© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

Κωδικός Ιστορίας
10708
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Γαλαζίδης (Δ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/10/2021
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)
Σ.Β.:

[00:00:00]Κύριε Δημήτρη, ξεκινάμε! 

Δ.Γ.:

Ναι. 

Σ.Β.:

Θέλω αρχικά να μου πείτε πότε γεννηθήκατε και πού; 

Δ.Γ.:

Εγώ γεννήθηκα το 1916 στο Άργος Πελοποννήσου, ναι. Έκτοτε μετεφέρθημεν εδώ στην Αθήνα. 

Σ.Β.:

Πόσα αδέρφια...

Δ.Γ.:

Α, όχι! Όταν ήμουν πολύ νέος, εις ηλικίαν περίπου 4 ετών, 3-4 ετών, επειδή οι γονείς μου ήσαν από την Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας μου ιερεύς, παπάς. Άλλοτε ήταν εδώ, στον Άγιο Λουκά παπάς. Αλλά εκεί στην Κωνσταντινούπολη είχε μια μεγάλη ενορία, το Κοντοσκάλιο. Έχει και το βιβλίο η Άννα, θα σας το δείξω μετά, έχουμε ένα ημερολόγιο του 1920. Θα σας ενδιαφέρει να το δείτε; 

Σ.Β.:

Αμέ. 

Δ.Γ.:

Αυτό είναι ημερολόγιο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, όπου λέει και ο Ευδόξος ο πατέρας μου: «Ο Κοντοσκαλίου ο Ευδόξος». Εκεί τότε το Πατριαρχείο είχε μία, πώς το λένε, ένα Συμβούλιο, που εδίκαζε τις υποθέσεις του Ελληνισμού. Δύο μόνον, τους οποίους είχαν αναθέσει οι Τούρκοι στο… δηλαδή τα διαζύγια και τις κληρονομιές. Αυτό το δικαστήριο αποτελείτο από τον Πατριάρχη, Μητροπολίτες και τον Γραμματέα, που ήταν ο Κοντοσκαλίου ο Ευδόξος. Θα το δείτε εκεί.  Αφού με πήγανε εμέναν εκεί και κάθισα 2-3 χρόνια και άκουγα τους Τούρκους που περνούσαν από κάτω, γιατί είχαμε ένα πολύ ωραίο σπίτι, να λένε διάφορα: «[Δ.Α.]», «Φωτιά έπιασε στο [Δ.Α.] κ.τ.λ. Γύρω-γύρω ήταν μεγάλα σχολεία, τα οποία δεν ήθελε ο πατέρας μου. Γυρίσαμε πίσω. Γυρίσαμε πίσω. 

Σ.Β.:

Πάλι στο Άργος; 

Δ.Γ.:

Όχι, δεν γυρίσαμε στο Άργος, όχι. Γυρίσαμε εδώ, κοντά στην Κοκκινιά, όπου διορίστηκε ιερεύς, αλλά επειδή ήτανε πολύ… είχε τελειώσει τη Μεγάλη Σχολή του Γένους και εδώ είχε εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή, τονε πήρε αμέσως ο δεσπότης εδώ Αθηνών, ο... πώς λέγεται; Ως γραμματέα στη Μητρόπολη. Και γι΄ αυτό, εκεί.

Σ.Β.:

Και μένατε στην Κοκκινιά δηλαδή; 

Δ.Γ.:

Κοντά στην Κοκκινιά ήτανε. Δεν θυμάμαι πώς λεγότανε. Ναι. 

Σ.Β.:

Σχολείο πού πήγατε;  

Δ.Γ.:

Μετά; 

Σ.Β.:

Σχολείο, πού πήγατε σχολείο; 

Δ.Γ.:

Σχολείο… Όταν ήρθε ο πατέρας μου εδώ, που γυρίσαμε από την Κωνσταντινούπολη πια, διότι μας εξεδίωξαν το ’20 από εκεί, έστειλε πρώτα την οικογένεια και μετά ήρθε αυτός. Και εδώ, διορίστηκε στον Άγιο Λουκά, στα Πατήσια. Στα Πατήσια ήμουν κι εγώ πολύ μικρό παιδί, 6-7 χρονών. Εκεί υπήρχαν πολλά σχολεία, μεταξύ των οποίων υπήρχε ένα αγγλικό σχολείο: English Commercial School“Berkshire”, Berkshire School, το οποίο ήτανε υπό την Αγγλική Πρεσβεία. Από τη μια μεριά ήταν, η Αμερική είχε το Κολέγιο, American College, και αυτός είχε English School. Το δημοτικό σχολείο το είχαν αυτός ο… στο αγγλικό σχολείο εγώ αυτό, εκεί. Αλλά αυτό ήτανε Commercial School, δηλαδή εμπορική. Για τον λόγο αυτό αναγκάστηκα να φύγω, να μην συνεχίσω εκεί το γυμνάσιο και πήγα στο 8ο Γυμνάσιο στα Πατήσια. Όπου τελειώσαμε το 8ο γυμνάσιο και από εκεί έδωσα εξετάσεις εδώ στην Αθήνα και μπήκα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.  

Δ.Γ.:

Από εκεί αρχίζει η περιπέτεια η μεγάλη. Διότι εγώ ήθελα ταυτόχρονα με την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου να τελειώσω και τη θητεία μου. Για αυτό πήγα και υπηρέτησα, να υπηρετήσω. Τότε η θητεία ήταν 24 μηνών. Κατέβηκα στο Ναύπλιο, έκατσα 2-3 μήνες και μετά με φέρανε εδώ, στο Επιτελείο της Δευτέρας Μεραρχίας. 

Σ.Β.:

Ποια χρονιά αυτό, πότε μπήκατε;

Δ.Γ.:

Αυτό ήταν το '39. Ναι, εκεί είχαμε Στρατηγό από πάνω, το σώμα του στρατού, τον Δεμέστιχα και η Μεραρχία, τον Μπάκο, τον στρατηγό, ο οποίος μετέπειτα έγινε υπουργός, επί Κατοχής. Άσ' τα. Ναι. Εμένα με έβαλαν εκεί βοηθό του ιατρού και αποκεί και πέρα πήγαινα με… ακολουθούσα τις σπουδές μου. Ώσπου ξαφνικά κι ενώ πηγαίναμε πολύ καλά και δεν είχαν περάσει 4 μήνες μόνον από την απόλυσή μου, εξερράγη ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί στις 6 Απριλίου το 1941 εκήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ελλάδος. Τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδος ήταν ο Κορυζής, όπως ξέρετε, ο οποίος απάντησε μ' ένα ηχηρό: «Όχι», όπως κι ο Μεταξάς. Και εκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο και ζήτησε να υποβάλει την παραίτησή του εις τον βασιλιά. Ο βασιλιάς δεν τονε δέχτηκε. Πήγε στο σπίτι του και αυτοκτόνησε. Τα γνωστά με τον Κορυζή. 

Σ.Β.:

Με τους Ιταλούς όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, με τους Ιταλούς, το 1940. [00:05:00]

Δ.Γ.:

Ναι. 

Σ.Β.:

Εκείνη τη μέρα την θυμάστε; Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1940;

Δ.Γ.:

Το 1940. Ήταν 28 Οκτωβρίου το ’40. Ή 29; 29 μου φαίνεται. 

Σ.Β.:

28. 

Δ.Γ.:

28 Οκτωβρίου...

Σ.Β.:

Προς 29.

Δ.Γ.:

Καλά, εκεί έγινε μια μεγάλη διαδήλωσις, τρομερή. Όλη η Αθήνα, εμείς οι φοιτηταί και οι σπουδασταί, από την πλατεία Αμερικής μαζευτήκαμε 200-300 και, μέχρι να φτάσουμε στο Σύνταγμα, γινήκαμε χιλιάδες. Με σημαίες: «Όχι», «Ελλάδα», «Βρομερούς Ιταλούς» κ.τ.λ. Και το πρώτο που συναντήσαμε ήτανε μια μεγάλη πολυκατοικία σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο, ήτανε η Ιταλική Σχολή. Αντίθετη με τη Γερμανική. Ανεβήκαμε πάνω, τα κάναμε θάλασσα, πετάξαμε έξω θρανία, βιβλία, τα κάψαμε όλα κυριολεκτικά. Από κει προχωρήσαμε ακόμα, ανεβήκαμε την Πανεπιστημίου, φτάσαμε στην… που ήταν η ιταλική εταιρία, Alitalia, η αεροπορική. Μπήκαμε μέσα, τα καταστρέψαμε έξω πετάξαμε τα αεροπλάνα και μετά κι εμείς συμμετείχαμε στη μεγάλη διαδήλωση για τη μεγάλη συγκέντρωση της Πλατείας Συντάγματος, όπου μίλησαν διάφοροι κ.τ.λ. Και από εκεί έγινε η επιστράτευσις πλέον. Κι ο καθένας πλέον, όπως εγώ είχα επιστρατευθεί, με κάλεσαν πάλι από εκεί που είχα υπηρετήσει. Στο Ναύπλιο. Γιατί είμαι από το Άργος, όπως σας είπα. Έγινε η επιστράτευσις έξω από το Ναύπλιο, μείναμε 2-3 μέρες εκεί και από εκεί ενετάχθημεν σε λόχους, σε Σύνταγμα, στο 8ο Σύνταγμα του Ναυπλίου. Το Ναύπλιο ήταν Μεραρχία και είχε 3 Συντάγματα. Είχε το 8ο του Ναυπλίου, το 9ο των Καλαμών και το 11ο της Τριπόλεως. Είχαμε δε και το ορεινό πυροβολικό της Κορίνθου. Και αυτά ηκολούθησαν όλα μέχρι απάνω. Από εκεί…

Σ.Β.:

Πώς πήγατε, προς το μέτωπο πώς πήγατε; Θυμάστε;

Δ.Γ.:

Πώς πήγαμε στο μέτωπο; Μπήκαμε στο τρένο και μας έβγαλε στην Καλαμπάκα. Και στην Καλαμπάκα, με νυχτερινές πορείες, για να προχωρήσουμε μέχρι το μέτωπο. Γιατί τις σημερινές δεν... ημερήσιες για τον φόβο των βομβαρδισμών από τους Ιταλούς, οι οποίοι δεν είχαν και μεγάλη... επιτυχίες, οι βομβαρδισμοί, γιατί αυτοί βομβάρδιζαν από πολύ… δεν κατέβαιναν, φοβόντουσαν. Από εκεί, ενώ προχωρούσαμε καμιά 10-15 μέρες νυχτερινές πορείες 20-25 χιλιομέτρων και κοιμόμαστε την ημέρα, περάσαμε τα Γιάννενα σιγά σιγά και αρχίσαμε να προχωρούμε. Εντωμεταξύ είχε μπει ο Γενάρης και προχωρούσε ο Γενάρης, οι Ιταλοί είχανε μπει και είχανε καταλάβει, όπως ακούγαμε τότε, διάφορα μέρη της Πίνδου απάνω. Κι ενώ οι δικοί μας πάλι κι αυτοί κατείχαν ορισμένα σημεία της Πίνδου. Εκεί, κατά τις 18-20 Ιανουαρίου κι εμείς βρεθήκαμε εκεί κοντά. Άρχισε το τάγμα μας: «Nα απλωθείτε!» 

Σ.Β.: Σε ποιο σημείο σάς τοποθέτησαν;

Δ.Γ.:

Ακριβώς εκεί, αυτό να θυμηθώ. Ακριβώς εκεί, κοντά στο Καλπάκι. Στο Καλπάκι, στα ορεινά του Καλπακίου. Και τοποθετήσαμε εκεί, που ήρχισε να φτάνει και το βαρύ πυροβολικό το δικό μας. Στο Kαλπάκι. Ναι.  Και εντωμεταξύ, από την Πίνδο απάνω, τους εξανάγκασαν εις άτακτο φυγή. Τους... οι οποίοι... όχι, στην αρχή τακτική, και κατέβηκαν μέσα σε μια άλλη πεδιάδα, που περνάει ο ποταμός Καλαμάς. Εκεί. Κι εμείς από πάνω εκεί, άρχισαν κάτι πυροβολισμούς, ελάχιστα πράγματα. Αλλά κυρίως ήμασταν για να υποστηρίξουμε το ορειβατικό πυροβολικό. Να υπάρχει ένα στήριγμα σε αυτό. Ε, αποκεί και πέρα αυτοί, με τους πυροβολισμούς που κάναμε, το ‘βαλαν κυριολεκτικά στα πόδια και άρχισαν σε άτακτο φυγήν, να εγκαταλείπουν τα πάντα μέσα εκεί στο... αυτό το οροπέδιο. Ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. 

Δ.Γ.:

Την άλλη μέρα που κατεβήκαμε εμείς κάτω εκεί, για να προχωρήσουμε, γιατί πήραμε εντολή: «Να κυνηγάτε κατά πόδα τους Ιταλούς», το τάγμα το δικό μας. Εκεί είδαμε, σε αυτό το οροπέδιο μέσα, εγκαταλελειμμένα όχι όπλα αλλά βαρείς όλμους, αποθήκες με πυροβολικό, αποθήκες με ιματισμό, με τρόφιμα, υγειονομικό υλικό, ακόμα και ποδήλατα είχαν μαζί τους οι Ιταλοί φέρει. Ναι. Εκεί δε, σε ένα μικρό χωριό, δε θυμάμαι πώς λεγόταν, σε ένα δέντρο πάνω είχανε κολλήσει μια ανακοίνωση ότι «από εδώ και μπρος θα αγοράζετε με λιρέτες και τόσο λιρέτα κάνει η δραχμή». Το έσκισα και το πέταξα αυτό το πράμα. Τέλος πάντων, αφου τους κυνηγήσαμε...

Σ.Β.:

Αιχμαλώτους είχατε πιάσει...

Δ.Γ.:

Α, έχει ακριβώς, είδα κι άλλο! Είχαν εγκαταλείψει ακόμα και τα γράμματα μέσα στους σάκους, των στρατιωτών, που θα έστελναν στους γονείς τους [00:10:00]οι Ιταλοί. «Ας πάρουμε κάνα γράμμα να διαβάσουμε». Και πήραμε ένα, από λίγα ιταλικά που ξέραμε. Ένα παιδί έλεγε ότι: «Προχωρούμε, σε λίγο θα καταλάβουμε τα Γιάννενα και πολύ γρήγορα θα είμαστε στην Αθήνα, από όπου θα σου γράψω πάλι». Και λέω, κάτω, σκεφτόμουν: «Πού να βρίσκεται πάλι ο στρατιώτης; Έχει πάει…». Τέλος πάντων.   Εμείς, αμέσως μετά, προωθηθήκαμε, τους κυνηγήσαμε, φύγανε για την Κακκαβιά αυτοί απέναντι κι έμειναν στην Κακκαβιά από γύρω και προχωρούσαμε. Άρα, τους εγκατέλειψαν. Γιατί αυτοί υποχωρώντας, φεύγοντας, άλλοτε τακτικά πλέον, άλλοτε άτακτα, πολύ πίσω, για να βρούνε καταφύγια και ορεινά μέρη, για να κρατήσουνε ισχυρά ερείσματα, ναι. Τώρα, τι έγινε; Όπως προχωρούσαμε, στο δρόμο πάνω, βλέπω μία πινακίδα: «Αργυρόκαστρον: 24 χιλιόμετρα». Λοιπόν, είπαμε, αντί να προχωρήσουμε πέραν του Αργυροκάστρου, να κάνουμε μία κυκλική κίνηση, να μην μπούμε. Γιατί δεν ξέραμε αν ήταν Ιταλοί μέσα. Από πίσω. Και πράγματι πήγαμε. Eντωμεταξύ άλλα στρατεύματα, από κάτι, ένα μικρό οροπέδιο, είχαν καταλάβει το Αργυρόκαστρο και εμείς θριαμβευταί μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο με μία θριαμβευτική παρέλαση. Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το πράμα. Είχε βγει χιλιάδες, εκατοντάδες Έλληνες που ζούσαν τότε εκεί στην Αλβανία, με χιλιάδες και εκατοντάδες σημαίες. Πού τις είχαν θαμμένες αυτοί; Εφόσον ήσαν υπό την Αλβανία και μετέπειτα υπό ιταλική κατοχή. Διότι η Ιταλία είχε κάνει κατοχή της Αλβανίας. Πριν επιτεθεί σε εμάς, είχε... Λοιπόν, τα κορίτσια μάς έραιναν με άνθη, τραγουδούσανε τον Εθνικό Ύμνο κ.τ.λ. Σημαίες στα μπαλκόνια. Μέχρι γλυκίσματα μας έδιναν να φάμε. Αφού περάσαμε θριαμβευταί, ας πούμε, ενώ δεν είχαμε πολεμήσαμε στην ουσία καθόλου... 

Σ.Β.:

Πώς νιώθατε όμως εσείς; Πώς νιώθατε με την υποδοχή αυτή; Πώς νιώθατε; Πώς νιώθατε εκείνη τη στιγμή; 

Δ.Γ.:

Συγκίνηση, μεγάλη συγκίνηση, τρομερή, βέβαια. Και αποθέωση που μας έκαναν αυτοί. Αφού φύγαμε από την έξοδο, στο βορεινό μέρος του Αργυροκάστρου, είχαν εγκαταλείψει ένα στρατόπεδο. Πολύ οργανωμένο, με χώρους για ύπνο, με κρεβάτια και τέτοια. Μείναμε ένα βράδυ εκεί και το πρωί πρωί έπρεπε να προχωρήσουμε για να συναντήσουμε τους Ιταλούς που προχωρούσανε. Εκεί πλέον, από το Αργυρόκαστρο μέχρι τα πρώτα ορεινά που ξεκινούσαν από εκεί για να φτάσουν στο Τεπελένι, υπήρχαν αρκετά χιλιόμετρα οροπεδίου. Έπρεπε να περάσουμε αυτά τα χιλιόμετρα, για να συναντήσουμε αυτό το οροπέδιο που λεγόταν Μάλι Σφάτηρ το οροπέδιο και είχε αρκετή έκταση, χιλιομέτρων, σε οροπέδιο και βάθος αρκετών χιλιομέτρων με συνέχεια υψόμετρα, υψόμετρα, ένα παγωμένο. Εντωμεταξύ, είχε αρχίσει πολύ χιόνι, κρύο και παγωνιά. Ένα μέρος τελείως άχαρο. Δεν υπήρχε ψυχή να κατοικεί εκεί πάνω. Συνέχεια βουνά, συνέχεια λόφοι, συνέχεια… Λοιπόν, εκεί αυτό προχωρήσαμε και αυτό έπρεπε να καταλάβουμε. Αυτό το είχαν όμως καλά οχυρωμένο οι Ιταλοί. Από την αριστερά πλευρά του οροπεδίου μέχρι την άλλη. Εντωμεταξύ, όπως προχωρούσαμε, είχε προχωρήσει κι όλο το Σύνταγμα το δικό μας και κατέλαβε  μια μικρή... ένα μικρό εγκαταλελειμμένο χωριό στο αριστερό βορειοανατολικό τμήμα της πλαγιάς του βουνού αυτού. Λεγότανε Κολόνια το βουνό αυτό. Μείναμε εκεί για να ξεκουραστούμε λίγο κι εμείς από το απόγευμα, αλλά κατά τις 09:00, 08:00 το βράδυ, συναγερμός. Τι συμβαίνει; Ότι εθεάθησαν στο βορρά, σε αρκετά υψόμετρα, σε βάθος, πολλοί Ιταλοί, οι οποίοι έκαναν... έχτιζαν οχυρά πάνω εκεί. Αμέσως ένα τάγμα δικό μας ολόκληρο κι ένα τάγμα του εδώ, των Αθηνών, πώς λεγότανε, όχι το... το 34, το 24ου, ξεκινήσαμε με τα πόδια και ανεβαίναμε σιγά, σιγά, σιγά το βουνό από τη μια πλαγιά και την άλλη για να τους πλαγιοκοπήσουμε. Αυτοί εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να αμύνονται κι είχαν καταλάβει ορισμένα υψόμετρα και για την ώρα ήτανε καλή η ημέρα. Βλέπαμε κανονικά. Προχωρούσαμε. Οπότε άρχισαν οι μάχες, να προσπαθήσουμε εμείς να τους πλαγιοκοπήσουμε, [00:15:00]αλλά και αυτοί αντέστησαν εκεί αρκετά καλά και πολέμησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να κρατήσουν πολύ, γιατί τους χτυπήσαμε πολύ άσχημα και, εντωμεταξύ, άρχισε μια τρομερή καταιγίδα με χιονοθύελλα, που δεν έβλεπε κανείς, ούτε ένα μέτρο ο ένας από τον άλλον. Εκεί ο ένας είχε χάσει τον άλλον. Οι Ιταλοί είχαν μειχθεί με τους Έλληνες. Άκουγες τους Ιταλούς να φωνάζουν ποια είναι η ομάδα τους, η διμοιρία τους. Όπως κι εμείς. Εν τέλει ξεχωρίσαμε, φύγαν αυτοί προς τα πάνω κι εμείς φύγαμε προς τα κάτω, αφού αφήσαμε το 34 τάγμα εκεί, να κατέχει αυτό το ύψωμα. Αυτό το ύψωμα λεγότανε Σαφέ Ραγά κι ήτανε το πιο σπουδαίο ύψωμα, 1900-2000 μέτρα υψόμετρο, που κατείχε στην περιοχή αυτή. Καταλάβαμε το ύψωμα, φυσικά και την πέριξ περιοχή και το ασφαλίσαμε καλά.  Εμείς γυρίσαμε πίσω, πάλι μείναμε και ξεκουραστήκαμε μέχρι το απόγευμα στο χωριό, στην Κολόνια. Έπρεπε όμως να καταλάβουμε και το δυτικό πλάγιο, για να μπορέσουμε να πλαγιοκοπήσουμε αυτό το Μάλι-Σπάτι, το πελώριο χωριό... πελώριο βουνό, το οποίο έφτανε σε βάθος, ήτανε υψόμετρα. Χωρίς δρόμους, με κάτι δρομάκια εντελώς… και με τα προσωπικά μας, τον προσωπικό μας δρόμο, αυτό, τα στενά που είχε ο καθένας. Λοιπόν, ξεκινήσαμε απογευματάκι, για να μην μας βλέπουν οι Ιταλοί από πάνω, σιγά σιγά από τα πρανή, και φτάσαμε στο απέναντι μέρος, όπου ήταν ένα εγκαταλελειμμένο, ένα χωριό, κι αυτοί κατείχαν από το χωριό σε 1.000 μέτρα περίπου τα υψώματα, καλά οργανωμένα. Αυτό το χωριό λεγόταν Γκολέμι, το οποίο Γκολέμι το καταλάβαμε χωρίς πόλεμο. Είχε σχολείο –βέβαια ακατοίκητο τελείως– και αρκετά σπίτια, όπου εγκαταστάθημεν εκεί για λίγο καιρό και από εκεί έπρεπε κι εμείς να καταλάβουμε τα υψώματα από την αντίθετη πλευρά, διότι από την ανατολική, όπως σας είπα, είχανε καταλάβει το Σαφέ Ραγά, που επέβλεπε όλης της περιοχής, εδέσποζε όλης της περιοχής. Και πολύ ήταν εύκολο να πλαγιοκοπείς και να [Δ.Α.] τα στρατεύματα. Πράγματι, δεν επιδιώξαμε να χτυπήσουμε κατά μέτωπο, διότι πριν από εμάς, δυστυχώς, είχε έρθει ένα τάγμα από τη δική μας τη μεραρχία, δεν μπορώ να σας αναφέρω ποιο τάγμα ήτανε. Με τον ενθουσιασμό και τον ηρωισμό που είχαμε εμείς οι Έλληνες, αποφάσισαν να κάνουν κατά μέτωπον επίθεση στο βουνό αυτό απάνω και υπέστησαν τρομερή ζημιά, που τους χτύπησαν με πολλές δυνάμεις οι Ιταλοί και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με πολλές απώλειες, τραυματίες και νεκρούς. Λοιπόν αυτό έγινε μάθημα και διδάσκεται σήμερα στις σχολές μας, των Ευελπίδων, ότι: «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό, αν προηγουμένως δεν γίνει προετοιμασία με ορεινό πυροβολικό». Πρώτα θα προηγηθεί το ορεινό πυροβολικό, θα βάλλει και κάθε σημείο που θα υποχωρούν, θα το καταλαμβάνουν οι πεζοί.  Έτσι λοιπόν, ήρθε πράγματι το ορειβατικό πυροβολικό της Κορίνθου, πολύ καλά οργανωμένο πυροβολικό, το οποίο άρχισε να πυροβολεί και από τα πλάγια πρώτα και μπορέσαμε και καταλάβαμε τα πρώτα υψώματα, τα οποία τα εγκατέλειψαν αυτοί, χωρίς μάχη, μόνο με το πυροβολικό. Και από εκεί υποχωρούσαν και αρχίσαμε και εμείς να προχωρήσουμε. Και σιγά σιγά άρχισαν να βάλλουν και προς το κέντρο και άρχισαν και υποχωρούσαν αυτοί από το κέντρο και άρχισε από τότε μια ιστορία περίπου 15 ημερών, η πιο βάναυση ιστορία η οποία υπήρχε. Διότι επί 15 ημέρες προχωρούσαμε μέσα στο χιόνι, στο κρύο, να καταλαμβάνουμε ένα κι ένα τα υψώματα, που άλλοτε δίνονταν μάχες και άλλοτε τα εγκατέλειπαν, μέχρι να φτάσουμε μπροστά στο Τεπελένι. Τη νύχτα δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε. Βάζαμε το σακίδιο και καθόμασταν στο σακίδιο. Κι επειδή δεν είχε να ακουμπήσεις πουθενά, ο ένας ακουμπούσαμε πλάτη με πλάτη και κοιμόμαστε και σκεπαζόμαστε με ό,τι βρήκαμε, με καμιά κουβέρτα, με κανένα αντίσκηνο κ.τ.λ. Τα πόδια, όμως, ήταν εκτεθειμένα έξω, στο κρύο, στην παγωνιά. Για αυτό κι έπειτα είχαμε πολλά κρυοπαγήματα, όπως θα σας πω. Τα κρυοπαγήματα είναι μεγάλη ιστορία. Τέλος πάντων, προχωρήσαμε, καταλάβαμε όλα αυτά, ώσπου πια έμενε να καταλάβουμε το τελευταίο οχυρό. Πώς λεγόταν; Άντε να θυμηθώ τώρα. Το Προγονάτι. Το Προγονάτι, το οποίο το είχανε πάρα πολύ καλά οχυρωμένο, ήταν ένα βουνό και είχε πλάι μικρά βουνά κι είχε σαν μια μικρή πεδιάδα απάνω. Αυτό το κράτησαν πάση θυσία, γιατί ακριβώς απέναντι δέσπο[00:20:00]ζε σε 2-3 χιλιόμετρα το πολύ καλά οχυρωμένο Τεπελένι, σιδηρόφρακτο, απέναντι. Κάναμε τη μάχη, η οποία κράτησε δύο 24ωρα. Το πρώτο 24ωρο μάς απώθησαν πολύ με αρκετές απώλειες και το δεύτερο επαναλήφθη η μάχη, που με πολλές απώλειες εκατέρωθεν καταλάβαμε αυτό το ύψωμα, το οποίο δέσποζε όλης της περιοχής. Και από κάτω το Προγονάτι είχε ένα μεγαλούτσικο χωριό, με σχολείο μεγάλο και σπίτια εγκαταλελειμμένα ακόμα και με κρεβάτια μέσα. Καταλάβαμε και αυτό το χωριό κάτω από το Προγονάτι, για να βάζουμε ένα λόχο να αλλάξει, να ξεκουράζεται στο χωριό μας, κι εμείς κρατήσαμε απάνω το Προγονάτι, ενώ αυτοί υποχώρησαν τελείως και μπήκανε από διαφόρους προσβάσεις μέσα στο Τεπελένι. Εκεί άρχισε από την επόμενη ημέρα κιόλας ανταλλαγή πυροβολικών από μακριά. Και πού και πού αυτοί κατέβαιναν να δώσουν μάχες και γινόντουσαν και μάχες μεταξύ αυτών και ημών, που κρατούσαμε τα προχωρημένα φυλάκια κάτω, στις προσβάσεις. Είχαμε φυλάκια προχωρημένα. Και αυτό κράτησε αρκετές μέρες. Και είχαμε και αρκετούς αιχμαλώτους και μάλιστα αυτομόλους. Αυτόμολοι, δηλαδή, μόνοι τους παραδίδοντο οι Ιταλοί. 8-8, 10-10, σήκωναν μια λευκή σημαία μέσα από ατραπούς και από μονοπάτια ερχόντουσαν στα πρώτα σημεία που κατείχαμε κάτω κάτω, παραδίδονταν στους δικούς μας: “Bono Greco, poco mangiare”, «Πολύ καλοί οι Έλληνες», “No Guerra”, «Όχι πόλεμο, δεν θέλουμε». Τέλος πάντων, τους παίρναμε, παίρναμε πίσω στη διοίκηση, απάνω δηλαδή στο Προγονάτι, και από εκεί τους προωθούσαμε μέχρι το Γκολέμι, το πρώτο χωριό που είχαμε αφήσει κάπου, που είχε γίνει έδρα... πώς το λένε; Εδώ έχω ένα βιβλίο, κάτι έχω γράψει… 

Σ.Β.:

Έδρα διοίκησης τροφοδοσίας;

Δ.Γ.:

Ναι. Σταθμός ανεφοδιασμού τάγματος είχε γίνει. Κι εκεί, λοιπόν, τραυματίες, αιχμαλώτους κ.τ.λ. Γιατί εντωμεταξύ είχαμε βρει κι άλλο δρόμο πιο καλό, που δεν ήταν ανάγκη να ανεβαίνουμε όλα αυτά τα μονοπάτια, τους μεταφέραμε με μουλάρια. Είχαμε τους ημιονηγούς. Άριστα εκπαιδευμένοι και πολύ καλοί, που φρόντιζαν πολύ τα μουλάρια, και για να μεταφέρουν πίσω τραυματίες και κρυοπαγημένους και να φέρνουν στην πρώτη γραμμή πολεμικό υλικό, τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειαζότανε. Γιατί βεβαίως δεν έβραζε ποτέ φαγητό. Όλα τα φαγητά που είχαμε της μέρας ήταν η ξηρά τροφή, η λεγόμενη. Γαλέτα. Γαλέτα ήτανε σκληρό ψωμί, που την έβαζες στη χλαίνη, στην τσέπη, τυρί κεφαλοτύρι, σταφίδα και κονιάκ. Ναι. Το οποίο το προωθούσαν και μας το έδιναν πάνω. Λοιπόν, τι είπαμε; 

Σ.Β.:

Τώρα είμαστε στο...

Δ.Γ.:

Στο Τεπελένι γινόταν ανταλλαγή πυροβολικών και όλα αυτά τα πράματα. Εντωμεταξύ ήρθε μια μεγάλη μάστιγα, η μάστιγα των κρυοπαγημάτων. Κάθε μέρα δεκάδες, και 100 ίσως. Εντωμεταξύ εγώ, σαν φοιτητής ιατρικής, πήγα κοντά στον γιατρό και κάναμε μια ομάδα πρώτων βοηθειών, ας πούμε, για να ελέγχουμε τα κρυοπαγήματα. Και κάθε μέρα στέλναμε στα μετόπισθεν 20 έως 30 κρυοπαγημένων. Δηλαδή αυτά, τα άκρα των δαχτύλων μαυρίζανε και παθαίνανε νεκρώσεις και γάγγραινα των άκρων, που αυτή προχωρούσε και λίγο λίγο έτρωγε όλο το πόδι. Υπήρχε δε εντολή από πάνω από τη Διοίκηση να βρίσκουμε κάθε μέρα τους κρυοπαγημένους και να τους στέλνουμε εγκαίρως, για... αν μπορούσε να γίνει καμία θεραπεία. Τα γράφει αυτά; Ναι. Θεραπεία. Αλλιώς γινόντουσαν ακρωτηριασμοί. Κόβανε τα πόδια. Ξεκινάγαν απ' τα… Οι μεγαλύτεροι... πώς το λένε, ανάπηροι, που είχανε μείνει μετά στα νοσοκομεία, ήτανε ανάπηροι από κρυοπαγήματα παρά από τραυματισμούς.  Λοιπόν, αφού ασχολήθηκα με αυτό το πάνω, ήρθε μια διαταγή να αντικατασταθεί το τάγμα κι ως εκ τούτου εγώ δεν ξέρω τι έγινε στο Τεπελένι. Δεν έπεσε όμως ποτέ το Τεπελένι, από όσο έχω μάθει. Λοιπόν και μας έδωσαν εντολή να γυρίσουμε πίσω. Και πράγματι, πήγαμε σε ένα ωραίο χωριό, νοτίως του Αργυροκάστρου, το Λιμποχόβο, όπως λεγότανε, το θυμάμαι, όπου ήτανε πολύ ωραία σπίτια, τα οποία ακατοίκητα. Φαίνεται ήτανε σπίτια των πριγκίπων, των βασιλιάδων και τέτοια, [00:25:00]με ωραία μέσα τζάκια κ.τ.λ. Πήγαμε εκεί κι άρχισε άλλος πόλεμος, η ψείρα. Τρομερός εχθρός η ψείρα. Να μπορέσουμε να ξεπλυθούμε, να κάνουμε ένα μπάνιο κ.τ.λ. Εκεί καθίσαμε αρκετά, ώσπου ήρθε μία διαταγή...

Δ.Γ.:

Α, εντωμεταξύ, μεταξύ των τραυματιών και των νεκρών στον πόλεμο πάνω υπήρχαν πάρα πολλοί έφεδροι ανθυπολοχαγοί του πεζικού, οι οποίοι στην ουσία αυτοί διεξήγουν τον πόλεμο και αυτοί είχαν τις νίκες όλες εκεί. Και οι μόνιμοι βέβαια, αλλά τόσο δεν κατείχαν τέτοιες θέσεις, αλλά ήταν σε επιτελεία ως επί το πλείστον. Λοιπόν, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αντικατασταθούν αυτοί οι εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες ανθυπολοχαγοί του πεζικού, έφεδροι, παιδιά των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης. Αποφάσισε το Γενικό Επιτελείο Στρατού να ιδρύσει μια σχολή, έναν ουλαμό, όπως λεγότανε, εφέδρων ανθυπολοχαγών του πεζικού, στην οποία θα μπορούσανε να μπουν για να βγουν ανθυπολοχαγοί όσοι είχαν υπηρετήσει τη θητεία τους προηγουμένως και είχαν πείρα της Αλβανίας. Έτσι λοιπόν, τέσσερις από μας επελέγημεν για να πάμε στη Σχολή Εφέδρων Ανθυπολοχαγών, η οποία ήταν στην Καβάλα. Κατόπιν τούτου, κατεβήκαμε...

Σ.Β.:

Πότε έγινε αυτό; 

Δ.Γ.:

Αυτό έγινε… να το θυμηθώ. Τώρα δε θυμάμαι ακριβώς. 

Σ.Β.:

Μάρτιο; 

Δ.Γ.:

Όχι, όχι! Πιο νωρίς, πολύ πιο νωρίς! 

Σ.Β.:

Φλεβάρη; 

Δ.Γ.:

Τον Φεβρουάριο, ναι. Διότι τον Φεβρουάριο ήμασταν στη σχολή, τον Γενάρη έγινε, τέλη Ιανουαρίου. Λοιπόν, διότι τον Γενάρη εκεί γίνονταν αψιμαχίες απάνω. Εμείς είχαμε φύγει, δεν ξέρω τι έγινε. Λοιπόν και, αφού κατεβήκαμε στην Αθήνα, με συγκίνηση είδαμε τους δικούς μας, που δεν μας περίμεναν και ξαφνικά εκεί ήμασταν στην πόρτα, ο πατέρας μου, η μάνα μου, η αδερφή μου, αγκαλιές... «Μην αγκαλιάζεστε, ψείρες!» κ.τ.λ. Και πήραμε το τρένο και πήγαμε στην Θεσσαλονίκη 29 Ιανουαρίου, γιατί τότε ακριβώς επληροφορήθημεν τον θάνατο του Μεταξά. 29 Ιανουαρίου ήταν ο θάνατος του Μεταξά. Ενώ ήμαστε στη Θεσσαλονίκη, έτοιμοι να πάμε. Γι’ αυτό. Τώρα το θυμήθηκα. Εκεί πήγαμε, άρχισε μια συστηματική αλλά και ταχύρρυθμη εκπαίδευση, η οποία κράτησε ένα μήνα, δηλαδή ολόκληρο τον Φεβρουάριο. Και τότε επρόκειτο να μας δώσουν φύλλα πορείας, αυτοί. Εντωμεταξύ, ανθυπολοχαγοί, με το άστρο εμείς. Έχεις φωτογραφίες; Θα τα δεις μετά.

Σ.Β.:

Θα μου τα δείξετε, ναι. 

Δ.Γ.:

Ναι. Έπρεπε να πάμε και να τοποθετηθούμε, να ενταχθούμε στους λόχους που ήταν αποφασισμένοι, ναι. Και περιμένουμε πια να πάρουμε το φύλλο πορείας. Α, επίσης, έπρεπε να πάνε και μερικοί στα οχυρά της Μακεδονίας, τα οποία ήτανε πολύ μεγάλα, σπουδαία οχυρά, το Ρούπελ, το Λίσσε κ.τ.λ., απόρθητα. Περίμενα κι εγώ, ώσπου μου ήρθε το φύλλο πορείας [Δ.Α.] στο Κιάτο Κορινθίας. Παναγία μου, λέω, τι είναι αυτό; Τα χάσαμε μαζί με άλλους αξιωματικούς, που τους στείλανε στην Πελοπόννησο, για να εκπαιδεύσουνε την κλάση 41 της Ηπείρου. Διότι κατέβηκαν πάρα πολλοί να τους εκπαιδεύσουμε κι αυτούς, για να λάβουν κι αυτοί μέρος. Από τότε λοιπόν, επί ένα μήνα, άρχισε η συστηματική εκπαίδευσις. Βέβαια, κάναμε ό,τι μπορούσαμε, γιατί οι στρατιώτες αυτοί δεν είχαν τα πάντα. Δεν είχανε κουβέρτες. Κουβέρτες μαζέψαμε από τη Βόχα. Η Βόχα είναι ο χώρος μεταξύ Ξυλοκάστρου και Αιγίου. Βόχα. Όλος ο κόσμος εκεί μας φέρανε κουβέρτες, μας φέρανε κρεβατάκια πτυσσόμενα κ.τ.λ. και βάλαμε τους στρατιώτες στα τολ μέσα, αυτά που μαζεύαν τη σταφίδα, ανοίξαμε πόρτες, παράθυρα, συστηματική... Και αντί για όπλα, μας δώσανε κάτι όπλα Martini του 1880, με γέμιση από πάνω, χωρίς κινητό ουραίο και τίποτα. Τέλος πάντων. Βρήκαμε καμιά δεκαριά όπλα μάνλιχερ με κινητό ουραίο, για να τους μάθουμε τη σκόπευση. Και άρχισαν, τους μάθαμε πολλά πράματα. Πολύ γρήγορα μπήκαν αυτοί κ.τ.λ. Άρχισαν, έγιναν άριστοι σκοπευταί και ετοιμαζόμαστε πλέον να τους αποστείλουμε στας αρχάς Απριλίου... Εκεί είπαμε; 

Σ.Β.:

Ναι. Κάπου εκεί είμαστε.

Δ.Γ.:

Ναι, αρχάς, γιατί πήγαμε, τον Μάρτη κατεβήκαμε από τη σχολή, αρχάς. Οπότε ξαφνικά στις 6 Απριλίου οι Γερμανοί κήρυξαν τον πόλεμο. 6 Απριλίου εκηρύχθη ο πόλεμος. Τι να κάνουμε εμείς; Εγώ είχα τη διλοχία του Κιάτου μαζί  με τρεις ανθυπολοχαγούς, εφέδρους. Πήραμε διαταγή. Εδώ είχανε… παρόλο ότι είχε υπογραφεί εντωμεταξύ η Συνθήκη Παραδόσεως από όλους, Τσολάκογλου κι άλλους απάνω εκεί, εν[00:30:00]ώ εδώ το Επιτελείο είχαν αντίθετη γνώμη μερικοί και κρατούσαν το Επιτελείο μέσα. Κι έδιδαν, εξέδιδαν διαταγές. Έρχεται μια διαταγή σ' εμάς: «H διλοχία του Κιάτου να έρθει στην Αθήνα». Τι να κάνω; Τους έβαλα στο τρένο, μετά από 12 ώρες, μετά από βομβαρδισμούς, 12 ώρες κάναμε να φτάσουμε στην Αθήνα, τους πήγα και τους εγκατέστησα στη Σχολή Ευελπίδων, εδώ, στη Σχολή Ευελπίδων και συστηματικά, για να δω τι θα τους κάνουμε. Είχανε μείνει περίπου 120, οι άλλοι είχανε γνωστούς στην Πελοπόννησο και φύγανε. Μερικοί από αυτούς είχανε γνωστούς.

Δ.Γ.:

Και ήτανε πια 26 Απριλίου, είχανε μπει στην Αθήνα, είχαν υποστείλει την ελληνική σημαία από την Ακρόπολη κι είχαν ανεβάσει τη σβάστικα και τη σημαία του… Είχαν αντικαταστήσει τους φρουρούς στον άγνωστο στρατιώτη με δικούς τους και είχανε κάνει ένα τηλεφώνημα στον Διοικητή της σχολής εδώ, που βέβαια δεν λειτουργούσε σαν σχολή, ήταν απλώς ένα στρατόπεδο, για να περνάνε και να μένουνε πίσω διάφοροι, και τα γραφεία. Ένας Συνταγματάρχης... Και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, να πάμε στο σπίτι μας, είχε τελειώσει ο πόλεμος. Λέει: «Σας παρακαλώ, πού πηγαίνετε; Διότι έλαβα μία διαταγή που είμαστε υποχρεωμένοι να παραδώσουμε τη σχολή στους Γερμανούς. Κι εγώ δε θα την παραδώσω. Θα αυτοκτονήσω!» Κι έβαλε το... Ζαλοχώρης ονόματι, αν θέλεις, σημείωσέ το, λεγότανε. Συνταγματάρχης, το θυμάμαι. Λέει: «Μην φύγετε, τρεις τέσσερις αξιωματικοί». Τι να κάνουμε; Σχεδόν του πήραμε… Αυτός με δάκρυα στα μάτια και με συγκίνηση, κάθισε σε μια καρέκλα κι άρχισε να βγάζει έναν λόγο για τη Σχολή Ευελπίδων, για τα θαύματα που έκαναν τόσα παιδιά που πολέμησαν και σκοτώθηκαν κ.τ.λ. Οπότε δεν πέρασε πολλή ώρα, χτύπησε πάλι το τηλέφωνο, διότι είχανε καταλάβει και το φρουραρχείο, Έλληνες και Γερμανοί και από εκεί τηλεφωνούσαν ότι έρχεται μια φάλαγγα, για να καταλάβει τη Σχολή Ευελπίδων. Πράγματι, ήρθε η φάλαγγα αυτή, Λεωφόρου Αλεξάνδρας, δεν την είδαμε, αλλά Μουστοξύδη και παρετάχθη μπροστά από την κεντρική είσοδο της σχολής. Κατεβήκαμε εμείς μερικές σκάλες και από πίσω ήταν συνέχεια εκατοντάδες φορτηγά γεμάτα Γερμανούς στρατιώτες. Και μπροστά, σε επιβατικά αυτοκίνητα, κάτι αξιωματικοί. Δυο τρεις αξιωματικοί, εκ των οποίων, φαίνεται, με υψηλόβαθμο Συνταγματάρχη [Δ.Α.], ανέβηκαν, χαιρέτησαν στρατιωτικά και όχι φασιστικά, και εμείς τους χαιρετήσαμε, μπήκαν στη Σχολή, τους παρέδωσε τα κλειδιά της Σχολής και τα γραφεία, καθώς και τα κτίρια της σχολής. Κι από εκεί, με το όπλο στη θήκη μας, το πιστόλι μας, όπως προέβλεπαν η Συνθήκη, αναχωρήσαμε και φύγαμε σπίτι μας. Αυτό ήταν το τέλος του πολέμου για μας. Δεν είχαμε τίποτα άλλο… Παραδώσαμε και τη Σχολή Ευελπίδων. 

Σ.Β.:

Εσείς, εκείνη τη στιγμή που κάνατε αυτήν την παράδοση και σας είπε: «Τελείωσε ο πόλεμος, φεύγετε», πώς νιώθατε, αφού ήταν οι Γερμανοί στη σχολή και μες στην Αθήνα; Πώς νιώθατε εκεί; 

Δ.Γ.:

Πώς; 

Σ.Β.:

Πώς νιώθατε εκείνη τη μέρα, όταν παραδώσατε τη Σχολή; 

Δ.Γ.:

Πώς νιώθαμε; Νιώθαμε καταρχήν ηττημένοι, αλλά όχι, ότι ναι μεν μας είχαν νικήσει, αλλά ποτέ δεν πιστέψαμε ότι είμαστε ηττημένοι. Πιστέψαμε ότι πάλι είμαστε νικηταί. Γιατί είχαμε καταφέρει τόσους Ιταλούς, που σχεδόν τους είχαμε διώξει. Είχαμε καταλάβει όλη… Δεν μπόρεσα να καταλάβω κι έπειτα… Και εντωμεταξύ, βέβαια, το ηθικό μου, του στρατού μας, είχε καταπέσει, γιατί είχαμε εγκαταλείψει εντωμεταξύ όλη τη δυτική Ελλάδα και φεύγαμε, για να πάει ο καθένας στο σπίτι του. Δηλαδή, το ηθικόν λίγο καθαυτό πεσμένο, βέβαια. Αναγκαστήκαμε να παραδώσουμε τη Σχολή. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. 

Σ.Β.:

Μετά πού πήγατε; 

Δ.Γ.:

Μετά μείναμε στην Αθήνα μέσα. Βρήκα ευκαιρία, επειδή εγώ δεν είχα τελειώσει την Ιατρική, μείναμε σε μια σκληρή και απάνθρωπο Γερμανική Κατοχή, όπως ξέρετε, επί 4 χρόνια, μέχρι το ΄45, και οι περισσότεροι από μας ενετάχθημεν στην Εθνική Αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Ναι, αυτό είναι εκεί. Βεβαίως, ενετάχθημεν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τότε, διότι όλοι οι Έλληνες εκεί. Και υπήρχε το ΕΔΕΣ, αλλά μικρό τμήμα, στην Ήπειρο, με τον Ζέρβα. Και κάναμε πολλά εναντίον των Γερμανών. Ανατινάξαμε τον Γοργοπόταμο. 

Σ.Β.:

Εσείς...

Δ.Γ.:

Ανατινάξαμε τη Σχολή ΕΣΠΟ. Δηλαδή οι Έλληνες προδότες της 5ης Φάλαγγος, οι γερμανόφιλοι, μαζί με τους Γερμανούς είχανε αρχίσει να ιδρύουνε μια Σχολή Ελληνοφασιστική, Νεολαίας, την ΕΣΠΟ. Αυτή ήτανε ακριβώς στην Ομόνοια, Αιόλου. Την ανατινάξαμε όλη στον αέρα, με αυτούς μ[00:35:00]έσα. Και άλλα πολλά. Τους κάναμε μεγάλες ζημιές. 

Σ.Β.:

Εσείς προσωπικά στην Αντίσταση τι δράση είχατε; 

Δ.Γ.:

Τι; 

Σ.Β.:

Εσείς στην Αντίσταση τι δράση είχατε; 

Δ.Γ.:

Τι δράση; Εγώ είχα μπει στο μαιευτήριο, στην αίθουσα της Ιατρικής, κι εκεί οργανώσαμε το ΕΑΜ της σχολής. Σχεδόν όλοι μέσα. Και η νεολαία... η νεολαία λέω, οι αδελφές και το προσωπικό, όπως εμείς, είχαμε... είχαν την Εθνική Αλληλεγγύη. Και η νεολαία είχε την ΕΠΟΝ. Δεν είχαμε καμία σχέση. Μέσα από την ΕΑΜ οργανώσαμε μία μεγάλη αντίσταση και εγώ ήμουν μέσα εκεί, στο ΕΑΜ. Μάλιστα ήμουν υπεύθυνος επί του παρανόμου Τύπου. Πολύ δύσκολη. Άμα σε πιάνανε με τίποτα, εκτέλεση στην Καισαριανή! Πέρασαν κι αυτά, όπως καταλάβατε. 

Σ.Β.:

Εσείς δουλεύατε ως γιατρός κατά τη διάρκεια της Κατοχής; 

Δ.Γ.:

Όχι, σπούδαζα.

Σ.Β.:

Σπουδάζατε... 

Δ.Γ.:

Για να πάρω το πτυχίο μου. Και πράγματι, λοιπόν, γιατί και μην νομίζετε και ότι τα πανεπιστήμια λειτουργούσαν κανονικά. Άλλοτε απλώς για να δώσεις εξετάσεις… Έτσι λοιπόν, μόλις φύγαν οι Γερμανοί, το ‘46 πήρα το δίπλωμά μου και ησύχασα κι εγώ. Πήρα το δίπλωμά μου και ησύχασα κι άρχισα σιγά σιγά να παίρνω μία ειδικότητα, του μαιευτήρος γυναικολόγου. Γιατί μετέπειτα είμαι μαιευτήρ γυναικολόγος. Επί 35 χρόνια μαιευτήρ γυναικολόγος μες στην Αθήνα, εδώ. Μετά παίρνω την ειδικότητα. Οπότε, καλά πηγαίναμε για ένα διάστημα.

Δ.Γ.:

Οπότε, τι γίνεται; Ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος! Μεταξύ της Αριστεράς και των τότε κυβερνήσεων των υπολοίπων, Γερμανούς μαζί με τους Άγγλους, που τους βοήθησαν να καταλάβουν την αρχή. Γιατί και ο Τσώρτσιλ ακόμα είχε έρθει και είχε εγκατασταθεί στη «Μεγάλη Βρετανία» και έφερε στρατεύματα από την Ινδία και αποδώ αποκεί και τανκς, για να διώξει τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ, που ήδη ο ΕΛΑΣ είχε φτάσει στους 30.000 στρατιώτες, οργανωμένους! Με τον Άρη Βελουχιώτη, με πολλούς στρατηγούς Έλληνες κ.τ.λ. Αποκεί και πέρα τι κάναμε; Τι άλλο είπα; 

Σ.Β.:

Στον εμφύλιο εσείς μετά τι κάνατε, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, πού ήσασταν; 

Δ.Γ.:

Πού; 

Σ.Β.:

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου πού ήσασταν εσείς; 

Δ.Γ.:

Δεν είπαμε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου; 

Σ.Β.:

Δουλεύατε;...

Δ.Γ.:

Αμέσως, δεν πρόφτασα καλά καλά να πάρω το πτυχίο μου και έγινε επιστράτευσις. Και αμέσως επιστρατεύτηκα, επειδή ήμουν ανθυπολοχαγός κι είχα πάρει και το πτυχίο μου ως έφεδρος υπίατρος. Ως έφεδρος υπίατρος και μας έδωσαν με μία ένα τάγμα, το 64 [Δ.Α.], να πολεμήσουμε τους αντάρτες. Και εμείς πήγαμε σε μία επαρχία βόρεια της Εδέσσης, στην Αλμωπία όπως λέγεται, σε ένα χωριό, το οποίο το ξεχνώ το όνομα αυτή τη στιγμή πώς λεγότανε, όπου παραμείναμε εκεί επί 2 χρόνια. Δηλαδή εγώ συνέχεια ήμουν επιστρατευμένος και πολεμούσα, καταλάβατε; Επιστράτευση στην αρχή, πόλεμος, εθνική αντίσταση και μετά εκεί. Εκεί είχαμε το μεγάλο κακό των ναρκών. Διότι οι αντάρτες του εμφυλίου πολέμου που είχαν καταλάβει τα πέριξ… Εγώ ήμουνα μεταξύ σε ένα χώρο, από τη μία μεριά το Καϊμακτσαλάν από την άλλη το Πάικο και από την άλλη το Βέρμιο και τα σύνορα με τη Σερβία, με το βουνό Τζένα λεγόταν, δεν ξέρω. Εκεί κάναμε πολλές μάχες, πολέμους, άλλα τα καταλαμβάναμε εμείς, άλλα τα καταλάμβαναν οι άλλοι. Και αυτό κράτησε 2 χρόνια. Ώσπου, όπως ξέρετε το τέλος, έγιναν οι μάχες του Βίτσι. Εκεί επέβαιναν υπό τα πυρά του εχθρού. Και βρέθηκα κι εγώ σε ένα ναρκοπέδιο μεγάλο μέσα, όπου επέβαιναν... και υπό τα πυρά του εχθρού. Από πάνω να μας βάλλουν και κάτω να… Μεταξύ των άλλων σκοτώθηκε και ο διμοιρίτης, ένας ανθυπολοχαγός από την Καλλιθέα, πολύ καλό παιδί, με κομμένα τα δύο πόδια. Κι άλλοι τραυματίαι... Τέλος πάντων, πώς βγήκαμε από εκεί ούτε εγώ δεν ξέρω. Πάντως βγάλαμε όσους μπορούσαμε και τους σώσαμε. Και γυρίσαμε στο τάγμα. Μετά 5 μέρες, ήρθε μία διαταγή: «Τον έφεδρον υπίατρον Γαλαζίδη Δημήτριον δίδομεν –πώς το λένε;– τον κάνουμε, τον... τον κάνουμε Λοχαγό...»

Σ.Β.:

Προαγωγή.

Δ.Γ.:

«...Του Υγειονομικού, τον βαθμό του Λοχαγού του Υγειονομικού, διότι επέβαινε υπό τα πυρά του εχθρού και εντός ναρκοπεδίων». Λοιπόν, μετά από αυτό, καθίσαμε μερικοί. Όπως ξέρετε... Α, είχα και ένα ωραίο επεισόδιο. Έβλεπες κάθε μέρα βέβαια δεκάδες πόδια από νάρκες και teller mines που βάζαν στους δρόμους και προσωπικές νάρκες στα βουνά επάνω γύρω γύρω που κατείχαν. Εκεί επληροφορήθημεν ότι πολλοί στρατιώτες του σερβικού στρατού έμπαιναν μέσα στα σύνορα και βοηθούσαν τους αντάρες, όχι μόνον βέβαια με πολεμικό υλικό, με ιματισμό και τρόφιμα, αλλά πολ[00:40:00]εμούσαν μαζί εναντίον των ανταρτών. Πήρα μια διαταγή να μεταβώ στα υψώματα του Καϊμακτσαλάν, μετά τον Άγιο Αθανάσιο, ψηλά σε ένα οροπέδιο, όπου ήταν δύο νεκροί Σέρβοι στρατιώτες, είχαν μείνει μέσα στο ελληνικό έδαφος, να κάνω νεκροψία. Πράγματι, επήγα απάνω με το άλογο εγώ, γιατί δεν μπορείς να πας, και με μια διμοιρία ολόκληρη. Αυτοί εντωμεταξύ είχαν υποχωρήσει. Οι αντάρτες είχαν μπει μέσα στη Σερβία. Εκεί μου τους επέδειξαν, τους έκανα νεκροψία, είχανε σφαίρες στην καρδιά, στο στήθος κ.τ.λ. Πήρα τα στοιχεία τους κ.τ.λ. και έκανα μία έκθεση. Η έκθεσις αυτή πήγε στη Μεραρχία, από τη Μεραρχία στο Γενικό Επιτελείο, από το Γενικό Επιτελείο στο Υπουργείο και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, όπου έγιναν δριμύτατες παρατηρήσεις στον Τίτο, ο οποίος Τίτο εντωμεταξύ τα είχε χαλάσει με τον... πώς λεγότανε; 

Σ.Β.:

Με τον Στάλιν; 

Δ.Γ.:

Με τον Στάλιν, και πολεμούσε ως ανεξάρτητος κομμουνιστής σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία. Έπαψε κι αυτός από τότε να επιτρέπει τη δίοδο κ.τ.λ. Αυτό ήτανε. Καταλάβατε;

Σ.Β.:

Εκεί, δεν κατάλαβα το περιστατικό με τις νάρκες. Εκεί ήτανε... είχανε κάποιο ναρκοπέδιο; Είχανε... 

Δ.Γ.:

Ναρκοπέδιο, το οποίο… Εκεί υπήρχε το εξής: Υπήρχε ο ανθυπολοχαγός αυτός, ο οποίος κατείχε την περιοχή και κάθε μέρα πήγαινε γύρω γύρω και επέβλεπε την περιοχή. Και την προηγουμένη ημέρα είχε επιβλέψει την περιοχή και είδε ότι ήταν καθαρή, αλλά αυτοί τη νύχτα κάνανε, ναρκοθέτησαν, όχι μόνο σε αυτό το σημείο αλλά και σε μεγάλη έκταση, που βρεθήκαμε μέσα εμείς. Βέβαια στην άκρη, αλλά όσοι ήσαν πιο μέσα έπεσαν πάνω σε πολύ περισσότερα, γιατί τραυματίστηκαν και δικοί μου τραυματιοφορείς δύο. Καταλάβατε;   Αποκεί και πέρα, πέρασαν κι αυτά και πού βρεθήκαμε; Στην άκρη πλέον όπου με το Βίτσι, τον Γράμμο κ.τ.λ. κατεστάλη αυτή. Και εμείς κερδίσαμε και ο καθένας. Εγώ άρχισα να παίρνω την ειδικότητα του αυτού. Εμένα με βάλανε ως λοχαγό για 2-3 μήνες σε ένα ορεινό... όχι, χειρουργείο, νοσοκομείο αναπήρων. Το παλιό Δημοτικό Νοσοκομείο, εδώ στους Αμπελοκήπους, ήτανε το 430 Νοσοκομείο Αναπήρων, όπου ως λοχαγός πήγα εκεί, μου λέει ο διοικητής: «Εσένα τι να σε κάνω; Όλοι είναι ανθυπολοχαγοί εδώ και τους έχω μέσα. Θα σε πάρω υπασπιστή μου». Με πήρε υπασπιστή και με έβαλε να καταγράφω τους τραυματίες, να κάνω φάκελο για τον καθένα και να προωθώ στην Ανωτάτη Υγειονομική Επιτροπή, για να τους... Από εκεί έληξε ο πόλεμος και πήγα στο σπίτι μου. Αυτό είναι όλο. Δεν έχω τίποτα άλλο. 

Σ.Β.:

Μάλιστα. Πολύ ωραία. Θέλω λίγο να γυρίσουμε στην Αλβανία... την Αλβανία, το 1940.  

Δ.Γ.:

Ναι. 

Σ.Β.:

Θέλω να μου πείτε εκεί αν θυμάστε κάποια άλλα περιστατικά, πέρα από αυτά που μας είπατε. Οι συνθήκες πώς ήταν; Είχε χιόνι, είχε κρύο; 

Δ.Γ.:

Ναι, το σημαντικότερο περιστατικό ήταν η κατάληψις... πώς τη λέγανε, είπαμε, το τελευταίο οχυρό; 

Σ.Β.:

Ναι, πριν το Τεπελένι που είπατε. 

Δ.Γ.:

Ναι. Το Τεπελένι, προ του Τεπελενίου. Επίσης, το μεγαλύτερο περιστατικό που μου έκανε εντύπωση, η είσοδός μας στο Αργυρόκαστρο και η μεγάλη αυτή θριαμβευτική παρέλαση. Και κυρίως, αυτό που μας κούρασε πάρα πολύ ήταν η καταπολέμηση των κρυοπαγημάτων. Άλλα περιστατικά… Είχαμε πολέμους, είχαμε αψιμαχίες, είχαμε πολλά, δε θυμάμαι. 

Σ.Β.:

Φόβο είχατε; Φοβόσασταν κάποιες στιγμές; Φόβο, είχατε φόβο; 

Δ.Γ.:

Φόβο; Όχι, καθόλου φόβο. Τουναντίον. Όλοι πολεμούσανε με θάρρος και με αξιοπρέπεια. Και προχωρούσαν οι στρατιώται μας και εμείς κανονικά. Αλλά εκείνο το 15 μέρες, που είχαμε για να φτάσουμε στο Τεπελένι, στο βουνό Μάλι-Σπάτι, να κοιμόμαστε τη νύχτα απάνω στο σακίδιο, πλάτη με πλάτη, γιατί που θα ακουμπούσες; Ήταν χιονισμένα όλα. Και να ρίχνουμε απάνω μας καμιά χλαίνη. Ήτανε 15 μέρες που έγιναν τα πολλά κρυοπαγήματα, από εκεί προήλθαν. Αυτά, δεν έχω τίποτα άλλο. 

Σ.Β.:

Νιώθετε περήφανος που συμμετείχατε στον πόλεμο αυτόν; 

Δ.Γ.:

Τι να νιώσαμε; 

Σ.Β.:

Περήφανος. 

Δ.Γ.:

Όχι, τι περήφανοι, το καθήκον, το καθήκον μας κάναμε. Όπου ήμαστε εντεταγμένοι. Εκεί ήμαστε και εκεί ήμαστε ενταγμένοι, αυτά κάναμε και εκεί, αφοσιωμένοι όλοι, βέβαια.  

Σ.Β.:

Χάσατε κάποιον σύντροφο, κάποιον φίλο σας χάσατε; 

Δ.Γ.:

Αυτός που έχασα, ο ανθυπολοχαγός, με τα δύο του πόδια στις νάρκες, μετέπειτα που [00:45:00]σας είπα, ήτανε πολύ γνωστός οδοντίατρος από την Καλλιθέα. Και μάλιστα έγραψα ένα γράμμα στους γονείς, γιατί η κηδεία του εδώ έγινε στη Μητρόπολη και ανεγνώσθη το γράμμα, η επιστολή μου αυτή για τον ήρωα αυτόν, μέσα στη Μητρόπολη. Αποκεί και πέρα, στρατιώτες, είχαμε πολλούς τραυματίες και όχι πολλούς νεκρούς κ.τ.λ. Φίλους, αξιωματικούς δεν θυμάμαι. Είχαμε τραυματίες, όμως, πολλούς αξιωματικούς. 

Σ.Β.:

Στην Αλβανία, στα υψώματα αυτά, είχατε απώλειες, στην Αλβανία; 

Δ.Γ.:

Ναι, λίγες. Στους πολέμους με τα υψώματα μέχρι να φέρουμε, στο Προγονάτι για να φτάσουμε, είχαμε λίγους τραυματίες, έναν νεκρό. Δεν είχαμε πολλούς τραυματίες. Διότι αυτοί πολεμούσαν και υποχωρούσαν. Πολεμούσαν και υπο... Άλλοτε πάλι δεν πολεμούσαν, τα εγκατέλειπαν και φεύγανε. Λοιπόν, οι μάχες δεν έγιναν ποτέ, εκτός του Στάλιν, σώμα με σώμα. Καταλάβατε; Σε ένα μόνο σημείο που φτάσαμε από κοντά, εχρησιμοποίησαν τους όλμους, εκεί τραυματίστηκαν δικοί μας. Γιατί αυτοί είχανε, ήταν πολύ πεπειραμένοι στους όλμους οι Ιταλοί, τους οποίους τους χρησιμοποίησαν, σε απόσταση 100-200 μέτρων είχαμε φτάσει κοντά. Και αυτοί ήτανε καλά οχυρωμένοι, χρησιμοποίησαν όλμους. 

Σ.Β.:

Μάλιστα. 

Δ.Γ.:

Τελειώσαμε.

Σ.Β.:

Ωραία. Κάτι άλλο εσείς που θυμάστε, περιστατικό να το θυμίσουμε;

Δ.Γ.:

Θα πιεις καφέ, πορτοκαλάδα; 

Σ.Β.:

Όχι, εντάξει. Έλα, Δημήτρη. Με τους αιχμαλώτους θυμάστε κάποιο περιστατικό; Με Ιταλούς αιχμαλώτους; 

Δ.Γ.:

A ναι! Δε σου είπα; Με τους αυτομόλους.

Σ.Β.:

Ναι αυτό δεν το’ παμε...

Δ.Γ.:

Που ένα βράδυ, ενώ ήμουνα εκεί, στο [Δ.Α.], μου λένε: «Πάρε μερικούς ακρωτηριασ... αυτούς, κρυοπαγημένους», γιατί τους βάζαμε στα μουλάρια πάνω και οι ημιονηγοί προσέφεραν πολλά. Είχαμε καμιά δεκαπενταριά μουλάρια, αλλά από το Αργυρόκαστρο πάρα πολλοί εκεί ντόπιοι προσεφέρθησαν και μας έδωσαν καμιά εικοσαριά μουλάρια. Και οι ίδιοι μαζί έρχονταν κάθε μέρα, για να μεταφέρουν τους τραυματίες. Λοιπόν, ένα βράδυ με φεγγάρι, μάλιστα, θυμάμαι, ενώ μεταφέραμε καμιά δεκαριά τραυματίες, μου λένε: «Πάρε κι αυτούς τους αυτομόλους που είχαν παραδοθεί». Τους πήρα με φεγγάρι και τους μετέφερα από την πρώτη γραμμή στο χωριό που είχαμε αφήσει για μετακομιδή. Αυτοί ενθουσιασμένοι τη νύχτα τραγουδούσανε καλτσονέτες ιταλικές κ.τ.λ., “Poco Mangiare”, τους δώσαμε και φάγανε. Αυτά με αιχμαλώτους. Αιχμάλωτοι είχαμε πολλοί. Πάρα πολλούς. Είχαμε φτάσει σε σημείο 300 και 400 και 500 αιχμαλώτους να πάρουμε, τους οποίους τους μετέφεραν στα μετόπισθεν. Αλλά αυτό το βράδυ με τους αυτομόλους, οι οποίοι δεν θέλανε να πολεμήσουνε “No fascista, No guerro”, «Όχι πόλεμο», «Αντίο, bella Napoli». “Poco mangiare, bono Greco, poco mangiare”. Και ένα... εκεί στο Προγονάτι, την ημέρα που έγιναν οι μάχες, έπεσαν πάρα πολλοί νεκροί δικοί μας, πάνω από 50-100. Νεκροί. Κι άλλο τάγμα. Κι εντωμεταξύ οι νεκροί από τους… από τους... εκεί, ήτανε και αυτοί πάρα πολλοί, από τους Ιταλούς. Το πρωί... Εγώ εντωμεταξύ είχα ενταχθεί αρχηγός τραυματιοφορέων και βοηθούσα για τα κρυοπαγήματα. Μου λέει όμως ο διοικητής, ο γιατρός, μου λέει: «Γιατρέ, έλα να δεις». Από το ύψωμα που ήδη είχαμε καταλάβει. Όλες οι πλαγιές γεμάτο από κάτω νεκρούς, στρατιώτες δικούς μας και δικούς τους. Εκατοντάδες νεκροί. Λοιπόν, και μάλιστα ακόμα ήταν ζωντανοί μερικοί, ήταν μισοσκεπασμένοι από το χιόνι με το κεφάλι έξω και το ένα χέρι, χαιρετούσαν. Κατεβήκαμε λοιπόν με φορεία και με καμιά δεκαριά, 15 στρατιώτες, για να πάρουμε… βρήκαμε μερικούς τραυματίες. Μεταξύ των άλλων ήταν κι ένας Ιταλός αξιωματικός τραυματίας, ο οποίος την ώρα που περνούσα με φωνάζει: “Au Secours! Au Secours! J'ai perdu beaucoup de sang!”, «Έχω χάσει πολύ αίμα». Τον πήραμε κι αυτόν. Κι έναν ακόμα με τους Ιταλούς. Τον ανεβάσαμε απάνω και τον σώσαμε, διότι το χωριό που ήταν κάτω από το Προγονάτι το είχαν μετατρέψει ως χώρο διακομιδής και πρώτων βοηθειών των ασθενών. Κι αποκεί... Δεν είχα τίποτα άλλο. Αυτά ήταν όλα. Πού και πού θυμάμαι και κάτι. 

Σ.Β.:

Τέλεια, ευχαριστούμε πολύ. 

Δ.Γ.:

Κι εμείς σας ευχαριστούμε.