© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Σύγχρονοι ζωγράφοι: Ηλίας Παπαηλιάκης

Κωδικός Ιστορίας
10531
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ηλίας Παπαηλιάκης (Η.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/04/2021
Ερευνητής/τρια
Ορέστης Φακορέλλης (Ο.Φ.)
Ο.Φ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Είμαι ο Ορέστης απ’ το Istorima. Είναι 4 Απριλίου 2021. Βρισκόμαστε στον Κολωνό μαζί με τον καλλιτέχνη Ηλία Παπαηλιάκη, ο οποίος θα μας μιλήσει για την τέχνη του και με αποκορύφωμα το τελευταίο έργο που έχει κάνει θα μας περάσει από όλη τη σταδιοδρομία του. Ηλία, ο λόγος σε σένα. Σε ακούμε. Πες λίγα πράγματα για σένα.

Η.Π.:

Λοιπόν, επιβεβαιώνω ότι είμαι ο Ηλίας Παπαηλιάκης και ότι είμαι καλλιτέχνης. Συγκεκριμένα, είμαι ζωγράφος. Γεννήθηκα το 1970, το Γενάρη του 1970, στην Κρήτη, σε ένα χωριό, αγροτικό μάλλον. Και τα πράγματα ξεκίνησαν εκεί. Τώρα, τι είναι αυτό το εκεί; Εκεί είναι ένα μέρος το οποίο έχει δύο χαρακτηριστικά. Μου κάνουν εμένα εντύπωση ακόμη και σήμερα. Το ένα χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έχει ανοιχτό ορίζοντα. Επειδή είναι λεκανοπέδιο και περιβάλλεται από βουνά, όπου και αν έστρεφα το βλέμμα μου έβλεπα την κορυφογραμμή η οποία χώριζε τον ουρανό από τη γη. Τώρα, νομίζω ότι αυτό είναι ένα βίωμα το οποίο ίσως είναι το πιο σημαντικό από αυτά που μέχρι και σήμερα, ας πούμε, διασώζω στη μνήμη μου, στη συνείδησή μου. Υπήρχε παντού ένα όριο. Όταν σήκωνα το κεφάλι προς τα πάνω να δω τον ουρανό συναντούσα ένα όριο. Τελείωνε η γη και ξεκίνησε ο ουρανός. Δεν υπήρχε… Δηλαδή, είχα ορίζοντα, δεν είχα θάλασσα, δεν είχα… Δεν μπορούσε να φύγει το μάτι μου. Και το δεύτερο πράγμα που μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση σε εκείνο το μέρος είναι ότι καμιά τριανταριά χρόνια πριν γεννηθώ οι Γερμανοί, στην αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το είχαν κάψει εξ ολοκλήρου και είχαν αφήσει και πινακίδες γραπτές που έλεγαν ότι το έκαψαν και ότι δεν θα ξαναχτιστεί ποτέ. Είχε ένα πάρα πολύ βαρύ πένθος αυτό το μέρος. Αργότερα έμαθα ότι γενικά ήταν ένα μέρος που έχει καεί πολλές φορές. Νομίζω πέντε φορές έχει καεί εκ θεμελίων μες στο χρόνο. Πάντως, η τελευταία φορά ήταν το 1941 και ήταν πολύ έντονο αυτό το πράγμα, γιατί το σπίτια ήταν ακόμη καμένα, οι άνθρωποι που είχαν ζήσει αυτή την καταστροφή ήταν παρόντες και η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη πάρα πολύ βαριά από αυτή την κατάσταση. Λοιπόν, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, δηλαδή το ιδιαίτερο, ας πούμε, περίκλειστο το σχήμα και η μνήμη του θανάτου, η καταστροφή, ας πούμε, αυτός ο θρήνος για αυτό που πρόσφατα είχε συμβεί, είναι δύο πράγματα τα οποία νομίζω με καθηλώνουν ακόμη και σήμερα όταν σκέφτομαι αυτό το μέρος ή όταν το επισκέπτομαι. Εκεί, λοιπόν, γεννήθηκα σε μία παράξενη συνθήκη, την οποία θα μου επιτρέψεις να κρατήσω για τον εαυτό μου και να μην την αποκαλύψω σε σένα σήμερα. Και ξεκίνησα τη ζωή μου. Είμαι παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Έμαθα από την αρχή, δηλαδή, να ζω με πάρα πολλούς ανθρώπους γύρω μου και επίσης η οικογενειακή μας κατάσταση, η οποία ήτανε πολύ ενδιαφέρουσα απ' την άποψη ότι είχε πάρα πολλούς ανθρώπους η οικογένειά μου και έχει: τα αδέρφια μου, τους γονείς μου, τα ξαδέρφια μου και έναν εξαιρετικά διευρυμένο κοινωνικό κύκλο, ο οποίος περίκλειε την οικογένειά μας. Και όλοι αυτοί συμμετείχανε στο νταβαντούρι της ζωής. Και επειδή ήμουνα μικρότερος από τη γενιά των παιδιών αυτής της οικογένειας, της ευρύτερης και τις στενής, είχε πολύ πλάκα να βλέπω όλους αυτούς τους ανθρώπους, μεγαλύτερους από μένα, να την παλεύουνε ή πώς την παλεύανε, εν πάση περιπτώσει. Λοιπόν, είναι περίεργο, γιατί ενώ είναι ένα μέρος με πάρα πολύ όμορφη φύση και επίσης ένα μέρος που οι άνθρωποι είναι αγρότες ή κτηνοτρόφοι,[00:05:00] καλλιεργούν τη γη —δηλαδή πράγμα που έκανε και η δική μου—, εγώ δεν είχα καμία επαφή με αυτό το πράγμα. Δεν μπορούσα ποτέ να συνδεθώ με τίποτα που να αφορά τη φύση, συγκεκριμένα εννοώ. Δεν μου άρεσε ποτέ να πηγαίνω σε καμία από τις δραστηριότητες των υπόλοιπων σχετικά με τη φύση, αλλά επίσης δεν με ενδιέφερε η φύση να την καταλάβω ιδιαίτερα. Με ενδιέφερε πάρα πολύ να χαζεύω. Από πολύ μικρός, δηλαδή, μου άρεσε πάρα πολύ να κοιτάζω και να χάνομαι μέσα στη φύση, αλλά όχι επειδή μου άρεσε να μυρίζω ή… Απλώς μου άρεσε να ακολουθάω ένα μονοπάτι και όπου με βγάλει. Και μ’ άρεσε πάρα πολύ να φαντάζομαι την ώρα αυτή της περισυλλογής, αυτού του χασίματος, να φαντάζομαι πώς μπορεί να μετασχηματίσω αυτά που αισθάνομαι. Δεν έπαιζα πολύ με παιχνίδια, δεν με ενδιέφεραν πάρα πολύ τα παιχνίδια δηλαδή. Δεν έφτιαχνα παιχνίδια, επίσης, πράγμα που έκαναν οι υπόλοιποι, αλλά αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο στο στοχασμό, στο να παρατηρώ ένα σημείο, να κοιτάζω πάρα πολύ αυτό το περίγραμμα του βουνού σε σχέση με τον ουρανό. Μ’ άρεσε πάρα πολύ να βλέπω το φως, να καταγράφω το φως, την έκταση του φωτός. Αυτό νομίζω ακόμη και σήμερα μπορώ να σου προσδιορίσω με πολύ μεγάλη ακρίβεια: συγκεκριμένα σημεία που πήγαινα και άραζα και έβλεπα πώς φωτίζονται, υποσκιάζονται. Και επίσης, παρακολουθούσα πάρα πολύ τη ζωή όπως διαμειβόταν εκεί. Στα όρια του κουτσομπολιού, δηλαδή, την παρακολουθούσα. Από πολύ μικρός με ενδιέφερε πάρα πολύ να δω πώς ζει ο καθένας, τι κάνει, τι δεν κάνει, τι… όλα αυτά.

Η.Π.:

Λοιπόν, και γύρω στα 5 ήθελα πάρα πολύ να γίνω ζωγράφος. Με μανία. Είπα στους δικούς ότι «Εγώ θα γίνω ζωγράφος» και ο πατέρας μου, ο οποίος ήτανε μάλλον ένας πρακτικός άνθρωπος, ότι «Ξέρεις κάτι; Στην εκκλησία του χωριού υπάρχει ένας αγιογράφος που κάνει αγιογραφίες. Πήγαινε να σου μάθει να γίνεις ζωγράφος. Πήγαινε βρες τονε και μάθε». Πήγα, λοιπόν. Του είχε μιλήσει προηγουμένως. Όντως πραγματικά πρέπει να πήγαινα πρώτη, δευτέρα Δημοτικού. Και συνάντησα αυτόν τον άνθρωπο, o οποίος ήταν όντως μέσα σε μία εκκλησία τεράστια, παγωμένη —πάντα κάνει πολύ κρύο στο χωριό αυτό. Έχει πολύ υγρασία εξαιτίας του ότι είναι λεκανοπέδιο—, λοιπόν, ο οποίος μου είπε ότι «Ξέρεις, μπορείς να έρχεσαι, αλλά εδώ δεν μιλάμε. Δεν έχει πολλή κουβέντα η φάση. Άμα θέλεις να έρχεσαι να αράζεις να βλέπεις τι γίνεται, έχει καλώς. Και θα προσέχεις πολύ εκεί, γιατί πρέπει να ανέβεις και σε μία σκαλωσιά. Είσαι πιτσιρικάς. Μην πέσεις, γιατί δεν έχω και όρεξη να τραβιέμαι τώρα με ατυχήματα». Λοιπόν, εγώ νόμιζα ότι εκεί τα πράγματα ξεκαθαρίστηκαν. Αυτή η στιγμή, δηλαδή, είναι η στιγμή που κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω. Θέλω να είμαι μόνος μου σε έναν χώρο που ελέγχω απολύτως την ακουστική συνθήκη. Καταρχήν, δηλαδή, να έχει ησυχία και να περνάω πάρα πολλές ώρες κάνοντας κάτι με τον τοίχο, γιατί βεβαίως όταν είδα αυτόν τον άνθρωπο να σχεδιάζει κατευθείαν πρίμα βίστα με ένα μολύβι στον τοίχο, νομίζω ότι έπαθα επιφοίτηση. Αποκάλυψη νομίζω λέγεται αυτό το πράγμα. Η ταύτιση, δηλαδή, ήτανε… Δεν νομίζω ότι έχω ταυτιστεί περισσότερο με φαινόμενο από ό,τι με την κίνηση αυτή του ανθρώπου κτλ. Αυτά έγιναν όταν ήμουν περίπου 5 χρόνων, 6, ξέρω ‘γώ, πρώτη Δημοτικού. Τα υπόλοιπα νομίζω δεν με ενδιέφεραν και εμένα και απλώς περίμενα να ενηλικιωθώ για να μπορέσω να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα —ή μάλλον την πραγματικότητά μου όνειρο, το αντίθετο. Πράγματι, έτσι έγινε. Ήρθε η εφηβεία, ξέρω ‘γώ, που ήταν μάλλον μία χαζή εποχή που ούτε ζωγράφιζα ούτε σκεφτόμουνα καθόλου τι θέλω να κάνω. 17 ετών τελείωσα το Λύκειο και άρχισα λίγο να ψάχνομαι πώς θα μπορέσω να φτιάξω αυτά που ήθελα, πώς θα μπορέσω να γίνω ζωγράφος, καλλιτέχνης και μάλιστα ζωγράφος. Το ζωγράφος εκείνη τι στιγμή, στα 17, δεν το ήξερα. Αλλά, ήξερα ότι είμαι καλλιτέχνης, πρέπει να κάνω σπουδές, όλα αυτά. Και εκεί έφυγα από αυτό το χωριό. Πρέπει να σου πω ότι εκτός από αυτά τα δύο πράγματα που σου είπα στην αρχή, την καταστροφή και το περίκλειστο του θέματος, αυτό το χωριό έχει και ένα τρίτο χαρακτηριστικό το οποίο[00:10:00] το ανακάλυψα και αυτό στα πρώτα μου χρόνια, εκεί, 5-6 χρονών. Είναι διάσπαρτο από μικρές βυζαντινές εκκλησίες, οι οποίες είναι ζωγραφισμένες. Και χωρίς υπερβολή μπορώ να σου πω ότι είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό υπαίθριο μουσείο αυτές οι εκκλησίες. Είδα, δηλαδή, μεγάλη ζωγραφική, μεγάλη και από τεχνικής άποψης και από άποψη οραματισμών, δίπλα απ’ την πόρτα του σπιτιού μου. Αυτό είναι απίστευτο, δηλαδή είναι και ένας θησαυρός αναξιοποίητος. Αλλά, αν ποτέ πάμε στο χωριό μου θα το δεις.

Η.Π.:

Λοιπόν, όταν έφυγα 17 χρονών, ξέρω εγώ, πέρασα κάνα δυο χρόνια που ήμουνα στο ψάξιμο. Ήθελα λίγο να βρω τον εαυτό μου, να δω πώς έχω μεγαλώσει. Και 19 χρόνων ήρθα στην Αθήνα, τον Ιούλιο του 1989. Πήγα σε ένα φροντιστήριο στο οποίο προετοιμαζόταν όσοι ενδιαφερότανε να δώσουν… οι υποψήφιοι για τη σχολή Καλών Τεχνών. Αυτή είναι η σωστή ορολογία. Και άρχισα να εργάζομαι προκειμένου να δώσω εξετάσεις για τη Σχολή. Νομίζω, επίσης, η πρώτη μέρα στο φροντιστήριο ήτανε αντίστοιχη σε ένταση και σε σημασία για την επαφή με τη ζωγραφική και με την Τέχνη με την παιδική μου εμπειρία. Πάντως, την πρώτη μέρα που πήγα στο φροντιστήριο είπα: «Είναι τέλειο». Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Μου άρεσε πάρα πολύ ο ανταγωνισμός επίσης, κάτι που δεν το είχα καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν είχα καταλάβει πόσο ανταγωνιστικός είμαι, πόσο πολύ θέλω να διακριθώ, πόσο πολύ θέλω να είμαι πρώτος. Ειλικρινά με εξέπληξε και είναι κάτι που δεν με εγκατέλειψε από τότε. Και ξεκίνησα να δουλεύω στο φροντιστήριο, να προετοιμάζομαι για να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών σχεδόν πρώτος. Και στη σχολή τα πράγματα ήτανε πολύ πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Ήμουνα ένας κακός φοιτητής από την άποψη ότι δεν παρακολουθούσα το πρόγραμμα σπουδών, αλλά ήμουνα πάρα πολύ εργατικός και νομίζω ένας ώριμος καλλιτέχνης από τότε, ώριμος όμως για την ηλικία των 20 ετών, όχι ώριμος για την ηλικία των 50 ετών που είμαι σήμερα. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο έργο που έχω υπογράψει είναι το 1993 —δηλαδή ήμουνα 23 ετών—, ένα έργο το οποίο ακόμη και σήμερα ισχύει και με πολύ μεγάλη χαρά, άνεση όποτε χρειαστεί το παρουσιάζω στον κόσμο ισότιμα με τα έργα που κάνω και που έκανα στη συνέχεια. Η σχολή μού έμαθε πολλά πράγματα, αλλά το κυριότερο, αν μπορώ να το σκεφτώ, να μην υποχωρώ από τη θέση μου, να ‘μαι πάρα πολύ μαχητικός στο σημείο που βρίσκομαι. Η σχολή με έκανε έναν πολύ καλό μαχητή. Βέβαια, μετά βγαίνοντας διαπίστωσα ότι οι μάχες δεν δίνονται μόνο με τον τρόπο που εγώ πιστεύω, αλλά δίνονται και μ’ άλλους τρόπους. Αλλά, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι όταν βγήκα από κει ήμουνα αξιοπόλεμος και… πράγμα που ήταν πολύ χρήσιμο, θέλω να πω, όχι μόνο για την εξέλιξη την καλλιτεχνική αλλά και για την επαγγελματική μου εξέλιξη. Λοιπόν, τελείωσα τη σχολή. Παρουσίασα την πτυχιακή μου εργασία με πράγματα πολύ διαφορετικά από αυτά που κάνω σήμερα, τουλάχιστον ως προς τη φόρμα, αλλά πάρα πολύ κοντινά ως προς την ουσία του πράγματος. Νομίζω, δηλαδή, ότι είμαι ένας καλλιτέχνης ο οποίος μετακινήθηκε πάρα πολλές φορές και μετακινείται στην προσπάθειά του ο καλλιτέχνης —εγώ δηλαδή— να εκφραστώ. Αλλά, ουσιαστικά το ίδιο πράγμα ψάχνω να εκφράσω, πού όμως δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια ποιο είναι αυτό. Για αυτό το φτιάχνω με εικόνες. Λοιπόν, τελείωσα, λοιπόν, το 1996 και άρχισα να εργάζομαι επαγγελματικά, να κάνω εκθέσεις και να παρουσιάζω τη δουλειά μου και να προσπαθώ να την υποστηρίξω και να προσπαθώ να την προχωρήσω και να προσπαθώ να την πουλήσω και γενικώς να προσπαθώ πολύ, όπως καταλάβαινα κάθε φορά.

Η.Π.:

Έχω την αίσθηση ότι δεν έχω βάλει νερό στο κρασί μου. Αυτό μπορεί να είναι μία βλακώδης παραδοχή, αλλά όντως σε αυτά που με ενδιαφέρουν δεν έχω υποχωρήσει. Σε αυτά που δεν με [00:15:00]ενδιέφεραν δεν τα έθεσα καν στο τραπέζι ή ακόμη και αν τα έθεσα τα έθεσα ανόρεχτα. Τα έβαλα ανόρεχτα στη συζήτηση και το ίδιο ανόρεχτα εξελίχθηκε ό,τι εξελίχθηκε σχετικά με αυτά που δεν με ενδιαφέραν. Αλλά, σε αυτά που με ενδιέφερε και εξακολουθούν να με ενδιαφέρουν δεν έχω χαμπαριάσει, δεν έχω μασήσει δηλαδή. Τώρα all-over σήμερα που κοιτάζω, υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσα να τα είχα κάνει διαφορετικά, και αναφέρομαι κυρίως σε επαγγελματικές κινήσεις: Στο άλλο έπρεπε να είχα κάνει αυτή την έκθεση εκείνη τη στιγμή, αν έπρεπε να έχω κάνει μία συνεργασία ή να την έχω αποφύγει, αλλά μέχρι εκεί. Όσον αφορά τον τρόπο που έχω οργανώσει την παραγωγή μου και όσον αφορά τα έργα που έχω φτιάξει, νομίζω δεν αναιρώ το παραμικρό καθόλου, δηλαδή ό,τι έχει γίνει είναι καλός καμωμένο, γιατί κάτι μου έδωσε. Κάπου με πήγε και κάπου συνεχίζει να με πηγαίνει. Η ζωγραφική έτσι όπως την κάνω σήμερα ήρθε λίγο αργότερα, αφού τελείωσα τη σχολή και αφού είχα πέντε έξι χρόνια, ας πούμε, επαγγελματικής δραστηριότητας και αφού προηγουμένως συμμετείχα στην Biennale της Βενετίας. Και μετά την Biennale της Βενετίας, δηλαδή, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να ασχοληθώ με κάτι που με δυσκόλευε πολύ και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχα μελετήσει: τις δύο διαστάσεις. Τι κάνει κανείς, αν πρέπει να πει αυτά που έχει να πει σε δύο διαστάσεις με χρώμα. Ίσως το χρώμα δεν ήταν τόσο πολύ το πρόβλημά μου όσο το πρόβλημά μου ήταν η ύλη, το υλικό. Με χρώματα λαδιού, αυτό με ενδιαφέρει, δηλαδή με ένα χρώμα λαδιού, δηλαδή, που η χρωστική ανακατεύεται με λάδι και όχι με νερό ή με αυγό. Και άρχισα μανιωδώς να μελετώ την Ιστορία της ζωγραφικής. Ουσιαστικά απ’ τα 30 μου, δηλαδή, ξεκινάει ένας κύκλος… Όχι ότι προηγουμένως δεν τα μελετούσα με πολύ σύστημα, αλλά νομίζω από τα 30 και μετά με λύσσα. Νομίζω επισκέφτηκα όλα τα μουσεία του κόσμου, είδα όλους τους πίνακες που μπορούσα να δω και να μεταβολίσω, διάβασα όλα όσα μπορούσα να διαβάσω και έμαθα όλα όσα θα μπορούσα να μάθω σχετικά με τη ζωγραφική. Και κατέληξα σε ένα συμπέρασμα. Σε ένα συμπέρασμα κατέληγα πάντα, ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες που αγαπώ εγώ ο καθένας είχε φτιάξει έναν εντελώς δικό του κόσμο. Δεν έβρισκα ουσιαστικά καμία ομοιότητα ανάμεσα στον έναν καλλιτέχνη και τον άλλο. Έβρισκα ομοιότητες στους ανθρώπους αλλά όχι στους καλλιτέχνες. Και αυτό μου έδινε πολύ κουράγιο γιατί πίστευα ότι το ίδιο θα καταφέρω και εγώ. Την ίδια στιγμή μου έκοβε τα φτερά, γιατί έβλεπα ότι είναι πράγμα ακατόρθωτο. Η ζωγραφική είναι μία γλώσσα η οποία έχει ακριβώς ή και μεγαλύτερη ιστορία από την ιστορία της γλώσσας· αυτό. Και μπορεί για έναν ποιητή να είναι πάρα πολύ δύσκολο να γράψει μία ποίηση στα ελληνικά, γιατί είναι μία γλώσσα που έχει γράψει ποίηση από τον Όμηρο. Φαντάσου, τώρα, για έναν ζωγράφο ο οποίος δεν έχει μόνο την ελληνική παράδοση, έχει όλη την παράδοση. Παρόλα αυτά, εγώ πίστευα και πιστεύω ότι ο λόγος για τον οποίο μπλέκει κάνεις με αυτά τα πράγματα, με τη ζωγραφική, είναι γιατί πρέπει να φτιάξει κάτι καινούργιο. Αν είναι να φτιάξει κάτι παλιό δεν έχει νόημα. Αν είναι να φτιάξει κάτι που έχει ξαναγίνει, εγώ δεν έβρισκα νόημα να το κάνω. Έψαχνα, λοιπόν, να δω τι μπορεί να είναι αυτό το καινούργιο ή πώς μπορεί εγώ να σκεφτώ τι είναι αυτό το καινούργιο. Λοιπόν, αυτό κυριολεκτικά συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι ένα ψάξιμο το οποίο είχε ξεκινήσει συνειδητά από το φροντιστήριο το 1989, ακόμη και αν δεν το είχα καταλάβει. Αυτή ήταν η λύσσα μου. Η λύσσα μ’ έκανε να δουλέψω με τόση μεγάλη ένταση απ’ την αρχή. Ήταν γιατί έψαχνα κάτι καινούργιο. Αυτό μου πήρε τριάντα χρόνια. Μέχρι που κατάφερα να κάνω κάτι καινούργιο. Έφτιαξα έργα το 2018. Ζωγράφισα πίνακες οι οποίοι είναι καινούργιοι από την άποψη ότι είναι στα όρια του εαυτού μου. Δεν μπορώ να πάω πιο πέρα. Είναι φτιαγμένοι με μία γραμμή, χωρίς να διορθώνω, μεγάλη διάσταση, πήρα και σε μεγάλη διάσταση και επίσης είναι φτιαγμένοι με μία ύλη την οποία την έχω δουλέψει με έναν τρόπο που κάνεις μέχρι τώρα δεν έχει την έχει δουλέψει, με πολύ λίγη ύλη. Δηλαδή, εγώ στην ιστορία της ζωγραφικής όταν κοιτάζω δεν βλέπω πίνακες με τόση λίγη ύλη και να βγάζουν νόημα. Όταν, λοιπόν, τα έκανα όλα αυτά τα πράγματα, που μου φάνηκαν καινούργια και πάρα πολύ συγκινητικά και πάρα πολύ ενδιαφέροντα, συνειδητοποίησα ότι δεν έχει τόσο σημασία το καινούργιο όσο το [00:20:00]να έχει ταυτότητα αυτό που κάνεις, να μπορεί δηλαδή να μιλήσει για πράγματα που τίποτα άλλο δεν έχει μιλήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, ακόμη και αν είναι τα ίδια πράγματα να τα πει με έναν διαφορετικό τρόπο. Θέλω να πω, όλα αυτά τα χρόνια στην πραγματικότητα δουλεύω μέσα σε ένα σύστημα κανόνων το οποίο ποτέ δεν διανοήθηκα να το αναιρέσω, αλλά αντίθετα με ενδιέφερε πάρα πολύ να το ενισχύσω με τη δουλειά μου. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σέβομαι ένα σύστημα κανόνων, κατά πάσα πιθανότητα το καινούργιο θα είναι ένα πράγμα που ανανεώνει αυτή την ενέργεια μέσα σε αυτούς τους κανόνες. Σήμερα για να προχωρήσω σκέφτομαι ότι κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να φτιάξω ένα καινούργιο σύστημα κριτηρίων ή πάντως ένα σύστημα κριτηρίων διαφορετικό από αυτό που είχα μέχρι σήμερα, οπωσδήποτε λαμβάνοντας υπόψη και την εμπειρία του τι παίχτηκε, του τι παίχτηκε μέχρι τώρα. Κάτι έχω καταλάβει σίγουρα, κάτι έχω καταλάβει. Και επίσης, το ότι έχω μπορέσει να ταυτίσω τόσο πολύ το σώμα μου, να σωματοποιήσω δηλαδή την ζωγραφική πράξη, και αυτό λέει πολλά πράγματα. Οπότε, θα ήθελα με αυτή την εμπειρία… Αυτή είναι η εμπειρία μου, βασικά, ότι έχω σωματοποιήσει σε πολύ υψηλό βαθμό τη ζωγραφική πράξη. Μπορώ με κλειστά τα μάτια να κάνω οποιονδήποτε πίνακα από αυτούς που βλέπεις γύρω σου. Αυτό σημαίνει πολύ καλά μονταρισμένο το εσωτερικό σύστημα και πάρα πολύ καλά και πολύ λειτουργικό το σώμα μου. Θα ήθελα, λοιπόν, να αρχίσω να σκέφτομαι με αλλά κριτήρια. Ακόμη δεν τα έχω αποσαφηνίσει. Στη διαδικασία που τα αποσαφηνίζω με πετυχαίνεις. Ένα, λοιπόν, από αυτά τα κριτήρια θέλω να ‘ναι η ροή της ενέργειας που έχω, πώς μπορώ να ρυθμίζω αυτή τη ροή και με βάση αυτή τη ροή να κάνω ένα έργο πιστεύοντας ότι αυτό θα με οδηγήσει σε πιο αυθεντικές ή σε πιο στέρεες διατυπώσεις.

Η.Π.:

Το τελευταίο έργο, λοιπόν, που ζωγράφισα έχει τίτλο Το Δάσος και είναι μία επιφάνεια… Είναι ένα έργο 2x2 μέτρα, όπως είναι τα έργα που δουλεύω τα τελευταία χρόνια, τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι μία επιφάνεια σχεδόν μονοχρωματική στην οποία μπορείς να διακρίνεις χρώμα. Όταν πλησιάζεις καταλαβαίνεις ότι είναι μία επιφάνεια που έχει πάρα πολύ λίγο χρώμα, πολύ λίγη μπογιά. Δεν έχει πάχος, ας πούμε, η ύλη, αλλά είναι μια πολύ ρευστή και πάρα πολύ πλούσια σε ημιτόνια ύλη και στην οποία έχω μπορέσει να φτιάξω, επίσης με ελάχιστη ύλη, σχήματα και μία γραμμή. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το έργο, πραγματικά. Θα φανεί, θα δείξει. Ο χρόνος θα μου δείξει και το ίδιο θα μου δείξει όταν θα είναι η ώρα του. Ξέρω, όμως, ότι το ζωγράφισα χρησιμοποιώντας με πολύ ομαλό τρόπο την ενέργεια που είχα για αυτό το έργο, ότι δεν υπερέβην σε προσπάθεια ούτε κατ’ ελάχιστον προκειμένου να φτιάξω κάτι που να μου αρέσει και επίσης ότι έχει τα βασικά εκφραστικά… τις βασικές εκφραστικές κατακτήσεις όλης αυτής της πορείας. Το έργο λέγεται Το Δάσος χωρίς να μπορώ να σου απαντήσω γιατί. Γιατί μάλλον μου θυμίζει τη συγκίνηση που ένιωθα όταν χανόμουνα σε αυτά τα πολύ όμορφα μέρη στην παιδική μου ηλικία, σε αυτά τα δάση που μου επιτρέπανε να φαντάζομαι ή να αναπνέω με ένα πιο μεγάλο διάφραγμα, ας πούμε, με ένα πιο πολύ οξυγόνο, πιο πολύ αέρα. Δεν ξέρω. Έχει κάτι από αυτή την εμπειρία. Δεν ξέρω πώς θα συνεχιστεί. Μπορεί αύριο που θα ‘ρθω να μου μην μου αρέσει καθόλου και να μην το συνεχίσω. Αλλά, ξέρω από την στιγμή που το ‘κανα, από τη στιγμή που ‘φτιαξα ένα έργο δηλαδή το οποίο δεν αναπαριστά μία συγκεκριμένη εικόνα αλλά τείνει σε άλλα πράγματα —που δεν θέλω να πω ότι είναι αφηρημένα. Ίσως είναι πιο συγκεκριμένα ακόμη, αλλά που έχουν να κάνουν περισσότερο με την αίσθηση. Είναι πιο αισθαντικά όχι [00:25:00]μόνο ως προς το αποτέλεσμα αλλά και ως προς το τι νιώθω εγώ την ώρα που θα φτιάχνω—, είμαι σίγουρος ότι έχω ανοίξει ένα ακόμη παράθυρο, έχω κάνει ένα μεγάλο βήμα στο να προχωρήσω τη δουλειά μου. Αυτά έχω να σου πω.

Ο.Φ.:

Θυμάσαι καθόλου τη δημιουργική διαδικασία αυτού του έργου; Τι αισθανόσουνα εκείνη την στιγμή; Πώς ήτανε;

Η.Π.:

Ξέρεις τι; Νομίζω ότι δεν αισθάνομαι. Δηλαδή, έρχομαι στο εργαστήριο και θέλω να κάνω αυτό. Θέλω καταρχήν να φτιάξω ένα χρώμα, αναμειγνύοντας τα χρώματά μου να φτιάξω ένα χρώμα το οποίο να με συγκινήσει εκείνη τη στιγμή. Και στη συνέχεια αυτό το χρώμα που φτιάχνω θέλω να το δω να απλώνεται και να αποκτά ένα νόημα, να αποκτά ένα περιεχόμενο ή μία συγκίνηση στο τελάρο μου. Απ’ τη στιγμή που γίνονται αυτά τα πράγματα το έργο έχει γίνει. Ευφορικά νιώθω. Κάθε φορά που θέλω να φτιάξω έναν πίνακα νιώθω εφορία. Είναι ένα συναίσθημα, ένα αίσθημα πληρότητας το οποίο πρέπει να μεταβιβαστεί. Μοιάζει λίγο… ναι… Μπορεί να είναι και… Δεν ξέρω… και να μετασχηματιστεί. Αυτό είναι ένα αίσθημα που το είχα πάντα. Αυτό με έκανε να ξέρω ότι είμαι καλλιτέχνης από 2 ετών. Απ’ τη στιγμή που περπάτησα και μπορούσα μόνος μου να κινηθώ μέσα στο χώρο ήξερα ότι μπορώ να κολλήσω σε ένα σημείο, να σταθώ σε ένα σημείο και να μείνω για πάντα εκεί, και όμως να ζω πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα μέσα μου, ας πούμε, χωρίς να μετακινούμαι. Ξες, τα παιδιά κάνουν αυτά, τα παιδιά παίζουν με αυτό τον τρόπο. Απ’ τη στιγμή που ένιωθα άνετα με αυτό ήξερα ότι αυτό θα είναι η δουλειά μου στο μέλλον. Αυτός είμαι, δηλαδή: η δυνατότητά μου, η ικανότητά μου μάλλον να αποστασιοποιούμαι από το παρόν ή να το διευρύνω με τον τρόπο μου. Αυτό κάνω και με τη ζωγραφική.

Ο.Φ.:

Άρα, συγκεκριμένα, αυτό που υπήρχε, ας πούμε, θα έλεγες, έτσι, ένας αυτοματισμός;

Η.Π.:

Ξες τι; Αποφεύγω τη λέξη αυτοματισμός γιατί δεν ξέρω πραγματικά τι σημαίνει. Ναι. Υπάρχει μία… Ίσως υπάρχει μια συστηματοποίηση που όμως δεν μπλοκάρει το σύστημα. Δεν ξέρω… δηλαδή… ναι!

Ο.Φ.:

Φοβερή απάντηση. Μου άρεσε πολύ.

Η.Π.:

Αυτό. Δεν θα έλεγα αυτοματισμός, γιατί δεν είναι ακριβώς εκείνη τη στιγμή μόνο. Είμαι σίγουρος ότι το προετοιμάζω. Δηλαδή, και το προηγούμενο βράδυ θα κοιμηθώ με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ίσως είναι ένας αυτοματισμός ο οποίος διευρύνεται το χρόνο. Μια συστηματοποίηση υπάρχει, κάτι έχει συναντήσει σωστά κάτι άλλο και κάτι ακόμη… Και όλο αυτό το πράγμα με κάνει να φτιάχνω, καταρχήν, στο ξαναλέω, αυτό το χρώμα, έναν συγκεκριμένο τρόπο αναμιγνύοντας τα χρώματα για να μπορέσω να έχω αυτό το αποτέλεσμα, και όχι με ένα άλλο· με μία συγκεκριμένη ποσότητα ύλης πάνω στο τελάρο και όχι μία άλλη ύλη· με έναν συγκεκριμένο χειρισμό πρέπει να αντιμετωπίσω αυτή την ύλη, να την πλάσω δηλαδή απ’ τη στιγμή που θα τη δω στην επιφάνεια, να την αφαιρέσω για να κάνω αυτό που θέλω. Λοιπόν, όλα αυτά είναι αποτέλεσμα… Ποιος ξέρει; Εγώ δεν ξέρω. Ξέρω ότι γίνονται, όμως, και από τη στιγμή που θα γίνει αυτό το πράγμα νιώθω καλά, νιώθω ότι έχω μεταβιβάσει σωστά αυτή την ενέργεια απ’ το σώμα μου στην επιφάνεια. Και επειδή η δουλειά μου είναι αυτό το δίπολο, ύλη και ενέργεια, θα πρέπει κάθε φορά να βρω, να βρίσκω έναν καλό κοινό παρονομαστή αυτών των δύο πραγμάτων. Αυτή τη φορά νομίζω ότι το έχω βρει, ότι ο βαθμός, ας πούμε, η σύνθεση αυτών των δύο πραγμάτων τα έχει πλησιάσει πάρα πολύ. Σχεδόν έχουν γίνει ένα. Και κάθε φορά αυτό ψάχνω, δηλαδή ύλη και ενέργεια να σμίξουνε με έναν τρόπο που να μην… δύσκολα να ξεχωρίζεις τι είναι ύλη και τι είναι ενέργεια. Αυτό στη μεγάλη Τέχνη το βλέπεις. Όταν βλέπεις τον Ελ Γκρέκο δεν μπορείς να ξέρεις τι είναι το χέρι του και τι είναι το χέρι του Θεού!

Ο.Φ.:

Μάλιστα. Οπότε, με τα δικά σου λόγια, όπως είπες προηγουμένως, θεωρείς ότι δεν κατάφερες να καινοτομήσεις, αλλά τουλάχιστον το μόνο σίγουρο είναι ότι έφτασες στα όρια του εαυτού σου.

Η.Π.:

Ναι. Βρίσκω καινούργιες περιοχές δικές μου. Κάθε φορά, δηλαδή, όταν αυτά τα όρια του εαυτού… Επίσης… Ναι, εκεί είναι το καινούργιο.

Ο.Φ.:

Και όλα αυτά πραγματώνονται σε αυτό το τελευταίο έργο που βλέπουμε, Το Δάσος.

Η.Π.:

Ναι, ναι, ναι. Ναι.

Ο.Φ.:

Μάλιστα. Λοιπόν, Ηλία σε ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Η.Π.:

Εγώ σε ευχαριστώ.