© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ο τορπιλισμός του Έλλη στην Τήνο και το τραγουδάκι
Κωδικός Ιστορίας
10633
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κατερίνα Μαρκουΐζου (Κ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/04/2021
Ερευνητής/τρια
Stavros Vlachos (S.V.)
[00:00:00]Λοιπόν, είναι Τετάρτη 14 Απριλίου, βρισκόμαστε στην Τήνο. Είμαι ο Σταύρος Βλάχος, το όνομά σας είναι;
Κατερίνα Μαρκουΐζου.
Ωραία. Κυρία Κατερινά, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη.
Παρακαλώ.
Θέλω αρχικά, να μου πείτε εσείς πότε γεννηθήκατε και πού.
Γεννήθηκα το 1928, 31 Μαρτίου, στο Σκλαβοχωριό.
Το Σκλαβοχωριό που βρίσκεται;
Είναι απέναντι από το Αγάπη, το μεγάλο χωριό. Ένα μεγάλο χωριό απέναντι από το Αγάπη, βόρεια είναι.
Πόσα παιδιά ήσασταν; Πόσα αδέρφια;
Αδέρφια ήμασταν δέκα. Δέκα αδέρφια. Εγώ είμαι η τελευταία.
Θυμάστε κάτι από το χωριό εκεί, από τα παιδικά χρόνια;
Έζησα μέχρι 8 χρόνων στο χωριό και μετά κατεβήκαμε στη Χώρα, το ’36. Θυμάμαι παιδικά… που πήγαινα σχολείο, που έπαιζα με τα παιδάκια… παιδικές στιγμές θυμάμαι στο χωριό, στην εκκλησία που πηγαίναμε και πηγαίναμε και την καθαρή Δευτέρα, τη Λαμπροδευτέρα «μαραντούσαμε» -που λέμε- σε ένα χωράφι… Αυτά. Παιδικά πράγματα στο χωριό.
Και στη Χώρα πώς κατεβήκατε; Πώς πήρατε την απόφαση, η οικογένειά σας;
Γιατί είχε έξι αγόρια είχαμε και ένα παιδί που κατέβαινε στο γυμνάσιο από το χωριό, για να βγάλει γυμνάσιο, ο Ευάγγελος, ο οποίος έγινε μετά κληρικός και ήρθε την ημέρα που τορπιλίστηκε το «Έλλη» ήταν με τον Δεσπότη τον Φιλάρετο, Διάκος στην Παναγία μέσα, 25 χρόνων. Και για αυτό, μετά που έγινε όλο αυτό το κακό, ξέραμε και άλλα, μέσα από την Παναγία, τι έγινε την ώρα που έγινε ο τορπιλισμός.
Άρα για αυτό ήρθατε στη Χώρα, για να πάει στο γυμνάσιο-
Ναι, για να πάει στο γυμνάσιο ο Ευάγγελος, γιατί πολλές φορές κατέβαινε με τα πόδια του, με τα πόδια… Πλήρωνε ο πατέρας μου, σε σπίτια, για να μένει, για να μην έχει αυτό το πήγαινε-έλα στο χωριό. Και αποφασίσαμε και να βρουν και δουλειά τα αγόρια μετά και εκείνα, να δουλεύουν στη Χώρα.
Και που μείνατε εδώ; Σε ποιο σπίτι;
Στο δρόμο της Παναγίας ένα σπίτι, μικρό σπίτι τότε. Τα σπιτάκια και εδώ ήταν μικρά, νησιώτικα. Ήτανε -πως λένε;- μία σάλα, μία κρεβατοκάμαρα και μία κουζίνα στο δρόμο της Παναγίας.
Πώς ήταν η χώρα τότε εδώ; Τι θυμάστε;
Ήτανε Χώρα των ψαράδων. Ήταν οι ψαράδες που είχαμε. Είχανε καΐκια, είχανε τράτες -έτσι λέγαν τότε αυτά τα καΐκια-και ψάρευαν ψάρια, και ναυτικούς που ταξίδευαν μακριά με τα εμπορικά καράβια.
Με τον Πειραιά είχατε σύνδεση; Είχατε καράβια τότε;
Με τον Πειραιά. Με τη Ραφήνα δε νομίζω να είχαν τότε. Δε θυμάμαι. Και είχαμε και μεγάλα καΐκια, τα οποία αυτά φέρνανε… Είχαν ναυτική… Φέρνανε το εμπόρευμα από… Μάλλον θα ήταν τότε εμπορικό λιμάνι η Ραφήνα. Δεν ξέρω αν ερχότανε επιβατικά από εκεί, παιδί μου.
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε; Εργαζόταν;
Γεωργός ήταν ο μπαμπάς μας στο χωριό. Γεωργός. Και όταν κατέβηκε κάτω, εδώ στη Χώρα, επειδή δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το χώμα, είχε ένα περιβόλι και φύτευε δέντρα, φύτευε λαχανικά για το σπίτι μας.
Εσείς πηγαίνατε εδώ σχολείο;
Εδώ. Κατέβηκα από το χωριό στη Δευτέρα τάξη δημοτικού, έβγαλα εδώ μέχρι την Πέμπτη,[00:05:00] και την τελευταία τάξη την έβγαλα στη Σύρο, που ήταν και ο αδερφός μου τότε Διάκος εκεί.
Πριν φτάσουμε στη μέρα του τορπιλισμού, το συζητούσατε ότι μπορεί να γίνει πόλεμος; Πως ήταν το κλίμα τότε, της εποχής;
Το συζητούσανε οι εκεί της γειτονιάς και σε όλη την Τήνο. Δεν είχε κόσμο στο δρόμο τότε, αλλά στις γειτονιές συζητούσαν οι άνθρωποι ότι «έχουμε πόλεμο, έχουμε πόλεμο». Και αυτό, τον τορπιλισμό του «Έλλη» τον περιμένανε. Ξέραν ότι κάτι θα συμβεί, το περιμένανε, το συζητούσαν, παιδί μου.
Πάμε εκείνη την ημέρα. Θέλετε να μας την περιγράψετε από την αρχή; Τι θυμάστε από εκείνη τη μέρα;
Θα σου πω όπως την έζησα. Μου λέει η μαμά μου «Κατερίνα, σκούπισε τη σάλα, γιατί θα ‘ρθει ο Διάκος από την Παναγία, να είναι καθαρά και εγώ θα σου δώσω να πάρεις ένα μπαλόνι». Από το πανηγύρι που ήτανε. Και στην αρχή έλεγα «όχι», μετά θέλω να πάω να δω αυτά τα μαγαζάκια που είχανε στήσει, να δω που πουλούσαν βραχιολάκια, δακτυλίδια, τέτοια πράγματα, παιχνίδια... Για τα παιδιά. Εντέλει με έπεισε η μαμά μου και άρχισα να σκουπίζω. Την ώρα που σκούπιζα, έγινε αυτό το κακό. Και βγήκε όλος ο κόσμος στο δρόμο.
Πριν τον τορπιλισμό είχε περάσει κάποιο αεροπλάνο εδώ;
Πέρασε αεροπλάνο! Περνούσε μακριά, υψηλά, υψηλά πολύ και βγαίναν οι άνθρωποι και το βλέπανε και λέγανε «Δεν είναι καλό σημάδι αυτό! Δεν είναι καλό σημάδι!» Και έγινε το κακό όπως σου λέω, παιδί μου. Ένας δυνατός κρότος. Άλλοι λέγανε ότι πήραν φωτιά τα καζάνια του «Έλλη» άλλοι λέγανε ότι... τίποτα άλλο… οι ψαράδες ρίξανε τίποτα για ψάρια… Δεν ξέρω, δεν ήξερε ο κόσμος τι να πει. Όταν όμως ρίξανε και τη δεύτερη και σήκωσε το λιμενοβραχίονα υψηλά, με αυτά όλα τα μπάζια, τότε κατάλαβαν ότι γίνεται κακό. Ο ένας με τον άλλο ανέβαινε στο δρόμο της Παναγίας, οι χωροφύλακες, οι ναύτες -όχι ναύτες, το λιμεναρχείο να πούμε- και λέγανε «Να φύγετε! Να φύγετε! Να φύγετε! Τορπίλισαν το «Έλλη» και θα πάρουν φωτιά τα πολεμοφόδιά του. Να φύγετε, να φύγετε!» Έφευγε ο κόσμος. Και από την Παναγία βγήκε ο Δεσπότης στην Ωραία Πύλη και τους λέει «Να φύγετε χριστιανοί μου! Εμείς θα συνεχίσουμε τη Λειτουργία και η Παναγία μας να μας φυλάξει, να ξαναγυρίσετε». Άδειασε η Παναγία, η Λειτουργία συνεχιζόταν, ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός και γύρισε και έβλεπε το «Έλλη» και μετά πάλι, και μετά το «Έλλη» να δούνε πώς θα βυθιστεί το καράβι. Άλλοι σταματούσαν και δεν φεύγαν, για να το αποχαιρετήσουν. Με κατάρες του κόσμου, γιατί λέγανε ποιος είναι ο… Ξέρανε ποιος είναι ο-
Ο υπεύθυνος.
Ο υπεύθυνος. Ναι, ξέρανε παιδί μου.
Εσείς θυμάστε τον κόσμο να τρέχει;
Πως! Αφού έτρεχα κι εγώ μαζί. Πήρα τη μαμά μου και τρέχαμε και εμείς. Ενώ ο μπαμπάς μου ήταν πάντα… Ήταν σε εκκλησία, ψάλτης ήταν στο χωριό και λέει «Εγώ θα μείνω στο σπίτι και ό,τι είναι να πάθω, θα το πάθω». Έμεινε. Εγώ πήρα τη μαμά μου, γιατί φοβόμουνα πολύ, παιδί μου, και ανεβήκαμε τον δρόμο της Παναγίας. Πάνω, πίσω από την Παναγία στο βουνό ανεβήκαμε, εκεί, και βλέπαμε, γυρίζαμε και βλέπαμε και το καράβι. Μετά που βυθίστηκε το «Έλλη» δεν υπήρχε πια φόβος και κατεβαίναν ο κόσμος σιγά-σιγά, ξαναγέμισε η Παναγία, κατέβηκε ο κόσμος κάτω στην παραλία για να δούνε πώς έγινε και τι έγινε εκεί με τα καράβια. Και άρχισε ο έλεγχος να δούνε τι γίνεται… Τα τηλεγραφήματα, τότε δεν ξέρω υπήρχαν τηλέφωνα; Τηλεγραφήματα. Και προσπαθούσαν να μάθουν, αλλά αμέσως βγήκε η κουβέντα [00:10:00]«Οι Ιταλοί! Οι Ιταλοί» Αμέσως. Δεν... Τότε, η Τήνος, παιδί μου, παραπάνω από 3-4 ράδια δεν είχε όλη η Τήνος. Και όποιοι είχαν ράδιο, το βγάλαν στο παράθυρο στο σπίτι τους και είχαν μαζευτεί κόσμος και άκουγαν που μιλούσε ο Μεταξάς, μιλούσε ο βασιλιάς, μιλούσανε από σταθμός διάφορους και λέγανε τις ειδήσεις.
Και μου είπατε ότι ο κόσμος ανέβαινε προς το βουνό και πήγατε και εσείς μαζί. Εσείς θυμάστε το καράβι;
Πως! Μες στα μάτια μου πετάει, παιδί μου! Το έβλεπα που έγερνε σιγά-σιγά-σιγά. Έγερνε. Και στο τέλος έμεινε το κατάρτι του και βυθίστηκε. Πως! Το θυμάμαι.
Ο κόσμος φώναζε κάτι; Έλεγε κάτι;
Φωνάζανε, φωνάζανε και άλλοι φοβόντανε οι καημένοι, φοβόντανε. Τα είχανε με τους Ιταλούς βέβαια. Και εδώ είμαστε και μισοί-μισοί καθολικοί, στην Τήνο. Και επειδή και οι Ιταλοί ήταν καθολικοί -να πούμε- καθολικός λαός. Τι έφταιγε και ο λαός, παιδί μου; Οι λαοί φταίνε; Δε φταίνε οι λαοί! Οι μεγάλοι κάνουν τους πολέμους. Και υπήρχε και ένα λίγο μίσος. Γιατί η Ιταλία να το κάνει αυτό και την ημέρα της Παναγίας, που κι εκείνοι πιστεύουν την Παναγία μας, την ίδια Παναγία βέβαια. Και τραυμάτισαν το πανηγύρι της Παναγίας. Γι' αυτό στην Αλβανία οι στρατιώτες μας βλέπαν την τραυματισμένη Παναγία της Τήνου να τους βοηθάει.
Ωραία και μου είπατε ότι ο αδερφός σας ήταν στην εκκλησία εκείνη την ώρα-
Ναι, Διάκος, παιδί μου.
Θέλετε να μου πείτε τι σας είπε, τι ακριβώς έγινε στην εκκλησία;
Όταν γύρισε;
Ναι, ναι.
Ναι. Μας περιέγραψε όλη την… Τι έγινε στην Παναγία, ότι έφυγε ο κόσμος, φοβήθηκε. Εκείνος νομίζω μας είπε ότι έλεγε εκείνη την ώρα τα Ευαγγέλια. Είχε ανέβει στον άμβωνα και έλεγε το Ευαγγέλιο της ημέρας και έγινε αυτό το κακό.
Ωραία, άρα η Λειτουργία συνεχίστηκε.
Συνεχίστηκε μέχρι το τέλος. Και είπανε στον Δεσπότη να μη γίνει λιτανεία, γιατί φοβόντανε μήπως γυρίσει το αεροπλάνο και βομβαρδίσει και την Τήνο. Λέει ο Δεσπότης «Εγώ θα την κάνω και όσοι ζήσουμε. Θα γίνει η λιτανεία». Ετοιμαστήκαν, οι ναύτες κρατούσαν την εικόνα, τη σηκώναν έτσι, όπως… Τέσσερις ναύτες, μπορεί και παραπάνω. Και ήτανε τα ρούχα τους μέσα στην πίσσα. Άλλος φόραγε παντόφλες, άλλος έσερνε παπούτσια, όπως ήτανε τα παιδιά. Και κατεβήκανε, ήρθανε μπροστά στο νοσοκομείο, έκανε δέηση εκεί.
Εσάς το σπίτι ήταν στο νοσοκομείο κοντά;
Σε αυτό το νοσοκομείο, που ήτανε οι ναύτες μέσα. Πόσα ναυτάκια… Δεν ξέρω πόσα ήτανε μέσα πληγωμένα. Και έκανε λιτανεία υπέρ αναρρώσεως, έκανε δέηση για την πατρίδα μας, να σωθεί από τον πόλεμο, να φανερωθεί ο αίτιος. Γιατί φοβόνταν να λένε «Ποιος; Ποιος;» Φοβόντανε και όλοι σιωπούσαν, παιδί μου.
Εσείς θυμάστε τους ναύτες;
Ορίστε;
Τους ναύτες τους θυμάστε που είχανε βγει απ’ το «Έλλη»;
Πως! Τους έβλεπα, παιδί μου, τους έβλεπα, τα ναυτάκια. Και θυμάμαι, αυτοί που είχανε πληγωθεί να… Τις φωνές τους, που πονούσαν. Ήτανε καμένα, τα καημένα, μέσα από εκεί που τα βγάλανε, απ' τη βρασμένη πίσσα. Βέβαια.
Εσείς τα βλέπατε αυτά-
Αλλά μετά τα πήρανε, τα παίρνανε. Πέρασε καράβι νύχτα και τα πήρε, διότι δεν είχαν τι να τους προσφέρουν, μόνο τις πρώτες βοήθειες, παιδί μου. Να τα πλύνουν, τα αίματα, αυτά… Να ασφαλίσουν την αιμορραγία. Τα πήραν στον Πειραιά.
Εσάς το σπίτι σας που ήταν και τα βλέπατε αυτά; Ήταν κοντά στο νοσοκομείο;
Εγώ δεν τα έβλεπα, τα μάθαινα. Γιατί δίπλα, από πίσω μέρος του σπιτιού μας ήτανε και επειδή[00:15:00] γνωρίζαμε τη γυναίκα που διατηρούσε το νοσοκομείο, να πούμε να το συγυρίσει, έμενε μέσα, να το φροντίσει, ανέβαινα πάνω εγώ, πριν γίνει αυτό το κακό. Ανέβαινα πάντα, είχε και παιδιά και κάναμε παρέα, γι' αυτό. Έτυχε να ‘ναι και αυτή η κοπέλα, η Ελισάβετ, εκείνες τις μέρες και πήγαινα και την έβλεπα, γιατί και η μαμά μου ήταν από το Φαλατάδο και είχανε μία μικρή συγγένεια με την Ελισάβετ. Για να με στέλνει να πηγαίνω να βλέπω την Ελισάβετ, θα ήτανε η συγγένεια.
Αυτή η κοπέλα γιατί ήταν εκεί; Τι είχε πάθει;
Είχε ζεματιστεί με νερό, έπεσε ένα καζανάκι νερό πάνω της. Δεν ξέρω τώρα, στα πόδια της; Στα χέρια της; Δεν θυμάμαι, παιδί μου. Όχι δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι, ναι. Και σε αυτές τις μέρες, αυτή, όλο αυτό που ζούσε το δράμα, έκανε αυτό το ποιηματάκι για το «Έλλη» και τα ναυτάκια.
Το οποίο σας το είπε εσάς και το θυμόσασταν;
Το έλεγε, μας το έλεγε και σε όλους και στο προσωπικό και στις… Το έλεγε. Αλλά ποιος το μελοποίησε δεν ξέρω, γιατί μετά άκουγα τα παιδιά και το τραγουδούσαν αυτό. Και ορισμένοι το θυμούνται ακόμα, ορισμένοι άνθρωποι πιο μικροί από εμένα, αλλά ποιος το μελοποίησε και πως, δε θυμάμαι, παιδί μου.
Τα πρώτα χρόνια ήταν γνωστό πολύ αυτό το τραγουδάκι;
Πολύ! Το τραγουδούσαμε, γιατί ο ήχος ήτανε από τα «Ευζωνάκια», τα «Δώδεκα ευζωνάκια» τραγουδούσαμε για το ‘21. «Τα δώδεκα ευζωνάκια αποφασίσανε…» Πώς το λένε…
Ναι, ναι. Θέλετε-
«Στον πόλεμο να πάνε να πολεμήσουν». Και το πήραν από εκεί.
Θέλετε να μας το τραγουδήσετε;
Ποιο;
Το ποίημα αυτό για το «Έλλη».
Αχ δώσε μου λίγο νερό.
Λίγο νερό και θα μας το πείτε.
Δεν ξέρω, αν τα καταφέρω.
Θα το δοκιμάσουμε.
Έλα Φραγκίσκα, που το έχεις εκεί; Μετά θα το βγάλεις, άμα δεν είναι καλό.
Ναι.
Πως να αρχίσω τώρα; Στις 15 Αυγούστου μας ήρθε συμφορά, τορπίλισαν μπαμπέσικα το «Έλλη» μας στης Τήνου τα νερά. Στην Παναγιά οι παπάδες έψαλλαν Λειτουργιά, χιλιάδες κόσμου έφερναν στη χάρη της τάματα και κεριά. Στην άσπρη τη χιονάτη ντυθήκαν φορεσιά και ετοιμάζονταν τα όμορφα ναυτάκια μας να πάν στην εκκλησία. Μα ξάφνου, δολοφόνοι κρυφά ριχτήκανε, στο «Έλλη» μας στο ένδοξο καράβι μας και το βυθίσανε. Μην κλαις μητέρα Ελλάδα, θα προσπαθήσουμε το «Έλλη» μας το όμορφο καράβι μας να το αναστήσουμε. Με τέτοιο κυβερνήτη και τέτοιο Βασιλιά, καράβια σαν το «Έλλη» μας θα φτιάξουμε μεγάλα και πολλά. Τελείωσε.
Ευχαριστούμε πολύ.
Παρακαλώ, παιδί μου.
Αυτά τώρα, τα γεγονότα, φαντάζομαι δεν τα έχετε ξεχάσει, έχουν περάσει από τότε 80 χρόνια σχεδόν.
80 ναι, παιδί μου. 80 και είναι. Και δεν μου έχουν φύγει απ’ το μυαλό μου ούτε τα λόγια που άκουγα και λέγανε ούτε -να πούμε- οι φωτογραφίες, οι σκηνές… Δεν τις έχω ξεχάσει, παιδί μου, μέσα στα μάτια μου είναι.
Το πιο [00:20:00]έντονο που θυμάστε ποιο είναι; Από εκείνη τη μέρα;
Ποιο να σου πω, παιδί μου, ποιο; Το κατέβασμα της Παναγίας μας, της εικόνας, με τον Δεσπότη και με τον κόσμο που έκλαιγε και καταριόταν, φώναζε… Αυτό και τους ναύτες, μανούλα μου. Τα ναυτάκια που ήτανε έτσι ταλαιπωρημένα μέσα στο βούρκο, γιατί πέσανε μέσα σε… Ανοίξαν τα καζάνια τους και είχε χυθεί στη θάλασσα αυτό το… Πώς το λένε, παιδί μου;
Η πίσσα, το πετρέλαιο-
Το πετρέλαιο, ναι. Και τα βγάζανε. Αυτό το ποίημα που θα σου δώσει η Φραγκίσκα, που το έχει γράψει μία άλλη δασκάλα, θα δεις σε τι σημείο βγαίνανε τα ναυτάκια. Το περιγράφει. Αυτό.
Το συζητούσατε μετά, τα επόμενα χρόνια εδώ πέρα στο νησί αυτό το γεγονός;
Ορίστε;
Τα επόμενα χρόνια εδώ πέρα, το θυμόσασταν ο κόσμος το γεγονός αυτό; Το συζητού-;
Πως! Πάντα! Κάθε χρόνο, παιδί μου, το θυμόμουν. Αλλά αργήσανε… Φέρανε καράβι και το βαφτίσανε στο λιμάνι μέσα. Κάνανε το καινούργιο «Έλλη» και είχαν έρθει πολλοί. Ήρθανε Δεσποτάδες πολλοί, ήρθανε πολιτικοί της κυβερνήσεως. Ήρθανε πολλοί. Και έχουν περάσει και πολλοί από διάφορες κυβερνήσεις εδώ. Έρχονται κάθε χρόνο εδώ στην εξέδρα που γίνεται η δοξολογία της Παναγίας, επάνω, εκεί πάντα έχει πολιτικούς ή βουλευτές απ’ την Αθήνα έρχονται μέσα από την κυβέρνηση, αντιπολίτευση. Έρχονται πολλοί.
Τα νέα παιδιά τώρα του νησιού, ξέρουν τα γεγονότα αυτά;
Όλα τα ξέρανε. Τώρα αυτό τα σταμάτησε τα παιδιά μας. Αυτό που γίνεται εδώ, παιδί μου, με τα παιδιά, με τη νεολαία μας, δεν γίνεται πουθενά. Γι' αυτό έρχεται ο κόσμος. Για την πίστη! Αλλά να σκεφτείς, παιδί μου, ότι πάντα η νεολαία μας, τα Γυμνάσια και τα Λύκεια με τους δασκάλους τους, τα Δημοτικά, πάντα είναι σε όλες τις πανηγύρεις της Παναγίας, σε όλες παιδί μου. Ιδίως και την 25η Μαρτίου ντύνονται και τσολιάδες, βλαχοπούλες, πολύ ωραία. Τώρα, όλα αυτά, τα παιδιά θα τα κάνουν να τα ξεχάσουν. Πολύ ωραία, τα παιδιά μας δεν λείπουν. Και πάντα, ο Δεσπότης, από την εξέδρα με καμάρι λέει, ο Δωρόθεος, με καμάρι… Ότι έχουμε τα καλά παιδιά, που δεν λείπουν ποτέ από το να συνοδεύσουν την Παναγία μας. Και τώρα τελευταία, τους έδινε και σε εκείνα τα παιδιά του Λυκείου που ήταν μεγαλύτερα να σηκώνουν την Παναγία στον γύρο. Είναι πολύ υπέρ των παιδιών και ήθελε, ο καημένος, να είναι κοντά στην εκκλησία και τώρα, ακόμα προσπαθεί και πάντα για τα παιδιά λέει… Πολύ… Γι' αυτό και της Ευρέσεως, του Οράματος και έμαθαν οι χριστιανοί και έρχονταν και με φουρτούνα, για να δούνε αυτά τα δύο πανηγύρια της. Του Οράματος που πηγαίνουν το πρωί την Παναγία μας στο Κεχροβούνι και γίνεται εκεί Λειτουργία. Και μετά, τις βραδινές ώρες κατεβάζουν την Παναγία μας, κόσμος πάρα πολύς. Πήγαιναν με λεωφορεία και κατεβαίνουν, συνοδεύουν την Παναγία με τα πόδια, την κατεβάζουν.
Να ρωτήσω κάτι άλλο. Την ημέρα του τορπιλισμού βοήθησαν εδώ πέρα και οι ντόπιοι, να βγουν οι ναύτες, οι ψαράδες; Τι ακριβώς είχε γίνει;
Όλοι. Οι Τηνιακοί ψαράδες, παιδί μου, οι τότε Τηνιακοί ψαράδες. Βέβαια. Από καΐκια, από ψαροκάικα... Πηγαίναν εθελοντικά. Και νέα παιδιά λέει πηγαίνανε, και νέα παιδιά, για να βγάλουνε τους ναύτες. Και έχω ακουστά ότι ένα ναυτάκι είχε βγάλει το κεφάλι του έξω απ' το φινιστρίνι και φώναζε να του[00:25:00] κόψουν το κεφάλι, γιατί ήξερε ότι θα εγκλωβιστεί, βούλιαζε το καράβι. Έχουν μείνει μέσα 4-5 ναυτάκια, είχαν μείνει… Είχαν μείνει. Μετά δεν ξέρω αν βρήκαν τα παιδιά, όταν το βγάλανε το καράβι, αν βρήκαν κάτι από τα οστά τους. Δεν ξέρω.
Το καράβι μετά, κάποια στιγμή, το βγάλανε τελείως, έτσι;
Ναι. Όλο το βγάλανε. Κομμάτι-κομμάτι. Εδώ είναι το κανονάκι του, που είναι πάνω στο μόλο. Έχουν ένα κανόνι της «Έλλης» και στην Παναγία μας -δεν ξέρω αν έχετε πάει- κάτω από την Παναγία είναι ένα… Το έχουν σαν... Πως να πω; Σαν μνημείο. Και έχει μέσα οστά των παιδιών, δεν ξέρω τα ονόματά τους, και ένα κομμάτι από την τορπίλη. Και λέει τι είναι.
Απ’ τα χρόνια μετά του πολέμου θυμάστε κάτι άλλο έτσι πολύ έντονα;
Του πολέμου... Η πείνα! Την πείνα που είχαμε, παιδί μου. Πεινούσαμε εδώ, γιατί ήτανε -σου λέω- παιδί μου, εδώ η Χώρα δεν είχε γεωργούς πολλούς, τότε δεν φυτεύανε. Ήταν ψαράδες οι πιο πολλοί, ψαράδες, μόνο ψάρια. Και μία χρονιά, ένα χειμώνα, πήγε ένας ψαράς να ψαρέψει και γέμισε δύο τράτες μέχρι απάνω, σαρδέλα. Θαύμα της Παναγίας. Και ήρθαν τα καΐκια, γιατί με τα ολίγα ψάρια που πιάνανε, τα δίνανε και παίρνανε και αυτοί πράγματα από χωριανούς. Παίρναν ρεβίθια, φασόλες, κριθάρι, αλεύρι και τα δίνανε. Οι άλλοι εδώ στη Χώρα που δεν είχαν τέτοια πράγματα να δούνε, δε θέλαν λεπτά, θελαν είδος να τους δίνεις. Και τότε, τα βγάλανε έξω και πήγαινε ο κόσμος και έπαιρνε καλαθάκια, τότε δεν είχε σακούλες, καλαθάκια ψάρια. Όλη η Τήνος έφαγε ψάρια εκείνη την ημέρα. Ναι, δεν είχαμε. Και λείπαν και τα παιδιά με τα εμπορικά καράβια, τα οποία τότε είχαν αποκλειστεί και δεν μπορούσαν να γυρίσουν και αυτοί. Επίσης, δυστύχησε πολύ ο Πύργος, το χωριό, διότι εκεί ήταν όλοι οι καπεταναίοι, μηχανικοί σε μεγάλα καράβια. Και δεν ήταν τα χωράφια τους καλλιεργημένα κι εκεί δυστυχήσαμε πολύ παιδί μου. Η πείνα. Από βομβαρδισμό εδώ, είχαμε… Οι Ιταλοί δεν κάναν τέτοια πράγματα, ήταν ήσυχοι στρατιώτες αυτοί οι άνθρωποι. Εδώ ζούσαμε καλά να πούμε, με τους ανθρώπους. Δεν είχαμε φόβο. Αλλά μόνο όταν ήρθαν οι Γερμανοί, στις 6 Απριλίου είχαν έρθει, παιδί μου, του ’41, πήγαν και στη Σύρο και άρχισαν εκείνη την ημέρα και πολυβολούσαν όλα τα νησιά. Και ειδοποίησαν απ’ τη Σύρο ότι αυτό και αυτό κάνουν. Τότε είχαν ρίξει και το ρολόι της Σύρου, ένα πελώριο ρολόι που έγινε ακουστό σε όλη την Ελλάδα… Και αρχίσαμε πάλι να φεύγουμε από τη Χώρα.
Εσείς που ήσασταν τότε; Στην Τήνο ή στη Σύρο;
Εδώ ήμουνα. Αρχίζαμε πάλι να φεύγουμε, παιδί μου, αλλά-. Μία στιγμή να μου δώσει λίγο νερό η Φραγκίσκα. Ξεραίνονται τα χείλη μου. Και φεύγαμε πάλι παιδί μου, και πηγαίναμε πάλι από τον άλλο δρόμο. Σ' ένα λαγκάδι βρεθήκαμε δίπλα από την Παναγία και προχωρούσαμε, περνούσε το αεροπλάνο, έκανε βόλτες, δεν ξέρω τι γύρευε, που το μάθαμε ύστερα… Γύριζε γύρω από τη Χώρα της Τήνου και προχωρούσαμε. Στο δρόμο που πηγαίναμε, βρίσκαμε οικογένειες. Εμείς τραβήξαμε από δεξιά, η άλλη πήγε από εκεί, ένα κοριτσάκι με τη μανούλα της, Αγγελικούλα το λέγανε, εκείνο ήταν λίγο μεγαλύτερο από εμένα, ένα πολύ όμορφο κορίτσι. [00:30:00]Και όταν άκουσε να περνάει πάνω τους το αεροπλάνο, από πάνω της, έφυγε από το χέρι της μαμάς της και πήγε από την απέναντι μεριά και ρίχνει αυτός… Τώρα πολυβόλο ήταν; Δε θα ήτανε βόμβα, παιδί μου, γιατί θα γίνει μεγάλη καταστροφή. Πολυβόλο. Αλλά το βρήκε ακριβώς πάνω της και το διέλυσε το κορίτσι. Αυτός ο χαμός έγινε με τους Γερμανούς εδώ στην Τήνο και είχα… Όταν ήρθαν και έκλεψαν το νησί που λέει. Τα σπίτια και ζώα πολλά φόρτωσαν και φύγανε. Όταν τελείωσε το κακό και εμείς είχαμε μπει σε ένα καμαράκι και όταν έριξε αυτό, το ταβάνι του από την κάμαρα κουνήθηκε. Πώς δε μας πέτρωσε; Η Παναγία που ήταν απέναντι, απέναντι ήταν η Παναγία. Έγινε αυτό το κακό και σε μία ώρα που κατεβήκαμε κάτω, μάθαμε το κακό. Και άλλη μία κυρία, την κυρία Γεωργία, τη βρήκε, ήταν στην αυλή της, τη βρήκε στον πνεύμονα. Του Μάκη τη μαμά, Φραγκίσκα, του Ταμπακόπουλου. Περάσαν τα χρόνια παιδί μου, από αυτόν τον βομβαρδισμό, ελευθερωθήκαμε. Και στην Παναγία, που ήταν εκεί εκείνοι που την υπηρετούν την Παναγία μας, ήρθε το καράβι και ένας κύριος ανέβηκε, ένας υψηλός, ξανθός λέει, και στις σκάλες της Παναγίας γονάτισε και ανέβαινε με τα γόνατα. Πήγε πέρασε την πόρτα και πήγε κοντά στην Παναγία και έκλαιγε. Φίλησε την Παναγία και έκλαιγε! Πήγε κάποιος από εκεί, από την Παναγία, απ’ το προσωπικό, λέει: «Τι έχετε, θέλετε τίποτα;» Δεν ήξερε να μιλήσει, μιλούσε ξένα και επειδή είχαν στο γραφείο πάντα έναν για να μιλάει, τον φέρανε και του λέει: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι αυτός που με στείλαν να βομβαρδίσω την Παναγία. Όταν όμως ήρθα πάνω από την Παναγία, ερχόμουνα, έκανα βόλτες συνέχεια, δεν έβλεπα την εκκλησία, έβλεπα μόνο ένα μαύρο σύννεφο και αναγκάστηκα και έριξα -αυτό που έριξε, βλήμα, δεν ξέρω τι ήτανε- το έριξα κουτουρού και αυτό πήγε δίπλα από την Παναγία μέσα στο λαγκάδι που ήταν το κοριτσάκι αυτό, το καημένο. Και το είχε μάθει αυτός και ήρθε να πάρει συγγνώμη από την Παναγία. «Δεν φταίω εγώ -λέει- ο πόλεμος φταίει. Δεν φταίω εγώ παιδιά μου» τους λέει. Αυτό το θαύμα μαρτύρησε αυτός. Ήτανε τέτοιος... Πιλότος, πιλότος που έριχνε τις βόμβες; Δεν ξέρω, παιδί μου. Και αυτό το θέμα έχω ακούσει για την Παναγία μας.
Όλη σας τη ζωή εδώ στην Τήνο την περάσατε; Εδώ ζήσατε;
Ορίστε;
Όλη σας τη ζωή εδώ στην Τήνο τη ζήσατε ή πήγατε και αλλού; Μετά, τα επόμενα χρόνια.
Εδώ στην Τήνο. Στη Σύρο πήγαινα να δω τον αδερφό μου, όταν ήμουνα ελεύθερη. Αλλά είχα την ατυχία να παντρευτώ μανούλα μου και να χηρέψω 32 χρόνων. Και είχα τη Φραγκίσκα. Η Φραγκίσκα ήταν καλό παιδί, άκουγε τον θείο της που μας προστάτευε και επήγε χωρίς εξετάσεις και έγινε δασκάλα, γιατί είχε «άριστα»! Και ύστερα βρέθηκε ο Βασίλης, γιατί είχαν και αυτοί παπαδική οικογένεια… Εκείνοι είχαν και Δεσπότη και μας ξέρανε. Ο Βασίλης ήταν στην Αγγλία και έβγαλε μία σχολή και όταν γύρισε, είχε το μαγαζί του αδερφού του που είχε πεθάνει και έγινε προξενιό.
Ωραία. Από την ημέρα του τορπιλισμού είναι κάτι άλλο που θυμάστε; Κάτι άλλο που θέλετε να πείτε;
Από τον πόλεμο;
Από τον τορπιλισμό, από την ημέρα που τορπίλισαν το «Έλλη».
Του τορπιλισμού, παιδί μου, τι να θυμάσαι, τι να ξεχάσεις, παιδί μου… Τι να θυμάσαι και τι να ξεχάσεις από αυτό; Αυτό ήταν ένας αποτροπιασμός για αυτούς που το κάνανε, παιδί μου. [00:35:00]Δεν θα ήταν και αυτοί οι άνθρωποι με τα καλά τους. Και σκέψου την ημέρα της Παναγίας να χτυπήσουν το «Έλλη». Για σκέψου το αυτό. Αλλά ορισμένες φορές, παιδί μου, και οι άρχοντες, δεν ξέρω, παθαίνουν. Όπως και τώρα είμαστε, και τώρα τι είναι; Πόλεμος είναι και αυτός, παιδί μου, δεν ξέρω τι παθαίνει ο κόσμος.
Αυτό το κοριτσάκι το ξαναείδατε ποτέ από το νοσοκομείο;
Όχι! Μετά ξεχάστηκε το πράγμα. Ξεχάστηκε. Ήρθε ο πόλεμος, ήρθε η πείνα και ξεχάστηκαν όλα αυτά. Και δεν… Πώς να σου πω, μανούλα μου; Με το φόβο που είχαμε, είχαμε την στέρηση, ξεχνούσαμε αυτά τα πατριωτικά να πούμε. Ζητούσαμε να σωθούμε. Είχαμε τον πατριωτισμό μέσα μας, να ελευθερωθούμε! Ήταν, και οι Ιταλοί ήταν πιο πάνω από το σπίτι μας πάλι. Είχαμε και αυτή την… Σε αυτού του Χατζηιωάννου το σπίτι, το επιτάξανε και μένανε Ιταλοί. Πώς τη λέγανε; Κομμανταρία, κομμανταρία τη λέγανε και μένανε. Αλλά ήσυχοι, δεν μας πειράζαν αυτοί οι άνθρωποι, ήσυχοι, παιδί μου. Επειδή τώρα ζούμε και με καθολικούς και είχαν και το θρήσκευμα, μπορεί… Και αυτοί γνωριστήκαν, και στην εκκλησία τους πηγαίναν, στην καθολική, και ήμασταν να πούμε, και όπως ζούμε και τώρα, παιδί μου, με τους καθολικούς, ζούμε σαν αδέρφια, δεν ξεχωρίζουμε. Και γάμοι γίνονται μικτοί και όλα παιδί μου.
Ευχαριστούμε πολύ, Κυρία Κατερίνα.
Ορίστε;
Ευχαριστούμε πολύ.
Παρακαλώ, παιδί μου. Να είστε καλά! Να είστε γερά, καλοφωτισμένα! Δεν ξέρω τι λατρεύετε, αλλά να ξέρετε, μανούλα μου, ότι χωρίς Θεό δεν γίνεται τίποτα. Αυτό να ξέρεις, παιδί μου!
Να είστε καλά.
Χωρίς Θεό… Να είστε καλά, πάντα να μπορείτε να προσφέρετε για την πατρίδα μας τη μικρή, αλλά ευλογημένη και δοξασμένη.