© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου αφηγείται την πορεία του στον κόσμο του κρασιού

Κωδικός Ιστορίας
10692
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευάγγελος Γεροβασιλείου (Ε.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/05/2022
Ερευνητής/τρια
Ελπίδα Χριστάκη (Ε.Χ.)

[00:00:00]

Ε.Χ.:

Καλησπέρα.

Ε.Γ.:

Καλησπέρα σας.

Ε.Χ.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ε.Γ.:

Βαγγέλης Γεροβασιλείου.

Ε.Χ.:

Είναι 18 Μαΐου του 2022 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη με τον κύριο Ευάγγελο Γεροβασιλείου. Ονομάζομαι Ελπίδα Χριστάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Κύριε Γεροβασιλείου, θα μπορούσατε να μου πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας;

Ε.Γ.:

Γεννήθηκα στην Επανομή. Οι γονείς μου, ο πατέρας μου ήταν ορφανός από δύο ετών και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. Η μητέρα μου, επίσης, από γεωργική οικογένεια, πολύ φτωχή. Από τα δώδεκά της χρόνια ξενοδούλευε. Οπότε, γνωρίστηκαν δουλεύοντας σαν εργάτες γης σε κάποιον μεγαλοκτηματία και ερωτεύτηκαν. Και γεννηθήκαμε εμείς μεγαλώνοντας με τα βιώματα μιας γενιάς, η οποία ήταν μετά τον πόλεμο, φτωχή και ταλαιπωρημένη. Οπότε, έχουμε βιώσει όλη την κατάσταση της δύσκολης και δημιουργικής εποχής της Ελλάδος. Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε παιχνίδια στο χωράφι, όπου με παίρναν οι γονείς μου. Παίζοντας με τις ακρίδες, με τις πασχαλίτσες, με τα σκαθάρια και κάνοντας στεφάνια από παπαρούνες θυμάμαι μικρά παιδιά και πηγαίνοντας νερό, όταν μας κάναν νόημα οι γονείς μας, γιατί μέναμε κάτω από μια γκορτσιά πάντα, ένα δέντρο με σκιά και κάνοντας μα κούνια. Αργότερα, τα παιδικά μας χρόνια στο σχολείο, στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό, οι γονείς πάντα στο χωράφι. Εμείς έπρεπε να έχουμε το σπίτι. Δηλαδή, είχαμε πάντα δύο κατσίκες, τις οποίες αρμέγαμε. Όταν το απόγευμα ερχόταν με το άλογο, έπρεπε να ποτίσουμε το άλογο, να το βάλουμε στο παχνί, να βάλουμε το άχυρο, να ξεζέψουμε το κάρο, γιατί έρχονταν κουρασμένοι απ’ τη δουλειά. Και εγώ και ο αδερφός μου ήταν οι καθημερινές δουλειές που είχαμε, τις οποίες βλέπαμε με πολλή αγάπη και χωρίς -αν θέλετε- να βαρυγκωμάμε, γιατί βλέπαμε τους γονείς που ερχόντανε πτώμα απ’ τη δουλειά φεύγοντας το πρωί και ερχόμενοι το βράδυ. Και εμείς η μικρή μας -αν θέλετε- συνεισφορά σε αυτήν την οικογενειακή ζωή, ήταν να τους ξεκουράζουμε όταν ερχόνταν απ’ τη δουλειά. Αργότερα, σχεδόν μετά το δημοτικό σχολείο, όλα τα καλοκαίρια δεν είχαμε διακοπές, ακόμη και στο γυμνάσιο. Οι διακοπές ήταν η εποχή του βαμβακιού, που έπρεπε να πάμε να δουλεύουμε στα χωράφια είτε να τα ποτίζουμε, είτε να τα αραιώνουμε, είτε αργότερα να τα μαζεύουμε. Και πολύ αργότερα, σχεδόν όταν ήμασταν δεκαέξι χρονών, πρωτοπήγαμε Θεσσαλονίκη, στην έκθεση, που ήταν το κάτι μοναδικό που χάραξε τη μνήμη μου. Πηγαίνοντας στην έκθεση και παίρνοντας κάποια παιχνίδια -αν θυμάμαι καλά- ένα μολύβι μπαστούνι που είχε σχεδόν μισό μέτρο στην άκρη με μια γομολάστιχα, που ήταν κάτι που το βλέπαμε για πρώτη φορά. Ή κάποια παιχνίδια παιδικά, που για πρώτη φορά ανεβήκαμε στο τρενάκι, στο αεροπλανάκι και μ’ έχουν μείνει στη μνήμη μου. Και ευτυχώς, αυτή η μνήμη διασώθηκε και κινηματογραφικά, διότι γυριζόταν μια ταινία μες στην έκθεση χωρίς να πάρουμε είδηση, όπου φαίνεται το πρόσωπό μου, πιτσιρικάς δεκαέξι χρονών σε μια ταινία ελληνική.  Αργότερα, ο σκοπός μας και η συμβουλή των γονιών ήταν να φύγουμε απ’ τα χωράφια, να σπουδάσω. Οπότε η κατεύθυνση ήταν να σπουδάσουμε, και κυρίως επειδή ήμουνα καλός μαθητής, -όχι άριστος, αλλά καλός- ήταν να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός. Και ξεκινήσαμε να κάνουμε φροντιστήριο -μόλις είχαν ξεκινήσει τα φροντιστήρια στη Θεσσαλονίκη-, όπου πηγαίναμε με το αυτοκίνητο στην πόλη το βράδυ συνήθως, 18:00 η ώρα, και γυρνούσαμε 23:00 το βράδυ. Για κακή μου τύχη, όμως, επειδή έπαιζα ποδόσφαιρο, τραυματίστηκα σε έναν αγώνα με την… Ήταν το 1978, ήταν του Παύλου Μελά η ημερομηνία που γιορτάζουμε, τον Οκτώβριο. Παίζαμε με την Α.Π.Ε. Λαγκαδά και τραυματίστηκα στο πόδι, οπότε αναγκάστηκα να κάνω εγχείρηση μηνίσκο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκείνη την εποχή, η εγχείρηση αυτή μας κρατούσε μακριά από δραστηριότητες και δεν μπορούσα να πάω για φροντιστήριο. Και έτσι, σκέφτηκα να δώσω σε μια σχολή που ήταν πολύ προσιτή και αγαπητή λόγω της φύσεως της ζωής μου, στη γεωπονία. Και έτσι έδωσα στη γεωπονία, αντί να γίνω πολιτικός μηχανικός. Θεωρώ ότι αυτή η στιγμή ήτανε πολύ σημαντική σε μένα, διότι μου άλλαξε τη μετέπειτα ζωή μου. Σπούδασα γεωπονία, και εκεί, στο δεύτερο έτος -θυμάμαι συγκεκριμένα- επειδή κάναμε λίγο κρασί ο πατέρας μου και χαλούσε προς το καλοκαίρι, είχα πληροφορηθεί ότι υπήρχε ένα μικρό εργαστήριο που έδινε συμβουλές για το κρασί. Ήταν απέναντι απ’ την Παναγία Χαλκέων και τον λέγανε «Ο Χημικός». Τον επισκέφθηκα και τον ρώτησα ότι: «Το κρασί του πατέρα μου πολλές φορές ξινίζει, χαλάει. Τι πρέπει να κάνω;». Και μου είπε: «Φέρε ένα δείγμα να το δω και θα σου πω». Πραγματικά, του πήγα ένα δείγμα, το ανέλυσε και μου λέει: «Έλα αύριο να σου δώσω τις συμβουλές μου». Την άλλη μέρα που πήγα, μου έδωσε κάτι φάρμακα σε κάτι σακουλάκια και μου έγραφε: «Αυτό θα το βάλετε πριν τη ζύμωση. Το άλλο μετά τη ζύμωση». Και από περιέργεια τον ρώτησα: «Τι είναι αυτά; Εξηγήστε μου λίγο». Και μου λέει: «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, γιατί αυτά είναι μυστικά και τα κρατάω για μένα. Αυτή είναι η δουλειά μου». Εκεί μ’ έπιασε μεγάλη περιέργεια να μάθω τι είναι. Οπότε, ψάχνοντας και ρωτώντας έμαθα ότι υπήρχε μια σχολή στο Μπορντώ, οινολογία, η οποία κανείς, στην οποία κανείς μπορούσε να σπουδάσει γύρω από την παρασκευή του κρασιού. Για καλή μου τύχη, στο πανεπιστήμιο είχα έναν καλό βοηθό στο τμήμα αμπελουργίας, τον Γιάννη τον Κοίλιαρη, ο οποίος είχε πάει στο Μονπελιέ και είχε μάθει γύρω από την οινολογία και την αμπελουργία. Και αυτός μου έδωσε μια κατεύθυνση, ότι καλό θα ήταν να πάω στο Μπορντώ, να σπουδάσω οινολογία. 

Ε.Γ.:

Μια δύσκολη στιγμή ήταν όταν το 1974 που ορκίστηκα -που ήταν να ορκιστώ μάλλον- σαν γεωπόνος, γιατί το πτυχίο ήταν απαραίτητο για την εγγραφή μου, έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο. Τα πανεπιστήμια τότε σχεδόν κλείσανε, διότι ο πρύτανης, ο Σδράκας ο αείμνηστος, ο οποίος ήταν με τη Χούντα, εξαφανίστηκε και δεν μπορούσε να μας ορκίσει. Εκεί υπήρξαν κάποιες μέρες δραματικές, διότι αν έκανα την εγγραφή μου στο πανεπιστήμιο, δεν θα πήγαινα στρατιώτης. Η εγγραφή μου είχε εγκριθεί, αλλά το δίπλωμα, το απολυτήριο της γεωπονικής σχολής ήταν τελείως απαραίτητο για την εγγραφή μου. Εκεί πέρασα περίπου είκοσι μέρες δραματικές. Κάθε μέρα έξω απ’ το πανεπιστήμιο περιμένοντας να μας ορκίσουνε, να βρεθεί ένας καθηγητής να μας ορκίσει. Ευτυχώς, μετά από δεκαεφτά μέρες περίπου ορκιστήκαμε. Πήρα το πολυπόθητο πτυχίο της γεωπονικής, το οποίο έστειλα ταχυδρομικά, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος στη Γαλλία, και στο παρά ένα σχεδόν πριν με αποκλείσουν απ’ τη σχολή, με δέχτηκαν! Ήταν κάποιες μέρες πολύ δραματικές, όπως δραματικές ήταν και για τη χώρα μας λόγω των γεγονότων της Κύπρου και της εισβολής, της τουρκικής εισβολής.    

Ε.Γ.:

Μετά έφυγα για τη Γαλλία. Ταξίδι δραματικό! Πήρα τον χάρτη και είδα πώς μπορεί κανείς να πάει στο Μπορντώ. Βάση σχεδίου έπρεπε να πάμε με τρένο, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση με το αεροπλάνο, και είδα ότι έπρεπε να πάω πρώτα στη Λυών και από κει να αλλάξω πλοίο και να πάω στο Μπορντώ. Πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και ζήτησα ένα εισιτήριο για τη Λυών της Γαλλίας. Εκεί, όμως, ούτε ο κύριος ήξερε ούτε και εγώ φυσικά, ότι ο σταθμός του Παρισιού λέγεται «Gare de Lyon». Οπότε, μ’ έβγαλε εισιτήριο για να πάω στο Παρίσι. Θυμάμαι τον πατέρα μου που ήρθε να με αποχαιρετήσει στον σιδηροδρομικό σταθμό με τον αδερφό μου, όπου με είχαν τροφαδιάσει, έτσι λέγαμε. Δηλαδή, ένα μικρό σακίδιο με τρόφιμα. Πώς θα φάω; Τρεις μέρες σερί έπρεπε να πάμε. Και ξεκίνησα και όταν έφτασα στο Μιλάνο και άλλαξα δρομολόγιο, εκεί ήπια τον πρώτο καφέ εσπρέσο στη ζωή μου. Δεν τον γνώριζα. Όλοι πίναν εσπρέσο, δοκίμασα και εγώ εσπρέσο. Επειδή ποτέ δεν έπινα καφέ, λόγω που έπαιζα ποδόσφαιρο, δεν έπινα γενικά πράγματα, [00:10:00]έκανα αθλητική ζωή. Παρότι είχα δύο μέρες να κοιμηθώ, ο εσπρέσο με διατήρησε άλλες δύο μέρες. Δεν μπορώ να το ξεχάσω, τέσσερις μέρες άυπνος! Παίρνοντας το τρένο από το Μιλάνο για το Gare de Lyon, διαπίστωσα ότι πηγαίναμε μέσω Ελβετίας. Εκεί κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Ρωτώντας κάποιον συνοδό μέσα, μου είπε ότι: «Το τρένο δεν πάει στη Λυών. Αλλά υπάρχει μια περίπτωση να κατέβετε στα σύνορα της Γαλλίας με Ιταλίας -Ιταλίας με Γαλλίας- και εκεί μπορείτε να αλλάξετε». Θυμάμαι ότι κατέβηκα σε ένα χωριουδάκι, σε ένα σταθμό, που δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν ένας σταθμός, ένα παράδειγμα όπως είναι η στάση των λεωφορείων. Και ήταν μάλιστα 21:00 η ώρα το βράδυ. Κατέβηκα εκεί μόνος. Κρύο. Που δεν ήξερα πού να πάω και το τρένο περνούσε την άλλη μέρα 10:00 η ώρα το πρωί! Αυτό θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι ο καφές με επηρέασε. Δεν κοιμήθηκα, φυσικά, όλο το βράδυ, στη νύχτα σκοτάδι. Και την άλλη μέρα με το καλό, πήρα το τρένο και έφτασα στο Μπορντώ μετά από τρεισήμισι μέρες. Περιπετειώδες ταξίδι, αλλά μου άνοιγε τους δρόμους της μελλοντικής μου πορείας, της επαγγελματικής. Εκεί βρήκα ένα περιβάλλον που ήταν συγκινητικό. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα ήταν στο επίκεντρο των γεγονότων, λόγω της τούρκικης εισβολής, και η Γαλλία που ήτανε φιλοελληνική λόγω κουλτούρας και γνωρίζοντας την ελληνική ιστορία, με υποδέχτηκαν -αν θέλετε- όχι σαν πρόσφυγα, αλλά σαν παιδί τους. Γράφτηκα στο πανεπιστήμιο. Εν συνεχεία, έκανα πρακτική εξάσκηση σε ένα οινοποιείο, το πρώτο, το «Château Petrus», που η γιαγιά του, ενώ είχε πολλούς εργαζόμενους, Πορτογάλους, Ισπανούς και εγώ, με πήρε μέσα στο κτήμα τους. Ενώ όλοι μέναν σε μια αποθήκη, έναν αποθηκευτικό χώρο, με συμπάθησε, επειδή ήμαν Έλληνας και καθόμουν στο τραπέζι τους κι έτρωγα, όχι με τους άλλους εργάτες. Και εκεί για πρώτη φορά είδα περίτεχνα ανοιχτήρια που άνοιγαν τα κρασιά τους. Και μπήκα στην ιστορία, γιατί να υπάρχει τόσο καλλιτεχνία σε ένα μικρό αντικείμενο χρηστικό του κρασιού; Και η κυρία Petrus με έμπασε στον χώρο της τέχνης γύρω απ’ το κρασί. Με μάθαινε λίγα γαλλικά, όταν το Σαββατοκύριακο δεν δουλεύαμε, και με περιτριγύριζε στα αμπέλια τους, που είχαν ένα πολύ ωραίο κτήμα, και μάθαινα ιστορίες, πόσο λάτρευαν τη γη, πόσο λάτρευαν το αμπέλι. Και την ιστορία που είχε απ’ τον παππού της, απ’ τον προπάππου της. Εκεί διαπίστωσα πόσο ήτανε μεγάλη η κληρονομιά της Γαλλίας πάνω στην αμπελοκαλλιέργεια και στο κρασί. Άρα, άρχισα να μπαίνω σε έναν κόσμο, ο οποίος ήτανε θαυμάσιος, συγκινητικός και είχε το αίσθημα της εργασίας, του χόμπι, της λατρείας γύρω από την αμπελοκαλλιέργεια, το κρασί. Εν συνεχεία, οι σπουδές μου στο πανεπιστήμιο του Μπορντώ ήτανε πάρα πολύ ευχάριστες, διότι κάθε μέρα αισθανόμουν ότι έπαιρνα τόσα πράγματα, γνώσεις, όσα έπαιρνα εδώ στην Ελλάδα στα τέσσερα και πέντε χρόνια πανεπιστημιακής καριέρας. Ήτανε τόσο εμπεριστατωμένα πρακτικά και γνωστικά πράγματα που μας έδιναν οι καθηγητές, που αισθάνθηκα ότι ήταν σαν να μας έβαζαν μες στο μυαλό μας πράγματα, τα οποία κανείς έπρεπε να διαβάζει μήνες. Με λίγες ώρες μάθημα που γινόταν, όπου το μάθημα ήταν προαιρετικό, αλλά δεν έλειπε κανείς μαθητής. Ήμασταν λίγοι φοιτηταί, είκοσι περίπου, και ήμασταν απ’ όλο τον κόσμο. Γινότανε -αν θέλετε- ένα προσκύνημα στη γνώση απ’ όλους μας, γιατί όλοι, οι περισσότεροι ήμασταν αλλοδαποί, είχαμε αυτοσκοπό να μάθουμε αυτή την εμπειρία που μας είχαν οι καθηγητές μας, οι οποίοι δεν ήταν μόνο απλώς καθηγητές, αλλά ήταν και στην πράξη. Γιατί το πανεπιστήμιο στη Γαλλία, οι καθηγητές έχουν δικαίωμα να δουλεύουν και στον ιδιωτικό τομέα, να είναι σύμβουλοι, οπότε έχουν μεγάλη εμπειρία στην πράξη, όχι μόνο στη θεωρία. Εκεί γνώρισα, μάλλον με γνώρισε ο μεγαλύτερος καθηγητής οινολογίας, -ο γκουρού του κρασιού που λέγαμε- ο Emile Peynaud. Κάποια στιγμή με καλεί στο γραφείο του και μου είπε ότι ήταν τεχνικός σύμβουλος του Πόρτο Καρράς, το μεγάλο κτήμα στην Ελλάδα, και αν με ενδιέφερε, θα μπορούσε να μεσολαβήσει, όταν τελειώσω το πανεπιστήμιο στη Γαλλία, να δουλέψω στο Πόρτο Καρράς. Εκείνη τη στιγμή εγώ είχα ξεκινήσει το διδακτορικό πάνω στη χρωματογραφία και μου ήταν λίγο δύσκολο να πάω μετά από ένα χρόνο στο Πόρτο Καρράς, γιατί το διδακτορικό κρατούσε τουλάχιστον τρία χρόνια. Εκεί έπρεπε να ζυγίσω δύο πράγματα και με βοήθησε πάρα πολύ ο Emile Peynaud κάνοντας δύο ερωτήσεις: «Θέλεις να έχεις πανεπιστημιακή καριέρα ή θέλεις να ιδιωτεύσεις; Διότι αν θέλεις να έχεις πανεπιστημιακή καριέρα, θα πρέπει να κάνεις το διδακτορικό. Εάν θέλεις να κάνεις ιδιωτική καριέρα, τότε θα ακολουθήσεις εμένα. Εγώ οινοποιώ διακόσια σαράντα οινοποιία στη Γαλλία, τα μεγαλύτερα Châteaux της Γαλλίας, και πέρα απ’ το πτυχίο σου θα αποκτήσεις μια εμπειρία η οποία θα είναι πολύ καλή, να πας να συνεχίσεις καριέρα στο Πόρτο Καρράς». Και σαφώς η επιλογή ήτανε μονόδρομος για μένα, επειδή με ενδιέφερε να ιδιωτεύσω. Και τέτοια τύχη μεγάλη να είμαι δίπλα στον μεγαλύτερο δάσκαλο του κρασιού και να πηγαίνουμε δίπλα του και να βλέπουμε τα μεγάλα οινοποιεία της Γαλλίας, ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Θυμάμαι ότι μαζί με άλλους δύο-τρεις φοιτητές μου, οι οποίοι μεγαλούργησαν και αυτοί σαν οινολόγοι στη Γαλλία, γιατί πάντα επέλεγε τους καλύτερους φοιτητές να παίρνει μαζί του, επισκεπτόμασταν το Château Rothschild, το Château Latour, το Brion, όλα τα μεγάλα Châteaux. Δοκιμάζαμε απ’ τις δεξαμενές, παίρναμε δείγματα για αναλύσεις, κάτι που φαίνεται τώρα μυθικό. Αυτό μ’ έδωσε μια εμπειρία και μια γνώση, η οποία στην αρχή μου φαινόταν αδιανόητη. Γιατί τι διαπίστωσα; Ότι αυτά τα μυθικά κρασιά, που σήμερα είναι πανάκριβα, ο τρόπος παρασκευής και η αμπελοκαλλιέργεια δεν διέφερε με αυτά που κάναμε σε εμάς. Απλώς, όμως, η εμπειρία τους η μεγάλη και η λατρεία τους πάνω στο προϊόν ήταν τέτοια -και το πάθος τους- που είχαν πετύχει να αξιοποιούνε την ποιότητα του αμπελιού άριστα μέσα στο οινοποιείο, πράγματα τα οποία διατηρώ από τότε και θέλω να τα εμφυσήσω -ή μάλλον τα έχω εμφυσήσει- και στα παιδιά τα δικά μου, ότι το κρασί γίνεται στο αμπέλι, η δουλειά γίνεται στο αμπέλι και το οινοποιείο έχει τη δυνατότητα, όταν έχουμε την τεχνολογία και τις γνώσεις, την ποιότητα που παίρνουμε απ’ το αμπέλι, να τη διατηρήσουμε 100% και να την εγκλωβίσουμε μέσα σε ένα μπουκάλι με το κρασί. Άρα, η βάση είναι η ποιότητα του σταφυλιού.

Ε.Γ.:

Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο του Μπορντώ, η θέση με περίμενε στην Ελλάδα, στο Κτήμα του Πόρτο Καρράς. Μετά το στρατιωτικό, μπήκα στα βαθιά αναλαμβάνοντας το Κτήμα του Πόρτο Καρράς με τεσσεράμισι χιλιάδες στρέμματα αμπελώνα, με ογδόντα εργαζόμενους και ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου υπεύθυνος ενός οινοποιείου που την εποχή εκείνη θεωρούνταν και ήτανε το πρωτοποριακό και καλύτερο στην Ελλάδα με διεθνή ακτινοβολία. Δεν ξέρω αν είχα θράσος. Τώρα το σκέφτομαι. Ή αν δεν το ‘χα σκεφτεί τι είχα αναλάβει. Ευτυχώς, όμως, είχα και την καθοδήγηση για τα επόμενα οχτώ χρόνια του Emile Peynaud, που ήταν σύμβουλος. Δημιουργήσαμε κάποια κρασιά, τα οποία μείναν στην ιστορία, το Blanc de Blanc, εκεί ανακαλύψαμε τη Μαλαγουζιά. Δημιουργήσαμε το Château Καρράς, το Λημνιό. Kρασιά που σήμερα θεωρούνται σταθμοί στην ελληνική οινοποιία. Φυσικά, το οινοποιείο του Πόρτο Καρράς είχε γίνει από Γάλλους. [00:20:00]Είχε μια αρχιτεκτονική και μια τεχνολογία πολύ προηγμένη για τη χώρα μας. Και γι’ αυτό, άλλωστε, θυμάμαι οι οινοπαραγωγοί της Βορείου Ελλάδος, ο Τσάνταλης ή ο Μπουτάρης ερχόταν να πάρουν ιδέες και να βελτιωθούν. Στο Πόρτο Καρράς ήτανε για μένα μια μεγάλη εποχή, γιατί είχαμε έναν ιδιοκτήτη, τον Γιάννη τον Καρρά, που ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος. Ήταν ένας εφοπλιστής απ’ τους μεγαλύτερους εκείνη την εποχή, αλλά ήταν τόσο απλός και τόσο προσιτός και τόσο κοντά στους εργαζόμενους, που για μένα με άφησε -αν θέλετε- τρόπους, το πώς πρέπει να χειριζόμαστε τους εργαζόμενους, πώς πρέπει να σεβόμαστε τους εργαζόμενους, πώς πρέπει να αγαπάμε τους εργαζόμενους. Ερχόταν απλά στο οινοποιείο, μιλούσε με όλους τους εργαζόμενους, καθόταν μαζί μας πολλές φορές να φάμε. Και όταν είχε καλεσμένους, εγώ επειδή του άρεσε να έρχεται στο οινοποιείο, τους έφερνε στο οινοποιείο. Έτσι είχα την τύχη να γνωρίσω πολύ μεγάλες προσωπικότητες. Ήρθε ο Salvador Dali, φιλοξενήθηκε στη βίλα του. Ήρθε ο Mitterand. Ήρθε ο Giscard d’Estaing, με τον οποίον είχα προσωπική σχέση δύο ημερών. Και συγκεκριμένα, έπαιζε τένις και μετά ερχόταν στο οινοποιείο με το παντελονάκι του του τένις να δοκιμάσει κρασιά. Γνώριζε πάρα πολύ από κρασιά, του είχε αρέσει το Château Καρράς και δύο φορές κάναμε γευσιγνωσία μαζί κάποιες χρονιές παλιές. Είχα την τύχη να γνωρίσω, να ‘ρθεί ο Nureyev, να ‘ρθεί ο Λάτσης, να ‘ρθούνε πάρα πολλοί Άραβες. Πολιτικοί ελληνικοί, ο Καραμανλής, ο Μαύρος, ο Ζίγδης, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όλοι περάσαν για διακοπές και τις περισσότερες φορές ερχόνταν στο οινοποιείο και τους γνώρισα προσωπικά. Όλη αυτή η μεγάλη εμπειρία που είχα είκοσι τρία χρόνια δουλεύοντας στο Πόρτο Καρράς, με καταξίωσε μεν σαν οινοποιό, σαν οινολόγο, αλλά μ’ έδωσε -αν θέλετε- πολλά, όχι αισθήματα, μεγάλη εμπειρία από σε επίπεδο ανθρωπιάς, πολιτισμού και γενικά, ολοκλήρωσε σαν άνθρωπο. Γιατί πραγματικά δεν ήτανε μόνο ένα οινοποιείο και ένας αμπελώνας, αλλά ήτανε ένα κέντρο πολιτισμού, ένα κέντρο κουλτούρας και ένα κέντρο γνωριμιών υψηλών ανθρώπων και μεγάλων ανθρώπων, μεγάλες προσωπικότητες, οι οποίες όλες συμβάλανε με τον τρόπο τους στη διαμόρφωση πιστεύω του χαρακτήρα μου. Εκεί είχαμε, επίσης, αυτή τη μοναδική ευκαιρία να αναδείξουμε την ποικιλία, τη Μαλαγουζιά, την οποίαν είχε φέρει ο αείμνηστος καθηγητής Λογοθέτης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο καθηγητής ο Λογοθέτης είχε ένα πειραματικό αμπελώνα στο Πόρτο Καρράς, όπου είχε συλλέξει είκοσι έξι ελληνικές ποικιλίες. Μεταξύ αυτών ήταν και η Μαλαγουζιά. Η πιθανότητα της ποικιλίας αυτής πρέπει να ήτανε στο Ινστιτούτο Οίνου του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Ινστιτούτου Οίνου Αθηνών. Η κυρία Κουράκου είχε ένα μικρό αμπελώνα με μερικές ποικιλίες. Η πιθανότητα εκεί την ποικιλία αυτή να την είχε πάει ο κύριος Κοτίνης, ένας γεωπόνος, και από κει να την πήρε ο κύριος Λογοθέτης και να έφερε μερικά κλήματα στο Πόρτο Καρράς. Εγώ όταν πήγα στο Ινστιτούτο, για να βρω την ποικιλία αυτή, δεν βρήκα, είχε εξαφανιστεί αργότερα. Και γι’ αυτό, δεν έγινε και καμιά μελέτη στο Ινστιτούτο Οίνου πάνω στην ποικιλία αυτή. Την ποικιλία αυτή, πέντε-έξι κλήματα που υπήρχαν, εγώ γεύτηκα τα σταφύλια, είδα ότι ήταν καλή, την πολλαπλασιάσανε. Αργότερα, κάναμε το πρώτο κρασί, που ήταν εντυπωσιακό, και σιγά-σιγά φτάσαμε στο Πόρτο Καρράς να έχουμε γύρω στα σαράντα πέντε στρέμματα και να παράγουμε τα πρώτα κρασιά της Μαλαγουζιάς. Αυτή την ποικιλία από τη δυναμική τη διαπίστωσα. Θέλησα να κάνω και τον δικό μου αμπελώνα. Και έτσι, το 1983 φύτεψα την ποικιλία αυτή στην Επανομή, στο κτήμα, ένα μικρό κτήμα. Είχαμε περίπου σαράντα στρέμματα. Φυτέψαμε την ποικιλία αυτή μαζί με το Ασύρτικο. Θα ‘θελα να κάνω μια αναδρομή, επίσης, στο Πόρτο Καρράς. Πέρα από τα κόκκινα κρασιά, το Λημνιό, την παλιά ποικιλία αυτή, την ελληνική, που είναι η πιο παλιά που σώζεται παγκόσμια, γιατί αναφέρεται απ’ τον Αριστοφάνη τον 5ο αιώνα προ Χριστού σαν «Λημνιά Άμπελος» και είναι η πιο παλιά ποικιλία στον κόσμο με το όνομά της. Οι επόμενες ποικιλίες που γνωρίζει κανείς είναι απ’ τον 15ο αιώνα και μετά, μετά Χριστού. Καταλαβαίνετε τη μεγάλη ιστορία που έχει αυτή η ποικιλία. Δημιουργήσαν κάποια μηνύματα που αργότερα ήταν, έδειξαν τον δρόμο και στις ελληνικές ποικιλίες. Δηλαδή, πρώτη φορά το Ασύρτικο ταξίδεψε μακριά απ’ τη Σαντορίνη, όπου εκείνη την εποχή το σαντορινιό κρασί δεν ήταν φημισμένο. Και μας βοήθησε με την υψηλή οξύτητα που είχε να κάνουμε κάποια μείγματα είτε με το Ασύρτικο, είτε με το Sauvignon, είτε με το Αθήρι. Και εκεί δημιουργήσαμε τα κρασιά, το Blanc de Blanc, τη Μελισσάνθη, λευκά κρασιά που αργότερα γίνανε διάσημα στην Ελλάδα, αλλά δείξανε και τον δρόμο των blend του Ασύρτικου με άλλες ελληνικές ποικιλίες. Εγώ στο κτήμα μου δημιούργησα το πρώτο blend που έγινε στην Ελλάδα Ασύρτικο με Μαλαγουζιά, και ήταν το Κτήμα το 1985. Και ήταν-

Ε.Χ.:

Πώς το δημιουργήσατε;

Ε.Γ.:

Το να κάνει κανείς μείγματα κρασιού είναι μια εύκολη υπόθεση. Το να κάνει καλό μείγμα, εκεί είναι η δυσκολία. Απλώς η γνώση που είχα για το Aσύρτικο, που είναι, που έχει υψηλή οξύτητα και χαμηλό pH, ήθελα να το συνδυάσω με μια ποικιλία αρωματική, όπως είναι η Μαλαγουζιά, στην οποία, όμως, λείπει η οξύτητα. Άρα τα δύο κρασιά παντρεύονται. Τώρα η αναλογία, εκεί είναι μια διαίσθηση και η γνώση του οινοπαραγωγού. Και έτσι, έγινε το πρώτο ομοίωμα Ασύρτικο- Μαλαγουζιά στο Κτήμα Γεροβασιλείου, το οποίο γνώρισε αν θα έλεγα από την πρώτη στιγμή πολύ καλή αποδοχή. Ενώ δούλευα στο Πόρτο Καρράς, έφευγα κάθε Τετάρτη απόγευμα και ερχόμουν εδώ στον μικρό αμπελώνα, τον οποίο δούλευε η μητέρα μου μόνη της. Και εγώ ερχόμουν την Κυριακή, γιατί εκείνη την εποχή δουλεύαμε και Σάββατο. Ήταν η εποχή που δουλεύαμε και το Σάββατο, έξι ημερών. Και την Κυριακή που ερχόμουν στην Επανομή, πάλι μαζί με τη μητέρα μου τσαπίζαμε, καλλιεργούσαμε τ’ αμπέλι μόνοι μας. Πρέπει να πω ότι το αμπέλι μέχρι να φτάσει τα διακόσια στρέμματα, γιατί κάθε χρόνο προσπαθούσαμε να το επεκτείνουμε, όλα τα αμπέλια τα ‘χω φυτέψει με το χέρι μου, εδώ στο Κτήμα Γεροβασιλείου. Και αργότερα, μέχρι να φτάσουμε τα… μέχρι αργότερα που έφυγα από το Πόρτο Καρράς, το 1989 κάνοντας καριέρα είκοσι τριών ετών μέχρι τότε, δόθηκα ψυχή και σώματι στο Κτήμα Γεροβασιλείου, το οποίο αρχίσαμε να επεκτείνουμε, να βάζουμε περισσότερα αμπέλια, κυρίως πάντα με τη Μαλαγουζιά και το Ασύρτικο, αλλά φυτεύοντας και Λημνιό αργότερα και Syrah. Και μέχρι να φτάσουμε το 1997, όλα τα αμπέλια, το τρακτέρ, τα ψεκαστικά, τα χειριζόμουν εγώ, προσωπικά, και φυσικά, η μητέρα μου και οι συγγενείς μου. Δεν είχαμε εργάτες. Ήταν μια εποχή ακόμη που οι συγγενείς μας βοηθούσαν σε όλα τα επίπεδα. Ο πατέρας μου μού έλεγε το σπίτι το χτίσανε οι γείτονές του. Έτσι γινόταν τότε. Όταν έχτιζε κάποιος σπίτι, ερχόνταν οι γείτονες και βοηθούσανε με τον τρόπο τους. Έτσι και στο αμπέλι το δικό μου μέχρι το 1986-87 δεν είχαμε εργαζόμενους. Ήμουνα εγώ και η μητέρα μου. Ο πατέρας δεν μπορούσε να δουλέψει, γιατί είχε πρόβλημα με τη μέση, αλλά ερχόταν και αυτός με τον τρόπο του, βοηθούσε. Και με τους φίλους και τους συγγενείς καλλιεργούσαμε το αμπέλι, το οποίο είχε φτάσει σχεδόν μέχρι [00:30:00]τετρακόσια στρέμματα εκείνη την εποχή.

Ε.Χ.:

Πώς τα καταφέρνατε;

Ε.Γ.:

Πώς τα καταφέρναμε... Δεν είχαμε ωράριο βασικά. Αυτό το… Για μένα ήταν κάτι πολύ φυσικό, γιατί τους γονείς μου τους γνώρισα να φεύγουν το πρωί, ανάλογα την εποχή, σχεδόν πριν ξημερώσει, και να έρχονται με το ηλιοβασίλεμα. Χωρίς ωράρια. Άρα για μένα ήταν η δουλειά ήτανε θείο δώρο αν θέλετε και χωρίς κόπο. Απλώς, δεν μας φτάναν οι ώρες πολλές φορές! Δουλεύαμε ως την ώρα που βλέπουμε. Και έτσι δημιουργήθηκε σταδιακά ένας μεγάλος πυρήνας εδώ στο Κτήμα Γεροβασιλείου, επειδή πήγαιναν καλά οι δουλειές. Το κρασί πουλιόταν, έγινε διάσημο το Κτήμα Γεροβασιλείου. Συνεχώς επενδύαμε όλα τα χρήματα και αυξήθηκε σταδιακά και αρχίσαμε να παίρνουμε και εργαζόμενους, το οινοποιείο να χτίζεται, να επεκτείνεται κομμάτι-κομμάτι, να παίρνουμε κτήματα είτε νοικιάζοντας είτε αγοράζοντας γύρω απ’ το Κτήμα. Και όταν σταθήκαμε πολύ καλά στα πόδια, μαζί με τον κουμπάρο μου τον Βασίλη τον Τσακτσαρλή, τον οποίο εγώ είχα στείλει στη Γαλλία να σπουδάσει οινολογία, τον είχα συμβουλέψει να σπουδάσει, γιατί από φοιτητής δούλευε εδώ στο Κτήμα και του άρεσε και προοριζόταν να πάει στο Κτήμα του Πόρτο Καρράς, όταν θα ‘φευγα εγώ. Ο Βασίλης όταν επέστρεψε, επειδή γνώριζα τον Κώστα τον Λαζαρίδη και τον Νίκο τον Λαζαρίδη, τον συμβούλευα τότε στα πρώτα βήματά τους, πήγε ο Βασίλης και δούλεψε στους Λαζαρίδηδες, στον Κώστα τον Λαζαρίδη. Αργότερα, όταν ο Βασίλης έφυγε απ’ τον Κώστα Λαζαρίδη, μαζί δημιουργήσαμε το Κτήμα στη Βιβλία Χώρα, που είναι στην περιοχή της Καβάλας, και κάναμε το Κτήμα Βιβλία Χώρα, το οποίο με την εμπειρία που είχαμε εκεί κάναμε το μίγμα Ασύρτικο-Sauvignon Blanc, το οποίο προηγουμένως ο Βασίλης το είχε κάνει στο Κτήμα Λαζαρίδη, και φυτέψαμε και καινούργιες ποικιλίες της περιοχής εκεί, το Βιδιανό. Φυτέψαμε, επίσης, Αγιωργίτικο και τελευταία, τα τελευταία χρόνια, ανακαλύψαμε και μια καινούργια ποικιλία που λέγεται -παλιά ξεχασμένη- τη Βίβλινο Άμπελο.

Ε.Χ.:

Πώς κάνετε την επιλογή των ποικιλιών που θα φυτέψετε;

Ε.Γ.:

Εάν πρόκειται για ποικιλίες της περιοχής, είμαστε σίγουροι ότι θα πάνε καλά. Εάν πρόκειται για ποικιλίες που δεν είναι στην περιοχή, γίνεται δοκιμαστικός αμπελώνας, ο οποίος στα τρία, στα πέντε χρόνια, μας δίνει τα αποτελέσματα. Δηλαδή, η δουλειά μας πέρα απ’ την παραγωγή του κρασιού, είναι ένα συνεχώς πείραμα. Πειραματιζόμαστε με πολλές ποικιλίες, οι οποίες θέλει και χρόνο. Παράδειγμα, τη Μαλαγουζιά για να βγάλουμε το πρώτο κρασί μας, πέρασε δέκα χρόνια. Και μετά από είκοσι πέντε χρόνια τη δώσαμε τη Μαλαγουζιά στους άλλους παραγωγούς. Για είκοσι πέντε χρόνια την είχαμε αποκλειστικά εγώ και το Πόρτο Καρράς. Και όταν διαπιστώσαμε ότι η ποικιλία είναι δυνατή και κάνει ποιοτικό κρασί, δώσαμε και σε άλλους παραγωγούς. Τη Βίβλινο Άμπελο τώρα την έχουμε δεκατέσσερα χρόνια μόνοι μας. Κάνουμε το κρασί και είμαστε σίγουροι ότι είναι καλό, και σταδιακά θα το πάρουν και άλλοι παραγωγοί. Η έρευνα στην αμπελουργία… Επειδή το αμπέλι θέλει τέσσερα-πέντε χρόνια και θα μας δώσει ικανοποιητικό κρασί, συν δύο-τρία χρόνια για να κάνεις τους εμβολιασμούς, θέλεις μια δεκαετία minimun για να αξιολογήσεις μια ποικιλία, όταν δεν υπάρχει σε μεγάλη έκταση. Και έτσι, μετά το Βιβλία Χώρα και εκεί με τον Βασίλη η επιχείρηση πήγε πάρα πολύ καλά, είπαμε να επεκταθούμε και να δοκιμάσουμε τη δυναμική και άλλων χωρών. Και δημιουργήσαμε ένα μικρό κτήμα, μαζί με έναν Έλληνα του εξωτερικού, που ζούσε στη Σουηδία, τον Τάκη τον Σολδάτο, ένα μικρό Κτήμα στη Νότια Αφρική, το Escapade. Ήτανε μια εμπειρία μοναδική, για δώδεκα χρόνια, όπου πηγαίναμε, δημιουργήσαμε στην Αφρική ένα μικρό αμπελώνα και ένα μικρό οινοποιείο και πηγαίναμε κάθε τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου, γιατί εκεί ο τρύγος γίνεται… έξι μήνες διαφορά έχουνε το νότιο ημισφαίριο από εμάς. Και κάναμε τρύγους εκεί και δημιουργήσαμε κάποια λευκά κρασιά πολύ ωραία, ποιοτικά, και κάποια κόκκινα εξαιρετικά. Απλώς κάποια στιγμή, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση. Ή θα κάναμε μεγάλη επένδυση εκεί ή θα κάναμε επένδυση στην Ελλάδα. Και πήραμε απόφαση να κάνουμε επένδυση στην Ελλάδα. Και έτσι, αγοράσαμε το ένα μικρό Κτήμα του Τίτου στη Γουμένισσα, για να κάνουμε ονομασία προέλευσης «Γουμένισσα». Εγώ ήμουνα φίλος με τον Τίτο τον Ευτυχίδη και όταν λίγο πριν χαθεί, είχε την επιθυμία να αφήσει το Κτήμα σε εμένα, επειδή ήμασταν φίλοι. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με τον Χρήστο τον Κόκκαλη όταν πήρε απόφαση ένα μικρό Κτήμα που είχε στην Πελοπόννησο, και επειδή ο γιος του δεν ήθελε να ασχοληθεί με το αμπέλι, και αυτός είχε βγει σε σύνταξη, να μου πει: «Βαγγέλη, πάρε το Kτήμα να το δουλέψετε». Και έτσι αποκτήσαμε και ένα μικρό Κτήμα στην Ηλεία, στην Πελοπόννησο, το Κτήμα Κόκκαλη, το οποίο ήτανε τριάντα στρέμματα, τώρα έχουμε φτάσει εκατόν πενήντα και το μετονομάσαμε δύο ύψη, γιατί τα αμπέλια είναι σε δύο ύψη. Τα τελευταία χρόνια, μια επιθυμία προσωπική που είχα, ότι έπρεπε να επεκταθούμε και στη Σαντορίνη, ευτύχησε να γνωρίσουμε την Ιωάννα τη Βαμβακούρη, μια αξιόλογη σπουδαία οινολόγο στη Σαντορίνη, που είχε εμπειρία, δούλευε στον Μπουτάρη και σε άλλα οινοποιία, να κάνουμε μια συνεργασία και να δημιουργήσουμε ένα μικρό αμπελώνα και οινοποιείο απέναντι απ’ τη Σαντορίνη, στο μικρό νησάκι, τη Θηρασιά. Είναι ένα εγχείρημα δύσκολο, γιατί έχει λίγους κατοίκους, δεν έχει νερό σχεδόν και το ρεύμα είναι προβληματικό, δεν έχει συγκοινωνία. Και ξεκινήσαμε βάζοντας αμπελώνες, αγοράζοντας και μερικούς έτοιμους και χτίζοντας ένα οινοποιείο που ολοκληρώνεται τώρα, σε λίγες μέρες, το οποίο είναι ένα μικρό θαύμα. Και ήδη το κρασί που έχουμε κάνει στη Θηρασιά αυτή τη στιγμή θεωρούμε ότι είναι απ’ τα καλύτερα της περιοχής. Φυσικά είναι μοναδικό στη Θηρασιά και ήδη άρχισε να κυκλοφορεί και έχουμε καλές, πολύ καλές κριτικές, και διαισθανόμαστε ότι το μέλλον θα είναι πάρα πολύ καλό, παρά το κόστος της παραγωγής των κρασιών στη Σαντορίνη είναι πάρα πολύ ψηλό.

Ε.Γ.:

Και φτάνουμε σιγά-σιγά, και εγώ σε ηλικία σύνταξης, δημιουργώντας όμως ένα μεγαλύτερο επίτευγμα, μια καλή οικογένεια. Όπου έχουμε τρία παιδιά, τα οποία είναι ικανότατα. Ο γιος μου έχει σπουδάσει -όπως και εγώ- οινολογία στο Μπορντώ και στην... Ο γιος μου ακολούθησε την πορεία τη δική μου. Σπούδασε γεωπόνος και αυτός. Πήγε στη Γαλλία, σπούδασε οινολογία. Και εδώ και πέντε χρόνια μαζί μου έχει ξεκινήσει την παραγωγή του Κτήματος Γεροβασιλείου και της Βιβλίας Χώρας και ήδη εδώ τα τελευταία χρόνια σχεδόν την οινοποίηση την κάνει μόνος του. Η δεύτερη κόρη μου σπούδασε νομική, αλλά πρέπει να πω ότι τα παιδιά μου έχουν ποτιστεί όχι με το κρασί, αλλά με το πνεύμα και την ψυχολογία του οινοπαραγωγού και αμπελουργού. Και δεν θα μπορούσαν παρότι σπουδάσανε -πέρα απ’ τον γιο που σπούδασε καθαρά γεωπονία και οινολογία- οι δύο κόρες σπουδάσανε νομική και μάρκετινγκ η δεύτερη, η Βασιλική. Παρόλα αυτά, η Μαριάνθη έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον O.I.V., στον Παγκόσμιο Οργανισμό Αμπέλου και Οίνου, και εδώ και ενάμιση χρόνο γύρισε στο Κτήμα και ασχολείται σχεδόν με την -αποκλειστικά εδώ στο Κτήμα Γεροβασιλείου- με τη διαχείριση του προσωπικού αυτή τη στιγμή, με την προώθηση του κρασιού και με τις δημόσιες σχέσεις. Η Βασιλική, η οποία μετά τις σπουδές της πήγε και αυτή στη Γαλλία και έκανε μεταπτυχιακό -και στην Αγγλία- μεταπτυχιακό πάνω στο μάρκετινγκ και στην προώθηση του κρασιού και επέστρεψε και αυτή. Τώρα θα ορκιστεί τον Ιούλιο στο Παρίσι και θα επιστρέψει και αυτή στη δουλειά, να βοηθήσει με τον τρόπο της γύρω απ’ το μάρκετινγκ και την προώθηση. Αλλά [00:40:00]έχουμε κάνει μια πολύ καλή υποδομή οικογενειακή, η επιχείρηση να συνεχίσει στα πρότυπα των γαλλικών επιχειρήσεων. Αυτό που διαπίστωσα εγώ στη Γαλλία, όλες οι επιχειρήσεις ήταν έκτης γενεάς, έβδομης γενεάς, όγδοης γενεάς και συνεχιζόταν ακάθεκτα με ένα πιστεύω ότι η επιχείρηση αυτή πέρα από την παραγωγή του κρασιού, είναι ένα brand name το οποίο πρέπει να συνεχιστεί, είναι ένας τρόπος επιβίωσης των ανθρώπων της περιοχής. Διότι πρέπει να ξέρετε ότι οι επιχειρήσεις μας αυτή τη στιγμή έχουν εκατόν τόσους εργαζόμενους εδώ στο Κτήμα Γεροβασιλείου, και σε όλα τα Κτήματα φτάνουν τους διακόσιους, οι οποίοι είναι νέοι άνθρωποι, έχουν οικογένειες, και το βάρος της διατήρησης και της προόδου της επιχείρησης παρασύρει -εάν θέλετε- παρασύρει και το κοινωνικό σύνολο του ανθρώπου που δουλεύουν εδώ. Άρα, το να πάει καλά η επιχείρηση δίνει μια προοπτική στους νέους αυτούς ανθρώπους, να δημιουργήσουν τη ζωή τους και να κάνουν τα όνειρα για μια σίγουρη μελλοντική εργασία, την οποία πρέπει να προσφέρουν οι επιχειρήσεις μας. Πέρα από αυτό όμως, αισθανόμενοι -αν θέλετε- την κοινωνική μας διάσταση σαν άνθρωποι και σαν επιχείρηση, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε και ορισμένες άλλες υποδομές γύρω απ’ τον πολιτισμό, να διασώσουμε την ιστορία της περιοχής μας. Γι’ αυτό δημιουργήσαμε το μουσείο, όπου εγώ τη δεκαετία του ‘80 είδα να καταστρέφονται τα χαγιάτια, οι κάναβες της Επανομής, και να κτίζονται κάτι τερατουργήματα, διώροφα και τριώροφα σπίτια. Και όλα αυτά τα παλιά αντικείμενα, τα καδιά, τα βαρέλια, τα ψιλοπατητήρια, να τα πετάνε και να έρχονται οι αθίγγανοι και να τα μαζεύουν. Τότε εγώ έλαβα μια πρωτοβουλία και άρχισα να τα μαζεύω όλα αυτά, γιατί μ’ αυτά περάσαν παιδικά χρόνια πατώντας σταφύλια πάνω στα καδιά και δεν ήθελα να χαθούνε και τα παιδιά μας να μην δούνε κάποια πράγματα που ζήσαμε εμείς και τα οποία κινδύνευαν να εξαφανιστούν. Και έτσι, δημιουργήσαμε το μικρό μουσείο του Κτήματος Γεροβασιλείου, όπου συνέλεξα ό,τι μπορούσα απ’ το χωριό, αντικείμενα γύρω απ’ την αγροτική ζωή αλλά και την αμπελοκαλλιέργεια, και σταδιακά δημιουργήσαμε αυτό το πανέμορφο μουσείο, που είναι το στολίδι του Κτήματος. Και γύρω από το μουσείο αναπτύχθηκε μια πολιτιστική έκφραση και διάσταση του οινοποιείου μας, όπου επεκταθήκαμε σε άλλα πράγματα. Επεκταθήκαμε σε διαλέξεις, σε κινηματογραφικές και θεατρικές παραστάσεις, σε εκδόσεις βιβλίων, σε συλλογή όλων των πολιτιστικών θεμάτων -του χωριού μου τουλάχιστον- εκδίδοντας μικρά φυλλάδια κάθε χρόνο, από στόμα σε στόμα, ακούγοντας μικρές ιστορίες, είτε για τα φαγητά, είτε για τις ενδυμασίες, είτε για τα σπίτια, είτε για τα ήθη και έθιμα, τα οποία για κάθε ένα είδος από αυτό κάνουμε και ένα μικρό βιβλιαράκι. Και έτσι, δημιουργούμε μια μικρή βιβλιοθήκη, που διασώζουμε ό,τι μπορούμε να σώσουμε από στόμα σε στόμα, γιατί πολλά από τα αντικείμενα, από τα σπίτια και τα λοιπά του χωριού μας, σταδιακά εξαφανίζονται. Και έτσι, τα βιβλία αυτά που λέμε από στόμα σε στόμα είναι μικρές ιστορίες που διασώζουμε. Επίσης, έχουμε δημιουργήσει και μες στο αμπέλι κάποια έργα από Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι τους γνωρίζουμε όταν κάνουν μια ομιλία στο οινοποιείο. Συνήθως συνδυάζεται να κάνουν και ένα έργο. Και έχουμε αυτή τη στιγμή είκοσι έξι έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που κοσμούν τον αμπελώνα μας. Δηλαδή, έχουμε κάνει κι ένα open museum, πέρα από το κλειστό μουσείο, το οινοποιείο, και αυτό δίνει την ευκαιρία στους καλεσμένους να ‘ρχονται, να βιώσουνε το αμπέλι, την ιστορία του κρασιού, πώς γίνεται το κρασί, να κάνουν ένα περίπατο μες στο αμπέλι, να γευτούν τα κρασιά μας στον μικρό χώρο που έχουμε δημιουργήσει. Αλλά πέρα από αυτό, να κάνουν κι ένα περίπατο μες στο αμπέλι, να πάρουν μια ανάσα, καθαρό αέρα, οξυγόνου, και να σταθούνε αν μπορούν, γιατί τα έργα τέχνης είναι για να δημιουργούν αισθήματα και να σε προβληματίζουν και να δίνουν και αυτή την ωραία προοπτική στον καλεσμένο να αισθανθεί κάπως διαφορετικά επισκέπτοντας ένα αμπέλι, που δεν είναι μόνο παραγωγή του κρασιού, αλλά είναι και παραγωγή πολιτισμού.

Ε.Χ.:

Εσείς τα δικά σας τα παιδιά πώς τα φέρατε σε επαφή με τον κόσμο του κρασιού;

Ε.Γ.:

Νομίζω είναι φυσιολογικό ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια που κάθε μέρα υπάρχει ένα ποτήρι κρασί, που η συζήτηση η καθημερινή είναι: «Το τάδε αμπέλι θέλει να το τσαπίσουμε», «Αύριο θα πάμε να κορυφολογήσουμε», «Πρέπει να βρούμε δύο εργάτες για να πάμε να φτιάξουμε το τρακτέρ». Όλα αυτά μπαίνουνε στο υποσυνείδητο των παιδιών σταδιακά και το αγαπούνε χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, γιατί βλέπουνε αυτό που είδα και εγώ στους γονείς μου. Δηλαδή, όταν βιώνει το παιδί βιώνει τη δυσκολία των γονιών, βιώνει τις ανησυχίες, αισθάνεται τα προβλήματα που έχει κάποιο. Και εμείς -εγώ σαν παραγωγός και οινοποιός- επειδή δεν είχαμε τα μέσα, δημιουργήθηκε απ’ το μηδέν, επί μονίμου βάσεως είχαμε αυτή την αγωνία της δημιουργίας με το minimum των χρημάτων ή με έλλειψη χρημάτων. Άρα, η προσωπική δουλειά που με βλέπανε, όλα αυτά νομίζω τους πότισαν, πέρασαν μέσα στο αίμα τους και θεωρώ πολύ φυσιολογικό ότι τα παιδιά μας ασχολήθηκαν με το… Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Αλλιώς, θα αισθανόμουν μεγάλη απογοήτευση, γιατί όλη η ζωή μου ήταν το αμπέλι. Με έχει δώσει πάρα πολλές χαρές, μεγάλη επιτυχία! Δεν πίστευα ούτε στο καλύτερο όνειρό μου ότι θα έφτανα σε αυτό το σημείο. Ήταν αδιανόητο, αν κάνω flashback πίσω, δεν μπορούσα -αν θέλετε- κάποια όνειρα που είχα, είχα να έχω μια αξιοπρεπή ζωή και ένα αξιοπρεπή μισθό, να φτάσω σε αυτό το σημείο. Άρα, με τίποτα δεν θα ‘θελα αυτό το πράγμα που έχει κτιστεί, όχι απλώς με ιδρώτα αλλά και με αίμα -γιατί πρέπει να σας πω, έχω κινδυνεύσει δύο φορές στη ζωή μου να σκοτωθώ πάνω στη δουλειά- να χαθεί με τίποτα! Έχω πέσει από δεξαμενή πέντε μέτρων και καρφώθηκα πάνω σε μια σκάλα και τη γλίτωσα. Και τη δεύτερη φορά που κινδύνευσα ήταν τα πρώτα χρόνια που ήρθαν Αλβανοί -αλλοδαποί μάλλον, να μην βάλω όνομα, αλλοδαποί εργαζόμενοι- σε κάποια πληρωμή που ήμουν μόνος, την τελευταία στιγμή με σώσανε, όταν μου επιτέθηκε κάποιος, για να πάρει τα χρήματα. Αυτά, όμως, λεπτομέρειες μπροστά στη δουλειά που έχουμε κάνει, γιατί πάντα στη ζωή μας θα περάσουμε και δύσκολες στιγμές. Η μεγαλύτερη, όμως, ευχαρίστηση για μένα είναι ότι όλο αυτό που κάναμε έχει μια προσφορά στην κοινωνία, στην εθνική οικονομία, στον τόπο εδώ της περιοχής μου, και είναι ευτύχημα που θα συνεχιστεί.

Ε.Χ.:

Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε τη διαδικασία της οινοποίησης;

Ε.Γ.:

Πολύ εύκολη! Η διαδικασία της οινοποίησης είναι πολύ απλή. Καταρχάς, το κρασί είναι ένα φυσικό προϊόν και θα παραμείνει φυσικό προϊόν. Είναι ένα προϊόν ευχαρίστησης και απόλαυσης. Αν και στα παλιά χρόνια πολλές φορές αποτελούσε και τρόφιμο, διότι το κρασί έδινε, δίνει ενέργεια. Και θυμάμαι τον πατέρα μου, πάντα είχε ένα, λίγο κρασί ή λίγο τσίπουρο, όταν κουραζόταν στη δουλειά, να πιούνε μια γουλιά, για να τους δώσει ενέργεια. Σήμερα το κρασί το καταναλώνουμε για ευχαρίστηση και απόλαυση. Και με μέτρο πρέπει για να μην, γιατί ξέρουμε τη δύναμη του κρασιού, ότι μέχρι ένα σημείο μπορεί να ανεβάσει την ψυχολογία μας, να μας κάνει να αισθανθούμε πολύ καλά και να είμαστε ανοιχτοί σε μια παρέα, αλλά η κατανάλωση η υπερβολική [00:50:00]μπορεί να μας δημιουργήσει ζημιά στην υγεία. Η οινοποίηση υπάρχει η λευκή, η ερυθρά και η ροζέ οινοποίηση. Η λευκή οινοποίηση γίνεται πάντα από λευκά σταφύλια. Υπάρχει μια υποκατηγορία που μπορεί να γίνει και από ερυθρά σταφύλια, αλλά είναι πολύ μικρή. Κυρίως γίνεται στη σαμπάνια. Η λευκή οινοποίηση παίρνουμε τα σταφύλια, η πρώτη δουλειά είναι να βγάλουμε τα κοτσάνια, να μείνουν μόνο οι ρώγες. Οι ρώγες στη φλούδα υπάρχουν τα αρώματα και στο εσωτερικό είναι ο χυμός, ο μούστος. Όταν το πατάμε, υποχρεωτικά τα αρώματα από τη φλούδα μπαίνει ένα μικρό ποσοστό μέσα στον χυμό. Εάν θέλουμε, όμως, το άρωμα αυτό να το πάρουμε όλο, θα πρέπει να κάνουμε μια εκχύλιση. Αυτό τι σημαίνει εκχύλιση; Εκχύλιση είναι ότι αφήνουμε τις ρώγες σπασμένες με το μούστο να μουλιάσουνε αρκετές ώρες, αλλά σε ειδική θερμοκρασία και απουσία οξυγόνου. Οπότε, έχουμε την extraction, δηλαδή το βγάλσιμο των αρωματικών ουσιών από τη φλούδα στο μούστο. Και έτσι θα πάρουμε τα περισσότερα αρώματα στο λευκό κρασί. Εν συνεχεία, παίρνουμε τον μούστο, αυτός θα ζυμωθεί από ζυμομύκητες και θα μετατραπεί σε κρασί. Αυτό κρατάει περίπου είκοσι μέρες. Μετά τη ζύμωση, το κρασί θα πρέπει να παραμείνει ένα μικρό διάστημα είτε παλαιώνοντας σε ένα βαρέλι είτε σε μια δεξαμενή, και μετά από τρεις μήνες ή και πέντε, ανάλογα τον τύπο του κρασιού, μπορεί να φιλτραριστεί και να εμφιαλωθεί, για να πάει στην κατανάλωση. Το κόκκινο κρασί είναι άλλος τρόπος παραγωγής. Γίνεται από κόκκινα σταφύλια υποχρεωτικά. Και εκεί το χρώμα και τα αρώματα είναι στη φλούδα. Οπότε, παίρνουμε τα σταφύλια, βγάζουμε τα κοτσάνια πάντοτε. Τα κοτσάνια είναι ξύλο, δεν προσφέρει τίποτα. Πολλές φορές υπάρχει μια εικόνα ότι κάτι προσφέρει, αλλά δεν προσφέρει τίποτα. Είναι επιζήμιο στη γεύση. Άρα το κοτσάνι, οι μίσχοι πρέπει να φύγουν. Παίρνουμε τις ρώγες, τις σπάμε, τις αφήνουμε να μουλιάσουν είκοσι μέρες περίπου, για να βγει όλο το χρώμα, και ο μούστος παίρνει το χρώμα το κόκκινο. Εάν το αφήσουμε μερικές ώρες μάλλον, τότε γίνεται το ροζέ. Θα πρέπει να γίνει αποχωρισμός της φλούδας από το μούστο. Άρα, τα κόκκινα σταφύλια όταν τα σπάσουμε, σε λίγες ώρες μπορεί να διώξουμε τις φλούδες και να έχουμε το ροζέ χρώμα. Αν τα αφήσουμε είκοσι μέρες, θα γίνει κόκκινο χρώμα, θα πάρει και λίγο στιφάδα από τη φλούδα, την πικράδα, και θα γίνει το κρασί. Το κρασί το κόκκινο συνήθως το παλαιώνουμε για ένα με δύο χρόνια σε βαρέλια δρύινα και μετά το εμφιαλώνουμε. Συνήθως το κόκκινο δεν χρειάζεται φιλτράρισμα, γιατί από μόνο του έχει καθαρίσει το κρασί. Και ένα κόκκινο κρασί μπορεί αν διατηρηθεί περισσότερα χρόνια απ’ ότι ένα λευκό. Χονδρικά αυτές είναι η διαδικασία του κρασιού. Τώρα υπάρχουνε ειδικές οινοποιήσεις. Δεν πρέπει να μπούμε σε αυτό το κομμάτι. Αυτά είναι θέματα που απασχολούν τους οινολόγους και τους παραγωγούς.

Ε.Χ.:

Και πότε την κάνατε εσείς αυτή τη διαδικασία πρώτη φορά;

Ε.Γ.:

Οινοποίηση για πρώτη φορά; Το 1976. Αν ανατρέξουμε μέχρι σήμερα δηλαδή, έχω κάνει στην Ελλάδα -είκοσι τέσσερις και είκοσι δύο- σαράντα έξι τρύγους και δώδεκα στη Νότια Αφρική, πενήντα οχτώ, σεζόν τρύγου. Καταλαβαίνετε ότι όλα αυτά είναι… Κάθε τρύγος δεν είναι ίδιος. Κάθε χρονιά δεν είναι ίδια και αυτή δίνει μια ιδιαιτερότητα στο κρασί να λέμε ότι αυτή η χρονιά είναι καλή ή μέτρια ή κακή. Οπότε, ανάλογα με την πρώτη ύλη που έχει κανείς, πρέπει να εφαρμόσει και μια ειδική οινοποίηση. Και καταλαβαίνετε ότι και αυτό είναι -αν θέλετε- το ταλέντο του οποιοδήποτε οινολόγου, να έχει το ένστικτο της δημιουργίας, να δημιουργήσει το καλύτερο προϊόν με την πρώτη ύλη που έχει. Είναι κάτι ανάλογα που όλοι έχουν τα χρώματα, ένας καλός ζωγράφος μπορεί να σου κάνει ένα μεγάλο πίνακα. Είναι το ίδιο πράγμα που ένας οινοποιός μπορεί να έχει την πρώτη ύλη, διαφορετικό κρασί να κάνει ο ένας, διαφορετικό ο άλλος. Αυτό είναι το ταλέντο και η ικανότητα του οινοποιού. Φυσικά, σε μας υπεισέρχεται πάρα πολύ και η φύση, η χρονιά που λέμε, οι καιρικές συνθήκες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τις καιρικές συνθήκες της χρονιάς, αλλά και το έδαφος της περιοχής. Αυτά παίζουν μεγάλο ρόλο στην παραγωγή του σταφυλιού, κατά πόσο η ποιότητα θα είναι άριστη, μέτρια ή κακή. Η χώρα μας επειδή έχει καλές καιρικές συνθήκες, οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές να έχουμε καλές και πολύ καλές χρονιές. Όχι κακές, που συμβαίνει σε πολλές… Στη Γαλλία, παράδειγμα, υπάρχουν κακές χρονιές. Επίσης, η χώρα μας έχει μια δυναμική τεράστια, γιατί έχει πολλά μικροκλίματα. Και τι εννοώ; Η χώρα μας δεν είναι flat, δεν είναι επίπεδη. Έχουμε πολλά βουνά, πολλές κοιλάδες, πολλά ποτάμια και πάρα πολλά νησιά. Όλα αυτά δημιουργούνε ειδικές περιοχές με μικροκλίματα. Άρα, μια ποικιλία μπορεί να εκφράζεται διαφορετικά σε κάθε περιοχή. Άρα, έχουμε πολλές εκφράσεις γευστικές ποικιλιών. Και αυτή τη στιγμή, εγώ που ασχολούμαι τόσα χρόνια με τη Μαλαγουζιά, εδώ και σαράντα πέντε χρόνια, βλέπω Μαλαγουζιές, εκφράσεις της Μαλαγουζιάς πολύ διαφορετικές από περιοχή σε περιοχή. Και αυτό είναι ένα πολύ ευχάριστo πράγμα, γιατί βλέπει κανείς τη δυναμική της χώρας μας. Η αμπελουργία στη χώρα μας έχει μέλλον εξαιτίας όλων αυτών των πραγμάτων που ανέφερα, των καιρικών συνθηκών και της μορφολογίας της χώρας μας. Αλλά πέρα απ’ αυτό, έχουμε μια μεγάλη δυναμική εξαιτίας των ελληνικών ποικιλιών. Έχουμε περίπου εκατόν τριάντα ποικιλίες ελληνικές με γεύσεις ιδιαίτερες, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν στο παγκόσμιο καταναλωτικό κοινό νέες γεύσεις. Και επειδή είναι μια εποχή της παγκοσμιοποίησης και του αφορισμού της παγκοσμιοποίησης, οι γεύσεις οι κλασικές των ορισμένων γαλλικών ποικιλιών, Sauvignon, Chardonnay και τα λοιπά, αρχίζουν να κουράζουν και το μέλλον είναι στις νέες γεύσεις, και εκεί η χώρα μας έχει μεγάλο μέλλον.

Ε.Χ.:

Πώς και διαλέξατε την Επανομή από όλη την Ελλάδα, για να δημιουργήσετε τον μικρό αμπελώνα και στη συνέχεια το Κτήμα Γεροβασιλείου;

Ε.Γ.:

Γεννήθηκα στην Επανομή. Οι γονείς μου ήταν από εδώ. Η Επανομή είχε πολλά αμπέλια κάποτε. Έβγαζε πολλά κρασιά. Αλλά λόγω των πολέμων, του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η αμπελουργία στην Ελλάδα σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Φυσικά, η μεγαλύτερη εγκατάλειψη του αμπελώνα της Ελλάδος ήταν επί τουρκοκρατίας. Η χώρα μας λεγόταν Αμπελόεσσα, είχε πολλά αμπέλια. Απ’ τον Όμηρο αναφέρεται. Η τουρκοκρατία όμως, τα τετρακόσια χρόνια, με την υψηλή φορολογία που είχαν βάλει στο αμπέλι, αλλά και την έλλειψη των εργατικών χεριών, γιατί οι Έλληνες πήγαν στα βουνά, εγκαταλείφθηκε. Και γι’ αυτό, σας είπα, σώθηκαν και ορισμένες ποικιλίες μόνο στις κληματαριές. Αργότερα, μετά τον πόλεμο τον δεύτερο, αυτό που κυριαρχούσε στην Ελλάδα ήταν λόγω της πείνας, γιατί ο κόσμος πέθαινε. Πέθανε πολύς κόσμος από έλλειψη τροφής. Άρα ,η τροφή ήταν το βασικό. Άρα, το σιτάρι, το καλαμπόκι ήταν τα κύρια μέλημα των γεωργών. Το αμπέλι ψιλοεγκαταλείφθηκε ή κρατιόταν σε μικρή κλίμακα, οικογενειακής μορφής, ίσα-ίσα να βοηθάει το σπίτι, να κάνουμε το λίγο το κρασί, λίγο το τσίπουρο, το ξύδι και τα λοιπά, και τα σταφύλια. Αλλά η αμπελοκαλλιέργεια ξεκίνησε στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, όταν ξεκίνησε -αν θέλετε- και όταν χόρτασε -αν θέλετε- λίγο-πολύ να λέμε ο πληθυσμός έχοντας τα απαραίτητα, δηλαδή το σιτάρι και το ψωμί. Ήταν το προϊόν το οποίο ερχότανε μετά, αφού έχουμε εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Και έτσι, η αμπελουργία τα τελευταία χρόνια άρχισε να εξελίσσεται ραγδαία. Βρίσκουμε -αν θέλετε- εξαιρετικά κρασιά και εξαιρετικά οινοποιία που αναδεικνύονται συνεχώς. Γίνονται πολλές εξαγωγές, το ελληνικό κρασί κάνει εξαγωγές. Αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμα δεν είναι μόνο το οικονομικό, γιατί ενώ σε πολλά γεωργικά προϊόντα η χώρα μας, που είναι γεωργική χώρα, τα εισάγουμε δυστυχώς, στο κρασί είμαστε πλεονασματικοί. Δηλαδή, οι εξαγωγές είναι μεγαλύτερες απ’ τις εισαγωγές. Και όταν λέω εισαγωγές, δεν εννοώ τόσο τα κρασιά, όσο στα νησιά μας, λόγω των τουριστών, έχουμε πάρα πολύ ξένο κόσμο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες από [01:00:00]σαμπάνια και ακριβά ποτά. Παρόλα αυτά, το ισοζύγιο πληρωμών είναι θετικό. Και οι αμπελουργοί της Ελλάδας είναι οι γεωργοί, οι οποίοι έχουν τα λιγότερα προβλήματα οικονομικά απ’ ότι οι άλλοι τομείς με άλλες καλλιέργειες. Άρα, το σταφύλι είναι μια διέξοδος για το μέλλον της ελληνικής γεωργίας, αρκεί να συνεχίσει, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια, με σωστούς επιστήμονες, που επιβλέπουν τα αμπέλια, να γίνονται τα πράγματα δηλαδή με τον ρυθμό μου πρέπει. Σωστή αμπελουργία, σωστή οινοποίηση, σωστό μάρκετινγκ. Το τρίπτυχο για την επιτυχία του κλάδου μας.

Ε.Χ.:

Αναφέρατε πολύ πρωτόγνωρες εμπειρίες στο Μπορντώ, στη Γαλλία. Πώς και δεν μείνατε εκεί;

Ε.Γ.:

Δεν ξέρω. Οι θεσμοί, οι οικογενειακοί θεσμοί, που μεγαλώσαμε ήτανε το άλφα και το ωμέγα ήταν η οικογένεια. Αλλά και ο νόστος, τον διαπίστωσα εγώ στα δύο χρόνια που σπούδαζα υπήρχε μέσα μου, δηλαδή ήθελα να γυρίσω. Παρότι με προσφέρθηκε και δουλειά έξω. Αλλά είχα την καλύτερη προσφορά δουλειάς απ’ τον Emile Peynaud, για να ‘ρθώ στο Πόρτο Καρράς. Το Πόρτο Καρράς ήταν τότε νούμερο ένα όχι απλώς στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη σαν project. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη πρόκληση το να ‘ρθω στο Πόρτο Καρράς και με τεχνικό σύμβουλο τον γκουρού του κρασιού, τον Emile Peynaud. Ήτανε και αυτά που έζησα είναι μοναδικά. Τα αναπολώ και λέω ότι ήμουνα ευτυχής, τυχερός και όλα αυτά.

Ε.Χ.:

Η δουλειά στον πρώτο σας μικρό αμπελώνα πώς ξεκινούσε και πώς συνεχιζόταν μες στη μέρα;

Ε.Γ.:

Καταρχάς, σας είπα ότι όταν πρωτομπήκε το αμπέλι, εμένα ήταν η δουλειά της Τετάρτης το απόγευμα και της Κυριακής. Την Κυριακή ήταν απ’ τη μέρα που ξημέρωνε, μέχρι το βράδυ που είμαι, που βλέπαμε, δουλεύαμε στο αμπέλι. Ανάλογα την εποχή, μπορεί να τσαπίζαμε, μπορεί να κορφολογούσαμε, μπορεί να βλαστολογούσαμε, μπορεί να ράντιζα, όλα. Αυτές τις δουλειές τις έκανα μόνος. Ήταν ευχάριστη. Ήταν ευχάριστη. Είχα και την τύχη, όταν παντρεύτηκα και γνώρισα τη γυναίκα μου, τη Σόνια, επειδή προερχόταν από μια οικογένεια επιχειρηματιών, ο μπαμπάς της είχε τυροκομείο και αυτή τον έβλεπε το πρωί να φεύγει και το βράδυ να ‘ρχεται και να δουλεύει τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο, γιατί το γάλα δεν έχει ούτε μια μέρα καθυστέρηση, πρέπει να το… Ήταν συνηθισμένη στο να βλέπει τον άντρα της να δουλεύει το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά και η ίδια ερχότανε στη δουλειά, παρότι δεν ήταν από γεωργική οικογένεια. Άρα πιστεύω στην -τώρα που το λέτε το σκέφτομαι- στο να δημιουργήσει κανείς ένα όραμα, που θέλει πολλή δουλειά, η συνεισφορά της γυναίκας είναι τεράστια. Διότι εδώ καταλαβαίνω ότι μπορεί να σε βοηθήσει να μεγαλουργήσεις, αλλά μπορεί και να σε φρενάρει ή να σε πάει πιο κάτω. Στην περίπτωση της Σόνιας, με βοήθησε να μεγαλουργήσουμε και της το χρωστάω. Πέρα το ότι δημιούργησε μια οικογένεια, γιατί αυτή κυρίως ασχολήθηκε, ασχολιόταν περισσότερο με την οικογένεια, τρία καλά παιδιά.

Ε.Χ.:

Είπατε, επίσης, ότι είχατε αποφασίσει να κάνετε ένα άνοιγμα στο εξωτερικό. Πώς και διαλέξατε τη Νότια Αφρική;

Ε.Γ.:

Κάναμε ένα ταξίδι τότε σε όλο τον κόσμο του κρασιού. Η δική μου, προσωπική, επιθυμία ήτανε η Νότιος Ζηλανδία. Και τώρα μιλάμε πριν από είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια που η Νέα Ζηλανδία δεν ήταν γνωστή πολύ. Γιατί είχα δοκιμάσει κάποια Sauvignon που μου είχαν αρέσει, αλλά όταν επισκεφτήκαμε, δοκίμασα τότε το Pinot Noir, το οποίο ήταν καταπληκτικό. Τώρα είναι γνωστό, τότε κανείς δεν το ήξερε. Η τεράστια απόσταση, όμως, μάς ήταν ένα εμπόδιο, γιατί είναι πάρα πολύ μακριά. Η Νότια Αφρική είχαμε διαπιστώσει ότι έχει πολύ δυναμικό. Δεν ήταν στο επίπεδο της Νέας Ζηλανδίας, δεν συζητάμε. Αλλά είχε το εξής πλεονέκτημα: είχε απευθείας πτήσεις στη Νότια Αφρική τότε από Ελλάδα. Η Ολυμπιακή πήγαινε στο Γιοχάνεσμπουργκ. Και δεύτερον, δεν είχε τζετ λαγκ. Δηλαδή, έχουμε την ίδια ώρα. Εκεί, επίσης, ο συνέταιρος μας ο Κώστας, ο Τάκης ο Σολδάτος, είχε κάποιες δουλειές στο Στέλενμπος και πηγαίναμε εκεί και είχαμε διαπιστώσει κάποια αμπέλια, που μπορούσαμε να κάνουμε κρασί καλό. Και πήραμε την απόφαση αυτή. Για πιο πρακτικούς λόγους. Αλλά οι πιο πρακτικοί λόγοι συνδέονταν και με μια επικινδυνότητα της περιοχής, η οποία ίσως να ήταν και μια αιτία που αποχωρήσαμε. Γιατί είναι μια χώρα που έχει κάποιες δυσκολίες ασφάλειας. Για το επόμενο βήμα που μ’ άρεζε, αλλά τώρα είναι αργά να τα λέμε, με τον συνεργάτη τον μεγάλο δοκιμαστή που έχουμε, τον Christophe Olivier, ήταν να βρούμε, να κάνουμε ένα ροζέ στην Προβηγκία. Όλα αυτά σας τα λέω, τα σκεπτόμασταν πριν είκοσι χρόνια. Δυστυχώς, έγινε το project από κάποιες κακές συγκυρίες δεν προχώρησε, γιατί τώρα θα είχαμε κάτι στην Προβηγκία, που θα ήταν πολύ σπουδαίο, και είναι και εποχή του ροζέ. Αλλά ποτέ δεν έχεις κάνει τις καλύτερες επιλογές και ποτέ δεν παίρνεις όλες τις ευκαιρίες στη ζωή σου. Όταν ο μέσος όρος των ευκαιριών που σου δίνονται είναι θετικές, τότε θεωρώ ότι έχεις πετύχει. Και όλα αυτά διορθώθηκαν με τα τρία μικρά, τα τέσσερα κτήματα που κάναμε κατά διάστημα είτε τη Βιβλία Χώρα, είτε το [Δ.Α.] στην Ηλεία, είτε στη Σαντορίνη, που νομίζω, θεωρώ ότι είναι επιτυχημένες επιλογές. Νομίζω είπαμε αρκετά, δεν είπαμε; Ούτε αυτά δεν σε καλύπτουν;

Ε.Χ.:

Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε;

Ε.Γ.:

Τίποτα. Πολλά είπαμε.

Ε.Χ.:

Πώς σας φάνηκε η διαδικασία της συνέντευξης;

Ε.Γ.:

Μια χαρά. Καλή είστε! Εγώ για να ‘μαι ειλικρινής δεν ήξερα τι είναι. Νόμιζα ήταν προσωπικός, αλλά είναι το ίδρυμα Νιάρχος, έτσι; Μπράβο τους. Εντάξει.

Ε.Χ.:

Κύριε Γεροβασιλείου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ε.Γ.:

Και εγώ ευχαριστώ. Ελπίζω, δεν ξέρω, στις επόμενες γενεές μπορεί να ακουστούν είτε αστεία είτε πολύ ενδιαφέροντα τα πράγματα! Κανείς δεν ξέρει. Αν μπορέσουμε όλες αυτές οι συνεντεύξεις που κάνετε, να δίνουν έναυσμα, ή εμπειρίες, ή κίνητρα σε κάποιους ανθρώπους να δημιουργήσουν, θα -νομίζω- θα πετύχετε τον σκοπό σας.

Ε.Χ.:

Σας ευχαριστώ.

Ε.Γ.:

Να ‘στε καλά.