© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Καλαβρίας
Κωδικός Ιστορίας
10716
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δήμητρα Θλιβερού (Δ.Θ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/02/2022
Ερευνητής/τρια
Άννα Ασλάνογλου (Ά.Α.)
[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείς να μου πεις το όνομα σου;
Ονομάζομαι Θλιβερού Δήμητρα.
Είναι Παρασκευή, 4 Φεβρουαρίου του 2022, βρίσκομαι με την Δήμητρα στον Βόλο, εγώ ονομάζομαι Άννα Ασλάνογλου και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Θέλεις να μου πεις ορισμένα πράγματα για την ζωή σου;
Βεβαίως. Μεγάλωσα και γεννήθηκα στον Βόλο, εδώ πήγα σχολείο, εδώ έζησα όλα μου τα παιδικά χρόνια. Βασικά, όχι μόνο στον Βόλο, αλλά και στην Δράκεια Πηλίου, το οποίο είναι το χωριό μου. Από εκεί ήταν, είναι οι γονείς μου. Οπότε μοιραζόμουν μεταξύ Βόλου και Δράκειας, μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, μετά λόγω σχολικών υποχρεώσεων δεν πήγαινα τόσο συχνά στο χωριό, κάτι το οποίο με με πονά θα μπορούσα να πω και έπειτα έφυγα στα δεκαοκτώ μου χρόνια για την Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασα, στο τμήμα φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και μετά άρχισε ένα μεγάλο ταξίδι θα μπορούσα να πω, κάτι το οποίο δεν έχω ξεχάσει μέχρι και τώρα. Αναφέρομαι στην πρακτική την οποία έκανα, μέσω του προγράμματος erasmus. Αυτό που θα ήθελα να μοιραστώ είναι το βίωμα μου σε αυτή την πρακτική. Διότι πολλά παιδιά έχουν πάει με το πρόγραμμα erasmus σε πρακτικές, σε σπουδές, αλλά εγώ τουλάχιστον την πρακτική αυτή τη βίωσα πολύ διαφορετικά, διότι επέλεξα να φύγω για έναν τόπο που είναι άγνωστος σε πολλούς και πολλοί δεν επιλέγουν να ταξιδέψουν προς αυτό το μέρος, στην Καλαβρία. Η Καλαβρία βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, στη μύτη της μπότας που λέμε, όπου εκεί υπάρχουν ελληνόφωνοι πληθυσμοί, ελληνόφωνα χωριά. Σύμφωνα με την πλέον αποδεκτή θεωρία, είναι οι ελληνόφωνοι της Νοτίου Ιταλίας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τον 8ο αιώνα π.Χ., στον δεύτερο αποικισμό. Τώρα έχουν μείνει στην Απουλία εννιά χωριά και στην Καλαβρία που πήγα εγώ πέντε, που κατοικούνται από Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας, οι οποίοι μιλούν το δικό τους ελληνικό ιδίωμα, τα γκρεκάνικα. Ένας λόγος, λοιπόν, που επέλεξα να πάω ήταν διότι στο τρίτο έτος της σχολής μου εγώ πήρα την ειδίκευση της γλωσσολογίας, που μέχρι τότε δεν ήταν και πολύ επιλέξιμο να το πω έτσι από πολλούς φοιτητές. Εμένα δεν μου άρεσαν πολύ τα μεσαιωνικά, τα φιλολογικά τόσο πολύ μαθήματα, οπότε ήθελα να πάω σε έναν πιο επιστημονικό κλάδο και ουσιαστικά άρχισε να μου αρέσει αυτή η ειδίκευση, διότι κατάλαβα ότι υπάρχουν πάρα πολλά ιδιώματα, και ξένα και ελληνικά, τα οποία είναι άγνωστα. Έτσι μου δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον να τα εξερευνήσω. Ήταν πολύ δύσκολο. Αρχικά, να πω ότι στη σχολή μου, δεν υπήρχε πρακτική από το πανεπιστήμιο. Ενώ σε παιδαγωγικές σχολές, τα παιδιά πάνε και κάνουν πρακτική στα σχολεία, εμείς ως φιλόλογοι δεν είχαμε τη δυνατότητα να διδάξουμε. Οπότε δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου ότι θα αποφοιτήσω και δεν θα έχω κάνει στην πράξη αυτό το οποίο σπούδασα. Έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα και μετά από άλλους συμφοιτητές μου που πήγανε σε erasmus πρακτική, να το κυνηγήσω και εγώ. Θέλω να πω σε αυτό το σημείο το ότι ήτανε μία πολύ πολύ δύσκολη περίοδος της ζωής μου η αναζήτηση φορέα για την πρακτική μου. Είναι κάτι το οποίο οι φοιτητές πρέπει να το κάνουν μόνοι τους, αν δεν υπάρχουν αντίστοιχοι φορείς για τους τόπους που επιλέγεις. Εγώ επειδή θέλησα να πάω προς τη νότια Ιταλία, που είχα ακούσει από ανθρώπους και μέσα από έρευνα δική μου ότι υπάρχουν εκεί πέρα ελληνόφωνα χωριά και ένα κέντρο ελληνομάθειας, θέλησα να το κυνηγήσω προς εκείνη την περιοχή. Όταν άρχισα να ψάχνω, λοιπόν, επειδή αυτά τα άτομα που μένουν εκεί πέρα, θεωρούνται ξεχασμένοι, είναι οι ξεχασμένοι Έλληνες που λέμε, που έχουν λίγο περιθωριοποιηθεί και από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και από τους εκάστοτε φορείς εκεί πέρα, δεν μπορούσα να βρω εύκολα δίοδο για να πάω. Οπότε άρχισα να προβληματίζομαι και άρχισα να στεναχωριέμαι, γιατί έβλεπα ότι θέλω να κάνω πρακτική σε ένα μέρος το οποίο είναι άγνωστο και ξεχασμένο από τον Θεό και πέρασα πολλά βράδια κλαίγοντας, ψάχνοντας να βρω φορείς, να μιλήσω με ανθρώπους. Όταν το ανακοίνωσα στην οικογένειά μου, επειδή εγώ την πρακτική την έκανα αφού αποφοίτησα, δηλαδή είχα αρχίσει να κάνω αίτηση τρεις μήνες πριν αποφοιτήσω, είχες τη δυνατότητα τότε από το πανεπιστήμιο να κάνεις την πρακτική σου αφού έχεις αποφοιτήσει, όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι εγώ θέλω να πάω να κάνω πρακτική σε αυτό το μέρος, υπήρχε έτσι μία αποθάρρυνση, ας το πούμε. [00:05:00]Διότι μου λέγαν, θυμάμαι ακόμα και τώρα τη μαμά μου φοβισμένη να μου λέει: «Πού θα πας μόνη σου στο εξωτερικό; Σε έναν τόπο που δεν το γνωρίζουμε». Αν έχεις και λίγο γνώση για την Ιταλία, είναι γνωστό ότι η νότια Ιταλία δεν είναι το ίδιο με τη Βόρεια Ιταλία, υπάρχουν κίνδυνοι, είναι γνωστή και η μαφία της νότιας Ιταλίας. Οπότε μία κοπέλα μόνη της, για τα τότε δεδομένα, τώρα έχουν αλλάξει πολλά σε αυτό το κομμάτι, δεν ήταν και ό,τι πιο ευχάριστο για να ακούνε οι γονείς σου ότι θέλεις να φύγεις εκείνο το μέρος και πόσω μάλλον αν δεν έχεις βρει και κάποιον να σε περιμένει εκεί. Γιατί όπως ξαναείπα, δεν υπήρχανε φορείς, γνωστοί και δεν υπήρχε και πολύ συντονισμός από το πανεπιστήμιο. Τα έξοδα για να πας στην πρακτική σου, δεν σε χρηματοδοτούσε στο πανεπιστήμιο, οπότε έπρεπε να πάω και με δικά μου έξοδα, άλλο ένα μείον, που άρχισα να νιώθω ότι το όνειρό μου δεν θα πραγματοποιηθεί. Ήθελα πάρα πολύ να πάω σ' αυτό μέρος. Εν τέλει, τέλη του Μάη του '18, μετά από πάρα πολλά email και πάρα πολλά τηλέφωνα μέσα από γνωστούς, βρίσκω στο ίντερνετ ότι υπάρχει ένα κέντρο ελληνομάθειας, το Centrο Ελληνομάθεια Cultura Lingua, έτσι λεγόταν το κέντρο στην Καλαβρία και βρήκα μέσα από site στο ίντερνετ, ότι η υπεύθυνη του προγράμματος εκεί πέρα είναι μία Ελληνίδα, η κυρία Βασιλική Βούρδα, η οποία ζει μόνιμα στην Κάτω Ιταλία και είναι υπεύθυνη πολλών εκπαιδευτικών προγραμμάτων που γίνονται και χρηματοδοτούνται για τη διδασκαλία των ελληνικών σε ελληνόφωνους πληθυσμούς στην Ιταλία. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το συναίσθημα που ένιωσα εκείνη τη στιγμή! Όταν είδα φως, γιατί αυτό όντως το θυμάμαι σαν τώρα, ήταν το φως στο τούνελ που λέμε. Από εκεί που κανένας, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κάποια πληροφορία σχετική με ελληνική γλώσσα στα ελληνόφωνα χωριά, ενώ ξέρεις ότι υπάρχει αυτό τον γκρεκάνικο ιδίωμα, λέω: «Εδώ είμαστε τώρα». Το χαμόγελο που έσκασε, ήταν τεράστιο, άρχιζα να χοροπηδάω μες στο σπίτι, να λέω: «Ναι, θα τα καταφέρω, θα κάνω ό,τι μπορώ, εφόσον βρήκα φορέα και μάλιστα είναι Ελληνίδα». Γιατί είναι αλλιώς να βλέπεις ότι είναι ένας ξένος αυτός που θα συνεργαστείς ενδεχομένως και αλλιώς να βλέπεις ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει στην Ελλάδα και θα μιλάς και τη μητρική σου γλώσσα, άμα πας πρακτική. Δεν δίστασα να στείλω αμέσως email στην κυρία Βασιλική, η οποία μέσα σε δύο ημέρες μου είχε στείλει email, ήταν πολύ πρόσχαρη και πολύ, είχε πολλή, έτσι, πρόθεση να με βοηθήσει και μόλις είπα περί τίνος πρόκειται μου λέει: «Ναι, εμείς θέλουμε άτομα από την Ελλάδα και πόσω μάλλον εκπαιδευτικούς και νέα παιδιά να έρθουν εδώ πέρα στην πόλη μας» και της είπα τι χρειαζόταν. Όταν, όμως, της είπα τα μείον, τα μειονεκτήματα, ας το πούμε, της κατάστασης, το ότι δεν θα έχω χρηματοδότηση, το ότι εγώ έρχομαι σε ένα άγνωστο μέρος και κάπως πρέπει να βρούμε πώς θα γίνει αυτό, αλλά από τη μία το θέλω πάρα πολύ και εκεί επίσης είδα φως και, ξαναλέω, χάρη στην κυρία Βούρδα. Διότι η ίδια αμέσως προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει και να βρει φορείς εκεί πέρα για να με προσεγγίσουν και το τελειότερο όλων ήταν, όταν κλείνουμε το τηλέφωνο και μου λέει: «Θα σε πάρω να σου πω σε λίγες μέρες, πώς θα το κάνουμε». Με παίρνει, λοιπόν, και μου λέει ότι: «Εγώ βρήκα χρηματοδότηση από τη Superfast», είναι η γνωστή εταιρεία, η ακτοπλοϊκή, που πάει και από την Πάτρα ή από την Ηγουμενίτσα στην Ιταλία και μας είπε ότι: «Θα σε βοηθήσω μέσω αυτής της χρηματοδότησης να έρθεις εδώ πέρα, να κάνουμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, που θα διδάσκεις τα ελληνικά σε ελληνόφωνους πληθυσμούς και μάλιστα θα σου βρω και σπίτι». Κάτι το οποίο εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε ότι κάποιος, κάποιος μου κάνει πλάκα. Δηλαδή δεν το πίστευα ότι η γυναίκα αυτή έχει ψάξει ανθρώπους εκεί πέρα να με βοηθήσουν, χρηματοδότηση, αλλά θα μου νοικιάσει και σπίτι με δικά της έξοδα. Ενθουσιάστηκα, θα ανοίξω μία μεγάλη παρένθεση γιατί παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην εμπειρία μου αυτή. Όταν με μία φίλη μου πολύ καλή που ήμασταν στη σχολή μαζί, με την Άρτεμις, της είπα ότι εγώ θέλω να πάω να κάνω πρακτική σε αυτό μέρος και ότι: «Ξέρεις τι, έχω βρει μία γυναίκα που υπάρχει εκεί πέρα και ότι θα με βοηθήσει», η Άρτεμις αμέσως μου είπε ότι επειδή και αυτή έψαχνε για πρακτική, μου λέει: «Θα ήθελα πάρα πολύ να έρθω μαζί σου, γίνεται να επικοινωνήσεις με την κυρία [00:10:00]Βασιλική και να μας φέρεις σε επαφή να πάμε μαζί;». Αμέσως είπανε ναι, τρίτο καλό σε όλη την υπόθεση, ότι θα υπήρχε δυνατότητα να ταξιδέψω και να κάνω όλο αυτό το ταξίδι με μία φίλη μου κολλητή. Παίρνω την κυρία Βασιλική και μου λέει: «Ναι, βεβαίως, να έρθει και η Άρτεμις, σας θέλουμε όσα περισσότερα παιδιά μου πεις ότι θα έρθουν τόσο το καλύτερο για μας» και η γυναίκα αυτή μας βρήκε σπίτι, να μείνω μαζί με την Άρτεμις, και εγώ ξεκίνησα αυτό το ταξίδι μου, τον Σεπτέμβριο του 2018, για το Μπάρι. Από εκεί θα έφευγε το καράβι, από την Ηγουμενίτσα θα έφευγε το καράβι, για να πάμε στο Μπάρι της Ιταλίας και από εκεί με λεωφορείο και τρένο στον Νότο της Ιταλίας, στην Καλαβρία. Οπότε εκεί αρχίζει όλο το ταξίδι. Το τι αντίκρισα μόλις πήγα σε αυτόν τον τόπο, ήταν κάτι το, δηλαδή όσοι ακόμη με ρωτάνε για αυτήν την εμπειρία, δεν μπορώ με λόγια να εκφράσω το τι αντίκρισα, γιατί είναι ένας τόπος, όπως ξαναείπα πριν, ξεχασμένος. Είναι πολύ παρόμοια με την ελληνική επαρχία εκεί κάτω, ο Νότος, και ήταν πολύ διαφορετικό για μένα, διότι είχα ταξιδέψει ξανά στην Ιταλία αλλά στον Βορρά, που οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να πάνε στον Βορρά της Ιταλίας και όχι στον Νότο, οπότε όταν κατέβηκα εκεί πέρα, αντίκρισα έναν άλλον κόσμο, έναν πολύ διαφορετικό κόσμο. Δεν ήξερα πού, πού βρίσκομαι, ήταν τόσο οικείο για εμένα αλλά και τόσο διαφορετικό ταυτόχρονα. Δηλαδή οι μυρωδιές, δεν θύμιζε τίποτα από Ιταλία. Όταν έχεις στο μυαλό σου ότι θα πας Ιταλία, ονειρεύεσαι πίτσες, μακαρόνια, εκεί ήταν κάτι διαφορετικό. Εκεί είχανε τις πίτες που έχουμε εδώ πέρα στα χωριά, οι άνθρωποι καλόκαρδοι, ανοιχτοί και επίσης αυτό που μου έκανε τεράστια εντύπωση και αισθάνθηκα τόσο πολύ οικεία, ήταν η γλώσσα. Δηλαδή με το που πήγα στην Ιταλία, ο πρώτος άνθρωπος που με αγκάλιασε και μίλησε ήταν η Βασιλική, η οποία είναι μία γυναίκα η οποία έχει ζήσει πολλά χρόνια εκεί στην Καλαβρία, λόγω του συντρόφου της, ο οποίος είναι Ιταλός, αλλά προέρχεται και από επαρχία στην Ελλάδα. Οπότε μίλησα ελληνικά από το πρώτο μου βήμα εκεί πέρα και επίσης οι άνθρωποι οι οποίοι συναναστρεφόμουν μιλούσανε το ελληνικό ιδίωμα, τα γκρεκάνικα, που μοιάζουν πάρα πολύ με την αρβανίτικη γλώσσα θα έλεγα, είναι ένα κράμα. Η Καλαβρία, για να πω λίγο και το ιστορικό κομμάτι, υπήρξε για μία περίπου χιλιετία σημαντικό κέντρο του Ελληνισμού. Οι απόγονοι αυτών των πρώτων μεταναστών, κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανά τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων. Με τις ελληνικές επιγραφές στους δρόμους, με τη γκρεκάνικη διάλεκτο, με τα τραγούδια τους, τα οποία περνάν από γενιά σε γενιά. Το κακό, βέβαια, είναι ότι η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνόφωνων της Κάτω Ιταλίας. Για αυτό και εγώ όταν πήγα και μας είπε η Βασιλική ποιο είναι το έργο μας, το ότι θα πηγαίνουμε σε κάποια ελληνόφωνα χωριά και θα διδάσκουμε την Ελληνική, εκεί μου γεννήθηκε, έτσι, ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα, της προσφοράς, πρώτον, και δεύτερον της αλληλεγγύης προς αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή μέσα μου ένιωσα ότι πρέπει, ότι είμαι χρήσιμη και ότι όντως έχω μία πολύ τεράστια ευθύνη πάνω μου, το να το διαιωνίσω όλο αυτό το πράγμα και να το μεταδώσω σε ανθρώπους, ώστε να μη χαθεί. Γιατί ο πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά, αυτό που μάθαμε και με την Άρτεμις, όσο ήμασταν εκεί πέρα και από ανθρώπους που μιλήσαμε στα χωριά και από νέα παιδιά, είναι ότι μειώνεται συνεχώς και ότι αφού οι νέοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια, γιατί όπως είπαμε το βιοτικό επίπεδο στον Νότο της Ιταλίας είναι πολύ χαμηλό, για να μην πω κάτι πιο ακραίο σε σχέση με τον Βορρά, πολλοί νέοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτή τη φτώχεια μετακινούνται προς τον πλούσιο Βορρά, για να σπουδάσουν κιόλας, στο Μιλάνο, στην Μπολόνια και οι προσπάθειες οι οποίες γίνονται επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα της διατήρησης του ελληνικού ιδιώματος της Καλαβρίας. Τα ελληνικά της Καλαβρίας είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής, που διατηρήθηκαν για αιώνες και δεν πρέπει να χαθούν. Επειδή, όμως, δεν είναι γραπτή γλώσσα, μιλιέται μόνο προφορικά δυστυχώς, κινδυνεύουν. Από την άλλη, κάτι το οποίο μας στεναχώρησε και το βιώναμε καθημερινά, γιατί, οκ, εμείς πήγαμε για να κάνουμε την πρακτική μας για τρεις μήνες, τον Δεκέμβρη θα φεύγαμε, οπότε γνωρίζαμε ότι αυτό θα έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά οι άνθρωποι που μένουν μετά σε αυτόν τον τόπο είναι πολύ κρίμα να το βιώνουν [00:15:00]αυτό. Διότι, όπως ξαναείπα, είναι ξεχασμένοι από το Θεό. Το επίσημο ελληνικό κράτος, ύστερα από μακρά περίοδο αδιαφορίας για τα προβλήματα των ελληνόφωνων της Καλαβρίας, έχει κάνει και θετικά βήματα. Ένα από αυτά είναι η δημιουργία του Ινστιτούτου Ελληνόφωνων Σπουδών, σε μία ύστατη προσπάθεια να διασωθεί η ελληνική γλώσσα και αυτό με έκανε να αντιληφθώ ότι ίσως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται εν τέλει την ιστορική παρουσία του Ελληνισμού και ότι αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της αφομοίωσης της μέσα σε μία όλο και πιο διευρυμένη πολιτισμική χοάνη.
Αυτό που με εντυπωσίασε είναι τα ταξίδια που κάναμε βρισκόμενες στο Ρήγιο της Καλαβρίας. Το Ρήγιο της Καλαβρίας είναι η πρωτεύουσα του ευρύτερου νομού και ενώνεται με τα ελληνόφωνα χωριά που είναι σε ορεινό μέρος. Ουσιαστικά είναι όπως, αντίστοιχα, επειδή προέρχομαι και από τον Βόλο, το Πήλιο, ο Βόλος να είναι η πρωτεύουσα και τα ελληνόφωνα χωριά, να βρίσκονται σε μια τεράστια βουνοπλαγιά. Ένα από τα χωριά τα οποία με σόκαρε, ήταν η ορεινή Μπόβα, που στέκει αγέρωχη αιώνες για να θυμίζει την ελληνικότητα του τόπου και η επιγραφή στην αρχή του χωριού, που είναι γραμμένη στα ελληνικά και λέει με λατινικούς χαρακτήρες, αλλά η επιγραφή έλεγε: «Καλώς Ήρτατε στην Μπόβα». Και ξαφνικά, αντικρίζεις μία ελληνική επαρχία, σε ένα ελληνικό χωριό της Ελλάδας. Ρούχα απλωμένα στις αυλές, άνθρωποι να τραγουδούν στις αυλές, οι φούρνοι να μοσχομυρίζουν με τα ψωμιά τα ζυμωτά, οι άνθρωποι να σε καλωσορίζουν και να θέλουν να σε κεράσουν με το που πατάς το πόδι σου και βρίσκουν, αντικρίζουν έναν νέο άνθρωπο, την ελληνική γλώσσα. Και ξαφνικά νιώθεις πολύ έντονα και παίρνεις τεράστια συγκίνηση. Δηλαδή, δεν μπορούσα, είχα βουρκώσει και με έπιαναν και τα κλάματα μόλις πήγαμε για το πρώτο ελληνικό καφεδάκι, παρακαλώ, στην Μπόβα. Διότι οι άνθρωποι και οι γιαγιάδες που μας είδανε, άρχισαν να κλαίνε και να λένε: «Καλώς μας ήρθατε, ευχαριστούμε πάρα πολύ που δεν μας έχετε ξεχάσει και τι ήρθατε να κάνετε, εμείς θέλουμε να μείνετε». Και να βλέπεις μία προσπάθεια των ανθρώπων σε μία πολύ μεγάλη ηλικία να σου δείχνουν αυτή την αγάπη. Αισθάνθηκα πολύ οικεία, όποιος δεν έχει πάει σε αυτό το μέρος, νομίζω δεν θα καταλάβει αυτό που εξηγώ τόση ώρα. Είναι απίστευτο συναίσθημα! Είναι πολύ ίδιο με αυτό που ζούμε εδώ πέρα, στα χωριά τα δικά μας και στην Ελλάδα. Ήταν πολύ συγκινητικό, θυμάμαι να γυρνάω από την Ελλάδα και για έναν χρόνο, ακόμα και τώρα δηλαδή που τα αφηγούμαι, συγκινούμαι και σκέφτομαι ότι μετά από μας πάλι έχουν περάσει άτομα και έχουν φύγει, αλλά αυτοί οι άνθρωποι μένουν στην αφάνεια. Το τι έχουν κάνει και το πώς προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό αυτό το ιδίωμα, είναι αξιοσημείωτο και κυρίως θέλω να απευθύνω και λίγο έτσι ένα έντονο συναίσθημα και μία πρόταση προς, δεν ξέρω τους εκάστοτε φορείς και εδώ στην Ελλάδα, να προσέχουν λίγο αυτούς τους ανθρώπους, που είναι ίδιοι με μας. Είναι, εγώ θα τους έλεγα ομογενείς που ζουν αλλού και να προσπαθούν να κάνουν δράσεις για να μένει ζωντανό και αυτοί οι άνθρωποι να αισθάνονται ότι δεν είναι ξεχασμένοι. Οι ιταλικοί φορείς εκεί πέρα, δεν έχουν κάποια, ας πούμε, αρμοδιότητα πάνω στους ανθρώπους. Ό,τι γίνεται, πρέπει να γίνεται από το ελληνικό κράτος θεωρώ. Αυτό που έμαθα είναι ότι δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι μιλούν τα ελληνικά σε αυτό το μέρος. Το ευρωπαϊκό γραφείο για τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες κυκλοφόρησε τα αποτελέσματα έρευνάς του για τα ελληνικά που μιλιούνται στην Απουλία και στην Καλαβρία της νότιας Ιταλίας. Μετά από την έρευνα προέκυψε ότι περίπου δέκα με δώδεκα χιλιάδες άτομα μιλούν ελληνικά, στα ελληνόφωνα χωριά των δύο αυτών περιοχών. Όπως ανέφερα και ως γλωσσολόγος που μπορώ κάπως να έχω την ιδιότητα, πρόκειται για τις διαλέκτους Grico ή Grecanico, ένα κράμα ελληνικών και ιταλικών. Μολονότι, όμως, η χρήση της ελληνικής αυτής διαλέκτου δεν έχει αναγνωριστεί νόμιμα από το επίσημο κράτος και μόνο ευκαιριακά. Η οδική σηματοδότηση είναι δίγλωσση, όπως σας [00:20:00]είπα και πριν, υπάρχουν πάρα πολλές ελληνικές πινακίδες, πηγαίνοντας προς αυτά τα χωριά με την διάλεκτο αυτή. Το τοπικό Σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τη χρήση της γλώσσας από την ελληνόφωνη μειονότητα. Ένα άλλο χωριό που μου έκανε εντύπωση ήταν ο Πενταδάκτυλος και γιατί λέγεται Πενταδάκτυλος. Μόλις το αντικρίσεις από τον δρόμο, καθώς ανεβαίνεις, σχηματίζονται μπροστά σου πέντε βράχοι που είναι σαν να είναι δάχτυλα, πέντε δάχτυλα, πέντε βουνοκορφές και, για να το παρομοιάσω λίγο, μοιάζει και με τα Μετέωρα. Οπότε και το γεωλογικό της φάσης, αλλά και αυτό που βίωνα, εκείνη τη στιγμή για μένα κάτι το συγκλονιστικό. Κάτι που δεν θα ξεχάσω είναι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που πραγματοποιήθηκε στον Πενταδάκτυλο. Είχαμε την ευκαιρία καθώς βρεθήκαμε εκεί πέρα τους φθινοπωρινούς μήνες του 2018, η Βασιλική μάς ενημέρωσε, η υπεύθυνή μας, ότι τον Νοέμβριο θα γίνει ένα φεστιβάλ πενταήμερο στον Πενταδάκτυλο της Καλαβρίας και ότι μπορούμε να παρευρεθούμε για να δούμε κάποιες ταινίες, γιατί το τρέχουν και νέα παιδιά που ζουν εκεί πέρα. Βέβαια, αυτά τα νέα παιδιά μπορεί να έχουν γεννηθεί στο Ρήγιο της Καλαβρίας αλλά έχουν φύγει όλα προς τον Βορρά για σπουδές και έχουν διαπρέψει κιόλας, αλλά γυρνάνε στον τόπο τους για να κάνουνε πολιτιστικές δράσεις, για να μένει κάπως ζωντανό όλο αυτό το ιδίωμα. Και, εντάξει, μου αρέσει άπειρα ο κινηματογράφος και οι ταινίες, το ίδιο και για την Άρτεμις, την φίλη μου, οπότε μόλις το ακούσαμε και αυτό κατά ενθουσιαστήκαμε και είπαμε θα είμαστε από τις πρώτες που θα πάμε. Δεν θα ξεχάσω αυτή την ατμόσφαιρα! Ήταν, σουρούπωνε, Νοέμβριος, δεν έκανε κρύο. Είναι Μεσόγειος, δηλαδή το κλίμα είναι πάρα πολύ εύκρατο εκεί, στον Νότο της Ιταλίας. Οπότε θυμάμαι ήμουνα με ένα απλό μακρυμάνικο, αλλά με μία ζακετούλα, φυσούσε, βασίλευε ο ήλιος και είχανε βάλει την οθόνη της ταινίας για να παίξει στον προτζέκτορα πίσω από μία εκκλησία που υπάρχει στον Πενταδάκτυλο και από πίσω φαινόταν αυτό το γεωλογικό του χωριού που είναι ο βράχος ο μεγάλος και το κλίμα ήταν τόσο κατανυκτικό, τόσο ατμοσφαιρικό. Πίναμε το τοπικό κρασάκι εκείνο το βράδυ και μόλις άρχισε να παίζει η πρώτη ταινία και να κατεβαίνουν άτομα από τα σοκάκια και να έρχονται να κάθονται δίπλα μας και να μας πιάνουν κουβέντα, εμείς να μιλάμε τα ελληνικά, άλλοι να μιλάνε ιταλικά. Είχαν έρθει άλλοι από άλλα χωριά και μιλούσαν την γκρεκάνικη διάλεκτο και ήταν σαν να παίζαμε εμείς οι ίδιες σε μία ταινία. Τι άλλα να θυμηθώ; Είναι πάρα πολλά, όπως μία άλλη στιγμή μας στο Ροχούδι. Το Ροχούδι, επίσης, ένα από τα χωριά τα ελληνόφωνα, λέγεται κιόλας το Χωριό Φάντασμα ας το πούμε έτσι, διότι τι έχει γίνει; Το Ροχούδι εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του και το διασχίζει μπροστά από το χωριό ένας ποταμός. Το Ροχούδι, όταν πας να το επισκεφτείς τώρα, υπάρχουν τα σπίτια έτσι, όπως τα άφησαν οι κάτοικοι, πριν το εγκαταλείψουν. Δηλαδή περνάς μέσα από χωριά και βλέπεις πέτρινα σπίτια, τα οποία μέσα μπορεί να έχουνε κρεβάτι, μπορεί να έχουνε διακοσμητικά που δεν τα έχουνε πάρει, κάποια είναι μισογκρεμισμένα και μόλις μπαίνεις στο χωριό, εμείς πήγαμε για επίσκεψη γιατί ήταν ένα σαββατοκύριακο που κάπως είχαμε άδεια και δεν έπαιζαν άλλες δράσεις, οπότε πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε στο Ροχούδι. Αυτό που αντίκρυσα ήταν πάλι κάτι το σοκαριστικό, δηλαδή καταλαβαίνεις αμέσως αυτή την αύρα την ερειπωμένη του χωριού, αλλά ταυτόχρονα ακούς και τον ποταμό που περνάει με ορμητικά νερά, γιατί τότε είχε νερό, όταν πήγαμε το Νοέμβρη και, αν το δεις από την απέναντι πλευρά, πριν μπεις στο χωριό, το χωριό είναι τόσο επιβλητικό, πάνω στη βουνοκορφή πέτρινα σπίτια και από κάτω ποταμούς και λες τώρα, δεν το ζω αυτό το πράγμα. Οπότε εμείς κάναμε περιήγηση σε ένα άδειο χωριό, δεν υπήρχε ούτε ένας κάτοικος και απλά κοιτούσαμε. Οι φωτογραφίες που τράβηξα εκείνη την ημέρα ήταν άπειρες. Άρχισε να σκοτεινιάζει και δεν θέλαμε να φύγουμε. Θυμάμαι να γυρνάμε μετά στο σπίτι [00:25:00]και να μη μιλάμε πολύ με την Άρτεμις, γιατί ήμασταν ακόμα πολύ, ήταν πολύ έντονο μέσα μας όλο αυτό που είχαμε δει, οπότε δεν μπορούσαμε πολύ να το επεξεργαστούμε, την ίδια μέρα. Και δεν ξέρω, η λαογραφία, το πολιτιστικό κομμάτι της νότιας Ιταλίας μαζί με την γκρεκάνικη διάλεκτο ήταν μία από τις δυνατότερες εμπειρίες που μπορούσα να ζήσω και ως γλωσσολόγος που δεν το αισθάνομαι ακόμα ότι είμαι γλωσσολόγος. Αλλά ίσως με αυτή μου την επιλογή να πάω εκεί κάτω άγγιξα και λίγο την ιδιότητά μου. Πιστεύω ότι είναι δώρο όλο αυτό που μου συνέβη και πιο πολύ χαίρομαι που γνώρισα, όχι τόσο πολύ το ιδίωμα, το γκρεκάνικο και ήρθα σε επαφή, αλλά όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους έχω όλους μέσα στην καρδιά μου. Δεν θα ξεχάσω ακόμα τη γιαγιά που μας καλωσόρισε στο χωριό της Μπόβας, που μας έδωσε να φάμε, την ωραία πίτα που φάγαμε στο καφενείο, τα ωραία μακαρόνια με το πλούσιο κρέας που έχουν εκεί πέρα. Διότι έχουν ζώα, όπως έχουμε και εμείς εδώ πέρα στα δικά μας ελληνικά χωριά, και άλλα πολλά.
Γιατί επέλεξες την Καλαβρία; Δηλαδή είπες ότι μόνη σου έψαξες, πώς το επέλεξες και επέμενες, ενώ όλα ήταν αρνητικά στην αρχή;
Θα μπορούσα να πω ότι ήταν και μία πρόκληση για μένα. Γιατί, θα το ξεκινήσω διαφορετικά από αυτό που με ρώτησες, ενώ έβλεπα ότι όντως είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατέβω και να κάνω πρακτική σ' ένα τέτοιο μέρος, από την άλλη όλη αυτή η δυσκολία με δημιουργούσε ένα συναίσθημα, ότι «Όχι, πρέπει να βρεις τον τρόπο να πας», κάπως ενδόμυχα μέσα μου ήξερα την ευκαιρία που θα χάσω, αν δεν πάω. Δηλαδή, είναι κάτι πρωτάκουστο, γιατί έχουμε μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχουμε μπει σε φιλολογικές σχολές, αλλά δεν δίνουν, δεν δίνεται τόση βαρύτητα σε ιδιώματα ελληνικά και πόσω μάλλον σε μία χώρα που είναι τόσο δίπλα μας, την Ιταλία. Για το γκρεκάνικο ιδίωμα εγώ δεν ήξερα τόσα πολλά, οπότε όταν κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι τέτοιο σε μία όχι και τόσο άφταστη περιοχή, είπα: «Θα το κάνω, δεν είναι και τόσο δύσκολο». Από την άλλη επέλεξα να πάω στην να πάω στην Καλαβρία, γιατί ως φιλόλογος έπρεπε να βρω την πρακτική μου είτε σε κάποιο κέντρο ελληνομάθειας είτε σε κάποιον άλλον φορέα, όπου εγώ θα δίδασκα τα ελληνικά, αυτή ήταν η προϋπόθεση του πανεπιστημίου. Από εκεί και πέρα ποιον φορέα θα διάλεγες, δεν υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, αρκεί όντως να πήγαινες για τη διδασκαλία των ελληνικών. Οπότε εγώ άρχισα να γκουγκλάρω στο ίντερνετ διδασκαλία ελληνικών, εξωτερικό, ιδιώματα, τότε είχα και έτσι ένα πάθος, όπως σου είπα, με τη γλωσσολογία και τα ιδιώματα. Οπότε στην πρώτη έρευνα που έκανα για ιδιώματα, μου πέταξε κάπου και ελληνόφωνοι πληθυσμοί στην Κάτω Ιταλία και είπα: «Ώπα». Οπότε από κει άρχισε έτσι ένα ψάξιμο τρελό, όπου εγώ αντίκρισα το Κέντρο Ελληνομάθειας που είναι υπεύθυνη η Βασιλική Βούρδα, ήταν πολύ εύκολο να βρω και email, τα πάντα όλα, οπότε είπα: «Εδώ είμαστε». Αυτό έγινε ουσιαστικά.
Μπορείς να μου πεις ορισμένα πράγματα παραπάνω για την διδασκαλία; Τι ακριβώς έκανες;
Ναι, εννοείται. Ουσιαστικά στο Κέντρο Ελληνομάθειας η Βασιλική έκανε και μόνη της μαθήματα σε ανθρώπους που είναι Ιταλοί και θέλουν να μάθουν τα ελληνικά ως δεύτερη ξένη γλώσσα, οπότε ήθελαν να πάρουν την πιστοποίηση της ελληνομάθειας, αλλά η Βασιλική ήταν και σε πολλά προγράμματα, μάλλον έβρισκε τρόπους, ως κάτοικος της νότιας Ιταλίας τόσα χρόνια είχε συνειδητοποιήσει και αυτή τη σημαντικότητα του θέματος, οπότε και αυτή συνεργαζόταν με διάφορους φορείς και έτρεχε το θέμα Διάσωση των Ελληνικών. Οπότε για αυτό βρήκε και τη χρηματοδότηση από τη Superfast και επί τη ευκαιρία, επειδή θα πηγαίναμε και εμείς, σκέφτηκε να συνδυάσει αυτά τα δύο και να κάνουμε και ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό προς τους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Οπότε εμείς πηγαίναμε σ' έναν χώρο κάποιες μέρες της εβδομάδας και βρίσκαμε εκεί πέρα μεγάλους ανθρώπους, αλλά και νέους, που ήταν Ιταλοί, άλλοι έμειναν και σε ελληνόφωνα χωριά και είχαν τη δυνατότητα να ανεβοκατεβαίνουν με αμάξι για να τους κάνουμε κάποιες, ας το πούμε, επιπέδου Α1 στα ελληνικά, την αλφαβήτα, να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Ελλάδας, να γνωρίσουν φαγητά. Κάναμε και κάποιες δράσεις, ελληνική [00:30:00]κουζίνα, ελληνικά μνημεία. Μαγειρέψαμε, μας μαγείρεψαν και αυτοί. Επειδή έτυχε να πάμε και το φθινόπωρο έπαιζαν και πολλές γιορτές, όπως ήταν 28η Οκτωβρίου, οπότε θελήσαμε να τους κάνουμε και μία ενότητα για την επέτειο της 28ης, τέλος πάντων. Εντάξει, εμείς με την Άρτεμις ως νέες δεν είχαμε τόσο πολύ ενθουσιασμό για τις συγκεκριμένες θεματικές ενότητες, αλλά ήμασταν πάρα πολύ ενθουσιασμένες, γιατί όταν διδάσκαμε και όταν έπεφταν οι διαφάνειες στο powerpoint, που τους εξηγούσαμε τι ακριβώς είναι αυτό, βλέπουμε τα χαμόγελα από τον ενθουσιασμό, σαν να ακούνε κάτι το «ουάου» και ένιωθαν αμέσως κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί, ξαναλέω, όλο αυτό το εγχείρημα δεν ήταν τόσο ότι εγώ έκανα την πρακτική μου σε ένα μέρος, ήταν ότι μπόρεσα έστω και για λίγο να κάνω τους ανθρώπους να νιώσουν αδέλφια μ' εμάς και ότι είμαστε συγγενείς και ότι δεν είναι παρατημένοι, δεν είναι ξεχασμένοι από τον Θεό, απλά τυγχάνει να γεννήθηκαν σε κάποιους, σε κάποιους τόπους που μας δένουν κάποια κοινά και βρίσκονται στην Ιταλία. Οπότε για μένα αυτό ήταν πολύ συγκινητικό. Τους κάναμε μαθήματα, όπως είπα, για την αλφαβήτα, όχι τόσο πολύ την γραφή, όσο την προφορική, έτσι, διδασκαλία των ελληνικών, να μπορούν να λένε κάποιες εκφράσεις, να μπορούν να συστήνονται, να μπορούν να λένε πού βρίσκονται, από πού είναι. Να κάνουν τις πρώτες ομιλίες με κάποιον που έρχεται από την Ελλάδα και μπορέσαμε και λίγο, τους ταξιδέψαμε, να πω την αλήθεια, στην Ελλάδα. Διότι, όπως είπα, στη νότια Ιταλία, το επίπεδο το βιοτικό δεν είναι υψηλό, είναι σαν ελληνική επαρχία. Οι άνθρωποι ζουν κυρίως από την τοπική παραγωγή στα ελληνόφωνα χωριά με ζώα και γεωργικά, έτσι, γεωργικές ασχολίες και στην πόλη σε δημόσιους φορείς κατά κύριο λόγο. Οπότε δεν υπάρχει και η δυνατότητα, είναι ένα μακρινό ταξίδι να ξεκινήσεις για την Ελλάδα, δηλαδή πρέπει από τον Νότο να βρεθείς στο κέντρο της Ιταλίας και από κει να πάρεις καράβι-αεροπλάνο για να έρθεις στην Ελλάδα.
Οι ίδιοι και οι ίδιες οι κάτοικοι, τι εθνοτική ταυτότητα βάζανε στον εαυτό τους και στις εαυτές τους;
Πολύ ωραία ερώτηση. Όταν μιλούσαμε μαζί τους και όταν κάπως είχε περάσει καιρός και δημιουργήθηκε έτσι μία οικειότητα και ένα ευχάριστο κλίμα, το ότι εγώ δεν έχω πάει να διδάξω και είμαι η αυθεντία, αλλά είμαι μία νέα κοπέλα που ήρθα να μάθω πράγματα βασικά από αυτούς και όχι εγώ να τους μάθω, ξαφνικά γίναμε οικογένεια και όντως το εννοώ αυτό το πράγμα. Γιατί μας έβαλαν στα σπίτια τους, κάναμε και εξωσχολικές δραστηριότητες και δράσεις και ξεναγήσεις και αυτό που μας έλεγαν πολύ συχνά, πριν φύγουμε, είναι ότι: «Νιώσαμε Έλληνες μετά από πολύ καιρό. Δηλαδή, πραγματικά μας θυμίσατε πού ανήκουμε». Αυτό το έλεγαν συνέχεια και επαναπροσδιόρισα κι εγώ την ταυτότητά μου. Δηλαδή δεν έχω κάποια ιδιαίτερη λατρεία, να πω ότι, ναι, χαίρομαι που είμαι Ελληνίδα, αλλά όταν πήγα σε αυτό το μέρος και κατάλαβα ότι υπάρχει και μία άλλη Ελλάδα, εκεί άρχισα να αισθάνομαι ωραία με την ταυτότητα και την εθνοτική, ας πούμε, της Ελληνίδας. Εγώ πιο πολύ κατάλαβα και ένιωσα όμορφα με τη χώρα μου, όταν πήγα σε μία άλλη χώρα και όταν πήγα σε μια, στους ελληνόφωνους πληθυσμούς που είναι ξεχασμένοι. Δηλαδή εκεί βίωσα για πρώτη φορά αυτό που λέμε φιλοξενία, οικογένεια. Είναι απίστευτοι άνθρωποι, όλοι τους, γυναίκες, άντρες, παιδιά, απίστευτοι, από τον μικρότερο μέχρι και τον μεγαλύτερο.
Όποτε είχες παρέες; Είπες ότι κάνατε και εκτός του προγράμματος πράγματα.
Εννοείται, στην αρχή ήταν λίγο δύσκολα. Η Βασιλική μάς είχε προετοιμάσει το ότι: «Να ξέρετε, γνωρίζω κάπως πώς είναι τα erasmus προγράμματα και το πώς το βιώνουν άλλοι φοιτητές που ενδεχομένως να έχουν πάει σε κάποιες άλλες χώρες του εξωτερικού, που εκεί τα πράγματα είναι πιο, υπάρχει μία δραστηριότητα έντονη κοινωνική». Μας είχε προετοιμάσει λίγο ότι: «Εδώ θα τα βρείτε λίγο πιο σκούρα. Γιατί στο Ρήγιο της Καλαβρίας δεν υπάρχουν νέοι που να έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα μ' εσάς. Διότι οι περισσότεροι έχουν φύγει για τον [00:35:00]Βορρά, έχουν αφήσει τις οικογένειές τους γιατί έπρεπε να πάνε να σπουδάσουν, οπότε θα είστε και λίγο μόνες. Ό,τι μπορείτε να κάνετε, θα έχει να κάνει με την επισκεψιμότητά σας σε κάποια μέρη και με ταξιδιωτικές, έτσι, αποδράσεις». Οπότε τον πρώτο καιρό προσπαθούσαμε να εκμεταλλευτούμε τη γεωγραφία του τόπου και τα γύρω μέρη. Δεν θα ξεχάσω, πολύ μεγάλο το ταξίδι στη Σικελία που ουσιαστικά η Σικελία ενώνεται με την Καλαβρία με το στενό της Μεσσήνης, όπου παίρνεις καράβι από το Ρήγιο για να πας απέναντι στην Messina που είναι με το ferry boat μισή ώρα και μετά από τη Messina με τρένο μπορείς να φτάσεις στην Κατάνια, μπορείς να φτάσεις στο Παλέρμο που είναι η πρωτεύουσα της Σικελίας. Άλλος κόσμος επίσης, αλλά καμία σχέση πάλι με τον Νότο. Το Παλέρμο και η Σικελία είναι ξακουστός τόπος ταξιδιωτικός, οπότε δεν θα ήθελα πολύ να αναφερθώ σε αυτό το κομμάτι, γιατί όντως ό,τι έχουμε ακούσει για τη Σικελία είναι αλήθεια. Είναι φανταστικός τόπος και για ταξίδι, γαστρονομικά είναι αλλού. Επίσης, μπορείς να βρεις και να μάθεις ενδιαφέροντα πράγματα, γιατί και εκεί υπάρχει μαφία και εκεί πρέπει να προσέχεις, αλλά, χαίρομαι κιόλας και το λέω αυτό, γιατί το έζησα, στη νότια Ιταλία που πήγαμε και στο Ρήγιο είναι μία από τις πιο γνωστές μαφίες και τις πιο δυνατές, η Ndrangheta. Οπότε λίγο υπήρχε και αυτό το, αυτό το σημαδάκι, πριν πάμε με την Άρτεμις, σε φάση το ζούσαμε κιόλας λίγο, «Τι θα γίνει όταν φτάσουμε και σκέψου να μας συμβεί κάτι και λες να δούμε κανένα πράγμα, όπως αυτά που είχαμε δει, ξέρω 'γω, στον Νονό, να γίνονται μπροστά μας;» και λίγο ήτανε η πλάκα της πρακτικής αυτό, το ότι θα δούμε μαφιόζους και θα κινηθούμε, έτσι, σε περίεργα μονοπάτια. Εν τέλει, ποτέ δεν κινδυνέψαμε. Εντάξει, κάποιες φορές το βράδυ, όταν γυρνούσαμε στο σπίτι, ήταν λίγο περίεργη η ατμόσφαιρα, γιατί η πόλη είναι έρημη το βράδυ, δηλαδή δεν υπάρχουν και πολλά μαγαζιά για να βγεις, οπότε μετά τις 9 σκοτάδι και ένα απίστευτο πράγμα που μάθαμε είναι ότι, και είναι όντως αλήθεια, αυτό που βλέπεις ταινίες, την Κεντρική οδό με όλα τα μαγαζιά, όπως π.χ. σε μία πόλη και στην Αθήνα είναι η Ερμού, εκεί ήταν η αντίστοιχη Ερμού. Και μάθαμε ότι τα περισσότερα μαγαζιά δεν πληρώνουν ενοίκιο σε δημόσιους φορείς και σε ιδιωτικούς φορείς, αλλά στη μαφία της Ιταλίας. Ουσιαστικά όλα διοικούνται από τη μαφία, ό,τι και να κάνεις. Εντάξει, δεν ήταν κάτι που δεν ξέραμε, αλλά άλλο να το βλέπεις σε ταινία και άλλο όντως να το ακούς και εσύ και να το βλέπεις. Δηλαδή ήταν λίγο περίεργη η κατάσταση κάποιες φορές, όταν έβγαινες, και ένιωθες αυτή την ερημιά κι ότι υπάρχει κάτι, έτσι, μυσταγωγικό πάνω από αυτή την πόλη. Δεν ξέρω, όμως. Ναι, με ρώτησες αν υπήρχε κοινωνικοποίηση. Οπότε όταν κατεβήκαμε μας είχε πει η Βασιλική: «Δεν ξέρω αν θα περάσετε και πολύ ωραία σε κοινωνικό επίπεδο στην Καλαβρία, αλλά θα βρείτε άλλα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνετε», όπως αυτά που είπα πριν. Όμως, μετά από κάποιο διάστημα και μέσα από τα προγράμματα που κάναμε, γνωρίσαμε έναν απίστευτο τύπο, τον Francesco, ο οποίος είναι δικηγόρος, έχει σπουδάσει νομική και έχει τρέλα με το γκρεκάνικο ιδίωμα. Ζώντας και αυτός σ' ένα χωριό ελληνόφωνο και με προγόνους, έτσι, Έλληνες Κάτω Ιταλίας και τρέλα, ξαναλέω, με το γκρεκάνικο ιδίωμα, είναι ένας από τους ανθρώπους που, τριάντα κάτι, αν δεν κάνω λάθος, στην ηλικία, που ακόμα και τώρα τρέχει διάφορες δράσεις εκεί. Οπότε, όταν μας ανακάλυψε και έμαθε ότι εμείς είμαστε στην Ιταλία και ότι κάνουμε αυτό το πράγμα με τη Βασιλική, έσπευσε αμέσως να μας προσεγγίσει και να μας γνωρίσει. Οπότε μέσα από τον Francesco κάναμε κάποιες περιηγήσεις και μπορούσαμε κάπως και όποτε ήμασταν πολύ πιεσμένες από τη δουλειά, βγαίναμε και μαθαίναμε κι άλλα πράγματα. Και έπειτα ανθρώπους που γνωρίζαμε, έτσι, σε ταξίδια μας, οι οποίοι μου έχουνε μείνει.
Ωραία. Είπες ότι οι κάτοικοι είχανε τραγούδια και διάφορα τέτοια. Μπορείς να μιλήσεις λίγο παραπάνω για αυτά;
Ναι, τα τραγούδια τους, έχω και cd βασικά που μας είχαν δώσει οι κάτοικοι εκεί πέρα και ένας άνθρωπος από τον σύλλογο που έχουν στη Μπόβα. Όπου, αν το ακούσεις, μοιάζουν πάρα πολύ με, είναι κάτι, για εμένα είναι κάτι ενδιάμεσο με κρητικά και ιταλικά [00:40:00]μαζί. Είναι τόσο τραγουδιστά, τόσο χορευτικά που κατευθείαν θέλεις να σηκωθείς και να χορέψεις. Στίχους δεν θυμάμαι για να σου πω τραγούδι, αλλά θυμάμαι τον χαρακτηριστικό χορό που έχουν εκεί πέρα, που σε ένα φεστιβάλ έτυχε κιόλας, είχαν κάνει κάτι στον δήμο στο Ρήγιο και μπορέσαμε και πήγαμε και χορεύουμε και αυτό μάλιστα ήτανε μία εβδομάδα πριν φύγουμε από την πρακτική, Δεκέμβριος μήνας, Χριστούγεννα στην Καλαβρία. Και χόρευαν τα γκρεκάνικα εκεί πέρα, να θυμηθώ κιόλας, ταραντέλα, νομίζω, είναι ο χορός τους ο απίστευτος. Και χόρευαν ταραντέλα και εκεί ξαφνικά που ήμασταν με κάποιους νέους ανθρώπους στην πλατεία, μας παίρνουν από το χέρι και αρχίζουμε με την Άρτεμις και χορεύαμε όλοι σ' έναν κύκλο ταραντέλα, δεν έχω ξαναξεφαντώσει τόσο πολύ νομίζω από τότε. Γενικά, δεν φημίζομαι πολύ και για χορό και πάρτι. Εκεί, το καταευχαριστήθηκα, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και να μην θες να χορέψεις και να είσαι χάλια σε διάθεση, αυτός ο χορός είναι τόσο ξεσηκωτικός που με το που πέσει η μουσική, μπαίνεις στον χορό που λέμε και είναι και οι άνθρωποι απίστευτοι και με τις φορεσιές τις παραδοσιακές που έχουν και χορεύουν. Είναι απίστευτος ο πολιτισμός τους, είναι απίστευτο και είναι κρίμα που δεν γίνονται και περισσότερες δράσεις από την Ελλάδα. Ίσως εγώ δεν το γνωρίζω, αλλά δεν έχω ακούσει κάτι πρόσφατα για εκείνους τους τόπους και δράσεις που γίνονται εκεί. Ε, ναι, ο χορός, κυρίως, η ταραντέλα θα μου μείνει.
Ακολουθούν κάποια ελληνικά έθιμα;
Ελληνικά έθιμα. Δεν έχει γίνει τόσο πολλή αφομοίωση, ώστε να κρατούν τα δικά μας έθιμα. Γιατί, όπως ξαναλέω, μπορεί να μιλούν την γκρεκάνικη διάλεκτο, αλλά δεν παύει να ζούνε και στην ευρύτερη περιοχή της Ιταλίας. Οπότε είναι κάτι ενδιάμεσο. Αν πας σε κάποια χωριά που είναι πολύ true ελληνόφωνα, εκεί σίγουρα θα σου πουν, ας πούμε, όχι για τις δικές μας π.χ. παρελάσεις και τέτοια που έχουμε εμείς, αλλά, ας πούμε, όταν έρχεται το Πάσχα κάποιοι μπορεί να σου πουν ότι ψήνουν. Και νομίζω ότι αυτό μας το είχανε πει κάποιοι εκεί πέρα, το ότι θα ψήσουν κρέας το Πάσχα, οπότε πάνω σε αυτό το επίπεδο κινούνται. Δεν είναι τόσο πολύ το ότι τηρούν κατά γράμμα αυτά που κάνουμε, αλλά κάποιοι θέλοντας και μη επειδή το έχουν ψάξει και επειδή θέλουν να αισθάνονται Έλληνες, ίσως κάποια πιο θρησκευτικά έθιμα να κρατάνε.
Ποια είναι η θρησκεία τους;
Αν δεν κάνω λάθος είναι, δεν είναι χριστιανοί όπως εμείς, είναι καθολικοί. Οπότε η γλώσσα ουσιαστικά είναι αυτό που μας ενώνει. Κατά τα άλλα βρίσκονται στην Ιταλία, είναι στον Νότο της Ιταλίας και απλά είναι κάποιες αποικίες που έχουνε μείνει εκεί πέρα. Οπότε νομίζω στο θρησκευτικό κομμάτι, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, συγγνώμη, αν δεν απατώμαι, στην Μπόβα της Καλαβρίας υπάρχει χριστιανική εκκλησία, αλλά δεν είμαι 100% σίγουρη για να σου πω.
Ωραία. Εσένα πώς σε άλλαξε αυτή η εμπειρία, άμα σε άλλαξε;
Σίγουρα θετικά και σίγουρα μπορώ να πω ότι με επηρέασε λίγο στο κομμάτι το επαγγελματικό. Γιατί το λέω αυτό; Ακούγεται λίγο παράξενο σε σχέση με τα υπόλοιπα που είπα, αλλά βλέποντας λίγο τη φάση εκεί πέρα και ως γλωσσολόγος κάπως μου έδωσε μία άλλη προοπτική εξέλιξης. Δηλαδή, όταν έφυγα από κει και έχοντας μιλήσει με πολλούς ανθρώπους για το ιδίωμα τους και για την κουλτούρα τους, μόλις γύρισα Ελλάδα κατευθείαν ψάχτηκα να δω τι μπορώ να κάνω εγώ σε έρευνα, πάνω από αυτό το κομμάτι. Δηλαδή, να το ψάξω λίγο πιο γλωσσολογικά ενδεχομένως, να βρω κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα που να στηρίζει αυτούς τους ανθρώπους και να γίνονται κάποιες δράσεις προς τη διάσωση του γκρεκάνικου ιδιώματος. Μετά θέλησα να ψαχτώ και να βρω κάποιο μεταπτυχιακό σε σχέση με τις γλώσσες που χάνονται. Γιατί είναι μία διάλεκτος που χάνεται, δεν είναι γλώσσα. Είναι μία διάλεκτος που χάνεται και είναι ακόμα πιο κακό να είναι διάλεκτος και να [00:45:00]χάνεται. Διότι, επειδή ακριβώς είναι διάλεκτος και μιλιέται από λίγους ανθρώπους και αν δεν έχει μείνει και ο νεότερος στο χωριό και στην πόλη για να το διασώσει, επειδή όλοι οι νέοι φεύγουν, τότε ποιος θα μείνει; Δηλαδή, από τη σχολή κατάλαβα το πόσο κρίμα είναι να υπάρχουν γλώσσες που μιλιούνταν πριν κάποια χρόνια και επειδή δεν υπάρχουν πλέον απόγονοι να τη συνεχίσουν αυτή τη γλώσσα, αυτή η γλώσσα να πεθαίνει. Αν το σκεφτείς, είναι τραυματικό. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός. Αν δεν την μιλάει κάποιος, ακριβώς, πεθαίνει. Αυτό είναι πολύ κακό, γιατί μαζί με τη γλώσσα, πεθαίνουν και οι άνθρωποι, πεθαίνει η κουλτούρα. Αυτά τα χωριά μπορούν και ζουν, μπορούν και είναι τόσο όμορφα πιστεύω, γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ακόμα δεν τους ενδιαφέρει το πολιτικό γίγνεσθαι. Οπότε το ζουν μόνοι τους. Είναι φουλ ελεύθεροι σ' αυτά τα χωριά, κάνουν αυτό ακριβώς που θέλουν, όπως και στην ελληνική επαρχία, εδώ πέρα. Και επειδή ακριβώς είναι και ξεχασμένοι από τον Θεό και από την κυβέρνηση, το έχουν πάρει και λίγο πάνω τους, να πω την αλήθεια. Δηλαδή επιγραφές, μουσεία, δράσεις που γίνονται, κάποιες φορές διοργανώνονται πιο πολύ σε συλλογικό επίπεδο και όχι τόσο πολύ σε πολιτικό, κατάλαβες, από τους εκάστοτε φορείς. Εμένα με επηρέασε πολύ θετικά. Γιατί αυτό, θέλησα μετά να εξελιχθώ και να κυνηγήσω για προσωπική ευχαρίστηση αυτά τα θέματα, τα γλωσσολογικά, και γιατί όχι να κατέβω κάποια στιγμή με απόσπαση και να διδάξω εκεί πέρα ως φιλόλογος στα ελληνικά. Αυτό θα με χαροποιούσε πάρα πολύ και κατάλαβα ότι αν δεν κυνηγήσεις κάποια πράγματα, δεν θα μάθεις τι θησαυρός υπάρχει σε περιοχές που είναι τόσο δίπλα σου, αλλά και τόσο μακριά σου.
Δυσκολίες στην καθημερινότητα αντιμετώπισες;
Δυσκολίες στην καθημερινότητα. Υπήρξαν δυσκολίες τον πρώτο καιρό που, ενώ ήταν πάρα πολύ οικείο όλο αυτό το κομμάτι, όπως ξαναλέω, κατέβηκα για πρακτική, δεν είχα ξαναδιδάξει. Οπότε όλες οι δύσκολες αφορούσαν το κομμάτι της διδασκαλίας. Αν θα είμαι καλή, αν θα έχω μεταδοτικότητα, πώς θα προσεγγίσω ανθρώπους μεγαλύτερους από μένα για να τους διδάξω την Ελληνική. Εδώ κοπιάζεις όταν πας να διδάξεις μία ξένη γλώσσα σε μικρά παιδιά. Πόσω μάλλον σε μεγαλύτερους που, ας πούμε, με την Άρτεμις το συζητούσαμε, τη φίλη μου που ήμασταν μαζί κάτω, και μου έλεγε: «Εντάξει οι ενήλικοι καταλαβαίνουν καλύτερα κάποια πράγματα, είναι πιο προσιτοί, το λάθος θα το καταλάβουν πιο εύκολα. Ενώ τα παιδιά είναι λίγο λιγότερο διαχειρίσιμα σε κάποιες φάσεις» και όμως τα παιδιά όταν θέλουν, οι μεγάλοι όταν θέλουν γίνονται τα καλύτερα παιδιά και επειδή ακριβώς δεν είχαν ξαναδιδαχτεί την γλώσσα, αυτή τους η διδασκαλία ήταν μέσα στα πλαίσια της δράσης που κάναμε εμείς, υπήρχαν δυσκολίες, γιατί κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να τα αφομοιώσουν. Μιλάνε την ιταλική, δεν είναι ότι δεν μιλάνε την ιταλική, οπότε η μητρική τους είναι η ιταλική και υπάρχει και το γκρεκάνικο ιδίωμα, που κάποιοι το έχουν διασώσει και το μιλούν. Οπότε και πάλι γι' αυτούς δεν ήταν τόσο γνώριμη η διδασκαλία των ελληνικών. Οπότε με είχε πιάσει και εμένα ένα πείσμα και μία πρόκληση του ότι θέλω να καταφέρω να τους μάθω κάτι και να μείνει. Δηλαδή, δεν ήθελα να το δω σαν, ξέρεις, πολιτιστική δράση για να βοηθήσει κάποιους ανθρώπους, ήθελα όντως να μάθουν κάτι και να τους μείνει. Για να ξέρουν και να το βιώνουν, όπως και εγώ, το ότι είναι Έλληνες, όταν το θέλουν και όταν το χρειάζονται. Μπορούν να μιλήσουν και να νιώσουν για κάποια στιγμή ότι ζούνε στην Ελλάδα. Αυτή ήταν η δυσκολία η πρώτη και η κυρίαρχη και η δεύτερη ήταν λίγο, αυτό, είχαμε πάει σκαλωμένες γιατί είχαμε στο μυαλό μας και όλοι μας έλεγαν από την Ελλάδα: «Προσέχετε. Στον Νότο της Ιταλίας είναι πολύ διαφορετικά από τον Βορρά», αυτό όλο με τη μαφία λίγο, υπήρχε, έτσι, από πάνω μας ένα πέπλο σκοταδισμού. Σε φάση τι θα βρούμε, εν τέλει τίποτα, ποτέ δεν πάθαμε και τίποτα, ποτέ δεν είδαμε οι ίδιες. Αλλά, κατάλαβες, και να ταξιδεύεις μόνος σε μία τέτοια περιοχή, όπως και στη Σικελία, όπου υπάρχει μαφία και γίνονται διάφορα, πρέπει λίγο να έχεις τον νου σου.
Σου άρεσε η διδασκαλία;
Ωραία ερώτηση. Όλα αυτά τα αφηγούμαι και είμαι πολύ ενθουσιασμένη. Από την άλλη, η διδασκαλία είναι ένα πολύ [00:50:00]δύσκολο πράγμα. Μάλλον εγώ τώρα μπερδεύω την ερώτηση με το αν όντως έγινε σωστά η διδασκαλία ή όχι. Μου άρεσε, αλλά μου άφησε ένα ψεγάδι, γιατί δεν ένιωσα ότι δίνω σε αυτούς ανθρώπους αυτό που θα ήθελα. Ήθελα το κάτι παραπάνω. Κάποιες φορές ξεφεύγαμε μέσα στην καλοπέραση και στην οικειότητα με τους ανθρώπους, επειδή είμαστε σε μια άλλη κουλτούρα, πολύ όμορφη, και λίγο, δεν μπορώ να πω ότι γινόταν η ώρα του παιδιού, αλλά κάποιες φορές ξέφευγα κι εγώ λίγο απ' το ρόλο μου. Οπότε είχα βρεθεί πολλές φορές να λέω το ότι είναι δύσκολο πράγμα, εν τέλει, το να το κάνεις αυτό το πράγμα, αλλά μπορώ να πω ότι την απολάμβανα κάποιες φορές. Ναι, δεν ξέρω αν απαντάω σε αυτό που με ρωτάς. Νομίζω ότι, όχι, εντάξει, θα πω ότι μου άρεσε, μου άρεσε.
Είπες πριν ότι δεν αισθάνεσαι γλωσσολόγος.
Σωστά το θυμήθηκες και σωστά το είπα. Δεν ξέρω, ίσως επειδή αυτή η ειδίκευση στην Ελλάδα να μην ανθίζει τόσο πολύ. Ξαναλέω το ότι υπάρχει, έτσι, ένα ταμπού, το ότι όταν πας στη Φιλολογία, θα βγεις φιλόλογος και θα κάνεις αρχαία ελληνικά, λατινικά, κείμενα και μάλλον ιδιαίτερα όταν βγεις από τη σχολή. Διότι, όπως ξέρουμε όλοι στο δημόσιο και με τον Α.Σ.Ε.Π. είναι πολύ δύσκολο να διοριστείς. Οπότε, όταν εγώ αποφάσισα να αλλάξω πλώρη και να διαλέξω αυτή την ειδίκευση φάντασμα, που ελάχιστοι στη σχολή μου επέλεγαν τη γλωσσολογία, άνοιξε ένας καινούριος κόσμος μέσα μου. Δηλαδή είπα: «Ωραία, επιτέλους όχι διάβασμα και όχι αρχαία ελληνικά και τέτοια, επιτέλους να κάνω κάτι διαφορετικό». Είχαμε μάθημα που λεγόταν ψυχογλωσσολογία, που ασχολείται με την κατανόηση και την παραγωγή του λόγου και το πώς ο εγκέφαλος λειτουργεί όλες αυτές τις ιδιότητες και μέσα σε αυτό έχει να κάνει έχουν να κάνουν και οι γλωσσικές διαταραχές. Δηλαδή ένα παιδί με κάποια ιδιαιτερότητα στον λόγο ή με κάποια διαταραχή στον λόγο πώς αντιλαμβάνεται αυτός ένα κείμενο. Αυτό ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον, σε πήγαινε και σε άλλους κλάδους, πιο ιατρικούς. Οπότε κατάλαβα ότι ίσως εδώ να έχω εξέλιξη. Όμως στην Ελλάδα δεν μπορείς να το εξασκήσεις, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια διέξοδος μέσα σε σχολείο για να κάνεις αυτό που λέμε, να είσαι γλωσσολόγος και ασχολείσαι με ιδιώματα και με τη γλώσσα σε επιστημονικό επίπεδο, στα επίπεδα ανάλυσης της γλώσσας, φωνολογία, μορφολογία, όλα αυτά. Οπότε, άμα θες να κάνεις κάτι, θα είναι στο εξωτερικό, που στο εξωτερικό ανθίζει, γι' αυτό κιόλας μετέπειτα επέλεξα να κάνω το μεταπτυχιακό μου την Αγγλία στον τομέα της ψυχογλωσσολογίας στα χρόνια του κορονοϊού. Μια εμπειρία, επίσης, που δεν θα ξεχάσω γιατί δεν μπόρεσα ποτέ να ταξιδέψω, οπότε το μεταπτυχιακό το έκανα εξ αποστάσεως και ήταν σαν να μην έμαθα και ποτέ τίποτα. Οπότε λίγο ο κορονοϊός, λίγο η απογοήτευση από την Ελλάδα, από την ελληνική εδώ πέρα έτσι, από τα ελληνικά πράγματα και την πραγματικότητα που δεν ευνοεί να τρέξεις αυτό που θέλεις, κατάλαβα το ότι όντως, αν είσαι γλωσσολόγος, πρέπει να κάνεις κι άλλη εξειδίκευση κι άλλη εξειδίκευση, για να το δεις. Δηλαδή στην πράξη ακόμα και που το εξειδίκευσα και πήρα έναν υποκλάδο της γλωσσολογίας, την ψυχογλωσσολογία, βλέπω το ότι αν δεν προχωρήσω σε διδακτορικό επίπεδο, δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Στην Ελλάδα, ξαναλέω. Υπάρχουν, όμως, και ιδιωτικοί φορείς, απλά δεν υπήρχε ο χρόνος μέσα στον κορωνοϊό και ο ίδιος ο κορωνοϊός δεν με άφησε να το κάνω, να ψαχτώ. Υπάρχουν ιδιωτικοί φορείς που ζητάνε γλωσσολόγους είτε για μεταφράσεις είτε για επιμέλεια, για διάφορα πράγματα. Είναι πολύ νωρίς. Ίσως και εγώ λίγο να υπερβάλλω, αλλά δεν μπορώ να πω ότι νιώθω γλωσσολόγος. Πιο πολύ νιώθω το ότι, επειδή και με αυτό έχω ασχοληθεί πιο πολύ, είμαι δασκάλα των ελληνικών. Δηλαδή ακόμα έχω την ταυτότητα της φιλολόγου, γλωσσολόγος είναι μία ιδιότητα ακόμα. Αυτό.
Μπορείς να μπεις ορισμένα πράγματα παραπάνω για το μεταπτυχιακό;
Βέβαια. Το μεταπτυχιακό ήταν πάνω στον τομέα της [00:55:00]ψυχογλωσσολογίας, όπως είπα. Με ενθουσίαζε πάρα πολύ και, έτσι, με εξιτάρει, ήδη από τα χρόνια της σχολής, όταν στο προπτυχιακό επίπεδο είχαμε το μάθημα ψυχολογίας σε ένα εξάμηνο, είπα: «Εδώ είμαστε». Δηλαδή το ότι συνδυάζει και ψυχολογικούς και ψυχολογία και γλώσσα λίγο αυτό μπορεί να, κάποιους να τους μπερδέψει. Δεν είναι η ψυχολογία και γλώσσα καθ' εαυτού, είναι απλά ότι η ψυχογλωσσολογία, ερευνά τους παθολογικούς, νευρολογικούς και άλλους παράγοντες που επιδρούν στην κατανόηση και στην παραγωγή του λόγου. Οπότε όλο αυτό γεννά την ψυχογλωσσολογία. Το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο και τους παράγοντες που διερευνούσε αυτό. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάποιο μεταπτυχιακό που να με ενθουσιάζει στον τομέα, αυτόν καθαυτόν της ψυχογλωσσολογίας, υπάρχουν άλλα μεταπτυχιακά στην γλωσσολογία, όπως κοινωνιογλωσσολογία και άλλα. Στον τομέα της ψυχογλωσσολογίας όχι τόσο. Οπότε αυτό που βρήκα πρώτο πρώτο σε μεταπτυχιακό και υπάρχει είναι στην Αγγλία, στο Essex, στο μεταπτυχιακό της ψυχολογίας. Εγώ αποφάσισα να το κάνω εξ αποστάσεως, διότι βρέθηκα στην χρονιά που ξέσπασε ο κορονοϊός. Είχα ετοιμαστεί να μείνω εκεί πέρα και να σπουδάσω. Εν τέλει, ανωτέρα βία, επειδή κιόλας τα μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, αν όχι παντού, στην Αγγλία είναι σίγουρα ένας χρόνος και όχι δύο ή ενάμισι που είναι στην Ελλάδα. Ο κορονοϊός κράτησε δύο χρόνια, οπότε και να ήθελα δεν μπόρεσα ποτέ να πάω και να γνωρίσω από κοντά εκείνο το μέρος. Οπότε ήταν, έτσι όπως το βίωσα εγώ, για να στο πω κάπως πιο, έτσι επιφανειακά, ήταν ότι έκανα ένα μεταπτυχιακό στην Ελλάδα, στην αγγλική γλώσσα. Δηλαδή έβαζα το Zoom που όλοι ξέρουμε καθημερινά και μιλούσα απλά αγγλικά, βλέποντας διαφάνειες μέσα από τον υπολογιστή, μην έχοντας πρόσβαση σε άλλες δράσεις που ενδεχομένως θα γινόταν εκεί πέρα. Οπότε και την έρευνα και τη διαδικασία όλη, την ωραία του μεταπτυχιακού, δεν μπόρεσα να τη βιώσω στο έπακρον. Δηλαδή ακόμα και αυτή την ιδιότητα του ψυχογλωσσολόγου, νομίζω δεν θα την γνωρίσω καλά, άμα δεν κάνω κάτι άμεσα. Βλέποντας και κάνοντας, βέβαια, με τον κορονοϊό. Τώρα τα πράγματα δεν ξέρω, κάπως έχουν βελτιωθεί και νομίζω ότι θα μπορέσω να αξιοποιήσω κάποιες γνώσεις που έμαθα και θα δούμε πώς μπορεί να συνδυαστεί. Υπήρχε μία μέσα μου, να το πω και αυτό, ένα μπέρδεμα. Όταν τελείωσα την πρακτική, διότι, όπως ξαναείπα, είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ που σε ερευνητικό ήθελα να το ψάξω ακόμα περισσότερο για τη διάλεκτο. Οπότε έψαξα και μεταπτυχιακά που είχαν να κάνουν με μειονοτικές γλώσσες, διάλεκτοι που χάνονται, υπάρχει και κλάδος της γλωσσολογίας που είναι διαλεκτολογία, αλλά και αυτό, επειδή έπρεπε να βρω κάπως και την απορρόφηση μετά, την επαγγελματική και την σταδιοδρομία, έπρεπε να βρω κάτι το οποίο θα μου θα μου φέρει και κάποια έσοδα. Δηλαδή θα μπορέσω όντως να ζω από αυτό, βιοποριστικά. Οπότε η διαλεκτολογία, αν δεν προχωρήσει σε επίπεδο διδακτορικού, είναι δύσκολο να αφιερωθείς σε έναν τόσο θεωρητικό τομέα. Η ψυχογλωσσολογία, εκτός ότι είναι και πιο ενδιαφέρουσα για εμένα προσωπικά, όντως μπορεί να γίνει και πράξη, αν δεν θες να ακολουθήσεις κάποιον διδακτορικό, έτσι, δρόμο. Διότι μπορείς να εργαστείς, ας πούμε, σαν- όπως είναι οι λογοθεραπευτές, είναι κάτι παρόμοιο, είτε με ανθρώπους με γλωσσικές διαταραχές και τα λοιπά, σε κάποιους ιδιωτικούς φορείς, έστω. Έτσι διάλεξα το μεταπτυχιακό.
Ωραία. Όποτε το επόμενο βήμα πιο πιστεύεις ότι θα είναι;
Το επόμενο βήμα; Έχω πάρα πολλά στο μυαλό μου, αυτό που θέλω σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή μου είναι όντως να διδάξω, να διδάξω. Τώρα θα είναι την ελληνική ως δεύτερη ξένη γλώσσα, θα είναι την ελληνική σε κάποιο σχολείο, δεν ξέρω. Αλλά πιστεύω ότι αυτό το κράμα της γλωσσολογίας και της φιλολογίας μαζί και με κάποιες γνώσεις από το μεταπτυχιακό με έχουν κάνει να νιώθω έτοιμη, για να μπω σε αυτό τον στίβο της διδασκαλίας και να συνεργαστώ με ανθρώπινες ψυχές και πόσω μάλλον παιδιά. Γνωρίζοντας και κάποια πράγματα για διαταραχές στον λόγο, [01:00:00]γνωρίζοντας και κάποια πράγματα προσέγγισης, επικοινωνιακής και έχοντας λίγο και το background της πρακτικής, που μου έκανε πολύ καλό ως προϋπηρεσία, να το πω και αυτό. Γιατί όντως δίδαξα την ελληνική ως δεύτερη ξένη γλώσσα κάπου. Θεωρώ ότι το επόμενο βήμα είναι να βρω έναν επόμενο φορέα είτε ιδιωτικό είτε δημόσιο, που να μπορέσω να κάνω πράξη αυτό που κάνω τόσα χρόνια και αυτό με το οποίο ζυμώνομαι, θα μπορούσα να πω, που είναι η ελληνική γλώσσα.
Απ’ όλες τις εμπειρίες που διηγήθηκες τι σου έχει μείνει;
Ξεκάθαρα η πρακτική μου στην Ιταλία. Δηλαδή νομίζω ότι η Καλαβρία και οι Έλληνες εκεί πέρα, οι ξεχασμένοι μας Έλληνες, είναι ό,τι καλύτερο έχω ζήσει. Νομίζω ότι δεν θα το ξεχάσω ποτέ, θα το λέω και θα το λέω όσα χρόνια κι αν περάσουν και νομίζω όσο η μνήμη μου βαστά καλά, θα το έχω σαν ανάμνηση. Ήταν κάτι το, ήταν ένα δώρο βασικά που μου δόθηκε. Δηλαδή δεν το έχω μετανιώσει. Αν κάτι μετανιώνω είναι που δεν έκατσα και περισσότερο, να σου πω την αλήθεια. Απλά υπάρχουν αυτά τα γραφειοκρατικά που μας στοιχειώνουν. Έπρεπε η πρακτική μου να είναι μόνο για τρεις μήνες, αλλά έχω σκεφτεί να επισκεφτώ ξανά εκείνους τους τόπους και ιδιαίτερα κάποιους ανθρώπους, που τους έχω ακόμα μέσα στην καρδιά μου. Όλους βασικά, αλλά είναι - . Εντάξει και η Βασιλική Βούρδα που μας βοήθησε να κατεβούμε και να ζήσουμε όλη αυτήν την εμπειρία, την ευχαριστώ και είμαι ευγνώμων για την εμπειρία που έζησα. Δηλαδή, ήταν δώρο! Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά τα χαμόγελα, αυτά τα βλέμματα. Νομίζω ακόμα και τώρα κάποιες φορές βουρκώνω, όταν τα σκέφτομαι. Ήτανε, ένιωσα ότι αγκαλιάζω αυτούς τους ανθρώπους και τους βάζω στην καρδιά μου για πάντα, δηλαδή τους πήρα μαζί μου κάπως. Ελληνόφωνα χωριά και Καλαβρία για εμένα είναι αξέχαστα.
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο;
Θα ήθελα. Βασικά, όχι να προσθέσω, θα ήθελα να μοιραστώ το γεγονός και το είπα και στην αρχή της συνέντευξης, ότι είναι πολύ κρίμα και συστήνω ανεπιφύλακτα σε όσους δεν έχουν ταξιδέψει προς εκείνον τον τόπο, να πάνε. Να πάνε, όχι μόνο γιατί υπάρχει το ελληνικό ιδίωμα εκεί πέρα, η γκρεκάνικη διάλεκτος που είναι πολύ ενδιαφέρουσα και μόνο να την ακούσεις και να δεις την κουλτούρα των ανθρώπων εκεί πέρα, αλλά πραγματικά και γεωλογικά και επειδή είναι και σε ένα πολύ ιδιαίτερο γεωγραφικό μέρος η Νότια Ιταλία, θα ήταν πολύ ωραίο άνθρωποι να δούνε τα μέρη εκεί κάτω. Είναι κάτι τόσο οικείο, αν ζεις στην Ελλάδα, να δεις εκεί πέρα τα μέρη, αλλά και κάτι τόσο διαφορετικό. Δηλαδή πρώτη φορά ένιωσα, ότι είμαι σε έναν τόσο οικείο, αλλά και διαφορετικό κόσμο παράλληλα. Ήταν, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς, ήταν δώρο και πραγματικά κάποια στιγμή θα ξανακατέβω. Νομίζω τώρα που τα θυμήθηκα, αν είχα τη δυνατότητα και αύριο να πάρω ένα καράβι και να πάω σ' αυτούς τους ανθρώπους, θα πήγαινα και θα χόρευα ταραντέλα μέχρι το πρωί. Αυτό.
Ωραία. Σε ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.