© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Προξενιά, αρραβώνες και γάμοι στη Σαμοθράκη
Κωδικός Ιστορίας
10543
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Βερβέρη-Κράουζε (Μ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/06/2020
Ερευνητής/τρια
Βασίλης Κουτσογιάννης (Β.Κ.)
[00:00:00]Καλημέρα. Είμαι η Μαρία η Βερβέρη η Κράουζε, που γεννήθηκα 7 Ιανουαρίου του 1943 στη Χώρα της Σαμοθράκης, ο πατέρας μου είναι ο Αθανάσιος –αχ, τι ωραία που το είπα «είναι», παρόλο το ότι έχει φύγει 33 χρόνια– και η μαμά μου η Άννα, από το γένος Φαρδή. Εργάστηκα στην Αγροτική Τράπεζα, είμαι συνταξιούχος και χαίρομαι πάρα πολύ που σήμερα θα πω τα προξενιά, τους αρραβώνες και τους γάμους ενός ζευγαριού που κατά περίεργο τρόπο έχω βρεθεί και τα έχω βιώσει όλα αυτά από πολύ μικρή οικογένεια... ηλικία. Οι Σαμοθρακίτες, για να είναι σίγουροι πού θα δώσουν το κορίτσι τους, που το θεωρούσανε το πιο αδύνατο μέρος εν συγκρίσει με τον άντρα, για αυτό δώσανε την ονομασία ότι η γυναίκα είναι «ζητιάνα», δηλαδή πάει και ζητάει εκείνη ποιον θέλει να παντρευτεί. Δεν περιμένει να έρθει κάποιος άντρας, εκείνη. Και για να μαθευτεί κιόλα στο μικρό αυτό μέρος, στο κάθε χωριό, πηγαίνανε βράδυ ο μπαμπάς, η μάνα, ένας μεγάλος αδερφός, ένα δυο άτομα πηγαίναν στο σπίτι του παλικαριού. Πολύ παλιά παίρνανε έναν δαυλό από τη φωτιά που έκαιγε ή, αν ήταν καλοκαίρι, επίτηδες βάζανε και καίγανε ένα ξύλο και τη νύχτα το κουνούσαν αριστερά δεξιά με το χέρι τους, έτσι όπως το κρατούσανε για να φέγγει τάχα μου το δρόμο. Δεν ήτανε αυτό. Βλέπανε, γιατί είχε και ξαστεριές και ξέρανε και πού πηγαίνανε. Ήταν όμως για να το πάρουν είδηση ότι αυτό το κορίτσι σήμερα πάει να γυρέψει αυτόν τον γαμπρό. Και θέλανε να το μάθουνε, να το μάθουν οι υπόλοιποι, διότι η κοπέλα πάντα πήγαινε σε κάποιον ανώτερό της. Οπότε, αμέσως αμέσως, αν υπήρχανε παλικάρια που δεν ήταν στη σειρά της και ήταν πιο κάτω, δεν πηγαίνανε, δεν είχαν ελπίδες να παντρευτούν αυτό το κορίτσι. Οι ανώτεροι, πιο πάνω... Πέστε μου.
Θέλετε να πείτε λίγο παραπάνω τι εννοείτε «ανώτεροί της»;
Ας πούμε, να είχε, για τότε πιο παλιά, να είχε επάγγελμα. Επάγγελμα. Δεν έχει σημασία τι θα ήτανε. Να έχει επάγγελμα αυτός. Να είναι από σόι που το όνομά του ήτανε καλό. Να μην είναι μέθυσος, χαρτοπαίκτης. Να 'ναι σίγουρο το κορίτσι ότι κοντά του θα περάσει καλά από το χαρακτήρα του, την οικονομική του επιφάνεια και σε ένα σόι καλό. Αυτό ήτανε ένας ανώτερος.
Οπότε ανώτερος, ας το πούμε, σαν κοινωνική τάξη.
Σαν κοινωνική τάξη. Ενώ για την κοπέλα μετρούσε να είναι από καλό σόι, από καλή οικογένεια, οι γονείς της, τα αδέρφια της, μην ακουστούνε κάτι αρνητικό από την ηθική τους και να είναι νοικοκυρά. Δηλαδή να σηκώνεται το πρωί, να ξέρει ότι αυτή θα μαγειρέψει, αυτή θα συγυρίσει το σπίτι, θα περιμένει το αφεντικό της. Έτσι τον ονόμαζε τον άντρα, το αφεντικό της. Και κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση, τώρα τα σκέφτομαι. Καμία γυναίκα δεν διανοήθηκε να χωρίσει. Όλες λέγανε: «Αυτό ήταν το τυχερό μου». Δηλαδή ήταν το τυχερό της, όπως και να [00:05:00]έβγαινε μετά από το γάμο, ότι αυτό ήταν το τυχερό της, δεν μπορούσε να τ’ αλλάξει.
Για να έχουμε μία εικόνα, τώρα για ποια χρόνια μιλάμε; Για ποιες δεκαετίες, ας πούμε;
Εγώ μιλώ τώρα γενικά, από το 1800 μπροστά, πίσω, πίσω, πίσω, πίσω. Αλλά ένα γεγονός που το έζησα εγώ, στα 7 μου χρόνια, προξενιό. Η γιαγιά μου πήγε να ζητήσει ένα παλικάρι για την κόρη της. Και τα μικρά παιδιά παίρναμε μέρος σε αυτά τα γεγονότα. Με πήρε από το χέρι και μου λέει: «Θα πάμε στη θεια, την Γιανικούδα». Δεν υπήρχαν τότε κυρίες. Όλες ήταν θειες. Ήταν πιο μεγάλη; Ήταν θεια. Ήταν μεγαλύτερος; Ήταν θείος. Δεν ήταν συγγενής, αλλά έτσι λέγαμε. Και πήγαμε στη θεια τη Γιαννικούδα, εγώ νόμιζα επίσκεψη. Τώρα παιδί, δεν ήξερα και πολλά πράγματα, τι ήταν αυτά, η γιαγιά τι σκοπό έχει. Και πάει, κάθεται. Η κυρα-Γιανικούδα τη λέει: «Άντε, άντε να πιούμε καφέ και να βουτήξουμε και παξιμάδια» και έτσι, να την τρατάρει. Και η γιαγιά μου είπε: «Όχι, όχι. Βάλε μου ένα ποτήρι νερό να πιω, γιατί αυτό που θέλω να σου πω είναι πολύ δύσκολο και στέγνωσε το στόμα μου». «Καλά, τι θέλεις; Τι θέλεις, για πε με. Ήρθες από τον πέρα μαχαλά, τόσο κόπο έκανες. Τι είμαι εγώ που μπορώ να σε προσφέρω;» λέει. «Έχεις ένα κομμάτι μάλαμα στο μπαούλο και θέλω να μου το δώσεις». «Καλά, κάμαμε εμείς μάλαμα; Καλά, δεν έχουμε εμείς μάλαμα. Από που να το ‘χουμε;» «Έχετε, έχετε. Το γιο σας τον Αντώνη και τον θέλω για τη θυγατέρα μου». Βέβαια αυτό ήτανε τιμή για την οικογένεια που είχε το αγόρι, γιατί έτυχε το κορίτσι αυτό, η θεία μου, να είναι από μια οικογένεια με ένα όνομα, το όνομα Φαρδή, που από κει έχει... Ο Φαρδής ήταν της οικογένειας ο ιατροφιλόσοφος, που τον έχει η Ακαδημία Αθηνών, και το όνομα Φαρδή ήτανε κάτι ανώτερο. Αν και ποτέ δεν το ένιωσε η οικογένειά μας, αλλά για τους άλλους. Οι άλλοι το νιώθανε αυτό. Οπότε η Γιανικούδα λέει: «Να περιμένουμε να ‘ρθει και ο Αντώνης, να τον ρωτήσουμε». Και έρχεται ο Αντώνης, ένας όμορφος νέος, ο οποίος έτυχε να είναι ένα χρόνο χήρος. Είχε πεθάνει η γυναίκα του. Ζαλισμένο παλικάρι, δηλαδή δεν είχε σκοπό... Και του το ‘πανε και αυτός λέει: «Ναι, αλλά να το σκεφτώ κιόλα». Το «ναι και θα το σκεφτώ κιόλα» έδωσε την ευκαιρία στον αδερφό της θειας μου, στον θείο μου... Ήταν των Φώτων και το βράδυ είχε χοροεσπερίδες στα καφενεία. Και πάει ο θείος μου στα καφενεία όλα και λέει: «Εγώ απόψε λογόδωσα την αδερφή μου με τον Αντώνη. Και σας κερνώ». Ήταν ένα κόλπο, να το πω, ότι ο Αντώνης δεν θα μπορούσε την άλλη μέρα να πει όχι. Είπες «ναι, να το σκεφτώ». Και την άλλη μέρα που πηγαίναν και του λέγαν, βγήκε στα καφενεία ο Αντώνης και τον χαιρετούσαν και του λέγανε «Καλορίζικα, καλορίζικα», έλεγε «Πού; Δεν ξέρω». «Καλά, ο κουνιάδος σου χθες κερνούσε το βράδυ. Γεμάτα τα καφενεία κόσμο». Έγινε ο γάμος, έγινε η αρραβώνα, ο γάμος. Κάνανε δύο κορίτσια, τα οποία βρίσκονται στην Αμερική, και είναι ένας, ήταν ένας ωραίος, πετυχημένος γάμος. [00:10:00]
Τώρα για την αρραβώνα, γιατί έχει και συνέχεια, αυτό τώρα που θα σας πω, που εγώ το έζησα, γινόταν σ’ όλα τα σπίτια, δηλαδή είναι έθιμα που γινόταν σε όλη την κοινωνία τη σαμοθρακίτικη. Αφού τον ζητήσανε και κάναν προξενιά και συνεννοηθήκαν ότι «ναι, θα γίνει», δέχεται ο γαμπρός, μετά πηγαίναν την «καλαθιά». Η «καλαθιά» ήταν το λογοδόσιμο του ζευγαριού και η συζήτηση για τα δόσια, για την προίκα. Και μάλλον «καλαθιά», γιατί πρέπει... τα δώρα που είχανε να πάνε στο γαμπρό, τα βάζαν σε καλάθι. Εγώ βέβαια αυτό, σε καλάθι, δεν το έζησα., γιατί αυτό που συζητώ είναι πιο τωρινό και μπαίνανε αυτά τα δώρα πάνω σε έναν δίσκο, που τον δίσκο τον κρατούσε ένα κορίτσι νεαρό της οικογένειας και ήμουνα αυτή εγώ που πήγα με την καλαθιά. Τα δώρα ήταν πουκάμισα, κάλτσες, παντόφλες, υφάσματα για τη μάνα, για τις αδερφές. Και από την άλλη μεριά πάλι και του γαμπρού, είχαν και αυτοί να δώσουν δώρα για τη νύφη. Και γινότανε εκείνο το βράδυ, στου γαμπρού το σπίτι, η συζήτηση τι προίκα θα δώσουνε. Ο Σαμοθρακίτης μπαμπάς δεν πάντρευε κορίτσι του, αν δεν το προίκιζε σπίτι. Δεν ήθελε να το δώσει μέσα σε πεθερικά και κουνιάδια. Έχω ένα συμβόλαιο του 1800 στις αρχές, που λέει ότι «Προικίζω την κόρη μου την πρώτη, μία κόχη, μία γωνία από το σπίτι». Τα σαμοθρακίτικα σπίτια ήτανε ένα μεγάλο δωμάτιο. Άρα αυτός είχε 4 κορίτσια και είπε ότι η πρώτη θα πάρει όποια γωνία θέλει, θα την κλείσει, θα ανοίξει πόρτα και θα έχει δικό της κλειδί. Δεν έχω να την κάνω από την αρχή σπίτι, αλλά μία κόχη, μία γωνία θα ‘ναι δική της και η άλλη και η άλλη και η άλλη... Η μαμά μου που ήταν 13αδέρφια, σκέψου ο παππούς πόσα σπίτια έχτισε, έχτισε και έδωσε προίκα. Τι κάνανε οι γονείς; Οι γονείς βγαίνανε και πηγαίνανε σε σπίτια άλλα. Νοικιάζανε, φτιάχνανε παραγκούλες, κάτι. Πάντως, ούτε ο γονιός, ούτε τα πεθερικά μέναν μέσα στο ανδρόγυνο. Το πάντρευες, λέει, το παιδί σου, γινόσουν γείτονας. Πες μου.
Επειδή έχω ερωτήσεις από προηγούμενα. Λοιπόν, είπατε πριν ότι τα κορίτσια πηγαίνανε να ζητήσουνε τους άντρες, αλλά είπατε και τη λέξη προξενιό. Ήθελα να ρωτήσω πόση σχέση είχανε ή δεν είχανε οι...
Τα παιδιά, οι νέοι;
Οι νέοι;
Με το ζόρι προξενιό δεν γινόταν, έπρεπε το κορίτσι να συμπαθεί το αγόρι. Αυτή η συμπάθεια αναπτυσσόταν. Αναπτυσσότανε; Αναπτυσσότανε. Ξέρετε, τα 35 χρόνια που έζησα στη Γερμανία λόγω γάμου με Γερμανό, κατάφερε να ξεχάσω κάποιες όμορφες λεξούλες ελληνικές και να μη μάθω και γερμανικά. Λοιπόν, οπότε θα με συγχωρέσετε. Τι λέγαμε;
Ότι δεν γινόταν το προξενιό με το ζόρι.
Α, ναι, ναι. Μέσα στην εκκλησία που πηγαίνανε οι νέοι ή στις χοροεσπερίδες ή στις γιορτές τις ονομαστικές, εκεί συναντιόντουσαν οι νέοι και εκεί αναπτυσσόταν ένα αίσθημα. [00:15:00]Το καταλάβαινε η κοπέλα ότι δεν θα την έλεγε όχι. Έτσι παίρναν την απόφαση και πηγαίνανε οι γονείς ή τα αδέρφια και ήταν ένα σίγουρο ναι. Υπήρχανε βέβαια και περιπτώσεις που λέγανε όχι, διότι το αγόρι μπορεί να συμπαθούσε άλλη. Αυτό όμως δεν είχε... Αφού είναι ζητιάνα, ζήταγε, λέγαν όχι, πήγαινε σε άλλον. Είχε αυτήν την ευχέρεια και δεν ντρεπόταν, έβγαινε και το ‘λεγε. Λέγανε συγκεκριμένα το εξής: «Εμείς εψές κνήσαμ’ τον δαυλό», πήγαμε για προξενιό, δηλαδή, κουνήσαμε τον δαυλό. Και ο άλλος κατα... ήξερε. Αργότερα, αφήσαν τον δαυλό, γιατί δεν είχαν πλέον τζάκια και είχανε τις μασίνες, τις ξυλόσομπες, ναι, και ανάβανε φανάρι. Λέγαν: «Εμείς ψες ανάψαμ’ το φανάρ’». Εσύ ξέρεις που το άκουσες τι σήμαινε αυτό.
Άλλη μία ερώτηση για τα επόμενα που είπατε. Ότι... Είπατε ότι ο πατέρας δεν πάντρευε τα κορίτσια του, αν δεν τα προίκιζε με σπίτι ή έστω με ένα κομμάτι του σπιτιού αυτού. Συνήθως, δηλαδή, οι άντρες ερχόντουσαν να μείνουνε στο παλιό σπίτι της γυναίκας;
Α, τι ωραία ερώτηση και σε ευχαριστώ και να μου κάνεις ερωτήσεις, γιατί εγώ ξέρεις τώρα πώς μοιάζω; Σαν να μπήκα σε ένα πέλαγος να κολυμπήσω και κάποια κύματα με ξεφεύγουνε. Δεν μπορώ να τα μετρήσω όλα. Λοιπόν, η μάνα του γαμπρού ύφαινε, ύφαινε στρώμα από βαμβάκι, το γέμιζε μαλλιά και το έδινε προίκα ένα στρώμα. Ένα κιλίμι, πάπλωμα, σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Μαξιλάρια και μαξιλαροθήκες. Μόνο αυτά έπαιρνε ο γαμπρός και πήγαινε στη νύφη. Αλλά, μόλις αρραβωνιαζόντουσαν, πάρα πολύ έξυπνα, οι γονείς έλεγαν στο γιο: «Τώρα θα πας και θα μένεις με την αρραβωνιαστικιά σου στην οικογένειά της μέσα. Γιατί από τώρα κι ύστερα, αυτοί είναι οι δικοί σου άνθρωποι και πρέπει να δεις αν ταιριάζουν τα χνώτα σας. Στη Σαμοθράκη θα βρεις νοοτροπίες πάρα πολύ προοδευμένες. Πάρα πολύ. Δηλαδή, ποτέ Πελοπόννησο, κάτω, δεν ξέρω από πού, δεν αφήνανε τα κορίτσια μόνα τους με τους αρραβωνιαστικούς, πρώτα να παντρευτούνε. Βέβαια, η πρώτη νύχτα του γάμου κι όλα, ίσχυαν και στη Σαμοθράκη, αλλά η συναναστροφή, γιατί λένε «ο γάμος είναι μπάλωμα... δεν είναι μπάλωμα να τον ξυλώσεις», ενώ τον αρραβώνα μπορείς να το διαλύσεις για να... διάφορα κουσούρια μετά. Και από την μια μεριά και από την άλλη. Για τα δόσια τώρα, τα δόσια, η προίκα. Πήγαμε, λοιπόν στη θεία, ε, στη συμπεθέρα τέλος πάντων, πήγαμε, κρατούσα εγώ το δίσκο. Είχε ποτό βύσσινο λικέρ και τα ρούχα, τι πράγματα ήταν εκεί, και κάποια εργόχειρα και η μεριά του γαμπρού ρωτήσαν: «Τι έχετε να δώσετε προίκα; Γιατί, απ’ ό,τι ξέρετε, ό,τι έχουμε εμείς, η οικογένεια του γαμπρού, δε θα του δώσουμε τίποτα, γιατί και εμείς αυτά θα τα δώσουμε στα κορίτσια». Δίνανε, λοιπόν, δίναμε στο κορίτσι περιβόλι με σπίτι, [00:20:00]χωράφια για να έχει τον καρπό της, ελαιοκτήματα για να έχει τις ελιές, βοσκοτόπια, τα οποία νοίκιαζαν και παίρνανε το τυρί, το γάλα, μαλλί, γιατί υφαίνανε, ντύνανε στρώματα, μαξιλάρια και σπίτι. Αν είχαν τώρα κι άλλα πράγματα, δίνανε. Χρυσαφικά δεν είχανε, γιατί πέρασε ο πόλεμος και όλα αυτά. Καμιά λίρα, έτσι, κρυμμένη και θαμμένη για να τη δώσουνε. Κρατούσαν όμως λίρες και δίνανε την ώρα του γάμου. Τη βάζανε στο πέτο της νύφης, στο νυφικό της στην ώρα του γάμου, όταν γινόταν το μυστήριο και όταν γεννιότανε το παιδί δίνανε λίρες. Πού είμαστε τώρα; Στα προξενιά.
Είχαμε πάει και στον αρραβώνα.
Τον αρραβώνα τώρα ήθελα να σου πω. Ο αρραβώνας τώρα γίνεται στο σπίτι της νύφης. Ετοιμάζουν γλυκά, καλούνε συγγενείς. Είναι ένας μικρός γάμος. Τραγουδάνε, χορεύουνε, μεθάνε, δώρα ανταλλάσσουνε. Είναι ένα πολύ χαρμόσυνο γεγονός, πολύ ωραίο και συνήθως γινόταν Κυριακές, ε, Σάββατα και την άλλη μέρα οι αρραβωνιασμένοι πηγαίνανε στην εκκλησία μαζί. Αυτό ήτανε μία επιβεβαίωση ότι έγινε ο αρραβώνας και επιτρέπεται να είμαστε μαζί.
Αυτό ήθελα να ρωτήσω. Το βράδυ, όπου γίνεται ο αρραβώνας, επειδή γίνεται στο σπίτι της νύφης, όπου θα είναι και εκεί που θα μείνουνε, θα μπορούσαμε... Είναι η πρώτη νύχτα που μένουνε μαζί;
Δεν ξέρω αν τους μένει χρόνος για να κοιμηθούν, διασκεδάζουν όλη νύχτα, σηκώνονται και φεύγουνε. Μπορεί κιόλα και να κοιμούνται, δεν ξέρω. Αλλά το μαζί δεν σημαίνει ότι κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι.
Ναι.
Αυτό να το εξηγήσω.
Όχι, για το ίδιο σπίτι εννούσα, ναι.
Στο ίδιο σπίτι, τι ίδιο σπίτι, ένα μεγάλο δωμάτιο. Της μητέρας μου ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο. Και η γιαγιά μου είχε μικρά παιδάκια. Καλά, τα μεγάλα είχανε φύγει, αλλά υπήρχανε και άλλα τρία πιο μικρά. Η μαμά μου ήτανε, όταν αρραβωνιάστηκε, ήταν 14 χρονών και από κει υπήρχε 11 χρονώ, 9 χρονώ, μικρούλια. Και έλεγε η γιαγιά μου: «Τι να κάνω; Έπρεπε όλοι να κοιμηθούμε». Έβαζε, λοιπόν, καρέκλες και εκεί άπλωνε σεντόνια και ήταν δωμάτιο που κοιμόταν ο παππούς και η γιαγιά, στο άλλο κοιμόταν τα τέσσερα παιδιά, δηλαδή η αρραβωνιασμένη, η μαμά μου με τα αδέρφια της και στην πιο καλή θέση, προς τα μέσα, κοιμόταν ο γαμπρός, ο μπαμπάς μου. Βολευόντουσαν. Το παλικάρι που έμπαινε μέσα στα πεθερικά ανασκουμπωνότανε, σαν να ήταν δική του οικογένεια. Γνώριζε τι προίκα του δώσανε, μάζευε ελιές, επέβλεπε τα χωράφια, την περιουσία. Και ανεξάρτητα από τι δουλειά έκανε εκείνος, και οπότε ξεκουραζόταν ο πεθερός. Γιατί συνήθως ήταν μεγάλης ηλικίας οι πεθεροί.
Ναι. Ήθελα να ρωτήσω τις ηλικίες, που... Γιατί είπατε για μία...
Τη μαμά μου.
Τη μαμάς σας, στα 14.
Ναι, μικρά, μικρές κοπέλες. Τελειώναν το δημοτικό 12 χρονών, από κει και ύστερα ήτανε νύφες. Αρχίζανε την προίκα τους, ετοιμάζαν την προίκα τους. Η μαμά μου την ετοίμασε 9 χρονών. Ετοίμασα και εγώ προίκα. Κέντησα, έπλεξα, όλα αυτά, ονειρεύτηκα κεντώντας τα. Θέλω να πω ένα τραγούδι, που το είπε, δεν ήμουνα εγώ στον αρραβώνα βέβαια της μαμάς μου. [00:25:00]Μπορώ να το πω; Ο παππούς μου, ο Θοδωρής ο Βερβέρης, ο οποίος γεννήθηκε προς το τέλος του 1800, ακούω όπως έχει, είχε την πιο ωραία φωνή στο νησί, την οποίαν κληρονόμησε και ο μπαμπάς μου. Και έγραφε στιχάκια, τα οποία και τραγουδούσε. Τα μελοποιούσε ο ίδιος. Αυτό που έμαθα, λοιπόν, που άκουσα από τον πατέρα μου και το ‘χω τραγουδήσει εγώ και είναι στο CD μου «Μουσικές ενθυμήσεις της Σαμοθρακίτισσας», ο παππούς μου ο Θοδωρής το είπε στον αρραβώνα στη μαμά μου, στη νύφη του δηλαδή, η οποία το σπίτι της ήτανε κοντά στο βυζαντινό κάστρο στη Χώρα και αυτοί που μένανε γύρω-γύρω λεγόντουσαν «Καστρινοί». Άρα, η μαμά μου ήταν μια Καστρινοπούλα. Λίγο θα τραγουδήσω, μόνο για να καταλάβετε το σκοπό και μετά θα του πω με λόγια, γιατί παίρνει πολύ χρόνο:
«Αχ ακούστε, δεν ακούστε
Λέγε ένα πουλί, Καστρινοπούλα
Ε, Καστρινοπούλα μου,
Τι και λαλείν η κίσσα...
Ος αγαπήσει και αρνηθεί / Να λιώνει μες στη πίσσα / Ακούστε, δεν ακούστε / Τι κελαηδεί το αηδόνι / Ος αγαπήσει ειλικρινά / Να ζήσει χίλιοι χρόνοι».
Αν προσέξατε, λέει: «Ακούστε, δεν ακούστε, τι και λαλείν». Η κίσσα δεν τραγουδά, λαλεί. «Τι και λαλείν η κίσσα, να λιώνει μες στη πίσσα». Άρα, το μήνυμα το ‘στειλε στη μαμά μου, στην Καστρινοπούλα: «Δε θα αρνηθείς». Είναι ένα δύσκολο τραγούδι. Μπορώ να το πω όταν είμαι όρθια. Καθιστή κλείνει η φωνή μου. Και με αυτόν τον καύσωνα που έχει έξω και κούραση για να φθάσω εδώ, καλά δεν τα πήγα;
Μια χαρά.
Ωραία.
Θα ήθελα, αν θυμάστε, που θα θυμάστε σίγουρα, μια... την ημέρα του γάμου, κάπως. Ένα γάμο που θυμάστε να τον περιγράψετε, έτσι, παραδοσιακό της Σαμοθράκης.
Κοίτα, όλοι οι γάμοι εκεί μέχρι τώρα είναι παραδοσιακοί. Αλλά είναι ένα ατέλειωτο κεφάλαιο. Περιληπτικά, ό,τι προλάβουμε, έτσι; Λοιπόν, γιατί θα πούμε και τραγούδια, θα ντύσουμε και τη νύφη και το γαμπρό σήμερα εδώ πέρα. Θυμάμαι, γιατί εγώ η ίδια, ακόμα μέχρι τώρα όταν γίνεται γάμος, πάω και τραγουδώ και ντύνουνε τη νύφη, οπότε δεν ξέρω. Αλλά και εγώ εδώ παραδοσιακό έκανα, στο διαμέρισμα στην Αθήνα βέβαια, αλλά ό,τι μπορούσαμε, έγινε παραδοσιακός. Το Σάββατο το βράδυ, ο γαμπρός με τους φίλους του διασκεδάζουνε σε ένα κέντρο, καφενεία συνήθως ήτανε. Υπάρχουν τα όργανα. Τα ίδια όργανα θα πάει... θα φέρει το ανδρόγυνο στην εκκλησία, τα ίδια όργανα θα πάει να πάρει τον κουμπάρο με την κουμπάρα και τα ίδια, οι ίδιοι οργανοπαίχτες δηλαδή, θα είναι αυτοί που θα παίζουν όλη νύχτα της Κυριακής, για να χορεύουν οι [00:30:00]νεόνυμφοι, αλλά και τη Δευτέρα που γίνεται ο αντίγαμος στο σπίτι, στην αυλή της νύφης, εκεί που θα μείνει το ανδρόγυνο. Την εβδομάδα την τελευταία πριν το γάμο, στο σπίτι που θα μείνει το ανδρόγυνο, μαζεύονται συγγενείς, φίλοι, φιλενάδες, ασβεστώνουν, το καθαρίζουν, το στολίζουνε, στολίζουν τον «παστό». Ο παστός είναι από το πάστωμα. Είναι μία εντοιχισμένη ντουλάπα που πιάνει όλο τον τοίχο, αλλά από τα μισά και πάνω έχει ράφια, δεν έχει κανάτια, πόρτες, δεν είναι κλειστό και εκεί βάζουν την προίκα που είναι σε υφάσματα. Κάτω-κάτω μπαίνουνε τα μεγάλα, δηλαδή μπαίνουν τα στρώματα, διπλωμένα, μετά τα κιλίμια, ύστερα τα παπλώματα, τα σεντόνια, τα εργόχειρα. Πάνω-πάνω μπαίνουν τα μαξιλάρια της φιγούρας. Της φιγούρας είναι... άλλα τα μαξιλάρια που κοιμώνται, της φιγούρας είναι τετράγωνα, που το πρωί όταν φτιάξουν το κρεβάτι, σ' όλα τα σπίτια δηλαδή, όχι μόνον στο γάμο, έχουν τετράγωνα έτσι ωραία κεντημένα και τα ρίχνουν για φιγούρα, για στόλισμα. Κάτω από τον παστό είναι τα «γιούκια». Τα γιούκια είναι για μας, είναι ντουλάπια κλειστά, που μέσα έχουνε τα λάδια τους, τα τυριά τους, τις προμήθειες που έχει η οικογένεια, Αφού, λοιπόν, κάνουνε αυτά όλα, την Πέμπτη στολίζουν το κρεβάτι. Πάνε καλεσμένοι. Α, να πω για το κάλεσμα. Τη Δευτέρα, τη βδομάδα δηλαδή που θα γίνει ο γάμος, τη Δευτέρα, οι αδερφές ή η μάνα βγαίνει και καλεί τους πολύ κοντινούς, τα αδέρφια της, τους κουμπάρους τους, τους κουμπάρους, τους πολύ κοντινούς. Αυτοί και η γειτονιά φυσικά πηγαίνουν την Πέμπτη και στολίζουν το κρεβάτι. Στρώνουν το κρεβάτι. Ό,τι πιο καλό υπάρχει, εργόχειρο της κοπέλας, τα σεντόνια, ο κρεβατόγυρος, οι κουβέρτες, τα μαξιλάρια, όλα αυτά. Κάποιοι ρίχνουν παιδιά επάνω, μωρά. Αυτό και αλλού το έχω δει. Ρίχνουν χρήματα πάνω στο κρεβάτι, χρυσαφικά και από άνθη, λουλούδια πάνω στο κρεβάτι και τραγουδάνε τραγούδια ειδικά για κείνη την ημέρα. Χορός γίνεται, έχουν έρθει από το γαμπρό και ο ίδιος γαμπρός και οι φίλοι του, όλοι αυτοί, και γίνεται ένα μεγάλο γλέντι. Την Παρασκευή το βράδυ, την Παρασκευή από το μεσημέρι και μετά, κοπέλες, μία ομάδα από τη νύφη και άλλη μία ομάδα από το γαμπρό, συγγένισσες, βάζουν στο πέτο τον «τερέ». Ο τερές είναι χρυσοκλωστή, μεταλλική, ειδική. Τώρα, νομίζω, με αυτές κεντάνε τα σεμεδάκια και τα καρεδάκια. Τότε βάζαμε τον τερέ κι ήτανε, καμαρώναμε πάρα πολύ και βγαίναμε από σπίτι... Έχω πάει σε... είμαι καλέστρα, δηλαδή ήταν οι καλέστρες. Καλέστρα ήμουνα σε πολλούς γάμους, γιατί είχαμε συγγενείς αρκετούς. Και αυτές [00:35:00]που ήτανε, η ομάδα που ήτανε από τη νύφη χτύπαγε την πόρτα, άνοιγε η νοικοκυρά και έβλεπε και καταλάβαινε ότι ήταν οι καλέστρες και λέγαν: «Στη χαρά είσαστε προσκαλεσμένοι από της νύφης τη μεριά». Οι άλλοι πηγαίναν λέγανε: «Στη χαρά είσαστε προσκαλεσμένοι από του γαμπρού τη μεριά». Και το Σάββατο, ο γαμπρός ήτανε με τους φίλους του, διασκέδαζε και την Κυριακή, τα όργανα πηγαίναν στου γαμπρού το σπίτι και ντύναν το γαμπρό οι φίλοι του. Τον ξέντυναν και τον έντυναν. Εκεί υπήρχανε διάφορα πειραχτικά στιχάκια, υπήρχανε σοβαρά, υπήρχαν αν ήταν ορφανός, είχε έτσι διάφορα. Και στη νύφη, τη ντύναν οι φιλενάδες της
«Σήκω νυφούλα μ’ κι άλλαξε
Και βάλε τα καλά σου
Ήρθ' ο καιρός να παντρευτείς
Για να χαρεί η καρδιά σου
Ο πατέρας μου τραγούδησε σε μένα:
Το δένδρο που κανάκευα καθημερνή και σκόλη
Άπλωσε τα κλωνάρια του σε ξένο περιβόλι
Έλα πέρασε, έλα πέρασε
Έλα πέρασε, παίξε και γέλασε.
Και στο γαμπρό τραγούδησε:
Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου καρέκλα συντεφένια
Για να ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια
Κι άλλα πολλά κι ωραία στιχάκια».
Όλα αυτά τα έθιμα που έχουμε πει μέχρι τώρα εσείς τα έχετε ζήσει όταν ήσασταν στη Σαμοθράκη. Τώρα γίνονται ακόμα έτσι παραδοσιακοί γάμοι στη Σαμοθράκη; Κι αν γίνονται, πόσοι γίνονται έτσι;
Γίνονται έτσι όσοι γίνονται στη Σαμοθράκη. Κι όσοι γίνονται έξω από τη Σαμοθράκη, όπως ο δικός μου, φροντίσανε, όσο είναι δυνατόν, να είναι το ίδιο. Να τηρούνε κάποια έθιμα. Όσα είναι δυνατά, γιατί στην πόλη δεν μπορούν να γίνουνε.
Ναι.
Υπάρχουν τώρα και νέοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι κουρασμένοι και βαριούνται να κάθονται να ακούνε τις γιαγιάδες να [00:40:00]τραγουδάνε. Κοιτούν στα γρήγορα να τελειώσουνε. Όμως τίποτα δεν έχει χαθεί. Έστω, η μάνα λέει, οι αδερφάδες λένε, ξυνίζει ξεξυνίζει η νύφη, βιάζεται δε βιάζεται ο γαμπρός, τα τραγούδια τα λένε. Και όσα παιδιά ζούνε στο νησί την ονειρεύονται αυτήν την ώρα και φτιάχνουν και οι ίδιοι τα δικά τους τα τραγουδάκια, τα οποία τραγουδάνε οι φίλοι, ναι. Εγώ χαίρομαι γιατί τα κρατάνε τα έθιμα. Έχει πολλά να πω. Έχει...