© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μία από τις πρώτες γυναίκες σε αποστολή στο Κόσοβο και στο Αφγανιστάν: Ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο χωρίς φόβο για τίποτε

Κωδικός Ιστορίας
10659
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Σοφία Παναγιωτάκη (Σ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/05/2022
Ερευνητής/τρια
Βασιλική Χατζηευθυμίου (Β.Χ.)
Β.Χ.:

[00:00:00]Είναι Κυριακή, 29 Μαΐου του 2022 και βρίσκομαι μαζί με την κυρία Σοφία Παναγιωτάκη στο Κέντρο Θεσσαλονίκης. Εγώ ονομάζομαι Βασιλική Χατζηευθυμίου και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σόφη, καλησπέρα.

Σ.Π.:

Καλησπέρα.

Β.Χ.:

Θα ήθελες να μου πεις κάποια πράγματα για σένα;

Σ.Π.:

Ναι. Με λένε Σοφία Παναγιωτάκη. Είμαι σχεδόν πενήντα χρονών, γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη… Τι άλλο να πω;

Β.Χ.:

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

Σ.Π.:

Τα παιδικά μου χρόνια παρόλο που οι γονείς μου χωρίσανε όταν ήμουνα σχετικά μικρή, παρόλα αυτά ήταν πολύ καλά. Δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Είχα πολλούς φίλους, πολλά παιχνίδια. Τότε στις γειτονιές παίζαμε ελεύθερα και η Θεσσαλονίκη ήταν σαν ένα μεγάλο χωριό, ας πούμε. Για να φανταστείς, στην Εγνατία, στην Κωσταντίνου Καραμανλή που την λέμε τώρα, ήταν χωματόδρομος και παίζαμε μπάλα. Πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Δεν έχω να πω κάτι άλλο γι’ αυτά. Πραγματικά ήταν πολύ ωραία. Ακόμα και στο σχολείο, δηλαδή, περνούσα ωραία.

Β.Χ.:

Οι βλέψεις σου μετά, για το μέλλον; Τι επάγγελμα ήθελες να ακολουθήσεις, όταν ήσουν μικρή;

Σ.Π.:

Όταν ήμουν μικρή, μάλλον πρέπει να είχα μία πετριά στο κεφάλι μου, γιατί πάντα ήθελα να κάνω ένα επάγγελμα που να φεύγω. Στην αρχή όταν ήμουν μικρή μικρή ήθελα να γίνω ασυρματίστρια σε πλοίο. Μάλλον, όμως, αυτό το ζήλεψα από τον Καββαδία φαντάζομαι γιατί διάβαζα και πολύ και επηρεαζόμουνα. Αυτό ήταν το πρώτο επάγγελμα που ήθελα να κάνω. Μέχρι που έκανα το πρώτο μου ταξίδι με πλοίο και ήταν δραματικό, ναι. Δώδεκα ώρες ξερνούσα, οπότε έφυγε αυτό το όνειρο. Μετά το επόμενο επάγγελμα που ήθελα να κάνω ήτανε να γίνω οδηγός λεωφορείων, αλλά σε υπεραστικές γραμμές. Δηλαδή να πηγαίνω όλη την Ευρώπη. Αυτό το όνειρο κακώς δεν το έκανα τελικά, τέλος πάντων. Μετά βέβαια μεγαλώνοντας, εντάξει, άρχισαν και οι επιρροές από την οικογένεια κι αυτά και, όπως όλοι, έπρεπε να γίνω, ας πούμε, γιατρός, δικηγόρος, κάτι τέτοιο. Εγώ πάλι, όμως, ήθελα να γίνω αρχαιολόγος, πάλι για να φεύγω. Τελικά από γινάτι, γιατί ήμουν κακομαθημένο είναι αλήθεια, από γινάτι έγινα στρατιωτικός. Γιατί ήθελα κάτι γρήγορο που να μου δώσει αμέσως λεφτά για να μπορώ να φύγω. Δεν ξέρω γιατί την είχα αυτή την τάση. Την είχα την τάση από μικρή, πάντως. Και έτσι έγινα στρατιωτικός και μάλιστα νοσηλεύτρια. Αυτά ήταν τα όνειρά μου.

Β.Χ.:

Είχες κάποια επιρροή από το οικογενειακό περιβάλλον και έγινες νοσηλεύτρια στρατιωτικός;

Σ.Π.:

Όχι. Το ότι έγινα νοσηλεύτρια ήταν τελείως τυχαίο, ας πούμε. Τότε στον στρατό μπαίναμε με κατατακτήριες, όχι με πανελλήνιες. Οπότε εγώ μια μέρα, ας πούμε, επειδή με νευρίασε ο πατέρας μου για κάτι, που ο καημένος ποτέ δε μου έλεγε και τίποτα δηλαδή. Και ίσα-ίσα κι αυτός με έχει πιο κακομαθημένη μάλλον, γιατί ποτέ δεν μου στέρησε και τίποτα. Επειδή, λοιπόν, μια φορά με νευρίασε κάθισα και σκέφτηκα τις πιο γρήγορες επιλογές μου, πού μπορώ να πάω να δώσω εξετάσεις γρήγορα, να περάσω και να έχω και μισθό, ας πούμε, για να του αποδείξω ότι δεν τον έχω ανάγκη. Κι έτσι πήγα έδωσα κατατακτήριες τότε στον στρατό και πέρασα. Το ότι έγινα νοσηλεύτρια αυτό ήταν μετά επιλογή καθαρά τυχαία. Παρόλο που αυτός ήτανε γιατρός και δηλαδή και το περιβάλλον μου θέλανε όλοι προς τα ιατρικά, ας πούμε, αλλά ήταν καθαρά τυχαία η επιλογή ότι έγινα νοσηλεύτρια. Δηλαδή στον στρατό πας, σου δίνουν την ειδικότητα και μετά σε εκπαιδεύουν πάνω σ’ αυτό. Οπότε έτσι έγινα νοσηλεύτρια.

Β.Χ.:

Θυμάσαι την πρώτη μέρα που ξεκίνησες εκεί;

Σ.Π.:

Βέβαια. Πώς δεν το θυμάμαι. Σαν νοσηλεύτρια ή σαν στρατιωτικός; Γιατί και τα δύο ήταν εξίσου έντονα.

Β.Χ.:

Σαν στρατιωτικός αρχικά, πριν πάρεις την ειδικότητα.

Σ.Π.:

Λοιπόν, σαν στρατιωτικός, όταν πήγα, λοιπόν, στο κέντρο, όπως σου είπα και πριν, εγώ ήμουν πολύ κακομαθημένο, και ξαφνικά, στα όρια του μαλακισμένου, ας πούμε. Δηλαδή στο σπίτι ήμουνα: το δικό μου το πιρούνι, το δικό μου το κουτάλι, μη με ακουμπάτε, ας πούμε. Και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον που μοιράζομαι ένα δωμάτιο με άλλες είκοσι πέντε κοπέλες. Τρώω [00:05:00]από ένα φαγητό που, εντάξει, δεν το λες και το καλύτερο. Και από εκεί που είχα την προσωπική μου ελευθερία, ξαφνικά δεν είχα τίποτα προσωπικό. Οπότε ήτανε λίγο σοκαριστικό για μένα, αλλά επειδή είμαι πολύ εγωίστρια ήθελα να αποδείξω στον πατέρα μου ότι εγώ έχω δίκιο και όχι αυτός, οπότε κάθισα. Ήταν δύσκολα. Οι πρώτες μέρες ήταν πολύ δύσκολες. Μετά, όταν έγινε και η επιλογή της ειδικότητας και μου είπανε ότι θα είμαι νοσηλεύτρια, ας πούμε, πάλι ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, γιατί εγώ δεν μπορούσα καθόλου τα νοσοκομεία. Αυτή η μυρωδιά του νοσοκομείου με τρέλαινε. Οπότε ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον που να βλέπω ασθενείς με κοιλιές ανοιχτές, με πόδια σπασμένα, με χέρια σπασμένα, με κεφαλιά ανοιγμένα και αυτή ήταν πολύ δύσκολη στιγμή. Αλλά πάλι επειδή ήμουν πολύ εγωίστρια είπα: «Όχι, δεν θα φύγω. Θα κάτσω και θα γίνω και η καλύτερη», ας πούμε. Και αυτό πιστεύω ότι έκανα τελικά. Δηλαδή έγινα η καλύτερη. Αλλά δεν μπορώ να πω. Οι στιγμές ήταν πολύ έντονες. Θυμάμαι ειδικά στο νοσοκομείο το πρώτο τρίμηνο είχαμε ένα διάλειμμα 10:00 - 10:30 και κατέβαινα κάτω στο οίκημα, έτσι το λέγαμε τότε εκείνο το μέρος που κάναμε διάλειμμα, ήταν εκεί που αλλάζαμε, έκλαιγα μισή ώρα από τις 10:00 μέχρι τις 10:30 έκλαιγα, μετά σκούπιζα τα μάτια μου και ανέβαινα πάνω και συνέχιζα. Ήταν δύσκολο γιατί και δεν ήξερα τη δουλειά και ήμουν και πολύ εγωίστρια, ας πούμε, και δεν μπορούσα να δεχτώ ότι: «Δεν το ξέρω». Και έπρεπε ταυτόχρονα να διαβάζω, να κάνω και να ανεχτώ κι αυτή τη δουλειά που δε μου άρεσε. Βέβαια, μετά την αγάπησα πάρα πολύ, αλλά η αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Και είχα και πολύ, τότε οι παλιές προϊστάμενες ήταν πολύ αυστηρές. Θα μου πεις, βέβαια, κι αυτές περάσαν τα δικά τους. Αυτές στο στρατό, οι παλιές προϊστάμενες, τις απαγόρευαν καν να παντρευτούν. Οπότε όλες ήταν κάτι γεροντοκόρες. Άλλο να μην παντρευτείς από επιλογή κι άλλο να μην παντρευτείς επειδή σου το απαγορεύουν. Δηλαδή αυτό επηρεάζει και την προσωπικότητά σου. Οπότε ήταν όλες, τι να σου πω τώρα. Πολύ μεγάλες σκύλες. Δηλαδή δεν έφτανε όλο το περιβάλλον που ήταν αγχωτικό γιατί δεν ήξερες τη δουλειά, έπρεπε να την μάθεις, ξέρω 'γω, δούλευες ταυτόχρονα με μαθήματα, είχες και την συμπεριφορά αυτή. Υπήρχε ένας φόβος. Ο πρώτος χρόνος ήταν μες στο φόβο. Μετά, όμως, όταν άρχισα να μαθαίνω τη δουλειά και να πατάω καλύτερα στα πόδια μου, το ξεπέρασα και αυτό. Μετά σιγά-σιγά κι αυτές φεύγανε, ερχόταν λίγο νεότερες, ας πούμε, λίγο το κλίμα άλλαζε. Οπότε μετά ήταν καλά. Αλλά το κυριότερο ήταν ότι όσο μαθαίνεις τη δουλειά μετά και μπορείς να σταθείς λίγο στα πόδια σου, γιατί στην αρχή, αν δεν ξέρεις, όλα σου φαίνονται ακόμα πιο τρομακτικά. Οπότε μετά, με τον καιρό λειάνθηκε αυτό. Αλλά ο πρώτος χρόνος βέβαια θα μου μείνει αξέχαστος. Έχουν περάσει ήδη από τότε τριάντα χρόνια και το θυμάμαι, την πρώτη μέρα την θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τριάντα δύο χρόνια.

Β.Χ.:

Θυμάσαι κάποιο περιστατικό ή συνθήκη που υπήρξε τον πρώτο καιρό που δεν περίμενες να συναντήσεις εκεί;

Σ.Π.:

Δεν περίμενα να συναντήσω τέτοια συμπεριφορά από τους συναδέλφους. Ήτανε, έφτανε στα όρια του bullying. Αυτό δεν το περίμενα με τίποτα. Επίσης, δεν περίμενα κατευθείαν να μας πετάξουν στα βαθιά. Εντάξει, θα μου πεις, βέβαια, είναι κι αυτός ένας τρόπος εκμάθησης. Αλλά, ναι, όχι αυτά δεν τα περίμενα στην αρχή. Εγώ περίμενα, δηλαδή, ότι πρώτα θα κάνουμε μαθήματα και μετά θα βγούμε στον άρρωστο. Εμείς τα κάναμε όλα μαζί. Αυτή τη συμπεριφορά δεν την περίμενα. Όχι. Αλλά μετά συνήθισα.

Β.Χ.:

Τι σε έκανε μετά να αγαπήσεις τη δουλειά;

Σ.Π.:

Αυτό το συναίσθημα που έρχεται ο άλλος κομμάτια στα χέρια σου και μετά σηκώνεται και φεύγει, δεν περιγράφεται με λόγια. Δηλαδή, πρέπει να είσαι ποιητής ή συγγραφέας για να το περιγράψεις καλά, αλλά είναι μοναδικό συναίσθημα. Δηλαδή, όταν έρχεται ένα παιδί από τροχαίο, ας πούμε, και είναι, τι να σου πω, στα πρόθυρα του θανάτου και ξαφνικά εσύ με τις δικές σου φροντίδες, την αγωνία σου, τον μόχθο σου τον κάνεις και [00:10:00]σηκώνεται στα πόδια του και φεύγει και πάει, γυρνάει στη ζωή του και στην οικογένειά του, αυτό το συναίσθημα δεν περιγράφεται. Αυτό με έκανε να αγαπήσω τη δουλειά μου πολύ. Βέβαια, δεν περιγράφεται και το άλλο το συναίσθημα έτσι; Όταν χάνεις ένα νέο παιδί. Αλλά αυτά είναι μέσα στη δουλειά, οπότε είναι τόσο μεγάλη η χαρά σου όταν ένα παιδί σηκώνεται, που το άλλο λίγο κάπως το αντισταθμίζει. Αλλά είναι φοβερό συναίσθημα να δίνεις ζωή σε κάποιον.

Β.Χ.:

Θυμάσαι την πρώτη φορά που το έκανες αυτό;

Σ.Π.:

Ναι, βέβαια το θυμάμαι αυτό. Εγώ ήμουν και λίγο τυχερή - άτυχη γιατί κατευθείαν με πέταξαν πολύ στα βαθιά. Το πρώτο μου τμήμα ήταν η εντατική. Οπότε είχα πολλά τέτοια, από την αρχή, δηλαδή, είχα πολλά τέτοια περιστατικά. Θυμάμαι ένα παλικαράκι δεκαοκτώ χρόνων το οποίο είχε έρθει από τη Λάρισα με τροχαίο. Ήταν πάρα πολύ σοβαρά. Του είχε κοπεί και το χέρι, ας πούμε, επιτόπου στο τροχαίο κι αυτά. Αλλά γενικώς είχε χτυπήσει και στο κεφάλι πολύ άσχημα και ήταν πολύ σοβαρά. Μετά από τρεις μήνες, όμως, πολύ έντονης δουλειάς και προσπάθειας και τα λοιπά αυτό το παλικαράκι σηκώθηκε και πήγε σπίτι του. Ναι, το θυμάμαι ακόμα. Μέχρι και το όνομά του θυμάμαι. Βέβαια. Είναι δύσκολη η δουλειά αυτή. Δεν μπορείς να την κάνεις εύκολα. Καμιά φορά εκεί στο νοσοκομείο το λένε αυτό και για πολλούς γιατρούς και για πολλές νοσηλεύτριες, ότι τους βλέπουν ότι είναι ψυχροί και κυνικοί. Δεν είναι έτσι όμως. Αυτό είναι μια άμυνα. Γιατί δεν μπορείς να είσαι συνέχεια συναισθηματικός. Θα καταρρεύσεις. Πρέπει, δηλαδή, κάπου να γίνεσαι και σκληρός, γιατί αλλιώς δεν μπορείς να την βγάλεις καθαρή. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω. Θα έχεις ακούσει σίγουρα που σχολιάζουνε κάποιες νοσηλεύτριες που λένε, ξέρω 'γω: «Την σκύλα ή την άκαρδη». Είναι άμυνα αυτό, γιατί αλλιώς δεν γίνεται. Όταν χάνεις έναν, άμα είσαι πολύ συναισθηματικός, την ίδια στιγμή σε χρειάζονται άλλοι δέκα. Κατάλαβες; Οπότε πρέπει κάπως να είσαι και λίγο σκληρός πάνω στη δουλειά. Τώρα δεν ξέρω, νομίζω ότι δεν έχω να πω κάτι άλλο γι’ αυτό το θέμα.

Β.Χ.:

Θεωρείς ότι μέσα από το επάγγελμα αυτό έχεις διαμορφώσει και κάπως στην προσωπικότητά σου; Ότι σε έχει επηρεάσει;

Σ.Π.:

Κοίταξε, σίγουρα. Όλα σε επηρεάζουν. Εδώ σε μια στιγμή έρχεσαι σε μία επαφή στον δρόμο με κάποιον και σε επηρεάζει, ας πούμε. Αλίμονο. Ναι. Νομίζω ότι με επηρέασε στο να είμαι πιο δοτική ίσως και στο να συγχωρώ πιο εύκολα. Γιατί, όταν ήμουνα μικρή, δεν συγχωρούσα πολύ εύκολα. Ήμουνα πολύ απόλυτη. Βέβαια αυτό ίσως να είναι και από το νεαρό της ηλικίας. Όσο πιο νεαροί είμαστε, είμαστε πιο απόλυτοι. Μεγαλώνοντας βάζουμε νερό στο κρασί μας. Αλλά πιστεύω με βοήθησε και η δουλειά μου σε αυτό. Να είμαι δηλαδή και πιο συγχωρητική και πιο δοτική.

Β.Χ.:

Παρόλα αυτά μου είπες στην αρχή ότι ήθελες μία δουλειά με την οποία θα μπορούσες να μετακινείσαι.

Σ.Π.:

Ο στρατιωτικός μετακινείται. Βέβαια ανά την Ελλάδα, αλλά μέσω των αποστολών, μου δόθηκε η ευκαιρία να φύγω και εκτός Ελλάδας. Εντάξει, δεν πήγα βέβαια σε Παρίσι και Νέα Υόρκη και Λονδίνο, ας πούμε. Πήγα σε μέρη άλλα, αλλά πάλι, δηλαδή αυτό που ήθελα, το να φεύγω, το έκανα. Βέβαια, όχι με τις πιο ωραίες εμπειρίες. Δεν ήταν καθόλου ωραίες εμπειρίες ούτε η μία ούτε… Ούτε το Κόσοβο δηλαδή ούτε το Αφγανιστάν. Το Αφγανιστάν δε, ήταν η χειρότερη θα έλεγα. Στο Κόσοβο πήγα δύο φορές. Την πρώτη φορά πήγα στην πρώτη πρώτη αποστολή και ήταν και η πρώτη φορά που πήρανε γυναίκες. Δεν είχαν ξαναπάρει ποτέ γυναίκες σε αποστολή. Ήταν η πρώτη αποστολή αυτή. Γιατί θα συμμετείχε το υγειονομικό. Γι’ αυτό και πήραν γυναίκες. Δηλαδή θα είχαμε τάγμα υγειονομικού. Θα είχαμε μεγάλη μονάδα, δηλαδή. Ο σκοπός μας ήταν, επειδή το Κόσοβο είχε καταστραφεί από βομβαρδισμούς, να πάμε εκεί και να στήσουμε υγειονομικές μονάδες. Δηλαδή να βοηθήσουμε τον τόπο να ξαναστήσει τα νοσοκομεία του μαζί με άλλα πράγματα. Εγώ, όταν πήγα εκεί, τον πρώτο καιρό είχα αναλάβει να είμαι σαν το Ε.Κ.Α.Β.. Επειδή [00:15:00]ήμουνα έτσι έμπειρη, μέχρι τότε ήδη ήμουν πολύ έμπειρη νοσηλεύτρια, είχα αναλάβει τον ρόλο του Ε.Κ.Α.Β.. Γιατί τότε δεν υπήρχαν εκεί τίποτα. Ούτε υποδομές, ούτε νοσοκομεία, ούτε τίποτα. Είχαν κτίσει ένα νοσοκομείο οι Αμερικάνοι στον νότιο τομέα που ήμουν εγώ, γιατί στον βόρειο τομέα είχαν νοσοκομείο οι Άγγλοι. Στον νότιο τομέα, λοιπόν, που ήμουν εγώ υπήρχε το νοσοκομείο των Αμερικάνων και εγώ ήμουν σαν Ε.Κ.Α.Β. και ό,τι τροχαίο γινότανε το μάζευα και το πήγαινα στο νοσοκομείο. Εντάξει, τώρα τα τροχαία και τα νοσηλευτικά και αυτά, ήτανε, δεν με επηρέασαν τόσο, γιατί ήταν μέρος της δουλειάς μου. Τα είχα και στην Ελλάδα. Αυτό που με επηρέασε πολύ στο Κόσοβο ήτανε δύο σκηνικά. Το ένα ήταν όταν άνοιξαν και βρήκαν ομαδικούς τάφους, που ήταν σοκαριστικό. Αυτά συμβαίνουν στον πόλεμο, δυστυχώς. Ήταν πάντως πολύ σοκαριστικό. Δηλαδή, είναι άλλο να το βλέπεις στα περιοδικά και στις φωτογραφίες και στις ειδήσεις να τα ακούς, δεν σε αγγίζει, κι άλλο να τα βλέπεις με τα μάτια σου. Αυτό ήταν το ένα, πολύ σοκαριστικό. Και το δεύτερο που με επηρέασε βαθιά, πιο βαθιά ακόμα και από τους ομαδικούς τάφους. Υπήρχε μία περιοχή στο Κόσοβο, η Μιτρόβιτσα, που είναι βόρεια, που ήταν μισοί - μισοί. Μισοί Σέρβοι, μισοί Αλβανοί, Κοσοβάροι, τέλος πάντων. Και εκεί γινόντουσαν πολύ συχνά φασαρίες. Και όταν γινόντουσαν φασαρίες θέλαν τους Έλληνες, γιατί οι Έλληνες με κάποιο τρόπο τα πήγαιναν καλά με όλους. Εκεί, λοιπόν, επειδή η περιοχή ήταν πιο εμπόλεμη, εγώ ήμουν με Υγειονομικό όχημα βέβαια, αλλά όχι με ασθενοφόρο. Ήμουνα με άρμα. Υπάρχουν δηλαδή και άρματα που είναι ασθενοφόρα. Ήμουνα τόσο ενθουσιασμένη που θα είχα άρμα. Εντωμεταξύ εγώ, επίσης, να κάνω μια μικρή παρένθεση, μου αρέσει πάρα πολύ η οδήγηση. Ειδικά τότε, στα νιάτα μου, μου άρεσε ακόμη περισσότερο. Τώρα λίγο βαριέμαι είναι η αλήθεια, αλλά παλιά μου άρεσε πολύ και ήθελα να οδηγάω τα πάντα, ας πούμε. Και στον στρατό είχα δίπλωμα για να οδηγάω τα πάντα. Δηλαδή πήγα έβγαλα και για μεγάλα φορτηγά και τα λοιπά και τα λοιπά. Και το μόνο που δεν είχα το οδηγήσει, λοιπόν, μέχρι τότε ήταν άρμα και ήμουνα πολύ χαρούμενη, ας πούμε. Θα ήμουνα στο άρμα και θα με άφηναν να το οδηγήσω και λίγο. Και όπως βγαίναμε από το στρατόπεδο για να πάμε τώρα στη γέφυρα την περιβόητη όπου γινόντουσαν οι μεγάλες φασαρίες, αυτό ήταν μία γέφυρα, χώριζε την πόλη,  υπήρχε ένα ποτάμι που χώριζε την πόλη στη μέση και ήταν από τη μια μεριά οι Σέρβοι και από την άλλη οι Αλβανοί. Και εκεί συνήθως γινόταν φασαρίες. Όποτε πηγαίναμε εμείς και αράζαμε σε εκείνα τα μέρη για να εμποδίσουμε τις φασαρίες. Και όπως λοιπόν ανοίγει η πύλη του στρατοπέδου και εγώ είμαι μες την τρελή χαρά και έχω ανοίξει την καταπακτή από πάνω και κάθομαι έτσι και χαίρομαι, έχω και το όπλο μου ας πούμε λέω: «Ααα! Το άρμα» και αυτά, τέλεια, ξαφνικά όπως βγαίνω, βέβαια το άρμα κάνει έναν τρομακτικό θόρυβο. Θα το έχεις ακούσει στην παρέλαση πόσο τρομακτικό είναι. Και, λοιπόν, εγώ εκεί που χαίρομαι, ξαφνικά, όπως ανοίγει πύλη του στρατοπέδου και πάμε να βγούμε. είναι μια μαμά με δύο παιδάκια, που τα παιδάκια ακούγοντας τώρα τα άρματα να βγαίνουν, ας πούμε, έχουν τρομάξει τόσο πολύ και κάθονται και κλαίνε. Αυτή η σκηνή έγινε το ‘99. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δηλαδή που εγώ, ας πούμε, χαιρόμουνα σαν παιδάκι που θα έβγαινα με το άρμα να παίξω και το παιδάκι τρόμαξε στον ίδιο του τον τόπο που βίωνε τέτοιες συνθήκες φρικτές πολέμου. Και εγώ, ας πούμε, έλεγα: «Τι ωραία, παίζω με το άρμα» και το παιδάκι… Αφού τώρα το σκέφτομαι και δακρύζω, ας πούμε. Ένιωσα τόσο άσχημα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και μετά μπήκα μέσα, μπήκα μέσα στο άρμα, έκλεισα και το καπάκι και δεν ήθελα να βλέπω τίποτα άλλο. Αυτή η σκηνή σου λέω ήταν πολύ έντονη. Και αυτή δε θα την ξεχάσω ποτέ. Στο Κόσοβο, εντάξει. Μετά, την δεύτερη φορά που ξαναπήγα ήμουνα κυρίως στο νοσοκομείο. Οπότε δεν έβλεπα και πολλά. Είχανε στρώσει και λίγο τα πράγματα. Γιατί πήγα μετά ξανά μετά από δυο χρόνια. Τα πρώτα χρόνια ήταν λίγο, στην πρώτη αποστολή δηλαδή, ήταν λίγο περίεργα. Γιατί, πέρα δηλαδή από αυτά τα δύο περιστατικά, είχες τροχαίο που μπορεί να είχε πεταχτεί το σώμα έξω από το αυτοκίνητο, στο χωράφι. Δεν μπορούσες να πατήσεις, γιατί φοβόσουν για νάρκες, γι’ αυτό, γιατί ήταν όλη η περιοχή, έπρεπε να έρθει πρώτα το μηχανικό να ψάξει, να πας μετά εσύ να πάρεις τον ασθενή. Ήταν λίγο δύσκολα. Αλλά αυτά, εντάξει. Νομίζω, όμως. ότι τα πιο σοκαριστικά ήταν αυτά τα δύο που σου είπα. Και οι συνθήκες στην αρχή, αλλά μετά στρώσανε κι αυτές. [00:20:00]Γιατί οι Έλληνες διάλεξαν το χειρότερο μέρος να μείνουμε. Ήταν ένα σφαγείο εκεί που έγινε το στρατόπεδό μας. Που. όταν φτάσαμε, η βρώμα από την σήψη και από αυτά, και αυτή θα μου μείνει αξέχαστη. Αλλά, τέλος πάντων, αυτά με τον καιρό φεύγουν από το μυαλό σου. Αλλά αυτά τα δύο θα μου μείνουν για πάντα. Και η άλλη μου αποστολή ήταν το Αφγανιστάν. Που εντάξει μετά από εκεί και πέρα είπα: «Δεν ξαναπάω πουθενά, ποτέ». Γιατί και στο Αφγανιστάν ήταν πολύ σοκαριστικά. Πέρα από τον φόβο. Και εκεί πάλι ο σκοπός μας, εμείς είχαμε αναλάβει… Οι Έλληνες είχαν δύο στρατόπεδα στην Καμπούλ. Το ένα ήταν του μηχανικού που ήταν έξω κάπου και το άλλο ήταν το υγειονομικό που ήταν μέσα στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Σκοπός μας εκεί ήταν να περιθάλπουμε, εννοείται, τις δυνάμεις του Ο.Η.Ε., αλλά και τους Αφγανούς. Επίσης, καθημερινά πηγαίναμε στο αφγανικό νοσοκομείο για να τους κάνουμε μαθήματα επειγόντων και τα λοιπά και τα λοιπά και να τους δείξουμε και νέες μεθόδους και τα λοιπά και τα λοιπά. Να κάνουν μαθήματα για να ξαναοργανωθεί το νοσοκομείο τους. Εντάξει, στο Αφγανιστάν κάθε μέρα φοβόσουν. Ειδικά με το που έβγαινες από το στρατόπεδο έλεγες: «Τώρα θα σκάσει καμιά βόμβα, θα σκάσει καμιά ρουκέτα, θα σκάσει καμιά οβίδα;». Αυτό ήταν πάντα ένα ρίσκο. Αυτό, όμως, δε με ενοχλούσε εμένα καθόλου. Αυτό που με ενόχλησε πάρα πολύ στο Αφγανιστάν είναι αυτό το περιστατικό που σου είπα με τη γυναίκα που ήταν και το πρώτο μου περιστατικό. Η πρώτη μου βάρδια στα επείγοντα που ήρθε η γυναίκα και κατάλαβα ότι της έχουν κάνει κλειτοριδεκτομή. Και εκεί έπαθα μεγάλο σοκ. Και το δεύτερο και μεγαλύτερο σοκ ακόμα ήταν ότι είχαμε πολλά παιδάκια ακρωτηριασμένα από νάρκες, βόμβες και τα λοιπά. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο για να το ξεπεράσω. Και εκεί είπα: «Τέλος». Δεν ξαναπάω πουθενά, σε άλλη αποστολή. Γενικώς δεν θέλω άλλο, ούτε πόλεμο, ούτε βία, ούτε τίποτα. Ναι. Στο Αφγανιστάν, βέβαια, ήταν αυτή εμπειρία, αυτό του φόβου μαζί και το να προσφέρεις, ήταν ένας φοβερός συνδυασμός. Δηλαδή από τη μία έχεις τον φόβο από την άλλη, όμως, έλεγες και: «Δεν μπορώ να τον αφήσω και έτσι». Επίσης, ένα άλλο καλό που είχε, ένα καλό έχει το Αφγανιστάν, επειδή εμείς ήμασταν μέσα στο αεροδρόμιο, κάναμε συνέχεια ασκήσεις ετοιμότητας υγειονομικού ενδιαφέροντος. Δηλαδή είχαμε διάφορα σενάρια. Χτυπούσε, ας πούμε, η σειρήνα και έπρεπε εσύ να είσαι έτοιμος να πας, δηλαδή το ασθενοφόρο, τα υλικά σου, το βαλιτσάκι σου και να πας και σου έλεγαν διάφορα σενάρια. Επειδή το αεροδρόμιο πάντα είναι κύριος στόχος. Ας πούμε, το ένα σενάριο είναι, χτυπούσε σειρήνα και σου έλεγε:  «Έπεσε ρουκέτα στο τάδε σημείο, έχουμε αυτούς». Αυτοί στήνανε πρώτα το σκηνικό με casualties, με… Πώς το λένε και στα Ελληνικά; Με απώλειες διαφορές, με τραυματίες για να μπορείς να κάνεις εσύ triage και διαλογή και να γίνουν γρήγορα. Ξέρω 'γω, την άλλη σου έλεγε ότι το αεροπλάνο πήγε να προσγειωθεί και δεν προσγειώθηκε καλά. Ή πήγε να απογειωθεί και δεν και δεν απογειώθηκε, έπεσε. Είχε τέτοια σενάρια που εμένα αυτά μου αρέσουν πολύ λόγω του επειδή μου αρέσει δουλειά μου και ήταν το μόνο που με κρατούσε κάπως με σώας τας φρένας στο Αφγανιστάν. Αυτό.

Β.Χ.:

Θέλεις να αναφερθούμε στα δύο περιστατικά που ανέφερες για το Αφγανιστάν;

Σ.Π.:

Πού; Στα παιδάκια, δηλαδή;

Β.Χ.:

Και στο πρώτο που μου ανέφερες.

Σ.Π.:

Στην γυναίκα; Κοίταξε να δεις, αυτό με τη γυναίκα ήτανε πραγματικά πάρα, πάρα πολύ σοκαριστικό. Γιατί σου είπα. Όταν τα ακούς ή τα βλέπεις στην τηλεόραση, δεν αγγίζουν το πετσί σου. Αλλά όταν τα βλέπεις δια ζώσης, σε επηρεάζουν βαθιά. Τι να σου πω; Εγώ έκανα να συνέλθω πάνω από μία βδομάδα με αυτό που είδα. Δεν το πίστευα, δηλαδή φυσούσα, ξεφυσούσα. Αλλά δεν έχω να σου πω κάτι άλλο γι’ αυτό. Με επηρέασε, με επηρέασε, έλεγα, ας πούμε: «Υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο που βιώνουν απίστευτη σκληρότητα και καταπίεση». Και από τη μία ευχαριστούσα τον θεό που δεν ήμουν μία από αυτές, από την άλλη, όμως, ένιωθα και ανήμπορη, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτές. Δηλαδή είναι ένα συναίσθημα που είναι λίγο [00:25:00]περίεργο. Δηλαδή από τη μία λες, νιώθεις εσύ ευτυχής που δεν τα τραβάς, από την άλλη πάλι λες: «Γιατί, ρε παιδί μου, να συμβαίνουν αυτά στον κόσμο;». Κατάλαβες; Όλα αυτά λίγο μία πετριά στην φέρνουν. Μη νομίζεις ότι είμαι και στα καλά μου. Δεν δράττω δάφνες ότι είμαι τέλεια. Κάποια κουσούρια σού μένουν. Κοίταξε, τα παιδάκια, δεν έχω λόγια να το περιγράψω. Να βλέπεις μικρά παιδιά τώρα ξεκοιλιασμένα. Να τα έχεις εκεί στην εντατική με ακρωτηριασμένα πόδια, χέρια, μικρά παιδιά. Αυτό είναι, δηλαδή, τι να σου πω τώρα. Δεν μπορεί να το αντέξει άνθρωπος. Δεν αντέχεται, δεν αντέχεται αυτό. Και να λες, ας πούμε: «Για ποιον λόγο αυτά τα παιδάκια στερούνται την ζωή τους; Και αν όχι τη ζωή τους, την ποιότητα της ζωής τους». Γιατί σε ένα τέτοιο δύσκολο τόπο και να ζεις, αλλά άμα δεν έχεις ένα χέρι ένα πόδι; Είναι δύσκολα τα πράγματα. Οι Αφγανοί είναι φιλόξενοι άνθρωποι, πολύ. Δηλαδή, όταν βγαίναμε βόλτα όλοι θέλουν να σου δώσουν ένα τσάι, να πιεις κάτι, φιλόξενοι άνθρωποι. Αλλά ταυτόχρονα πώς γίνεται να είναι τόσο φιλόξενοι και τόσο σκληροί; Πολύ περίεργοι. Πολύ περίεργη φυλή. Αυτά νομίζω, δεν έχω να πω αλλά.

Β.Χ.:

Γενικότερα οι συνθήκες που βίωσες είναι κι αυτές που περίμενες να βιώσεις; Ή βίωσες κάτι περισσότερο ή αντίστοιχα λιγότερο;

Σ.Π.:

Κοίταξε, όχι, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα δω γυναίκα με κλειτοριδεκτομή. Και μάλιστα βάναυση. Ούτε καν χειρουργική, δηλαδή να γίνει μία σωστή δουλειά, ας πούμε. Όχι, δεν το φανταζόμουν ποτέ, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα αυτό. Επίσης, εγώ παρόλο που είμαι νοσηλεύτρια στο στρατιωτικό νοσοκομείο, εμείς δεν έχουμε παιδάκια. Και γενικώς τα παιδάκια είναι κάτι που δεν το αντέχει η ιδιοσυγκρασία μου. Δεν μπορώ να δουλεύω με παιδάκια. Μου στοιχίζει πολύ. Και στο Αφγανιστάν είχα πολλά παιδάκια. Όχι, δεν το περίμενα αυτό με τίποτα. Αυτό, ναι, μου στοίχισε πολύ. Γι’ αυτό σου λέω και μετά το Αφγανιστάν είπα: «Δεν ξαναπάω πουθενά». Μετά το Αφγανιστάν έκανα πολύ καιρό να συνέλθω από όταν γύρισα.

Σ.Π.:

Επίσης, ένα άλλο που ήθελα να σχολιάσω είναι ότι εγώ, ξέρεις, επειδή στον στρατό, επειδή ήμουν σε νοσοκομείο και ήμασταν όλες γυναίκες κι αυτά, δεν είχαμε θέμα άντρα - γυναίκα. Η διαφορά, όμως, όταν πήγα σε αποστολή, η γυναίκα έπρεπε να είναι, έπρεπε να αποδεικνύει συνέχεια. Να αποδεικνύει ότι είναι καλή και ότι αξίζει να είναι εκεί που είναι. Ότι είναι ισάξια με τον άντρα. Ότι μπορεί να κάνει ό,τι μπορεί να κάνει και ένας άντρας. Το οποίο, βέβαια, δεν είναι και ακριβώς έτσι. Δεν μπορεί να κάνει ό,τι μπορεί να κάνει ένας άντρας. Δεν μπορεί να σηκώσει πενήντα κιλά μια γυναίκα. Αλλά, δυστυχώς, εκεί πρέπει να το κάνει, γιατί πρέπει να αποδείξει ότι είναι άξια που είναι εκεί. Επίσης, μπορεί ο άντρας να κάνει ό,τι θέλει, να πιει και ένα ποτάκι παραπάνω, ξέρω 'γω, ή να φλερτάρει. Δεν θα του πούνε τίποτα. Ενώ μία γυναίκα… Εμείς ήμασταν δεκαπέντε γυναίκες μέσα σε χίλιους τριακόσιους άνδρες. Έπρεπε να είμαστε τύπος και υπογραμμός. Γιατί, ενώ ο άντρας μπορούσε να φλερτάρει και δεν έλεγαν τίποτα, αν μια γυναίκα φλέρταρε ή έκανε κάτι, που είναι μέσα στα πλαίσια για να ξεπεράσεις και την καθημερινότητα, δηλαδή είναι κάτι που το κάνεις για να ξεφύγεις λίγο από αυτά που βλέπεις. Η γυναίκα ήταν πουτάνα, όμως. Και: «Να! Βγάζει το κακό όνομα στον ελληνικό στρατό». Αυτή η γυναίκα που φλέρταρε ότι είναι πουτάνα και μας ξεφτιλίζει όλους εμάς τους Έλληνες. Ήταν λίγο δύσκολα αυτά τα θέματα. Όχι ότι δεν υπήρχαν, βέβαια, και γυναίκες που έκαναν σεξ. Τώρα δεν γίνεται να είσαι και δεκατρείς μήνες εκεί και να μην κάνεις σεξ. Είναι κι αυτό ανάγκη. Αλλά και οι άντρες κάνανε, φυσικά, με την πρώτη ευκαιρία που βρίσκαν. Γιατί εκεί συναναστρεφόμασταν πέρα που ήμασταν μεταξύ μας, αλλά με όλες τις φυλές του Ισραήλ. Δηλαδή γνωρίζαμε Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους.... Αλλά όταν ένας άντρας πήγαινε με μία από άλλον στρατό, ήταν ο μάγκας και μόλις πήγαινε μια γυναίκα, ήτανε πουτάνα. Αυτό. Αυτό μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Το ότι θα έπρεπε, δηλαδή, να είσαι διπλά τύπος και υπογραμμός από ό,τι ήσουν στην Ελλάδα. Και πάλι πολλές φορές δεν έφτανε. Γιατί πάντα θα βρίσκαν να πούνε. Γιατί. σου λέω, όταν είσαι και η μειοψηφία, εσύ χτυπάς στο μάτι.

Β.Χ.:

Θυμάσαι κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό κατά το οποίο ένιωσες αυτόν τον αποκλεισμό που περιγράφεις;

Σ.Π.:

[00:30:00]Εγώ προσωπικά, όχι. Δεν ένιωσα. Γιατί, επειδή είμαι και αντρογυναίκα, πιο πολύ θεωρούμουν, δηλαδή είχα την συμπάθεια των αντρών πάντα. Δηλαδή ήμουν φιλαράκι με όλους τους άντρες. Οπότε εγώ προσωπικά δεν το ένιωσα αυτό. Αλλά άλλοι συνάδελφοί μου το νιώσανε. Βέβαια. Ήταν δακτυλοδεικτούμενες. «Να, αυτές είναι πουτάνες». Και αυτό τους ακολουθούσε και μετά που γυρνούσαν. Γιατί μετά πάλι όλοι στο ίδιο νοσοκομείο ήμασταν. Οπότε η φήμη ακολουθούσε.

Β.Χ.:

Θα ήθελα λίγο να γυρίσουμε πίσω στην αποστολή στο Κόσοβο που μου είπες και στους ομαδικούς τάφους. Θα ήθελες να μου πεις ποια ήταν η επαφή σου με αυτό το γεγονός;

Σ.Π.:

Κοίταξε να δεις. Γενικώς ό,τι γίνεται, ό,τι δραστηριότητα γίνεται σε έναν στρατό, πάντα ακολουθεί ένα ασθενοφόρο. Οπότε, όταν εμείς φτάσαμε εκεί, όπου πήγαιναν κάποιοι, δηλαδή οι μάχιμοι, πηγαίναμε κι εμείς από πίσω. Και είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν ομαδικοί τάφοι σε κάποια μέρη και είχαν γίνει σφαγές εκατέρωθεν. Δεν τα έκαναν μόνο οι Σέρβοι ή μόνο οι Κοσοβάροι, τα κάνανε και οι δύο. Να ξέρεις, σε έναν πόλεμο και οι δύο κάνουνε. Και υπήρχαν πληροφορίες, ας πούμε, ότι σε κάποια χωριά είχανε γίνει μαζικές σφαγές και τέτοια και πηγαίναμε εμείς και ψάχναμε. Δηλαδή πήγαιναν τα μάχιμα σώματα μπροστά και από πίσω εμείς. Και, όντως, εκεί που υπήρχαν πληροφορίες ότι γινόντουσαν ομαδικές σφαγές, όταν σκάβαμε, ανοίγαμε και βρίσκαμε τάφους τεράστιους. Πώς έβλεπες στα ντοκιμαντέρ που οι Γερμανοί σκοτώναν τους Εβραίους και τους πετούσαν σε ένα λάκκο; Αυτό ακριβώς, απλά το έβλεπες με τα μάτια σου. Δηλαδή έβλεπες γυναίκες, παιδιά, άντρες, όλους σε ένα... Δηλαδή υπήρχαν χώρια που σφαγιάστηκαν. Το οποίο, σου λέω, αυτό, όταν το βλέπεις σε ένα ντοκιμαντέρ σε ταράζει αλλά δεν σε ταράζει με τη μορφή που σε ταράζει όταν το βλέπεις μπροστά σου. Εκείνη τη στιγμή είναι ένα πραγματικό γεγονός. Όταν το βλέπεις στην τηλεόραση είναι ακόμα λίγο κάπως ξένο. Δηλαδή κάπου έχεις και μία αμφιβολία. Λες: «Ρε παιδί μου, γίνονται αυτά τα πράγματα;». Όταν το βλέπεις με τα μάτια σου, είναι πιο σοκαριστικό.

Β.Χ.:

Μετά από αυτά τα τόσο έντονα περιστατικά που έζησες στο Κόσοβο τι ήταν αυτό που σε ώθησε να πας και στην επόμενη αποστολή στο Αφγανιστάν;

Σ.Π.:

Κοίταξε να δεις, τώρα να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το νούμερο ένα κίνητρο ήταν τα χρήματα γιατί ήταν αρκετά τα χρήματα. Το νούμερο ένα κίνητρο ήταν αυτό. Το δεύτερο ήταν, επειδή το Αφγανιστάν είναι ένα μέρος που δεν θα μπορούσα να πάω ούτως ή άλλως, δηλαδή από μόνη μου δεν θα μπορούσα να πάω, ήταν κι αυτό ένα κίνητρο να το επιλέξω, ας πούμε. Σίγουρα το πρώτο ήταν τα χρήματα, το δεύτερο, όμως, ήταν αυτό. Ότι είναι ένα μέρος που… Ενώ στο Κόσοβο κι αυτά, μπορείς να πας και μόνος σου. Και ήδη εγώ αυτά τα μέρη, δηλαδή με την οικογένειά μου μικρή, τότε κάναμε πολύ το tour των βαλκανικών χωρών, ήταν της μόδας, τα ήξερα δηλαδή τα περισσότερα μέρη. Ενώ στο Αφγανιστάν δεν θα είχα καμία ευκαιρία και ειδικά τώρα που είναι πάντα εμπόλεμο, δεν θα είχα καμιά ευκαιρία να πάω και να δω αυτά τα μέρη. Το δεύτερο κίνητρο ήταν αυτό. Άλλα το μετάνιωσα. Θα προτιμούσα να τα είχα δει από φωτογραφίες. Αλλά έχει πολύ ωραία μέρη πάντως εκεί. Εγώ επειδή έβγαινα με το ελικόπτερο, έχει πολύ φανταστικά μέρη.

Β.Χ.:

Σε ελικόπτερο πρώτη φορά ανέβηκες εκεί;

Σ.Π.:

Όχι. Στο ελικόπτερο πρώτη φορά ανέβηκα στο Κόσοβο. Πολύ ωραίο το ελικόπτερο. Ναι, πολύ ωραίο είναι το ελικόπτερο.

Β.Χ.:

Θέλεις να μου το περιγράψεις; Την πρώτη φορά;

Σ.Π.:

Την πρώτη φορά που ανέβηκα σε ελικόπτερο δεν μου άρεσε πολύ γιατί, δε μου άρεσε, θα σου πω γιατί. Γιατί είχαν χτυπήσει δυο παλικάρια δικά μας στην σκοπιά, μαλώσανε, γιατί ο ένας άργησε να αλλάξει τον άλλον και κοπανήθηκαν στο κεφάλι. Με αποτέλεσμα ο ένας να χτυπήσει πολύ σοβαρά στο κεφάλι του και να πρέπει να τον διακομίσουμε στην Ελλάδα. Οπότε, αφού έγινε η διάγνωση ότι έχει επισκληρίδιο αιμάτωμα, έπρεπε να μεταφερθεί γρήγορα στην Ελλάδα. Και τον φορτώσαμε στο ελικόπτερο και ήρθαμε. Αλλά εκεί δεν ευχαριστήθηκα την πτήση που ήταν και η πρώτη μου, γιατί είχα το άγχος μου με το παλικάρι, ήταν, προλαβαίνουμε, δεν προλαβαίνουμε, ας πούμε. Το ελικόπτερο [00:35:00]κάνει τρομακτικό θόρυβο, δεν ακούς. Εγώ ήθελα να ελέγχω τα ζωτικά του, την κλίμακα Γλασκόβης του, να δω δηλαδή το επίπεδο συναίνεσής του, αν πέφτει, αν βυθίζεται, γιατί το χτύπημα στο κεφάλι αυτό κάνει. Σιγά-σιγά βυθίζεσαι. Και είχε πολλή φασαρία, με τους πιλότους δεν συνεννοηθήκαμε καλά, γιατί εγώ τους έλεγα: «Δεν θέλω να κάνετε κόλπα. Θέλω να πηγαίνουμε σταθερά σε ένα σημείο, στο πιο χαμηλό σημείο που μπορούμε να πάμε». Αυτοί δεν ακούγανε, εγώ φώναζα. Τελικά φτάσαμε, όλα καλά, εντάξει. Το παλικάρι, όλα καλά. Μετά, τις επόμενες φορές, όμως, που ήταν πιο οργανωμένες οι πτήσεις και πιο συνεννόηση ήταν πολύ απολαυστικές. Γενικά, επειδή είχα να έρθω και στη Θεσσαλονίκη πολύ καιρό, όταν φτάνει το ελικόπτερο κάνει τον γύρο, έτσι, έρχεται μέσα από τη θάλασσα και βλέπεις την πόλη και πάει και προσγειώνεται μετά στο σώμα και ήτανε φανταστικό. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία την δεύτερη φορά. Και γενικά μετά όλες τις επόμενες ήταν πολύ ωραία, γενικά το ελικόπτερο μου αρέσει πολύ. Εντάξει, όλα μου αρέσουν. Και τα αεροπλάνα μου αρέσουν. Αλλά το ελικόπτερο ήταν το κάτι άλλο. Μετά εγώ έκανα και δύο χρόνια στο Ε.Κ.Α.Β.. Επειδή εκεί ήμουν φύτουλας μεγάλος, στη σχολή του Ε.Κ.Α.Β,, ο διευθυντής με άφηνε παράνομα και έκανα ανακομιδές και με το Ε.Κ.Α.Β.. Και ήταν πολύ ωραία. Το ελικόπτερο είναι πολύ ωραίο. Έχει βέβαια το στρες. Έχεις στρες γιατί συνήθως με το ελικόπτερο μεταφέρεις βαριά περιστατικά. Αλλά αυτό το στρες σου δίνει και ζωή. Ωραία. Μ’ αρέσει το ελικόπτερο.

Β.Χ.:

Ήθελες να μου πεις αν σκέφτηκες ξανά ποτέ να επιστρέψεις σε αποστολές;

Σ.Π.:

Όχι, όχι. Ποτέ ξανά. Μετά το Αφγανιστάν, όχι, τελείωσα με τις αποστολές. Όχι, με τίποτα.

Β.Χ.:

Δεν υπάρχει κάτι το οποίο να σου έλειψε σε εισαγωγικά;

Σ.Π.:

Από αποστολή; Όχι, τίποτα. Τι να μου λείψει; Όχι, τίποτα δε μου έλειψε. Ούτε οι συνθήκες ήταν καλές. Και οι συνθήκες, παρόλο που και εμείς δεν πολεμάμε, είναι συνθήκες πολεμικές. Πάντα κουβαλάς ένα όπλο. Πάντα φοράς ένα αλεξίσφαιρο. Πάντα τρως με το όπλο σου αγκαλιά, ας πούμε. Οι συνθήκες δεν είναι τέλειες, μοιράζεσαι ένα δωμάτιο με πολύ κόσμο. Ένα μπάνιο με πολύ κόσμο. Το φαγητό τις περισσότερες φορές είναι άθλιο. Η δουλειά είναι πολλή. Αυτά τα λεφτά που σου δίνουν, δεν στα δίνουν έτσι. Ναι, όχι, όχι, δε μου λείπει τίποτα. Δεν θα ήθελα να, εντάξει, γέμισα αρκετές εμπειρίες, δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ. Μόνο αν ήταν, δηλαδή αν συνέβαινε κάτι στην Ελλάδα και έπρεπε να πάω κάπου. Αν και τώρα δεν είμαι πια στον στρατό. Έχω φύγει, αποστρατεύτηκα. Μόνο σε τέτοιες συνθήκες θα πήγαινα. Άσε που πια σωματικά δεν μπορώ, γιατί όλα αυτά με καταπόνησαν. Μέσες πονάνε, γόνατα πονάνε. Αλλά μόνο αν ήταν τέτοια ανάγκη θα ξαναπήγαινα. Αλλιώς όχι, όχι, δεν θα πήγαινα ποτέ ξανά. Εγώ, σου είπα, μετά το Αφγανιστάν τελείωσα. Και σιγά-σιγά άρχισα να τελειώνω και με το επάγγελμα. Μετά το Αφγανιστάν δυσκολευόμουνα πολύ και στη δουλειά. Δεν ήθελα άλλο, ας πούμε. Ενώ μέχρι τότε την λάτρευα τη δουλειά μου, σιγά-σιγά, όχι ότι σταμάτησα ποτέ να την λατρεύω, απλά σιγά-σιγά ήθελα να αποστασιοποιούμαι. Μου έπεσε πολύ βαρύ.

Β.Χ.:

Το οικογενειακό σου περιβάλλον τι έλεγε για όλες αυτές τις αποφάσεις σου;

Σ.Π.:

Δεν είχε λόγο. Γενικώς από μικρή δεν επέτρεπα να έχουν λόγο. Και ποτέ δεν μοιραζόμουν και τα προσωπικά μου με την οικογένειά μου. Γενικώς είμαι κλειστός τύπος, κλειστός χαρακτήρας. Πολύ δύσκολα μοιράζομαι. Απλά ανακοίνωνα. Έλεγα: «Θα πάω εκεί». Κλαίγανε λίγο, χτυπιόντουσαν, αλλά τους περνούσε. Έλεγα: «Αυτή είναι η δουλειά μου, τέλος». Μάλιστα τις πιο πολλές φορές για να μη με πρήζουν δεν έλεγα ότι το επέλεξα εγώ, έλεγα ότι με στέλνουν με  το ζόρι. Οπότε δεν είχαν να μου πουν και κάτι άλλο. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, γιατί εγώ το επέλεγα.

Β.Χ.:

Δεν προσπάθησαν να σε εμποδίσουν;

Σ.Π.:

Πώς θα με εμποδίσουν; Δεν μπορούσαν. Εγώ δεν τους έλεγα ότι εγώ έκανα αναφορά και ζητούσα να πάω εκεί, ας πούμε. Τους έλεγα μετά το αποτέλεσμα. Αφού έχω κάνει την αναφορά. Αυτό δεν το έλεγα ποτέ. Έλεγα ότι με στέλνουν εκεί. Τέλος. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό.

Β.Χ.:

[00:40:00]Επικοινωνία με τα πρόσωπα της οικογένειας είχες όταν ήσουν σε αποστολές;

Σ.Π.:

Κοίταξε να δεις. Στην πρώτη πρώτη αποστολή, στην πρώτη πρώτη αποστολή στο Κόσοβο είχε πολύ μεγάλη πλάκα γιατί έπιανε, δεν είχαμε φυσικά μέσα επικοινωνίας. Έπιανε, όμως, η Cosmote σε ένα κτήριο πάνω στα κεραμίδια, στην σκέπη. Και είχε μεγάλη πλάκα γιατί 17:00 – 18:00 το απόγευμα, εκείνη την ώρα έπιανε, γιατί δεν ξέρω. Αλλά είχε μεγάλη πλάκα γιατί μας έβλεπες όλους σαν τους γάτους στα κεραμίδια. Σκαρφαλώναμε για να μιλήσουμε στο τηλέφωνο. Ναι, είχε πολύ μεγάλη πλάκα. Αυτή ήταν η επικοινωνία στην πρώτη αποστολή. Λίγο επικίνδυνη βέβαια, γιατί έπρεπε να ανέβεις στα κεραμίδια. Αλλά, εντάξει, δεν το έκανα συνέχεια, αλλά μια φορά την εβδομάδα ανέβαινα στα κεραμίδια και μιλούσα. Στη δεύτερη αποστολή, μετά ξεψαρώσαμε και μάθαμε… Όχι μόνο εμείς ξεψαρώσαμε, έχει οργανωθεί και λίγο καλύτερα το δίκτυο και παίρναμε κοσοβάρικα νούμερα. Δηλαδή είχανε φτιάξει κάπως εκεί και τις επικοινωνίες και τα λοιπά και παίρναμε κινητό δικό τους και μιλούσαμε. Ήταν λίγο δαπανηρό βέβαια αλλά, τέλος πάντων, μπορούσες να μιλήσεις οπότε ήθελες. Όχι λίγο, ήταν αρκετά δαπανηρό. Αλλά, εντάξει, είχες το κινητό στην τσέπη σου και μια φορά την εβδομάδα μιλούσες. Στο Αφγανιστάν ήταν καλύτερα τα πράγματα με το θέμα επικοινωνίας, γιατί είχαμε ένα τηλέφωνο στο accommodation, εκεί που μέναμε εμείς δηλαδή, οι Έλληνες, υπήρχε ένα τηλέφωνο και μπορούσες μία ώρα την ημέρα να μιλάς με Ελλάδα. Ευτυχώς δεν ήμασταν πολλοί και προλαβαίναμε να μιλήσουμε. Ή δύο ώρες. 17:00 – 19:00 ήταν η επικοινωνία; Νομίζω 17:00 – 19:00. Στο Αφγανιστάν μετά η τεχνολογία είχε αρχίσει και ανέβαινε. Οπότε είχαμε και τα κομπιούτερ και τα Wi-Fi και τα αυτά και μιλούσαμε και μέσω μηνυμάτων, δηλαδή. Και Skype και τέτοια. Ναι. Παλιά, τότε το ‘99, δεν υπήρχαν αυτά. Είχαμε κάτι κινητά παντόφλες, ούτε Wi-Fi ξέραμε ούτε τίποτα. Μετά στο Αφγανιστάν, όμως, είχαμε. Αλλά είχαμε και το τηλέφωνο. Καλά, ακόμα τότε δεν ήτανε πάλι το internet όπως είναι τώρα. Ούτε είχαμε το messenger και τα αυτά. Υπήρχε τότε μία εφαρμογή, νομίζω, που δεν ήταν και πολύ γρήγορη, λίγο ψιλοκολλούσε, αλλά πάλι κάτι έκανες. Το καλύτερο πάλι ήταν το τηλέφωνο. Μπορούσες να μιλήσεις 17:00 – 19:00.

Β.Χ.:

Στους δικούς σου μιλούσες για τις συνθήκες που επικρατούσαν;

Σ.Π.:

Όχι, όχι, ποτέ. Ποτέ δεν έχω μιλήσει στους δικούς μου γι’ αυτό. Γιατί η μητέρα μου είναι, ταράζεται πολύ εύκολα, οπότε δεν ήθελα να την ταράξω. Μόνο σε κάποιους φίλους μου έχω μιλήσει για τις συνθήκες εκεί. Το τι με πείραξε εμένα, ας πούμε. Μόνο στους φίλους μου. Όχι στην οικογένεια.

Β.Χ.:

Θα ήθελες να μου πεις πώς νιώθεις για όλη αυτήν την συνεισφορά σου; Είτε στις αποστολές είτε ως νοσηλεύτρια στο στρατιωτικό νοσοκομείο;

Σ.Π.:

Πως νιώθω; Δε νιώθω κάπως ιδιαίτερα, ότι αμάν και ντε, τι έχω κάνει. Νιώθω τυχερή που χωρίς να το θέλω τελικά και μέσω μιας εγωιστικής απόφασης κατέληξα σε ένα επάγγελμα που μου έδωσε πολλά. Μου πήρε και πολλά, βέβαια. Αλλά μου έδωσε και πολλά άλλα. Αυτό νιώθω. Αυτό. Δεν μπορώ να πω τώρα ότι αμάν και τι έχω προσφέρει. Τα κάνουν όλοι.

Β.Χ.:

Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να μοιραστείς για το οποίο δε σε ρώτησα; Κάτι που θεωρείς σημαντικό από όλη αυτήν την πορεία σου;

Σ.Π.:

Όχι. Νομίζω τα πιο βασικά στα είπα. Αυτά είχα να πω.

Β.Χ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.

Σ.Π.:

Εγώ.

Β.Χ.:

Ήταν χαρά μου, πραγματικά.

Σ.Π.:

Εγώ ευχαριστώ.