© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η γέννησή μου ήταν ο λόγος που έζησε ο πατέρας μου»: ο γιος ενός Κοκκινιώτη αντιστασιακού θυμάται

Κωδικός Ιστορίας
10696
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Καπαλόπουλος (Χ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/06/2022
Ερευνητής/τρια
Μαργαρίτα Κορωναίου (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 1η Ιουλίου 2022. Είμαι μαζί με τον κύριο Χρήστο Καπαλόπουλο και είμαι η Κορωναίου Μαργαρίτα, Ερευνήτρια στο Istorima. Βρισκόμαστε στη Νίκαια. Οπότε, κύριε Καπαλόπουλε, θέλετε να μας πείτε έτσι δύο λόγια για τη ζωή σας;

Χ.Κ.:

Ναι, βέβαια. Θέλω να πω ότι είμαι γεννημένος στην Κοκκινιά-Νίκαια, στο αμερικάνικο νοσοκομείο, στις 14/6/1944. Η ημερομηνία που παραθέτω έχει σημασία, και το λέω αυτό γιατί η γέννησή μου υπήρξε η αφορμή για να μεγαλώσω με τον πατέρα μου. Κάποια περιέργεια, βέβαια, σας διακατέχει γιατί το λέω αυτό. Και εξηγούμαι αμέσως. Την ώρα που γεννήθηκα και διαπιστώθηκε ότι γεννήθηκε αγόρι, η θεία Πανδώρα, αδερφή του πατέρα μου, πήρε ένα μεταλλικό φαράσι, έκοψε το χερούλι και βγήκε στους δρόμους να πάει να το πει στον αδερφό της. Το φαράσι το έκοψε γιατί εκείνη την ημέρα οι γερμανοτσολιάδες είχαν μπλοκάρει την Κοκκινιά και είχαν απαγορεύσει την κυκλοφορία. Έτσι, λοιπόν, μεταξύ πυροβολισμών πάνω από το κεφάλι της και ύβρεις από τους γερμανοτσολιάδες, κατόρθωσε να φτάσει στο μαγαζί του πατέρα μου, το οποίο βρισκόταν στην Κυδωνιών, σήμερα Πέτρου Ράλλη, στο 320, αν θυμάμαι καλά. Φωνάζοντας, λοιπόν, «Κώστα, Κώστα!», γιατί δεν, είδε το γερμανοτσολιά να είναι στην αυλή του μαγαζιού και να περιφέρεται, φώναξε το όνομά του. Κάποιος που τον είχε αιχμάλωτο μέσα στο μαγαζί τον ρώτησε: «Ποια είναι αυτή ρε η πόρνη που φωνάζει;». «Είναι η αδερφή μου». «Ρώτησε τη τι θέλει». Ο πατέρας μου ρώτησε «Τι θέλεις, Πανδώρα;» και εκείνη απάντησε: «Γέννησε η γυναίκα σου και έκανε αγόρι». Ο γερμανοτσολιάς, ακούγοντας αυτό, του λέει: «Άντε, ρε πούστη. Σου τη χαρίζουμε, γιατί γέννησες αγόρι». Έτσι, λοιπόν, αυτό το γεγονός συνέβη, του χαρίστηκε προφανώς η ζωή, και έζησα, και μεγάλωσα με τον πατέρα μου δίπλα. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο πατέρας μου υπήρξε ο καπετάνιος της περιοχής… τώρα κάτσε… των Κιλικιανών. Έτσι, λοιπόν, έχοντας τη γενική ευθύνη της περιοχής, ήτανε και αυτός που έπρεπε να στήσει μία γιάφκα μέσα στο ποδηλατάδικο που είχε. Κάτω υπήρχε ένα κοτέτσι και κάτω από αυτό το κοτέτσι είχε βάλει όποια πυρομαχικά και όπλα μπορούσε να κρύψει. Και εκεί υπήρχε και ένας πολύγραφος με τον οποίον εκτύπωναν διάφορα έντυπα. Την ημέρα, λοιπόν, που τον είχαν μπλοκάρει οι γερμανοτσολιάδες, κάποιος από αυτούς βρήκε κάποια μουτζουρωμένα γυαλιά. Προφανώς αυτά χρησιμοποιούνται στον πολύγραφο. Τον ρώτησε ο γερμανοτσολιάς: «Τι είναι αυτά ρε τα μουτζουρωμένα γυαλιά;». Εύστροφος ο πατέρας μου του απάντησε: «Πατριώτη, εχθές είχαμε έκθλιψη ηλίου και τα μουτζούρωσα για να δουν τον ήλιο οι γείτονες». Αυτό το πίστεψε ο γερμανοτσολιάς κι έτσι πέρασε απαρατήρητο. Το ευτύχημα είναι ότι δεν βρήκανε την κρύπτη κάτω από το κοτέτσι. Εκεί θα γινόταν χαλασμός κυρίου.

Χ.Κ.:

Συνεχίζοντας την ιστορία για την Κοκκινιά, θέλω να πω ότι είναι μία πολύπαθη πόλις. Όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες Μικρασιάτες στο χώρο αυτόν, ήταν ο σκουπιδότοπος του Πειραιά. Μετά κόπων και βασάνων μπόρεσαν να φτιάξουν[00:05:00] τις παράγκες για να στεγάσουνε τις οικογένειές τους. Αρχικά η Κοκκινιά, έτσι όπως την ονόμασαν, η Νέα Κοκκινιά καλύτερα —το όνομά της δεν το πήρε από κανέναν άλλον αλλά ούτε και για το ότι υπήρξαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι κομμουνιστές. Το όνομα το πήρε γιατί προϋπήρχε η Παλιά Κοκκινιά και σαν γειτονική πόλις πήραν το όνομα Κοκκινιά και την ονόμασαν Νέα Κοκκινιά. Γιατί όπως υπάρχει κοκκινόχωμα στην Παλιά Κοκκινιά, λόγω του ότι υπήρχαν περιβόλια εκεί στην περιοχή, το ίδιο πράγμα συνέβη και στην πόλη που έχτιζαν τώρα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Αυτή είναι μια ιστορική αλήθεια και δεν μπορεί κανείς να την διαψεύσει. Τα σπίτια της Κοκκινιάς ήταν μικρά, φτωχικά, με αυλές, με λουλούδια, και έβγαζαν έναν πολιτισμό τον οποίο δεν τον ήξεραν οι γειτονικοί Δήμοι και θαύμαζαν την υπομονή και επιμονή των κατοίκων. Προχώρησε η ζωή, μπόρεσαν να χτίσουν κάτι καλύτερο μετά από αγώνες και πάλη, για να μπορέσουν να μορφώσουν τα παιδιά τους και να διαμορφώσουν μία πόλη η οποία θα ήταν αντάξια των προσδοκιών τους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το ένστικτό τους και η αγάπη τους για την πατρίδα που άφησαν πίσω τους τους οδήγησε από τη σημερινή Τζαβέλλα και πάνω, από όπου ξεκίναγε και η Κοκκινιά, τους οριζόντιους δρόμους τούς ξεκίνησαν κατ’ αλφαβητική σειρά με ονομασίες πόλεων και περιοχών από τη Μικρά Ασία. Στην πορεία των χρόνων, βέβαια, κάποιοι δρόμοι άλλαξαν για άλλες ανάγκες. Όμως, αυτή είναι μία ιστορική αλήθεια και μέχρι σήμερα κάποιος που θα κατέβει στην Νίκαια μπορεί να το διαπιστώσει.

Μ.Κ.:

Το σπίτι σας εσάς θυμάστε πώς ήτανε, που μεγαλώσατε;

Χ.Κ.:

Το σπίτι μου, ναι, είναι στην οδό Ηλιουπόλεως και Μορκεντάου. Ο Μορκεντάου υπήρξε ένας άνθρωπος ο οποίος στήριξε τον προσφυγικό πληθυσμό την εποχή εκείνη. Μάλιστα, έχτισε και δώρισε στην πόλη της Νίκαιας ένα βρεφοκομείο. Σήμερα ο δρόμος αυτός ονομάζεται Κώστα Γέμελου, για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα. Το σπίτι μου είναι ένα προσφυγικό διώροφο. Κάτω έμενε μια οικογένεια, από πάνω μέναμε εμείς και τρία αδέρφια σε ένα δωμάτιο. Η κρεβατοκάμαρα των γονέων μου ήταν και η τραπεζαρία που υποδεχόμασταν τους όποιους μπορούσαμε να υποδεχτούμε. Ένα σπίτι φτωχικό, με μια πολύ στενή κουζίνα, που η μητέρα-γίγαντας προσπαθούσε να εξυπηρετήσει με την γκαζιέρα της τους καλεσμένους ή και τα παιδιά της με το σύζυγό της, μαγειρεύοντας διάφορα πράγματα.

Μ.Κ.:

Από τον πατέρα σας τι θυμάστε;

Χ.Κ.:

Από τον πατέρα μου θυμάμαι έναν άντρα ο οποίος ήταν με τα παιδιά του αυστηρός μεν, σωστός στην καθοδήγησή του και μας αγαπούσε από μακριά. Αυτό το τονίζω. Μας αγαπούσε από μακριά. Μπορούσε με τα μάτια του και με τη ματιά του μάλλον να διακρίνει ποιος κάνει λάθη, πού τα κάνει τα λάθη, εννοώ για τα τρία του παιδιά, τον αδερφό μου και την αδερφή μου. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Ήτανε εργατικός. Δούλευε στον Κεραμικό πριν την Κατοχή. Ο Κεραμικός είναι ένα αγγειοπλαστείο, στην περιοχή Καραϊσκάκη θα τη βάλω τώρα. Και όταν έγινε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μετακόμισε, [00:10:00]τον απέλυσαν οι Γερμανοί και πήγε στο εργοστάσιο του Κρίτωνα Δηλαβέρη στη Λεύκα. Είναι ένα εργοστάσιο του Κρίτωνα Δηλαβέρη εκεί και άλλο ένα υπάρχει πλησίον του Τρίτου Νεκροταφείου. Παρέλειψα να πω ότι το πρώτο εργοστάσιο που ανέφερα, του Δηλαβέρη, είναι στην περιοχή Λεύκα, στον Πειραιά. Από εκεί με το μεροκάματό του μπόρεσε να μας αναστήσει, να σπουδάσουμε αυτά που μπορούσαμε, που μπορούσε και εκείνος βέβαια να μας σπουδάσει. Αργότερα εξελιχτήκαμε. Δεν ξέρω πόσο χρήσιμοι ήμασταν στην κοινωνία, αλλά εν πάση περιπτώσει προσφέραμε στην κοινωνία. Η πόλις μετονομάστηκε, όπως είπαμε, σε Νίκαια, όμως στη συνείδηση των πολιτών είχε παραμείνει πια η Κοκκινιά. Αυτό κυριαρχούσε. Λίγοι ήταν αυτοί που αναφέρονταν στη Νίκαια. Όπου και αν μίλαγαν, ό,τι και αν έλεγαν, αναφέρονταν στην Κοκκινιά, στη δική τους Κοκκινιά. «Στην Κοκκινιά μας», έτσι έλεγαν. Αυτό εξακολουθεί να υπάρχει και μέχρι σήμερα. Πολλοί από τους γνήσιους Νικαιώτες προσπαθούν να κρατάνε τη μνήμη τους στην Κοκκινιά τους, η οποία όπως προείπα, υπήρξε η προσφυγομάνα, η οποία έδωσε πολιτισμό, η οποία αναμορφώθηκε από τους αγώνες των πολιτών της, γιατί κανείς δεν τους ήθελε τους πρόσφυγες και όλοι επεδίωκαν από όποια περιοχή κι αν πήγαιναν να τους διώξουν. Κατορθώσαμε, μείναμε, ζήσαμε εδώ, και προσπαθούμε να επιβιώσουμε.

Χ.Κ.:

Ας γυρίσουμε, όμως, στα χρόνια τα κατοχικά. Γυρίζοντας εκεί, θέλω να πω ότι η αντίδραση των Νικαιωτών ήταν δυναμική. Είχαν οργανωθεί σε ομάδες και όπου έβρισκαν χτυπούσαν τον εχθρό. Εχθρός ήτανε οι Γερμανοί στρατιώτες και οι γερμανοτσολιάδες, βέβαια. Έχουνε συμβεί διάφορα γεγονότα, όπως δύο φορές κάποιο πρωινό στην Οσία Ξένη ο γαλατάς της περιοχής, ο οποίος ήταν και αντιστασιακός και μέλος της οργάνωσης που κρατούσε ο πατέρας μου, πρωί-πρωί βγαίνει με το γάλα. Κάποιο πρωινό, λοιπόν, είδε γερμανοτσολιάδες να κατεβαίνουνε για να μπλοκάρουνε την Κοκκινιά. Ειδοποίησε, πλην του πατρός μου, τους υπόλοιπους αγωνιστές, οι οποίοι τους έπιασαν, τους έγδυσαν αφαιρώντας τους τις φουστανέλες, τα όπλα τους, και στη συνέχεια, αφού τους επιβίβασαν στο φορτηγό, διέταξαν τον οδηγό να τους κατεβάσει στην Ομόνοια, γιατί αν αυτό συνέβαινε νωρίτερα, τότε τους παρακολουθούσαν και θα τους εκτελούσαν όλους. Αυτά είναι δύο γεγονότα αναμφισβήτητα γιατί όπως προείπα συνέβη δύο φορές. Ο πατέρας μου με το ποδηλατάδικό του ανέπτυξε τα «Αετόπουλα» της περιοχής. Αυτό συνέβη γιατί τα παιδάκια, μην έχοντας λεφτά, πηγαίνανε και παρακαλούσανε: «Κύριε Κώστα, να κάνω μία βόλτα, να το καβαλήσω λιγάκι». Θέλανε κι αυτά μια χαρά. Έτσι, λοιπόν, σε εισαγωγικά θα πω, το «εκμεταλλεύτηκε» και ξεκίνησε να γράφει διάφορα σημειώματα, να τα δίνει στα παιδάκια και να του λέει: «Πήγαινε στον κύριο Γιώργο, κύριο Γιάννη, κύριο Θανάση, να του δώσεις αυτό και να γυρίσεις γρήγορα». Έτσι, λοιπόν, αυτά αναπτύχθηκαν και έγιναν τα «Αετόπουλα» και με χαρά μετέφεραν τα μηνύματα χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς ότι τα παιδάκια έχουν κάποιο μήνυμα για κάποιον άλλον. Στην ομάδα των «Αετόπουλων» υπήρχε και ο περίφημος καταδότης, [00:15:00]ο Μπατράνης. Ο Μπατράνης, λοιπόν, ήταν ένα παιδί, θα το έλεγα ελαφρόμυαλο —δεν μπορώ αλλιώς να το χαρακτηρίσω—, το οποίο καθημερινά το χλεύαζαν τα υπόλοιπα παιδάκια. Κάποια στιγμή ο πατέρας του, ο οποίος διατηρούσε καφενείο στην οδό Τζαβέλλα, στο ύψος της Χαλκηδόνας, τον έστειλε και ντύθηκε τσολιάς. Όταν αυτός κατέβηκε ντυμένος τσολιάς, είπε στους θαμώνες του καφενείου: «Τώρα όποιος θέλει ας τον πειράξει». Έτσι, λοιπόν, έχοντας αυτή την μαρτυρία, ο Μπατράνης, μια και ήτανε και ντόπιος Νικαιώτης, ήξερε το τι γινότανε με τα «Αετόπουλα» και πού κινούνταν. Γιατί και αυτός ήτανε «Αετόπουλο» κάποτε. Έτσι, λοιπόν, όταν έγινε το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ο πρώτος καταδότης ήτανε ο Μπατράνης, που γνώριζε τους πάντες και τα πάντα. Εδώ πρέπει να πούμε ότι όσοι εκτελέστηκαν στο Μπλόκο της Κοκκινιάς δεν ήταν όλοι κομμουνιστές. Υπήρξανε και προσωπικές διαφορές, οικογενειακές δικές τους προσωπικές διαφορές, όπως και δικές του προσωπικές διαφορές με τα παιδάκια, τα οποία τον πείραζαν, τον χλεύαζαν, ή δεν ξέρω τι άλλο. Έτσι, λοιπόν, επισκεπτόμενος κάποιος το μουσείο της Μάντρας του Μπλόκου της Κοκκινιάς, εκεί θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα πλατό το οποίο έχει πάνω φωτογραφίες παιδικές, από παιδιά, τα οποία πήγαιναν σχολείο, πήγαιναν στο Γυμνάσιο ή στο Δημοτικό. Όλα αυτά που εκτελέστηκαν δεν ήταν «Αετόπουλα». Ήτανε και παιδιά τα οποία τον είχαν πειράξει. Και αυτός έβγαλε το μένος του εναντίον των παιδιών, γιατί ήτανε η αρχή, από αυτόν κρέμονταν η ζωή τους. Κι έτσι πέρασαν τη Μάντρα, όπου και εκτελέστηκαν. Από την εκτέλεση των ηρώων στο Μπλόκο της Κοκκινιάς απόδρασαν μόνο δύο άτομα. Ο ένας έφυγε γιατί η μητέρα του σε κάποιον τσολιά έδωσε κάποιες λίρες και τονε ετράβηξε μέσα από τη Μάντρα του Μπλόκου. Ο δεύτερος, βλέποντας τη φορά του πολυβόλου, φρόντισε να πέσει νωρίτερα, πριν καν τον χτυπήσει η σφαίρα. Όταν, λοιπόν, πέσαν τα υπόλοιπα πτώματα επάνω του και κόπασε ο χαλασμός, πήδηξε από τη Μάντρα, η οποία δεν υπερέβαινε το 1.70, 1.80, πήδηξε το παιδάκι από την Μάντρα και γλίτωσε. Στο Μπλόκο της Κοκκινιάς εκτελέστηκαν 360 άτομα. Αυτά είναι καταμετρημένα και καταγεγραμμένα. Δεν ξέρουμε πόσοι έχουνε πέσει σε ένα πηγάδι που υπήρχε στον προαύλιο χώρο του υφαντουργείου, το οποίο ανήκε στους αδελφούς Μπαγιασλή. Συνέβη σαν παιδάκι και εν λειτουργία του ταπητουργείου να επισκεφτώ το χώρο και το πηγάδι το έχω δει. Τα καμιόνια περνούσαν μπροστά από το πατρικό μου, γιατί, όπως προείπα, το πατρικό μου είναι στην οδό Ηλιουπόλεως, η μητέρα μου, και το Μπλόκο, η Μάντρα του Μπλόκου, είναι επί της Ηλιουπόλεως. Τα καμιόνια πέρναγαν μπροστά από το σπίτι. Και το άκουσμα που έχω από τη μητέρα μου είναι ότι τα αίματα τα ρουφούσε το χώμα. Τότε η Ηλιουπόλεως ήταν χωματόδρομος, όπως και όλοι οι δρόμοι της Κοκκινιάς. Αναφορικά με το Μπλόκο της Κοκκινιάς και με τους εκτελεσθέντες, θέλω να προσθέσω ότι εκείνη την ημέρα εκτελέστηκε ο Χατζηβασιλείου —μου διαφεύγει το μικρό του όνομα—, ένας άντρας κοντά 2 μέτρα, ένα θηρίο, τον οποίον υπέδειξε ο Μπατράνης. Ο Γερμανός αξιωματικός τον σήκωσε όρθιο, του ζήτησε να καταδώσει. Αυτός αρνήθηκε, παράλληλα καθησύχασε και τους υπόλοιπους που ήταν γονατιστο[00:20:00]ί στην πλατεία ότι «Αδέλφια, εγώ δεν μιλάω, δεν θα προδώσω κανέναν». Ο Γερμανός επέμενε. Κάποια στιγμή, βρίζοντάς τον ο Γερμανός, ο Χατζηβασιλείου τον έφτυσε. Εκείνη την στιγμή με την ξιφολόγχη του του έβγαλε το ένα μάτι. Ο Χατζηβασιλείου και πάλι τον έφτυσε, του έβγαλε και το δεύτερο μάτι και στη συνέχεια τον εκτέλεσε με το πιστόλι του. Όταν νεκρός έπεσε κάτω, ο Γερμανός στάθηκε προσοχή και τον χαιρέτησε στρατιωτικά. Αυτό το έχουν οι Γερμανοί, το είχαν τουλάχιστον τότε οι Γερμανοί, αποδίδοντας φόρο τιμής στον μη προδότη της πατρίδας του. Βεβαίως, το ίδιο δεν έγινε και με τον Μπατράνη, γιατί όταν τελείωσε αυτή η οχλαγωγία με τις εκτελέσεις, με τις μανάδες να κλαίνε, με τα παιδιά να παρακαλάνε, και όλα αυτά τελείωσαν το απόγευμα, τότε ο ίδιος αξιωματικός ο Γερμανός ρώτησε τον Μπατράνη: «Όλοι είναι κομμουνιστές. Εσύ τι είσαι;». Και πριν προλάβει να απαντήσει τον εκτέλεσε και αυτόν με το όπλο του. Έκλαψε η Κοκκινιά. Κλάψανε παιδάκια που χάσανε πατεράδες, κλάψανε για τους όμηρους που πήρανε και τους πήγανε στο Χαϊδάρι. Κάποιοι από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ από τα γερμανικά στρατόπεδα. Και ερχόμαστε σε ένα άλλο γεγονός, που δεν είναι και ευρέως γνωστό. Λίγες μέρες μετά το Μπλόκο της Κοκκινιάς κατέβηκε η ΟΠΛΑ. Ποια είναι η ΟΠΛΑ; Η ΟΠΛΑ ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα του ΕΛΑΣ. Κατέβηκε, λοιπόν, η ΟΠΛΑ, μπήκανε στο σπίτι του Μπατράνη, τους εκτέλεσαν όλους με σουγιάδες, τους έσφαξαν και άφησαν μόνο ένα κοριτσάκι νεογέννητο, το οποίο ήταν στην κούνια. Δεν έζησε κανείς από την οικογένεια Μπατράνη.

Χ.Κ.:

Βεβαίως, η οργάνωση των Κιλικιανών είχε ενημέρωση μέσω σύνδεσμου ότι θα γίνει μπλόκο στην Κοκκινιά από την 1η έως 30 Αυγούστου. Ο πατέρας μου, σαν επικεφαλής, όπως προείπα, ενημέρωσε τους πάντες να εξαφανιστούν, γιατί θα κάνουν μπλόκο οι Γερμανοί. Κάποιοι τον άκουσαν, έφυγαν. Κάποιοι άλλοι έμειναν. Ο δικός μου ο πατέρας μετακόμισε στην περιοχή Απόλλωνα. Η περιοχή αυτή βρίσκεται στην περιοχή… στα Καμίνια του Πειραιά. Και καθημερινά, δεν ξέρω πόσο τακτικά τώρα, η μητέρα μου του πήγαινε φαγητό, έχοντάς με στην αγκαλιά της. Μωράκι, ημερών, μηνών, 1.5 μηνών θα ήμουν τότε. 14 του Ιούνη το ‘44 γεννήθηκα, 17 Αυγούστου του ‘44, 1.5 μηνών παιδάκι, μες στον ήλιο, μέσα στο λιοπύρι, να με κουβαλάει γιατί δεν είχε πού να με αφήσει. Λοιπόν, όσοι μπόρεσαν και κρύφτηκαν, έφυγαν από την περιοχή, εξαφανίστηκαν, γλίτωσαν. Οι υπόλοιποι δυστυχώς τους εκτέλεσαν. Για λίγο θα έρθουμε στη μάχη της Ηλεκτρικής. Το μόνο άκουσμα που έχω... όπως όλοι οι αντιστασιακοί της περιοχής του Πειραιά, να προστατεύσουν την Ηλεκτρική να μην την καταστρέψουν οι Γερμανοί. Το βράδυ, όταν κόπασε η μάχη, βρεθήκανε ο πατέρας μου με συναγωνιστές του σε ένα ραδιόφωνο που είχαν κρυμμένο. Και ακούγοντας Μόσχα, ανάφερε το όνομα ενός μετέπειτα βουλευτή, ο οποίος ήταν επικεφαλής της κίνησης κατά των Γερμανών. Νευρίασαν αρκετά. Και την επόμενη μέρα ο πατ[00:25:00]έρας μου φορτώθηκε τα πιστόλια του, έβαλε ένα δερμάτινο σακάκι που είχε, καβάλησε το ποδήλατό του και κατέβηκε στον Ηλεκτρικό σταθμό, όπου σε κάποιο κτίριο του Ηλεκτρικού υπήρχε ένα γραφείο στο οποίο στεγαζόταν αυτός ο κύριος, του οποίου μου διαφεύγει το όνομα. Λυπάμαι. Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, τον βρήκε με τα πόδια επάνω στο γραφείο. Και εφόσον ήτανε γνωστοί, πολύ γνωστοί, του λέει: «Κώστα, τι θέλεις;». Λέει: «Για να σου πω τι θέλω, κατέβασε τα πόδια από το γραφείο». Αυτός τα κατέβασε. Και στη συνέχεια τον ρώτησε, τραβώντας το πιστόλι του, του λέει: «Πες μου ρε, ήσουνα εχθές στη μάχη της Ηλεκτρικής;». Του είπε: «Όχι δεν ήμουν ποτέ». «Και γιατί η Μόσχα είπε το όνομά σου;». Από τότε παίζονταν πολιτικά παιχνίδια και προσπαθούσαν να ανεβάσουν ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν και τόσο χρήσιμοι στην αντίσταση. Απλά είχαν το βάπτισμα του επικεφαλής και τίποτε άλλο. Ήταν στεγασμένοι σε ένα γραφείο. Ποτέ δεν αγωνίστηκαν. Αυτό το ενσταντανέ θα πω, έχω να περιγράψω, και κλείνω με την μάχη της Ηλεκτρικής εδώ. Ερχόμαστε τώρα στη μάχη της Κοκκινιάς. Η μάχη της Κοκκινιάς έγινε στις 7 Νοέμβρη του ‘44 και ήταν η αρχή του Μπλόκου της Κοκκινιάς, γιατί στη μάχη της Κοκκινιάς οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους κατανικήθηκαν. Τρεις μέρες κράτησε η μάχη. Πέραν των μαχών που δόθηκαν σώμα με σώμα, κατέβασαν άρματα μάχης. Ακόμη και, από ακούσματα που έχω, βοήθησε και η Αεροπορία, η γερμανική βέβαια, και χτυπούσε διάφορα σημεία στην πόλη μέσα για να μπορέσει να κάμψει την αντίσταση των ανταρτών της πόλης. Έφυγαν νικημένοι. Άφησαν πίσω τους πτώματα, Ελλήνων αλλά και δικά τους αρκετά. Αυτή είναι γενικόλογα η ιστορία της μάχης της Κοκκινιάς. Και για ένα πράγμα που ντρέπομαι, ειλικρινά ντρέπομαι, είναι ότι πέρασαν χρόνια δύσκολα για την πόλη. Στο Περιβολάκι, στην πλατεία Δαβάκη, από όπου ξεκίνησε και η μάχη, έχουν στήσει μία πλάκα απλή και γράφουν: «Από δω ξεκίνησε η μάχη της Κοκκινιάς». Αυτό δεν ξέρω κατά πόσο αντιπροσωπεύει τις μάχες και τους αγώνες που έδωσαν οι Κοκκινιώτες αντιστασιακοί. Δεν τους αντιπροσωπεύει σε τίποτα. Κανένας δήμαρχος, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δεν μπόρεσε, δεν σκέφτηκε, δεν αποφάσισε να στήσει ένα άγαλμα το οποίο να εκπροσωπεί επάξια αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι έδωσαν τη μάχη της Κοκκινιάς νικηφόρα και κατατρόπωσαν τους Γερμανούς. Αυτό με λυπεί και με λυπεί πάρα πολύ. Προηγουμένως αναφέρθηκα στην αντιστασιακή δράση του πατέρα μου, για τον οποίον παρέλειψα να πω ότι έλαβε μέρος και στη μάχη της Αθήνας. Θα ήταν λάθος μου αν δεν το ανέφερα αυτό. Μαζί με αντιστασιακούς της Κοκκινιάς ανέβηκαν στην Αθήνα, στη μάχη, και εκεί τα μάτια τους είδαν πολλά πράγματα. Δεν έχω ακούσματα, ξέρω όμως ότι μου έλεγε: «Γιε μου, πολλά πράγματα και πολλή αλητεία».

Χ.Κ.:

Ερχόμαστε τώρα στις παιδικές μου θύμησες. Ξεκινάω κάπως ανάποδα. Θα πω ότι τον πατέρα μου σαν αντιστασιακό και γνωστό και μη εξαιρετέο στην Ασφάλεια της Νίκαιας, στο 5ο Τμήμα, όπου και ανήκαμε, είχε έναν φάκελο σε σχήμα μπαούλου. Ποτέ δεν ενοχλήθηκε, ποτέ δεν συνελήφ[00:30:00]θη για να τον στείλουνε στην εξορία. Ξέρανε τον προγενέστερο βίο του, ξέρανε τη δράση του, αλλά και ποτέ δεν τον συλλάβανε. Αυτό συνέβη γιατί, όπως προείπα, ήταν εργαζόμενος και προϊστάμενος στο εργοστάσιο του Δηλαβέρη στη Λεύκα, στο αγγειοπλαστείο. Έτσι, λοιπόν, όταν ενοχλήθηκε κάποια φορά από την Ασφάλεια, παρενέβη ο Κρίτωνας ο Δηλαβέρης, ο οποίος ήταν κράτος, και δεν άφησε να τον συλλάβουν και να τον στείλουν στην εξορία. Έτσι, λοιπόν, εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε πάντα με τον πατέρα μας. Το δεύτερο που έχω να πω είναι ότι και εκείνος για λόγους ασφάλειας ερχόταν το απόγευμα από τη δουλειά του, μας έβλεπε, τον βλέπαμε, τρώγαμε το βραδινό μας και λίγο πριν σουρουπώσει ντυνότανε και έφευγε προφασιζόμενος ότι γυρίζει πάλι στην δουλειά, λέγοντάς μας ότι είναι πολλές οι παραγγελίες, πρέπει το εργοστάσιο να δουλέψει και όλα αυτά. Εμείς, τώρα, τρία παιδάκια, από 8 χρονών και κάτω, βγαίναμε στο μπαλκόνι, ακουμπάγαμε στα καγκελάκια και τον χαιρετούσαμε, «Καληνύχτα, μπαμπά! Καλή δουλειά, να προσέχεις», και όλα αυτά. Αργότερα μάθαμε το τι του συνέβαινε. Το έκανε αυτό γιατί φοβόταν μην τυχόν έρθουν βράδυ και τον συλλάβουν παρακούοντας την εντολή —γιατί περί εντολής επρόκειτο— του Κρίτωνα Δηλαβέρη. Αυτή είναι η παιδική μου θύμηση. Και επειδή προείπα ότι σαν σφουγγάρι, παιδικό σφουγγάρι το μυαλουδάκι μου μάζευε όλα τα ακούσματα, σήμερα είμαι σε θέση να τα καταθέσω για να μάθουν ποια ήταν η ζωή των παιδιών εκείνης της εποχής αλλά και των αντιστασιακών, τι έπαθαν, τι τράβηξαν και πώς πέρασαν τη ζωή τους. Καιρός είναι να φθάσουμε και στο μεγάλωμα, τον τρόπο που μεγαλώσαμε τα παιδιά της Κοκκινιάς την εποχή εκείνη. Ναι, αλήθεια είναι ότι ζήσαμε φτωχά. Δεν θα πω πάμφτωχα. Οι γονείς προσπαθούσαν να μας δώσουν πάντα το κάτι καλύτερο. Τα ρούχα μας… τα ρούχα μας. Ποια ρούχα μας; Ποια βιτρίνα μπορούσαμε να πλησιάσουμε να αγοράσουμε ένα καινούριο ρούχο; Καμία βιτρίνα. Μόνο τα βλέπαμε. Ρούχα συγγενών που είχαν τα παιδιά τους μεγαλώσει μας τα έδιναν, οι μητέρες τα μεταμόρφωναν, τα μίκραιναν και τα σιδέρωναν, τα έπλεναν και μας τα φόραγαν. Παπούτσια παιδιών που δεν τους έκαναν πια γιατί είχε μεγαλώσει το πόδι τους τα γυρίζανε από πόρτα σε πόρτα: «Κυρα-Δέσποινα, αυτό κάνει του Χρηστάκη; Το άλλο του κάνει του Παναγιώτη; Το μπλουζάκι αυτό κάνει στο κοριτσάκι σου;». Μιλάμε για τέτοιες ανταλλαγές ρούχων μεταξύ των παιδιών της γειτονιάς. Και να πω και την αλήθεια, δεν ντρεπόμασταν, γιατί όλοι ζούσαμε κάτω από το ίδιο καθεστώς, το καθεστώς της φτώχειας. Έτσι, κανείς δεν υπερηφανευόταν ότι «Ο άλφα φοράει τα δικά μου ρούχα και ο δείνα φοράει τα ρούχα κάποιου άλλου». Ήμασταν όλοι ίσιοι και όμοιοι. Τα παιδικά μας παιχνίδια ήτανε ξύλινα. Ήτανε κάποια σπαθιά που φτιάχναμε και παίζαμε ξιφομαχία, ήτανε κάποιο τσέρκι. Το τσέρκι ήταν μια ρόδα ποδηλάτου χωρίς τις ακτίνες, που το σέρναμε με ένα σύρμα και κάναμε διάφορα τσαλίμια. Παιχνίδι μας ήτανε τα καπάκια των αναψυκτικών. Τους βάζαμε ένα βάρος μέσα από το φελλό που αφαιρούσαμε από άλλα καπάκια και γίνονταν πιο βαριά, και στα ρείθρα των πεζοδρομίων παίζαμε με αυτά, ποιος θα το στείλει ευθεία και πόσο μακριά θα φτάσει και τέτοια πράγματα. Από ποδόσφαιρο… Τα τζάμια ήταν ακριβά και οι γείτονες φωνάζανε: «Θα μας σπάσετε τα τζάμια!». Μας παίρνανε την μπάλα. Παρακαλούσαμε, όλα αυτά τα, θα τα έλεγα, ξέρω ‘γώ, χαρούμενα και ευτράπελα, γιατί άμα χάσει το παιδάκι την μπάλα του, ε δεν είναι και τόσο ευχαριστημένο. Και αυτό που θυμάμαι, και το θυμάμαι κι αυτό χαρακτηριστικά, είναι ένα κοριτσάκι να κρατάει έν[00:35:00]α μπαλόνι. Αυτό έγινε μπροστά μου. Κάποιος κύριος πέρασε και με το τσιγάρο του έσκασε το μπαλόνι του παιδιού. Εκεί έγινε χαμός. Η κυρία που το συνόδευε το παιδάκι τον άρπαξε από το γιακά και τον κατατρόμαξε, φωνάζοντάς του: «Αλήτη! Το παιχνίδι του παιδιού! Δεν σεβάστηκες το παιχνίδι του παιδιού!». Μαζεύτηκε η γειτονιά, έγινε φασαρία, βρεγμένος και προσβεβλημένος σηκώθηκε και έφυγε. Αυτό είναι μια χαρακτηριστική εικόνα. Θέλω να πω ότι ένα μπαλόνι ήταν η χαρά η δική μας, μια μπάλα ποδοσφαίρου, την οποία πολλές φορές φτιάχναμε από τις κάλτσες των μανάδων μας, βάζοντας μέσα διάφορα κουρέλια και ράβοντας την κάλτσα της μαμάς. Την κατεβάζαμε στο χωμάτινο δρόμο και παίζαμε μπάλα. Δεν είχαμε λεφτά να μας αγοράσουν. Αν σε κάποιους έφερναν δώρο τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά μία μπαλίτσα, ε αυτό ήτανε χαρμόσυνο γεγονός. «Ο Βαγγέλης, ο Θανάσης ή ο Γιώργος έχει, του φέρανε μπάλα. Ελάτε να παίξουμε!». Ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν είχαμε την πολυτέλεια των σημερινών παιδιών. Ήμασταν παιδιά πραγματικά… δεν θα το πω άλλου θεού. Ήμασταν παιδιά του Θεού. Και μπορούσαμε να βολευτούμε με το οποιοδήποτε παιχνίδι. Αρκεί να μη μας έλεγαν οι γονείς μας: «Βράδιασε, μαζευτείτε». Εκεί αγριεύαμε. Σε προηγούμενή μου αναφορά μίλησα για τον Κώστα τον Γέμελο, του οποίου υπάρχει δρόμος με το όνομά του στη Νίκαια. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ξένος όσον αφορά τη Νίκαια, την Κοκκινιά. Καταγόταν από την Πελοπόννησο και σε κάποιο χωριό ήταν δάσκαλος. Λόγω της ιδεολογίας του το κράτος τον απέπεμψε από τα διδασκαλικά του καθήκοντα και έτσι βρέθηκε ξένος μεταξύ ξένων στην Νίκαια. Με λίγες γνωριμίες που προσπάθησε και έκανε κατάφερε να γίνει πασίγνωστος και τελικά να αναλάβει την θέση του Γενικού Γραμματέα της ΕΔΑ στην Κοκκινιά. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν δούλευε πουθενά, είχε όμως την αγάπη των πολιτών της Νίκαιας, οι οποίοι είχαν φροντίσει να τον περιθάλπουν καθημερινά. Με ποιον τρόπο; Βρέθηκαν δέκα, είκοσι, τριάντα άνθρωποι, οι οποίοι σε καθημερινή βάση κάποιος τον είχε καλεσμένο στο σπίτι του για φαγητό, χωρίς ποτέ να τον προσβάλουν, χωρίς ποτέ να τον υποτιμήσουν, χωρίς ποτέ να τον υποβαθμίσουν. Ήταν τέτοιο το επίπεδο αυτού του ανθρώπου, που δεν μπορούσε κανείς να του βρει ψεγάδι. Ήτανε ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου επί δημαρχίας Νικόλαου Τουντουλίδη, στη Νίκαια, όταν ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισαν να στήσουν το μνημείο στην Οσία Ξένη. Επί των ημερών τους, λοιπόν, στήθηκε το μνημείο αυτό, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα και έχει μείνει ως ανάμνηση από το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Εδώ θέλω να σημειώσω ότι σε μία από τις τελευταίες του ομιλίες ο Κώστας ο Γέμελος τίμησε την πόλη που τον φιλοξένησε, την πόλη που τον προστάτευσε, την πόλη που του έδωσε αυτό που εκείνος ήθελε για να δουλέψει, την αγάπη του δηλαδή, σε μία από τις ομιλίες του είπε: «Σε ευχαριστώ, μάνα Κοκκινιά, που με έκανες να μην ντρέπομαι». Αυτή η φράση τα κλείνει όλα για όποιον κατάλαβε. Δεν θέλει πολύ να καταλάβει κάποιος ότι και εκείνος είχε συνειδητο[00:40:00]ποιήσει ότι τον συνδράμουν όλοι ούτως ώστε να μην πεινάσει και να μη δυστυχήσει. Αυτό όσον αφορά τον Κώστα τον Γέμελο.

Μ.Κ.:

Μιας και μιλάμε τώρα για τον Γέμελο, κάτι μου είπατε για το βιβλίο του Λουντέμη που το συνδέσατε με τον Γέμελο.

Χ.Κ.:

Ναι, είναι αλήθεια. Αλήθεια είναι ότι σε μία από τις επισκέψεις, μάλλον σε πολλές από τις επισκέψεις που έκανε, ξέρω ‘γώ κάθε μήνα, από δυο έως τέσσερις φορές τον μήνα… Κυριακές ιδιαίτερα. Τον φιλοξενούσαμε στο σπίτι για μεσημεριανό φαγητό και με τον πατέρα μου κάνανε συζητήσεις πολιτικές και για γεγονότα της εποχής εκείνης. Εγώ, παιδάκι, καθόμουν και τους άκουγα, γιατί και ο πατέρας μου δεν κάθισε ποτέ να μας πει τι συνέβη και πώς συνέβη όταν ήμασταν κατ’ ιδίαν. Μόνο ακούσματα έχω από αυτές τις επισκέψεις. Έτσι, λοιπόν, κάποια μέρα άκουσα τον Κώστα τον Γέμελο να λέει ότι «Κώστα, με μια γάτα με βάζανε μέσα σε ένα τσουβάλι και με βουτάγανε στην θάλασσα». Εκεί ο πατέρας μου τον ρώτησε: «Και πώς έγινε, Κώστα, αυτό; Η γάτα δεν αγρίεψε, δεν σε γρατζούνισε;». Του λέει: «Όχι, Κώστα. Τη γάτα, πριν μας δέσουν, πριν δέσουν το τσουβάλι για να μας πετάξουνε στην θάλασσα, της έπιανα τα πόδια κι έτσι δεν την άφηνα να με γρατζουνίσει. Όπως με βουτάγανε στην θάλασσα, έτσι έβγαινα κι εγώ. Βέβαια, όταν βλέπανε οι φύλακες ότι έβγαινα αγρατζούνιστος, λυσσάγανε και σκυλιάζαν περισσότερο». Βεβαίως, αυτό δεν συνέβαινε μόνο στον Κώστα τον Γέμελο. Συνέβαινε και σε άλλους αγωνιστές που είχανε κλεισμένους στη Μακρόνησο. Μεγαλώνοντας, αγόρασα ένα βιβλίο του Λουντέμη, Οδός Αβύσσου Αριθμός 0. Διαβάζοντας το βιβλίο δεν σας κρύβω ότι έμεινα έκπληκτος. Διάβαζα πράγματα τα οποία πίστευα ότι τα έχω ξαναδιαβάσει, δηλαδή ότι έχω ξαναδιαβάσει το βιβλίο του Λουντέμη και δεν το θυμόμουνα. Και, χωρίς να θέλω να κρυφτώ, με έβριζα: «Τι είναι αυτό που έκανες; Πήρες βιβλίο που το έχεις ξαναδιαβάσει!». Τελικά η μνήμη επανήλθε και θυμήθηκα ότι όλα αυτά που γράφει ο Λουντέμης στο βιβλίο του είναι ακούσματα που είχα από την ηλικία των 10, 11 χρονών. Έτσι, λοιπόν, όλα έρχονται κάποια στιγμή και επαληθεύονται. Τίποτα δεν είναι ψέμα, τίποτα δεν είναι λιγότερο. Είναι αυτό ακριβώς που έζησαν οι αγωνιστές της Μακρονήσου και οι αγωνιστές των στρατοπέδων.

Χ.Κ.:

Θέλω να προσθέσω ένα γεγονός ανθρώπινο, αυτό καθαυτό ανθρώπινο. Στο δεύτερο αντάρτικο ο πατέρας μου βρέθηκε κάπου στη Θήβα. Εκεί είδε κάποιους ανθρώπους οι αντάρτες να τους μεταφέρουν. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένας Νικαιώτης αστυνομικός. Τον αναγνώρισε ο πατέρας μου και τον τράβηξε έξω από τις γραμμές. Κάποιοι τον ρώτησαν: «Τι κάνεις; Γιατί τον βγάζεις έξω; Είναι για να πάει μαζί με τους άλλους». Και εκεί ο πατέρας μου αντέταξε την ορμή του, και τη δύναμή του θα έλεγα, γνωρίζοντας οι πάντες τη δραστηριότητά του στην Κοκκινιά: «Αυτός είναι δικός μου και δεν τον ακουμπάει κανείς». Πράγματι έτσι έγινε. Τονε πήρε και κατεβήκανε μαζί στην Κοκκινιά. Ο άνθρωπος αυτός, δείχνοντας ευγνωμοσύνη στον πατέρα μου, έβγαλε το υπηρεσιακό του ρολόι, το ρολόι της αστυνομίας, με ανάγλυφο, της τσέπης, με ανάγλυφο το σήμα της αστυνομίας επάνω, και του το πρόσφερε. Του είπε: «Κώστα, δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω. Μου γλίτωσες τη ζωή. Έχω αυτό να σου δώσω και μόνο αυτό». Μετά κόπων και βασάνων και πιέσεων του αστυνομικού ο πατέρας μου το πήρε. Αυτό έπεσε[00:45:00] στα χέρια μου κάποια στιγμή και αργά, πολύ αργά, δεν ξέρω από πού διέρρευσε ότι το ρολόι αυτό είναι στα χέρια μου. Και μου ήρθε μήνυμα από κάποια φίλη μου ότι αυτό το ρολόι το είχε στα χέρια της και έπαιζε η κόρη του και το θυμάται σαν το παιδικό της παιχνίδι. Βεβαίως, όταν μου το είπε η φίλη μου ότι η κυρία Αναστασία θυμάται το ρολόι, και επειδή ζούσε η κυρία, προσφέρθηκα να της το επιστρέψω, γιατί ήταν το παιχνίδι της ή η ανάμνηση του πατέρα της. Όταν το πληροφορήθηκε, το αρνήθηκε, λέγοντας ότι: «Όχι, αυτό ανήκει σε αυτόν που το κρατάει, γιατί ο πατέρας του άφησε να ζήσει ο δικός μου ο πατέρας».

Χ.Κ.:

Σε προηγούμενη αναφορά μου μίλησα για την ΟΠΛΑ της Κοκκινιάς. Στην ΟΠΛΑ της Κοκκινιάς ανήκε και ο παλαιστής ο Βάσελ. Ο Βάσελ ήταν ένα τέρας δύναμης. Αυτός ο άνθρωπος κατόρθωσε να ξηλώσει τις θήκες των όπλων από τη ζώνη των χωροφυλάκων με μία κίνηση. Πώς έγινε το γεγονός; Κάποιος αστυφύλακας πάλι, ενώ απ’ την οργάνωση της Νίκαιας έχει δοθεί εντολή σε κάποιον, βράδυ να πάει μήνυμα κάπου... Αυτό γίνεται περί τις 23:00 το βράδυ. Το φεγγάρι λάμπει από πάνω. Για λόγους ασφαλείας ο πατέρας μου του στέλνει πίσω του τον έναν αστυνομικό, ούτως ώστε αν πέσει σε μπλόκο Γερμανών, να πει ότι αυτός τονε παρακολουθεί και να τον αφήσουνε. Ο συνεργάτης του πατέρα μου τον αντελήφθη, δεν ήξερε όμως, ότι είναι άνθρωπος δικός του. Σε κάποια στροφή, από στροφή σε στροφή, εφόσον τον έχει αντιληφθεί, την έχει στήσει. Και, όπως παρουσιάζεται ο αστυφύλακας, του ρίχνει την πιστολιά και τονε τραυματίζει. Ο αντάρτης εξαφανίστηκε. Μαζευτήκανε οι Γερμανοί, τονε πήραν τον τραυματία και τονε κατεβάσανε στο νοσοκομείο του Σαπόρτα. Το νοσοκομείο του Σαπόρτα ήταν στην παλιά Κοκκινιά και σήμερα στεγάζει μια πολύ-πολυκατοικιούπολη, ένα πράγμα… δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω. Νεόκτιστο είναι, βέβαια, αλλά είναι ένα σύμπλεγμα οικιών που δύσκολα θα μπορέσει να κατοικηθεί. Εν πάση περιπτώσει, τονε κατέβασαν εκεί τον άνθρωπο, τραυματισμένος. Τον είχανε στο κελί μέχρις ότου συνέλθει, στο υπόγειο, που ήταν τα κελιά των κρατουμένων, των τραυματιών κρατουμένων, μέχρις ότου γίνει καλά, να καταθέσει. Κάποιο από εκείνα τα βράδια, φοβούμενοι μην τυχόν και μιλήσει ο αστυφύλακας, αποφασίσανε να τον απαγάγουν. Πήδηξαν, λοιπόν, τη μάντρα ο πατέρας μου, ο Βάσελ και κάποιοι ακόμη —δεν θυμάμαι ονόματα— και εφόσον είναι έτοιμοι να κατέβουνε στο υπόγειο —προείπα, ήταν τα κελιά των κρατουμένων—, στη σκάλα ανεβαίνουνε δύο χωροφύλακες οι οποίοι κρατάνε από ένα τσαμπί σταφύλι. Όπως κρατάν το τσαμπί και τσιμπολογάνε, με το όπλο από πάνω τούς ακινητοποιούνε και ο πατέρας μου διατάσσει τον Βάσελ να τους αφοπλίσει. Ευκολονόητο. Να ανοίξει τις θήκες να τους πάρει τα όπλα. Τι πιο απλό; Ο Βάσελ, όπως είναι οι φαρδιές ζώνες των χωροφυλάκων της εποχής εκείνης, έπιασε τις θήκες, τις ξήλωσε από τη ζώνη επάνω και τους έριξε κάτω και τους δύο. Τους πήγανε, τους πήραν τα κλειδιά των κελιών, ανοίξαν όλα τα κελιά ψάχνοντας να βρουν τον δικό τους τραυματία και είπανε σε όλους τους κρατούμενους: «Όποιος μπορεί να περπατήσει και να πηδήξει τη μάντρα, να σηκωθεί να φύγει». Αυτό είναι ένα γεγονός που συνέβη εκείνα τα χρόνια. Επίσης, κάποιο άλλο είναι ότι κάποιος καταδότης, ο οποίος έμενε στην Παναγή Τσαλδάρη, έχει επισημανθεί από την οργάνωση της Κοκκινιάς και τον[00:50:00]ε περιμένανε, τον είχαν έτοιμο για εκτέλεση. Έτσι, λοιπόν, ένα Μεγάλο Σάββατο στον Άγιο Νικόλαο, απέναντι επί της οδού Αγίου Νικολάου, δίπλα από το φαρμακείο που υπάρχει μέχρι και σήμερα, είναι αυτός ο άνθρωπος με ένα κοριτσάκι, το οποίο το είχε υιοθετήσει. Την ώρα που κάνανε την ανάσταση και ρίξανε κάτι λίγα βεγγαλικά και κάποιους πυροβολισμούς από φελλό —τότε χρησιμοποιούσανε κάτι πιστολάκια που σκάγανε φελλό με μπαρούτι—, βρέθηκε δίπλα του ο Βάσελ. Έβγαλε το περίστροφο, τον πυροβόλησε, τονε σκότωσε και εξαφανίστηκε μέσα απ’ το στενό της οδού Αγίου Νικολάου. Είναι μία πάροδος ουσιαστικά η οδός Αγίου Νικολάου. Εξαφανίστηκε και δεν τον βρήκε κανείς. Αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε στη Σιβηρία και τα τελευταία χρόνια έμαθα ότι κυκλοφορούσε. Είχε έρθει από τη Σιβηρία στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν πάτησε στην Κοκκινιά. Έμενε κάπου στον Κορυδαλλό, στην οδόν Ορίων, εκεί κάπου. Τον φιλοξενούσαν κάποιοι φίλοι του. Σήμερα και αυτός δεν υπάρχει στην ζωή.

Χ.Κ.:

Κλείνοντας αυτή την ιστορική αναδρομή, θέλω να πω ό,τι ακούσατε και ό,τι συγκρατήσατε είναι μία αλήθεια. Είναι αλήθεια όλα τα γεγονότα. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφισβήτηση. Ευχαριστώ που με ακούσατε με προσοχή. Ευχαριστώ.

Μ.Κ.:

Εμείς ευχαριστούμε πολύ.

Χ.Κ.:

Κλείνοντας οριστικά την αφήγησή μου, θέλω να κλείσω με το Μητροπολίτη Γρεβενών, Γερβάσιο. Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο ιερέας, έτσι απλά να τον πω, υπήρξε η μάνα και ο πατέρας για τους πρόσφυγες Κοκκινιώτες. Προσπαθούσε να τους συνδράμει και να τους παρηγορήσει στην κάθε πτυχή της ζωής τους. Ο Μητροπολίτης Γερβάσιος ζούσε σε ένα φτωχικό σπίτι στη Βασιλέως Παύλου, Διαδόχου Παύλου τότε, σήμερα Καρακουλουξή, δίπλα από την Μπεν. Ταπεινά, χωρίς πολλές φανφάρες συνέδραμε τους Νικαιώτες. Μέρος των οστών του βρίσκονται πίσω από το ιερό του Αγίου Νικολάου. Η δε οδός Γρεβενών δεν είναι σκέτη Γρεβενών. Είναι οδός Γερβάσιου, Μητροπολίτη Γερβάσιου Γρεβενών, το πλήρες όνομα. Σε μας έμεινε Γρεβενών, μην αναφέροντας το όνομα αυτού του τεράστιου ιερέα.

Μ.Κ.:

Πώς ακριβώς βοηθούσε; Θυμάστε;

Χ.Κ.:

Πέραν της ψυχολογικής στήριξης, προσπαθούσε και με διάφορα τρόφιμα που εκείνος εξοικονομούσε από πλούσιους της Νίκαιας, τα μάζευε και βοηθούσε τους φτωχούς και ανήμπορους πρόσφυγες της εποχής εκείνης.