© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αυτόπτης μάρτυρας του τορπιλισμού του Έλλη

Κωδικός Ιστορίας
10637
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευαγγελία Μεσσηνέζη-Βασιλόπουλου (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/04/2021
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)
Σ.Β.:

[00:00:00]Είναι Πέμπτη 22 Απριλίου. Βρισκόμαστε στο Χαλάνδρι. Ονομάζομαι Σταύρος Βλάχος. Πώς είναι το όνομά σας; 

Ε.Μ.:

Ευαγγελία Μεσσηνέζη-Βασιλόπουλου.

Σ.Β.:

Ωραία. Κυρία Ευαγγελία, ευχαριστούμε για τη φιλοξενία και τη συνέντευξη. Θέλω αρχικά να μου πείτε για σας: πότε γεννηθήκατε—

Ε.Μ.:

Ναι.

Σ.Β.:

πότε γεννηθήκατε και πού. 

Ε.Μ.:

Το 1930 στην Τήνο, στη Χώρα, στην πόλη της Τήνου. Οι πρώτες εντυπώσεις μου, τα πρώτα…

Σ.Β.:

Απ’ τα παιδικά χρόνια, τι είναι οι αναμνήσεις σας, απ’ την Τήνο;

Ε.Μ.:

Αναμνήσεις… Ε, πολλές, παιδικές. Ωραίες αναμνήσεις, και με τα καλά και με τα δύσκολα. Εκείνο που έχει μείνει ανεξίτηλο, βέβαια, είναι ο τορπιλισμός της Έλλης. 

Σ.Β.:

Πριν φτάσουμε στον τορπιλισμό, πώς ήταν εκείνη η περίοδος, η Τήνος;

Ε.Μ.:

Ήσυχη, ήσυχη, με τα ήθη και τα έθιμα τα τοπικά. Με αυτά μεγαλώσαμε. Περιορισμένα. Τότε τα ταξίδια δεν ήταν εύκολα, προπαντός για τη δική μου την… Δεν ήταν εύκολα. Αλλά, είχαμε επικοινωνία μεγάλη με τον κόσμο των προσκυνητών που ερχόταν κάθε καλοκαίρι στη Χάρη Της 15 Αυγούστου στην Τήνο και ζητούσε κάτι από την Παναγία ή ήρθαν να ευχαριστήσουν την Παναγία. Ε, αυτό γίνεται, συνεχίζεται και μέχρι τώρα. 

Σ.Β.:

Η ζωή εκεί πώς ήτανε ως παιδί; Παίζατε; Υπήρχε… Ήτανε περισσότερος ο κόσμος στο νησί τότε, οι κάτοικοι; 

Ε.Μ.:

Οι κάτοικοι… Από ασχολίες και τέτοια; Είχαμε καθένας τον τομέα του. Άλλος δημόσιος υπάλληλος, άλλος… Είχαμε πολλούς αγρότες και πολλούς ψαράδες. Όλα τα νησιά έχουνε ναυτικούς, εργάτες. Και κει με αυτά, με τους γεωργούς —γιατί έχει πολλά, βγάζει πολλά γεωργικά προϊόντα. Είναι το μέρος της Τήνου το βόρειο, που έγινε πάρα πολύ ωραίος κάμπος, και σας συνιστώ να το επισκεφτείτε. Θα ευχαριστηθείτε. Και βγάζει πολλά προϊόντα γεωργικά η Τήνος—

Σ.Β.:

Εσάς οι γονείς σας;

Ε.Μ.:

ναυτικούς, αλιείς. Αυτά τα πράγματα. 

Σ.Β.:

Εσάς οι γονείς σας τι δουλειά κάνανε; 

Ε.Μ.:

Εγώ; 

Σ.Β.:

Οι γονείς σας τι δουλειά κάνανε;

Ε.Μ.:

Ο μπαμπάς μου ήτανε ψαράς με καΐκι, ναι—

Σ.Β.:

Οπότε, σχολείο…

Ε.Μ.:

ο οποίος είχε βοηθήσει πολύ στον τορπιλισμό της Έλλης με το καΐκι, που πήγαινε. Εδόθη η εντολή από τους άρχοντες του νησιού να τρέξουν προς βοήθεια, το να βγάζουν δηλαδή τους ναύτες από το καράβι μετά τον τορπιλισμό της Έλλης. 

Σ.Β.:

Πριν φτάσουμε στον τορπιλισμό, εκείνη τη μέρα τι είχε γίνει; Από την αρχή. Εκείνη τη μέρα τι θυμάστε, τη μέρα του τορπιλισμού; 

Ε.Μ.:

Του τορπιλισμού;

Σ.Β.:

Περιγράψτε μου απ’ την αρχή αυτή τη μέρα. 

Ε.Μ.:

Ήταν 15 Αυγούστου του 1940. Πρωί-πρωί ακούστηκε ένας θόρυβος αεροπλάνου. Όλοι εκεί τότε… Δεν κυκλοφορούσαν πολλά ούτε υπήρχαν γραμμές αεροπορικές για να πηγαίνουν στα νησιά και τέτοια. Και αραιά και πού να παρουσιαστεί για κάποιον λόγο σκόπιμο και δεν ξέρω τι. Ακούστηκε ένας θόρυβος αεροπλάνου. Βγήκαμε στις αυλές, στη γειτονιά: «Τι συμβαίνει; Τι είναι; Τι δεν είναι;». Άλλος έλεγε το ένα, άλλος έλεγε το άλλο. Άλλοι έλεγαν ότι πήραν φωτιά τα καζάνια του βαποριού της Έλλης που ήταν αγκυροβολημένο έξω απ’ το λιμάνι σημαιοστολισμένο, εορταστικό. Και δεν ξέραμε πού πήγαινε και από πού ερχόταν το αεροπλάνο. Πέρασε αυτό. Σε λίγη ώρα —όχι λίγη ώρα. Δεν μπορώ να υπολογίσω το χρόνο ακριβώς… 

Σ.Β.:

Εσείς πού ήσασταν εκείνη τη στιγμή;

Ε.Μ.:

Στα σπίτια μας. Αλλά, ήταν η προετοιμασία της πανηγύρεως. Είχε προχωρήσει. Ήταν όλα έτοιμα για να γίνει η λιτάνευση και όλες οι εκδηλώσεις. Και τα παιδιά προπαντ[00:05:00]ός έτρεχαν στην παραλία, εφόσον είχα τον αδελφό μου. Όλα τ’ αγόρια μαζεύονταν να παν να δουν τους στρατιώτες, τους ναύτες, τις κινήσεις τους, τι θα έκαναν. Όλα αυτά ήταν άγνωστα στα παιδιά. Και έτρεχαν να δουν τα βαπόρια που ερχότανε, το πολεμικό και τα επιβατικά που ήταν μες στο λιμάνι. Εκεί άρχισαν να ανησυχούνε, που λες, γιατί… Μάλιστα, έλεγαν ότι ήταν ιταλικό καράβι και αυτά, έλεγε… Ναι… Έλεγαν όλοι ιταλικό και ήρθε πρωί-πρωί να πάρει φωτογραφίες της Τήνου, πού ήταν τα καράβια, πού ήταν το πολεμικό, πού ήταν η επιχείρηση όλη για να ενεργήσουν και αυτοί ανάλογα.

Ε.Μ.:

Και αργότερα ακούστηκε ένας θόρυβος. [Δ.Α.]

Σ.Β.:

Ναι, ναι.

Ε.Μ.:

Ακούστηκε ένας θόρυβος. Άρχισαν να ανησυχούν. Κοιτάζουν το καράβι. Κοιτάξαμε. Είχαν πέσει τα σημαιάκια. Δεν μπορώ, όμως, να τα λέω γιατί ανατριχιάζω, παιδιά μου. Πέσαν τα σημαιάκια του βαποριού και κυκλοφόρησε η είδηση ότι πήραν φωτιά τα καζάνια του βαποριού. Ποια είναι αυτά τα καζάνια; Πήραν φωτιά τα καζάνια. Ο ένας έλεγε αυτό, ο άλλος… Σε ημέρες ειρήνης δεν μπορεί να… δεν μπόρεσε να υποθέσει κάτι άλλο κάνεις. Και πήραν φωτιά τα… αυτά. Πεσμένα τα σημαιάκια. Και η μαμά μου ανησύχησε, γιατί είχε το γιο της ο οποίος ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα. 12 χρονών εκείνος, 10 εγώ. Άρχισε να τρέχει προς τα κάτω, εκεί που ήταν οι [Δ.Α.] ετοιμασίες του πανηγυριού. Να ψάχνω εγώ από πίσω απ’ τη μαμά μου. Και εκεί μάθαμε… Δεν έγινε η δεύτερη τορπίλη. Μετά έγινε. Συζητούσαμε εκεί τι έγινε. Και άρχισαν να λένε ότι πήρε φωτιά το βαπόρι. Διάφορες… Και δεν ξέρανε. Και άρχισαν να πέσουν οι ναύτες… Δεν μπορώ, παιδιά μου… Έπεφταν από το καράβι στη θάλασσα και βγαίναν στην κοντινή στεριά. Κατέβαιναν και μας φώναζαν τα παλικάρια. Βρεγμένα, πήγαιναν στο Βαθύ Κλαδάκι, ξέρεις, την κοντινή στεριά, κολυμπώντας και έσερναν.Και κατέβαιναν την κατηφορίτσα και μας φώναζαν: «Μακριά! Μακριά! Πίσω από βουνό! Το καράβι είναι γεμάτο πολεμοφόδια! Μακριά! Μακριά!». Όλοι να πηγαίνουν μακριά και η μαμά μου να πάει να βρει το παιδί της που ήταν με τα άλλα παιδιά. Είχαν κατεβεί στο λιμάνι να δούνε την κίνηση γενικά. Και ήμουν αυτόπτης μάρτυς, δηλαδή, αυτή της… Και ερχόταν τα… Ένας ναύτης φορούσε το σωσίβιο. Το βγάζει και το δίνει στη μαμά μου. Λέει: «Παρ’ το, κυρία μου, να με θυμάσαι». Το κρατούσε η μαμά μου σαν φυλαχτό. Τι έγινε μετά; Αυτό χάθηκε από το σπίτι, δεν ξέρω πώς. Και αυτό γινότανε. Άλλος τραυματισμένος, βρεγμένα τα παλικάρια—

Σ.Β.:

Από τους ναύτες τι θυμάστε;

Ε.Μ.:

και φώναζαν οι ναύτες: «Μακριά! Πίσω από βουνό, γιατί αν πάρουν φωτιά τα… θα γίνει μεγάλο κακό στην Τήνο». Και όλοι προχωρούσανε. Εγώ να κλαίω, να τραβώ τη μαμά μου να φύγουμε. Η μαμά μου να θέλει να βρει το παιδί της, να ψάχνει να βρει το παιδί της. Και είδαμε όλοι αυτή τη σκηνή. Σας είπα ότι ο ναύτης δείχνει το σωσίβιο στη μαμά μου και της λέει: «Πάρ’ το, κυρία μου, να με θυμάσαι». Και σας είπα εγώ ότι βρισκόταν για χρόνια στο σπίτι. Χάθηκε μετά, δεν ξέρω πώς. Μία γιαγιά την κουβαλούσαν οι κόρες της. Δεν μπορούσε να περπατήσει και έπρεπε να φύγει γρήγορα. Και ένας ναύτης που ήταν συνοδοιπόρος σε αυτή την κίνηση την πήρε, την σήκωσε τη γιαγιά και την πήγε και την απομάκρυνε από… 

Σ.Β.:

Τι άλλες εικόνες από το…

Ε.Μ.:

Μετά, μετά κάλεσαν όλους[00:10:00] τους ναυτικούς να τρέξουν προς βοήθεια, να βγάζουν ναύτες απ’ το καράβι. Έφευγαν, λοιπόν, βάρκες και καΐκια. Μεταξύ αυτών ήταν κι ο πατέρας μου. Και μάλιστα μία τορπίλη η οποία έσκασε αργότερα στον κυματοθραύστη την είδα που περνούσε, την τορπίλη. Κάπου, δεν ξέρω σε ποιο σημείο, πού αυτό… Γιατί μας έλεγε ο μπαμπάς μου ότι είδαμε και το ομολόγησαν και οι συνεπιβάτες εκεί, ότι είδαν τη δεύτερη τορπίλη που έσκασε στον κυματοθραύστη. Και πήγαιναν και κουβαλούσαν ναύτες απ’ το βαπόρι στη στεριά. Όσοι ήταν σε καλή κατάσταση τούς πηγαίναν στο… Έφευγαν, δεν ξέρω πού πηγαίνανε, τους μαζεύαν. Εκείνοι που είχαν πάθει κάτι τους έστελναν στο νοσοκομείο, ένα υποτυπώδες νοσοκομείο που υπήρχε εκεί, και να τους περιθάλψουν και… Η δεύτερη τορπίλη σκάει στον κυματοθραύστη, στο μόλο. Ευτυχώς —αυτά εκ των υστέρων τα…— που το λιμεναρχείο είχε απαγορεύσει στον κόσμο να περάσει προς το μόλο και είχαν βάλει κιγκλιδώματα, να απαγορεύσει στον κόσμο του, γιατί θα έβγαινε άγημα απ’ το καράβι να προσφέρει, έτσι, τέλος πάντων, αυτό το έθιμο που είχαν, να συνοδεύσουν την εικόνα της… Και ήταν άδειο αυτό το μέρος. Και σκάει η δεύτερη τορπίλη στο μόλο. Σηκωθήκαν νερά, πέτρες απάνω και κόπηκε ο μόλος στα δύο. Μέχρι να συζητηθεί και να… τέτοια, να φωνάζουν όλοι για να φύγουμε και τέτοια, σκάει η τρίτη τορπίλη, η οποία έσκασε στα βράχια που ήταν πριν το λιμάνι. Το λιμάνι είχε βράχια στη θάλασσα. Είχε βράχια. Κι εκεί έσκασε η τρίτη πάλι με νερά και πέτρες και τέτοια. 

Σ.Β.:

Τι άλλες εικόνες θυμάστε απ’ τους ναύτες, απ’ τον κόσμο; Τι άλλες εικόνες θυμάστε; 

Ε.Μ.:

Τι; Για τη νάρκη; 

Σ.Β.:

Τι άλλες εικόνες θυμάστε απ’ τους ναύτες;

Ε.Μ.:

Εικόνες… Αυτοί… Εγώ τα είδα τα νερά που σηκωνόνταν απάνω. Όλα αυτά τα είδα. Δεν έγιναν άλλα κρούσματα. Δεν είχαμε τέτοια εκεί. Το βαπόρι, εν τω μεταξύ, λέγανε ότι πήραν φωτιά και κάηκαν και να φύγουμε. Εκείνη η στιγμή ήταν η πιο συγκινητική όλων των εικόνων. Σιγά-σιγά βούλιαζε το καράβι. Εκεί ήταν όχι να κλαις, όχι να… Και μέσα στο καράβι είχαν μείνει ναύτες. Με το πέσιμο της τορπίλης —τι ήταν αυτά που…— σφήνωσαν οι πόρτες του βαποριού και δεν μπορούσαν να βγουν όλοι οι ναύτες. Αυτοί οι ναύτες που ήρθαν και μας διηγόντανε… Ένας ναύτης —το έλεγε το παλικάρι και έκλαιγε—, ένα παλικάρι έβγαλε το κεφάλι του από το φινιστρίνι και φώναζε στα άλλα παιδιά που έπεφταν στη θάλασσα: «Πάρτε μου το κεφάλι! Μην μ’ αφήνετε!». Και τέτοια… Και ήταν κι άλλα κι άλλα κι άλλα… Σκοτώθηκαν πολλά. Μείνανε μέσα. Τραυματίστηκαν. Γλίτωσαν όσοι κατέφυγαν σε νοσοκομείο. Άλλοι έζησαν, άλλοι βαριά η κατάστασή τους. Έμειναν εκεί… Τα οστά τούς παραχώρησε το Ίδρυμα… Το Ίδρυμα της Παναγίας παραχώρησε έναν χώρο και εκεί έγινε ένα οστεοφυλάκιο. Μετά, δηλαδή, που πέθαναν τα παιδιά και μετά από χρόνια μεταφέρθηκαν εκεί τα οστά τους σε αυτό το χώρο, στην Παναγία. Στο προαύλιο της Παναγίας είναι. Κι εκεί φυλάσσεται και ένα κομμάτι από την τορπίλη που βρήκαν μετά, που ανέσυραν το καράβι. Βρέθηκε και ένα κομμάτι της τορπίλης και φυλάσσεται μέσα σε αυτό το χώρο, στο προαύλιο της Παναγίας. 

Σ.Β.:

Εσείς πώς νιώθατε ως μικρό παιδί τότε που τα βλέπατε όλα αυτά; Πώς νιώθατε; 

Ε.Μ.:

Τι λένε;

Σ.Β.:

Ως μικρό παιδί εσείς τότε πώς νιώθατε;

Ε.Μ.:

Δεν το κατάλαβα. Συγνώμη. 

Σ.Β.:

Πώς νιώθατε εσείς εκείνη τη μέρα; [00:15:00]

Ε.Μ.:

Εμείς παιδιά, τρομαγμένα, φοβισμένα. Ακολουθούσαμε τους γονείς. Ξέρετε, ο ένας να πει το ένα, το άλλο. Το σοβαρό ήταν, το πιο συγκλονιστικό, κατ’ εμέ, ήταν την ώρα που βυθιζόταν το καράβι. Αυτή ήταν η πιο σκληρή, δηλαδή, εικόνα. Και μέσα υπήρχαν και παιδιά. 

Σ.Β.:

Είναι κάτι που ερχόταν πάλι στη μνήμη σας αυτό τα επόμενα χρόνια; 

Ε.Μ.:

Είναι ανεξίτηλα αυτά τα χρόνια. Δεν σβήνουν για να μείνουν. Είναι ανεξίτηλα γραμμένο και κάθε φορά που θα το θυμηθώ νιώθω σαν να ήμουν εκείνη τη στιγμή εκεί και τα… Αλλά, και οι ναύτες που βγαίνανε και φώναζαν «Πίσω από βουνό! Πίσω από…» μας είχαν τρομοκρατήσει, βέβαια, τα παλικάρια. Να είναι βρεγμένα, να τρέχουν και να προσφέρουν τη βοήθεια στους ανήμπορους που ήτανε έξω, στους ανθρώπους. 

Σ.Β.:

Απομακρύνθηκε προς το βουνό ο κόσμος; 

Ε.Μ.:

Εμείς, δηλαδή, που ήμαστε κοντά στο καράβι —η γειτονιά μας, δηλαδή, ήταν κοντά στο καράβι— φεύγαμε, όλοι φεύγαμε. Οι άλλοι που ήταν από το ανατολικό μέρος της Τήνου, εκείνοι δεν ένιωθαν αυτά και δεν αντιμετώπισαν και αυτά που είδαμε εμείς, που ‘μασταν… το καράβι το βλέπαμε, απ’ την αυλή το βλέπαμε το καράβι. Και μετά που κατεβήκαμε στο γιαλό και πέρασαν τα παιδιά, οι ναύτες βρεγμένοι, άλλος τραυματισμένος… σας είπα, με τα σωσίβια, με τη βοήθεια… Και αυτά τα λόγια ακούγαμε που μας έλεγαν: «Μακριά! Μακριά! Πίσω από βουνό!». Αυτές οι λέξεις είναι ανεξίτηλες. «Πίσω από βουνό! Το καράβι είναι φορτωμένο με πυρομαχικά».

Σ.Β.:

Τις επόμενες, τώρα, μέρες μαθεύτηκε ότι ήταν οι Ιταλοί που το ‘χανε κάνει. 

Ε.Μ.:

Αυτό το καράβι —το αεροπλάνο— εκ των υστέρων, μάλλον εκ των υστέρων, συζητήθηκε ότι ήρθε πρωί-πρωί και πήρε φωτογραφίες του πού ήταν το καράβι το πολεμικό, πού ήταν τα βαπόρια γεμάτο κόσμο —γιατί ο κόσμος που ήρθε να προσκυνήσει, ερχόταν στην Τήνο, οι περισσότεροι έρχονταν με τα καράβια. Κάναν το τάμα τους και γύριζαν και ήταν πάλι μέσα στο καράβι, να γίνει η περιφορά της εικόνας κάτω στην προκυμαία, στην εξέδρα που ήταν, εκεί πέρα, να δούνε και μετά να φύγουν τα βαπόρια πάλι γεμάτα. Και είχε πολύ κόσμο. Με τα βαπόρια αυτά τα τελευταία που θα ‘ρχόνταν ήταν γεμάτα κόσμο. 

Σ.Β.:

Μαθεύτηκε μετά ότι ήτανε Ιταλοί υπεύθυνοι; 

Ε.Μ.:

Μαθεύτηκε, μαθεύτηκε ότι αυτό το αεροπλάνο ήρθε πρωί γιατί δεν… Σας είπα απ’ την αρχή τις ομιλίας ότι δεν είχαμε αεροπλάνα. Δεν κυκλοφορούσαν αεροπλάνα. Και για αυτό εντυπωσίασε τον κόσμο και διερωτώνταν όλοι τι συμβαίνει. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι ήρθε, πήρε φωτογραφία πού ήταν το πολεμικό, πού ήταν ο κόσμος με τα βαπόρια μες στο λιμάνι και εκεί πήγαν και οι τορπίλες: η μία στο καράβι, που το βούλιαξε, η άλλη, που πήγε στο μόλο και σηκωθήκαν τα νερά και οι πέτρες, και η άλλη έξω απ’ το λιμάνι, στα βράχια. Τρεις τορπίλες. 

Σ.Β.:

Και τι λέγανε μετά οι μεγαλύτεροι; Θυμάστε τι λέγανε όταν μαθεύτηκε ότι ήτανε Ιταλοί;

Ε.Μ.:

Ιταλοί. Μαθεύτηκε ότι ήταν ιταλικό το αεροπλάνο και ήρθε να δει και πήρε η εικόνα, και πήρε εικόνα του κόσμου, της Τήνου. Η προετοιμασία στο καράβι… Γινόταν μεγάλη προετοιμασία στο καράβι. Ξυριζόταν τα παλικάρια, τα ετοιμάζαν τη στολή που θα βγαίνανε και εκείνο το καράβι σημαιοστολισμένο, έτσι, οριζόντια ήτανε και έτσι πολύ ωραία στολισμένο. Και ακούστηκε αυτός ο θόρυβος, που τα προείπα όλα αυτά. 

Σ.Β.:

Μάλιστα. Απ’ τα χρόνια μετά του πολέμου θυμάστε κάτι άλλο, απ’ τα χρόνια που ακολούθησαν μετά με τον πόλεμο; Θυμάστε κάτι πολύ έντονο; 

Ε.Μ.:

Τα τραγούδια τότε που βγαίνανε ήταν κατά του Μουσολίνι, κατά των Ιταλών. Τότε έγινε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, ναι, [00:20:00]και όλα τα τραγούδια αναφέρουν. 

Σ.Β.:

Εσείς θυμάστε κάτι απ’ τα χρόνια μετά του πολέμου στην Τήνο; Θυμάστε; Ήρθανε οι…

Ε.Μ.:

Μετά τον πόλεμο; 

Σ.Β.:

Μετά, όταν έγινε ο πόλεμος. Θυμάστε; 

Ε.Μ.:

Τον πόλεμο… στην Κατοχή. Πώς δεν την θυμάμαι. Τα ‘ζησα, παιδί μου, τα ‘ζησα.

Σ.Β.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο τι θυμάστε;

Ε.Μ.:

Ότι ο κόσμος πεινούσε πολύ, ότι πέθανε πολύς κόσμος, ότι μας κυβερνούσαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Είχαν τα πόστα τους εκεί. Μας απαγόρευαν πολλά. Μας έπαιρναν πολλά. Είχαν κατακλέψει τον κόσμο… αυτά. Ήταν ένας Ιταλός —Γερμανός όχι Ιταλός. Γερμανός— που είχε σχέσεις με μία, τέλος πάντων, και πουλήσαμε εκεί. Η μαμά μου είχε πουλήσει τέτοια, κάτι αυτά, για να πάρουμε —με την Κατοχή, όμως, είναι αυτά. Δεν είναι για το Έλλη—, για να πάρει κρέας και φαγητό να φάμε να ζήσουμε. Τέτοια είν’ πολλά. Δεν είναι ένα και δυο. Ήταν ζωή χρόνια υπό την κατοχή τους. Οπότε, υστερηθήκαμε πολλά. Δυστυχήσαμε. Πεθάναν πολλοί, περισσότεροι από τη Σύρο. Εκεί, η Σύρος, όπως ξέρετε, είναι ένα μικρό νησί. Δεν είχε προϊόντα άλλα απ’ τη βιομηχανία της, προϊόντα να έχει. Δεν ήτανε… Πολύ υπαλληλικό κόσμο λόγω πρωτεύουσα του Νομού. Και δυστήχησαν πάρα, πάρα πολλοί. Πέθαιναν οι άνθρωποι στο δρόμο φουσκωμένοι. Και για να ζήσουν ερχόταν… έφερναν την περιουσία τους στην Τήνο, να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους για λίγο αλεύρι, λίγο κριθάρι, λίγα σύκα, να επιβιώσουν. Για αυτό, τότε στη Σύρο είχε πολλά κρούσματα, πολλούς τυμπανισμένους στο δρόμο, πολλά τέτοια. Για τη Σύρο. Αυτά είναι για τη Σύρο.

Σ.Β.:

Στην Τήνο…

Ε.Μ.:

Αλλά, ερχόταν και τα καΐκια. Τότε στα νησιά, Κυκλάδες, η περισσότερη κίνηση ήταν με τα καΐκια.

Σ.Β.:

Στην Τήνο είχε Γερμανούς; 

Ε.Μ.:

Βέβαια. Είχε Γερμανούς... Ιταλούς! Οι Γερμανοί οι περισσότεροι ήταν στη Σύρο, στην πρωτεύουσα, εκεί. Αλλά, είχαμε. Και μία φορά είχαμε και… Είχαμε πάθει μια… Φάρσα μάς είχαν κάνει: Ένας Ιταλός… Ήμασταν δέκα χρονών και φύλαγαν μία σκοπιά, ήτανε εκεί. Εμείς παιδάκια. Σχεδόν είχαμε μάθει λίγα ιταλικά και μπορούσαμε και συνεννοούμασταν τότε, αφού τους είχαμε συνέχεια μαζί μας. Και έτρωγαν τις γάτες αυτοί. Και μας έλεγαν: «Όποιος μας φέρει μια γάτα θα σας δώσω μία γαλέτα». Τι ήταν η γαλέτα δεν ξέρω. Ψωμί, ένα κομμάτι ψωμί ήτανε. Και τρέχαμε να βρούμε γάτες. Και πού; Είχαν εξολοθρευτεί οι γάτες όλες. Βρήκαμε μία. Την δώσαμε και αντί να μας δώσει μια μας έδωσε μισή να την μοιραστούμε. Τέτοιες… Θέλω να σας δείξω το βάθος της δυστυχίας και της κατάντιας, που είπατε για δυστυχία, για πείνα, για τέτοια πράγματα. Πάρα πολλά. Η Τήνος όχι τόσο, γιατί είναι πολύ γεωργικό μέρος και είχε προϊόντα γεωργικά. Με αυτά έζησε ο κόσμος. Πουλούσαν τα υπάρχοντά τους για να πάρουν λίγο αλεύρι, λίγα σύκα, λίγο λάδι να ζήσουν. 

Σ.Β.:

Ωραία. Πείτε μου λίγο αυτό με τους ναύτες τους ξυρισμένους, αν μπορείτε, το περιστατικό.

Ε.Μ.:

Όλοι οι ναύτες ετοιμάζονταν για να βγουν άγημα, να αποδώσουν τιμές στην Παναγία. Κι ετοιμαζόνταν, τι διαταγή είχαν πάρει, για να ετοιμαστούν. Ξυριζόντανε, ντυνότανε, ήταν στις καμπίνες τους και ετοιμαζόταν τα παιδιά και βγαίνανε.

Σ.Β.:

Και τι ακολούθησε μετά; Τι έγινε; 

Ε.Μ.:

Και μετά έγινε το… Έριξαν την πρώτη τορπίλη. Έγινε αυτό το… και σταμάτησαν να ετοιμάζονται. Μες στο καράβι έγινε μια αναστάτωση. Ο ένας συζητούσε με τον άλλον και αυτά. Δεν είχαν… Μετά καταλάβανε ότι επρόκειτο για… Στην αρχή λέγαν πήραν φωτιά τα καζάνια του βαποριού. Μετά, όμως, επιβεβαιώθηκε ότι ήταν τορπίλη. 

Σ.Β.:

Μάλιστα.

Ε.Μ.:

Ε, αυτά σας τα είπα.

Σ.Β.:

Και θυμάστε και ψάρια εκεί; Είχαν βγάλει και ψάρια η θάλασσα; 

Ε.Μ.:

Αν είχε ψάρια η θάλασσα; [00:25:00]

Σ.Β.:

Είχε βγάλει ψάρια εκείνη τη μέρα η θάλασσα; 

Ε.Μ.:

Ωω, δεν ξέρω για ψάρια. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ξέρω να πω ότι είχαν επιστρατευτεί όλες οι βάρκες, όλα τα καΐκια και πηγαίναν στο καράβι να βγάζουν ναύτες. Άλλοι τραυματισμένοι, άλλοι καλά, άλλοι κολυμπώντας βγαίναν στην κοντινή ακτή. Πολλοί νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο, άλλοι βαριά άλλοι… Όσοι ήταν βαριά έμειναν εκεί. Και σας είπα για τα οστά τους που τα πήγαν σε ένα ιδιαίτερο ηρώο, τέτοιο… Φυλάνε τα οστά στο προαύλιο της Παναγίας. Θα πήγατε και θα το είδατε αυτό. 

Σ.Β.:

Και η πιο έντονη εικόνα που σας έχει μείνει ποια είναι από κείνη τη μέρα; 

Ε.Μ.:

Ο φόβος, οι ναύτες που βγαίνανε. Και μας προέτρεπαν να φύγουμε μακριά: «Πίσω από βουνό!». Να το τονίζουν αυτό, να το… Αλλά, ήταν και πολύ συγκινητική η ώρα, την ώρα που βυθιζόταν το καράβι σιγά-σιγά. Αυτό είναι αξέχαστο, αξέχαστο. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Αποφεύγω να το θυμηθώ, την κίνηση αυτή. Παιδιά μέσα, ναύτες. Βυθίστηκε… Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν αυτή, την ώρα που βυθιζότανε. Και ευτυχώς που βυθίστηκε. Δεν έγινε —γιατί το καράβι ήταν γεμάτο πυρομαχικά. Θα γινόταν μεγάλο κακό, όχι μόνο στα σπίτια, και στον κόσμο, που όλος ο κόσμος είχε τρέξει και στα παράλια, στις ακτές να δει το βαπόρι που… τέλος πάντων. 

Σ.Β.:

Ευχαριστούμε πολύ. 

Ε.Μ.:

Και συγκινητική η ώρα που βυθιζότανε. Αυτή ήταν πολύ συγκινητική. 

Σ.Β.:

Σας ευχαριστούμε πολύ. 

Ε.Μ.:

Αυτό. Τίποτα άλλο δεν… Όχι τίποτα άλλο, επακολούθησαν πολλά, βέβαια—

Σ.Β.:

Τι ακολούθησε;

Ε.Μ.:

γιατί πέθαιναν τα παιδιά αυτά που ‘ταν σοβαρά τραυματισμένα. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Ερήμωσε το νησί. Ήταν οι συνέπειες, δηλαδή, της κατάστασης αυτής. 

Σ.Β.:

Κάτι άλλο υπάρχει που θέλετε να πείτε για το Έλλη; 

Ε.Μ.:

Για το Έλλη… Τώρα στο… Κοίτα, αφού πήγατε στην Τήνο θα το είδατε. Έχουν φτιάξει —καλά για το οστεοφυλάκιο δεν λέγεται, γιατί είναι και το κομμάτι της τορπίλας μέσα, είναι και τα οστά των παιδιών που χάθηκαν. Αυτό είναι σαν ένα ηρώον, ένα εκεί… Αλλά, και κάτω στην παραλία, στο λιμάνι, έχουν κάνει ένα ηρώον της Έλλης και ένα μνημείο. Είναι αυτό το μνημείο. 

Σ.Β.:

Το καράβι το βγάλαν κάποια στιγμή. Το ‘χατε μάθει αυτό; 

Ε.Μ.:

Ναι. Το βγάλανε, το τραβήξανε. Το σύρανε και το πήρανε. Το πήγανε για επισκευή, για σίδερα, δεν ξέρω γιατί το πήγανε, ανάλογα με την κατάσταση που βρισκότανε. 

Σ.Β.:

Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ. 

Ε.Μ.:

Δεν ξέρω αν σας πρόσθεσα τίποτα—

Σ.Β.:

Πάρα πολλά μάς προσθέσατε.

Ε.Μ.:

εάν άξιζε, δηλαδή—

Σ.Β.:

Άξιζε πάρα πολύ.

Ε.Μ.:

αν άξιζε. Να είστε καλά και εσείς και να κάνετε τα πάντα για την ιδιαιτέρα σας πατρίδα, όπως παράδειγμα να έχουμε τα παιδιά που χάθηκαν. 

Σ.Β.:

Όχι αυτά. Υπάρχει κάτι άλλο που θυμάστε;

Ε.Μ.:

Είναι άσχετο με το Έλλη, άσχετο. Δεν πειράζει. Λέγανε τότε ότι ήτανε το Μάννα του ουρανού. Η θάλασσα, γιατί στο νησί που ζούσαμε ήταν όλο θάλασσα και όλες μας και οι εργασίες και τα παιχνίδια ακόμα στη θάλασσα γινότανε. Αλλά, ήταν πολύ έντονο, έτσι, και έμεινε ζωηρά στη μνήμη αυτή η σαρδέλα που είχε πλημμυρίσει τα νησιά, όχι μόνο… Και στην Άνδρο που ζω ακόμα έχει, πηγαίνω, όπως μου διηγούνται, και στη Σύρο, είχε πέσει σαρδέλα. Όπως το Μάννα του ουρανού ήρθε κι έρίξε το… Και σώθηκε ο κόσμος. Έτσι και η σαρδέλα. Με τα καλάθια μπαίναν, σήκωναν τα ρούχα τους, τα παντελόνια τους μέχρι εδώ. Μέχρι έξω έφτανε η σαρδέλα. Πηγμένη η θάλασσα! Και με τα καλάθια έκαναν έτσι και γέμιζαν καφάσια και τέτοια. Και ήτανε μία ευλογία αυτό σε όλα τα νησιά: στην Τή[00:30:00]νο και στη Σύρο και στην Άνδρο. 

Σ.Β.:

Από την Κατοχή κάτι άλλο πολύ έντονο θυμάστε, απ’ τα χρόνια της Κατοχής; 

Ε.Μ.:

Της Κατοχής… Εμείς δεν είχαμε πολλούς Γερμανούς, Γερμαναράδες. Βέβαια, τραυματίστηκε και μία πρώτη μου εξαδέρφη. Μπήκε ένα… Ευτυχώς —ήταν σπάνιο φαινόμενο— η καρδιά της ήταν δεξιά αυτηνής. Πήγαν να προφυλαχτούνε από κάτι κακό και με βόμβα που έριξαν τραυματίστηκε μία πρώτη μου εξαδέλφη και πέθανε, ένα κορίτσι της ηλικίας μου. Κι άλλα είχαμε, τέτοια παραδείγματα είχαμε. 

Σ.Β.:

Ναι. 

Ε.Μ.:

Τώρα έχει ελαττωθεί κι η μνήμη— 

Σ.Β.:

Μια χαρά τα θυμάστε.

Ε.Μ.:

λόγω… νεότητος! Α, τη βόμβα. Και γυρίζαμε γύρω στο δέντρο. Μέναμε έξω. Ο κόσμος έφυγε από την πόλη. Φύγαμε και πήγαμε και μέναμε σε κελιά έξω στα κτήματα. Και επειδή το σπίτι μας ήταν κοντά σ’ αυτό το μέρος που διανυκτερεύαμε λόγω βομβαρδισμού, πήγα με τη μαμά να πάρουμε μία κουβέρτα απ’ το σπίτι. Κι ήρθε από πάνω αεροπλάνο και έριχνε βόμβες. Και για να μην μας ρίξει και να μην γίνουμε στόχος γυρίζαμε γύρω-γύρω τον κορμό. Καταλαβαίνετε σε ποια κατάσταση βρισκόμασταν, να παίζουμε κυνηγητό με τα αεροπλάνα. Ήταν σκληρές στιγμές.

Σ.Β.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ. 

Ε.Μ.:

Να είστε καλά, να θυμόσαστε και αυτές τις ιστορίες. Πρέπει η νέα γενιά να τα θυμάται. Και να είστε καλά. 

Σ.Β.:

Να ‘στε καλά κι εσείς.

Ε.Μ.:

Αλλά, πήγατε στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα, που πολύ με χαροποίησε αυτό. 

Σ.Β.:

Βέβαια. Κάναμε κι εκεί έρευνα.

Ε.Μ.:

Ο Αντώνης σάς έδωσε πολλές πληροφορίες, γιατί είμαστε κοντά στην ηλικία. Με τη γυναίκα του είμαστε μία ηλικία και συμμαθήτριες. 

Σ.Β.:

Πώς γίνατε δασκάλα; 

Ε.Μ.:

Α, πώς έγινα δασκάλα. Από μικρή, από προσχολική ηλικία, απ’ το Δημοτικό είχα αυτή την τάση. Ναι. Καλά, καλά ήταν. Και ήμασταν με τη Μαρία. Δασκάλα και η Μαρία, η γυναίκα του Αντώνη και ο Αντώνης. Και έχω κάνει πάρα… Σου λέω, συνεργαστήκαμε στο ίδιο σχολείο με τη γυναίκα του και ο Αντώνης λίγο πιο πέρα. Ξεκίνησα από τα παιχνίδια που έπαιζα. Ήθελα να κάνω τη δασκάλα. Και μάζευα τα παιδιά. Τέλος πάντων, βγήκαμε, πήγα στο Γυμνάσιο, πήγα και στο Πανεπιστήμιο. Και μια απόφοιτη της Φιλοσοφικής κάπου σε ένα κέντρο μού λέει… Εγινόταν συζήτηση και λέει: «Δεν ξέρω. Εγώ έγινα φιλόλογος, αλλά τα πρώτα μου… τα δέκα μέρη του λόγου τα ‘μαθα απ’ την Ευαγγελία», από μένα, που ήμασταν σχεδόν φίλες και της είχα… Κατά τα άλλα, από μικρή είχα αυτή την… να κάνω τη δασκάλα. Ήθελα να γίνω δασκάλα. Αγαπούσα τα παιδιά και μέχρι τώρα συνεχίζω, όχι να διδάσκω βέβαια, αλλά όπου μπορώ κάτι κάνω. 

Σ.Β.:

Τα γεγονότα του Έλλη τα λέγατε στους μαθητές σας; 

Ε.Μ.:

Αν ήταν; 

Σ.Β.:

Το Έλλη, για το Έλλη λέγατε;

Ε.Μ.:

Ναι, πώς δεν λέγαμε. Ήταν… Παντού το θέμα μας ήταν αυτό, για το Έλλη. Ήτανε κάτι το πρωτόγνωρο. Δεν είχε ξαναγίνει Αλλά, το ότι το αεροπλάνο που πέρασε πολύ πρωί επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν πραγματικά. Πήραν φωτογραφίες το πρωί πού βρίσκεται το πολεμικό και πού βρίσκονται τα άλλα καράβια που ήταν αγκυροβολημένα μέσα στο λιμάνι και εκεί πήγαν να ρίξουν τις δύο τορπίλες, αλλά ατύχησαν και πέσαν η μία στον μόλο και η άλλη στα βράχια.

Σ.Β.:

Ωραία. Ευχαριστούμε. 

Ε.Μ.:

Κι εγώ σας ευχαριστώ που με ακούσατε.

Σ.Β.:

Πολύ ωραία τα είπατε.

[ΔΙΑΚΟΠΗ]

Ε.Μ.:

Στην Τήνο συμβιώνουμε Ορθόδοξοι και Καθολικοί, αυτή η γιορτή όμως της Παναγίας, την γιορτάζουμε μαζί από κοινού, μεγάλο πανηγύρι στην Τήνο και σημαιοστολίζεται όλη η Τήνος και τα χώρια, προπάντων οι δημόσιες υπηρεσίες σχολεία και άλλες υπηρεσίες που υπάρχουν δημόσιες σημ[00:35:00]αιοστολίζονται και οι κάτοικοι όσοι θέλουν εθελοντικά στολίζουν τα σπίτια τους με την ελληνική σημαία. Επειδή στην Τήνο ζούμε ανάμικτα ορθόδοξοι και καθολικοί, στην ζωή μας δεν έχουμε διαφορές τίποτα, είμαστε τα ίδια, ζούμε φιλειρηνικά, παντρεύονται, βαπτίζονται όλοι, αλλά η προσευχή υπάρχει ξεχωριστά, το θρήσκευμα. Για αυτό υπάρχουν στην Τήνο καθολικές εκκλησίες, υπάρχει και η μητρόπολη η έδρα του δεσπότη στην Τήνο και σημαιοστολίζουν και αυτοί την ίδια μέρα τα σπίτια και τα δημόσια τα δικά τους ότι έχουν. Έτσι ήταν στολισμένη και μια εκκλησία στην γειτονία μας από εκεί που περνούσαν οι ναύτες που βγήκαν κολυμπώντας από το καράβι στην στεριά και από εκεί περνούσαν από το σημείο που ήμασταν εμείς, υποχρεωτικά θα περνούσαν από εκεί και ήταν και η εκκλησία η καθολική του Αγίου Αντωνίου, το λένε Σάντα Αντόνιο. Άγιος Αντώνιος, καθολικιά.. Ήταν σημαιοστολισμένη και η εκκλησία. Αλλά εκεί είχανε την ελληνική σημαία, στα δικά μας τα ορθόδοξα είχαμε την ορθόδοξη σημαία, την ελληνική σημαία, αυτοί όμως είχαν την ελληνική σημαία και δίπλα στο ίδιο ήταν η Ιταλική επειδή στην Ιταλία είναι η έδρα της εκκλησίας, ο Πάπας και τιμητικά βάζουν, δεν ξέρω για ποιο σκοπό παραπάνω γιατί τότε ήμουν παιδί δεν ήξερα αλλά έβλεπες στο παράθυρο δυο σημαίες, μια ελληνική και μια ιταλική. Ιταλική; Αυτό πιστεύω ότι θα ήτανε… Όπως κατέβαιναν οι ναύτες βρεγμένοι όπως προείπα, κατέβαιναν βρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, ένας από τους ναύτες βλέπει την ιταλική σημαία κρεμασμένη. Και μόλις την είδε δεν ξέρω έκανε κάτι κινήσεις αλλιώτικες και προσπάθησε να σκαρφαλώσει στο παράθυρο να κατεβάσει την ιταλική σημαία, για αυτό λέω ότι κάτι, θα το δούμε στην συνέχεια… Προσπαθούσε να ανεβεί αλλά ήταν το παράθυρο, ο τοίχος δεν είχε πατήματα για να σκαρφαλώσει, στην προσπάθεια του που δεν μπορούσε, ποιος ξέρει τι ήξερε από το καράβι βγήκε βρεγμένος κολυμπώντας βγήκε, μόλις αντικρίζει την ιταλική σημαία προσπάθησε να την κατεβάσει, να την ξεσκίσει, δεν ξέρω τι ένοιωθε το παιδί αυτό. Δεν μπορούσε να ανέβει γιατί δεν είχε πατήματα, πετούσε ότι πέτρες βρισκόταν μπροστά του, άρχισε και τις πετούσε στην σημαία πάνω, στην σημαία την ιταλική. Εγώ τα είδα, όπως τα περιέγραψα έτσι συνέβησαν.