© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Μια ιστορία ξεριζωμού από τον δυτικό Πόντο
Κωδικός Ιστορίας
10546
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασίλης Σιδηρόπουλος (Β.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/08/2020
Ερευνητής/τρια
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Σήμερα έχουμε Κυριακή 23 Αυγούστου και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ με έναν ακόμα συνεντευξιαζόμενο για αυτό το project, τον κύριο Βασίλειο Σιδηρόπουλο, ο οποίος θα μας μιλήσει για το παρελθόν των προγόνων του στον Πόντο, καθώς και για το πώς ο ίδιος βίωσε μέσα από τις αφηγήσεις του αυτή την ιστορία. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα, Κωστή.
Θα θέλατε ξεκινώντας, λίγο, να μας πείτε πού γεννηθήκατε, από πού κατάγεστε;
Λοιπόν, κατάγομαι από ένα χωριό της Πιερίας, τον Κούκο. Γεννήθηκα το 1959. Το χωριό μου είναι καθαρά προσφυγικό χωριό, το οποίο δημιουργήθηκε από το 1924 έως το 1929 και αφού οι πρόσφυγες, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, είχαν ήδη τακτοποιηθεί απ’ το ελληνικό κράτος, είχαν ήδη δοθεί δηλαδή, κλήροι, τα χωράφια κτλ., αλλά, οι χωριανοί μου, επειδή ήτανε τουρκόφωνοι στον δυτικό Πόντο και εκεί διοικούνταν υπό άλλο καθεστώς, δηλαδή, είχαν έναν αρχηγό, κεντρικό αρχηγό τον οποίο-ας πούμε- υπάκουαν όλοι και ο λόγος του ήτανε νόμος, ανακάλυψαν μετά την έλευσή τους στην Ελλάδα ότι ο αρχηγός τους βρίσκεται κάπου στην Καστοριά, σε ένα χωριό της Καστοριάς. Συνεννοηθήκανε πάρα πολλοί από αυτούς, αφήσαν τα χωριά στα οποία είχαν αποκατασταθεί και πήγαν στη συγκεκριμένη περιοχή της Πιερίας, για να κάνουνε εκεί τον οικισμό τους, μόνοι τους, μέσα σε δάση τα οποία ξεχέρσωναν, δημιουργώντας δηλαδή, χωράφια οι ίδιοι πλέον. Μία διαδικασία που κράτησε ως το ’29, με φοβερές διαμάχες, γιατί εμφανίστηκαν οι ιδιοκτήτες της γης, υποτίθεται, των δασών, οι οποίοι ήτανε πρώην υπάλληλοι, οι εργάτες-να το πούμε έτσι- του Τούρκου αγά, που έφυγε με την ανταλλαγή των πληθυσμών και αυτοί εμφάνιζαν χαρτιά, ότι δήθεν οι εκτάσεις αυτές είχαν αγοραστεί από αυτούς. Με αποτέλεσμα να υπάρχει μία χρονιά διαμάχη. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι οι τίτλοι κυριότητος στους χωριανούς μου δοθήκανε το 1965, δηλαδή μετά από σαράντα χρόνια περίπου από τη στιγμή που ξεχέρσωσαν το πρώτο χωράφι. Αυτή είναι εν τάχει η ιστορία του χωριού, η οποία βέβαια, έχει και ένα πολύ κακό προηγούμενο. Έμπλεξε στον Εμφύλιο —δεν θα εξετάσω ούτε θα εκθέσω τώρα τους λόγους για τους οποίους οι χωριανοί μου μπλέχτηκαν στον Εμφύλιο— με αποτέλεσμα να στιγματιστούν από την κοινωνία, την τότε κοινωνία, και ο ΕΛΑΣ το χτύπησε δυο φορές, μία τον Νοέμβριο του ‘43 και μία τον Οκτώβριο του ’44. Τη δεύτερη φορά το κατέστρεψε ο ΕΛΑΣ εντελώς. Ήτανε μεταξύ 18ης και 19ης Οκτωβρίου του ‘44 όταν έγινε το μακελειό, όπου στη συγκεκριμένη επίθεση το χωριό μου έχασε εκατόν έναν ανθρώπους, γυναικόπαιδα και οπλισμένους. Αυτά για το από που κατάγομαι και…
Και πώς ήταν να μεγαλώνετε λοιπόν, ή να επισκέπτεστε, δεν ξέρω…. μεγαλώσατε σε αυτό το χωριό;
Ναι. Μεγάλωσα σ’ αυτό το χωριό με τον παππού και τη γιαγιά, διότι οι γονείς μου, όταν ήμουν πέντε χρόνων, μετανάστευσαν στη Δυτική Γερμανία, με αποτέλεσμα τον πατέρα μου να τον δω το ’73, νεκρό. Και ουσιαστικά, δηλαδή, τον ρόλο του πατέρα και της μητέρας τον ασκούσανε οι παππούδες, η γιαγιά κι ο παππούς, οι οποίοι -σημειωτέον- ήταν εγγράμματοι, παρά το γεγονός ότι ήταν τουρκόφωνοι. Διότι και οι δύο είχανε πάει, φοιτήσει, δεν είχαν αποφοιτήσει βέβαια, γιατί δεν πρόλαβαν, στο Κολλέγιο Ανατόλια, το οποίο βρισκόταν στη Μερζιφούντα της Τουρκίας, στον δυτικό Πόντο, καθότι οι Αμερικάνοι ιεραπόστολοι, οι οποίοι το έστησαν εκεί περίπου το 1870 -αν δεν κάνω λάθος— παίρνανε Αρμενόπουλα και χριστιανόπουλα, Ελληνόπουλα, τα πιο έξυπνα από τις περιοχές, τα βάζαν στο οικοτροφείο του κολεγίου τους και τα μόρφωναν. Βέβαια, δεν σταμάτησαν στιγμή να κάναν και προσηλυτισμό. Και μάλιστα, τον παππού μου τον σταμάτησε ο πατέρας του, γιατί δεν ήθελε να αλλαξοπιστήσει. Όλες αυτές τις καταστάσεις, τα βιώματα των προγόνων μου, τα έζησα έντονα στο σπίτι μας, διότι ο παππούς μου ήταν καπετάνιος στον Πόντο, στο αντάρτικο του Πόντου. Και έχει αφηγηθεί πάρα πολλές ιστορίες, και για το αντάρτικο αυτό καθαυτό, αλλά και για τον μεγάλο ξεριζωμό των Ελλήνων με τη Συνθήκη της Λωζάνης, τις εξορίες κυρίως από την πλευρά της γιαγιάς μου, γιατί αυτή εξορίστηκε. Ο παππούς μου παρέμενε στο βουνό και μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης ακόμα. Δεν είχε ανταλλαγεί, γιατί θεωρούνταν παράνομος και δεν κατέβαινε απ’ τα βουνά και ήρθε στην Ελλάδα αργότερα με ειδική συμφωνία που είχε υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, για-αν δεν κάνω λάθος- δέκα εφτά αντάρτες από την περιοχή της Σάντας και τρεις, που είχανε μείνει στα βουνά του Ταφσάν Νταγ στο δυτικό Πόντο. Εκεί, όταν ήρθε στην Ελλάδα ο παππούς, έμαθε πού έχουνε κατοικήσει οι χωριανοί ή οι πρώην γύρω κοντοχωριανοί-ας πούμε-οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Εξοχή της Δράμας και πήγε εκεί. Αλλά δεν βρήκε τη γυναίκα του, γιατί η γυναίκα του ήταν στην εξορία και τον βρήκε αργότερα. Θα σας διηγηθώ την ιστορία της εξορίας της γιαγιάς, βασικά,·αυτό το κομμάτι, το οποίο για μένα έχει ενδιαφέρον και είναι και πάρα πολύ επίκαιρο σε σχέση με τα γεγονότα που «τρέχουν» σήμερα, στην πολιτική κατάσταση, εννοώ, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Γιατί πραγματικά, θεωρώ ότι για όλους μας σαν Έλληνες πρέπει να μάθουμε, να ξέρουμε την Ιστορία μας. Γιατί αν ένας λαός δεν ξέρει την Ιστορία του, δεν ξέρει πού πάει και πού πάνε τα τέσσερα. Λοιπόν, εγώ ήμουν τυχερός. Γιατί, στο σπίτι μου καθ’ όλη τη διάρκεια που έζησα με τον παππού και τη γιαγιά, μέχρι τα 16 μου στην ουσία, στο σπίτι μου γινόταν παρέλαση και συγγραφέων, ανθρώπων-ας πούμε- των γραμμάτων, οι οποίοι ερχόταν στο χωριό, για να πάρουν συνεντεύξεις και να τα γράψουν στα βιβλία τους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Δημήτρης Ψαθάς, ο μεγάλος κωμωδιογράφος μας, ο οποίος κατάγονταν απ’ τον Πόντο κι ήρθε 2 χρόνων στην Ελλάδα. Οι συνάξεις οι περισσότερες γινόταν στο σπίτι μας. Και επειδή εγώ ήμουν το μοναδικό αγόρι τότε, ήμουν το μοναδικό αγόρι, οι γεροντότεροι μ’ άφηναν να είμαι παρών στις συζητήσεις. Οπότε έμαθα προφορικά τις ιστορίες όλων σχεδόν, όσοι διηγούνταν ιστορίες, αλλά περισσότερες απ’ τον παππού μου. Κι όταν αργότερα μεγάλωσα, επειδή ο παππούς μου είχε… με πίεζε όσον αφορά το γεγονός ότι μου έλεγε πάντα «Βασιλάκη, αυτά κάποια στιγμή πρέπει να τα γράψεις και πρέπει να μάθει ο κόσμος». Με αποτέλεσμα, από ένα σημείο και μετά να κρατάω σημειώσεις. Γιατί, θα ήταν αδύνατον μετά από χρόνια να μπορώ να θυμάμαι ημερομηνίες, χρονολογίες, καταστάσεις ή και κάποιες από τις διηγήσεις. Μπορεί να μου τις έτρωγε η λήθη του χρόνου. Οπότε, αποφάσισα και κράτησα σημειώσεις.
Και σήμερα θα σας διηγηθώ το πώς βίωσε η γιαγιά μου την εξορία από το καθεστώς του Κεμάλ. Αν θέλετε, κύριε Κωστή, μπορώ να συνεχίσω όπως ξεκίνησα. Λοιπόν—
Βεβαίως.
Στις αρχές Ιουλίου του ’21, του 1921, η γιαγιά μου με μια αδελφή της και τη μάνα της κατέβηκαν από το βουνό στα χωριά τους, να δούνε τι κατάσταση υπήρχε, γιατί το προηγούμενο χρονικό διάστημα Κούρδοι της περιοχής, όχι Τούρκοι, γιατί στη συγκεκριμένη περιοχή δεν κατοικούσαν Τούρκοι. Κατοικούσαν Τσερκέζοι, Κιρκάσιοι, ο αρχαίος λαός των Κιρκασίων, και στην πίσω πλευρά του βουνού, του Ταφσάν Νταγ, κατοικούσανε… υπήρχαν κουρδικά χωριά. Αυτοί, στα πλαίσια της συμφωνίας, της οποίας συμφωνίας κάνανε με τον Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος ήταν ο τοπαρχής του Κεμάλ και το ανήμερο θεριό των Τούρκων, είχαν κάνει επιθέσεις στα χωριά, στην περιοχή των χωριών της γιαγιάς και του παππού, τα οποία ήτανε δίπλα-δίπλα. Το ένα λέγεται Soğucak και το άλλο Sheikhşirin τα οποία έχω επισκεφτεί το 2015. Και τα είχαν κάψει. Οπότε αυτές κατέβηκαν να δούνε τι γίνεται κτλ., αλλά όπως και άλλος κόσμος, όχι μόνο η γιαγιά με τη μάνα της και την αδερφή της κι εκεί δέχτηκαν επίθεση από αποσπάσματα Τσετέδων, που ήταν Κούρδοι βέβαια, το είπα από την αρχή, τους συνέλαβαν και [00:10:00]τους οδήγησαν στο Vezirköprü, τη μεγάλη πόλη της περιοχής, να το θέσουμε έτσι. Και εκεί παράλληλα, συγκέντρωναν γυναικόπαιδα, όσα συνελάμβαναν, από τις περιοχές, τις τριγύρω περιοχές, και από τη νότια Μπάφρα. Αφού τους μάζεψαν, μετά τους πήγανε στη Μερζιφούντα και τους έκλεισαν στην αυλή του Αμερικάνικου Κολλεγίου και τους είχανε για αρκετές μέρες εκεί σαν φυλακισμένους, περιορισμένους. Δεν είχαν οδηγίες προφανώς. Δεν ξέραν τι θα κάνουνε. Αλλά παράλληλα, τον Ιούλιο της χρονιάς εκείνης κάποιοι άλλοι Τσετέδες είχανε συνάξει αρκετούς αιχμαλώτους-να το θέσω έτσι-και έξω από την αυλή του Γαλλικού Κολλεγίου. Γιατί είχε και Γαλλικό Κολλέγιο στη Μερζιφούντα. Εκεί έγινε πανικός. Εκεί οι συνοδοί εκείνων-ας πούμε-των άτυχων ανθρώπων τους κάψαν ζωντανούς μέσα στο Κολέγιο, καθώς επίσης, και τους δασκάλους τους, που ήτανε Γάλλοι. Δεν βοήθησαν και δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν ούτε οι πρόξενοι, οι Αμερικάνοι κτλ., γιατί στο Κολέγιό τους συνάξαν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και κάποια στιγμή ήρθαν απ’ το παραδιπλανό χωριό, το οποίο λέγεται Gümüşhane köyü, ας το πούμε το κεφαλοχώρι της περιοχής, ήτανε και κεφαλοχώρι λόγω των μεταλλείων που υπήρχανε. Ήταν τα μεταλλεία του Γκιουμούς Ματέν στην περιοχή, στα οποία εργάζονταν κυρίως Έλληνες μεταλλουργοί, οι οποίοι είχαν έρθει από τις περιοχές της Αργυρούπολης και του Ακ Ματέν Νταγ, γιατί γνώριζαν την επεξεργασία του μετάλλου. Λοιπόν, ήρθανε κάποιοι Κούρδοι επίσης, από τη συγκεκριμένη περιοχή, παρέλαβαν εκατοντάδες αιχμαλώτους και τους οδήγησαν στην Αμάσεια. Κάναν και μία στάση, εντωμεταξύ, σε μία πόλη ενδιάμεση, η οποία σήμερα λέγεται Σουλάοβα, τότε λεγότανε… Να θυμηθώ… Αλεβί. Γιατί, προφανώς και το Αλεβί… προφανώς γιατί εκεί υπήρχαν πολλοί Αλεβίτες, που είναι μία μουσουλμανική αίρεση, οι οποίοι Αλεβίτες ζουν και σήμερα στην Τουρκία και είναι αρκετά εκατομμύρια. Τους κρατήσανε μερικές μέρες στη συγκεκριμένη πόλη και μετά μία ομάδα περίπου τετρακοσίων ατόμων τούς οδήγησαν στην Αμάσεια. Η απόσταση από το Vezirköprü μέχρι την Αμάσεια είναι περίπου 90χιλιόμετρα. Περίπου... Πεζοπορώντας εννοείται. Όλο αυτό το διάστημα κακομεταχειρίζονταν τα γυναικόπαιδα, γιατί ήταν κυρίως γυναικόπαιδα όλοι οι αιχμάλωτοι-ας πούμε— και κατ’ επιλογήν βιάζαν κιόλας οι συνοδοί, οι οποίοι ήταν, βέβαια, καβαλάρηδες στα άλογά τους και ο λαός πεζοπορώντας μες στις κακουχίες. Στην Αμάσεια φτάσανε… αφίχθηκανε, δηλαδή, τον Σεπτέμβριο και τις περιορίσανε μέσα στον περίγυρό ενός τζαμιού, όπου τη νύχτα ερχότανε Οθωμανοί κάτοικοι της περιοχής, είτε αυτοί ήταν Τούρκοι, είτε ήταν Λαζοί, είτε ήτανε Κιρκάσιοι, είτε ήτανε-ξέρω ‘γω- Κούρδοι, πληρώνανε τους συνοδούς και βιάζανε. Ακριβώς εκείνη την εποχή, τον μήνα εκείνο, τα λεγόμενα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, που είχε στήσει ο Κεμάλ στην Αμάσεια, δίκαζαν Έλληνες πατριώτες ή αντάρτες ή πρόκριτους από κάθε χωριό. Και είχαν τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου. Το νούμερο δεν το θυμάμαι. Το ‘χω γραμμένο, αλλά τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς. Περίπου εξήντα άτομα. Η απόφαση ήταν απαγχονισμός. Τους μαζέψανε λοιπόν, στην κεντρική πλατεία της Αμάσειας —επισκέφτηκα το μέρος όταν πήγα το ‘15—, όπου έχουν στημένο και άγαλμα του Κεμάλ και τους κρεμάσαν. Στην κρεμάλα όμως, διά της βίας κουβάλησαν και το πλήθος, το οποίο είχαν συναγμένο στο τζαμί απ’ τα γυναικόπαιδα και τους υποχρέωσαν να δούνε την κρεμάλα. Οι γυναίκες άρχισαν… Όταν ανέβηκαν στο ικρίωμα, για τους κρεμάσουν, εκεί αναφώνησε κάποιος Καπετανίδης —το μικρό του όνομα δεν το θυμάμαι—, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος στην Τραπεζούντα «Ζήτω η Ελλάς!» πάνω στην κρεμάλα. Και οι γυναίκες από κάτω άρχισαν να τσιρίζουν με τη γλώσσα σε μία κραυγή, που κυρίως τις ακούμε από τους νομάδες της Σαχάρας. Μια διαπεραστική κραυγή με τη γλώσσα, ένα τσίριγμα, ας το πούμε έτσι. Οι ένοπλοι που τις συνοδεύαν, αλλά κι άλλοι που ήταν εκεί ταγμένοι στο να εκτελέσουν το καθήκον τους, να κρεμάσουν τους Έλληνες πατριώτες, νευρίασαν πάρα πολύ με το γεγονός αυτό, γιατί αυτό ήτανε ένδειξη αποχαιρετισμού προς τους Έλληνες που θα κρεμούσανε και το θεώρησαν μεγάλη προσβολή και κακό. Και άρχισαν να τις χτυπάνε με βούρδουλες, με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Τις οδήγησαν πίσω στο τζάμι πάλι, εκεί στον περίγυρο του τζαμιού που τις είχανε υπό φρούρηση, και κάποια στιγμή, δεν ξέρω άμα ήτανε σε μία μέρα, σε δύο μέρες, σε τρεις μέρες, αφού τις πήραν από πάνω τους πια ότι τους είχε απομείνει, δηλαδή από χρυσαφικά δαχτυλίδια κτλ., ό,τι μπορούσε να έχει μία γυναίκα πάνω της, ξεκίνησε η πορεία, η ατελείωτη πορεία θανάτου. Λοιπόν, περπατώντας τις οδήγησαν μέχρι τη Σεβάστεια. Αν δει κανείς στον χάρτη τις αποστάσεις, είναι τεράστιες. Μέσα από βουνά, μέσα από λαγκάδια, μέσα από έρημες περιοχές. Βέβαια, αυτοί ήτανε… Είτε δια της βίας, είτε με χρήματα αγοράζαν τροφή για τον εαυτό τους και ένα ξεροκόμματο για το πλήθος. Γιατί; Γιατί αυτοί δρώντας κάπως ανεξάρτητα-φαντάζομαι- ή έτσι όπως μου έλεγε η γιαγιά μου, σκοπό είχανε να πουλήσουνε γυναικόπαιδα. Γιατί ο θεσμός της αγοραπωλησίας τότε ίσχυε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και δεν θεωρούνταν για αυτούς ντροπή, να αγοράζουνε ανθρώπους, για να τους έχουν ως δούλους ή υπηρέτες. Ήταν ένας θεσμός. Υπήρχε. Οπότε, είδανε οι συνοδοί ότι εδώ έχει χοντρή κονόμα-να το πούμε έτσι απλά, λαϊκά- και όπου μπορούσαν να πουλήσουν πουλούσανε. Λοιπόν, από τη Σεβάστεια τους κατηύθυναν προς τη Μαλάτεια. Εκεί η γιαγιά μου έχασε τη μάνα της, η οποία δεν άντεξε τις κακουχίες. Είχαν ανοίξει τα πόδια της, ήταν με πληγές και με μεγάλη ταλαιπωρία. Και όπως είχανε καθίσει να ξεκουραστούν στην άκρη ενός ρυακιού, η αδελφή της η μικρή, της γιαγιάς μου, που ήταν 15 χρονών, μαζί με τη γιαγιά μου προσπαθούσαν με κουρελόπανα και παίρνοντας νερό από το ρυάκι να πλένουν τις πληγές της για… μήπως μπορούν και κάνουν κάτι. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση. Την άφησαν εκεί. Άθαφτη, γιατί δεν επέτρεπαν, κιόλας, να θάβεις, ρίχνοντας, ή και οι άλλες γυναίκες, μερικές πέτρες πάνω στο σώμα της, μήπως μπορούν, ας πούμε, και τη σώσουνε από το να την φάνε τα τσακάλια. Στη συνέχεια, κατασκήνωσαν έξω από ένα χάνι σε ένα χωριό, που η γιαγιά μου το ‘λεγε cirmik, κοντά στη Μαλάτεια, άρχισε να χιονίζει. Τις βάζανε στο χάνι, τις κάνανε ζεστό μπάνιο και μετά τις πετούσαν γυμνές έξω, με αποτέλεσμα οι γηραιότερες ή οι ασθενέστερες από αυτές να μην αντέξουνε. Και πεθαίνανε από το κρύο, από παγωνιά κτλ.. Και αυτές ανοίγανε τρύπες στα χιόνια, μπαίνοντας μέσα δυο-δυο, τρεις-τρεις και ζεσταίνονταν μόνο με τις αναπνοές τους. Την τεχνική του να σκάβω στο χιόνι και να διαμένω μέσα για να μην κρυώνω, να μην παγώσω, την είχαν μάθει, γιατί τα προηγούμενα χρόνια, απ’ το ‘17 μέχρι και τότε, στην ουσία ζούσαν στα βουνά κυνηγημένοι -ας πούμε- από το καθεστώς, το πρώην οθωμανικό και μετά κεμαλικό, συνοδεύοντας τους αντάρτες, τους ενόπλους, που ήταν στα βουνά. Εκεί η γιαγιά μου έχασε και τη μικρή της αδελφή, διότι την πήραν [00:20:00]να τη βιάσουνε τη δεκαπεντάχρονη. Τη βίασαν, ενώπιον όλων, εννοείται και δεν έφτανε μόνο αυτό, την παλούκωσαν σε ένα παλούκι από κρανιά και έμενε ζωντανή περίπου τρεις ώρες. Παλουκωμένη. Και μάλιστα, περιοδικά πήγαινε κάποιος απ’ αυτούς και έσπρωχνε το παλούκι να κάνει παλμικές κινήσεις, γιατί η κρανιά είναι και ένα ξύλο ευλύγιστο. Και πέθανε με αυτόν το φρικτό τρόπο. Τα κατοπινά χρόνια δεν είχα ακούσει ποτέ τη γιαγιά μου να μοιρολογά την αδερφή της. Πάντα μοιρολογούσε τη μάνα της, μοιρολογούσε τον γιο της, που τον είχε χάσει στον Εμφύλιο μετά, αλλά για την αδερφή της δεν είχε μοιρολογήσει ποτέ. Και μου έκανε εντύπωση. Και βέβαια, το μυστήριο το έλυσα εκ των υστέρων, όταν την άκουσα κάποια στιγμή, να συζητάει με μία ομοιοπαθούσα, φίλη της, η οποία και αυτή είχε γλιτώσει από την εξορία, όταν μετά από χρόνια —εγώ πρέπει να ‘μουνα 6-7 χρόνων— μιλούσαν οι δυο τους μεταξύ τους αφηγούμενες τα γεγονότα, που είχαν περάσει, τα δύσκολα γεγονότα και τα μαρτύρια που περάσανε. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά για τον βιασμό. Εντωμεταξύ, μιλούσαν αυτές μεταξύ τους τουρκικά. Και η Μαρίκω —έτσι τη λέγανε τη φίλη της γιαγιάς μου— την έλεγε: «Κερεκή, μη μιλάς, γιατί το παιδί καταλαβαίνει». Και η γιαγιά μου την απαντούσε στα τουρκικά «Anlamiyor, anlamiyor», που σημαίνει «Δεν καταλαβαίνει, δεν καταλαβαίνει». Εγώ όμως, επειδή μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου μιλούνταν τα τούρκικα και όχι μόνο στο σπίτι, αλλά σε όλο το χωριό, ήμουν δίγλωσσος. Κατά συνέπεια, ήμουν δίγλωσσος. Οπότε, καταλάβαινα τι λέγανε. Και εκεί άκουσα και για τους βιασμούς. Βέβαια, εκ των υστέρων —πρώτη φορά—, εκ των υστέρων, βέβαια, όταν μεγάλωσα κτλ. η γιαγιά… την έβαλα και μου τα αφηγήθηκε όλα αυτά. Και τη ρώτησα, επίσης, για ποιον λόγο δεν έκλαψε ποτέ την αδελφή της. Και από ό,τι κατάλαβα, απ’ τα λεγάμενά της, ήθελε να το κρύψει όλο αυτό το γεγονός βαθιά στα φυλλοκάρδια της, γιατί ήταν κάτι που την πονούσε πάρα πολύ. Γιατί, θεωρούσε τον εαυτό της, ως μεγαλύτερη, υπεύθυνη και δεν μπορούσε να την κλαίει. Δηλαδή… και πάντα μου έλεγε ότι: «Το κλάμα έρχεται μέχρι τον λαιμό, αλλά δεν βγαίνει, παιδί μου». Από ‘κει, στη συγκεκριμένη τοποθεσία που τις είχαν μαντρωμένες, στο χάνι, ήρθε επίσημη διαταγή τον Ιανουάριο του ‘22 —γιατί πιάσαμε πια Ιανουάριο— από τις Νομαρχίες, η οποία στάλθηκε στις κατά τόπους Νομαρχίες, για το πώς πρέπει να λειτουργήσουν όλοι αυτοί, που είχαν μαζέψει χιλιάδες Ποντίους, γυναικόπαιδα κυρίως, και να τους εξοντώσουνε. Η διαταγή ήτανε να τους πάνε όσο πιο βαθιά στην Ανατολία μέχρι να πεθάνει και ο τελευταίος. Αυτή ήταν η διαταγή. Επίσημη. Υπάρχει και είναι ντοκουμέντο. Έχουνε βρεθεί και στα αρχεία ξένων πρεσβειών, η συγκεκριμένη διαταγή εννοώ. Δηλαδή, θέλω να πω πώς λειτουργούσε τότε το επίσημο οθωμανικό ή κεμαλικό καθεστώς. Με επίσημες διαταγές να εξοντωθεί πληθυσμός. Λοιπόν, στα πλαίσια αυτά είχαν διατάξει να δημιουργηθούν ομάδες των εκατόν είκοσι πέντε- εκατόν πενήντα ατόμων και κάθε ομάδα συνοδών, να τους οδηγεί στα βάθη. Η συγκεκριμένη ομάδα που δημιουργήθηκε και αφορούσε περίπου εκατόν πενήντα γυναικόπαιδα, που ήτανε η ομάδα της γιαγιάς μου, ήταν και η φίλη της η Μαρίκω. Κι η γιαγιά μου είχε μαζί της και την ανιψιά της από την άλλη αδελφή της, τη μεγαλύτερη αδελφή της, η οποία είχε πεθάνει εντωμεταξύ. Η ανιψιά της, η Καλλιόπη, ήταν τότε 5χρονών και ήταν και αυτή στην πορεία. Από εκεί τις πήρανε λοιπόν, αυτή την ομάδα των εκατόν πενήντα ατόμων, σημειωτέον ότι την εποχή εκείνη τον Ιανουάριο, δηλαδή, του ’22, ήτανε συγκεντρωμένοι περίπου πέντε χιλιάδες γυναικόπαιδα, τα οποία ήταν κυρίως απ’ τις περιοχές του Vezirköprü, του Ladik, της Έρπαα, της Νικόπολης και της Μπάφρας κυρίως, από αυτές τις περιοχές. Πήραν λοιπόν, οι συνοδοί και πάντα λέγοντας «συνοδοί» εννοώ τους ίδιους Κούρδους ή και άλλους που προστέθηκαν, γιατί οι περιοχές εκεί κατοικούνται ακόμα και σήμερα από Κούρδους κατά πλειοψηφία. Δηλαδή βρέθηκαν και καινούργιοι συνοδοί. Γιατί ή βρέθηκαν ή προϋπήρχαν και άλλοι που κουβάλησαν τους άλλους πέντε χιλιάδες, έτσι; Λοιπόν, και ξεκίνησε μία πορεία προς την έρημο της λίμνης Βαν. Φτάσανε στην περιοχή του Ahlat, είναι η περιοχή του Ματζικέρτ, εκεί όπου ο Ρωμανός ο Δ’, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έχασε τη μεγαλύτερη μάχη και έπαθε τη μεγαλύτερη ήττα του βυζαντινού στρατού απ’ τον Άλπ Αρσλάν, τον Σελτζούκο βασιλιά-ας το πούμε έτσι- το 1071 μ.Χ. Αυτή, φυσικά, θεωρώ ότι ήταν η μεγαλύτερη ήττα του Ελληνισμού, γιατί από ‘κει ξεχύθηκαν πλέον οι Σελτζούκοι σε όλη τη Μικρά Ασία και μετά από τρεις αιώνες στην ουσία, τέσσερις, κατέλαβαν και την Κωνσταντινούπολη και κατά συνέπεια, και στη συνέχεια και την Ελλάδα και τα Βαλκάνια κτλ.. Λοιπόν, τους πήγανε και τους μαντρώσανε στο παλιό νεκροταφείο των Σελτζούκων, γιατί εκεί υπάρχει νεκροταφείο της μάχης, το οποίο είναι κατασκευασμένο με κόκκινη, κοκκινωπή πέτρα, ασβεστολιθική κόκκινη πέτρα. Και τους μαντρώσαν εκεί μέσα, εννοώ την ομάδα. Εκεί εμφανίστηκαν κάποιοι και αγοράσανε μερικά κορίτσια. Αυτοί οι συνοδοί είχανε πάρει πληροφορίες ότι στο Ερζερούμ, το οποίο ήτανε βόρεια, βορειοδυτικά περίπου από το σημείο το συγκεκριμένο, είχαν ακούσει ότι υπάρχουν Αζέροι, οι οποίοι θέλουν να αγοράσουνε κορίτσια. Και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Δηλαδή, στην ουσία δεν εκτέλεσαν τη διαταγή που πήραν απ’ το κράτος «Πάτε τους όσο πιο βαθιά μπορείτε». Κάνανε βόλτες, για να μπορούν να πουλάνε. Λοιπόν, πήγανε, τις οδήγησαν από ‘κει μέχρι το Ερζερούμ και είναι χιλιάδες χιλιόμετρα αυτά. Δεν μιλάμε, τώρα, για αποστάσεις από ‘δω-ας πούμε- μέχρι την Κατερίνη ή μέχρι τη Βέροια. Λοιπόν, μέσα από βουνά, μέσα από κακοκαιρίες, χαλάζια, βροχές, χιόνια, οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανένας. Λοιπόν, εκεί τελικά οι πληροφορίες που είχαν πάρει, ήτανε ανυπόστατες. Δεν βρήκαν να πουλήσουνε. Και ξαναπήρανε πορεία, νότια πλέον, νοτιανατολικά. Και μετά από πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορώ να το προσδιορίσω ούτε η γιαγιά μου μπορούσε, γιατί ήταν χαμένη και στον χρόνο και στον χώρο, παντού, φτάσανε στη Silopi, η οποία είναι μία πόλη στη συμβολή των σημερινών συνόρων Συρίας-Ιράκ-Τουρκίας. Εκεί πράγματι εμφανίστηκαν κάποιοι από το Κιρκούκ οι οποίοι αγόρασαν, επίσης, γυναίκες και κορίτσια, απ’ αυτές που… Στο μεταξύ, απ’ τις εκατόν πενήντα περίπου που είχανε ξεκινήσει, εκεί είχαν απομείνει καμιά εικοσαριά, διότι στην πορεία όλο και χάνανε κάποιο κορίτσι ή κάποιο παιδί από την ταλαιπωρία, την πείνα και τα βάσανα που υφίσταντο. Από ‘κει τις πήρανε και τις πήγανε δυτικά πλέον, προς το Μαρντίν και το Ντιγιάρμπακιρ. Δηλαδή, ενώ κατευθύνθηκαν και φτάσαν μέχρι τη Silopi, που είναι τα βάθη της Ανατολίας-ας το πούμε έτσι- πήρανε δυτική πορεία. Και πήγανε σε πόλεις, στο Μαρντίν και στο Ντιγιάρμπακιρ, που κατοικούνται καθαρά από Κούρδους, είναι κουρδικές περιοχές και σήμερα. Και στο Ντιγιαρμπακίρ είχαν απομείνει πια δώδεκα γυναίκες, μεταξύ των οποίων η γιαγιά μου, η φίλη της η Μαρίκω και το πιτσιρίκι, το οποίο επέζησε και αυτό. Και τις αφήσαν, τις παρατήσαν στην τύχη τους, γιατί δεν μπορούσαν να τις πουλήσουνε, δεν έβρισκαν τρόπο-ας πούμε-να τις ξεφορτωθούν. Εκεί, για καλή τους τύχη, βρέθηκε ένας Μητροπολίτης από την Αντιόχεια, τους πήγε στην Αντιόχεια και από εκεί τους έστειλε στον Μητροπολίτη του Χαλεπίου. Και τις στεγάσανε σε κτίρια της Μητρόπολης. Και η γιαγιά μου εκεί, μαζί με τη φίλη της της Μαρίκω, δουλεύαν στον φούρνο της Μητρόπολης, κάναν ψωμιά κτλ.. Εν τω μεταξύ, ο χρόνος είχε περάσει. Κάποια στιγμή, ακούστηκε ότι υπογράφτηκε συνθήκη, ότι έγινε ανταλλαγή πληθυσμών, διότι στην περιοχή του Χαλεπίου υπήρχαν και Άγγλοι και ο Ερυθρός Σταυρός κτλ. και άρχισαν να αναζητούνε τι έχει γίνει με τους δικούς τους ανθρώπους και ψάχναν τον τρόπο να έρθουν στην Ελλάδα. Κάναν ένα κομπόδεμα οι δυο τους και κάποια στιγμή, πήγανε με τα πόδια στη Λαττάκεια της Συρίας και μετά στην [00:30:00]Τρίπολη του Λιβάνου, όπου με ένα καράβι αμερικάνικο… επιβιβάστηκαν σε ένα αμερικανικό καράβι και φτάσαν στη Ζάκυνθο. Εκεί ήτανε Δήμαρχος τότε —μόλις είχε εκλεγεί— κάποιος Ιθακήσιος στο επώνυμο, ο οποίος τους είπε ότι απέναντι, στην Αιτωλοακαρνανία, στη Βόνιτσα, στην περιοχή της Βόνιτσας, έχει ένα τουρκόφωνο χωριό προσφύγων που είχαν έρθει, ήδη είχανε εγκατασταθεί στην περιοχή. Το χωριό είναι ο Άγιος Νικόλαος. Και πράγματι, φρόντισε ο Δήμαρχος τότε της Ζακύνθου να τις πάει εκεί. Ναι μεν τουρκόφωνοι Πόντιοι και αυτοί, αλλά ήταν από άλλα μέρη του Πόντου, δεν γνώριζαν κανέναν ούτε αυτοί τις ξέρανε. Αυτοί στον Άγιο Νικόλαο είχανε πάει, όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών και αποκαταστάθηκαν στην Πέρδικα της Πρέβεζας, που είναι παραλιακό χωριό και το μισό χωριό έφυγε και πήγε και έκανε τον Άη Νικόλα. Τότε αυτοί οι Άγιο Νικολάτες —πώς να τους πούμε;— τις είπανε ότι στην Πρέβεζα έχουν γίνει δύο οικισμοί με τουρκόφωνους. Και ο πρόεδρος της εποχής εκείνης-ας πούμε- ο αρχηγός του χωριού, τέλος πάντων, με κάρα κτλ. τους πήγανε σε αυτά τα δύο χωριά. Αλλά κι εκεί δεν βρήκανε κανέναν. Εντάξει, απελπισμένες ψάχνανε και μέσω του Ερυθρού Σταυρού τους άντρες τους, τις οικογένειές, τους γνωστούς κτλ.. Από εκεί μάθανε ότι υπάρχουν δύο-τρία χωριά κάπου έξω απ’ τα Γιάννενα. Είναι η σημερινή Μπάφρα και ένα άλλο χωριό δεν θυμάμαι το όνομά του. Τραπεζούντα λέγεται; Και η Ανατολή. Τις πήγαν εκεί. Ούτε εκεί όμως, βρήκανε τα σόγια ή κοντοχωριανούς ή ανθρώπους γνωστούς απ’ την πατρίδα τους. Μέχρι τον Ιανουάριο του ‘25 κάθισαν στο χωριό το συγκεκριμένο, τις παραχωρήσανε στέγη και κάναν διάφορες δουλειές του ποδαριού, για να επιζήσουνε. Τρεις γυναίκες, δηλαδή δύο γυναίκες με το πιτσιρίκι. Μέχρι τον Ιανουάριο του ’25, που ο Ερυθρός Σταυρός τούς ανακοίνωσε ότι βρέθηκαν οι οικογένειές τους. Κι οι οικογένειές τους ήτανε στην Εξοχή της Δράμας. Οπότε, τις πήγανε στη Δράμα και συναντήθηκε με τον παππού μου, μετά από τον Αύγουστο του ’19 που τον είδε τελευταία φορά, τον Ιανουάριο του ’25. Δηλαδή, έξι ολόκληρα χρόνια δεν ήξερε αν ο άντρας της ζει ή πέθανε. Βρεθήκαν εκεί και στη συνέχεια, από εκεί μετοίκησαν, όπως είπα στην αρχή, στα πλαίσια εκείνης της κουβέντας που κάναμε στην αρχή, μετοίκησαν στον Κούκο της Πιερίας, γιατί εκεί ήταν ο αρχηγός τους. Και δημιουργήσανε το καινούργιο χωριό. Κοντολογίς η ιστορία της εξορίας και των βασάνων-ας πούμε-που πέρασε η γιαγιά μου είναι αυτή. Τώρα, αν θέλεις, Κωστή, καμιά ιδιαίτερη ερώτηση ή κάτι άλλο, αν μπορώ να συνεισφέρω να το κάνω ευχαρίστως.
Δεν ξέρω τι θέλετε να μοιραστείτε άλλο από το παρελθόν, πίσω από το παρελθόν τους, το παρελθόν της γιαγιάς στην προκειμένη, αφού για αυτή μιλάμε. Πριν ξεκινήσει όλη αυτή η πορεία, πού δούλευε στον Πόντο, τι έκανε, πώς γνωρίστηκε με τον παππού;
Στην περιοχή που ζούσε ο παππούς κι η γιαγιά, στην περιοχή του Vezirköprü, δηλαδή, είναι μία περιοχή περίπου 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Vezirköprü, υπήρχανε δεκατρία ελληνικά χωριά συγκεκριμένα. Δεκατρία ελληνικά χωριά. Γνωρίζω τα ονόματα, αλλά δεν είναι της παρούσης τώρα ένα-ένα να τα αναφέρω. Ήτανε χωριά περίπου από πενήντα έως και εκατόν πενήντα οικογένειες το κάθε χωριό. Και οικογένειά τότε εννοούνταν τουλάχιστον με δέκα άτομα η κάθε μία. Αυτοί λοιπόν, εκεί κάναν γεωργία. Και απ’ ό,τι μου έλεγε κι ο παππούς και η γιαγιά και απ’ ό,τι επισκέφτηκα και εγώ τα μέρη πρόσφατα, είναι πάρα πολύ εύφορα. Είναι στη βάση του βουνού του Ταφσάν Νταγ, στα 900μέτρα υψόμετρο. Είναι ένα οροπέδιο στην ουσία. Και έχουν πάρα πολλά νερά τρεχούμενα, με παραπόταμους, να το πω έτσι, αλλά παραπόταμους όπως είναι ο δικός μας ο Λουδίας, για να σου δώσω, Κωστή, να καταλάβεις, που είχανε και ποτίζονταν τα χωράφια τους. Είχανε βρει δηλαδή, την τεχνική, να ποτίζουν τα χωράφια τους. Και στην ουσία, κάναν γεωργία και κτηνοτροφία, γιατί είχανε ζώα πολλοί απ’ αυτούς. Κι ανεβαίνανε στα λεγόμενα «παρχάρια», τα λιβάδια στο Ταφσάν Νταγ και κάναν και κτηνοτροφία. Άλλοι ήταν ειδικευμένοι στο να κατασκευάζουν σπίτια. Κανονικά, μία κοινωνία, η οποία διέθετε όλα τα επαγγέλματα. Είχαν διώροφα σπίτια. Κάθε χωριό είχε το σχολείο του. Μάλιστα, το χωριό του… ένα χωριό απ’ τα δύο… ένα χωριό είχε και δύο σχολεία, γιατί είχε Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους, αλλά και Ευαγγελιστές. Είχαν δύο εκκλησίες, δύο σχολεία, γιατί τα παιδιά των Ευαγγελικών πηγαίναν, φοιτούσαν στο δικό τους σχολείο, τα παιδιά των Ορθοδόξων στο δικό τους. Και εκκλησιαζόταν καθένας στην εκκλησία τους. Η περιοχή είχε αρκετούς Ευαγγελικούς διάσπαρτους στα χωριά, κυρίως για τον λόγο που αναφέρθηκα στην αρχή, είχε γίνει προσηλυτισμός. Μάλιστα, η γιαγιά μου έχει ξαδέλφες, που είναι και σήμερα ακόμη και ζουν στην Κατερίνη. Και δεν ξέρω αν γνωρίζετε, η Κατερίνη είναι περίπου… θεωρείται η μητρόπολη των Ευαγγελιστών στην Ελλάδα, όπου έχουν και μεγάλη εκκλησία. Δηλαδή, έχουν και συνοικισμό που λέγονται «Ευαγγελικά». Και εγώ όταν πήγαινα και στο Γυμνάσιο, είχα αρκετά παιδιά στην τάξη, που ήτανε Ευαγγελικοί. Η γιαγιά, εντάξει, είχε πάει στο Κολέγιο να μορφωθεί, δεν πρόλαβε. Εννοείται ότι δεν πρόλαβε, γιατί είχαν ξεκινήσει απ’ το ‘14 κυρίως τα γεγονότα. Οπότε, δεν τελείωσε το σχολείο και ζούσε με την οικογένειά της, τις αδελφές και έναν αδερφό που είχανε, τον πατέρα και τη μάνα της, στο Sheikhşirin. Και ο πατέρας της θεωρούνταν εύπορος, γιατί είχε πολλά κοπάδια με αγελάδες κυρίως, λίγα πρόβατα κατσίκια και εντάξει, εννοείται κοτόπουλα και τέτοια, είχαν όλες οι οικογένειες. Αλλά θεωρούνταν απ’ τους εύπορους. Ο παππούς μου, που ήτανε στο απέναντι χωριό, το Sogucak, ο πατέρας του ήτανε σιδηρουργός και κατασκεύαζε και ασημικά. Δηλαδή, τα στέφανα γάμου, παραδείγματος χάρη, όλης της περιοχής τα κατασκεύαζε αυτός. Γιατί τότε όσοι παντρεύονταν, κάναν το δικό τους στεφάνι, ασημένιο. Και στην περιοχή, επειδή υπήρχαν τα μετάλλια σημείου στο Κιουμούς Ματέν, που ήταν ακριβώς στην άλλη πλαγιά του βουνού, πίσω απ’ το χωριό του παππού μου, αγόραζε τέτοιο ασημί σε σκόνη, το επεξεργάζονταν-ας πούμε-και έκανε και ασημικά σκεύη εκτός από όλα τα άλλα, δηλαδή τσάπες, αλέτρια… Ό,τι χρειαζούμενο από σίδερο, τα κατασκεύαζε αυτός. Ήταν ο μάστορας δηλαδή, όλων, και των δεκατριών χωριών, αλλά και άλλων χωριών, που ήτανε κυρίως τσερκέζικα, πήγαιναν όλοι στο εργαστήριο του προπάππου μου, να το πω έτσι. Και ο προπάππους μου σταμάτησε το σχολείο του παππού μου. Τον σταμάτησε, τον πήρε λόγω της άσκησης πιέσεων εκ μέρους των Ευαγγελικών, γιατί δεν ήθελε να αλλαξοπιστήσει το παιδί του. Και επειδή τον μεγάλο του γιο, τον αδερφό του παππού μου, δηλαδή, είχε στρατευτεί τότε από τον οθωμανικό στρατό και τον στείλαν στα «αμελέ ταμπουρού» -που λένε- τα τάγματα εργασίας. Είχε δραπετεύσει από ‘κει και πέρασε από την περιοχή του Καρς στην περιοχή του Βατούμ. Και ο προπάππους μου είχε ανάγκη τα χέρια του παππού μου, στην ουσία, για να τον μεταλαμπαδεύσει και την τέχνη του σιδηρουργού, για να πορευτεί στη ζωή του. Εκεί γνώρισε και τη γιαγιά μου, γιατί ήταν απ’ το διπλανό χωριό. Την έκλεψε, την παντρεύτηκε στο βουνό. Και αυτό έγινε το Νοέμβριο του ‘18 και έναν χρόνο μετά περίπου, την έχασε. Περιπλανώμενοι από βουνό σε βουνό και κυνηγημένοι, κάποια στιγμή χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν το ’25, όπως προείπα. Στα πλαίσια αυτής της αφήγησης δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει και ένα πολιτιστικό γεγονός, θα το ‘λεγα έτσι;
Ναι. Φυσικά, φυσικά.
Δίπλα στο χωριό, περίπου 6χιλιόμετρα απ’ το χωριό της γιαγιάς μου, υπήρχε ένα χωριό τσερκέζικο, το οποίο λέγεται Ahmet baba. Και σήμερα λέγεται έτσι. Και λέγεται Ahmet baba, γιατί αυτός ο Ahmet baba ήτανε καλόγερος των προηγούμενων αιώνων. Και οι [00:40:00]Μουσουλμάνοι της περιοχής, θέλοντας να τον τιμήσουν, κάναν ένα μοναστήρι-να το πω έτσι-στο χωριό τους, όπου διαβιούσανε καλόγεροι, Μουσουλμάνοι καλόγεροι. Βέβαια, εκ των υστέρων, κατάλαβα απ’ τα λεγόμενα του παππού μου και από αυτά που έμαθα και εγώ διαβάζοντας Ιστορία κτλ., επρόκειτο για ένα χωριό στο οποίο κατοικούσαν Αλεβίτες. Οι Αλεβίτες Μουσουλμάνοι δεν έχουνε τζάμια, είναι μονογαμικοί και μάλιστα, είχε γίνει και ανταλλαγή. Δηλαδή, παίρνανε και κορίτσια τους οι δικοί μας. Οι Ορθόδοξοι δηλαδή, παντρεύονταν και κορίτσια αυτωνών. Σε αυτό το μοναστήρι λοιπόν, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου μαζεύονταν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι και οι καλόγεροι κάναν, κατά κάποιον τρόπο, ένα συσσίτιο. Τάιζαν τον κόσμο που ερχόταν με προσφορές, που έκανε ο κόσμος στο μοναστήρι. Και μου περιέγραψε ο παππούς πώς ήταν αυτοί οι μοναχοί. Με μεγάλες καφέ κάπες και ψηλά καπέλα. Μετά συνδύασα ότι είναι οι λεγόμενοι «δερβίσηδες» αυτοί που κάνουν τον κυκλικό χορό. Και μάλιστα, απ’ τις αφηγήσεις του παππού μου… Μου είπε ότι οι κάτοικοι αυτού του χωριού στον μεγάλο χαμό που έγινε και στο κυνηγητό απ’ τους Τσέτες προστάτευσαν πάρα πολλούς Έλληνες, κρύψαν δηλαδή, αρκετούς Έλληνες και στη διάρκεια του αντάρτικου τους προμήθευαν και με τρόφιμα και με οπλισμό. Δηλαδή, στην ουσία ήτανε, κατά κάποιον τρόπο, σύμμαχοι. Εκεί ο παππούς μού είπε ότι θεωρούνταν αυτό το μοναστήρι, κατά κάποιον τρόπο, θαυματουργό, και για τους Έλληνες και για τους Μουσουλμάνους, μάλλον τους Ορθοδόξους και τους Μουσουλμάνους. Γιατί τότε δεν υπήρχε Έλληνας και Τούρκος. Ήταν όλοι… Στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας ο διαχωρισμός κυρίως γινότανε… Υπήρχε ο θρησκευτικός διαχωρισμός, όχι ότι δεν υπήρχαν εθνότητες. Οι δικοί μας λέγανε ότι «Εμείς είμαστε Ρούμ» που σημαίνει «Ρωμιός». Οι άλλοι ήτανε Τσερκέζοι, οι άλλοι ήταν Λαζοί κτλ.. Όπως υπήρχαν και Τούρκοι και Κούρδοι. Εθνότητες δηλαδή, υπήρχαν, αλλά δεν ήταν η διάκριση τόσο έντονα, γιατί η περισσότερη διάκριση γινόταν με βάση το θρήσκευμα. Λοιπόν, θεωρούσαν το μοναστήρι θαυματουργό. Και μου είπε ο παππούς μου, ότι «Και εγώ όταν ήμουν μικρός, είχε γεμίσει το σώμα μου με πληγές και με πήγε η μάνα μου στην πλάτη της». Και κάναν το εξής-ας πούμε- οι δερβίσηδες: βάζαν τον ασθενή να γονατίσει. Είχαν ένα τεράστιο, μεγάλο σπαθί, κυρτό. Παίρναν ένα ποτήρι και το γεμίζαν νερό απέξω, απ’ τον χώρο του μοναστηριού-ας πούμε- και το κρατούσανε όρθιο το σπαθί. Ρίχναν το νερό στην κορυφή του σπαθιού και ό,τι έσταζε, βάζαν τον υποτιθέμενο ασθενή από κάτω, να μαζέψει τις σταγόνες του νερού και μετά να το πιει το νερό. Και υποχρεωτικά ο καθένας απ’ τους ενίοτε ασθενείς-ας πούμε-βάζαν το πουκάμισο, το πανωφόρι που φορούσανε, πάνω σε μία «Αγία Τράπεζα» την έλεγε ο παππούς μου, ένα τραπέζι ουσιαστικά, που ήταν στη μέση του χώρου. Και τους βάζαν και κοιμόταν έξω απ’ το μοναστήρι. Και το πρωί-λέει- κάποιος απ’ τους καλόγερους έβγαζε το πανωφόρι και αν είχε άσπρη τρίχα πάνω, έπρεπε να κάνει η οικογένεια δώρο άσπρο κοτόπουλο-ας πούμε-ή άσπρο αρνί. Αν είχε μαύρο, αντίστοιχα, μαύρο κοτόπουλο ή μαύρο αρνί, ό,τι μπορούσε να δώσει ο καθένας. Και λέει ο παππούς μου ότι —εντάξει, απ’ όσα θυμόταν, γιατί ήταν μικρό παιδί— τον είχε πάει η μάνα του και ότι γιατρεύτηκε απ’ αυτό. Και βέβαια, μου είπε: «Κοίταξε, Βασιλάκη. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Αλλά, υπήρχε κόσμος που τα πίστευε». Και ήταν ένα κοινωνικό γεγονός. Και δεν ήταν μόνο η σύναξη την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Πήγαιναν δηλαδή, και οι δικοί μας, οι Ορθόδοξοι, πολλοί αναξιοπαθούντες απ’ την περιοχή, και τους τάιζαν οι καλόγεροι. Οι καλόγεροι ζούσαν απ’ τις προσφορές του κόσμου. Και θέλω να πω μ’ αυτό, τι δέσιμο είχανε παρά το γεγονός ότι ήτανε διαφορετικές εθνότητες και διαφορετικού θρησκεύματος, πόσο ενωμένοι ήτανε. Και… Γιατί, όπως προείπα και προηγουμένως, και τα χρειαζούμενά τους και όλα, τα κατασκεύαζε και ο προπάππους μου. Και ψωνίζαν απ’ τα… Γιατί σ’ ένα χωριό, το Dereköy, που είναι πιο κοντινό και ήταν το μεγαλύτερο, είχε και μπακάλικο-ας πούμε- την εποχή εκείνη. Είχε και καφενείο, gιατί τα άλλα χωριά δεν είχαν καφενεία. Συνήθως οι συνάξεις γινόταν στην πλατεία έξω απ’ το σχολείο. Δεν ήταν δηλαδή, όπως σήμερα, κάθε χωριό στο καφενείο του κτλ.. Αλλά εκείνο το χωριό είχε και μπακάλικο, το οποίο προμηθευόταν διάφορα χρειαζούμενα: πετρέλαιο, ρύζια… Τέτοια πράγματα, τα οποία δεν παρήγαγαν εκεί, τα παίρνανε από το Vezirköprü ή απ’ τη Μερζιφούντα. Και προμήθευε τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Ήθελα να πω κι αυτό το γεγονός-ας πούμε- με τη Μονή, για να καταδείξω και αυτό, ότι είχαν και πολιτισμικούς δεσμούς εκτός έξω απ’ το γεγονός ότι ήταν διαφορετικών θρησκειών και εθνοτήτων. Υπήρχαν, δηλαδή… Ανά τους αιώνες δημιουργήθηκαν και κοινά ήθη και έθιμα, να το πούμε έτσι. Συν το γεγονός ότι παντρεύονταν και κορίτσια τους, κυρίως. Δηλαδή, οι Έλληνες άντρες παντρεύονταν κορίτσια δικά τους. Αυτό. Δηλαδή, δεν δίναμε εμείς κορίτσια σε αυτούς, αλλά τα κορίτσια τους τα παίρναμε, κατά κάποιον τρόπο!
Θυμάμαι, off the record, σε άλλη συνάντησή μας, μου είχατε πει και για μία πιθανή, υποθετική σύνδεση του αμερικανικού Halloween με ένα τοπικό έθιμο.
Ναι, ναι. Κι αυτό έχει ενδιαφέρον πολιτιστικό. Μέχρι τα 11-12 μου χρόνια, που ζούσα στο χωριό, κάθε τέλος Οκτωβρίου και αρχές Νοεμβρίου, το βράδυ, δηλαδή, της τελευταίας νύχτας του Οκτωβρίου προς Νοέμβριο, κατασκευάζαμε φανάρια με κολοκύθες. Παίρναμε δηλαδή, μεγάλα κολοκύθια, κόβαμε το επάνω μέρος οριζόντια, κάναμε ένα καπάκι, δηλαδή, αδειάζαμε το περιεχόμενο. Στη βάση της κολοκύθας κάναμε μία τρυπούλα και βάζαμε ένα κερί και φτιάχναμε μάτια, στόμα, μύτη. Κόβαμε δηλαδή, την κολοκύθα έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα πρόσωπο και το βράδυ ανάβαμε το κερί και πηγαίναμε έξω απ’ τα νεκροταφεία του χωριού, για να κυνηγήσουμε τα «χοτλάχια». Τα χοτλάχια ήτανε οι καλικάντζαροι-ας πούμε —αυτό έχω καταλάβει, τουλάχιστον, απ’ τις διηγήσεις του παππού μου, τα οποία… και τη γιορτή την κάνανε για ποιον λόγο; Γιατί είχαν τελειώσει τις σπορές και όλα αυτά τα πράγματα και θεωρούσαν ότι πρέπει να κυνηγήσουν τα χοτλάχια, γιατί βγαίναν τη νύχτα αυτά-υποτίθεται- και καταστρέφαν τις σοδειές ή τις σπορές τους. Και για να τα ξορκίσουνε, να τα κυνηγήσουνε, πηγαίνανε έξω απ’ το νεκροταφείο κάθε χωριού και κάναν αυτή την τελετή. Δηλαδή, όλοι με αναμμένες κολοκύθες, με ντενεκέδες και ξύλα, χτυπώντας τους ντενεκέδες με τα ξύλα τους, να κάνουνε θόρυβο κτλ. και με ουρλιαχτά των ίδιων, να τρομάξουνε τα χοτλάχια, που θεωρούνταν ότι είναι μικρά σκυλάκια, έτσι τα είχανε ταξινομήσει στο… Αυτό τουλάχιστον, με έχει διηγηθεί ο παππούς μου. Και αυτό το έθιμο το φέρανε και στην Ελλάδα και το τηρούσαμε και εμείς. Δηλαδή, κι εγώ μέχρι τα 12 μου χρόνια, με άλλα παιδιά του χωριού, πηγαίναμε στα νεκροταφεία και κάναμε τη συγκεκριμένη τελετή. Τώρα, θεωρητικά, δεν ξέρω, με τις δικές μου γνώσεις… Τελευταία άκουσα για τη γιορτή τη συγκεκριμένη, που κάνουν οι Αμερικανοί, Halloween, πώς το λένε. Ετυμολογικά η λέξη, γιατί ταιριάζει απόλυτα. Γιατί στην τουρκική προφορά το «χοτλάχι» λεγόταν «χόοτλαχ» κάπως έτσι. Και βλέποντας με ποιον τρόπο γιορτάζουν οι Αμερικανοί τις ίδιες ημερομηνίες, θεωρώ ότι είναι ένα… Δεν μπορώ να ξέρω με ποιον τρόπο υπάρχει παρόμοια γιορτή στην Αμερική. Βέβαια, υπάρχουν διαφορές θεωρίες, οι οποίες λένε ότι ακόμα προ Χριστού κτλ. πολλοί Έλληνες του Πόντου είχαν μετοικήσει στην Ιρλανδία για εξαγωγή σιδήρου, για σιδηρομετάλλευμα, δηλαδή, κάναν εμπόριο και ότι πιθανόν πάρα πολλοί από αυτούς να παρέμειναν στην Ιρλανδία με τους αιώνες και να πέρασαν ως μετανάστες πλέον στην Αμερική και να μεταφέραν εκεί το έθιμό τους. Γιατί αυτό που επίσης, έμαθα, είναι ότι ήτανε ιρλανδικό έθιμο αυτό και μεταφέρθηκε στην Αμερική από μετανάστες. Ιρλανδούς. Όχι Ιταλούς, όχι Γερμανούς, όχι Πολωνούς, ούτε Έλληνες. Από Ιρλανδούς. Και κάνοντας αναγωγή-ας πούμε- και τη σκέψη ότι ετυμολογικά οι λέξεις ταιριάζουνε, μου φαίνεται πολύ πιθανό να συνέβη κάτι τέτοιο. Κι η άλλη υπόθεση είναι μήπως τη γιορτή τη συγκεκριμένη, την είχαν φέρει ιεραπόστολοι Αμερικανοί στην [00:50:00]περιοχή, που μπορεί να συμβαίνει και αυτό. Αλλά απ’ τις συζητήσεις, απ’ όσο θυμάμαι με τον παππού, μου έλεγε ότι αυτό το έθιμο το είχανε απ’ τους παππούδες τους, γιατί οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι στην περιοχή εκεί, εμφανίστηκαν το 1870. Δηλαδή, δεν συνδέεται τόσο απλά. Γιατί, όταν ο παππούς του παππού μου έκανε, κάναν τη γιορτή του χοοτλάχ-ας πούμε- αυτό συνέβαινε το 1850, πολύ πριν την έλευση των Αμερικάνων. Εν πάση περιπτώσει, είναι δύο θεωρίες που δεν στηρίζονται, βέβαια, σε ντοκουμέντα, αλλά εντάξει, ο καθένας μπορεί να κάνει και μία υπόθεση. Ας υποθέσω ότι-ας πούμε-οι δικές μου δύο υποθέσεις δεν ευσταθούν. Πάντως, είναι σκέψεις μου, οι οποίες, αν ψαχτούν επιστημονικά, μπορεί κάτι να αποδώσουν. Εγώ βέβαια, δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο κι ούτε ειδικός επιστήμονας είμαι, ούτε… Απλά μεταφέρω γεγονότα και βιώματα των προγόνων μου. Αυτά.
Πολύ ωραία. Και γυρνώντας λίγο, σε κάτι πιο βαρύ πάλι, νομίζω, επίσης, off the record, μου είχατε πει για ένα περιστατικό, που έγινε στο συγκεκριμένο χωριό, μία επίθεση…
Με τους αντάρτες; Στην Τουρκία ή στην Ελλάδα;
Στην Τουρκία, στην Τουρκία.
Α, στην Τουρκία.
Με έναν αρχηγό που… δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς.
Α, που τους κάψαν στη σπηλιά;
Ναι, ναι.
Ναι, λοιπόν… σας είπα ότι τον Ιούλιο του ’21 κατέβηκε η γιαγιά μου με τη μάνα της και τη μία αδελφή της στο χωριό, να δούνε τι κατάσταση επικρατεί. Πριν απ’ αυτό, είχαν εκδιωχθεί, είχαν ξεριζωθεί απ’ τα σπίτι τους. Τα κάψανε οι… πάλι Κούρδοι. Σε μία απ’ τις επιθέσεις που κάνανε, πιάσανε τη μία αδελφή της γιαγιάς μου, τον πατέρα της και άλλους χωριανούς. Κι από άλλα χωριά άλλους κατοίκους, άλλων χωριών, κυρίως γυναικόπαιδα, γιατί οι άντρες οι περισσότεροι απουσίαζαν, ήταν στα βουνά. Και τους οδηγήσανε σε μία σπηλιά, η οποία είναι… Την επισκέφτηκα και αυτή. Είναι ανάμεσα στα χωριά, σημερινά τουρκικά χωριά, το Eşen και το Halkahavlı. Είναι στη μέση ακριβώς της απόστασης των δύο χωριών. Είναι ένας αρχαίος παφλαγονικός τάφος με τρεις τεράστιες κολώνες μπροστά, σκαλιστός και το άνοιγμα του βράχου δημιουργεί σπηλιά. Ήταν τάφος αρχαίος. Τον έχω τραβήξει και αρκετές φωτογραφίες, τον επισκέφτηκα, όπως είπα. Λοιπόν, οδήγησαν όλο αυτό το πλήθος που μάζεψαν και το ‘κλεισαν στη σπηλιά. Η αδερφή της γιαγιάς μου κατάφερε στη διαδρομή να δραπετεύσει. Ο πατέρας της δεν γλίτωσε. Κι έχασε τον πατέρα της εκεί. Τι κάναν οι Κούρδοι; Βάλανε φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς μαζεύοντας πουρνάρια και πεύκα που έχει εκεί πέρα και τους έπνιξαν όλους μέσα στη σπηλιά. Εντάξει, δεν θέλω αφηγούμενος να δραματοποιήσω το γεγονός, γιατί θεωρώ ότι δραματικό είναι από μόνο του. Γιατί η γιαγιά μου πάντα, μου έλεγε: «Παιδάκι μου, όταν θα πας στην Τουρκία» —γιατί ήταν δεδομένο για τη γιαγιά και τον παππού ότι κάποτε θα πάω στην Τουρκία, να επισκεφτώ «την πατρίδα». Έτσι λέγανε. Γιατί, ακόμα και μέχρι την τελευταία στιγμή που πεθάνανε αναφερόμενοι για τον Πόντο λέγανε πάντα: «Η πατρίδα μου, η πατρίδα μου, η πατρίδα μου». Λοιπόν… Και μου έλεγε ότι: «Να πας να το βρεις αυτό το…» Το έλεγε «mağara», που σημαίνει σπήλαιο στα τουρκικά. Πάντα: «Να πας σ’ αυτό το mağara —στα τουρκικά, βέβαια, μου μιλούσε— και να ανάψεις ένα κερί, να ησυχάσουν οι ψυχές των ανθρώπων που κάηκαν ζωντανοί εκεί μέσα». Και βέβαια, το έκανα.
Όσο σας άκουγα βέβαια θυμήθηκα ότι το περιστατικό στο οποίο αναφερόμουν εγώ, είναι ένα περιστατικό, νομίζω, με αφορμή τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, που είχε γίνει μία ενέδρα-
Όχι του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας.
Της Παναγίας, συγγνώμη.
Λες για τη μάχη του Τσασούρ.
Ναι.
Ναι. Εκεί ήτανε. Αύγουστος του ’17. Πάντως, πάρα πολλοί Πόντιοι συγγραφείς από συγγράμματα που ‘χω διαβάσει, τοποθετούνε την ημερομηνία αυτή δυο χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του ’19. Όμως, επειδή εγώ κατάγομαι απ’ άνθρωπο που μετείχε στη μάχη και μου τα μετέδωσε και μου τα μετέφερε, η μάχη έγινε 14 προς 15 Αυγούστου του 1917. Και έγινε, γιατί σε παρακείμενη σπηλιά, τη σπηλιά του Οτ Καγιά, είχανε κλειστεί περίπου εξακόσια γυναικόπαιδα με εξήντα τόσους ενόπλους. Τους απέκλεισε ένα τουρκικό, οθωμανικό απόσπασμα, γιατί τότε οθωμανικό ήτανε το κράτος, ας πούμε. Και κατάφεραν… Τελειώσανε τα όπλα, οι σφαίρες κτλ. και κατάφεραν να τους εξοντώσουν όλους. Και καμιά τριανταριά κορίτσια όμως, τα πήρανε. Τα μεταφέρανε στο διπλανό χωριό, που τότε λεγόταν Τσασούρ και σήμερα λέγεται Esençay, όπου τα βιάσανε οι κάτοικοι οι Τούρκοι, πλέον, ήταν Τούρκοι, τουρκικό χωριό, οι Τούρκοι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού. Τότε στη Μπάφρα Επίσκοπος ήτανε ο Αγριτέλης, ο οποίος σύναξε όλους τους καπεταναίους που βρίσκονταν στα βουνά και τους εξέθεσε ένα σχέδιο. Το σχέδιο ήταν να χτυπηθεί εκεί, γιατί έδρευε εκεί πέρα οθωμανικό στράτευμα, έτσι ώστε να καταφέρουν ένα φοβερό πλήγμα στα οθωμανικά στρατεύματα, για να πετύχουν μια μεγάλη νίκη στα πλαίσια του απελευθερωτικού αγώνα που κάνανε. Στο συγκεκριμένο πανηγύρι, που γίνεται ακριβώς κάτω από το ύψωμα στο οποίο είναι η συγκεκριμένη σπηλιά, υπήρχε ένα πλάτωμα με μεγάλη ελληνική εκκλησία, της Παναγίας. Και εκεί συνάζονταν κάθε χρόνο και Μουσουλμάνοι. Τη συγκεκριμένη χρόνια όμως, δεν πήγανε Μουσουλμάνοι, γιατί… επειδή είχε προηγηθεί τέσσερις μήνες νωρίτερα το γεγονός αυτό, κάπου ήταν συγκρατημένοι, μήπως γίνει κάνα επεισόδιο με τους Χριστιανούς κτλ.. Και αυτό βέβαια, εξυπηρέτησε τα σχέδια του Επισκόπου, ο οποίος κατάφερε [και σύναξε το προηγούμενο διάστημα τους καπεταναίους και όρισε επικεφαλής του στρατεύματος-ας το πούμε έτσι-των συντεταγμένων πλέον ανταρτικών ομάδων, κάποιον Κυριάκο Παπαδόπουλο, ο οποίος λεγότανε στα τούρκικα και Κισά Μπατζάκ, που σημαίνει «κοντοπόδης» «με κοντό πόδι», γιατί είχε τραυματιστεί πολύ παλιότερα και κατά κάποιον τρόπο ήταν μισοκουτσός, ο οποίος ήταν πάρα πολύ σκληρός. Κατάγονταν από διπλανό χωριό του παππού μου. Τα χωριά τους απείχαν δηλαδή, 3χιλιόμετρα και ο παππούς μου ήταν διμοιρίτης του. Γιατί ανήκε στο σώμα του Κισά Μπατζάκ η ομάδα η αντάρτικη του παππού μου. Μαζεύτηκαν —εγώ θα πω αυτό που έλεγε ο παππούς μου— περίπου τρεις χιλιάδες ένοπλοι. Άλλοι Πόντιοι συγγραφείς ανεβάζουν τον αριθμό και στις εφτά και στις δώδεκα χιλιάδες. Και εκ των υστέρων, επειδή ο παππούς μου είπε: «Περίπου τρεις χιλιάδες ήμασταν» αυτοί που είχαν όπλα. Ήταν περισσότερος κόσμος, είχε συναχτεί περισσότερος κόσμος, αλλά δεν είχαν οπλισμό, και κατέστρωσαν ένα σχέδιο επίθεσης. Ήρθε ο Επίσκοπος από τη Μπάφρα με το κάρο του, με την άμαξά του, ευλόγησε το στράτευμα, χορέψανε ένα μεγάλο κυκλικό χορό. Βάλανε τους καλύτερους οργανοπαίκτες απλωμένους να παίζουνε μουσική και παίζανε τότε την πίπιζα. Δεν παίζανε… Γιατί στην περιοχή του δυτικού Πόντου κυριαρχούσε κυρίως η πίπιζα και όχι η λύρα. Η λύρα ήτανε κυρίως-ας πούμε- όργανο του ανατολικού Πόντου. Στον δυτικό Πόντο είχαν την γκάιντα, την πίπιζα και τον κεμανέ, που ο κεμανές είναι λύρα μεν, αλλά διαφορετική από την κανονική, αυτή που γνωρίζουμε σήμερα ή που ακούμε στην ποντιακή μουσική. Λοιπόν… Και στις 3.00 η ώρα τα μεσάνυχτα δόθηκε το πρόσταγμα της επίθεσης, όπου σκοτώσανε περίπου οχτακόσιους Οθωμανούς στρατιώτες, περίπου εξακόσιους χωριανούς. Και εν πάση περιπτώσει, κάναν ό,τι έκανε ο Κολοκοτρώνης στην Τριπολιτσά. Δηλαδή, επί δικαίων και άδικων σφάξανε και άμαχο πληθυσμό. Βέβαια, εντάξει, παραπονιόμαστε και εμείς-ας πούμε-για τα έκτροπα που κάνανε οι Οθωμανοί στους δικούς μας πληθυσμούς. Δεν τίθεται θέμα δικαιολογίας. Έτσι ενήργησαν όπως ενεργούσαν όλοι σε μία τέτοια κατάσταση. Αυτοί απ’ το ‘14 ήταν κυνηγημένοι. Κατά τον Επίσκοπο Αγριτέλη έπρεπε να κάνουν μία νίκη, για να κόψουν τα φτερά-ας πούμε- του οθωμανικού στρατού. Και πράγματι, αυτή η νίκη… μέχρι και δύο χρόνια περίπου, η περιοχή δεν πειράχτηκε στην ουσία, γιατί πήραν ένα πολύ καλό μάθημα —καλό μάθημα, τέλος πάντων— η εξουσία του οθωμανικού στρατεύματος και προσπάθησε με άλλους τρόπους να χτυπήσει [01:00:00]τα αντάρτικα σώματα, με προδοσίες και μ’ εξαγορές, κυρίως. Και γιατί ήταν πολύ δύσκολο να δώσουνε μάχη εκ του συστάδην. Γιατί αυτοί ήταν τακτικός στρατός και οι Πόντιοι ήταν αντάρτες. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μάχη με αντάρτικα σώματα. Κατά καιρούς ανέβαιναν στα βουνά, αλλά παθαίναν κυρίως πανωλεθρίες, οπότε δεν επέλεγαν και αφήσαν για καμιά διετία περίπου την περιοχή, περίπου, ήσυχη. Περίπου. Αυτή ήταν η μάχη του Τσασούρ. Παρεμπιπτόντως, πρόσφατα στο διαδίκτυο βρήκα φωτογραφίες, όπου ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος πριν από δύο χρόνια πήγε στη σπηλιά τη συγκεκριμένη κι έκανε τρισάγιο στη μνήμη των ψυχών, των σφαγιασθέντων στη σπηλιά. Και τα θεμέλια της εκκλησίας υπάρχουνε και σήμερα. Αν μπει κάποιος στο Google, τα βλέπει, τα θεμέλια πλέον και κάποια… ένα μέρος της τοιχοποιίας.
Ωραία και ερχόμενος τώρα σε εσάς, πάλι, μεγαλώσατε μέσα σε όλη αυτή τη διήγηση, σε εκείνο το χωριό, και κάποια στιγμή επισκεφτήκατε, όπως είπατε πολλάκις, και την Τουρκία. Πώς ήταν, όταν βρεθήκατε σ’ αυτά τα μέρη;
Πήγα με τη γυναίκα μου. Η γυναίκα μου είναι Θρακιώτισσα, αλλά έχει ακούσει πολλές απ’ τις διηγήσεις, γιατί θέλοντας και μη, στη διάρκεια του βίου μας, πολλές φορές αναφέρομαι σ’ αυτά τα γεγονότα. Τα ‘χει μάθει. Εγώ θεώρησα ότι πάω στην πατρίδα μου. Πραγματικά. Και παίρνοντας ταξί από την Αμάσεια, για να πάω μέχρι το χωριό του παππού μου, περίπου στα 95χιλιόμετρα, πριν το Vezirköprü, έβλεπα αριστερά ένα βουνό, που η κορυφή του απ’ το συγκεκριμένο σημείο του οροπεδίου του Vezirköprü, φαινότανε σαν χελιδονοφωλιά, η κορυφή. Έκανε κάπως ένα τέτοιο σχήμα. Και λέω της γυναίκας μου «Κοίταξε να δεις, βλέπεις εκείνη τη χελιδονοφωλιά; Το χωριό του παππού μου είναι ακριβώς στη βάση». Και μου λέει: «Έλα μωρέ, μην τα παραλές τώρα! Σιγά; Εδώ γεννήθηκες;» Και της λέω: «Ναι, είναι σαν να γεννήθηκα εδώ». Απ’ τις διηγήσεις, δηλαδή, που προϋπήρχαν, ήξερα την τοπιογραφία. Δηλαδή, όταν… Είχαμε πάρει έναν πιτσιρικά ταξιτζή, 20χρόνων, ο οποίος είχε πάθει πλάκα, είχε πάθει σοκ! Μου έλεγε στα... στην Τουρκία τα νεαρά παιδιά απευθυνόμενα σε μεγαλύτερους δεν τους λένε «Κύριε» τους λένε «Θείο». Και με αποκαλούσε στα τουρκικά «Θείο» «Ρε θείο, πού το ξέρεις αυτό; Πού το ήξερες;» Εγώ όταν πήγα στη σπηλιά-ας πούμε- τη συγκεκριμένη που αναφέρθηκα προηγουμένως, εκεί που άναψα το κερί, εντυπωσιάστηκε αυτός. Μου λέει: «Καλά, πού το ξέρεις αυτό, τον ναό, το… Εμείς-λέει-εδώ πέρα ζούμε χρόνια και αυτό το πράγμα δεν το ήξερα». Ε, τι να του έλεγα εγώ τώρα του παιδιού, ότι «Ξες κάτι; Εδώ πέρα οι πρόγονοί σου ή κάποιοι άλλοι που μένανε, Μουσουλμάνοι, κάψανε ζωντανά γυναικόπαιδα και τέτοια;» Δεν υπήρχε κάνας λόγος να κάνω τέτοια συζήτηση. Αλλά μου ήταν πολύ οικεία όλη η περιοχή. Πάρα πολύ οικεία. Και βέβαια, το πιο ωραίο από όλα, ήταν ότι βρήκα άνθρωπο, ο οποίος γνώριζε τον παππού μου, διότι ο παππούς μου το ‘68 επισκέφτηκε την πατρίδα του και βρήκε τον φίλο του, αυτόν που είπα προηγουμένως, τον Αλεβίτη, ο οποίος συνεισέφερε με τρόφιμα και χρήματα τους αντάρτες στα βουνά. Ήταν φίλος του παππού μου και τον φιλοξένησε πέντε νύχτες στο σπίτι. Αυτός ο παππούς που βρήκα εγώ, τότε ήτανε περίπου στα 35, όταν πήγε ο παππούς μου. Και από διηγήσεις που είχε κι αυτός από τον πατέρα του «Να, ο Καπετάν Ανέστης, ο Α, ο Β, ο Γ», ήξερε σχεδόν όλες τις ιστορίες. Τις είχε μάθει. Και όταν τον βρήκα στο χωριό… βέβαια, δεν περίμενα ότι θα τον βρω. Γιατί, είχα ρωτήσει σ’ ένα μπακάλικο εκεί πέρα, αν υπάρχει ένας μεγάλος σε ηλικία και μου απάντησαν «Δεν έχει. Πεθάναν όλοι». Και κάπου απογοητεύτηκα. Και στη στροφή για να φύγουμε, για να επιστρέψω, τον είδα έξω στα αλώνια του χωριού, ο οποίος έσερνε ένα άλογο πίσω του και ένα τσεκούρι στον έναν ώμο και ένα ταγάρι στον άλλον και πήγαινε με τ’ άλογό του να το ταΐσει, ας πούμε. Και εκεί τον φώναξε ο ταξιτζής. Ήρθε και του λέει: «Να-λέει- αυτός ο κύριος είναι απ’ την Ελλάδα και εδώ γεννήθηκε ο παππούς του». Και με ρωτάει-Και λέει: «Ο κύριος μιλάει τουρκικά»-ο παππούς «Ποιανού, από ποιανού σόι είσαι;» Ε, και μόλις του ανέφερα ποιανού σόι είμαι, ο άνθρωπος έπεσε κάτω στα χόρτα. Χτυπιότανε στο κλάμα απ’ τη συγκίνηση. Τον σηκώσαμε με το ζόρι εγώ με τον ταξιτζή. Μ’ αγκάλιασε και δεν μ’ άφηνε να φύγω απ’ την αγκαλιά του. Κι άρχισε να μου λέει ιστορίες για τον παππού, για τον πατέρα του, πώς τον είχε γνωρίσει κτλ.. Εν πάση περιπτώσει, τα αποτύπωσε όλα αυτά η γυναίκα μου και σε φωτογραφίες. Μιλήσαμε. Εγώ, επειδή ήμουν πολύ βιαστικός στη μετάβαση —γιατί, δεν είχα χρόνο πολύ, γιατί ήμουν με τουριστικό λεωφορείο και είχα αποσπαστεί και πήγα ειδικά να δω το χωριό— ε, τον είπα ότι «Θα έρθω και του χρόνου». Γιατί πραγματικά είχα σκοπό να πάω και την επόμενη χρονιά και με τις αδερφές μου, γιατί θέλαν κι αυτές να πάμε. Κι εφόσον είχα πάει και ήξερα, ήταν πιο εύκολο, αλλά δεν το κατάφερα. Για διάφορους άλλους λόγους δεν μας ταίριαξε, δεν μπόρεσα να πάω. Και μου είπε ότι «Αν έρθεις εδώ, να ξέρεις ότι θα σε φιλοξενήσω και θα σφάξω σαράντα αρνιά και θα κάνουμε πανηγύρι». Και μόνο τα λόγια του γέρου —δεν ξέρω αν θα έσφαζε σαράντα αρνιά ή ένα—και μόνο τα λόγια μού δείξανε πόσο μεγάλη αγάπη και τι εκτίμηση έτρεφαν ο ένας προς τον άλλον. Εννοώ ο πατέρας του προς τον παππού μου και το αντίθετο. Και μάλιστα, ο παππούς μου, όταν πήγε το ‘68 στην Τουρκία, είχε μαζέψει χρυσές λίρες από ‘δω, τις έραψε στο σακάκι του, γιατί εντάξει, δεν ήξερε και τι θα αντιμετωπίσει στα σύνορα, γενικά στην Τουρκία, και τις έδωσε στον πατέρα αυτουνού, τον φίλο του, δηλαδή. Γιατί; Γιατί στη διάρκεια πια, που τελειώνανε όλα τα πράγματα και λίγο πριν τη Συνθήκη της Λωζάνης, το ανταρτικό είχε διαλυθεί σχεδόν, ο παππούς μου έμενε πάνω με κάποια παλικάρια, κατέβηκαν μία νύχτα και του κλέψανε τέσσερα βόδια απ’ το μαντρί, γιατί δεν είχανε τι άλλο να κάνουνε για να φάνε, για να ζήσουνε. Και σε αποζημίωση εκείνης της κλοπής, μάζεψε λίρες από τους Έλληνες που ήταν στο βουνό την εποχή εκείνη και τις πήγε και του είπε του φίλου του, ότι «Ξες, αυτές οι λίρες είναι για εκείνα τα τέσσερα βόδια, που σε κλέψαμε από το μαντρί, γιατί αν δεν ήταν εκείνα τα βόδια, κάποιοι δεν θα ζούσαν σήμερα». Και πράγματι… Ντάξει, ήταν συγκινητικό και μόνο το γεγονός αυτό. Αυτά, Κωστή. Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι αρκετά είπαμε.
Ναι, συμφωνώ. Μόνο μια τελευταία ερώτηση, αν δεν έχετε κι εσείς κάτι άλλο να πείτε. Επειδή αναφερθήκατε στην αρχή και το ότι όλα αυτά είναι επίκαιρα, εν τέλει μιλήσατε εκεί; Μου είπατε για τον ταξιτζή. Δεν του είπατε. Αλλά γενικά μιλήσατε με ανθρώπους;
Μίλησα. Ναι, μίλησα, γιατί πηγαίνοντας σε μια άλλη χώρα, αν μιλάς τη γλώσσα τους, σε βλέπουν διαφορετικά. Αυτό είναι γεγονός. Οπουδήποτε και να πας. Επειδή μιλούσα λοιπόν, τη γλώσσα τους, έτυχε να μιλήσω με έναν νεαρό 25 χρόνων έξω από την Havza, με έναν μεγαλύτερο —όχι ταξιτζή—, έναν απ’ αυτούς που έχουν τα πουλμανάκια στην Τουρκία, γιατί αυτοί έχουν πολλά πουλμανάκια δέκα-έντεκα θέσεων για να κουβαλάνε τουρίστες. Βρήκα μια Πόντια γιαγιά σ’ ένα χωριό στα κορφοβούνια του Πόντου, η οποία μού είπε ότι «Είμαστε Ρούμ» δηλαδή, αυτή έχει μείνει ακόμα στο 1920, ότι «Είμαστε Ρούμ, ότι παραμείναμε εδώ και ότι υπάρχουν σαν κι αυτήν πάρα πολλοί και να δώσω πολλά χαιρετίσματα στην Ελλάδα». Κλαίγοντας όλα αυτά. Με τον νεαρό που συζήτησα, έμαθα διάφορα πράγματα. Αυτός ήταν Αλεβίτης, γιατί στην περιοχή πρέπει να υπάρχουν αρκετοί Αλεβίτες. Γιατί του έκανα συζήτηση για την κατάσταση του καφενείου του, το οποίο ήταν ρημαγμένο. Εν τω μεταξύ, απ’ την άλλη μεριά του διεθνή [δρόμου] η πόλη της Havza ήτανε —τι να πω τώρα;— πολιτεία με τα όλα της! Με τα πάρκα της, με τα πεζοδρόμιά της, με τα σιντριβάνια της, με ωραία καταστήματα. Και του λέω: «Καλά εσύ εδώ, τόσο κοντά, για ποιον λόγο δεν μπορείς να έχεις ένα καφενείο πάνω στον διεθνή, λίγο συμμαζεμένο;» Μου λέει—
Συγγνώμη, αυτό το «διεθνή» που λέτε είναι… «πάνω στον διεθνή»;
Vezirköprü-Σαμψούντας.
Στον διεθνή δρόμο.
Ναι, ναι. Στον διεθνή δρόμο. Και μου λέει: «Κοίταξε να δεις. Εμάς δεν μας πάει ο Ερντογάν. Έργα κάνει εκεί που τον ψηφίζουν. Όλους εμάς τους Αλεβίτες μάς έχεις χεσμένους-Με συγχωρείς για την έκφραση. Αυτό μου είπε-Γιατί δεν τον ψηφίζουμε. Και δεν μας δίνουν άδεια ούτε καν να σοβατίσω. Για αυτό-μου λέει-το βλέπεις αυτό το χάλι, διότι δεν είναι εδώ» και μου δείχνει τα πίσω χώρια, απ’ την απέναντι πλευρά του διεθνούς. Μου λέει: «Άμα έκανες βόλτα εκεί, θα είδες». Και πράγματι, πέρασα από διάφορα χωριά και ήτανε ερείπια. Δηλαδή, βρήκα σπίτια, όχι βρήκα, είδα σπίτια των προγόνων μου. Δηλαδή, στο χωριό και του παππού μου που πήγα και έκανα και μία βόλτα, ίσως τα μισά σπίτια, ίσως τα μισά σπίτια να είναι της εποχής εκείνης. Δηλαδή, φύγανε με την ανταλλαγή των πληθυσμών από εδώ, Μουσουλμάνοι, και κατοίκησαν σ’ εκείνα τα σπίτια και δεν κάναν, δεν βάλαν ούτε [01:10:00]τούβλο. Ακόμα μέχρι σήμερα έτσι; Όχι ότι δεν είχε και καινούργια σπίτια. Είχε. Αλλά, το ότι σ’ ένα χωριό ακόμη και σήμερα παραμένουν πλινθόκτιστα σπίτια της εποχής εκείνης και κατοικούνται, νομίζω δείχνει και… Ας πούμε, το Vezirköprü, η πόλη, σημερινή, που ‘ναι μία πόλη πενήντα χιλιάδων, μου θύμισε την Κατερίνη της δεκαετίας του ’60! Πίσω απ’ τον κόσμο! Η Havza είναι άλλη πόλη, ενώ απέχουνε-ξέρω ‘γω-Η Havza με το Vezirköprü είναι 30χιλιόμετρα. Πας δηλαδή, σε άλλη πόλη. Είναι κάτι… Κι αυτό το βλέπαμε σ’ όλη τη διαδρομή με το τουριστικό. Γιατί ξεκινώντας απ’ τα σύνορα της Ελλάδας μέχρι τον Πόντο είναι πολλά, χιλιάδες είναι χιλιόμετρα. Το βλέπαμε αυτό και το συζητούσαμε στο λεωφορείο. «Γιατί εδώ, έτσι, είναι το χωριό καλό και εκεί δεν είναι;». Ε, τελικά την απάντησή μάλλον την πήρα απ’ τον νεαρό, ο οποίος μου είπε ότι ο Ερντογάν ρίχνει λεφτά εκεί που παίρνει ψήφους. Ο παππούς μού είπε διάφορα. Και μου είχε πει και για τη μάχη του Τσασούρ. Μου είπε, αν έχω σκοπό να πάω εκεί, να μην αναφέρω το όνομα «Κισά Μπατζάκ», γιατί θα με σφάξουν ζωντανό, κοντολογίς, δηλαδή! Αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν πήγα. Δεν είχα χρόνο να πάω. Στο μέλλον ίσως να θελήσω να πάω. Αν μου τύχει κτλ. ή εξομαλυνθούν τα πράγματα κάπως. Γιατί πραγματικά τώρα δεν θέλω να πάω. Γενικά δεν ήθελα να πάω. Η μόνη μου επιθυμία ήταν να πάω να δω το χωριό του παππού και της γιαγιάς. Δηλαδή να δω και εγώ τη ρίζα μου, την αλυσίδα μου. Να την βρω. Γιατί όταν ζεις με δυο ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι να πεθάνουν λένε «Πατρίδα μ’» και εννοούν εκεί, όχι εδώ, αυτό βάραινε και στις πλάτες τις δικές μου, έτσι; Και είναι σίγουρο ότι ήθελα μόνο για αυτόν το λόγο να πάω. Για κανέναν άλλον.
Ωραία. Εγώ πάντως, θα ευχηθώ να μπορέσετε να ξαναπάτε, όποτε θελήσετε, αφού υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μπορείτε να δείτε, και να ευχαριστήσω πάρα πολύ. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι άλλο θέλετε να προσθέσουμε.
Όχι. Νομίζω ότι θα εκπληρώσω το όνειρό της ζωής μου —εν μέρει το εκπλήρωσα—, όταν θα πάω, αν θα πάω, να πάω με τζιπ, για να μπορέσω να ανέβω στα βουνά, τα οποία είναι όλα βατά, έχουνε, δηλαδή, χωματόδρομους βατούς, να πάω να βρω τα μέρη που πολέμησε ο παππούς μου, γιατί ξέρω. Και μάλιστα, απ’ το Google ανακάλυψα και τα θεμέλια μιας εκκλησίας στην οποία παντρεύτηκε τη γιαγιά μου πάνω στο βουνό, η οποία ακόμα και σήμερα η τοποθεσία ονομάζεται Ot Kilisesi, που σημαίνει «χορταρένια εκκλησία». Εκεί την παντρεύτηκε, την έκλεψε, δηλαδή, και την παντρεύτηκε εκεί. Αυτά λοιπόν, η θεμελίωση της εκκλησίας αυτής στο βουνό επάνω, στο Ταφσάν Νταγ, υπάρχει. Μπορώ, δηλαδή, και για αυτό, και για να βρω την εκκλησία, αλλά να περπατήσω και στα μονοπάτια, που ο παππούς μου πολέμησε από το ‘17 μέχρι το ’23.
Ωραία. Και εμείς είμαστε εδώ για να το καταγράψουμε, αν θέλετε!
Εντάξει.
Ευχαριστώ πάρα πολύ και καλή τύχη σε όλα.
Και εγώ ευχαριστώ. Εύχομαι η συνεισφορά μου σε αυτό που κάνετε, στο έργο που αναλάβατε να κάνετε, να έχει νόημα και αντίκρισμα. Γιατί θεωρώ ότι έξω απ’ τη διήγηση του καθενός από εμάς, που ξέρουμε, είναι πολύ σημαντικό αυτά τα πράγματα να τα μαθαίνει ο Έλληνας. Να τα μαθαίνει. Γιατί δυστυχώς είναι μέρος της Ιστορίας μας, που για τον άλφα ή βήτα λόγο, δεν έχει ειπωθεί. Και νομίζω ότι και οι Έλληνες στην Ελλάδα, οι Ελλαδίτες Έλληνες, παίξαν αρνητικό ρόλο. Πάω σε ένα άλλο θέμα, το οποίο δεν θέλω να το θίξω, είναι πολύ βαθύ. Αλλά το να κρύβεις στιγμές της Ιστορίας είναι λάθη για λαούς. Είναι λάθη.
Και είναι κάτι που το κάνουμε με πολλά ιστορικά γεγονότα. Αλλά πράγματι, ας μην μπούμε σε αυτή την κουβέντα.
Εντάξει.
Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα τα πούμε.
Κι εγώ. Κι εγώ.