© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Καίτη Παπαδημητρίου: Από την Καστοριά στη Νέα Υόρκη και πίσω. Μια οικογενειακή ιστορία μετανάστευσης

Κωδικός Ιστορίας
10667
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αικατερίνη Παπαδημητρίου (Α.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/03/2020
Ερευνητής/τρια
Δανάη Θεοδωράκη (Δ.Θ.)
Δ.Θ.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Δανάη Θεοδωράκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι μαζί με την... Θα αποφασίσουμε αν θα...

Α.Π.:

Καίτη Παπαδημητρίου, ναι, ναι.

Δ.Θ.:

Εντάξει. Ωραία, πείτε μου, κυρία Καίτη, αρχικά πού και πότε γεννηθήκατε.

Α.Π.:

Λοιπόν, γεννήθηκα στην Νέα Υόρκη στην Αμερική, το 1952.

Δ.Θ.:

Και πώς βρέθηκαν οι γονείς σας στην Αμερική; Με τι ασχολιόντουσαν αρχικά οι γονείς σας;

Α.Π.:

Λοιπόν, οι γονείς μου ήταν μετανάστες στην Αμερική όπου εγώ γεννήθηκα και βέβαια τη δεκαετία του '60, το 1960 συγκεκριμένα, αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα. Και αυτό ήταν κάτι αρκετά σημαντικό γι' αυτούς, αλλά και για μένα, για τη μετέπειτά μου ζωή. Οι γονείς μου και οι δύο, η καταγωγή τους ήταν από την Καστοριά. Ο πατέρας μου ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά, ο οποίος γεννήθηκε το 1911. Εκείνη την περίοδο, πάρα πολλοί τύχαινε το ένα τους το παιδί να μπορούν να το δώσουν και σε κάποιον αδερφό που ήταν άτεκνο. Ο αδερφός του παππού μου, ο οποίος ζούσε στη Βουλγαρία, στη Σόφια, ήταν άτεκνος και ζήτησε απ' τον αδερφό του να του δώσει ένα από τα παιδιά του. Πράγματι, ο παππούς μου του έδωσε ένα από τα παιδιά του, το δεύτερο αγόρι που γεννήθηκε στην οικογένεια, όχι τον πατέρα μου, ο οποίος πήγε στη Σόφια, σπούδασε στην Ελβετία, έγινε δικηγόρος, είχε ένα δικό του εκδοτικό οίκο και γενικά τη δεκαετία του '20-'30 πήγαινε πάρα πολύ καλά. Η Ελλάδα κι η Καστοριά βέβαια, τότε βρισκόταν σε μια κατάσταση πολύ πιο πίσω, αποφάσισε να καλέσει το μεγαλύτερο αδερφό να πάει στη Σόφια να δουλέψει, που πήγε όντως, και στη συνέχεια να φωνάξει και τον μικρότερο αδερφό, τον πατέρα μου τον Κωνσταντίνο, να πάει στην Σόφια. Κι αυτό έγινε τη δεκαετία του '30, πήγε, άρχισε να δουλεύει κοντά στον αδερφό του, αλλά το 1939 ο αδερφός του του είπε ότι «Έρχεται πόλεμος στην Ευρώπη, καλά θα είναι να φύγεις στην Αμερική». Γύρισε πίσω στην Ελλάδα, ετοιμάσαν όλα τα χαρτιά, τον συνόδευσε μέχρι τη Χάγη, τον έβαλε στο υπερωκεάνιο κι ο πατέρας μου έφυγε στην Αμερική το 1939 με άδεια μηνών στην αρχή ως μετανάστης. Προκηρύχθηκε όμως ο πόλεμος κι έμεινε έκτοτε στην Αμερική. Η μητέρα μου, η οποία, καστοριανής καταγωγής, ο πατέρας της ήταν επίσης μετανάστης στην Αμερική το '20, γεννήθηκε το 1922. Επέστρεψε στην Ελλάδα σε νεαρή ηλικία, πριν από τον πόλεμο. Με την προκήρυξη του πολέμου έμεινε στην Ελλάδα και μόλις έληξε ο πόλεμος, ως Αμερικανίδα υπήκοος, ήταν από τους πρώτους που επέστρεψε στην Αμερική. Εκεί γνωρίστηκε με τον πατέρα μου και παντρεύτηκαν το '46 με πολιτικό γάμο, το '47 με θρησκευτικό γάμο και κάναν την οικογένειά τους. Πάντα, βέβαια, ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα κι οπότε το 1960 επιστρέψαμε όλοι πίσω στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου, επειδή ακριβώς έφυγε από την Ελλάδα στη δεκαετία του '30, δεν βίωσε την αλλαγή της Ελλάδας που έγινε μετά τον πόλεμο τη δεκαετία του '50. Κι όταν επέστρεψε το 1960 ήταν λίγο ακόμη, ας το πω, εγκλωβισμένος στις αρχές και στις ιδέες που άφησε όταν έφυγε από την Ελλάδα. Κι αυτό βέβαια είχε μια πολύ μεγάλη επιρροή στη διαπαιδαγώγηση κυρίως της κόρης.

Δ.Θ.:

Δηλαδή;

Α.Π.:

Ήτανε της αρχής ότι... ήτανε πολύ αυστηρός και στην ουσία με μεγάλωνε όπως μεγάλωναν τα κορίτσια πριν από κάποιες δεκαετίες. Πίστευε ότι τα κορίτσια είναι για παντρειά, όχι για σπουδές, κι αυτός ήταν ένας λόγος που δεν μπόρεσα να σπουδάσω, γιατί κι εγώ ανήκα σε μια γενιά, σε μια οικογένεια που φυσικά ακολουθούνε[00:05:00] τις επιθυμίες των γονιών ως ένα σημείο, αλλά παρ' όλα αυτά όμως οι άνθρωποι που βιώνουνε τέτοιες καταστάσεις, μια μετανάστευση, τις δυσκολίες σε μια ξένη χώρα, προσπαθούν να διατηρήσουν τα ήθη κι έθιμα και τις αρχές της πατρίδας τους, επίσης έχουν να δώσουν πάρα πολλά στα παιδιά τους. Και γενικά βρίσκω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον η ιστορία των μεταναστών, όποια εποχή να είναι, σ' όποια χώρα να είναι, με όποιες συνθήκες.

Δ.Θ.:

Ωραία, να ρωτήσω από αυτά που είπατε τώρα, το ότι ήτανε πολλά παιδιά ο μπαμπάς σας και κάποιο το έδινε, αυτό ήταν κάτι, ας πούμε, σύνηθες, για παράδειγμα;

Α.Π.:

Απ' ό,τι το έχω δει έτσι, ήταν λίγο συνηθισμένο εκείνη την εποχή, δηλαδή ο παππούς μου είχε οκτώ παιδιά, ο αδερφός του ήτανε άκληρος και τον είπε τον αδερφό του, τον Λάζαρο: «Δεν μου δίνεις ένα από τα παιδιά σου να υιοθετήσω;» Και γενικά, ήτανε, δηλαδή κάνανε πολλά παιδιά, γιατί πολλά παιδιά πέθαιναν εκείνη την εποχή. Ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα.

Δ.Θ.:

Ναι. Και με ποιο κριτήριο, ας πούμε, δίνανε ένα παιδί, ξέρετε;

Α.Π.:

Δεν μπορώ να ξέρω. Μπορώ να φανταστώ ότι ο αδερφός του θα προτιμούσε έναν γιο από μια κόρη. Ο παππούς μου δεν έδωσε τον πρωτότοκο, έδωσε το δεύτερο γιο στη σειρά. Ήταν συνολικά πέντε αγόρια και τρία κορίτσια.

Δ.Θ.:

Και γνωρίζετε καθόλου κάτι άλλο περισσότερο για την κοινότητα αυτή ενδεχομένως, τον θείο που ήτανε στη Σόφια ή για εκείνη την περίοδο εκεί πέρα;

Α.Π.:

Αυτό που γνωρίζω είναι ότι πήγε σε μια περίοδο στη Σόφια που υπήρχε μια ευημερία, ότι ήταν πολύ καλά. Μετά, βέβαια, όταν άλλαξε το καθεστώς, ανατράπησαν πάρα πολλά πράγματα. Ένα βασικό είναι ότι χάσαν την επαφή με την Ελλάδα, δεν είχε πλέον ο θείος ο Δημήτρης επαφή με την Ελλάδα. Στο μεταξύ, ο μεγαλύτερος αδερφός, που είχε πάει επίσης με την κήρυξη του πολέμου, επέστρεψε πίσω στην Ελλάδα και ήτανε χαμένα τα ίχνη για πάρα πάρα πολλά χρόνια. Ξαναβρεθήκανε οι οικογένειες κάπου στη δεκαετία του... αρχές '70. Κάπου εκεί, τέλος του '60, αρχές '70.

Δ.Θ.:

Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν δηλαδή;

Α.Π.:

Ναι. Δεν μπορώ να σου πω έτσι με λεπτομέρειες, αλλά δεν υπήρχε επικοινωνία. Γενικά, τα σύνορα δεν ήταν... Ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα και πριν απ' την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και κυρίως όταν υπήρχανε διαφορετικά καθεστώτα στις χώρες που συνόρευαν με την Ελλάδα.

Δ.Θ.:

Ναι. Ωραία. Και ο πατέρας σας πώς επέλεξε να πάει στην Αμερική; Ήταν η σύσταση του αδερφού του, ας πούμε;

Α.Π.:

Ήτανε αφενός η σύσταση του αδερφού, αφετέρου ήταν γενικά μια χώρα που δεχότανε μετανάστες και η οικογένεια του πατέρα μου κι ο πατέρας μου ασχολούνταν με τη γουνοποιία και στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη υπήρχαν ήδη κάποια ομάδα Ελλήνων μεταναστών και δη από την Καστοριά, που ασχολούνταν με τη γουνοποιία, οπότε πήγαινε σε ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να βρει γνωστούς, να βρει δουλειά. Φαντάζομαι ότι γι' αυτό επιλέχθηκε η Αμερική και δη η Νέα Υόρκη, γιατί μπορούσε να ασκήσει την τέχνη που ήξερε.

Δ.Θ.:

Και το κατάφερε τελικά αυτό με αυτή τη δουλειά;

Α.Π.:

Ναι, το κατάφερε με μεγάλη επιτυχία. Μπόρεσε να πάει πολύ καλά, μπόρεσε να στείλει χρήματα στα αδέρφια του στην Ελλάδα, μπόρεσε να αποκτήσει μία περιουσία στην Ελλάδα που του επέτρεπε όταν ήρθε τη δεκαετία του '60, να ζει με τα εισοδήματά του. Όχι, πήγε πολύ καλά. Να σπουδάσει τα... να πάμε εμείς σε ιδιωτικά σχολεία με τον αδερφό μου, να σπουδάσει ο αδερφός μου, να κάνει ό,τι επιθυμεί να κάνει ένας οικογενειάρχης,[00:10:00] να ζει άνετα.

Δ.Θ.:

Υπάρχει μια ταινία, δεν ξέρω αν την έχετε δει, τώρα, λίγο άσχετο.

Α.Π.:

Ποια απ' όλες;

Δ.Θ.:

Του Παπατάκη, τον ξέρετε;

Α.Π.:

Ναι, ποια ταινία;

Δ.Θ.:

Που είναι... «Η φωτογραφία» λέγεται, και είναι ένας Καστοριανός, γι' αυτό τώρα μου ήρθε, κι ο Καστοριανός που πάει στη Γαλλία βέβαια, αλλά...

Α.Π.:

Ναι, ήταν και στη Γαλλία.

Δ.Θ.:

...πάλι είναι με τη γούνα, γι' αυτό κι ότι πάλι εκεί ασχολείται με τη γούνα.

Α.Π.:

Ναι.

Δ.Θ.:

Βρίσκει Έλληνες και τα λοιπά.

Α.Π.:

Ναι, ναι.

Δ.Θ.:

Δεν ξέρω αν την έχετε δει.

Α.Π.:

Όχι, δεν νομίζω.

Δ.Θ.:

Να τη δείτε!

Α.Π.:

Ναι, ναι, ναι, όχι. Με ενδιαφέρουν όλες αυτές οι ιστορίες.

Δ.Θ.:

Ωραία.

Α.Π.:

Γιατί από όλες αυτές τις ιστορίες, δηλαδή αυτό που βρίσκω επίσης ενδιαφέρον είναι, μεγαλώνοντας, όταν πια αλλάζει η δομή της σχέσης σου, ας το πω έτσι, απέναντι στους γονείς και μπορείς να ψάξεις και να διερευνήσεις πράγματα από τη ζωή τους, σε βοηθάν να τους καταλάβεις και καλύτερα σε πολλά πράγματα. Οπότε, ναι, όλα αυτά με ενδιαφέρουνε. Σίγουρα.

Δ.Θ.:

Και εκεί σε ποια γειτονιά, σε ποια περιοχή βασικά της Νέας Υόρκης μένατε;

Α.Π.:

Η Νέα Υόρκη ήτανε... εκεί που δούλευαν οι γουναράδες ήταν συγκεκριμένη περιοχή, πολύ συγκεκριμένη, τώρα δεν θυμάμαι τους δρόμους, αλλά συγκεκριμένοι δρόμοι. Οι γονείς μου, αφότου παντρεύτηκαν, μέναν στην Αστόρια, επίσης πολύ γνωστή περιοχή της Νέας Υόρκης όπου μένανε Ελληνοαμερικάνοι κι εκεί μάλιστα γεννηθήκαμε κι εμείς με τον αδερφό μας κι από κει φύγαμε για την Ελλάδα.

Δ.Θ.:

Ναι. Εσείς έχετε καθόλου αναμνήσεις από κει ή ήσασταν πολύ μικρή;

Α.Π.:

Έχω πολύ λίγες, ελάχιστες. Γενικά, δεν έχω... γενικά το μνημονικό μου δεν είναι πολύ να κρατάω. Φύγαμε όταν εγώ ήμουν οκτώ χρονών. Θα μπορούσα να έχω, αλλά είναι λίγες. Λίγες.

Δ.Θ.:

Όπως; Μπορείτε να ανακαλέσετε καμία;

Α.Π.:

Λίγο το σπίτι πώς είναι. Μπορώ να πω ότι περισσότερο βλέποντας φωτογραφίες, αυτές λίγο μου φρεσκάρουν τη μνήμη μου σε κάποια πράγματα.

Δ.Θ.:

Το σπίτι σας, ας πούμε, ξέρετε; Θυμάστε; Ήταν μικρό, μεγάλο; Ήτανε;...

Α.Π.:

Το θυμάμαι και...

Δ.Θ.:

Μένατε η οικογένεια, μένατε κι άλλοι μαζί σας;

Α.Π.:

Όχι, η οικογένειά μας έμενε, και μάλιστα πριν από... πέρσι το χειμώνα, που είχε πάει η Βίκη και μετά πήγε κι ο Στέφανος με τη Μαρία, που είναι τα παιδιά μας εκεί, πήραν τη διεύθυνση και πήγαν στο σπίτι και βγάλαν και φωτογραφίες, όχι από μέσα βέβαια, απ' έξω, από τη γειτονιά, αλλά ναι, το θυμάμαι κι εγώ το σπίτι. Το θυμάμαι.

Δ.Θ.:

Και η εξεύρεση της νύφης, πώς έγινε, της μητέρας σας;

Α.Π.:

Προφανώς με προξενιό, προφανώς με προξενιό. Έχω μάλιστα και τη φωτογραφία στον αρραβώνα, σε ένα γάμο, όπου ήταν ο πατέρας μου κουμπάρος, η μητέρα μου προσκεκλημένη κι εκεί προφανώς έγινε η γνωριμία και το προξενιό. Εκεί γενικά θυμίζει λίγο την ιστορία του Βούλγαρη, τις «Νύφες». Όχι σ' αυτό το extreme βέβαια, αλλά κι η μητέρα μου όταν επέστρεψε στην Αμερική με τον πατέρα της και τη μητέρα της, η μητέρα της πέθανε πολύ σύντομα μετά στην Αμερική κι έμεινε με τον πατέρα της. Βέβαια, είχε άλλα δύο αδέρφια που ζούσαν εκεί, αλλά ήταν και σε ηλικία γάμου, έπρεπε να παντρευτεί. Ο πατέρας μου από την άλλη μεριά, επίσης ήταν σε ηλικία γάμου, ήθελε μία Ελληνίδα και γιατί όχι από τον τόπο καταγωγής του; Οπότε έγινε η γνωριμία και προχώρησαν...

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

...στο να κάνουν μαζί οικογένεια.

Δ.Θ.:

Δηλαδή είχε σταλεί, ας πούμε, φωτογραφία;

Α.Π.:

Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι.

Δ.Θ.:

Όχι.

Α.Π.:

Αυτό σου λέω...

Δ.Θ.:

Όχι.

Α.Π.:

Όχι στο extreme του έργου.

Δ.Θ.:

Είχαν γνωριστεί σε ένα γάμο.

Α.Π.:

Όχι, γνωρίστηκαν σε ένα γάμο. Γνωρίστηκαν σε ένα γάμο. Ναι.

Δ.Θ.:

Και ποιος, μεσολαβούσε κάποιος, ξέρετε, ας πούμε, για να γίνει τελικά αυτό το προξενιό;

Α.Π.:

Απ' όσο θυμάμαι και μου 'λεγε η μητέρα μου, ο πατέρας μου ήταν κουμπάρος σ' ένα γάμο, το ζευγάρι που παντρευόταν γνωρίζονταν με την οικογένεια του παππού μου και τους κάλεσαν στο γάμο και προφανώς η μητέρα μου ως ελεύθερη νέα κι ο κουμπάρος τους ως ελεύθερος νέος, έκανε τη γνωριμία.

Δ.Θ.:

Ναι. Και το «σε ηλικία γάμου» τι σήμαινε τότε άραγε;

Α.Π.:

Ε, σε ηλικία γάμου τι σήμαινε;[00:15:00] Η μητέρα μου γεννήθηκε το '22 και παντρεύτηκε το '46.

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Ήταν 24 χρονών και για εκείνη την εποχή ήταν μάλλον μεγάλη, γιατί εκείνη την εποχή 18, 19 παντρεύονταν.

Δ.Θ.:

Αλλά οι άντρες ήταν πιο μεγάλοι;

Α.Π.:

Ε, πάντα ήταν πιο μεγάλοι οι άντρες, γιατί υποτίθεται ότι έπρεπε λίγο να σταθούν στα πόδια τους επαγγελματικά, να τελειώσουν το στρατιωτικό. Συνηθιζόταν παλιότερα να υπάρχει και μια διαφορά ηλικίας ανάμεσα στο ζευγάρι, πράγμα το οποίο εξέλειψε με την πάροδο του χρόνου και που η διαφορά της ηλικίας προς τα πάνω ή προς τα κάτω δεν έχει πλέον σημασία, αλλά τότε ήταν δεδομένο. Τότε ήταν δεδομένο. Για παράδειγμα, να σου πω, που κι αυτή η ιστορία έχει ενδιαφέρον, η γιαγιά μου, συνοικέσιο. Αν πας στην Καστοριά, έχει ένα Λαογραφικό Μουσείο πολύ ενδιαφέρον και αξίζει να το επισκεφτείς κι εκεί ανάμεσα στα διάφορα που εξιστορεί η κυρία που κάνει την ξενάγηση, μιλάει για το ένα δωμάτιο όπου «εδώ» λέει «γινόταν τα προξενιά». Έμπαινε η υποψήφια νύφη επάνω σε ένα χώρο κι έβλεπε από το ματάκι κάτω το προξενιό που ερχόταν ο γαμπρός να συζητήσει με τον πατέρα και τα λοιπά. Κι υπάρχει και μια ιστορία, ότι βλέπανε, κι ανάλογα αν οι γονείς θέλανε τον γαμπρό, κερνούσαν γλυκό καφέ, αν δεν τον θέλανε, πικρό καφέ και καταλάβαινε ότι έπρεπε να φύγει. Τέλος πάντων, και η γιαγιά μου, όταν έβλεπε από κει κάτω τον κόσμο, είπε στις φίλες της: «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω ποιος είναι. Ελπίζω να μην είναι αυτός ο κοκκινοτρίχης». Ο οποίος ο κοκκινοτρίχης ήτανε ο άντρας που παντρεύτηκε. Και με τον οποίον είχανε 20 χρόνια διαφορά. Αλλά όλοι, από όλους έχω ακούσει ότι ήταν ένα τόσο αγαπημένο ζευγάρι... Οπότε ήταν εντελώς διαφορετικά τότε τα πράγματα. Με τα συν και με τα πλην βέβαια.

Δ.Θ.:

Ωραία, για πάλι, όταν πρωτοέφτασε ο πατέρας σας, είχε περάσει κι από τη νήσο Έλις;

Α.Π.:

Έλις, βέβαια. Όλοι τους περνούσανε.

Δ.Θ.:

Σας είχε πει κάτι ή ξέρετε κάτι γι' αυτό;

Α.Π.:

Έχω από κάποια τεκμήρια, ένα πολύ χαρακτηριστικό είναι, είχε στείλει μια καρτ ποστάλ πίσω στην Ελλάδα, με το καράβι το οποίο ταξίδεψε και έγραφε πάνω: «Με αυτό το καράβι ταξίδεψα από τη Χάγη μέχρι τη Νέα Υόρκη, έφυγα τάδε του μηνός, έφτασα τάδε του μηνός». Το Ellis Island μάλιστα το λέγαν τότε Καστιγκάρι, από το cast go, κάπως, από το φυλάκιο, εν πάση περιπτώσει, ήταν τα Greek English που λέγανε. «Έχω άδεια παραμονής τόσον καιρό», η οποία αυτή η άδεια παραμονής, μετά την κήρυξη του πολέμου, ανανεώνονταν κάθε λίγο και λιγάκι. Ναι, όλοι οι μετανάστες περνούσαν από κει, να ελεγχθούν τα χαρτιά τους, να ελεγχθεί η υγεία τους. Και μάλιστα, σε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, πριν από κάποια χρόνια που πήγαμε κι ήταν κι η μητέρα μου, πήγαμε στο Ellis Island και μας έδειξε κι η ίδια σε ποιο δωμάτιο ήτανε κλεισμένη, πώς... Μας περιέγραψε την εμπειρία της από κει.

Δ.Θ.:

Κλεισμένη με ποια;

Α.Π.:

Κλεισμένη, λάθος έκφραση. Σε ποιο φιλοξενήθηκε, ας το πούμε, έτσι, σε ποιο χώρο είχε φιλοξενηθεί ωσότου ελέγξουνε τα χαρτιά της και ό,τι διαδικασίες έπρεπε να γίνουν, για να μπορέσει να περάσει στην ενδοχώρα.

Δ.Θ.:

Παρόλο που είπατε ότι ήτανε Αμερικανίδα.

Α.Π.:

Παρόλο, ναι, ναι, ναι.

Δ.Θ.:

Και ελέγχονταν και για αρρώστιες...

Α.Π.:

Ναι, ναι, ναι.

Δ.Θ.:

...και τέτοια, να μην μεταφέρουν.

Α.Π.:

Ναι, ναι. Οι γονείς της δεν ήταν Αμερικανοί υπήκοοι, προφανώς γι' αυτό.

Δ.Θ.:

Ωραία. Άλλο για... ας πούμε, εκεί την κοινότητα την ελληνοαμερικάνικη, ας πούμε, θυμάστε, για παράδειγμα, υπήρχανε πράγματα που κάναν από κοινού που... οι Ελληνοαμερικάνοι;

Α.Π.:

Κοίταξε, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι όλοι οι μετανάστες είτε προσαρμόζονταν κι εγκλιματίζονταν στην χώρα που πήγαιναν απόλυτα είτε έμεναν λίγο κλεισμένοι στη δική τους την κοινωνία. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, από αυτό που ξεκίνησα να λέω, κλεισμένοι σε μια κοινωνία άλλων μεταναστών έμεναν λίγο στα παλιά. Όταν έμπαιναν και σε άλλες κοινωνίες και διευρύνονταν ο κοινωνικός ιστός στον οποίον κινούνταν, μπορούσαν να τα δουν τα πράγματα και διαφορετικά. Πολύ σημαντικό ρόλο βέβαια, πάντα έπαιζε η εκκλησία σ' αυτές τις περιπτώσεις, η οποία, εκτός, είχε έναν άλλον βασικότερο, νομίζω, ρόλο ακριβώς το να φέρνει σε [00:20:00]επαφή τους μετανάστες και να υπάρχει μια κοινωνική προσφορά προς αυτούς, συνεύρεση... και γενικά να μπορούν να βρίσκονται οι άνθρωποι αυτοί που ήταν μακριά από την πατρίδα τους.

Δ.Θ.:

Ήταν η αφορμή δηλαδή να συναντηθούν, για παράδειγμα;

Α.Π.:

Ακριβώς. Ναι, δεν ήταν δηλαδή να πάνε στην εκκλησία να εκκλησιαστούνε. Ήταν να παν στην εκκλησία και μετά στην εκκλησία θα γινόταν μετά πάντοτε κάποια εκδήλωση κοινωνικής μορφής, που τους έκανε να βρίσκονται μαζί και να αναπτύσσουν τις κοινωνικές σχέσεις που είχανε μεγάλη ανάγκη αυτοί όλοι οι άνθρωποι που έφευγαν απ' την πατρίδα τους και πήγαιναν αλλού. Και το βασικότερο, για να σκεφτεί κανείς ότι τότε όχι Skype, όχι ίντερνετ δεν υπήρχε, βασικά μέσα επικοινωνίας. Και το τηλέφωνο ακόμη ήταν κάτι το οποίο δεν ήτανε με την ευρύτητα που χρησιμοποιούνταν τις επόμενες δεκαετίες.

Δ.Θ.:

Εννοείται.

Α.Π.:

Ήταν ένα γράμμα που θα 'γραφαν τώρα και θα το 'παιρναν στην Καστοριά μετά κι από κάποιες εβδομάδες.

Δ.Θ.:

Παρ' όλα αυτά αφομοιώθηκαν, ας πούμε. Αφομοιώθηκαν, όχι... πώς το λένε; Ενσωματώθηκαν;

Α.Π.:

Ναι, βέβαια, εντάξει. Ενσωματώθηκαν, γιατί, εντάξει, και τη γλώσσα την έμαθαν και ζήσαν και πολλά χρόνια. Και πάντοτε και όταν εξ ανάγκης είτε απ' τη δουλειά είτε απ' τα σχολεία των παιδιών έρχεσαι σε επαφή και μ' άλλο κόσμο. Φυσικά ενσωματώθηκαν, αλλά ο πατέρας μου πάντα είχε μεράκι να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, την Ελλάδα.

Δ.Θ.:

Είχε δηλαδή πάντα μια νοσταλγία, ας πούμε;

Α.Π.:

Ναι, ναι, ναι. Και μάλιστα το 1956 ζήτησε από τη μητέρα μου να πάρει τα παιδιά της, τον αδερφό μου και εμένα ένα καλοκαίρι, να 'ρθει στην Ελλάδα για κάποιους μήνες, για να δει πώς είναι οι συνθήκες και η ζωή στην Ελλάδα κι αν είναι αποφασισμένη όντως να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της στην Ελλάδα, γιατί η μητέρα μου ήταν γεννημένη στην Αμερική, μεγαλωμένη μέχρι κάποια ηλικία, έζησε βέβαια κάποια χρόνια στην Ελλάδα, αλλά ήταν αρκετά, ας το πω έτσι, αμερικανοτραφής. Οπότε ήρθαμε το '56 για κάποιους μήνες, η μητέρα μου με τα δυο της τα παιδιά. Είδε πώς είναι τα πράγματα και πήρε την απόφαση, ναι, να επιστρέψουμε στην Ελλάδα.

Δ.Θ.:

Εσείς το θυμάστε αυτό καθόλου;

Α.Π.:

Θυμάμαι λίγο το ταξίδι, το υπερωκεάνιο.

Δ.Θ.:

Πώς ήταν αυτό, τι θυμάστε;

Α.Π.:

Εμπειρία, εντάξει. Ένα υπερωκεάνιο τεράστιο με πισίνες, ανέβα-κατέβα, σαν να κάναμε κρουαζιέρα.

Δ.Θ.:

Ναι. Σαν τον Τιτανικό εγώ το φαντάζομαι!

Α.Π.:

Κάπως έτσι, κάπως έτσι! Ναι, ναι, ναι, ναι.

Δ.Θ.:

Και πόσο διαρκούσε αυτό;

Α.Π.:

Το ταξίδι;

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Ε εκεί γύρω στις 10-12 μέρες, ναι. Μακάρι να υπήρχαν αυτά τα ταξίδια πάλι...

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

...αλλά έχουν καταργηθεί. Είναι αυτονόητο, γιατί ο κόσμος δεν έχει το χρόνο να ξοδέψει τόσες πολλές μέρες για να πάει τόσο μακριά.

Δ.Θ.:

Είχε πολλά πάντως, λέτε, για διασκέδαση...

Α.Π.:

Ναι, ναι, ναι.

Δ.Θ.:

...για να περνάει κανείς το χρόνο του.

Α.Π.:

Ναι, ναι.

Δ.Θ.:

Κι έτσι πάλι βγήκε... πώς το λένε; Κλάσεις; Πώς το λένε; Α', Β' και τα λοιπά;

Α.Π.:

Δεν το θυμάμαι, αλλά σίγουρα θα είχε εξωτερικές καμπίνες, εσωτερικές καμπίνες...

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

...καμπίνες πιο ψηλά, καμπίνες πιο χαμηλά.

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Δεν νομίζω σαν τον Τιτανικό. Δεν νομίζω.

Δ.Θ.:

Εντάξει. Ναι.

Α.Π.:

Ή τουλάχιστον δεν θυμάμαι ποτέ καμιά εξιστόρηση ή δεν μου 'μεινε ποτέ κάτι τέτοιο.

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Δηλαδή, θυμάμαι τα...

Δ.Θ.:

Για εσάς ήταν μια ευχάριστη τέτοια;

Α.Π.:

Α, πάρα πολύ, πάρα πολύ.

Δ.Θ.:

Και μετά εκεί πού φτάσατε; Ευρώπη;

Α.Π.:

Ευρώπη, κάναμε μια στάση στη Νάπολη, στην Ιταλία, θυμάμαι, το υπερωκεάνιο...

Δ.Θ.:

Έπιασε Νάπολη; Από τη Νέα Υόρκη;

Α.Π.:

Όχι Νάπολη, ήτανε στην Ισπανία; Κάποιο λιμάνι στην Ισπανία μάλλον, στην Ισπανία ήτανε, δε θυμάμαι πού.

Δ.Θ.:

Απ' τη μεριά του Ατλαντικού;

Α.Π.:

Ναι...

Δ.Θ.:

Μπιλμπάο;

Κ.Π: Ναι. Και μετά στον Πειραιά. Στον Πειραιά.

Δ.Θ.:

Από την Ισπανία άλλο καράβι για Πειραιά;

Α.Π.:

Όχι, το ίδιο, το ίδιο, το ίδιο.

Δ.Θ.:

Το ίδιο καράβι συνέχισε.

Α.Π.:

Το ίδιο συνέχισε. Το ίδιο καράβι συνέχισε, ναι. Ναι.

Δ.Θ.:

Τρομερό. Ωραία.

Α.Π.:

Και μετά ήταν το θέμα προσαρμογής εδώ στην Ελλάδα για όλους μας, το οποίο, εντάξει, εγώ ήμουνα μικρή. Αυτό που θυμάμαι απ' την προσαρμογή είναι όταν πήγα στο Δημοτικό την πρώτη μέρα, Β' Δημοτικού, νομίζω, ήτανε. Η μητέρα μου... Αικατερίνη το όνομα, αλλά για κάποιο λόγο η μητέρα μου με φώναζε Kay, γιατί ήτανε ένα [00:25:00]δημοφιλές όνομα εκείνη την εποχή. Όταν πήγα στο σχολείο, μου λέει η δασκάλα: «Πώς είναι το όνομά σου;» κι εγώ της είπα: «Kay». Μου λέει, σαν τώρα τη θυμάμαι την κυρία Μαίρη, μου λέει: «Όχι» μου λέει «παιδί μου» λέει «πώς σε φωνάζουνε στο σπίτι. Πώς είναι το βαφτιστικό σου;» Εγώ προφανώς της είπα «Αικατερίνη» και μου λέει: «Δεν μπορούμε να σε φωνάζουμε Αικατερίνη, πρέπει να σε φωνάζουμε κάπως διαφορετικά». Και δεν ξέρω πώς καταλήξαμε στο Καίτη. Απλώς το μόνο που ξέρω είναι το ότι το Καίτη είναι κάτι που προέκυψε κάπως στο σχολείο με τη δασκάλα και που το Καίτη είναι ένα όνομα που έλεγα: «Μα και γιατί Καίτη και δεν με λέγατε Κατερίνα, που το θεωρώ πολύ πιο εύηχο και όμορφο;».

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Κάποιοι συμμαθητές μου απ' το Δημοτικό ακόμα με θυμούνται με το Kay και με πειράζουνε καμιά φορά, αλλά είναι ένα από αυτά τα συμβάντα που εντάσσονται στην προσαρμογή από τον εκεί κόσμο στον εδώ κόσμο...

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Αλλά γενικώς δεν ήταν δύσκολη η προσαρμογή, γιατί υπήρχαν οικογένειες, μεγάλες οικογένειες, πολλοί συγγενείς, πάντοτε δεμένες οικογένειες κι αυτό πάντα βοηθάει, ειδικά στα παιδιά, το να 'ρθούνε σε πολλές αγκαλιές και με πολύ ενδιαφέρον από τους οικείους, οπότε δεν έχω δυσάρεστες ή άλλες αναμνήσεις από την προσαρμογή. Αυτό είναι το μόνο που έτσι το θυμάμαι, με το όνομα, και που με ακολούθησε βέβαια!

Δ.Θ.:

Ναι, δηλαδή η οικογένειά σας σας φώναζαν Kay ή ο μπαμπάς σας;

Α.Π.:

Καίτη μετά.

Δ.Θ.:

Ναι, αλλά πριν;

Α.Π.:

Kay, Kay, Kay.

Δ.Θ.:

Άρα δηλαδή εσείς γυρίσατε στη μαμά σας και είπατε: «Τελικά θα με λένε Καίτη»;

Α.Π.:

Κάπως έτσι, κάπως έτσι. Κάπως έτσι, ναι.

Δ.Θ.:

Ωραία και μετά... Α, το άλλο που θέλω να ρωτήσω είναι πώς, αν ξέρετε τώρα, πώς παρακολουθούσαν τα νέα του πολέμου και αν κάπως συνέπασχαν με την Ελλάδα, ας πούμε, οι Έλληνες εκεί;

Α.Π.:

Εγώ προσωπικά δεν...

Δ.Θ.:

Δεν ζούσατε.

Α.Π.:

...δεν ζούσα, φυσικά, για να το ξέρω αυτό ούτε ξέρω πώς τα παρακολουθούσανε. Το μόνο που έχω έτσι κάποια στοιχεία είναι για μετά τον πόλεμο, από τις πολλές φωτογραφίες, γιατί οι γονείς μου όντας μετανάστες στην Αμερική κι έχοντας τις οικογένειες, τις οικογένειες εννοώ αδέρφια στην Ελλάδα, λαμβάνανε φωτογραφίες από την Ελλάδα, πέρα από την αλληλογραφία. Την αλληλογραφία δεν τη διατήρησαν, αλλά τις φωτογραφίες υπήρχαν στα άλμπουμ και πίσω από τις φωτογραφίες έβλεπες διάφορες σημειώσεις και πράγματα τα οποία καταλάβαινες ότι ήταν σημαντικά, τους έδιναν δηλαδή στοιχεία από την Ελλάδα. Ας πούμε, πρόσφατα βρήκα μία φωτογραφία της αδερφής του πατέρα μου, η οποία είναι με τον αρραβωνιαστικό της και γράφει από πίσω ότι «Κώστα, σου στέλνω αυτή τη φωτογραφία, έστω από φωτογραφία να δεις τον μέλλοντα σύζυγό μου. Κοίταξε να δεις κι εσύ, μεγάλωσες, ήρθε η ώρα σου να βρεις κανένα καλό κορίτσι». Κάπως έτσι, κάπως έτσι, αλλά για τον πόλεμο, όχι, δεν ξέρω.

Δ.Θ.:

Ναι, ναι. Παρ' όλα αυτά είχε κι αυτός την περιέργεια, πριν αποφασίσει να γυρίσει, να μάθει κι αυτό μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον, να δει εντέλει, που έστειλε τη μητέρα σας...

Α.Π.:

Α, ναι.

Δ.Θ.:

...κι εσάς, να δει.

Α.Π.:

Ναι, ναι. Κι ο ίδιος είχε κάνει ένα ταξίδι το '51, νομίζω, κάπου εκεί, μάλλον και για λόγους, να δει για δουλειά, για πώς θα επενδύσει τα χρήματά του και μετά το '56, που ήρθαμε το ταξίδι το διερευνητικό, και το '60 που επιστρέψαμε οριστικά.

Δ.Θ.:

Εσάς τι εντύπωση σας είχε κάνει όταν γυρίσατε μόνιμα η Ελλάδα...

Α.Π.:

Ήμουν αρκετά μικρή.

Δ.Θ.:

...κι η Καστοριά;

Α.Π.:

Δεν ζήσαμε στην Καστοριά, ζήσαμε πάνω στη Θεσσαλονίκη.

Δ.Θ.:

Α.

Α.Π.:

Ναι.

Δ.Θ.:

ΟΚ.

Α.Π.:

Εγώ ήμουν σε μια ηλικία που ακόμη τότε ξεκινούσα το σχολείο, τότε ξεκινούσα την επαφή με άλλα παιδιά και έξω από το σπίτι, οπότε για μένα δεν ήτανε τόσο έντονη η αλλαγή. Ήταν πιο έντονη βέβαια για τον αδερφό μου, ο οποίος ήταν 12 χρονών κι ήδη είχε ξεκινήσει μια περίοδος εφηβείας για τον ίδιο. Νομίζω ότι δεν ήταν δύσκολη προσαρμογή. Όχι, όχι.

Δ.Θ.:

Πέρα απ' την προσαρμογή, ας πούμε, η εντύπωση που μπορεί να σας έκανε η ζωή εκεί και εδώ, αν κάτι σας έκανε εντύπωση περισσότερο;

Α.Π.:

Η ζωή, [00:30:00]κοίταξε, ειδικά τότε, σίγουρα υπήρχανε πάρα πολλά πράγματα στην Αμερική, από το πώς... πρακτικά πράγματα, πώς ήταν η ζωή σε μία πόλη, πέρα από τα άφθονα υλικά αγαθά που υπήρχανε, που ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι ήταν στην Ελλάδα. Αυτό είναι σίγουρο. 

Δ.Θ.:

Λέγατε για το αντιστάθμισμα και τις διαφορές.

Α.Π.:

Ναι. Ναι, ότι εδώ ήταν αλλιώς η ζωή. Υπήρχε η οικογένεια, υπήρχε η γειτονιά. Υπήρχε άλλου είδους ζωή, που και για ένα νέο παιδί φαντάζομαι ότι ήταν πολύ διαφορετικό. Όπως τώρα κάπου αντίστοιχα είναι σε μια μεγαλούπολη πώς ζουν τα παιδιά και σε μία επαρχιακή πόλη πώς ζουν τα παιδιά. Υπάρχει μια διαφορά.

Δ.Θ.:

Σίγουρα.

Α.Π.:

Έτσι δεν είναι;

Δ.Θ.:

Ναι. Και με τα αγγλικά, εσείς τα είχατε σαν μητρική σας γλώσσα τελικά τα αγγλικά ή όχι;

Α.Π.:

Όχι, μέσα στο σπίτι μιλούσαμε ελληνικά, αλλά ήδη ξεκίνησα να πηγαίνω στο σχολείο και μιλούσα αγγλικά, οπότε ήμουνα δίγλωσση. Ήμουν δίγλωσση.

Δ.Θ.:

Ναι. Και σίγουρα αυτό μετά σας βοήθησε.

Α.Π.:

Εντάξει, βοήθησε σίγουρα. Συνέχισα και μετά. Πάντοτε τα αγγλικά μού ήτανε πολύ εύκολα. Μπορεί στη γραμματική, στο λεξιλόγιο να μην ήταν τόσο εμπλουτισμένα όσο αν ζούσα συνέχεια εκεί, αλλά η προφορά πάντοτε κι ακόμη υπάρχει σαν μητρική γλώσσα κι η ευχέρεια στο να τα μιλάω.

Δ.Θ.:

Ωραία. Νομίζω, ρώτησα αυτά που ήθελα. Δεν ξέρω, τι άλλο θα θέλατε να πούμε γύρω από αυτή την ιστορία της μετανάστευσης;

Α.Π.:

Και τώρα και με την έρευνα που έχει κάνει η Βίκη, βλέπω ότι, όπως είπα και πριν, έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον κι είναι το πώς οι άνθρωποι που περνούνε από αυτό το στάδιο, και σε προσωπικό επίπεδο, σαν άτομα, του τι βιώνουν, πώς εξελίσσονται, πώς βλέπουν τα πράγματα, και στην κοινωνία, στην οικογένειά τους. Εμένα οι γονείς μου, ας πούμε, ο πατέρας μου δούλεψε σκληρά για να κάνει αυτό που έκανε. Βέβαια, ζούσε σε μια χώρα των ευκαιριών. Δούλεψε, είχε την ευκαιρία και πέτυχε. Αυτό είναι σημαντικό. Αν δεν είχε φύγει και ζούσε στην Καστοριά το 1939 και προέκυπτε ο πόλεμος και πήγαινε φαντάρος και με όλες τις συνέπειες, θα είχε μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη στη ζωή του. Οπότε ήτανε μια πολύ καλή ευκαιρία και θεωρώ ότι έκανε και το σωστό βήμα να επιστρέψει όταν εγώ ήμουν οκτώ χρονών κι ο αδερφός μου δώδεκα, γιατί, αν περίμενε να μείνει περισσότερα χρόνια εκεί και να βγάλει περισσότερα λεφτά, να κάνει περισσότερα πράγματα; Δεν ξέρω τι να πω. Θα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Ενώ εμείς, όπως είπα, σαν παιδιά, ήταν ωραία...

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

...που γυρίσαμε.

Δ.Θ.:

Ναι.

Α.Π.:

Αλλά αργότερα ίσως ήταν πιο δύσκολα. Οπότε γενικά βρίσκω πάρα πολλά θετικά. Το μόνο αρνητικό είναι από κει που ξεκίνησα, ότι ο πατέρας μου, φεύγοντας απ' την Ελλάδα έμεινε με τις ιδέες και τις αρχές του τότε, στην Αμερική ήτανε μέσα σε μια κλειστή κοινωνία, οπότε δεν εκσυγχρονίστηκαν οι ιδέες του και οι αρχές του, δεν προσαρμόστηκε στο νέο κόσμο, κι όταν γύρισε πίσω, τη δεκαετία του '60, πολλά πράγματα, όπως περί της ηθικής, πώς πρέπει να μεγαλώνουν τα κορίτσια, ήτανε παλιά. Κι αυτό εμένα με επηρέασε πάρα πολύ στη ζωή μου. Βέβαια, ήμουνα πάρα πολύ τυχερή παρ' όλα αυτά, διότι, παρόλο που δεν μου επέτρεψε να σπουδάσω, μπόρεσα να κάνω πράγματα στη ζωή μου κι ακόμη αυτό εδώ που έχει γίνει, είμαι πολύ περήφανη ότι έγινε, παρόλο που δεν σπούδασα, με τις δυνάμεις μου, αλλά κι εγώ και με τους ανθρώπους που με στήριξαν. Ο άντρας μου, τα παιδιά μου... Οπότε... αλλά κι αυτά εδώ [00:35:00]εισέπραξα κάποια πράγματα που με έκαναν δυνατή.

Δ.Θ.:

Ναι, ωραία.

Α.Π.:

Αυτά. Μια σύντομη ιστορία περί της μετανάστευσης και πώς μπορεί να επηρεάσει.

Δ.Θ.:

Ναι, ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Π.:

Παρακαλώ.