«Η αποφράδα μέρα» - Ένα ταξίδι στη μνήμη και τη μνημοσύνη
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια και η πρώτη επαφή με το παρελθόν
00:00:00 - 00:07:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα, είναι Σάββατο 26 Ιουνίου 2021, είμαι με τον Τάσο Τεφρωνίδη, βρισκόμαστε στο Εύμοιρο Ξάνθης, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, ε…ι. Δύσκολα χρόνια! Πολύ δύσκολα! Αναγκαζόμασταν, δηλαδή, να συμβάλουμε κι εμείς στην οικονομία του σπιτιού, εμείς τα παιδιά. Δεν ήταν κακό!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Ο στρατός και η γνωριμία με τη σύζυγο
00:07:20 - 00:14:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Περάσαν τα χρόνια, δουλεύοντας. Φτάνω σε μια ηλικία που έπρεπε να στρατευτώ. Πήγα στον στρατό. Με εντάξαν στο τεχνικό σώμα, γιατί εκεί ήταν … ηλεκτρολόγος, έγινα σχεδιαστής, έγινα κόπτης, προμηθευτής, διακινητής και δέκα χρόνια κρατήσαμε αυτό το εργαστήριο, πήγαμε πάρα πολύ καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το τροχαίο δυστύχημα και η νέα οικογένεια
00:14:11 - 00:18:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αλλά η άτιμη η μοίρα μάς επιφύλαξε κι άλλα δεινά, γύρω στο 1989, μαθαίνω ένα βράδυ ότι ο αδελφός μου σκοτώθηκε. Ήταν Φεβρουάριος, 19 Φεβρουα… παρακολουθήσουν, γιατί το έβλεπα κιόλας, αναγκαζόμαστε και κλείνουμε το εργαστήριο και αφοσιώνεται η γυναίκα μου στην ανατροφή των παιδιών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Ενότητα 4
Εργασία
00:18:29 - 00:27:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ είχα την τύχη τότες να προσληφθώ από μία κοινοπραξία σαν εργοδηγός που θα έφτιαχνε το Νοσοκομείο Ξάνθης. Το μεγαλύτερο σχολείο για μένα… το άθλιο κράτος ποτέ δεν θα σου πει: «Φτάνει πια, από τώρα κι ύστερα βγαίνεις σε σύνταξη!». Ποτέ! Αν δεν πας και τους χτυπήσεις την πόρτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Γειτονιές των παιδικών χρόνων και επαγγέλματα της εποχής
00:27:01 - 00:48:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ενδιαφέρουσα πορεία. Θα σε γυρίσω λίγα χρόνια πίσω. Μίλησε μου για τη ζωή σου. Για τα παιδικά σου χρόνια, εδώ. Περιληπτικά σου είπα ό…ο μακριά, πάνω απ' τα στρατόπεδα, κάτω στα καπνομάγαζα. Στη Σ.Ε.Κ.Ε., συγκεκριμένα, δούλευε η μάνα μου. Τόσο ζωή υπήρχε σε κείνον τον τόπο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η οικογένεια σήμερα και η ιστορία της πόλης
00:48:14 - 01:04:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα είναι κρανίου τόπος, είναι ρημαγμένα καπνομάγαζα, καπνεργοστάσια τα λένε, καπναποθήκες τα λένε. Πέρασαν σε χέρια ιδιωτών, δεν ξέρω πώς …ικτυακή ομάδα που έχουν συγκεντρωθεί εικοσιοκτώ χιλιάδες φωτογραφίες μέσα. Εκεί γίνεται χαμός! Άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι φωτογραφίες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η διαδικτυακή ομάδα φωτογραφιών και οι καρτ ποστάλ
01:04:17 - 01:25:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι ένα από τα επαγγέλματα που ξέχασα να αναφέρω. Πολύ σταθερό! Οι παλιατζήδες ήτανε τα πάντα! Αγόραζαν τα πάντα. Σήμερα αγοράζουν μόνο πα…κή μειονότητα εκεί. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη περισσότερο. Οι άνθρωποι όντως ήτανε αυτοί, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 8
Το ξενοδοχείο του δεσπότη
01:25:51 - 01:33:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά ψάχνοντας όλη την ιστορία του Πόντου, την ιστορία της οικογένειας μου, πέσανε στα χέρια μου ένα βιβλίο ενός παπά από το Κιλκίς, που γρά…ος Αριστείας. Ξέρεις, οι κληρικοί αλλάζουν τα ονόματά τους, δεν έχουν τα ονόματα τα λαϊκά. Πρώτη φορά το ακούω, αυτό το πράγμα. Πρώτη φορά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 9
Το δεύτερο ταξίδι του παππού στη Χάβζα
01:33:19 - 01:37:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και έλεγα: «Ρε παππού, πού θα πας στη Χάβζα να βρεις τα λεφτά;». Λέει: «Τα λεφτά αυτά ήταν -λέει- της εκκλησίας, της Αγίας Βαρβάρας», εκεί ή…σήμερα, ο ιδιοκτήτης ο σημερινός τον λέει: «Δεν βρέθηκε ποτέ! Θα το ξέραμε αυτό το πράγμα». «Και όμως -λέει- ήταν η ιστορία, ήταν αληθινή!»
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 10
Ο διωγμός και η εγκατάσταση στον νέο τόπο
01:37:25 - 01:54:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Παρένθεση. Ο παππούς βρίσκεται στην Ελλάδα, από στεναχώρια. Εγώ ασχολούμουν με τα φιλοτελικά μου, πήρα την κάρτα την γνωστή, διαβάζω το βιβλ…του! Γλύτωσε δηλαδή! Είναι μερικές ιστορίες του Πόντου, πρέπει να τα λέμε κι αυτά, δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι τόσο αγνοί κι ας ήταν Δεσπότης.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 11
Το πρώτο ταξίδι του παππού στη Χάβζα
01:54:28 - 02:11:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα έχω σχέσεις με αυτούς τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου. Καλάγαθοι άνθρωποι! Δεν έχουμε... Αλλά όσο επέμενα να μου πούνε από πού το πήρα…Ο μπαμπάς μου -λέει- δεν μπορεί να έρθει είναι μεγάλος σε ηλικία. Τον είπαμε ότι ήρθαν κάποιοι από την Ελλάδα και τα λοιπά, αλλά ήτανε...».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 12
Χρυσοθηρία
02:11:41 - 02:19:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εκεί πάνω με έδωσε δύο επαγγελματικές κάρτες, τις οποίες τις φωτογράφισα με το κινητό μου τότε. Ήτανε δύο ελληνικά ονόματα. Ένας ήταν απ' τη… δεν τους ξαναείδα, δεν τους ξανάκουσα, τίποτα. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα. Έτσι, το ξενοδοχείο είχε πολλές προεκτάσεις δηλαδή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 13
Το τροχαίο δυστύχημα και η συγγραφή
02:19:35 - 02:40:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γιατί τόση επιμονή και πάθος για να βρεις τους προγόνους σου και τις ρίζες σου; Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Είναι εμμονές αυτές που με κο…ριβή συνδρομή ετήσια ή μηνιαία που είναι απογορευτική να την συνεχίσεις. Και παρέμεινα εκεί και εμπλουτίζω τα ήδη διακόσια εξήντα ονόματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 14
Επίλογος
02:40:20 - 02:55:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εμένα με έχεις καλύψει. Έχεις εσύ να προσθέσεις κάτι άλλο; Όχι, δεν μπορώ να προσθέσω κάτι άλλο. Αν θα είχα ποτέ κάποιες λεπτομέρειες, ας …ης πόλης που δείχνει λούστρους στη σειρά, που βάφουν παπούτσια. Και μέσα σ' αυτήν είναι κι ο νεαρός πατέρας μου. Έκανε και αυτή την δουλειά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Καλημέρα, είναι Σάββατο 26 Ιουνίου 2021, είμαι με τον Τάσο Τεφρωνίδη, βρισκόμαστε στο Εύμοιρο Ξάνθης, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θείε, μίλησε μου λίγο για την ζωή σου. Πες μου κάποια πράγματα για σένα.
Βασικά ακόμα είναι πολύ νωρίς να εξιστορήσω την ζωή που πέρασα. Είμαι εξήντα τέσσερα χρονών. Αισιοδοξώ να φτάσω το προσδόκιμο όριο της ηλικίας της Ελλάδας, αλλά εν πάση περιπτώσει. Γεννήθηκα στην Ξάνθη, από γονείς πρόσφυγες, το 1957, αρκετά χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αλλά το κλίμα εκείνης της εποχής ήταν ακόμα πολωτικό, θα 'λεγα. Μεγάλωσα ήσυχα χρόνια στην παλιά, κλασική γειτονιά, την προσφυγική, με τα δρομάκια της, τα χαμόσπιτά της. Σχεδόν πολύ συντηρητικά από απόψεως διαβίωσης, δηλαδή δεν μας περισσεύαν κιόλας. Οι γονείς μου δουλεύαν και οι δύο. Η μητέρα μου ήταν καπνεργάτρια. Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί, καφενείο ας το πω. Κατά καιρούς άλλαζε η ιδιότητα. Το έκαμνε εργαστήριο παραγωγής κανταϊφιού. Ήμασταν δύο αδέρφια. Όσο μεγάλωνα υπήρχε η λογική εκείνης της εποχής, τα παιδάκια μόλις τελειώσουν τα σχολεία να πάνε κοντά σε κάποιον τεχνίτη να μάθουν την δουλειά. Τα λεγόμενα τσιράκια, που λέγαμε. Έτσι κι έγινε και τότες. Ο πατέρας μου φρόντισε να πάω εγώ ένα καλοκαίρι κοντά σε έναν μαραγκό να μάθω την τέχνη. Ο μαραγκός πάσχιζε κι αυτός πάρα πολύ, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα εκείνη την εποχή. Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του '60. Μετά, το επόμενο καλοκαίρι, μεταπήδησα, πήγα βοηθός σε κάποιον κουρέα. Μετά έγινα βοηθός σερβιτόρου. Ώσπου τελείωσα το σχολείο, το δημοτικό, στην περιοχή της Κυψέλης. Ήταν ένα σχολείο που ήταν κυρίως από προσφυγόπουλα. Μια φτωχή γειτονιά η Κυψέλη. Μετά φρόντισα να πάω να κάνω το επάγγελμα που μ' άρεσε, ηλεκτρολογία. Πήγα πρώτη φορά το 1970 σε ένα κατάστημα ηλεκτρολόγων που πουλούσε και συσκευές, αλλά έκαμνε και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Ήτανε η εποχή που στην Ελλάδα είχε καθιερωθεί η Δ.Ε.Η., ενώ πρώτα υπήρχαν τοπικοί σταθμοί παραγωγής ρεύματος και ήταν το ρεύμα στα 110 volt και όλοι οι καταναλωτές τότες, που είχαν συσκευές, έπρεπε με την Δ.Ε.Η. να αλλάξουνε τις ρυθμίσεις των συσκευών, να τις κάνουν στα 220, περίπου όπως είναι σήμερα. Αναλώθηκα εκεί. Έμαθα να επισκευάζω σίδερα, ψηστιέρες, ραδιόφωνα. Μετά από εκεί έπρεπε να πάρω και κάποιο πτυχίο για να κάνω αυτήν την δουλειά. Και γράφτηκα στην Κατωτέρα Τεχνική Σχολή Ξάνθης. Έκανα μια απόπειρα να μπω στο γυμνάσιο. Δεν τα κατάφερα. Καλύτερα, όμως! Εκεί με ξεχώρισε ένας καθηγητής στα εργαστήρια και με κάλεσε να δουλέψω μαζί του τις ελεύθερες ώρες σε ένα εργαστήριο ραδιοτεχνίας που είχε. Δούλεψα κι εκεί. Απέκτησα πολλές εμπειρίες. Μετά, μεταπήδησα στον χώρο των εγκαταστάσεων, ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, όσο ακόμα ήμουν μαθητής της σχολής. Περνάν τα χρόνια, μπαίνω στη σχολή εργοδηγών, δουλεύοντας κι εκεί παράλληλα. Ήτανε νυχτερινή η σχολή. Τα καλοκαίρια φυσικά είχαμε όλη την άνεση να δουλέψουμε σε διάφορους εργολάβους. Είχα την τύχη να δουλέψω το '72 και να αποκτήσω σημαντική εμπειρία, παρόλο που ήμουν αρκετά μικρός, στην κατασκευή του εργοστασίου Ζαχάρεως Ξάνθης. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το εργοστάσιο. Κρίμα! Τελείωσα τη σχολή, εργάστηκα σαν ηλεκτρολόγος σε μεγάλους εργολήπτες της εποχής. Παράλληλα, όμως, ανησυχούσα πάρα πολύ για τον πολιτισμό. Δηλαδή ήθελα να μάθω τι σημαίνει πολιτισμός, γιατί η Ξάνθη ήταν εκείνη την εποχή πολύ φτωχή πολιτιστικά. Αλλά ψάχνοντας βλέπω ότι είχε ένα πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν προπολεμικά. Αυτό το φανέρωναν τα ωραία σπίτια που υπήρχαν διάσπαρτα και τα αρχοντικά, κυρίως στην Παλιά Πόλη, που σήμαινε ότι πέρασε κάποια εποχή Belle Époque, που τη λέγανε, η Ξάνθη. Άρχισα να ψάχνομαι κι εγώ μέσα από εκεί, κυρίως ψάχνοντας παλιές καρτ ποστάλ, γραμματόσημα, ταχυδρομική ιστορία, φακέλους δηλαδή, όχι αποκλειστικά να έχουν γραμματόσημα πάνω, αλλά από πού σταλήκαν, πού σταλήκαν από την πόλη μας και άρχισα να συλλέγω σιγά σιγά, διακριτικά αυτά τα πράγματα, διότι δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια τότες να αγοράσουμε. Άλλωστε, δεν υπήρχαν και έμποροι αυτών των ειδών. Κι οι γονείς μου τα βγάζαν πολύ δύσκολα πέρα, διότι εκείνη την εποχή η πόλη και η περιφέρεια άδειασαν κυριολεκτικά από οικογένειες προσφύγων κατευθυνόμενοι προς τον Καναδά, στη Γερμανία, στην Αυστραλία. Ο πατέρας μου επειδή είχε μαγαζί, θεώρησε καλό να παραμείνουμε στην Ξάνθη μ' ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δύσκολα χρόνια! Πολύ δύσκολα! Αναγκαζόμασταν, δηλαδή, να συμβάλουμε κι εμείς στην οικονομία του σπιτιού, εμείς τα παιδιά. Δεν ήταν κακό!
Περάσαν τα χρόνια, δουλεύοντας. Φτάνω σε μια ηλικία που έπρεπε να στρατευτώ. Πήγα στον στρατό. Με εντάξαν στο τεχνικό σώμα, γιατί εκεί ήταν η κατεύθυνσή μου. Υπηρέτησα αρχικά στην Πάτρα, μετά στις Σέρρες, ώσπου με ήρθε μία διαταγή να μας ξεχωρίσουν εμάς, τέσσερα άτομα σαν τεχνικούς, να καλύψουμε τις ανάγκες της ΕΛ.ΔΥ.Κ., σαν τεχνική υποστήριξη. Η ΕΛ.ΔΥ.Κ. ήταν η Ελληνική Δύναμη Κύπρου. Δεν με πείραξε καθόλου αυτό το πράγμα. Πήγαμε στην Κύπρο, χειμώνας ήταν θυμάμαι, με ένα αρματαγωγό. Της Αγίας Βαρβάρας ήταν κιόλας. Φτάσαμε στην Κύπρο - ένας άλλος τόπος - μετά από πέντε μέρες. Μας περίμεναν εκεί οι δυνάμεις του Ο.Η.Ε., πρώτη φορά βλέπαμε στρατιώτες από άλλη εθνικότητα. Κατευθυνθήκαμε στο στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ., εγκατασταθήκαμε και ακολούθησα την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου αυτοκινήτων που είχα εκπαιδευτεί στην Πάτρα. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η δουλειά μέσα στο στρατό. Έλεγχα κυρίως τα ηλεκτρικά συστήματα των αυτοκινήτων της ΕΛ.ΔΥ.Κ., περιφερόμενος τότε στα τρία στρατόπεδα της ΕΛ.ΔΥ.Κ. που υπήρχαν και όποτε έβρισκα χρόνο επισκέφτηκα και άλλες πόλεις της Κύπρου. Τη Λευκωσία, κυρίως, που ήταν κοντά, την Αμμόχωστο, την Λάρνακα, συγγνώμη, την Κυρήνεια, ούτε, όχι την Κυρήνεια, ήταν κατεχόμενα, τη Λεμεσό και τα γύρω χωριά πέριξ του στρατοπέδου. Ήταν πολύ νωπά... Οι μνήμες εκείνη την εποχή απ' την εισβολή, ήταν το 1977 συγκεκριμένα και η εισβολή είχε γίνει το '74, τρία χρόνια μετά την εισβολή. Υπήρχαν ακόμα κατασκηνώσεις προσφύγων πέριξ του στρατοπέδου από τη Βόρεια Κύπρο, που τους βοηθήσαμε κυρίως στα στρατόπεδα που ήταν στην ελληνική περιοχή. Παράλληλα, η Κύπρος εκείνη την εποχή ανοικοδομούνταν, γύρω από το στρατόπεδο χτιζόταν [00:10:00]καινούριοι οικισμοί. Αυτή ήταν η εμπειρία μου στην Κύπρο ενάμιση χρόνο, ώσπου ήρθε η ώρα να φύγουμε από εκεί, γιατί έπρεπε να απολυθούμε. Όντως ανεβήκαμε σ' ένα πλοίο της γραμμής, τέσσερα άτομα όπως είχαμε κατέβει, ενώ η ΕΛ.ΔΥ.Κ. κατέβαινε με αρματαγωγά και επέστρεφε με αρματαγωγά, εμείς πήραμε ένα πλοίο της γραμμής το ΣΟΛΦΡΙΝ, θυμάμαι. Ήταν αργότερα αυτό που βύθισαν στο λιμάνι της Λεμεσού εκεί οι Ισραηλινοί, γιατί μετέφερε πρόσφυγες από την Παλαιστίνη. Φτάσαμε στον Πειραιά μέσω της Ρόδου, της Τήνου, κατευθυνθήκαμε στο κέντρο που βρίσκεται στον Σταθμό Λαρίσης, καθίσαμε δυο μέρες, πήραμε τα απολυτήριά μας και πήγε ο καθένας στον τόπο του. Τώρα για μένα άρχιζε μία άλλη πρόκληση. Ενώ όλοι είχαν έτοιμες δουλειές, εγώ έπρεπε να βρω να ξεκινήσω κάτι καινούριο. Αυτό έγινε το 1980. Επήγα στις παλιές εταιρείες που δούλευα, στη Siemens συγκεκριμένα. Έφτιαχνε μια μεγάλη βιομηχανία εδώ, στην Ξάνθη, που δεν υπάρχει σήμερα, το ΔΕΡΑΣ. Οι ιθύνοντες της επιχείρησης θεώρησαν καλό να με προσλάβουν μετά την αποπεράτωση του εργοστασίου, όπου εργάστηκα εκεί, στη συντήρηση του εργοστασίου. Αλλά υπήρχε η νοοτροπία εκείνης της εποχής, επειδή άλλαξε και το πολιτικό καθεστώς -η πολιτική κυβέρνηση γιατί καθεστώς δεν ήταν- στη χώρα μας για πρώτη φορά, βγήκε το κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., πανηγυρίσαμε εμείς οι εργαζόμενοι ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί, αλλά αντιμετωπίσαμε πάρα πολύ την έχθρα των συντηρητικών εκείνης της εποχής, κυρίως των βιομηχάνων που μαχόταν με λύσσα απέναντι στο τότες κίνημα -το νεωτεριστικό θα 'λεγα- που έδωσε μία ανάσα στους εργαζόμενους. Με αποτέλεσμα, σιγά σιγά το εργοστάσιο να το υποβαθμίζουνε, γιατί σταμάτησαν τότες τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια που απαιτούσαν οι εργοστασιάρχες και ώσπου, απειλώντας την κυβέρνηση ότι θα μας απολύσει, έφτασε στο σημείο να κλείσει το εργοστάσιο και σήμερα να είναι ένα οικόπεδο. Εκεί, όμως, έγινε κάτι συγκλονιστικό στη ζωή μου -γιατί είχαμε μαζευτεί γύρω στα τριακόσια άτομα, ήμασταν εκεί άντρες, γυναίκες, νέα παιδιά όλοι- συμπάθησα μία γαζώτρια της εποχής, την σημερινή μου σύζυγο. Αρραβωνιαστήκαμε, παντρευτήκαμε και συνεχίσαμε τον κοινό βίο. Μετά την απόλυσή μας, αποφασίσαμε, έτσι, σαν μυαλό ανήσυχο εγώ, έπρεπε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, να μην εκμεταλλευτούμε αυτές τις γνωριμίες της τότες κυβέρνησης, να βολευτούμε σε κάποια από τα συνεταιριστικά εργοστάσια που κάνανε οι περισσότεροι και σήμερα είναι και συνταξιούχοι αυτοί εδώ και δεκαετία- κάναμε μια δικιά μας επιχείρηση. Κάναμε ένα μικρό εργαστήριο δερμάτινων ενδυμάτων, γιατί η γυναίκα μου ήξερε πάρα πολύ καλά αυτή την τέχνη. Την βοήθησα κι εγώ, παρόλο που είμαι ηλεκτρολόγος, έγινα σχεδιαστής, έγινα κόπτης, προμηθευτής, διακινητής και δέκα χρόνια κρατήσαμε αυτό το εργαστήριο, πήγαμε πάρα πολύ καλά.
Αλλά η άτιμη η μοίρα μάς επιφύλαξε κι άλλα δεινά, γύρω στο 1989, μαθαίνω ένα βράδυ ότι ο αδελφός μου σκοτώθηκε. Ήταν Φεβρουάριος, 19 Φεβρουαρίου του '89. Κι όχι μόνο σκοτώθηκε, σκοτώθηκε κι η γυναίκα του και το ένα το παιδί. Δυο παιδιά είχε. Παίρνω τους γονείς μου, πάμε στην Δράμα και παραλαμβάνουμε τον νεκρό, τους νεκρούς. Την επόμενη μέρα είχαμε μια κηδεία με τρία φέρετρα στο πατρικό μου σπίτι. Έπρεπε, όμως, να φροντίζω για το άλλο το παιδί που ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Μετά την κηδεία, ήδη το παιδί νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Ξάνθης, εγχειρίστηκε, έπρεπε να οδηγηθεί στο Παίδων Πεντέλης τότες, γιατί κάπου εκεί είχε τότες για πρώτη φορά είχε βγει η αξονική τομογραφία, τώρα είναι κάτι συνηθισμένο, βέβαια, αλλά τότες μόνο εκεί είχε. Παίρνω το παιδί και πάω τεσσάρων χρόνων στην Αθήνα, στο Παίδων Πεντέλης. Από εκεί μας οδήγησαν στον αξονικό. Είδαμε ότι το παιδί δεν έχει σοβαρά προβλήματα και ήδη άρχισε να ανακάμπτει. Αποφάσισα εκεί αυτό το παιδί -όχι αποφάσισα- θεώρησα φυσική συνέχεια να το μεγαλώσω εγώ και η γυναίκα μου. Ήμασταν αρραβωνιασμένοι ακόμα. Έτσι κι έγινε! Το παιδί μεγάλωσε μαζί μας. Σήμερα είναι τριάντα επτά χρονών. Εγώ λες και μεγάλωνα με τον αδερφό μου μαζί. Γιατί ήμουν και τότες μικρός και τον έμοιαζε και καταπληκτικά. Το ίδιο και η γυναίκα μου. Δεν το χωρίσαμε απ' το φυσικό μου παιδί. Συνεχίσαμε, όμως, να εργαζόμαστε στο εργαστήριο που είχαμε κάνει. Αλλά βλέπαμε ότι τα πράγματα μερικά έχουνε και κάποιο τέλος. Αυτή η μόδα με τα δερμάτινα κινδύνευε να χαθεί. Εγώ αποφάσισα τότες να συνεχίσω το παλιό μου επάγγελμα και βγαίνω έξω στην αγορά και κάνω δικές μου εργολαβίες. Παράλληλα, το 1986 τυχαίνει να βρούμε ένα οικόπεδο στο Εύμοιρο και να το αγοράσουμε, από κοινού. Και το άφησα έτσι. Όταν, όμως, αρχίσαμε να δουλεύω και εγώ έξω και η γυναίκα μου, όσο μπορούσαμε στο εργαστήριο, άρχισαν να συγκεντρώνονται κάποια χρήματα και αποφασίσαμε να το χτίσουμε. Το χτίσιμο ξεκίνησε το 1988 και βάσταξε μέχρι το 1991, όπου δειλά δειλά αρχίσαμε να μετακομίζουμε. Έγινε ένα ωραίο σπίτι, όπως το θέλαμε, και σιγά σιγά εγκατασταθήκαμε. Παράλληλα, επειδή τα παιδιά είχαν αυξημένες ανάγκες και έπρεπε να βρισκόμαστε δίπλα και οι γονείς μου δεν μπορούσαν πλέον να τα παρακολουθήσουν, γιατί το έβλεπα κιόλας, αναγκαζόμαστε και κλείνουμε το εργαστήριο και αφοσιώνεται η γυναίκα μου στην ανατροφή των παιδιών.
Εγώ είχα την τύχη τότες να προσληφθώ από μία κοινοπραξία σαν εργοδηγός που θα έφτιαχνε το Νοσοκομείο Ξάνθης. Το μεγαλύτερο σχολείο για μένα! Κάθισα εφτά χρόνια εκεί, ώσπου έμεινα ο τελευταίος που το παρέδωσε, όταν έφυγε η εταιρεία που το κατασκεύαζε. Μεγάλο σχολείο! Μεγάλη γνώση! Μεγάλη εμπειρία! Τελειώνοντας από εκεί με την παράδοση του νοσοκομείου το '97, βγαίνω και κάνω μία δική μου επιχείρηση, ένα δικό μου συνεργείο. Ήταν μία εποχή ανάπτυξης τότες στην πόλη. Χτίζονταν διάφορα εργοστάσια, σούπερ μάρκετ, πήγαινε να ανακάμψει η οικονομία. Και είχα πάρα πολλές δουλειές. Είχα φτάσει σε ένα συνεργείο να έχω δεκαέξι άτομα θυμάμαι. Φτάσαμε στο σημείο -πολύ περίεργο τώρα- να διαλέγουμε δουλειές. Πού θα πάμε και ποιον θα εξυπηρετήσουμε. Πήγε καλά αυτή η υπόθεση! Εξοπλίσαμε το σπίτι μας, πήραμε αυτοκίνητο δεύτερο, πήρα καινούρια εργαλεία. Βγαίναμε και σε δουλειές εκτός νομού. Επεκταθήκαμε! Αλλά ξαφνικά και αυτό [00:20:00]άρχισε να φθίνει, γιατί υπήρχαν αλλεπάλληλες εκλογές την εποχή εκείνη. Αλλάζαν οι κυβερνήσεις, όχι με σοβαρές ιδεολογικές διαφορές. Ήδη το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήτανε -που είχαμε υποστηρίξει στην αρχή- άρχισε να φθίνει, να μετατρέπεται σε ένα αστικό κόμμα -θα 'λεγα- που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα απ' τα άλλα συντηρητικά κόμματα, που διαδεχόταν στην εξουσία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τελευταία -μέχρι πότε να πω- μέχρι τις αρχές του 2000, όταν τελείωσε το νοσοκομείο. Αποφάσισα με έναν συνεργάτη που δουλεύαμε μαζί να μπούμε στον χώρο των κατασκευών μια και εγώ είχα ήδη έτοιμο συνεργείο, να μπούμε και στον χώρο των οικοδομικών κατασκευών. Δηλαδή να μπούμε στη λογική των αντιπαροχών, πράγμα που δεν μου άρεσε εμένα, αλλά ήτανε μία τελείως βιοποριστική κατεύθυνση. Πήγαμε καλά εκεί. Κάναμε δώδεκα οικοδομές μαζί. Γύρω στα εκατόν είκοσι διαμερίσματα. Πουλήθηκαν όλα, την εποχή... Είμαστε στις αρχές του 2000, φτάσαμε στο 2004, Ολυμπιακοί Αγώνες. Ακόμα υπήρχαν δουλειές, γινόταν διάφορα έργα ακόμα στην περιοχή και φτάνουμε στο 2006 που αρχινάει η κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας. Η ύφεση -θα έλεγα- η οποία δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αναγκάστηκα να κρατήσω λίγα άτομα απ' το συνεργείο μου. Παρόλα αυτά, στον δρόμο μου βρέθηκαν πάλι οι παλιές εταιρίες που συνεργαζόμουν και μ' ανάθεσαν την κατασκευή ενός μεγάλου έργου στην Ξάνθη, του μεγάλου εμπορικού κέντρου, του μοναδικού που υπάρχει, έξω από την Ξάνθη. Το ολοκλήρωσα μέσα σε ενάμιση χρόνο. Παράλληλα, όμως, δουλεύαμε και κάποια μάρκετ, κάναμε μεγάλα κτήρια, όπως την Εφορία Ξάνθης, το εμπορικό κέντρο της Odeon -θυμάμαι- την Αστυνομική Σχολή. Κάτι γινόταν! Όλα αυτά, όμως, μέχρι το 2006 που με πολλή δυσκολία... Άντε με το μέχρι το 2010 που βγήκε μεγάλη δουλειά. Μετά από τότες υπάρχει πλήρη ύφεση! Κανένα μεγάλο έργο. Άρχισε σιγά σιγά το συνεργείο μου να μειώνεται. Κράτησα τα πολύ απαραίτητα. Μπήκε ήδη στον χώρο μετά τις σπουδές του ο γιος του αδελφού μου που μεγάλωνε μαζί μου. Έμαθε πάρα πολύ καλά τη δουλειά. Τον ανάθετα και από μόνος του να αναλαμβάνει δουλειές. Αλλά σιγά σιγά κι αυτό ακόμα δεν μπόρεσε να μας κρατήσει. Φτάνουμε στην περίπου σημερινή εποχή, που υπάρχει τελείως αυτή η έφεση, η ένδεια. Δεν υπάρχει επαγγελματικός προσανατολισμός. Οι νεολαίοι μας άρχισαν πάλι να φεύγουν στο εξωτερικό, δηλαδή άρχισε να φυλλορροεί πάλι η Ελλάδα μας. Τα κεφάλια, αυτά τα σπουδαγμένα κεφάλια, πήγαν να στηρίξουν άλλες εθνικές οικονομίες. Δυστυχώς, δεν το κάνανε από κακή πίστη, το κάνανε από αναγκαιότητα τα παιδιά. Τους δικαιολογώ απόλυτα. Οι γονείς παρέμειναν εδώ φροντίζοντας ό,τι έχει μείνει από αυτήν την οικονομία στην Ελλάδα. Κι έτσι πορευτήκαμε, εγώ τουλάχιστον, με ψιλοσυντηρήσεις, με ψιλοκατασκευές. Το ίδιο ο μικρός μου ο γιος έφυγε για σπουδές στο Ηράκλειο, μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εγώ έμεινα με τον μεγάλο. Πάντα, όμως, ανήσυχο μυαλό εγώ, δεν αρκούμουν με αυτά που έβλεπα και δεν ήταν απαραίτητο να κάνουμε αυτά που 'χουμε μάθει να κάνουμε. Και ώθησα τον μεγάλο μου να ασχοληθεί με το εμπόριο. Και το έκανε! Τον βοήθησα όσο μπορούσα. Κι αυτό ακόμα δύσκολο ήταν! Πάρα πολύ δύσκολο! Να συνεχιστεί αυτή η υπόθεση, γιατί δεν υπήρχε ζεστό χρήμα στην αγορά, για να στηρίξει δηλαδή... Και, δυστυχώς, παρακολουθώντας τα γεγονότα βλέπω ότι τα παιδιά δυσκολεύονται πλέον να κάνουν οικογένειες. Δυσκολεύονται ακόμα να κάνουν και σχέσεις μεταξύ τους. Δηλαδή φοβούνται πια. Δεν ξέρουν, επειδή ίσως και εμείς είμαστε υπεύθυνοι, τους μάθαμε τις καλές εποχές να έχουν τα πάντα, αυτοί τρομοκρατούνται στην ιδέα ότι δεν θα μπορέσουν να προσφέρουν στα δικά τους παιδιά, αυτά που τους προσφέραμε εμείς. Δεν ξέρω αν ήταν καλό αυτό το πράγμα που κάναμε. Αλλά αυτή την ανέχεια που βιώσαμε την δεκαετία του '60 εμείς, δεν θέλαμε να τη βιώσουν τα παιδιά μας. Και φτάσαμε στο οριακό σημείο πλέον εγώ, σε αυτή την ηλικία των εξήντα τεσσάρων ετών να κατευθυνθώ προς την συνταξιοδότησή μου, πράγμα που πριν από δεκαπέντε χρόνια τα είχαν κάνει άλλοι, ευνοούμενοι από τα καθεστώτα της εποχής, κυρίως οι δημόσιοι υπάλληλοι, που τους δινόταν η ευκαιρία να μπουν πολύ πιο νωρίς στη συνταξιοδότηση. Εγώ σ' αυτή την ηλικία δεν μπορούσα πλέον να ανέβω στις σκαλωσιές. Κι έτσι περιμένω υπομονετικά τώρα να πάρω την σύνταξή μου - όχι πολυπόθητη - αναγκαία, βέβαια. Δεν μου αρέσει εμένα ο όρος σύνταξη. Ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει όσο μπορεί, όσο θέλει. Αλλά αυτό το άθλιο κράτος ποτέ δεν θα σου πει: «Φτάνει πια, από τώρα κι ύστερα βγαίνεις σε σύνταξη!». Ποτέ! Αν δεν πας και τους χτυπήσεις την πόρτα.
Πολύ ενδιαφέρουσα πορεία. Θα σε γυρίσω λίγα χρόνια πίσω. Μίλησε μου για τη ζωή σου. Για τα παιδικά σου χρόνια, εδώ.
Περιληπτικά σου είπα ότι ήταν σχεδόν ανέμελα. Αλλά θα σου πω ότι αυτή η γειτονιά που μεγάλωσα, η Κοραή, που δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή οδό αυτή, ούτε θέλω να περνάω από εκεί που είναι το πατρικό μου σπίτι. Δεν υπάρχει πλέον άλλωστε. Ήμασταν οι λεγόμενες συμμορίες εκεί, των γειτονιών. Πάνω γειτονιά, κάτω γειτονιά, πετροπόλεμοι, κλεφτοπόλεμοι, μπάλα πάρα πολλή, βόλεϊ πάρα πολύ, με οτιδήποτε βρίσκαμε, μη φανταστείς. Δίπλα ήταν και το στρατόπεδο και χρησιμοποιούσαμε πολλές φορές το φιλέ του στρατοπέδου εκεί για να παίξουμε βόλεϊ. Και κάναμε -υπήρχε τότες η λογική, ας την πω- να κάνουμε τους εξερευνητές. Και φεύγαμε από την πόλη, άλλωστε η γειτονιά μας ήταν στις παρυφές της πόλης, στην βορειοδυτική πλευρά της πόλης, τα βουνά ήτανε πολύ κοντά. Πηγαίναμε, ανακαλύπταμε σπηλιές, αρχαία χαλάσματα, τέτοια πράγματα. Τότε ανεβαίναμε στις κορυφές των βουνών. Φυσικά οι γονείς ανήσυχοι πάντα, αν θα επιστρέψουμε, τι θα κάνουμε. Δεν περνούσαμε και καλά βέβαια. Θυμάμαι τα γεγονότα, όταν γινόταν φθινόπωρο, η περιοχή μας εκεί γέμιζε ομάδες, κοπάδια από γαϊδούρια. Ήτανε η χαρά μας τότες. Πώς βρίσκαμε αυτά τα γαϊδούρια; Υπήρχε η λογική τότες το γαϊδούρι δεν χρειάζεται στις αγροτικές εργασίες πλέον το χειμώνα που δεν έχει. Τ' αφήνανε ελεύθερα κι αυτά μπαίνανε μες στην πόλη. Και παίζαμε μ' αυτά. Ανεβαίναμε... Χάθηκαν αυτά, εξαφανίστηκαν. Οι γειτονιές αυτές είχανε πάρα πολύ μεγάλη γραφικότητα. Θυμάμαι μας εντυπωσίαζαν οι διάφοροι επαγγελματίες που περνούσαν, που διαλαλούσαν το επάγγελμά τους. Πέρα από τους κλασικούς, τους μανάβηδες, τους ψαράδες, τους γιαουρτζήδες, τους γαλατάδες δηλαδή, περνούσαν και κάτι περίεργα -ας πούμε- επαγγέλματα, όπως ο παπλωματάς. Μας έκανε εντύπωση ένα εργαλείο που είχε αυτός ο τεχνίτης. Κυρίως Μικρασιάτες ήτανε αυτοί, πατριώτες του πατέρα μου. Τους καλούσαν οι νοικοκυρές, άνοιγαν τα παπλώματα τους, αυτός [00:30:00]άπλωνε καθαρά μιντέρια -που λέγαμε εμείς- κιλίμια στις αυλές των νοικοκυραίων, άπλωνε τα παλιά τους τα στρώματα. Έβγαζε το μαλλί με αυτό το ένα παράξενο εργαλείο, σαν τόξο ήταν, θυμάμαι. Το αφράτευε, το ξανάβαζε μέσα, το έραβε το πάπλωμα, το σεντόνιαζε με καθαρό ύφασμα, θυμάμαι. Ήτανε αυτοί ένα πολύ παράξενο επάγγελμα κι είχε ένα χαρακτηριστικό θόρυβο όταν χτυπούσε αυτός τη χορδή αυτού του τόξου και μαζευόμασταν. Άλλα επαγγέλματα ήταν οι καλαϊτζήδες- οι γανωτήδες δηλαδή. Αυτοί είχανε ένα-, κουβαλούσαν ένα εργαλείο σαν φουφού. Φουφού είναι μία φορητή- ας πούμε- συσκευή που είχε μέσα υγρό καλάι. Καλάι είναι κασσίτερος- ας το πούμε έτσι- άναβε αυτό με κάποιον τρόπο και τον καλούσαν οι νοικοκυρές και καθόταν έξω από την πόρτα και γανώνανε, επικασσιτερώνανε τα κουτάλια και τα πιρούνια τους. Αλλά αυτός μπορούσε και επικασσιτέρωνε και τα χάλκινα σκεύη της εποχής, οι κατσαρόλες δηλαδή. Αυτός τα έβαζε σ' ένα σακί, τα έπαιρνε στο εργαστήριο του και τα έκαμνε εκεί. Δεν μπορούσε επί τόπου, επί τόπου έκανε μόνο τα μαχαιροπήρουνα και γινόντουσαν ασημένια, θυμάμαι. Άλλο επάγγελμα ήτανε το επάγγελμα του καρέκλα που περνούσε κι ο καθένας είχε και έναν ειδικό τρόπο να διαλαλεί είτε το επάγγελμά του ή το προϊόν που πουλούσε. Ήτανε καρεκλάδες. Περνούσανε και όποιοι είχανε - οι καρέκλες εκείνης της εποχής ήταν πλεγμένες, ξύλινες, βέβαια, με χόρτα, με κάτι φυτά, με τα βούρλα συγκεκριμένα, που τα μάζευαν από τα έλη και με μία ιδιαίτερη τεχνική κάθονταν και βγάζαν το παλιό χόρτο, πλέξιμο πάνω στις καρέκλες και τοποθετούσαν με απίστευτη μαεστρία το καινούριο χόρτο, το καινούριο πλέξιμο, ας το πούμε. Μετά αυτοί άρχισαν -μεταλλάχθηκαν λίγο- άρχισαν να... Βγήκε το πλαστικό. Τότες το λέγανε νάιλον και υπήρχανε λωρίδες νάιλον χρωματιστές και κάνανε τις καρέκλες, πλέκαν με αυτό το πράγμα, με αυτό το νάιλον. Και γινόταν, γιατί ήταν πολύ νεωτεριστικό τότες. Δηλαδή όλες πετούσαν το παλιό, την παλιά πλέξη της καρέκλας και βάζαν αυτό το ασυνήθιστο προϊόν για την εποχή. Σήμερα, θα φάνταζε σαν κιτς βέβαια, αλλά εν πάση περιπτώσει, ήταν πολύ πρωτοποριακό τότες. Άλλα επαγγέλματα που περνούσαν... Α! Περνούσε ο πωλητής που πουλούσε ποδαράκια. Τι ήταν αυτά εδώ; Ήταν ποδαράκια αρνίσια που τα παίρναν δωρεάν. Καθάριζαν τα σφαγεία, αυτοί τα βγάζαν την επιδερμίδα και τα πουλούσαν για να τα κάνουν πατσά. Και θυμάμαι αρμαθιές αρμαθιές με ένα μεγάλο ξύλο μπρος και πίσω κρεμόταν τα ποδαράκια και περνούσαν από τις γειτονιές και έπαιρνε άλλος έξι, επτά ποδαράκια και έκανε την σούπα της εποχής, τον πατσά της εποχής. Βέβαια, ήταν πάρα πολύ δυναμωτικό γιατί έκανε καλό στα κόκκαλα λέγανε. Άλλο επάγγελμα της εποχής εκείνης... Βέβαια κάθε μέρα περνούσαν οι Ρομά, οι τσιγγάνοι της περιοχής μας και πουλούσαν μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, κρατούσαν μάλλον στον ώμο τους ένα χαλί, τάχα μου περσικό ή μπουχάρα ή κάτι τέτοια που λέγανε. Όλα ήταν της μηχανής βέβαια. Αλλά θυμάμαι πάντα το γαρύφαλλο στο αυτί. Ο κλασικός, ο τσιγγάνος με την τραγιάσκα. Και μην τολμούσες να τον ρωτήσεις κάτι. Γινότανε τσιμπούρι, ώσπου να μπορέσουνε να πουλήσουν το χαλί τους. Περνούσαν κι άλλοι πωλητές που πουλούσαν είδη προικός με κάτι αυτοσχέδια αυτοκίνητα-κλούβες και αυτοί πουλούσανε σεντόνια, μαξιλάρια, κουβέρτες, τέτοια πράγματα και όλα με δόσεις. Περνούσαν αυτοί, πουλούσαν και περνούσαν: «Τον Αύγουστο παράδες», έλεγαν. Τον χειμώνα περνούσανε και τον Αύγουστο παράδες. Δηλαδή, περνούσαν μετά μ' ένα τετράδιο κι άμα σε έβρισκαν έπαιρναν τα λεφτά τους. Τέλος πάντων, γιατί οι περισσότεροι είχαν μετακομίσει τότες, μετοικήσει μάλλον στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια περνούσαν οι καρπουζάδες από τον κάμπο. Θυμάμαι ήταν η χαρά των παιδιών τότες. Τρέχαμε πίσω από το κάρο κι είχε ένα μεγάλο ξύλο από πίσω και ανεβαίναμε, σκαρφαλώναμε και κάναμε καβαλίκα, που το λέγαμε. Πηγαίναμε μέχρι την επόμενη γειτονιά χωρίς να μας αντιληφθεί ο αμαξηλάτης. Περνούσανε μελάδες, ψαράδες. Όλη η οικονομία ήτανε, βασιζόταν σε αυτό το εμπόριο- ας πούμε- και στις τέχνες που ήταν περιπλανώμενοι. Θυμάμαι ένα γεγονός κάποτε, πέρασε ένας τύπος και μάζευε παλιές εικόνες. Οι άμοιρες οι γυναικούλες δίνανε την παλιά εικόνα και δεν την αγόραζε αυτός, έδινε μία αντίστοιχη χάρτινη. Σε πολλά σπίτια θα δείτε τέτοιες εικόνες αγίων και μάλιστα δίνανε την αίσθηση ότι είναι τρισδιάστατες. Ήτανε κάτι πρωτοποριακό τότες και πολύ ωραίο να έχεις στο εικονοστάσι μία τέτοια εικόνα, από το να έχεις εκείνη την παλιά, σκοροφαγωμένη, καπνισμένη εικόνα που σήμερα είναι ανεκτίμητα κειμήλια. Βέβαια, ήτανε αυτοί οι απατεώνες της εποχής, οι αρχαιοκάπηλοι, ας τους πω έτσι. Δεν μου 'ρχεται κάποιο άλλο επάγγελμα περιφερόμενο. Πάντως αυτή ήταν η ζωή μας εκεί, σ' αυτές τις γειτονιές, τις παλιές γειτονιές του αστικού συνοικισμού της πόλης μας. Τώρα τοΝ λέγανε αστικό γιατί... Δεν ξέρω γιατί. Γιατί περνούσε το αστικό λεωφορείο από εκεί; Ήταν ο καινούριος συνοικισμός που είχανε φτιάξει το 1925 για τους πρόσφυγες; Ήταν ο μοναδικός οικισμός που είχε ρυμοτομία, τέλος πάντων. Ενώ η Παλιά Πόλη ήταν άναρχα φτιαγμένη, γιατί εκείνη την εποχή η λογική που επικρατούσε ήταν να φτιαχτούν όπου έβρισκε ο άλλος χώρο. Σήμερα, βέβαια, η Παλιά Πόλη είναι ένας ανεκτίμητος αρχιτεκτονικός οικισμός, από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν στα Βαλκάνια. Και αξίζει τον κόπο να τον επισκεφτεί ο κόσμος. Οι παλιές γειτονιές, ο παλιός αστικός συνοικισμός είναι ο κακός οικισμός, που λέει ο Χατζηδάκις. Ο μεγάλος μουσικός που γεννήθηκε στην Ξάνθη έλεγε πάντα με καμάρι: «Εγώ γεννήθηκα στην Παλιά Ξάνθη -έλεγε- όχι στην καινούρια, την άσχημη, την τσιμεντένια». Και έχει απόλυτο δίκιο ο άνθρωπος. Αυτή... Και τώρα είμαστε σ' αυτή την ηλικία... Δεν μπορώ να πω. Είμαστε στο φθινόπωρο της ζωής μας, όχι στη δύση. Περιμένουμε να πάρουμε αυτή την, υποθέτω, πενιχρή σύνταξη για να πορευθούμε. Δυστυχώς, τώρα μείναμε πλέον οι δυο μας σε αυτό το τεράστιο σπίτι με τόσα όνειρα που φτιάξαμε. Τα παιδιά μας ακολούθησαν τους δρόμους τους. Κι έτσι είναι! Τα παιδιά δεν σου ανήκουν. Ανήκουν στην κοινωνία από μια ηλικία και μετά. Με τα γνωστά προβλήματα που έχουν τα ζευγάρια. Να τους πειράζει ο καθένας. Ο καθένας έχει αποκτήσει μία φιλοσοφία, μία λογική που δεν νοεί να την αλλάξει κι έτσι ζούμε και σε συγκρούσεις μέσα σε αυτήν την οικογένεια. Ποια οικογένεια; Τα δύο άτομα που μείναμε! Βέβαια, βιώσαμε και την περίοδο αυτή -που θα έχουμε να την λέμε κάποτε- του κορονοϊού που θα έχει και κοινωνικά αντίκτυπα αυτή η περίοδος, γιατί απομάκρυνε τον κόσμο μεταξύ τους. Σ' αυτό το σπίτι μας πάντα έσφυζε από ζωή, εννοώντας έρχονταν φίλοι, πηγαίναμε εμείς, γίνονταν τραπέζια στην αυλή μας, τσίπουρα. Τώρα πάνε όλα αυτά. Φοβάται ο ένας ν' αντιμετωπίσει τον άλλον, γι' αυτό άρχισε κι η γκρίνια στα ζευγάρια αυτής της ηλικίας. Ενώ οι γονείς μας μεγάλωσαν διαφορετικά, παρόλο αυτό το... Επειδή ζήσανε μια ζωή στη φτώχεια δεν είχανε αυτή την πολυτέλεια, αυτή την αντίδρασή. Εγώ σπάνια άκουγα, θυμόμουν τους γονείς μου να μαλώνουν. Πολύ σπάνια! Για ασήμαντα πράγματα εδώ σήμερα γίνονται φασαρία. Αυτοί, όμως, έφτασαν στο σημείο να πεθάνουν στο ίδιο μαξιλάρι, πράγμα δύσκολο για τα σημερινά ζευγάρια. Δύσκολα! Θα δούμε [00:40:00]τώρα από δω και πέρα τι μας επιφυλάσσουν τα πράγματα, γιατί στη διεθνή σκακιέρα παίζονται διαφορετικά παιχνίδια για εμάς, χωρίς εμάς βέβαια, όπως γίνεται πάντα. Μάλλον, θα προσδοκούν να ξανανακατέψουν την τράπουλα οι μεγάλοι. Κάπου δεν τους βγαίνουν τα χαρτιά. Είναι γεγονός ότι δεν έχουμε και καλούς γείτονες γύρω μας, εθνικούς γείτονες εννοώ. Είμαστε ένα κράτος ανάδελφο, όπως είπε κάποτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Σαρτζετάκης. Κι έτσι είμαστε! Δεν υπάρχει άλλο έθνος Ελλήνων, οι μοναδικοί είμαστε. Εμείς κι οι Εβραίοι τα καθαρά έθνη, Ισραηλίτες δηλαδή. Όλοι οι άλλοι είναι αχταρμάς, που θα 'λεγε ο μπαμπάς μου. Συνονθύλευμα φυλών. Τώρα τι τα ήθελα και με έπιασαν αυτά τώρα.
Σ.Μ.: Πώς ήταν να μεγαλώνεις μέσα σε μία συνοικία προσφύγων;
Ήτανε ανέμελα μεν, όχι εύκολα. Υπήρχε μία ιεραρχία σ' εκείνες τις γειτονιές. Οι μεγάλοι ήτανε αξιοσέβαστα άτομα. Δηλαδή, θα μπορούσε μια γειτόνισσα να ανοίξει την πόρτα και να πει: «Τασούλη, έλα εδώ, αγόρι μου! Πάνε στο μπακάλη και πάρε μου αυτά τα πράγματα». Αναντίρρητα έπρεπε να το κάνεις. Όχι για να πάρεις κάποιο μπαξίσι εσύ. Δεν υπήρχε αυτή η πολυτέλεια. «Πάνε στο φούρνο!». Εμείς πρόθυμα! Δεν ήταν δυνατόν ν' αρνηθούμε, γιατί καραδοκούσαν οι γονείς μας και άκουγαν. «Δεν πήγες στην κυρά Μαρίτσα που σου ζήτησε;». Κάηκες! Τόσο σεβασμός υπήρχε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο ανέμελα ήταν τα πράγματα και σε τι ασφάλεια ζούσαμε. Εννοώ την ασφάλεια της επιβίωσης, όχι την οικονομική. Στο πόσο ασφαλής ήταν ο χώρος που ζούσαμε, σε αυτήν τη μικρή κοινωνία. Όλα τα σπίτια ξέραμε πού είχανε τα κλειδιά τα εξωτερικά, της εξώπορτας. Πέρα από το κλασικό πατάκι της πόρτας, πέρα από τη γλάστρα που υπήρχε στον τοίχο, κρυμμένο τότες, για τους πολύ ψηλούς βάζανε τα κλειδιά πίσω από το νούμερο του σπιτιού που ήτανε στο πάνω μέρος πόρτας. Βάζανε εκεί το κλειδί. Άλλοι το είχανε σε έναν φεγγίτη δίπλα στην πόρτα. Σηκώνανε τον φεγγίτη και παίρνανε το κλειδί που ήταν ακριβώς από πίσω. Ξέραμε, δηλαδή, πού έχει ο καθένας το κλειδί. Δεν φοβόταν κανένας! Γύρω στο '65-'66-'67 μάλλον, περίοδο της Χούντας, μπήκε στη γειτονιά μας το πρώτο τηλέφωνο. Και μάλιστα μπήκε κολλητά στο σπίτι μας, στην οικογένεια Ουζγούρογλου που ήμασταν μεσοτοιχία, που ήτανε και πατριώτης απ' την πατρίδα του πατέρα μου, την Κιουτάχεια. Βάλανε κι ένα τηλέφωνο, γιατί ο γαμπρός τους ήταν αξιωματικός, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Ακόμα το θυμάμαι το νούμερο. Εν πάση περιπτώσει, όταν χτυπούσε ήταν τόσο πρωτοποριακό αυτό το πράγμα. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, φυσικά το τηλέφωνο εξυπηρετούσε όλη τη γειτονιά εκεί, τρέχαμε εμείς τα παιδιά, παίρναμε από το πατάκι το κλειδί της πόρτας, ανοίγαμε την πόρτα και απαντούσαμε στο τηλέφωνο της γειτόνισσας. Αν είναι δυνατόν, δηλαδή, σήμερα που το σκέφτομαι». «Θέλω την κυρία Σούλα από απέναντι!». Την κυρία Σούλα! Η κυρία Σούλα ερχότανε γρήγορα γρήγορα με τις ρόμπες της γειτονιάς, εκείνης της εποχής, οι νοικοκυρές. Και μιλούσε με την κόρη της, ξέρω εγώ, στην Αθήνα ή ερχόνταν προσκλήσεις: «Στην τάδε του μηνός, την τάδε ώρα θα ομιλήσετε με τη Γερμανία. Η κυρία τάδε τάδε». Ξανά εμείς πηγαίναμε και χτυπούσαμε την πόρτα: «Ξέρετε, στις 13:00 η ώρα θα μιλήσεις στο τηλέφωνο, κυρ Σίμο». Και γινόταν αυτό. Και φυσικά η οικογένεια ούτε διαφωνούσε. Χαιρόταν μάλιστα με αυτή τη δραστηριότητα. Γέροντες ήταν, βέβαια, και τους άρεσε αυτό το σούλτα φέρτα μέσα στο σπίτι. Αυτά για το τηλέφωνο. Πολύ χαρακτηριστικό! Εκείνο το καλοκαίρι ειδικά έσκασε ο τζίτζικας. Θυμάμαι, υπήρχαν και αυτοί που πουλούσαν πάγο για τα ψυγεία της εποχής. Μπουζιέρες τις λέγανε. Το μπουζ είναι ο πάγος. Και περνούσε με κάτι τρίκυκλα, διάφοροι. Δύο ήτανε στην περιοχή μας. Ένας ήτανε ο κυρ Βασίλης και ένας ήταν ο Μπάμπης. Να μην πούμε επίθετα, τα παιδιά τους είναι γνωστά. Λοιπόν, και κόβανε μ' ένα πριόνι τις κολώνες του πάγου, τις χαράσσαν λίγο δηλαδή και μ' ένα κοπίδι το χτυπούσαν και χώριζε ο πάγος και με μια ειδική αρπάγη, το παίρνανε και τ' αφήνανε έξω από την πόρτα. Ήξεραν τι ώρα θα περάσει, δηλαδή. Και οι γυναίκες αμέσως το τυλίγαν σε μια λινάτσα και το βάζανε μες στο ψυγείο τους, για να 'χουν κρύο νερό. Εμείς, όταν βάζαμε τους πάγους έξω απ' τα σπίτια, τρέχαμε και το ροκανίζαμε με τα δόντια μας. Μας άρεσε σαν παγωτό, τάχα μου. Το ίδιο γινόταν και τότες, όταν σταμάτησαν να πουλάνε γάλα οι γαλατάδες με τον μαστραπά, που λέγαμε, που πήγαινε η γυναίκα με το γαλατιέρα και ο γαλατάς της μετρούσε το γάλα, με κάτι δικά του ποτήρια, ειδικά μεταλλικά. Τότες, το 1966, φτιάχτηκε για πρώτη φορά το εργοστάσιο γάλακτος της Ροδόπης. Η Ροδόπη, το λέγανε, που υπάρχει και σήμερα και έκανε διανομές γάλακτος σε μπουκάλια. Πρωτόγνωρο πράγμα! Περνούσε ο γαλατάς και άφηνε όσα κενά έβρισκε έξω από την πόρτα, τόσα γεμάτα έβαζε, γυάλινα μπουκάλια. Και δεν τα πείραζε κανένας εκείνα τα μπουκάλια, τα γεμάτα, να τα πάρει να τα πάει στο σπίτι του, να τα κλέψει, δηλαδή. Κανένας! Έπαιρνε τα παλιά ο γαλατάς, μ' ένα ειδικό καλάθι που είχε θήκες επάνω και έβαζε. Ένα έβρισκε; Ένα! Τρία κενά; Τρία γεμάτα. Κι ούτε ανησυχούσε, αν θα πάρει τα λεφτά του. Ήξερε ο άνθρωπος ότι θα τα πάρει τα λεφτά του. Πολλές φορές τα παίρναν κι αμέσως μέσα τα γάλατα οι κυράδες της εποχής. Ένα γεγονός -θυμάμαι- πολύ μικρός, κάθε καλοκαίρι δουλεύαν οι μάνες μας στα καπνομάγαζα. Τα καπνομάγαζα, το μέρος που μέναμε, ήτανε πάρα πολύ μακριά, στην άλλη πλευρά της πόλης, στην ανατολική. Κι οι μάνες μας, νέες γυναίκες τότες, πηγαίναν εκεί. Το κάθε Σάββατο πληρωνόταν. Τα εργοστάσια ήταν συγκεντρωμένα σ' ένα σημείο εκεί, στην σημερινή οδό Καπνεργατών ή στην σημερινή οδό Καραολή. Εκεί γύρω ήταν όλα. Περιοχή Δώδεκα Αποστόλων. Στην σημερινή οδό Καπνεργατών, το Σάββατο το μεσημέρι στηνόταν οι πάγκοι από μικροπωλητές, μπαξεβάνους, τα πάντα εκεί, γιατί θα 'βγαινε ζεστό χρήμα. Όταν μιλάμε δούλευαν εκεί, δούλευαν τρεις χιλιάδες κόσμος, ξεχυνόταν με λεφτά. Και περιμέναμε υπομονετικά τη μάνα μας να πάρουμε μαντολάτα. Να μας πάρει μαντολάτο, ένα γλύκισμα παιδικό της εποχής. Κατεβαίναμε από τόσο μακριά, πάνω απ' τα στρατόπεδα, κάτω στα καπνομάγαζα. Στη Σ.Ε.Κ.Ε., συγκεκριμένα, δούλευε η μάνα μου. Τόσο ζωή υπήρχε σε κείνον τον τόπο.
Τώρα είναι κρανίου τόπος, είναι ρημαγμένα καπνομάγαζα, καπνεργοστάσια τα λένε, καπναποθήκες τα λένε. Πέρασαν σε χέρια ιδιωτών, δεν ξέρω πώς πέρασαν. Αυτά ανήκαν σε μεγάλους καπνεμπόρους κάποτε και ρημάζουν όλα αυτά τα πράγματα. Εδώ, θέλω να τονίσω την απουσία της πόλης μας, των αρχών της πόλης, που αφήνουν αυτόν τον πολιτισμικό θησαυρό να καταστρέφεται. Και να πάνε να χτίζουν έξω απ' τις πόλεις πανεπιστήμια. Αν είναι δυνατόν! Μια περιοχή με τέτοια εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κτήρια να καταρρέει και να πάμε να χτίζουμε άλλα, καινούρια. Είχα πάει Κάποτε στο Παρίσι, το 1997 αν θυμάμαι καλά, και πήγαμε στην περιοχή Quartier Latin. Εκεί που είναι τα πανεπιστήμια, στη συνοικία των Λατίνων. Θυμάμαι σε μια συνέλευση που είχε κάνει -διάφοροι πολιτιστικοί φορείς- και έκανα μία τοποθέτηση και έλεγα: «Αυτά τα κτήρια πρέπει να γίνουν σαν την περιοχή του Quartier Latin. Να γίνουν πανεπιστήμια! Είναι έτοιμα! Είναι πανέμορφα! Είναι μέσα στον ιστό της πόλης. Θα μπορούσαν να προσφέρουν». Σήμερα πάνε και τα φτιάχνουνε στου διάολου τη μάνα, έξω από την Ξάνθη, στο πουθενά, μέσα στην κοίτη του ποταμού. Και αναγκάζουν τους φοιτητές να πηγαινοέρχονται είτε με τα πόδια είτε με λεωφορεία και να κάνουν αυτό το αέναο ταξίδι κάθε γενιά φοιτητών και πάλι συνεχίζουν ακόμα να γίνεται έτσι. Το πανεπιστήμιο ζήτησε αυτή τη μεγάλη καπναποθήκη και ο [00:50:00]δήμος δεν την έδωσε. Θα 'παιρνε ζωή. Δυστυχώς! Η Ελλάδα μας δεν μπορώ να πω ότι είναι προοδευτική χώρα. Λυπάμαι πάρα πολύ! Έχει πολύ προοδευτικούς ανθρώπους, αλλά δεν έχει ευήκοα ώτα, τις αρχές. Καταστρέφεται καθημερινά όλος ο πολιτισμός που μας άφησαν οι παλιοί. Έχουμε χιλιάδες -γύρω γύρω εκατοντάδες- γύρω γύρω από την πόλη μας, αρχαιολογικούς χώρους οι οποίοι, είτε είναι περιφραγμένοι είτε είναι λεηλατημένοι. Δεν μπορούνε, δυστυχώς, να παρέμβουν, να αναδείξουν αυτό το προϊόν, το τουριστικό προϊόν που είναι ο χώρος μας. Αυτός ο αρχαιολογικός χώρος, η αρχαιολογική ιστορία, η αρχαία ιστορία της Ελλάδας. Πάνε και φτιάχνουν εργοστάσια στο πουθενά που δεν λειτουργούν, που δεν λειτούργησαν. Δυστυχώς!
Τι σε έκανε εσένα να ασχοληθείς με την πόλη;
Σου είχα πει από την αρχή είχα τη μανία... Καταλάβαινα, μάλλον, ότι σε αυτόν τον χώρο δεν μας φύτεψαν. Ούτε μας έριξε ο Θεός έτσι. Από κάπου προήλθαμε. Αυτό το πράγμα προϋποθέτει έρευνα, για να δεις από πού προήλθαμε. Δεν εννοώ να πάμε στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας, μιλάμε στο άμεσο παρελθόν μας. Δηλαδή, τι ήτανε πιο μπροστά από εμάς σ' αυτή την πόλη; Ποιοι ήτανε; Ψάχνοντας και βλέποντας και ζώντας μέσα σε μια οικογένεια προσφύγων απ' την Μικρά Ασία και τον Πόντο και κυρίως όλη η περιοχή του αστικού συνοικισμού απαρτίζεται από τέτοιους ανθρώπους, από Πόντιους, Μικρασιάτες, Ανατολικοθρακιώτες... Και αυτοί είχανε έναν κοινό νου πάνω από όλα. Καταλαβαίναν ότι έπρεπε να οργανωθούν και να ζήσουν σε αυτήν τη νέα χώρα. Κυρίως οι νέοι που ήρθαν, όπως ο πατέρας μου, νέος ήρθε εδώ. Ενώ οι παλιοί, γέροντες και γιαγιάδες, οι βρακούδες που τους λέγανε, γιατί συνέχιζαν να φοράνε ακόμα το σαλβάρι που φορούσαν στην πατρίδα τους και το ιδιαίτερα δεμένο τσεμπέρι στο κεφάλι, περιμέναν ότι θα γυρίσουν στην πατρίδα. Οι νέοι ήξεραν ότι δεν θα γυρίσουν στην πατρίδα. Νέοι; Δηλαδή, ο πατέρας μου τώρα άμα ζούσε θα ήταν εκατό χρόνων. Δεν θα ζούσανε. Η ζωή τους ήταν εδώ. «Ή δουλειά ή ψόφος», έλεγε ο μπαμπάς μου. Κι έτσι κάνανε! Μπόρεσαν και σταθήκαν σε αυτήν την πόλη. Αυτό όλο εμένα με δημιούργησε αυτή τη θέληση να ψάξω να βρω πραγματικά. Από πού θα ψάξω να βρω; Από την παλιά φωτογραφία. Έψαχνα το προσωπικό μας αρχείο. Ποιο αρχείο δηλαδή; Μη χρησιμοποιούμε και πομπώδεις λέξεις. Τις φωτογραφίες που ήταν σ' ένα συρτάρι. Πολλές φωτογραφίες! Όλες οι οικογένειες είχαν τέτοια συρτάρια με φωτογραφίες ή κουτάκια. Έτσι, πέρα απ' τα άτομα που συνήθως υπήρχαν, απεικόνιζαν τη φωτογραφία, γιατί συνήθιζαν ο κόσμος να βγαίνουν πρόσωπα, δεν είχαν την πολυτέλεια να βγάζουν τοπία, τοπία υπήρχανε μόνο στις καρτ ποστάλ, έβλεπα πίσω απ' αυτά τα πρόσωπα, το background, που θα 'λεγαν οι νεολαίοι σήμερα. Και από 'κεί διέκρινα σημεία της πόλης που έχουν αλλάξει σήμερα, κτήρια. Το μόνο χαρακτηριστικό που δεν άλλαζε στις φωτογραφίες αυτές είναι η κορυφογραμμή που υπάρχει και σήμερα, των βουνών. Εκεί πρόσεξα και πώς είναι ντυμένοι οι άνθρωποι αυτοί. Και πώς τοποθετήθηκαν. Πώς τους τοποθετούσε ο φωτογράφος εκείνης της εποχής. Πήγα πιο βαθύτερα μετά. Πήγα και σ' άλλα οικογενειακά αρχεία, ας τα πω έτσι. Πήγα στη γειτόνισσα. Έλεγα: «Να δω τις φωτογραφίες, ρε συ!». Άλλα πρόσωπα, άλλα γνωστά, άλλα άγνωστα. Εκεί έβλεπα κι άλλες ιδιαιτερότητες. Δεν υπήρχαν τα τεχνικά μέσα να τις αντιγράψω αυτές τις φωτογραφίες, αλλά ήξερα ότι ο τάδε έχει εκεί. Και ενδιάμεσα είχαν και καρτ ποστάλ από άλλες πόλεις οι οποίες δεν με ενδιέφεραν βέβαια, γιατί ήταν αποδέκτες αυτοί, η Ξάνθη, καρτ ποστάλ από άλλες πόλεις και από άλλες χώρες. Εμένα με ενδιέφερε να βρω καρτ ποστάλ της Ξάνθης. Έπαιρνα.. Σιγά σιγά, όμως, είχα ενταχθεί στη φιλοτελική εταιρεία γιατί έβλεπα μέσα απ' το γραμματόσημο υπήρχε μεγάλη ιστορία, από εκείνο το μικρό το χαρτάκι, το τοσοδούλικο. Πέρα απ' την καλλιτεχνική του αξία είχε και μεγάλη ιστορική αξία, γιατί αποτύπωνε γεγονότα και πρόσωπα που παίξανε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται και δημοπρασίες από άλλους εμπόρους, από άλλες πόλεις και εκεί, ενώ όλοι ερχόταν και γίνονταν δημοπρασίες εδώ, στα διάφορα ξενοδοχεία της πόλης μας, και κυριολεκτικά ερχόταν μόνο φιλοτελιστές, αλλά τότες αρκετοί φιλοτελιστές, δεν ήτανε όπως είναι σήμερα. Οι φιλοτελιστές εκείνη την εποχή μπορεί να ήταν και εξήντα άτομα μαζευόμασταν στα ξενοδοχεία, στο Xenia συγκεκριμένα, για να γίνει μία δημοπρασία. Έβλεπα ότι, όταν δημοπρατούταν καρτ ποστάλ, δεν έδινε κανένας ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τις έπαιρνα σε πολύ καλές τιμές. Καρτ ποστάλ της Ξάνθης. Ενώ όλοι επικεντρωνόταν στο γραμματόσημο αυτό καθ' εαυτό. Είχα έναν μέντορα της εποχής, τον γιατρό Ραπίτη, οδοντίατρος. Ένας εξαιρετικός άνθρωπος! Με μύησε κυριολεκτικά στα άδυτα του φιλοτελισμού. Και λέει: «Αγόρι μου -λέει- μην παίρνεις γραμματόσημα καινούρια. Αυτά θα πας να τα πάρεις μετά. Να παίρνεις παλιά. Βλέπω ότι παίρνεις καρτ-ποστάλ. Καλά κάνεις! Αυτές είναι μοναδικές. Τα γραμματόσημα μπορείς να τα ξαναβρείς. Καρτ ποστάλ δεν θα ξαναβρείς!». Αυτό το είχα σαν οδηγό εγώ. Χυπούσαν όλοι, παίρνανε τα γραμματόσημα και εγώ έπαιρνα τις καρτ ποστάλ. Καρτ ποστάλ, όμως, από μόνη της ήτανε μία ολόκληρη ιστορία, γιατί οι αποστολές τότες γίνονταν... Καρτ ποστάλ, να πω τι είναι η λέξη «Carte postale». Στα γαλλικά σημαίνει «επιστολικό δελτάριο». Αυτό σημαίνει! Γράφανε όλο το... Τις ευχές και ενδεχομένως γράμμα ολόκληρο, πίσω από την καρτ ποστάλ και υπήρχε και το γραμματόσημο επάνω, το οποίο ήταν ιδιαίτερης αξίας το γραμματόσημο, γιατί ήταν σφραγισμένο και από εκεί ήταν το τεκμήριο ποια εποχή στάλθηκε αυτή η φωτογραφία. Γιατί τα γραμματόσημα, η σφραγίδα η μηχανική που έχουν επάνω έχουν την χρονολογία και την ημερομηνία που έγινε η αποστολή. Και έχουνε και την... Η δεύτερη σφραγίδα είναι... Η μία είναι της αποστολής και η μία της άφιξης. Έβλεπες και σε πόσο χρονικό διάστημα γινότανε μία αποστολή. Έπεσε στα χέρια μου μια -και την έχω ακόμα- μια καρτ ποστάλ ταχυδρομημένη από την Ξάνθη στο Αμβούργο και από τις σφραγίδες δείχνει ότι αυτή η αποστολή έγινε σε τρεις ημέρες, το 1904. Ήτανε φοβερό! Δηλαδή, πώς έγινε αυτή η αποστολή; Τόσο χρονικό διάστημα, ούτε αεροπλάνα υπήρχαν ούτε τίποτα. Υπήρχε μόνο το Orient Express, εκείνη την εποχή. Αυτό ήταν το κύριο μεταφορικό μέσο, το τρένο. Κι όμως, μπορούσαν και γινόταν τόσο ταχύτατα, σε τρεις μέρες, γινότανε η αποστολή εκείνης της εποχής. Μέσα από εκεί βλέπεις και την κατάσταση στην πόλη της Ξάνθης, τι γινόταν. Έβλεπες αν περνούσαν καλά. Έβλεπες τις αρρώστιες που είχανε οι συγγενείς και έλεγες: «Να, εμείς καλά είμαστε, αλλά η Ευτέρπη πάσχει από εκείνο και τα λοιπά και τα λοιπά». Και, φυσικά, η καρτ ποστάλ εκείνης της εποχής, τα δελτάρια -ας το πω έτσι- ήταν ανοιχτά, δεν μπαίνανε σε φάκελο, γιατί έπρεπε να λογοκριθούνε από τις οθωμανικές αρχές και μετέπειτα από το αυταρχικό καθεστώς που υπήρχε στην Ελλάδα, το μεταξικό και τα λοιπά. Δεν επιτρεπόταν, δηλαδή, να είναι σφραγισμένα. Και όσα μπαίνανε σφραγισμένα τα ανοίγανε οι ειδικοί και τα λογοκρίνανε και τα ξανασφραγίζανε και έμπαινε σφραγίδα επάνω που έγραφε «ελογοκρίθη». Εκείνη η πρώτη φωτογραφία, η καρτ ποστάλ που πήρα και προσπάθησα... Ο επόμενος σκοπός μου ήταν να εντοπίσω το σημείο που κάθισε ο φωτογράφος πριν εκατό χρόνια και έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Βρήκα την πρώτη φωτογραφία [01:00:00]ταχυδρομημένη από την Ξάνθη στο Ντουμπρόβνικ, στην Κροατία. Ένας καπνέμπορας της εποχής. Πάσχισα να βρω πού είναι αυτή η γέφυρα, τι είναι αυτό το πράγμα που έβλεπα, η κορυφογραμμή που έλεγα προηγουμένως γνωστή! Ξάνθη αναμφισβήτητα! Έγραφε κιόλας Ξάνθη επάνω! Και μάλιστα δεν έγραφε Ξάνθη, έγραφε Πόρτο Λάγος, εντός παρενθέσεως Ξάνθη, στα γαλλικά. Δηλαδή, το Πόρτο Λάγος ήταν πιο γνωστό από την Ξάνθη λόγω της μεγάλης εμπορευματικής κίνησης που γινόταν εκείνη την εποχή απ' τα καπνά. Μπόρεσα και το εντοπίζω το σημείο. Τι χαρά, όταν βρήκα το σημείο που τοποθετήθηκε ο φωτογράφος εκείνη την εποχή! Κι η γέφυρα αυτή που έβλεπα μέσα δεν είχε καμία σχέση με τις σημερινές γέφυρες. Ήταν το σημερινό παζάρι της Ξάνθης που ήταν ποτάμι κάποτε. Συνέχισα να παίρνω τέτοιες φωτογραφίες. Έβρισκα πάρα πολύ υλικό, γιατί ήταν παρθένος ο χώρος αυτός των καρτ ποστάλ και συγκέντρωσα πολύ μεγάλο υλικό, το οποίο το χρησιμοποιούν τώρα διάφοροι ιστορικοί εδώ, στο πανεπιστήμιο, και σ' όλη την Ελλάδα και ειδικά οι φοιτητές που ασχολούνται με την αρχιτεκτονική. Αυτό το πράγμα με γοήτευε εμένα και με γοητεύει ακόμα και σήμερα. Κάθομαι, αυτό το μεγάλο υλικό που έχω και... Βέβαια, έχει σκαναριστεί όλο για πρακτικούς λόγους γιατί μπορώ και μεγεθύνω τη φωτογραφία και βλέπω λεπτομέρειες και βλέπω τι γράφουν από πίσω και είναι το πιο δύσκολο απ' όλα γιατί αυτοί έγραφαν τότες με μια τρόπο όλοι που τα γράμματα είναι ενωμένα αυτά. Πρέπει να είσαι φαρμακοποιός - που λέω εγώ - για να τα διαβάσεις. Καλλιγραφικά! Απίστευτα καλλιγραφικά! Και πολλές φορές με βοηθούσε ένας καθηγητής που είχα, ο κύριος Γεωργαντζής, και αυτός ήταν ειδικός φιλόλογος. Μόλις το 'βλεπε, το διάβαζε, έλεγε τι λέει. Ακόμα καλά να είναι ο άνθρωπος! Λοιπόν, και έβλεπα εκεί ιστοριούλες της εποχής πέρα από τις ευχές και μερικές πάγιες εκφράσεις που ξεκινούσε μία κάρτα: «Αγαπητή ξάδερφη, υγιαίνω, υγιαίνετε!», θυμάμαι. Αυτό το βλέπω παντού. Ή μια άλλη που μιλούσε: «Η φωτογραφία θα μείνει πάντα, ενώ το σώμα θα μείνουν κόκαλα» και κάτι τέτοια, ένα ποιηματάκι. Και μετά έλεγαν από κάτω τι ακριβώς γινόταν. Φτάσαμε στο σημείο κάποτε οι καρτ ποστάλ αυτές να εξαντληθούν, σχεδόν να τις έχω συγκεντρώσει όλες εκείνης της εποχής και σήμερα ακόμα. Και τότε έπεσα με μανία πάνω στις φωτογραφίες που κοίταζα μικρός στα διάφορα οικογενειακά αρχεία. Πολλοί άνθρωποι μες στην πόλη μας που ξέρανε την τρέλα μου, με τα εμπιστευόταν τα αρχεία αυτά, τα σκανάριζα, τους τα επέστρεφα και κάθομαι τα απογεύματα τώρα και μεγεθύνω τις φωτογραφίες. Προσπαθώ να δω φυσιογνωμίες και πρόσφατα μάλιστα ένα γνώριμο άτομο βρήκα εκεί και έτυχε να γνωρίζω την κόρη του και λέω: «Ρε, μήπως είσαι ο... Μήπως είναι ο πατέρας σου αυτός;» τον κοιτάζει. «Ναι, ρε Τάσο! -λέει- πού τη βρήκες αυτή τη φωτογραφία;». Λέω: «Είναι σταλμένη από το Διδυμότειχο το 1950 σε κάποιον Στέφανο Χατζηαβραμίδη». Λέει: «Ο θείος μου ήταν αυτός», «Πω! Ζει;», «Όχι, πέθανε!». «Ο πατέρας σου ξέρω ότι πέθανε». Και ήταν συγκλονιστικό αυτό το πράγμα που μια κόρη- μεγάλης ηλικίας σήμερα- να βρίσκει τον πατέρα της φαντάρο. Και μέσα απ' αυτές τις φωτογραφίες, μετά γνώρισα μια διαδικτυακή ομάδα που έχουν συγκεντρωθεί εικοσιοκτώ χιλιάδες φωτογραφίες μέσα. Εκεί γίνεται χαμός! Άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι φωτογραφίες.
Είναι ένα από τα επαγγέλματα που ξέχασα να αναφέρω. Πολύ σταθερό! Οι παλιατζήδες ήτανε τα πάντα! Αγόραζαν τα πάντα. Σήμερα αγοράζουν μόνο παλιά σίδερα. Χρήσιμοι στην ανακύκλωση! Εκείνη την εποχή αγόραζαν τα πάντα! Αγόραζαν και ρούχα! Παλιά ρούχα, παλιά παπούτσια, μπουκάλες, που λέει η γνωστή ταινία με τον Λογοθετίδη και τον... Πώς τον λένε; Δεν το θυμάμαι το όνομά του. «Ένας ήρωας με παντούφλες» που ζητούσε μπουκάλες. Το θυμάμαι! Ποιες ήταν οι μπουκάλες εκείνης της εποχής, να θυμίσουμε. Το μπουκάλι είναι ένα σπάνιο υλικό, σπάνιο σκεύος εκείνη την εποχή, γιατί το χρησιμοποιούσαν ως επί το πλείστον όλα τα νοικοκυριά -πάμε πίσω πάλι- το να πάνε να πάρουν από τον μπακάλη λάδι, να πάρουν πετρέλαιο, φωτιστικό πετρέλαιο γιατί δεν υπήρχε το ακάθαρτο -το ακάθαρτο έπρεπε να πας στο βενζινάδικο- να πάρεις ξύδι, να πάρεις σπίρτο. Τι ήταν το σπίρτο; Το οινόπνευμα, σπίρτο το έλεγαν. Σπίρτο από το Spirit που σημαίνει πνεύμα στα λατινικά. Πω, πω, τι λέω! Ήταν το μπλε εκεί τότες που ήταν για όλες τις αρρώστιες. Δηλαδή, όταν έπεφτε πάνω στην πληγή πιτσιρικάδες με τα γόνατα ματωμένα, ουρλιάζαμε. Και μετά ανακαλύψαν το οξυζενέ που το έριχναν επάνω στην πληγή και άφριζε. Μα, γιατί όλα τα γόνατά μας ήταν ανοιχτά τότες και οι αγκώνες μας. Και μετά το γνωστό βάλσαμο, που μας βάζανε οι μαμάδες μας, το σπαθόλαδο, που ακόμα σήμερα χρησιμοποιείται. Ένα απίστευτο προϊόν, από ένα άνθος κίτρινο και ελαιόλαδο που το βάζαν στον ήλιο κι έπαιρνε ένα ωραίο βυσσινί χρώμα. Παρένθεση ήταν αυτή με αφορμή τον παλιατζή που πέρασε και πάμε στις παλιές φωτογραφίες πάλι. Αυτή η διαδικτυακή ομάδα είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθούν πολλοί άνθρωποι που είχαν χαθεί μεταξύ τους τα τελευταία πενήντα και εξήντα χρόνια. Ήταν αφορμή να ξανασυσταθεί ο διαλυμένος Σύλλογος Θρακιωτών Ξανθιωτών Θεσσαλονίκης, οι οποίοι με καλέσαν και με τιμήσαν γι' αυτό το πράγμα που έκανα. Οι άνθρωποι συνεχίζουν και παρακολουθούν τη διαδικτυακή ομάδα αυτή και μάλιστα αυτή η ομάδα που έγινε πριν έντεκα χρόνια, ήταν αφορμή να δημιουργηθούν τέτοιες ομάδες σε πάρα πολλές πόλεις και χωριά. Πολλά, πολλά από αυτά ζήτησαν και τη βοήθειά μου. Κάναμε μία σχολή, δηλαδή, ας το πούμε έτσι, μία λογική σε όλη την Ελλάδα και συγκεντρώθηκε ένα πολύ αξιόλογο υλικό. Βέβαια, που σου είπα και προηγουμένως, όχι τόσο από καρτ ποστάλ, ωστόσο πάλι ενδιάμεσα βρίσκονται καρτ ποστάλ, που όταν τις βλέπω, τρελαίνομαι. Λέω: «Είναι δυνατόν να υπάρχει καρτ ποστάλ που να μην την έχω δει, της Ξάνθης;». Κι όμως! Εμφανίζονται που και που από το εξωτερικό. Α! Μετά ένα σχολαστικό αντικείμενο, πολύ ωραίο είναι οι φωτογραφίες που έβγαλαν διάσημοι φωτογράφοι στην Ξάνθη. Ποιοι ήταν αυτοί; Τότες είχαν εργαστήρια. Δεν υπήρχαν οι φορητές μηχανές. Βέβαια, ήταν οι φορητές αυτοί, οι γνωστές φωτογραφικές μηχανές, οι ξύλινες, επάνω σε τρίποδες που ήταν συνήθως στην πλατεία, που για να βγάζουν το ρολόι μαζί με τον κόσμο μπροστά ή στο πάρκο ή στη γέφυρα κάτω. Αλλά περισσότερο ενδιαφέρον είχαν οι φωτογραφίες μες σε στούντιο. Εξαιρετικές φωτογραφίες σε στούντιο μέσα! Στα στούντιο της Ξάνθης. Ένας μεγάλος φωτογράφος ήταν ο Γεώργιος Κεσσίνης. Κωνσταντινουπολίτης! Έβγαλε εξαιρετικά πράγματα εδώ, στην Ξάνθη. Και σήμερα υπάρχουν ακόμα απίστευτες φωτογραφίες. Αυτός πριν τον πόλεμο έφυγε στην Θεσσαλονίκη, έκανε εργαστήριο εκεί, μετά χάθηκαν. Οι κόρες του υπάρχουν, υπερήλικες βέβαια. Ένας άλλος φωτογράφος ήταν ο Ευαγγελίδης, ο οποίος προερχόταν απ' την Θάσο, από το Καζαβίτι Θάσου, τον Πρίνο δηλαδή. Αυτός ήταν αγιογράφος και προσωπογράφος, ζωγράφος δηλαδή, στην Ξάνθη μέσα και ζωγράφιζε κυρίως πορτρέτα και τις οικογένειες ολόκληρες σπάνια. Ήταν και αγιογράφος. Δικά του έργα υπάρχουν σε διάφορες εκκλησίες. Τι κάναν; Τι διαπιστώσαμε σ' αυτόν τον φωτογράφο; Αυτοί όταν είδαν στις αρχές του εικοστού αιώνα ότι φθίνει η ζωγραφική, σαν παρωχημένη τέχνη, γύρισαν στη φωτογραφία. Και ο Κεσσίνης και ο Ευαγγελίδης. Και χρησιμοποιούσαν τις φωτογραφίες σαν ζωγραφικά έργα. [01:10:00]Έστηναν, δηλαδή, και φώτιζαν τα πρόσωπα κι αν δεις φωτογραφίες -που θα σου τις δείξω- φωτογραφίες αυτών των καλλιτεχνών, θα τους δεις μ' ένα παράξενο τρόπο φωτισμένους. Να μοιάζει, δηλαδή, με ζωγραφικό πίνακα, να μοιάζει με αγιογραφία. Εξαιρετική τέχνη! Απαράμιλλη! Διδάσκεται αυτή η τεχνική. Μετά, όμως, όταν εξελίχθηκε η φωτογραφία βγήκαν οι φορητές φωτογραφικές μηχανές με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν πάρα πολύ τα αρχεία. Φωτογραφίες κυρίως από στιγμιτζήδες, έτσι τους λέγανε αυτούς. Αυτοί που σου είχα πει προηγουμένως ότι έβγαζες φωτογραφίες στιγμής. Καθόσουν εκεί και τις έπαιρνες. Χώρια απ' αυτούς τους τύπους που είχαν μια κρεμασμένη φωτογραφική μηχανή και βγάζανε φωτογραφίες τους στα πάρκα και στις πλατείες της πόλης και στις εκκλησίες. Αυτές δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά είναι πάρα πολλές μέσα σ' αυτόν τον αριθμό μπορούσες να βρεις και καταπληκτικά στοιχεία. Ένα πράγμα που ξέχασα να σου πω ότι, ήταν στις φωτογραφίες της εποχής εκείνης, στα στούντιο μέσα, υπήρχε η συνήθεια να φωτογραφίζονται είτε μοναχικά άτομα, είτε ζευγάρια, είτε κι ολόκληρες οικογένειες. Συνήθως φωτογραφιζόταν και πολλές κοπέλες. Αυτές οι κοπέλες γιατί φωτογραφιζόταν; Αυτές οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν να σταλούν σε υποψήφιους γαμπρούς στην Αυστραλία και στην Αμερική. Κι ήταν συνήθως κορίτσια φτωχά, από τα χωριά εδώ της περιοχής, που δεν είχαν ούτε ρούχα. Και βλέπουμε φωτογραφίες που δύο διαφορετικά άτομα φοράνε το ίδιο ρούχο. Δηλαδή, οι φωτογράφοι είχαν ρούχα, φορέματα γυναικεία και πολλές εποχές διακρίνω και τα τρυπώματα που έκαναν, που τις κονταίνανε, τις μαζεύαν από πίσω, φαινόταν σαν σακί δηλαδή, οι φωτογραφημένες κυρίες, κοπέλες της εποχής. Επίσης βλέπαμε χωριάτες που ερχόταν να φωτογραφηθούν εδώ για να στείλουν φωτογραφία, ξέρω 'γω, στους συγγενείς τους, που έχουν τις ίδιες γραβάτες. Δηλαδή, είχαν οι φωτογράφοι μες στα στούντιο είχαν γραβάτες και ο άλλος ερχόταν ο φουκαράς εκεί μ' ένα εδώ... Ή με ένα σακάκι... Τον έβαζαν και την ίδια γραβάτα και βλέπω ίδιες γραβάτες. Πολλές φορές το ίδιο ρολόι. Τους έβαζαν και ρολόι. Το ίδιο κόσμημα. Δηλαδή, οι φωτογράφοι εκείνης της εποχής ήταν καλλιτέχνες, αλλά ψαγμένοι. Ψάχναν να βρούνε και τρόπους, δηλαδή, να προσελκύσουν τον φτωχό που ήθελε να βγει μια φωτογραφία να την στείλει προς τα έξω. Όλα αυτά είναι επιτεύγματα, δηλαδή είναι... Μπορούμε να τα δούμε μέσα από έρευνα, πέρα από μια φωτογραφία που βλέπεις έτσι και λες: «Ένα ζευγάρι!». «Ε, και τι έγινε;». Ναι, αλλά δες, όμως, αυτό το ζευγάρι διαχρονικά μες στις φωτογραφίες, πώς είναι στημένο. Βλέπουμε τις φωτογραφίες παλιά, να ήταν ο άντρας καθισμένος κι η γυναίκα όρθια. Να τον κρατάει τον ώμο του. Έβλεπες μετά σιγά σιγά να κάθεται η γυναίκα και ο άντρας να κάθεται από πάνω. Έβλεπες τις οικογένειες να είναι όλες όρθιες, να μην κάθεται κανένας, μόνο ο γεροντότερος. Τα παιδάκια μπροστά ντυμένα ναυτικά με την μόδα της εποχής. Είναι πολύ αξιόλογες οι φωτογραφίες μες στο στούντιο κι ας φαίνονται απλές. Μία κυρία- δεν θα πω το όνομά της- είναι διδάκτορας στο πανεπιστήμιο εδώ, στην Ξάνθη, έκανε μία σχολαστική έρευνα και την παρουσίασε απ' το αρμενικό αρχείο της Ξάνθης, της αρμενικής κοινότητας, που το 'χω εγώ φωτογραφημένο όλο, σκαναρισμένο, με ποιον τρόπο είναι δεμένο το τσεμπέρι στις γυναίκες, γιατί ήταν απαραίτητο, πρόσδιδε από ποια περιοχή της Μικράς Ασίας ήρθαν. Συγκλονιστική παρουσίαση! Λέει: «Πρώτα έβλεπα το τσεμπέρι και μετά έψαχνα στις αρχικές φωτογραφίες και μετά καταλάβαινα βλέποντας μια άλλη φωτογραφία, έλεγα είναι απ' την Προύσα, είναι απ' την Κιουτάχεια». Γιατί μαζί με τους Έλληνες, τους ορθοδόξους, ήρθαν και Αρμένιοι εδώ, απ' όλες αυτές τις περιοχές, λόγω του ότι ήταν χριστιανοί. Γι' αυτό έχουμε μια αρμένικη κοινότητα εδώ στην πόλη μας, με πολύ σχολαστικό αρχείο καταγεγραμμένο. Εκεί μέσα ανακάλυψα και την Αλτουνιάν, την δασκάλα του πιάνο του Χατζιδάκι. Σήμερα αυτή η φωτογραφία κοσμεί τον πολυχώρο «Χατζηδάκι» στην Ξάνθη. Αυτή η φωτογραφία με την Αλτουνιάν. Δηλαδή, έχει σοβαρό αντικείμενο η φωτογραφία, η έρευνα της φωτογραφίας, δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε φορά που θα κοιτάξω φωτογραφίες βλέπω διαφορετικά πράγματα. Δεν μετάνιωσα ποτέ που το ξεκίνησα αυτό. Βέβαια ασχολήθηκα και πολύ με τη σύγχρονη φωτογραφία, γιατί μας δίνει την ευκαιρία να είναι και ανέξοδη, μπορώ να πω, γιατί δεν χρειάζεται εκτύπωση, δεν χρειάζεται φιλμ. Έχουμε γεμίσει όλους τους υπολογιστές, τους σκληρούς, με φωτογραφίες, χιλιάδες φωτογραφίες. Οι επόμενες γενιές θα βρουν μπόλικο υλικό. Δεν θα ταλαιπωρηθούν, όπως ταλαιπωρηθήκαμε εμείς, να βρούμε και να αγοράσουμε αυτά τα... Τις μοναδικές φωτογραφίες.
Ποια καρτ ποστάλ ήταν αυτή που σε στιγμάτισε, που την θυμάσαι;
Αυτή που τη θυμάμαι είναι η πρώτη καρτ ποστάλ που αγόρασα. Ήτανε ταχυδρομημένη το 1891. Ήταν εκδότης κάποιος Blatscho από τη Σόφια. Ψάχνοντας βρήκα ότι όλες αυτές οι φωτογραφίες που εξέδωσε αυτός και σταμάτησε ξαφνικά, δεν ξέρω ήταν δεκαέξι, τις έχω αγοράσει όλες, τις έχω βρει όλες. Δεν έχω δει σε καμία άλλη πόλη αυτός ο εκδότης να βγάζει φωτογραφίες, να εκδίδει στην Καβάλα, στην Κομοτηνή και τα λοιπά. Όπως είπε ο γνωστός Γερμανός Fruchtermann που έχει φωτογραφήσει όλη τη Μικρά Ασία και όλες τις πόλεις και βλέπουμε Fruchtermann στην Κωνσταντινούπολη, πάμπολλες φωτογραφίες στην Άγκυρα, στην Κιουτάχεια και τα λοιπά με τη γνωστή υπογραφή του. Ενώ με την υπογραφή Blatscho έχουμε βρει μόνο στην Ξάνθη. Προφανώς Βούλγαρος. Οθωμανική περίοδο της Ξάνθης, δεν υπήρχαν σύνορα, οι άνθρωποι είχαν εθνότητες. Δεν ήταν κράτη. Δηλαδή στην περιοχή της Θράκης ζούσαν Οθωμανοί, ζούσαν χριστιανοί ορθόδοξοι, ελληνορθόδοξοι, ζούσαν Βούλγαροι, ζούσαν Αρμένιοι, ζούσαν Εβραίοι. Ο.Η.Ε. ήταν εδώ η περιοχή μας, γιατί λόγω του καπνού. Έτσι έγινε! Γι' αυτό βλέπουμε αυτόν τον εκδότη μόνο στην Ξάνθη. Πιθανόν να έζησε στην Ξάνθη. Δεν έχω καμία άλλη παρουσίαση, σε καμία άλλη πόλη. Βέβαια, όλες οι φωτογραφίες αυτές είναι αξιόλογες, όλη αυτή η σειρά. Φανταστική!
Μίλησε μου για μια φωτογραφία που με είχες στείλει να την πάρω μαζί με την μαμά σε δημοπρασία.
Α! Μάλιστα! Άλλο συγκλονιστικό γεγονός! Ένας διεθνής οίκος, που ειδικεύεται στις φωτογραφίες και στον φιλοτελισμό, εκδίδει κάτι περιοδικά κατά καιρούς, κατά δυο μήνες, κάθε τέσσερις φορές το χρόνο, αν θυμάμαι καλά, ένα έγχρωμο έντυπο που έχει τα εκθέματα που θα βγουν σε δημοπρασίες, τα λότα που λέμε. Επειδή τα έχουν ομαδοποιημένα, για να μην σπαταλάω χρόνο, ψάχνω συγκεκριμένα Κιουτάχεια, που ήταν ο πατέρας μου, Πόντος γενικά, που ήταν η μητέρα μου, Ξάνθη, Θράκη, τα άμεσα ενδιαφέροντα. Τοποθεσίες. Σε κάποια στιγμή βλέπω μία φωτογραφία Πόντος, στο κεφάλαιο Πόντος, που έγραφε Χάβζα. Χάβζα είναι μια πόλη, είναι η γενέτειρα του παππού, ο πατέρας της μητέρας μου. Και βλέπω ένα κτήριο, μια ολόκληρη οικογένεια, προφανώς ιδιοκτήτες, εκ των οποίων μια η γυναίκα μέσα και ένας παπάς. Όλοι οι άλλοι ντυμένοι με φέσια και τα λοιπά, μπροστά σε ένα κτήριο. Και γράφει από κάτω, Ξενοδοχείο Δέσπω. Δέσπω! Αυτή η φωτογραφία μου έμεινε. Λέω: «Κάτι παίζει εδώ!». Γιατί ήξερα ότι ο παππούς, η οικογένεια του παππού μου, του Διογένη Παπαδόπουλου, ήταν δώδεκα [01:20:00]αδέρφια, έλεγε η μάνα μου, εγώ μπόρεσα να εντοπίσω τους εννιά που ήρθαν εδώ. Μετράω, μαθαίνω από τους εναπομείναντες που, ξέρεις, μία πλέον θεία μου που έμεινε, ότι υπήρχαν δύο άτομα που ένας σφραγιάστηκε εκεί, στο ξενοδοχείο που είχανε, και μία αδερφή, μοναδική, που χάθηκε. Λοιπόν, «Αυτή τη φωτογραφία -λέω- δεν πρέπει να τη χάσω με τίποτα!». Ήταν εξήντα ευρώ, αν θυμάμαι καλά. Πολλά λεφτά για την εποχή, αλλά τότες ήταν η εποχή που πήγαιναν καλά οι δουλειές μου. Λοιπόν, παίρνω τηλέφωνο στην ξαδέρφη μου στην Αθήνα λέω: «Φωφώ, θα πας στο ξενοδοχείο Εσπέρια, στις 11:00 η ώρα θα γίνει δημοπρασία γραμματοσήμων. Θα πας να καθίσεις μέσα. Δεν ξέρεις τι, πώς εξελίχθηκε. Θα στο πω ακριβώς, τι θα κάνει. Βγαίνουν λότα, ένα ένα με τον συγκεκριμένο αριθμό». Αυτό είχε αριθμό εφτακόσια τόσο. «Όταν θα βγει αυτή η φωτογραφία και θα δεις την περιγραφή που θα σου πω εγώ τώρα, θα τη χτυπήσεις ανελέητα». «Δηλαδή, τι θα την χτυπήσω;». «Θα την φτάσεις όσο πάει!». Αυτοί ανεβαίνουν ευρώ ευρώ ή μετά από μία τιμή πέντε-πέντε ευρώ, μετά δέκα-δέκα ευρώ και τα λοιπά. «Αλλά -λέω- θέλω να προσέξεις ποιος άλλος την χτυπάει. Έχω υποψίες ότι είναι του ξενοδοχείου του παππού». Λοιπόν, έτσι και έγινε! Παίρνει την κόρη της και πάνε στο ξενοδοχείο -η κόρη της είναι αυτή που μου παίρνει συνέντευξη σήμερα, μετά από πολλά χρόνια- και πάνε. Και εγώ αγωνία τώρα αν θα μπορέσουν- Κυριακή θυμάμαι ήταν- αν θα μπορέσουν να πάρουν αυτή την φωτογραφία. Τελειώνει η δημοπρασία και με παίρνει αργά το απόγευμα τηλέφωνο μου λέει: «Τάσο -λέει- την πήραμε τη φωτογραφία!», «Ποιος άλλος χτυπούσε τη φωτογραφία;». «Ένας τύπος -λέει- εκεί ο οποίος ήρθε, με πλησίασε». Λέει: «Γιατί χτυπάτε με τέτοια μανία τη φωτογραφία;». Την πήραμε εκατόν είκοσι ευρώ -αν θυμάμαι καλά- σχεδόν διπλάσια τιμή. «Γιατί -λέει- είναι η οικογένειά του παππού μου». «Εσείς -λέει- γιατί την χτυπούσατε;». Λέω μήπως έχει τίποτα συγγένεια. «Εγώ -λέει- μαζεύω γενικά τον Πόντο». Α, λέω, άσχετος! Εντάξει, μου έρχεται φωτογραφία την περνάω τώρα σκανάρισμα, μπροστά, ξεχωρίζω φάτσες. Την γυρνάω από πίσω, μία ολόκληρη επιστολή. Ταχυδρομημένη το 1919, λίγο πριν τη φυγή. Χριστούγεννα! Την επόμενη των Χριστουγέννων, 26 Δεκεμβρίου. Προς κάποια κυρία Μαρία Σιναπλίδου. Δυσδιάκριτος ο τόπος, πού πήγε, το χωριό, πολύ δυσδιάκριτο. Αλλά καθαρά γυναικεία γραμμένα ήταν. Πέρα από ευχές δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Λέω: «Ξενοδοχείο». Το κοιτάζω τώρα. Δέσπω! Προσπαθώ να διαβάσω. Αυτός πήγε, έγραψε, ο αυτός ο καταθέτης. Δεν μπόρεσα να διακρίνω το Δεσπω. Λέω: «Ξενοδοχείο Δεσπότη», όχι Δέσπω. Εκείνο με έβγαλε λίγο έξω από το... Τέλος πάντων, ρώτησα επίμονα να μάθω ποιος ήταν ο καταθέτης, δυστυχώς οι πωλητές δεν μου το είπαν. Ήθελα να ήξερα ποιος ήταν ο κάτοχος της φωτογραφίας. Δεν μου το είπαν για δικούς τους λόγους. Εν πάση περιπτώσει! Ψάχνοντας όμως μετά, σχολαστικά μπήκα στο διαδίκτυο και ψάχνω να βρω το όνομα Σιναπλίδης, Σιναπλίδου και βρήκα στο Παλαιό Φάληρο μία Μαρία Σιναπλίδου, το ίδιο όνομα. Την παίρνω τηλέφωνο, της λέω ποιος είμαι για να μην τρομάξει η κοπέλα -νεαρή ήταν τελικά- και λέω: «Βρήκα μία φωτογραφία, ψάχνω αυτά, αυτά κι αυτά που γράφει το όνομα Μαρία Σιναπλίδου και λέω είναι ταχυδρομημένη, είναι από την Χάβζα του Πόντου προς κάπου. Δεν μπορώ να ξέρω πού είναι». Η κοπέλα στην αρχή ταράχτηκε λέει: «Πόντιοι είμαστε -λέει- στην καταγωγή! Μαρία Σιναπλίδου πρέπει να ήταν η προγιαγιά μου». Λέω: «Πού ζούσαν, θυμάστε;». «Στην περιοχή της Σαμψούντας -λέει- στην Φάτζα, μία πόλη κοντά στη Σαμψούντα». Λέω: «Άμα σου πω ότι ήταν φίλη με την πρόγιαγια τη δικιά μου και έχω μία επιστολή προς αυτήν!». «Συγκλονιστικό -μου λέει- αν είναι πραγματικά έτσι! Θα ρωτήσω τον πατέρα μου», λέει. Και όντως το Φάτζα το έμαθα μετά, από τον πατέρα της. «Ναι -λέει- είναι η γιαγιά μου -λέει ο κύριος αυτός- δεν έχει έρθει στην Ελλάδα -λέει- ήρθαν οι γονείς μου στην Ελλάδα, αυτή δεν ξέρω, χάθηκε -λέει- και ενόσω ζούσαν σε ένα χωριό στης Φάτζας». Φάτζα είναι μία πόλη κοντά στη Σαμψούντα που είναι όλο Αλεβίτες εκεί, είναι μία μουσουλμανική μειονότητα εκεί. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη περισσότερο. Οι άνθρωποι όντως ήτανε αυτοί, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μετά ψάχνοντας όλη την ιστορία του Πόντου, την ιστορία της οικογένειας μου, πέσανε στα χέρια μου ένα βιβλίο ενός παπά από το Κιλκίς, που γράφτηκε το 1960 και έγραφε: «Η πατρίδα μου η Χάβζα» από έξω. Ώπα -λέω- εδώ είμαστε! Πολύκαρπος. Δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα, αυτή τη στιγμή. Επικοινωνώ με αυτόν που έκανε την ανάρτηση στο facebook, λέω: «Αυτό το βιβλίο πώς μπορώ να το βρω;». «Είναι μοναδικό -λέει- είναι του αδερφού του πατέρα μου που το έχει γράψει το 1960, αλλά το πήρε ο Ανδρεάδης, ο γνωστός Πόντιος συγγραφέας και το αναδημοσίευσε με άλλο τίτλο», λέει. Αν θυμάμαι καλά, λέγεται ο τίτλος «Φουρτούνα ήτανε». Πάω στον πλησιέστερο βιβλιοπώλη, το παραγγέλνω. Όντως υπάρχει αυτό το βιβλίο. Και το διαβάζω και διαβάζω ό,τι ακριβώς εξιστορεί ο παππούς, κατά καιρούς. Αναφέρει σχολαστικά το Ξενοδοχείο του Δεσπότη, έτσι λεγόταν αυτό το ξενοδοχείο. Σημειωτέον, πριν φτάσω σε αυτή την έρευνα, πήγα και το βρήκα αυτό το ξενοδοχείο στη Χάβζα, το 2008, με τη φωτογραφία αυτή. Λέω: «Πού είναι αυτό; Πού είναι αυτό;». Μερικοί φιλότιμοι με πήρανε, με πήγανε σηκωτό. «Να το -λέει- εδώ είναι!». Το κοιτάζω. Πραγματικά, είχε κάτι προσθήκες βέβαια, αλλά ήτανε αυτό! Δεν υπήρχε αμφιβολία! Αφού το βλέπανε οι Τούρκοι μαζεύτηκαν εκεί, λένε: «Είναι αυτό!». Τους δείχνω την ημερομηνία. Τρελάθηκαν οι Τούρκοι! Μερικοί πονηροί έλεγαν: «Έχει λίρες μέσα;». Εγώ επειδή γνωρίζω την τουρκική γλώσσα λέω: «Είχε λίρες, αλλά κάποιος της πήρε -λέω- εγώ δεν ήρθα για τις λίρες -λέω- να ξέρεις, εγώ έψαχνα να το βρω». «Είχε έρθει -λέει- το 1986 ένας -λέει- και έψαχνε». Λέω: «Ο παππούς μου ήρθε. Το ξέρω αυτό το πράγμα!». Και έβγαλε και άδεια για να τις βγάλει. Ήρθε μία φορά το '73 και μία το 1986 και χάλασαν ένα μέρος του ξενοδοχείου να βρουν κάποιες λίρες. Καλά θα είναι άλλο αντικείμενο αυτό θα το συζητήσουμε, αν θέλεις μετά. Όλα από μία φωτογραφία! Λοιπόν, παίρνω το βιβλίο του Ανδρεάδη και βλέπω σχολαστικά. Αυτός ο παππούλης που έγραψε αυτό το βιβλίο αρχικά και το εξέδωσε το 1960, ήταν δεκαεφτά χρονών τότες. Δηλαδή ήτανε λίγο μεγαλύτερος από τον παππού μου. Γιατί όλο το ιστορικό που ανέφερε, ανέφερε για τον Κεμάλ που έκανε την απόβαση, ας την πω, στη Σαμψούντα το '19, το Μάιο του '19. Τότες, την ίδια εποχή που τα ελληνικά στρατεύματα πήγαν στην Μικρά Ασία, ξεκίνησε τον απελευθερωτικό αγώνα, τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας που αναφέρουν οι Τούρκοι, από την Σαμψούντα και πήγε και εγκαταστάθηκε σε αυτό το ξενοδοχείο, στο Ξενοδοχείο του Δεσπότη. Σήμερα, οι Τούρκοι έχουν ένα άλλο κτίσμα εκεί, πιο παραδοσιακό, τάχα μου ότι αυτό ήταν το σπίτι του Κεμάλ και όχι το ξενοδοχείο. Αλλά στο βιβλίο έγραφε σχολαστικά ότι ήτανε αυτός και έγινε ένα επεισόδιο μπροστά του, όταν ο Κεμάλ μπήκε χωρίς φρουρά, έμεινε σε αυτό το ξενοδοχείο, προσπαθούσε να οργανώσει τον τουρκικό στρατό τότες και έψαχνε να βρει υποστηρικτές. Δεν ήταν τόσο διάσημος, όπως έγινε μετά. Και λέει: «Έτυχα σε ένα περιστατικό που ένας αντάρτης από το χωριό [01:30:00]μας, ο Κοτζά Αναστάς-». Αυτός αναφέρεται αν τον γκουγκλάρεις, «ήταν αρματωμένος». Κυκλοφορούσε μέσα στη Χάβζα με το πιστόλι στο ζωνάρι και όλα αυτά. Και τον σταματάει ο Κεμάλ και του λέει: «Γιατί έχεις όπλα;». «Και τι σε νοιάζει εσένα;» Και σηκώνει το χέρι του ο αυτός και τον χαστουκίζει ο Κεμάλ, τον Κοτζά Αναστάς. «Μπροστά μου -λέει- γίναν αυτά τα πράγματα. Όποιος λέει κάτι διαφορετικό λέει ψέματα». Γιατί μετά είδα κι άλλα περιστατικά, ότι αυτό το γεγονός έγινε έξω από τη Νομαρχία Σαμψούντας και όλα αυτά. Αλλά αυτός ο παππούλης υποστήριζε ότι έγινε μπροστά από αυτό το γεγονός. Ήταν έξω από το ξενοδοχείο αυτό το γεγονός. Εν πάση περιπτώσει, βλέποντας το περιστατικό η φρουρά του Κεμάλ επενέβη και ο Κοτζά Αναστάς -αναφέρει- ανέβηκε στο άλογό του και εξαφανίστηκε. Ήτανε από τους γνωστούς αντάρτες του κεντρικού Πόντου. Εκεί που είχε το αντάρτικο. Σημειωτέον ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι στον δυτικό Πόντο ήταν τουρκόφωνοι. Δεν ήτανε τα γνωστά ποντιακά που βλέπουμε, αλλά ήταν πάρα πολύ πατριώτες. Φανατικοί Πόντιοι, που λέμε! Και αυτό το περιστατικό έγινε στο Ξενοδοχείο Δεσπότη. Εκεί κατάλαβα ότι το ξενοδοχείο λεγότανε Δεσπότη. Το ξενοδοχείο του Δεσπότη. Ποιος ήταν ο Δεσπότης αυτός; Από τις ιστορίες που άκουγα από το θείο μου για τον παππού μου έλεγαν, ότι του μπαμπά τους ο αδερφός, του μπαμπά των Παπαδοπουλέων δηλαδή, ο Παύλος, ο Καράπαυλος, μαύρος επειδή ήταν, καράπαυλη τον έλεγαν στα ποντιακά, είχε έναν αδερφό ο οποίος ήταν Δεσπότης. Όχι Μητροπολίτης, το μπέρδευα αυτό το πράγμα. Τότες οι μεγαλοκωμοπόλεις είχανε και τους δεσπότες. Μητροπολίτης εκείνη την εποχή, ήτανε ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο γνωστός Μακεδονομάχος, ο οποίος έλειπε από τη Σαμψούντα εκείνη την εποχή. Ήταν στην Κωνσταντινούπολη και Πρωτοσύγκελλος ήτανε ο Αϊβαζίδης, ο Πλάτων Αϊβαζίδης. Λέω: «Πλάτων Αϊβαζίδης». Μήπως ήτανε αυτός ο δεσπότης; Ψάχνοντας πάρα πολύ σχολαστικά, γιατί η οικογένεια του παππού χρησιμοποιούσε αρχαία ονόματα. Όλα τα αδέλφια είχαν τέτοια ονόματα. Διογένης, Θεμιστοκλής, Όμηρος, δεν θυμάμαι αλλά. Όλοι τέτοιοι ήταν, τέτοια ονόματα είχαν. Διαπιστώνω τελικά ο άνθρωπος, ο Αϊβαζίδης, ήτανε από την -ποιο χωριό είναι- από την Πάτμο. Και, βέβαια, και οι συγγενείς του εκεί και δεν έχει καμία σχέση με τον Μητροπολίτη. Μαθαίνω μετά από τα εκκλησιαστικά αρχεία ότι στη Χάβζα ήταν ο-, ο Δεσπότης ήταν ο Ιερόθεος Αριστείας. Ξέρεις, οι κληρικοί αλλάζουν τα ονόματά τους, δεν έχουν τα ονόματα τα λαϊκά. Πρώτη φορά το ακούω, αυτό το πράγμα. Πρώτη φορά!
Και έλεγα: «Ρε παππού, πού θα πας στη Χάβζα να βρεις τα λεφτά;». Λέει: «Τα λεφτά αυτά ήταν -λέει- της εκκλησίας, της Αγίας Βαρβάρας», εκεί ήταν η εκκλησία η Αγία Βαρβάρα, στη Χάβζα, του θείου μας του Μητροπολίτη. Αυτός διαχειριζόταν. «Και πού θα τα έκρυψε; -λέει- Είπε στον μεγαλύτερο αδερφό μας -λέει- στον Αβραάμ -που ζούσε στη Δράμα τότες- ότι τα έβαλα σε αυτό το σημείο». Ο παππούς το ξενοδοχείο το ήξερε σαν την τσέπη του. Το γεγονός αυτό δεν το θυμόταν, όμως. Ήταν νεαρός. Και τα έχτισε πίσω από αυτόν τον τοίχο. «Θα πάω -λέει- και θα τα βρω αμέσως! Ξέρω που είναι!». «Ρε παππού, ρε, έτσι, πού θα πας;». «Όχι!», ο παππούς. Ήταν ογδόντα έξι χρονών τότες. «Θα πάω!», λέει. Τώρα πάει! Χαμένο τον είχαμε έναν μήνα. Πήγε, έβγαλε άδειες εκεί, νομίζω ήταν καθεστώς Εβρέν τότες, ήταν δικτατορικό το καθεστώς. Βρέθηκε με τον νομάρχη Σαμψούντας, μας πήρε ο Νομάρχης Σαμψούντας τηλέφωνο, μιλήσαμε και μαζί. Μας λέει: «Ο παππούς σας τον έχουμε εμείς και είναι μεγάλη τιμή μας που τον έχουμε εδώ και τα λοιπά και τα λοιπά. Μην ανησυχείτε καθόλου!». Και μιλήσαμε με τον παππού. Λέω: «Τι έκανες;». «Έβγαλα την άδεια -λέει- μόλις πάμε να σκάψουμε, ήρθε η αστυνομία, μας σταματάει -λέει- γιατί ήμουνα Έλληνας υπήκοος -λέει- και πρέπει να βγάλουμε άλλη άδεια σε έναν Τούρκο. Εγώ -λέει- οι φίλοι μου ζούσανε ακόμα και τους βρήκα όλους εκεί. Βγάζουν την άδεια στου φίλου μου το όνομα -Καλαϊτζόγλου λεγότανε, θυμάμαι, το όνομα του φίλου του - και θα τον δώσω και ένα ποσοστό αυτόν». Έτσι και έγινε! Ήρθε η μέρα της ανασκαφής. Ξέχασα να σου πω, ότι είχε ξεμείνει από λεφτά ο παππούς και μας πήρε τηλέφωνο να στείλουμε λεφτά. Αλλά εκείνη την εποχή πώς να στείλεις λεφτά; Δεν ήταν εύκολο! Δεν υπήρχε διατραπεζικό σύστημα το '86, τόσο απλό να στείλεις λεφτά. Τέλος πάντων, ο θείος μου πρόθυμος εκεί, παλιός χρυσοθήρας και λάτρης της περιπέτειας, ο γιος του δηλαδή, αλλά ως συνήθως άφραγκος πάντα, λέει: «Να πάω εγώ, ρε Τάσο, αν μου δώσετε λεφτά.» Του δίνω εκατόν είκοσι χιλιάδες δραχμές και σηκώνεται, πάει, βρίσκει τον παππού στη Χάβζα. Ήρθαν, τον πήραν από την Άγκυρα μαφιόζοι της Χάβζας εκεί, που ενδιαφέρονταν και αυτοί για τα θησαυρό. «Τάσο πήγαμε -λέει- στη Χάβζα». Ο παππούς ως συνήθως στο καφενείο έπαιζε χαρτιά. Το γνωστό 66 και τους νικούσε όλους πάντα. Φαίνεται συνήθεια αυτό το χαρτί το είχε και εδώ, χαρτόμουτρο μεγάλο. Τέλος πάντων, ήρθε η μέρα, σκάβουν, ήρθε ο στρατός, εισαγγελέας, σκάβουν, γκρεμίζουν τον τοίχο που υποτίθεται είχε μέσα και δεν βρίσκουν τίποτα! Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ ο παππούς! Σηκώθηκε, ήρθε εδώ, πάρα πολύ στεναχωρημένος! «Εγώ είπα -λέει- τα παιδιά μου να τα σώσω, αλλά δεν μπόρεσα -λέει- να τα βρω, να βρω τα λεφτά. Δεν μπορεί -λέει- κάποιος τα πήρε. Ρώτησα τους πάντες εκεί -λέει- κι όλους τους παλιούς». «Δεν ακούστηκε, Γενής αγά» - Γενής αγά τον λέγανε, Διογένη δηλαδή. «Γενής αγά -τον λέγανε- δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα εδώ!». Και αυτός που είχε το ξενοδοχείο σήμερα, ο ιδιοκτήτης ο σημερινός τον λέει: «Δεν βρέθηκε ποτέ! Θα το ξέραμε αυτό το πράγμα». «Και όμως -λέει- ήταν η ιστορία, ήταν αληθινή!»
Παρένθεση. Ο παππούς βρίσκεται στην Ελλάδα, από στεναχώρια. Εγώ ασχολούμουν με τα φιλοτελικά μου, πήρα την κάρτα την γνωστή, διαβάζω το βιβλίο του Ανδρεάδη -κυριολεκτικά ήτανε για μένα χείμαρρος εκεί, ήταν πραγματικά όλη η ιστορία αυτής της πόλης- και ξαναπάω στη φωτογραφία. Έμαθα του θείου το όνομα, του παπά, του Δεσπότη. Αυτός, όταν είπε πού είναι τα λεφτά, είπε στον μεγαλύτερο ανιψιό του, τον αδερφό του παππού, τον Αβραάμ, λέει: «Αβραάμ αυτοί -λέει- θα μας πάνε όλους να μας κρεμάσουν -λέει- οι Τούρκοι. Βλέπω όλο τέτοια γίνονται -λέει- γύρω γύρω στις άλλες πόλεις. Μάζεψα εδώ λεφτά και τα έκρυψα εκεί». Και πήγε τον έδειξε μες στο ξενοδοχείο. «Εδώ είναι τα λεφτά όλα -λέει- και τα σκεύη της εκκλησίας, να ξέρεις». Όντως, τις επόμενες ημέρες συνελήφθη ο Ιερόθεος μαζί με άλλους προύχοντες και οδηγήθηκαν στην Αμάσεια. Αυτό αναφέρεται σχολαστικά παντού. Ήταν τα γνωστά Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας, που γινόταν εκεί με ένα μοναδικό κατηγορητήριο και μία μοναδική απόφαση. Εκτέλεση! Εκεί εκτελέστηκε όλος ο αφρός του Πόντου. Δικηγόροι, λόγιοι, καθηγητές από τα γνωστά κολλέγια της Μερζιφούντας και του Πόντου, τραπεζίτες, μητροπολίτες, παπάδες, εκτελέστηκαν όλοι. Είχα την τύχη; Την ατυχία; Να επισκεφτώ αυτόν τον χώρο. Σήμερα είναι καφετέρια στην Αμάσεια. Εν πάση περιπτώσει, όντως έτσι έγινε με τον Ιερόθεο. Συνελήφθη, εξαφανίστηκε, άρχισαν οι διωγμοί. Ο παππούς πήρε την οικογένειά του και έφυγε. Τη γιαγιά την Ευλαμπία και κατέβηκαν, τους οδήγησαν οι Οθωμανοί προς την Συρία. Για να πας στη Συρία από τη Χάβζα -από τη Σαμψούντα δηλαδή- έπρεπε να διέλθεις όλη την κεντρική Τουρκία. Τέλος πάντων, αυτό ίσως είναι μία άλλη ιστορία. Μετά από πολλή ταλαιπωρία βρέθηκαν στη λίμνη Βαν και στην περιοχή [01:40:00]Μπιτλίς, συγκεκριμένα είναι το τουρκικό Κουρδιστάν σήμερα εκεί. Μετά βρέθηκαν στο Ντιγιαρμπακίρ, πάλι Κουρδιστάν. Τους βοήθησαν πάρα πολύ εκεί οι Κούρδοι. Ο παππούς με τη γιαγιά χάνουν ό,τι παιδιά είχαν - δεν ξέρω πόσα παιδιά είχαν - στη διαδρομή γιατί αποδεκατίστηκαν από την κακουχία. Έφτασαν στο Χαλέπι, πέρασαν στο συριακό έδαφος, τότες οθωμανικό ήταν, το σημερινό Χαλέπι. Εκεί μπήκαν σε ένα τσιφλίκι ενός Κούρδου μπέη. Ο παππούς επειδή ήταν πολύ καλός τεχνίτης, σιδεράς, βρήκε αμέσως δουλειά και μπορώ να πω ότι τάιζε ολόκληρη την οικογένεια εκεί, από ό,τι μου έλεγε, γιατί ο ο αδερφός του, ο Γιώργος ο Χατζής που λέγανε, τον πρόλαβα αυτόν εδώ, ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, ασχολούταν μόνο με γράμματα και μόνο διάβαζε. Και του έλεγε: «Ρε συ, Γεώργιε, αφέντη μου -έλεγε- δεν! Τα γράμματα δεν δίνουν ψωμί -λέει- μόνο η τέχνη δίνει ψωμί», τότες νεαροί ήταν όλοι, αυτός ο θείος ο Χατζής ήταν τόσο μορφωμένος! Ήξερε πολλές γλώσσες. Ήξερε αραβικά, τουρκικά, ελληνικά, γαλλικά και ήταν προτεστάντης στο θρήσκευμα. Εκεί, στην περιοχή του δυτικού Πόντου και υπήρχανε αυτές οι αιρέσεις πάρα πολύ διαδεδομένες ήταν. Ο προτεσταντισμός έκανε πολλή δουλειά εκεί. Εν πάση περιπτώσει, άλλο κεφάλαιο αυτό. Τον έζησα μέχρι τελευταία που πέθανε, πριν τριάντα χρόνια ήταν. Ήταν πάντα έτσι σοφός άνθρωπος. Ο γιος του φυσικά ζει εδώ και τα λέμε πολλές φορές, ο θείος μου. Εν πάση περιπτώσει, ζήσαν στο Χαλέπι πάρα πολύ. Μετά, από εκεί αυτός ο πόθος διακαώς ήταν να πάνε στην Ελλάδα. Μαζεύονται όλα τα αδέλφια μαζί, ξεκινάνε, φεύγουν, πάνε στη Βηρυττό, στον Λίβανο δηλαδή. Από τη Βηρυττό έχει λιμάνι εκεί, φύγανε, πήγαν, βρήκανε καράβι και φτάσανε -παλαιότερα θυμόμουνα και το όνομα του καραβιού- φτάσανε στον Πειραιά. Εκεί μείνανε κάπου στα Καμίνια, μερικούς μήνες στην καραντίνα. Αυτό έγινε τώρα μετά από δυο χρόνια. Ήδη στην Ελλάδα ήρθανε τα πρώτα προσφυγικά κύματα Ελλήνων μετά την Καταστροφή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρανε ότι έγινε η Καταστροφή της Σμύρνης και όλα αυτά. Πού να τα μάθουν; Ήρθαν από άλλη διαδρομή στην Ελλάδα. Δεν ήρθανε με τα καράβια, όπως ήρθανε οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη που πέρασαν στα νησιά ή οι Μικρασιάτες που περάσανε στη Ραιδεστό και από τη Ραιδεστό στον Έβρο και όλα αυτά, όπως έγινε η οικογένεια του μπαμπά μου. Φτάσανε στον Πειραιά, μείνανε στην καραντίνα -καραντίνα τη λέγανε τότες, και τότες!- στον χώρο αυτόν. Και μετά από εκεί ψάχνανε να βρούνε πού θα κατοικήσουν και πού θα μείνουν. Διάφορα αδέρφια φεύγανε προς τη Βόρεια Ελλάδα ψάχνοντας κανέναν τόπο. Όλοι επικεντρώθηκαν συμπτωματικά γύρω από την Ξάνθη και τη Δράμα. Βρήκανε τότες, τους είχανε πει ότι υπάρχουν χωριά εγκαταλελειμμένα από τους Τούρκους, μέσω της ανταλλαγής, υπάρχουν στην Ξάνθη πολλά. Σηκώνονται... Υπάρχουνε, όμως, και στον κάμπο της Χρυσούπολης. Πάνε, ανεβαίνουν εδώ πάνω, δεν ξέρω, με τρένα προφανώς, βλέπουν την περιοχή της Κεραμωτής στη Χρυσούπολη, ήταν όλο έλη εκεί. Και σήμερα έτσι είναι! Βέβαια, σήμερα είναι καλύτερα τα πράγματα. Λέει ο παππούς μου: «Πω πω εδώ -λέει- όλο μαλάρια έχει!». Δεν αγαπούσαν αυτοί οι άνθρωποι, ορεινοί ήταν πάντα και η Χάβζα είναι σε υψόμετρο, δεν συμπαθούσαν τα παραθαλάσσια μέρη. Και μπαίνει στην Ξάνθη. «Πού έχει αλλού σπίτια;». «Στο Κουρλάρ!» Το Κουρλάρ είναι τα σημερινά Κομνηνά. Πήγαν εκεί, βρήκαν ένα σπίτι που πρόσφατα φύγανε οι Τούρκοι, τους το έδωσε ο εποικισμός, έτσι λεγότανε. Εποικισμός ήταν ένας οργανισμός που τακτοποιούσε, η Ε.Α.Π. συγκεκριμένα, μία οργάνωση που τακτοποιούσε τους πρόσφυγες. Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, λεγόταν αυτός ο οργανισμός. Από αυτόν τον οργανισμό έχω πάρα πολλά έγγραφα της οικογένειάς μου. Τους δώσανε και κλήρο και τους δώσανε και το σπίτι και ξεκίνησαν τη ζωή εκεί. Ξανακάνανε παιδιά. Η γιαγιά, η Ευλαμπία, κάνει τη μάνα μου και για να στεριώσει, γιατί τα άλλα τα παιδιά της τα έχανε στην προσφυγιά την έβαλε Στεργιανή, η μετέπειτα Στέλλα, η μάνα μας. Θεός σχωρέστην! Και ζούσαν όλα αυτά τα χρόνια στα [Δ.Α], ο παππούς πιο ανήσυχο πνεύμα, σου λέει θα κάνω και ένα μαγαζί δίπλα στη Σταυρούπολη. Απείχε πέντε χιλιόμετρα από τα Κομνηνά η Σταυρούπολη. Και κάνει ένα σιδεράδικο κοντά στον σταθμό. Η γνωστή φωτογραφία. Δεν ξέρω αν την έχεις δει, θα στη δείξω! Και δούλευε εκεί και το βράδυ γυρνούσε με τα πόδια ή με το γαϊδούρι στα Κομνηνά. Η οικογένεια η υπόλοιπη ασχολούταν με τα φουντούκια και τα καπνά, γιατί και στην πατρίδα φουντούκια κάνανε. Και τον έλεγα τότες, θυμάμαι: «Ρε παππού, τι ήρθες εδώ πάνω, στα βουνά; Στην εξορία του Αδάμ ήρθες -λέω. Τόσο ωραία μέρη εκεί κάτω!». «Ω πω, πω! -λέει- αυτό μοιάζει πάρα πολύ το Καράμεσε», λέει. Το Καράμεσε είναι ένα χωριό, η γενέτειρα του πατέρα του, του Καράπαυλου, το οποίο το επισκέφτηκα. Ήτανε πραγματικά έτσι, ένα χώρο όλο υψώματα. Το '73 που πήγε ο παππούς είχε βρει τα χαλάσματα. Το 2008 που πήγα εγώ, οι Τούρκοι μου υπόδειξαν που ήταν ο ελληνικός μαχαλάς, αλλά υπήρχανε κάτι θεμέλια μόνο και τίποτε άλλο. Ήταν αδύνατο να εντοπίσω πού ήτανε το σπίτι. Εν πάση περιπτώσει, πριν τη δεκαετία του '50 επειδή υπήρχαν μετά τον πόλεμο, υπήρχανε αντάρτικες ομάδες, μπαίνανε στα χωριά μέσα, τρόμαζαν. Ο παππούς επειδή είχε μόνο κορίτσια και ένα αγόρι, παίρνει την οικογένειά του και μεταφέρεται στη Σταυρούπολη για περισσότερη ασφάλεια και μένουν σε ένα σπίτι σαν τα σημερινά Σ.Ο.Α., υπάρχουν ακόμα σήμερα, είναι κοντά στο κέντρο υγείας Σταυρουπόλεως. Αυτά είναι εγκαταλελειμμένα τώρα αυτά τα σπίτια- και εγκαταστάθηκαν εκεί. Εκεί έμεναν αξιωματικοί παλιά. Και εκείνη την περίοδο η μάνα μου με προξενιό παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Τα άλλα κορίτσια που μείνανε, την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε, μετά που μάλλον από τέσσερα χρόνια παντρεύτηκε η άλλη η θεία μου, η Κίτσα, η γιαγιά της δεσποινίδος που μου κάνει την συνέντευξη, με τον παππού της που ήταν ράφτης. Από το Καρυόφυτο ήταν ράφτης, όμως, στην Σταυρούπολη. Φαντάζεστε εκείνη την εποχή η Σταυρούπολη είχε πέντε ραφεία, είχε τρία εστιατόρια, άπειρες ταβέρνες, καφενεία, σιδηρουργεία, καταστήματα. Σήμερα είναι ένας έρημος τόπος. Και μένει φυσικά το τελευταίο κορίτσι, η Ζωζώ, που αρχές του '60 παντρεύεται και αυτή. Η μοναδική εναπομείνασα είναι και ό,τι πληροφορίες μπορώ τις αντλώ από εκεί. Και φυσικά ο θείος μου, το μούτρο αυτός, ο μικρότερος από όλους, πέθανε δυστυχώς νωρίς. Μετά σιγά σιγά, αφού παντρεύτηκε η μητέρα μου, ήρθε στην Ξάνθη με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου Μικρασιάτης, γεννημένος στην Κιουτάχεια Μικράς Ασίας, όχι στην Ελλάδα, δεν γνώριζε ελληνικά. Αυτό σας φαίνεται περίεργο. Δεν μιλούσαν ελληνικά! Αλλά και η μητέρα μου γνώριζε τα τουρκικά πάρα πολύ καλά, γιατί σας είχα πει προήλθε από μια οικογένεια Ποντίων του δυτικού Πόντου, τουρκόφωνοι όλοι, όλος ο δυτικός Πόντος. Κι έτσι δεν είχαμε πρόβλημα. Συμβίωσε τώρα η μητέρα μου σε ένα σπίτι του εποικισμού, στον αστικό συνοικισμό, μαζί με τον πατέρα μου, την πεθερά της, τον κουνιάδο της και τη συννυφάδα της και τα δύο ορφανά κοριτσάκια του αδερφού του πατέρα μου. Φαντάζεστε τώρα σε ένα σπίτι εξήντα τετραγωνικών! Μετρήστε πόσα άτομα ήταν! Ο θείος μου μετά αγόρασε, ο αδερφός του πατέρα μου, αγόρασε ένα σπίτι παρακάτω και έφυγε, αφού πήρε όλα πλέον τα έπιπλα που υπήρχε και άφησαν μόνο κάτι ξύλινα, καναπέδες να μείνει ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η γιαγιά μου η Ελένη, ένας ήρωας! [01:50:00]Θα πω μετά γι' αυτήν. Τέλος πάντων, βάζουν το κεφάλι κάτω, η γιαγιά, η Ελένη, ήξερε από κτηνοτροφία, είχε αγελάδες, δυο αγελάδες μέσα εκεί στο διπλανό αχούρι που το λέγανε -το πρόλαβα αυτό-, η μητέρα μου στο καπνομάγαζο, ο πατέρας μου δούλευε μαζί με τον αδερφό του σαράτσης. Τι ήταν ο σαράτσης; Ήταν ο ράφτης των ζώων, δηλαδή, ας το πω. Η γαϊδουρομοδίστρα που τον έλεγαν κοροϊδευτικά. Έκανε τα χαλινάρια και τις σέλες από τα ζώα. Μετά είδε, παραείδε ότι μάλλον ο αδερφός του τον εκμεταλλευόταν και η μάνα μου, τσαούσα Πόντια, εκεί τον έβαλε στα φύτια, που λέμε εμείς εδώ, στα φυτίλια δηλαδή, να αγοράσουν ένα μαγαζί, αυτό που το έχουμε ακόμα και σήμερα στην οδό Δαγκλή και να αλλάξει επάγγελμα. Κι έτσι έγινε! Ο μπαμπάς μου πήγε, αγόρασε ένα μαγαζί από έναν μουσουλμάνο, ο οποίος έφτιαχνε κανταΐφι, τον έμαθε και την τέχνη και συνέχισε μέχρι να πεθάνει αυτή τη δουλειά, μέχρι να βγει στη σύνταξη. Έτσι γίνανε! Η σύντομη ζωή του παππού. Α, ξέχασα να σου πω! Όταν καταστάλαξα ότι ο Δεσπότης αυτός ήταν ο ίδιος Δεσπότης με το όνομα πλέον Ιερόθεος Αριστείας, διαβάζοντας τα εκκλησιαστικά αρχεία, τρόμαξα! Αυτός ο άνθρωπος ήρθε στην Ελλάδα. Το 1935 πέθανε στην Αθήνα από ό,τι γράφει στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Από την Χάβζα, Ιερόθεος Αριστείας. Μ' έκανε εντύπωση! Μα, από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας που γινόταν στην Αμάσεια, δεν γλύτωσε κανένας. Πώς είναι δυνατόν αυτός να βρέθηκε εδώ; Γιατί δεν πήγε να βρει τα ανίψια του, τους άμεσα συγγενείς του, και έμεινε στην Αθήνα; Η επιβεβαίωση μου ήρθε, όταν ξαναγύρισα την φωτογραφία από πίσω και προσπαθούσα πάλι να ξεχωρίσω τα γράμματα και δεν πρόσεξα ποτέ, τόσα χρόνια ότι με μια κηρομπογιά ή ξυλομπογιά έκανε μεγάλα γράμματα πάνω, διαγώνια στη φωτογραφία, αραιά, που έγραφε «Ιερόθεος Αριστείας». Δεν το πρόσεξα τουλάχιστον είκοσι χρόνια που είχα την φωτογραφία αυτήν. Τότες κατάλαβα ότι πρόκειται για τον Δεσπότη, για το Ξενοδοχείο του Δεσπότη, τον θείο των παππούδων μας, αδερφό του προπάππου μου δηλαδή, ότι ήταν αυτός εδώ που οδηγήθηκε στα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας. Και το συμπέρασμα ποιο είναι; Συμπεραίνω ότι αυτός βρέθηκε ζωντανός μέχρι το '35 στην Αθήνα. Με κάποιο τρόπο γλύτωσε από τα Δικαστήρια αυτά, της Αμάσειας. Πώς γλύτωσε; Από τους Τούρκους δεν γλυτώνεις, αν δεν τάξεις. Μάλλον εμπιστεύτηκε το μυστικό του θησαυρού σε κάποιον δεσμώτη του και γυρίσανε στη Χάβζα, επάνω στην καταστροφή που γινόταν και στην αναμπουμπούλα, πήραν τα λεφτά, τα έδωσε προφανώς στους δεσμώτες του και αυτόν τον αφήσαν ελεύθερο. Γι' αυτό δεν ξέρει κανένας τίποτα γι' αυτά τα λεφτά! Από τους ανθρώπους που ζήσαν και απ' τους φίλους του παππού που δεν ακούστηκε ποτέ ότι βρεθήκαν λεφτά! Επάνω στην αναμπουμπούλα, τις επόμενες μέρες, τα λεφτά παρθήκαν! Εκεί κατέληξα εγώ. Γι' αυτό αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε εδώ! Γι' αυτό δεν είχε μούτρα να βρει τ' ανίψια του! Γλύτωσε δηλαδή! Είναι μερικές ιστορίες του Πόντου, πρέπει να τα λέμε κι αυτά, δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι τόσο αγνοί κι ας ήταν Δεσπότης.
Τώρα έχω σχέσεις με αυτούς τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου. Καλάγαθοι άνθρωποι! Δεν έχουμε... Αλλά όσο επέμενα να μου πούνε από πού το πήρανε, πώς δοθήκαν, βασικά δημεύτηκαν αυτά τα πράγματα, έτσι; Και το τουρκικό κράτος μετά την υποτιθέμενη ανεξαρτησία του τα μοίρασε σε ακτήμονες ή σε κολλητούς του, από κει το απέκτησε. Αλλά ήθελα, επειδή οι Οθωμανοί κρατούσαν σχολαστικά, κτηματολογικά αρχεία ξέρανε, είμαι σίγουρος γι' αυτό, ποιανού είναι. Ήθελα να το διασταυρώσω και αυτό, ποιοι ήταν οι πρώτοι ιδιοκτήτες αυτού του χώρου, πάρα πολύ. Δυστυχώς, προθυμοποιήθηκε κι ένας υπάλληλος και φίλος, ο Σενιόλ Κατκατ, εκεί από την Χάβζα, δημόσιος υπάλληλος, και αυτός συνάντησε τοίχο μπροστά του σε αυτά τα αρχεία. Δεν μπόρεσε ο άνθρωπος να με βοηθήσει. Δεν θα γινόταν και τίποτα διαφορετικό, αλλά το 1973 όταν πήγε για πρώτη φορά ο παππούς εκεί, εδώ είχαμε Χούντα ακόμα και με πολλή δυσκολία πήρε βίζα για να πάει εκεί. «Θα πάω να βρω -λέει- την αδερφή μου!», λέει. Το '73, επειδή γεννήθηκε το 1900, ήταν εβδομηντατρία χρονών, γέρος άνθρωπος. «Θα πάω να βρω την αδερφή μου Περσεφόνη -λέει- την μοναδική, να τη φέρω εδώ! Ξέρω ότι ζει! -λέει- τραβάει το αίμα μου -λέει- ξέρω ότι ζει!». Τέλος πάντων, μια και δυο ο παππούς πήγε. Αν γνωρίζεις άπταιστα τη γλώσσα, δεν έχεις πρόβλημα στην Τουρκία. Πήγε και πάλι φίλοι του εκεί μετά -αυτά γίνονταν το '22 μετά πενήντα χρόνια φυσικά- βρήκε τους φίλους του πάλι, τον φιλοξένησαν, τον βοήθησαν πάρα πολύ. «Θυμάμαι, λέει, ο Δήμαρχος της Χάβζας από τα μεγάφωνα ανακοίνωνε ότι είμαι εδώ και ότι ψάχνω την αδερφή μου, ξέρω 'γω και τα λοιπά, με αυτό το όνομα, συγκεκριμένα Περσεφόνη Παπάζογλου». Έτσι λεγόταν εκεί. «Αλλά δεν εμφανίστηκε καμία», λέει. Ωστόσο, μερικοί καλοθελητές τον πλησίασαν τον παππού και του είπαν: «Σε εκείνο το σπίτι -δείχνοντας ένα- ζει μια πρώην χριστιανή, μια μεγάλη γυναίκα». Πήγε ο παππούς μίλησε. Λέει: «Ναι, είμαι χριστιανή αλλά λεγόμουν Σοφία -λέει- δεν είμαι εγώ. Την Περσεφόνη την ήξερα -λέει- δεν την ξαναείδα από τότες εγώ», λέει. Ο παππούς λέει: «Κατάλαβα εγώ -λέει- δεν ήτανε η αδερφή μου αυτή. Την γνώρισα. Δεν θα μπορούσε σε πενήντα χρόνια να αλλάξει τόσο πολύ! -λέει- Δεν ήταν αυτή η γυναίκα!». Πάμε τώρα ξανά το 2008, όταν επισκέφτηκα τη γενέτειρα του παππού και ανέφερα αυτά τα ονόματα και στο ξενοδοχείο μέσα αυτό εδώ, που οι τύποι αυτοί που το είχανε, και οι περίεργοι εκεί καταστηματάρχες, τον παππού τον θυμόταν και θυμόταν το γεγονός που το σκάψαν και το κάναν, πριν είκοσι χρόνια δηλαδή από την ημερομηνία, ότι έγινε αυτό το γεγονός. Και λέει ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου: «Ο μπαμπάς μου -λέει- είχε πει ότι το '64 ήρθε μία όμορφη γυναίκα εδώ κι είπε ότι αυτό το ξενοδοχείο με δύο ανθρώπους, με δύο νέα παιδιά τότες - προφανώς εγγόνια της πρέπει να ήταν, γιατί αυτή η γυναίκα τελικά μάθαμε ότι είχε μόνο κορίτσια- είναι το ξενοδοχείο του πατέρα μου και μπήκε μέσα -λέει- μου λέει ο μπαμπάς μου, εγώ ήμουν πολύ μικρός -λέει- και το είδανε και έφυγαν -λέει- έκτοτε δεν μάθαμε. Ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα», με λένε εμένα. Εγώ είχα και τη φωτογραφία της θείας της Περσεφόνης, αλλά άγνωστη. Δεν μπορούσαν να την ξέρουν οι σημερινοί Τούρκοι, τώρα. Ωστόσο, προσπάθησαν να με βοηθήσουν πάρα πολύ, ειδικά στη Σαμψούντα έκαναν και μια ειδική εκπομπή απ' την τηλεόραση κάτι παρόμοιο σαν της Νικολούλη που είναι εδώ, αλλά δεν βρέθηκε καμιά πληροφορία. Ωστόσο, βρέθηκε ένας δάσκαλος από το Τόκατ. Το Τόκατ είναι μια πόλη λίγο πιο κάτω από την Αμάσεια. Ένας δάσκαλος λέει σε αυτόν που είχε το ξενοδοχείο, λέει: «Θέλω να μιλήσω στον κύριο αυτόν που την ψάχνει». Και τον δίνει το τηλέφωνο μου. Ο Ιζέτ! Έτσι λεγόταν αυτός που είχε το ξενοδοχείο. Έχουμε ακόμα σχέσεις μέσα από το facebook. Ξαφνικά με παίρνει κάποιος μιλάει στα τούρκικα, δυσκολεύομαι να επικοινωνήσω εγώ, γιατί δεν τα ήξερα. Παίρνω τον φίλο μου τον Σαμπάν, τον λέω με λίγα λόγια τον κύριο αυτόν να μας πάρει σε μία ώρα. Παίρνω τον φίλο μου τον Σαμπάν τηλέφωνο, έρχεται, να μας πάρει -λέω- κάποιος τηλέφωνο να μιλήσετε μαζί. [02:00:00]Και όντως έγινε! Αυτός ο άνθρωπος ξαναπήρε τηλέφωνο και λέει: «Αυτός ο κύριος που ψάχνει, η αυτή η γυναίκα έχει πεθάνει τώρα -λέει- είχε δύο κορίτσια, έχουν πεθάνει και αυτά και έχει εγγόνια αγόρια. Έχω -λέει- όμως δίπλα μου μία γυναίκα, που υπηρετούσε στο σπίτι αυτηνής, υπηρέτρια ήτανε. Μια κυρία -γιαγιά- και -λέει- πάρτε την να την μιλήσετε!». Και ακούω εγώ τον Σαμπάν, τώρα αλλάζει χρώματα, λέω, τι λέει τώρα ο πούστης, θα με πεθάνει -λέω- τι λένε τόση ώρα! Και λέει αυτή η γυναίκα: «Εγώ ήμουνα υπηρέτρια εκεί -λέει- ήταν πολύ πλούσια οικογένεια αυτή -λέει- της Περσεφόνης. Ο άντρας της ήταν αξιωματικός -αυτό το είχα ακούσει και απ' αλλού- του τουρκικού στρατού και πέθανε -λέει- πριν πάρα πολλά χρόνια και τα δύο κορίτσια της μέναν στον Νιξάρ». Νιξάρ είναι μια άλλη πόλη, πιο πάνω λίγο από το Τόκατ. Τα βρήκα όλα αυτά! «Είμαι και εγώ ακόμα χριστιανή εγώ -λέει- είμαι χριστιανή! Να, τώρα που μιλάμε -λέει- κρατάω τον σταυρό μου -λέει- μπροστά μου». «Και -λέει- ο αυτός -λέει- καλά -λέει- πώς;». «Δεν μας πειράζουν εδώ -λέει- δεν μας πειράζουν. Τούρκοι είμαστε -λέει- Τούρκοι χριστιανοί». Κι αυτός ο δάσκαλος κάτι συμπληρώνει από πίσω. Λέει: «Τα παιδιά -λέει- που τα εγγόνια αυτά υπάρχουν;», λέει. «Υπάρχουν -λέει- είναι δάσκαλοι και αυτοί μεγάλοι», ηλικία μου και παραπάνω ίσως είναι. «Αλλά ξέρουν ότι τους ψάχνεις. Αλλά δεν θέλουν να εμφανιστούν, γιατί ζούμε -λέει- μία είναι πολύ συντηρητική η περιοχή που ζούμε και δεν θέλουν αυτοί οι άνθρωποι να χαρακτηριστούν ότι είναι απόγονοι Ελλήνων». «Μα έστω μία κουβέντα, ένα email, ένα αυτό, να τους δω ποιοι είναι». Αυτά όλα τα μετέφερα στη θεία μου, την εναπομείνασα Ζωζώ κι έχει τρελαθεί! Λέει: «Πάμε -λέει- τώρα στην Τουρκία -λέει- να τους βρούμε!». Λέω: «Δεν ξέρουμε ποιοι είναι, δεν θέλουν να εμφανιστούν. Δεν σ' αρκεί -λέω- ότι υπάρχουν;» Λέω, τελικά εκεί έμεινε το γεγονός, δεν μπορέσαμε να βρούμε αυτούς τους ανθρώπους. Διστάσαν, φοβηθήκαν -δεν ξέρω γιατί- και με στείλαν και μια εφημερίδα που έψαχνε με τη φωτογραφία της θείας Περσεφόνης σε μια την Σαμψούντα, ότι αυτή η ιστορία δουλεύτηκε πάρα πολύ στη Σαμψούντα και έγινε viral -ας πούμε- εκεί, η αναζήτηση αυτή.
Πώς αισθάνθηκες όταν έμαθες γι' αυτούς τους συγγενείς σου;
Αν οι άνθρωποι αυτοί με μιλούσαν, εκείνη τη στιγμή θα έπαιρνα το σακίδιο μου και θα πήγαινα να τους βρω. Τόσο τρέλα είχα! Τότες τα πράγματα ήταν και καλύτερα τότες, δεν υπήρχε αυτός ο αυταρχισμός του Ερντογάν και από ό,τι κατάλαβα, όμως, οι άνθρωποι είναι πολύ συντηρητικοί. Αυτό το διαπίστωσα κι αυτό όταν πήγα προς την κεντρική Τουρκία, στην πατρίδα του μπαμπά μου, είναι βαθιά θρησκευόμενοι όλοι αυτοί και δεν είναι τόσο ανοιχτοί, ας το πω, προς εμάς, τους αλλόθρησκους. Αυτό που συναντάμε, ας πούμε, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη που ταξίδεψα, στο Αϊβαλί, δεν τους ενδιαφέρει καν, τι θρησκεία έχεις. Εκεί παίζει μεγάλο ρόλο και σεβάστηκα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν εγγόνια Στρατηγού της Αεροπορίας, κάτι, ενός ανώτερου στελέχους δηλαδή, γιατί η θεία η Περσεφόνη είχε παντρευτεί. Την πάντρεψαν τώρα; Τι έγινε; Γιατί χάθηκε πάνω στην καταστροφή. Μάλλον, την πιάσαν την ημέρα που έγινε η σφαγή του Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ ήταν ο ενδέκατος, ένας ανάπηρος -λέει- αδερφός του παππού που δεν ξέρουμε άλλες πληροφορίες. Και η θεία μου η Ζωζώ δεν θυμάται καν το όνομά του. Το θυμάται αυτό το γεγονός, ότι πήγαν στο ξενοδοχείο μέσα και σφάξαν τον Ιωσήφ ή Βενιαμίν, δεν θυμάται το όνομά του ακριβώς, και σφάξαν και τις δυο νύφες του παππού, των αδερφών τα παιδιά, του Αβραάμ και του Παύλου, αν θυμάμαι καλά, οι οποίοι ξαναήρθαν εδώ, και ξανακάνανε οικογένεια, τις σφάξανε και ήταν και έγκυες τότες. Τέτοια αγριότητα υπήρχε!
Σ.Μ.: Όταν αντίκρισες πρώτη φορά το ξενοδοχείο από κοντά, τις σκέψεις, τι συναισθήματα σου δημιουργήθηκαν;
Το θέμα όταν αντίκρισα, πήγα, βρήκα την οπτική γωνία που στήθηκε ο τρίποδας και βγήκε αυτή η φωτογραφία. Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι είναι αυτό. Άλλωστε υπάρχουν και σύγχρονες φωτογραφίες και η παλιά, εάν μπορείς να την συγκρίνεις, όλα αυτά. Είναι το ίδιο ξενοδοχείο! Οι άνθρωποι που ήταν από κάτω γνωρίζανε. Και τώρα πώς άνηκε στον Δεσπότη, δεν ξέρω εγώ, δεν το ξέρω αυτό. Πάντως όλη η οικογένεια Παπάζογλοι κινούνταν γύρω από αυτό το ξενοδοχείο, γιατί από κάτω ήταν μία σειρά με καταστήματα. Το ισόγειο ήταν όλο καταστήματα που είναι και σήμερα. Και τ' αδέρφια του πατέρα μου ασχολιότανε με τα υφάσματα κυρίως. Ήταν αχτάρηδες που τους λέγανε, ψιλικατζήδες δηλαδή, και είχαν εμπορικά καταστήματα από κάτω, τα οποία υπάρχουν και σήμερα, πάλι εμπορικά είναι. Αλλά, βέβαια, είναι ανακαινισμένα. Αλλά δείχνει ότι είναι παλιό το πράγμα, γιατί δείχνει κάτι ογκόλιθους γρανιτένιους που έχει σκάλες, κάτι πολύ ωραία πράγματα, βέβαια έχει διάφορες προσθήκες. Αλλά πήγαμε, μας δείξαν τα δωμάτια όλα, οι άνθρωποι ήτανε... Ήταν το μοναδικό ξενοδοχείο που είχε ζεστό νερό εκείνη την εποχή γι' αυτό κατέλυσε εκεί ο Κεμάλ, γιατί η Χάβζα είχε παντού ιαματικές πηγές και μάλιστα απέναντι από το ξενοδοχείο υπάρχει ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, που λειτουργούσε ακόμα και σήμερα. Όταν πήγαμε εμείς, μας πήγαν και μέσα εκεί. Αυτό ήταν και κριτήριο, γιατί έλεγα στους Τούρκους εκεί που μας βοηθούσαν ότι απέναντι απ' το ξενοδοχείο αυτό είναι ένα χαμάμ. Και πραγματικά και το χαμάμ ήταν, και το ξενοδοχείο ήταν, το ίδιο πράγμα.
Μπορείς να μου περιγράψεις τον χώρο; Βλέπεις το ξενοδοχείο, μπαίνεις μέσα...
Μπαίνω μέσα. Είναι παμπάλαιο, βέβαια. Τριτοκοσμικό, θα έλεγα. Τέτοια βρίσκεις στην Τουρκία. Παντού δεσπόζει η τούρκικη σημαία και σ' έναν τοίχο είχε μια τροπική αφίσα τεράστια, όλο τον τοίχο με ταπετσαρία, άσχετοι με τον χώρο, με κάτι φοίνικες και τα λοιπά και μ' έδειξε ο τύπος λέει: «Εδώ πίσω! Αυτόν τον τοίχο γκρέμισαν -λέει- γι' αυτό βάλαμε αυτό το...». Ήταν και περίοδος Ραμαζανιού τότες και ανεβήκαμε σε έναν χώρο που ήταν, πώς να σου πω τώρα, που παίρναν τα πρωινά τους εκεί και μας έφεραν τσάι και αυτό, πώς το λένε, και μπισκότα να φάμε. Έτσι μας κέρασαν, γιατί δεν ήθελαν να δούνε ότι τρώμε, δεν έπρεπε να φάμε δηλαδή. Ήταν Ραμαζάνι, ήταν! Πριν χτυπήσει το κανόνι, γιατί είχε ένα κανόνι που χτυπάει και σκάει, ας πούμε, και τότες τρώνε. Κάνουν το λεγόμενο Ιφτάρ οι Τούρκοι, είναι το γεύμα που γίνεται με τη λήξη, με τη δύση του ηλίου. Μετά, το επόμενο γεύμα θα είναι στις τρεις τα ξημερώματα που ξυπνάνε και τρώνε για να μην φάνε όλη την ημέρα τίποτα πάλι, μέχρι το βράδυ. Δύο γεύματα! Και μας πήγαν στα δωμάτια μέσα. Εντάξει, ένας νιπτήρας σε μια γωνία, η τουαλέτα στο βάθος του διαδρόμου. Καταλαβαίνεις τώρα! Και μάλιστα μια πρόσφατα ανακαινισμένη ήταν η εγκατάσταση η υδραυλική και ήταν όλο εξωτερικές σωλήνες πλαστικές, θερμοκολλητικές και φαινόταν έτσι πρωτοποριακό για τον χώρο δηλαδή. Αλλά στις μεγαλουπόλεις, ας πούμε, όπως στην Προύσα και στην Κωνσταντινούπολη μείναμε σε ξενοδοχεία χλιδή, δηλαδή καμία σχέση. Αυτό ήταν ένα χάνι. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω τις τιμές είχε. Μας προσκάλεσαν να μείνουμε εδώ. Λέω: «Δεν είναι δυνατόν να μείνουμε!», γιατί μέναμε στην Σαμψούντα. Η Σαμψούντα ήταν μία ώρα από εκεί απόσταση. Είχαμε νοικιασμένο αυτοκίνητο τότες και ο χρόνος ήταν περιορισμένος, γιατί έπρεπε να πάω και στο Καράμεσε, που ήτανε δώδεκα χιλιόμετρα μακριά, να βρω το χωριό. Και μου είπανε εκεί ότι σ' αυτό το χωριό όντως έτσι ήτανε, μένουν Τσερκέζοι σήμερα. Κι εκείνη την εποχή Τσερκέζοι μένανε και ο ελληνικός μαχαλάς ήτανε δίπλα, κολλητά. Τσερκέζοι είναι μουσουλμάνοι από τον Καύκασο. Δεν είναι Τούρκοι στην καταγωγή. Έχουν δικά τους ήθη και έθιμα.
Θα σε ξαναγυρίσω στο ξενοδοχείο. Ανεβαίνεις επάνω και πώς είναι ο χώρος; Μπορείς να μου τον περιγράψεις;
Ο χώρος ήτανε... Όταν ανεβήκαμε στις σκάλες υπήρχε ένας χώρος, αυτό που σου είπα, που μας κέρασαν εκεί. Η υποδοχή κάτω ήτανε πολύ στενό, η ρεσεψιόν ήταν ένας πάγκος ενός μέτρου δηλαδή. Μη φανταστείς κάτι. Με έναν παλιό υπολογιστή, εκείνες τις κουμούτσες, τις οθόνες τις μεγάλες, τώρα τι έβλεπαν από 'κει, τέλος πάντων. Και ήτανε διώροφο κι είχε έναν μεγάλο [02:10:00]διάδρομο, δεξιά, αριστερά πόρτες. Αυτό να είχε, όλο το ξενοδοχείο είκοσι, εικοσιπέντε δωμάτια, έτσι όπως το έκοψα δηλαδή, και μάλιστα οι πόρτες, όπως με τις περιέγραψε ο παππούς, είχαν τα ίδια κλειδιά. Με έκανε εντύπωση! Λέει ο παππούς που τότες, το '86, που πήγε εκεί, είχαν ακόμα τα ίδια κλειδιά κι έτσι ήτανε! Οι πόρτες είχανε το παλιό κλειδί ακόμα, που πήγα και εγώ. Δεν έχουνε μια υποτυπώδη κλειδαριά ασφαλείας. Αλλά μένουν, μάλλον περνάνε περιηγητές, τέτοια φτηνιάρικα πράγματα, ξέρω 'γω. Δηλαδή να μένεις εκεί με δέκα ευρώ την ημέρα, το υπολογίζω δηλαδή, κάπου εκεί. Γύρω γύρω είναι όλο ξενοδοχεία τώρα φτιαγμένα, κάπως καλύτερα, γιατί έχει το ιαματικό νερό εκεί γύρω γύρω. Έχουν τα θερμά. Έχει αυτό το προνόμιο η Χάβζα. Και όταν μπαίνω στο Google στο Street View, το βρίσκω. Πολύ εύκολα!
Είδες πίσω από την αφίσα; Είδες στον τοίχο πίσω από την αφίσα;
Όχι! Ήτανε ταπετσαρία, κολλημένο ήταν. Δεν μπορούσα να ξέρω αν ήταν... Αλλά αυτός εκεί, ο γιος του ιδιοκτήτη, που δεν το είχε το ξενοδοχείο ο ίδιος τώρα, το νοίκιαζε στον Ιζέτ, αυτός ο άνθρωπος που προσπάθησε να μας βοηθήσει. Ο Ιζέτ τον πήρε τηλέφωνο και ήρθε. «Ο μπαμπάς μου -λέει- δεν μπορεί να έρθει είναι μεγάλος σε ηλικία. Τον είπαμε ότι ήρθαν κάποιοι από την Ελλάδα και τα λοιπά, αλλά ήτανε...».
Εκεί πάνω με έδωσε δύο επαγγελματικές κάρτες, τις οποίες τις φωτογράφισα με το κινητό μου τότε. Ήτανε δύο ελληνικά ονόματα. Ένας ήταν απ' την Καστοριά και ένας απ' την Κατερίνη. Με έκανε εντύπωση! Όχι απ' την Κατερίνη, απ' την Κοζάνη. Καστοριά και Κοζάνη! Δεν θυμάμαι τα ονόματα τους, αλλά άμα τα δω στη φωτογραφία θα τα δω. Λέω: «Τι είναι αυτοί;» «Ήρθαν και αυτοί εδώ», λέει. «Τι ψάχνανε;», λέω. Λέει: «Μάλλον χρυσό ψάχναν». Μ' έκανε εντύπωση! Με κανε φοβερή εντύπωση! Λέω, πώς είναι δυνατόν να μάθανε αυτό το γεγονός; «Δεν είπαν ότι ψάχνουν χρυσό, αλλά ήρθαν εδώ, ρωτούσαν, κάναν», λέει. «Πότε ήρθαν;», λέει. «Πριν δύο χρόνια -λέει- και να κι οι κάρτες τους!». Έρχομαι εγώ στην Ελλάδα, παίρνω τον έναν τηλέφωνο, ένας μεγάλος σε ηλικία στην Κοζάνη. Ογδόντα τριών χρονών ήταν τότες, τώρα δεν ξέρω αν ζει. Λέει...«Γεια σας -λέω- επισκεφτήκατε την Χάβζα;». «Α ναι! -λέει- πριν δύο χρόνια. Τι είσαι εσείς;», λέει, με ρωτάει. Λέω: «Κι εγώ την επισκέφτηκα -λέω- και εκεί -λέω- ο αυτός που είναι, έδειξε την κάρτα σας, ότι περάσατε από εκεί», λέω. «Α, ναι, ναι, ναι, είχαμε πάει». Λέω: «Το ξενοδοχείο αυτό ήταν του παππού, της οικογένειας, γι' αυτό πήγαμε». Λέει: «Ψάχνατε για λεφτά;», με ρωτάει. «Όχι. -λέω- Εσείς -λέω- γιατί πήγατε εκεί -λέω- ψάχνατε για λεφτά;». «Ναι μωρέ -λέει- αλλά εγώ δεν πιστεύω αυτά τα πράγματα», μου λέει. «Δηλαδή με πήρε, επειδή ξέρω πολύ καλά τα τουρκικά, λέει, από κείνα τα μέρη ήτανε οι γονείς μου, με πήρε ένας ανιψιός μου από την Καστοριά -η άλλη κάρτα- να πάμε -λέει- να δούμε το μέρος εκεί, επειδή ξέρω καλά τα τουρκικά». «Είχατε καμία πληροφορία -λέω- για λεφτά;». «Δεν με είπε τέτοια πράγματα! Φαινότανε -λέει- ειλικρινής ο άνθρωπος. Και εγώ ήθελα να πάω ταξίδι και πήγα μαζί του», λέει. Λέω: «Αυτός τι κάνει; Τι δουλειά κάνει;». «Έχει εστιατόριο -λέει- μαγειρείο». «Τέλος πάντων, ευχαριστώ πολύ! Γεια σας!». Μετά από καιρό... Μπα, τις επόμενες ώρες, παίρνω τηλέφωνο αυτόν στην Καστοριά. «Γεια σας! Είστε ο τάδε;». «Ναι!». Λέω: «Μόλις επέστρεψα από τη Χάβζα». «Από την Χάβζα;», λέει. «Ναι!», λέω. «Τι δουλειά είχατε;». «Το και το -λέω- επειδή έμαθα ότι πήγατε και εσείς -λέω- πήρα να μάθω για ποιο λόγο πήγατε.» Λέει: «Φιλαράκι μου -λέει- τώρα καίγομαι -λέει- έχω το μαγαζί -λέει- και έχει πολύ κόσμο. Θα σε πάρω εγώ τηλέφωνο», λέει. Όντως με πήρε! Το βράδυ με πήρε τηλέφωνο. «Για πες μου, ρε μεγάλε -λέει- τι δουλειά έχεις εσύ εκεί;». Λέω: «Καταρχήν πήγαμε στο ξενοδοχείο, σε μια έτσι προσκυνηματική εκδρομή -λέω- μόνος μου, μαζί με έναν φίλο. Είναι το ξενοδοχείο της οικογένειας του παππού -λέω- να το δούμε». Λέει: «Ψάχνατε για λεφτά;». Άντε πάλι! Είναι μούτρο αυτός τώρα. Λέω: «Λεφτά δεν ψάχναμε -λέω- αν και ο παππούς -λέω- πριν είκοσι χρόνια πήγε, έψαχνε να βρει τα λεφτά της οικογένειας και δεν τα βρήκε». Λέει: «Και εγώ αυτό άκουσα!», λέει. «Μπα -λέω- από πού το άκουσες;». «Μην το ψάχνεις -λέει- εμείς είμαστε της δουλειάς -λέει-και τα μαθαίνουμε αυτά», λέει. «Τέλος πάντων, εγώ έρχομαι -λέει- συχνά από εκεί θα σε βρω να τα πούμε». Πριν δύο χρόνια ήρθε αυτός, με πήρε τηλέφωνο, ήταν στο καφενείο εκεί, στην πλατεία, εκεί που σύχναζε ο παππούς, με έναν άλλον, με πήρε τηλέφωνο: «Είμαι εδώ -λέει- Αναστάση -μου λέει- και πάω για μέσα», λέει. Μέσα εννοούν την Τουρκία. Λέω: «Πού θα πας;». «Δεν ξέρω, όπου μας βγάλει ο δρόμος. Μπορεί να φτάσουμε μέχρι την Τραπεζούντα». Λέω: «Έχεις καμιά πληροφορία;». Εγώ μιλάω στη γλώσσα τους τώρα, των χρυσοθήρων. Εν πάση περιπτώσει, «Έλα από δω να τα πούμε!», λέει. Πάω στο καφενείο εκεί, τον βρίσκω αμέσως, καταλαβαίνω ποιοι είναι Ξανθιώτες, μπαμ τον εντοπίζω! Ένας τύπος έτσι περίεργος εκεί, μούτρο, όπως τον κατάλαβα στη φωτογραφία. Τυχοδιώκτης! Με έναν άλλον κάθεται εκεί, ούτε χάρηκε που με είδε, ούτε αυτά, ξέρω εγώ, έτσι. Λέει: «Θα πάμε -λέει- αύριο μπαίνουμε μέσα και θα πάμε, έχω μία πληροφορία πρώτα -λέει- για την περιοχή πίσω από τη Ραιδεστό, ένα χωριό -λέει- είναι, υπάρχει μία ασφαλή πληροφορία ότι έχει πράγμα εκεί». «Ωχ! -λέω- πού έμπλεξα;», λέω. «Τέλος πάντων -λέω- με το καλό! Καλή τύχη, ξέρω 'γω!». Λέει: «Μετά θα πάμε και πιο βαθιά -λέει- θα πάμε και στη Χάβζα». λέει. Λέω: «Αν ψάχνετε για τα λεφτά του παππού -λέω- το και το -λέω- έγινε, να ξέρεις -λέω- Υποθέτω ότι τα λεφτά χάθηκαν τότες ακόμα. Δεν βρεθήκαν τα λεφτά. Ο παππούς τότες έσκαψε και λοιπά. Αλλά, πες μου έτσι ιστορικά να ξέρω -ρε παιδί μου- πού το...;». «Δεν έχω καμία σχέση -λέει- με τη Χάβζα. Να ξέρεις -λέει- αλλά από το κύκλωμά μας μέσα μάθαμε ότι πήγε εκεί κάποιος και έψαχνε λεφτά». Τώρα κάποιος Τούρκος θα τον είπε; Γιατί πάνε, συναντάνε αυτοί κάποιους συνδέσμους εκεί, και όλο αυτό είναι ένα περίεργο κύκλωμα είναι, της χρυσοθηρίας και δεν είναι από νορμάλ ανθρώπους, δηλαδή. Δεν μπορώ να πω! Και μάλιστα είναι πολύ παρακινδυνευμένο να πας σε μία άλλη χώρα και να σκάβεις τώρα και τα λοιπά. Τέλος πάντων, κατάλαβα ότι ήταν άσχετος ο άνθρωπος. Δεν έδωσα σημασία. Μετά από δυο μέρες με παίρνει τηλέφωνο: «Είμαι εκεί, μπορείς να βρεις -λέει- ένα όνομα χωριού;», μου δίνει. Κάπου το έχω σημειωμένο. «Πού βρίσκεται αυτό το χωριό;». Λέω: «Θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω». Όντως μπαίνω μέσα. «Πού είστε -λέω- σε ποια περιοχή είναι;» «Στο Τσόρλου!», λέει. Τσόρλου είναι η Τυρολόη, στην Ανατολική Θράκη, κοντά μας από εδώ. «Είναι ένα χωριό -λέει- έτσι, έτσι, έτσι, κάπου εκεί υπήρχε η εκκλησία και τα λοιπά». Τα γνωστά, τα χρυσοθηρικά. Εν πάση περιπτώσει, μπαίνω εγώ στο Google, ψάχνω. Δεν μπορώ να το βρω! Αλλά έχω έναβ Τούρκο φίλο που είναι από το Λουλέ Μπουργκάς, είναι μία άλλη πόλη παραδίπλα. Ο οποίος συναντηθήκαμε μέσα από το Facebook έρχεται και μας βλέπει εδώ ο άνθρωπος, ένας νεαρός είναι γύρω στα τριάντα πέντε - τριάντα έξι χρόνων, φωτογράφος είναι, ερασιτέχνης είναι, τώρα ζει στη Βουλγαρία. Εν πάση περιπτώσει, με ενημέρωσε ότι «Θα πω τον μπαμπά μου -λέει- κι αυτός που ζει στο Λουλέ Μπουργκάς -ο Λουλέ Μπουργκάς είναι η τότε Αρκαδιούπολη- μήπως ξέρει τίποτα, γιατί εγώ δεν μπορώ να ξέρω. Όντως ο μπαμπάς μου δάσκαλος είναι, μπορεί να ξέρει». Όντως αμέσως, σε μια ώρα με πήρε τηλέφωνο. «Είναι το τάδε χωριό τώρα! Έτσι λέγεται!». Τον παίρνω τηλέφωνο λέω: «Αυτό το χωριό λέγεται έτσι τώρα!». Αυτός το ήξερε με την τουρκική, την παλιά ονομασία, την οθωμανική. Αυτοί τα αλλάξανε όλα, γιατί μέναν Έλληνες εκεί, άλλο όνομα. Λοιπόν, «Α ρε -λέει- αυτό, κοντά είμαστε, κάπου το έχω δει γραμμένο αυτό το όνομα, πάμε από κει». Με παίρνει τηλέφωνο μου λέει: «Ναι αυτό είναι -λέει- το χωριό -λέει- και φαίνεται ένα μέρος που είναι η εκκλησία όπως είχα την πληροφορία εγώ»., λέει. Την μαγκιά εκείνη! Λοιπόν, «Καλή τύχη!», τον είπα. Δεν μου αρέσουν εμένα αυτά και χαθήκαμε. Και μετά με πήρε μια τηλέφωνο: «Είμαι -λέει- Τραπεζούντα!». Λέω: «Τι ψάχνετε εκεί;» «Έχουμε και από δω μία πληροφορία -λέει- και τα λοιπά. Κατάλαβα -λέω- δεν τους ξαναείδα, δεν τους ξανάκουσα, τίποτα. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα. Έτσι, το ξενοδοχείο είχε πολλές προεκτάσεις δηλαδή.
Γιατί τόση επιμονή και πάθος για να βρεις τους προγόνους σου και τις ρίζες σου;
Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Είναι εμμονές αυτές που με κολλήσαν από μικρό παιδί και τις έχω μεταδώσει και αλλού. Να, παράδειγμα, όπως εσύ! Σε έχω... Είναι κολλητικό αυτό το πράγμα. Η ιστορία [02:20:00]είναι ένα μαγικό πράγμα που βασίζεται στην τεκμηρίωση, γιατί ιστορία, λογικά, δεν πρέπει να υπάρχει σαν όρος. Ιστορία είναι αυτό που βιώνουμε αυτή τη στιγμή, που και οι δυο μπορούμε να πιστοποιήσουμε τι κάνουμε αυτή τη στιγμή. Αυτό είναι ιστορία! Δηλαδή να βρεθούμε μετά από δέκα χρόνια ή αυτό που καταγράφεις στο μαγνητόφωνο να πιστοποιηθεί γιατί έτσι έγινε, γιατί υπάρχει απόδειξη ότι βρεθήκαμε εμείς στις 25 -πόσο είναι σήμερα- του μηνός εκεί, στο Εύμοιρο, και είπαμε αυτά τα πράγματα. Και μπορούμε να πιστοποιήσουμε εμείς, αυτόπτες μάρτεις. Ενώ το τι έγινε εκείνη την εποχή, χθες, μπορεί να το περιγράψει ο καθένας, όπως τον βολεύει. Αυτή την συνέντευξη αν την ακούσει κάποιος μετά από είκοσι χρόνια, μπορεί να έχει άλλους συνειρμούς και να συμπληρώσει κάτι που να αλλοιώνει αυτό το πράγμα που λέμε σήμερα. Έτσι είναι κι η ιστορία. Άμα διαβάσεις τη Νεότερη Ιστορία είναι όλο αμφισβητήσεις, δηλαδή κανένας δεν τολμάει να πει τι έγινε πριν, στον Εμφύλιο. Εξαρτάται ποιος την έγραψε την Ιστορία, από ποια σκοπιά το είδε. Γι' αυτό άμα πάμε ακόμα παλαιότερα, πάμε στους Πελοποννησιακούς Πολέμους. Ακόμα χειρότερα. Τα μοναδικά γραπτά είναι αυτά του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, οι οποίοι συμμετείχαν σε εκείνους τους... Έτσι που λίγο πολύ ταιριάζουν. Αλλά ο καθένας το βλέπει από διαφορετική σκοπιά. Αν πάμε ακόμα παλαιότερα, ακόμα χειρότερα. Δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε κάτι, γι' αυτό η ιστορία είναι λίγο περίεργο πράγμα. Γι' αυτό πάντα όταν διαβάζεις ένα βιβλίο ιστορίας, πρέπει να βλέπεις τις πηγές και τις παραπομπές του. Βλέπουμε εμείς ιστορικά βιβλία που αναφέρονται λες και γράφουν μια έκθεση, όπως την βλέπει καθένας από τη σκοπιά του. Αυτό είναι γι' αυτόν ιστορία, αυτό είναι ιστόρημα και άμα δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα είναι μυθιστόρημα. Αυτή είναι η διαφορά! Για αυτό καμιά φορά αντιτίθεμαι στη λέξη: «είναι τεκμηριωμένο ιστορικά». Το θέμα είναι ποιοι. Πολλοί επικαλούνται τον Βακαλόπουλο, τον Μαρκεζίνη, αυτούς τους γνωστούς ιστορικούς, δεν αμφιβάλλω ότι αυτοί κάνανε κάποια έρευνα. Βλέπουνε, όμως, άμα ανοίξεις ένα τέτοιο βιβλίο, βλέπεις παραπομπές, βλέπεις πηγές, βλέπεις ολόκληρη βιβλιογραφία δίπλα. Οι άνθρωποι κάνανε δουλειά. Σήμερα, ο καθένας πιάνει μία πένα, μάλλον ένα πληκτρολόγιο και γράφει ιστορία. Δεν είναι έτσι τα πράγματα!
Πώς αισθάνεσαι όταν ανακαλύπτεις κάτι, είτε για τους προγόνους σου, είτε για μία φωτογραφία;
Κοίταξε, είναι πολύ μεγάλο, φοβερό συναίσθημα να επιβεβαιώνεσαι για κάτι που έχεις υποψίες . Ότι έτσι έγινε! Και μια φωτογραφία την εμπιστεύομαι περισσότερο από τα γραπτά! Γιατί μια φωτογραφία δεν κρύβει τίποτα, δεν μπορεί να κρύψει τίποτα η φωτογραφία. Δεν μπορεί να αλλοιώσει κάτι. Και οι φωτογραφίες της εποχής που δεν υπήρχε photoshop τότες. Βέβαια υπήρχαν, το λεγόμενο ρετούς της φωτογραφίας, αλλά το ρετούς ήταν περισσότερο, ομορφαίνει τις φωτογραφίες παρά να τις αφαιρεί. Γι' αυτό εμπιστεύομαι τη φωτογραφία. Δεν ξέρω αν το είπαν οι Κινέζοι αυτό: «Μία φωτογραφία, χίλιες λέξεις!». Έτσι είναι! Θα δεις μια φωτογραφία και βλέπεις την ιστορία ολόκληρη. Γιατί είναι έτσι; Πώς ήταν πίσω; Τι ήτανε; Τι φορούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή; Πώς ήταν χτενισμένοι εκείνη την εποχή; Μπορείς να δεις πολλά πράγματα. Γι' αυτό εμπιστεύομαι τη φωτογραφία. Βέβαια, τα γραπτά, ο γραπτός λόγος είναι εφαλτήριο! Ξεκινάς από εκεί, είναι μεγάλη υπόθεση, το να καταγράφεις αυτά που συμβαίνουν. Αυτό που κάνεις σήμερα εσύ είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Αυτό θα περάσει στην αιωνιότητα! Μπορεί κάποιος αντίστοιχος με εμένα που, δεν ξέρω πώς θα λέγεται, να πιάσει αυτό το αρχείο, το ηχητικό, και να εκπλαγεί. Και να μάθει ιστορίες το τι είχαν γίνει πριν εκατό χρόνια. Είναι φοβερό πράγμα! Και θα είναι πολύ πιο τεκμηριωμένο από αυτό που κάνουμε εμείς σήμερα, γιατί εσύ αυτή τη στιγμή δεν έχεις έναν αυτόπτη μάρτυρα, έχεις έναν αυτήκοο μάρτυρα που μερικά πράγματα τα βλέπει και με τα μάτια της ψυχής. Τα βλέπει και με ρομαντισμό. Ή πολλές φορές τα δραματοποιεί κιόλας, για να είναι πιο πομπώδης η αφήγηση. Γι' αυτό επανερχόμαστε στη λέξη ιστορία. Θέλει πολλή προσοχή η ιστορία.
Θα σε ταξιδέψω κάπου αλλού, στο 1989.
Ναι! Ναι, στην αποφράδα ημέρα! Η στιγμή, αυτή η χρονιά με σημάδεψε πάρα πολύ και με ακολουθεί μέχρι και σήμερα! Δεν θα μπορέσω να πω τίποτα περισσότερα από αυτά που σε είπα. Είναι μεγάλη υπόθεση, είναι μεγάλη απώλεια να χάνεις τον αδελφό σου με όλη του την οικογένεια, αλλά και μεγάλη ευλογία να μεγαλώνεις τον γιο του. Δεν ξέρω ποιος φρόντισε για να μου δώσει αυτό το αντίδωρο, να απαλύνει τον πόνο μου, αλλά έκανε δουλειά! Το να μεγαλώνω τον γιο μου, τον γιο του αδερφού μου. Δεν θέλω να τον λέω ανιψιό! Να ανδρωθεί δηλαδή, να είναι έτοιμος να φύγει, να απαγκιστρωθεί από εμένα, όπως και απαγκιστρώθηκε. Μεγάλη υπόθεση! Δεν θέλω να το θυμάμαι! Εκείνες τις ημέρες, εκείνα τα γεγονότα! Εγώ τότες, όταν τα έμαθα, νόμιζα ότι αυτά τα πράγματα γίνονται μακριά από εμάς, κάπου στην Εθνική Οδό, κάπου μακριά, σε μία άλλη πόλη, σε μία άλλη χώρα, αυτά τα τραγικά δυστυχήματα. Έλα ντε! Που γίνανε μέσα στο σπίτι μου! Γι' αυτό δεν θα λέμε ποτέ, ποτέ δεν θα λέμε ποτέ! Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει αυτή η μοίρα, θέλεις να την πεις; Τύχη; Θεός; Όπως θέλει ο καθένας, μπορεί να δώσει ένα όνομα. Συγκυρία, εγώ την λέω! Κάποια γεγονότα που συγκυριακά βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή. Βρέθηκε ένα λεωφορείο της ΣΕΚΟΒΕ. Έτυχε ο αδερφός μου να πηγαίνει να συναντήσει την επίτοκη, τη λεχώνα ξαδέλφη του, και συνέβη αυτό το πράγμα. Όλοι, όλες αυτές οι συγκυρίες, σαν να συνεργάστηκε το σύμπαν να γίνει αυτή η καταστροφή που πλήγωσε δύο οικογένειες. Που οι γονείς αυτών των παιδιών φύγαν με αυτή την πίκρα, πεθάνανε. Και οι γονείς μου και τα συμπεθέρια μου. Με αυτήν την πίκρα! Και μάλιστα επειδή είχαμε μικρό παιδί, εγώ πολύ αυταρχικός, έγινα γονιός απότομα, σε μία νύχτα μέσα! Γιατί δεν αποφάσισα, όπως σου είπα να το κρατήσω αυτό το παιδί. Το θεώρησα φυσική συνέχεια το παιδί αυτό να το μεγαλώσω εγώ. Επέβαλα στον πατέρα μου να ξυριστεί, τη μητέρα μου να μη φοράει μαύρα ρούχα, να φοράει γκρι ρούχα. Τέλος πάντων, να θρηνήσει τον γιο της με έναν άλλον τρόπο. Σε ένα σημείο διαπίστωσα ότι όλοι αυτοί που μαζευόταν να παρηγορήσουν τη μάνα μου, γείτονες, φίλοι, συγγενείς που ερχόνταν στο σπίτι να πιουν καφέ και να κοιτάζονται χωρίς να μιλούνε, τους απαγόρευσα ν' έρχονται. Γιατί έπρεπε να μεγαλώσω ένα παιδί μέσα σε οποιεσδήποτε φυσιολογικές συνθήκες. Ανδρώθηκα ξαφνικά, ρε παιδί μου! Και εγώ και η Αμαλία! Αρραβωνιασμένοι ήμασταν τότες και μάλιστα είπα: «Είμαστε αρραβωνιασμένοι, ξέρεις κάτι, δεν είσαι υποχρεωμένη να μεγαλώσεις ένα ξένο παιδί, αλλά εγώ θα το κάνω. Αν θέλεις, μείνε μαζί μου». Αυτή δεν είπε ούτε καν ναι, δεν αποφάσισε κι αυτή τίποτα. Το θεώρησε συνέχεια. Δεν απάντησε καν! Παρέμεινε μέχρι και σήμερα κι ας πέρασαν τριάντα τόσα χρόνια. Δεν θέλω δηλαδή... Πώς το βλέπεις; Λίγο θλιβερό το τέλος.
Πώς σκοπεύεις να συνεχίσεις από εδώ και πέρα;
[02:30:00]Για ξαναεπανέλαβε, για να το εμπεδώσω.
Πώς σκοπεύεις να συνεχίσεις από εδώ και πέρα τη φωτογραφία; Αυτή την αναζήτηση, την έρευνα;
Κοίταξε, είναι μία πάρα πολύ καλή ενασχόληση, γιατί από 'δω και μετά επαγγελματικά δεν σκέφτομαι τίποτα. Άλλωστε, και να σκεφτόμουν, δεν πρόκειται να γινόταν τίποτα. Κι έτσι η μοναδική μου ενασχόληση είναι η παλιά και η σύγχρονη φωτογραφία. Προσπαθώ από τις παλιές φωτογραφίες να ταυτίσω τα σημερινά σημεία. Το κάνω κατά καιρούς! Θεώρησα καλό να γράψω την ιστορία του πατέρα μου. Από τη μία πλευρά, τους Μικρασιάτες δηλαδή, βασιζόμενος σε ιστορικά γεγονότα που συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και ξεκίνησα και συγγράφω εδώ και μήνες ένα μυθιστόρημα, θα έλεγα, που συνυπάρχουν μέσα πραγματικά πρόσωπα, πραγματικά ονόματα και πραγματικά ιστορικά γεγονότα, πλαισιωμένα από μια καθημερινή ζωή που υπήρχε στην περιοχή εκείνη και όλα αυτά τα αντλώ από ένα συγκεκριμένο βιβλίο, που είχε γραφτεί από έναν απόγονο εκείνης της εποχής, πρώτης γενιάς, και το είχαν συμπτωματικά όλοι οι Κιουταχειαλίδες, που λέμε, στα σπίτια τους. Πιάνω μερικά γεγονότα που γίνανε και τα τεκμηριώνω σαν να τα ζούνε οι άνθρωποι, οι ήρωες αυτής της εποχής, μέσα σ' αυτό που σου συγγράφω εγώ τώρα. Δεν ξέρω αν θα εκδοθεί ποτέ. Αλλά νιώθω την ανάγκη. Το προχώρησα πάρα πολύ. Ξεκίνησα από τον προπάππου μου, δηλαδή από την εποχή του τελευταίου Ρωσοτουρκικού πολέμου που ήταν γεγονός, που συμμετείχαν και Έλληνες τότες, Ελληνορθόδοξοι της πόλης, και θα δω πού θα το φτάσω. Δεν ξέρω, θα το φτάσω μέχρι τις μέρες μας, υπολογίζω. Έχει πολλή δουλειά ακόμα. Άνοιξα ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Συνέχεια προσπαθώ να βρω ιστορικά ντοκουμέντα για να το πλαισιώσω. Άσχετα αν το ονομάζω εγώ μυθιστόρημα, αυτό μπορεί ένας αναγνώστης να καταλάβει πώς γινότανε η ζωή εκεί, σε αυτήν την πόλη, η μειονότητα που ήτανε οι Χριστιανοί. Χρησιμοποιώ λέξεις και εκφράσεις που άκουγα μέσα στο σπίτι μου, που τα συζητούσαν κι εκεί. Παροιμίες στην οθωμανική γλώσσα. Αποφεύγω να γράφω τουρκική γλώσσα ή Τουρκία και αναφέρομαι πάντα σε Οθωμανούς και Οθωμανική Αυτοκρατορία, διότι πρέπει να καταλάβουμε κάπου ότι η Τουρκία υφίσταται από το 1924 και μετά με τη λέξη Τουρκία. Δεν χρησιμοποιούταν ποτέ αυτή η λέξη. Για να δεις πάλι, αν θέλετε να το τεκμηριώσουμε και αυτό το πράγμα ιστορικά, θα δεις τα παλιά τούρκικα γραμματόσημα που δεν αναφέρεται πουθενά τη λέξη Τουρκία και όλα τα τουρκικά γραμματόσημα γράφουν επάνω «Ottoman Empire», Οθωμανική Aυτοκρατορία. Δεν γράφουν Τουρκία πουθενά. Επίσης, μία σειρά γραμματοσήμων του 1910, αν θυμάμαι καλά, που δείχνει ιστορικές πόλεις της Τουρκίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γράφει Adrianople στα γαλλικά. Xρησιμοποιούσαν τη γαλλική λέξη, την Ανδριανούπολη. Δεν γράφει Edirne. Την Κωνσταντινούπολη, λέει, Constantinople. Δεν λέει Istanbul. Την Σμύρνη την λέει Smyrna. Δεν τη λέει Izmir που τη λένε σήμερα. Δηλαδή, χρησιμοποιούσαν την πραγματική τους ονομασία και δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη Τουρκία. Αυτή ήταν μέσα στο βιβλίο, θα δεις όποιος το διαβάσει, αν εκδοθεί κάπου, ότι και δυσκολεύομαι να το γράφω πάντα, λοιπόν, τη λέξη Τουρκία, τουρκικό, Τούρκοι. Γιατί δεν υπήρχε αυτή η ονομασία. Σήμερα οι περισσότεροι που αναφέρονται, αναφέρονται στην τουρκική γλώσσα. Δεν ήταν τουρκική γλώσσα. Ήταν οσμανλίδικη γλώσσα. Μετά ονομάστηκε τουρκική γλώσσα. Είναι από τη σκοπιά που το βλέπω εγώ. Αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Πώς βλέπει την ιστορία ο καθένας. Αλλά προσπαθώ να την τεκμηριώσω. Δεν ήτανε Ρωσοτουρκικός πόλεμος, γιατί η λέξη Τούρκος, τουρκικός δεν υπήρχε. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος με την έννοια αυτή, όμως, υπήρχε και έληξε το 1878. Ήταν η «Μάχη του Εννιά» την λέγανε οι Τούρκοι, οι Οθωμανοί. Τι εννοούνε η «Μάχη του Εννιά»; Δεν ξέρω! Θα μπορούσαμε να λέγεται Ρωσο-οθωμανικός πόλεμος και όχι Ρωσοτουρκικός, αλλά για περισσότερη ευκολία πολλοί γράφουνε αυτό το πράγμα που σου είπα, τουρκική γλώσσα. Δεν ήταν τουρκική γλώσσα. Τουρκικά γράμματα. Δεν ήταν τουρκικά γράμματα. Ήτανε αραβική γραφή, στην οσμανλίδικη γλώσσα. Έτσι λεγόταν. Αυτά τα αραβουργήματα που βλέπω, δεν είναι τουρκικά γράμματα. Δεν μπορείς να το ονμάσεις. Είναι αραβική γραφή. Καθαρά αραβική γραφή. Γι' αυτό σήμερα πολύ λίγοι από τους Τούρκους τους σημερινούς μπορούν να τη διαβάσουν. Ενώ ένας Έλληνας με μεγάλη ευκολία διαβάζει ένα κείμενο στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Τουλάχιστον τη διαβάζει. Μπορεί να μην ξέρει την ερμηνεία του, πανεύκολο να διαβαστεί, γιατί χρησιμοποιούν από τότε τα ίδια γράμματα. Είναι μεγάλη υπόθεση! Αν το δούμε έτσι, δηλαδή. Αν το δούμε εθνικά, όχι εθνικιστικά. Πατριωτικά, δηλαδή. Και εκεί πρέπει να γίνεται ένας διαχωρισμός, να μη χαρακτηριστώ εθνικιστής. Προς θεού!
Έχεις δημιουργήσει κι ένα γενεαλογικό δέντρο.
Ναι! Αυτό το γενεαλογικό δέντρο που το βρήκα σε ένα site, που σ' αφήνει να το επεξεργαστείς, Μy Heritage, αν το λέω σωστά, η κληρονομιά μας, είναι πολύ σοφά τοποθετημένο. Είναι στην ελληνική γλώσσα, σε δίνει πολλές οδηγίες μέσα, πέρα από το να τοποθετήσεις τα ονόματα. Σ' εντοπίζει λάθη, όπως μ' εντόπισε κι εμένα. Λέει, σε ένα σημείο γράφω: «Απόστολος Τεφρένογλου -ο αδερφός του μπαμπά μου- γεννήθηκε το 1910». «Ελένη Φεβρουλάρ-Τεφρένογλου», η γιαγιά, η Ελένη. Αναφέρω από τα στοιχεία που έχω ότι γεννήθηκε το 1894. Έρχεται μήνυμα από το site και λέει: «Είναι δυνατόν η Ελένη να γέννησε τον Απόστολο στα δεκατέσσερά της;». Κάνει τέτοιους συνειρμούς. Ώπα -λέω- κάτι δεν πάει καλά. Ψάχνω τα χαρτιά μου κι όμως έτσι είναι! Πιθανό να είναι λάθος γραμμένα. Αυτό το site, όποιος μ' ακούει τώρα θα μπορούσε να το επισκεφτεί και να κάνει το δικό του... Θα τρομάξει με τις δυνατότητες που δείχνει. Γιατί σε ρωτάει, σε κάποια φάση, αιτία θανάτου του καθενός από αυτούς και ξαφνικά στα στατιστικά σού λέει: «Το 60% του γενεαλογικού δέντρου πέθανε από φυματίωση, το 22% πέθανε από καρκίνο, το 12% πέθανε από καρδιά», δηλαδή βάζω όσα θυμάμαι εγώ, ένα μεγάλο ποσοστό πέθανε από γενοκτονία. Έχει ένα άλλο πλεονέκτημα. Συμπλέκονται τα κλαδιά του δέντρου μ' άλλα γενεαλογικά δέντρα που κάνουν άσχετοι, αν δουν ταύτιση δύο ατόμων. Και σου λέει: «Μήπως έχεις σχέση με αυτό το άτομο, γιατί βρίσκεται στο τάδε γενεαλογικό δέντρο;». Και ψάχνεις να βρεις, αν πραγματικά είναι. Σε μία κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, μου ήρθε ένα μήνυμα που λέει: «Το δέντρο σας ταυτίζεται μ' ένα όνομα, μ' ένα γενεαλογικό δέντρο του τάδε από την Κρήτη». Λέω: «Καμία σχέση! Με την Κρήτη τι σχέση; Δεν είχαμε ποτέ σχέσεις». Και διαπιστώνω ότι ήταν το όνομα ενός γαμπρού μου, μιας δεύτερής μου ξαδέλφης, ο οποίος έχει έναν ξάδερφο στην Κρήτη. Δηλαδή συγγενής με τον γαμπρό μου αυτόν, ξένο αίμα, εξ αγχιστείας, αλλά τα κλαδιά μπερδεύτηκαν σε κάποια φάση και λέει «Ωπ! Αυτό το πράγμα, το όνομα εντοπίστηκε και αλλού!», είναι καλό. Αλλά όπως τα πράγματα, όπως όλα τα πράγματα είναι εμπόριο στη ζωή μας, έτσι κι αυτό σ' αφήνει να [02:40:00]προχωρήσεις και σε σταματάει στα διακόσια εξήντα ονόματα και δεν μπορείς να συνεχίσεις, αν δεν πληρώσεις. Το οποίο είναι μία ακριβή συνδρομή ετήσια ή μηνιαία που είναι απογορευτική να την συνεχίσεις. Και παρέμεινα εκεί και εμπλουτίζω τα ήδη διακόσια εξήντα ονόματα.
Εμένα με έχεις καλύψει. Έχεις εσύ να προσθέσεις κάτι άλλο;
Όχι, δεν μπορώ να προσθέσω κάτι άλλο. Αν θα είχα ποτέ κάποιες λεπτομέρειες, ας πούμε, αλλά δεν νομίζω, γιατί είναι η πρώτη φορά που ανοίγομαι τόσο πολύ, δηλαδή. Δεν με ενδιαφέρουν τα προσωπικά δεδομένα και όλα αυτά, αυτά χαζά πράγματα. Τι προσωπικά δεδομένα; Δεν υπάρχουν προσωπικά δεδομένα! Όταν πας σε μία ιδιωτική τράπεζα και σε ζητάει την ταυτότητα, τι προσωπικά δεδομένα; Τι αστεία είναι αυτά; Σε ζητάει το εκκαθαριστικό σου. Για ποια προσωπικά δεδομένα συζητάμε; Οπότε χρησιμοποίησε ό,τι θέλεις.
Τι σου έμεινε από όλα αυτά που είπαμε;
Κοίταξε αυτή η συζήτηση που κάναμε σήμερα με ταξίδεψε πάνω από όλα! Με ταξίδεψε! Ήταν όμως πολυκύμαντη γιατί μπήκαμε και σ' άλλα γεγονότα, πήγαμε στα πρόσφατα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου. Δηλαδή, αν θα πρόσεξες την εποχή... Τα ιστορικά ντοκουμέντα που μπορούσα να σε αποκαλύψω ήτανε καθαρά αφηγηματικά. Όσο πλησίαζα προς τα πρόσφατα γεγονότα άρχισα... Έχω πάψει να αφηγούμαι κι έβγαλα περισσότερο ψυχή! Περισσότερη συγκίνηση! Ευχαριστώ πάντως για αυτό που μ' έκανες! Χρειάζεται καμιά φορά να μας ταράζει κάποιος τον εσωτερικό μας κόσμο και να βγάζουμε πράματα, που δεν τα έχουμε διηγηθεί ποτέ, σε κανέναν! Δηλαδή, με πήγες στην παιδική ηλικία που έβαλα το μυαλό μου να ξεθάψει πράματα που συνέβησαν πριν πενήντα χρόνια. Είναι μεγάλη υπόθεση! Δεν θα μιλούσα ποτέ για τον παπλωματά. Τώρα μου 'ρθε! Τώρα θυμήθηκα τον θόρυβο τον χαρακτηριστικό που έκανε εκείνο το εργαλείο. Τις κραυγές των διαφόρων επαγγελματιών που περιφερόταν στις γειτονιές. Δηλαδή, ο ερευνητής έχει ουσιαστικά μια σκαπάνη. Αφού ανακαλύψει κάτι, όπως οι αρχαιολόγοι, πιάνει ένα ελαφρύ πινέλο και μετά προσπαθεί να αφαιρέσει τη σκόνη του χρόνου από πάνω και να δει το πραγματικό αντικείμενο, το πραγματικό πρόσωπο. Είναι μεγάλη υπόθεση του ερευνητή. Χωρίς να είναι απαραίτητο να 'χει μια σκαπάνη. Κι η πένα είναι σκαπάνη. Τι λέω!
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό το μοίρασμα!
Εγώ ευχαριστώ! Εκεί θα μείνουν. Όχι σε πολλά! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Κι αν νομίζεις ότι κάτι θα μπορούσα...Θα μπορούσες να διώξεις από εμένα με ένα πινέλο -όπως είπα- κάτι ακόμα από αυτά που έχουμε πει, μπορούμε να το συμπληρώσουμε αργότερα.
Πάμε να μου δείξεις και τα τεκμήρια, τις φωτογραφίες, τα γραμματόσημα;
Βεβαίως! Βεβαίως! Ναι! Τώρα! Η πρώτη καρτ ποστάλ, που σου 'χω πει, η οποία είναι κι η μοναδική καρτ ποστάλ της Ξάνθης. Η πρώτη απεικόνιση της Ξάνθης! Όπως σου είπα, είναι ταχυδρομημένη το 1891, από την Ξάνθη στην Τεργέστη. Μετά, επειδή εγώ μετά από πολύ καιρό ξαναβρήκα μια παρόμοια και την αγόρασα κι αυτήν, για λόγο της μοναδικότητάς της. Είναι πάλι ταχυδρομημένη το 1899, 20/5 στο Ντουμπρόβνικ, όπως σε είχα πει. Όλες οι άλλες αφορούν αποκλειστικά την Ξάνθη. Θα ήθελες τώρα να δεις, την... Κάπως δύσκολο τώρα, αλλά εν πάση περιπτώσει... Είναι οι φωτογραφίες που σου 'λεγα. Είναι βγαλμένες στην Ξάνθη, μέσα στα στούντιο που δείχνουν αυτή την ιδιαιτερότητα των φωτογράφων που ξεκίνησαν από ζωγράφοι και, όταν έφθινε το επάγγελμα του ζωγράφου, αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με την φωτογραφία κρατώντας, όμως, την ιδιαίτερη τεχνική που είχε η ζωγραφική, όσον αφορά τον φωτισμό. Κι αυτό πρόσδιδε στην φωτογραφία μια ιδιαίτερη εμφάνιση, θα 'λεγα. Βέβαια, οι περισσότερες είναι πιο εύκολο να δεις το αρχείο ψηφιοποιημένο, γιατί είναι και ταξινομημένο. Αλλά θα 'θελα να σου δείξω τρεις σπάνιες φωτογραφίες απ' την φυγή των Ελλήνων της Ξάνθης, μετά την κατάληψη, προσκύρωση της πόλης στον βουλγαρικό άξονα, στο βουλγαρικό κράτος. Οι Έλληνες φοβόντουσαν πάρα πολύ τότες εκείνη την δεύτερη βουλγαρική κατοχή και αποχωρήσαν σε άλλες πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας. Και το μοναδικό μέσο μετακίνησης εκείνης της εποχή είναι, φυσικά, το τρένο. Εδώ είναι η γνωστή φωτογραφία που την χτυπήσαμε στην δημοπρασία μέσω της μητέρας σου. Να τη να! Την έχω τόσα χρόνια και την εξερευνώ και μετά βλέπω τυχαία το όνομα του Δεσπότη, επάνω στη φωτογραφία που λέει: «Αριστείας Ιερόθεος». Τα γράμματα φαίνονται ότι είναι γυναικεία. «Το ξενοδοχείο ΜΑΣ», λέει, «Εν τη πόλει Χάβζα, ευρισκόμενο. Μένει, εντός, διά...» Πολύ δύσκολα! «Χαίρω πολύ...» Είναι ταχυδρομημένο σε μια Φυγώ Σιναπλίδου. Η Φυγώ, το όνομα Φυγώ ήταν... Οι Πόντιοι αποκαλούσαν Φυγώ την Ιφιγένεια. Αυτό που λέγαμε ότι χρησιμοποιούσαν πάρα πολλά αρχαία ονόματα. Κι εγώ σε είχα πει στην συνέντευξη ότι λέγεται Μαρία. Μαρία ήταν η κοπέλα που βρήκα, η δισέγγονή της. Η φωτογραφία αυτή εστάλη στην δεσποινίδα Φυγώ Σιναπλίδου. Τώρα πρέπει να βρω, γραμματόσημα που αναφέρουν όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα ελληνικά τους ονόματα, όπως το Adrianople, το Constantinople, το Smyrna. Αντί τα σημερινά, Edirne, Istabul, Σμύρνη, Ismir, δηλαδή. Βλέπεις εδώ μια φωτογραφία, από το πόσο καλλιτέχνες είναι οι άνθρωποι αυτοί. Κεσσίνης γράφει εδώ, Ξάνθη. Είναι ο Γιώργος Κεσσίνης, διάσημος φωτογράφος και χρησιμοποιούσε εκείνη την εποχή ανάγλυφη σφραγίδα! Την βλέπεις; Πολύ σπάνιο ντοκουμέντο. Και φυσικά άπειρες καρτ ποστάλ από την πόλη, με πάρα πολύ ενδιαφέρον και το πίσω μέρος της φωτογραφίας που λέει: «Μικρές καθημερινές ιστορίες της πόλης». Εδώ, όμως, βλέπουμε και πολλές καρτ ποστάλ που σταλήκαν από τους μουσουλμάνους της πόλης μας, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν και τότες την αραβική γραφή, την παλαιοτουρκική που λένε σήμερα αυτοί. Βέβαια, δεν είναι παλαιοτουρκική. Είναι η οθωμανική γραφή με αραβικά γράμματα. Εδώ, βλέπουμε πάλι την γνωστή φωτογραφία, όπως είχα πει, καρτ ποστάλ, που στάλθηκε από την Ξάνθη στο Αμβούργο, μέσα σε τρεις ημέρες. Και είναι από την γνωστή οικογένεια της Ξάνθης, Κουγιουμτζόγλου. Οι οικείες Κουγιουμτζόγλου, σήμερα είναι το Λαογραφικό Μουσείο της Ξάνθης εκεί, ήταν πλούσιοι καπνέμποροι της εποχής εκείνης, οι οποίοι άφησαν μεγάλη παρακαταθήκη στην πόλη μας. Και στην Βουλγαρία κάναν το ίδιο, γιατί είχαν κι εκεί έδρα, στη [02:50:00]Φιλιππούπολη. Εδώ, μια αξιόλογη φωτογραφία, που δεν σημαίνει τίποτα για έναν πρόχειρο έλεγχο. Βλέπουμε Βούλγαρους εποίκους, γιατί οι Βούλγαροι είχαν φέρει και οικογένειες Βουλγάρων να εποικήσουν την Ξάνθη. Αυτή η φωτογραφία είναι το 1919, πριν την προσάρτηση της πόλης στον ελληνικό εθνικό κορμό. Παρατηρώντας προσεκτικά την φωτογραφία, βλέπουμε ότι είναι φωτογραφημένη, η οικογένεια αυτή των Βουλγάρων εποίκων, στην πετρόχτιστη βρύση που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αρχαγγελιώτισσας. Τώρα που λες, δεν ξέρω από πού να αρχίσω, πού να τελειώσω. Αποτελούν ξεχωριστά κομμάτια έρευνας αυτές οι φωτογραφίες. Όπως και πάρα πολλές φωτογραφίες από Γερμανούς στρατιώτες που μπήκαν στην πόλη, αφού έπεσε το μέτωπο των οχυρών του Εχίνου. Μια καθοριστική μάχη για την Ελλάδα. Οι Γερμανοί βλέπουμε ότι μπήκαν στην Ξάνθη από την οροσειρά της Ροδόπης και μετά την παρέδωσαν στους Βουλγάρους την πόλη μας, γιατί αυτοί έπρεπε να φύγουν να πάνε στο μέτωπο, το ρωσικό. Ήθελαν να προλάβουν τον ρωσικό χειμώνα. Λοιπόν, πρέπει να πάμε στο ηλεκτρονικό αρχείο, γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να το διαχειριστούμε. Για να μην χάνουμε χρόνο ψάχνοντας μία μία τις φωτογραφίες. Εδώ, βλέπεις ότι μες στις καρτ πσοτάλ χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ την καλλιγραφία. Πάρα πολύ αξιόλογη γραφή! Δυσανάγνωστη μεν, αλλά πολύ όμορφη. Α, εδώ είναι μια πολύ σπάνια φωτογραφία. Δεν είναι καρτ ποστάλ αυτή, είναι φωτογραφία. Είναι το 1923 και βλέπουμε προσφυγόπουλα στις παρυφές της πόλης. Και πίσω διακρίνεται, βέβαια, το κλασικό αναγνωριστικό της πόλης μας, η κορυφογραμμή των βουνών. Και βλέπουμε αντίσκηνα στην σημερινή περιοχή της Χρύσας. Και τα παιδιά δεν πρέπει να υπάρχουν σήμερα. Αν θα υπάρχουν, θα είναι πάνω από εκατόν δέκα ετών. Εδώ, επίσης, μια σπάνια φωτογραφία. Δείχνει την εισβολή των Γερμανών μες στην πόλη μας. Συγκεκριμένα μπροστά στην Πολυτεχνική Σχολή της Ξάνθης. Ο σταθμός των τρένων που επισκεφτήκαμε σήμερα. Προσπαθώ να εντοπίσω, όμως, το βαγόνι που σ' έδειξα ότι υπάρχει και στις παλιές καρτ ποστάλ. Αλλά είναι λίγο δύσκολο, γιατί οι φωτογραφίες μες στο άλμπουμ δεν είναι ταξινομημένες, όπως μες στο ηλεκτρονικό αρχείο. Ο σταθμός. Σταθμός πάλι! Γύρω από τον σταθμό υπήρχε μια ζωή. Υπήρχαν καταστήματα. Υπήρχαν πάρα πολλοί αγωγιάτες, παϊτόνια που εξυπηρετούσαν τους επιβάτες. Ξανθιώτες που είναι σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία, εδώ βλέπουμε . Τα γνωστά νουρντουβάκια. Εδώ, βλέπουμε μια άλλη φωτογραφία που αναζητούσε ο πολιτιστικός σύλλογος Ρομά Ξάνθης, η «Ελπίδα», προσπαθώντας να βρει την ταυτότητά του, ότι ο χώρος υπήρχε και πριν το '60. Έχω μια φωτογραφία από μια τενεκεδούπολη, που είναι το σημερινό Δροσερό, που δείχνει ότι μπροστά σε ένα τέτοιο σπίτι υπάρχει ένας Γερμανός στρατιώτης και πίσω, φυσικά, η γνωστή κορυφογραμμή. Αυτή τη φωτογραφία ο Σύλλογος την εκμεταλλεύτηκε πάρα πολύ, αποδεικνύοντας ότι το χωριό προϋπήρξε και πριν τον πόλεμο. Και όχι το 1964 που παραχωρήθηκε όπως αρέσκονταν να λένε στους Ρομά της περιοχής. Πάμπολλες φωτογραφίες από την είσοδο των Γερμανών στην Ξάνθη. Διάφορες δραστηριότητες στην πλατεία. Ο Βενιζέλος στην Κεντρική Πλατεία της Ξάνθης, που είχε έρθει το 1929 και θεμελίωσε το Δημοτικό Νοσοκομείο Ξάνθης. Και αυτή μοναδική φωτογραφία. Εδώ θέλω να σου δείξω κάτι που δεν σου προανέφερα. Μέσα στη συλλογή μου είναι μικρές φωτογραφίες οι οποίες μπαίναν σε μια συγκεκριμένα μάρκα σιγαρέτων κι ήταν μοντέλα γυμνά της εποχής. Το 1910, 1915. Να τες! Βλέπεις; Σιγαρέτα Ιωάννου Μέξη. Αυτό ήταν ένα κίνητρο να πουλάνε τα τσιγάρα τους. Μην φανταστείς. Σέξι φωτογραφίες αυτές, στα σημερινά μοντέλα θα είναι να γελάει ο κόσμος. Απλώς λίγο γυμνόστηθες. Καλλιτεχνικές, βέβαια. Και βρισκόταν μέσα στα τσιγάρα των πακέτων. Και αναγκαζόταν οι άντρες της εποχής εκείνης να αγοράσουν την συγκεκριμένη μάρκα, Τσιγάρα Ιωάννου Μέξη, για να συμπληρώσουν αυτή την συλλογή με τις φωτογραφίες από τα ημίγυμνα μοντέλα που είχε. Είναι φοβερές οι φωτογραφίες, δηλαδή δεν μπορούν να κρύψουν πραγματικά τίποτα! Όλη η αλήθεια είναι αποτυπωμένη σε εικόνες. Εδώ έχει μια παλιά φωτογραφία, το 1935, στην πλατεία της πόλης που δείχνει λούστρους στη σειρά, που βάφουν παπούτσια. Και μέσα σ' αυτήν είναι κι ο νεαρός πατέρας μου. Έκανε και αυτή την δουλειά!
Φωτογραφίες

Λούστροι στο Ρολόι
Λούστροι στην πλατεία Δημοκρατίας, την Κεν ...

«Προς την κυρία Σιναπλίδ ...
Το πίσω μέρος της καρτ ποστάλ. Κάποια γυνα ...

Το ξενοδοχείο του Δεσπότη
Είναι η καρτ ποστάλ που αγοράστηκε μέσω δη ...

Το ξενοδοχείο του Ιζέτ
Φωτογραφία του ξενοδοχείου, το 1930, από τ ...

To «Otel»
Πρόσφατη φωτογραφία του ξενοδοχείου, το 20 ...

Η πρώτη καρτ ποστάλ της ...
Η πρώτη καρτ ποστάλ που στάλθηκε το 1891. ...

προς Τεργέστη
Η πίσω μεριά της κάρτας που στάλθηκε στην ...

Η πρώτη καρτ πσοτάλ της ...
Η πραγματική στιγμή της φωτογραφίας χρονολ ...

Προς Ντουμπρόβνικ
Η πίσω μεριά της κάρτας, που στάλθηκε προς ...

Για ένα σιγαρέτο Ιωάννη ...
Μικρές φωτογραφίες από γυμνόστηθες γυναίκε ...
Περίληψη
Ο Τάσος Τεφρωνίδης ξεκινάει ένα ταξίδι μνήμης. Οι φωτογραφίες, οι καρτ ποστάλ, τα γραμματόσημα και οποιοδήποτε άλλο αρχείο πέφτει στα χέρια του, αποτελεί σύντροφο και συνοδοιπόρο του. Ταξιδεύει στα παιδικά του χρόνια, σε μια γειτονιά προσφύγων από όπου ξεκίνησε και εκφράζει την αγάπη του για τις ρίζες και την ιστορία. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές, ερωτεύτηκε, πάλεψε για τα πιστεύω του. Ο θάνατος του αδερφού του άλλαξε τη ροή της ζωής του μια για πάντα. Το παρόν ήρθε σαν κεραυνός για να τον ξεβολέψει. Η ανάγκη να βρίσκεται σ' επαφή με τις ρίζες του, όμως, ποτέ δεν σταμάτησε. Ταξίδεψε στην Τουρκία, στα μέρη των προγόνων του και έφτασε τόσο κοντά τους, σχεδόν τους μύρισε και τους είδε. Με τη φωτογραφία, αναλογική και ψηφιακή, συνεχίζει ακόμα να ανακαλύπτει μέρη, τόπους παλιούς και σύγχρονους, ανθρώπους ζωντανούς στη μνήμη και τη ζωή. Σήμερα μετουσιώνει ό, τι γεύτηκε, είδε, μύρισε, ανακάλυψε, άκουσε, διάβασε σε ένα γραπτό έργο μνήμης.
Αφηγητές/τριες
Αναστάσιος Τεφρωνίδης
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2021
Διάρκεια
175'
Περίληψη
Ο Τάσος Τεφρωνίδης ξεκινάει ένα ταξίδι μνήμης. Οι φωτογραφίες, οι καρτ ποστάλ, τα γραμματόσημα και οποιοδήποτε άλλο αρχείο πέφτει στα χέρια του, αποτελεί σύντροφο και συνοδοιπόρο του. Ταξιδεύει στα παιδικά του χρόνια, σε μια γειτονιά προσφύγων από όπου ξεκίνησε και εκφράζει την αγάπη του για τις ρίζες και την ιστορία. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές, ερωτεύτηκε, πάλεψε για τα πιστεύω του. Ο θάνατος του αδερφού του άλλαξε τη ροή της ζωής του μια για πάντα. Το παρόν ήρθε σαν κεραυνός για να τον ξεβολέψει. Η ανάγκη να βρίσκεται σ' επαφή με τις ρίζες του, όμως, ποτέ δεν σταμάτησε. Ταξίδεψε στην Τουρκία, στα μέρη των προγόνων του και έφτασε τόσο κοντά τους, σχεδόν τους μύρισε και τους είδε. Με τη φωτογραφία, αναλογική και ψηφιακή, συνεχίζει ακόμα να ανακαλύπτει μέρη, τόπους παλιούς και σύγχρονους, ανθρώπους ζωντανούς στη μνήμη και τη ζωή. Σήμερα μετουσιώνει ό, τι γεύτηκε, είδε, μύρισε, ανακάλυψε, άκουσε, διάβασε σε ένα γραπτό έργο μνήμης.
Αφηγητές/τριες
Αναστάσιος Τεφρωνίδης
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2021
Διάρκεια
175'