© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Έχω καταλάβει πως, αν βιώσεις μια φορά την κατάθλιψη, είναι εκεί. Δεν φεύγει»

Κωδικός Ιστορίας
10680
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άννα Μπαχαρίδου (Ά.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/01/2022
Ερευνητής/τρια
Ευγενία Καραμπατζάκη (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Καραμπατζακη Ευγενια, Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα, 24 Ιανουαρίου του 2022, βρισκόμαστε στην Ορεστιάδα και Αφηγήτριά μας είναι η Άννα.

Ά.Μ.:

Είμαι η Άννα και θα μιλήσω για την εμπειρία μου με την κατάθλιψη. Αυτό που θα ήθελα να πω από την αρχή είναι το ότι με τον τρόπο που την έχω βιώσει εγώ έχω καταλάβει ότι, αν έχεις βιώσει μία φορά την κατάθλιψη, δεν φεύγει, είναι εκεί, πάντα είναι στην γωνία. Οπότε, από εκεί και πέρα πρέπει εσύ να είσαι alert και όταν βλέπεις τα πρώτα σημάδια, που πλέον έχεις την εμπειρία και ξέρεις πώς είναι, να προσπαθείς να μην σε πάρει τελείως από κάτω όπως την έχεις βιώσει ίσως και παλιότερα. Για εμένα όλα ξεκίνησαν, όταν συνειδητοποίησα δηλαδή ότι έχω την κατάθλιψη, το 2013 όταν επέστρεψα από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην πόλη την οποία ζούσα, στην πόλη την οποία κατάγομαι, νωρίτερα ήμουνα... Νωρίτερα ήμουνα για τις σπουδές μου και το πτυχίο μου στη Θεσσαλονίκη, μετά έφυγα για δυόμιση χρόνια στην Ολλανδία, οπότε μετά εκεί από κάποιους μήνες, γύρω στο ένα τετράμηνο, έδωσα και εγώ περίοδο χάριτος στον εαυτό μου για να βρει κάποια δουλειά, γιατί ήμουν παρά πολύ ευχαριστημένη με τον τρόπο ζωής κτλ. Δεν τα κατάφερα, δεν ήθελα να επιβαρύνω και άλλο οικονομικά και την οικογένεια μου, οπότε πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω. Έχουμε οικογενειακή επιχείρηση, οπότε είχα με κάτι να ασχοληθώ εδώ πέρα. Και γύρισα με την προοπτική, υποσχέθηκα στον εαυτό μου δηλαδή, ότι θα συνεχίσω να ψάχνω έστω από απόσταση κάτι για να γυρίσω στην Ολλανδία. Οι πρώτοι δύο μήνες ήτανε… δεν ξέρω καν πώς να τους χαρακτηρίσω. Ήμουν σαν ένα ζόμπι. Καταρχάς, γύρισα πίσω σε μια πόλη που, εννοείται, φίλοι, γνωστοί μου, συμμαθητές μου οι περισσότεροι δεν ήταν εδώ πέρα, οπότε έπρεπε να το ξαναπιάσω όλο από την αρχή, οπότε υπήρχε και τεράστια μοναξιά έτσι και αλλιώς. Υπήρχαν γνωστοί, γιατί είναι και μικρή η πόλη, αλλά όχι ότι ήτανε φίλοι μου. Οπότε, δεν υπήρχε κάποιος να με τραβήξει, τέλος πάντων, από όλο αυτό, το ότι να βγούμε έξω, να κάνουμε διάφορες δραστηριότητες» κλπ. Οπότε, οι δύο πρώτοι μήνες ήταν απλά στο σπίτι. Κλάμα πολύ, στεναχώρια πολύ. Και θυμάμαι ότι και οι δύο οι κολλητές μου που άφησα πίσω στην Ολλανδία, που είχανε μείνει —τώρα το λέμε και γελάμε—, ότι δεν ήθελα καν να μιλάω και με αυτές, γιατί το οτιδήποτε μου θύμιζε… Τέλος πάντων, το να έρχομαι σε επαφή με την χώρα εκείνη ήταν πάρα πολύ δύσκολο για εμένα. Οπότε, δύο μήνες πέρασαν έτσι. Ντάξει, το πρώτο διάστημα, ο πρώτος μήνας δεν είχα πάει καν στην δουλειά, δεν είχα ξεκινήσει δηλαδή να εργάζομαι, οπότε ήταν αποκλειστικά κλάμα, σπίτι, μια μαυρίλα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Μετά από το δεύτερο μήνα ξεκίνησα να δουλεύω, οπότε ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα, γιατί τουλάχιστον είχα κάποιες ώρες με κάτι να απασχολώ το μυαλό μου. Παρόλα αυτά, μόλις τελείωναν οι ώρες εργασίας μου, ξαναβυθιζόμουνα στη μαυρίλα αυτή. Κάποια στιγμή, μετά από λίγο καιρό, βγαίνοντας και στην πόλη για κάποια ψώνια κλπ., έτυχε να δω και κάποιους γνωστούς: «Α ωραία, είσαι και εσύ εδώ πέρα. Να βγούμε έξω για ένα ποτό κλπ.». Οπότε, μετά ακολούθησαν γύρω στους τρεις μήνες —γιατί συνέπεσε και με το καλοκαίρι— που αυτό που έκανα είναι να δουλεύω από τις 08:00 το πρωί μέχρι τις 17:00, 18:00 το απόγευμα, να γυρνάω στο σπίτι, να τρώω κάτι και μετά να βγαίνω έξω μέχρι τις 06:00 ώρα το πρωί σε καθημερινή βάση, επίσης για να μη σκέφτεται το μυαλό. Οπότε, είχα πάρει απόφαση να το κάνω αυτό το πράγμα. Πολύ ποτό, πολύ ποτό, τύπου ότι ακόμα να πρέπει να ξυπνάω για τη δουλειά 06:30 η ώρα, να γυρνάω σπίτι 05:30-06:00, να τρώω δύο κουταλιές ζάχαρη για να μου φεύγει το hangover και να μπορώ να είμαι μετά λίγο λειτουργική. Έκλεινα τα μάτια μου μισή ώρα, έτρωγα ένα τοστ και έφευγα. Οπότε, θέλω να πω ότι τώρα συνειδητοποιώ ότι τότε είχε αρχίσει η κατάθλιψη, αλλά τότε δεν το συνειδητοποιούσα καν. Απλά έλεγα: «Εντάξει, είμαι στεναχωρημένη γιατί, τέλος πάντων, γύρισα πίσω, οπότε με έχει πάρει από κάτω και η μαυρίλα είναι αυτό». Σιγά-σιγά, περνώντας ο καιρός, μου έμεινε όλο αυτό πάρα πολύ και «έγραψε» μέσα μου. Εννοείται πως μετά με συνεπήρε και η μπάλα με τη δουλειά, γιατί όπως είπα, είναι και δική μας η επιχείρηση και ήταν και πάνω στο αντικείμενό μου, γιατί έχω [00:05:00]σπουδάσει οικονομικά κλπ., οπότε εννοείται πως δεν έψαξα ποτέ για κάτι για να ξαναφύγω, θεωρούσα ως δεδομένο δηλαδή ότι πλέον αυτό είναι, θα μείνω εδώ. Και θέλω να πω ότι γενικά δεν το είχα συνειδητοποιήσει σαν κατάθλιψη, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ίσως χρειάζομαι βοήθεια. Και ούτε και κάποιος άλλος μού ανέφερε κάτι, παρόλο που ήμουνα σαν ζόμπι. Και αυτό.

Ά.Μ.:

Σιγά-σιγά κυλούσαν τα πράγματα. Δουλειά, πολλή δουλειά. Και συνέχισα απλά… Δηλαδή, μέσα μου υπήρχε τεράστια θλίψη. Δεν είχα όρεξη για τίποτα, δεν είχα όρεξη, την πραγματική την όρεξη εννοώ, του να κοινωνικοποιηθώ ή να βρω, ξέρω εγώ, κάποιο αγόρι ή οτιδήποτε. Έκανα, όμως, ό,τι έκανα απλά μηχανικά, γιατί θα μου έλεγαν: «Έλα να βγούμε έξω», απλά θα πήγαινα να βγω έξω, θα μου έλεγαν: «Έλα για καφέ», θα πάω για καφέ. Σιγά-σιγά αυτό έγινε τρόπος ζωής για μένα, οπότε ούτε καν συνειδητοποιούσα ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει παθολογικό πλέον, δηλαδή να χαρακτηρίζεται και σαν κατάθλιψη όλο αυτό. Ήταν η καθημερινότητά μου, ήταν η ζωή μου. Πέρασαν και τρία χρόνια έτσι, θεωρώντας όλο αυτό κάτι πολύ φυσιολογικό, ότι η ζωή είναι έτσι, ότι εγώ ήμουν στεναχωρημένη γιατί έτσι είμαι, ας πούμε. Χωρίς… ναι. Και μετά τον τρίτο χρόνο, που συνέβησαν και διάφορα γεγονότα και με τη δουλειά κλπ., κατάλαβα ότι σίγουρα δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένη με αυτό τον τρόπο ζωής. Με πήρε αρκετά από κάτω ξανά. Εκεί ήταν ένα διάστημα που, και λόγω κούρασης, επειδή δούλευα και παρά πολλές ώρες, για ένα εξάμηνο και παραπάνω είχα σταματήσει πλέον και την κοινωνική ζωή μου, οπότε δεν ήθελα να με παίρνουν οι φίλοι μου τηλέφωνο να βγούμε έξω, να κάνουμε αυτό. Έλεγα «Όχι, νυστάζω» και το μόνο που έκανα ήταν να δουλεύω και να γυρνάω στο σπίτι 18:00, 19:00 το απόγευμα και να κοιμάμαι. Οπότε, μόνο αυτό. Εκεί ξεκινάω και βρίσκω κάποια πρώτα σημάδια στο κεφάλι μου, μέσα στο τριχωτό κάτι να έχω, αρχίζω το ψάχνω με γιατρούς τι μπορεί να είναι. Άκουσα πολλά άσχετα. Έψαξα λίγο πιο κάτω, πήγα και σε άλλους γιατρούς, δηλαδή έφυγα από την πόλη στην οποία βρισκόμαστε και πήγα και σε γιατρούς πιο κάτω, γιατί άρχισαν να βγαίνουν και κάποια σημάδια και πάνω στο δέρμα μου, στο κεφάλι, στην πλάτη μου, στην κοιλιά μου, στα πόδια μου. Τέλος πάντων, οπότε εκεί διαγνώστηκα με ψωρίαση, που είναι ένα αυτοάνοσο. Και εκεί κατάλαβα ότι πλέον έχει αρχίσει αυτό που δεν είχα πάρει στα σοβαρά, όλο αυτό που γινόταν μέσα στον ψυχισμό μου, προφανώς άρχισε να εκδηλώνεται διαφορετικά, μπας και το δω, μπας και πάρω μια απόφαση ότι κάτι συμβαίνει. Και εκεί είπα, γιατί μίλησα με πάρα πολλούς γιατρούς, άρχισα να διαβάζω, φυσικά, το τι είναι η ψωρίαση, τι είναι τα αυτοάνοσα, ότι προφανώς έχει να κάνει πολύ με την ψυχολογική διάθεση και το πώς είσαι, και εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση του να φύγω από την πόλη αυτή και να μετακομίσω στη Αθήνα. Έτυχε και μια πολύ καλή ευκαιρία για δουλειά, γιατί άκουσα κάτι τελείως τυχαία σε ένα ραδιόφωνο μια μέρα, ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που βοηθάει αποφοίτους μέχρι 29 ετών. Εγώ ήμουν 29 τότε, οπότε ήταν η τελευταία μου ευκαιρία! Διαφήμιση του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου. Θα τον θυμάμαι για πάντα, τη φωνή του! Οπότε έκανα συνεντεύξεις για το πρόγραμμα αυτό και όντως έκατσε και πήρα μια θέση σε μια πολυεθνική εταιρεία και έφυγα.

Ά.Μ.:

Κατεβαίνοντας, λοιπόν, στην Αθήνα και έχοντας καταλάβει ότι κάτι πλέον σοβαρό συμβαίνει μέσα μου, αποφάσισα ότι πρέπει να ζητήσω βοήθεια, να δω τι ακριβώς είναι αυτό, τι μπορώ να κάνω, πώς μπορώ να βοηθηθώ. Αλλά, επειδή αλλάζοντας και μέρος και πηγαίνοντας στην Αθήνα την πλανεύτρα, επειδή ξεκινάς και βγαίνεις έξω, υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές, λες: «Α, εντάξει. Μάλλον θα την παλέψω έτσι. Θα είμαι καλά...». Ήμουν όντως χαρούμενη γιατί έκανα μια μεγάλη αλλαγή, οπότε πάλι το έβαλα λίγο μέσα στο συρτάρι όλο αυτό. Ε, και αφού πέρασε, όμως, ο πρώτος ενθουσιασμός και αφού ξεκίνησε και η δουλειά κανονικά και σε πάρει πάλι από κάτω η μπάλα και η καθημερινότητα, ξαναβγαίνει αυτό στην επιφάνεια, γιατί συνειδητοποιείς ότι παρόλο την αλλαγή που έκανες, παρόλο που πλέον αντικειμενικά κάποια πράγματα στη ζωή σου είναι καλύτερα πλέον, ότι εσύ πάλι δεν είσαι καλά. Και λες, δεν γίνεται, κάτι συμβαίνει! Οπότε, εκεί μετά, γύρω στους… ούτε χρόνο που ήμουν στην Αθήνα, ζήτησα βοήθεια από ψυχίατρο για να δούμε τι μου [00:10:00]γίνεται. Εκεί διαγνώστηκα με κατάθλιψη και αυτό που καταλήξαμε και μαζί είναι ότι… Τώρα δεν θα το πω επιστημονικά πολύ καλά, αλλά θέλω να πω ότι έχω αυτή τη λειτουργική κατάθλιψη, που τα τελευταία δηλαδή ειδικά χρόνια είχα την κατάθλιψη που ο από έξω πραγματικά μπορεί να μην καταλάβει ότι την έχεις, γιατί τα κάνεις όλα μια χαρά, δηλαδή θα βγεις και έξω, θα πας και στη δουλειά σου και κανένας να μην καταλαβαίνει τίποτα, αλλά όταν μένεις μόνος σου με τον εαυτό σου πάλι τα πράγματα είναι πολύ μαύρα και πολύ δύσκολα. Ξεκίνησα, λοιπόν, την ψυχοθεραπεία. Μέσα σε σχεδόν ένα τρίμηνο ξεκίνησα και φαρμακευτική αγωγή και με πολλή δουλειά θεώρησα μετά από ένα χρόνο ότι ήμουν σε πολύ καλύτερο επίπεδο. Ψαχτήκαμε πολύ εσωτερικά, τι είναι αυτό τέλος πάντων που με δυσκόλευε τόσο πολύ, μάλλον ποια πράγματα ήταν αυτά που με δυσκόλευαν τόσο πολύ, να προσπαθήσω να τα βάλω σε μια τάξη. Δεν τα λύνεις, ποτέ, απλά τουλάχιστον μαθαίνεις να τα διαχειρίζεσαι λίγο καλύτερα. Εκεί οπότε μετά από ένα χρόνο… σχεδόν, ναι, πήγα πολύ χαρούμενη μια μέρα στην ψυχοθεραπεύτρια και της λέω ότι: «Εγώ αισθάνομαι πάρα πολύ καλά και νομίζω ότι τουλάχιστον δεν θα σταματήσουμε την ψυχοθεραπεία αλλά μπορώ να σταματήσω τη φαρμακευτική αγωγή. Κλείσαμε κι έναν χρόνο, μια χαρά». Είδα λίγο τον ενδοιασμό στα μάτια της αλλά μου είπε: «ΟΚ, αν το θες», ρε παιδί μου, «μπορούμε να διακόψουμε, να δεις και εσύ πού βρίσκεσαι, αν όντως είσαι ΟΚ με αυτό, και ξαναγυρνάμε». Δηλαδή μου το ‘πε κι εκείνη αρκετά χαλαρή. Και την έκοψα τη φαρμακευτική αγωγή! Δύσκολα, αλλά και πάλι δεν ήθελα να... Αυτό θέλω να πω, ότι πάντα έβρισκα δικαιολογίες σε όλα. Όταν έβλεπα να πέφτω πάρα πολύ, όλο έλεγα ότι: «Εντάξει, αντικειμενικά συνέβη αυτό», ας πούμε, «Οπότε αυτό φταίει. Δεν είναι το ότι έχεις», ξέρω ‘γώ, «Κατάθλιψη ή ότι δεν την έχεις πολεμήσει ακόμη ή ότι δεν σου έχει φύγει». Οπότε, ντάξει την ψυχοθεραπεία τη συνέχισα. Έκανα δύο χρόνια. Τον τρίτο χρόνο μεταπήδησα στην ομαδική ψυχοθεραπεία, γιατί μετά την ατομική είχαμε καταλήξει στο ότι είχαμε φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ότι ίσως να μην είχε να μου δώσει κάτι περισσότερο η συγκεκριμένη ψυχοθεραπεύτρια. Εγώ είχα αρχίσει και κούμπωνα, νόμιζα ότι τα είχα πει όλα, τα ‘χα μιλήσει όλα, πήγαινα στις συνεδρίες και έλεγα: «Α, για πες μου τα νέα σου!». Μου έλεγε: «Εμ, κάτι λάθος γίνεται εδώ». Και μου ‘χει πει εκείνη, βασικά, ότι πρέπει να διακόψουμε μαζί η αν θέλω… ότι δημιουργείται αυτή τη στιγμή κάποια συγκεκριμένη ομάδα στην οποία πιστεύει ότι ταιριάζω, να πάω στην ομαδική.

Ά.Μ.:

Ξεκίνησα λοιπόν την ομαδική ψυχοθεραπεία. Έχω κλείσει και με αυτήν ένα χρόνο. Δεν έχω καταλήξει ακόμη κατά πόσο μου ταιριάζει ή όχι, αλλά ήθελα να της δώσω έναν χρόνο Α. Και αυτή τη στιγμή… Οπότε, βρίσκομαι στα τρία χρόνια συνολικά ψυχοθεραπείας. Και μετά από κάποια γεγονότα, έτσι, πάλι τον τελευταίο καιρό που με απασχόλησαν πολύ έντονα, πέρασα πάλι ένα δίμηνο το οποίο πάλευα μέσα μου στο να καταλήξω το ότι: «Θα τη νικήσεις αυτή τη φορά ή θα την ξανααφήσεις την κατάθλιψη να σε πάρει από κάτω;». Και θεωρώ ότι αποφάσισα ότι δεν θα την αφήσω να με πάρει από κάτω ξανά και προσπαθώ. Απλά, αυτό που είπα και στην αρχή, έτσι όπως ξεκίνησα, ότι είναι ένας συνεχής αγώνας, γιατί έχεις μάθει πλέον και με τη ψυχοθεραπεία και βιώνοντας την ποια είναι τα σημάδια, έχεις μάθει πόσο κάτω μπορείς να φτάσεις, πόσο μαύρες σκέψεις μπορείς να κάνεις, πόσο να μην σε ενδιαφέρει τίποτα και πάνω από όλα για τον εαυτό σου, οπότε...

Ε.Κ.:

Στην αρχή που έκανες άσχημες σκέψεις και ήσουν θλιμμένη τι σε έθλιβε ακριβώς; Θυμάσαι κάποιες σκέψεις που έκανες;

Ά.Μ.:

Αυτό… Δεν ήτανε… ότι «Δεν είναι τα πράγματα όπως τα θέλω, δεν είναι η ζωή έτσι όπως την θέλω». Τότε, ξαναλέω, δηλαδή η αφορμή που ήταν το ότι γύρισα από την Ολλανδία ήταν το ότι: «Μα εγώ βρήκα το πού θέλω να μένω και αφού δεν τα κατάφερα [00:15:00]να βρω κάτι να απασχοληθώ εκεί, δεν αξίζω», ότι δεν τα κατάφερα, ότι είμαι μία αποτυχημένη και ότι τώρα που γύρισα πίσω, που δεν είναι αυτό που θέλω, και ότι αφού κατάφερα να βρω, δηλαδή να καταλάβω τι θέλω, ότι τελικά δεν ήμουν ικανή να το καταφέρω. Αυτές ήταν οι βασικές σκέψεις τότε. Αλλά, γενικά ήταν πάνω απ’ όλα με τον εαυτό μου. Νομίζω ότι σε όλον αυτόν τον κύκλο από τότε μέχρι και σήμερα, στόχαστρο σε όλο αυτό είμαι εγώ. Ακόμη και σήμερα δεν έχω καταφέρει να αγαπήσω τον εαυτό μου. Δεν με αγαπάω, δεν με αγαπάω, όχι.

Ε.Κ.:

Θα σε πήγαινα μπρος-πίσω τώρα, δεν πειράζει...

Ά.Μ.:

Πάνε με.

Ε.Κ.:

Ώστε πήγες στην Αθήνα και ένιωσες λίγο καλά και μετά πάλι ήσουν άσχημα. Πόσο καιρό σκεφτόσουν για να πας στον ψυχολόγο, στον ψυχίατρο; Το σκεφτόσουν αρκετό καιρό ή προέκυψε ξαφνικά; Στο ‘πε κάποια φίλη.

Ά.Μ.:

Γενικά εγώ πάντα πίστευα… Δηλαδή, δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος που έλεγα ότι: «Αα, ψυχολόγος, ψυχίατρος!». Και μάλιστα, είμαι από τους ανθρώπους που, καλώς ή κακώς, σωστό ή λάθος, θεωρώ, ρε παιδί μου, ότι σε αυτά τα πράγματα ειδικά, όταν όντως καταλαβαίνεις και συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι καλά για εμένα, ας πούμε, βοηθάει πάρα πολύ ένας ψυχίατρος, ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής δηλαδή, που είναι και γιατρός. Επίσης, ποτέ δεν ήμουν κατά της φαρμακευτικής αγωγής κλπ. και ήθελα να πάω να μιλήσω, αλλά ποτέ δεν έπαιρνα την απόφαση, που νομίζω ότι στους περισσότερους ανθρώπους συμβαίνει αυτό, πάντα κάτι μας σταματάει. Όταν ήμουνα πριν στην προηγούμενη πόλη, επειδή ήταν μικρή, έχεις πάντα αυτό. Σκέφτεσαι «Να, μήπως και το μάθουν όλοι», που πλέον το θεωρώ μεγάλη μπούρδα και είμαι από τους ανθρώπους που βγαίνουν έξω και μπορώ να φορέσω και ταμπέλα, «Άννα έχω/είχα», whatever, «κατάθλιψη» κλπ. «και δεν ντρέπομαι καθόλου». Αλλά, τότε που ήμουνα και πιο μικρή, το είχα λίγο σαν ταμπού. Ή ότι π.χ. στο γιατρό που θα πάω μπορεί αυτός να με κουτσομπολεύει, μπούρδες, ή ότι θα με βλέπουν να μπαίνω μέσα στο ιατρείο και θα με σχολιάζουνε. Οπότε, για αυτό. Μετά, όταν πήγα στην Αθήνα, όταν κατάλαβα ότι όντως κάτι δεν πηγαίνει καλά, πήρα την απόφαση σχεδόν αμέσως το να επισκεφτώ γιατρό. Απλά, στην αρχή δεν το συνειδητοποιούσα, γιατί είχε μπει όλο αυτό το —πώς να το πω;— πέπλο από πάνω της χαράς, του άλλαξα πόλη ή περνάω σούπερ, καινούργιους ανθρώπους γνωρίζω, βγαίνω έξω, καινούργια μέρη κλπ. Οπότε, εκεί δεν το συνειδητοποιούσα. Αλλά, όταν το συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι βοήθεια, κατευθείαν.

Ε.Κ.:

Θες να μιλήσεις για το τι φαρμακευτικά αγωγή σού είχε γράψει ο γιατρός, πότε είδες να αλλάζει η ψυχολογία σου κλπ.;

Ά.Μ.:

Αντικαταθλιπτικά, η αγωγή δηλαδή ήταν αντικαταθλιπτικά, και μάλιστα στην αρχή είχα πάρει μια —γιατί αυτά πηγαίνεις και λίγο στα τυφλά, εννοώ υπάρχουν διάφορα, οπότε σε ρωτάνε αν έχεις κάποια αλλεργία ή οτιδήποτε, οπότε αν απαντήσεις «Όχι», λίγο ξεκινάνε με το ποιο θεωρούν αυτοί ότι σου ταιριάζει καλύτερα χάπι κλπ. Και εγώ ξεκίνησα με μία συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή η οποία μου δημιούργησε αλλεργικό σοκ σχεδόν δύο ή τρεις μήνες αφότου την έπαιρνα καθημερινά, οπότε στην αρχή δεν ήξερα καν από τι. Πήγα σε αλλεργιολόγο γιατί είχα εμφανίσει τεράστια σημάδια και φουσκάλες, να το πω, και κοκκινίλες σε όλο μου το σώμα, οπότε το έψαχνα πάρα πολύ τι μπορεί να είναι. Και μετά καταλήξαμε —γιατί μου είπε ο αλλεργιολόγος… Ήξερε για τη φαρμακευτική αγωγή και μου λέει: «Οτιδήποτε και άλλο και να παίρνεις, ακόμα και βιταμίνες», κάτι D3 που έπαιρνα κτλ., μου λέει: «Κόψ’ τα όλα να δούμε σιγά-σιγά, ρε παιδί μου, τι μπορεί να σε πειράζει». Γιατί με κάποιες εξετάσεις που ‘χα κάνει δεν φαινότανε, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από τι είναι. Οπότε, μετά από σχεδόν τέσσερις βδομάδες —έναν μήνα ήταν που είχα διακόψει τελείως την αγωγή, δεν έπαιρνα δηλαδή τίποτα και έπαιρνα κορτιζόνες μόνο για να μου φύγουνε τα σημάδια και, τέλος πάντων, αυτά τα πράγματα που είχα πάνω στο δέρμα μου—, ξεκίνησα ξανά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί είπαμε με τον αλλεργιολόγο ότι: «Ντάξει, ΟΚ, ξεκίνα ξανά». Και με το που πήρα το πρώτο χάπι ξαναφούντωσα. Οπότε, καταλήξαμε ότι μάλλον ήταν αυτό. Βέβαια, τώρα, γιατί να σου κάνει αλλεργικό σοκ μετά από δύο μήνες κάνεις δεν το κατάλαβε! Οπότε, μετά συνέχισα με… Το διέκοψα και συνέχισα με άλλη φαρμακευτική αγωγή. Είδα αποτελέσματα πολύ άμεσα, απλά αυτό το αποτέλεσμα το οποίο είδα δεν είναι ότι ξαφνικά γίνεσαι χαρούμενος και σου λύνονται τα προβλήματα κλπ., απλά δεν σε αφήνει τόσο πολύ να βυθιστείς, δεν σε αφήνει να σε πάρει αυτή [00:20:00]η μαυρίλα τόσο κάτω και είσαι λίγο πιο ψύχραιμος, θα πω. Δηλαδή, δεν είναι ότι ήμουν τραλαλίμ τραλαλόμ και ότι: «Α, πετάω!». Είχα, δηλαδή, πάλι τη μαυρίλα μου. Οι σκέψεις παρέμεναν οι ίδιες, απλά δεν σε παίρνει τόσο από κάτω, δηλαδή είσαι πιο ψύχραιμος. Αυτό, αυτό.

Ε.Κ.:

Ο ψυχίατρος σε προώθησε να πας σε ομαδική ψυχοθεραπεία ή το σκέφτηκες από μόνη σου;

Ά.Μ.:

Ναι, ναι, ο ψυχίατρος, ο ίδιος, όπως σου είπα, γιατί… αφού ήμουν σχεδόν στα δύο χρόνια στην ατομική μαζί του, δηλαδή συνεχίζω ομαδική στον ίδιο ψυχοθεραπευτή. Είχαμε φτάσει σε ένα τέλμα λίγο, δηλαδή μου έλεγε ότι: «Δεν έχω να σου δώσω κάτι άλλο με τον τρόπο που συνεργαζόμαστε» δηλαδή έτσι όπως πηγαίνει η ατομική, «οπότε ή θα πρέπει να διακόψουμε και να επισκεφθείς κάποιον άλλον ψυχοθεραπευτή ή γίνεται μία συγκεκριμένη ομαδική, τώρα συντάσσω δηλαδή μια ομάδα καινούργια που θεωρώ ότι θα ταίριαζες και θα σε βοηθούσε, οπότε αν θες να το δοκιμάσεις». Και το δοκίμασα.

Ε.Κ.:

Πως ήταν η εμπειρία σου εκεί πέρα, δηλαδή από την πρώτη μέρα που πήγες;

Ά.Μ.:

Γενικά, ενώ είμαι εσωστρεφής, είμαι κοινωνική και γενικά ένας άνθρωπος ψυχαναγκαστικός λίγο, ότι δεν μου αρέσουν οι παύσεις. Με βλέπεις, μιλάω τόση ώρα μόνη μου! Οπότε, αν βρεθώ και σε μια ομάδα ή σε μια παρέα, θα είμαι η πρώτη που θα μιλήσω για να σπάσω τον πάγο, είμαι η πρώτη που… Τώρα αν καθόμαστε και κοιταζόμαστε, κάτι πρέπει να πω. Θα πάρω αυτόν το ρόλο. Οπότε, όχι, δεν ένιωσα άσχημα. Και ούτε γενικά… Ξαναλέω, δεν έχω ταμπού σχεδόν με τίποτα, δηλαδή μιλάω για τα πράγματα τα οποία με απασχολούν πάρα πολύ άνετα, εκτός ότι αν είσαι ο άνθρωπος που μου δημιουργείς τα προβλήματα. Εκεί δεν θα μιλήσω! Οπότε, ήταν αρκετά ΟΚ. Και η ομάδα, βασικά, με βοήθησε πολύ, δηλαδή οι υπόλοιποι είναι πολύ εντάξει και αισθάνθηκα άνετα. Απλά, δεν έχω καταλάβει ακόμη και δεν έχω καταλήξει ακόμη μετά από ένα χρόνο κατά πόσο αυτά τα βαθιά που έχουνε μείνει, κατά πόσο μπορώ να βοηθηθώ μέσα από την ομαδική. Θα δώσω ακόμη λίγο χρόνο για να αποφασίσω και θα δω.

Ε.Κ.:

Στην ομαδική ψυχοθεραπεία πώς λειτουργεί; Ξεκινάς να λες: «Γειά σου, είμαι η τάδε και περνάω αυτό»;

Ά.Μ.:

Απ’ ό,τι ξέρω, γενικά, υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις. Και γενικά, δεν μπήκα και ποτέ στη διαδικασία να βάλω ταμπέλες, να ρωτήσω: «Α, εμείς ποια συγκεκριμένη», ξέρω ‘γώ, «διαδικασία ακολουθούμε, πώς λέγεται;» κλπ. Εμείς αυτό που κάνουμε είναι ότι, ναι, συστηνόμαστε και από εκεί και μετά, ας πούμε… Την πρώτη μέρα είπαμε πολύ top-line τι απασχολεί την καθεμία, δηλαδή ποια είναι τα βασικά προβλήματα τα οποία την έχουνε φέρει γενικά στην ψυχοθεραπεία και στην ομαδική τώρα, γιατί όλοι οι υπόλοιποι επίσης κάναν ατομική πριν, οπότε δεν είναι κανένας που ξεκίνησε έτσι στην ομαδική απευθείας. Και από εκεί και μετά δεν είναι ότι κάθε φορά, σε κάθε συνεδρία πρέπει να μιλάνε όλοι ή πρέπει ο καθένας να λέει και κάτι, δηλαδή είναι και λίγο να διεκδικήσεις το χώρο σου, λίγο να διεκδικήσεις το χρόνο σου. Δηλαδή, μπορεί να έρθει κάποιο άλλο μέλος τής ομάδας και για κάποιο Χ, Ψ λόγο να φάει όλη την ώρα. Είναι λίγο και στο δικό σου το χέρι το αν θα διεκδικήσεις χώρο και χρόνο, αν θα πεις δηλαδή «Κι εγώ θέλω να πω κάτι σήμερα, οπότε θα ήθελα λίγο χρόνο για μένα». Άλλες φορές, όμως, όντως γίνεται ένας διαμοιρασμός του χρόνου δίκαιος και ίσος, τέλος πάντων, σε όλα τα μέλη, αλλά αυτό εξαρτάται.

Ε.Κ.:

Εσύ από αυτό δεν είδες κάποια βελτίωση, κάποια διαφορά;

Ά.Μ.:

Έχω δει διαφορά, έχω δει διαφορά. Πολλά πράγματα… Γενικά με την ψυχοθεραπεία έχω δει τεράστια διαφορά του έχω μάθει να χειρίζομαι και να διαχειρίζομαι κάποια πράγματα καλύτερα. Αλλά, σίγουρα δεν θεωρώ ότι έχω φτάσει στο τέλος. Έχω πολύ δρόμο και δουλειά ακόμη, βήματα δηλαδή βλέπω. Και βλέπω και βήματα και μέσα από την ομαδική, δηλαδή από το καθρέφτισμα που κάνω όχι μόνο για αυτά που θα πω εγώ και μπορεί να ακούσω τη γνώμη των άλλων μελών ή της ψυχοθεραπεύτριας, γενικότερα και από το καθρέφτισμα, δηλαδή το να πει κάποιο άλλο μέλος της ομάδας κάτι το οποίο εμένα να κάνει trigger κάτι δικό μου, δηλαδή να πω: «Α ναι. Και εγώ. Και σε μένα έχει συμβεί αυτό, κι εγώ έχω μια τέτοια συμπεριφορά» ή «Και μένα ο φίλος μου έχει μια τέτοια συμπεριφορά», οπότε μέσα από τη συζήτηση που θα κάνουμε όλοι μαζί να βοηθηθώ και εγώ. Για αυτό έχει και σημασία το πώς θα στηθεί μία ομάδα τέτοια, δηλαδή φαινομενικά και [00:25:00]εμείς τώρα σαν μέλη δεν έχουμε κοινά, δηλαδή είναι και διαφορετικό το στάτους της ζωής του καθενός μας, είναι διαφορετικές οι ηλικίες, οπότε φαινομενικά θα έλεγες ότι: «ΟΚ, πώς θα δουλέψει όλο αυτό;». Αλλά, τα προβλήματα ούτε πάλι είναι κοινά σε όλες, απλά βλέπεις ότι έχεις κάτι κοινό με όλες. Αυτό.

Ε.Κ.:

Την πρώτη φορά που είχες πει στον ψυχολόγο ότι: «Θέλω να σταματήσω την αγωγή γιατί νιώθω καλύτερα, μπορώ να τα καταφέρω χωρίς αυτήν», εκείνο το διάστημα τι σε έκανε να το πιστεύεις αυτό;

Ά.Μ.:

Γενικά ένιωθα καλύτερα, αλλά καταλαβαίνω το ότι ήτανε λίγο και οι συγκυρίες. Είχε πιάσει καλοκαίρι, έκανα αρκετές εξορμήσεις, ταξιδάκια σε νησιά, είχε ανέβει η ψυχολογία μου, οπότε τέτοια πράγματα, λίγο δηλαδή εξωτερικοί παράγοντες. Και πάντα είχα στο μυαλό μου ότι καταλαβαίνω ότι με βοηθάει η φαρμακευτική αγωγή —ξαναλέω ότι δεν είμαι καθόλου κατά—, αλλά είχα στο πίσω μέρος του μυαλού το ότι, από τη στιγμή που συνεχίζω και την ψυχοθεραπεία, η φαρμακευτική αγωγή είναι λίγο σαν ένας αρωγός σε όλο αυτό, το ότι σε βοηθάει αλλά όχι ότι… Δεν ήμουν ποτέ της λογικής: «Α, παίρνω χάπια, άρα φτάνει». Εγώ, δηλαδή, ήμουν το ανάποδο, ότι κάνω δουλειά με την ψυχοθεραπεία, παίρνω και τη φαρμακευτική αγωγή για να με βοηθήσει λίγο πιο γρήγορα ίσως, αλλά ότι κάποια στιγμή θέλω να σταματήσει αυτό και να συνεχίσω να δουλεύω εγώ, δηλαδή να έχω περισσότερο τον έλεγχο. Επίσης, είχα απορία, είχα καταλάβει το πόσο με βοηθάει η φαρμακευτική αγωγή και είχα απορία «Είναι στο μυαλό μου;» ή «Με βοήθησε, ξέρω ‘γώ, τον έναν χρόνο τώρα που το έπαιρνα, άμα τη σταματήσω τι θα γίνει;». Δηλαδή, αυτό το όλο, το ότι εγώ ένιωθα καλύτερα είναι στο μυαλό μου ή όντως συμβαίνει; Αυτό. Ναι, ναι, πολύ ωραία!

Ε.Κ.:

Είχες κάνει ποτέ αυτοκτονικές σκέψεις ή πράξεις ή κάτι τέτοιο; Ούτε ενέργειες.

Ά.Μ.:

Όχι, όχι, τόσο βαθιά δεν έχω φτάσει. Εμένα, απλά, αυτό που ήταν πάντα και συνεχίζει να είναι ακόμη και σήμερα είναι ότι δεν με φόβιζε ποτέ ο θάνατος. Δεν έχω καθόλου το άγχος του θανάτου, σίγουρα για εμένα καθόλου, δηλαδή αυτό, ότι αν σε πατήσει αύριο αυτοκίνητο, ας με πατήσει. Δηλαδή, δεν με απασχολεί, δεν με φοβίζει καθόλου, όχι, η ιδέα του θανάτου και είμαι αρκετά συμβιβασμένη. Αυτό, βέβαια, δεν το ξέρεις μέχρι να συμβεί. Και με τα δικά μου πρόσωπα —όχι ότι δεν τα αγαπώ, εννοείται, δεν το συζητώ αυτό, απλά θέλω να πω ότι είμαι αρκετά συμβιβασμένη ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει και ότι το βλέπουμε καθημερινά γύρω μας. Προφανώς έχουμε χάσει και ανθρώπους δικούς μας, οπότε λίγο ή πολύ όλοι το έχουμε ζήσει, αλλά είναι ότι αυτός είναι ο φυσιολογικός κύκλος του ανθρώπου, ΟΚ. Και έχω δει ότι μαθαίνεις να ζεις και με αυτό. Δεν τελειώνει η ζωή επειδή «έφυγε» κάποιος, όπως και εγώ αν πεθάνω δεν θα τελειώσει κανενός η ζωή, η δικιά μου μόνο, αλλά εντάξει. Αυτό, ναι.

Ε.Κ.:

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια της προσωπικής εργασίας, να το πω, στον εαυτό σου, τα δερματικά προβλήματα έχουνε φύγει; Πώς βλέπεις τον εαυτό σου σήμερα μετά από όλα αυτά τα χρόνια;

Ά.Μ.:

Όχι, όχι. Η ψωρίαση είναι εδώ, μπορούμε να κάνουμε μια ξεχωριστή συνέντευξη για την ψωρίαση! Είναι εδώ και ήταν και παρά πολύ έντονη. Γενικά, με τους ανθρώπους που έχουνε την ψωρίαση κατά πλάκας, οπότε εκεί είναι σε όλο το σώμα η κάλυψη, σε ένα τεράστιο ποσοστό… Και ευτυχώς βρήκα κάποιον καλό δερματολόγο στην Αθήνα και ξεκίνησα αγωγή ενέσιμη με βιολογικούς παράγοντες, το οποίο είναι εφ' όρου ζωής, δεν σταματάει. Και απλά είμαι τέλεια εξωτερικά, δηλαδή δεν φαίνεται πλέον τίποτα, έχω ποιότητα ζωής επιτέλους ξανά, γιατί πέρασα δύο πολύ μαύρα χρόνια και με αυτό, γιατί ντρεπόμουνα να βγω από το σπίτι, ντρεπόμουν να πάω στο γραφείο. Αυτό που ουσιαστικά έβλεπε ο άλλος, ειδικά αν φορούσα ρούχα, έβλεπε μόνο στο πρόσωπο και στο κεφάλι, οπότε το βασικό που σκεπτόντουσαν όλοι είναι ότι έχω έντονη πυρίτιδα —πώς να το πω;— ή ξέρω ‘γώ ξηροδερμία και έχω και ξηροδερμία στο δέρμα μου, γιατί ξεφλούδιζε όλο το πρόσωπο μου. Προσπαθούσα να το καλύψω με μέικ απ, τελικά δεν ήθελα να φοράω ούτε μέικ απ γιατί γινότανε χειρότερο. Όλα αυτά. Αλλά, μετά, με τη φαρμακευτική αγωγή, τώρα εξωτερικά τουλάχιστον είμαι σούπερ, απλά είναι το ότι θα είναι εφ' όρου ζωής, δηλαδή για να είσαι καλά… Δεν είναι ότι το λύνεις, δεν το αντιμετωπίζεις, απλά το καταστέλλει αυτό. Ναι.

Ε.Κ.:

[00:30:00]Θέλεις να πεις λίγα παραπάνω πράγματα για την ψωρίαση;

Ά.Μ.:

Για την ψωρίαση… Δεν την ανέφερα πριν! Η ψωρίαση επίσης είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα, είναι ένα… Καλά, όπως είπα και πριν, αρχικά, όταν δεν γνωρίζεις και τίποτα, δέχεσαι όλο αυτό το ρατσισμό από άλλους τρίτους που βλέπουν αυτό το πράγμα που γίνεται πάνω σου και δεν ξέρουν αν είναι κολλητικό, γιατί και αν σε ρωτήσουν και πεις «ψωρίαση» νομίζεις ότι λες «ψώρα», οπότε ότι είναι κολλητικό όλο αυτό, οπότε πρέπει να εξηγείς στον καθένα ότι «Έχω αυτό που έχω αλλά δεν είναι κολλητικό, οπότε μη σιχαίνεσαι να με ακουμπήσεις, μη σιχαίνεσαι που κάθεσαι δίπλα μου». Δεύτερον, είναι πολύ άσχημο αισθητικά, δηλαδή έβλεπα και ανθρώπους που δεν ήταν ότι… βλέπεις όμως τη λύπηση στο βλέμμα τους, «Αχ, καημενούλα, τι έχεις τώρα;», «Ουφ, σήμερα είσαι λίγο φουντωμένη παραπάνω», «Έλα, μη στεναχωριέσαι». Αχ, δεν μου το είπατε πιο πριν να μη στεναχωριέμαι! Ναι. Απλά, εντάξει, είναι δύσκολο. Και επίσης δεν ξέρεις πώς θα… Εξαρτάται σε τι βαθμό το έχεις και εξαρτάται πώς όλο αυτό το πράγμα θα εξελιχθεί, γιατί καταστροφολόγος δεν θέλω να είμαι αλλά η ψωρίαση γενικά κρύβει πολλά πράγματα. Μπορεί να γυρίσει σε ψωριασική αρθρίτιδα. Δηλαδή, είναι πάρα πολλά τα πράγματα που μπορεί να εξελιχθεί. Οπότε, θέλει απλά μια πολύ καλή παρακολούθηση από γιατρούς, να μην το αφήσεις ποτέ. Και με τη φαρμακευτική αγωγή… Είναι σχετικά καινούργιοι αυτοί οι βιολογικοί παράγοντες, οπότε δεν ξέρουν και σε βάθος χρόνου τι παρενέργειες μπορεί να έχουνε. Απλά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον και εγώ δεν έχω καμία παρενέργεια, δεν έχω δηλαδή κάτι. Οπότε, συνεχίζω με αυτό.

Ε.Κ.:

Δηλαδή, κάνεις ενέσεις κάθε μέρα; Πώς πάει;

Ά.Μ.:

Μια φορά το μήνα, κάθε μήνα.

Ε.Κ.:

Πονάει;

Ά.Μ.:

Όχι δεν πονάει! Ναι, έχουν εξελιχθεί τα πάντα. Είναι σαν τα στυλό λίγο των διαβητικών, γιατί εγώ κάνω δύο ουσιαστικά τη φορά για να πετυχαίνουμε τα milligram, οπότε μια στο ένα πόδι, μια στο άλλο. Αλλά, είναι σαν στυλό με πενάκι μπροστά, πολύ μικρή μυτούλα, οπότε… ναι. Δεν τα σιχαινόμουν έτσι κι αλλιώς ποτέ αυτά, εννοώ ενέσεις και τέτοια, και ούτε τα φοβόμουνα, αλλά από την άλλη, αν με ρωτάς, δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα, περισσότερο γιατί όλο πρέπει να το έχεις στο μυαλό σου, πρέπει π.χ. αν θα ταξιδέψεις και πέφτει με την ημερομηνία την οποία πρέπει να το κάνεις, πρέπει να έχεις προνοήσει, να έχεις πάει στο γιατρό, να σου έχει γράψει τη συνταγή, να πας στο φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ —γιατί μόνο μέσω του ΕΟΠΥΥ, σε φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ το παίρνεις αυτό, γιατί είναι πανάκριβες οι αγωγές αυτές, αλλά έχω χαρτί από δημόσιο νοσοκομείο, οπότε μου τη χορηγούνε από την ασφάλισή μου, δηλαδή δωρεάν. Αυτό. Κι επίσης, πρέπει να είναι σε ψυγείο, οπότε αν πας διακοπές είτε έχεις ένα σαββατοκύριακο, πρέπει να έχεις το ψυγειάκι σου μαζί, να τη μεταφέρεις. Όλα αυτά τα ευχάριστα. Αλλά, όλα καλά, end of the day.

Ε.Κ.:

Με όλα αυτά που έχεις περάσει ως σήμερα πώς βλέπεις τον εαυτό σου; Καλύτερα, χειρότερα;

Ά.Μ.:

Σίγουρα είμαι σε πολύ καλύτερο επίπεδο, γιατί ξαναλέω, έχω συνειδητοποιήσει πολλά πράγματα, έχω συνειδητοποιήσει πολλά από αυτά… Έχω συνειδητοποιήσει ίσως τις ρίζες του κακού, να πω. Έχω δουλέψει πολλά από αυτά, έχω κάνει πολύ μεγάλη προσπάθεια και είχα και τη θέληση. Δεν θεωρώ, όμως, ότι είμαι… Είμαι σε ένα ικανοποιητικό αλλά όχι αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο αυτή τη στιγμή, δηλαδή δεν είμαι σε κατάθλιψη αλλά πάντα νιώθω ότι υπάρχει λίγο ένα τροχοπέδη σε οτιδήποτε αν θέλω να κάνω, στο να μην αφήνω εγώ τον εαυτό μου να το απολαύσει. Υπάρχει, δηλαδή, αυτό, έτσι… Και δεν αγαπώ τον εαυτό μου.

Ε.Κ.:

Δηλαδή, είσαι συγκρατημένη σε κάποια πράγματα;

Ά.Μ.:

Ναι, είμαι συγκρατημένη σε κάποια πράγματα στο να τα ζήσω, συγκρατημένη στη συμπεριφορά μου πάρα πολύ. Έχω συνειδητοποιήσει π.χ. ποιες συμπεριφορές μου —γιατί αυτό που έχεις μάθει, βέβαια, μετά από χρόνια ψυχοθεραπείας είναι το ότι δεν μπορείς να επηρεάσεις τους άλλους. Οι άλλοι είναι αυτοί που [00:35:00]είναι και συνήθως δεν αλλάζουν κιόλας ή αν αλλάξουν είναι δικό τους το θέμα. Αυτοί θα πάρουν απόφαση να αλλάξουν, δεν θα τους αλλάξεις εσύ. Οπότε, αυτό που έχω μάθει είναι ότι όλα ξεκινάν από εμένα, δηλαδή εγώ θα πρέπει να κάνω κάτι, είτε να χειριστώ διαφορετικά καταστάσεις είτε εγώ να μάθω να μη με πειράζουνε κάποια πράγματα ή να με επηρεάζουνε λιγότερο, δηλαδή… Αυτή τη συνειδητοποίηση την έχω, αλλά δεν τα καταφέρνω πολύ καλά στην καθημερινότητα. Δεν τα καταφέρνω. Εκεί, εγώ ελπίζω. Οι άνθρωποι θα αλλάξουνε. «Κοπέλα μου, δεν θα...». «Όχι, θα αλλάξει, θα το δει, θα καταλάβει!». «Όχι, δεν θα το δει, δεν θα καταλάβει». Προσπαθώ, μου το λέω κάθε μέρα. Οπότε, για αυτό λέω είμαι σε καλύτερο επίπεδο, αλλά υπάρχουν κάποια, έτσι, μαύρα σημεία που θέλουνε πολλή δουλειά ακόμη μάλλον, αν ποτέ τα καταφέρω.

Ε.Κ.:

Θέλεις να πεις κάτι τελευταίο, να δώσεις κάποιο μήνυμα;

Ά.Μ.:

Μήνυμα… Βασικά, για μένα το ότι… Κλισέ. Θα το πω. Όπως όταν σε πονάει κάτι πηγαίνεις σε έναν αντίστοιχο γιατρό —πονάει το πόδι μου, θα πάω στον ορθοπεδικό. Πονάει το μάτι μου ή δεν βλέπω, θα πάω στον οφθαλμίατρο—, έτσι λίγο να μην αφήνουμε την ψυχή μας, και είναι κρίμα. Και αυτό που βλέπω είναι ότι όσο περνάνε και τα χρόνια —γιατί καλά, άμα κάνεις συζητήσεις μεγαλύτερους, σου λένε: «Καλά, και εμείς περνούσαμε δυσκολίες αλλά δεν κάναμε και έτσι!» ή «Τι είναι αυτό το κακό τώρα, που κάθε ένας νέος έχει και τον ψυχολόγο του, τον ψυχίατρό του;». Αλλά, ήταν διαφορετικά τα χρόνια, γιατί τους απασχολούσαν αλλιώς τα πράγματα. Τότε είχαν… ανησυχούσαν και πάλευαν για να βρουν να φάνε, να έχουνε σπίτι να κοιμηθούνε. Καλώς ή κακώς, εμείς ως γενιά αυτά τα ‘χουμε λίγο ως πολύ λυμένα οι περισσότεροι, οπότε από κει και μετά πλέον έχουμε αλλά προβλήματα. Έτσι είναι πλέον η κοινωνία, θεωρώ. Αλλά, είναι καλό αυτό, ότι ο κάθε νέος έχει το γιατρό του ή ο κάθε νέος έχει τον ψυχολόγο του και τον ψυχοθεραπευτή του. Αυτό είναι καλό, αρκεί να γίνεται δουλίτσα! Αυτό.

Ε.Κ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Ά.Μ.:

Και εγώ ευχαριστώ.