© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Έζησα την κοπή του Έλλη

Κωδικός Ιστορίας
10638
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ζαννάκης Καλαμαράς (Ζ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/04/2021
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)
Σ.Β.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή 16 Απριλίου. Βρισκόμαστε στην Τήνο. Λέγομαι Σταύρος Βλάχος. Τ’ όνομά σας είναι; 

Ζ.Κ.:

Ζαννάκης Καλαμαράς. 

Σ.Β.:

Κύριε Καλαμαρά, ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. 

Ζ.Κ.:

Να ‘στε καλά.

Σ.Β.:

Θέλω να μου πείτε κάποια πράγματα για σας λίγο: πότε γεννηθήκατε και πού.

Ζ.Κ.:

Γεννήθηκα το 1943 στην Τήνο και ζω στην Τήνο όλα μου τα χρόνια αν εξαιρέσω τη στρατιωτική θητεία. Μόνο τότε έλειψα. 

Σ.Β.:

Τι θυμάστε εδώ; Τα παιδικά σας χρόνια; Πώς ήταν η Τήνος τότε; 

Ζ.Κ.:

Ήταν, βέβαια, τελείως διαφορετική. Καμία σχέση με τη σημερινή που βλέπουμε. Τα χρόνια δύσκολα, αλλά ωραία βέβαια. Πολλές οι αναμνήσεις. Πάρα πολλά αυτά που κάναμε τότε σαν παιδιά. Εγώ μπορώ να πω ότι ήμουν και απ’ τα ζωηρά παιδιά, ειδικά με τη θάλασσα. Στη θάλασσα ήταν η δύναμή μου. Τα οποία είναι πολλές οι αναμνήσεις, από αγώνες κολυμβητικούς, από με την Έλλη, τότε που βουτούσαμε εδώ που την έβγαζαν έξω. στο Βίντσι εκεί. Είναι πάρα πολλά που μπορώ να πω. 

Σ.Β.:

Θα τα πούμε. Εσάς σας άρεσε και κάνατε βουτιές, δηλαδή; 

Ζ.Κ.:

Ήμουν του βυθού. Ναι. Μου άρεσε. Δεν ήμουν της στεριάς. Ήμουν της θάλασσας, του βυθού κάτω. Εκεί είχα, εκεί ήτανε η δύναμή μου. Τώρα μου λέγαν ότι έχω μεγάλα πνευμόνια και ότι αντέχω. Μια φορά σε κολυμβητικούς αγώνες είχα πάρει μία βουτιά που ήταν επίδειξη-βουτιά. Έχει βαθμολογία. Και εγώ δεν βγήκα επάνω. Έφυγα. Ήταν εκεί στα σκαλάκια. Εγώ έφυγα και ήρθα και βγήκα εδώ πίσω απ’ την προβλήτα. Αυτοί με έψαχναν εκεί, αναστατώθηκαν όλοι. Έγινε… Και παρουσιάστηκα μετά με τα πόδια. Άλλες φορές περνούσαμε τα καράβια από κάτω. Το καράβι… πολύ δύσκολο αυτό, γιατί πρέπει… αν κολλήσεις επάνω στο καράβι τελείωσε. Πρέπει να πας πολύ χαμηλά, να πας στον πυθμένα. Καράβια μεγάλα —έτσι;—, που… Τότε ήταν ο Μαχητής που ερχόταν εδώ πέρα και πρύμνιοδετούσανε εκεί κάτω. Τα περνούσαμε από κάτω. Για πλάκα τα περνούσα αυτά. Και έτσι μία φορά είχα πάει και στην Έλλη κάτω. 

Σ.Β.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο με το Έλλη τι έγινε εδώ πέρα τη δεκαετία του ’50; Πώς ξεκίνησε η ιστορία όλη;

Ζ.Κ.:

Ε, αυτά… Ξαφνικά και ήρθε μία… Τότε, εγώ ήμουν τότε μαθητής της πρώτης Γυμνασίου. Και ήρθε μία μπίγα εδώ πέρα, πλωτός γερανός, με συνεργεία επάνω δυτών και τέτοια. Και πήγε στην Έλλη και έβαζε κάτω δυναμίτες. Απ’ ό,τι απεδείχθη, το έκαναν κομμάτια. Την Έλλη την έκαμαν με τους δυναμίτες. Μετά έπαιρνε η μπίγα τα κομμάτια αυτά, ο γερανός της μπίγας. Τ’ ανέβαζε απάνω και τα έφερνε μες στο λιμάνι, στο Βίντσι. Είχαν βγάλει και πολλές φορές εδώ στην προβλήτα. [Δ.Α.] λέγεται, αν θυμάμαι καλά. Και εκεί τα κομμάτια αυτά τα τεμάχισαν με τα οξυγόνα να τα κάνουν μικρά ώστε να μπορούν να κινηθούν, να φορτωθούν. Τα φόρτωναν στα καΐκια και πήγαιναν μέσα. Πού θα πήγαιναν δεν ξέρω. Αλλά, αυτό που έκανε εντύπωση ήταν το ότι είχε πολύ μπρούτζο η Έλλη. Είχε πάρα πολλά μέρη μπρούτζινα. Ειδικά οι σωληνώσεις και όλα αυτά ήταν από μπρούτζο, τα οποία αυτά είχαν και την αξία τότε που σαν παιδάκια εμείς, σαν μικροί τα μαζεύαμε, τα πουλούσαμε στον παλιατζή για χαρτζιλίκι και τέτοια.

Σ.Β.:

Ήταν χρόνια, είχαν μείνει αυτά τα αντικείμενα εδώ πέρα στις παραλίες; 

Ζ.Κ.:

Όχι, όχι, όχι. Τα έβγαζαν. Δεν τα ‘χαν εγκαταλείψει ποτέ. Τα έβγαζαν, κατευθείαν τα τεμάχιζαν και τα φόρτωναν. Τα έκοβαν. Ήταν οξυγονοκολλητές, οξυγονοκόφτες μάλλον, να τους πούμε. Τα έκοβαν τα κομμάτια αυτά. Θυμάμαι και τη γέφυρα. Θυμάμαι που είχε βγει εκεί. Θυμάμαι κάτι δωμάτια που τα έκοβαν. Ήταν σφραγισμένα. Τα έκοβαν με το οξυγόνο. Μέσα κει έλεγαν, να είχαν πει πως υπάρχουν και άνθρωποι, πως υπήρχαν, και ότι ήταν, λέει, τότε —μας τα είπαν κι εμάς εκεί, τα ακούγαμε— ότι κρατιόταν ο σκελετός με μία —πώς να το πω τώρα;— σαν κλωστή. Και μόλις άνοιξε, λέει, και μπήκε το οξυγόνο παρέλυσαν αυτά και διαλύθηκαν οι σκελετοί αυτοί των ανθρώπων. Ήταν, λέει, ατόφιο όπως ήταν, σκελετοί βέβαια. Αυτό που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν η γέφυρα, βέβαια, επάνω, που έβλεπα την τιμονιέρα και αυτά όλα και τα χαζεύαμε εκεί. Και άλλα πράγματα, μικρότερες: τα κανονάκια, αυτά όλα, σαν το κανονάκι που μάζεψαν και πήρε ο τότε δήμαρχος. Αν θυμάμαι, ήταν ο Σωκράτης ο Καρδαμίτσης. Και το έφτιαξε το Πολεμικό Ναυτικό και το έκαμε τώρα και είναι… 

Σ.Β.:

Τότε, φαντάζομαι, δεν καταλαβαίνατε την ιστορικότητα αυτού του πλοίου.

Ζ.Κ.:

Όχι, όχι, όχι. Εμείς ειδικά όχι. Οι μεγαλύτεροι, που τα έζησαν, φαντάζομαι ναι. Εμείς δεν ξέραμε τώ[00:05:00]ρα από Έλλη κι αυτά. Όταν έγινε αυτό της Έλλης εμείς ήμασταν αγέννητοι. Καμία, όχι. Δεν νομίζω ότι είχαμε τέτοιο… Ότι ήταν η αρχή του πολέμου και όλα αυτά κι ότι οι Ιταλοί με το υποβρύχιο, όλα αυτά που έγιναν, αυτά τα ξέραμε. Είχαμε γνώση, βέβαια, σαν Τηνιακοί ότι έγινε τη μέρα της πανηγύρεως και όλα αυτά. Αυτά τα γνωρίζαμε όλα, όπως τα γνωρίζουν και όλοι οι Τήνιοι. Δεν ξέραμε… Εντάξει, τώρα, με την αξία του, σαν ότι αυτό που γινόταν τότε ήταν κάτι που δεν θα ‘πρεπε να γίνει, αυτό είναι γεγονός. Αλλά, αυτά εμείς τότε σαν παιδιά δεν τα βλέπαμε αυτά. 

Σ.Β.:

Με τα «μακαρόνια» ποια είναι η ιστορία; 

Ζ.Κ.:

Υπήρχαν κάτι, τα λέγαμε μακαρόνια εμείς. Δεν ήτανε… Ήταν κάτι ραβδιά. Ήταν μαύρα στρογγυλά σαν το δαχτυλάκι, το πάχος αυτό, με μία τρύπα στη μέση. Και για αυτό τα λέγαμε μακαρόνια. Αυτά τα βρήκαμε στην Έλλη εκεί, στα σίδερα. Τα μάζευαν φουλ τότε ο κόσμος. Ήταν από μπαρούτι αυτά. Ήταν μπαρούτι συμπυκνωμένο. Και αυτοί βλέποντας ότι γίνεται με τα μακαρόνια ο χαμός παντού —τ’ ανάβαν, τα κάναν, τα δείχναν—, τα πήραν τα φόρτωσαν και τα ‘ριξαν από πίσω. Τα ‘ριξαν σε μια λάκκα μεγάλη. Κάνει ο πυθμένας σαν πηγάδι ένα πράγμα κάτω. Δεν είναι πηγάδι. Σαν λίμνη, κάτω ένα βαθύ. Και τα έριξαν εκεί για να μην πιάνονται, για να μην μπορεί να πάει άνθρωπος. Έλα, όμως, που εμείς πηγαίναμε. Κάνα δυο πηγαίναμε. Πιο πολύ πήγαινα εγώ. Ήμουν σ’ αυτά. Και μία φορά θυμάμαι —ήταν βαριά πράγματα αυτά, μπαρούτι— πάω —γιατί μια φορά μπορούσες να πας κάτω. Δεύτερη δεν σήκωνε. Ήταν πολύ βαθιά. Έπρεπε να πάρεις, να βγεις, να ξεκουραστείς, να πάρεις ανάσες…  Πάω κάτω και πιάνω μία αγκαλιά έτσι. Κάνω να φύγω για να ανέβω επάνω. Τίποτα. Απ’ το βάρος δεν μπορούσα. Παρατάω τη μία αγκαλιά, μένει μία. Με το ένα χέρι, λοιπόν, βοηθούσα να ανέβω επάνω, να κάνω τον παλμό συν τα πόδια. Πάλι δεν ανέβαινα. Τελικά, κατέληξα κι έπιανα μία φούχτα μόνο. Με τη φούχτα μόνο ανέβαινα επάνω. Όσα έπιανε μέσα η φούχτα. Παραπάνω ήταν… Αυτά είναι σαν μολύβια. Βαριά πράγματα, μπαρούτι βαρύ συμπυκνωμένο. Και δεν μπορούσα να ανέβω επάνω καθόλου. Κι έτσι, πήγαινα κάθε τόσο κι έπιανα μία φούχτα και ξανά την άλλη μέρα, ξέρω ‘γώ. Την ίδια μέρα ήταν δύσκολο να πας. Έπρεπε να περάσουν κάτι ώρες, που δεν ήταν για να πηγαίνει ο καθένας έτσι; Είπαμε.

Σ.Β.:

Κι αυτά τι τα κάνατε μετά εδώ έξω; 

Ζ.Κ.:

Αυτά τα κάναμε βαρελότα. Τα βάζαμε μέσα σε ντενεκάκια. Τα σπούσαμε, τα κάναμε κομμάτια με σφυρί. Τα βάζαμε μέσα. Βάζαμε κι ένα κομμάτι σωληνάκι απ’ το ίδιο για φυτίλι κάτω-κάτω. Το ανάβαμε και αυτός σκούσε. Το κάναμε για το Πάσχα, τα κάναμε. Και αυτό έκανα έναν εκκωφαντικό θόρυβο πολύ μεγάλο. Επικίνδυνο ήταν, γιατί σπούσε κι η λαμαρίνα μαζί. Άνοιγε και αυτά. Αλλά, τότε σαν παιδιά δεν είχαμε την αίσθηση του κινδύνου και κάναμε πολλά που δεν θα έπρεπε να γίνονται. 

Σ.Β.:

Έχετε και μία άλλη ιστορία εδώ που έγινε με μια κατάδυση. 

Ζ.Κ.:

Α, ναι. 

Σ.Β.:

Να μας την διηγηθείτε. 

Ζ.Κ.:

Ναι. Εδώ ήτανε μεγάλοι άνθρωποι του λιμανιού. Ψαράδες ήταν. Αυτοί ήξεραν. Είχαν τα γυαλιά αυτά που βλέπεις στο βυθό ή κάτι στρογγυλά. Μία λαμαρίνα στρογγυλή μεγάλη είναι και κάτω έχει ένα γυαλί η λαμαρίνα αυτή, που το ‘χουνε οι χταποδάδες που πιάνουν τα χταπόδια, αυτό το είχαν. Και μ’ αυτό είχαν εντοπίσει την τορπίλη από πάνω. Ήταν βαθιά εκεί. Σκοτείνιαζε κάτω, αλλά αυτή, λόγω ότι η τορπίλη ήταν πολύ μεγάλη, την διέκριναν. Τώρα, ήταν το θέμα πώς θα βγει έξω. Πώς θα βγει έξω; Αυτοί είχαν, ο ένας έχει ένα καΐκι που μπορούσε, με βίντσια, μία τράτα. Κι έπρεπε, όμως, να πάει κάποιος κάτω για να περάσει μία καντηλίτσα. Η τορπίλη ήτανε στον αφρό. Πάνω σε άμμο ήταν.  Ήμασταν δύο μέσα. Πάει ο πρώτος, Στέλιος Αλβέρτης λεγόταν αυτός ή Μιχελής —τον λέγαμε εδώ. Πήγε κάτω για να περάσει την καντηλίτσα. Δεν μπορούσε να πάει κάτω. Τα βρήκε δύσκολα και γύρισε. Στα μισά γύρισε, ανέβηκε. Και ήρθε η σειρά μου να πάω εγώ. Πήγαινα. Η μάσκα είχε κολλήσει επάνω μου. Δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου. Αλλά, σκληρός όπως ήμουν και μπορώ να το πω… όχι δυναμικός. Έκανα πράγματα που δεν θα ‘πρεπε να τα κάνω, επικίνδυνα. 

Σ.Β.:

Άφοβος. 

Ζ.Κ.:

Άφοβος, ναι. Άφοβος. Πήγα. Έκανα λίγο την άμμο μπροστά από κάτω, την έβγαλα και την πέρασα την καντηλίτσα. Ανέβηκα πάνω ολοταχώς, που κι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο να πάθω τη νόσο των δυτών λόγω των γνωστών φαινομένων που έχει η διαφορά της πίεσης. Και με πιάσαν αυτοί. Βάλαν μες στ[00:10:00]η βάρκα. Ήμουνα παρελυμένος. Άρχισα και έβγαζα αίμα από τα αυτιά, μύτη, στόμα. Τρόμαξαν αυτοί. Την πήραν την τορπίλη, την ρυμούλκησαν. Την πήγαμε στο Βίντσι εκεί, κοντά στα ρηχά. Εκεί την είδαν καλά, βέβαια, τότε κι είδαν πως δεν ήταν μπρούτζινη, γιατί νόμιζαν ότι ήτανε μπρούτζινη και ότι έχει μια μεγάλη αξία. Αλλά, ήταν μπρούτζινο μόνο το μπροστά, ο επικρουστήρας του. Ήταν ένα κομμάτι, σαν αυγό ήταν μπροστά. Αυτό μόνο ήταν μπρούτζινο. Όλα τ’ άλλο ήταν σιδερένιο.  Τώρα, η τορπίλη αυτή δεν ξέρω τη συνέχειά της. Πρέπει να ‘χει μείνει φαντάζομαι εκεί. Κι ούτε ξέρω και από πού ήταν. Αλλά, πρέπει να ‘ταν της Έλλης. Αν οι Έλλη είχε τορπίλες μέσα πρέπει να ‘ταν της Έλλης. Και τους έπεσε στη μεταφορά που τα έφερναν, γιατί πολλές φορές ο γερανός όταν σήκωνε τα κομμάτια της Έλλης, επειδή είχε φορτώσει απάνω τη μπίγα —την πλωτή μπίγα την είχε φορτώσει με σίδερα— κράταγε και ένα κομμάτι το οποίο ήταν πάνω απ’ το νερό και το έφερναν μέσα εκεί. Μπορεί να είχε πέσει. Στο δρόμο, εν τω μεταξύ, έπεφταν τέτοια κομμάτια. Τι άλλο να πούμε; 

Σ.Β.:

Τώρα έχει μείνει κάτι εκεί; 

Ζ.Κ.:

Α, δεν το ξέρω αυτό. Δεν το ξέρω αυτό. Φαντάζομαι ότι έχει μείνει, διότι ένας γερανός πλωτός που ήρθε και τα μάζευε με τα συρματόσχοινα δεν μπορεί να κατέβηκαν κάτω και να μάζεψαν και τα μικρά τα μικρά κομμάτια. Πρέπει να ‘χε πολλά εκεί, αλλά τώρα μετά από τόσα χρόνια, βέβαια, θα έχουν αυτά θαφτεί. Όπως κομμάτια πρέπει να ‘χει και εκεί η θάλασσα μέσα, και αυτό το σημείο εδώ. Τώρα σκεπασμένα πρέπει να ‘ναι κι αυτά, τα μικρά κομμάτια που έμεναν μέσα σαν κι αυτά που μαζεύαμε εμείς απ’ τη στεριά. Αυτά μέναν μέσα. Αυτά δεν τα μάζευαν αυτοί.

Σ.Β.:

Θυμάστε πάλι να ‘ρθανε μετά να ψάχνουνε το Έλλη, άλλη περίπτωση;

Ζ.Κ.:

Είχα ακούσει, ναι. Είχα ακούσει ότι είχε έρθει ένα συνεργείο και έψαχνε να βρει την Έλλη, πώς είναι κάτω η Έλλη ατόφια. Δεν ήξεραν πως η Έλλη είχε πουληθεί και είχε σηκωθεί. Αυτό, όμως, έγινε μετά από αρκετά χρόνια, έγινε αυτό. Πρέπει να ‘τανε κάπου εκεί στο 80, κάτι τέτοιο, που έγινε αυτό. 

Σ.Β.:

Έπρεπε να την πουλήσει στο ελληνικό κράτος πιστεύετε το Έλλη;

Ζ.Κ.:

Όχι, όχι βέβαια. Όχι, όχι, διότι για τα υλικά αυτά που πήραν, σίδερα, χαλκό και ό,τι άλλο μάζεψαν από εκεί και αυτά, δεν νομίζω ότι άξιζε τον κόπο. Η Έλλη έπρεπε να μείνει κάτω ατόφια σαν κειμήλιο εκεί. Τώρα, θα μου πεις και αυτά έχουν τη φθορά τους και γίνονται… μια μέρα εξαφανίζονται. Αλλά, έπρεπε να μείνει εκεί και δεν ξέρω και τι άλλο μπορούσε να γίνει. Με τα σημερινά μέσα μπορούσε βέβαια και να την σηκώσουν την Έλλη. Τώρα, να μου πεις και τι να την έκαναν, ένα κουφάρι που θα ήταν πλέον λιωμένο; Αλλά, για να πουληθεί όχι. Δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε. 

Σ.Β.:

Να έμενε ως μνημείο, ας πούμε. 

Ζ.Κ.:

Ναι, ναι, ναι. Τώρα, ποιος το έκανε, ποιοι το πούλησαν κι αυτά δεν ξέρουμε. Δεν ξέρω.

Σ.Β.:

Κάτι άλλο με το Έλλη; Υπάρχει κάποια ιστορία άλλη που να σχετίζεστε; 

Ζ.Κ.:

Κάτι άλλο… Όχι, αυτή η δουλειά ήταν κάθε μέρα. Ξέρω από έναν φίλο μου —και ζει κι αυτός. Θα μπορούσε να μιλήσει— μ’ ένα φινιστρίνι. Ήταν και τα φινιστρίνια μπρούτζινα και όλα αυτά της Έλλης. Αυτό ήταν κάτι… Ένας εργάτης, μεγάλος άνθρωπος, που πήγαινε κάθε μέρα με ένα σφυρί και ένα καλέμι. Ήτανε εκεί αυτό επάνω σε ένα κομμάτι του πλοίου, το φινιστρίνι αυτό, και πήγαινε αυτό αυτός και κάθε μέρα το χτύπαγε να το βγάλει, να το κόψω πάνω απ’ τη λαμαρίνα του πλοίου που ήταν. Το δούλευε μέρες. Είχε πλάκα αυτό. Και όταν το έχει φτάσει πια στο τέλος, πάει αυτό το παιδί —συνομήλικός μου ήταν. Υπάρχει, ζει εδώ πέρα και τέτοια τώρα—τελευταία στιγμή, την τελευταία που το ‘χε παρατήσει αυτός. Είχε ακόμα μία μέρα δουλειά, να την πούμε. Και πάει αυτός και το χτύπησε και το έβγαλε και του το πήρε το φινιστρίνι. Άλλος το είχε δουλέψει, άλλος το πήρε. Αυτό είχε μείνει σαν γεγονός και το ‘χαμε στα αστεία και γελούσαμε και το λέμε ακόμη αυτό. Τι άλλο; 

Σ.Β.:

Είναι ένα γεγονός σημαντικό για το νησί και παραμένει ο τορπιλισμός.

Ζ.Κ.:

Ναι, βέβαια, βέβαια. Ε, τώρα φαντάζομαι, τώρα αυτά όλα που ζήσαμε εμείς… Δεν ζήσαμε τον τορπιλισμό, αλλά ζήσαμε το σήκωμα της Έλλης που την έβγαλαν εδώ. Και εκεί τα ζούσαμε όλα πλέον το διάστημα αυτό, το οποίο αυτό πρέπει να κράτησε κάνα δυο χρόνια, αυτή η δουλειά. Τώρα τα σημερινά παιδιά, βέβαια, σίγουρα δεν έχουν αυτά τα πράγματα. Δεν τα έχουν δει, δεν τα έχουνε… Ό,τι έχουν α[00:15:00]κούσει μόνο για τον τορπιλισμό. Το βγάλσιμο της Έλλης μόνο εμείς που το ζήσαμε. 

Σ.Β.:

Συνεχίσατε εσείς; Κάνατε βουτιές τα επόμενα χρόνια; 

Ζ.Κ.:

Ναι, βέβαια, βέβαια, βέβαια. Αλλά, μετά την αυτή με την τορπίλη είχα σταματήσει πλέον να κάνω τα επικίνδυνα πράγματα αυτά, διότι αυτό είχα τρομάξει και εγώ. Εκεί κατάλαβα ότι έχασα το παιχνίδι της ζωής. Και πήγαινα πλέον, βουτούσαν πλέον, αλλά στα μαλακά, εκεί που μ’ έπαιρνε. Αυτά τα επικίνδυνα να κάνω δεν τα ξανάκαμα. Ήταν η μία και η τελευταία αυτή, διότι εκεί δεν μπορούσες να πας στα καλά καθούμενα. Δεν πήγαινες να βουτήξεις τόσο βαθιά. Ήταν ο σκοπός πού πήγαινες, ότι έπρεπε να πας να βάλεις, να κάνεις αυτό το πράγμα, να βάλω την καντηλίτσα. Και έγινε. 

Σ.Β.:

Και με τι ασχοληθήκατε εσείς εδώ τα επόμενα χρόνια στην Τήνο; Τι κάνατε;

Ζ.Κ.:

Εγώ είχα ασχολήθηκα με το μαγαζί του πατέρα μου, ο όποιος πατέρας μου τότε είχε πολλά πράγματα που πουλούσε, από καλάθια, από πήλινα, από κάρβουνα, ασβέστη… Είχε πολλά, αλλά βασικό του ήταν τα ποδήλατα. Νοίκιαζε ποδήλατα σε τοπικό επίπεδο. Τότε δεν υπήρχε τουρισμός. Νοίκιαζε τα ποδήλατα. Τότε περίπου παίρναν τα παιδιά τεταρτάκι, μισή ώρα, εκεί. Τα παλιά ποδήλατα, τα κλασικά, τα διπλοσκέλετα που τα λέγαμε, τα βαριά, με τα σιδερένια φρένα που είχαν. Και εγώ συνέχισα το επάγγελμα αυτό. Σταμάτησα αμέσως την ενοικίαση εγώ και άρχισα το εμπόριο πλέον, εμπόριο ποδηλάτων και επισκευές ποδηλάτων. Μετά με μηχανάκια μετά, αυτοκίνητα μετά ήμουν το πρώτο μαγαζί στην Τήνο που έφερα εμπόριο αυτοκινήτων, μηχανάκια, ποδήλατα. Το πρώτο δε αυτοκίνητο και μηχανάκι ή ποδήλατο το έφερε ο πατέρας μου στην Τήνο. Το πρώτο που ήρθε. 

Σ.Β.:

Πότε περίπου έγινε αυτό; 

Ζ.Κ.:

Αυτό πρέπει να ήταν γύρω στο ’27, που ήρθε. Ο πατέρας μου πήγε… Ήταν Μυκονιάτης, απ’ την Άνω Μερά της Μυκόνου. Έφυγε απ’ τη Μύκονο, γιατί τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Πήγε στον Πειραιά. Εκεί πήγε σε ένα ποδηλατάδικο και δούλευε, τεχνικό ποδηλατάδικο, που έκανε επισκευές. Εκεί έμαθε τη δουλειά πολύ καλά. Και έφυγε απ’ τον Πειραιά και πήγε στη Σάμο. Άνοιξε μαγαζί στη Σάμο. Στη Σάμο —δεν ξέρω γιατί— δεν πήγε καλά και ήθελε να έρθει κοντά στα νησιά τα δικά μας, Κυκλαδίτης που ήταν. Στη Μύκονο δεν πήγε, γιατί η Μύκονος τότε ήταν χωριό. Η Τήνος λόγω Παναγίας, βέβαια, είχε πολύ κόσμο και τέτοια που ερχότανε. Είχε μία κίνηση. Ήταν άλλο πράγμα η Τήνος εν συγκρίσει με τη Μύκονο. Κι ήρθε εδώ ελεύθερος, παιδί. Ήταν 20 χρονώ, 22. Κάπου τόσο ήταν.  Και παντρεύτηκε εδώ. Έκαμε πέντε παιδιά. Είμαστε πέντε αδέρφια. Ζούμε και οι πέντε. Και εγώ είμαι ο μόνος που ακολούθησα το επάγγελμά του. Εδώ ήρθε με ένα καΐκι απ’ τη Σάμο, από κει έφερε το αυτοκίνητο. Δημοσίας αυτοκίνητο, Δημοσίας Χρήσεως, όχι μικρό. Ήταν… Σαν ένα μικρό πουλμανάκι ήταν, το οποίο έπαιρνε με μανιβέλα. Η σφυρίχτρα του, που την έχω ακόμη ήταν αυτή που έβγαζες το χέρι σου έξω απ’ το παράθυρο και πάταγες —πώς να το πούμε;— τη φυσούνα αυτή—

Σ.Β.:

Ναι.

Ζ.Κ.:

για να σφυρίξει. 

Σ.Β.:

Την κόρνα. Και τι χρήση είχε αυτό τότε εδώ πέρα, το πρώτο αυτοκίνητο; 

Ζ.Κ.:

Δημόσια. Όχι, δεν υπήρχαν δρόμοι. Εγώ το πρόλαβα το αυτοκίνητο αυτό… Δεν το θυμάμαι να δουλεύει. Το θυμάμαι που το είχε βάλει σ’ ένα οικόπεδο στο σπίτι μας εδώ, στη λεωφόρο δίπλα, και το ‘χε πάνω τρακαρισμένο χωρίς τροχούς. Τους τροχούς τούς έχει πάρει ο μπαμπάς μου και τους είχε κάνει καρότσια. Τα καθίσματα τα μπροστινά τα είχαμε στο σαλόνι και τα ‘χι ντύσει η μαμά μου και τα ‘χε κάνει καθίσματα σαλονιού. Οι δρόμοι που υπήρχαν ήταν μόνο για το μοναστήρι των καλογραιών επάνω και στην Αγία Βαρβάρα, το Σμόβολο. Είναι μία περιοχή. Αυτοί οι δρόμοι υπήρχε. Κακοτράχαλοι, βέβαια, χωματόδρομοι, καταλαβαίνεις. Αυτές ήτανε δύο διαδρομές που υπήρχαν. Στα χωριά δεν υπήρχαν δρόμοι ακόμη. Αυτές έκανε ό,τι έκανε για λίγο διάστημα. Μετά χάλασε και το πήγε και το παρκάρισε πλέον για μία και καλή και έμεινε εκεί. 

Σ.Β.:

Είχε φανεί παράξενο εδώ στους ντόπιους; Σας είχε πει κάποια ιστορία όταν πρωτοήρθε τ’ αμάξι;

Ζ.Κ.:

Αυτό το έφερε τότε, το έφερε με ένα καΐκι. Τότε δεν υπήρχαν τα φεριμπότ και τα τέτοια. Απ’ τη Σάμο το έφερε με ένα καΐκι εδώ πέρα. Για να το ξεφορτώσει εδώ το καΐκι είχε μαζευτεί όλη η Τήνος κάτω. Ήταν κάτι παράξενο που έβλεπε αυτοκίνητο, το πρώτο αυτοκίνητο αυτό. Και ήταν ένα μεγ[00:20:00]άλο γεγονός του νησιού, βέβαια. Και τα ποδήλατα που έφερε και ένα μηχανάκι που είχε τότε. Ήταν μηχανάκι με ιμάντες. Το είχε στον Πειραιά. Το είχε πάρει στη Σάμο. Μετά το έφερε και εδώ. Κι αυτό το θυμάμαι. 

Σ.Β.:

Μάλιστα.

Ζ.Κ.:

Αυτά ήταν επαγγελματικά. Έμπλεξα εγώ με το επάγγελμα αυτό. Δεν ήθελα να προχωρήσω στα γράμματα. Έμπλεξα με το μαγαζί. Και νομίζω ότι δικαιώθηκα. Δεν πήγα χαμένος. Νομίζω ήταν καλύτερα από τα γράμματα που δεν πήγα. 

Σ.Β.:

Ωραία. Με το Έλλη, έτσι, που έχετε σχέση…

Ζ.Κ.:

Και τώρα συνεχίζει την παράδοση αυτή των μαγαζιών αυτών, συνεχίζει ο γιος μου, τρίτη γενιά. 

Σ.Β.:

Με το Έλλη, έτσι, που ‘χατε έστω κι αυτή τη μικρή σχέση νιώθετε κάπως; 

Ζ.Κ.:

Με την Έλλη είχα πάρει και πολλά πράγματα εγώ. Είχα πάρει πολλά σπαθάκια, ξιφολόγχες που λέμε. Είχα ένα σπαθάκι αξιωματικού. Είχα πολλές ξιφολόγχες. Είχα κάτι εργαλεία απ’ τη μηχανή, ένα κατσαβίδι και ένα παράξενο εργαλείο που ‘ταν σαν Τ. δεν ξέρω τι δουλειά έκανε αυτό. Παρόλο που κι εγώ είμαι μηχανικός, αυτό δεν ξέρω τη δουλειά έκανε, αυτό το εργαλείο. Μπορεί να ήταν κάτι που να ρύθμιζε κάτι μ’ αυτό. Είχα ένα άλλο. Είναι αυτό εδώ πέρα. 

Σ.Β.:

Θα μας το δείξετε μετά που θα κάνουμε πλάνο μετά τη συνέντευξη. Ωραία. Θα μας πείτε τι είναι. 

Ζ.Κ.:

Ναι. 

Σ.Β.:

Ωραία. 

Ζ.Κ.:

Και αυτά. 

Σ.Β.:

Αυτά με το Έλλη. Ευχαριστούμε πολύ. 

Ζ.Κ.:

Να ‘στε καλά. Να ‘στε καλά και εσείς. 

Σ.Β.:

Κάτι άλλο άμα θέλετε να πείτε εσείς, κάτι που ξεχάσαμε; 

Ζ.Κ.:

Μας ξαναθυμίσατε την εποχή εκείνη η οποία ήταν πολύ ζωντανή τότε. Εμείς που ήμασταν του… γιατί και εγώ το σπίτι μου και το μαγαζί του πατέρα μου ήταν στο λιμάνι, για αυτό ήμουν, να το πούμε, και κάτω στο λιμάνι. Είχα μεγάλες επαφές κάθε μέρα. Και μας θυμίσατε τώρα πάλι τις εποχές αυτές τις τότε, τις ωραίες, να τις πω. 

Σ.Β.:

Και την ιστορία του Έλλη.

Ζ.Κ.:

Και την ιστορία του Έλλη. Αυτές ήταν… Η ωραία εποχή ήταν με την Έλλη, αυτή. 

Σ.Β.:

Ευχαριστούμε πολύ. 

Ζ.Κ.:

Να ‘στε καλά. Να ‘στε καλά.