© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Φαντάρος στον Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Κωδικός Ιστορίας
10550
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιωάννης Κατρακάζος (Ι.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
30/05/2022
Ερευνητής/τρια
Αντώνιος Φλέγκας (Α.Φ.)
[00:00:00]Ωραία. Θα μου πείτε το όνομά σας;
Ιωάννης Κατρακάζος.
Ωραία. Είναι Τρίτη 31 Μαΐου 2022, είμαι με τον κύριο Γιάννη Κατρακάζο, βρισκόμαστε στο Βύρωνα, εγώ ονομάζομαι Αντώνης Φλέγκας, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για σας, πότε και πού γεννηθήκατε;
Λοιπόν, πιο καθαρά γιατί δεν ακούω καλά.
Ναι, ναι. Πότε και πού γεννηθήκατε να μου πείτε.
Πότε γεννήθηκα;
Ναι, ναι και που;
Το 1924 στις 18 Αυγούστου.
Ωραία. Πού ήτανε...;
Στη Σάμο.
Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για την οικογένειά σας, για τους γονείς σας, με τι ασχολούνταν;
Λοιπόν εγεννήθηκα, ε, ήρθε, δεν ήρθε γιατρός, ήρθε μαμή και με γέννησε, ξεγέννησε εμένα, όπως μου τα είπανε. Μεγάλωσα, όταν έγινα 6 χρόνων πήγα σχολείο. Λοιπόν, εμείς δεν είχαμε σπίτι, είχαμε εξοχικό, καλύβι. Εκεί μέναμε και από κει ήταν 7 χιλιόμετρα και ερχόμασταν με τα πόδια στο σχολείο και με τα πόδια πηγαίναμε πάλι στο κτήμα εκεί που ήταν το σχολείο μας. Ε, δεν μας, δεν με ενοχλούσε εμένα αυτό. Εκείνο που με ενόχλησε είναι ότι όταν εγώ προβιβάστηκα από την Τετάρτη για να πάω στην Πέμπτη τάξη, μου λέει ο πατέρας μου, γιατί ήταν φτωχός, λέει: «Όχι», λέει, «Αυτά τα γράμματα που έμαθες φτάνουνε». «Δεν θα ξαναπάς σχολείο». Έκλαιγα εγώ, αλλά λέει: «Δεν θα πας». «Θα βοηθήσεις εδώ, στα χωράφια, στα καπνά, στα ξύλα», που πηγαίναμε και βγάζαμε άγρια ξύλα για να τα κάνουν κάρβουνα, να τα πουλήσουμε, να πάρουμε λεπτά. Και ήμουνα, ήμουνα ο μεγαλύτερος, ο πρωτότοκος, γιατί ήμασταν τρία αδέρφια. Ήταν, ήμουνα εγώ, ήταν μετά από μένα ήταν η αδερφή μου η Κωνσταντίνα, και για αυτό έβγαλα την Κωνσταντίνα, και ο Γιώργος. Ο Γιώργος ήταν το τρίτο παιδί, το μικρό. Αλλά, επειδή ήθελε ο πατέρας μου να δουλεύω σκληρά, έτρωγα και καμιά ξυλιά. Τι να κάνω, αφού ήθελε, λέει, εγώ να δουλεύω. Και ύστερα, όταν τελειώναμε τα δικά μας τα χωράφια και τα καπνά και αυτά, και για να κάθομαι, δεν μπορούσα, δεν με άφηνε να κάτσω, και με έβαλε παραγιό σε κάτι κατσίκια. Αυτός είχε γίδια αλλά είχε και τα κατσίκια. Τα κατσίκια δεν τα άφηνε να πάνε μαζί γιατί το γάλα το κρατούσε αυτός. Άμα πήγαιναν και τα κατσίκια, θα του τρώγαν το γάλα. Και έπρεπε να ‘χει παραγιό. Και έπαιρνε, μ’ έπαιρνε εμένα και έπαιρνα το μήνα 100, 150 δραχμές. Δραχμές ήταν τότες. Δεν μου άρεσε ούτε αυτή η δουλειά. Αλλά εγώ, όμως, ήμουνα υποχρεωμένος να τα βγάλω πέρα, όπως μου είπε. Ε, και κοιμόμουνα εκεί στο σπίτι, σε αυτό το σπίτι. Το πρωί έπαιρνα τα κατσίκια, όλη την ημέρα τα έβγαζα στο βουνό, τραγούδαγα κιόλας. Τα βόσκαγα και τα πήγαινα πάλι εκεί πέρα στο μαντρί. Κάτι έγινε μια μέρα, δεν θυμάμαι τι έγινε... α, πήγανε και μου φάγανε κάτι στ’ αμπέλι. Κοιμήθηκα εγώ, εκεί που καθόμουνα με πήρε ο ύπνος και με χτύπησε στο, ο ήλιος με χτύπησε στο μυαλό και ήθελα να ξυπνήσω άκουγα εγώ ότι, που φεύγαν τα κατσίκια, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Και έκανε ζημιά, λοιπόν, και με σχόλασε αυτός. Και πήγα σε άλλον ύστερα, κι από κει σε άλλον και από κει σε άλλον. Και μετά πήγα σε ένανε που είχε μπακάλικο στο Κάτω Βαθύ. Δούλεψα και εκεί κανένα χρόνο και μετά ύστερα κάτι έγινε, δεν ξέρω τι έγινε, και πήγα και δούλεψα, πιο πέρα από αυτόν είχε ενα μανάβικο, κι ήταν δύο κοπέλες, το είχανε. Μορφία τη λέγανε αυτή τη μια, την άλλη την κόρη δεν την θυμάμαι. Όχι την κόρη της, την αδερφή της. Εκεί κουβάλαγα τα ψώνια που ψωνίζανε. Τώρα, όπως ερχόντανε οι πελάτες, θέλαν να πάνε στη δουλειά. Έπρεπε να πάει στο σπίτι το καλάθι με τα ψώνια. Έπρεπε να το πάω εγώ. Μια ημέρα, ύστερα από κανένα τετράμηνο, τ’ αφήνω το καλάθι, όπως ήταν τα ψώνια, και ένα παντελόνι φορούσα, δε φορούσα τίποτα άλλο, ένα κοντό παντελόνι, καλοκαίρι ήτανε, και τα άφησα πάνω σε μια πεζούλα και κατεβαίνω εγώ από κάτω και κάνω μπάνιο στη θάλασσα. Μου το πήρανε το καλάθι όπως ήτανε. Γύρισα και εγώ στην Μορφία. Μου λέει: «Τι; Πού είναι το καλάθι;». Λέω: «Μου το πήρανε». Και με σχόλασε και αυτή. Λέει: «Να ‘ρθει ο πατέρας σου», λέει. Τώρα εγώ να ‘ρθει ο πατέρας μου, πώς θα ‘ρθει; Έπρεπε να ειδοποιήσουμε ή να πούμε απάνω να ‘ρθει. Αλλά, άμα ερχότανε, εγώ θα ‘τρωγα ξύλο. Και αναγκαστικά ήρθε από κει, τον ειδοποιήσαν και ήρθε. Ήρθε μετά από κάνα, μιάμιση-δύο ώρες, ήρθε. Παίρνει τα λεφτά, που δούλευα εγώ, και έπρεπε να πάρει και εμένα. Εγώ... Ναι. «Έλα», λέει, «στο σπίτι και θα τα κανονίσουμε». Κατάλαβα εγώ, λέω: «Τώρα θα πέσει...» και σηκώνομαι και φεύγω, με τα πόδια. Του φεύγω απ’ τα χέρια του και φεύγω και πάω, λοιπόν, στο Καρλόβασι με τα πόδια, δεν είχα λεφτά εγώ. Είναι, 44 χιλιόμετρα είναι απ’ το Βαθύ να πάω στο Καρλόβασι, να πάω να δουλέψω εκεί. Όλοι με θέλανε. Όπου ζήταγα: «Ναι», λέει, «θέλουμε να έρθεις». «Αλλά πρέπει να ‘ρθει», λέει, «ο πατέρας σου». «Εγώ έφυγα να μην τον εδείτε», λέω, «τον πατέρα μου». Και τελικά, να πούμε, δε, όλοι θέλανε, αλλά δεν με θέλαν να με κρατήσουνε. Και σε φούρνους πήγα και σε μπακάλικα πήγα και σε, στα ταμπάκικα που φτιάχνουν τα πετσιά απ’ τα ζώα και τα κάνουνε ύστερα παπούτσια και ξέρω ‘γω. Με θέλανε, άλλα: «Πρέπει να ‘ρθει ο πατέρας σου, να πει το οκ». Και ξαναγυρίζω πάλι με τα πόδια πίσω, κουρασμένος. Είχα γίνει χάλια. Και σηκώνομαι και φεύγω και πάω στο Πάνω Βαθύ και με βρίσκει μια γειτόνισσα και μου λέει: «Τι έγινε, Γιαννάκη, πού πας», λέει, «εσύ;», λέει. «Έτσι και έτσι», λέω. «Α, να σε στείλω», λέει, «στον αδερφό μου», λέει, «που ‘χει τα γελάδια». «Ε, αυτός», λέω, «είναι κοντά...». «Δεν θα το πει», λέει, «αυτός, δεν θα το πει», λέει, «ότι είσαι εκεί». Και πήγα και δούλευα εκεί στις γελάδες, και μάλιστα δούλευα και πολύ σκληρά εκεί πέρα. Τις έπαιρνα τις γελάδες, αυτός άρμεγε τις γελάδες και μετά τις έπαιρνα εγώ και τις βόσκαγα απάνω στο βουνό και τις ξαναπήγαινα πάλι. Και αυτός ήτανε κομμουνιστής, ήτανε, όχι... και με έμαθε, να πούμε, ορισμένα πραγματάκια, τα οποία εγώ τ’ άκουγα, ήμουνα και μικρός, δεν έδινα και καμία σημασία, αλλά και σημασία είχαν, ήμουνα πιο μεγάλος εκεί. Και σιγά, σιγά, σιγά μου άρεσε αυτή, η αυτή, ο κομμουνισμός. Πώς έγινε εκεί πέρα και το μαθαίνει ότι εγώ ήμουνα κοντά εκεί και δούλευα. Και ‘ρχεται και έκανε πως έκλαιγε και αυτό: «Έλα απ’ το σπίτι», για να πάρει τα λεφτά. Εγώ λέω: «Ντάξει, δεν έρχομαι», λέω. «Όχι», λέει, «γιατί», λέει, «δικό σου είναι το σπίτι;». «Να ‘ρθεις», λέει. «Α, δεν θέλω». Και δεν πήγα, λοιπόν.
Εκείνο τον καιρό ήρθανε απ’ τα Δωδεκάνησα, ήτανε, στα Δωδεκάνησα, ήτανε οι Ιταλοί. Αυτοί τα είχαν τα Δωδεκάνησα. Ήρθε ένα βαπόρι και έριχνε οβίδες απ’ το Τηγάνι, το Τηγάνι είναι το Πυθαγόρειο. Τότε το λέγαμε Τηγάνι, έτσι λεγότανε, Τηγάνι. Κι [00:10:00]έριχνε από κει, για να περνάνε, να μην πάει απ’το, βόλτα να πάει στο Βαθύ, να ρίξει τις οβίδες που έριχνε, τα κανόνια. Και τα ‘ριχνε από κει και φεύγαν και πηγαίναν και πέφταν στο Βαθύ, όπου, όποιον πάρει η μπάλα. Αυτή κράτησε, κράτησε κανένα δυο μήνες, αυτή η δουλειά. Ερχόνταν τη νύχτα και ρίχνανε. Όπου μια μέρα ήρθε ένα βαπόρι και είχε στρατό μέσα, Ιταλοί. Ήρθε στις 8 η ώρα το πρωί στο Καρλόβασι, να βγούνε στο Καρλόβασι, και να, και τα αυτοκίνητα να μπουν και μέσα να μπουν να καταλάβουν όλη τη Σάμο. 8 η ώρα το πρωί ήρθανε, στις 4 η ώρα την ίδια μέρα, 4 η ώρα τ’ απόγευμα εγώ έφυγα για την Τουρκία. Πάω στην Τουρκία, με τον ξάδερφό μου, ήρθε και αυτός. Δώσαμε 50, από 50 δραχμές, στη βάρκα, μας πήγε η βάρκα. Είναι κοντά είναι από κει. Και με το μπάνιο πηγαίναμε, αλλά έπρεπε να φύγουμε, έπρεπε να πάρουμε τα ρούχα μας. Εκεί μας κρατήσαν ένα βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί με τα πόδια. Οι γέροι, είχαμε καμιά εβδομηνταριά άτομα, οι γέροι και οι γυναίκες και παιδιά τους ‘βάλαν στο καΐκι και τους πήγαν στο Κουσάντασι. Εμείς πήγαμε με τα πόδια. Να στα πω καθαρά όλα για να τα, να θυμάσαι. Στο δρόμο που πηγαίναμε, εγώ ήξερα μερικά τούρκικα απ’ τη μάνα μου, γιατί ήτανε από την Τουρκία, εκεί γεννήθηκε εκεί, παντρεύτηκε στη Σάμο. Στο δρόμο, λοιπόν, ακούω και φωνάζει: «Ντουρ, ντουρ», δηλαδή ντουρ θα πει στα τουρκικά καθίστε. Καθίσαμε εμείς τώρα και περιμέναμε, αλλά ήταν μονοπάτι, δεν ήταν άσφαλτος Όχι, δεν είχε δρόμο εκεί. Ήταν μονοπάτι, μόνο οι στρατιώτες πηγαίνανε απ’ το ‘να φυλάκιο στο άλλο. Τι γινότανε και μας είπε ντουρ; Ένα φίδι μεγάλο, τεράστιο φίδι δηλαδή, ήτανε, κάπου 8 μέτρα, 8 μέτρα, ν’ από δω μέχρι κει πέρα ήτανε, μάκρος. Ένα τεράστιο φίδι και τόσο χοντρό. Αν περνούσαμε, θα μας έκανε ζημιά, θα χτύπαγε ανθρώπους, με την ουρά του, με τα δαγκώματα, ξέρω ‘γω. Αυτό περίμενε τώρα, δεν κουνιότανε καθόλου. Αυτοί ξέρανε τώρα, οι Τούρκοι τι συμβαίνει και καθόταν το φίδι εκεί. Αυτό παρακολουθούσε, να πούμε, είχε κάτι αγριογούρουνα, και παρακολουθούσε ένα μικρό να πάει να το φάει. Το φίδι δεν έχει δόντια, το καταπίνει ολόκληρο, ένα γουρουνάκι. Κι άξαφνα φεύγει από κει τ’ αυτό και πάει και πήρε το γουρουνάκι και το κατάπινε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, το κατέβασε όλο κάτω. Αλλά ‘μεις, μας άνοιξε το δρόμο και φύγαμε και πήγαμε σε ένα χωριό που το λέγανε Τσαγκλί. Ήταν το Τσαγκλί εδώ κοντά στη θάλασσα και το Τουρκοτσάγκλι ήτανε λίγο παραπάνω. Τούρκοι ήτανε εκεί. Και το Τσαγκλί εδώ ήτανε Έλληνες, κείνα τα χρόνια. Άμα πήγαμε στο Τσαγκλί, καθίσαμε σ’ ένα μέρος, το κάνανε για τα γαϊδούρια και τα άλογα, το κάνανε νταμ. Νταμ το λέγαν, δηλαδή η θέση του γαϊδουριού ήταν εκεί και το λέγαμε ‘μεις νταμ στη Σάμο. Οι Τούρκοι δεν ξέρω πως το λέγανε. Και καθόμαστε εκεί και έρχεται, λοιπόν, μια κοπέλα και μου λέει: «Δεν μου λες, εσύ», λέει, «είσαι», λέει, «απ’ το Βαθύ», λέει, «ή από κανένα άλλο μέρος της Σάμου;». «Όχι», λέω, «απ’ το Βαθύ». «Τη γιαγιά σου», λέει, «πώς τη λένε;». «Τη γιαγιά μου», λέω, «τη λένε Μαριγώ». «Μαριγώ; Τι Μαριγώ;». «Γιωρέλενα». «Γιωρέλενα; Εσύ», λέει, «ποιανού παιδί είσαι;». Μετά μου τα ‘λεγε ελληνικά. «Ποιανής κοπέλας, ποια είναι η μάνα σου; Πώς τη λέγανε;». Λέω: «Κατερίνη». Και την πιάσαν τα κλάματα κι έκλαιγε. «Κατερίνη». Ήτανε η Κατερίνη που ήταν εκεί γειτόνοι ήτανε αυτοί. Λέει: «Εσείς θα φύγετε», λέει, «τώρα θα σας πάνε στο Κουσάντασι με τα πόδια». «Πριν σας πάνε στο Κουσάντασι να ‘ρθεις να σου δώσω», λέει, «ψωμάκι, λεφτά». Λέω: «Εγώ», λέω, «δε δουλεύω», λέω, «σε σένα». «Όχι, θα ‘ρθεις», λέει. «Μα γιατί τα κάνετε», λέω, «αυτά τα πράγματα;». «Έτσι», λέει και έκλαιγε αυτή. Επήγα εγώ στο σπίτι, λίγο παρακάτω ήτανε. Πήγα στο σπίτι της, λοιπόν, και μου δίνει σταφίδες, τυρί, ψωμί και μου ‘δωσε και 50 γρόσια, μου ‘δωσε, λεφτά. «Γιατί», λέω, «το κάνετε αυτό το πράγμα;». Λέει: «άμα θα πας», λέει, «στη μαμά σου», λέει, «πες της ότι η τάδε μου τα ‘δωσε, άμα, όποτε πας», λέει. Τέλος πάντων, ξενοιάσαμε απ’ αυτό. Πήγαμε στο Κουσάντασι, από εκεί, λοιπόν, πηγαίναμε και δουλεύαμε στ’ αμπέλια. Στα αμπέλια, επειδής εγώ ήμουνα γεωργός Άλφα, ήξερα από αυτές τις δουλειές πολύ, και δεν κουραζόμουνα γιατί ήμουνα και νέος και προχωρούσα και μου λέγανε οι άλλοι: «Ρε, πώς προχωράς;», λέει, «Κάτσε», λέει, «σιγά-σιγά», λέει, «να μην κουραζόμαστε», λέει. «Εγώ δεν κουράζομαι», λέω. Και για να με ακολουθάνε έπαιρνα κι απ’ τον άλλον, έπαιρνα κι από τον άλλον από κει [Δ.Α.], και ‘παιρνα, έσκαβα δική τους δουλειά και την έσκαβα τα δικά μου κι αυτουνού, για να προχωράμε. Από μακριά, κάπου στο 1,5 χιλίομετρο ήτανε καβάλα απάνω στ’ άλογο τ’ αφεντικό και ‘βλεπε τη δουλειά. Σου λέει: «Αυτός είναι προχωράει πολύ», λέει, «είναι πολύ καλός». Και έρχεται, λοιπόν, και μας φέρνανε το φαγητό εκεί και τρώγαμε, στ’ αμπέλι το μεσημέρι. Και έρχεται, λοιπόν, την άλλη μέρα εκεί, γιατί μας παρακολουθούσε πως δουλεύουμε. Ήτανε κρυμμένος από πίσω από μια ελιά και μας έβλεπε. «Εσύ», μου λέει, στα τούρκικα, ήξερε και ελληνικά όμως. Ήξερα εγώ τούρκικα, αλλά δεν τα ξέρω καλά όλα, αλλά τσάτρα πάτρα τα καταλάβαινα. Αλλά αυτός μου μιλάει, να πούμε, στα τούρκικα και μου λέει: «Εσύ», λέει, «θα ‘ρθεις», λέει, «έτσι παραπάνω, γιατί θα πάω, μαζί», λέει, «θα πάμε στο σπίτι να φάμε». «Εγώ θα φάω», λέω, «εδώ». «Όχι, έχω», λέει, «κατσίκι σφάξει, το ‘χω στο φούρνο». Και πήγα. Αυτός τι έκανε; Είχε μια κόρη και για να μη τη δώσει σε Τούρκο, ήταν και αυτός Τούρκος, εε Έλληνας. Και μου λέει: «Αυτή η κοπέλα», και ερχόνταν, είχε πει για μένα, για μένα στην κόρη, την είχε πει: «Είναι πολύ καλό παιδί», λέει. Και μου λέει, λοιπόν, άμαν έφυγε η κόρη του και φάγαμε και ήταν να μπω στο κάρο να με ξαναπάει πάλι στο αμπέλι, λέει: «Την είδες», λέει, «αυτή την κοπέλα, που μας πρόσφερε το φαγητό;». Λέω: «Την είδα». «Σου αρέσει;». Εγώ ντρεπόμουνα τώρα, τι να του πω, ότι μου αρέσει; Λέω: «μ’ αρέσει, είναι πολύ καλή κοπέλα». «Θα στην κάνω προξενιό», λέει. Αμάν! «Πώς θα γίνει;», λέω, «Ο πατέρας μου δεν είναι δω, η μάνα μου δεν είναι δω, οι δικοί μου δεν είναι δω, πώς;». «Ε, τι τους κάνεις», λέει, «αυτούς;», λέει. «Θα πάρεις», λέει, «το κορίτσι», λέει, «και θα σου δώσω 50 στρέμματα αμπέλια και 50 στρέμματα ξινά». Πορτοκάλια, λεμόνια, είχε διάφορα μέσα. «50 στρέμματα και 50», λέει, «αμπέλι». Ήταν τσιφλικάς αυτός, είχε τσιφλίκια πολλά. «Σκέψου το και θέλω μέχρι αύριο να μου το πεις, τι απόφαση έβγαλες». Την άλλη μέρα, λοιπόν, μου λέει: «Τι έγινε;». Του λέω ‘γω: «Δύσκολο», λέω, «δεν θα μπορέσω», λέω. Λέει: «Να σου πω ένα πράγμα; Να σου πω», λέει, «ένα πράγμα;». Λέω: [00:20:00]«Πες». «Θα πάτε φαντάροι», λέει. «Ε όχι και φαντάροι», λέω, «εμείς, άνοιξε η Τουρκία ήρθαμε από δω να δουλεύουμε εδώ, να βγάλουμε το ψωμάκι μας, για να μην καθόμαστε να μας τα παίρνουν οι Ιταλοί». «Θα πάτε φαντάροι», λέει. Αυτοί διαβάζαν εφημερίδα, ξέραν ότι θα κάτσουμε λίγο εκεί και θα μας πάρουνε φαντάρους. Τέλος πάντων, δεν το πίστευα, αλλά εν πάσει περίπτωση: «Εγώ», λέω, «δεν μπορώ να... Πρώτα-πρώτα έχω και τον ξάδερφό μου», λέω, «είναι, είναι εδώ». «Να τον πάρεις και αυτόν», λέει, «και να τον έχεις, να πούμε, να δουλεύει», λέει, «μέσα και να δουλεύει, να βλέπει τι κάνουν οι εργάτες». Του το ‘πα εγώ του Κώστα, του ξαδέρφου μου, ότι: «Ρε συ Κώστα, έτσι κι έτσι». «Αα, πώς θα γίνει», λέει, «αφού δεν είναι οι δικοί μας εδώ; Πρέπει να ήταν και οι δικοί μας», λέει, «εδώ». «Δεν θα, δεν θα...». Και αυτός, λοιπόν, τσαντίστηκε, δε με σχόλασε όμως, δουλεύαμε. Και μετά ύστερα ήρθε ένα φορτηγό και μας πήρε από το Κουσάντασι. Εν τω μεταξύ, εμείς πληρωνόμασταν, μας έδινε πενήντα... Η Αγγλία τα έδινε τα λεφτά. Και τα, εμάς αυτοί μας τα δίνανε και φαγητά και ξέρω ‘γω. Πηγαίναμε και τρώγαμε, δεν πληρώναμε, και μας έδινε και 50 δραχμές. Και περνάμε και άλλες 100, που δουλεύαμε απ’ αυτόνα, απ’ αυτόν και ήταν 150 γρόσια. Καλά. Μας πήραν από κει και μας πάνε στο, εκεί που ‘ταν ο Τσακιτζής μωρέ, ένα μέρος δεν το θυμάμαι τώρα...
Ντάξει δεν πειράζει, πείτε μου...
Ναι, μας πήγαν εκεί πέρα και καθίσαμε τρεις μήνες εκεί. Πάλι δούλευα, να πούμε, καλά, πολύ καλά, λοιπόν, αλλά το μισθό μου ήτανε εμένα εκεί 200 αυτά, 200...
Γρόσια;
Γρόσια. Έρχεται μια μέρα τρεις καβαλάρηδες με τα όπλα, είχανε μάουζερ όπλα, με κουρσόνι μέσα, όχι με σκάγια. Με κουρσόνια, ήτανε, πολεμικά όπλα είχαν αυτοί. Και λέει, λέει στ’ αφεντικό, γιατί αυτός έβαζε καλαμπόκια μέσα, πολλά καλαμπόκια, και είχε καπνά και δουλεύαν, είχε καμιά εικοσαριά εργάτες, κι εμάς μαζί. Και ‘μεις είχαμε, δουλεύαμε εκεί πέρα. «Θα μου δώσεις», λέει, «δυο εργάτες, για τα, για να βαρέσουμε», λέει, «τ’ αγριογούρουνα;». Γιατί τ’ αγριογούρουνα περνάγαν στα, τα καλαμπόκια, τα ‘ρίχναν κάτω και τα ‘τρώγαν, τους ‘κάναν ζημιά. Λέει: «Βέβαια, θα σε πληρώσω». Τον πληρώνανε αυτόνα και αυτός μας πλήρωνε μας. Ναι, και μου λέει ‘μενα: «Θες», λέει, «να πας», λέει, «να διώχνεις τα γουρούνια που ‘ναι μέσα στα λίτζα». Τα λίτζα είναι, νεράκι τόσο είναι, και βγάζει ψαθιά μέσα, καλάμια, αγριοκάλαμα, τέτοια, βούρλα, τέτοια είχε μέσα και αυτά καθόνταν εκεί. Και: «Να βαράτε», λέει, «να πάρετε απάνω σε ένα ντενεκέ και μια, θα σου δώσω», λέει, «και μια, τόσο δα ένα ξύλο, να βαράς το ντενεκέ τον άδειο, αυτά θα προχωράνε τα γουρούνια». Λέω: «Αμέ, έρχομαι». Πάμε, λοιπόν, και τα βαράγαμε και φεύγανε τα γουρούνια. Από κει μεριά που θα βγαίνανε ήταν οι καβαλάρηδες απάνω στ’ άλογα. Μόλις βγαίνανε το σκοτώναν το γουρούνι. Λέει: «Πάρτε τα», λέει, «και θάψτε τα». Δεν τα τρώνε, το χοιρινό δεν το τρώνε, το γουρούνι. «Άμα θέλετε», λέει, «κανένα μικρό, πάρτε το και ψήστε το». Γιατί ξέρανε εμείς ότι εμείς τα τρώμε τα γουρούνια. «Πάρτε», λέει, «κανένα 40 οκάδες, να πούμε, 35, 40 οκάδες, ψήστε το να το φάτε, τ’ άλλα», λέει, «θάψτε τα εσείς». Αυτή τη δουλειά ήταν κάθε μέρα. Μια μέρα, λοιπόν, έρχεται ένας Τούρκος και μας λέει: «Bizim», λέει, «Bizim, Bizim Yemek», λέει, «hepsi beraber». «Εσείς», λέω, «αφού, Domuz», λέω, «Olmaz». Δηλαδή: «Εσείς τ’ απαγορεύεται να το φάτε, τώρα πώς;». «Εγώ», λέει, «το τρώω, αλλά δεν θα πείτε σε κανέναν τίποτα», λέει, «άμα θέλετε, έλα», λέει. Μας φέρνει και κρασί τ’ αφεντικό, κάτσαμε εκεί κι έπινε κι αυτός και πιάσαμε φιλία μ’ αυτόν. Αλλά δεν κράτησε πολύ, να πούμε, κάνα δυο μήνες ήμουνα. Δυο μήνες ήμουνα, αλλά δεν το θυμάμαι το μέρος πως το λέγανε. Τελος πάντων, έρχεται, λοιπόν, ένα αυτό και μας παίρνει, μας βάζουν στο τρένο και φύγαμε τώρα. Τώρα που πηγαίναμε δεν ξέραμε. Θα σου πω που πηγαίναμε. Λοιπόν, περάσαμε από τ’ Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί σταμάτησε και αλλάξαμε τρένο και μας πήρε άλλο τρένο, για να μας πάει στη Μερσίνα. Η Μερσίνα είναι κοντά με την Παλαιστίνη. Όταν πήγαμε εκεί πέρα... Εν τω μεταξύ, μέσα στ’ Αφιόν Καραχισάρ είχανε ένα αυτό, ένα μεγάλο θηρίο, έναν άνθρωπο, με μολύβι, δεν ξέρω πως το φτιάξανε, και πατούσε έναν άλλο κάτω. Και λέει: «Αυτός», λέει, «είναι Έλληνας», που πατάει. Ότι τον Έλληνα τον πατήσανε, κατάλαβες; «Εμάς τι μας νοιάζει», λέω, «τώρα». Και φύγαμε, που λες, και πήγαμε στη Μερσίνα. Καθίσαμε ένα βράδυ, την άλλη μέρα φύγαμε. Μας βάλανε στο Πριγκίπισσα Αικατερίνη, ένα βαπόρι, και μας πάνε και μας κατεβάζουνε στη Χάιφα. Η Χάιφα είναι Παλαιστίνη. Από κεί με τα πόδια μπορείς να πας στη αυτή που γεννήθηκε ο Χριστός, στη Βηθλεέμ. Με τα πόδια έβγαινες στο, είχε δρόμο και πάγαινες, λοιπόν, και να μα έβγαινες σε ένα μέρος και κατηφόριζες απ’ το βουνό προς τα κάτω, φαινόταν όλη η Παλαιστίνη και όλα τα χωριά. Ε, πήγαμε εμείς, αλλά μετά, πήγαμε και μας είπαν ότι είναι κοντά από δω τα, άμα θέλει όποιος θέλει να πάει, να πούμε, εκεί που σταυρώσαν το Χριστό, μπορεί να πάει.
Και την άλλη μέρα μας πήραν από κει και μας ‘βάλαν στο τρένο και μας πήγανε στη Τζενέιφα. Η Τζενέιφα είναι στο Κάιρο, είναι στο, αυτό το κανάλι πώς το λένε;
Τον Νείλο; Τον Νείλο λέτε; Νείλο, τον Νείλο;
Όχι αλλιώς λέγανε αυτό το κανάλι που τ’ ανοίξανε από χρόνια κάνανε...
Το Σουέζ λέτε.
Το Σουέζ. Ναι το Σουέζ. Και πήγαμε και μας ντύσανε εκεί στη Τζενέιφα, ένα μέρος, ένας, ένα στρωτό, δεν είναι βουνό και περνάει το Σουέζ δίπλα. Εκεί είχανε τ’ αντίσκηνα και καθίσαμε εκεί πέρα και μας ντύσανε φαντάροι εκεί πέρα. Δεν το ξέραμε εμείς ότι... Και λέω: «Καλά το λέει αυτός, ότι θα, ότι θα μας πάνε φαντάροι». Τέλος πάντων, ντυθήκαμε από κεί φαντάροι και από κει μας πήρανε και μας πήγανε πάλι στην Παλαιστίνη και καθίσαμε στη...
Δεν πειράζει αν δεν θυμάστε...
Ναι, [Δ.Α.] περιβόλια εκεί πέρα και κάναμε τ’ αντίσκηνα εκεί πέρα και καθίσαμε εκεί πέρα δυο χρόνια. Δύο χρόνια. Από κει, εγώ, εγώ, μάλιστα, μέσα σ’ αυτά τα δυο χρόνια, ήμουνα, επειδής ήμουνα κομμουνιστής και είχε πολύ κομμουνισμό μέσα στο στρατό, πάρα πολλούς ήτανε. Και ήμουνα πενταδάρχης εγώ, δηλαδή εγώ είχα πέντε άτομα κι έπαιρνα οδηγίες από τον μεγάλονε, να πούμε, ο μεγάλος ήταν ο Κόκκινος, που λέμε, ήτανε απ’ τη Σάμο, απ’ το άλλο, απ’ το νησί, την Ικαριά. Ήτανε Ικαριώτης αυτός. Και παίρναμε, λοιπόν, αυτά και πηγαίναμε τώρα, πέντε άτομα εγώ είχα. Αλλά τι γινότανε; Μόνο, μόνο μου γράφανε τα κεφάλαια, μπροστά. Τα κεφάλαια, αλλά εν τω μεταξύ, εγώ τα ήξερα γιατί μου τα είπανε προφορικά. Και ήξερα τώρα, δηλαδή [00:30:00]και να με πιάσει τώρα ένας, δεν ξέρει τι λέει εκεί πέρα. Είχε ένα Α, ένα, ξέρω ‘γω, Κ. Τ’ αρχικά τα γράμματα. Εγώ, όμως, ήμουνα, απ’ αυτά ήξερα εγώ όλο το κατεβατό, πώς λεγότανε. Και τους έφερνα, να πούμε, τους ανθρώπους που είχα, τα πέντε άτομα, τους έλεγα: «Έτσι και έτσι γίνεται στη Σάμο, έτσι και έτσι γίνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα, αυτό κάνουνε, εκείνο κάνουνε». Και, λοιπόν, ήμουνα δηλαδή σε αυτά τα... Αυτοί, όμως, κάποια μέρα, το πήραν είδηση ότι κάτι, κάτι συμβαίνει, γιατί έλεγα ‘γω τώρα... στην πεντάδα μου ήσουνα εσύ, ήτανε ο άλλος, ο άλλος, ο άλλος και λέω: «Τώρα θα φύγουμε και θα πάμε να συναντηθούμε στο τάδε μέρος, αλλά πώς θα φύγουμε; Πρέπει να πάμε από δω, δεν θα πάμε από δω, θα πάει ένας από δω, ο άλλος θα πάει από κει, ο άλλος θα πάει από κει και θα φύγει και θα γυρίσει να δούμε εκεί πέρα όλο το, τον τομέα για να πάει να σας πω, για να σας διαβάσω, να πούμε, τι πρέπει να κάνουμε». Ε, αυτά όλα γινόντανε. Δεν μπορούσαν να ξέρουνε ότι εγώ έκανα συγκέντρωση. Δεν, αυτό, αυτό δεν το βρήκανε ποτέ. Γιατί ένας πάει εκεί, τι τον ενοιάζει τον αξιωματικό; Να πάει να κατουρήσει, ξέρω ‘γω, πάει από δω. Αλλά, όμως, είχαμε συνεννοηθεί. «Εσύ θα πας από κει, εσύ από κει, ένας θα πάει από δω και θα συναντηθούμε σε εκείνο τον πορτοκαλεώνα, μέσα στα πορτοκάλια». Ε αυτό, αυτό γινότανε κάθε τόσο. Ξέραμε και οι άνθρωποι αυτοί που είχα ξέρανε τι γίνεται στην Ελλάδα. Γιατί εμείς τα μαθαίναμε, είχαμε αυτή, ραδιοφωνικό αυτό και τα ξέραμε. Εμείς που να ξέρουμε, μπορεί να το ξέρανε οι αυτοί, οι λοχαγοί, οι υπολοχαγοί, ξέρω ‘γω, μπορεί να το ξέραν αυτοί, αλλά εμάς δε μας λέγανε αυτά τα πράγματα. Περνούσανε άσχημα, να πούμε, απ’ τους Ιταλούς, στη Σάμο. Ε, φύγαμε από κει και πήγαμε σε ένα μέρος, μας πήγανε σ’ ένα μέρος στη Συρία. Γιατί σου λέω ‘γω, δε θυμάμαι τώρα εκεί αυτό το μέρος, ήταν ελαιώνας, ήτανε βουνό κι είναι στο Λίβανο αυτό, αλλά είναι σχεδόν στα μέσα του Λιβάνου, είναι αυτό το χωριό. Δεν το θυμάμαι πώς λεγόταν.
Δεν πειράζει.
Καθίσαμε εκεί πέρα, ήτανε χειμώνας. Είχε δύο μέτρα χιόνι και ‘μεις φυλάγαμε τον όρκο. Ο όρκος είναι τα όπλα, τα κανόνια. Έπρεπε, έχει δεν έχει, χιονίζει δε χιονίζει, τι, ό,τι να ‘ναι, έπρεπε εμείς να ‘μαστε με το όπλο στο χέρι και να... Αντί δύο ώρες, καθόμαστε μία ώρα, επειδής έκανε πολύ κρύο. Παγώναμε, να πούμε. Το... ήταν δυο μέτρα. Ποιός θα πάει να σου πάρει το κανόνι μες στα δυο μέτρα; Και πού θα πάει τ’ αυτοκίνητο, να πούμε; Αλλά ήτανε υποχρεωτικό. Τέλος πάντων, και πηγαίναμε και ξυπνούσαμε τώρα, ήταν η βάρδια μετά από μένα, ήταν η δικιά σου, ξέρω ‘γω, ερχόμουνα και σε ξύπναγα: «Ε, σήκω». Κι έτσι γινότανε. Να φυλάμε τον όρκο. Εκεί δεν είχε, δεν είχε «Αλτ! Τις ει», «Αλτ! Τις ει» δεν είχε. Το ξέραν όλοι οι δικοί μας, οι αξιωματικοί, όλοι. Αυτοί μας το είπανε: «Αν δεις άνθρωπο θα του ρίξεις, κατάλαβες; Δεν έχει αλτ, γιατί με το αλτ μπορεί να στην κολλήσει αυτός. Τα μάτια σας 24, ότι βλέπετε και κινείται θα το βαρέσετε. Δεν έχει αλτ». Τέλος πάντων, καθίσαμε κανένα δυο μήνες, τρεις, καθίσαμε εκεί πέρα. Άρχισε να καλοκαιριάζει, δεν χιόνιζε πια, έριχνε βροχή, και μας πήγανε στη, ένα μέρος... στην Ψάρμα! Μας πήγαν στην Ψάρμα. Εκεί πάλι ελιόδεντρα είχε και καθίσαμε ένα, αρκετό καιρό και μια μέρα μας πήρανε, όπως ήμασταν, όπως ήμασταν οι στρατιώτες, να μας πάνε, να μας δουν τη Συναγωγή, που καθόταν κι έκανε τα μαθήματα ο Χριστός στους δικούς του. Και είναι, η λίμνη είναι, αυτή λέγεται Τιβεριάδα, έτσι τη λέγανε. Εγώ την ώρα που κάνανε το σχέδιο αυτό και λέγανε τι τράβηξε ο Χριστός, πώς έγινε τους μαθητές του, είχε και νερό εκεί πέρα και έτρεχε. «Εγώ», λέω, «θα πάω προς νερού μου». Και αντί να πάω προς νερού μου, πάω στη λίμνη της Τιβεριάδος. Ήταν και μια, η εκκλησία εκεί πέρα και ήταν εκεί μέσα ο Χριστός μέσα, ξέρω ‘γω, τέτοια. Αλλά εγώ δεν μπήκα μέσα. Παρά κάθισα και κοίταζα τη λίμνη μέσα. Και βλέπω κεφάλους. Ψάρια, τέτοια ψάρια. Κέφαλοι. «Μμ, εδώ», λέω, «θα φάμε καλά τώρα». Μα ήτανε κάτι, γιατί το κεφάλι δεν βγαίνει από πάνω απ’ τον αφρό, αλλά βγαίνει το κεφαλάκι του λιγάκι και βλέπεις εσύ και ξέρεις πόσο μεγάλο είναι το ψάρι. Λοιπόν, και έβγαινε και κάνανε φούσκες απάνω και τα ‘βλεπα εγώ τα βγαίνουν για να πάρουν αναπνοή και ξανακατεβαίναν πάλι κάτω. Άμα πήγαμε στην Ψάρμα, στα αντίσκηνα, του λέω εγώ το Γκρέτσου, ο Γκρέτσος ήταν ανθυπασπιστής, λέω: «Κύριε ανθυπασπιστά, να σταματήσουμε», λέω, «αυτά που τρώμε, θες να φάμε κάνα ψαράκι», λέω, «καλό;». «Τι λέει ρε Κατρακάζο», λέει, «πού θα το βρούμε το ψαράκι;», λέει. «Θέλεις;», λέω, «Θέλεις ή δεν θες;». «Εγώ θέλω», λέει. «Λοιπόν, αύριο θα πάμε», λέω, «στην Τιβεριάδα». «Τι να κάνουμε στην Τιβεριάδα;». «Να φέρουμε ψάρια», λέω, «για να κάνουμε συσσίτιο». «Ρε παλαβός είσαι;», μου λέει. «Όχι, γνωστικός είμαι». «Πού τα είδες εσύ τα ψάρια;». Λέω: «Τα είδα εγώ και έχει πολύ ψάρι», λέω, «πάρα πολλά ψάρια έχει». «Αν δε βρούμε», λέει, «ξέρεις τι έχω να σου κάνω; Θα σε βάλω», λέει, «δεκαπέντε μέρες, να πούμε, μέσα στο...». Γιατί είχε λάκκος και όσοι φταίγανε και κάνανε αμαρτίες, τους κατεβάζαν εκεί πέρα και καθόντανε ένα μερόνυχτο μες στο λάκκο. «Εγώ», λέω, «στο λάκκο δεν θα πάω, ψάρια θα φάμε», λέω. «Και πώς θα τα φάμε ρε τα ψάρια;». Λέω: «Θα φτιάξω ‘γω δω τρεις δυναμίτες και θα πάω να τους ρίξω». Επήγα και πήρα αυτό είναι σα θειάφι είναι. Σαν αλεύρι, δεν είναι σκληρό, παίρνεις μια χουφτιά και το κάνει δύναμη αυτό. Άμαν έρθει επαφή με τη φωτιά, κάνει μπαμ. Και οι κονσέρβες που παίρναμε και αγοράζαμε, τα κουτιά, τα κόρνε μπιφ, είναι, τόσο περίπου είναι. Παίρνω ‘γω τρία κουτιά και πήρα και καψούλια και πήρα και αυτό, πες το, φυτίλι, το οποίο το ‘κοψα εγώ με το, το ‘κανα κομματάκια τόσο δα. Άλλοι τα βάζουνε, για να προλαβαίνουν, το κάνουν τόσο δα. Εγώ το ‘κοψα τόσο, το ‘κοψα πέντε πόντους. Το βάζω μέσα, λοιπόν, το καψούλι και χτυπάω με την πέτρα, να πούμε, με μια πέτρα για να ενώσει το κουτί, να μη βγαίνει όξω ο δυναμίτης. «Πάμε», λέω. «Πάμε». Πάμε λοιπόν. Λέω: «Τα βλέπεις;». «Τι να βλέπω μωρέ; Τι, τι βλέπεις; Βλέπεις εσύ;». «Να κοίτα, κοίτα, κοίτα, που πετάν φουσκάλες», λέω, «από πάνω». «Ψάρια», λέω, «είναι». «Ρε συ, άμαν είσαι τρελός», λέει, «γιατί μ’ έφερες εδώ πέρα;». Λέω: «Τώρα σε δυο λεπτά», λέω, «θα βγάλεις το βρακί σου, για να μπούμε μέσα στο νερό». «Ε παλαβός», λέει, «είσαι». Λέω: «Τώρα θα δεις». Παίρνω, λοιπόν, όπως είχα το τσιγάρο, ανάβω το ‘να φυτίλι, το ένα και το πετάω, λοιπόν, [00:40:00]μπροστά. Αυτά τα ψάρια ήρθαν όλα προς τα έξω, άμαν ακούσαν τον κρότο. Ανάβω τ’ άλλο, το πετάω αριστερά, τ’ άλλο δεξιά. Και σκοτωθήκαν. Γιατί αυτά σκοτώνονται με τον κρότο, σκοτώνονται. Δεν πρέπει να το χτυπήσεις, δεν χτυπάει αυτό. Η δόνηση, τα αυτά που έχει μέσα, το δίνουνε ζημιά, το κάνουν του ψαριού και σκοτώνεται. «Μπρος, βγάλ’ το βρακί σου τώρα». Λέει: «Πού είναι τα ψάρια;», λέει. «Εε ψάρια», λέω, «έμπα μέσα», λέω, «κει πέρα, να γεμίσουμε τ’ αυτοκίνητο ψάρια και να το πάμε». Ήτανε ένα αυτοκίνητο, δεν ήταν και μικρό, αλλά αυτά μικρά είναι. Δεν ήτανε με κουβούκλιο. Φορτηγό ήτανε. Μπαίνει μέσα, λέει: «Ρε συ, αλήθεια», λέει, «το λέει αυτός, έχει», λέει, «ψάρια», λέει. «Ε, βγάλε», λέω, «πέτα τα έξω, να πούμε». Τα, τα μάζευε και τα πέταγε, τα μάζευε... Τα πετούσαμε, λοιπόν, έξω και είχε γεμίσει η παραλία ψάρια. Αλλά τα μαζέψαμε όλα τα ψάρια όσα είχε, δεν τ’ αφήσαμε κανένα. Ψάχναμε από δω, να βρούμε, να κάνα άλλο, ήταν, τα ψάρια ήταν τόσα και χοντρά. Τα βγάζουμε έξω, λοιπόν, και φορτώνουμε, το φορτώνουμε ψάρια. Την άλλη μέρα, λοιπόν, είχαμε συσσίτιο ψάρια. Και λέει, πάει ο λοχαγός και λέει: «Ποιός τα ‘φερε τα ψάρια αυτά;», λέει. «Ο Κατρακάζος». «Ψάρια έχει ο Κατρακάζος;», λέει. «Αυτός», λέει, «αυτός», λέει, «με πήγε απάνω στη Συναγωγή». «Συναγωγή; Έχει ψάρια», λέει, «εκεί πέρα;». «Γεμάτο», λέει, «ψάρια». «Αυτά», λέει, «αυτός, αυτός», λέει, «αυτός...». Κι έρχεται και μου λέει: «Σήκω απάνω ρε». Σηκώνομαι απάνω, προσοχή, κάτω τα χέρια, λοιπόν, και μου λέει: «Δεν μου λες», λέει, «τα ψάρια, πού τα, πώς τα βρήκες», λέει, «τα ψάρια;». Λέω: «Έτσι και έτσι, ξέρεις εγώ πήγα για κατούρημα, αλλά πήγα και είδα εκεί τα ψάρια». «Ρε συ», λέει, «από πού είσαι;». Λέω: «Απ’ τη Σάμο». «Επάενες και στο ψάρεμα;». «Α, εμένα η δουλειά μου ήταν αυτή, κάρβουνα κάναμε και ψάρια βγάζαμε», λέω, «χέλια, ψάρια, καβούρια, σουπιές», λέω. «Αμ, πες μου έτσι», λέει, «ότι είσαι...», λέει. Και τρώγαμε δυο μέρες, τρεις, τρώγαμε ψάρια. Και τηγανητά και με ντομάτες μέσα και αυτά, να πούμε, τα πράγματα. Τέλος πάντων, αυτά. Φύγε αυτό. Από κει, απ’ τη Ψάρμα, μας πήγανε στον Αντιλίβανο. Ο Αντιλίβανος είναι, έχει πρωτεύουσα τη Δαμασκό και είναι στον άσφαλτο απάνω, από κει που κάναμε εμείς από κάτω απ’ τον άσφαλτο αντίσκηνα και μέναμε εκεί πέρα. Λοιπόν, από πάνω απ’ τον άσφαλτο, από κάτω ήτανε το Μπάαλμπεκ, ένα χωριουδάκι Μπάαλμπεκ. Από πάνω απ’ τον άσφαλτο ήταν το Ρας Μπάαλμπεκ, ένα άλλο χωριουδάκι. Και κατασκηνώσαμε εκεί πέρα. Τώρα γύρω στο ένα χιλιόμετρο ήτανε η πρωτεύουσα. Άλλο κράτος είναι εκεί πέρα. Το ίδιο κράτος είναι, αλλά έχει άλλο αφεντικό εκεί πέρα. Είναι άλλο, είναι, ο Αντιλίβανος είναι, η πρωτεύουσα αυτουνού ήτανε η Δαμασκό. Κάπου 1,5 χιλιόμετρο ήτανε με τα πόδια πήγαινες. Βγήκαμε μια μέρα, λοιπόν, και πήγαμε στο Ρας Μπάαλμπεκ, μια παρέα τρία άτομα, λοιπόν, κι αυτοί βαρούσανε με αυτό το, που βάζουν στο τσιγάρο και το καπνίζουμε μωρέ.
Καπνό;
Όχι καπνό, καπνό αλλά όχι καπνό.
Α, χασίσι;
Ε;
Χασίσι;
Χασίσι ναι. Και το βαρούσαν, λοιπόν, το ξερό όπως ήτανε και όσο βαρούσανε αυτοί φορούσαν μάσκες. Όσο πήγαινε απάνω η σκόνη, αυτό ήτανε το Άλφα. Είχε, τα σεντόνια που ‘χανε στα πλάγια, δεν είχαν τοιχώματα είχαν σεντόνια, και είχανε τα διπλαρώνανε με ράψιμο και κάνανε πιέτες, για να μην πέφτει, να πούμε, το καλό, το... να πάει, να κολλάει, να μπαίνει μέσα. Αυτό ήταν το Άλφα, το καλύτερο και τ’ άλλα πιο κάτω τα πουλούσανε πιο φθηνά. Και πήραμε και ‘μεις από αυτό εδώ. Εμείς τους πήγαμε γάλα σε κουτάκια, τους πήγαμε για δώρο. Έρχεται τ’ αφεντικό, λοιπόν, εκεί πέρα ο ανθυπασπιστής, αλλά όχι ο Γκρέτσος, ένας άλλος ανθυπασπιστής. Και μόλις είδε, λοιπόν... του μύρισε αυτουνού μυρωδιά, λέει: «Τι, τι κάνετε εκεί πέρα; Τι είναι αυτό; Ποιός, ποιός σας, σας το ‘δωσε αυτό; Γρήγορα, σβήστε τα τσιγάρα σας, πετάξτε τα και ότι έχετε άλλο πετάξτε το, γιατί θα πάτε μέσα φυλακή, δε θα βγείτε ποτέ απ’ τη φυλακή». «Ναρκωτικό», λέει, «αυτό». Πού ξέραμε ‘μεις ότι είναι ναρκωτικό; Ήταν μυρωδάτο, ήτανε ωραίο. Πού ξέραμε ‘μεις πως ήταν...;
Και, λοιπόν, από κει ύστερα άμα καθίσαμε αρκετό καιρό, έρχεται μια ειδοποίηση τη νύχτα, λέει: «Oι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατεβήκανε», λέει, «μέχρι το, μέχρι το Μεξ», λεγότανε; Δεν θυμάμαι πώς λεγότανε. «Ήρθε», λέει, «μια μοτοσυκλέτα», γιατί αυτοί κάνανε, βλέπουν αν έχει όπλα και ξέρω ‘γω, δεν υπήρχε πουθενά. Κι ένα από, ειδοποιούσανε, όμως, ότι: «Βλέπουμε καθαρό το μέρος» κι ερχόντανε οι Γερμανοί. Και λέει: «Να κατεβείτε», λέει, «γρήγορα κάτω», τη νύχτα τώρα. Μας σηκώσανε τη νύχτα και φύγαμε, να πάμε στο μέτωπο. Και περάσαμε τη, απ’ τη Συρία φύγαμε και περνάμε την Παλαιστίνη μπαίνουμε στο, αυτή...
Στην Αίγυπτο;
Όχι, έχει μια πολιτεία, που έχει και ελληνικό όνομα αυτό.
Αλεξάνδρεια;
Αλεξάνδρεια. Πάμε στην Αλεξάνδρεια και μας είδαν οι γυναίκες και τ’ αυτό και μας πετάγανε τσιγάρα, κουλούρια. Ήταν ξέσκεπα, να πούμε, τ’ αυτοκίνητα και μας τα πετάγανε εκεί πέρα για να τα πάρουμε και μας βαράγαν παλαμάκια. Πράγματι, είχε κατέβει κάτω, είχαν, πολύ χαμηλά. Αν κατεβαίνανε στο Ασουάν εκεί, εκεί πια θα παραδινόνταν όλο το στράτευμα, γιατί μια οβίδα να ρίξουν εκεί πέρα, πλημμυρίζει όλη η Αίγυπτος απ’ το Νείλο. Ο Νείλος ήτανε. Τους προλαβαίνουμε, λοιπόν, εκεί πέρα και τους βάζαμε και οπισθοχωρήσανε και πήγαμε μέχρι, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα ήταν το, ένα χωριό, αλλά το ‘χανε κάνει χάλια. Το Τομπρούκ, μας πήγαν στο Τομπρούκ. Κοιμηθήκαμε, λοιπόν, εκείνη τη βραδιά εκεί πέρα. Το πρωί λέμε τώρα στους αξιωματικούς: «Μπορούμε», λέω, «ν’ ανάψουμε φωτιές, να ψήσουμε το τσάι, εδώ πέρα το τσάι μας;». Ρωτήσαν αυτοί τον ταξίαρχο, τον Κατσώτα είχαμε, τον Κατσώτα τον είχαμε ταξίαρχο, Παυσανίας. Λέει: «Μπορούνε». Και δόθηκε το παράγγελμα ότι: «Μπορείτε να ανάψετε». Πώς τ’ ανάβουμε; Είχε, όλα τα χωράφια ήτανε όλο γεμάτο ντενεκέδες με βενζίνη, γεμάτο. Στοίβες ήτανε η βενζίνη. Ανοίγαμε ένα ντενεκέ, παίρναμε, να πούμε, μέσα στα κουτιά της κονσέρβας, βάζαμε βενζίνη κι όπως ήταν η άμμο, γιατί είναι όλο άμμο εκεί πέρα, απ’ το Τομπρούκ και πιο μέσα είναι όλο, από κει και πέρα είναι η λίμνη Σαχάρα. Και ρίχναμε λιγάκι, κάναμε ένα [00:50:00]λακκάκι και ρίχναμε μέσα το, μέσα άμμο. Στην άμμο ρίχναμε αυτό, τη βενζίνη και από πάνω το ρίχναμε άλλη άμμο και αυτό βρεχότανε και ανάβαμε, λοιπόν, και ψήναμε το τσάι. «Εσύ είσαι που τα κάνεις αυτά τα πράγματα; Χα!». Έρχονται οι Γερμανοί και είδαν τις φωτιές, τ’ αεροπλάνα, ήτανε κάπου 9, 9, 8, 9 η ώρα ήτανε το πρωί, αλλά για να μην ακούγονται χαμηλώσανε κοντά, κοντά στη γης, τ’ αεροπλάνα. Δύο αεροπλάνα. Ήρθαν, λοιπόν, κι αρχινάνε τα πολυβόλα, λοιπόν. Πόσο; 72 Έλληνες σκοτωθήκανε, ήμασταν απ’ το μέσα μέρος στο Τομπρούκ. Τρέξαμε εμείς να πιάσουμε το, να τον σκοτώσουμε τον ταξίαρχο και μπαίνει σ’ ένα τζιπάκι, που ‘χε δικό του αυτός εκεί πέρα, και φύγανε με τον οδηγό και με έναν άλλον. Και φύγαν, λοιπόν, δεν τους προλαβαίναμε. Πήραμε τα όπλα μαζί μας, αν τους προλαβαίναμε, θα τους σκοτώναμε αυτούς. Διότι 72 άτομα, θα μας πεις, ρε κύριε, ότι: «Ψήστε, δεν έχει ανάγκη». Τι λες μωρέ; Λοιπόν, τέλος πάντων, πάει αυτό. Απ’ το χωριό μου, απ’ το Πάνω Βαθύ, είχε έξι άτομα. Ήτανε δύο, δύο ήτανε του, πες το, του Μανώλαρου. Του Μανώλαρου είχε δύο. Αυτός έκανε 24 παιδιά, έκανε με τη γυναίκα του. Τη γυναίκα του την είχε μόνο για παιδιά να κάνει. Και είχε και δίδυμα είχε και, 24 παιδιά. Τα δύο που ήταν μαζί μας σκοτωθήκαν κι οι δυο. Ένας άλλος παρακάτω, που πηγαίναμε μαζί σχολείο, του λέω: «Ρε συ, πέσε κάτω». Εμείς είχαμε, λοιπόν, μαζέψει άμμο, έτσι, και κάναμε βουναλάκι και ήμασταν ξαπλωμένοι μέσα και αυτός ήταν και κρατούσε στο αυτοκίνητο κρατούσε, και πατούσε πάνω στο μαρσπιέ και ‘λεγε: «Να, να δώρα», λέει. «Ρε πέσε κάτω», του λέω, «ρε». «Τι δώρα; Πέσε κάτω ρε», του λέω. Αυτοί, ήρθαν τ’ αεροπλάνα και ρίχνανε βόμβες, να πούμε. Του ‘ρθε μια πελεκούδα εδώ και χάσαμε το κεφάλι του. Χάθηκε. Δεν το βρήκαμε το κεφάλι. Τον θάψαμε στην άμμο, δίχως κεφάλι. Μια Λάικα είχαμε, ένα σκυλάκι και αυτό, έφαγε κι αυτό μια... Εμένα, όπως ήμουνα, γιατί είχαμε, όπως είπαμε, τα αυτά και ήμασταν ξαπλωμένοι μέσα, μου παίρνει το, απ’ το χιτώνιο μια, ένα βλήμα και μου πήρε φωτιά το, με το βλήμα έφυγε κόκκινο. Και παίρνει φωτιά από κει και μου ξύνει την πλάτη από πάνω παραλίγο, να πούμε. Και σπάει το τουφέκι μου που είχα, σπάει το τουφέκι, το χιτώνιο, τις κουβέρτες που είχα ήταν δεξιά κι αριστερά, που τις είχα βάλει έτσι. Καήκανε αυτά όλα. Δηλαδή λίγο να ήμουνα λίγο πιο ψηλά, θα με τρώγανε. Και άμα γύρισα στη Σάμο μου είπανε οι αυτοί που ‘χαν τα παιδιά: «Ρε συ Γιαννάκη, καλωσορίσατε», λέει πρώτα πρώτα, «ο Γιώργος», λέει, «πού είναι;». Λέω, τι να πω ‘γω, ότι σκοτώθηκε, λέω: «Μπορεί να ‘ρχετε», λέω, «με τ’ άλλο βαπόρι». «Ποιο άλλο, μωρέ Γιάννη; Δε μου λες την αλήθεια». Λέω: «Νομίζω ότι έμεινε πιο πίσω, δε...». Τι να τους πω εγώ τώρα; Θ’ αρχίζαν τα κλάματα, θα κλαίω και ‘γω. Δεν, δεν τους είπα, να πούμε. Ε, έφυγε αυτό. Τέλος πάντων, να τ’ αφήσουμε αυτά και να κάτσουμε εκεί πέρα τώρα στην Αίγυπτο. Εγώ, πήραν είδηση ότι εγώ ήμουν αριστερός, αλλά εν πάσει περιπτώσει, δεν με έμελλε εμένα αυτό το πράγμα, μ’ έμελλε το άλλο. Ήταν οι Ιταλοί ένα χιλιόμετρο είχανε τα σύρματα και ήτανε, ναρκοθετημένα ήτανε τα, με νάρκες από κάτω. Αλλά ‘μεις, το 3ο Τάγμα Πεζικού, εγώ ήμουνα στο πυροβολικό... Ήτανε και ο Κώστας ο ξάδερφός μου, αυτός που σου λέω, που θέλαν να μας παντρέψουνε εκεί πέρα, και μου λέει και μου λέει: «Να το πεις, θες...;». «Ναι, θέλω να ‘ρθω», λέω, «και ‘γω», λέω. Κάνανε παρενόχληση τη νύχτα στους Ιταλούς. Δύο φορές είχανε πάει, την τρίτη φορά λέω: «Θέλω να ‘ρθω και εγώ». Λέει: «Αυτό θα το πούμε», λέει, «στο διοικητή, στο λοχαγό, θα το πούμε εκεί». Πήγαμε, πήγαμε, λοιπόν, ο Κώστας εκεί πέρα και μου λέει... Χαιρετάω εγώ κανονικώς, λέω: «Κύριε λοχαγέ θέλω να ‘ρθω», λέω, «και ‘γω», λέω. «Ποιός είσαι εσύ;», λέει. «Ο Κατρακάζος». Λέει: «Τον Κατρακάζο τον Κώστα τι τον έχεις;». Λέω: «Είναι πρώτος μου ξάδερφος». «Και εσύ», λέει, «σε ποιό αυτό είσαι, σε ποιά θέση;». Λέω: «Στο πυροβολικό». «Δεν μπορείς». «Εγώ», λέω, «θέλω να ‘ρθω». «Μα πώς θα ‘ρθεις», λέει, «αφού δεν είσαι εκπαιδευμένος;», λέει. «Εσύ, εσύ για τέτοιες υποθέσεις, να πούμε, δεν είσαι εκπαιδευμένος, εσύ είσαι εκπαιδευμένος στα κανόνια». «Εγώ», λέω, «θα ‘ρθω». «Είσαι τρελός». «Όχι, όχι δεν είμαι τρελός, τα ‘χω τα μυαλά μου». «Δε μου λες, τι επαγγέλεσαι, να πούμε; Τι, σε τι σ’ έχουνε...», λέει. Λέω: «Είμαι ασυρματιστής». «Αμ πες μου», λέει, «κάτι, πες μου», λέει, «έτσι», λέει, «να το ξέρω». «Ασυρματιστής είσαι;». Λέω: «Ναι, ο τάδε είναι ο δάσκαλός μου και παίρνω», λέω, «και κάπου 80, 82 γράμματα», λέω, «στο λεπτό, τα παίρνω». «Αα, δεν μου λες, τι έχεις;», λέει. Λέω: «Έχουμε φορητό ασύρματο και έχουμε και πάνω στ’ αυτοκίνητα, αυτά το μεγάλο, τον ασύρματο». «Έχεις εσύ δικό σου φορητό;». Λέω: «Έχω δικό μου φορητό». «Θα το πάρεις», λέει. «Να ‘ρθεις», λέει. Και πάω, λοιπόν, στην παρενόχληση και τι κάνουν οι Ιταλοί; Επειδής είχανε πάει δύο φορές, νομίζαν ότι θα, κάθε μέρα θα τρώμε κρέας. Φύγανε, όπως ήτανε μέσα όλο άμμο ήτανε, ήτανε λαγκαδιά μέσα, έπρεπε να περάσουμε εμείς από κει, να τους βρούμε εκεί μπροστά μας. Να σκοτώσουμε καμπόσους και να φύγουμε. Αυτοί είχανε πάει δεξιά κι αριστερά, στα υψώματα [Δ.Α.] και μας είδανε με τα κυάλια τη νύχτα και, άμα περάσαμε όλοι και οι 30 που περάσαμε, τότες μας αρχίσανε με τους όλμους. Ρίχνανε τους όλμους απάνω και ερχόνταν και πέφταν απάνω μας. Κάνω ένα τηλεφώνημα εγώ με τον ασύρματο στην 4η πυροβολαρχία που ήμουνα και λέω, λέω: «Κυρ λοχαγέ». Μου λέει: «Τι είναι ρε Κατρακάζο», λέει, «ακούω», λέει, «μπαμ μπουμ, τι είναι;». Λέω: «Θα σκοτωθούμε όλοι». «Μας τη φέραν», λέω, «οι Ιταλοί». «Αμέσως», λέω, «ρίξε», λέω, λέω, «τα οδήγα πυροβόλα να δούμε πού, πού...». «Είμαστε», λέω, «στα 22 χιλιόμετρα, στα 12, στα 12 χιλιόμετρα». Ρίχνουν, λοιπόν, αλλά λέει: «Καλή είναι η βολή;». Μόνο τα οδηγά πυροβόλα. «Καλή», λέω, «είναι δε θα μείνει κανένας από μας, θα σκοτωθούμε», λέω, «με τα δικά μας». «Λοιπόν, 1η και 2α», λέω, «πυροβολαρχία θα βάλλει δεξιά δύο μοίρες, 3η και 4η πυροβολαρχία θα βάλλει αριστερά δύο μοίρες, η 1η θα είναι μπροστά». Λέει: «Κατάλαβα, κατάλαβα», λέει, «εντάξει, θέλεις να κάνεις μια έτσι, να πούμε;». Λέω: «Ναι, θέλω να...». «Αμέσως», λέει, «τώρα ρίξε». Ρίχνουν, λοιπόν, τα οδηγά πυροβόλα, άμα, τα οδήγα άμα είναι, άμα λέμε τα οδηγά, ρίχνουνε τα πρώτα. Βλέπω, λοιπόν, η βολή και έρχεται έτσι, όπως είναι τώρα το μέρος, το ύψωμα αυτό. Πέφτει εδώ, η 1η πυροβολαρχία και η 2η ήρθαν εδώ τα βλήματα. Η 3η ήρθε δω, η [01:00:00]3η και η 4η ήρθε εδώ. Λέει: «Καλή είναι η βολή;». Λέω: «Καλή είναι». «Βάλτε», λέω, «τώρα ένα βλητοφόρο, βαράτε», λέω, «συνέχεια». Μέσα σε ένα λεπτό, δυο, βλέπω με τα όπλα και σηκώναν απάνω τα σώβρακα, σεντόνια, ξέρω ‘γω. Λέω: «Σταματάτε», λέω, «τη βολή σας». «Τι έγινε ρε Κατρακάζο, γιατί να σταματήσουμε;». «Παραδίδονται», λέω, «έχουν σκοτωθεί πάρα πολλοί απ’ αυτουνούς». Κι αυτοί όσοι ζήσανε τους πήραμε, λοιπόν, και τους... Ένας δικός μας, τον τελευταίο που ήτανε ο Ιταλός, στους, είχαμε πιάσει καμιά τριανταριά ήτανε. Όσοι ήμασταν εμείς ήταν και αυτοί. Οι άλλοι, οι άλλοι λέει καπούτ, πάνε, οι άλλοι σκοτωθήκαν όλοι. Λοιπόν, τον τελευταίον τον παίρνει και τον εσφάζει δικός μας, Έλληνας τώρα, και σφάζει τον Ιταλό. Πάω εγώ το λέω το... Όταν πήγα κάτω, λέει: «Πού είναι οι τάδε;». Ήταν τόσοι, να πούμε, αφού τους μετρήσαμε πόσοι ήτανε. «Ένας», λέει, «λείπει, πού πήγε αυτός;». Λέω: «Κύριε λοχαγέ, να σου πω εγώ», λέω, «πού πήγε;». «Ο τάδες, να πούμε, με το, που είχε», λέω, «ο δεκανέας, αυτός», λέω, «εκεί, τον σκότωσε», λέω, «του ‘κοψε το κεφάλι και το κρέμασε το κεφάλι του απάνω στο συρματόπλεγμα», λέω, «που είναι το ναρκοπέδιο». Δύο μέρες κράτησε η ζωή του. Τον εβάλανε στο σύρμα, τον σκοτώσανε. Οι δικοί μας σκότωσαν τον δικό τους, γιατί απαγορεύεται αιχμάλωτο να τον εχτυπήσεις έστω και με το χέρι. Απαγορεύεται. Ήταν απαγορευτικό και συ του ‘κοψες το κεφάλι; Αφού είναι αιχμάλωτος, τι μπορεί να σου κάνει αυτός; Και τον βάλαν στο στρατοδικείο, πέρασε λοιπόν, και τον σκοτώσανε. Έρχεται τώρα αυτή, ο ταξίαρχος, λέει: «Όσοι κάναν ανδραγαθίες να περάσουν», λέει, «από δω». Και είχανε τα ονόματα αυτείνοι και το δικό μου όνομα. «Να πάρουν τα παράσημά τους». Λοιπόν, όταν πέρναγα και εγώ: «Ποιός», λέει, «είσαι;». Λέω: «Ο Κατρακάζος». Κοιτάει τα χαρτιά του, με κοίταζε καλά-καλά. «Δεν θα πάρεις», λέει, «εσύ». «Γιατί, κύριε ταξίαρχε, δεν θα πάρω εγώ;». «Εγώ», λέω, «γλίτωσα 32 άτομα», λέω, «δικά μας, πήγα κι είχα τον ασύρματο στην πλάτη κι έκανα και τη βολή, του πυροβολικού μου, έτσι και έτσι». «Δεν μπορώ», λέει, «να σου δώσω», λέει, «το παράσημο». Έπρεπε να πάρω τον πολεμικό σταυρό και να πάρω κι ένα γαλονάκι, το οποίο αντί τρεις, αντί τρεις λίρες που μας δίνανε μισθό, λίρες χρυσές, έπρεπε να πάρω άλλες δύο, να τις κάνω πέντε. Θα ‘παιρνα πέντε κι ένα γαλονάκι. «Δεν θα πάρεις», λέει, «είσαι», λέει, «εσύ», λέει, «είσαι», λέει, «Βούλγαρος». «Όχι, όχι! Εγώ είμαι Σαμιώτης», λέω, «είμαι, δεν την ξέρω πού είναι η Βουλγαρία». «Ρε παλιοβούλγαρε», μου λέει, «εμένα θα με κοροϊδέψεις;». «Ε, τώρα τι θες να σου πω», λέω, «αφού δεν είμαι Βούλγαρος;», λέω. «Δεν ξέρω που είναι η Βουλγαρία», λέω. Λέει, «Είσαι κομμουνιστής». «Ναι, είμαι κομμουνιστής, δεν είμαι Βούλγαρος», λέω. «Ε αυτό, γι’ αυτό», λέει, «εμείς δεν θα σου δώσουμε», λέει, «δεν μπορεί να το πάρεις». Τέλος πάντων, το πήρα εγώ αλλά το, μου το ‘δωσε ο Παπανδρέου ο Αντρέας, μου το ‘δωσε μετά από, το ‘43, ‘42, ’43, που βγήκε ο Παπανδρέου στα πράγματα. Όχι το ’43. Όχι, όχι το ’43. Το ’60. Το ’80, το ‘80 ήτανε! Το ‘83 ήτανε! Μπήκε, μπήκε στην κυβέρνηση ο Παπανδρέου. Το ‘80 ήταν, τώρα το... γιατί το ‘40 εγώ ήμουνα στη Μέση Ανατολή και μου το ‘δωσε αυτός. Το ‘χω, το ‘χει η Ντίνα πάνω. Έχω τρία. Ένα χρυσό, ένα αργυρό κι ένα... Τι άλλο όνομα είναι; Και έχει κι ένα φυλλάδιο τέτοιο, μου δώσανε ότι είναι, έκανα ανδραγάθημα. Ήθελα να τον σκοτώσω τον Κατσώτα, γιατί ο Κατσώτας μου λέει: «Δεν θα το πάρεις», λέει. «Άμα δεν πάρω εγώ, ποιός θα πάρει;». Εσύ θα πάρεις ρε γύφτο; Αλλά τι να του πεις; Δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί αν μιλούσες εκείνη την ώρα σε σκότωνε. «Το παράσημο εγώ θα το πάρω, δεν το παίρνει κανένας άλλος. Ποιός θα το πάρει; Κι αυτοί που κάναν τη, που κάναμε τη νύχτα την παρενόχληση». Αυτοί θα παίρναμε τα παράσημα. Τέλος πάντων, δεν μου το δώσανε τότε, το πήρα μετά από χρόνια, όταν βγήκε στα πράγματα ο Παπανδρέου. Τώρα, πώς έγινε και μπήκαμε στα σύρματα; Γιατί μπήκαμε στα σύρματα εμείς.
Τα σύρματα τι ήταν; Θέλετε να μου πείτε;
Τα σύρματα ήτανε στο Τμίμι ένα μέρος, Τμίμι λεγότανε. Ήτανε λίγο πριν πάμε στο Τομπρούκ, ήτανε μια πεδιάδα και είχανε βάλει συρματοπλέγματα και κάνανε τέσσερα, τέσσερεις κλωβούς, γιατί τα ‘χαν, τα ‘χαν συνεννοηθεί με τον γύφτο απάνω στην, τον Άγγλο. Πώς τον λέγανε εκείνον εκεί;
Τσώρτσιλ;
Εε;
Τον Τσώρτσιλ; Τσώρτσιλ;
Δεν ακούω καλά.
Τον Τσώρτσιλ;
Τσώρτσιλ ναι, τον Τσώρτσιλ. Αυτοί συννενοηθήκανε γιατί... Γιατί συννενοηθήκανε; Γιατί όταν, μαθαίναμε στα νέα και λέει οι Ρώσοι κυνηγούσαν τους Γερμανούς και τους κατεβάζαν προς τα κάτω. Και όταν φεύγανε, λοιπόν, οι Γερμανοί, βάζανε φωτιά σ’ όλα τα χωριά της Ελλάδος και σ’ άλλα μέρη. Βάζαν φωτιά και σκοτώναν και ανθρώπους και φεύγανε. Δεν θέλαν να φύγουν άδειοι. Να σκοτώνουνε. Και λέω εγώ, όχι εγώ, αλλά συνεννοηθήκαμε να πούμε να μας πάρουν, όπως ήμασταν, και να μας πάνε στην Ελλάδα, να πάμε στα νησιά μας, όπως ήμασταν με τα όπλα που είχαμε. Είχαμε βαρύ οπλισμό εμείς. Και απ’ αυτά όπως κατεβαίνουν τα αεροπλάνα είχαμε, τα αντιαεροπορικά, και πυροβόλα είχαμε και τουφέκια είχαμε και τα κέρατα μας τα είχαμε όλα. «Να φύγουμε, να πάμε», λέω, «εκεί πέρα». Και λέει, λοιπόν, ο Τσώρτσιλ: «Πού θα πάνε, πού θα τους πας;», λέει. «Αυτοί», λέει, «με τον οπλισμό που έχουνε θα πάνε και θα, θα ενωθούν», λέει, «με τ’ αντάρτικα, εμείς θα φύγουμε», λέει. Και κάναμε, λοιπόν, το αυτό και μας βάλανε στα σύρματα. Όσοι θέλανε να φάνε πορτοκάλι και ψωμί, είχαν σ’ ένα τραπέζι απάνω: «Να περάσουν», λέει, «απ’ αυτόν το δρόμο, όσοι δεν θέλαν να φάνε αυτό...». Ήτανε μπλόφα. Και περάσαμε ‘μεις απ’ τον άλλο δρόμο, να πούμε. Λίγοι περάσανε. Ήμασταν 4.000 στρατός η ταξιαρχία και μαζέψανε αυτοί γύρω στα 1.000, όχι τι 1.000, κάπου 200, 200 τόσα άτομα, που δεν ήτανε Βούλγαροι, ήτανε καθαροί Έλληνες αυτοί και τους πήγανε στο Τμίμι, να περάσουνε. Είναι ιταλικό αυτό το μέρος. Από κει τους περάσανε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, τους κυνηγήσανε. Εμάς, τσουπ, στα σύρματα, στο Τμίμι. Καθίσαμε 8 μήνες μέσα. Απάνω στους 8 μήνες μας βγάλανε. Δεν φοβόνταν πια. Τι να τους κάνουμε ύστερα από κει πέρα; Και μας πήγανε στην Τρίπολη. Η Τρίπολη είναι στη, είναι...
Στη Λιβύη;
[01:10:00]Στη Λιβύη είναι, ναι. Γιατί από κει περάσαμε ‘μεις πολεμώντας, άλλα [Δ.Α.]. Σουλούνι, Σίντι Μπαράνι, Τομπρούκ, Λαγκέιλα, Βεγγάζη, όλα αυτά τα μέρη πολεμήσαμε εκεί πέρα. Και μας πάνε που λες στην Τρίπολη. Στην Τρίπολη εκεί καθίσαμε αρκετό καιρό. Εκεί πήρα και το δίπλωμά μου, τ’ αυτοκινήτου. Ήξερα και οδηγούσα, αλλά δεν είχα δίπλωμα. Και ένας, δύο, δύο ήτανε Έλληνες και ένας Άγγλος, μας βάλανε, λοιπόν, να κάνουμε μία, σ’ ένα ύψωμα απάνω, που άμα βγαίναμε από πάνω μεριά απ’ το ύψωμα που ήτανε ο άσφαλτος, άμα βγαίναμε από πάνω, εκεί ήτανε όλο τα νερά καίγανε, που βγαίνανε φλέβες και καίγανε. Φωτιά, καίγανε. Λοιπόν, και βγαίναμε εκεί και ξαναγυρίζαμε πάλι πίσω. Να πάρω μιαν ανηφόρα που ήταν τόσο έτσι, μια ανηφόρα κι έβγαινα απάνω ‘γω τον ανήφορο και φωνάζει ο Άγγλος: «Στοπ». Σταματάω εγώ τώρα τ’ αυτοκίνητο. Με το που σταμάτησα τ’ αυτοκίνητο, κατεβαίνει ένας κάτω και δεν έκανε, ούτε ένα λεφτό δεν έκανε, ξαναμπαίνει μέσα και λέει: «Ξεκίνα». Ξεκινάω και μου λέει: «Στοπ». Τι γινότανε; Τι έγινε; Αυτός που κατέβηκε κάτω πήγε κι έβαλε στις ρόδες, όπως είναι έτσι, στη ρόδα έβαλε ένα, που βάζουμε σπίρτα, τα κουτάκια, είχαμε σε κουτάκια κι είχαμε σπίρτα και το ‘βαλε κοντά κοντά στο λάστιχο και μου λέει: «Ξεκίνα». Εγώ έπρεπε να ξεκινήσω, να βάλω ταχύτητα, να πατάω γκάζι και να φύγω σιγά, σιγά να μη με πάρει πίσω, γιατί αν με πάρει πίσω έχει ένα μωρό φερειπείν, έτσι, και παίζει. Το σκοτώνω το μωρό, έτσι δεν είναι; Και μου λέει: «Στοπ». Κατεβαίνει κάτω, πήγε και πήρε το σπιρτόκουτο που είχε αυτός. Λέει: «Good». Εε, και από πάνω στο ύψωμα που βγήκαμε, οδηγούσα όμορφα και μου δίνουν δίπλωμα. Το δίπλωμα αυτό το χρησιμοποίησα εδώ, στην Αθήνα.
Έφυγα εγώ απ’ τη Σάμο κι ήρθα για να ζήσω, να τρώω κανά κομμάτι ψωμί καλό, όχι να τρώω το κριθάρι, όλο κριθάρι τρώγαμε. Ήρθα εδώ πέρα, που λες, στην αυτήν και βρήκα μια καλή δουλειά σαν υπάλληλος μέσα στ’ αυτοκίνητα. Απάνω στο χρόνο ένας οδηγός αρρώστησε βαριά και τ’ αυτοκίνητο έμεινε δίχως οδηγό. Το φορτηγό. Και ήτανε πολύ, πάρα πολύ στεναχωρεμένος ο, Γιαννάκη τον λέγαμε, αλλά δεν θυμάμαι τώρα, είναι πολλά χρόνια, το επίθετο του, πώς τον λέγανε. Αυτός, του λέω εγώ: «Γιαννάκη, τι έγινε; Γιατί είσαι στεναχωρημένος;». «Άσε μωρέ κυρ Γιάννη», λέει, «έπαθε», λέει, «τη ζημιά», λέει, «και τώρα να δούμε πού θα βρούμε», λέει, «τον οδηγό». Λέω: «Θα πάω να το οδηγήσω εγώ». Με κοίταζε έτσι. «Τι είπες ρε;», μου λέει. «Να το πάρω εγώ το αμάξι», λέω, «να πάω να το φορτώσω πράγματα, αφού ο άνθρωπος», λέω, «δεν μπορεί να το πάρει, θα ‘ρθω εγώ να το δουλέψω». «Ρε είσαι με τα καλά σου;», λέει. «Γιατί», λέω, «το λες αυτό το πράγμα;». «Οδηγείς αυτοκίνητο;». Λέω: «Ναι». «Έχεις δίπλωμα;». Λέω: «Έχω». Του δείχνω. Δευτέρας, δευτέρας μετά ρυμουλκουμένου. Και πήγα. Το δικό μου το δίπλωμα, στα εγγλέζικα. «Αμ, τότες», λέει, «αλλάζει το πράγμα», λέει. «Για έβγα», λέει, «απάνω». Λέω: «Θα ‘ρθεις και συ μαζί, για να δεις, να μη μου λες, να δεις πως οδηγάνε», λέω. «Βεβαίως», λέει, «θα ‘ρθω», λέει, «και ‘γω». Μπαίνει μέσα, λοιπόν, κλείνει, «Κλείσε την πόρτα σου», κλείνει την πόρτα, εγώ βάζω μπρος, κατεβάζω το λεβιέ, αφήνω, πατάω αμπραγιάζ και φεύγει. «Καλά, πού, πώς, πού το πήρες το δίπλωμα;». Λέω: «Το πήρα στη Μέση Ανατολή». «Έκανες Μέση Ανατολή;», μου λέει. «Ναι, ναι έκανα, τέσσερα χρόνια», λέω, «έκανα εκεί κάτω, έκανα φαντάρος». Ήρθε, ήρθε ένας, ένα διάστημα και αυτοί ψάχναν να βρούνε να μη δουλεύουν οι αριστεροί. Έψαχνε το κράτος. Αλλά άμα μάθανε ότι εγώ ήμουνα στη Μέση Ανατολή, «Τι αυτοκίνητο έχεις;». Με πιάνανε στο δρόμο και με γράφανε. Και μου λέει: «Να πας να βγάλεις δίπλωμα». Λέω: «Αυτό τι είναι;». «Αυτό δεν ξέρω», λέει, «τι είναι, να βγάλεις δίπλωμα». Και μου λέει, λοιπόν, ύστερα ο Παπασταφίδας, ήτανε, ήτανε μεγάλος βαθμοφόρος στα αυτοκίνητα, στην αστυνομία και είχανε φιλία με τον Γιαννάκη, το αφεντικό μου. Αυτοί μαζί τα πίνανε, μαζί τα τρώγανε, μαζί ήτανε, είχανε φιλιά. Και μια μέρα το πηγαίναμε και απάνω στα, το πηγαίναμε, τις μηνύσεις που κάνανε και αυτός τις έπαιρνε ο Παπασταφίδας και τις έσβηνε. Μια μέρα του λέει του Γιαννάκη: «Ρε Γιάννη», λέει, «δεν λες σ’ αυτόν τον οδηγό που έχεις να πάει να βγάλει ένα καινούργιο δίπλωμα, να βγάλει ένα ελληνικό δίπλωμα;». «Γιατί;». «Γιατί», λέει, «μου ‘ρχονται μηνύσεις συνέχεια, τον πιάνουνε και βρίσκουνε, να πούμε». «Α, πες του», λέει, «να βγάλει ένα εκεί». Κι έρχεται ο Γιαννάκης, μου λέει: «Βγάλε δίπλωμα, γιατί», λέει, «ο Παπασταφίδας», λέει, «να βγάλεις δίπλωμα». Πάω ‘γω στο, τότες ήτανε τα γραφεία της αστυνομίας, ήτανε πίσω μεριά απ’ την Ομόνοια έχει μια μικρή αυτή, δεν θυμάμαι πώς τη λένε εκεί πέρα, μια πλατεία είναι. Και ήταν εκεί το αυτό. Και βγαίνω, λοιπόν, στο τρίτο πάτωμα και μου λέει: «Τι θες εσύ;». Λέω: «Θέλω ένα, έχω», λέω, «δίπλωμα, αλλά θέλω να το κάνω ελληνικό». Λέει: «Πρέπει», λέει, «να ειδοποιήσουμε, θα, δώσε μας τα στοιχεία σου, να ειδοποίησουμε», λέει, «στη Σάμο». Η Σάμο πάει στην αστυνομία. Σου λέει: «Τι σόι είν’ αυτός;», λέει. Αυτοί γράψανε: «Είναι κομμουνιστής», λέει. Έρχεται, λοιπόν, και μου είχαν πει ποια μέρα να πάω να το πάρω το δίπλωμα, να μου κάνουνε αυτό, εξέταση στην οδήγηση. Εγώ πήγα για εξέταση να κάνω και πήγα με τη νταλίκα. Βάζουν αυτοκίνητα αυτό απάνω, έβαζα αυτοκίνητα πάνω εγώ στην νταλίκα. Και με είδαν αυτοί που θέλαν να βγάλουν δίπλωμα, λέει: «Αυτό, αυτό πού το πας;». Λέω: «Θα δώσω», λέω, «εξετάσεις». «Μ’ αυτό;». Λέω: «Μ’ αυτό». «Και το οχτάρι», λέει, «πώς θα το κάνεις;». «Το οχτάρι», λέω, «η νταλίκα, εσείς μπορεί να μην το μπορείτε να το κάνετε, η νταλίκα», λέω, «όταν το γυρίζεις αριστερά, όταν το γυρίσεις αριστερά, η νταλίκα κλείνει και το κάνει το οχτάρι μόνη της». «Πω, πω, μπα δεν θα το πάρεις», λέει. «Χε, εγώ βάζω στοίχημα ότι θα το πάρω». Άμα ήρθε η σειρά μου, με φωνάζουνε: «Κατρακάζος». Μπαίνω μέσα. «Τι θες εσύ», λέει, «από μας;». Λέω: «Θέλω να αλλάξω το δίπλωμα, να βγάλω δίπλωμα». «Δεν θα βγάλεις», λέει. «Γιατί δεν θα βγάλω δίπλωμα;». «Είσαι», λέει, «κομμουνιστής». «Ε και καλά οι κομμουνιστές», λέω, «δεν τρώνε φαΐ; Πώς, τι; Άμα δεν βγάλω δίπλωμα και δεν μ’ αφήνετε να οδηγήσω κιόλα, πού θα το βγάλω εγώ το ψωμί το δικό μου;». «Όπου θες», λέει, «πήγαινε βρες ψωμί», λέει, «απαγορεύεται», λέει, «να βγάλεις δίπλωμα». Τότες πήγα στον Κουτσουβέλη, α Κουτσουβέλη τον λέγαν τ’ αφεντικό, είν’ τον Γιαννάκη, να πούμε, Κουτσουβέλης. Πάω στον Κουτσουβέλη, λέει: «Τι έγινε ρε συ Γιαννάκη;». Λέω: «Δεν μου βγάζουνε δίπλωμα». «Δεν μπορώ να σε κρατήσω», λέει. Και σηκώνομαι και φεύγω. Ήμουνα πάρα, πάρα πολύ στεναχωρημένος, γιατί είχα παντρευτεί κιόλα κι είχα το πρώτο μου το παιδάκι, είχα το Σπύρο. Λοιπόν, τι να κάνω, τι να κάνω, έρχεται ένας γείτονας, αυτός είχε γεννηθεί στην Τουρκία και τα [01:20:00]‘ξερε τσάτρα πάτρα τα ελληνικά, δεν τα ‘ξερε καλά, και μου λέει: «Ρε συ Γιάννη, κάθεσαι;». Λέω: «Ναι». «Έλα», λέει, «σε μένα», λέει. «Τι να κάνω», λέω, «σε σένα;». «Θα κουβαλάς», λέει, «τούβλα, λάσπες με τον ντενεκέ και στους μαστόρους, θα παίρνεις, να πούμε, 60 δραχμές μεροκάματο». Ήτανε καλά τα λεφτά. Λέω: «Ναι, θα ‘ρθω». Πήγα, λοιπόν, άρχισα εγώ δούλευα κανονικά, αλλά αυτοί το μεσημέρι, επειδής τότες δεν δουλεύαμε να σχολάμε στη 1:30 η ώρα και πηγαίναμε στα σπίτια μας, τότε αυτή την ησυχία την κάναμε εκεί. Ξαπλώναμε πάνω στα μαδέρια, βρεγμένα, στεγνά, για να κοιμηθούμε, αφού τρώγαμε το φαγητό μας, ξαπλώναμε για να δουλέψουμε μιάμιση ώρα απ’ τις 4:00 μέχρι τις 5:30. Κι άμα πηγαίναμε στα σπίτια μας, μας βλέπαν τα παιδιά μας και κλαίγανε, φοβόντανε, δεν μας ξέρανε. «Ποιος είναι αυτός;». Και πήγαμε, λοιπόν, και κάναμε ένα αυτό ύστερα, ένα γκρουπ, όλοι οι κομμουνισταί που ήμασταν εκεί πέρα και πάμε και κάνουμε, λοιπόν, μια στάση, ένα μήνα. Να γίνει 7ωρο, η δουλειά. Και τ’ άλλα να μη μας τα πληρώνουνε. Μιάμιση ώρα να μην μας την πληρώνουνε. Κατάλαβες; Ναι, μιάμιση ώρα ήτανε, να μην μας την πληρώνουνε. Να μας κατεβάσουν το μεροκάματο. Οι μηχανικοί δεν το θέλανε αυτό και μας κάνανε ανταπόδοση, να πούμε, και κάνανε κι αυτοί απεργία. Αλλά μετά ύστερα που σώθηκε το... Άμα πιάναμε κανέναν και δούλευε, τον τακιάζαμε, έτρωγε ξύλο. «Ρε, αφού έχουμε απεργία». Και φεύγαμε. Τολμούσε να πάει κανένας να πάει να δουλέψει; Δεν μπορούσε. Και το κάναμε. Το καταφέραμε εμείς και το κάναμε, λοιπόν, 7 ώρες. Και κάτι ήθελα να πω, τώρα αυτά...
Αυτό θυμάστε πότε έγινε περίπου, αυτή η απεργία;
Αυτή η απεργία είχε γίνει...
Δεκαετία ’50; Πότε;
Ε;
Δεκαετία ’50;
Ήμουνα παντρεμένος.
Θυμάστε πότε παντρευτήκατε, πόσο χρονών ήσασταν;
Εγώ...
Περίπου πόσο ήσασταν, θυμάστε; Αν δεν θυμάστε δεν πειράζει, εντάξει.
Δε θυμάμαι, δε θυμάμαι.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει.
Δε θυμάμαι.
Πότε πήγατε στη, πότε φύγατε απ’ τη Σάμο για να πάτε στην Τουρκία και μετά στην Παλαιστίνη, θυμάστε; Ήταν το ’41, πότε ήταν το ’42;
Όχι, το ‘40 φύγαμε, το ’40 φύγαμε. Γι’ αυτό σου λέω τέσσερα χρόνια καθίσαμε εκεί, πολεμούσαμε εκεί κάτω.
Και ποιά χρονιά γυρίσατε; Το ’44 ή το ’45;
Ε;
Και ποιά χρονιά γυρίσατε πίσω στην Ελλάδα;
Απ’ τη Μέση Ανατολή;
Ναι, ναι, ναι.
Λοιπόν, ήρθαμε, ήτανε Πάσχα, τέλεια του ’45, το ‘45 ήτανε.
Ωραία.
Ήρθαμε το ’45. Και, ε κάθισα ένα χρόνο, δούλευα εκεί πέρα. Δε μ’ άρεσε η δουλειά, να βγάζω ξύλα και να πηγαίνω να σκάβω. Δε μ’ άρεσε, γιατί... Έφυγα με το, μου λέει, και μου λέει ο θείος μου, του Κώστα του ξαδερφού μου ο πατέρας: «Πάρε αυτή τη σύσταση και θα πας στο Μπαρουτάδικο». «Που είναι το Μπαρουτάδικο». «Θα σου πω», λέει, «άμα κατέβεις εκεί κάτω». «Και θα πας να ζητήσεις τον τάδε». Πασβάγκου λεγόταν, Πασβάγκου λεγότανε το επίθετο τους. «Εκεί είναι», λέει, «όπως μπαίνεις μέσα στα λιπάσματα, από δω μεριά απ’ την αριστερή πλευρά, κατεβαίνεις την κατηφόρα, είναι», λέει, «αυτό το σπίτι». «Και θα σου δώσω, θα σου δώσει τη δουλειά», λέει, «θα βρεις». Και δεν έβρισκε, ήρθα και δεν έβρισκε δουλειά αυτός να πάω και καθόμουνα και κοιμόμουνα στο διάδρομο. Είχε και κορίτσια ο άνθρωπος, να πούμε, και ντρεπόμουνα τώρα. Ήθελαν να περπατήσουν να πάνε στην τουαλέτα και περνάγανε από δίπλα και ντρεπόμουν και μου λέει αυτός, λέει: «Έχεις», λέει, «κανά γνωστό εδώ πέρα;». Λέω: «Ναι, έχω». «Πώς λέγεται;». Λέω: «Έτσι και έτσι κι έτσι». Και πάει και τους βρίσκει. Η θεία μου, τη θεία μου τη Μαριγώ, τη βρίσκει και λέει: «Εδώ πέρα», λέει, «είναι του τάδε ο γιος». «Πού ‘ναι αυτό το παιδί;», λέει. Λέει: «Να του βρείτε», λέει. «Βρε φέρ'το εδώ», λέει, «θα του βρούμε δουλειά». Πάλι παραγιός. Εκεί ήταν, να πούμε. Α, α παραγιός ήμουνα και με [Δ.Α.].
Αυτό τι ήταν εκεί, ήταν; Στην Αθήνα ήταν αυτό;
Ε;
Αυτό ήτανε στην Αθήνα; Πού ήτανε;
Στον Πειραιά.
Στον Πειραιά. Και τι ήταν;
Δούλευα μέσα στο τελωνείο και, δούλευα και κουβάλαγα σακούλια, πράγματα και θειάφια και ξέρω ‘γω. Και τα θειάφια τότε δεν ήταν σε χαρτιά, που σου κάνανε χαρτοσακούλες. Τώρα είναι μέσα σε χαρτοσακούλα. Τότες ήτανε εκεί που βάζαμε τις ελιές, τα τσουβαλάκια ήτανε και έβγαινε η θειάφι και πάγαινα κάθε βράδυ στο σπίτι και μου στίβανε λεμόνι μες στα μάτια και με το, η σταγόνα άμα, χτύπαγε το κεφάλι μου απ’ τον πόνο, γιατί άμα κουβαλάγαμε θειάφια γινόταν αυτό το πράγμα.
Και εκεί πού ήταν, συγγνώμη, εκεί πού ήταν τα κορίτσια που μου είπατε, που ντρεπόσασταν; Τι ήταν αυτό; Για να καταλάβω.
Αυτό το σπίτι ήτανε, ένα σπίτι το οποίο ήτανε, έπρεπε να, εκεί που θα μπεις μέσα, θέλει δυο σκαλοπάτια και ήτανε ο διάδρομος κι έμπαινες μες στο σπίτι. Ήτανε τόσο και είχε ένα ντιβάνι και κοιμόμουνα εγώ εκεί. Τα κορίτσια για να πάνε στην τουαλέτα, έπρεπε να περάσουνε από κει, να μπούνε, να περάσουνε, να πάνε στην τουαλέτα. Λοιπόν, εγώ τα ‘βλεπα αυτά τα πράγματα και στεναχωριόμουν πάρα πολύ και μου λέει, λοιπόν, το, αυτός ο δικός τους που ήταν του θείου μου συγγένεια ήταν με τη γυναίκα του αυτός, και μου λέει: «Ρε συ Γιαννάκη», λέει, «δεν μπορώ», λέει. Αυτός ήτανε χασάπης και είχε χασάπικο. «Δεν μπορώ να σου βρω», λέει, «δουλειά», λέει. «Έχεις κανά δικό σου;». Και είπα, να πούμε. Κι άμα πήγα εκεί πέρα, με πήρε, λοιπόν, ο άντρας της κόρης της θείας μου... Η κόρη της ήταν παντρεμένη και είχε πάρει έναν, Χαλούλος, Χαλούλος ήταν το επίθετό του. Και με πήρε και πήγε και δούλευα μέσα στο τελωνείο. Σε όλα τα ντοκ στο τελωνείο πηγαίναμε και δουλεύαμε. Ε, σιγά σιγά, σιγά σιγά, λοιπόν, γνώρισα, πώς το λεν, τον Κουτσουβέλη τον Γιαννάκη, που είχε τα φορτηγά, είχε αυτά τ’ αυτοκίνητα και πήγα και δούλεψα σ’ αυτόν. Και μετά ήρθα, αρρώστησε, και πήγα και δούλευα με τ’ αυτοκίνητο εγώ. Εμ, μέχρι εδώ καλά είναι. Έχω κι άλλα, έχω κι άλλα εγώ. Πριν απ’ αυτό δούλευα στ’ αμπέλια, δηλαδή δεν καθόμουνα εγώ, να πούμε. Δούλευα, κανονικά δούλευα. Πήγα εκεί στα Καμίνια που φτιάχνουν τα τούβλα, στον Γιάννη τον Βέρο, τον Γιαννάκη τον Βέρο, που ήτανε λίγο πιο, στο Αιγάλεω ήταν αυτός. Πάει ο δρόμος στην Αθήνα, δεν το θυμάμαι πώς λέγεται αυτή η οδός. Λοιπόν, και από επάνω το μέρος ήταν το καμίνι και πήγα και δούλευα εκεί πέρα και αρρωστάει κι από κει και πέθανε αυτός που είχε τ’ αυτοκίνητο εκεί πάνω και το φόρτωνε κάτω, το φόρτωνε χώμα και το πάμε και το ρίχναμε στο πατσαλίκι μέσα και, στο νερό και το πατούσαν και γινότανε πηλός. Ε, απ’ αυτό βγαίνανε τούβλα, κάνανε. Αυτό ήταν εργοστάσιο. Κι εκεί όταν αρρώστησε και πέθανε ο οδηγός του, ο Γιαννάκης ο Βέρος, λοιπόν, και μου λέει... Λέω: «Τι έγινε; Γιατί», λέω, «είσαι έτσι μαραμένος». «Έλα μωρέ», λέει, «κυρ Γιάννη», λέει, «πέθανε», λέει, «ο Νίκος». «Πέθανε;», λέω. «Τώρα», λέει, «που, θα σταματήσουμε», λέει, «για να βρούμε ένα οδηγό, να μπορέσουμε να κατεβαίνει τ’ αυτοκίνητο να φορτώνει χώμα». Το χώμα δεν είχε μέσα πέτρα, ούτε άμμο, ούτε τίποτα, ήτανε χώμα, πηλός ήτανε, αλλά το σκάβανε με τις τσάπες και το, με τα φτυάρια φορτώναν και πάει από πάνω τα άδεια [Δ.Α.]. Αλλά πριν αυτό, και μου λέει, λέω ‘γω: «Να το πάρω εγώ τ’ αυτοκίνητο», λέω. Λέει ο Γιαννάκης ο Βέρος: «Τι λες μωρέ; Πώς θα το πάρεις το αυτοκίνητο», λέει, «είσαι [01:30:00]οδηγός;». Λέω: «Οδηγός είμαι, τι;». Και του είπα, να πούμε, τέλος πάντων κι αυτουνού και το πήρα. Και πήγα και δούλευα εκεί πέρα, δηλαδή ξεκούραστα. Πήγαινα, φόρτωνα άμμο και τ’ άδειαζα, ενώ πιο μπροστά έμπαινα, σήκωνα τα καλαμοβράκια κι έπαιρνα και πατούσα τη λάσπη, πριν πάρω τ’ αυτοκίνητο. Έχει μεγάλη αυτή η ζωή η δικιά μου. Είχε πολύ, τεράστια δουλειά είχε. Έχω πολλά, πάρα πολλά. Αιτίες, μόνο και μόνο, για δουλειά. Εγώ, άμαν έμπαινα σε δουλειά, δούλευα πάρα πολύ καλά. Αυτοί το βράδυ που καθόντανε, που ‘τανε, όταν έμαθα εγώ, έφυγα κι απ’ το Γιαννάκη το Βέρο, γιατί κάναμε μια απεργία εκεί πέρα και ήμουνα και ‘γω στην απεργία και μας σχόλασε όλους ο Γιαννάκης ο Βέρος, μας σχόλασε. Και πήγα και βρήκα και δούλευα σ’ αυτόν τον Τούρκο, Έλληνας ήτανε αλλά απ’ την Τουρκία γεννήθηκε. Κι άμα καθόνταν να κοιμηθούν αυτοί απάνω στα μαδέρια, εγώ πάγαινα κι έπαιρνα ένα μυστρί απ’ αυτουνούς και έχτιζα, να πούμε, εγώ. Έχτιζα, το κοίταζα, το ‘χτιζα, σήκωνα το ντουβαράκι κι ερχότανε, λοιπόν τώρα, αυτός, πέταε μια κλωτσιά, μου γκρέμναε τον τοίχο. Λέω: «Γιατί; Δεν ήταν καλός;». «Χε, έτσι», λέει, «άμα το κάνεις», λέει, «θα μας διώξουν». «Είναι χτίσιμο», λέει, «αυτό;». Σιγά, σιγά, όμως, εγώ την έμαθα τη δουλειά κι άμα ήρθε ο καιρός που έχτιζα και καλά και καθαρά, έχτιζα, πήγε και μ’ αγόρασε αυτός ο ίδιος μυστρί, σκεπάρνι, ράμματα για να βάζω, ζύγι, μου το πήρε, λοιπόν, μου λέει: «Δούλεψε, είσαι», λέει, «καλός». Λέω: «Δεν θυμάσαι που στο ‘λεγα εγώ, ότι εγώ άμα πιάσω μια δουλειά θα την, θα την... Ε, τι; Θα σκοτωθώ, θα το μάθω», λέω. Και δούλευα και μια μέρα του ζήτηξα εγώ από 60 δραχμές, που μου ‘δινε μεροκάματο, του λέω: «Θα μου δώσεις 80», λέω. «80, γιατί», λέει, «80;». Λέω: «Οι μαστόροι 80 δεν παίρνουνε;». «Εσύ», λέει, «εσύ», λέει, «έμαθες στα δικά μας χέρια», λέει, «έμαθες να χτίζεις και θα σε πληρώσουμε κι από πάνω;». Λέω: «Δεν είναι αμαρτία να δουλεύω», λέω, «μάστορας και να παίρνω, να πούμε, λεφτά εργάτη; Πώς θα γίνει», λέω, «αυτά; Δεν είμαι εγώ άνθρωπος, να πούμε;». «Όχι», λέει, «δεν σου δίνουμε, στα δικά μας χέρια», λέει, «έμαθες». Παίρνω τη σακούλα, όπως ήτανε, την τσάντα, την άλλη μέρα δεν πήγα στη δουλειά και πάω, λοιπόν, στο καφενείο, στο Νέο, μες στην Ομόνοια. Αυτοί ξέραν όλοι, όλοι. Και οι μηχανικοί με ξέρανε που δούλευα, και καθαρά δούλευα τα χτισίματα, και οι μαστόροι, όλοι με ξέραν, και οι εργολάβοι και με είδαν με την τσάντα: «Γιατί ρε συ Γιαννάκη δεν έχεις δουλειά;». Λέω: «Όχι». «Έλα σε μένα», ο άλλος, «Έλα σε μένα», ο άλλος. Δεν μ’ αφήνανε. Και μετά ύστερα έγινα και, έπαιρνα δικές μου δουλειές, υπεργολαβία, δηλαδή έπαιρνα απ’ τον εργολάβο, από σένα μια δουλειά και σου ‘δινα εγώ, εκεί που έπαιρνες τέσσερεις, έπαιρνα εγώ τρεισήμισι. Εσύ καθόσουν και πάγαινα και δούλευα εγώ, την έπαιρνα εγώ τη δουλειά. Γιατί έπαιρνε αυτός τα παραπανίσια. Ε, σιγά σιγά, σιγά σιγά έγινα και ένας καλός, καλός τεχνίτης. Βυζαντινά, ντολμανλίκια. Τα ντολμανλίκια είναι πέτρα, που εξέχουνε οι πέτρες, το στρογγυλό τους, και μέσα τα ντολμανλίκια, βάζεις τη λάσπη που βάζεις, ύστερα πιάνεις με μία πατσαβούρα και το καθαρίζεις και το κάνεις μια χαρακιά, με το πίσω μέρος. Ένα, ένα σιδεράκι είχαμε. Εγώ είχα δυο-τρία σιδεράκια. Ε, και του ‘κανες μια έτσι και όπως ήτανε τα, εδώ αυτό, το ‘κανα έτσι κι έγινε γυαλιστερό. Ο αρμός που είχε τη λάσπη. Και αυτά ήταν τα ντολμανλίκια. Λοιπόν, το Παλλάδιο στη, απ’ την Ομόνοια που παγαίναμε για το Ρεξ, δεξιό μας χέρι ήταν το Παλλάδιο, ένα μεγάλο και χτιζόνταν εκείνα τα χρόνια, πέτρα. Και κατέβαινα εγώ, όταν ήταν για να πάρω καντόνι, το καντόνι είναι τούτο δω. Γωνία. Βάζεις τη μια πέτρα έτσι και την άλλη, άμα φτάνεις, από πάνω, βάζεις άλλη μια έτσι και μετά ύστερα μια έτσι. Ε, αυτά τα καντούνια εγώ, για να μην τα φέρω, να μη βάλει τον εργάτη και τα φέρει και το πετάξει και μου γκρεμίσει όλο τον τοίχο, πάγαινα εγώ και τα φορτωνόμουνα. Ήτανε 80 κιλά, ένα, μια πέτρα 80 κιλά, πέτρα. Και τη φορτωνόμουνα στο, στην πλάτη, για να πάω να την ακουμπήσω σιγά σιγά με το, να προσέχουνε και ο ίδιος ο εργάτης, να προσέχει, σιγά σιγά, σιγά σιγά γονάτιζα, γονάτιζα μέχρι να ακουμπήσει σιγά σιγά. Γιατί, άμα ήταν εργάτης, τι ανάγκη έχει δεν, την πέταγε απάνω να σου γκρεμίσει τον τοίχο. Φρέσκος τοίχος είναι. Θέλω να σου πω, δούλευα σκληρά, έμαθα την τέχνη. Πλακάκια, φούρνοι, τζάκια... Κι εδώ αυτό το σπίτι απάνω, απάνω το ‘χω χτίσει εγώ. Άμα πας και δεις μια κολόνα απάνω είναι στρογγυλή. Ήταν τετράγωνη και την έκανα στρογγυλή εγώ. Πώς γίνεται η στρογγυλή; Όπως είναι το τετράγωνο αυτό, κόβεις με τον κόφτη ένα τούβλο, το μεσαίο άμα είναι μεγάληνα, βάζεις το μεσαίο ολόκληρο. Τ’ άλλα τα γωνιακά, το κόβεις στη γωνιά έτσι λοξά και ‘ρχεται και το άλλο από κει και ‘ρχεται και κάνει γωνιά. Για να γίνει στρογγυλό. Ένα, βάζουμε ένα εδώ έτσι, ένα εδώ, ένα εδώ, ένα έδω. Και μετά το σοβάτιζα εγώ ο ίδιος και είχα ένα τσέρκι, το ‘φτιαχνα, το οποίο το έδενα εγώ με σπάγκο ή μ’ ένα σύρμα, το ‘βαζα προς την κολόνα και το έφερνα ίσα ίσα, στρογγυλό το τσέρκι αυτό, ήτανε από μία βέργα, από, από, αυτό, βέργα... απ’ αυτό μωρέ πώς το λένε; Σίδερο. Λοιπόν, και την έδενα εγώ κι, όταν το σοβάτιζα, σήκωσα τη, τη αυτή, και ‘περνε τα, τα περισσευούμενα και γινότανε και γινόταν η κολόνα στρογγυλή. Εδώ απάνω της Ντίνας, άμα βγεις απάνω θα το δεις. Στρογγυλή. Του αλλουνού που ήτανε της γυναίκας μου ο, ο Θανάσης, που είχε αυτό το σπίτι και αυτουνού του ‘κανα μια στρογγυλή κολόνα. Θέλω να σου πω, πλακάκια, καθαρά τούβλα, βυζαντινά, όλα τα έχτιζα και ήμουνα πάντα με δουλειά. Περιμέντε, περιμέναν να τελειώσω τη μια, να πάω στον άλλον.
Ωραία-
Που είναι, πολύ εργατικός και καθαρά, καθαρά. Εγώ έπαιρνα το τσουβάλι και τα σκούπιζα. Τον καιρό εκείνο, βλέπανε για ν’ αγοράσουνε διαμέρισμα, ένας που δεν είχε σπίτι κι ήθελε ν’ αγοράσει, έβλεπε πως είναι ο τοίχος. Κι άμα ήταν καθαρός, έβγαινε απάνω, έπιανε το μηχανικό και του λέει: «Θέλω ένα διαμέρισμα». Όλοι οι μηχανικοί μ’ αγαπούσανε και που έμαθα και ‘κανα τζάκι, ο μηχανικός μ’ έμαθε και ‘κανα τζάκι. «Εσύ», λέει, «καλό παιδί και θα σε, θα σε μάθω εγώ», λέει. Και φούρνο έμαθα να κάνω. Φούρνο, φούρνο κανονικό είναι. Κι έχω κάνει και στο δικό μου, στη Σαλαμίνα. Έχω σπίτι εκεί πέρα. Έχω κάνει και φούρνο και τζάκι. [Δ.Α.] εδώ της Ντίνας το ‘χω κάνει ένα τζάκι. Έχεις βγει απάνω καθόλου;
Όχι, δεν έχω πάει, απάνω.
Χα, άμα έρθει πες της να πας απάνω να δεις ένα τζάκι που της [01:40:00]έχω φτιάξει. Είναι, τι να σου πω; Άμα το δεις τότες θα, τότες θα ‘ρθεις να μου πεις.
Ωραία. Θέλετε τώρα να γυρίσουμε λίγο πάλι στη Μέση Ανατολή, να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, έτσι, συμπληρωματικές;
Ναι.
Άμα θέλετε. Όταν είχατε στασιάσει, που ζητούσατε να ‘ρθετε στην Ελλάδα, θυμάστε πιο πολλές λεπτομέρειες, τι είχε γίνει;
Όταν ήρθα απ’ το μέτωπο, από κάτω;
Όχι, όταν ζητούσατε, όταν ήσασταν στο στρατό και ζητούσατε να σας φέρουν στην Ελλάδα.
Ναι.
Που είχατε στασιάσει, που ‘χατε-
Εμάς μας φέρανε επειδής σταματήσαν τα πράματα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, δε μας πέρναγε απ’ το χέρι, και μας βάλανε στο... Βαρσοβία λεγότανε; Ένα υπερωκεάνιο και ήτανε, ο καπετάνιος ήτανε... αυτοί που είναι ένα κράτος κάτω, μωρέ, πώς το λένε; Που τους ρίξανε και βόμβες.
Εντάξει δεν πειράζει-
Απ’ αυτουνούς ήτανε ένας... τέλος πάντων, το μυαλό μου δεν φτάνει τώρα.
Δεν πειράζει, δεν πειράζει.
Δεν φτάνει το μυαλό μου. Να σου πω γιατί, γιατί κάτι ήθελα να σου πω τώρα και δε το θυμάμαι.
Για το πλοίο, όταν σας φέραν-
Ε.
Για το πλοίο, όταν σας φέραν. Για το υπερωκεάνιο μου είπατε, ένα-
Α, ναι. Μας φέρανε εδώ πέρα, μας φέραν με το υπερωκεάνιο και το απολυτήριο το πήρα στη Σύμη εγώ. Δεν ξέρω αν τη ξέρεις τη Σύμη.
Ναι, ναι.
Ε, η Σύμη είναι, 20 μέτρα είναι, 25 η Τουρκία, να πούμε. Μέτρα. Έχει ένα αυτό και περνάει το βαπόρι και για να μπεις στη Σύμη έχει, πάει μέσα, πολύ βαθιά μέσα είσαι. Είναι έτσι η Σύμη. Έτσι. Και μπαίνεις από δω και πάει μέσα το βαπόρι. Και μέσα ανοίγει ύστερα. Εκεί πήρα τ’ απολυτήριο και ήρθαμε στη Σάμο.
Ντάξει. Στα σύρματα όταν σας βάλανε-
Ναι.
Πώς ήταν οι συνθήκες;
Στα σύρματα, είπανε οι... αυτοί, τους είχε πει δηλαδή ο Τσώρτσιλ... στα φυλάκια, αυτοί που μας φυλούσανε, τα φυλάκια, τους είπανε ότι: «Αυτοί οι ανθρώποι είναι άγριοι, είναι κακοί άνθρωποι». Γι’ αυτό και τους βάλανε στο... Ήταν ηλεκτροφόρα τα σύρματα, 4,5 μέτρα απάνω ύψος και γυρισμένα προς τα μέσα. Γύρω, γύρω όλος ο κλωβός. Και είχανε, ήτανε ηλεκτροφόρα. Τι να πάμε εμείς; Να πάμε να βγούμε να σκοτωθούμε; Μας φέρναν εκεί πέρα τα φαγητά, ξέρω ‘γω. Μας τα φέρνανε ωμά, τα ψέναμε ‘μεις. Φασόλια, κουκιά, ξέρω ‘γω, ρεβύθια, α τέτοια. Φαΐ, κάναμε φαΐ. Και είχαμε κάνει ένα θεατράκι μέσα. Το θεατράκι, λοιπόν, είπαμε στο διοικητή που ήτανε απ’ όξω, τον Εγγλέζο, να έρθει μέσα, να τον κεράσουμε κρασί, να πιει, να φάει και να δει το θεατράκι μας. Κανονικό θεατράκι κάναμε. Και λέγανε: «Αυτοί δεν είναι άγριοι», λέει, «ανθρώποι», λέει. «Πώς, πώς μας τους βγάλανε άγριους;». Όλο, όλο με το όπλο... Αφού ήταν ηλεκτροφόρα τα σύρματα, πώς θα πάμε ‘μεις κοντά στα σύρματα; Αλλά σου λέει: «Αφού άμα, ο άγριος μπορεί να χυμήξει», λέει, «να μας φάει». Κατάλαβες; Τέλος πάντων, είχαμε και ένα σκυλάκι, που είχε δυο αφεντικά. Ο ένας του ‘δινε σοκολάτα και έτρωγε και κάτι άλλα φαγητά και ο άλλος, τ’ αφεντικό, το πραγματικό τ’ αφεντικό, ήταν στον άλλο κλωβό. Εμείς τώρα, το σκυλάκι ήτανε μαλλιαρό, είχε πολύ έτσι μαλλί, και του βάζαμε, του δέναμε μ’ ένα σπάγκο ένα... και λέγαμε τα νέα που μαθαίναμε ‘μεις για την Ελλάδα. Για τον πόλεμο που ‘χανε κάνει οι Τουρκ-, οι...
Οι Γερμανοί;
Οι Γερμανοί. Λοιπόν, τα μαθαίνανε από μας και αυτοί μας στέλναν τα δικά τους που μαθαίνανε. Πάλι στο σκυλάκι.
Τα νέα εσείς πώς τα μαθαίνατε;
Ε;
Τα νέα πώς τα μαθαίνατε;
Αφού σου είπα.
Είχατε ραδιόφωνα;
Είχαμε, είχαμε, ναι, είχαμε ασύρματο δικό μας. Ο ασύρματος απαγορευότανε, αλλά εμείς το είχαμε... Α, εδώ είναι τώρα το κόλπο. Είχαμε ανοίξει ένα ντενεκέ άδειο, δοχείο, ένα δοχείο, που είναι τόσο. Βάλαμε τον ασύρματο μέσα και από πάνω βάλαμε ένα καπάκι και το κλείσαμε με καλάι. Με φωτιά το κλείσαμε να μην περνάει νερό. Εκείνος ο ντενεκές ήτανε ο ασύρματος κάτω και από πάνω βάζαμε νερό. Το νερό δεν μας τ’ απαγορεύανε. Και παίρναμε τον ντενεκέ με το νερό. Αυτοί ερχόνταν, ανοίγαν το καπάκι, βλέπαν νερό μέσα, εντάξει. Και πιστόλια είχαμε.
Μέσα στα σύρματα δηλαδή;
Σε άλλοι ντενεκέδες.
Αλλά δεν τα χρησιμοποιούσατε, δεν μπορούσατε, δεν τα χρησιμοποιήσατε.
Όχι! Τα κλείναμε μέσα τα πιστόλια, είχαμε και πιστόλια.
Ωραία. Κατά τ’ άλλα, οι συνθήκες εκεί μέσα πώς, οι συνθήκες ζωής δηλαδή-;
Η ζωή δεν ήτανε καλή. Εμάς τα τρόφιμα που μας φέρνανε δεν ήτανε, ήτανε για γαϊδούρια και για κατσίκες, δεν ήταν για μας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, συνηθίσαμε, να πούμε. 8 μήνες. Απάνω στους 8 μήνες, τέλειωσε ο πόλεμος. Α, πήγανε, πήγανε... εγώ είπα 1.000, δεν ήτανε. Κάπου 100, 150 άτομα από 4.000 που ήμασταν η ταξιαρχία, τόσα πήγανε κάτω. Μαζί. Ήταν Έλληνες αυτοί. Εμείς ήμαστε Βουλγάροι.
Αυτοί ήταν που δεν μπήκανε στα σύρματα. Σωστά;
Δεν μπήκαν στα σύρματα. Οι Έλληνες; Στα σύρματα θα μπει ο Έλληνας;
Και ‘σας σας λέγανε Βούλγαρους επειδή ήσασταν κομμουνιστές;
Εμείς ήμαστε Βουλγάροι τώρα, γιατί οι Βουλγάροι ήτανε, αγαπούσανε τους Ρώσους. Και μας λέγαν: «Βουλγάροι». Εγώ δεν ήξερα και που είναι η Βουλγαρία, να πούμε. Πού να ξέρω; Τέλος πάντων, περάσαμε καλά και μετά ύστερα μας βγάλανε και μας πήγανε σ’ ένα άλλο μέρος. Εκεί μας περιποιόντανε καλά. Και από κει μας πήγανε πάλι στην Τρίπολη και απ’ την Τρίπολη, καθίσαμε κάνα δυο μήνες, και από κει ήρθε το υπερωκεάνιο... Μωρέ, πώς το λένε αυτό το χωριό το μεγάλο; Όχι χωριό. Κράτος μεγάλο είναι.
Η Λιβύη; Ποιο λέτε;
Ε;
Η Λιβύη; Όχι.
Κάτω απ’ τη Λιβύη είναι. Είναι η Κίνα, είναι η αυτή, η άλλη...
Η Ινδία;
Ε;
Ινδία;
Ινδία; Πέρα, πιο δω ακόμα προς...
Ιαπωνία;
Ιαπωνία! Ήτανε, αυτός ήτανε Ιάπωνας και όταν φτάσαμε, το υπερωκεάνιο, βγήκαμε από τη Σύμη και ήρθε, για να αφήσει, και μετά να πάει στην Αθήνα, πήγαινε κατευθείαν απάνω στο... ήταν ένα ξερονήσι και του λέγαμε ‘μεις του καπετάνιου: «Ωω, πού πας; Θα μας...». Μέρα, ε, μέρα. Δεν... Α, όχι, δεν ήτανε μέρα. Ήτανε, δεν έβλεπε καλά. «Πού πας», λέω, «από κει;». Του είπαμε όλοι. Εμείς την ξέραμε τη Σάμο, να πούμε. «Τ’ Ασπροχόρτι είναι, είναι τ’ Ασπροχόρτι». «Τι είναι αυτό», λέει. «Θα πέσεις απάνω», λέω, «θα το βουλιάξουμε», λέω, «το βαπόρι». Και ρίχνει τα γυαλιά του και βλέπει, λοιπόν, και λέει: «Ναι, είναι, έχει», λέει, «δίκιο». Έπρεπε να πάει πιο δεξιά λιγάκι που είναι η θάλασσα. Γιατί και στο Βαθύ έχει μέσα πολύ θάλασσα από κει, για να πας μέσα στο Βαθύ. Δεξιά κι αριστερά είναι βουνά. Και τι κάνει; Βγαίνει έξω και το βάζει για Ρόδο, δουλεύοντας η μηχανή όλη τη νύχτα. Δεν έριξε άγκυρα. Δούλευε η μηχανή, λοιπόν, και το βαπόρι τώρα ήτανε στάσιμο. Μόνο για να μην το κουνάει, το πάει ο αέρας προς την ξηρά, δούλευε, η προπέλα δούλευε σιγά, σιγά, λίγο, λίγο και στεκότανε σ’ ένα μέρος. Και άμα ξημέρωσε τότες μπήκαμε μέσα στο Βαθύ.
Ωραία, ωραία. Μου είπατε πριν κιόλας ότι ήσασταν πενταδάρχης, στο Κ.Κ.Ε.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε έτσι παραπάνω λεπτομέρειες, για το ποιές ήταν οι αρμοδιότητές σας; Σαν πενταδάρχης δηλαδή εσείς τι κάνατε; Ποια ήταν η δουλειά σας, ας πούμε;
Εμείς εκείνη η δουλειά που θέλαμε να κάνουμε ήταν, περισσότερο ήταν να ‘ρθούμε στην Ελλάδα. Με τον οπλισμό που [01:50:00]είχαμε να βοηθήσουμε τους Έλληνες, γιατί τους σκοτώναν και καίγαν τα σπίτια τους.
Στο Κ.Κ.Ε. εσείς πότε μπήκατε; Στο στρατό ή πριν;
Πριν. Εμένα, εμένα με, όταν φύλαγα τα γελάδια αυτός ήτανε κομμουνιστής. Αυτός με έμαθε, να πούμε.
Αυτός τι σας έλεγε; Θυμάστε καθόλου;
Συνέχεια το βράδυ που καθόμασταν και, ώσπου να έρθει η ώρα να κοιμηθούμε, το φαγητό, και καθόμασταν και μιλάγαμε, έλεγε την κατάσταση που τραβάει ο ελληνικός λαός είναι επειδή δεν είναι κομμουνιστής. Είναι φαγάδες αυτοί που μας κυβερνάνε, είναι φαγάδες. Θέλουνε το χρήμα που αρπάζουνε από μας, να το φάνε αυτοί. Και τα σούξου-μούξου, και τα μηχανήματα ξέρω ‘γω και κάτι τρένα και κάτι δρόμους και κάτι αυτά, αυτά ήτανε ψιλοπράγματα ήτανε. Κι άμα το ‘κανε τώρα το δρόμο τώρα θα τον κρατούσε χρόνια ύστερα, ύστερα. Ό,τι κέρδαγε απ’ τον ελληνικό λαό, τα βάζαν στην τσέπη τους. Γιατί ο Παπανδρέου τι έκανε; Ο Παπανδρέου δεν πήγε και ‘κανε ένα μήνα κάτω στο, ένα κράτος που είναι πάμπλουτο και στα πετρέλαια και...; Και όταν πας να κοιμηθείς σ’ ένα ξενοδοχείο και θες χιλιάδες για να κοιμηθείς εκεί μέσα... Πώς το λένε αυτό το μέρος; Δεν το θυμάμαι.
Ωραία. Για την, η ένταξη σας στο Κ.Κ.Ε., το ότι ήσασταν κομμουνιστής, σας δημιούργησε προβλήματα στη ζωή σας μετά. Θέλετε να μου πείτε;
Εγώ προβλήματα δε δημιουργήσαμε.
Όχι. Εσείς επειδή δεν είχατε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, δεν σας δίνανε δίπλωμα, μου είπατε.
Δεν μας δίναν τίποτα άμαν ήρθαμε στην Ελλάδα. Εκεί κάτω μπήκαμε στα σύρματα δίχως φυσικά να το θέλουμε. Μας βάλανε, μας βάλανε για να περάσει ο καιρός, να ξεχαστούν όλα και μετά να μας πάνε στην πατρίδα.
Μετανιώσατε ποτέ για την ένταξή σας στο Κ.Κ.Ε.;
Όχι. Δεν είμαστε ‘μεις για τσακωμούς. Εμείς δε μαλώνουμε.
Όχι αν μετανιώσατε λέω. Αν μετανιώσατε που ήσασταν στο Κ.Κ.Ε.
Όχι. Όχι μέχρι τώρα. Μα κοίταξε να δεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι, δηλαδή κυβερνάνε, κυβερνάνε για τους ξένους. Που είναι ο φασισμός. Ο φασισμός θέλει το χρήμα που κερδάνε να μη το διαθέσουνε για δρόμους, για πλατείες, για εργαλεία κινήσεως, για ρεύμα. Αυτά δεν τα θυσιάζουνε, ο φασισμός. Ενώ η, ο κομμουνισμός θέλει ισότητα. Και συ άνθρωπος είσαι και ‘γω, όμως, άνθρωπος είμαι. Δεν έχω αλλάξει εγώ, ούτε ‘συ αλλάζεις. Λοιπόν, ότι θα τρως εσύ θα τρώω και ‘γω. Αυτά στο φασισμό είναι απαράδεκτα, λείπουν αυτά. Ε, αυτό είναι. Αυτό το φοβούνται όμως, αυτοί που τα τσεπώνουνε, φοβούνται τον κομμουνισμό. Σου λέει: «Εγώ, τι λες μωρέ; Εγώ δε θέλω, εγώ θέλω να τα... Τ’ άλλα είναι δικά μου». Εκατομμύρια. Όχι εκατό και διακόσιες δραχμές. Εκατομμύρια τα βάζουν στην τσέπη.
Ωραία. Θα θέλατε να συμπληρώσετε τίποτ’ άλλο, τίποτα τελευταίο; Άμα ξεχάσατε κάτι, ό,τι θέλετε. Αλλιώς, σας έχω κουράσει κιόλας, είμαστε πολύ ώρα.
Όχι δεν κουράζομαι σ’ αυτά τα πράγματα, δεν κουράζομαι εγώ. Σκέφτομαι τώρα... Να πας να βρεις να, μια δουλειά: «Όχι δε θα δουλέψεις κύριε, είσαι κομμουνιστής». «Βρε παιδάκι μου, άμα δε δουλέψω εγώ, ποιός θα με ζήσει εμένα;». Δεν τον ένοιαζε καθόλου: «Κόψ’ το κεφάλι σου». Ε, τότες δεν είσαι συ Έλληνας, κάτι άλλο είσαι. Πώς θα γίνει; Άμα ήσουν Έλληνας... πρέπει αν δεν έχω εγώ δουλειά, να μου βρεις εσύ που είσαι ο κυβερνήτης. Αν δεν έχω ‘γω, δεν μπορώ να βρω δουλειά, να μου βρεις εσύ. Γιατί και ‘γω ίδια ράτσα είμαι. Και συ Έλληνας και ‘γω Έλληνας, έτσι δεν είναι. Μα αυτό δεν είχε σημασία αν είσαι Έλληνας για είσαι Τούρκος, για είσαι... όλοι ίδιοι ήμασταν. Εμείς γεννηθήκαμε, θα ζήσουμε όσο πάει και θα πεθάνουμε. Δε θα πάρουμε μαζί μας τα λεφτά. Αυτοί τα θέλανε για να τα βγάλουν στη δημοπρασία, όχι δημοπρασία, να τα βγάλουν, να τα δείξουν ότι: «Εμείς είμαστε εκατομμυριούχοι». Από πού; Πού δούλεψες και τα ‘κανες τα λεφτά εσύ; Εγώ δουλεύω μέρα νύχτα, σκοτώνομαι. Εσύ πού τα βρήκες τα λέφτα; Τα παίρνεις από μένα, τα πήρες απ’ τον άλλον, τον άλλον. Εφορίες, αυτά, πού πάνε αυτά τα λεφτά; Αυτός είναι ο κομμουνισμός. Θέλει ισότητα. Κύριε, είσαι Έλληνας και ‘γω Έλληνας είμαι. Όσο θα ζήσεις εσύ και όπως θα ζήσεις εσύ, πρέπει να ζήσω και ‘γω. Δεν είμαι ‘γω ούτε αρκούδα, ούτε λιοντάρι, ούτε τίποτ’ άλλο, κανά θηρίο που να σκοτώνω εγώ ανθρώπους. Αυτός είναι ο κομμουνισμός. Δεν έχει, δε ζητάει πολλά πράγματα. Εκείνο που ζητάει είναι ισότητα.
Ωραία.
Ο Χριστός τώρα. Γιατί τον σταυρώσαν τον Χριστό; Γιατί πήγανε αυτοί και κάνανε τα, για να μην τους χαλάσει τα κέρδη που τους τα πηγαίνανε με τη σέσουλα αυτουνούς που φυλάγανε, για να μην τους το κάνουν αυτά τα πράγματα, όταν γεννήθηκε ο Χριστός, είπανε ότι γεννήθηκε ένας που σου λέει: «Θα μας πάρει τη βασιλεία αυτός». Όλα τα παιδάκια, που ήτανε σ’ αυτή την ηλικία, τα εκτέλεσαν, τα σκοτώσαν. Παιδάκια. Σου λέει: «Μέσα σ’ αυτά θα ‘ναι κι αυτός». Όταν τον σταυρώσανε, τον σταυρώσανε γιατί ήθελε την ισότητα ο Χριστός. Αυτοί δε θέλαν ισότητα. Γι’ αυτό τον σταυρώσανε. Κι άμα πεις τώρα σε μια γυναίκα που είναι θρήσκα ότι αυτός ήτανε κομμουνιστής, ο Χριστός: «Φτου φτου φτου φτου, ντροπή!», λέει, «Να λες...». Μα κομμουνισμός δε θα πει φαταούλας. Κομμουνιστής ήτανε, αυτός ήθελε την ισότητα σε όλους. Εγώ δεν πήγα στα Ιεροσόλυμα; Κλοπή κάνανε στα Ιεροσόλυμα. Μπορώ να σου πω, εκεί που βγαίνει το Άγιο Φως και το φέρνουν σε όλα τα κράτη, ξέρω που είναι. Πήγα εκεί. Κατέβηκα μόνος μου. Και ένας παπάς μου λέει: «Από δω», λέει, «όταν θα ‘ρθει, κάθε χρόνο, βγαίνει το Άγιο Φως». Ε, ήμουνα και ‘γω Χριστιανός, Ορθόδοξος Χριστιανός. Λέω: «Έχει δίκιο, αλλά πώς το παίρνει το Φως και δεν του το δίνει ο Θεός, να κατέβει κάτω να του το δώσει και το βγάνει από κει μέσα;». Έχει μια, έτσι ένα βαθούλωμα στον τοίχο και μπαίνει, σαν εκκλησία ήτανε, και από κει μέσα έβγαινε το Φως. Άμα σου πω θα τρελαθείς. Στο πίσω μέρος, ήταν τόσο ύψος, εκεί ήταν και μέσα στο πίσω μέρος, κάτω-κάτω... Άμα πας εκεί έχει δυο σιδεράκια, ένα δω κι ένα δω. Αυτός βάζει το κερί και το ενώνει το κερί από δω, μόνος του όμως. Βάζει τ’ άσπρα ρούχα και κατεβαίνει και το βάζει και περιμένει τώρα να κατεβεί ο Θεός να του δώσει τη φωτιά. Αυτά τα δυο είναι αρνητικός και θετικός, τα σύρματα. Την ώρα που το βάζει το κερί, [02:00:00]έχει βάλει οινόπνευμα πάνω, και μόλις το βάλει κοντά κι ακουμπήσει και τα δύο παίρνει φωτιά και λαμπαδιάζει η αυτή. Και βγαίνει και το Άγιο Φως. Εγώ το λέω σε σένα. Άμα το πω σ’ έναν άλλονε θα πει: «Τι λες ρε, τρελός είσαι;». Δεν είμαι τρελός. Το προσπάθησα και το είπα: «Πρέπει να βρω πως βγαίνει το Άγιο Φως απ’ τον τοίχο». Και το βρήκα. Ράμμα. Πού να το πεις; Θα σε βάλουν φυλακή.
Ωραία. Τέλεια. Σας ευχαριστώ πολύ. Θα τη-
Να ‘σαι καλά. Εύχομαι-
Πολύ-
Βιβλίο θα βγάλεις;
Όχι, όχι. Θα σταματήσω την ηχογράφηση και θα σας πω. Τη σταματάω τώρα.