζικο το βαπόρι και βρήκαμε και θάλασσα, τέλος πάντων. Πήγαμε εκεί φορτώσαμε βωξίτη και πήγαμε Αμερική. Αυτό το κυκλικό ταξίδι έκανε. Φορτώσαμε… Φύγαμε από την Ολλανδία, πήγαμε George Town φορτώσαμε βωξίτη… Βωξίτης είναι μετάλλευμα που βγάζει το αλουμίνιο. Και πήγαμε στην Νέα Ορλεάνη στην Αλκόα. Εκεί ήταν ο Κολοσσός, το εργοστάσιο αλουμινίου. Μετά πήγαμε New port News, φορτώσαμε πάλι κάρβουνο για Ευρώπη. Κυκλικά ταξίδια. Εντάξει, πέρασε ο καιρός. Μετά… Όταν πρωτοπήγα στο βαπόρι, πήγα σαν δόκιμος αλλά με δουλειά στο κατάστρωμα. Δηλαδή, τζόβενο. Ναύτης έγινα μετά από τρεις μήνες και μετά έφυγα… Απ’ το New port News έφυγα και πήγα στη Νέα Ορλεάνη με τα Greyhound, τα λεωφορεία.
Άρα για να τα ξεδιαλύνω λίγο, το πρώτο σου ταξίδι, ας πούμε, πότε ήτανε; Το πότε;
’55.
’55 το πρώτο σου;
Ναι.
Ως…
Δόκιμος, αλλά στην ουσία δούλευα στο κατάστρωμα. Ο καπετάνιος δεν μ’ άφηνε ούτε στη γέφυρα να μπω. Σχεδόν από τη γέφυρα δεν πήρα τίποτα, μόνο δουλειές του ναύτη έκανα. Ό,τι έκανε ο ναύτης.
Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Η εμπειρία η πρώτη ήτανε πολύ δύσκολη. Δηλαδή, πρώτα-πρώτα, μ’ έπιασε η θάλασσα, γιατί είχε πολύ φουρτούνα. Το βαπόρι ήταν καρυδότσουφλο. Μου ‘χε δώσει ο λοστρόμος ένα μπουγέλο με ψαρόλαδο να περάσω τις σωλήνες του ατμού που ήτανε κατασκουριασμένες. Να βρωμάει το ψαρόλαδο, να βρωμάνε οι εξατμίσεις από τα double bottom που ήτανε οι δεξαμενές πετρελαίου και να με πιάνει και η θάλασσα. «Αμάν -λέω- πού έμπλεξα!». Όταν φτάσαμε στο λιμάνι αυτά ξεχνιούνται. Δηλαδή άμα πιάσει μπονάτσα, περάσαμε τον ισημερινό, μου κάνανε και την πλάκα, με μπουγελώσανε. Γιατί όταν περνάς το ισημερινό υπάρχει ένα έθιμο να σε βρέχουνε όταν είσαι πρωτάρης. Και την ώρα που περνούσε τον ισημερινό απ’ το βόρειο στο νότιο, μου 'ρθε ένα μπουγέλο από πάνω απ’ τη γέφυρα, νερό. Και μετά μου είπαν το έθιμο. Έ, πλάκα είναι. Ωραίο ήτανε.
Όταν περνάς τον ισημερινό -τώρα αυτό μου προέκυψε- τι γίνεται ουσιαστικά;
Τίποτα.
Α, δεν γίνεται τίποτα;
Τίποτα. Δηλαδή είναι μια εικονική γραμμή ο ισημερινός. Τίποτα.
Ναι, εννοώ το κλίμα πως είναι;
Τίποτα. Ε, ντάξει το κλίμα μπορεί να αλλάζει πριν… Από το βόρειο που είναι η Ολλανδία πας στο Γιβραλτάρ περίπου, το ύψος περίπου που είναι το εύκρατο, μετά πιο κάτω μπαίνεις στο τροπικό. Ο ισημερινός… Μια απόσταση… Η βρετανική Γουιάνα, το George Town που είναι η πρωτεύουσα, είναι τροπικό κλίμα. Γιατί είναι περίπου 10 μοίρες-20 -δεν θυμάμαι- νότιο. Αυτό ήταν. Μετά πήγα ανθυποπλοίαρχος σε ένα άλλο βαπόρι της εταιρίας στο Καμπανός και κάθισα τρία χρόνια εκεί. Δηλαδή το πρώτο μου μπάρκο ήτανε 4 χρόνια συνέχεια. Έφυγα 18 και γύρισα 22, ίσα-ίσα για να πάω στρατιώτης.
Ήσουνα εκτός Ελλάδας όλο αυτόν τον καιρό;
Όλον αυτό. Δεν είχαμε περάσει Ελλάδα. Μόνο Κύπρο είχαμε πάει. Κύπρο είχαμε πάει απάνω στο βόρειο μέρος για να φορτώσουμε μετάλλευμα για τη Γερμανία. Κι εκεί είχα σκωληκοειδίτιδα και βγήκα έξω γιατί απαγορευότανε. Ήταν τότε με τις φασαρίες το ’58. Το ’58 προς αρχές του ’59. ’58 χειμώνα ή… Ναι ’58 χειμώνα πρέπει να ‘τανε. Ήταν με τις φασαρίες στην Κύπρο και με πήρε ένα τζιπ με Εγγλέζους με τα όπλα και με πήγανε στον γιατρό. Και μου λέει ο γιατρός: «Πρέπει να μείνεις εδώ να κάνεις εγχείρηση σκωληκοειδίτιδα». Λέω: «Πού να κάτσω εδώ τώρα;». Δεν δέχτηκα κι έφυγα, πήγαμε… Έκανα βάρδια καθιστός δεν δούλευα και πήγαμε Γερμανία στο Αμβούργο, βγήκα έξω κι έκανα εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας στο Sant Powley tο νοσοκομείο. Εκεί κόντεψα να πεθάνω. Να με πεθάνουνε οι Γερμανοί.
Οι γιατροί;
Οι γιατροί βέβαια. Μου είπαμε ότι ήτανε περιτονίτης αλλά δεν [00:10:00]ήταν, κάποιο μικρόβιο μπήκε μέσα. Τέλος πάντων, 40 πυρετό, με αντιβίωση καμιά δεκαπενταριά μέρες, τη γλύτωσα. Το βαπόρι ξεφόρτωσε στο Αμβούργο, πήγε Πολωνία, φόρτωσε κάρβουνο και γυρνώντας, το πήρα πάλι και πήγαμε Αργεντίνα να ξεφορτώσουμε. Ε, και μετά γύρισα και πήγα στρατιώτης. Γενικά στα βαπόρια αυτή η περίοδος ήτανε καλή γιατί καθόμασταν πολύ καιρό στα λιμάνια. Πηγαίναμε Μπουένος Άιρες καθόμασταν 3 μήνες, πηγαίναμε Ρίο Ντε Τζανέιρο, καθόμασταν 4 μήνες. Δεν υπήρχαν τα μέσα φορτοεκφόρτωσης. Όλα τα κράτη ήτανε τότε υπό ανάπτυξη και δεν είχανε μέσα φορτοεκφόρτωσης.
Και αυτόν τον καιρό στα λιμάνια τι κάνατε;
Στα λιμάνια δουλεύαμε κανονικά. Συντήρηση του βαποριού, τις βάρδιες οι αξιωματικοί και το βράδυ έξοδος. Βγαίναμε έξω πηγαίναμε στην Κόπα Καμπάνα να κάνουμε τη βόλτα μας, να βρούμε τα κορίτσια μας. Ή στο Μπουένος Άιρες πηγαίναμε για τσιβίτο. Κατσικάκι. Το περίφημο τσιβίτο. Έχεις πάει; Δεν έχεις πάει. Να πας. Ήτανε τότε ένα μεγάλο κέντρο το Stansia, ένα εστιατόριο που βάζουν τα κατσίκια όρθια, δεν τα βάζουν να γυρίζουν, όρθια τα βάζουν, λίγο πλαγιαστά… Και θυμάμαι μια φορά είχαμε βγει με τον ανθυποπλοίαρχο και τον ασυρματιστή και φάγαμε ένα κατσικάκι, τρεις μερίδες. Ο ένας πήρε το πίσω, ο άλλος το μπρος και ο άλλος το μέσο. Τότε ήτανε… Σινεμά, παραδείγματος χάριν, που πηγαίναμε στην Αργεντίνα, έπρεπε να μπεις με γραβάτα. Αν δεν είχες γραβάτα σου έδιναν γραβάτα να φορέσεις για να μπεις στο σινεμά. Και στο διάλειμμα είχε ορχήστρα με το Pado leone, το ακορντεόν που έπαιζε την ώρα του διαλείμματος. Έχουν αλλάξει τελείως τα πράγματα. Και στις καφετέριες που πηγαίναμε είχε ορχήστρα στο Μπουένος Άιρες.
Και ποια λιμάνια σου έχουνε μείνει περισσότερο από τότε;
Σαν τι, σαν…
Σαν εμπειρία από αυτό που έζησες εκεί;
Ε, κοίταξε, το Μπουένος Άιρες και το Ρίο Ντε Τζανέιρο, γενικά τα λιμάνια της νοτίου Αμερικής… Της Αργεντίνας. Δεν ήτανε μόνο το Μπουένος Άιρες, ήτανε πάνω το Ροζάριο, το Σάντα Φε, το Sant Nicolas που ανεβαίνεις το ποτάμι. Αλλά ήταν απ’ έξω η Σιβιταβέκια. Σιβιτάβεκιο λέω… Δυο λιμάνια απ’ έξω που ήταν όλα ωραία. Σ’ όλα περνούσες καλά γιατί καθόσουνα. Έμενε το βαπόρι πολύ καιρό κι έκανες γνωριμίες. Είτε με Έλληνες που ήτανε τροφοδότες, είτε… Υπήρχε στο… Και στο Μπουένος Άιρες και στο Sant Nicolas υπήρχαν Έλληνες τροφοδότες που είχανε παιδιά θυμάμαι κι εγώ ήμουνα και νέος, κάναμε παρέα. Στο Ρίο Ντε Τζανέιρο ήταν ένας Ανδριώτης τροφοδότης. Αυτά γιατί μέναμε πολύ. Περνούσαμε καλά. Γιατί είχαμε οικονομική άνεση. Όταν είσαι τώρα 20 χρονών ανθυποπλοίαρχος, παίρνεις καλά χρήματα, οι χώρες αυτές ήτανε φτωχές χώρες δεν ήταν πλούσιες. Παρ’ όλο ότι είχανε προϊόντα που τροφοδοτούσαν όλο τον κόσμο, στάρια, καλαμπόκια κι όλα αυτά. Ο κόσμος δεν ήτανε πλούσιος, πεινούσε ουσιαστικά. Αλλά μην νομίζεις ότι… Την εποχή εκείνη και η Ολλανδία και η Γαλλία και η Γερμανία ήτανε φτωχές χώρες. Ο ναυτικός περνούσε καλά σε όλα τα μέρη που πήγαινε. Γιατί έπαιρνε καλά χρήματα κι όλες οι χώρες ήτανε φτωχές. Θυμάμαι στο Αμβούργο που πηγαίναμε σε μπαρ, το κάθε τραπέζι είχε κι ένα τηλέφωνο. Και τα κορίτσια είχαν κι αυτές το τηλέφωνο. Αν σου άρεσε κάποια κοπέλα, την έπαιρνες στο νούμερο της, της έλεγες: «Θες να έρθεις να κάνουμε παρέα;» κι ερχότανε.
Την έπαιρνες στο τραπέζι της δηλαδή στο τηλέφωνο;
Ναι, ναι. Απάνω στο τραπέζι. Ήτανε τελείως διαφορετικά. Σαν λιμάνι… Όταν λες λιμάνι τι; Ομορφιά;
Που έχεις περάσει καλύτερα;
Ε, σου είπα σε αυτά τα δύο λιμάνια περνούσαμε καλά γιατί ήμουνα νέος, ήμουνα ανεξάρτητος, δεν είχα υποχρεώσεις και μέναμε τρεις με τέσσερεις μήνες. Πολλοί παντρεύτηκαν εκεί. Και στην Αργεντίνα και στη Βραζιλία, γιατί έκαναν γνωριμίες με καλές οικογένειες, με καλές κοπέλες και παντρεύτηκαν, άφησαν τα βαπόρια. Τώρα σαν χώρα, μετά όταν είδα άλλες χώρες με άλλο μάτι, με άλλη κριτική, θα μπορούσα να πω ότι το Βανκούβερ ήταν ένα μέρος που μπορούσες να πεις ότι ήταν το ωραιότερο μέρος. Γιατί συνδυάζει βουνό… Μέσα στο Βανκούβερ. Βουνό με θάλασσα. Δηλαδή χιόνια με θάλασσα. Και το χιόνι, να ‘χει μισό μέτρο χιόνι και να βγαίνεις έξω και να μην κρυώνεις. Τέτοιο κλίμα. Καταπράσινο όλο το Βανκούβερ. Όχι η πόλις μέσα. Όλο το Vancouver island. Γιατί είναι ένα νησί με πολλά νησάκια μέσα. Αλλά άλλα μέρη… Και η Βικτώρια κάτω που βγαίνεις απ’ το Sant Huan, το στενό αυτό, καταπληκτική πόλις ήταν. Είχε και πανεπιστήμια… Τέλος πάντων. Τέλειωσα τα βαπόρια αυτά σαν ανθυποπλοίαρχος και πήγα στρατιώτης. Στρατιωτική περίοδος ήτανε η ωραιότερη περίοδος της ζωής μου. Όταν το λέω στη Μαντώ, τη γυναίκα μου, της κακοφαίνεται. Μα, αυτή είναι η πραγματικότις. Γιατί είχα οικονομική άνεση, έγινα σημαιοφόρος. Έμεινα 6 μήνες μετά την προπαίδευση. 6 μήνες στο Μπαλάσκα για να περάσουμε όλες τις ειδικότητες. Και μετά η πρώτη μου τοποθέτηση ήτανε: εφεδρικός κυβερνήτης σε ένα αεροναυαγοσωστικό στο Παλατάκι, στον Πειραιά. Κι ήμουνα μες το σπίτι μου. Και κατά διαβολική σύμπτωση χαλάει της Άνδρου που είχε… Γιατί έχει πεδίο βολής έξω από την Άνδρο και με στέλνουνε στην Άνδρο. Που είναι το σπίτι μου. Και περνάω άλλο ένα καλοκαίρι, 6 μήνες, εκεί μες το σπίτι μου. Μετά, παίρνω μετάθεση, πηγαίνω στο υπουργείο ναυτικών, που ήτανε στην πλατεία Κλαυθμώνος τότε. Τώρα είναι δεν ξέρω κάτι… Δεν είναι… Αρχεία έχει, κάτι έχει. Γιατί όλα τα υπουργεία τα πολεμικά έχουνε πάει στο πεντάγωνο. Αυτό το υπουργείο ναυτικών ήτανε τότε στο… Όχι το υπουργείο ναυτικών, το αρχηγείο. Όχι το υπουργείο, αρχηγείο. Δεν ήταν το υπουργείο, λάθος λέω, το αρχηγείο του ναυτικού ήταν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Και μετά πήγα στον Μαρμαρά. Με στείλανε γιατί απολύθηκε ο κυβερνήτης στο βαποράκι αυτό και πήγα στον Μαρμαρά. Κι από ‘κει πήρα το απολυτήριο. Πριν, ήμουνα όμως και σ’ ένα ναρκαλιευτικό που είχε βγάλει την ναρκαλία και ήτανε περιπολικό. Στον Πειραιά κι αυτό, στο Παλατάκι. Και αυτό… Είχα πάρει το περιοδεύον και πήγα όλα τα νησιά. Ήτανε η ωραιότερη περίοδος γιατί ήτανε… Ξέρεις, όταν υπηρετείς και βάζεις τη στολή, δεν είσαι πια ο Μιλτιάδης, ο Κώστας, ο Πέτρος, είσαι το ναυτάκι, το φανταράκι. Δεν έχεις υπηρετήσει, άλλα άμα πας θα δεις. Έχεις υπηρετήσει;
Όχι.
Θα το δεις. Θα το αισθανθείς αυτό. Κι όταν τέλειωσα πήγα υποπλοίαρχος σ’ ένα βαπόρι. Α, όταν ήμουνα ανθυποπλοίαρχος κάναμε και πολλά ταξίδια στην Κούβα. Και σ’ ένα από αυτά, ήτανε [00:20:00]πριν την επανάσταση. Κατά την διάρκεια της επανάστασης θυμάμαι ότι είχε και απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ. Ήταν ακόμα ο Μπατίστα. Και κατεβαίνανε οι αντάρτες του Κάστρο στα μπαρ που πηγαίναμε και κάναμε παρέα. Ήτανε κάτι θηρία! Κουβάνοι.
Θες να μου περιγράψεις ένα τέτοιο περιστατικό;
Με τα πιστόλια στην κωλότσεπη. Και εγώ ήμουνα πιτσιρικάς τότε, 19 χρονών και είχα πιάσει παρέα με έναν απ’ αυτούς. Ένα θηρίο. Και μου ‘λεγε: «Όποιο κορίτσι θες από ‘δω παρ’ το. Εγώ θα καθαρίσω». Και του λέω εγώ: «Πρέπει να φύγω στις 12 η ώρα, πρέπει να ‘μαι πίσω στο βαπόρι», «Τίποτα -μου λέει- όσο θες κάτσε εδώ. Εγώ καθαρίζω». Τώρα ποιος ήταν αυτός, ποιος ξέρει… Και πραγματικά έμεινα και πήγα την άλλη μέρα το πρωί στο βαπόρι. Ε, βέβαια δεν τον ξανάδα αυτόν ούτε το όνομά του. Αλλά κάναμε παρέα όταν πηγαίναμε σ’ αυτό το κλαμπ. Αυτός είχε την κοπέλα που είχε το κλαμπ. Ήτανε ένα πολύ ωραίο κορίτσι. Και μου έδωσε την αδελφή αυτής τη μικρή. Θα ΄τανε ίσα με 16-17 χρονών, 18 εκεί δα, πιτσιρίκα ήτανε κι αυτή. Όταν λοιπόν τέλειωσα το στρατιωτικό και πήγα υποπλοίαρχος, έτυχε το πρώτο ταξίδι να πάμε Κούβα. Κι αυτό ήτανε το ’73… ’72-’73. Που είχε επικρατήσει ο Κάστρο και είχανε τον περιορισμό απ’ τους Αμερικάνους. Οι Κουβάνοι ήτανε ένας λαός, όταν τον είχα γνωρίσει, που οι μουσικές ήτανε στο δρόμο. Κομπανίες προχωρούσανε στον δρόμο και τραγουδούσανε και γλεντούσανε. Πολύ γλεντζές λαός. Όταν γύρισα, ήτανε ένας διαφορετικός λαός. Απελπισμένοι, ερχόντουσαν μες το βαπόρι οι εργάτες και με παρακαλούσανε να τους δώσω ξυραφάκια μεταχειρισμένα και προ πάντων απ’ το φαρμακείο αντιβιοτικά. Δεν είχανε τίποτα. Τους είχε στρώσει ο Κάστρο για τα καλά στη δουλειά, είχανε σταματήσει τα γλέντια και οι διασκεδάσεις και ήτανε ένα καθαρά σοβιετικό κράτος. Η Κούβα. Τώρα βέβαια μετά που ξαναπήγα είχε χαλαρώσει. Διότι πήγα σαν καπετάνιος το… πότε πήγα; Γύρω στο ’84. Είχα πάει Αβάνα. Υπήρχε ακόμη, έτσι, αυστηρότις. Αυτά τα κορίτσια και τα αυτά είχανε κλείσει όλα. Αλλά ήτανε πιο χαλαρά πήγαμε σ’ ένα ξενοδοχείο στο μπαρ. Πήγαμε απλώς να πιούμε και να φύγουμε δεν είχε διασκεδάσεις παλιάς εποχής. Αλλά έχει αλλάξει πολύ, έχει… Είχε γίνει ένα σύγχρονο κράτος. Με περιορισμούς βέβαια, αλλά όχι εκείνο το αλαλούμ που ήτανε παλιά. Αυτά με την Κούβα. Τώρα, έχω πάει και Κίνα σαν καπετάνιος. Α, το πρώτο μου βαπόρι σαν καπετάνιος… Το πρώτο μου βαπόρι σαν καπετάνιος… Σ’ αυτό το βαπόρι είχα πάει υποπλοίαρχος. Ήταν ένα δεξαμενόπλοιο, το Χαρίλαος του Παπαδημητρίου. Παπαδημητρίου απ’ την Κωνσταντινούπολη. Γιατί υπάρχει κι ένας Παπαδημητρίου που έχει βαπόρια της Αιγύπτου. Αυτός ήταν απ’ την Κωνσταντινούπολη. Ήμουνα με το δίπλωμα του υποπλοιάρχου κι είχα πάει σαν υποπλοίαρχος σ’ αυτό το γκαζάδικο. Πετρελαιοφόρο. Αλλά το ‘χανε γυρίσει και δούλευε Αργεντίνα-Ευρώπη. Και μετέφερε σιτηρά. Όταν πήγα, μετά από 2 μήνες, 3 μήνες, έφυγε ο καπετάνιος και ήρθε ένας άλλος ο οποίος ήτανε της Αιγύπτου. Δηλαδή ήτανε γεννημένος στην Αλεξάνδρεια. Κι αυτός είχε ζητήσει να πάει στην Αμερική, να μεταναστεύσει. Κι ήρθε η έγκριση κι έφυγε στους 2 μήνες κι αυτός. Έπιασα εγώ καπετάνιος με το δίπλωμα του υποπλοιάρχου. Ήταν ένα παλιό βαπόρι, πρώην σκανδιναβικό, 15μιση χιλιάδες τόνοι, της εποχής. Αυτό είναι το ’66. Το ’66. Πιάνει η κρίση του Σουέζ, κλείνει το Σουέζ και το γυρίζουνε σε πετρέλαια. Και κουβαλούσα από μαύρη θάλασσα πετρέλαια στην Ευρώπη. Τη μια φορά diesel, την άλλη φορά βενζίνη με τα γεγονότα του Μάη του ’66 στην Γαλλία. Τα θυμάσαι που γίνανε, ο Μάης του ’66;
Του ’66 ή του ’68;
Το ’68 ήτανε; Το ’68. Ναι το ’68. Ο Μάης του ’68. Λοιπόν είναι άλλο αυτό το περιστατικό. Μετά το Σουέζ, έπιασε κρίση και το δέσαμε στο Σκαραμαγκά το βαπόρι αυτό. Έδωσα εξετάσεις, πήρα του καπετάνιου το δίπλωμα και φεύγω με το άλλο βαπόρι το Αλεξάνδρα. Το οποίο αυτό φορτώναμε από Μαύρη θάλασσα για Ευρώπη. Και μάλιστα συγκεκριμένα υπήρχε κάποια απαγόρευση από τα σοβιετικά κράτη να φορτώνουμε… Τότε να παίρνει η Ευρώπη πετρέλαια και φορτώσαμε από Ρουμανία νομίζω, ή από Ρωσία… Από Ρωσία. Φορτώσαμε για Ρότερνταμ. Πήγαμε στο Δυρράχιο της Αλβανίας, αλλάξαμε τα χαρτιά, ό,τι φορτώσαμε από ‘κει και το πήγαμε στο Ρότερνταμ.
Γιατί;
Κομπίνες. Αφού η Ευρώπη είχε μποϊκοτάζ να μην παίρνουνε από τη Ρωσία. Κομπίνες. Οι κομπίνες που γίνονται πάντα. Ένα φορτίο είχα φορτώσει από… Απ’ τη Ρουμανία το ‘χαμε πάρει, όχι, απ’ τη Ρωσία. Απ’ το Τουάψε της Ρωσίας είχαμε φορτώσει βενζίνη για τον Μάη του ’68, για τον Μπορντώ. Και στο Μπορντώ αγκυροβολήσαμε έξω και περιμέναμε να ‘ρθει η μαρέα για να μπούμε. Μαρέα είναι όταν ανεβοκατεβαίνουν τα νερά. Η άμποτις και η πλημμύρις. Μαρέα το λέμε στα ναυτικά. Κι εκεί είχε και θάλασσα και αέρα. Και ένα κοτεράκι με δύο παιδιά, νεαρούς, ήρθε να πέσει δίπλα. Και τους λέμε: «Δεν έχουμε επικοινωνήσει, δεν μπορείτε να μπείτε στο βαπόρι. Απαγορεύεται». Αλλά αυτοί φαίνεται ότι ή φοβήθηκαν τον καιρό ή τους χάλασε η μηχανή και δεν είχανε μηχανή… Προσπάθησαν να δέσουν στο πλάι το βαποριού. Τους πήρε ο αέρας και τους έφερνε πρίμα. Και τους πέταξα ένα evilly με μια κουλούρα να το πιάσουν, να κρατηθούν. Αλλά αυτός, ο ένας, έπιασε την κουλούρα και κρεμάστηκε στην πρύμνη. Και τον ανεβάσαμε απάνω. Το σκάφος τους το πήρε ο αέρας και το ρεύμα και μας είπε ότι… Φώναζε βοήθεια. Κατεβάσαμε τη βάρκα αμέσως. Τον πήραμε αυτόν απάνω, κατεβάσαμε τη βάρκα, πήγε ο υποπλοίαρχος, ο δεύτερος μηχανικός κι ένας τρίτος κι ένας ναύτης κι άρχιζαν να ψάχνουν να τον βρούνε. Δεν μπορέσανε να τον βρούνε, ξαναγυρίσανε γιατί έπεσε το βράδυ. Και την άλλη μέρα μπήκαμε μέσα στο λιμάνι να ξεφορτώσουμε. Γιατί περίμεναν αγωνιωδώς τη βενζίνη, είχε μείνει η Γαλλία από βενζίνη. Ξεφορτώσαμε τη βενζίνη και ήρθε μέσα ένας εκπρόσωπος του λιμεναρχείου με ευχαρίστησε που πιάσαμε το παιδί και μας είπε ότι βρήκαν το άλλο παιδί απάνω σε μία τσαμαδούρα πεθαμένο. Είχε φαίνεται παγώσει απ’ [00:30:00]το κρύο…
Το πλοίο; Το πλοιαράκι τους, το κότερο;
Δεν ξέρω τι έγινε αυτό, δεν ξέρω.
Το πήρε η θάλασσα;
Μάλλον θα το πήρε η θάλασσα. Γιατί -κοίταξε- ο καιρός ήτανε δυτικός και πήγαινε προς τα μέσα. Αλλά μετά τα ρέματα, όπως βγαίνει το ποτάμι μπορεί να το παρέσυρε και να το πήγαν έξω. Δεν ξέρω τι έγινε το σκάφος τους.
Αυτοί τι ήταν, τους γνώρισες μετά;
Όχι. Το παιδί αυτό το πήρε η… Ήρθε η αστυνομία, το πήρε, το άλλο δεν ξέρω. Ένα από τα περιστατικά κατά τη διάρκεια των ταξιδιών. Ταξίδια έκανα πολλά στη Κίνα. Γιατί το βαπόρι ήτανε χρονοναυλωμένο από Βανκούβερ του Καναδά, Κίνα. Πότε πηγαίναμε Σαγκάη, πότε Νταϊρέν, πότε Τσιγουεντάο. Τότε οι Κινέζοι -θυμάμαι- στο Νταϊρέν δεν είχανε χώρους για να βάζουν το στάρι και για να μην καθυστερούν, το ξεφόρτωναν απάνω στον ντόκο, απάνω στα τσιμέντα. Έπεφτε το χιόνι απάνω στο στάρι. Και λέω: «Καλά…» «Τι θα πάθει -λέει- δεν παθαίνει τίποτα. Θα το πάρουμε μετά από δω και θα το πάμε για κατανάλωση». Γιατί δεν βρέχει ποτέ, μόνο χιόνι. Το χιόνι δεν θα λιώσει. Έχεις ξαναδεί να ξεφορτώνουν βαπόρι με στάρι απάνω; Αυτοί είναι οι Κινέζοι, τότε. Τότε δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις. Υπήρχαν μόνο το Seaman’s club, τίποτα άλλο. Και σ’ ένα από τα Seaman’s club, στη Σαγκάη… Ή στο Νταϊρέν; Δεν θυμάμαι που ήτανε. Ή στη Σαγκάη ή στο Νταϊρέν. Είδα τον Μακάριο. Τον Μακάριο. Τον Κύπριο, τον αρχηγό… Τον αρχιεπίσκοπο, τον αρχηγό του κυπριακού κράτους. Ο οποίος ψώνιζε κι αυτός από το Seaman’s club.
Αυτά τα Seaman’s club τι ήτανε;
Τα Seaman’s club ήτανε τεράστιοι χώροι που είχε μαγαζιά να ψωνίσεις ό,τι ήθελες. Αυτά που είχε τότε η Κίνα. Τα ελεφαντόδοντα, το Jade, ρούχα, παπούτσια.
Τοπικά προϊόντα;
Δικά τους προϊόντα ναι, μόνο. Δικά τους προϊόντα. Και είχε και εστιατόριο. Μπορούσες να φας ό,τιήθελες. Όχι αυτά τα κινέζικα που έχουν στην Ελλάδα. Εκεί να φας κινέζικα να γλύφεις τα δάχτυλα σου. Καμία σχέση. Γαρίδες άφθονες. Το sea cucumber, το αγγούρι της θάλασσας. Αυτό είναι η καλύτερή τους τροφή κι η πιο ακριβή. Χελιδονόσουπα και πατσά από στομάχι καρχαρία. Ό,τιφαΐ θέλεις. Αλλά πραγματικά κινέζικα. Αυτά τώρα… Άμα πας στην Αμερική έχουν κινέζικα της Αμερικής. Άμα πας στο Λονδίνο, στην Αγγλία, έχουν κινέζικα της Αγγλίας. Στον Καναδά έχουν κινέζικα του Καναδά. Στην Ελλάδα, κινέζικα της Ελλάδας. Παντού διαφέρουν. Αλλά τα κανονικά κινέζικα είναι εκεί στη Κίνα.
Στη Κίνα γιατί δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις αλλού που μου ‘πες;
Δεν μπορούσες να πας, μπορούσε να κυκλοφορήσεις αλλά δεν υπήρχε τίποτα να πας πουθενά. Μια φορά είπα στον ατζέντη, στον πράκτορα. Του λέω: «Δεν υπάρχει τίποτα να πάρουμε αντίκες κινέζικες;». Μου λέει: «Πάμε. Θα σε πάω -μου λέει- να πάμε». Και με τη γυναίκα μου, η οποία ήταν ασυρματίστρια μες το βαπόρι, πάμε σε ένα μέρος με το ταξί. Βγαίνουμε έξω κι εκεί μαζεύτηκαν εκατοντάδες Κινέζοι, να μας κοιτάζουν σαν φαινόμενα. Δεν είχαν ξαναδεί άλλη ράτσα εκτός από Κινέζο.
Το πότε αυτό περίπου;
Το ’71. ’71 προς ’72. Και πήγαμε μέσα στον χώρο αυτόν. Ήτανε πανάκριβα. Αλλά ούτε κι ο ατζέντης ήθελε να αγοράσουμε. Περισσότερο ήθελε να τα δούμε, μας πήγε, κι όχι να αγοράσουμε. Και γυρίσαμε πίσω. Οι Κινέζοι, εγώ τους παραδέχομαι για την εξέλιξή τους. Όταν ήμουνα υποπλοίαρχος σ’ ένα βαπόρι… Αυτό το Antony 2 του Κούλουθρου. Αυτό είχε φτιαχτεί στη Γερμανία στα Howards work, τα ναυπηγεία, κι ήταν ένα απ’ τα πιο σύγχρονα βαπόρια. Diesel. Αυτό το είχαν χρονοναυλώσει για 6 μήνες οι Κινέζοι. Κι όταν πήγαμε ήταν το τελευταίο τους ταξίδι και με παρακάλεσαν να τους δώσω όλα τα πλάνα του βαποριού για να τα μελετήσουν. Εγώ δεν είχα το δικαίωμα. Πήγα στον καπετάνιο και του ‘πα έτσι κι έτσι. Αυτός δεν ήθελε. Του λέω: «Γιατί να μην τα δώσουμε, τι σε εμποδίζει; Να τα δώσουμε, οι άνθρωποι να τα μελετήσουν». Τέλος πάντων, τον έπεισα και τους τα δώσαμε. Τα κράτησαν καμιά δεκαριά μέρες και μας τα έφεραν. Όταν τα έφεραν, μου έδωσαν μία βαλίτσα πράγματα δώρο. Δηλαδή, αυτό ήταν το ’63. Οι Κινέζοι από τότε μελετούσαν κι εργαζόντουσαν για την ανάπτυξή τους με κάθε ευκαιρία. Κατάλαβες; Δεν έγιναν απ’ την μια μέρα στην άλλη. Όταν λοιπόν το ’71-’72 ήμουνα χρονοναυλωμένος στους κινέζους, οι αρχές -όταν πηγαίνουμε στο λιμάνι έρχονται όλες οι αρχές. Immigration, τελωνείο, υγειονομείο έρχονται όλες οι αρχές- και τους βάζω συνήθως που είναι ή το σαλόνι… Συνήθως το σαλόνι. Αυτό ήτανε ένα βαπόρι που είχε ένα καταπληκτικό σαλόνι κάτω από τα διαμερίσματα του καπετάνιου. Ερχόντουσαν πολλοί στη Κίνα και τους έβαζα, όπως πάντα, σε όλους αναψυκτικά και τσιγάρα. Όχι ποτό. Οι Κινέζοι την κόκα-κόλα δεν την άγγιζαν. Τα τσιγάρα, έπαιρναν τσιγάρο από το πακέτο το έσπαγαν και το άφηναν στο σταχτοδοχείο. Δεν το κάπνιζαν.
Γιατί; Ξέρεις;
Πες μου εσύ γιατί. Αυτή ήταν η οδηγία τους. Λες να το ‘καναν μόνοι τους; Η οδηγία ήταν αυτή. Τίποτα από τα δυτικά προϊόντα δεν θα αγγίζεται.
Σωστά.
Μετά, ο πράκτορας… Συνήθως στα άλλα κράτη έρχεται ένας υπάλληλος του πρακτορείου και κάνει την διεκπεραίωση και τις δουλειές του βαποριού. Στην Κίνα ερχόντουσαν πάντα δύο Ο ένας μιλούσε αγγλικά ή ελληνικά, ο άλλος δεν μιλούσε. Και του μετέφραζε αυτός που μιλούσε. Τον ρώτησα μια φορά: «Πού έμαθες ελληνικά;», «Στο πανεπιστήμιο στην Αλβανία». Οι Κινέζοι είχαν καλές σχέσεις με τον Χότζα της Αλβανίας. Η Αλβανία ήτανε κομμουνιστικό κράτος αλλά όχι υπό την επήρεια και με δεσμό με την Ρωσία. Είχε με την Κίνα. Για αυτό και η Κίνα τώρα τους φτιάχνει υδροηλεκτρικά έργα στην Αλβανία που εμείς δεν τα έχουμε ούτε στο όνειρο μας δει. Δωρεάν. Οι κινέζοι. Λοιπόν μου έλεγε… Γινόταν αυτό το… Εγώ μιλούσα είτε αγγλικά, αν μιλούσαν αγγλικά, ή ελληνικά με τον έναν κι ο άλλος μετάφραζε. Το επόμενο ταξίδι ξανάρθανε αυτοί. Αλλά η πλάκα είναι ότι αυτός που δεν μιλούσε αγγλικά, μιλούσε τώρα αγγλικά κι ο άλλος έκανε πως δεν ξέρει. Όταν λοιπόν… Λέω: «Ρε παιδιά για σταθείτε. Εσύ την προηγούμενη φορά μιλούσες αγγλικά, τώρα δεν ξέρεις;». Σκεφτήκανε, τα ‘πανε κινέζικα και μετά μου είπανε ότι αυτή είναι η εντολή. Δηλαδή στην Κίνα δεν γίνεται τίποτα κουτουρού ή χωρίς πρόγραμμα. Όλα είναι μελετημένα. Και για αυτό ξαφνικά τους είδαμε να ξεπετάγονται και να μας δίνουνε τις σαβούρες τώρα. Πήγαινε στην Αμερική να πάρεις κινέζικο. Είναι Α΄ [00:40:00]ποιότητος. Έλα στην Ελλάδα να πάρεις κινέζικο. Είναι για πέταμα. Γιατί έχω πάρει εγώ στην Αμερική κινέζικα κι είναι πρώτης τάξεως. Και κοστούμια και ταγέρ για τη γυναίκα μου και τα πάντα. Είναι εφάμιλλα της Αμερικής. Όχι ότι και της Αμερικής είναι τίποτα σπουδαία. Άμα πάρεις στην Αμερική ρούχα απ’ την Ευρώπη, είναι πανάκριβα. Είτε απ’ Γαλλία, είτε απ’ την Αγγλία, είτε απ’ την Ιταλία είναι πανάκριβα, τα δικά τους δεν είναι, είναι φτηνά. Αυτά. Τώρα, σου έχω… Μάλλον δεν σου είπα ότι όταν παντρεύτηκα η Μαντώ μόλις είχε -η γυναίκα μου- μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Παντρευτήκαμε, κάναμε ένα παιδί τη Νατάσα, την πρώτη κόρη μας, ερχότανε μαζί μου η Μαντώ για λίγο. Μετά έφευγε γιατί ήτανε και το παιδί αλλά και δεν μπορούσε να αφήνει το παιδί μόνο στους γονείς της. Έμενε με τους γονείς της. Μετά κάναμε και την δεύτερη κόρη μας, την Κατερίνα και πάλι ερχόταν αλλά οι γονείς της δυσφορούσαν. Κι εκείνη δεν αισθανόταν ωραία να κάθεται. Μάλιστα μου ‘λέγε: «Να πιάσω καμαροτάκι;». Δεν την άφηνα, δεν ήθελα να πιάσει καμροτάκι γιατί έπρεπε να στερήσει τη δουλειά από ένα καμαροτάκι. Τελικά αποφάσισε μόνη της, αφού βέβαια μου το ‘πε και μένα, να γίνει ασυρματίστρια. Και πραγματικά, πήγε στη σχολή δύο χρόνια, έγινε ασυρματίστρια και τότε δουλεύαμε μαζί. Δηλαδή εγώ πήγαινα στο βαπόρι, όταν έφευγε ο ασυρματιστής, ερχόταν η Μαντώ. Δεν έβγαλα ποτέ ασυρματιστή για να πάρω τη Μαντώ. Έφευγε και μετά ερχόταν. Και μετά φεύγαμε μαζί. Και παίρναμε και τα παιδιά μαζί. Ήταν ωραία χρόνια γιατί είχαμε και τα παιδιά κι έτσι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν… Έχουνε πάει Αμερική, έχουν πάει Ινδία, έχουνε πάει Ευρώπη, στην Αμβέρσα, στο Ρότερνταμ… Έχουνε ωραίες αναμνήσεις. Αν και ήτανε μικρές, πάντως έχουνε… Στην Κύπρο. Στην Κύπρο κάτσαμε ενάμιση μήνα, ξεφορτώσαμε… Δύο φορές στη Κύπρο. Και τις δύο φορές κριθάρι από την Αστόρια της Αμερικής που είναι από τη μεριά του Ειρηνικού. Η Αστόρια κάτω ή πάνω απ’ το Seattle ή κοντά στο Seattle. Και την άλλη φορά απ’ το Κάρντιφ κριθάρι. Και τις δύο φορές κριθάρι πήγαμε στην Κύπρο, στη Λεμεσό. Εκεί είδαμε και το κρησφύγετο του Γρίβα, που ήταν εκεί κάτω από έναν νιπτήρα κουζίνας. Που ήταν η είσοδος που κατεβαίνεις κάτω. Στο κρησφύγετό του, στη Λεμεσό. Α, μια φορά… Εν το μεταξύ από το ’71 και μετά, άρχισαν οι εταιρίες να βάζουν ξένους. Και εμείς βάλαμε Φιλιππινέζους. Το κατώτερο πλήρωμα. Οι αξιωματικοί όλοι Έλληνες και το κατώτερο πλήρωμα Φιλιππινέζοι. Και στη μηχανή και στην κουβέρτα. Ε, μ’ αυτούς… Αυτοί οι Φιλιππινέζοι που ερχόντουσαν από εγγλέζικα βαπόρια, γιατί οι Εγγλέζοι τους χρησιμοποιούσαν του Φιλιππινέζους πολύ πριν τους πάρουμε εμείς. Όσοι ερχόντουσαν απ’ αυτούς ήταν πειθαρχημένοι. Όσοι όμως δεν είχαν προϋπηρεσία σε εγγλέζικα βαπόρια ήταν δύσκολοι και ατίθασοι. Γιατί οι Έλληνες δεν είμαστε πολύ λαός της πειθαρχίας. Είμαστε λίγο πιο χαλαροί. Οι Εγγλέζοι στο εμπορικό τους ναυτικό έχουν πειθαρχία πολύ πιο αυστηρή από μας. Βέβαια οι νόμοι κι οι κανονισμοί είναι οι ίδιοι, αλλά εμείς είμαστε πιο χαλαροί.
Εσύ πώς τα πήγαινες με αυτό; Με το να διοικείς ένα πλοίο;
Συνήθως αυτοί είχαν έναν αρχηγό κι ήταν ο λοστρόμος τους ο αρχηγός. Ε, μ’ αυτόν συνεννοούμουν περισσότερο. Οι Φιλιππινέζοι πίνουν πολύ. Και δεν είναι… Κι ο λαός αυτός, τους πιάνει πολύ εύκολα το ποτό. Δηλαδή, ένας Εγγλέζος, ένα Ιρλανδός, ένας Πολωνός,, ένας Ρώσος, ακόμη κι ένα Έλληνας μπορεί να πιει 10 μπουκάλια μπύρα και να μην μεθύσει. Ο Φιλιππινέζος με τα δύο μπουκάλια μπύρα έχει μεθύσει και δεν ξέρει τι κάνει. Την πρώτη φορά λοιπόν, ήρθε ο λοστρόμος απάνω μου λέει: « Καπετάνιε ο τάδε… -όχι- Εγώ έχω τα γενέθλιά μου το Σάββατο. Θα μας δώσεις μερικές μπύρες να τα γιορτάσουμε;». Λέω: «Εντάξει». Λέω στον καμαρότο: «Δωσ’ τους μία κάσα μπύρες να γιορτάσουν τα γενέθλιά τους». Την άλλη βδομάδα ξανάρχεται: «Ο τάδε έχει τα γενέθλιά του». Την τρίτη βδομάδα ξανάρχεται. Του λέω: « Κοφ’ το -του λέω- τελείωσε, αυτό το παραμύθι τέλειωσε. Τα γενέθλια. Εδώ μπύρα έχει Πέμπτη και Κυριακή. Ένα κουτάκι μπύρα ο καθένας. Θέλετε να τις κρατήσετε να κάνετε τα γενέθλιά σας, κάντε τες. Θέλετε να τις πιείτε, πιείτε τες. Αυτό το παραμύθι τέλειωσε». Ε, το δέχτηκε, δεν είπε τίποτα. Οι Φιλιππινέζοι είναι ένας λαός φιλότιμος. Είναι καλοί ναυτικοί, καλοί εργάτες. Αυτοί που είναι λίγο αργοί είναι οι Πακιστανοί. Αυτοί οι Πακιστανοί πάλι, έχουν το άλλο. Αυτοί μαστουρώνουνε. Και συνέχεια μου ζητούσαν ασπιρίνες. Μετά το ‘μαθα το κόλπο. Την ασπιρίνη τη χρησιμοποιούν για μαστούρα. Τώρα πώς; Την κοπανίζουν και την βάζουν μες το τσιγάρο, τι κάνουνε δεν το ξέρω. Και μου το ‘πε ένας απ’ αυτούς. Οπότε σταμάτησα και σ’ αυτούς τις ασπιρίνες. Ότι έχει πονοκέφαλο… Μια φορά σε ένα βαπόρι το Δομά του Βογιαζίδη, ήμασταν στο Σαν Φρανσίσκο. Όχι, στο Σακραμέντο. Στο Σακραμέντο της… Καλιφόρνια είναι Σακραμέντο νομίζω. Εκεί δυτικά. Πρωτεύουσα. Και φορτώναμε. Και λέω της Μαντώς: «Πάμε στο Σαν Φρανσίσκο;» Ήτανε 1 ώρα, η διαδρομή κοντά είναι.
Με τι να πάτε;
Να πάρουμε ένα αυτοκίνητο και να πάμε. Το κανόνιζε ο πράκτορας, να πάμε να δούμε το Σαν Φρανσίσκο. Εγώ είχα πάει, το ήξερα το Σαν Φρανσίσκο, αλλά η Μαντώ δεν το ήξερε. Πάμε. Φεύγουμε το πρωί, πάμε στο Σαν Φρανσίσκο. Γυρίσαμε εκεί το China Town, πήγαμε φάγαμε κινέζικα, περάσαμε ωραία. Γυρίζοντας το απογευματάκι, βλέπω έξω απ’ το βαπόρι picketing. Ξέρεις τι είναι picketing; Ήτανε, με πινακίδες, Αμερικάνοι που είχανε σταματήσει την φόρτωση για κάποιο λόγο. Λέω: «Τι διάολο γίνεται;» Ανεβαίνω απάνω… Ανεβαίνουμε απάνω… Α, και αστυνομία, ένας αστυνομικός στη σκάλα. Μου λέει: «Που πας;». Λέω: «Είμαι ο Καπετάνιος. Τι συμβαίνει;». Μου λέει: «Έχουνε σταματήσει την φόρτωση. Δεν δουλεύουνε». Ανεβαίνω απάνω, ρωτάω τον υποπλοίαρχο, του λέω: «Τι έγινε; Γιατί σταματήσανε;» «Οι Φιλιππινέζοι έχουν καταγγείλει την σύμβαση και διαμαρτυρήθηκαν στο Union των φορτοεκφορτωτών ότι δεν πληρώνονται καλά κι αυτοί σε συμπαράσταση, σταμάτησαν την φόρτωση». «Τι λες ρε παιδί μου;». Παίρνω τον πράκτορα, έρχεται μέσα στο βαπόρι. Ειδοποιούν το PNI club. Το PNI club, το Protection and Indemnity club, αυτό που προστατεύει τα συμφέροντα του πλοίου. Η ασφάλεια δηλαδή. Κι έρχεται μέσα ένας δικηγόρος. Τι είχε γίνει; Την προηγούμενη, μία ή δύο μέρες πριν, είχε έρθει ένας Αμερικάνος, γύρω στα 30. Μου λέει: [00:50:00]«Καπετάνιε, μπορώ να ρίξω μια ματιά στο βαπόρι;». Λέω: «Και βέβαια μπορείς». Πήγε αυτός έκανε τη βόλτα του και μετά ήρθε. Κάθισε τον κέρασα μία… Ήτανε με το κοστούμι του, τη γραβάτα του, ευπρεπής άνθρωπος. Τον κέρασα μία κόκα-κόλα, δεν θυμάμαι τι τον κέρασα, και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε διάφορα πράγματα. Εκεί που κουβεντιάζαμε, για μια στιγμή, μου μπήκανε ψύλλοι στα αυτιά. Του λέω: «Δεν μου λες -του λέω- τι είσαι, δικηγόρος;». Σταματάει, με κοιτάει, σκέφτεται για λίγο, μου λέει: «Όχι, γιατί;». Λέω: «Τις ερωτήσεις αυτές που μου κάνεις, μόνο ένας δικηγόρος μπορεί να τις κάνει». «Όχι» μου λέει. Ε, μετά από δύο λεπτά έφυγε. Αυτός, τον είχανε βάλει οι Φιλιππινέζοι ή το Union των φορτοεκφορτωτών να ‘ρθει στο βαπόρι να δει αν πράγματι είναι έτσι κ.τ.λ... Και μετά από δύο μέρες έγινε αυτό. Το picketing.
Να δει τις συνθήκες ας πούμε.
Όχι να δει τις συνθήκες, να του αναθέσουν οι Φιλιππινέζοι να πάρουν περισσότερα χρήματα. Όταν λοιπόν ήρθε μες το βαπόρι ο δικηγόρος του PNI club, του το είπα αυτό το περιστατικό. Μου λέει: «Τι είπες; Αρνήθηκε ότι είναι δικηγόρος;». Λέω: «Ναι». «Αυτό -μου λέει- καπετάνιε, εδώ στην Αμερική μπορεί να έχει στέρηση αδείας. Δικηγορικού επαγγέλματος. Αν αρνηθείς την ιδιότητά σου, έχεις στέρηση του επαγγέλματος για πάντα. Έτσι;» μου λέει. «Έτσι» του λέω. Μου λέει: «Θα ‘ρθεις στο δικαστήριο να το πεις;». «Βεβαίως -του λέω- έτσι έγινε». Φεύγει αυτός. Τα γραφεία ήταν στο Σαν Φρανσίσκο. Κατεβαίνει στο Σαν Φρανσίσκο, την άλλη μέρα έρχεται. Οι εργάτες ξαναήρθανε, οι Φιλιππινέζοι σταμάτησαν, μου λέει: «Τα απέσυραν όλα, γιατί θα έχανε το δίπλωμα του αυτός». Τώρα οι Φιλιππινέζοι ήρθανε το ταξίδι, πήγαμε μετά Ευρώπη και γυρίζοντας, μου κάνουν άλλο καψώνι. Την ώρα που μπαίνουμε μες τη δεξαμενή, γιατί έχει δεξαμενές, δεν θέλανε να λύσουνε τους κάβους για να φύγουμε.
Από πού να φύγετε;
Από την δεξαμενή.
Σε ποιο λιμάνι;
Στην Αμβέρσα.
Α, Αμβέρσα, οκ.
Ναι, που μπαίνεις μέσα σε δεξαμενές. Και τους λύσαμε τους κάβους, φύγαμε, κι όταν φύγαμε, αποφάσισε ο ιδιοκτήτης, ο Βογιαζίδης να τους βγάλει.
Τι έκανες εσύ εκεί που αρνήθηκαν να λύσουνε του κάβους;
Ε, πήγανε οι αξιωματικοί και τους πήραμε μέσα. Αυτοί τους λύσανε, αλλά δεν τους παίρνανε μέσα. Ήταν απ’ έξω. Δεν θυμάμαι, ήταν απ’ έξω, μέσα, πάντως πήγανε οι αξιωματικοί, τους πήραν μέσα και φύγαμε. Ε, στο πέλαγος δεν μπορεί να κάνει mutiny, δεν μπορεί να κάνει επανάσταση, ανταρσία στο πέλαγος. Γιατί αυτό έχει βαριές ποινές. Και πιάσαμε Φιλιππίνες μετά και τους βγάλαμε και άλλαξε το βαπόρι και όνομα. Ονομάστηκε Μαρία Βογιαζίδης. Και σημαία ελληνική κι ήρθε πλήρωμα όλο απ’ την Ελλάδα. Κοίταξε να δεις, στα βαπόρια η ζωή δεν είναι εύκολη, είναι δύσκολη. Και γι’ αυτό και οι μισθοί είναι μεγάλοι. Από τον καπετάνιο, μέχρι τον τελευταίο. Όταν ο μάγειρας σήμερα παίρνει 5.000, ή ο ανθυποπλοίαρχος παίρνει 5.000, ο υποπλοίαρχος 8, ο καπετάνιος 10 -11.000 ευρώ. Δεν τις παίρνει για τη μόρφωση την πανεπιστημιακή, τις παίρνει γιατί είναι δύσκολη η δουλειά και μεγάλες οι ευθύνες. Ειδικά του καπετάνιου. Όλη η ευθύνη είναι πάνω του. Τα παλιά χρόνια δε που δεν υπήρχε επικοινωνία, ήτανε μόνο ο ασύρματος… Τώρα μην κοιτάς, ο καθένας έχει το κινητό του, δορυφορικό και επικοινωνεί με το σπίτι, με ό,τιθέλει. Τα παλιά χρόνια βασιζόμασταν σε έναν ασύρματο και τα πιο παλιά χρόνια έναν ασύρματο της πλάκας.
Το πρόλαβες εσύ;
Βέβαια. Και η Μαντώ. Ασύρματο ήτανε με λάμπες. Τα ραντάρ ήτανε χάλια. Ταξιδεύαμε τυφλά.
Θυμάσαι κάποιο-
Έφευγα από την Ιαπωνία και μέχρι να πάμε Βανκούβερ ή Αμερική, δεν είχαμε ούτε θέση, ούτε ήλιο, ούτε τίποτα. Έναν ήλιο περιμέναμε, να βγει η ήλιος ή να καθαρίσει το βράδυ… Τα άστρα… Πολλές φορές, είχαμε άστρα και δεν είχαμε ορίζοντα. Γιατί άμα έχεις άστρα και δεν έχει ορίζοντα, δεν μπορείς να βγάλεις τη θέση του βαποριού. Τότε τη θέση του βαποριού την υπολογίζαμε με τον ήλιο και με τα άστρα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Και έφυγα απ’ την Ιαπωνία και μέχρι να πάμε Βανκούβερ, να πέσουμε γύρω στα 300 μίλια, 200 μίλια, άντε και 100 μίλια, να πάρουμε την ραδιοδιόπτευση, το radio beacon, που εκπέμπει, να πάρουμε μια θέση με το ραδιογωνιόμετρο. Ήτανε το σύστημα εντοπισμού του… Υπήρχαν φάροι που εξέπεμπαν σήμα, το ‘πιανε το ραδιογωνιόμετρο κι έβρισκες τη θέση του βαποριού. 20 μέρες δεν ήξερες πού είσαι. Έδινες στίγμα κατά προσέγγιση. Πόσο πάει το… Τι μίλια κάνει το βαπόρι. Αν ήταν τα ρεύματα μαζί, αν ήταν η θάλασσα κόντρα, να υπολογίσεις. Βέβαια με την πείρα του ο κάθε καπετάνιος δεν έπεφτε και πολύ έξω. Πάνω κάτω, άμα ξέρεις τα ρεύματα, τι κατεύθυνση έχουν, υπολογίζεις.
Και πώς ήταν αυτό το συναίσθημα εκείνη την ώρα, μες τη θάλασσα και να μην ξέρεις πού είσαι και να έχεις και-
Δεν είναι… Είναι συνήθεια. Τα συνηθίζεις. Για σένα μπορεί να ‘ναι πρωτόγνωρο. Ένας καπετάνιος δεν μπορεί να έχει τέτοιες αμφιβολίες γιατί τότε δεν μπορεί να είναι καπετάνιος. Θα πεθάνεις από άγχος. Άμα δεν είσαι ψύχραιμος, αν δεν είσαι πεπειραμένος… Όλα αυτά τα χρόνια αποκτάς και την ψυχραιμία και την πείρα και την εμπειρία. Όλα. Μαζί με τις γνώσεις που έχεις. Για έναν καπετάνιο απαραίτητο είναι: τα αγγλικά, η ψυχραιμία, η αυτοπεποίθηση… Γιατί αν δεν έχεις σιγουριά και αυτοπεποίθηση στον εαυτό σου, δεν πρέπει να γίνεις καπετάνιος. Θα σου πω ένα περιστατικό τώρα. Είχα πάρει σύνταξη και με παρακάλεσε η εταιρία που δούλεψα σε ένα βαπόρι να πάω να το πάρω απ’ τη Χαβάη, απ’ τη Χονολουλού, για να το πάω απέναντι στην Ιαπωνία. Ήταν ένα βαπόρι που είχα κάνει του Μαρή. Ένα βαπόρι 17.000 τόνοι, γενικού φορτίου. Καλά βαπόρια. Αυτά είχανε χτιστεί στον Καναδά για τους Γάλλους. Και τα λέγανε τα άκαυτα πλοία. Αυτά είχανε γίνει με αμίαντο. Ήτανε τελείως ανθυγιεινά. Μετά το κατάλαβα. Και πήγα εγώ, ο αρχιμηχανικός κι ένας ηλεκτρολόγος που είχαμε κάνει πάλι μαζί. Μπήκαμε στο βαπόρι… Καπετάνιος δεν υπήρχε, είχε φύγει. Γιατί είχε αρρωστήσει, είχε φοβηθεί, δεν ξέρω τι. Το βαπόρι είχε φορτώσει στη Βενεζουέλα, χελώνες αλουμινίου. Οι χελώνες είναι συμπαγές αλουμίνιο φορτωμένο σε παλέτες. Βαρύ φορτίο. Και αρκετά επικίνδυνο φορτίο όταν δεν το φορτώσεις σωστά.
Επικίνδυνο ως προς τι;
Να τουμπάρεις, να μετακινηθεί το φορτίο. Άμα φορτώσεις πολύ, να σπάσουν οι λαμαρίνες σ’ ένα σημείο. Γιατί το αμπάρι κάτω έχει πόσο φορτίο μπορείς να βάλεις ανά τετραγωνικό. Δεν μπορείς να το φορτώσεις όλο το φορτίο, άμα είναι πολύ βαρύ κάτω. Θα βάλεις και λίγο απάνω στους κουραδόρους. Γιατί αυτό ήτανε γενικού φορτίου βαπόρι. Δεν ήτανε χύμα, χύδην που λένε. Bulk [01:00:00]carrier, ήτανε γενικού φορτίου. Τα bulk carrier έχουνε ένα αμπάρι. Τα γενικού φορτίου έχουνε διαμερίσματα που λέγονται κουραδόροι. Πήγαμε λοιπόν, το παίρνω το βαπόρι, βγαίνουμε… Κάτσαμε μία μέρα. Μία μέρα να κάνει κάτι επισκευές που ήθελε. Στη Χονολουλού, ούτε βγήκα έξω. Με το ταξί που περνούσα ό,τι είδα. Τα ξενοδοχεία, τις πισίνες και τις γυναίκες να λιάζονται. Ήμουνα ταλαιπωρημένος! Για βάλε τώρα, από την Ελλάδα να πας Χαβάη. Πολύ μακρύ ταξίδι. Πάνω από μια μέρα ξενύχτι. Τι να κοιμηθείς στο αεροπλάνο; Και με στάσεις συνέχεια. Την ώρα που βγαίναμε, με τον πιλότο μέσα χαλάει η μηχανή. Μου λέει ο πιλότος: «Τι να κάνουμε;». «Τι να κάνουμε; Φουντάρουμε να δούμε τι θα φτιάξουνε». Φουντάρουμε, αγκυροβολούμε δηλαδή, περιμένουμε τη μηχανή, το διορθώνουνε. Αφήνουμε πιλότο και φεύγουμε. Μια θάλασσα έξω… Χαμός γινότανε! Ερχόταν ένα βουβό κύμα από πάνω, από ένα storm… Του κερατά. Τέλος, πάντων, μετά από 2-3 μέρες, πάλι με ένα storm ψηλά που κατέβαινε κάτω το κύμα βουβό, τεράστιο. Βουβό είναι -ξέρεις- που δεν σκάει, δεν έχει αφρό, δεν σκάει, ανεβαίνει έτσι. Μπορεί να ‘ναι και 15 μέτρα το κύμα. Χαλάει η μηχανή. «Πω ρε, τώρα τι κάνουμε!». Όλοι οι μηχανικοί κάτω, όλοι μηχανή κάτω. Το βαπόρι το φέρνει διπλαριά και πήγαινε έτσι. Απάνω στη γέφυρα είχε ένα μεγάλο κλινόμετρο και έδειχνε την κλίση. Κι εκεί που πήγαινε, είχε κι ένα άλλο σταθερό που έδειχνε που πάει το κλινόμετρο. Μεγάλο κλινόμετρο, πρώτη φορά το ‘χα δει σε τέτοιο βαπόρι, τέτοιο κλινόμετρο. Όλα έχουνε, αλλά πιο μικρό. Και ήμουνα κάτω στο κατάστρωμα εκείνη την ώρα, είχα κατέβει, είχα πάει μηχανή να δω τι κάνουνε κι ανέβαινα. Και βλέπω τον ασυρματιστή ο οποίος ήτανε Φιλιππινέζος, με το σωσίβιο, σε υστερία να φωνάζει στους Φιλιππινέζους. Γιατί ήτανε Φιλιππινέζοι το πλήρωμα. Μόνο αξιωματικοί και όχι όλοι, ήταν Έλληνες. Μερικοί. Λέω: «Τι θες; Τι φωνάζεις; Τι συμβαίνει;». Λέει: «Να δώσω S.O.S.;». «Όχι να μην δώσεις τίποτα» του λέω. Εν το μεταξύ οι Φιλιππινέζοι είχανε μαζευτεί. Κατατρομαγμένοι. «Να μην δώσεις τίποτα» του λέω. «Μα θα βουλιάξουμε» μου λέει. Τον φωνάζω, τον παίρνω μέσα, του λέω: «Κάτσε μέσα, αλλιώς θα σε κλειδώσω μέσα. Το σωσίβιο μπορείς να το φοράς, αφού το αισθάνεσαι. Δεν θα δώσεις S.O.S. αν δεν πάρεις δική μου εντολή». Τέλος πάντων φτιάξανε την… Εμένα η καρδιά μου -καταλαβαίνεις- είχε πάει στην κούλουρη. Γιατί οι Φιλιππινέζοι ήταν έτοιμοι να πέσουν στη θάλασσα. Με το ζόρι τους κρατούσα. Φτιάξανε τη μηχανή…
Εσύ το ήξερες εκείνη την ώρα ότι θα την φτιάξουνε; Το πίστευες;
Ναι, ναι ήξερα. Ναι, ναι. Αυτή η βλάβη συνέβαινε συχνά. Ήτανε μία βαλβίδα. Είχε πρόβλημα με τις βαλβίδες αυτό το καράβι. Ήτανε τελείως αυτόματο. Ήτανε… Καλό καραβάκι ήτανε. Την φτιάξανε, ξεκινήσαμε. Ανεβαίνω στη γέφυρα… Ξέρεις πού είχε πάει το κλινόμετρο; Στους 40 βαθμούς. Αν πήγαινε 45 θα ‘χαμε έρθει τούμπα.
Δηλαδή; Θέλεις να μου το εξηγήσεις λίγο καλύτερα για να καταλάβω με το…
Το κύμα ήρθε στο πλάι. Όταν δεν έχεις τιμόνι. Όταν δεν κυβερνάται ένα πλοίο, ο καιρός το διπλαρώνει. Έφερε τον καιρό στη μπάντα. Η κλίση που έπαιρνε ήτανε πλάγια. Και έφτασε η κλίση του μέχρι 40 μοίρες. Εάν πήγαινε 45, είναι το… Που αρχίζεις και παίρνεις την άλλη βόλτα
Θα τουμπάρει.
Βέβαια. Και φτάνουμε τέλος πάντων στην Ιαπωνία. Και πηγαίναμε στο… Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το λιμάνι αλλά ήτανε μέσα στη θάλασσα της Κίνας. Απ’ την άλλη μεριά. Έπρεπε να περάσουμε μέσα απ’ την Ιαπωνία, να βγούμε από την άλλη μεριά της Ιαπωνίας. Προς την Κίνα. Περνώντας λοιπόν τα στενά, χαλάει πάλι η μηχανή. Τι να κάνουμε, αγκυροβολούμε. Να την φτιάξουνε. Κατά το βραδάκι έρχεται η ακτοφυλακή, γιαπωνέζικη, μου λέει: «Τι κάνεις εδώ;» Του λέω έτσι κι έτσι. Δεν είπα για τη μηχανή. «Έχουμε πρόβλημα στο τιμόνι. Θα φτιάξουμε το τιμόνι και θα φύγουμε». Λέει: «Όχι, πρέπει να φύγεις τώρα». Του λέω: « Και πώς θα φύγω;». «Πάρε ρυμουλκά μου λένε. Ειδοποίησε να ‘ρθουν ρυμουλκά». Τέλος πάντων, εκείνη την ώρα, μετά από μισή ώρα, φτιάχνουμε τη μηχανή, πάμε να πάρουμε την άγκυρα, χαλάει ο εργάτης που έπαιρνε την άγκυρα, το βίντσι που έπαιρνε την άγκυρα. Άντε ο ηλεκτρολόγος να πάει μπροστά. Αυτοί περιμένανε κάτω. Μετά από καμιά ώρα φτιάχνουμε την άγκυρα, φεύγουμε, φτάνουμε στο λιμάνι. Εμένα… Το συμβόλαιο που είχα κάνει ήτανε να πάρω το βαπόρι από τη Χαβάη μέχρι την Ιαπωνία και στην Ιαπωνία να φύγω. Αυτή την εξυπηρέτηση τους έκανα που μετάνιωσα σαν σκύλος. Ξέρεις τι είναι να ταξιδεύεις 25 χρόνια και να πνιγείς στο τελευταίο; Αυτό ήτανε από τα σπάνια.
Ήρθε ο αρχικαπετάνιος εκεί, τον οποίο τον ήξερα από παλιά, του λέω: «Ρε συ, αυτό το βαπόρι θέλει πολύ γερή επισκευή. Αλλιώς θα πνίξετε κόσμο». Τώρα τι έκαναν μετά… Εγώ έφυγα, γύρισα και δεν ξέρω τι κάνανε. Μια φορά ήμασταν στην Αμερική. Στο New Port News ήμασταν, στη Βαλτιμόρη, δεν θυμάμαι. Μάλλον απάνω ήμασταν στη Βαλτιμόρη. Και είχα μια μικρή τηλεόραση μαυρόασπρη 14 ιντσών. Και χάζευα. Στο γραφείο που καθόμουνα, χάζευα. Και ξαφνικά, βλέπω… Ήταν μια εκπομπή για τους εγκληματίες πολέμου θυμάμαι. Και ξαφνικά βλέπω το λιμάνι του Μέριχα. Φωνάζω της Μαντώς, λέω: «Ρε Μαντώ, αυτός δεν είναι ο Μέριχας;». Λέει: «Ναι». Και τι ήταν; Ήτανε ένα κότερο, με το οποίο από εκεί διέφυγε στην Αργεντίνα, στη Βραζιλία, κάπου στη Νότια Αμερική, ο Μέγκελε. Αυτός ο γιατρός ο δολοφόνος που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που έκανε τα πειράματα. Ρε γαμώτο, λέω, για δες. Και της λέω ότι το 1960-61 είχα πάρει το περιοδεύον. Το ’60, όχι το ’61. Το ’60. Μπορεί να ‘τανε και το ’61 δεν θυμάμαι. Ή το ’60 ή το ’61. Ήμουνα κυβερνήτης σε αυτό το ναρκαλιευτικό που είχε βγάλει τη ναρκαλία και το χρησιμοποιούσαν περιπολικό. Δηλαδή αυτό ήτανε στο παλατάκι και συνόδευε τα ρωσικά, τα ‘πιανε από τις φλέβες να μπούνε μέσα κι όταν ξεφορτώνανε ή φορτώνανε στον Πειραιά, πάλι τα συνοδεύαμε μέχρι τις φλέβες. Για να μην το σκάσει κανένας. Αυτός ήτανε ο κανονισμός. Ήτανε τότε που φεύγανε από τη σοβιετική ένωση οι άνθρωποι και το σκάγανε. Ε, αυτό λοιπόν. Είχα πάρει το συμβούλιο επιλογής, το ΣΕΟ το λένε. Συμβούλιο επιλογής οπλιτών. Εμείς το λέμε στα νησιά περιοδεύον. Γιατί αυτό… Είχα πέντε αξιωματικούς, έναν γιατρό… Κι ο γιατρός μαζί, πέντε ήτανε. Του στρατού, της αεροπορίας, και του ναυτικού. Ένας γιατρός και κάποιος άλλος. Δεν θυμάμαι. Του λιμενικού δεν είχαμε, όχι. Πέντε ήτανε πάντως οι αξιωματικοί κι εφτά φαντάροι. Αρχίσαμε όλα τα νησιά. Ξεκινήσαμε από Τζια, Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, Αμοργό, Ανάφη, Σαντορίνη, μέχρι τη Ρόδο. Και μάλιστα έλειπε κι ο ύπαρχος που είχα. Είχε πάει να δώσει εξετάσεις, ήταν του [01:10:00]εμπορικού ναυτικού. Και είχα μέσα καμπίνες κι είχα κρατήσει τον γιατρό, ο οποίος είχε κλινική στο Green Park. Σε μια κλινική εκεί απέναντι, στρατιωτικός γιατρός. Τον γιατρό και τον ταγματάρχη. Α, ήταν ταγματάρχης και λοχαγός. Τώρα το θυμήθηκα. Ταγματάρχης λεγόταν Μανιάτης κι ήταν απ’ το Μαρούσι. Ο ταγματάρχης. Τον γιατρό δεν τον θυμάμαι. Η γυναίκα του ήταν ελληνοαμερικάνα. Δηλαδή, Ελληνίδα της Αμερικής. Και ήταν από τη Σίφνο. Και όταν ήμουνα… Σε κάθε λιμάνι που πηγαίναμε, σε κάθε νησί, όλοι θέλανε να πάνε ναυτικό. Του ναυτικού ο αξιωματικός μου λέει: «Έχω κάτι υποχρεώσεις. Δεν θα έρθω μαζί σας. Κάνε εσύ ότι είσαι ο αξιωματικός του ναυτικού κι όποιον θες -μου λέει- βάζε τον στο ναυτικό». Λέω: «Εντάξει. Φεύγα -του λέω- και θα αναλάβω εγώ». Στην Πάρο ήρθε. Όλα τα άλλα τα νησιά τα περνούσα ότι εγώ ήμουνα ο αντιπρόσωπος του ναυτικού κι ερχόντουσαν και πιάνανε εμένα. Θέλαν όλοι στο ναυτικό να πάνε γιατί στο ναυτικό περνάνε καλύτερα. Οι νησιώτες ειδικά θέλαν όλοι ναυτικό. Στον Μέριχα, εδώ στη Κύθνο, αφού φάγαμε και αστακούς -φέρνανε αστακούς για να βάλουμε τα παιδιά στο ναυτικό- εδώ τους έβαλα όλου στο ναυτικό. Δεν έμεινε κανένας για το πεζικό. Αλλά φάγαμε αστακούς αρκετούς. Το απόγευμα λοιπόν, έρχεται ένας και μου λέει: «Μπορείς να μας κάνεις μια εξυπηρέτηση;». Ήταν ένα κότερο στον μόλο. «Μπορείς να μας κάνεις…», του λέω: «Τι θες;». Μου λέει: «Επειδή εσύ έχεις μπίγα, μπορείς να μας σηκώσεις το άλμπουρο;». Ήτανε το άλμπουρο κατεβασμένο. Ξέρεις, τα κότερα έχουνε μεγάλα άλμπουρα. Ψηλό άλμπουρο, για να έχουνε πανί. Γιατί ταξιδεύουν… Ιστιοπλοϊκά είναι αυτά, ταξιδεύουν με το πανί. Με βάση το πανί κι όχι την μηχανή. Η μηχανή θεωρείται βοηθητική. Λέω: «Εντάξει». Λέω του λοστρόμου… Του ναύκληρου - γιατί στο πολεμικό ναυτικό λέγεται ναύκληρος ο λοστρόμος- του λέω: «Έλα ρε να σηκώσουμε το άλμπουρο αυτουνού». Πιάνουμε πραγματικά, τάκα-τάκα, με τη μπίγα, το τραβήξαμε απάνω, το στερεώσανε, μας ευχαρίστησαν και μας έστειλαν μια κάσα μπύρες Φιξ μέσα. Ε, δεν ήταν εύκολα τα χρόνια, μια κάσα μπύρες, ήταν ωραίο για το πλήρωμα. Είχα πόσους μέσα -δεν θυμάμαι- πόσους είχα, 20-22 είχα. Το βράδυ είχανε βάλει τράτα στο Μέριχα. Καλάρανε… Δεν ήταν τράτα, ήταν γρύπος αυτός, για να πιάσουνε μαριδάκι. Το οποίο απαγορεύεται ο γρύπος. Λοιπόν, του λέω… Είχα μηχανικό έναν… Μια μαφία, του εμπορικού ήτανε. Μηχανικός. Του λέω: «Ρε συ, αυτοί καλάρανε κι απαγορεύεται». Μου λέει: «Εντάξει. Δώσε μου -λέει- το πηλήκιό σου, δώσε μου και το μπουφάν σου να πάω έξω». Βάζει το πηλήκιο, βάζει και το μπουφάν, παίρνει και κάνα δυο άλλους με τις στολές, πάνε έξω, του βάζει χέρι. Γυρίζει με ένα μπουγέλο μαρίδα. Ανοίγουνε τη στόφα, την κουζίνα κι αρχίζουνε να τηγανίζουνε το μαριδάκι, να πίνουμε τις μπύρες. Μέχρι το πρωί πήγε, γιατί πήραμε κι άλλες μπύρες. Δεν φτάσανε αυτές. Μέχρι το πρωί πήγε. Όταν λοιπόν είδα στην Αμερική το κότερο στο Μέριχα, της λέω: «Ρε Μαντώ, εγώ του ανέβασα το άλμπουρο αυτουνού, να φύγει». Πού να ξέρω εγώ ότι αυτό ήτανε… Ότι περιμένανε τον Μέγκελε. Ήτανε Γερμανοί και τον περιμένανε να φύγει.
Και αυτός τι δουλειά είχε εκεί;
Ε, ήταν το κότερο εκεί. Περίμενε πότε θα βρει ευκαιρία κι από που να το σκάσει, να πάρουν το κότερο να πάνε Αργεντίνα. Από ‘κει έφυγαν.
Ναι, ναι.
Τους παρακολουθούσαν οι Εβραίοι. Οι πράκτορες. Αλλά τους το ‘σκασε, έφυγε. Πώς τα φέρνει η ζωή, τι συμπτώσεις, ε;
Τρομερό.
Αυτά. Πες μου τίποτα άλλο.
Δεν ξέρω, αν θέλεις εσύ να αφηγηθείς κάτι άλλο. Εγώ θα σε ρώταγα αν υπάρχει κάποια στιγμή μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια που ένιωσες φόβο.
Όχι. Όχι, φόβο δεν ένιωσα. Εκτός απ’ αυτό το περιστατικό που δεν το είχα φορτώσει εγώ το βαπόρι να ξέρω πώς είναι φορτωμένο. Φοβόμουνα μην μετακινηθεί καμιά παλέτα… Δηλαδή φοβόμουνα τη μετακίνηση φορτίου. Αλλά φαίνεται ότι στη Βενεζουέλα είχαν κάνει καλεί στοιβασία και δεν μετακινήθηκε. Γιατί άμα μετακινηθεί…. Άμα σπάσουνε και μετακινηθούνε δυο παλέτες, θα ‘ρθεις τούμπα. Αυτό ήταν το πρόβλημά μου. Αν το ‘χα φορτώσει εγώ, να ξέρω πώς το ‘χω φορτώσει, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημά μου ήταν ότι δεν το είχα φορτώσει εγώ. Η αγωνία μου δηλαδή. Αλλά όχι φόβος. Γιατί αν αισθανθεί ο καπετάνιος φόβο, ε, τότε τι… Ή θα το πετάξει έξω ή θα κάνει ζημιά ή χίλια δυο. Φουρτούνες; Άπειρες! Άπειρες φουρτούνες. Όχι μία και δύο. Τεράστια κύματα. Να βλέπεις το βαπόρι να χάνεται. Να βλέπεις το κύμα να είναι από πάνω, να περνάει τα άλμπουρα.
Και τι σου έδινε τόση σιγουριά;
Η πείρα μου. Δεν μπαίνεις ξαφνικά μέσα σε ένα βαπόρι. Δεν μπαίνεις ξαφνικά μέσα σε μια φουρτούνα. Αυτά σιγά-σιγά. Ίσως κι ο χαρακτήρας μου. Είμαι ψύχραιμος. Δεν χάνω ποτέ την ψυχραιμία μου σε σοβαρά… Μπορεί να χάσω την ψυχραιμία μου και να λογομαχήσω, να τσακωθώ. Αλλά την ψυχραιμία μου σε σοβαρά θέματα δεν την έχω χάσει ποτέ μέχρι τώρα. Ακόμα και στην ηλικία που είμαι τώρα που το νευρικό σύστημα δεν είναι το ίδιο με του σαραντάρη και του πενηντάρη και του τριαντάρη. Δεν την χάνω την ψυχραιμία μου. Την χάνω την ψυχραιμία μου σε επιπόλαια θέματα. Αλλά σε σοβαρά πάντα νομίζω ότι αποφασίζω θετικά. Γιατί έχω μάθει να παίρνω αποφάσεις μόνος μου. Όταν πήγα μια φορά να αλλάξω εταιρία, ο αρχικαπετάνιος της εταιρίας που δούλευα, που είχε φύγει κι είχε πάει σε άλλη, είπε στον ιδιοκτήτη: «Αυτός είναι καπετάνιος. Βαλ’ τον και ξέχνα ότι έχεις βαπόρι». Έτσι ήταν τα παλιά χρόνια. Ο καπετάνιος έπρεπε να παίρνει αποφάσεις γιατί δεν είχε επαφή με το γραφείο. Μέχρι να στείλεις το τηλεγράφημα ή μέχρι να πιάσεις τηλέφωνο, πάει η μέρα έφυγε. Και μετά, απ’ το γραφείο τι να σου πουν τότε; Τώρα είναι αλλιώς, τώρα τα γραφεία είναι επανδρωμένα με καπεταναίους, αρχιμηχανικούς πολλούς. Οι οποίοι παίρνουν αποφάσεις συνέχεια για τον καπετάνιο που ταξιδεύει. Έχει αλλάξει το σύστημα εργασία στα βαπόρια. Όσον αφορά τον καπετάνιο. Τώρα είσαι υποχρεωμένος, το παραμικρό που θα κάνεις, να έρθεις σε συνεννόηση με το γραφείο. Τότε δεν υπήρχε. Εφόρτωνες, έστελνες ένα τηλεγράφημα: «Φόρτωσα τόσο φορτίο, τόσα καύσιμα έχω, φτάνω την τάδε του μηνός». Μπορεί να ήταν μετά από 40 μέρες. Ενδιάμεσα, έστελνες ένα τηλεγράφημα στο γραφείο κάθε 10 μέρες. Αν άλλαζε η ημερομηνία άφιξης: «Φτάνουμε τότε». Αν ξανά άλλαζε: «Φτάνουμε τότε». Τίποτα άλλο. Όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο καπετάνιος .
Κι ήσουνα εσύ και το πλοίο σου στο ωκεανό.
Μπράβο. Ακριβώς. Εγώ απέκτησα μεγάλη πείρα, όταν ήμουνα υποπλοίαρχος κι είχα καπετάνιο ένα Γκούμα. Απόστολος Γκούμας. Αυτός ήταν παντρεμένος στην Αγγλία. Αυτοί οι Γκουμέοι ήτανε και εφοπλιστές. Ήτανε αριστοκράτης και με το που φτάναμε στο λιμάνι, έφευγε, πήγαινε στο ξενοδοχείο και μου έλεγε: «Μιλτιάδη, εσύ τώρα είσαι ο καπετάνιος». Κι ερχότανε μαζί με τον πιλότο. Όλες οι άλλες οι διεκπεραιώσεις του βαποριού, μα 10 μέρες μέναμε, μα 20 μέρες, τις είχα αναλάβει εγώ. Αυτό μου έδωσε μεγάλη ώθηση, αυτοπεποίθηση, πείρα. Γιατί έλυνα μόνος μου τα προβλήματα. Ούτε τηλέφωνο μου άφηνε. «Αν θες -μου λέει- κάτι, θα πάρεις τον ατζέντη». Ο ατζέντης ήξερε σε ποιο ξενοδοχείο [01:20:00]ήτανε, εγώ δεν ήξερα. Κατάλαβες; Δεν γίνεσαι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Μετά, καπεταναίοι δεν είναι όλοι ικανοί. Γιατροί δεν είναι όλοι ικανοί. Μαθηματικοί, καθηγητές, δεν είναι όλοι τα ίδια. Υπάρχουνε άνθρωποι που τα καταφέρνουν, άνθρωποι που τα κουτσοβολεύουν, άλλος έχει τη μόρφωση, άλλος τη γνώση, άλλος την πονηριά, άλλος την πείρα. Πάντως πάνω-κάτω όλοι τα καταφέρνουν. Κι ο καθηγητής θα τελειώσει τη θητεία έστω αν βγάλει και 5-6 στούρνους κι γιατρός θα τελειώσει τη θητεία του έστω αν έχει στείλει 5-6 κι ο καπετάνιος θα βγάλει τη θητεία του έστω αν έχει ρίξει έξω κάνα βαπόρι. Δεν είναι τα ίδια. Εγώ ευτυχώς δεν είχα ποτέ τέτοια προβλήματα, τέτοια ατυχήματα. Ευτυχώς. Είναι και θέμα τύχης ε; Μετράει και η τύχη. Μετράει κι αυτή. Μετράει κι αυτή. Έχω κάνει και σε κρουαζιερόπλοια. Στο Αθήναι του Τυπάλδου και στο Ακρόπολις.
Αυτό πριν… Περίπου πότε;
Όταν ήμουν υποπλοίαρχος, με το δίπλωμα του ανθυποπλοιάρχου. Για να δώσωεξετάσεις να πάρω του υποπλοιάρχου ήθελα να φύγω έξω μακριά και πήγα σ’ αυτά τα δύο κρουαζιερόπλοια. Και πέρασα ωραία. Ζωή χαρισάμενη, αλλά από λεφτά δεν έμενε μία. Μία. Λοιπόν μου λέει η Μαντώ: «Γιατί δεν κάθισες στα κρουαζιερόπλοια;». Να κάνω τι; Ούτε οικογένεια θα έκανα, γιατί όλο γκόμενες ήμασταν. Όλο ποτά ήμασταν στο μπαρ. Κι όταν φτάναμε στο λιμάνι, στη Χάιφα, στη Λεμεσό, στον Πειραιά, στη Βενετία, βγάζαμε τα κορίτσια έξω. Είναι η μοναδική φορά που έραψα τέσσερα κοστούμια μαζεμένα. Τι να κάνω στα κρουαζιερόπλοια; Θυμάμαι μια φορά -αυτό είναι καλαμπούρι τώρα, ε;- φτάσαμε μια φορά στον Πειραιά κι ο ασυρματιστής, γιατί είχαμε τρεις ασυρματιστές, γιατί ήτανε συνεχής βάρδια, ανά 8 ώρες, ήταν τρεις οι ασυρματιστές. Ο ένας ήταν παντρεμένος. Και είχε πολύ συμπαθητική γυναίκα και πολύ όμορφη. Κι είχε πάει με μια τουρίστρια κι είχε κολλήσει γυναικείο… Αφροδίσιο νόσημα. Ελαφρύ, ελαφρύ. Αλλά δεν ήθελε να πάει με τη γυναίκα του. Ήρθε η γυναίκα του μέσα, τον περίμενε στο δωμάτιο, αυτός ήταν απάνω στο ραντάρ. Στη κεραία του ραντάρ απάνω. «Ρε συ -του λέω- η γυναίκα σου είναι κάτω». «Καλά, πες της θα κατέβω. Όταν τελειώσω». Ήρθε σούρουπο, αυτός απάνω. Με ξαναστέλνει η γυναίκα του. Γιατί ήμασταν έτσι… Είχαμε μια οικειότητα. Κατεβαίνει από τη… Όταν λέμε… Στο άλμπουρο. Η κεραία του ραντάρ τότε ήτανε ψηλά. Αυτό που γυρίζει. Κι ήταν απάνω στο άλμπουρο. «Ρε συ -του λέω- σε περιμένει η γυναίκα σου κάτω». «Δεν μπορώ -μου λέει- να πάω», «Γιατί;» Έτσι κι έτσι μου λέει. Πω! Κατεβαίνω κάτω: «Ας τονε, έχει κατασκοτωθεί, τον βλέπω όλο το βράδυ να πολεμάει για να φτιάξει το ραντάρ γιατί αλλιώς δεν θα φύγουμε». Και η γυναίκα σηκώθηκε κι έφυγε. Λοιπόν, που λες στα κρουαζιερόπλοια τι να πάω να κάνω; Ήμουνα νέος τότε. Να ‘μουνα -ξέρω ‘γω- μεγάλος εντάξει. Έχεις άλλη… Τα βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Άμα είσαι τώρα 25-26 χρονών… Περπατάς στο κατάστρωμα με τη στολή και σε βλέπουνε όλοι… Όλα τα κορίτσια σε κοιτάνε σαν… Έτοιμες να μουντάρουνε. Έ, τι θα κάνεις; Μια φορά σε αυτό το κρουαζιερόπλοιο… Τώρα κι αυτά γράφονται; Όχι δεν τα λέω.
Ό,τι θέλεις. Δεν…
Δεν το λέω.
Ωραία, άμα δεν θέλεις να το πεις αυτό, θέλεις να μου πεις, πριν κλείσουμε, να μου περιγράψεις μία μέρα σου ως καπετάνιος στο πλοίο, τι έκανες;
Α, μια συνηθισμένη μέρα στο πέλαγος;
Μια συνηθισμένη ναι.
Στο πέλαγος;
Ναι,
Ωραία.
Είπαμε για περιστατικά.
Ωραία, στο πέλαγος. Το πρωί ξυπνάω. Θα πιώ δύο καφεδάκια -τότε κάπνιζα- δύο καφέδες με 3-4 τσιγάρα. Καφεδάκια ελληνικά, όχι αμερικάνικα. Ελληνικό καφέ. Τα φέρνει ή ο καμαρότος απάνω ή το καμαροτάκι, ανάλογα ποιος είναι ελεύθερος και δεν έχει δουλειά. Χτυπάω το κουδούνι, καταλαβαίνουνε ότι είμαι εγώ, ή αν έχει τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο… Αλλά συνήθως χτύπαγα το κουδούνι κάτω στη ρεσπέτζα που είναι δίπλα στο μαγειρείο και καταλαβαίνουν ότι ξύπνησα. Τώρα, τι ώρα ξυπνάω; Μπορεί να είναι 7:00, μπορεί να είναι 7:30, μπορεί να είναι 8:00 αλλά πάντα πριν τις 8:00. Στις 8:00 έχω ξυπνήσει. Εκτός αν είμαι από ξενύχτι, από αναχώρηση. Μπορεί να έχω ποτάμι και να… Άμα φεύγεις απ’ τη Νέα Ορλεάνη είσαι σχεδόν μια… 12 ώρες και στη γέφυρα. Εκεί τα βαπόρια δεν έχει ωράριο. Μπορεί να φύγεις στις 3:00 τα ξημερώματα, μπορεί στις 2:00, μπορεί στις 5:00. Ή μπορεί να φτάσει τα μεσάνυχτα, μπορεί να φτάσει στις 2:00… Αυτά δεν υπάρχει… Ούτε αν έχει φουρτούνα έξω δεν φεύγω, αυτά δεν υπάρχουνε. Το ωράριο είναι συνεχές. Και ο καπετάνιος και το πλήρωμα είναι 24 ώρες το εικοσιτετράωρο στο πόδι. Έρχεται ο στοιβαδόρος την ώρα που τρως, στις 12:00 η ώρα, στη 1:00, είσαι υποχρεωμένος να αφήσεις το φαΐ και να κάνεις τη δουλειά σου. Έρχεται ο επιθεωρητής, έρχεται ο πράκτορας, έρχονται οι αρχές, είτε τρως είτε δεν τρως είσαι… Είσαι διαθέσιμος 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Ξυπνάω λοιπόν το πρωί, δύο καφέδες. Μετά πιάνω την γραφική υπηρεσία. Τι δουλειές έχω να κάνω την ημέρα; Έχω τηλεγράφημα να στείλω; Ήρθε κανένα τηλεγράφημα; Μέχρι τις… Θα πάει έτσι η ώρα μέχρι τις 12:00. Στις 12:00 είναι το φαγητό. Α, 10:00 η ώρα είναι το coffee time το λεγόμενο. Είτε θα κατέβω κάτω να κάνω καφέ με τους αξιωματικούς… Συνήθως κατέβαινα στο καπνιστήριο. Το καπνιστήριο είναι ο καφές. Κατέβαινα 10:00 με 10:20. 10:20 γύριζα απάνω και μετά διάφορες δουλειές γραφικής υπηρεσίας. Στις 12:00 η ώρα είναι το φαγητό. 12:00 με 1:00. Συνήθως κατεβαίναμε 12:00, 12:05, 12:10 όλοι μαζί να φάμε για να τελειώσουν και τα καμαροτάκια και ο μάγειρας και ο καμαρότος. Στη 1:00 η ώρα να τα έχουνε μαζέψει. Στη 1:00 μέχρι τις 3:00 ξεκούραση. Για το προσωπικό που δουλεύει όλη την ημέρα. Όχι για τις βάρδιες. Για το προσωπικό που δουλεύει όλη την ημέρα. Το προσωπικό που δουλεύει όλη την ημέρα είναι: Μάγειρας, καμαρότος, καμαροτάκια, καπετάνιος πρώτος, ασυρματιστής. Αυτοί είναι όλοι την ημέρα. Οι υπόλοιποι είναι με βάρδιες. Από τη 1:00 μέχρι τις 3:00 ξεκούραση. Το υπόλοιπο προσωπικό δουλεύει. 3:00 με 3:20 είναι ο καφές. Εγώ συνήθως… Απ’ τη 1:00 μέχρι τις 3:00 καμιά φορά ξάπλωνα, ήμουνα στο γραφείο ή ανέβαινα πάνω στη γέφυρα. Α, το μεσημέρι γίνεται το μάθημα -που λέμε- της ημέρας. Δηλαδή το μεσημέρι βγάζουμε τη θέση του βαποριού. Πού βρίσκεται το βαπόρι. Πολλές φορές, ανέβαινα κι εγώ. Αν δεν είχα εμπιστοσύνη στον ανθυποπλοίαρχο και έπαιρνα με τον εξάντα μία διόπτευση για να το τσεκάρω το μεσημέρι. Το μεσημέρι στις 12:00 η ώρα, συνήθως εκεί πέρα 12 και, 12 παρά, είναι το πραγματικό μεσημέρι του ήλιου. Που ο ήλιος σταματάει εκείνη την ώρα κι αρχίζει την αντίθετη κλίση του. Εκείνη την ώρα που σταματάει, παίρνουμε το πλάτος του ήλιου. Και με τις ευθείες που έχουμε βγάλει στις 9:00, [01:30:00]στις 10:00, στις 11:00 βγάζουμε τη θέση του πλοίου. Κι αφού την βγάλουμε τη θέση του πλοίου, δίνουμε στον πρώτο μηχανικό τη θέση μας κι εκείνος μας δίνει μετά τα καύσιμα. Πόσα έχουμε, τα γράφουμε στο ημερολόγιο. Η κάθε βάρδια γράφει το ημερολόγιο. Και το μεσημέρι γράφουμε το στίγμα της θέσης του πλοίου στο ημερολόγιο. Άλλο ημερολόγιο η γέφυρα, άλλο ο ασύρματος, άλλο η μηχανή. Ο καθένας κρατάει ημερολόγιο. Το μεσημέρι λοιπόν αφού βγάλουμε τη θέση του πλοίου, στην οποία συμμετέχει και ο καπετάνιος, κατεβαίνουμε στην τραπεζαρία των αξιωματικών, τρώμε. Μετά είτε θα ανέβω στη γέφυρα, είτε θα κάτσω κάτω στο γραφείο για δουλειά. Στις 3:00 με 3:20 είναι το δεύτερο coffee time, ώρα καφέ. Στις 5:00 είναι το βραδινό φαγητό. 5:00 με 6:00. Πολλές φορές, όταν είναι καλός ο καιρός, στις 3:00 η ώρα κατεβαίνω κάτω και κάνω μια επιθεώρηση σε όλο το καράβι. Περνάω από τραπεζαρίες, περνάω από μαγειρείο, περνάω στο κατάστρωμα που συνήθως δουλεύει ο κόσμος, για να δω τι δουλειές έχουνε κάνει και να ρίξω μια ματιά χωρίς να τους ενοχλώ. Στις 5:00 η ώρα είναι το φαγητό. Καθόμαστε λίγο μετά τις 6:00 στο καπνιστήριο, να περάσει λίγο η ώρα. Μετά ανεβαίνω στη γέφυρα και με τον υποπλοίαρχο συνεννοούμεθα τι δουλειές… Γιατί στις εργασίες υπεύθυνος και προϊστάμενος είναι ο υποπλοίαρχος. Στις εργασίες του καταστρώματος, όχι της μηχανής. Η μηχανή έχει άλλο κουμάντο. Είναι του μηχανικού με τον δεύτερο μηχανικό που κανονίζουν τις δουλειές τους. Στο κατάστρωμα είναι ο καπετάνιος με τον υποπλοίαρχο αλλά ο υποπλοίαρχος είναι αυτός που δίνει τι δουλειές θα κάνουνε στον λοστρόμο κι εκείνος παίρνει τους ναύτες και κάνουνε τις δουλειές συντήρησης. Συζητάμε τι δουλειές θα κάνουν και μετά κατεβαίνω κάτω… Είτε θα κατέβω κάτω να παίξουμε κάνα χαρτάκι, κανένα τάβλι, να κουβεντιάσουμε στο καπνιστήριο ή θα ανέβω πάνω να κάνω παρέα στον ανθυποπλοίαρχο στη γέφυρα. 8:00-12:00. Μέχρι τις 12:00 η ώρα συνήθως καθόμουνα είτε στη γέφυρα είτε κάτω. Τις καλές μέρες κι όταν δεν είχα δουλειά και βαριόμουνα κατέβαινα και δούλευα με τους ναύτες μαζί.
Τι έκανες;
Δουλειά. Ματσακόνι, βάψιμο. Ό,τι κάνανε οι ναύτες. Την ίδια δουλειά. Αφού πολλές φορές μου λέγανε: «Καπετάνιε, δεν φεύγεις να πας να κάνεις κάνα καφέ. Δεν βαρέθηκες;» Γιατί εγώ δούλευα γρήγορα. Και τώρα ακόμη δεν σταματώ. Να, έχω βάψει τα παντζούρια, τα επισκεύασα. Είτε με τον κήπο θα ασχολούμαι, είτε θα σκάβω, είτε θα κλαδεύω, είτε θα βάφω, είτε θα ψαρεύω με τη βάρκα… Δεν κάθομαι. Είμαι 86 χρονών και δεν κάθομαι. Και μπορώ και κάνω όλες τις δουλειές. Είμαι λίγο απ’ όλα. Λίγο ηλεκτρολόγος, λίγο μπογιατζής, λίγο υδραυλικός, λίγο κηπουρός… Μόνο μελισσοκόμος δεν είμαι γιατί είμαι αλλεργικός στη μέλισσα. Αυτό δεν είμαι. Όλα τα άλλα μπορώ να τα κάνω. Δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου. Καλά μου πήγαν όλα. Ευνοϊκά ήταν όλα. Κάναμε δύο κόρες, η Μαντώ με βοήθησε στη δουλειά, δουλέψαμε μαζί, γυρίσαμε τον κόσμο μαζί, 24 ώρες το 24ωρο μαζί, που δύσκολα ζευγάρια κάνουν 24 ώρες το 24ωρο μαζί. Αλλά και στα βαπόρια ήμασταν συνέχεια μαζί κι όταν ξεμπαρκάριζα ήμασταν συνέχεια μαζί και τώρα είμαστε συνέχεια μαζί. Με τον κορονοϊό, με την καραντίνα, εμείς μείναμε εδώ ενάμιση σχεδόν χρόνο οι δυο μας, εδώ σ’ αυτό το σπίτι, το καλοκαιρινό. Δεν πήγαμε Αθήνα. Ξέρεις τι είπαμε; «Άλλο ένα μπάρκο. Ενάμιση χρόνο». Και περάσαμε περίφημα. Δεν καταλάβαμε ούτε καραντίνα, ούτε κορονοϊό, ούτε τίποτα. Γιατί όσο πιο λίγα θέλεις, τόσο πιο ευχαριστημένος είσαι Κωστή. Όσο πιο πολλά θέλεις, τόσο πιο ανικανοποίητος είσαι. Πολλοί μου λένε: «Μα καλά, όλοι οι καπεταναίοι γίνανε εφοπλιστές». Εγώ δεν ήθελα. Δεν ήτανε οι βλέψεις μου. Εγώ ήθελα να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος όταν πάρω σύνταξη και να πάρω σύνταξη όσο γίνεται πιο γρήγορα. Κι έτσι κι έγινε. 49 χρονών είχα ήδη συμπληρώσει την υπηρεσία για σύνταξη. Και το βαπόρι που πήγα 49 χρονών ήταν στο ΝΑΤ, δεν ήταν ελληνική σημαία… Όχι, ήταν ανασφάλιστο. Κι εγώ επήρα όλο τον μισθό γιατί δεν είχα ανάγκη να πληρώσω τα απομαχικά μου. Δηλαδή το μέρος που θα’ παιρνα σύνταξη. Γιατί είχα συμπληρώσει. Ήμουνα ανεξάρτητος. Αλλά ήρθε η κρίση, μας κόψανε τη σύνταξη, μας κόψανε τα δώρα, παίρνουμε τα μισά λεφτά απ’ ό,τι παίρναμε και έγινα εξαρτώμενος. Κι όχι ανεξάρτητος οικονομικά. Κατάλαβες Κωσταντή; Δούλεψα μια ζωή στα βαπόρια, έφερα του κόσμου το συνάλλαγμα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μου κόψουνε τη σύνταξη για να μπορώ ίσα-ίσα να ζω. Όχι να ευχαριστιέμαι τη ζωή. Να δυσκολεύομαι. Γιατί είχα μάθει σ’ έναν τρόπο ζωής αξιοπρεπή. Δεν μπορώ να τον αλλάξω στα 86 μου χρόνια. Μου τον άλλαξαν όμως αυτοί. Αυτοί, οι κυβερνώντες, που μας έχουνε ξεφτιλίσει. Είδες πώς έγινε η Κίνα! Εκείνη η Κορέα; Που όταν πήγαινα στην Κορέα κι έμπαινα σε μπαρ δεν έβλεπες τόσα κορίτσια ούτε σε παρθεναγωγείο! Και πήγα μετά από… πέντε χρόνια; Δέκα χρόνια; Και δεν πίστευα στα μάτια μου την εξέλιξη του Πουσάν! Της Νότιας Κορέας. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δεν είχανε λιμάνι και ξεφορτώναμε σε τσαμαδούρες κι όταν πήγα ξεφορτώσαμε σε δύο μέρες. Βαπόρι 35.000 τόνων. Δεν το πίστευα. Λέω: «Αυτή είναι η Κορέα; Δεν είναι δυνατόν». Κι έρχομαι εδώ στην Ελλάδα που αντί να πηγαίνουμε μπροστά πάμε πίσω. Τι έχει πάει μπροστά στην Ελλάδα, πες μου. Η υγεία; Η παιδεία; Η ασφάλεια; Η ευημερία; Όλα πίσω πάνε. Είναι κράτος αυτό; Θα κάνουνε λέει οι Τούρκοι ντου. Δεν πα να κάνουνε! Ποιος θα πάει να πολεμήσει γι’ αυτή τη χώρα; Εγώ αν ήμουνα νέος δεν θα πήγαινα. Θα σηκωνόμουνα να ‘φευγα. Για ποιον;
Εντάξει-
Πήγαμε απ’ το’ να θέμα στο άλλο αλλά αυτή είναι η πραγματικότις Κωσταντή-
Είναι, είναι, σίγουρα. Ας μην το πάμε στο πολιτικό όμως τώρα.
Δεν είναι πολιτικό, είναι εθνικό-
Ναι-
Όταν βλέπεις τ’ άλλα κράτη να προοδεύουν κι εμείς να πηγαίνουμε πίσω δεν είναι πολιτικό. Όποιος και να’ ναι. Όποιος και να’ ναι. Εγώ αυτό βλέπω, ότι η Ελλάδα αντί να πηγαίνει μπροστά πηγαίνει πίσω. Δηλαδή τι, πήγε μπροστά επειδή έκανε την Αττική οδό; Αυτό είναι το μπροστά; Αυτό είναι το μπροστά; Ήμουνα στο Τορόντο του Καναδά το… πότε ήτανε; ‘75, δεν θυμάμαι, και ήρθα στην Ελλάδα γιατί είχα κύστη του κόκκυγος κι έπρεπε να κάνω εγχείρηση. Δεύτερη φορά, την πρώτη την έκανα στη Νέα Ορλεάνη. Όταν ήμουνα 19 χρονών. Και όταν ξεμπαρκάρισα απ’ το Τορόντο του Καναδά και ήρθα στην Αθήνα νόμισα ότι έμπαινα σε χωριό. Όταν είδα… Με τους τεράστιους δρόμους εκεί. Την τεράστια χώρα. Κι ήρθα στην Αθήνα, λέω «εδώ είμαστε χωριό». Εντάξει, ήτανε ‘71. Δεν λέω να γίνουμε εμείς Τορόντο. Αλλά βρε παιδί μου… Λίγη αξιοπρέπεια να δώσουνε στον Έλληνα. Αντί να μας κόβουνε τις συντάξεις τα εύκολα θύματα τους συνταξιούχους, κάνε κάτι άλλο ρε παιδί μου. Κάνε κάτι άλλο. Ο άλλος πέθανε έξω απ’ το νοσοκομείο χθες. Πριν δυο μέρες πέρασε ένα ιστιοπλοϊκό με έναν γιατρό Τσέχο, Έλληνας-Τσέχος και τη γυναίκα του. Θα σου πω την ιστορία τους. Αυτοί δουλέψανε… Αυτό το παιδί είναι γιατρός. Ο πατέρας του ήταν απ’ [01:40:00]τα παιδιά του παιδομαζώματος, είχε πάει… Αυτόν τον πήρανε στην Τσεχία, τον αδελφό του τον είχανε στην Τασκένδη. Και τα δύο παιδιά μεγαλώσανε έξω… Ήτανε αριστερών παιδιά. Οι γονείς τους σκοτώθηκαν, δεν ξέρω. Πέρασαν εχθές. Τους γνωρίζουμε 20 χρόνια. Ήτανε γιατροί στους Γιατρούς χωρίς σύνορα, εκεί γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν. Και αυτό το παιδί ήταν εδώ στην Ελλάδα με τη γυναίκα του, δούλεψαν στην Καβάλα σαν γιατροί. Αυτός είναι χειρουργός. Ήτανε διορισμένος από το ελληνικό κράτος Καβάλα, Θεσσαλονίκη, τελευταία ήταν στη Λήμνο. Κι η γυναίκα του, παθολόγος-ενδοκρινολόγος. Ξέρεις τι μας έλεγαν; Τώρα είναι στην Τσεχία, φύγανε και πήγαν στην Τσεχία. Ζουν στην Τσεχία. Ο πρώτος μισθός στο LDL στην Τσεχία είναι 1400 ευρώ. Το νοσοκομείο που δουλεύει είναι τεράστιο. Το οποίο είχε αρχίσει επί σοβιετικής ένωσης άλλα τέλειωσε αργότερα. Τεράστιο. Γίνεται… Δεν πληρώνεις μία στο νοσοκομείο. Γίνεται ανταγωνισμός στα νοσοκομεία, και στα τμήματα του νοσοκομείου, ποιος θα έχει τους περισσότερους πελάτες. Εάν ένα τμήμα ή ένα νοσοκομείο δεν έχει την ανάλογη κίνηση το κλείνουν. Και το αποτέλεσμα ξέρεις ποιο είναι; Ο γιατρός να παρακαλάει τον πελάτη να τον χειρουργήσει. Να τον πάρει αυτός να μην πάει σε άλλο νοσοκομείο. Εδώ πήγαινε να κλείσεις χειρουργείο στην Ελλάδα. Μετά από 6 μήνες θα σου πούνε. Λοιπόν τι είναι;
Ναι, ντάξει, τέλος πάντων.
Κοίταξε Κωσταντή μου, εγώ τα λέω αυτά γιατί έχω γυρίσει τον κόσμο. Έχω δει παντού ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έχω δει ασφάλεια, έχω δει παιδεία σε όλα τα κράτη. Γι’ αυτό τα λέω. Γιατί βλέπω τη διαφορά. Έχω πάει απ’ τα πιο φτωχά κράτη στα πιο πλούσια. Έχω πάει στο Μπαγκλαντές που με ένα δολάριο, ένα δολάριο, πήρα τετρακόσιους εργάτες για να ματσακονίσουν, δηλαδή να βγάλουν τη σκουριά από τις δεξαμενές… Τετρακόσιους εργάτες. Τους είχε ένας εργολάβος, τους έφερε μέσα με 1 ευρώ το άτομο. Και τους λέω… Με ένα δολάριο συγγνώμη. Με ένα δολάριο το άτομο. Και του λέω: «Πόσα δίνεις σ’ αυτούς;», «Τίποτα -μου λέει- μόνο φαγητό». και τους βγάζανε σηκωτούς, λιποθυμούσανε μέσα. Το μοναδικό κράτος. Ήτανε κι η Μαντώ μέσα. Οι εργάτες. Ξεφορτώναμε βοήθεια από την Αμερική, καλαμπόκι ή ρύζι -δεν θυμάμαι- ή καλαμπόκι ή ρύζι. Δεν θυμάμαι. Τα σκουπίδια, όταν ήμαστε στο λιμάνι, τα αποφάγια, τα οργανικά σκουπίδια και τα άλλα τα μαζεύουμε στην κουβέρτα. Τα υπολείμματα, άμα καθαρίζουμε τα μπάνια, τα μαζεύουμε στην κουβέρτα και όταν φεύγουμε τα πετάμε στη θάλασσα. Τα οργανικά, έχουμε μπουγέλα μεγάλα… Βαρέλια, όχι μπουγέλα. Βαρέλια, δεμένα στην πρύμνη κι εκεί μέσα ρίχνουμε τα αποφάγια. Και τα κονσερβοκούτια και τα αυτά. Τα αποφάγια. Δηλαδή, ο μάγειρας και τα καμαροτάκια, ότι περισσεύουν απ’ το φαΐ τα ρίχνουν εκεί. Οι εργάτες που δουλεύανε, όχι αυτούς που είχε αυτός, οι εργάτες που ξεφορτώνανε το βαπόρι, περνούσαν απ’ την πρύμνη κι ό,τιβρίσκανε το παίρνανε. Είτε ντενεκεδάκι είτε αποφάγια τα παίρνανε. Μια φορά, εκεί στο Μπαγκλαντές, ήταν σκύλοι από κάτω. Κάτι σκυλιά αδέσποτα μεγάλα. Και το πλήρωμα τους πετούσε κόκαλα. Δεν προλαβαίναν τα σκυλιά, τα παίρναν οι άνθρωποι. Λοιπόν έχω δει χώρες και χώρες. Και μπορώ να συγκρίνω. Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει πάει μπροστά. Για τον λαό. Μπορεί να έχει τεχνολογία, μπορεί να έχει. Μπορεί να έχει φτιάξει 5 δρόμους, μπορεί. Αλλά ο λαός δεν έχει πάει μπροστά στην ευημερία. Έχει πάει πίσω Κωσταντή. Στο λέω γιατί εγώ γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, ξέρω πώς ζούσαμε τον καιρό που όλοι είχαν δυσκολίες και πώς ζούσαν μετά που ήρθε κάποια ευημερία και πως ζουν τώρα. Η Ελλάδα πάει πίσω. Βήμα-βήμα πάει πίσω. Ο κόσμος ζορίζεται. Βγες έξω, κυκλοφόρησε και μίλησε σε έναν άνθρωπο. Θα σε φάει, θα σε μουντάρει. Όλοι στην τσίτα είναι. Μπες μέσα σε σουπερμάρκετ. Τσακώνονται, πλακώνονται. Γέροι, νέοι. Ε, αυτή είναι η πρόοδος; Αυτή είναι η εξέλιξη; Εγώ όταν ταξίδευα, στέλνανε περιοδικά όταν ήμουνα πρωτόμπαρκος και κάποιος έθιξε την Ελλάδα στα περιοδικά. Και πιάνω και γράφω ένα γράμμα υπέρ της Ελλάδας. «Εικόνες» ήτανε; Κι έλεγα: «Ποια χώρα είναι αυτή που σηκώνεται ο νέος να δώσει τη θέση του σε ηλικιωμένους; Ποια χώρα είναι αυτή που σηκώνεται ο Έλληνας να δώσει τη θέση του σε παπά, σε κληρικό;» και χίλια δυο άλλα τέτοια έλεγα. Και μετά λέω στον εαυτό μου: «Να! Κόπανε. Ποια χώρα είναι αυτή; Αυτή τη χώρα υποστηρίζεις; Τι σου ‘κανε εσένα;». Μου ‘κανε τίποτα εμένα αυτή η χώρα; Να πάω σε γιατρό πληρώνω, να πάω σε νοσοκομείο πληρώνω, να πάω το παιδί μου να μορφωθεί πληρώνω. Συνέχεια με το χέρι στην τσέπη είμαι. Συνέχεια. Τι μου ‘δωσε η χώρα αυτή; Εντάξει μου δίνει το καλοκαίρι. Αυτό το απολαμβάνω. Αυτή η φοβερή χώρα. Που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Μου λένε: «Ποια χώρα σ’ αρέσει;». «Η Ελλάδα» τους λέω. «Το λες επειδή είσαι Έλληνας». «Όχι, το λέω επειδή το αισθάνομαι, γιατί αυτή είναι η πραγματικότις». Είναι η ωραιότερη χώρα του κόσμου, ας πούμε μία απ’ τις ωραιότερες χώρες του κόσμου. Μ’ ένα θαυμάσιο κλίμα. Είμαι εδώ, μες τη θάλασσα κι έχει μηδέν υγρασία. Πού αλλού θα το βρεις; Έμπαινες στις Φιλιππίνες, γινόσουνα μούσκεμα. Έχω πάει και στα -πώς τα λένε- Σαμόα. Fiji Islands έχω πάει. Φοβερό κλίμα. Υγρασία! Να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Αυτά είναι. Τίποτα άλλο;
Όχι αυτά. Από μένα είμαστε καλά. Άμα θέλεις εσύ κάτι ακόμα να πεις πριν κλείσουμε.
Ε, δεν έχω τίποτα ρε Κωσταντή, στα ‘πα όλα. Τώρα να σου πω και για γκόμενες, όχι δεν γίνεται.
Όχι, δεν χρειάζεται, δεν χρειάζεται.
Δεν γίνεται.
Λοιπόν, τέλεια. Ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.
Περίληψη
Ο Μιλτιάδης Καλλιβρούσης, γεννημένος το 1936 στην Άνδρο, με το που τέλειωσε το σχολείο αποφάσισε να γίνει ναυτικός. Πρωτομπάρκαρε το 1955 ως δόκιμος ενώ από το 1966 έως το 1985 ταξίδεψε ανελλιπώς ως καπετάνιος. Αφηγείται τι εμπειρίες του από τα υπερπόντια ταξίδια του, περιστατικά τόσο από τη ζωή των ναυτικών στο πλοίο, όσο και στα λιμάνια, από κινδύνους που αντιμετώπισε και αντιξοότητες που χρειάστηκε να διαχειριστεί από την θέση του καπετάνιου. Μας μεταφέρει σε μια εποχή της ναυτιλίας πολύ διαφορετική από τη σημερινή, όταν ο καπετάνιος δεν είχε αρωγό τη σύγχρονη τεχνολογία κι έπρεπε, για παράδειγμα, να εντοπίζει τη θέση του πλοίου από τον ήλιο και τα αστέρια. Έχοντας ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, καταλήγει ασκώντας κριτική στη σύγχρονη Ελλάδα, η οποία τον έχει απογοητεύσει.
Αφηγητές/τριες
Μιλτιάδης Καλλιβρούσης
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος Κοκιασμένος
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/07/2022
Διάρκεια
108'
Περίληψη
Ο Μιλτιάδης Καλλιβρούσης, γεννημένος το 1936 στην Άνδρο, με το που τέλειωσε το σχολείο αποφάσισε να γίνει ναυτικός. Πρωτομπάρκαρε το 1955 ως δόκιμος ενώ από το 1966 έως το 1985 ταξίδεψε ανελλιπώς ως καπετάνιος. Αφηγείται τι εμπειρίες του από τα υπερπόντια ταξίδια του, περιστατικά τόσο από τη ζωή των ναυτικών στο πλοίο, όσο και στα λιμάνια, από κινδύνους που αντιμετώπισε και αντιξοότητες που χρειάστηκε να διαχειριστεί από την θέση του καπετάνιου. Μας μεταφέρει σε μια εποχή της ναυτιλίας πολύ διαφορετική από τη σημερινή, όταν ο καπετάνιος δεν είχε αρωγό τη σύγχρονη τεχνολογία κι έπρεπε, για παράδειγμα, να εντοπίζει τη θέση του πλοίου από τον ήλιο και τα αστέρια. Έχοντας ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, καταλήγει ασκώντας κριτική στη σύγχρονη Ελλάδα, η οποία τον έχει απογοητεύσει.
Αφηγητές/τριες
Μιλτιάδης Καλλιβρούσης
Ερευνητές/τριες
Κωνσταντίνος Κοκιασμένος
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/07/2022
Διάρκεια
108'