© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ιστορίες Ψαράδων του Αργολικού Κόλπου: Μανώλης Στάπας
Κωδικός Ιστορίας
10518
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μανώλης Στάπας (Μ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/04/2022
Ερευνητής/τρια
Stavros Vlachos (S.V.)
[00:00:00]Είναι Δευτέρα 11 Απριλίου, βρισκόμαστε στην Κοιλάδα, είμαι ο Σταύρος Βλάχος. Το όνομά σας;
Στάπας Μανώλης.
Κύριε Στάπα, ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Πείτε μου για σας…
Να ’στε καλά.
…κάποια πράγματα εδώ πέρα, πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε; Και για την Κοιλάδα κάποια πράγματα.
Εδώ ακριβώς, εδώ που καθόμαστε, ήμαστε στη μέση στη θάλασσα τότε. Η θάλασσα σταματούσε εδώ. Από αυτή τη γωνία μέχρι κάτω, ήμαστε μες στη θάλασσα τα χρόνια αυτά, εδώ που βρισκόμαστε. Αυτό μπαζώθηκε με το καινούριο σύστημα κι έγινε… έγινε όπως έγινε. Ήταν όλο λιμανάκια, ήτανε τελείως σε νησιώτικο άρωμα εδώ, ας πούμε, δεν είναι… Δηλαδή έμπαινες εδώ και νομίζανε ότι ήσουνα σε νησί. Αυτά μπαζωθήκανε και γίνανε αυτά που γίνανε. Μπορούσαν να ’χαν γίνει και διαφορετικά, να ’τανε πολύ καλύτερα. Εμείς ξεκινήσαμε το σκολείο εδώ. Το δημοτικό, τα χρόνια τα δικά μας, μετρούσε όλο, όλο, δε μετρούσε αν έμαθες γράμματα ή αν πήγαινες καλά στο σκολείο ή ήσουνα καλός –οι γονείς μας ήταν και σχεδόν αγράμματοι, όχι σχεδόν, αγράμματοι– κι εδώ ήτανε… ήταν και θέμα γοήτρου πόσο καλός ψαράς ήσουνα. Ή πόσους καλά παιδιά έχεις βγάλει ψαράδες. Δηλαδή ήμαστε αντικείμενα στην ουσία, ιστορία, είδες, μηχανάκια ήμαστε, βγάζαμε τέτοιο. Αν ήτανε αγόρι, ήτανε μεγάλη δουλειά. Αν ήτανε κορίτσι, τα βάφαν και μαύρα. Και πρώτα είχαμε υποχρεώσεις να παντρέψουμε τις αδερφάδες, και μετά. Σκολάζαμε απ’ το σκολείο, δε σου έλεγε η μάνα σου: «Έμαθες τα γράμματα;» ή «Έμαθες, τι έμαθες;». Το Σάββατο, είχαμε την τσάντα της εποχής εκείνης, την πετάγαμε σε μία γωνία και πήγαμε και… έπρεπε, νόμος αυτός, να πα’ να βοηθήσεις τους γονείς. Εδώ που ’χαμε τα δίχτυα, αντένες, που ’ταν απλωμένα τα δίχτυα, ή να πα’ να πιάσουμε στο λιμάνι καρτσίνα, δόλο για τα παραγάδια και όλα αυτά. Αυτό ήταν ένα σκολείο όμως, λειτουργούσε σαν σκολείο μετέπειτα. Φτώχεια, καταραμένη.
Τι θυμάστε από φτώχεια; Ποιες ήταν οι συνθήκες;
Οι συνθήκες ήτανε… να σου πω στο σπίτι. Διαβάζαμε με λάμπες, έτσι, μέχρι το ’63, και το ’63 ήρθε το ρεύμα, λόγω του Λιβανού. Όπου πήρε το νησάκι εδώ και ήρθε το ρεύμα, αλλιώς θα ήμαστε και για πολλά χρόνια μετέπειτα χωρίς ρεύμα. Έτσι; Ακόμα και το Κρανίδι δεν είχε ρεύμα, γιατί… είχε ρεύμα με γεννήτρια, έτσι; Μια γεννήτρια που βάζανε μπρος και ορισμένα σπίτια είχανε. Το κέντρο του Κρανιδίου, που θεωρείται μια κωμόπολη, ας πούμε, της Ερμιονίδος.
Πώς ξεκινάει το ψάρεμα, η ιστορία εδώ πέρα, στην Κοιλάδα;
Η, ψάρεμα, όλο, το 99,9% ήτανε ψαράδες. Αλλά και αυτοί που ήτανε γεωργοί, επειδή τα χρόνια ήταν δύσκολα, πηγαίνανε και με τα καΐκια. Πηγαίνανε και με τα γριγρί. Γιατί βρίσκανε δουλειά, δεν είχε, η γεωργία δεν ήταν ανεπτυγμένη εδώ, έτσι; Το Κρανίδι ήταν αναπτυγμένο στη γεωργία. Και όλοι μαζί, όλοι, δηλαδή ακόμα και οι γεωργοί, βρεθήκανε να ’ναι στην, να ’ναι στην αλιεία. Πηγαίνανε με τα γριγρί την εποχή εκείνη, που ήθελε ένα γριγρί, σήμερα που θέλει 5-6 άτομα που δουλεύει και αυτοί οι περισσότεροι είναι Αιγύπτιοι και αυτοί θα μάθουνε τελικά την τέχνη, ήταν όλο Έλληνες. Δηλαδή είχαμε 35, 35-40 άτομα πληρώματα. Και είχαμε και καΐκια εδώ, τα οποία πηγαίνανε και στην Πάτρα και όλη την Ελλάδα οργώνανε. Τα νησιά… Οι δικοί μας ξεκινάγαν από δω με τα κουπιά και πηγαίναν στο Άγιο Όρος. Με κουπιά και με πανί. Με το λατίνι, που λέγαμε τώρα, λέγανε οι δικοί μας, ας πούμε. Δεν ήτανε… Και, όπως σου προείπα, έπρεπε να δείξεις ότι είσαι καλός ψαράς. Φερειπείν, τι ήτανε ντροπή εδώ; Αν σου έλεγε κάποιος, αν έλεγε κάποιος, να σε προσβάλει, ότι ο… Ξέρω ’γω, όπως το… π.χ. μια περίπτωση του αδερφού μου, του συγχωρεμένου: «Δεν ξέρεις, δεν ξέρεις κουπί». Αυτό θεωρούντανε μεγάλη προσβολή, όταν γινότανε στην πιάτσα, να μην ξέρεις δηλαδή. Όχι, δεν ήτανε δηλαδή… Τώρα, άμα πεις: «Δεν ξέρω…» και τι θα δώσει σημασία κανένας; Λοιπόν, τότε ήταν προσβολή, δηλαδή εσήκωνε πολύ μεγάλη ιστορία. Μπορεί να τσακωνόντουσαν οικογένειες ακόμα, να κατηγορηθείς ότι δεν ήτανε καλός στη δουλειά. «Ο πιτσιρικάς ο Μανώλης ήταν καλός, ο άλλος δεν ήτανε καλός, ετούτος κοιμάται πολύ». Δηλαδή για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε, ας πούμε. Να φανταστείς ότι τα παιδικά μας χρόνια, αυτά ήταν όλη μια στροφή, μόλις κλείναν τα σκολεία, περιμέναν τα καΐκια, τα καΐκια όλα εδώ, τα γριγρί, ας πούμε, αυτά που ’τανε… που θέλαν πολύ κόσμο για να λειτουργήσουνε, περιμέναν να τελειώσει το σκολείο, 8 χρονών, 7 χρονών, πηγαίναμε στο γριγρί. Τα γριγρί…
Τόσο μικροί;
Επειδή τα πεδία αλιείας είναι από την πλευρά Ερμιόνης, Ύδρα και τα λοιπά και όλα αυτά, Σπέτσες, εδώ δεν είχε πολλά πολλά μέρη, μόνο στο Ναύπλιον, και είναι με σεζόν, πηγαίναμε και… πηγαίναμε, με τα καΐκια πηγαίναμε εκεί. Και να πήγαινες στην Ερμιόνη την εποχή εκείνη ήταν ταξίδι, ας πούμε, δεν ερχόντουσαν κάθε μέρα στην Κοιλάδα, σαν πιτσιρικάδες, ήταν οι φίλοι μας, εδώ, μας έριχναν, ερχόντουσαν μόνο οι μεγάλοι εδώ. Για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε.
Και θέλαν όλοι να κάνουν αγόρια στην οικογένεια, για να κάνουνε;…
Για να… Θέλουν αγόρια, γιατί… Δεν ήταν μόνο ότι θέλουν να κάνουν αγόρια, γιατί θα ’ναι παραγωγικά, θέλαν να κάνουν αγόρια, γιατί, έχοντας αδερφάδες, ήταν και γραμμάτιο, έπρεπε να… να δουλέψεις, να προικίσεις, να… την προίκα, τις αδερφάδες και μετά να σκεφτείς εσύ τι θα κάνεις. Δηλαδή πήγες 30, 40 χρονών, ένας που ’χε τέσσερες πέντε αδερφάδες, μα, ότι… καταδικασμένος ο άνθρωπος, ας πούμε. Έτσι, για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε, ας πούμε, έτσι;
Κατάλαβα. Και πώς ήταν τα ψαρέματα τα πρώτα, τι θυμάστε ως παιδί;
Τα ψαρέματα εμένα που θυμάμαι, εδώ που βρισκόμαστε ακριβώς, εδώ που πατάμε αυτή τη στιγμή, ήτανε θάλασσα, ήτανε μαντράκια. Μαντράκια λέμε, ήτανε όλο μόλους, πέτρινους μόλους, πέτρινοι μόλοι κι είχε μαντράκια, δηλαδή με τέτοιο. Γι’ αυτό το λέγαν και «Μαντράκια». Και πιάναμε το βράδυ, είχαμε τα γριπάκια και πιάναμε δόλο για τα παραγάδια, το γαριδάκι. Είχε φύκιο δω, φυκιάδες, το οποίο χάθηκε τώρα, χαθήκανε όλα αυτά, οι γαρίδες. Έπιανες δηλαδή γαρίδες, μιλάμε για γαρίδα τώρα. Έπιανες ίσως κι ένα τελάρο γαρίδα, ένα basket γαρίδα.
Ο γρίπος τι είναι; Θα μας το εξηγήσετε;
Γρίπος, ο γρίπος είναι μια μικρή τράτα, που το τραβάς κι εγκλωβίζει τη γαρίδα και πάει στο σάκο πίσω, ένα μικρό εργαλείο ήτανε, ας πούμε, για να κάνουμε δόλο, το λέγαμε. Το, γριπάκια είχανε κάθε οικογένειες που ασχολούντουσαν με τα παραγ… δεν το κάναν όλοι, ήταν αυτοί που ασχολούντουσαν με τα παραγάδια, πήγαινες να πιάσεις δόλο. Μέσα σε όλα ήταν κι αυτό. Άλλο παραγαδιάρηδες, άλλο τα… τα μανοτζίδικα, καθετί… Γι’ αυτό σου είπα, άλλη είναι, ξέρω, δεν είναι… Εντάξει, λέμε σύνολο ψαράδες. Αλλά η τέχνη αυτή, οι ψαράδες εδώ ήτανε σε πολλούς τομείς. Αυτοί ήτανε παραγαδιάρηδες, αυτοί είναι γριγριτζήδες, αυτοί είναι ανεμοτραταραίοι, αυτοί είναι… Αυτό που λέω έχει κάθε είδος, κάθε άνθρωπος είχε τη δικά της… κάθε οικογένεια είχε τη, με τι ασχολιότανε.
Η δικιά σου οικογένεια τι ήτανε;
Η δικιά μου οικογένεια ήταν… ο πατέρας μου, επειδή δούλεψε πάρα πολλά χρόνια στην Πάτρα –τη θεωρούσανε μητρόπολη τότε όλα τα ψαράδικα, γιατί ήταν, είχε πολλούς ψαροτόπους, πήγαιναν στην Πάτρα– έμαθε την τέχνη, την τέχνη το συρόμενο, η ανεμότρατα. Ήταν απ’ τους πρώτους που έφερε εδώ το συρόμενο. Συρόμενο λέμε το, την ανεμότρατα. Ανεμότρατα λέγεται…
Επειδή είχε πανιά τότε.
Επειδή ήτανε, γινότανε… είναι η σημερινή μηχανότρατα. Άκου και σήμερα, ας πούμε, όταν μιλάς για, νέους, ανεμότρατα θα σου πούνε, εδώ, εδώ. Έτσι;
Ναι, ναι.
Ταυτίζει την μηχανότρατα. Γιατί λεγόταν ανεμότρατα; Ανεμότρατα λεγότανε γιατί η αλιεία, το… το… έσερνε τα εργαλεία με, με τον άνεμο. Μικρές οι μηχανές σε ιπποδύναμη, 30-40 ίππους μηχανή, Παπαθανάση της εποχής, η Αξελός, Κανάκη, ελληνικές μηχανές αυτές, που δεν υπάρχουν τα θεμέλια πλέον. Πέντε, έξι μάρκες μηχανών, που δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουνε. Εδώ, όταν ξεκίνησαν τα περισσότερα καΐκια είχαν Μαλκότση. Η… ο Μαλκότσης ήταν αυτός που άνοιξε. Καλές μηχανές, που κυκλοφορούνε μέχρι και σήμερα, ας πούμε. Μέχρι και σήμερα. Λοιπόν, και βοηθούσε και με το πανί, με τον αέρα. Γι’ αυτό λεγότανε και ανεμότρατα. Όσο μεγάλωνες… Εμείς στα χρόνια, σκολείο, ερχόντουσαν οι δικοί μας φερειπείν και παίρναν άδεια από το δάσκαλο, για να το κρατήσει το παιδί ένα μήνα ή δύο μήνες, για να κάνει… δεν πήγαινε σκολείο για να ’ρθει να βοηθήσει στη δουλειά, επειδή δεν υπήρχε κόσμος. Περιμέναν τα καΐκια αυτά να τελειώσουν τα σκολεία, το δημοτικό… Ανθρώποι μετά που σπουδάσαν και γίναν και καθηγητές, γίναν και ιστορίες, δουλέψαν στο γριγρί. Από γριγρί αυτά… στο ψαράδικο. Η αλιεία αυτή ήταν τελείως διαφορετική απ’ ό,τι είναι σήμερα. Καμία σχέση. Τα δίχτυα μικρά, τα ψάρια πολλά, είχε πολύ ψάρι, ας πούμε. Αυτό όμως, όλη αυτή η νεολαία, όλη η δικιά μου γενιά ήτανε μ’ αυτό το σύστημα. Και πιο παλιά ακόμα, ας πούμε, μεγαλύτερη. Αυτό ήτανε, λειτουργούσε, και ακόμα πολλές ιστορίες και ακόμα πολλά πράματα, όλη αυτή η γενιά η δικιά μας, οι πιο παλιοί και οι πιο νέοι, ξεκινήσανε, λειτουργούσε σαν ένα μεγάλο σκολείο, ψαράδικη. Δηλαδή παίρναμε εκπαίδευση εμείς.
Γύρω στο ’50, γύρω στο ’50 –θα σε πάω λίγο τώρα για, πίσω, γιατί εδώ γινόταν αυτό που σου είπα και ακόμα περισσότερα– ξεκίνησε η… ο Περσικός, τα γαριδάδικα στον Περσικό, γύρω στο ’50. Ένας κάποιος Τάσος Ιατρού –ζει, αλλά δεν, δεν τονε βλέπω τώρα να κυκλοφοράει εδώ– ήταν ο πρωτοπόρος, που πήγε, τον πήρε κάποιος φίλος στον Περσικό, στο Κουβέιτ ξεκίνησε η δουλειά στα γαριδάδικα. Και ο Ατλαντικός,[00:10:00] όταν λέγαμε εμείς Ατλαντικό, εννοούσαμε τη δυτική Αφρική, που πηγαίναν τα κατεψυγμένα της εποχής εκείνης, κατεψυγμένα τα λέγανε, το «Ευριδίκη 1» ήταν το πρώτο αλιευτικό της Ελλάδος που πήγε κάτου, με ατμό ακόμα, και είχε πολλές εταιρείες. «Κουντουριάρης», «Ζέφυρος», «Ευαγγελίστρια», ο Αρκουλής… Σου λέω εταιρείες που είχαν από 3, 4, 5 ψαράδικα μεγάλα, πολλές εταιρείες μετά και αναπτύχθηκαν… σου λέω εγώ τις πιο παλιές τώρα… Κυριαζής… το οποίο γινότανε… ανοίξανε αυτές οι δουλειές, ας πούμε, τα λέγαμε «κατεψυγμένα» εμείς.
Ναι.
Δηλαδή τα, την υπερπόντια αλιεία την εποχή εκείνη τα λέγαμε «κατεψυγμένα». Τα γαριδάδικα ξεκινήσαν απ’ τον Περσικό. Αυτή τη δουλειά δεν την ήξερε, εμείς την πήραμε από τους Μεξικάνους. Γιατί είχανε στον κόλπο του Μέξικου αυτοί γαριδάδικα. Και ξεκινήσανε αυτοί. Γιατί σ’ τα λέω όλα αυτά; Θα σου φτάσω στο σημείο πώς μπήκαμε εμείς σφήνα σαν Έλληνες. Πήγε ο δικός μας εκεί φτάσαμε στην Αφρική να ’χει… στο Κουβέιτ, στον Περσικό που ξεκίνησε η δουλειά αυτή – δεν υπήρχε πουθενά αλλού το γαριδάδικο, μετά, από μία μεγάλη εταιρεία που έκανε… η GOLD FISHERY, ας πούμε, που έκανε, διασκορπίστηκε σ’ όλη την Αφρική. Για να πας, ήταν δύσκολο. Δηλαδή δεν παίρνανε όποιον κι όποιον, έπρεπε να ήσουνα δυνατός. Στα κατεψυγμένα, κι εκεί έπρεπε να ’χες κάποιον άνθρωπο για να… για να μπεις. Γιατί ήτανε δουλειές, ξέρεις, λίγες και τα λοιπά. Εμείς αυτές τις δουλειές τις θεωρούσαμε προνομιούχες, γιατί από δω, τη φτώχεια εδώ, με τα καΐκια, μ’ όλες αυτές τις ταλαιπωρίες που, που, που, που κει και πολλά και διάφορα, εδώ δεν υπήρχε τίποτα, σκοτάδια πίσσες η Κοιλάδα και την εποχή εκείνη, όπως όλη η Ελλάδα. Πηγαίνοντας εκεί βλέπαμε τον κόσμο τελείως διαφορετικά, ας πούμε, άνοιγε το μάτι σου, Πειραιάς, επαφές, που ήταν το σημείο αναφοράς ο Πειραιάς από κει, ξεκινάγαν, ας πούμε, και στην ιχθυόσκαλα, που ’ναι τώρα, δεν ήτανε βέβαια όπως είναι τώρα, αλλά παλιά, τη δεκαετία του ’60 ήτανε στου Ξαβέριου. Ξέρεις πού είναι ο Ξαβέριος. Μπαίνεις μέσα, εκεί ήτανε η πρώτη ιχθυόσκαλα, που ερχόμαστε με τα κατεψυγμένα. Δεν ήτανε το… μετά ήρθε, μετά πήγε στο Κερατσίνι τώρα που βρίσκεται. Ήταν μες στον Πειραιά. Εκεί γινότανε όλο το αλισβερίσι, ιχθυόσκαλα, ας το πούμε. Κάνοντας, δηλαδή, έχοντας όλη αυτή την πείρα εδώ, σαν σκολείο, είπαμε, λειτουργούσε…
Ως όμως παιδί ξεκινήσατε εδώ πέρα και στα γριγρί…
Με γριγρί, όλοι, όλοι ξεκινήσαμε έτσι.
Όλοι έτσι.
Όλοι ξεκινήσαμε έτσι. Και σιγά, σιγά, σιγά μπήκαμε στα κατεψυγμένα. Εγώ μπαρκάρισα δεκατρίω χρονών. Αλλά πώς μπαρκάρισα; Το πρώτο μου ταξίδι με τον «Ταξιάρχη» του Ρουβέλα, τα ψαράδικα, μία εταιρεία της εποχής εκείνης. Δεν μπορούσα να ναυτολογηθώ εγώ, επειδή, λόγω ηλικίας, έτσι; Και πήγα την πρώτη φορά να φύγω με άλλη εταιρεία, με το «Ευαγγελίστρια», είδαν το διαβατήριο… στο, το φυλλάδιό μου έγραφε σε όλες τις σελίδες με σφραγίδα, για να μπαρκάρεις, πρέπει να ’ταν και ο προστάτης μαζί σου. Ένας θείος μου, που μπαίνει εγγυητής. Όπου ήταν αυτός δηλαδή, μ’ είχε υπό την προστασία του. Όπου πήγαινα, όχι μόνο μένα, και σε άλλα παιδιά, ας πούμε.
Μ’ όλους τους ανήλικους, ναι.
Δεν μπορούσα να πάω. Αν πήγαινα μαζί με το θείο μου, μπορούσανε να πάω ταξίδι. Και μου το βρήκανε και με απορρίψανε την πρώτη φορά. Μετά από δύο μήνες βρήκα άλλη δουλειά… Πιτσιρικάς τώρα, δεκατρίω χρονώ, να ψάχνεις να βρεις δουλειές. Ποιος εδώ, ποιος… κανένας δεν ήξερε ούτε τι κάνεις ούτε… πάει. Ήταν ταξίδι για να πας εδώ στον Πειραιά τώρα, δεν ήτανε τα πράματα έτσι, ας πούμε, με το καράβι από Ερμιόνη, «Νεράιδα» και «Καμέλια» και όλα αυτά και «Σαρωνίς». Ε, λεωφορείο, ήθελες ένα μήνα να πας. Λοιπόν, και βρήκα τον τρόπο, επειδή ήτανε, ήτανε καμιά δεκαριά πατριώτες, έχουνε φύγει σχεδόν όλοι αυτοί που ήτανε μαζί μου τότε, κι επειδή γυρ… ο θείος μου λεγότανε Παναγιώτης Φλωρής, που ’χε ανεμότρατες εδώ, ανεμοτρατάρης κι είχε καταφέρει και μου ’χε βγάλει φυλλάδιο από τα 12 χρονών κι ήτανε το όνομά του εγγυητής, ότι θα ’πρεπε να ’μουνα ναυτολογημένος όταν είναι κι αυτός μέσα στο ίδιο πλοίο ή στο καΐκι, λεγόταν ένας Παναγιώτης Βούλγαρης. Και το μετατρέψανε, καταφέρανε στο κεντρικό λιμεναρχείο του Πειραιά να το περάσουν το Παναγιώτης Βούλγαρης, Παναγιώτης Φλωρής. Δηλαδή μια μικροϊστορία, κι έφυγα δεκατρίων χρονών.
Μεσολάβησε αυτός και το έκανε στο λιμεναρχείο δηλαδή;
Όχι, η εταιρεία που πήγα.
Η εταιρεία.
Επειδή το ξέρανε το πρόβλημα και τα λοιπά κι ήταν και τα παιδιά οι περισσότεροι δικά μου, ψαροκαπετάνιος, ψαροκαπετάνιος μέσα δικός μας, από δω. Ψαροκαπετάνιος είναι, ήτανε ο καπετάνιος, ας πούμε, αλλά επειδή δεν είχε γνώσεις ναυσιπλοΐας και αυτά ήταν ταξίδια με μαρκόνη μέσα, είδες, ραδιοτηλεφωνητή και όλα αυτά, είχαμε τους καπεταναίους που τους λέγαμε μετά, άμα σήμερα ακόμα κυκλοφορεί, τους χάρτινους. Αυτός που είχε το δίπλωμα, ας πούμε, και μπορούσε να κυβερνήσει το σκάφος, ας πούμε, και να πάει κάτι, εξάντα τότε, για να πας δεν υπήρχε GPS και αυτά τα πράγματα, ήταν με εξάντα και μ’ όλα αυτά. Δηλαδή ήταν οργανωμένη η γέφυρα, ναυσιπλοΐα κανονικά, όπως είχε ένα εμπορικό πλοίο, για να ταξιδέψει. 40-50 άτομα Έλληνες, Έλληνες όλοι, όλο το πλήρωμα. Και αυτά ήτανε κυκλικά ταξίδια.
Δηλαδή;
Δηλαδή. Έφευγες απ’ τον Πειραιά, έπαιρνε πεντακόσους, εξακόσους, τρακόσους τόνους ψάρι που έπαιρνε, τα πιο… θεωρούσαμε τα ψάρια τους βασιλιάδες των ψαριών, δηλαδή σφυρίδα ένα κιλό, ενάμισο, τις πετάγαμε στη θάλασσα. Τα μη… Δηλαδή παίρναμε τον αφρό, γιατί ήταν τόσο πολλά τα ψάρια και έπρεπε να βάλεις καλό ψάρι, δεν μπορεί να βγάλεις, να βάζεις… Το άλλο το λέγαμε σαβούρα, στη θάλασσα όλα τα ψάρια. Σήμερα που είναι βασιλικά αυτά τα ψάρια, ας πούμε, έτσι; Γιατί; Για… Ήτανε Πειραιάς σε Πειραιά. Έφευγες απ’ τον Πειραιά και ξαναγύριζες Πειραιά. Δηλαδή έκανες ένα μήνα αλιείας…
Ναι, ναι.
Φόρτωνες. Έτσι; Τα ψυκτικά τότε ήτανε με αμμωνία και με τα λοιπά, πανάρχαια μηχανήματα, τέλος πάντων, γινόταν αυτό το ταξίδι. Δηλαδή σε τρεις μήνες έκανες ένα κυκλικό ταξίδι, 20 μέρες να πας, 25 να πας κάτω κι άλλες 25 να γυρίσεις, είχες 40 ημέρες, 30 ημέρες, ανάλογα την ψαριά, γύριζες Πειραιά. Δε χρειαζόσουν να πας κάπου εκεί. Μετά αλλάξανε, μετά απ’ το ’67 αρχίσανε τα πράματα και βγήκαν τα μεταφορικά, σκυλοπνίχτρες, και γινόταν και η μεταφορά του προσωπικού με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή το μεταφορικό που πήγαινε κάτω να πάρει τα ψάρια, να πάρει το εμπόρευμα και τα λοιπά, πήγαινε και τον κόσμο. Στην πλώρη, εκεί, σαν τα ζώα όλοι μαζεμένοι, 10, 20, 30, 40 άτομα, γιατί πήγαινε πλήρωμα σε πολλά καράβια, τη δουλειά που κάνει το αεροπλάνο, φερειπείν σήμερα. Πού; Και χύμα! Όταν λέμε χύμα, χύμα. Ο Θεός μάς βόηθησε και ζούμε ακόμα.
Ωραία, ας επιστρέψουμε. Δηλαδή γίνεται αυτό με τα χαρτιά και αλλάζουνε το όνομα;
Για ποιο πράμα;
Που ξεκινήσατε να πάτε πρώτη φορά στην Αφρική.
Α, στην Αφρική. Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι.
Ποια, ποια χρονολογία ήταν αυτό;
Απρίλιος του 1966.
Και δε σας φόβιζε τόσο μικρός ότι θα πάτε εκεί;
Έβλεπα την ελευθερία μου, έβλεπα τον κόσμο, έβλεπα τα πράματα διαφορετικά. Ύστερα, απ’ αυτό που σας προείπα, ας πούμε, γριγρί εδώ, πείνα, ιστορίες, καταστάσεις εκεί, στο βαπόρι τα ’χαμε όλα, τσιγάρα πολλά, καπνίζαμε τότε σα… Πού να δούμε; Τσιγάρο εδώ καπνίζαμε γόπες εδώ, ας πούμε, έτσι; Ή από τις καρέκλες το ψαθί. Ε, εκεί βρήκαμε, σου λέει, είδαμε σαπούνι. Είδαμε κάτι. Γιατί όλα αυτά ήτανε μες στη λίστα, ας πούμε, στο καράβι… Φαΐ! Με κανονικό μενού. Όλα αυτά ήτανε, παίζαν ρόλο. Μαρμελάδα που ’τρωγες; Τότε ποιος είχε μαρμελάδα δω; Αυτά που σου φαίνονται τώρα εξωπραγματικά ή αυτά τα θεωρείς τίποτα, τότε ήταν γεγονός. Εδώ ούτε καρέκλες, στο σπίτι σκαμνάκια είχαμε, τα ξύλινα τα μικρά τα ψαράδικα, όλα τα χωριά ήτανε ψαράδικα. Μέσα τα παραγάδια κει, τα δίχτυα τα τσούλια κει τα καινούρια που έφτιαχνες και κοιμόμαστε απάνω, δε, ούτε κρεβάτι. Βλέποντας εκεί και σεντόνια και κρεβάτια, θεωρούσαμε ότι είμαστε οι προνομιούχοι του κόσμου.
Μάλιστα. Οπότε ξεκινάτε, πάτε πρώτο ταξίδι τότε;
Ξεκινάμε ταξίδι, κάναμε το πρώτο κυκλικό ταξίδι και γυρίσαμε σε 7 μήνες.
Πού πήγατε στο πρώτο ταξίδι; Θυμάστε;
Πρώτο ταξίδι, η πρώτη… πρώτη επαφή με την Αφρική, γιατί έτυχε, τότε ξεκινήσανε, ενώ έκανε πετρέλευση, πετρέλευση στην Ελλάδα και ξαναγύριζε, επειδή κάναμε μεταφόρτωση, βγήκαν τα ψυγεία δειλά δειλά, ερχόντουσαν το δελφίνι από την Κούλουρη, μια σκυλοπνίχτρα, τέλος πάντων, και κόσμος και κοσμάκης, και μετέφερε και τα εμπορεύματα. Και βάζαμε… Και το ταξίδι, ξέχασα να σου πω, δεν πληρωνότανε το ταξίδι, δηλαδή, που φεύγοντας στον Πειραιά για να πας. Ούτε σε ναυτολογούσανε. Για να μην πληρώνουν ναυτολογητικά, ναυτολόγιο. Σε πηγαίναν, δηλαδή ναυτολογιόσουνα μόλις έφτανες εκεί, γιατί ήταν όλα με ελληνική σημαία τότε τα ψαράδικα. Δηλαδή η διαδρομή αυτή που έκανες, 20, 15, 20, 25 μέρες για να πας κάτου, δεν ήσουνα πουθενά. Δεν υπήρχε ναυτολόγηση πουθενά. Κι αυτό το κάναν, σου είπα για το λόγο, για οικονομία, την εποχή εκείνη. Κάναμε τους 7 μήνες και το… επειδή κάναμε την πρώτη μεταφόρτωση, τα κάναμε με το δελφίνι τότε, το σκάφος αυτό, πήγαμε και κάναμε πετρέλευση στο Φριτάουν. Το ξέρεις το Φριτάουν.
Ναι, ναι.
Ε, το Φριτάουν, το… η πρώτη… και η πρώτη μου επαφή…
Με την Αφρική.
…με την Αφρική, με τη… Έβλεπα τους [00:20:00]μαύρους, έβλεπα τους μαύρους εκεί με τις πιρόγες και όλα αυτά και, ξέρω ’γω, μάγκους και παπάγια και μπανάνες, εκεί που τις φέρναν με τα βαρκάκια τότε δίπλα στα καράβια, και ρολόγια και τέτοια που πουλάγανε, αυτά τα αφρικάνικα… τέχνες, ας πούμε, και μετά γυρίσαμε Πειραιά. Επειδή όμως είχε πολλούς Έλληνες, κι έτυχε και τότε ήταν ακόμα τα, τα ποστάλια που περνάγαν εκεί που αλιεύαμε, ας πούμε, στη, στο Μα… κάτω, στην… στη Σενεγάλη, περνάγανε, πηγαίναν τα καράβια, πηγαίνανε για… πηγαίνανε για Αμερική. Έτσι; Περνάγαν Αμερική ή πηγαίνανε για Βραζιλία, ποστάλια και τέτοια της εποχής εκείνης, με μετανάστες και με ιστορίες. Κι έβλεπα αυτά τα καράβια, έλεγα, ρε Παναγία μου! Και άκουγα ιστορίες που μας λέγαν εκεί, που η Αμερική έτσι, η Αμερική αλλιώς, μυθικές χώρες για μας, ας πούμε, έτσι; Ούτε που καν. Και λέγαμε να μπορούσα να πάω. Κι είχα κι ένα Ελληνοαυστραλό εκεί που βρέθηκε κι αυτός εκεί και μας έλεγε ιστορίες και είχα τρελαθεί, να βρω κι εγώ έναν τρόπο να την κάνω. Για τότε φεύγαμε, το «Βασίλισσα Φρειδερίκη» και το «Ολύμπια» και το «Πατρίς» στον Πειραιά με τα κοφίνια πηγαίναν και με τις κότες στο λιμάνι, ας πούμε, εκεί που είναι το καφενείο απέναντι τώρα, εκεί που ’ναι ο πύργος ο μεγάλος…
Ναι.
…ήταν το καφενείο το κοιλαδιώτικο. Τότε κάθε επαρχία και νησί είχε το δικό του καφενείο.
Στον Πειραιά, ε;
Στον Πειραιά. Τα στέκια αυτά. Η παλιά αγορά.
Ναι, ναι.
Ε, όταν ξεμπαρκάρισα… Ήτανε κάτεργα όμως.
Ναι, ε;
Μιλάμε τώρα δεκατέσσερων χρονών παιδί, δε… 30, 40, 50 ώρες στο πόδι. Να μην κλείνεις… Από το ψάρι, από τις ζημιές στα δίχτυα, να φτιάνουμε τα δίχτυα, ιστορίες και ξέρω ’γω. Ήτανε… Εγώ άκουγα οχτάωρο, ότι τα φορτηγά, τα καράβια, «θα ’ναι οχτάωρο κι έχουνε έτσι κι είχανε αυτά» και σου φαινόντουσαν πράματα… ιστορίες εκεί. Και η Αυστραλία και η Αμερική. Όταν έφτασα στον Πειραιά, στο καφενείο, μαζί μ’ έναν πατριώτη μου που ’ναι δίπλα, ξάδερφός μου κιόλας, συναντήθηκα, «Τι ταξίδι; Τι έγινε;» και ξέρω ’γω. Του λέω: «Ρε» του λέω «εντάξει, η δουλειά πολλή, πεθάναμε» ας πούμε, ξέρω ’γω. Να φανταστείτε ο μισθός ήτανε τεσσερισήμισι χιλιάδες δραχμές, το μηνιάτικο την εποχή εκείνη. Ε, και του λέω: «Εσύ πώς είσαι;» γιατί τότε, για να βρούμε δουλειά, καθόντουσαν, ερχόντουσαν από δω, από το χωριό, είχαμε το «Βαλκάνια» εκεί, που ’ναι στην παραλία, που είναι η «Μεδιτεράνια» αυτήν, τώρα που ’ναι το σκάφος το… απέναντι από τα flying, πώς το λένε;
Ναι.
Η… τέτοια, ήτανε ένα ξενοδοχείο, ήταν, με ράντζα μέσα ήμαστε.
Ναι, ναι.
Το «Βαλκάνια» το λέγαμε κιόλας. Το ’χανε κάτι κορίτσια, το ’χανε στέκι, μέναμε όλοι εκεί, χύμα. Με 5 δραχμές τη βραδιά, ας πούμε. Με 10, 20 άτομα ο καθένας μέσα. Και μου λέει… Του λέω, πιάσαμε συζήτηση στο καφενείο εκεί και τα λοιπά, «Πώς τα πέρασες;». Αυτό που έκανα εγώ το ’κανε όλη η Κοιλάδα τώρα, ας πούμε, και στο Κρανίδι ακόμα. Είτε ήταν η γεωργία, τι σου ’πα προηγουμένως, είτε ήτανε, ναι…
Ναι, ναι.
Όλοι ήταν, βρίσκανε μία λύση, να πάνε να μαζέψουν κάποια λεφτά και να κάνουνε… μετά γίνανε αγροφύλακες, μετά γίνανε ξέρω ’γω, γίνανε… Όλα τα επαγγέλματα ήτανε σ’ αυτές τις δουλειές απάνου. Λέει: «Εγώ θα φύγω» λέει… τέλος πάντων. «Θα…» μου λέει, μου λέει: «Θα πάω στο –ήταν 11:00 η ώρα– θα πάω στο γραφείο» λέει «για…» στο Κολοκοτρώνη, εκεί, στο Μέγαρο του Βάττη, στον Πειραιά. Εκεί, στην Ακτή Μιαούλη, γωνία είναι. Του λέω: «Ρε συ, να ’ρθω κι εγώ; Που έχω ακούσει; Εδώ η δουλειά είναι δύσκολη». Μου λέει: «Κοίταξε να δεις» μου λέει «εγώ κάθομαι» λέει «τρεις μήνες, τέσσερους εδώ, δεν κάθομαι» λέει «γιατί… Ψάχνω να βρω καράβι…» γιατί ξέραν, μ’ έναν ξάδερφό του είχαν κανονίσει, θα την κοπανήσουνε με… Γιατί όλη η Αμερική, τώρα άμα πας σ’ όλους τους Αμερικάνους που πήγαν στην Αμερική τελευταία, μ’ αυτό τον τρόπο φεύγανε. «Μόλις πιάσει στην Αμερική» μου λέει «θα την κάνω» μου λέει. «Μίλα, μην έχω με τη μάνα σου, ξέρω ’γω, μου πει η μάνα σου, πού πήγες και τι έκανες και τι έδειξες». «Βρε» του λέω «άσ’ τη μάνα μου, τι… η μάνα μου και πατέρας». Ποιος μίλησε κανένας; 7 μήνες, ούτε γράμμα. Ούτε τι, μόνο με τηλεγράφημα. «Είμαι καλά. Στοπ». Ξέρεις, όπως δουλεύαν τότε.
Ναι, ναι.
Με τον ασύρματο που δίναν τα τηλε… με τηλεγραφήματα ήτανε μονόλεξα, ας πούμε. «Είμαι καλά. Αυτό επιθυμώ και διά εσάς». Του-του-του-του και στοπ και ξανά, ο μαρκόνης που ’χαμε μέσα. Δεν υπήρχε άλλη επικοινωνία. Τηλέφωνο ούτε για δείγμα. Του λέω: «Τι μάνα μου, ρε;». Τέλος πάντων, μου λέει: «Έλα». Πήγαμε. Θέλω να πω τώρα για τη… θα συνεχίσουμε, πώς αλλάζει η ροή ενός ανθρώπου. Λέω, θα την κοπανήσω κι εγώ. Αφού είναι τόσο καλά η Αμερική και τόσο καλά τα πράματα εκεί και όλοι φεύγουνε, ας πούμε, γιατί να μην το κάνω κι εγώ; Δεν είχα υπηρετήσει, έφυγα δεκατρίω, ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών.
Τόσο μικρός και κάνατε τέτοιες σκέψεις όμως, ε;
Ναι, γιατί, όταν ήταν στον Πειραιά, σου είπα, έφυγα δεκατριώ, Απρίλιο, τον… 4 Απριλίου είμαι γεννημένος. ’52. Τι έγινε; Έφυγα αρχές Απριλίου ή Μάρτη, ξέρω ’γω, εκεί, και μπήκα… μετά μπήκα στα δεκατέσσερά μου.
Ναι, ναι.
Όταν γύρισα, πλέον ήμουνα δεκατέσσερα. Και λέω, ρε θα την κάνω κι εγώ, ας πούμε, αφού άκουγα από ναυτικούς εκεί, που συχνάζαν στα καφενεία και όλα αυτά, την ιστορία, να το κάνω, γιατί να μην το κάνω κι εγώ; Μου λέει: «Πάμε». Πήγαμε στο γραφείο, βρήκαμε αυτόνε που κάνει τα πληρώματα μέσα και τα λοιπά, του λέει… Ακόμα οι συμβάσεις ήτανε με λίρες, δεν ήτανε δραχμές. Ήτανε με λίρες Αγγλίας, γινόντουσαν οι συμβάσεις. Λέει: «Εντάξει» ο Σάββας, ας πούμε. Λέει: «Θα φύγουμε για την… Θα φύγετε την μεθεπόμενη Πέμπτη» ας πούμε.
Ναι.
Θυμάμαι την ημέρα. Λέει: «Είναι ένα ανιψάκι μου, ένας ξάδερφός μου εδώ, να ’ρθει μαζί μου» ξέρω ’γω. Λέει: «Ναι, έχουμε δουλειά». Αυτός πήγαινε ναύτης, εγώ θα πήγαινα ναυτόπαις, πιο κάτω από το… από το ναύτη. «Εντάξει». Δώσαμε τα φυλλάδια, γιατί έδινες τα φυλλάδια τότε, προκαταβολές, ιστορίες, κλείσαμε όλα καλά. Ήρθαμε στο χωριό τότε, ε, φτάσανε οι μέρες, ας πούμε. Τους λέω στους δικούς μας: «Καληνύχτα. Εγώ φεύγω για… ιστορίες, θα φύγω με το Σάββα μαζί». Λέει: «Πού θα πας;». Λέω: «Θα πάω στην… θα πάω στην Αμερική». Ε, ψιλό… αλλά τα πράματα ήταν τόσο δύσκολα, που, ξέρεις, ναι μεν, αλλά.
Δε σας κράτησαν δηλαδή…
Δε σας κράτησε να σε φρενάρει, σήμερα που δεκατεσσάρων χρονών παιδί δεν το στέλνεις να πα’ να σου πάρει περίπτερο τσιγάρα. Όχι να κάνουμε αυτά που σου ’πα ήδη. Αφού με ξεκινήσαν από 8 χρονών. Τέλος πάντων, όταν κατέβηκα, όταν επήγαμε απάνω, παραμονές να φύγουμε, να φύγουμε για την…
Αμερική.
…Αμερική, πήγαμε στο γραφείο γιατί θα… μας ειδ… με τηλέφωνα, ξέρεις, τα τηλέφωνα ήτανε με το γρατσουνιστήρι εδώ, είχε ένα κέντρο που έπαιρνες, για να πάρεις. Πήγαμε να… πήγαμε στο γραφείο, για να μας πούνε, με τρένο, μου φαίνεται, θα φεύγαμε. Τότε γιατί ήταν με τρένο, κάπου στην Ευρώπη θα πηγαίναμε, δε θυμάμαι, Ιταλία, Ισπανία, δεν ξέρω πού, κάπου εκεί θα πηγαίναμε. Ή Ρότερνταμ, Άμστερνταμ, δε θυμάμαι πού ήτανε το καράβι, και θα πηγαίναμε. Και το πρώτο ταξίδι ήτανε για Αμερική. Στην Αμερική ήταν ταχτοποιημένα τα πράματα, άντε πιάσ’ τους. Μου λέει… Α, πήγαμε στο γραφείο, αλλά τι είχε γίνει; Μου λέει, για μένα: «Ο μικρός» λέει «θα πάει σε άλλο καράβι». Μας χωρίζανε. Ποοοο! «Δε γίνεται» του λέω «δεν θα πάμε μαζί» ξέρω ’γω, θα πάει σ’ ένα άλλο καράβι. Αυτοί, τι είχε γίνει; Είχε βρει κάποιο δικό του άλλονε…
Ναι, ναι.
…και τον έβαλε τον δικό του κι εμένα μ’ έβγαζε στην απέξω. Μ’ έστελνε μ’ ένα γκαζάδικο. Τα γκαζάδικα τότε, την εποχή εκείνη ήτανε δύσκολη δουλειά, ας πούμε. Ανθυγιεινά και τέτοια, λέγαν, και ιστορίες. Εγώ δεν το ήθελα το… ότι δε θα πήγαινα στο γκαζάδικο, αλλά πήγαινα μαζί με ένα σκοπό να την κοπανήσω, δεν πήγαινα για να κάνω…
Ναι.
…ιστορίες, τέλος πάντων, στράβωσε η δουλειά, έδωσα πίσω τις προκαταβολές, πήρα το φυλλάδιό μου κι έφυγα. Ήμουν απογοητευμένος εκεί, στο καφενείο, και ξεκίνησα, έφυγα στο καπάκι τις, στις μέρες αυτές, πάλι με κατεψυγμένο, στον Ατλαντικό, με το «Ευρυδίκη 1», το πρώτο αλιευτικό της Ελλάδος. Ήταν με ατμό, είχε αλλάξει μηχανή, είχε βάλει μία Deutz την εποχή εκείνη, και πήγα με αυτό το δεύτερό μου ταξίδι.
Και πήγατε από Πειραιά και πήγατε; Δυτική;…
Πάλι το, πάλι το ίδιο ταξίδι. Δυτική Αφρική, με περιπέτειες εκεί, το ’χανε πάρει και το ’χαν μετονομάσει, το ’χανε πάρει κάποιοι, το λέγανε «Φανερωμένη», το οποίο το βρήκα μετά στη Νιγηρία χρόνια και τα λοιπά. Και κάναμε ένα ταξίδι, ήτανε πάλι, πάλι αρκετοί πατριώτες μέσα δικοί μας, όλο Έλληνες πάλι, όπως είχε γίνει το πρώτο ταξίδι. Κάναμε κάποια, πάθαμε κάποια ζημιά, μείναμε στο Ταγκάρ χρόνια… 6 μήνες, 7 μήνες, πείνα, λόρδα εκεί, χαμός. Ευτυχώς πέρασε ο αδερφός μου τότε με το «Μυκήνες», με πολλούς Έλληνες ψαροκαπεταναίους από δω, οι «Μυκήνες» ήταν ένα μεγάλο, του Ευσταθίου. Του Ευθυ… Ευσταθίου, Ευθυμίου, πώς λεγόταν αυτός που ’χε τα ψαράδικα τότε. Αυτός πήγαινε και δούλευε στον… στην Αργεντινή τον μπακαλιάρο, βαθιά, τη μερλούζα, μπακαλιάρο. Και μας δώσανε κάτι πράματα εκεί, πεθαμένοι στην πείνα, ούτε φαΐ. Βγήκαμε από το καράβι, πήγαμε στη δουλειά που τελείωσε ύστερα 6 μήνες και φύγαμε χωρίς [00:30:00]τροφοδοσία, περιμέναμε να ’ρθει το, το μεταφορικό από την Ελλάδα, που σας είπα, που μας έφερνε λίγα πράματα.
Ναι, ναι.
Και δεν είχαμε ούτε να φάμε. Ούτε να καπνίσουμε ούτε να… ούτε, πραγματικά δεν είχαμε να φάμε. Κάτι όσπρια συνέχεια.
Μάλιστα. Άρα έτσι μπαίνετε πολύ μικρός σ’ αυτό το ψάρεμα, το υπερπόντιο.
Σ’ αυτό το ψάρεμα, σ’ αυτή τη διαδικασία, την υπερπόντια. Βέβαια, μ’ αυτό που σου λέω ήτανε πάρα πολλά αλιευτικά ελληνικά, ας πούμε, με εταιρείες, 5, 6, 7 κομμάτια, αλλά μιλάμε για στόλος ολόκληρος, ας πούμε, έτσι; Με… Και κατ’ επέκταση ήταν από όλο τον κόσμο, Γιαπωνέζοι… ό,τι σου πει. Ρουμάνικα, βουλγάρικα… Μιλάν, κωλο… Και τότε δε χρειαζότανε άδειες, ψάρευες όπου…
Ναι, ε;
Και με τρόπους που ξεπατώσανε τη θάλασσα, τα διαλύσαν όλα. Να φανταστείς ότι δύο καράβια μαζί, γιαπωνέζικα, τραβάγανε με μια καδένα φύκια τέτοια, ξηλώναν τις ξέρες και πέρναγε πίσω το ψαράδικο. Για τέτοιες ζημιές μιλάμε, ανεπανόρθωτες. Το ψάρι, έβαζες το ψάρι… θυμάμαι μια φορά, έβαζες, σταματημένο το σκάφος από ζημιά για να φτιάξουμε τα εργαλεία, και έπεφτε το μαχαίρι και γυάλιζε και βγαίναν οι σφυρίδες στον αφρό. Για τέτοια ψάρια μιλάμε. Σου λέω για ποιότητας ψάρια τώρα, όχι, τ’ άλλα ήταν δε μπορούσες να βάλεις τα πόδια σου στην τέτοια. Που μέχρι σήμερα υπάρχει και ψάρι, ας πούμε.
Αυτό σε ποιες χώρες ήταν τώρα το ψάρεμα;
Σενεγάλη, το Ρίο Ντι Όρο την εποχή, ήταν τα χταπόδια, ήταν συγκεκριμένες περιοχές, ήταν απάνω δω, Μαρόκο, Μαρόκο και κάτω το… πώς τη λένε; Μαυριτάνια. Μαυριτανία περισσότερο, Μαυριτανία. Το… η Σενεγάλη, βέβαια.
Ναι.
Το… η Σιέρα Λεόνε…
Ωραία, ναι.
Η… απάνω, πώς το;…
Γκάνα;
Όχι, η Γκάνα είναι πιο κάτω, η Γκάνα δεν είχε τόσο πολύ ψάρι, εδώ απάνου, απάνω ψηλά, γιατί… Το equator, είδες, που περνάει από κάτω είναι τροπικά τα ψάρια, από πάνω εδώ, Μαυριτάνια, ήτανε ψάρια Ελλάδος, ας πούμε, έτσι, ήτανε ψάρια Μεσογείου, ας πούμε, Μεσογείου, ας πούμε, έτσι; Ενώ κάτω ήτανε ψάρια τροπικά περισσότερα, ας πούμε.
Ναι, ναι.
Περισσότερα. Όλες αυτές οι χώρες, έχω και το χάρτη τώρα, δεν ξέρω, να το… να φέρω ένα χάρτη…
Πράσινο Ακρωτήριο; Που ’χει κάτι νησιά εκεί;
Όχι, όχι, όχι, το… Και το Πράσινο Ακρωτήρι, κι αυτό, ναι, αλλά είναι εδώ, πώς το λένε μωρέ;
Μαρόκο;
Όχι, το Μαρόκο είναι ψηλά, εδώ ψηλά. Είναι τα ενδιάμεσα, Σενεγάλη, είναι με τα σύνορα Σενεγάλης και τέτοια, είναι το…
Τέλος πάντων, θα το βρούμε.
Κάτσε να δω.
Γκάμπια; Όχι Γκάμπια.
Γκάμπια, ναι. Γκάμπια, ναι. Και ενδιάμεσα κάτι μικρά, κάτι που ’ναι; Βοήθησέ με, δίπλα Σενεγάλη, στη Σενεγάλη…
Γουινέα.
Γουινέα. Και το, και το…
Ντακάρ;
Το Ταγκάρ είναι Σενεγάλη. Είναι πρωτεύουσα της Σενεγάλης. Γουινέα. Κάτσε…
Ποιο είναι; Μαυριτάνια είναι πιο πάνω.
Ναι. Ναι. Μαυριτάνια. Κάτσε να σου πω. Ταγκάρ, Γκάμπια, Γουινέα, Μπισάου. Κόνακρι. Αυτά ήταν τα μέρη όλα. Και μετά είναι το Σιέρα Λεόνε, που σου λέω.
Ναι, ναι.
Όλα, δηλαδή ξεκινάν το ψάρεμα, ξεκίναγε από το… παλιά λεγόταν – είχαν άλλες ονομασίες. Έτσι; Τώρα έχουν αλλάξει βέβαια, μετά τους… Από δω ξεκ… Από πάνω εδώ ξεκινάγαμε, η αλιεία από πάνω, όλα μέχρι, μέχρι, μέχρι εδώ.
Μέχρι τη Σιέρα Λεόνε.
Σιέρα Λεόνε. Όλα αυτά τα κράτη.
Μέχρι Λιβερία. Ωραία.
Και πάνω.
Μάλιστα. Ωραία. Και εκεί πόσα χρόνια κάτσατε, σ’ αυτό το ψάρεμα, στη δυτική Αφρική;
Στη δυτική Αφρική κάθισα, κάθισα, ήταν τα ταξίδια μου, ήτανε αυτά τα δύο, τα δύο ταξίδια που έκανα, από 7 μήνες, ξέρω ’γω πόσο ήτανε, μήνες.
Επέστρεψα στην Ελλάδα και τότε ξεκίναγε ο Φραγκίστας. Ο Φραγκίστας, ο γνωστός Φραγκίστας. Είχε ξεκινήσει τα ρώσικα ψαράδικα, με βάρδιες μέσα, με ιστορίες, πολυτέλειες γι’ αυτά… μπροστά σ’ αυτά τώρα… Είδες, είπαμε, πολυτέλειες από το εδώ, η άλλη πολυτέλεια τα κατεψυγμένα τα κάτεργα, μετά, από την άλλη μπάντα, βγήκανε… Ο Φραγκίστας τι έκανε; Επειδή ήτανε μεγάλα τα σκάφη, ήτανε μεγάλα τα σκάφη το «Θέτις», το «Γλαύκη» και το «Μελίτη», είχε 120 άτομα πλήρωμα το καθένα. Δυόμισι χιλιάδες τόνους καράβια.
Ναι.
Τρεις χιλιάδες τόνους καράβια, ψαράδικα. Αλλά μέσα η πολυτέλεια ήταν το κάτι άλλο. Ρώσικα, της Σοβιετικής Ένωσης μέσα.
Ναι, ναι.
Αυτός είχε, έστελνε το πορτοκάλι εκεί και είχε κάνει συμφωνίες και πήρε τα σκάφη. Το πρώτο θέτ… το πρώτο σκάφος που πήρε, το «Θέτις», πήγε και ψάρεψε Σομαλία. Χαμός τότε, ψάρια πολλά. Και… το πρώτο. Μετά πήρε το «Μελίτη» και το «Γλαύκη», το οποίο, επειδή δεν… αρχίζουνε και στριμωχνόντουσαν τα πράγματα εδώ πάνου, στον Ινδικό, τα έστειλε κατευθείαν Ναμίμπια. Στην νότιο Αφρική. Ναμί… ήταν τότε Νότιο Αφρική η Ναμίμπια. Με το “South Africa”, την εποχή απαρτχάιντ και ιστορίες. Και πηγαίναμε στο λιμάνι, μπαρκάρισα εκεί…
Άρα πριν απ’ αυτό, ναι.
…με του Φραγκίστα, το οποίο είχε κι ένα μεταφορικό, το οποίο ήτανε, για τα δεδομένα, κρουαζιερόπλοιο, κρουαζιερόπλοιο την εποχή εκείνη, το «Αμφιτρίτη». Και έβλεπες 150-200 άτομα, έκανε αυτή τη δουλειά αυτό, ήτανε… Ήτανε μεν ψυγείο, μεταφορικό για τα εμπορεύματά του, αλλά ήτανε και να πηγαίνει τον κόσμο, είχε διακόσες καμπίνες μέσα για κόσμο. Ειδικά, όπως το δουλεύαν οι Ρώσοι την εποχή εκείνη, ας πούμε, οι Σοβιετικοί. Και πήγαμε να ψαρέψουμε… να, ψαρέψαμε τον μπακαλιάρο. Μπακαλιάρο, τόνοι.
Ναι, ε;
Δεν έχω δει στη ζωή μου τόσο ψάρι, ας πούμε, ποτέ μπακαλιάρο. Καλάδα, μπορεί και 150, διακόσους τόνους. Από δω μέχρι απέναντι, με… η τράτα, να περπατάς απάνω. Έτσι; Ψάρι, όχι αστεία. Αυτά, επειδή ήτανε, ήτανε φρέσκα, τα σκάφη, ας πούμε, και τέτοια και δεν ξέραν την ορολογία, γιατί μέσα είχαν, ήτανε πλωτά εργοστάσια. Ναι μεν ψαράδικο…
Κάνανε και ψύξη και συσκευασία;
Όχι, συσκευασία γινόντουσαν και στα άλλα που σου είπα.
Ναι, ναι.
Αλλά γινότανε μέσα, είχε, είχε και το εργοστάσιο. Γιατί το καβούρι έκανε κονσέρβα, αλλά έκανε και, έκανε και ιχθυάλευρο. Όλο τη σαβούρα και τα ακέφαλα, που κάναμε τον μπακαλιάρο, τον έκανε ιχθυάλευρο. Είχε ένα ψυγείο, είχε το εργοστάσιο πίσω που έκανε την επεξεργασία για ιχθυάλευρο κι είχε κι ένα κάτω ένα ψυγείο, ένα αμπάρι γύρω στους 120 τόνους, που κάνανε και ιχθυάλευρο. Οι δικοί μας δεν είχανε γνώσεις για να το βαστήξουν το σκάφος αυτό. Και κάθε τομέας, στη μηχανή και στο καρά… και στο εργοστάσιο το για τα καβούρια και για –γιατί έκανε κονσέρβα κατευθείαν– και στο άλλο, είχε… είχε Ρώσους, που ήταν ειδικοί και κάνανε τη δουλειά αυτήνε. Και δίπλα είχε δικούς μας, μέχρι να μάθουνε τη δουλειά, για να κάνουνε την ιστορία. Ανεξάρτητα μετά ότι τα κάνανε αχταρμά όλα, φεύγοντας οι Ρώσοι, γιατί αυτοί είχανε πείρα μεγάλη, ας πούμε. Οι δικοί μας τώρα ηλεκτρολόγοι ήτανε και γινόντουσαν ψυκτικοί τότε. Τέλος πάντων, πήγα μ’ αυτό. Ήδη ήτανε κάτω και πήγα στην… πήγα στο… πήγα στην, στη Ναμίμπια τότε, στο Γουάλβις Μπέι σήμερα, το λιμάνι μεγάλο. Την εποχή, ας πούμε, ήτανε, φτιάναν και το λιμάνι, ας πούμε, του Γουάλβις Μπέι. Απαγορευόταν να πας με μαύρη και ιστορίες, 6 μήνες φυλακή τότε, ας πούμε.
Ναι.
Δεν ήτανε, τα πράματα ήτανε φυλετικές διακρίσεις στο… στο απόγειο. Και εκεί είδα τους Εγγλέζους, που φτιάναν το λιμάνι, ένα καζάνι να βράζει και με τα μαστίγια ακόμα. Ξέρεις τι είναι, το αφρικάνικο, οι boers εκεί με το τέτοιο και να ’ναι να μη… σε τέτοιο στιλ. Δηλαδή αυτό το πρόλαβα, το μόνο που πρόλαβα στην Αφρική αυτό. Μου ’χει μείνει η εικόνα από τότε. Κι έκανε κάνα δυο, που πήγανε δικοί μας με μαύρη, 6 μήνες φυλακή εκεί μείνανε, είχε… ήταν σοβαρά τα πράματα, δεν ήτανε… πολλά. Έκανα ένα ταξίδι εκεί, βέβαια με βάρδιες, με ιστορίες, με, με… είχαμε πολυτέλειες, 8 ώρες δουλειά, 8 ώρες κοιμόσουνα, δεν είχες… Σινεμά μέσα, ήταν και ρώσικα και μας φέρναν και ταινίες εκεί, προπαγάνδα τότε στα… στα ουράνια. Η Γη της Επαγγελίας. Από το κάτεργο το ένα, απ’ το κάτεργο εδώ στα κάτεργα τα άλλα, εκεί… ανεβαίναμε δηλαδή, ανεβαίνανε τα…
Επίπεδο, ναι
Ναι. Κι έγινα εκεί, πιτσιρικάς, έγινα και λοστρόμος. Τόσο ήταν η ενεργητικότητά μου στον τομέα μου και στις τράτες και στα δίχτυα και στα αυτά, ανέβηκα. Πολύς κόσμος από δω, όλο το χωριό, μπορώ να σου πω τότε, την εποχή εκείνη, μπορεί να ’ταν και 200 άτομα, ας πούμε, 300 ήτανε μ’ αυτές τις δουλειές. Άλλοι φεύγαν, άλλοι πηγαίναμε… και Κρανίδι και… ιστορίες, περισσότερο Κρανίδι. Ερμιόνη δεν είχε και Πόρτο Χέλι, ήτανε [00:40:00]άλλοι, που θα φτάσουμε εκεί.
Εσάς σας άρεσε ως παιδί αυτό; Σας ενθουσίαζε η δουλειά, παρ’ όλη τη δυσκολία.
Ε, βέβαια με ενθουσίαζε, δηλαδή αφού έβλεπα… Εδώ, είπαμε, γεννηθήκαμε εδώ και ήμαστε χρεωμένοι από όταν γεννήθηκα εδώ, πείνα. Δεν έβλεπες το πίσω τώρα, γιατί χάθηκε, θα σου πω γιατί χάθηκε και το τονίζω συνέχεια αυτό. Όταν ο άλλος έφευγε και μιλάνε, ας πούμε, λέει, η ενεργητικότητα του έτσι, η ενεργητικότητα του αλλού. Η ενεργητικότητα βγαίνει, αν προσέξεις –για μένανε, τώρα ο καθένας το βλέπει όπως θέλει– α, οι Αλβανοί. Σου λέει, ενεργητικότητα, δουλευταράδες και οικονομάνε. Οι, φερειπείν, Αιγύπτιοι, που έρχονται εδώ τώρα ψαράδες και τα λοιπά, που ’μαστε εμείς, ενεργητικοί, δουλεύουνε, κάνουνε. Εμείς το ’χουμε σορολόπ. Το ίδιο είμαστε κι εμείς, αλλά η δικιά μας η εφευρετικότητα ήτανε πάνω από όλους αυτούς. Γιατί; Γιατί ξέρουν, όταν γυρίσεις εκεί, έχει πείνα. Κι εμείς, όταν ξέραμε, όταν γυρίσουμε εδώ θα πεινάσουμε. Όσο ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο, τόσο όμως χανόταν η δουλειά. Δεν είναι θέμα ότι είναι, ήταν οι καλύτεροι. Εμάς, λέει, εδώ οι Έλληνες, λέει, μέχρι… είμαστε. Και πραγματικά, λαός που πιάνουμε. Εγώ σου λέω σ’ ένα δημοτικό, που το ’βγαλα από το παράθυρο. Έτσι; Κι άμα σου… Όταν φτάσουμε στο τέλος της συζήτησης, θα πεις, δεν πιστεύονται αυτά τα πράγματα. Αυτοί όλοι εδώ που ’χουνε, όλη η Κοιλάδα έχει περάσει από μένανε. Πώς τους εκπαίδευα. Αυτή είναι η ενεργητικότητα, όταν ξέρεις πίσω σου ότι θα βρεις χαλάσματα, δε γυρίζεις. Βάζεις το κεφάλι σου εκεί να δουλέψει και να πας μπροστά, να μη χάσεις και τη δουλειά αυτήνε. Και γινόσουνα καλύτερος, βελτιωνόσουνα και γινόσουνα όνομα. Οι ψαροκαπεταναίοι, ας πούμε, που κυκλοφοράνε, απ’ όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στην Κοιλάδα, γιατί η Κοιλάδα ήταν ένα ορμητήριο, ας πούμε, γιατί είχε τους περισσότερους ψαράδες. Ήμαστε όλοι, όλες οι οικογένειες εδώ οι μεγάλες… , ψαράδες όλοι. Σου είπα προηγ…, αν δεν ήσουνα καλός ψαράς, δεν ήσουνα τίποτα εδώ. Καλός μαθητής και να ήσουνα, δε θα σε… έτρεχε και τίποτα, αν ήσουνα καλός ψαράς όμως, ήσουνα το τοπ. Ο ένας με τον… οικογένειες μεταξύ τους είχανε… ανεβαίνανε, ας πούμε, πώς να, να είναι καλύτερος, ο καλύτερος απ’ τον άλλον.
Είχε συναγωνισμό, ναι, καταλαβαίνω.
Αυτός που μίλαγε προηγουμένως, ο… ο Άγγελος ο Στάππας, έτσι; Εδώ έχουν, όσα έχουνε βγάλει όλη η επαρχία έχει βγάλει μόνος του τα ψάρια, μαζί με τον αδερφό του. «Κατεψυγμένο» τους λέγανε, ας πούμε, τόσα ψάρια βγάζανε, ας πούμε. Μιλάμε, ξύπνιοι στη δουλειά τους και την είδανε. Σου είπα, όλα αυτά μετρούσανε στο έτσι, ότι πίσω υπήρχανε χαλάσματα και έβαζες το κεφάλι σου κάτω για να μάθεις, για να γίνεις καλύτερος. Γιατί στην ουσία είμαστε αγράμματοι. Αν βάλεις κάτω, ας πούμε, πώς ξεκινήσαμε, όταν σου λέω ένα δημοτικό κι αυτό απ’ το παράθυρο; Ξέροντας κανένας ότι εσύ έμαθες γράμματα ή δεν έμαθες; Γι’ αυτό τα είπα, τα τόνισα προηγουμένως. Λοιπόν…
Μάλιστα, κατάλαβα. Ωραία. Άρα συνεχίζετε εκεί πέρα;
Συνεχίζουμε εκεί πέρα. Γυρίζοντας… Όταν ξεκίνησα τη συζήτηση, σας είπα κάτι με τον Περσικό. Το γαριδάδικο ήτανε μια, άλλος τομέας.
Ναι.
Το γαριδ… Γιατί ήταν διαφορετικό; Γιατί κει ήτανε ένας Έλληνας, καπετάνιος, ψαροκαπετάνιος…
Ναι.
…κι ήταν αυτοκέφαλος. Δεν είχες πίσω, όπως ήμαστε… Γιατί όλα αυτά τα καράβια είχανε πλοίαρχους, αντι… υποπλοίαρχους, ήσουνα δηλαδή, ήσουνα συ ναύτης.
Ναι, ναι.
Ενώ κει γινόσουνα καπετάνιος. Ήσουν αυτοκέφαλος. Και τα λεφτά πολλά. Αν με το κατεψυγμένο δω έπαιρνες τέσσερις πέντε χιλιάδες, δέκα χιλιάδες, πόσο είχαμε φτάσει οι μισθοί τότε, την εποχή, τριάντα, δεκαπέντε, πόσο –γιατί ανεβαίνουν κιόλας, ξεκινήσαμε, είπαμε, με τεσσερισήμισι και φτάσαμε– οι μισθοί ήταν εκεί εκατό και διακόσιες χιλιάδες.
Ναι, ε;
Δηλαδή τρομερές διαφορές.
Ναι, ναι.
Δηλαδή για να θεωρούσες να πας στον Περσικό, έπρεπε να ’χες χοντρό μέσο. Και βοηθιόντουσαν οι οικογένειες με τις οικογένειες, έπαιρνα τους δικούς μου, το δικό του, την ιστορία, έβαζες μέσο για να σε πάρουν εκεί κάτω. Δεν πήγαινες εύκολα, ας πούμε, αυτοί που ήταν εδώ, οι δικοί μας.
Κατάλαβα. Άρα εσείς πώς μπήκατε σ’ αυτό το χώρο;
Σ’ αυτό το χώρο εδώ δεν μπήκα, στο Περσικό, και δεν πήγα ποτέ. Γιατί δεν πήγα ποτέ; Γιατί, ενώ ήθελα, φαγωνόμουνα, δεν μπορούσα να βρω το κονέξιον και δεν με παίρνανε, θεωρούντουσαν άλλους πιο καλύτερους, πιο έτσι και, ξέρω ’γω, δεν πήγα ποτέ στον Περσικό. Αλλά αυτή η δουλειά δούλευε όμως.
Με τα γαριδάδικα, ναι.
Άρχισε και δούλευε, ήτανε δουλειά του μέλλοντος. Χιλιάδες τόνοι γαρίδα στον Περσικό. Οι δικοί μας όλοι απ’ τον Περσικό θησαυρίσανε. Κι αυτοί που ’χανε μυαλά, μπορούσανε, για το χρυσό στο δρόμο τότε, την εποχή εκείνη, κι εκεί ήτανε που ’τανε. Οι ελληνικές εταιρείες που προείπα, αυτές που ’χαν τα κατεψυγμένα, αρχίσαν και βλέπανε ενδιαφέρον κι εκεί. Και ρίξανε, φερειπείν, ο Αρκουλής, που ήταν η πρώτη εταιρεία που έκανε γαριδάδικο, μετέτρεψε τα ψαράδικα, γιατί το ψαράδικο είναι… είναι στην ίδια τέχνη, ήταν side roller, με μία τράτα, ας πούμε, με κάποιες παρεμβάσεις, με μπούμες και ιστορίες, έτσι, το έκανες… Θα σου δείξω τώρα εδώ, σε μια φωτογραφία, για να…
Ναι, την είδα. Μία που ήταν εδώ πριν.
Μία, ένα, κόκκινη, που το ’χα αγοράσει απ’ τη Γαλλία εγώ το σκάφος, συνεταιρικά. Για να σε βοηθήσω, περισσότερο για να δούμε τι λέμε.
Αυτό εδώ;
Ναι. Αυτό είναι γαλλικό ψαράδικο. Ήτανε έτσι τα, της εποχής εκείνης, φερειπείν τα ψαράδικα, ήταν πίσω η τέτοια, είναι πλευρική αλιεία αυτό, αυτό είναι stand roller είναι πίσω. Βάζοντας αυτά, τις μπούμες, βλέπεις, είναι, γίνεται γαριδάδικο. Λέγεται γαριδάδικο. Κι ένα μικρό δοκιμαστικό, που το δουλεύεις συνέχεια. Έβαλε αυτά τα πράματα και πήρε –τότε οι άδειες ήταν, σου είπα, δεν ήταν τίποτα, δεν υπήρχε θέμα και τέτοια– και πήγε στον Περσικό. Άρχισε σιγά σιγά, αφού είδε το ενδιαφέρον, κι έκανε παραγγελία, έκανε παραγγελία στη Γαλλία 6-7 σκάφη, γαριδάδικα original όμως, στη Μασσαλία και στην ιστορία και τα λοιπά. Ταυτόχρονα, την εποχή εκείνη, που ’κανε παραγγελία ο Αρκουλής, γαριδάδικα, και τα πήγε στην Αφρική αυτός. Δεν πήγε στον Περσικό τα… καθόλου, πήγε Μονρόβια. Μονρόβια.
Ναι.
Λιμπέρια, που ’χε γαρίδα. Εκεί έκανε έδρα, με μια εταιρεία εκεί, το Μεσουράδο και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Ταυτόχρονα έκανε παραγγελία αυτή, η κουβεϊτιανή η GOLD FISHERY –αυτή ήταν το μεγάλο σκολείο, εκεί που ’ταν όλα τα γαριδάδικα– 100 καράβια. 100, τα BASSI. 100 καράβια! Σ’ αυτή που ’μαι φωτογραφία, αυτά τα σκάφη ήτανε αυτά, αυτό εδώ, τούτα δω. Η γε… αυτή είναι η τσιμινιέρα του, ας πούμε, έτσι; Ο τύπος, ας πούμε, που τα λέγανε BASSI, 100 κομμάτια, του, να φανταστείς, του ’καναν και δώρο 5 σκάφη με την παραγγελία αυτήνε. Και άρχισε κι αυτή και στέλνανε παντού, Υεμένες, Μαδαγασκάρες, το ’63 τώρα, μιλάω και… Μαδαγασκάρη… Το ’73, το ’73. Το ’73. Μαδαγασκάρη… Όχι το ’63 είναι, θα σε μπερδεύω, ή το ’63 ή το ’73. Μαδαγασκάρη, Νιγηρίες, ιστορίες, σ’ όλη την… τα σκόρπισε, ήταν τόσα πολλά που σκόρπισε και σε διάφορα μέρη. Σενεγάλη… Γαρίδα. Όταν γύρισα εγώ από το ταξίδι μου με τον, με του Αρκουλή, ας πούμε, νομίζω το δεύτερο που ’χα κάνει, λίγο καιρό, μπαρκάρισε… Έχω κάνει αίτηση για να πάω, ήτανε, αυτός έκανε πληρώματα στο Μέγαρο του Βάττη, πάλι, έκανε πληρώματα κάποιος Στράτος, που ’κανε πληρώματα για τον Περσικό. Γιατί όλοι το θέλαν, ήταν πολλά τα λεφτά. Μπαρκάρισα με του Αρκουλή τα γαριδάδικα. Έκανα ένα ταξίδι…
Πού;
Στη Μονρόβια. Λιμπέρια, την εποχή εκείνη. Πρέπει να ’τανε ’68; Κάπου έμπαινε το ’68; Εκεί, κάπου εκεί. Το ’68. Με τον ίδιο τρόπο, με το καράβι, είχε δικό του, το «Ευαγγελίστρια 5», γιατί τα ’λεγε «Ευαγγελίστρια» όλα, «Εύα» τα λέγαν τα σκάφη, με ονομασίες, «Ευαγγελίστρια 1», «Ευαγγελίστρια 2», «3» και τέτοια. Πήγαμε εκεί, εμείς… Όχι. Εγώ έφυγα με αποστολή και πήγα εγώ ο αδεφ… γύρω στα 10 άτομα, 15, εδώ, πήγα στην… πήγαμε στον… πήγαμε στην Γαλλία. Και παραλάβαμε ένα καινούριο, με τον καπτάν Νικόλα. Δεν ξέρω αν ζει τώρα. Ο καπτ… ο Νικόλας ήτανε πλοίαρχος εμπορικού ναυτικού, για να κάνει την περαντζάδα.
Ναι, ναι.
Να πάμε, δηλαδή το πήραμε από τη Μασσαλία, θα πηγαίναμε Γαλλία, Μασσαλία… από Μασσαλία, Λας Πάλμας, εκεί, πετρέλαια και τα λοιπά και κατεβαίναμε στο πεδίο, εκεί που ’τανε η εταιρεία, ας πούμε, που ’ταν όλα τα σκάφη, στο… στη Λιβέρια. Πρώτη επαφή με γαριδάδικο. Εντωμεταξύ, φτάνοντας εκεί, στο δρόμο που πηγαίναμε, κοστέρναμε την Ισπανία, κόστα-κόστα πηγαίναμε, για να βγούμε έξω απ’ το Γιβραλτάρ, ο καπτάν Νικόλας ήτανε 150-200 κιλά, εντωμεταξύ αυτός είχε κάνει με καράβι, τώρα βρέθηκε μ’ ένα σκάφος 25, 27 μέτρα, ας πούμε, ήτανε βάρκα γι’ αυτόνε. Κι είχε έναν καιρό και τα χρειάστηκε ο καπτάν Νικόλας και του τη βαράει και τέλος πιάσαμε ένα μικρό λιμανάκι στην Ισπανία, τσακώθηκε με την εταιρεία και πήρε με ένα άλλον καπετάνιο, να ’ρθει κάτω, να το πάρει και τα λοιπά και τα λοιπά.
Α, αυτός έφυγε δηλαδή; [00:50:00]
Έφυγε, ναι, έγινε χαμός. Άλλη ιστορία εκεί. Όταν φτάσαμε εκεί, στον Περσικό κι είχα μια επαφή με εδώ, μου ήρθε ειδοποίηση από το, από την εταιρεία που ’τανε του Κουβέιτ, GOLD FISHERY, να πάω, ας πούμε. Πώς να φύγω όμως εγώ τώρα; Από τη Μονρόβια; Που το… Αεροπλάνο ούτε για δείγμα, δε… Με μόνο… τα αεροπλάνα είχαν αρχίσει δειλά δειλά, ας πούμε, αλλά για να πας τώρα με το μεταφορικό ήθελες ένα, ενάμισο μήνα. Ήθελα ενάμισο μήνα. Και το μεταφορικό πότε θα ’ρχόταν; Ένα μήνα να ’ρθει –ήτανε στον Πειραιά– και να ’ρθει και να πάει, ήθελα δύο μήνες. Θα ’χανα τη δουλειά. Γιατί πήγανε… γιατί ήτανε μια αποστολή, που θα γινόταν στη Νιγηρία, στο Λάγος, εξίσου και οι φωτογραφίες εκεί, απ’ το Λάγος, για να πήγαινα, για να πήγαινα εκεί. Ήταν σημαντική η ευκαιρία μου. Αλλά πώς να φύγω όμως; Δεν γινόταν να φύγω. Και, και να ’φευγα, πολύς ο χρόνος. Μπορούσα, δεν με δεσμεύει κανένας, έφευγα, ας πούμε, έσπαγα τη σύμβαση, είχα δύο, δυόμισι μήνες. Σοφίστηκα… Ο αδερφός μου μέσα και πολλά παιδιά από δω, από καφενεία και τα λοιπά, έχουνε, Θεός συγχωρέσ’ τους οι περισσότεροι. Εγώ ήμουνα λοστρόμος, πιο μικρός, αλλά είναι η ενεργητικότητά μου τέτοιο και ήμουνα λοστρόμος, που οι άλλοι ήτανε δύο φορές, τρία, της ηλικία μου, ας πούμε. Αλλά ήταν η ενεργητικότητά μου τέτοιο, λοστρόμος, πιτσιρικάς. Απίστευτα πράματα για την εποχή. Λέω, θα κάνω τον άρρωστο. Τι να κάνω, τι να κάνω; Έκανα ότι είχα ανωμαλίες, ότι είχα περίπτωση με τη σκωληκοειδίτη, είχα ακούσει, αλλά δεν ήξερα πού ’ταν, αριστερά ή δεξιά, ο σκωληκοειδίτης! Τέλος πάντων, λέω, θα κάνω, θα κάνω τον άρρωστο. Μάσησα κάτι ψωμιά, κάτι ιστορίες, ότι δήθεν, με συγχωρείτε, έκανα εμετό και τα λοιπά – τίποτα, παραμύθια. Ήρθε το πρωί ο διευθυντής, ο Βογιατζής εκεί, ο Μανωλάκης, τέλος πάντων, με πήρε με το, με το αυτοκίνητο εκεί της εταιρείας, που ’χαν ένα βανάκι και να πάμε στο νοσοκομείο. Μέσα στο καράβι ήταν ο Γιώργος –πέθανε πρόπερσι κι αυτός– έμφυτο, ψυχογιός ήτανε κάποιου εδώ, τον μπάρμπα Χρήστο, πού ’ταν στον Περσικό κι αυτός, όλοι απ’ του Περσικού ήταν αυτοί, αλλά από έμφυτο μιλούσε 7 γλώσσες.
Ναι;
Απίστευτο δηλαδή πράμα. Δηλαδή ο άνθρωπος ήτανε διάνοια, δηλαδή να μιλάει… δηλαδή μια γλώσσα να τη μάθει σε, σε ένα μήνα, ρε παιδί μου. Και τον θεω… τον είχαμε μέσα, πλήρωμα. Εντωμεταξύ, για να κάνει το explay στο νοσοκομείο, το νοσοκομείο ήταν μες στη ζούγκλα, στη Μονρόβια τώρα μιλάμε, ας πούμε, Λιμπέρια, την εποχή εκείνη, για να πάω μες στη… ήτανε 3 ώρες μες στη ζούγκλα, φτιαγμένο. Και λεγότανε Catholic Hospital. Μόλις είχε ανοίξει. Όλοι οι γιατροί ήτανε, οι καθολικοί, επειδή ήτανε καθολικό το νοσοκομείο, ήτανε γιατροί Σπανιόλοι, γιατί δεν ξέρουμε τι άλλες φάρες, αλλά και οι νοσοκόμες όλες ήταν Ευρωπαίες. Σου λέω, είχε λίγο καιρό που είχε ανοίξει, ας πούμε, της κούτας, πένα. Και ήτανε, οι νοσοκόμες ήτανε όλες καλόγριες. Ε, πήγαμε μες στο… με πήγανε στο νοσοκομείο, δεν του είπα, για να μη με καρφώσει, δεν του λέω του Γιώργου ότι «ξέρεις κάτι, δεν έχω τίποτα, απλώς το κάνω θέατρο». Λέω, θα πάω κει, θα του πω ότι έχω… θα του το σκάσω το παραμύθι, θα του πω του γιατρού, ότι θέλω να… Θα μου πει αν έχω, αν δεν, αν μου πει ότι έχω, εντάξει, θα τον βρούνε. Άκου σύμπτωση εδώ τώρα, διαβολική σύμπτωση. Λέω, το πολύ πολύ να μου πει: «Να πας», να πάω στην Ελλάδα να το βγάλω. Αλλά εγώ ήθελα να το κάνω για να φύγω αεροπορικώς. Τέλος πάντων, ε, μπήκα στο… μπήκα, φτάσαμε εκεί, δεν του ’χω πει τίποτα, ήρθε η ώρα μου, παίρνει απ’ το δάχτυλό μου λίγο αίμα εκεί τώρα, πώς θα γίνεται αυτή η ιστορία, να βγει η εξέταση, ας πούμε, ξέρω ’γω, ο γιατρός, Σπανιόλος, δεν ξέρω τι ήταν, ας πούμε, Σπανιόλος. Ευρωπαίοι ήταν, ας πούμε. Ε, και μου είπε, περιμέναμε έξω. Σε μια στιγμή, εγώ περιμένω τώρα να βγει απόφαση, αν έχω, για να του σκάσω το παραμύθι του αλλουνού, «Πες του ότι θα πάω στην Ελλάδα» του κάνω. Που ούτε κατά διάνοια ότι τι θα γίνει, τι θα επακολουθούσε.
Ναι.
Παίρνει το αίμα, βγαίνει έξω, αναστατωμένοι οι νοσοκόμοι, οι γιατροί. «Χειρουργείο!» Πού; Ρε… «Χειρουργείο». «Ποιο χειρουργείο, βρε;» Τίποτα, λέει, με πήρε η νοσοκόμα, με πάει στο δωμάτιο να με ξυρίσουνε τότε εκεί, την εποχή εκείνη και τα λοιπά. Άμα δεις μια εγχείρηση, 12 ράμματα μου ’χουνε κάνει εδώ. Και να μην έχω τίποτα. «Ρε» του λέω «πες στους μαλάκες –με συγχωρείς– εδώ δεν έχω τίποτα εγώ. Εγώ θέλω» του λέω «εγώ το κάνω έτσι κι έτσι, για να φύγω» λέω, του λέω «να πάω στην Ελλάδα». «Εντάξει, πες του…» Αφού έχω… «Είναι περιτονίτις» λέει. «Δε… Άμα φύγεις από δω, θα πεθάνεις». «Τι θα πεθάνω, μωρέ μαλάκα;» του λέω. «Αφού δεν έχω τίποτα. Έχω έρθει, το ’κανα επίτηδες» τους λέω. «Όχι» μου λέει ο γιατρός, να ωρύεται. Με πάνε απάνω στο… με πάνε απάνω στο δωμάτιο. Τρελάθηκα κι εγώ, δεν ήξερα τι να κάνω, ας πούμε. «Θα πεθάνεις! Προλαβαίνουμε και δεν προλαβαίνουμε» όπως το ’λεγε. Με ξυρίζουνε, με την… «Πού πάω, ρε;» λέω. Με βάζουν στο φορείο, στο ασανσέρ, κατευθείαν για το χειρουργείο. Μα το Χριστό. Σηκώνομαι από το χειρουργείο, από το, από το φορείο που με πηγαίναν κι έφυγα. Έφυγα. Με το σεντόνι. Έτρεχα στο δρόμο σαν παλαβός. Τέλος πάντων, χαμός μέσα, παιδιά. Λέω, τι θα κάνουμε τώρα; Μου λέει: «Κοίταξε να δεις…» αφού είδε που είδε ο γιατρός και ξέρω ’γω και έκανε το explay, μου λέει: «Θα υπογράψεις ένα χαρτί ότι αν φύγεις από δω, ό,τι και να πάθεις δε θα σε δεχτούμε εδώ». Λέει: «Να πάει στην Ελλάδα». «Δεν προλαβαίνει να πάει πουθενά. Αν φύγει από την πόρτα του νοσοκομείου, εμείς δεν το δεχόμαστε». Λέω: «Έλα, Παναγία… Μα δεν έχω τίποτα, ρε» του λέω. Το υπογράψω; Το υπογράψω. Πάω στο καράβι, παίρνει τηλέφωνο, δεν ξέρω πού παίρνει τηλέφωνο ο γιατρός εκεί, το νοσοκομείο το… στην εταιρεία και λέει: «Αυτόνε που μας στείλατε τον ασθενή, είναι η κατάστασή του πολύ βαριά και υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του».
Εσείς δεν είχατε τίποτα, δε νιώθατε τίποτα;
Μα δεν, τίποτα, σου λέω, αφού το ’κανα επίτηδες, για να φύγω για την Ελλάδα, για να προλάβω την άλλη εταιρεία, σου είπα. Τι να ’χω τίποτα, τίποτα δεν είχα.
Καλά, κι αυτοί τι είδανε;
Έλα ντε; Άκου να σου πω τώρα. Έρχονται ο αδερφός μου, ήρθαν όλο το… οι πατριώτες εκεί. «Ρε… δύσκολη η κατάστασή σου, με τούτα, πρέπει να πας οπωσδήποτε» ξέρω ’γω. «Πρέπει να πάμε» να λέει ο Βογιατζής, που ’ταν και δύσκολος άνθρωπος. «Πρέπει» λέει «οπωσδήποτε να… Ο γιατρός είναι αναστατωμένος». Με λίγα λόγια, με πείθουνε και πάω. Τι να έκανα; Έγινα κι εγώ άρρωστος, αφού όλοι με βγάλανε του θανατά. Ξανά στο νοσοκομείο. Πάω στο νοσοκομείο, με βάζουνε μέσα, αφού η δόση… αφού ’μουνα έτοιμος, αφού σου λέω ότι ήτανε ώρες, ας πούμε. Ή την επόμενη μέρα; Θα σε γελάσω τώρα, ας πούμε. Με ετοιμάζουνε πάλι για το χειρουργείο, αλλά ήδη οι νοσοκόμες κι αυτές, για να μην την κοπανήσω, με δέσανε κιόλας. Σου λέει, μην την κοπανήσει πάλι! Με πήγαν στο νοσοκομείο και μου κάνουν εγχείρηση, φίλε, 11 ράμματα, 12 ράμματα, άμα δεις μια εγχείρηση, τόσο δω. Με πήγανε στο δωμάτιο. Α, ρε τι τράβηξα. Τον είχαν βάλει σ’ ένα μπουκαλάκι το… το σκωληκοειδίτη. Πραγματικά ήταν ένα τεράστιο πράγμα, το είχαν βάλει σε… τι το βάζουν, σε ένα μπουκάλι με ένα υγρό, τι είναι αυτό…
Φορμόλη, βάζουν;
Φορμόλη, ξέρω ’γω τι είναι. Και με είδανε. Κάθισα μέσα, η καλύτερή μου, αλλά υπόφερα πολύ, πόνους, πολλούς πόνους. Πραγματικά είχα σκωληκοειδίτι και…
Δεν είχαν πιάσει ακόμα οι πόνοι μάλλον.
Μα δεν είχα τίποτα, δεν είχα πολύ, όπως συζητάμε τώρα, σαν να μου πεις: «Δεν έχω τίποτα, θέλω να κάνω μία απλά, για να φύγω».
Μάλιστα. Μετά;
Κάθισα κει, ήταν παραμονές και Χριστούγεννα, τη βρήκα ωραία με τις νοσοκόμες εκεί, πιτσιρικάς εγώ τότε, ας πούμε, όλα ρέστα, όλα καλά, όλα ωραία. Έφτασε… έφτασε η μέρα, πέρασε κάνας… εικοσπενταριά ημέρες εκεί μέσα;
Ναι, ε; Κάτσατε τόσο;
Ναι, πολύ και τα λοιπά. Κι έρχεται η μέρα για να φύγω, να βγω. Έρχεται ο διευθυντής της εταιρείας και τους λέει, τους λέει, θα πάω στο καράβι πάλι. Είμαι εντάξει, χειρουργήθηκα, «θα κάτσει και λίγες μέρες στο ξενοδοχείο να αναρρώσει καλά και θα μπει στο καράβι». Λέω, εγώ έκανα εγχείρηση, έκανα όλη τη σκηνή, θα πάω και στο καράβι πάλι; Πιάνω το γιατρό, το Γιώργο και το γιατρό, τα αγγλικά μου μηδέν, ας πούμε, την εποχή εκείνη, του λέω του Γιώργου: «Το και το. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εγώ δεν έχω τίποτα, εγώ το ’κανα σκηνικό και θέλω να φύγω». Αλλά είχα κάνει γνωριμίες και με τη νοσοκόμα και με τις ιστορίες και με το γιατρό, ο γιατρός ερχόταν και μ’ έβλεπε, ας πούμε, και συνέχεια με πηγαίνανε. Με πηγαίνανε, ας πούμε, τέλος πάντων, τεράστια τότε, με πηγαίναν για κούρεμα, με πηγαίνανε… Μπερικέτια τότε. Του λέω: «Πες του έτσι κι έτσι». Του λέω: «Εγώ το ’κανα, [01:00:00]γιατρέ, γι’ αυτή τη δουλειά. Θέλω να φύγω για την Ελλάδα. Έχω βρει κάποια άλλη δουλειά και πρέπει να πάω. Να με βοηθήσεις, γιατί, άμα πάω στο καράβι, γιατί έκανα; Κι έκανα εδώ εγχείρηση χωρίς λόγο. Πώς, τι θα γίνει;» «Ωραία» λέει «θα σε βοηθήσω. Θα σε… Θα το κάνω εγώ» λέει «να μην πας στο, να μην πας στο καράβι». Πραγματικά, ας πούμε, έρχεται ο… για να βγω, κάνω έξοδο και μου δίνει 3 μήνες άδεια. Ότι πρέπει να μείνω 3 μήνες στο νοσοκομείο… στο…
Αναρρωτική.
Αναρρωτική. Δε συμφέρει τον άλλον τώρα να κάτσω, την εταιρεία, να κάτσω 3 μήνες στο ξενοδοχείο. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερα και ήμουνα στην Ελλάδα. Πάει κι αυτό το ταξίδι, με το γαριδάδικο. Φτάνοντας στον Πειραιά, κάθισα λίγες ημέρες κι έφυγα κατευθείαν στη Νιγηρία…
Με την εταιρεία αυτή.
Με την εταιρεία αυτή τη…
Ναι, ναι.
Αυτή που υπάρχουν κι αυτές οι φωτογραφίες εδώ.
Μάλιστα.
Στα γαριδάδικα, 17 χρονών στα 18 ήμουνα καπετάνιος. Καπετάνευσα σ’ αυτή την ηλικία. Δηλαδή, γιατί καπετάνευσα; Δύο χρόνια που πήγα με τον μπάρμπα Φανούρη, σε μια φωτογραφία από… τον Κούπα δω. Αυτός δεν ήξερε τίποτα ο άνθρωπος, να ’ναι για τα πανηγύρια δηλαδή, ας πούμε, έτσι, της εποχής εκείνης. Όλοι οι Έλληνες καπεταναίοι ήμαστε τα τρία, τα δύο τέταρτα… τα δύο τρίτα ήμαστε Έλληνες και το ένα τρίτο ήτανε Μεξικάνοι καπεταναίοι, για να υπάρχουνε άλλοι… λέω, ιστορία, ας πούμε.
Πόσα σκάφη ήτανε; Απ’ την εταιρεία;
Ήτανε, 12 είχαμε εκεί κάτω. 12. Αλλά σε… απάνω είχε 15, αλλού είχε, ξέρω ’γω, η ίδια εταιρεία ήτανε. Μετά εκεί, ήμαστε, 4 άτομα ξεκινήσαμε μέσα.
Καπετάνιοι;
Όχι καπεταναίοι, ήταν καπετάνιος…
Και πλήρωμα;
Fisherman –ψαράς δηλαδή–, δεύτερος και είχε και μηχανικό Έλληνα και ψυκτικό. Μετά μείναμε και τρεις βέβαια και τα άλλα είχανε τρεις. Ήταν τρεις, τρία άτομα με τέσσερα. Και οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι, εκεί.
Ναι, ναι.
Αφρικάνοι, ας πούμε, οι εργάτες. Και σιγά σιγά, ήρθαμε δύο χρονιές πρώτο σκάφος σε παραγωγή. Από την ενεργητικότητα τη δικιά μου, βέβαια, γιατί ο άλλος, σου λέω, δε βρισκόταν πουθενά. Και μ’ αυτόν τον τρόπο έπιασα στην δεύτερη χρονιά, στην τρίτη χρονιά, έπιασα καπετάνιος. Ήμουνα 18 χρονών. 17-18 χρονών είχα… καπετάνευα.
Και… και πώς νιώθατε τόσο μικρός, που είχατε τέτοια ευθύνη και;…
Ε, ήταν ευθύνη, ήτανε, ήτανε ευθύνη. Για να φανταστείς, ο δεύτερος που είχα καπετάνιος, που ήταν απ’ την Αρτάκη, Εύβοια – άλλη ιστορία αυτή, η Αρτάκη, κι αυτοί ήταν, Κοιλαδιώτες με Αρτακιανούς είχαμε και κόντρες κιόλας την εποχή εκείνη, ποιος πιάνει περισσότερες γαρίδες και τα λοιπά και τα λοιπά. Είχε, αυτή η δουλειά είχε πολλά τέτοια, έτσι, στραβά, ήτανε μια ωραία δουλειά. Και είναι ωραία δουλειά, ας πούμε…
Αλλά είχε ευθύνη, τόσο μικρός.
Ε, είχα ευθύνη, εντάξει, πήγα τρομερά καλά, αλλά ήρθε και η εποχή να ’ρθω για στρατιώτης τότε. Ανέβ… Έχει ιστορίες, με τον καπετάνιο κει, άμα πούμε με τον μπάρμπα Φανούρη εδώ, τον Κούπα, έχει πολύ γέλιο. Έχει… όταν λέμε για γέλιο, για πολύ γέλιο. Και φτάσαμε… Αλλά γιατί θα το κάνουμε πολύ σήριαλ…
Ναι, ναι, πάμε τα πιο σημαντικά.
Τα σημαντικά και δε θα… δηλαδή εκεί βγαίνει το… δηλαδή δεν είναι μόνο αυτό που είπα, αλλά να βγάλεις στην ουσία και το γέλιο και τις ιστορίες και τις χαρές και τις πίκρες και τα… έτσι και τα…
Θα σας ρωτήσω και στο τέλος κάποια τέτοια πράγματα.
Αλλά με τον, ο μπάρμπα Φανούρης είχε μεγάλη πλάκα. Έχει πλάκα, δηλαδή θα σου πω ένα κομμάτι…
Πείτε, πείτε, πείτε μας ένα…
…για να μη… Γιατί αξίζει ο κόπος.
Πείτε μας, ναι.
Όταν πήγαμε εμείς, τα πήραμε απ’ το Καμερούν. Τα ’χε φέρει σε καράβι φορτωμένα, μικρά τα σκάφη και τα… χωρίς να ’χει βάλει μπούμες, τα χρειάζονταν για το Καμερούν, τα πήγε εκεί η εταιρεία τα 12 τα σκάφη, σ’ ένα γκαζάδικο μεγάλο, είχαν κάνει βάσεις απάνω και το φέρανε και τα ξεφορτώνανε και…, γιατί ήταν 150 τόνοι το καθένα, τα καράβια, 27 μέτρα τα σκάφη. Τώρα, όταν πήγα, ήτανε, στο Καμερούν, εμείς πήγαμε… πώς φτάσαμε; Γιατί πήγαμε σε γκρουπ, ήτανε μία περιπέτεια τέλος πάντων, πήγαμε στη Νιγηρία. Ο μηχανικός ο Έλληνας, γιατί είχε και μηχανικό και, είπαμε…
Ναι, ναι.
Και ψυκτικό και τέτοια, καπετάνιο και δεύτερο, όπως ήμουνα δεύτερος εγώ στον μπάρμπα Φάνη, ήξερε πολύ λίγα πράματα. Ο άνθρωπος από τράτες δεν ήξερε τίποτα. Αλλά από μόνος μου κι από το πείσμα μου έφτιαξα τράτες μόνος μου. Οι άλλοι, όλες οι εταιρείες μεγαλοκαπεταναίοι εκεί Έλληνες, που ήτανε και ξέρω ’γω και Μεξικάνοι. Όταν πήγαμε στο Λάγος, ένα ένα το σκάφος, εμείς από ναυσιπλοΐα ήμαστε μηδέν, γιατί εκεί, σου είπα, τα σκάφη όλα αυτά που σου είπα είχε πλοιάρχους και ιστορίες τώρα η δουλειά. Εκεί βρεθήκαμε να ’μαστε εμείς οι υπεύθυνοι τώρα καπεταναίοι, να το πάρεις το σκάφος και να το κάνεις, να το λειτουργήσεις μόνος σου. Καπετάνιος και ιστορίες και αμαρτίες. Ραδιοτηλέφωνα κιόλας μέσα. Ο μπάρμπα Φάνης ο Κούπας –Κούπα τον λέγανε γιατί κοπάναγε πολύ ο μπάρμπα Φανούρης την ιστορία– στους μηχανι… εμείς, ο μηχανικός που είχα εγώ ήτανε στου Λάτση. Ήταν ο διευθυντής που είναι ακόμα στον Λάτση.
Ναι.
Γενικό κουμάντο. Η γυναίκα του ήτανε η ιδιαιτέρως του Λάτση. Και είναι. Ήταν, γιατί πέθανε, Θεός συγχωρέσει τηνα, ο Τάκης ο Αγγελής. Ο Τάκης ο Αγγελής ήτανε το τοπ.
Ναι, ναι.
Κι η γυναίκα του ήτανε η πρώτη ιδιαιτέρα του Λάτση. Ο Τάκης ήτανε, με το Λάτση, τον μπάρμπα Γιάννη, παίζανε φάπες. Απ’ τις «Αλκυονίδες» που ’χαν το… προτού ξεκινήσει ακόμη το «Νεράιδα» και το «Αλκυονίδες» που ’χε στον Πειραιά. Ήταν μηχανικός. Πρέπει να τον έχω φωτογραφία δω. Είχε έρθει την άλλη φορά με το γιο του Λάτση εδώ, είχε τρελαθεί. Τέλος πάντων… Αλλά ήτανε, ξέρεις, με τα κότερα, με τις ιστορίες, ήτανε, ήτανε… ο Τάκης ήτανε κάπως, ας πούμε, το ’παιζε λίγο high society. Όταν πήγαμε στο Λάγος, ένα ένα τα… σκάφος που ετοιμαζόταν έκανε πετρέλαια κι έφευγε. Αλλά για να… δεν φεύγαν όπως φύγαμε απ’ το Καμερούν, που του τα φέραμε όλοι μαζί κομβόι, ο ένας ακολουθούσε τον άλλονε. Ο καθένας τώρα έπρεπε να είχε βάλει τις γνώσεις του για να πας στα πεδία αλιείας, ας πούμε, έφευγες για το πεδίο αλιείας, γραμμή, πήγαινες νότια, 100-120 μίλια πορεία, ας πούμε, απ’ τη ράδα του Λάγος την εποχή εκείνη. Φύγαμε απόγεμα. Εγώ τον έβλεπα τον καπτάν Φανούρη, όπως ήξερα τους καπεταναίους στα ψαράδικα που προείπα. Ο καπετάνιος είναι καπετάνιος, ας πούμε, έτσι; Πού να ξέρω εγώ ότι ο μπάρμπα Φάνης δε βρίσκεται, ήταν μαούνα σκέτη, δεν ήξερε τίποτα, ούτε τα… ούτε τίποτα; Τελείως αγράμματος. Βγαίνοντας έξω απ’ το Λάγος, ήταν η γέφυρα του καραβιού –το ’χω δω– και είχε μία πόρτα, έμπαινες πίσω κι ήτανε μία κουκέτα, δύο. Ήταν ο Τάκης δίπλα ο Αγγελής, κάτου, χωρίς να τον ξέρω εγώ τον άνθρωπο τότε, ας πούμε, κι εγώ από πάνω. Είχαμε γνωριστεί όσο είχαμε γνωριστεί εκεί. Βγαίνοντας απ’ το Λάγος, βραδιάσαμε, το βράδυ. Ο μπάρμπα Φάνης, αφού δεν ήξερε την τύφλα του, τίποτα, ε, λέω, ο καπετάνιος, καπετάνιος, τον σεβόμουνα σαν καπετ… και τον άκουγα σαν καπετάνιο, ας πούμε, έτσι; Λέμε ότι έχει γνώσεις, ρε παιδί μου, ο άνθρωπος. Βγήκαμε απ’ το Λάγος, μας έπιασε το βράδυ. Στη ράδα του… θα ’ταν καμιά δεκαριά, 20, 30 καράβια, πάντα είχε στο Λάγος πολύ, μεγάλη ράδα, αυτός τι μπήκε; Μπήκε μες στα καράβια και βάραγε απέναντι, για Βραζιλία. Τα νερά, μέχρι σε κάποια εποχή, σε κάποιο νέο, ήταν το βυθόμετρο που μας βοηθούσε, εμείς. Πηγαίναμε με το βυθόμετρο περισσότερο.
Ναι.
Δηλαδή βλέποντας την οργιά. Είχαμε ακούσει τα πρώτα σκάφη ότι είναι νότια, θα γυρίσουμε τόσες μοίρες, ας πούμε, θα πας κάτω και με τέτοιες ιστορίες και θα έχεις την οργιά, θα πιάσεις οργιές, είναι στρωτές, 30-25-30-40 οργιές, ε, μετά το βαθούλωμα, που ήτανε κάτι άπατα, ξαναέμπαινες εκεί, τα ’χαμε ακούσει αυτά, είχες ιδέα. Αλλά ο μπάρμπα Φάνης να ’ναι χαμένος απ’ τον κόσμο. Τι κάνει τώρα; Αυτός ήταν σίγουρος. Αφού βγαίνουμε στη ράδα, έξω απ’ το λιμάνι, τα καράβια εκεί, κουρασμένοι όλη την ημέρα κι εγώ και ο Τάκης, ας πούμε, κάναμε το πασαμέντο, αυτός πήγαινε μπρος αργά αργά το σκάφος, μέσα απ’ τα καράβια. Ήξερε ότι ευθεία βαθιά δεν έχει πρόβλημα από στεριές.
Ναι.
Και του ’δειχνε το βυθόμετρο. Αλλά είχε πολύ μεγάλη ρεστία, εκεί, στη ράδα, είχε, γιαλό, στα γιαλό νερά, μεγάλη ρεστία, ας πούμε, κυματισμό πολύ, ας πούμε. Και ειδικά, το ’χαμε διπλαριά, άμα γύριζες προς τα κάτω, έτσι; Όσο ανέβαινες, έμενες λίγο στα ανοιχτά, ας πούμε, 7, 8, 10 μίλια που ταξίδευες νότια κάτω, με το βυθόμετρο, είχες, εντάξει, έπαιζε, αλλά εκεί που ’μαστε γιαλό, στα κοντά στις στεριές είχε πολύ… swell. Ανάπλωρα και έβγαινε βαθιά. Σκοτείνιασε, κάτσαμε κι εμείς ό,τι κάτσαμε, δέσαμε τα… και πέσαμε να κοιμηθούμε κιόλας λίγο, ο Τάκης από κάτω, εγώ από πάνω. Ε, ερχότανε γύρω γύρω στη ράδα. Γύρω γύρω στη ράδα, αφού είχε πολύ κύμα, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί, γιατί δεν ήξερε πού να πάει. Τα ’χασε τελείως. Χαθήκαμε. Κι ερχόταν γύρω γύρω απ’ τα καράβια, στη ράδα. Το swell, φεύγαμε απ’ τα κρεβάτια, δεν μπορούσαμε να, να… έτσι; Πολύ. Δεν ήταν στρωτό, γιατί μία, έτσι όπως το ’βαζε, διπλαριά. Τέλος πάντων, σηκώνεται ο Τάκης – ήτανε και, σου λέω, λίγο… Του λέει: «Ρε καπετάνιε, τι κάνεις; Πού πας; Θα πας πουθενά; Τι πας εδώ, πού πας;» Το… ψιλοαρπαχτήκανε. [01:10:00]Του λέει: «Έρχεσαι γύρω γύρω μέσα δω, στα καράβια, δεν πας, δε βγαίνεις λίγο; Θα… δεν μπορούμε… φεύγουμε απ’ τις κουκέτες». Πραγματικά φεύγαμε απ’ τις κουκέτες. Τώρα, για να μη μας κουνήσει, τι έκανε; Σου λέει, για να μην έρχομαι γύρω γύρω κι έχω συνέχεια το swell, το ’χω διπλαριά, το πήρε ανάπλωρα, σου λέει, είναι όσο πάει βαθιά…
Ναι, ναι.
Κάπου έπρεπε να πας. «Τι έρχεσαι γύρω γύρω, θα πάμε πουθενά;» Τέλος πάντων, αφού είπανε και τα είπαν τα δικά τους, εγώ τι να πω, ας πούμε; Του λέω: «Καπετάνιος είναι, θα πάει, κάπου θα πάει. Τι, έτσι θα πάμε;» «Τι καπετάνιος; Αυτός θα μας πνίξει» λέει. «Πάει…» Τέλος πάντων, βγαίνει βαθιά, βάζει τα σκάφη πίσω και βαράει μια πορεία στο πέλαγος, βλέποντας το βυθόμετρο, πάντα με το βυθόμετρο ήταν το… χαρτογραφικά τα βυθόμετρα την εποχή εκείνη. Μόλις έχασε τα νερά, μόλις άρχισε και βάθαινε και χάθηκε η γραμμή, ας πούμε, άπατα, τα βυθόμετρα γράφαν αυτά μέχρι 300… 300 μέτρα.
Πιο πέρα δεν είχανε…
Μετά, τελείωσε. Αν φύγει 500 μέτρα, οργιές τότε δουλεύαμε… Αλλά το βυθόμετρο το χαρτογραφικό έκανε, έκανε την ισαλογραμμή και από κάτου έκανε μία, μία, ξέρω ’γω… μια άλλη γραμμή πίσω, του βυθού, αλλά το ’γραφε στα 5, στα 6 μέτρα και τα λοιπά. Αυτός έβλεπε τη γραμμή, σου λέει, είμαστε γιαλό. Είμαστε γιαλό, είμαστε γιαλό, άνοιγε, άνοιγε, άνοιγε στα βαθιά, σε μια στιγμή φαινόταν ότι θα πέσει έξω.
Α, είχε τόσο, ναι.
Νόμιζε ότι, αφού του ’δινε η γραμμή…νόμιζε ότι θα κάτσουμε, θα πέσουμε έξω. Γιατί βλέπω εγώ σε μια στιγμή, που τον είχα, βλέπω, σηκώνομαι και κοιτάω έτσι και τονε βλέπω μπροστά και ήτανε μπροστά στην πλώρη του σκάφους και είχε φύγει έξω, κοίταγε με το χέρι έτσι να δει αν βλέπει στεριές.
Ενώ ήσασταν μέσα, πέλαγος, τέρμα.
Ναι, πέλαγος. Κράτει. Τονε ξυπνάει, γιατί τότε ο μηχανικός τα ’ξερε όλα, φερειπείν, ήταν και ηλεκτρολόγος και έτσι και τα λοιπά. Του λέει: «Δε γράφει το βυθόμετρο». Όλα ήταν υπεύθυνος ο μηχανικός. Σηκώνεται, αρχίσαν και γίνανε χαμός στη γέφυρα. «Δεν ξέρεις, το βυθόμετρο είναι εντάξει, δεν ξέρεις πού πας, δεν ξέρεις τι…» Και παίρνω ένα σκαντάλιο – σκαντάλιο ξέρεις τι είναι; Είχαμε τα νήματα για να μπαλώνουμε, που φτιάχνουμε τα δίχτυα, δένω ένα βαρίδι κι ένα βάρος μπροστά, 1.000 μέτρα το βαρίδι. Αλλά ρεύματα πολλά εκεί. Να δω αν είμαστε, πραγματικά, να σκανταλιάρω –σκαντάλιο το λέμε, ας πούμε, εμείς εδώ– να σκανταλιάρω να δω πόσο είναι βάθος. Πάνε και τα 1.000 μέτρα, πάνε όλα. Εξαφανίστηκε όλο το… όλο το κουβάρι, το νήμα. Ε, του λέω του Τάκη… Μου λέει: «Πόσο;» «Τι» λέω «σκαντάλιο, εδώ είναι 1.000 μέτρα είμαστε, που έχουμε, στο πέλαγος, στο… Φαινόντουσαν οι λάμψεις, τα καράβια της ράδας και το Λάγος, ας πούμε, το μέρος. Του λέω: «Είμαστε πολύ βαθιά, καπετάνιε». «Δεν είναι, δεν είμαστε βαθιά. Όχι. Αφού…» Για να δείξει τώρα… Τα σκάφη ήτανε γαλλικά κι αυτά, φτιαγμένα στη Γαλλία. Οι χάρτες ήτανε του γαλλικού, του γαλλικού ναυαρχείου. Είχε ανοίξει το τσάρτερ, ένα τσάρτερ που ’χε εκεί στη γέφυρα κι έβγαλε τους χάρτες, το χάρτη της κόστας, ας πούμε, αλλά τον είχε βάλει ανάποδα, μεγάλος άνθρωπος, δεν έβλεπε καλά και το είχε βάλει ανάποδα. Κι είχε πάρει τον παράλληλο και τράβαγε γραμμές, ότι δήθεν ξέρει από… αφού είχανε πλακωθεί με τον Τάκη και, με τον Αγγελή, είχανε γίνει κουβάρι, ότι ξέρει από… από θάλασσα, από ναυ… πλοία, για να… καπετανεύσει.
Ναι, ναι. Πλοήγηση.
Πλοήγηση. Αλλά έλα που τον είχε βγάλει ανάποδα και, όπως ήταν και το φως, ας πούμε, της λάμπας που το ’δειχνε κι έβλεπα, τράβαγε γραμμές. «Καλέ» του λέει «τι κάνεις; Τι κάνεις;» του λέει… αφού, σου λέω, για βαριές κουβέντες. Λέει: «Βγάζω… βγάζω πορεία» λέει. «Τι πορεία, καλέ; Αφού είναι ανάποδα ο χάρτης εκεί». «Άι στο διάβολο» του λέει «στους γαλλικούς χάρτες έτσι βγάζουν την πορεία» λέει. Στους γαλλικούς χάρτες βγάζουν ανάποδα, στην έρημο Σαχάρα πορεία, με τον μπάρμπα Φάνη. Τέλος πάντων, μ’ αυτόν τα πήγαμε δύο χρόνια.
Μάλιστα.
Δύο χρόνια εκεί πήγαμε καλά.
Και μετά πήρατε μόνος σας;
Και μετά έγινα εγώ. Γύρισα, υπερέτησα στην Ελλάδα.
Πόσα χρόνια κάτσατε μετά; Ως καπετάνιος;
Καπετάνιος κάθισα δύο χρόνια ακόμα. Δύο χρόνια καπετάνιος και στα 20, ας πούμε, 20 χρόνια, πήγα 18, ας πούμε, 17 στα 18 πήγα για καπετάνιος και καπετάνευσα 2 χρόνια και ήρθα και υπερέτησα. Υπερέτησα, μετά ξαναπήγα στη Νιγηρία… α, πήγα στη Μαδαγασκάρη ένα ταξίδι, σ’ αυτή την μεγάλη εταιρεία πάλι που είπαμε.
Με τα γαριδάδικα.
Γαριδάδικα, κάθισα 7-8 μήνες, ξεμπαρκάρισα εδώ, δουλέψαμε λίγο με τα καΐκια, γιατί ενδιάμεσα, όταν ξεμπάρκαρα, κάναμε και καμιά δουλειά εδώ, με τα ψαράδικα. Και ήρθαμε εδώ και ξεκινήσαμε… Πήγα πάλι Νιγη… από την, από τη Μαδαγασκάρη, κάθισα λίγο καιρό και μετά πήγα στη Νιγηρία πάλι. Στου Λινάρδου, είχαν αλλάξει όλα τα πράγματα κει, ξέρω ’γω, είχα την πείρα τότε, τόσα χρόνια, κάθισα, έκανα δύο ταξίδια στη Νιγηρία, είχα πάρει και δύο τρεις νέους, ας πούμε, και τους πήρα μαζί μου. Και συμπτωματικά είχα, επειδή κάναμε πετρελαιεύσεις εκεί και κλέβαμε λίγα πετρέλαια, είχα κάποιες γνώσεις – κλέβαμε, εννοείται ότι… Κι έχουμε, είχαμε το… αφού κάναμε όλο το… την πείρα με τα πετρέλαια, γιατί θα ακολουθήσει το άλλο τώρα, που είναι τα… μεγάλες περιπέτειες, ήρθαμε, ήρθα στην… Ναι. Πήγαμε, πώς παίρναμε πετρέλαια. Δηλαδή παίρναμε πετρέλαια 10… 10, 60-100 τόνους και δολώναμε αυτόνε που ’χε τον μπουσά, που μέτραγε, και βάζαμε 80. Αυτό είχε, ας πούμε, το κάναμε από κει. Επειδή τα ελληνικά σκάφη ή τα γαριδάδικα που ήρθαν εκεί για να κάνουνε τη… Ελληνικά, τότε ακόμα δεν ήταν τα ελληνικά του Αρκουλή και άλλες εταιρείες που ψιλοξεκινάγαν τότε, ήρθανε στο Λάγος. Και θέλανε λεφτά για πετρέλαια και εγώ είχα την πείρα και τόσα χρόνια εκεί κάτω, στο Λάγος, ας πούμε, ήταν τα πρώτα ελληνικά που ήρθανε, τους βοηθάγαμε και τους κάναμε. Και δε φτάναν τα λεφτά για πετρέλευση, γιατί πουλάγαν τα ψάρια, τα ψάρια, τη γαρίδα τη στέλναν στην Ελλάδα όλη και στην Ισπανία καθαρή και τα ψάρια κάνανε διάφορες δουλειές εκεί, πετρέλαια και τέτοια και… Δε φτάναν τα λεφτά και τους έδινα εγώ εκεί από διάφορους που είχαν, δικούς μου εκεί κάτου, να συμπληρώσουν. Γιατί σ’ το λέω όλα αυτά; Γιατί ερχόντας στην Ελλάδα, στον Αϊ-Γιώργη, που ’ταν τα ψαράδικα τα ελληνικά, εδώ ήταν μια εταιρεία που είχε ένα σκάφος εκεί κάτω, το «Αϊ-Νικόλαος», του Αλεξανδρή. Είχε τα γραφεία εκεί που είναι, σήμερα έχουνε γίνει άλλα πράματα. Εκεί ήτανε γραφεία, οι τράτες απάνω κοίταγε το γραφείο. Και μπαίνοντας εκεί για να… να πα’ να πάρω κάποια λεφτά, διότι σ’ τα ’διναν νάιρα κάτω και μας τα δίναν εδώ… ιστορίες. Κι επειδή ήταν σε φίλο, τον Γισδάκη τον Γιώργο, Θεός συγχωρέσ’ τον κι αυτόνε, να τα πάρω να τα βάλω σε μία τράπεζα, γιατί η γυναίκα του ήτανε Λιβανέζα, τα ’χε πάρει, για να τα βάλω σε μία τράπεζα. Και πήγα να πάρω τα λεφτά αυτά. Ε, και πήγαμε, επειδή τους είχα βοηθήσει πάρα πολύ, και αυτοί δεν ξέραν οι ανθρώποι τίποτα από κει κάτω, είχα την πείρα στη Νιγηρία από τα παλιά, που προείπα, ήτανε, δε θυμάμαι, ένα νούμερο, εκατό, διακόσιες, τρακόσες χιλιάδες; Δραχμές, τότε, ας πούμε, μετατρέποντας από νάιρα σε… γιατί το συνάλλαγμα δεν υπήρχε τότε. Και μπήκα στο γραφείο για να με ευχαριστήσουν οι ανθρώποι, χίλια δύο πράματα και μου είπανε και κάναμε, με τον Κώστα. Κι αυτοί έχουνε φύγει, όλοι αυτοί, δεν υπάρχει κανένας απ’ αυτούς. Μου λέει να πα’ να φάμε κάπου, του λέω: «Όχι μωρέ, γιατί βιάζομαι, πρέπει να φύγω». Να ’φευγα κάτω και τα λοιπά. Κι ήτανε μέσα ο Σαλιαρέλης. Ο Ανάργυρος.
Ναι.
Πώς έγινε αυτή η ιστορία τώρα. Εκεί που συζητάγαμε και μιλάγαμε και κάναμε με τον Κώστα, αφού είπαμε τα τέτοια, πήρα τα λεφτά κι έφυγα. Αυτός είδε που πήρα τα λεφτά, κατέβηκα στις σκάλες, με προλαβαίνει. «Καπετάνιε, καπετάνιε». Του λέω: «Τι;» Μου λέει: «Πού είσαι;» Του λέω: «Απάνω δεν ήσουνα;» Εγώ νόμισα ότι ήταν ένας του γραφείου κάποιος, ας πούμε. Όχι ότι, δε μου πήγε το μυαλό. Μου λέει: «Έχω πάρει το “A-Challenger…”» – του Κουμάνταρου. Αυτά ήταν του Κουμάνταρου. Αυτόν που έχει τους μύλους; Γιατί είχε τους μύλους στη Νιγηρία ο Κουμάνταρος, ήτανε, είχε φτιάξει δύο, το “A-Challenger” και το “A-Commander”, τα θρυλικά, αυτά ξεκινήσαμε εκεί κάτω και γίνανε… χαμός. Αυτή ήτανε μια κόπια, τα ’χανε φτιάξει στα ναυπηγεία του Χωματά. Αλλά ήταν μια κόπια στα bassi, όλα από κει ξεκίνησαν, τα bassi που προείπα, της GOLD FISHERY, αλλά με μετατροπές, ας πούμε, αλλά ήτανε σκυλοπνίχτρες. Τέλος πάντων… Γιατί είχανε μπει πλέον πάρα πολλοί στη δουλειά, στα γαριδάδικα και στην…
Ναι.
Ήταν ξέφραγο αμπέλι. Πολλές εταιρείες, πολλοί άνθρωποι. Μου λέει: «Πού πας;» Μιλάμε τώρα για έτος 1976. [01:20:00]
Ναι.
Το ’76. Μου λέει: «Είμαι… είμαι στην ανατολική Αφρική, ανατολική Αφρική που είναι έτσι και ξέρω ’γω κι έχουμε πάρει δύο ψαράδικα με τον Μασταλούδη –Θεός συγχωρέσ’ τον… ποιον να πρωτοπείς Θεός συγχωρέσ’ τον– και τα ’χουμε φέρει εδώ και τα φτιάχνουμε και θέλουμε να τα… Θα τα πάμε κάτω, γαριδάδικα…» και τα λοιπά και έτσι και ξέρω ’γω. «Είναι εδώ από κάτω» λέει «έχω φέρει και Κενυάτες που τα… εργάτες που βοηθάνε να τα φτιάξουμε» και ξέρω ’γω. Μου λέει: «Πάμε να τα δεις;» Χαμός γινόταν από εταιρείες τότες, ψάρι, χαμός ήτανε. Εκεί, εκεί που είναι τα ρυμουλκά τώρα, εκεί, και τα πετρελαιάδικα λοιπόν εκεί. Ήταν η παλιά η καρβουνόσκαλα εκεί. Πήγαμε εκεί, το είδα και τα δύο τα σκάφη, τα ’χα δει κιόλας, ας πούμε, δικοί μας τα ’χανε δουλέψει κι εδώ. Και φτιαχνόνταν, χαμός, τα ’χανε λύσει όλα και τα φτιάχναν και τα δείχνανε. Ήταν Σάββατο. Εντωμεταξύ με τους μαύρους μίλαγε εκεί σουαχίλι και ξέρω ’γω και κάτι τέτοια, μου λέει: «Πληρώθηκες απάνω». Του λέω: «Ναι». Μου λέει: «Θα μου δώσεις 50 χιλιάδες;» 50 χιλιάδες, 100 χιλιάδες; Δε θυμάμαι. Ήθελε να πληρώσει τον κόσμο.
Ναι, ναι.
«Και θα σ’ τα δώσω Δευτέρα, Τρίτη, ξέρω ’γω, όταν ανέβεις απάνω και τα λοιπά, άμα θα ανέβεις».
Ναι.
Του λέω: «Πάρ’ τα». Ούτε τον ήξερα τον άνθρωπο ούτε… ξέρω ’γω, η πρώτη επαφή ότι θα κάνουμε μαζί… «Θα το σκεφτώ» και ξέρω ’γω. Αν και είχε πάρει και είχε κάνει, είχε μιλήσει με άλλα παιδιά εδώ – ο Κυριάκος, ο Γιώργος, όλοι αυτοί φύγανε, δεν υπάρχει ψυχή. Του λέω: «Εντάξει». «Πότε θα ανέβεις απάνω;» «Θα ανέβω» του λέω «Τετάρτη; Πέμπτη; Ξέρω ’γω, θα ανέβω μία μέρα, ας πούμε». Μου λέει: «Έλα απάνω, να τα πούμε, να τα κάνουμε, είναι και ο Κυριάκος, είναι κι ο Κώστας» λέει «από κάτω, που ’χω μιλήσει, να ’ρθεις μαζί στη… στην Κένυα, ξέρω ’γω». Ανατολική Αφρική δεν είχαμε δουλέψει, η αλήθεια, κανένας κάτω, δεν είχε πάει ποτέ, δεν ήξερε κανένας τη δουλειά που είναι εκεί κάτω.
Ναι.
Αυτή ήταν η πρώτη επαφή με το Σαλιαρέλη.
Τον Αργύρη.
Τον Ανάργυρο. Κι ο Ινδός ο συνέταιρός του, Κένυα, cold storage εκεί, εδώ, ο Κούρτζι, ήταν τότε εδώ.
Μάλιστα. Και πώς προχωράει μετά, πώς φτάνουμε;
Φτάνουμε τα σκάφη αυτά, τα σκάφη αυτά ήτανε, σου λέω, σκυλοπνίχτρες, πραγματικά σκυλοπνίχτρες. Δεν ήτανε… Κακοφτιαγμένα. Για την εποχή εκείνη ήτανε καράβια, αλλά ήτανε κακο… πολύ κακοφτιαγμένα. Το πρώτο σκάφος που ετοιμάστηκε και δίπλα μας ήταν, είχε πάρει κι ένας Σολωμονίδης, το «Γεωργία» εκεί, ένα άλλο κει γιαπωνέζικο σκάφος και το ’χε δίπλα εκεί. Γιατί μπήκε κι αυτός στο παιχνίδι μετά. Το πρώτο σκάφος, το «A-Commander», γιατί το άλλο, δύο ήταν, αδερφάκια, το «Α-Challenger» είχε δουλειά ακόμα, ξεκινήσαμε το ’76, γύρω εκεί στο… Οκτώβρης, το ’76, αφού ετοιμάστηκε. Κι είχε ένα απαγορευτικό χάση κόσμου την ημέρα, ήρθε ένας παπάς, κάναμε αγιασμό εκεί και τα λοιπά, με πλήρωμα χάρτινο καπετάνιο, που εδώ, είπαμε, από δω για τη… να μας πάει, κάτω, για τη ναυσιπλοΐα, ένας μηχανικός, ο Χρήστος, πιτσιρικάς, ακόμα δεν είχε υπερετήσει, αλλά δυνατός κι αυτός, περιπέτεια κι αυτός, εγώ, ο Κώστας, ο Κυριάκος και άλλοι τέσσεροι… τρεις, τρεις Κενυάτες μαζί, ο Μοχάμεντ κι όλοι αυτοί.
Και πού πήγατε;
Με κατεύθυνση Κένυα.
Κένυα.
Την εποχή εκείνη, το ταξίδι αυτό ήτανε θέμα, ας πούμε, έτσι; Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος του ’67, εδώ μιλάμε για ’66, έτσι; Ακόμα ο πόλεμος στο Σουέζ Τσάναλ.
Ο… Αίγυπτος-Ισραήλ.
Το Αίγυπτος-Ισραήλ. Και δηλαδή με καράβια βουλιαγμένα μέσα, με ιστορίες, για να περάσεις ήτανε… Μας έφυγε και το τιμόνι στο δρόμο κει, να δεις… Πού, τι να θυμηθείς, ρε πούστη; Τέλος πάντων.
Πάμε λίγο να τα… πάμε, να τα συντομεύουμε, τα πιο βασικά να μας πείτε.
Φτάσαμε αυτό. Μα εκεί είναι και τα βασικά… το ξεκίνημα είναι το βασικό. Μετά μπήκανε σε κάποια γραμμή, δεν έχει να πεις τίποτε, δεν είναι. Φεύγουμε.
Ναι.
Από δω, με απαγορευτικό, μείναμε μια βδομάδα στο λιμάνι, το ταξίδι υπολογισμένο για 25 μέρες, κάναμε ενάμισο μήνα, γιατί πάθαμε τι πάθαμε. Θα σου πω γιατί… τι πάθαμε.
Είναι αυτό που λέτε κι εδώ κάπου; Το λέτε κι εδώ, με το Σουέζ.
Με το Σουέζ.
Ναι.
Με τα τιμόνια και μ’ αυτά;
Ναι, το… το λέτε.
Ναι, και που φεύγουμε και τα λοιπά, κι είχαμε πάρει και κάτι… Εκεί, η βάση τι είναι.
Ναι, ναι. Για πείτε.
Μπαίνουμε μες στο Σουέζ, την εποχή εκείνη. Αυτά είχανε δύο, δύο… δύο τάνκερ, φορμπίκ και άφτερμπικ, μαζί.
Ναι.
Με μία βάνα ενωνόντουσαν, το νερό, το πόσιμο νερό. Τότε δεν υπήρχαν εμφιαλωμένα νερά και τέτοια και είχαμε το νερό αυτό, για πόσιμο, για μαγείρεμα, για όλα αυτά. Κάναμε ό,τι πήραμε μαζί και φύγαμε. Στο Σουέζ μάς σώσανε, τότε ακόμα δεν ήταν η κόκα-κόλα, κάτι μπουκαλάκια σαν κόκα-κόλα ήταν, γιατί το είχανε χέσει με τους Αμερικάνους, ήταν οι Ρώσοι τότε εκεί ακόμα, με το Σουέζ και με τα λοιπά. Κι ευτυχώς που πήραμε και δύο κιβώτια απ’ αυτά, γιατί μας σώσανε. Περάσαμε την Ερυθρά μαζί μ’ αυτά τα… τα βάλαμε σε μία γωνιά αυτά τα δύο τέτοια και τελείωσε. Αλλά επειδή πήγαινε… δεν πήγαινε δρόμο το καΐκι και οι δικοί μας οι ψαράδες, ο καπτάν Κούλης, μεγάλος ψαράς, απ’ τη Μαδαγασκάρη, χρόνια, ας πούμε και τα λοιπά, μ’ αυτόνε ξεκινήσαμε και βαστήχτηκε αυτή η εταιρεία, τη φτάσαμε εκεί που τη φτάσαμε. Αν είναι με την πλώρη το ψαράδικο, το καΐκι, ας πούμε, έτσι; Άμα ήτανε με την πλώρη, κερ… πάει περισσότερο δρόμο. Αφού τελείωσε το ’να τάνκερ νερό κι είχαμε κάψει και 10 ημέρες στο Αιγαίο βόλτες, το θεώρησε να… κλείσαμε τη βάνα και ρίξαμε νερό θάλασσα, για να πάει με την πλώρη, να ’χουμε περισσότερη ταχύτητα.
Ναι, ναι.
Αλλά η βάνα δεν απομόνωνε όμως. Και γίναν, όλο το νερό έγινε θάλασσα.
Έγινε θάλασσα όλο, ε;
Έχουμε μπει μέσα στον γκόλφο του Άντεν τώρα.
Ναι.
Πάω να… να φτιάξουμε, να μαγειρέψουμε, δε θυμάμαι, να πιω, να… θάλασσα. «Ρε» του λέω του chief «έχεις ανοίξει τίποτε θάλασσες;» «Τι θάλασσα, ρε; Το νερό κανονικό είναι». «Για πιες» του λέω. Θάλασσα το νερό. Πού να πας τώρα; Που απέναντι, η Ερυθρά…
Δεν είχε κοντά να πάτε κανένα λιμάνι;
Τι λιμάνι; Πόλεμο με την Αιθιοπία η Σομαλία τότε, γινόταν ο χαμός, θυμάσαι, η Αιθιοπία κι η Αιθιοπία την εποχή εκείνη. Πού να πιάσεις λιμάνι τότε στη Σομαλία; Αν δεν ήταν οι πειρατές, δεν, μιλάμε για πόλεμο. Δεν υπήρχε Χριστός. Πού να βγεις; Και πού, με τι να μιλήσεις; Πώς να πας σ’ ένα λιμάνι, αφού δεν έχεις επικοινωνία; Τηλέφωνο δεν είχαμε. Μόνο ένα ραντάρ δούλευε. Το ραντάρ που είχαμε, είχαμε ένα ραντάρ, ας πούμε, τίποτα άλλο δε δούλευε. Δεν είχε τίποτα άλλο, τώρα, ραδιοεπικοινωνία με τίποτα. Ένα VHF διαλυμένο κι αυτό, αλκάλια το VHF, δεν είχαμε επικοινωνία με τίποτα. Πού να πας; Και να θέλαμε να πάμε. Τι γίνεται; Συνειδητά, του λέω, του λέω του καπτάν Κούλη, Θεός συγχωρέσ’ τον, καλό παιδί και καλός ψαράς τα χρόνια αυτά, εκεί στην… στη Μαδαγασκάρη. «Ρε» του λέω «το νερό έγινε θάλασσα» του λέω «για πιες». «Τι λε’ ρε;» μου λέει. «Θάλασσα. Τι κάνουμε τώρα;» Βγάζαμε τον πάγο από τα στοιχεία του, που έπιανε λίγο, ένα ψυγείο ρημαδιακό που είχε εκεί, για να βρέχουμε τα χείλη. Μία μέρα, δύο μέρες, κάτι μπουκάλια που ’χαμε, τη βγάλαμε. Μετά; Είμαστε Σοκότρα, στο νησί, ξέρεις, Σομαλία, ας πούμε, εκεί, γυρίζοντας για κάτω. Πού να πας τώρα; Και να θες να πας, δεν υπάρχει λιμάνι. Όχι. Ε, το βράδυ, δεν το ’χω δει στη ζωή μου, όσα χρόνια ταξιδεύω, μέχρι και που ταξίδευα και μέχρι που έκανα, αυτό δεν το ’χω ξαναδεί, περνάμε, όπως είμαστε, έχουμε βγει από τα Περίμια, απ’ την έξοδος της Ερυθράς, με κατεύθυνση στο Ράσκα, που είναι εκεί που είναι ο… είναι η Σοκότρα…
Ναι.
Το γύρισμα, το κέρατο εκεί, για να γυρίσουμε κάτω, απόγευμα, και βλέπω ένα… καθόμουνα με τον… με το Χρήστο στο πίσω, ωραίο, μπουνάτσα, ωραία, καλά κι έβλεπε ένα γκαζάδικο –αυτός είχε πείρα, γιατί είχε κάνει και με φορτηγά και με τέτοια– και έβαζε, σαβούρωνε, ενώ το βλέπαμε δίπλα μας, πήγαινε και χαμηλή ταχύτητα και μετά…
Τέρμα.
Μου λέει: «Για να σαβουρώνει…» μου λέει –σαβουρώνει, έβαζε νερά– μου λέει: «Κάτι γίνεται» μου λέει. «Θα ’χουμε κάναν καιρό». Ε, δε δώσαμε σημασία, το ’πα έτσι. Το βράδυ, ρε παιδιά, δεν το ’χω συναντήσει στη ζωή μου, δηλαδή νόμιζες ότι ήσουνα, είχε πάρει φωτιά το πέλαγος. Έβλεπες λάμψεις από δω, λάμψεις από κει, νόμιζες… Φοράμε όλοι τα σωσίβια, ιστορίες, έπρεπε… η εποχή ήταν, πρέπει να ’τανε τα μουσώνια την εποχή, αλλά τέτοιο, δηλαδή τέτοιο φαινόμενο δεν το ’χα δει. Δηλαδή λες, έβλεπες λάμψεις λες και έβλεπες πολιτείες μπροστά, ρε παιδί μου, η θάλασσα ένα αλλόκοτο πράμα. Μέχρι που τα… τα αφήσαν όλοι. Τα σωσίβια… «Τα παιδιά μου!» ο ένας, να κλαίνε στο καράβι. Τι να κάνω; Ανέβηκα πάνου και τους έσωσα. Πώς τους έσωσα; Άλλαξα τη… ενώ η πορεία μας ήτανε, την είχαμε τον καιρό[01:30:00] σχεδόν ανάπλωρα, δευτεροανάπλωρα και πλάγια, στη μάσκα, γύρισα ανάπλωρα στον καιρό με πολύ χαμηλή ταχύτητα, ίσα… δηλαδή, μπορώ να σου πω, πίσω πηγαίναμε, ίσα ίσα να βαστιέσαι απάνω στον καιρό, να… που λέμε. Και μέσα μετά, γύρω στις, στα χαράματα, 03:00-04:00 η ώρα άρχισε ο καιρός και έπεφτε, είχαμε φύγει, μας έβγαλε ο καιρός 120 μίλια από την πορεία που πηγαίναμε.
Τόσο πολύ, ε;
Βγήκαμε εκτός καιρού.
Και πόσες ώρες αυτό διήρκησε;
Διήρκεσε 5-6 ώρες; 5-6 ώρες; Δηλαδή… όλοι με τα σωσίβια, έτοιμοι να το εγκαταλείψουμε το σκάφος. Νερό, τίποτα. Να μην ξέρεις πού είσαι, να ψάχνεις… γιατί δεν υπήρχανε βοηθητικά μηχανήματα, το ραντάρ δεν είχε το αυτό, το ραντάρ, τα μόνιτορ ήταν διαλυμένα, άντε να ’δειχνε 15-20 μίλια. Αμπασαδούρες, δεν τις πιάνει και εύκολα το ραντάρ τις αμπασαδούρες, χαμηλές οι στεριές της Σομαλίας. Τέλος πάντων, με το… ανατολικά και πέσαμε απάνω στις στεριές, ας πούμε, εκεί στα… ύστερα από 15 ώρες πορεία για να πιάσουμε στεριές, για να βρούμε, να βρούμε πού είμαστε, να…
Πού είστε, ναι.
Έτσι; Δεν είχαμε και τηλέφωνο, περνάγανε καράβια, να ρωτήσεις, να σου δώσει ένα στίγμα ένας. Δεν υπήρχαν αυτά. Το νερό; Αρχίσαμε κι είχαμε παραισθήσεις, ύστερα από τρεις τέσσερις ημέρες χωρίς νερό. Οι κόκα-κόλες που σου λέω, τις βάλαμε κι είχανε δύο κόκα-κόλες για όλους μας, δηλαδή ίσα ίσα για να βρέχεις, να μην πάθουμε αφυδάτωση. Βάζαμε, βάζαμε, δηλαδή πίναμε λίγο, λίγο, δηλαδή ίσα ίσα τα χείλη. (Γεια σου, γεια σου, Ειρήνη.) Και τι να κάνουμε; Μ’ όλο αυτό τον τρόπο, μείναμε. Αρχίσαμε, βέβαια, και τα πράματα δυσκολεύανε. Τελειώναν κι οι κόκα-κόλες, ήμαστε τώρα στην Όμπια, δηλαδή θέλαμε το Μογκαντίσου να το πιάσουμε τρεις ημέρες, τέσσερις, γιατί το σκάφος, τι; 4-5 μίλια πάει, γιατί κόντρα στο ρέμα, αυτά, και ειδικά τα ρέματα πολλά εκεί, έτσι, σ’ αυτή την κόστα, ρέματα φοβερά. Και απάνου που τα έχουμε παίξει, έχω το ραντάρ, εντωμεταξύ το τιμόνι αυτό δεν κρατιότανε με έναν. Είχα το σταμπιλίτη κι έπρεπε να το κράταγες με τα χέρια γερά. Και κάναμε διπλές βάρδιες, εγώ με το μηχανικό ήμαστε μαζί. Ανά δύο, για να το βαστάμε, γιατί έπρεπε να το βαστάς γερά το τιμόνι, δεν έφευγε απ’ τα… δεν το βαστιόταν έτσι. Και φτάσαμε… Στο ραντάρ όπως δούλευε, σπάνια περίπτωση, εκεί που γίνονται οι πειρατείες τώρα, Όμπια βαθιά ήμαστε, Ιτάλα, Όμπια, δε θυμάμαι, και βλέπω ένα σύννεφο, στο ραντάρ, πιάνω ένα συννεφάκι. Ξέρεις, της βροχής το σύννεφο, το βαστάει το ραντάρ, το χτυπάει καλά. Αλλά μου έφευγε στο βάθος. Φεύγω από την πορεία και… απ’ την κόστα…
Και το κυνήγησες;
Για να κυνηγήσω. Μπαίνουμε μες στο σύννεφο, τέντες, ντενεκεδάκια, ό,τι… Οι άλλοι δεν είχανε πάρει χαμπάρι ακόμα. Τέτοια ιστορία, μες στη βροχή, να ’ρχομαι στο σύννεφο γύρω γύρω, με… γύρω, για να μαζέψουμε νερό, με μια τέντα και ό,τι βαζάκι κι ό,τι είχαμε μέσα, κουβάδες, ξεκουβάδες, γιομίσαμε νερό. Βγήκαμε απ’ τη βροχή, ξυπνήσανε οι άλλοι, ξυπνήσαν απ’ τον ύπνο και βλέπανε που έπινα νερό. Σου λέει… «Τι κάνεις ρε; Τι κάνεις ρε;» Τους λέω: «Έμαθα και πίνω θάλασσα». Απέναντι να πεθάνω, θα πιω θάλασσα! Μ’ αυτό τον τρόπο, μα… τελευταίο βαζάκι, δηλαδή, σου λέω, βαζάκι πραγματικά, φλιτζάνια, πιάτα, ό,τι υπήρχε, το τελευταίο μάς έφτασε μέχρι τη Μομπάσα, φτάσαμε μ’ αυτό. Μας ψάχνανε να μας βρούνε, να μας… μας περιμέναν, μας είχαν και ξεγραμμένους ότι θα φτάσαμε ποτέ. Και φτάσαμε…
Α, είχαν ανησυχήσει δηλαδή, ότι σας είχαν χάσει;
Φτάσαμε Δεκέμβρη εκεί, αρχές Δεκέμβρη. Είχαμε κάνει 45-50 μέρες ταξίδι. Μ’ ένα αεροπλανάκι που ’χε η εταιρεία εκεί, ψάχναν να μας βρούνε. Αποκεί ξεκίνησε, φτάσαμε το εβδομήντα… παραμονές… του ’76, παραμονές Χριστουγέννων, ας πούμε, έτσι, καλές μέρες, και ξεκινήσαμε εκεί, αφού κάτσαμε και είδαμε, δεν υπήρχε τίποτα, ανατολική Αφρική ήταν πλέον, δεν ήτανε, ψαράδικα δεν υπήρχε τίποτε, δεν ήξερε κανένας. Δηλαδή, να φανταστείς, τα πληρώματα, τους παίρναμε και «ντου»… τις γαρίδες τις… στα σουαχίλικα «ντούντου» είναι τα σκουλήκια. Τις γαρίδες τις λέγανε σκουλήκια. Τα ψάρια δεν τα ξέρανε, δεν, ποτέ, δηλαδή τίποτα. «Σαμάκι». Και ορισμένες λέξεις, δηλαδή είναι της πλάκας τώρα, ας πούμε, ξεκινάγαμε, είχαμε δύο σκάφη. Δηλαδή το κρατήσαμε, γιατί πραγματικά μας άρεσε η Αφρική εκεί, η ανατολική, καμία σχέση με τη δυτική, αυτή που σας προείπα, ήταν η Γη της Επαγγελίας για μας, όπως το είδαμε με 2-3 μήνες, όπως το… τέσσερους να το φτιάξουμε το σκάφος, γιατί θέλαμε πραγματικά να το κρατήσουμε, μόνος μου με τον συγχωρεμένο τον Κυριάκο, αγώνας. Θέλαμε. Αλλά φουρτουνιάρικα μέρη, πολύ φουρτούνες, μεγάλες φουρτούνες, μεγάλα πράματα.
Έτσι, τα μάθατε κάποια στιγμή.
Αλλά η πείρα όλη αυτή βόηθησε και κάτσαμε εκεί και κάναμε όλα αυτά που κάναμε. Οι μαύροι όμως δεν μπορούσανε τώρα… Είχανε, δηλαδή, είχαμε ένα άλλο, το «Σόκο-Ντόκο», που έφερνε αστακούς, από τη Σομαλία απάνω, είχανε ιστορίες, και το είχαμε εκεί σαν μεταφορικό και μας έφερνε συνέχεια… Δηλαδή από 20, 10 άτομα, γιατί από τους 20-30 που ’χαμε μέσα, άντε έβγαινε ένας δύο καλούς, τρεις. Άλλοι φεύγανε. Ούτε καν στη θάλασσα, να τη βλέπανε. Δεν είχανε σχέση οι άνθρωποι, ας πούμε, με την αλιεία. Εντωμεταξύ, για να μην πάμε σε λεπτομέρεια, ορισμένες λέξεις στα σουαχίλικα ταιριάζουν με την ελληνική.
Όπως;
Όπως. Όταν λέμε σακούλα… λέμε σακούλα, τι είναι εδώ, σακούλα; Η σακούλα είναι μία σακούλα. Αυτοί το πιάνανε «τσακούλα». «Τσακούλα» είναι το φαΐ! Τους έλεγες: «Φέρτε σακούλες να βάλουμε τα ψάρια» τι βάζαμε, τα τσουβάλια, σακούλες έλεγαν οι ψαράδες οι παλιοί, ας πούμε, ξέρω ’γω, και παρατάγαν τη δουλειά και πηγαίναν και… Τα ψάρια, μία πρύμνη ολόκληρη ψάρια και… πηγαίναν και τρώγανε! Έλεγε ο Νίκος, εδώ, ο Κολομάνης: «Ρε τους μαλάκες, τους λέω να πα’ να φέρουνε σακούλες και αυτοί παν και τρώνε» λέει «όλοι, φεύγουν όλοι από πίσω και τρώνε». Τους λες μαλάκες… Το «μαλάκας», έτσι, που ’ναι μια πλέον λέξη, ας πούμε, «μαλάκας», στα σουαχίλι είναι «άγγελος». «Άγγελέ μου». Τους έλεγες «μαλάκα» και αυτός τρελαινόταν, σου λέει, «Άγγελε»... Μεθούσε, κατάλαβες;
Κατάλαβα, ναι.
Όπως συνήθως, εδώ ο Μία Μότο, ο Μία Μότο, εδώ είναι, είναι κατόπιν, μετά, ας πούμε, μ’ αυτά με αυτά, δουλέψαμε, δουλειά πάρα πολλή, αλλά το μέρος πάρα πολύ καλό, πάλι εξερευνήσαμε όλο το μέρος εκεί…
Πόσα χρόνια κάτσατε εκεί;
Από το… από τότε μέχρι τώρα που μιλάμε.
Μέχρι τώρα έχετε δραστηριότητα;
Μιλάμε, όλη, Τανζανία και Κένυα.
Γαρίδες μόνο;
Γαρίδα και ψάρια.
Και ψάρια.
Και γαρίδες. Τώρα έχουν αλλάξει οι δουλειές, έχουν αλλάξει εδώ τα συστήματα, τα σκάφη που ’τανε όλο Έλληνες, τώρα, ας πούμε, ήτανε Έλληνες πάρα πολλοί, ας πούμε, η Μαδαγασκάρη κι όλη, όλη, παντού, έχουνε φύγει, είναι πάρα πολύ λίγοι, είπαμε, τελειώσαν οι δουλειές, έχουνε περάσει σε άλλα χέρια, στους ντόπιους, αυτούς που είχαμε ψαράδες εμείς, που τους εκπαιδεύσαμε, έχουν γίνει καπεταναίοι τώρα κει.
Ντόπιοι δηλαδή είναι; Αφρικάνοι;
Ναι, ναι. Έχουν γίνει καπεταναίοι και εγώ τώρα πηγαίνω, ας πούμε, κάθε δύο τρεις μήνες, τέσσερους μήνες, όποτε… όχι περισσότερο για δουλειά, περισσότερο για να πα’ να…
Έχετε εκεί πέρα σχέσεις τώρα, φίλους, έχετε;
Ε, ναι, βέβαια, έχω, βέβαια. Αρκεί ένα ταξίδι για να μπεις στο πνεύμα τελείως, ελάτε να πάμε ένα σαφάρι μια δόση, να δεις, να σε πάω και στο γαριδάδικο, να δεις κι εκεί ποιοι ήτανε, ποιοι είναι και τι έγινε. Μεγαλουργήσαμε. Τώρα, με τα πετρέλαια. Με τον Ανάργυρο, ήρθε στην Αφρική, ήταν αετός. Όταν ήρθε εδώ με Ολυμπιακούς, για τους Ολυμπιακούς, για τον Κοσκωτά τον πήραμε εμείς εκεί κάτω. Εγώ τον είχα τον Κοσκωτά. Το αεροπλάνο που τον εφυγάδευσε ήτανε ο Φρέντερικ, ο Φρέντερικ ο πιλότος, με την… η Έλεν ήταν, οι Νεοζηλανδοί, Θεός συγχωρέσ’ τους κι αυτούς. Αυτό που τον πήρε… τον είχαμε κάτω, εκεί τον είχαμε, στο σπίτι εγώ τον είχα.
Ναι, ε;
Με τον ίδιο. Θα σου πω την ιστορία πώς και τι, όλο το, με λεπτομέρειες, δεν… θα μας πάρει πολλή ώρα, σου λέω, εγώ σου πιάνω μέσες άκρες.
Με το αεροπλάνο, είχε ένα αεροπλανάκι μικρό, θα ’μαστε συγχωρεμένοι, από το ’79, το ’79 παραμονές, παραμονές Χριστουγέννων, θα ήμαστε συγχωρεμένοι και εγώ και ο Ανάργυρος. Και ο… ο δικός μας εδώ ο… ένας μεγαλοέμπορας, μεγαλοέμπορας που ’χε τα ψάρια, ο… είναι στην αγορά ο γιος του… Πήγαμε με το αεροπλανάκι αυτό, το είχανε και έκανε, τον Τζίμη, ο πιλότος –φύγαν όλοι αυτοί, βέβαια– και πήγαινε και έκανε από τη Σομαλία, στην Κιούνγκα, μες στα σύνορα της Κένυας, έπαιρνε αστακούς. Όπως έκανε κι ένα σκάφος, το «Σόκο-Ντόκο», που πήγαινε κι έπαιρνε… Το «Σόκο-Ντόκο», «Σόκο-Ντόκο», που έπαιρναν, έπαιρνε, μετέφερε αστακούς. Από τότε είχαν εμπόριο. Έτσι; Και έφερνε, είχε ένα αεροπλανάκι, το οποίο, πάει τότε, το οποίο πήγαινε και έφερνε [01:40:00]αστακούς 500 κιλά. Πήγαινε…
Κατάλαβα, ναι.
Έβαζε goran cans μπετόνια, για να ’χει stability, και πήγαινε κι έφερνε. Και πήγαμε για… ήθελε να κάνει και παρέλαση τον Πηλιούνη, ο Πηλιούνης είναι και σήμερα ο γιος του ο μεγάλος και τρανός στα ψάρια, στην εταιρεία, αυτός ήταν απ’ τη φύση του σε εμπόρια και στα ψάρια εκεί, στα μεγάλα και τα λοιπά, και… πήγαμε να τον δείξει, αυτός πήρε ένα σκάφος μεγάλο εδώ, που ήταν συνέταιρος κι αυτός, το «Πάρος», και το είχε μετατρέψει να το… το αγόρασε ο Αργύρης και το ’φερε κάτω, ας πούμε, για να το κάνει ψαράδ.. να το κάνει γαριδάδικο, και ψαράδικο στην αρχή, μετά γαριδάδικο, κι ήτανε συνέταιρος. Και τον έφερε κάτου με το αεροπλάνο, αυτό που πηγαίναμε στην Κιούνγκα κι έπαιρνε, σου είπα, τον είχαμε τον Τζιμάκο πιλότο, πήρε και τους… Γερμανό πρέσβη, όλους, τους φουντάρισε όλους, φύγανε φτερά και πούπουλα. Πήγαν, πήγαινε… Πήγαινε και έπαιρνε τον… έπαιρνε τους αστακούς. Και παραμονή του ’79, εγώ έπαιρνα της γυναίκας το αυτοκίνητο, έμενα στο Νυάλι εκεί, για να πάμε στην πόλη μέσα στο… εκεί, στο λιμάνι μέσα, πήγαινα κάθε πρωί, έπαιρνα το αυτοκίνητο, για να κάνουμε βόλτες το βράδυ, ας πούμε. Και αυτό το πρωί που τον πήγα, είχε έρθει και ο Ραβιόλος, ήτανε παραμονή Χριστουγέννων, έπρεπε να ’ρθουν τα σκάφη όλοι μέσα, κάναμε σε Χριστούγεννα όλοι μαζί και… δύο σκάφη ήταν τότε και ξέρω ’γω και τέτοια πράματα. Και μου λέει: «Θα πάμε αύριο με το… με το αεροπλάνο» λέει «θα πάμε για… θα πάμε μέχρι τα σύνορα, ας πούμε, για να δει ο Ραβιόλος, να δούμε και το σκάφος, τον “Κυριάκο”, που δεν έχει έρθει ακόμα, το…» Του λέω: «Ρε συ…» Εγώ επειδή δεν είχα… έβλεπα και τον Τζιμάκο ότι ήταν τρελαμένος, με σφαλιάρα εκεί, μας είχε, θελήματα μας… έκανε έτσι κάπως… «Πού θα πας;» Αποφεύγαμε δηλαδή να πα’ να πάρω το ρίσκο, τίποτα, η ζωή στο μηδέν εκεί. Νέοι τότε, ποιος υπολόγιζε τίποτα; Και φύγαμε. Ε, του λέω: «Εντάξει». Το πρωί που πήγα όμως για να πάρω το αεροπλάνο και για να γυρίσουμε το… να πάρω το αυτοκίνητο για να γυρίσουμε στο λιμάνι μαζί, μου την είχαν στημένη. «Θα πάμε» λέει «θα πάρουμε μία BMW» τότε, την εποχή που είχε εκείνος μία BMW «και θα ’ρθεις εσύ, ήτανε τότε, αλλά μου λέει: «Θα ’ρθεις εσύ με το τέτοιο, να πάμε για να φύγουμε». «Δε θα ’σαι, να πούμε» του λέω «στα καλά σου, μη με τρελαίνεις τώρα με το κωλοαεροπλάνο, ας πούμε, θα πάω με τον Τζιμάκο!» «Όχι» λέει «θα πάμε». «Θα πάμε». Δεν μπορούσα να αποφύγω, τι να κάνω; Αυτός πήγε με το… μαζί με τον Πηλιούνη, εγώ πήγα με το… το αμάξι, φτάσαμε στο αεροδρόμιο της εποχής εκείνης, τώρα είναι ολόκληρο διεθνές, ήτανε, ένα μικρό αεροδρόμιο ήτανε, που ήτανε όλα αυτά τα αεροπλανάκια που κάνουν σαφάρι.
Ναι, ναι.
Έτσι, τα μικρά και ξέρω ’γω. Εντάξει, τα φέρναν οι μαύροι σπρώχνοντας, κι εκεί, όπως καλή ώρα πίναμε καφέ, εκεί τα φέρναν, ας πούμε, και τα βάζανε μπρος, ξέρεις, μια την προπέλα την τραβάγανε, βοηθάγανε και να πάρει όπως πήραν, ο Τζιμάκος και τα λοιπά, εκεί είναι μαζί τωνε, μπήκαμε μέσα, το έφεραν το αεροπλάνο σπρώχνοντας εκεί, προσπαθούσε να πάρει μπρος, δεν έπαιρνε αυτό το ρημάδι με τίποτα. Του λέω… Του έλεγε όμως στα σουαχίλικα… Δεν ήξερα εγώ σουαχίλικα και… την εποχή εκείνη, και αγγλικά, ας πούμε, να με βοηθάνε, ας πούμε, ξέρω ’γω, στα περισσότερα. Μου λέει: «Τι λένε;» μου λέει ο… Ο Ραβιόλος δεν έχει, ο Πηλιούνης ήτανε scrab Του λέω: «Ξέρω ’γω τι λένε;» του λέω. Εγώ είχα, καταλάβαινα το problem, που του έλεγε problem. Και του λέω: «Πάω τουαλέτα, θα γυρίσω». Εγώ ήμουνα, τι τουαλέτα να ’χω κει, αφού άκουγα «problem», ’ντάξει. Problem είναι μια λέξη που την ξέρει ο καθένας…
Ναι, ναι.
…ας πούμε, έτσι; Πρόβλημα. Δε χρειάζεται να είσαι… να ξέρεις τα αγγλικά τέλεια. Πραγματικά, να πούμε, την κάνω στο αυτοκίνητο, γυρίζει, δε με βλέπει, ήταν κάτι λουλούδια μπροστά, μου λέει: «Πού είναι αυτός; Πού πήγε ο Μανώλης;» λέει. Λέει: «Στην τουαλέτα». «Ποια τουαλέτα, ρε βλάκα;» του λέει. «Έχει φύγει αυτός» λέει. Πραγματικά, παίρνει τ’ αμάξι, με προλαβαίνει στο δρόμο. Ε, στην μπάντα. Μου λέει: «Πού πας;». Του λέω: «Ρε συ, είσαι καλά; Σου λέει ότι έχει πρόβλημα το αεροπλάνο, τι θα κάνουμε άμα έχει πρόβλημα;» λέω. Λέει: «Δεν ξέρεις αγγλικά και δε…» «Αγγλικά δεν ξέρω, αλλά το problem» λέω «το καταλαβαίνω, ότι έχει κάποιο πρόβλημα το αεροπλάνο. Πού θα πάμε με το ρημάδι αυτό, με τον Τζιμάκο; Όχι» του λέω «φύγε». «Δεν ξέρεις, το αεροπλάνο δεν έχει πρόβλημα…» Του λέω: «Τι, τότε γιατί σου λέει, έχει πρόβλημα;» Λέει: «Απλώς δεν είναι καλές οι μπαταρίες, κι αν χρειαστεί να προσγειωθούμε Μαλίντι, Κιούνγκα, Λάμου, ξέρω ’γω, κάπου, ίσως δεν μπορεί να ξαναπάρει μπρος. «Και» του λέω «το θεωρείς πρόβλημα μικρό αυτό, όταν μες στο αεροπλάνο δεν έχει μπαταρία, είσαι… καλές οι μπαταρίες;» «Όχι» λέει «δεν υπάρχει. Μόνο αυτό το πρόβλημα έχουμε, ότι μπορεί να μη χρειαστεί να πάρει…» Με βαριά καρδιά, μπαίνουμε. Πηλιούνης… όχι. Εγώ από την αριστερή πλευρά, πίσω, τα καθίσματα τα ’χε αφήσει, γιατί τα ’βγαζε, σου είπα, για να ’χει stability, έβαζε νερά με goran cans, παγούρια μεγάλα για… goran cans, ας πούμε, τα λένε εκεί, για να ’χει… Και άφηνε αυτά κι έπαιρνε αστακούς, για 500 κιλά, πόσο έπαιρνε. Και… μπήκαμε, πετάξαμε, ας πούμε. Αυτά πηγαίνανε, ξέρεις, στην παραλία, παραλία. Άμα είσαι μάγκας, το προσγειώνεις και στο ανεμόπτερο, στο… στην άμμο. Αυτά προσγειώνονται μες στο… μέσα, μέσα σε διαδρόμους μες στη ζούγκλα, ας πούμε, μες στο… στις σαβάνες, ας πούμε, που πάνε να κάνουν σαφάρι. Πετάξαμε, καλός ο καιρός, αλλά πηγαίνοντας προς τα σύνορα απάνω, είδαμε και το σκάφος, το «Κυριάκος» που ερχότανε μέσα, ήτανε παραμονή Χριστουγέννων, ήθελε να περάσει πάνω απ’ τις κεραίες. Του λέω: «Άσ’ τονε, αυτός δεν έχει κάνει στη RAF, ρε. Άσ’ τονε να πάει στο διάολο, να πα’ να φύγουμε μη σκοτωθούμε εδώ». Τέλος πάντων, πήγαμε μέχρι την… βαριά, είχε βαριά σύννεφα μπροστά μας, προς τα σύνορα της Σομαλίας. Έβλεπε εκεί, του έδειχνε, να κάνει και το κομμάτι του ο Ανάργυρος. Στην επιστροφή… Δε φτάσαμε όμως μέχρι το τέλος, γιατί φοβήθηκε τα σύννεφα, αυτά τα αποφεύγουν τα σύννεφα τα βαριά και τα έτσι, ξέρεις, τα τροπικά, ας πούμε, και απ’ αυτό πήγε μετά, με της COMARCO, άλλης εταιρείας. Γυρίζοντας, φτάνοντας πάνω από το αεροδρόμιο της Μομπάσας, σβήνει η μηχανή. Γιατί έσβησε; Δεν υπήρχε λόγος δηλαδή, όχι ότι έσβησε η μηχανή ότι είχε κάποιο πρόβλημα η μηχανή. Έσβησε η μηχανή κι ο άλλος τρελαίνεται. Ξέρεις, το σκάφος αρχίζει, δεν πάει κατευθείαν μόλις σβήνει, θα πλανάρει, όπως ρίχνεις ένα κέρμα στη θάλασσα, ρε παιδί μου, κάνει το πλανάρισμα αυτό, ας πούμε. Άμα είναι μάγκας, αφού βλέπεις στο δρόμο. Και το μό… Πάνω στο καντράν εκεί όλα να γίνεται χαμός. Αλάρμ και τούτα και κείνα και τ’ άλλα. Αυτός τα ’χεσε, ο πιλότος, ο Τζιμάκος. Το μόνο που κάνει, παίρνει… Το αεροδρόμιο φαίνεται, μπροστά μας, ας πούμε, έτσι; Από το ύψος φαίνεται κάτω, ας πούμε, εκεί βλέπεις και το… Παίρνει το VHF και καλεί «May day, may day» και δε θυμάμαι, «may day» και κολοκύθια στο πάτερο, του δίνει, του είναι προτεραιότητα. Κλείνει το αεροδρόμιο, όλες οι πτήσεις στην μπάντα της εποχής εκείνης, δεν υπήρχαν και πολλές πτήσεις, όλοι στην μπάντα και περιμένουν εμάς. Αυτός δεν κάνει τίποτα άλλο, τριλίζει. Την ώρα που κάνει, πλανάρει το αεροσκάφος, το αεροπλανάκι, ένα piper, έρχεται απάνω μου ο Πηλιούνης, εμένα το μυαλό μου τι πάει; Έβλεπα τους μαύρους που, στους δρόμους εκεί, στους χωματόδρομους που πέρν… «Κοίτα, ρε γαμώ το σπίτι του» λέω «αυτοί περπατάνε κι εμείς πα’ να σκοτωθούμε τώρα». Θυμήθηκα, θυμήθηκα, και ταυτόχρονα κι ο ίδιος, για να ’μαι φιλαλήθης, αυτό που ’χε πει. Επειδή, ξέρεις, ό,τι βλέπω το κάνω κόπια, έτσι, ό,τι μ’ αρέσει κάτι θα το κοιτάξω. Στη μέση ακριβώς όπου ήταν η κονσόλα, στη μέση, ας το πούμε κάπως έτσι, κει που ’ταν το αλάρμ που άναβε, έλεγε: «FUEL PUMP MANUAL». Δηλαδή τι έγινε; Εφόσον οι μπαταρίες δεν ήτανε γεμάτες τελείως…
Ναι.
Έτσι; Δεν μπορούσε να κάνει αυτόματα τη βαλβίδα, την ηλεκτρομαγνητική τη βαλβίδα, να γυρίσει, να τη γυρίσει αυτόματα, που έτσι έπρεπε, γιατί τα τάνκερ είναι στα δύο φτερά. Έπρεπε να το κάνεις manual. Δεν είχε ρεύμα αρκετό, για να…
Κατάλαβα.
Για να γυρίσει το ένα τάνκερ αυτόματα στο άλλο. Ταυτόχρονα πήγε το χέρι μας εκεί. Ο πιλότος, άιντε γεια. Τελειωμένος, να γίνεται, να μην ξέρει τι πιάνει. Τρέμει ολόκληρος. Την ώρα που το γυρίζει, το θυμηθήκανε, ταυτόχρονα το χέρι μου πήγε πρώτα του Ανάργυρου και μετά εμένα, το fuel pump γυρίζει, εκεί που έγραφε FUEL PUMP HERE… MANUAL FUEL PUMP, το γυρίζει, βάζει τη μίζα και… Ξέρεις, και το πιτς που έχει η προπέλα, πήρε.
Α, πήρε.
Πήρε, αλλά πώς πήρε; Μη λέμε, δε μιλάμε για ώρες τώρα, με τα πεταλάκια του, μία πήγαινε με 100, 100… 180 μίλια είναι το μάξιμουμ, πόσο είναι αυτό; Και μία φρε… δηλαδή δούλευε με διακοπές το αεροσκάφος. Δηλαδή, γιατί είχε τραβήξει αέρα μέχρι που να κάνει [01:50:00]εξαέρωση, δεν ξέρω τι ήθελε να κάνει. Αυτός, μόλις πήρε το αεροπλάνο, μόλις πήρε μπρος και το έφερε λίγο στη θέση του, κάπως το σενιάρισε, αφού πλανάριζε, είδε το αεροδρόμιο ότι το ’φερε στα ίσια, είδε το αεροδρόμιο και πήγε να το καρφώσει σαν καρπούζι κάτω. Τονε… «Ηρέμησε» του ’λεγε ο άλλος. «Κάνε μια βόλτα, κάνε μια…» ιστορίες εκεί, για να, ξέρεις, για… Αφού έτρεμε όλος. Κάνει… Του λέω: «Ρε άσ’ τονε να πάει στο διάλο, να πάει να το φουντάρει εκεί, να πάει στο διάολο. Τουλάχιστον να πάμε κάτω». Προσγειώνεται, πώς προσγειωθήκαμε. Έχουνε βγει όλοι στο αεροδρόμιο, κοιτάνε, κοιτάνε πώς θα προσγειωθούμε, όλος ο κόσμος, αεροπλάνα, όλοι στην μπάντα, σταματάει το αεροπλάνο στην πίστα τώρα, στο αεροδρομίου, έχει ανοίξει την πόρτα ο Τζιμάκος, γιατί ξέρει ότι θα τον… τον τρέλαινε στις σφαλιάρες, κι είναι έτοιμο το… έτοιμοι, με το μόλις, καλά καλά δεν είχε σταματήσει, κατεβαίνει ο άλλος κάτω, κατεβαίνει ο άλλος κάτω και τον κυνήγαγε, τον κυνήγαγε με το σορτσάκι και του ’παιρνε και τις σαγιονάρες, στη μέση του… στη μέση της πίστας. Μας τραβήξανε και μας πήγανε, τέλος πάντων, είχε και συνέχεια όλα αυτά.
Μάλιστα. Ωραία ιστορία. Λοιπόν, κύριε Μανώλη, θέλετε να κάνουμε ένα διάλειμμα; Είστε εντάξει;
Όχι, μια χαρά είμαι.
Πρέπει να πούμε κάποια πράγματα και για τις ελληνικές θάλασσες τώρα. Αφού… Και θα επιστρέψουμε πάλι στην Αφρική. Γιατί μας ενδιαφέρει πιο πολύ κι εδώ πέρα, η ελληνική θάλασσα.
Ναι.
Εσείς στην ελληνική θάλασσα, εδώ πέρα, πώς βλέπετε μες στα χρόνια, τι έχει αλλάξει;
Κοίταξε να δεις. Η θάλασσα από πάνω είναι ίδια. Αν την κοιτάξεις, όπως ήταν τότε είναι και τώρα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Η ζημιά έχει γίνει στο βυθό. Η ζημιά, δηλαδή, χωρίς να θέλουμε να κατηγορήσουμε ή το ένα επάγγελμα ή το άλλο, υπάρχουν χίλιοι δύο τόσοι, λιγόστεψαν, καταστροφή έγινε, τούτο έγινε… Άλλος είναι τρατάρης, γιατί, σου είπα, είναι στους τομείς τομείς ο κόσμος, άλλοι σου λένε, η τράτα δεν έκανε κακό, η ανεμότρατα δεν έκανε, τούτο δεν έκανε. Τελευταίας έχουνε βγει κι ένα άλλο, που ’χει, ίσως έχει και λογική για μένα αυτό, έτσι; Αυτό θέλει λίγο ψάξιμο βέβαια, αλλά είναι λογική. Η τράτα για μένα είναι όλεθρος, το είπα απ’ την αρχή, τη ζημιά που ’χει κάνει. Η ανεμότρατα, η ανεμότρατα όμως τα τελευταία χρόνια… ή και η τράτα ακόμα, μπορώ να το πω σε λίγο, έκανε κι ένα καλό μεταξύ όλο αυτό τον όλεθρο που έκανε κι έσπειρε. Για μένα, καταστροφή και ήτανε πολύ αργά που τη σταματήσανε. Έχοντας τα ιχθυοτροφεία και μ’ όλες τις χιλιάδες τόνοι που πέφτουνε, γιατί όταν μιλάμε 10-20 ιχθυοτροφεία είναι εδώ, μέσα σ’ ένα μικρό γκόλφο, έτσι; Δε μένει μόνο κει από κάτω όλα αυτά που ρίχνουνε, τα φαγητά και ξέρω ’γω, έχουνε βγει και καινούρια… βρόμα λέμε, λέγαμε, που ’χουν εξαφανιστεί. Φερειπείν, τα μαρούλια. Μαρούλι το λέγαμε αυτό το πράσινο που ήτανε, πήγαινε και έπαιρνες πολλές… Να σου πω και για τα ψάρια που ’χουνε χαθεί. Φερειπείν, ο γαλέος. Δεν υπάρχει.
Ναι.
Γαλέος όμως. Όχι τώρα αυτά, γιατί τώρα αυτά που πουλάνε είναι σκυλάκια και τέτοια, δεν είναι… μικρά… μικροί… σκυλόψαρα και καρχαρίες μικροί, δεν είναι. Τα ξεφλουδίζουν και τα κάνουν, τα πουλάνε, πώς τα λένε, για τέτοια, για γαλέο. Γαλέος original έχει εξαφανιστεί για μένα. Η ρίνα, που ήταν σε μεγάλες...
Παλαμίδες μεγάλες.
Όχι παλαμίδες. Ήτανε σαν σαλάχι.
Α, η ρίνα, ναι.
Η ρίνα, η ρίνα, δεν υπάρχουνε πλέον.
Όχι το ρίκι, ναι.
Εδώ πιάνανε 100 κιλά; 50, 100 κιλά, 200 κιλά ψάρι.
Ναι, ε;
Ξαφανιστήκανε. Τι θέλω να πω με τούτο; Και στο ευεργέτημα θέλω να πάω που κάνανε. Δεν ήτανε προσωπική, είναι από άλλους, που έχει κάποια λογική. Ας πάρουμε από αυτή την πλευρά. Ότι το συρόμενο, συν τη ζημιά που έκανε, έτσι; Που έκανε μεγάλη ζημιά. Τώρα δεν την κάνει, γιατί είναι στα βαθιά, είπαμε…
Ναι, ναι.
…τώρα είναι τα GPS και δεν μπορούν να μπούνε πουθενά, έχουνε μπει όρια και μηχανήματα που δεν μπορεί να κάνει τίποτα, το black box, που λένε, ότι έκανε κρούστα. Με τα… συν τα ιχθυοτροφεία αυτά, όλα τα απόβλητα και ξέρω ’γω, που έχουνε βγει κάποιες παράξενες και σκέπασε το βυθό. Ο βυθός δεν ήτανε όπως ήτανε καθαρός παλιά. Και χιλιάδες τόνοι πλαστικά και ιστορίες που πετάνε και συν, συν, συν, συν. Όλο αυτό κάθισε στο βυθό κι έκανε κρούστα από πάνω. Αν κοιτάς, ρωτήσεις τους ψαράδες τώρα, τι σου λένε; Αυτοί που ’ταν τρατάρηδες, ας πούμε, και ξέρω ’γω, η πεζότρατα και η ανεμότρατα.
Ναι, ναι.
Σου λένε, κάναν τι; Σκάβοντας, βγάζαν όλη τη βρομιά αυτήνε. Τώρα σιγά σιγά, γιατί μπακαλιάρος, που ’ταν εδώ έξω ακριβώς, άμα βγούμε έξω και πάμε σε… κοντά, μπακαλιάρους, μιλάμε για 50, 100, 200… και τραβάγαν οι ανεμότρατες και πίσω φόρτωνες ψάρια με τα δίχτυα που έριχνες. Γιατί σκάβοντας, έβγαινε και φαΐ από το βυθό. Τα σκουλήκια, τα… ιστορίες, το… ήτανε φαΐ για το αυτό. Κι όταν έγινε κρούστα σκεπάστηκε αυτό. Έτσι; Μπορεί να υπάρχει ένα ευεργέτημα. Τώρα, η ζημιά που έγινε. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πλέον.
Γιατί το λέτε αυτό;
Δε… Το λέω αυτό για το εξής. Εδώ, μέσα στα… όταν λέμε για πεδία αλιείας, εδώ, ανάμεσα στο… Δεν ξέρω αν πήγες στη Σπίθα εκεί, στον Άγιο Νικόλα; 100 μέτρα από κει τράβαγε η ανεμότρατα και οι τράτες, έτσι; Υπήρχανε σημάδια, δεν μπορούσες να καλάρεις οπουδήποτε, γιατί υπήρχαν ξέρες, υπήρχανε πέτρες, υπήρχανε τούτα, υπήρχαν τ’ άλλα, έτσι; Τα οποία ξηλωθήκαν όλα, τα εργαλεία ήταν τόσο μεγάλα, ήταν μεγαλύτερα από αυτά που σου είπα, τα καράβια σήμερα, ήτανε με 30… η ανεμότρατα, που ’τανε με αέρα, με πανιά, και μετά φτάσαμε να έχουμε 1.500 ίππους μηχανή, που δεν τις είχαμε, ούτε στην υπερπόντια αλιεία τέτοια σκάφη.
Τα παίρνει όλα.
Και τραβάγαν εδώ.
Τα παίρνει όλα.
Τα σαρώσαν όλα. Και τις ξέρες. Η ξέρα τι έκανε; Πήγαινε να προφυλαχτεί το ψάρι, να κρυφτεί το ψάρι, να απαγκιάσει. Είχε βρόμες οι οποίες ήτανε, ήτανε… δηλαδή σημεία που ’χουν τα μαρούλια, λέγαμε, εδώ. Ξέραμε, όταν μιλάμε εμείς οι ψαράδες: «Πού ήσουνα;» «Στα μαρούλια». Ξέρουμε ακριβώς πώς ήτανε. Γιατί ήταν σημεία που ήτανε μαρούλια. Δηλαδή το μαρούλι ήταν αυτό το πράσινο το τέτοιο, που ήτανε μια ωραία, είχε και μια ωραία, ιώδιο σκέτη μυρωδιά. Είχε και, ξέρω ’γω, το φύκι τον μπάρο. Ο μπάρος γινόταν πέσο, τέτοιο, όπως γινόταν ο φοίνικας, όπως είναι ο φοίνικας εδώ. Αυτά χαθήκαν όλα, τα ξηλώσαν και τις ρίζες, η ζημιά που έγινε. Και το ψάρι δεν μπορούσε να προφυλαχθεί πουθενά. Έρχεται στο καπάκι τώρα, δεν είναι μόνο αυτά τα συρόμενα που χρεώνουμε. Χρεώνουμε και στους ερασιτέχνες. Τεράστιο πρόβλημα για μένα.
Τι κάνουν; Τι ζημιά κάνουν αυτοί;
Τι κάνουν οι ερασιτέχνες; Εσύ πας και κάνεις μπάνιο το καλοκαίρι κι έχω δει δέκα φορές, να σου πω εγώ τι έχω δει. Εδώ, στις παραλίες εδώ, κι έχει μία τσάντα χταποδάκια που είναι τόσα. Δεν την κάνει άλλος τη ζημιά σήμερα. Κι όμως, εξαφανίζονται. Γιατί εξαφανίζονται; Όταν βλέπεις από δω μέχρι απέναντι, ας πούμε, 3-5 χιλιόμετρα εδώ, όλες οι παραλίες, δεν ξέρεις από πού να περάσεις από ερασιτέχνες και μαζεύει ο καθένας από 20-30 χταπόδια, που είναι τόσα, ούτε 100 γραμμάρια, ποιος την κάνει τη ζημιά; Γιατί ο τρατάρης μπορεί να την έπιανε, είπαμε που έκανε πολλές ζημιές και σε πολλά ψάρια που όταν γεννάγανε, αλλά δεν το βάσταγε ένα χταποδάκι τέτοιο.
Ναι.
Γιατί έχει συνείδηση. (Έχω δουλειά.) Λοιπόν, πώς γινόταν η δουλειά τώρα; Έτσι; Όλοι δεν μπορούν να καταλάβουνε τι ζημιά κάνουν οι ερασιτέχνες και πού θα καταλήξει όμως αυτό. Γιατί, γιατί αυτά τα μέτρα που μπαίνουνε, για μένα ημίμετρα είναι.
Ναι.
Ημίμετρα τελείως. Ο καθένας κάποια συμφέροντα εξυπηρετεί κάποιου τομέα. Γιατί ο ψαράς ήταν ο πατέρας του, γιατί εμένα ο γιος μου είναι δικηγόρος, σου είπα.
Ναι, ναι.
Έτσι; Και πολιτεύεται, ας πούμε, τώρα, του αρέσει, ας πούμε, η πολιτική, έχει κάνει μεταπτυχιακά, έχει κάνει χίλια δύο. Τι θα υποστηρίξει όταν βγει; Ίσως τα συμφέροντα τα δικά μου – λέω.
Ναι. Αυτή η λογική λίγο πολύ…
Το χειρότερο όμως, η λογική ποια είναι; Δεν είναι εκεί το χειρότερο. Έχουνε μπερδέψει τα αγγούρια με τα ψάρια εδώ. Γιατί το λέω αυτό; Τα αγγούρια με τα ψάρια.
Γιατί;
Εδώ είναι Υπουργείο Γεωργίας. Ποια γεωργία, ρε, είναι το υπουργείο; Έχει καμία σχέση η θάλασσα με τη γεωργία; Έχει ο υπουργός τώρα, που ’ναι γεωργίας, έχει καμία θάλασσα, με τη θάλασσα; Από πού την έχει την αλιεία; Εγώ… κοινή λογική, εγώ δεν με νοιάζει τίποτε, εγώ έχω τον κύκλο μου, τον έχω κάνει. Εγώ όπως τον ήξερα. Γιατί γίναμε εμείς καλοί ψαράδες; Γιατί πήρα –έρχομαι ξανά στο ίδιο– γιατί σου είπα, εδώ ήταν σκολείο τότε, ήταν fishery εδώ, ήταν λες και πηγαίναμε σε κάποιο σκολείο εμείς πιτσιρικάδες από 7-8 χρονών, λες και τελειώσαμε… Και μας ρωτάγαν εκεί κάτω –συνδέω πάλι την Αφρική– επειδή απ’ την ενεργητικότητά μας και όλη αυτήνε, όπου Έλληνας και καλός, φτάσαμε σε σημείο να λένε: «Άμα είσαι απ’ την Ελλάδα, είσαι και καλός Έλληνας… είσαι καλός ψαράς». Κι η Κοιλάδα μάθηκε σ’ όλη την Αφρική και ρωτάγανε και υπουργεία και που δίναμε συνέχεια… γιατί δεν έχω πάει στο βάθος πόσο έφτασα εκεί, κει πάνω. Μέχρι, μέχρι τον πρόεδρο της Κένυας. Πώς και γιατί έφτασα. Μέσω φίλης μου εδώ, που την έχω φωτογραφία, που είναι, που έγινε δασκάλα κι είχε τον πρόεδρο, τον… «Ποιο σκολείο, ποια είναι το… ποιο είναι το σκολείο fishery της Ελλάδος;» Τι να του πεις; Ποιο σκολείο fishery, ποιος ήξερε εδώ; Πες μου έναν που να ξέρει. Τον [02:00:00]στέλνεις εκεί. Γι’ αυτό σου λέω, έχουνε μπερδέψει τα αγγούρια με τις ντομάτες… με τα ψάρια.
Για πείτε μου λίγο, τι άλλες αλλαγές έχετε δει στη θάλασσα; Στα ψάρια γενικά, είναι κάποια είδη πλέον που είναι σπάνια ή δεν τα βρίσκετε;
Στα ψάρια… Μπακαλιάροι… Έχω δύο, δύο που ’χω δώσει σημασία. Και ποια αυξηθήκαν θα σου πω.
Ναι.
Πρώτον είναι ο γαλέος. Ο γνήσιος γαλέος, όχι οι μαϊμουδιές τώρα, που ’ναι γαλέοι. Εξαφανίστηκε, δεν υπάρχει, αυτό δεν είναι, ξεγραμμένο μία κι έξω. Τα ψάρια που είδες. Τα ψάρια που είδες ποια ήτανε; Μυλοκόπια. Έτσι; Το μυλοκόπι το γνήσιο δεν υπάρχει.
Το πελαγίσιο, το…
Ναι, ναι, το ελεύθερο. Ελευθέρας βοσκής. Ελεύθερο το ψάρι. Πάει. Η ρίνα. Αυτά δεν είναι, τελείως εξαφανισμένα από το χάρτη. Δηλαδή δεν υπάρχουνε πουθενά.
Ενώ εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, υπήρχαν εδώ πέρα;
Βεβαίως υπήρχανε. Εγώ έριχνα με τα δίχτυα, ας πούμε, που ’μαστε με τον πατέρα μου, ας πούμε, εδώ, τα μανωμένα 5, σου είπα, ρίχναμε 5 δίχτυα. Δύο τρεις γαλέους, από τρία-τέσσερα κιλά τον κάθε γαλέο, τέσσερα. Και γαλέοι μεγάλοι. Οι γαλέοι μοιάζει, ο ίδιος όπως είναι, που βγαίνει το αυγοτάραχο.
Ναι, ναι.
Όχι, το χαβιάρι. Το χαβιάρι. Δεν υπάρχει γαλέος. Ο γαλέος τελείωσε αυτός, είναι χρόνια. Τέρμα. Διά παντός. Προστασία δεν είχε καμία. Προστασία δεν βάλανε κι εξακολουθούμε να ’ρθούμε στο σημείο που μιλάμε, τι κάναν τα ιχθυοτροφεία. Τα ιχθυοτροφεία, τα βλέπεις τα ιχθυοτροφεία, μαντρωμένα τα κλουβιά τους εκεί, ζώσανε τον τόπο. Πέφτουν εκατομμύρια τόνοι τροφή. Δεν την τρώνε όλη την τροφή. Τροφή, άμα πας από κάτω, θα σε πήγαινα να δεις για τι μιλάμε, είναι βουνά.
Από τροφή που δεν τρώγεται.
Ναι. Και τα ρέματα δε μένουν εκεί, τα σκορπίζουνε σε όλη, σε όλο, σε όλο το πέλαγος. Έχει βγει, δηλαδή βγήκε καινούρια βρόμα, ας πούμε, που είναι… δεν υπήρχαν αυτά, ας πούμε. Σκεπάσαν το βυθό. Έτσι; Συν την καταστροφή που είπαμε, που κάνανε τα… τα…
Οι ερασιτέχνες.
Οι ερασιτεχν… Σήμερα, για σήμερα, για μένα, η μεγαλύτερη καταστροφή που κάνουνε, που κάνει, είναι οι ερασιτέχνες. Σήμερα. Γιατί ο ερασιτέχνης κάνει;… Και συν τα κότερα και συν τα καράβια, που έχω πάει εγώ μαζί με ανθρώπους. Γιατί ο ένας ερασιτέχνης, ένας ερασιτέχνης φραγκάτος, γιατί το κάνει ερασιτέχνης και το λέει η λέξη, το κάνει από χόμπι και έχει τα καλύτερα, πιο σύγχρονα μηχανήματα. Εμείς για να πάμε να ψαρέψουμε την εποχή, έπρεπε να έχουμε σημάδια. Τώρα αλλάξαν και τα σημάδια, άμα ’ρθουν οι δικοί μας που ’χουν πεθάνει, δεν ξέραμε… «Το βουναλάκι να ’ρθει έτσι, το άλλο να ’ρθει με έτσι» για να βρεις τις οργιές. Σήμερα έχει το βυθόμετρο fishfinder και πάει από πάνω και βρίσκει το ένα ψάρι, το ένα. Ερασιτέχνες, εδώ. Και ψαρεύουνε, ποιο σου είπαν, με ζόγκα.
Ναι, ναι.
Η ζόγκα, όλοι οι ερασιτέχνες κάθε μέρα εδώ πρέπει να… αν βγάζουν οι επαγγελματίες δύο ψάρια, τρία, αυτοί πρέπει να βγάζουν διακόσα. Σ’ όλη την επαρχία. Γιατί το GPS, που, ξέρεις, πρώτα… βρίσκει ακριβώς το σημάδι, όπου θέλεις κι όποιον μπάγκο θέλεις κι ό,τι θέλεις και συν το fishfinder που βλέπει και το ψάρι, ένα ψάρι να ’ναι, όχι πολλά. Άσ’ τα sonar στα γριγρί. Δε βρίσκει το ψάρι πουθενά. Πρώτα έπρεπε να βάλουμε τις λάμπες, να βάλουμε τη… Να, εδώ, είδες και φωτογραφίες που είναι.
Ναι, ναι.
Λάμπες, που τις σέρναμε και τις κάναμε. Δεν υπάρχει τίποτα τώρα. Μέρα νύχτα το ψαρεύει. Κι όλα εξαφανιστήκανε.
Ναι.
Τώρα μιλάμε, ό,τι έγινε, έγινε. Δε γυρίζει τίποτα πίσω ούτε τις ξέρες μπορεί να φέρεις ούτε ορισμένα πράματα μπορεί να φέρεις.
Έχει γίνει τόσο μεγάλη καταστροφή, πιστεύετε, στον Αργολικό;
Η καταστροφή έγινε γενικά, σ’ όλη την Ελλάδα. Η Αργολ… επειδή έχουμε πολλούς ψαράδες, από δω ξεκινήσαν όλα, σου είπα, όλα, ένα δύο σημεία, από γαριδάδικα και τακτική αλιεία ήταν δύο: Πευκί… Πευκί, Αρτάκη, Χαλκίδα εννοώ, στην Αρτάκη, Νέα Αρτάκη και τα λοιπά, εδώ. Εδώ ήτανε η… πάντα. Όλο γύρω γύρω που βλέπεις, θα σου πω εγώ ένα παράδειγμα. Μπορεί να μη σ’ τα ’χει πει κανένας, θα σ’ τα πω εγώ πώς είναι. Ούτε έχω προσωπικά με κανένανε κάτι. Οι Σπέτσες και το Χέλι, δεν υπήρχαν ψαράδες. Ψιλολόγια. Όλη η Κοιλάδα ήτανε αποκεί. Κι η Ερμιόνη επίσης. Σφουγγαράδες ήτανε. Ακόμα και οι Υδραίοι. Δεν είχε κανένας ψαράδικα τέτοια, μεγάλα, ούτε τίποτα, που λένε, οι Σπέτσες είχε τρα… ψαράδικα. Κολοκύθια, δεν είχε κανένας τίποτα, στο πάτερο, ούτε η Ερμιόνη δεν είχε. Τα δικά μας ήταν όλα, τα μεγάλα εργαλεία, ανεμότρατες, γριγριά, τα μεγάλα εργαλεία μιλάμε τώρα, με μαζικές παραγωγές, γριγρί και τα λοιπά. Δεν υπήρχε κανένας. Ξέρεις τι κάνανε οι Σπέτσες και η… οι Σπέτσες και το Πόρτο Χέλι; Δυναμίτια. Δυναμιτάδες ήταν, φουσεκλάδες, για φουσεκλάδες τώρα είναι και στο… ξέρω ’γω πώς το λένε. Μια ζωή. Εδώ δεν είχε, η Κοιλάδα δεν είχε ποτέ. Πάντα ψαρεύαμε με ορθόδοξους τρόπους. Ανεξάρτητα την καταστροφή που κάναν, σου είπα, τα εργαλεία, οι τράτες και οι ανεμότρατες.
Μέχρι πότε δηλαδή με δυναμίτες ψαρεύανε εδώ πέρα;
Δεν είναι και πολλά χρόνια.
Ποια δεκαετία;
Δεν είναι πολλά χρόνια που ’χει σταματήσει. Τώρα μπορώ να σου πω… και τη δεκαετία του ’80 δουλεύανε.
Ναι.
Και του ’90 ακόμα. Τώρα τελευταία σφίξανε πάρα πολύ τα πράματα και δεν είναι. Και δεν ήταν δυναμίτια απλά, παλιά ήταν ένα δυναμιτάκι, ένα καψουλάκι, ένα, δύο. Ζώνανε τις μπουκάλες προπάνιο και όταν λέμε, ανατίναζαν μπάγκους που ήτανε ψαρότοποι, χρυσό την εποχή, ξηλώσαν και τους μπάγκους. Δεν ήταν μόνο ένα εργαλείο που έχει ευθύνη. Και ειδικά μ’ ένανε που, να, εδώ, γυάλισε όλη την επαρχία. Πώς τον λέγανε εδώ; Γερμανό; Πώς τον λέγανε ένανε… Έλληνα εδώ που, ξέρω ’γω, δεν άφησε μπάγκο για μπάγκο. Και τα κάνανε και πλακάκια με λιμεναρχεία ανά καιρούς και τα λοιπά. Τα παίρνανε και τα κάνανε και τα δείχνανε και χίλια δύο. Και δε μιλάγανε. Η ζημιά έγινε. Σήμερα, αν με ρωτήσεις τι ακριβώς φταίει, σου είπα δύο πράγματα. Θεωρώ πρώτον τους ερασιτέχνες και δεύτερον τα μηχανήματα. Γιατί ό,τι προείπα, ένας ερασιτέχνης που έρχεται με το κότερο, με την κοτεράρα του εδώ και με τις ιστορίες, έχει μηχανήματα μέσα που ο ψαράς δεν θα τα δει όνειρο. Κι έχει τόσο πανί, δεν τον νοιάζει. Πάει για το χόμπι του. Κι εδώ οι δύτες, εδώ, οι δύτες, αυτή τη στιγμή που δουλεύουμε, όλοι είναι δύτες. Πάει ένας για την πλάκα του, Σαββατοκύριακο, σκοτώνει 5 κιλά, 10 κιλά, παίρνει και 5 χταπόδια τέτοια και τέτοια. Κι εσύ αν θέλεις, κάνει το μπάνιο του και μαζεύει και τα χταποδάκια. Ποιος τον ελέγχει αυτόνε; Και τώρα λέει, οι ψαράδες. Ο ψαράς τι να κάνει; Οι ψαράς έχει ένα καΐκι και πάει και παίρνει 3 κιλά και 4 κιλά απ’ ό,τι είδες και σήμερα, απ’ αυτά που βγαίνουν απ’ το ιχθυοτροφείο. Αν εξαιρέσεις αυτά που είχε απ’ το ιχθυοτροφείο ψάρια, τι είχε; Τίποτα δεν είχε. Τις ξέρες μπορείς να τις φέρεις πίσω; Να φυλαχτεί το ψάρι; Αυτό που έγινε, που κάνανε οι τράτες, ξέρω ’γω. Μπορεί να φυλάξεις τίποτα; Δε γυρίζει τίποτα πίσω. Ό,τι έφυγε, έφυγε. Η θάλασσα είναι ίσια από πάνω, μέσα τι γίνεται. Ποιος μπορεί να τα φέρει αυτά πίσω; Κανένας. Και σήμερα, για μένανε, κανένας που δεν το αναφέρει πουθενά είναι οι ερασιτέχνες. Εγώ πήγα στην Αμερική, πριν 4 χρόνια, για άλλη περίπτωση πήγα, αλλά βρέθηκα, βρέθηκα να γνωρίσω στο αεροπλάνο ορισμένους ανθρώπους, πήγαμε στο, στην Τάμπα, στη Φλόριντα.
Ναι.
Στο Τάρμπος που είναι.
Ναι, ναι, ξέρω. Οι Καλύμνιοι είναι εκεί.
Οι Καλύμνιοι εκεί και λοιπά. Δεν είναι Καλύμνιοι, αυτό που ξέρεις, οι Καλύμνιοι, το χωριό το λένε Ελάτος. Γιατί έμαθα την ιστορία του. Ήτανε περισσότεροι Υδραίοι κι ο… αυτός που πρωτοπήγε εκεί ήταν απ’ το Λεωνίδιο.
Και τι είδατε εκεί;
Και τι είδα; Είδα την προστασία που έχουνε βάλει αυτοί, που ’χουνε βάλει οι Αμερικάνοι, που δεν παίζουν οι Αμερικάνοι. Κοίταξέ με εδώ και θα μιλήσουμε μετά, κοίταξέ με εδώ για τι ψάρια μιλάμε. Τώρα, πριν 4 χρόνια είναι αυτό.
Ναι.
Και θα σου πω την ιστορία. Κοίτα σφυρίδες εδώ. Με τι, με τι τις πιάναμε και πώς τις πιάναμε.
Εδώ πέρα πώς το βλέπετε το μέλλον της θάλασσας στην Ελλάδα;
Αν δεν παρθούνε μέτρα όπως θα σου πω προηγουμένως, δεν πρόκειται να ’χει τίποτα. Και αν δεν ξεχωρίσουν τα υπουργεία, να έχει υπουργείο το οποίο να ασχολείται με την αλιεία, με όχι αγγούρια και πατάτες και λεμονάδες και να ’χει, πώς το λένε… ραπανάκια.
Μπορεί να σταματήσει η θάλασσα κάποια στιγμή να δίνει, πιστεύετε;
Βεβαίως θα σταματήσει. Δεν είναι πολύ μακριά αυτό. Όταν βλέπεις ένα σκάφος τώρα που πάει και πιάνει ό,τι φεύγει απ’ το ιχθυοτροφείο, τι κάνει; Να, ό,τι είδες σήμερα, αυτά που είδες είναι του ιχθυοτροφείου. Κι αυτοί δεν τα… δεν τους φύγανε. Όταν γίνουν ασύμφορα, γιατί είναι μεγάλα και δεν έχουν εμπόριο και δε συμφέρει να το ταΐζουνε πλέον, τ’ αφήνουν και φεύγουνε. Και τι κάνουν αυτοί; Παίρνουν κι αποζημιώσεις από πάνω, γιατί τους φύγανε τα κλουβιά, τους σκίσαν τα κλουβιά. Παπάρια. Γιατί όταν έχεις ξανακαπνίσει κάτι, ξέρεις, ξεφεύγω και λίγο, συγγνώμη γι’ αυτό…
Όχι, μιλήστε, δε…
Δε, δεν μπορώ να μου… τρελαίνομαι λίγο, έτσι; Κοίτα δω τα γαριδάδικα. Της Αμερικής είναι αυτά. Θα σου… Μ’ έναν άνθρωπο. Κοίταξε εδώ. Και κοίτα ένα μέτρο που ’χει δίπλα και θα σου εξηγήσω το μέτρο. Κοίταξε ένα μέτρο που έχει. Το βλέπεις το μέτρο; Γιατί είν’ αυτό. Θα σ’ το πω. Κι αυτός είναι ο καπετάνιος ο Αμερικάνος. [02:10:00]Μια ζωή… εγώ… Δύο άτομα είχαμε πάει. Στην Αμερική. Αυτή είναι… Γαριδάδικο που ’ναι για δόλο, γαρίδα για δόλο, ζωντανή.
Η νοοτροπία των ψαράδων εδώ στην Ελλάδα φταίει; Το ότι δε σκέφτονται το μέλλον της θάλασσας;…
Οι ψαράδες, όπως γίναν τα πράγματα, σκέπτονται δε σκέπτονται πλέον, δεν είναι στο χέρι τους, γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Το μηχάνημα που βγήκε, αυτά, το black box και το μπλε και το GPS, που τους έχει κάθε μέρα, τους έχει στο χάρτη απάνω και δεν μπορούνε να πάνε, αν δεν πάνε στα νόμιμα, γιατί απ’ τα νόμιμα κάπως τα ψάρια πρέπει να πιαστούν. Δεν κάνουνε ζημιά πλέον. Ζημιά δεν γίνεται.
Απ’ τους επαγγελματίες.
Απ’ τους επαγγελματίες. Ή τους ψαράδες. Γιατί δεν… Τράτα απαγορεύτηκε, που ’τανε όλεθρος, απ’ τους ψαράδες, αυτοί δεν κάνουν τίποτα. Αυτοί που γίνεται η ζημιά σήμερα, αν δεν το καταλάβουνε, είναι πρόβλημά τους…
Είναι οι ερασιτέχνες.
Ερασιτέχνες.
Εδώ, στην Κοιλάδα, οι νέοι γίνονται πλέον ψαράδες;
Όχι πάρα πολύ. Όχι πάρα πολύ, υπάρχουνε νέα παιδιά που ασχολούνται με τη θάλασσα και καλοί ψαράδες, αλλά όπως είδες το Μανώλη, εδώ, που του ’χω δώσει τη βάρκα μου, νέος ψαράς είναι, νέο παιδί, οικογένεια, τρία παιδιά και… καλός ψαράς έχει εξελιχτεί. Οικογένειες, δύο άλλες οικογένειες που είναι ιστορίες, όχι πολλοί όμως.
Δεν είναι όμως λυπηρό αυτό για ένα μέρος τέτοιο;
Λυπηρό είναι, αλλά όταν δεν μπορεί να επιβιώσεις στον τόπο σου; Γιατί έγινε λάθος κατανομή. Έγινε τελείως λάθος κατανομή. Δηλαδή τη βλέπουν τη θάλασσα πλέον ότι «πώς θα ζήσω εγώ έτσι, αφού η θάλασσα δε μου δίνει τίποτα». Βοηθηθήκανε αυτοί που δεν έπρεπε να βοηθηθούνε, αυτοί που δικαιούντουσαν μ’ όλους αυτούς τους νόμους τους αναπτυξιακούς, ο 1262 ο νόμος, που φτιαχτήκανε, που κάναν, τα πήραν δικηγόροι, γιατροί, όλοι, ιστορίες, τα δάνεια, όπως συνήθως συμβαίνει, και δεν τα πήραν αυτοί που έπρεπε να τα πάρουν, για να αναπτυχθεί η αλιεία. Και δεν τη θεωρούνε πλέον ότι είναι… Σου λέει, γιατί να πάω στη θάλασσα, τι θα κερδίσω; Τι να κάνω σαν ψαράς; Περισσότερο αυξάνονται οι, αν με ρωτήσεις, οι ερασιτέχνες παρά οι επαγγελματίες.
Εσείς που γνωρίσατε τον τόπο πλούσιο σε ψάρια, τώρα που το βλέπετε έτσι, πώς νιώθετε;
Καθόλου…. Δε, δε νιώθω καθόλου ωραία, γιατί εδώ, σου λέω, που καθόμαστε, εδώ, εδώ, εδώ ακριβώς, στο, επανέρχομαι εδώ, είχε σκάλες, οι μόλοι, που ήταν τα θαλάμια, κι έπιανες, έπιανες, προτού πας σκολείο, θα ’πιανα 10 χταπόδια. Από 3 κιλά. Που δεν ασχολιόταν κανένας. Κανένας, τίποτα. Τώρα εδώ, τι… αφού δεν το αφήνει ούτε καν να μεγαλώσει; Σου είπα, προείπα που ’χανε, γίνεται η ιστορία. Δεν τ’ αφήνει να μεγαλώσει. Τι σουπιές, τι χταπόδια, τι… Πήγαινε στο μόλο κάθε βράδυ. Πήγαινε στο μόλο εδώ, εδώ κάθε βράδυ. 100 άτομα ψαρεύουν όλη τη νύχτα. Μέρα νύχτα. Ποτέ δεν ψάρευε κανένας. Πού θα ζυγώσει το ψάρι; Και δεν είναι, να μου πεις, ρε φίλε, ερασιτέχνης είναι, δε θα πάει να ψαρέψει; Ο ερασιτέχνης στην Αμερική, γι’ αυτό θα γυρίσω στην Αμερική, τα μέτρα που ’χουν πάρει στην Αμερική. Με τον καπετάνιο αυτόν τον Αμερικάνο, τον Τζίμη. Λοιπόν, πήγαμε… Αυτά είναι με μηχανάκια, με μπετονιές. Μηχανάκι, δεν είναι τίποτα. Όταν φύγαμε το πρώτο ταξίδι και πήγαμε μαζί, πήγαμε προς το Μαϊάμι, 75 μίλια νότια της Τάμπας, κι έβλεπα δύο μηχανάκια εκεί. Λέω: «Τι θα πιάσουμε μ’ αυτό το πράμα εδώ; Είναι δυνατόν, δε βλέπεις;» Κάναμε μέσα σε 5 μέρες 4,5 τόνους. Κι άμα μαζεύαμε όλα, δεν ξέρω πόσο, πόσο θα ’χαμε μαζέψει. Ίσως και 10 τόνους. Κάθισα στο τιμόνι, ήταν και λίγο κουρασμένος, το πλαστικό το σκάφος, αυτό, το είδες ετούτο το σκάφος, δεν είναι κανένα σκάφος τίποτα. Commercial. Επαγγελματικό όμως. Έλληνα, σε Έλληνα ανήκει. Είναι και φίλος μου, έχουμε επαφή συνέχεια. Του λέω: «Πού, με τι θα ψαρέψουμε;». Πήγαμε στο δρόμο, φτάσαμε στις μία η ώρα, μου λέει… Αυτό δεν είχε εμπιστοσύνη, δε μ’ έβλεπε καλά, σου λέει, ξέρει από ναυσιπλοΐα ή;… Με το GPS βέβαια, ας πούμε, στο plotter, με κάποιες μοίρες πορεία κανονικά, ’ντάξει. Ε, φτάσαμε. Του λέω: «Να σταματήσουμε, να… να κοιμηθούμε λίγο» ας πούμε, έτσι; Και λέει ο άνθρωπος… Να φουντάρουμε, ας πούμε, για να ξημερώσει, μία η ώρα μέχρι το πρωί που ξεκινάμε δουλειά. Ε, σηκώνεται κι αυτός, μόνος του φουντάρισε, είδα έναν τρόπο που εμείς ούτε καν το ξέραμε, δύο άτομα σου λέω. Έλα, Παναγία μου. Του λέω: «Πώς θα την πάρουμε; Αφού βίντζι δε βλέπω, την άγκυρα πώς θα την πάρουμε;». Είχαν τον τρόπο τους βέβαια. Ένα ψάρεμα που για μένα τελείως άγνωστο. Ε, σηκωθήκαμε το πρωί, λέει… Από την αγωνία σηκώθηκα κι εγώ, ας πούμε, να… πώς, τι θα κάνουμε. Του λέω: «Την άγκυρα πώς θα την πάρουμε; Με τα χέρια;». Τίποτα. Αντίθετη κατεύθυνση, από πίσω, μ’ έναν τρόπο, μπρος και τη σέρναμε σα… σαν σκίπερ πίσω, όπως κάνεις σκι. Γι’ αυτό την έχουν όμως, την ώρα που έβρισκε… Είχε, κάθισε στο GPS, στο plotter, κι ερχόμαστε γύρω γύρω ως εκεί, βόλτες. Μόλις έβλεπε τα ψάρια, ερχό… έβαζε σημάδι στο plotter, μια στροφή μ’ ένα ειδικό τρόπο, η άγκυρα πήγαινε από μόνη της στο βυθό, και παίρναμε τα μηχανάκια, μου ’δειξε το μηχανάκι στα πλάγια, δεν ξέρω αν το είδες εδώ ένα μηχανάκι;
Ναι.
Πού ψαρεύεις… Πώς ψαρεύεις. Και λέω… Κάτσε, να δεις αυτό το… Μου έδειξε εκεί πώς πάει το βαρίδι κάτω, εκεί όλο το σύστημα αυτό, αυτό το μηχανάκι, αυτό που βλέπεις εδώ, εδώ, λίγο φαίνεται. Λοιπόν, ρίχνω στο ψάρι, τι θα πιάσουμε, λέω, με τις πετονιές; Δύο δύο. Σφυρίδες, συναγρίδες, ιστορίες, χαμός. Τι γινόταν όμως; Καθόταν… και… βγαίνοντας… βγάζει τα άντερα, τα εντόσθιά του, πρώτα όμως μπαίνει στο μέτρο. Έχει το μέτρο κει απάνου.
Ναι, ναι, το είδα.
Μια σφυρίδα, φερειπείν, 2 κιλά. Την έβαζε στο μέτρο, την πέταγε στη θάλασσα. «Τι κάνεις, ρε άνθρωπε;» Εκεί. Το ψάρι, άμα το βγάλεις, έχει σκάσει, δεν μπορεί να πάει στο βυθό. Κάθεται στον αφρό. Τι είχαμε; Είχαμε δύο βελόνια –πρόσεξε εδώ, πώς έχει περάσει στους ανθρώπους– τρυπάγανε το στομάχι, του τρύπαγε μια τρύπα, έφευγε ο αέρας…
Και πήγαινε πάτο.
Πάτο. Μια μικρή βελόνα, ας πούμε, το έκανε και πήγαινε πάτο κατευθείαν. Ούτε να το φάνε τα πουλιά ούτε τίποτα.
Κι αυτό το κάνανε γιατί; Επειδή ήτανε μικρότερο;
Γιατί πρέπει να ’ναι 25 ίντσες. Άμα ήτανε 24 και μισό, δεν… «Ρε» του λέω «για… μην…» «Ω» μου λέει… «Νο». Του λέω: «Είσαι καλά, ρε;» του λέω «2 κιλά ψάρι, 3, σφυρίδα;» Που εδώ είναι βασιλικό ψάρι, 2 κιλά σφυρίδα τώρα είναι ή συναγρίδα ή τέτοια, να πούμε. «Πάς καλά;» Ή ροφό;
Κατάλαβα.
«Νο» μου λέει.
Άρα, για να επιστρέψουμε εδώ πέρα…
Άκου, συγγνώμη, θα, εκεί θα επιστρέψω.
Το ξέρω, ναι, γιατί… αυτό λέω.
Δεν είναι απλώς εκεί είχε συνείδηση, πέρασε η συνείδηση.
Το ξέρω.
Έχει και επακόλουθα η συνείδηση. Ε, μα εκεί θα φτάσουμε, στο ρεζουμέ, δεν είναι εδώ να κάτσουμε.
Το ξέρω, εκεί το πάτε.
Δεν κάνουμε βήματα μπροστά, άκου αυτά που θα σου πω, δεν είναι εντάξει και εδώ ό,τι κάναμε. Εδώ κάνουμε, βγάζουμε τα μάτια μας, αυτό που λες εσύ, κάνουμε βήματα μπροστά χωρίς να ξέρουμε. Κι αποφασίζουνε αυτοί που αποφασίζουνε χωρίς να ξέρουνε να ελέγξουνε. Του λέω: «Και ποιος θα μας δει εδώ, ρε;» του λέω, τα πήρα στο κρανίο. «Όχι» μου λέει. «Εκτός ποιος θα μας δει, όταν πάμε στο λιμάνι –πρόσεξε να δεις τώρα τι, εκεί είναι η ουσία, για να σ’ το πω σύντομα, μην το κάνω σήριαλ, γιατί έχει πολλή ιστορία– όταν πας στο λιμάνι, εκεί που τα πουλάμε τα ψάρια, στο ποτάμι μέσα όπως μπαίνεις κι έχει μαγαζιά, εστιατόρια και δίπλα είναι τα μαγαζιά, είναι, σαν βίλες είναι, ας πούμε, με… παίρνεις πάγο, παίρνεις την ιστορία, βγάζεις, τα ζυγίζεις, ήρθε και το αφεντικό και να βαστήξουμε για το σπίτι ψάρια. 10 ψάρια. Τι έγινε εδώ; Πρόσεξε. Τα ψάρια που θα κρατήσεις για το σπίτι, δεν είναι «δικά μας είναι, βάλ’ τα στην μπάντα να τα φάμε αυτά, δε θα τα πουλήσουμε». Θα ζυγιστούνε, θα περάσουν από τη Fishery και μετά θα τα πάρεις. Αν σε δουν ότι τα πήρες από μέσα, την έχεις πηδήσει τη δουλειά. Του λέω: «Πού… και τι; Πώς γίνεται;». «Να σου πω» λέει «πώς γίνεται. Οι άδειες που δίνονται…» Σου λέει, έχεις δικαίωμα να πιάσεις 10 τόνους –εε… πώς το λένε;– τις αγοράζεις, την άδεια από τη Fishery. Αγοράζεις την άδεια, 10 τόνους σφυρίδες. 20 τόνους συναγρίδες. 20 τόνους ροφούς. Για να μην πάμε… Και ούτω καθεξής. Αυτά τα πληρώνεις. Δηλαδή πώς το πληρώνεις; Η αξία του είναι 7 ή 8 ή 10 δολάρια, που ήτανε 6, 5, πόσο ήτανε το κιλό, το πληρώνεις με ένα, ενάμισο δολάριο. Κάνεις… προπληρώνεις. Ο φόρος είναι προπληρωμένος στο ψάρι, αυτό που ’χεις πληρώσει. Και αφαιριέται. Όταν ζυγίζονται, αφαιρείται από τους 20… μόλις συμπληρώσεις 20 τόνους, δεν έχεις δικαίωμα να πιάσεις πλέον σφυρίδες.
Ναι, ε;
Τέρμα. Τελείωσε το όριο που ’χεις πληρώσει. Πρόσεξε τώρα τι γίνεται. Ή όποιο όριο έχει τελειώσει, συναγρίδα, ο [02:20:00]ροφός, ξέρω ’γω, τελείωσε αυτό. Ή μπαρμπούνι, δεν ξέρω τι είναι αυτό, τι ψαρεύεις. Προπληρώνεις τους όρους και πόσο έχεις πάρει. Αυτοί παίρνουνε με την αγορά, γιατί ορισμένα ψάρια ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, έχουνε κάποιες ιστορίες και, σου λέει, δε μας συμφέρει να το παγιδεύσουμε αυτό, αυτή την εποχή, άσ’ το να ανεβεί. Γι’ αυτό τα αφήνει και τα ψάρια. Τελείωσε του Μανώλη η άδεια, θα πάρω του Σταύρου. Δηλαδή μπορώ να αγοράσω την που ’χει κάνει ο Σταύρος.
Ναι, ναι.
Ή ο Σπύρος.
Ωραίο, ωραίο σύστημα είναι αυτό.
Δηλαδή τελείωσε, δεν έχεις δικαίωμα να ψαρέψεις πλέον. Του λέω: «Και τι θα συμβεί αν δεν το κάνουμε όλα αυτά;». Θα σου πω τι θα συμβεί. Την πρώτη φορά, που θα φας το πρώτο πάτημα, έτσι; Και δεν το ’χεις… Γι’ αυτό περνάει από κοντρόλ, σου είπα, και τα ψάρια ακόμα που παίρνεις για το σπίτι πρέπει να ’ναι περασμένα απ’ το ζύγι. Μου λέει… Του λέω: «Και τι έγινε; Και τι θα συμβεί;» Θα συμβεί το εξής. Την πρώτη φορά που θα σε πιάσουνε, γιατί υπάρχουν και οι παρανομίες, κι αυτό ισχύει και για τους ερασιτέχνες ακριβώς, που θα πω, η πρώτη φορά που θα σε πιάσουνε, έχεις ένα πρόστιμο. Κατασχέτουνε το φορτίο ολόκληρο, ό,τι έχεις πιάσει, κατάσχεση κατευθείαν, δεν έχει «θα πάρουμε τηλέφωνο…» τούτο, μη και σου και λα, είναι τελεσίδικο, μία κι έξω, τη δεύτερη φορά έχει ένα πρόστιμο τσουχτερότατο, την τρίτη φορά… μιλάμε για commercial, για τις άδειες τις επαγγελματικές, κατάσχεση του σκάφους κι εσύ που είσαι ψαράς δεν έχεις δικαίωμα να ξανά… να βάλεις επαγγελματική άδεια στο όνομά σου. Παίρνεις τη γκλίτσα και πας για το βουνό, για πρόβατα. Αυτό ακριβώς ισχύει για τον τέτοιονε. Λέει, ερασιτέχνης, σου λέει, Μάιο, Ιούνιο και τέτοιο, δεν μπορείς να πιάσεις σφυρίδα ούτε μία, ροφό ούτε ένανε, σαργό ούτε μισό. Τις άλλες μήνες μπορείς να πιάσεις… ένα. Ένα τέτοιο, ένα απ’ το άλλο, ένα απ’ το άλλο. Το ίδιο ισχύει κι αυτός. Αν τον πιάσουνε, τέρμα. Δε θα ξαναπάει ούτε με το κότερο week-end, που πάνε με τα σκάφη και με τις ιστορίες, ούτε για πλάκα. Χαιρετάει τη θάλασσα, δεν, τον απαγορεύουν να μπει στη θάλασσα μέσα. Εκεί είναι τα μέτρα, το κουμπί. Το τολμάει ο άλλος; Και βλέπεις, ψαρεύει σφυρίδα 5 κιλά, 10 κιλά και τέτοια και τη βγάζει και την αφήνει να πάει να… στο σπίτι της πάλι. Εδώ τι γίνεται; Ποιος θα του πει αυτουνού που πάει και πιάνει τα χταπόδια εδώ, μου λες για την προστασία, πώς την… και βέβαια κλαίει η καρδιά μου. Όταν σου λέω, εδώ έπιανα τα χταπόδια, εδώ έπιανα τους σπάρους, εδώ ο σπάρος γυάλιζε, καθόμουν απ’ το σπίτι απέναντι και γυαλίζαν, είδες όπως πέφτουνε τώρα και… Πού ’ναι αυτά τα πράματα; Εδώ το φύκιο ήταν σωρό. Γαρίδα, το ψιλό γαριδάκι για δόλο, χαμός. Πάνε αυτά. Ρο…, κοκοβιούς. Πάνε. Τι θες να σου πω; Σαλιάρες; Δεν τρωγόταν το ψάρι. Πάνε. Συν η μόλυνση, συν η υπεραλιεία, συν όλα αυτά που χαλαστήκαν όλα, τελείωσε. Τι να γκρεμίσεις; Να ξανά… Μπορεί να την ξαναφέρεις την Κοιλάδα όπως ήτανε, να γίνει η θάλασσα δω; Εκεί ήταν η θάλασσα, από κάτω, στο κιόσκι. Εδώ ήτανε μες στη θάλασσα. Όλα αυτά τα λιμανάκια και τις ιστορίες.
Κι άμα το βλέπαν οι παλιοί, τη σημερινή κατάσταση, πώς θα νιώθανε, πιστεύετε;
Θα ξαναγυρίζανε πίσω, σου λέει, σε λάθος πλανήτη πήγαμε. Άμα ξυπνήσει ένας που ’χει φύγει 30… οι πατεράδες μας 20 και 30 χρόνια έχουνε φύγει, και γυρίσουν εδώ, μόλις έρθουν, θα σου πει: «Σε λάθος μέρος έχω πάει». Θα ξαναφύγουνε. Τέρμα, δε γυρίζει τίποτε πίσω. Τώρα, τι μπορεί να σωθεί, είπαμε. Το τι έγινε, τέρμα, τελείωσε, η θάλασσα λέει, η θάλασσα τι έχει… Η θάλασσα τι έχει, δεν είναι απάνω η θάλασσα, η θάλασσα είναι ίδια, δεν άλλαξε ποτέ. Ούτε θα αλλάξει, ούτε εκατομμύρια χρόνια, όσο υπάρχει αυτός ο πλανήτης. Τι έγινε κάτου στο βυθό είναι. Άλλαξε, άλλαξε κάτω. Κάτω η… σάρωση. Τι να αλλάξει; Να φέρουμε το φύκι; Να φέρουμε τους γαλέους; Να φέρουμε τις ιστορίες, να φέρουμε τι; Και τώρα, όσο πάει η κατάσταση, δεν μπορούν να καταλάβουν ένα πράμα. Βγάζουνε συνέχεια μέτρα –ημίμετρα για μένα είναι αυτά, όλα– βγάζουν για τους ψαράδες, τους επαγγελματίες. Όλο εκεί στους επαγγελματίες κάνουν… Δεν τους φεύγει ότι η μεγάλη ζημιά γίνεται πλέον απ’ τους ερασιτέχνες, που ’ναι χιλιάδες. Έρχονται εδώ για μπάνιο, φοράει μια μάσκα, παίρνει το ψαροντούφεκο και κατεβαίνει κάτω. Όσα θέλει βγάζει. Όλη την ημέρα, του αρέσει του αλλουνού, «Α, ωραία που είναι». Του λέω: «Ρε άνθρωπε» του λέω «ξέρεις τι κάνεις εκεί;» «Α» λέει «ήρθα εδώ για μπάνιο που ’χα πάει». Στο φράχτη πίσω, που λέει, παραλία. Του λέω: «Τι κάνεις εκεί, βρε;» του λέω. «Τι θα φας απ’ αυτά τα πράματα, 100 και 200 γραμμάρια χταπόδι;» «Ξέρεις τι είναι ωραία με τη σάλτσα;» Άντε, εξήγησε. Τι να του πεις τώρα; Κινδυνεύεις να φας και κάνα ξύλο και στο τέλος. Τι να του πεις αυτού; Ένας είναι; Εκεί κάνουνε μπάνιο, πεντακόσιοι κάνουνε. Οι πε… απ’ τους πεντακόσιους οι διακόσιοι είναι… έχουν τη μάσκα και ψαρεύουνε. Θες τα χταπόδια, θέλεις το αβγό της σουπιάς, θέλεις το έτσι, θέλεις το άλλο. Ο ψαράς τι θα κάνει; Ο ψαράς θα πάει να ρίξει τα δίχτυα, θα γυρίσει, θα πιάσει 5 κιλά ψάρια. Τι άλλο ζημιά να κάνει, αφού είπαμε, τα… οι ανεμότρατες, η ανεμότρατα πήγε εκεί που πήγε να πάει, όπως είναι σ’ όλο τον κόσμο. Η τράτα απαγορεύτηκε, που έκανε τη ρεβέρευση τα γιαλό νερά τα σάρωνε, τελείωσε. Κι εξακολουθεί η ζημιά να γίνεται. Συν το ένα. Είπαμε, τα ιχθυοτροφεία, τη μόλυνση που γίνεται και σκεπάζει όλο το βυθό. Και το πλα… τα ψάρια ερχόντουσαν, οι παλαμίδες ερχόντουσαν εδώ μέσα, εδώ μέσα. Δε ζυγώνουν. Γιατί δε ζυγώνουν; Ποιος είναι ο λόγος; Εδώ, στη σπηλιά εκεί απέναντι, βάζαμε με τον πατέρα μου ένα δίχτυ, ένα καρτέρι, που το λέμε, και πιάναμε και 10… πιάναμε 15-20 παλαμίδες. Πηδάγανε, απ’ το σχολείο καθόμαστε και βλέπαμε μέσα απ’ το νησί που καλέρναν τα γριγριά τότε παλαμίδες. Παν αυτά, δεν ξανά… ούτε υπάρχουν. Ούτε έρχονται πλέον. Τίποτα. Ή τα ρίκια δω, απέναντι. Τι θες; Αφού τα έχουνε φάει ως τα πελάγη;
Χάνεται σιγά σιγά κι η παράδοση του ψαρέματος απ’ την περιοχή;
Χάνεται.
Να παίρνεις τα δίχτυα, να φτιάχνεις καΐκια...
Χάνεται, ναι, ναι. Άμα πας με την παραδοσιακή τέχνη που ξέραμε εμείς σαν ψαράδες, εμένα να με βάλεις, πες ότι δεν έχω δουλέψει και με τα μηχανήματα, αν πάω με την παραδοσιακή, δε θα πάω να… δε θα τηγανίσω να φάω. Που είμαι, γεννήθηκα μες στη θάλασσα. Και θα πάει ο ερασιτέχνης δίπλα με τα GPS και με τα χίλια δύο προγράμματα που, τέτοια, που έχει και θα βγάλει τα πενταπλά, δεκαπλά ψάρια. Κι εγώ δε θα φάω ούτε ένα. Κανένα. Άμα πας με τον παραδοσιακό τρόπο αλιείας, δεν πρόκειται να τηγανίσεις. Απλά.
Ναι. Χάνονται κι άλλες τέχνες, όπως τα δίχτυα, τα καΐκια που φτιάχνανε;
Όλα χάνονται, όλα. Το χειρότερο απ’ όλα που τους έκανε, τους έκοψε το μυαλό τον Έλληνα, διαφορετικά. Τι σου είπα προηγουμένως; Η μισή Ελλάδα ήμαστε με τα κατεψυγμένα της εποχής, ακόμα και του εμπορικού ναυτικού, που ήταν επικερδές δουλειά, και ήταν όλοι με τα ψαράδικα και με τα γαριδάδικα, με τα ψαράδικα κι όλα αυτά. Γιατί χάθηκε; Γιατί χάθηκε και αυτό το κόψιμο που κάνανε, θεωρούσανε ότι κάνουνε ανδραγάθημα. Το χειρότερο απ’ όλα είναι. Γιατί; Δεν… Του αφαίρεσε το μυαλό να σκεφτεί να επιβιώσει και του Έλληνα και με τις σημερινές, που ’χουνε μπει κι εκεί σίγουρα, και στην Αφρική έχουνε μπει μέτρα αυστηρά, αυστηρότατα. Με προστασία της χελώνας, με τα δίχτυα να μας βάζουν ειδικούς τρόπους για να φεύγει η χελώνα απ’ τα δίχτυα, να… Έχουνε μπει. Αλλά ο Έλληνας τι έκανε; Όταν εγώ είχαμε ένα, μια άδεια, με πολλά GT στην… στην υπερπόντια αλιεία μιλάμε τώρα, έτσι; Που ήτανε πεντακόσιοι, χίλιοι, δύο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες κόρους, GT, γιατί τα δικά μας είναι ενάμισο GT, 2 GT, οι ανεμότρατες εδώ 50, 60, 70, 80. Όταν τα αποζημίωνε με 12.000 το GT στα κοψίματα, που λέμε, με σκάφη σύγχρονα, υπερσύγχρονα, σου λέει, μαλάκας είμαι εγώ; Με συγχωρείς για τη φράση μου, γιατί τα παίρνω σιγά σιγά. Είμαι να κάτσω να αγωνιστώ εδώ, στον Ατλαντικό και στην τέτοια; Έκανε αποζημίωση κι έπαιρνε ο άλλος 6, 7, 10 εκατομμύρια ευρώ, και ανθρώποι που δεν ήταν ψαράδες καν, καμία σχέση. Γιατί είχανε κονέξιον και πήραν… και πήραν τα λεφτά με το 1262, με επιδότηση να το κάνουνε, και πήραν τα λεφτά και δουλέψαν όλα τα χρόνια όταν δουλέψανε και τους τα αποζημίωσε κιόλας με 5-10 εκατομμύρια, με 15… Να κάτσω εγώ τώρα να πάρω 10 εκατομμύρια ή 6 εκατομμύρια ή 4 ή 5 ο καθένας που πήρε σε απόσυρση. Και παλιά ήταν οι μερικοί και τα σκάφη κρατάγανε…
Ναι, ε;
Αλλάζανε σημαία, βάζαν ντόπιες σημαίες εκεί στην Αφρική, και τα… Απλώς δεν παίρναν 12 χιλιάδες, παίρνανε 10. Και τι κάναν προστασία, ποια ήταν η προστασία που έκανε η Ευρώπη; Ποια προστασία έκανε; Και οι περισσότεροι; Τις άδειες που κοβόντουσαν τις πήραν οι Γάλλοι και οι Πορτογκέζοι και οι… και οι Ισπανοί, που ’ναι ακόμα κάτω. Και Έλληνες, δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό. Γιατί; Γιατί πήραν τα λεφτά κι έλεγαν: «Θα κάψω εγώ το κεφάλι μου, θα κάτσω στην Αφρική τώρα να σπάσω το κεφάλι μου εγώ να δώσω;». Και τους έδωσε λεφτά να τα φτιάξεις, είναι σαν να μου δώσεις εμένα 100.000 τώρα, να φτιάξω ένα σκάφος ξέρω ’γω και να πα’ να αγωνιστώ. Τότε δεν είχαν αυτό. Από την τσέπη τους τα φτιάχναν και πηγαίναν στην Αφρική. Κι έπρεπε να ’ναι σωστοί για να επιβιώσουνε. Και δάνεια, πραγματικά δάνεια, που τα πλήρωναν με αίμα κι αυτοί οι ανθρώποι, οι τότε καραβοκύρηδες, αυτοί που είχανε τα, την υπερπόντια αλιεία. 200, 300 καράβια με ελληνικές σημαίες.[02:30:00] Έτσι; Έβαζε το μυαλό του να δουλέψει.
Ενώ τώρα εδώ πέρα πώς είναι η κατάσταση;
Ε, ακριβώς όπως σ’ το λέω και εκεί.
Καΐκια εδώ πέρα φτιάχνονταν παλιά; Έχει καραβομαραγκούς και τέτοια πράγματα;
Εδώ, εδώ έχει… όλη η Ελλάδα. Εδώ, τα δύο, δύο που βλέπεις αυτά τα κότερα τώρα, το ρίξαν όλοι στα κότερα. Και στο πλαστικό. Όλα αυτά τα σκάφη εδώ, απ’ τα δύο ναυπηγεία, που είναι ο Λέκκας και ο Μπασιμακόπουλος, έχουνε φτιάξει απ’ όλη την Ελλάδα, όλη η Ελλάδα μιλάμε, απ’ όλη, απ’ ό,τι θέλεις. Δεν υπήρχανε πια καλύτερα απ’ τα κοιλαδιώτικα τα καΐκια. Ξακουστά σε όλη την Ελλάδα. Ξακουστά σ’ όλη την Ελλάδα. Πάνω από… ξέρω ’γω, 1.000 σκάφη ο καθένας. Κι εδώ επισκευές γίνονται ακόμα, οι ταρσανάδες αυτοί.
Ναι. Αλλά δε φτιάχνονται πια.
Δε φτιάχνονται. Ούτε ένα. Τότε παίρνανε. Και της υπερτιμολογήσεις. Για μένανε αυτές οι υπερτιμολογήσεις… οι βοήθειες, οι επιδοτήσεις ήταν μεγάλο βοήθημα στον κόσμο, έτσι; Αλλά ο Έλληνας δεν είχε βάλει δικλίδες να προστατεύει. Τα ’δινε έτσι, αβέρτα κουβέρτα, όποιος να ’τανε. Μπακάλης να ’σουνα, γεωργός να ’σουνα, δικηγόρος… Κι αυτοί που ’τανε με γράμματα και ξέρανε από τα υπουργεία, σου είπα, δικηγόροι, γιατροί, τέτοια, όλοι οι βιομήχανοι, αυτοί πήραν τα τέτοια. Επαγγελματίες δεν πήραν τίποτα. Γιατί ήταν κωθώνια. Και δε φτάνει ότι τα πήρανε, δις στοίχισε για να τα αποζημιώσει να τα πάρει πάλι. Ο ίδιος τα πλήρωσε, δουλέψαν ό,τι δουλέψανε, κάνανε τη μεγάλη ζωή, τα ’κανε πουτάνες και Ρωσίδες, όλο το… όλα τα χρόνια και στο τέλος, μπαράκια, και στο τέλος τούς αποζημίωσε. Όταν όμως ο πατέρας μου είχε το σκάφος, είχε ιδρώσει, είχε κάνει, το ’βλεπε σαν περιουσία, μεγάλωσε οικογένεια μ’ ένα σκαφάκι. Κι ήμαστε 3 άτομα, κάναμε ταξίδι, μέχρι τον Πειραιά πηγαίναμε. Με όλο το Σαρωνικό ακόμα να ψαρεύουμε, στα Μέγαρα, που ’χαμε και σόι. Και ζούσαμε 3 άτομα σε μία βάρκα. Αυτή, τεσσερισήμισι μέτρα, 5. Τώρα, όταν έχεις δουλέψει και το ’χεις κάνει με αίμα κι έχεις βάλει υποθήκη το σπίτι για να πάρεις 15.000 για να βγάνεις μια μηχανή, το πονάς και θα δουλέψεις, για να το βγάλεις. Αφού τώρα είναι έτοιμο, μου τα δίνει. Κάνω τις κομπίνες μου, ούτε πήγε ποτέ κανένας. Εδώ, μείναν στον Πειραιά. Με χιλιάδες, 500 GT, λέει, 700 GT. Βάλ’ τα με 12.000 ευρώ… 12.000 δραχμές αποζημίωση τι ήταν; Με κομπίνα απ’ τα γραφεία, ότι δουλεύει και ποτέ δεν πήγε, ούτε προπελιά δεν έκανε. Κι έκανε μια βόλτα γύρω και παίρναν τις αποζημιώσεις. Τώρα, πώς… Εδώ ήταν 17 ανεμότρατες, μηχανότρατες. Ξέρεις πόσες έχουνε μείνει; Τέσσερις. Ξέρεις για, τι γίνανε; Γιατί αποσύρανε και γεμίσαν λεφτά όλοι. Και κάθονται στα καφενεία και λένε ιστορίες.
Μάλιστα. Για πες μας κάτι άλλο, έτσι, για τον ψαρά, για το επάγγελμα; Ο καλός ψαράς τι πρέπει να έχει;
Για σήμερα εννοείς ή για την εποχή μου;
Γενικά, ο καλός ψαράς, τι έπρεπε να είχε για να γίνει κάποιος καλός ψαράς;
Κοίταξε, η κάθε δουλειά, πρέπει να την αγαπήσεις να την κάνεις. Δεν την κάνεις έτσι τυχαία, ας πούμε. Και για να αγαπήσεις μια… επειδή είναι δύσκολη η δουλειά του ψαρά, έτσι, είναι πάρα πολύ δύσκολη, δηλαδή αυτά τα λέμε τώρα σαν ιστορίες και σου φαίνονται ωραία και με μια… και άλλα χίλια δύο που γρά…
Αλλά έχει πολύ μόχθο.
Έχει μόχθο, έχει ιστορία, δεν είναι πάντα όλα όμορφα κι ωραία, αλλά θέλει να την αγαπήσεις για να την κάνεις τη δουλειά. Άμα το κάνεις σε επαγγελματισμό, πραγματικά επαγγελματισμό, βλέπεις να ’χεις, να προχωρήσεις με μηχανήματα και θέλει πολλά λεφτά σήμερα στα μηχανήματα. Έτσι; Όταν λες ένα μηχάνημα, τώρα που κάνουν, τα sonar, που ’χουν τα γριγρί, που τα σαρώνουν όλα με ακτίνα μισό μίλι γύρω γύρω και βρίσκουνε την ιστορία, έχει 250.000. 180.000 ευρώ το πιο φτηνό. Αλλά έχεις την τηλεόραση μπροστά, το βλέπεις το ψάρι. Μου λες πού θα απαγκιάσει το… Πού να απαγκιάσει το ψάρι; Πουθενά δεν μπορεί να απαγκιάσει. Όπου και να πάει, μια, τώρα, άμα βγούνε τώρα, ερασιτέχνες εδώ που είναι, ας πούμε, που δουλεύουν ερασιτεχνικά, πάνε και σου φέρνουνε τα τριπλά ψάρια. Και δεν έχουν σχέση με τη θάλασσα. Αφού έχουν μηχανήματα; Αλλά εγώ σαν ψαράς…
Ναι.
Σήμερα δεν έχω κίνητρα εγώ να πάω να γίνω ψαράς, να γίνει το παιδί μου, να πα’ να γίνει ψαράς, να κάνει τι;
Ναι.
Με τι; Μην κοιτάς, ο πιο μεγάλος επαγγελματίας είναι το παιδί που είδαμε, ο Μανώλης. Που είναι εδώ, να. Που του πούλησα εγώ τη βάρκα κι από, παρά πέντε, θα την είχα κόψει εγώ. Αλλά επειδή δεν είχα κάτι χαρτιά, δεν είχαμε ημερολόγια και μας έβαλε κάτι όρους, ήταν να πάρω 25.000, εγώ την πούλησα 10.000. Κι αυτή η βάρκα μού στοίχισε 43.000. Και την έδωσα και το είδες, ότι πώς την έχει.
Ναι, ναι.
Και ζει τρία παιδιά. Αλλά αυτός την αγαπάει τη θάλασσα. Δεν την αγαπάνε όλοι οι νέοι. Έτσι; Έχει και τον πατέρα του, τον Βασίλη, είδες, που μιλάγατε εκεί και ξέρω ’γω, που τον βοηθάει και να του φτιάνει και ξέρω ’γω και όλα αυτά, έχουνε παράδοση στην αλιεία και θέλει να πάει πιο πάνω. Ποιος τονε βοηθάει αυτόν τον άνθρωπο; Σκέφτεται τώρα, επειδή έφτασε αυτό και έχει όρεξη κι έχει παιδιά μπροστά, θέλουν να κάνουν μεγάλο το καΐκι. Ποιος θα τον βοηθήσει; Πού θα πάει να βοηθηθεί;
Άσχημο πολύ αυτό.
Κανένας δεν πρόκειται να πάει. Σε λίγα χρόνια, ακόμα εδώ τα καΐκια που σας έλεγα, οι μηχανότρατες, που ’ταν οι ψαράδες μέχρι τώρα, καπεταναίοι μπαίνουν Αιγύπτιοι, αφού αυτοί παίρνουν την παράδοση, αυτοί δουλεύουνε μέσα, όπως δουλεύαμε εμείς παλιά, έτσι; Αυτοί πάνε. Να πάει ο Έλληνας, να πα’ να κάνω εγώ τι; Ποια είναι τα κίνητρα στον νέο, που δίνει για να πάει μέσα στη θάλασσα σήμερα; Ποια κίνητρα να του πει; Αφού τα ξεσκίσαν όλα, δισεκατομμύρια, αυτό που σου είπα, επιδοτήσεις, κοψίματα, ιστορίες. Και τα κάνανε κωλόμπαρα όλα.
Φοβάστε ότι η παράκτια αλιεία κάποια στιγμή θα μειωθεί πάρα πολύ στην Ελλάδα ή θα εξαφανιστεί;
Ήδη μειωμένη είναι. Ήδη μειωμένη είναι.
Ναι.
Δεν υπάρχουν κίνητρα. Δεν ξέρω τι μπορούν μέτρα να πάρουνε και τι μπορεί να δώσουν στους νέους ανθρώπους να ξεκινήσουν το επάγγελμα, για μένα αυτό που ξεκινάει λάθος, επειδή, ρε φίλε, δεν μπορεί να γυρίσουμε σ’ αυτά που μου λες εσύ. Ε, σίγουρα δεν μπορεί, μπορεί να γυρίσουμε πίσω;
Δε γίνεται.
Σε καμία περίπτωση. Και σου είπα, μπερδευτήκανε τα αγγούρια, κι επιμένω, με τα ψάρια. Αν είχε υπουργείο κι είχε σκολή, Fishery, όπως υπάρχει σε όλο τον κόσμο, αλλά ψαράδικη σκολή, αυτοί που πραγματικά θέλανε θα πηγαίναν εκεί για να ’χεις τελειώσει σκολή και για να δικαιούσαι δάνεια και για να δικαιούσαι οτιδήποτε βοηθήματα, έπρεπε να ’ταν από κει. Τώρα έχουνε τι; Όσο κάνουν τα αγγούρια να κάνουν κι οι μαρίδες. Και κάνουν κι οι παλαμίδες. Έχουν μπερδέψει το σώβρακο με τη γραβάτα. Κι έχουνε πιάσει το γάιδαρο από την ουρά, όχι απ’ το καπίστρι μπροστά. Ανάποδα πάνε.
Κύριε Μανώλη, για κάντε μας έτσι μία ευχή, κάτι για τη θάλασσα, για το μέλλον;
Η θάλασσα, σου είπα. Η θάλασσα… η θάλασσα, γιατί ακόμα λένε για τους ψαράδες, οι ψαράδες γιατί να υπάρχουνε; Αφού τους δίνει άλλα κίνητρα, έχουν τα ιχθυοτροφεία – άλλο ξέσκισμα εκεί.
Ναι.
Εκεί έγινε το πανηγύρι της αρκούδας πάλι. Γιατί να πάει στη θάλασσα και να μην πάει στο ιχθυοτροφείο; Και βοήθησε, ποιους βοήθησε; Πήγαινε σ’ ένα ιχθυοτροφείο σήμερα. Όλοι Ινδία, Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Τουρκιστάν, ό,τι θέλεις. Εκτός από Έλληνα. Σε λίγα χρόνια θα ’μαστε μετανάστες στην ίδια την πατρίδα μας. Δεν, από αλι… εννοείται, από θάλασσα. Τίποτα, μηδέν. Ευχή, δεν υπάρχει ευχή. Αν δεν ξυπνήσουνε να κάνουνε οι ξε… το επιμένω αυτό, το επιμένω. Θα σου πω κι ένα παράδειγμα τώρα. Όταν πήγα Ολλανδία, Άμστερνταμ, που θα έβγαλα ένα καράβι κι έφερα του Αλέξανδρου εδώ και… στη Γαλλία. Όταν εδώ, εμείς εδώ, ας πούμε, έτσι; …Δεν, την πείρα τη δικιά μου, αν δεν ερχόσαστε εσείς, που έχουμε να κάνουμε, τρεις ημέρες να λέμε εδώ και ένα μήνα, σ’ το λέω γιατί είναι τόσα πολλά πράματα, γιατί όλα βγαίνουνε, ξέρεις, μεταξύ του καλαμπουριού, αυτό που είπαμε εμείς τώρα, βγαίνουν όλα, δεν μπορούν να ’ρθουν όλα στο μυαλό ξαφνικά, μια ιστορία 60 χρόνια να μου ’ρθει, ξέρω ’γω, 57 χρόνια, να ’ρθει έτσι μπαμ. Ούτε μπορείς να τα συρρικνώσεις όλα. Όλα ξεκινάνε, έχουνε βάθος, δεν είναι από τη μία στιγμή στην άλλη στο άλλο. Κι ύστερα μου λες και ευχή. Τι ευχή να κάνω; Δεν υπάρχει ευχή να κάνω. Ευχή, αν αυτοί που, οι διοικούντες κι αυτοί που είναι στα πράματα δεν κάνουνε αυτά που πρέπει να κάνουνε, όχι να βοηθήσει, να δώσει λεφτά έτσι, «πάρτε λεφτά και φτιάχτε», γιατί το ’κανε κι αυτό και το είδες, είναι τα παραδείγματα τι ήτανε. «Είχα ένα ωραίο καράβι, θα πα’ να πάρω… Θα κάτσω εγώ να παιδεύομαι τώρα, για να πάρω 3 εκατομμύρια, 500 ή 600 χιλιάδες και να κάθομαι στη θάλασσα; Να». Κι εσύ να ’σουν, τι θα έκανες;
Ε, βέβαια, έτσι είναι.
Έτσι; Γιατί, για ποιο λόγο; Θα βάλω το μυαλό μου εγώ να τρέξω Νιγηρίες, να τρέξω Ατλαντικούς, να τρέξω Ινδικούς, να τρέξω… μέχρι Κάναδα πηγαίναμε, μέχρι Κάναδα φτάσαν. Γιατί; Γιατί έπρεπε να ζήσουν, να επιβιώσουν οι Έλληνες, να κάνουν λεφτά. Μετά ήταν όλα στο… στο κράτος. Και να ξεχωρίσει το υπουργείο. Αλιείας. Και θα γίνει… να γίνει. Αν θέλει να σωθεί κάτι απ’ τη θάλασσα, να γίνει σκολείο, έτσι, σκολείο όχι όπως είναι τα Τ.Ε.Ι. τώρα πώς είναι, καθαρά για ψαράδες. Και να δικαιούσαι, αν δεν έχεις βγάλει το σκολείο από κει, αν δεν έχεις τελειώσει μια έτσι άλφα σχολή, δεν μπορεί να κάνεις ένα επάγγελμα άλφα. Πρέπει να ’χεις τελειώσει τη σχολή αυτήνε, για να μπορείς να κάνεις οτιδήποτε.
Για σένα, κύριε Μανώλη, η θάλασσα τι σημαίνει; Τι είναι η θάλασσα;
Είναι η ζωή μου. Εγώ γεννήθηκα στη βάρκα. Εγώ γεννήθηκα. Στο πανιόλο γεννήθηκα εγώ. Δεν είναι θέμα. Σου είπα, αν δεν ήμουνα καλός ψαράς, δεν μπορούσες να επιβιώσεις τότες, σαν άνθρωπος. Ήτανε δηλαδή υποτιμητικό εγώ να μην ήξερα κουπί. Φερειπείν, σου είπα με τον αδερφό μου τι έγινε. Δηλαδή, αν σου έλεγαν: «Αα, ρε… Ο γιος του τάδε δεν είναι καλός ψαράς», οι [02:40:00]μεγάλες φαμίλιες εδώ, που ήτανε ψαράδες, υπήρχανε κόντρες. «Α, ο Μανώλης δεν είναι καλός ψαράς». Θεωρείτο, ήταν παραξήγηση σοβαρή. Δεν ήτανε, σήκωνε πολύ μεγάλο νταραβέρι. Δεν ήτανε απλά, έτσι. Αυτό είναι το πάθος μας εδώ. Κι εμείς φύγαμε από δω, εμείς τη βλέπαμε τη θάλασσα και θέλαμε τη θάλασσα; Εγώ ήμουν δω και έφυγα, σου είπα, να πάω στην Αμερική. Από σπόντα δεν πήγα, παρά πέντε, θα ’μουνα στην Αμερική εγώ. Αλλά, εφόσον υπήρχε η φτώχεια, υπήρχαν μιζέρια; Τι έκανα; Έβαλα το κεφάλι μου κάτω, όχι ότι την αγάπησα και τη λάτρεψα, τη θάλασσα, για κανένα λόγο δεν τηνε λάτρεψα. Κι εγώ νέος ήμουνα. Μέναμε στη Νιγηρία και έφαγα τη ζωή μου έξω, δε μ’ άρεσαν, να, όπως είναι τώρα τα μπερικέτια; Με τα μπάνια του, με τη ντισκοτέκ του, με τις ιστορίες. Θα πήγαινα εγώ στην Αφρική άμα;… Κι εγώ τα ίδια θα ’κανα. Έφυγα δεκατρίων χρονών, γιατί εδώ πείναγα. Γιατί το ακολούθησα το επάγγελμα; Το ακολούθησα γιατί έπρεπε να επιβιώσω. Γιατί, αν δεν πήγαινα κει, θα πέθαινα στην πείνα εδώ. Και όλοι το κάναν, όλοι. Γεωργοί ήταν; Πήγαν στη θάλασσα να κάνουν την πρώτη μαγιά και να κάνουν ο καθένας τη δουλειά που έκανε. Και εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε. Αυτά βέβαια δε γυρίζουνε πίσω. Αλλά δεν, είναι λάθος όμως και τα μέτρα που παίρνουνε και ο τρόπος που διδάσκεται η αλιεία στην Ελλάδα. Εμείς, άμα δεν είχατε έρθει εσείς, θα ήξερε κανένας τίποτα, εγώ, τι έχω κάνει εγώ; Α, ο οποίος σε κάνα τουρίστα, σε κάνα φίλο εδώ, που κάνουμε, συζητάμε. Έλα να σου δείξω, τον Νοέμβρη, τον Νοέμβρη, αν είμαστε καλά, πολύς ο χρόνος, θα πάμε ένα σαφάρι μαζί κάτω στην Αφρική. Θα σας πάω μες στο ψαράδικο να δείτε. Όχι αυτά να τα ακούς από την τηλεόραση. Να πάτε μαζί, να πάμε κι ένα σαφάρι, έχουμε και σπίτια, έχουμε και ιστορίες κάτου, να δεις τι φτιάχτηκε απ’ αυτό που σου ξεκίνησε με δύο, το «Α-Challenger» και το «Α-Commander», τι έγινε. Φύγαμε με τα δύο, τα Α, και γυρίσαμε με Learjet, ερχόμουνα εγώ στο Ελληνικό με το Learjet και περιμέναν τον πρίγκιπα και κατέβαινα εγώ με το ψαράδικο, όπως ήμουνα, για να πάρω κάποια εργαλεία εδώ και… «Τι είν’ αυτός ρε;» Τρελαινόντουσαν. Στο Ελληνικό. Στο Δυτικό.
Να σου πω, έζησες γεμάτη ζωή; Είσαι ευχαριστημένος απ’ τη ζωή σου;
Και να ξαναγεννηθώ, το ίδιο θα ’θελα να κάνω. Να ξαναγεννιόμουνα, θα έκανα το ίδιο. Παρόλο που ’ταν τραγικά δύσκολα τα πράματα. Αλλά και να γεννιόμουνα τώρα, πάλι το ίδιο. Γιατί; Αποκεί και πέρα πιάνει πολύ ωραίες ιστορίες, ας πούμε, μετά εκεί. Στην Αφρική, παντρεύοντας στην Αφρική με την… ιστορίες.
Πόσα βαφτιστήρια έχεις;
Διακόσα; Ξέρω ’γω; Έχω χάσει το νούμερο. Και βαφτιστήρια και ανθρώπους, ας πούμε, που με ξέρουνε, από παιδάκια τους είχα μαζί και χίλια δύο. Αν κατεβούμε, σου είπα, ένα ταξίδι, θα πάθεις την πλάκα. Δε θα μου πεις έχεις περάσει ποτέ στη ζωή σου. Όλα ξεκινήσανε με δύο ψαράδικα. Και κατεβήκαμε με Learjet. Η Soscor Airline. Έτσι;
Μάλιστα. Κύριε Μανώλη, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Μπλε… Αν και εδώ στη φάση μπλέξαμε τα σώβρακα με τη γραβάτα. Έτσι;
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Τίποτα, να ’στε καλά.
Ναι, για τις ιστορίες που μας είπες.
Έχουμε… Και σε μια άλλη φάση θα πούμε κι άλλα.
Θα κάνουμε τη δεύτερη συνέχεια.
Έλα μια, θα ’χουμε εκεί που μείναμε, δε χρει… αξίζει ο κόπος. Αλλά αν…
Στην Αφρική, ε;
Εγώ σου είπα. Είναι ανοιχτή η πρόσκληση, το τηλέφωνό μου το ’χεις, όποτε θέλετε, εδώ είναι το σπίτι μου, ελάτε, για να σας φιλοξενήσω, γιατί ήμουνα τυχερός σε ορισμένα πράματα στη ζωή μου, έτσι; Ενώ έψαχνα την τύχη μου στην Αφρική, τη βρήκα στην Ελλάδα. Πώς;
Πώς;
Εδώ το ’χω πληρώσει με αίμα αυτό το πράμα. Δικαστήρια εδώ, με τα… που έφτιανα τούτα, τούτα τι τα θέλεις… χαμός. Ξέρεις, το ελληνικό νταραβέρι.
Πήγαινε λίγο μέσα μη σε χτυπάει ο ήλιος.
Και όλα αυτά. Γιατί; Γιατί γκρέμισε όλο αυτό. Αν δεις το παλιό μαγαζί… Κάτσε να δεις το παλιό μαγαζί εδώ… Έχουμε… είναι, ξέρεις, είναι… ξεφεύγουμε από πολλά πράματα… Εδώ στην Αφρική, ας πούμε, σαφάρι εδώ και ιστορίες. Κάτσε να δω πού τα ’χω βάλει. Α, το παλιό… Κοίταξε εδώ, συνεχίζεις εδώ, αυτό το μαγαζί πώς ήτανε μέσα. Όπως είναι το κιόσκι εδώ… Να, η φάτσα του μαγαζιού όπως το ’χα φτιάξει τότε, εκεί, όπως το βλέπεις, κτισίματα, όλα, όλα δικά μου είναι αυτά.
Ναι.
Ρίξτε μια ματιά εδώ. Ρίξε μια ματιά εδώ για να δεις. Εκεί έβγαζα ό,τι… δηλαδή όλο το είναι μου μέσα.
Ζωή πάντως που πρέπει να ’ζησες, ε;
Τι να σου πω τώρα, είναι… η ζωή μου είναι ένα… μια περιπέτεια.
Θα ’ρθεις να κάνουμε ταινία;
Μετά ασχολήθηκα πολύ έξω, με τα έξω. Να σου πω για το χρυσωρυχείο; Το θυμάσαι με το Σαλιαρέλη που λέγαμε «ο βασιλιάς των ρουμπινιών»;
Ναι.
Εκεί θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου.
Πες μου λίγο, πέρα απ’ τα γαριδάδικα στη δυτική… στην ανατολική Αφρική, βρέθηκες και στη λίμνη Βικτώρια. Πώς έγινε αυτό και πότε;
Βρέθηκα στη λίμνη τη Βικτώρια, το 1990… Πήγα, για πρώτη φορά στην επαφή μου με τη Βικτώρια τη λίμνη ήταν στο Κισούμου την πλευρά… Α, ξέχασα να σου πω, για να μπούμε λίγο σε… στο χάρτη, ας πούμε, πώς είναι οι χώρες αυτές. Είναι, ανήκει, η Βικτώρια ανήκει σε τρία κράτη.
Ναι.
Ουγκάντα, Τανζανία, με το μεγαλύτερο κομμάτι, και Κένυα. Η Κένυα έχει ένα μικρό ποσοστό, είναι εκεί, γύρω στο 13-14%. Τα σύνορα είναι μες στη λίμνη. Η λίμνη εκτείνεται σε 480 μίλια μήκος-πλάτος, περίπου το ίδιο είναι. Όταν βρεθείς εκεί ξαφνικά, νομίζεις ότι είσαι στη θάλασσα, όχι, ότι είσαι στον ωκεανό, δεν είσαι σε λίμνη. Η λίμνη, το πιο βαθύ είναι 180 μέτρα. Η πέρκα, το Nile perch, η πέρκα του Νείλου δηλαδή, αυτή είναι και σε φωτογραφία εδώ, μπορεί να τη δείτε, μια φωτογραφία που είναι… εδώ είναι η πέρκα. Όχι, αυτή είναι τα ψαράδικα που πήγαμε μέσα. Οι μηχανότρατες που έκανα, μικρές μηχανότρατες και ψαρεύαμε. Δικιά μου πατέντα αυτή. Είναι ένα ψα… το οποίο έρχεται και φιλέτο, στην Ελλάδα έρχεται φιλέτο.
Ναι.
Μέχρι σήμερα. Κι έρχεται και σε μεγάλες ποσότητες. Φιλέτο. Σ’ όλα τα σούπερ μάρκετ την έχουν. Λοιπόν, ανήκει σε τρία κράτη, είπαμε, και είναι Ουγκάντα, Τανζανία και Κένυα. Με το μικρότερο κομμάτι της Κένυας. Γύρω γύρω από την λίμνη έχουνε φτιαχτεί εργοστάσια επεξεργασίας πέρκας. Στην αρχή δειλά δειλά, στην ογδό… αυτή η δουλειά άρχισε εκεί, μετά το ’80-’85, στη δεκαετία του ’80, τέλος πάντων. Κάτι φίλοι μου Ινδοί, που τους έχω μεγαλώσει, μεγάλοι κι αυτοί πλέον, Θεός συγχωρέσ’ τους, κι ένας Έλληνας που έκανε την απατεωνιά τη μεγάλη εκεί κάτω, πρώτη φορά, τέλος πάντων… Και έχει, γίνεται επεξεργασία με κολοσσούς, σιγά σιγά γίναν μεγάλα εργοστάσια, με, υπερσύγχρονα, με άδειες για, ειδικές για εξαγωγή στην Ευρώπη και τα λοιπά, μ’ όλα τα στάνταρ της Ευρώπης. Η λίμνη έχει τρία μεγάλα λιμάνια, ας το πούμε, εκτός απ’ τα χωριά και τα αφρικάνικα, ξέρεις, τα παραδοσιακά που υπάρχουνε, είναι το, στην Ουγκάντα είναι το Έντεμπε, δηλαδή άμα πας ξαφνικά στο Έντεμπε ή πας στο Κισούμου, που είναι της Κένυας το λιμάνι, νομίζεις ότι είσαι σ’ ένα λιμάνι στον ωκεανό, ας πούμε, έτσι; Δεν είναι, δεν καταλαβαίνεις ότι είσαι σε λίμνη.
Σε λίμνη, ε;
Ε, βέβαια. Και ό,τι σκάφη έχουνε κάνει, που γινόντουσαν μέσω σκαφών, προτού γίνουν δρόμοι και ιστορίες, γίνεται, μέσα στα σκάφη γινόντουσαν, έχεις καράβια μέσα, μέχρι 2,5 χιλιάδες τόνοι καράβι. Και πρόσφατα, δεν ξέρω αν… κάποια χρόνια, που ’χε βουλιάξει ένα, είχαν πνιγεί καμιά εφτακοσαριά… Δεν ξέρω στην τηλεόραση αν το ’χετε δει αυτό; Και η πλευρά της Τανζανίας έχει την Μουάντζα, την οποία έμεινα κι εγώ εκεί, 3 χρόνια. Και στην Κένυα στο Κισούμου και τα λοιπά. Και ψαρεύαμε την πέρκα. Η λίμνη έχει όλα τα ψάρια, ό,τι έχει η θάλασσα έχει και η λίμνη. Σε μικρή. Και γαρίδα ακόμα ψιλή, ας πούμε, και ό,τι ψάρια έχει. Αλλά επιβίωσε, δεν ξέρω πώς το ρίξαν εκεί, κάτι έχω ακούσει ότι το ρίξαν το ψάρι, ήταν τόσο τρομακτκό, είναι το τελάπια, είναι το τελάπια είναι και το… και η πέρκα. Το μόνο ψάρι που επιβίωσε σε πολύ, εκτός από την πέρκα, είναι και το τελάπια.
Το τελάπια τι είναι, σαν ποιο είναι;
Είναι σαν, ας το πούμε, λίγο πιο μαυριδερό, είναι όπως είναι η δικιά μας η συναγρίδα, ας το πούμε, κάπως έρχεται, αλλά κοκκινομαυριδερό. Έτσι; Όπως βγαίνουν του ιχθυοτροφείου τώρα τα φαγκρόπουλα δω, που βάζουνε, έτσι στο μαύρο λίγο. Η πέρκα όμως, χιλιάδες τόνοι. Να φανταστείς ότι το εργοστάσιο, κάθε εργοστάσιο έπαιρνε 50, 60, 70 τόνους φιλέτο την ημέρα, ας πούμε, σε… ψάρι και γινόταν φιλέτο. Όλο το… γινότανε με… τίποτα, ούτε τα λέπια δεν πεταγόταν. Ακόμα και το τομάρι, το δέρμα της πέρκας, επεξεργασία, γινόταν τσάντες, παπούτσια και τέτοια πράματα. Επιβίωση, εμείς το ψαρεύαμε με συρόμενο μέχρι το ’95, που απαγορεύτηκε κι εκεί το συρόμενο. Μέχρι το… ’85. Πήραμε ένα μικρό εργοστάσιο, τώρα δεν ξέρω, εδώ είναι και τα… έχουνε μείνει… Το ξεκινήσαμε, φαίνεται σε κάποιες φωτογραφίες εδώ, άμα το δεις.
Σε ποια χώρα ήταν το εργοστάσιο;
Όλες οι χώρες είχανε.
Όχι, αυτό που πήρατε εσείς, λέω.
Εμείς, είχε και στην Κένυα, είχε και στη… στη Μουάντζα. [02:50:00]
Και πώς ήταν εκεί η εμπειρία; Στη λίμνη;
Εμπειρία, η λίμνη ήτανε φοβερή εμπειρία, γιατί ήτανε, ήταν… η λίμνη έχει ουδετερότητες σε ό,τι αφορά κλιματολογικά, ας πούμε, έτσι; Και επικίνδυνες καταστάσεις. Έχει μια εποχή που έχει ένα μυγάκι και το βλέπεις, το πιάνει το ραντάρ, είναι σαν σύννεφο. Δεν μπορεί να το βλέπεις κατάμουρα, όταν σου πέφτει αυτό το πράμα, γιατί είναι τόσο πυκνό, που έχουνε πνιγεί ανθρώποι.
Τόσο πολύ, ε;
Βέβαια. Πρέπει δηλαδή να… όταν το βλέπεις κι έρχεται εδώ, στο σύννεφο, πρέπει να γυρίσεις με την μπάντα, για να μη σου ’ρχεται το μυγάκι αυτό. Θα σε πνίξει, τεράστιο. Αδιαπέραστο. Κι έχει κι αυτό το λουλούδι στη λίμνη μέσα, που ’ταν, ξέρεις, σαν νούφαρα, και είναι σαν νησιά, ταξιδεύουν με τα ρέματα και τα λοιπά. Δηλαδή με τα δίχτυα μας, όπως ήμουνα με το ψαράδικο εδώ, έπιανε το δίχτυ και το ανέβαζε απάνω το συρόμενο που είχαμε, ας πούμε. Επειδή δεν είχαμε, ήτανε πολύ το ψάρι, απ’ ό,τι βλέπεις εδώ σε φωτογραφία, δηλαδή κάναμε δίπλα στο εργοστάσιο, κάναμε 10 τόνους, 15 τόνους. Και άμα… δεν μπορούσαμε, με τι; Δεν είχαμε μηχανήματα να το πάρουμε. Και πηγαίναμε έξω, στο εργ… το τραβάγαμε, το τραβάγαμε το δίχτυ, όπως το είδες εδώ στη φωτογραφία…
Ναι, ναι.
…το πηγαίναμε στην παραλία έξω, στο εκεί, στο εργοστάσιο…
Α, το βγάζατε με το δίχτυ.
Μαζί… Το δίχτυ το παίρναμε πίσω, δεν μπορούσαμε να το πάρουμε απάνω.
Κατάλαβα.
Λύναμε, λύναμε το δίχτυ και το δέναμε με σκοινί και το ’παιρνε το αμάξι και το τράβαγε έξω στην παραλία για να το πάρουμε. Δε γινόταν διαφορετικά. Αυτή, μια εφεύρεση κι αυτή δικιά μας. Μέχρι σε κάποια φάση απαγορεύτηκε κι αυτό, το ’95. Μεγάλες εμπειρίες εκεί. Γιατί οι δρόμοι τότε μέσα κει μπαίναν και στο Σερενγκέτι, το μεγαλύτερο πάρκο του κόσμου. Σερενγκέτι, μιλάμε, άγρια θηρία, άγριες ιστορίες, έχω τρακάρει με ελέφαντα και το ’χω διαλύσει το αυτοκίνητο και δεν έπαιρνε χαμπάρι αυτός με τίποτα. Δηλαδή ήτανε πάρα πολλά τα πράματα. Εντωμεταξύ πήρε μια άδεια ο δικός μου. Εκτός την Τανζ… εκτός την Βικτώρια, έτσι; Το εργοστάσιο φτιαχνόταν συγχρόνως, σήμερα είναι υπερσύγχρονο ένα πράμα, παίρνει μόνο πάγο, γιατί παίρνεις, δίνει πάγο και στις βάρκες εκεί που πάνε και συλλέγουνε μέσα από τη λίμνη, έχει και νησάκια εκεί και ψάρια, παίρνει, έχει φτάσει να είναι, να φέρνει πίσω 70 και 80 τόνους ψάρι την ημέρα, να κάνει φιλέτο. Και με πάγους, 200 τόνους πάγο. Με αυτόματα, με screw compressor, με, με, με, πολλά. Αλλά την εποχή εκείνη κάναμε εξερευνήσεις, γιατί μέσα έχει και ιπποποτάμους. Ιπποπόταμο, ιστορίες, είναι πολλά. Πήρε μία άδεια η Τουρκάνα. Η Τουρκάνα είναι στα βόρεια, στη βόρεια Κένυα, αν τη δεις, είναι μια λίμνη, είναι, ανοίγει, ένα μικρό κομμάτι είναι και στην Αιθιοπία. Την έχεις δει αυτήν την;
Ναι, ναι.
Για να φτάσουμε εκεί… άσε, μην την ψάχνεις τώρα, δε σου λέω τώρα για ιστορίες, μιλάμε για άλλο πράμα. Αυτός είναι ένας φίλος μου, ο Μία Μότο, που τον έφερα κι εδώ, στην Ελλάδα. Αυτός ήταν καμικάζι, αλλά ήτανε καλό ανθρωπάκι, τη γλίτωσε, δε φουντάρισε σε τίποτα… την εποχή εκείνη, ο μίστερ Μία Μότο. Ήτανε φίλος του δικού μου, του Ινδού, ας πούμε, του Χασάν Άλι. Αυτοί ήτανε σ’ ένα εργοστάσιο που ’φτιανε δίχτυα. Είχε κάνει η Ιαπωνία σε όλη την Αφρική εκεί εργοστάσια δίχτυα και φτιάνανε δίχτυα. Να φανταστείς τι, φτιάνανε δίχτυα εκεί, στην Κένυα, μέχρι ακόμα. Και ήτανε διευθυντής εκεί. Σιγά σιγά τα περάσανε, τα πουλήσανε, τα πήραν οι ντόπιοι, ας πούμε. Και έφερε, έστειλε το υπουργείο της Ιαπωνίας ένα Γιαπωνέζο φοιτητή, για να κάνει κάποιες μελέτες. Αυτοί, ξέρεις, βγάζουνε προγράμματα και είναι μακροχρόνια. Εκεί για να επιβιώσεις, στην Τουρκάνα απάνω, μιλάμε, πρέπει να ’σαι… Και όμως επιβίωσε, μετά από 3 μήνες. Και είχαν κάνει ένα project για να πα’ να κάνουμε, να πα’ να κάνουμε, να πάρουμε από το… από τη Νομαρχία, το νομάρχη της περιοχής και τα λοιπά, με το δικό μου, πήγαμε με αεροπλάνο εκεί να προσγειωθούμε, είναι από τις όχθες της λίμνης είναι πιο μέσα το εργοστάσιο. Είχανε προηγηθεί, βέβαια, κάποια χρόνια οι Νορβηγοί εκεί, είχανε κάνει μεγάλες εγκαταστάσεις, τα οποία τα είχαν εγκαταλείψει, για να κάνουνε το τελάπια, χιλιάδες τόνοι, πραγματικά, πολύ ψάρι μέσα, και πέρκα και τελάπια πολύ. Και πήγαμε με τον Χασάν Άλι, να πάμε κάτου για να πα’ να κάνουμε… πήρε το εργοστάσιο αυτό, βρήκε τις άκρες, για να κάνουμε, να το πάρει αποκλειστικά, ας πούμε, να πάρει αποκλειστικά την αλιεία. Κι ένα ραντεβού –θα σ’ το πω τώρα έτσι… αυτό δε θα… ξεφεύγω λίγο, αλλά θα σ’ το πω– πήγαμε στο χωριό, ήταν στη μέση του χωριού ο αεροδιάδρομος, τι αεροδιάδρομος τώρα, κολοκύθια, ας πούμε, απ’ το Ναϊρόμπι ναυλωμένο το αεροπλάνο, αλλά ήτανε, ξέρεις, διάσπαρτα μηχανήματα και κατσίκες μέσα και τέτοια βόσκανε στο διάδρομο. Και δεν μπορούσαμε να προσγειωθούμε. Έκανε χαμηλές πτήσεις για να φοβίσει τα… να φοβίσει τις κατσίκες και τις αγελάδες, για να προσγειωθούμε. Τέλος πάντων, είναι ένα απ’ όλα τα αστεία, ας πούμε. Εκεί, αυτό που ’χαν αφήσει οι Νορβηγοί το εργοστάσιο, που ήτανε αρκετά μακριά, ας πούμε, είχε γίνει ζούγκλα κι εκεί, στις όχθες του ποταμού, είχανε πάει πολλά μηχανήματα, είχανε κάνει πολύ καλή δουλειά εκεί, τέτοια. Και θέλαμε να πα’ να… φτιάξαμε ένα σκαφάκι, ένα σκάφος μικρό, το οποίο ήτανε ναυαγοσωστική, το ’χαμε φέρει από τη Μομπάσα απάνω με την τρέιλα, και το κάναμε όπως βλέπεις το ψαράδικο αυτό εδώ, το μικρό, το έφτιαξα και το έκανα έτοιμο για να πάμε να δοκιμάσουμε, να κάνουμε δοκιμές αν συμφέρει να δούμε τι… τι πουλιά θα πιάσουμε εκεί. Συν με τις μελέτες που ’χε κάνει ο Γιαπωνέζος, που ’χε επιβιώσει ο πούστης, όταν είχε μες στη… μες… πώς, δεν ξέρω αυτός ο άνθρωπος. Και ξεκινήσαμε για να φτάσουμε από το Κισούμου να φτάσουμε εκεί απάνω, μιλάμε, τι λίμνες, τι… Ζούγκλα. Σαβάνες ολόκληρες. Και όλο έρημο εκεί απάνω. Φτάσαμε στις όχθες, αλλά πού να επιβιώσεις; Οι κροκόδειλοι, να σε φάνε εκεί. Μιλάμε για άγριες καταστάσεις. Εγώ το ’ξερα, βέβαια, είχα ακουστά, αλλά δεν… Ήξερα από την εμπειρία που ’χα απ’ τη λίμνη αλλά εντάξει, δε θα είχε κορκόδειλους… κροκόδειλους. Κι όπως βλέπεις αυτό το σκάφος τώρα εδώ… Κάτσε μωρέ, πού είναι; Όπως ψαρεύαμε δηλαδή με το σκάφος αυτό, ακριβώς… Θέλω να σ’ το δείξω, για να έχεις, να σε βάλω λίγο στο πνεύμα της… μ’ αυτά τα πράματα, γιατί δεν μπορεί να τα πεις μόνο έτσι με τα λόγια. Το εργοστάσιο είναι αυτό, που φτιάχναμε. Να το, φαίνεται και από βαθιά. Εδώ ψαρεύαμε, λίγο πιο ανοιχτά. Βλέπεις πώς είναι το σκάφος αυτό.
Αυτό σε ποια χώρα είναι; Η ακτή;
Αυτό είναι, είμαστε στην Τανζανία πλευρά. Αλλά το ίδιο είναι και από την τέτοια. Αυτό το τρούπα τρακάρισα με… με ελέφαντα και έγινε, να μη σου πω τι έγινε. Άλλη ιστορία, μην ξεφεύγουμε, γιατί θα πιάνουμε… θα ξημερώσουμε. Ο μπάρμπα Φανούρης είναι αυτός εδώ.
Α. Που είπες πριν.
Που σου ’πα, ο Κούπας. Κι εγώ είμαι αυτός εδώ.
Ναι, το είδα.
Τέλος πάντων. Κάτσε… Βλέπεις όπως είναι, όπως είναι αυτό το σκαφάκι, αυτή είναι η πέρκα.
Αυτή είναι η πέρκα, ε; Ναι.
Αυτή είναι η πέρκα. Κοίτα εδώ, πόσο, πόσο πέρκα έχουμε μέσα. Αυτό το ίδιο σκαφάκι είναι. Κοίτα μέσα τα σκαφάκια πόσο, πώς… Κοίτα αυτό, το ’χω γεμίσει.
Πέρκες είναι αυτές, ε;
Όλοι πέρκες. Χαμός. Ο Μία Μότο είναι αυτός εδώ, που σου ’λεγα προηγουμένως, εδώ, στο Σούνιο είμαστε.
Αυτός που ήταν καμικάζι.
Ναι, ναι. Α, βλέπεις το σκά… πώς είναι η πέρκα εδώ;
Ναι, την είδα.
Το βλέπεις εδώ πώς είναι το σκάφος, για να καταλάβεις πώς είναι. Ένα τέτοιο είχα φτιάξει… Γιατί σ’ το λέω αυτό; Ένα ίδιο τέτοιο, είχαμε τρία τέτοια. Κι ένα άλλο το έφτιαξα ίδιο, λίγο πιο μικρό απ’ αυτό, με συρόμενο, για να πάμε να κάνουμε δοκιμές στην Τουρκάνα. Φτάνοντας όμως εκεί, πού να κάτσεις εκεί; Και δεν ήταν εύκολο, όταν λέμε μια απόσταση, μπορεί να ’ναι από δω στην… στην Κόρινθο, αλλά για να… ξέρω ’γω, Λυγουριό, που είναι κοντά, ας πούμε, δεν είναι τίποτα μια απόσταση, εκεί για να φτάσεις αυτή την απόσταση μέσα στις ζούγκλες είναι… 4 ημέρες. Και ποτάμια και… Όταν φτάσαμε και βρήκαμε και τον Γιαπωνέζο εκεί –δε θυμάμαι πώς τον λέγανε… τέλος πάντων– και ρίξαμε το σκάφος, πήγαμε με την τράτα, τραβήξαμε του Χριστού τα πάθη εκεί για να το ρίξουμε, ετοίμασα τα εργαλεία να πάμε για να ψαρέψουμε. Ο… πόρτες, όπως το βλέπεις εκεί. Την πρώτη καλάδα, παιδιά, που κάνω, ας πούμε, βγήκε το… άρχισε και βάραινε το σκάφος. Λέω, κάτι δεν πάει καλά με τα εργαλεία, ας πούμε, τις πόρτες, fishing door και τα λοιπά και όλα αυτά. Λέω, κάτι συμβαίνει εδώ, τώρα τι… Βιράρω, βγήκε η τράτα στον αφρό, ίσαμε 20 κροκόδειλους μέσα.
Τι λε’ ρε συ!
Λέω το… Ο Γιαπωνέζος, ο Μία Μότο και κάνα δύο μαύροι που είχαμε εκεί. «Πού να τα βάλω, ρε;» Τα έκοψα, τα αγκάλιασα και τα πήρα κι έφυγα.
Α, κόψατε τα εργαλεία όλα, ε;
Πού να;… «Πάμε, ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε, θα μας φαν οι κροκόδειλοι εδώ!» Ούτε ξαναδοκίμασα. Αυτός είναι ο αδερφός του Σαλιαρέλη, ο Στράτος.
Μάλιστα. Ωραία ιστορία.
Λοιπόν, από την ιστορία εκεί με το… με τους κροκόδειλους, ούτε ξαναπή… ούτε ξαναδοκιμάσαμε για να πάμε στο τέτοιο. [03:00:00]Σήμερα βέβαια είναι τα παιδιά τους εκεί, δουλεύουν ακόμα στη λίμνη, αλλά είναι από τους λίγους Έλληνες, Ευρωπαίους μάλλον, ας το πούμε, που έχουμε αυτή την εμπειρία, γιατί πήρα άλλα τρία παιδιά από δω, τον αδερφό μου, έναν ξάδερφό μου που είναι τώρα στο Ναύπλιον, τους είχαμε μαζί εκεί, κάναμε όλες τις δοκιμές. Εκεί το ψάρι ήταν τόσο πολύ, ήτανε… μιλάμε για τρελό ψάρι, ας πούμε, έτσι;
Για πάμε εδώ, για πες μας και για εδώ πέρα, γιατί ήσουνα τυχερός, που μας είπες;
Κοίταξε, τυχερός, θέλω να πω, έκανα δύο θαυμάσια παιδιά, έτσι; Ο ένας είναι, τελείωσε εμποροπλοιάρχων, αυτός που είναι στο μαγαζί τώρα, ο Αντώνης, κι ο άλλος είναι δικηγόρος. Έχει μεταπτυχιακά, με ξέρω ’γω, μιλάει μέχρι κινέζικα. Έπρεπε να τον γνωρίσετε, αλλά σήμερα είναι στην Αθήνα, έχει μια δουλειά. Πρέπει να τον γνωρίσετε, πολύ καλό παιδί, όταν μιλάμε για πολύ καλό παιδί και πρέπει να τον γνωρίσετε, γιατί, σου λέω, αξίζει ο κόπος, ο Παναγιώτης. Σ’ ένα άλλο ταξίδι που θα ’ρθετε θα τον γνωρίσετε. Σήμερα δεν είναι εδώ, έχει… Γι’ αυτόν γκρεμίστηκε το μαγαζί. Παρόλο που… μετά γίνανε πολλά πράματα, που με… από πρίγκιπες καταντήσαμε να χάσουμε τα πάντα κει κάτω. Όχι εγώ, γιατί εγώ θεωρούμουνα ο ιδρυτής, ας πούμε, και σ’ το ’λεγε κι ο ίδιος ο Σαλιαρέλης, ότι «απ’ αυτόνε φτιάχτηκα», γιατί όλες οι ιδέες που είχα, την εμπειρία που είχα, από Νιγηρίες, μ’ όλα αυτά, τα πετρέλαια κλέψιμο και ιστορίες… Δεν κλέβαμε βέβαια ανθρώπους, κλέβαμε την CALTEX ή την TEXACO, ξέρω ’γω, που ήταν κολοσσοί, ας πούμε, καλά που τους κάναμε κιόλας. Αλλά είχα την εμπειρία εγώ αυτά τα πράματα, γι’ αυτό φτάσαμε και πάρα πολύ ψηλά. Όχι ο… τα ψαράδικα ήταν ο τρόπος που μπήκαμε στη χώρα, μετά γίνανε τα πολλά, πολλά, πολλά, ρουμπίνια και ιστορίες, Μασάι-Μάρα, άμα σου πω, απίστευτα… εκεί, εκεί είναι όλος ο ρεζουμές. Αλλά σε κάποια άλλη φάση, γιατί δε θα μας φτάσει σίγουρα ο χρόνος, μέχρι, να λέμε μέχρι μεθαύριο, άμα μου ’ρθει στα σκαλοπάτια.
Και να σου πω, πώς και δεν παντρεύτηκες εκεί; Άλλοι παντρεύτηκαν εκεί πέρα Έλληνες;
Ναι. Και έχουμε και είναι και παιδιά που δε φτάσανε, δεν… δηλαδή ήταν διπλοπαντρεμένοι, ήταν παντρεμένοι κι εδώ, ήταν ανθρώπινες καταστάσεις εκεί για να μείνεις και δεν ήταν εύκολες οι μετακινήσεις την εποχή εκείνη, ας πούμε, τη δεκαετία του ’70, αν και αλλάζαν τα χρόνια βέβαια. Ήρθανε κι οι έρωτες, ήρθαν κι αυτά, ήρθαν και τ’ άλλα και κάναμε μία παροικία που ακόμα λέγεται, ας πούμε, γιατί φτάσαμε να ’μαστε τρακόσοι Έλληνες στη Μομπάσα, ας πούμε, από ψαράδικα. «Σαμάκι» είναι στα σουαχίλικα το ψάρι. Κι εμάς σήμερα, μέχρι τώρα, σήμερα που με βλέπουν, εγώ που κατεβαίνω, πριν ένα μήνα που πάω κάτω και φτιάχνω τα εργαλεία που τα χαλάνε οι ντόπιοι, αυτοί που τους είχα ναύτες, έχουν γίνει σήμερα καπεταναίοι. Μόλις πάει, άμα σου δείξω φωτογραφίες εδώ, είναι… έρχεται ο Μπάνας, είναι θέμα. Λοιπόν. Και, ε, ήρθαν κι οι έρωτες. Φυσικό δεν είναι; Και γίναν και παιδιά και ξώφαλτσα και μη ξώφαλτσα και σήμερα υπάρχουν, ας πούμε, υπάρχει, στο ξενοδοχείο που πάω εγώ τώρα, ας πούμε, ξάδερφός μου, πέθανε κι αυτός, ας πούμε, Θεός συγχωρέσ’ τονε, ήταν ερωτύλος, έχει δύο παιδιά. Έχει δύο παιδιά εδώ και δύο παιδιά εκεί. Ο οποίος πέθανε και έχει… με το ίδιο όνομα, Κώστας και η Φωτούλα εκεί, Κώστας και Φωτούλα κάτω.
Έβαλε σε όλους το ίδιο.
Και η γυναίκα του είναι εκεί και πήγαινε –ξύπνια η Κικούγιου– έκανε μια αγορά, ας πούμε, ένα… ένα, ένα οίκημα εκεί και το ’χει κάνει σήμερα ένα ξενοδοχείο που ’χει 40 άτομα και ξέρω ’γω και… έχει την οικογένεια, λέγονται, Φλωρής λέγονται αυτοί, Φλωρής λέγονται κι εκείνοι. Κι έχουμε τις επαφές, ας πούμε, εκεί που πάω και μένουμε στο ξενοδοχείο και τα λοιπά. Και έχουνε και πολλά διάσπαρτα, που δεν τα γνώρισε κανένας εδώ κι έχουν έρθει εδώ και μαυράκια και ψάχνουν να βρουν τον μπαμπά και τη μαμά, τον μπαμπά μάλλον. Γιατί τον μπαμπά τον… τη μαμά την έχουνε. Έχουνε γίνει κάτι τέτοια κόλπα. Πρόπερσι, ας πούμε, ήρθε ένα, στη Γερμανία ήταν ένας, ας πούμε, ο Φλωρής κι αυτός, κι είναι και φίλος μου, ας πούμε, και δουλεύει και η κόρη του εδώ, κι έψαχνε να βρει τον μπαμπά, φτιαγμένος καλά όμως, δυνατά, με μια κόρη… Μη σου πιάσω τώρα αυτές τις ιστορίες, γιατί δε… θα μας βγάλουν σε πολύ μεγάλους δρόμους, ας πούμε, ιστορίες, έτσι;
Ναι, εντάξει, άλλες ιστορίες. Ναι, δεν είναι για ψάρεμα αυτά. Ωραία.
Δεν είναι για ψάρεμα αυτό.
Ωραία.
Είναι ψάρεμα, άλλο ψάρεμα είδους.
Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Μανώλη.
Και έχει και… δηλαδή αποδώ και πέρα θα βγει όλη η ουσία, δηλαδή η προσωπική, ας πούμε, γιατί όλα ήτανε, πήγαιναν παράλληλα, δεν είναι παράλληλα μόνο πηγαίναμε και ψαρεύαμε μόνο.
Ναι. Είχε και ζωή κοινωνική, βέβαια.
Είχε και κοινωνική ζωή, είχε και πολλά πράματα και πολλές οι περιπέτειες και πολλές ιστορίες και μέχρι σήμερα. Εγώ θα σας προσκαλέσω και πάλι, όταν, πρώτα ο Θεός, αν έχετε, επιμένω σ’ αυτό. Μια που γνωριστήκαμε, ελάτε ένα ταξίδι, θα πάθετε την πλάκα της ζωής σας, δηλαδή δε θα… δηλαδή, εκτός απ’ την προσωπική σου, ας πούμε, για μια βδομάδα είναι ευχάριστο ταξίδι και δεν είναι, δε στοιχίζει τίποτα εκατομμύρια, ένα… ένα ταξίδι είναι, 500 ευρώ ήταν τα εισιτήρια και εκτός τώρα που ’χουνε γίνει τα πράματα πώς έχουνε γίνει μαντάρα. Σπίτια έχουμε, ιστορίες έχουμε.
Σε ποια πόλη, πού είναι πιο ωραία εκεί πέρα;
Στη Μομπάσα θα ’ρθεις, εγώ θα σε πάρω κοντά μου, θα δεις πράματα που δε θα τα δεις με 800 μήνες και θα τα πληρώσεις χρυσά. Ε, μ’ ένα διχίλιαρο, διχίλιαρο-τριχίλιαρο είσαι όχι άρχοντας, δε θα το ζήσεις αυτή την εμπειρία. Και θα δεις και τα ψαράδικα κι όλα αυτά που σου λέω και χίλια δύο ακόμα παραπάνω και απίστευτα πράματα που συμβαίνουν ακόμα, αν θα ’ρθεις, 50 χρόνια πίσω και θα πεις: «Καλά είμαι εδώ», στις γειτονιές εκεί που ζω εγώ και είναι και τα παιδιά από τη Θεσσαλονίκη κάτω, ο Σταύρος και ο Κώστας, που είναι τώρα, άμα τους πάρω κι ένα τηλέφωνο τώρα θα μιλήσουμε να… να σου πούνε κι ιστορίες. Τη Δραματική Σχολή Θεσσαλονίκη, αράζουν εκεί 6 μήνες, κάνουν το μακούτι εξαγωγή, συν τα ψαράδικα εκεί, που κάνουμε για εξαγωγές και σήμερα… Δηλαδή αξίζει ο κόπος να δεις πράματα που δεν μπορείς να τα δεις. Δηλαδή θα σε βάλω σε τέτοια περιβάλλον, που δεν μπορεί να τα δεις, ας πούμε.
Ωραία. Θα κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ εκεί λοιπόν.
Όπου θέλεις θα το κάνουμε.