«Μόνο για σήμερα»: Η ιστορία ανάρρωσης ενός πρώην χρήστη ουσιών
Ενότητα 1
Παιδική ηλικία στην Θεσσαλονίκη
00:00:00 - 00:06:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, καλησπέρα σας, εγώ είμαι ο Νίκος ο Μανώλας, είμαι ερευνητής για το istorima. Έχουμε μαζί μας τον Κώστα, ο οποίος, τον ευχαριστούμε…υτό για να μας προστατεύσουνε, γιατί η Θεσσαλονίκη ήτανε αρκετά δύσκολη. Πού να ξέρουν, όμως, ότι εκεί που πήγαμε πέσαμε ακριβώς στην πίτα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η μετακόμιση και η ηρωίνη
00:06:55 - 00:12:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πήγαμε σε μια πόλη πολύ κοντά στην Τουρκία και εκεί υπήρχε πολλή πρέζα. Ο πρώτος που έπεσε ήταν ο αδερφός μου και έτσι, επειδή είναι και δίδ…ώς άλλαζα σχέσεις, τίποτα δεν ήταν σταθερό. Συνεχώς, ας πούμε, κάτι γινότανε και όλο αυτό που έφτιαχνα, έδινα μια κλωτσιά και το γκρέμιζα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Φυλακή και απώλεια πατέρα
00:12:36 - 00:17:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ένα από τα... βιωματικά τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής μου ήταν ότι λόγω της χρήσης σε κάποια φάση — και λόγω του θράσους — πήγα να δω ένα…ς του εθισμού, που δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ για άλλα οχτώ χρόνια, εφτά για ακρίβεια. Γιατί στα 28 μου μέτρησα την πρώτη μέρα καθαρός.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Χρήση και ανάρρωση
00:17:57 - 00:27:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτά τα εφτά χρόνια που είχανε πολλή χρήση και πολλά αμέτρητα overdose και τάσεις φυγής. Έφυγα απ’ τη Θεσσαλονίκη, πήγα στην Αλεξανδρούπολη …πάς στο φιλότιμό μου και λέω: «Ναι, ρε συ, πρέπει να το κάνω αυτό!», γιατί είναι το σωστό, το δίκαιο. Και σιγά, σιγά, σιγά έτσι προχωράς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Μνήμες από την χρήση
00:27:36 - 00:43:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Να σε ρωτήσω εγώ τώρα κάτι... Όλα τα χρόνια έκανες χρήση, είπες ξεκίνησες από την Τούμπα, μετά στην άλλη πόλη, πρώτη φορά πρέζα ήπιες …παθούσα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Όταν του είπα ότι «Εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ζήτα από κάποιον άλλο βοήθεια», τότε έγινε το θαύμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η ανάρρωση και η απώλεια φίλου
00:43:29 - 01:02:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Πάμε, λοιπόν, στην αυτοβοήθεια, αλλάζει το σκηνικό σου- Πολύ. Αρχίσεις να μυείσαι και στις ομάδες των Ν.Α. Μετά τον ένα μήνα, πρ… φίλε, είμαι πολύ πλούσιος καθημερινά. Το νιώθω, ας πούμε, αυτό. Και αυτό δίνει μια πληρότητα, νιώθεις ότι είσαι εκεί που πρέπει να 'σαι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Τα λάθη και τα σωστά
01:02:22 - 01:06:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καταληκτικά, τώρα να πάμε... Θέλω να μου πεις ποιο θεωρείς σε όλη την ιστορία σου, σε όλη την βιογραφία σου — αν μπορείς να δεις κάτι τέτο…ι κι άλλες σχέσεις που τις έκοψα λόγω της χρήσης. Κάποια κορίτσια που τα χτύπησα... Εντάξει ήμουνα κάπως, απ’ τα πιο άσχημα που έχω κάνει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η διάσωση ενός παππού και η επαγγελματική αποκατάσταση
01:06:28 - 01:14:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Απ’ τα πιο καλά που έχω κάνει… Νομίζω τα καλά γενικότερα έχουν να κάνουν με την ανάρρωση, γιατί χωρίς να θέλω να περηφανεύομαι όπως με βοηθή…λλο; Όχι. Ωραία, λοιπόν να σε ευχαριστήσω λοιπόν για τον χρόνο σου, για την ιστορία σου που μοιράστηκες μαζί μας. Κι εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Λοιπόν, καλησπέρα σας, εγώ είμαι ο Νίκος ο Μανώλας, είμαι ερευνητής για το istorima. Έχουμε μαζί μας τον Κώστα, ο οποίος, τον ευχαριστούμε για αυτό, αποδέχθηκε να μοιραστεί μαζί μου την προσωπική του ιστορία. Λοιπόν, καλησπέρα Κώστα.
Καλησπέρα.
Θέλω για να ξεκινήσουμε να μου πεις λίγα πράγματα για τον εαυτό σου.
Το πώς μεγάλωσα, ας πούμε; Σε ποια περιοχή κι όλα αυτά;
Ναι, ναι, ναι.
Ναι, γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, είμαι...
Ωραία, λοιπόν Κώστα, είπαμε κάποια πράγματα για τον εαυτό σου, μου είπες γεννήθηκες στην Θεσσαλονίκη.
Ναι, στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Είμαι ο ένας από τέσσερα αδέρφια, όλοι είμαστε αγόρια. Γενικότερα, ενώ ας πούμε τα πρώτα 10 χρόνια είχα έτσι πολύ — θυμάμαι — πολύ φυσιολογικά έτσι και χαρούμενα παιδικά χρόνια, με πολύ παιχνίδι, με πολύ γέλιο με τα αδέρφια μου. Κάθε μέρα ήταν έτσι πολύ περιπετειώδης, δεν βαριόμασταν ποτέ. Στα 10 μου, μας θα πω — γιατί έχω κι έναν δίδυμο αδερφό — είχαμε ας πούμε γενικότερα όλη η οικογένεια ένα συμβάν, ας πούμε, με τον πατέρα μου που έτσι μας στιγμάτισε λίγο, μας άλλαξε λίγο τη ζωή. Γιατί τον συλλάβανε μια μέρα, μπήκανε μες στο σπίτι και τον συλλάβανε μες στο σπίτι, ήμασταν όλοι παρόντες εκεί και τον φυλακίσανε για μια ζωή. Γιατί άκουσε «ισόβια» και τον σκοτώσανε και μες στη φυλακή. Αυτό μας ανάγκασε, γιατί η μητέρα μου… Όλοι ήμασταν — ειδικά εμείς — ήμασταν τα επόμενα χρόνια πιο ζωηρά παιδιά, έτσι είχαμε έναν τρόπο να ψάχνουμε λίγο τον μπελά μας, λίγο αυτοκαταστροφικοί, λίγο να ψάχνουμε… Κι αυτό νομίζω δεν γινότανε επί τούτου, με κάποιον τρόπο πάντα — τώρα που μπορώ και σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια — με κάποιον τρόπο βρισκόμασταν με ανθρώπους που ήταν όλοι ή από μονογονεϊκή οικογένεια ή είχαν προβλήματα με τα ναρκωτικά ή είχανε κάποιο πρόβλημα. Δεν ήταν από ένα — που σχετικό είναι αυτό — φυσιολογικό σπίτι, ας πούμε. Από μικροί, επειδή δεν είχαμε τον πατέρα μας και επειδή δεν είχαμε κάποιον να μας περιορίζει και να μας ελέγξει, συνεχώς ψάχναμε να βιώσουμε έτσι καινούριες καταστάσεις. Προσπαθούσαμε να δείξουμε πόσο μάγκες είμαστε, να κάνουμε extreme πράγματα, για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των άλλων. Έτσι, μπλέκαμε σε πολύ ιδιαίτερες καταστάσεις. Θυμάμαι από μικρή ηλικία που μας πήγαν οι γονείς, η μητέρα μου και τα αδέρφια μου τα μεγαλύτερα — μάλλον αυτό έγινε πριν μπει ο πατέρας μου στη φυλακή — μας είχανε πάει σε έναν φούρνο βαφής αυτοκινήτων, για να δουλέψουμε εκεί σαν βοηθοί, ήμασταν γύρω στα 12, ένα καλοκαίρι έτσι για να μάθουμε τη δουλειά. Κι εμείς πού μας έβρισκες, πού μας έχανες ήμασταν στα διαλυτικά που γεμίζανε εκεί τα μαστόρια, για να ξύσουνε τ’ αυτοκίνητα και μαστουρώναμε με τα πανιά. Πιο μετά, γίναμε αποδεχτοί μέσα από αυτές τις ουσίες με βενζίνες που τότε ήταν της μόδας στην Τούμπα και γενικότερα στην Θεσσαλονίκη. Βενζίνες, μαύρο, αλκοόλ πολύ και σε μια εποχή που ήταν της μόδας πολύ η ντίσκο τότε, μαγαζιά που είχε πολύ αλκοόλ και ήταν και κακό αλκοόλ όλο. Έπινες δυο ποτά και γινόσουν αστροναύτης. Ήταν λίγο περίεργες οι καταστάσεις τότε, ήταν πολύ πιο rock n' roll, τις θυμάμαι εγώ. Δεν ήταν τα πράγματα όπως τώρα. Τα παιδιά ήταν πιο ελεύθερα, αλλά αυτό είχε και τα δικά του προβλήματα. Πολύ μεγάλη σχέση με το γήπεδο, με την Τούμπα κι εκεί αναζήτηση της αδρεναλίνης, ας πούμε, να χωθώ εκεί που είχε νταβαντούρι, εκεί που θα μας κυνηγήσουνε. Πιο πολύ μας κυνηγούσανε, γιατί δεν πήγαινα σε εκτός έδρας παιχνίδια — ήθελε λεφτά γι’ αυτό — στην Τούμπα έμπαινα δωρεάν. Και πάντα έτσι στα δύσκολα παιχνίδια είχε πολλή αδρεναλίνη. Παράλληλα νομίζω ότι ζούσα και μια διπλή ζωή, γιατί έπαιζα καλή μπάλα. Και σε μια αυλή ενός Δημοτικού Σχολείου εκεί στην Τούμπα, στον Άγιο Θεράποντα, βρέθηκε ένας προπονητής του Άρη, ενώ ήμουν Παοκτζής και μου ζήτησε να παίξω στον Άρη. Και μου το έντυσε πολύ ωραία το κόλπο, ότι: «Θα έχει και άλλα παιδιά που είναι Παοκτζήδες εκεί και θα σου δώσουμε φόρμες, θα σου δώσουμε παπούτσια» και χάρηκα με αυτό και όντως πήγα στον Άρη και έπαιξα και με παίχτες πολύ γνωστούς — δεν χρειάζεται τα επίθετα τους — και έπαιξα μέχρι και στη Γαλλία, σ’ ένα… Ναι, πήγαμε σ’ ένα τουρνουά εκεί, έπαιξα με την Lyon, με την Paris Saint-Germain, με την Nantes σε ηλικίες, ας πούμε, 14-15 χρονών.
Τι θέση έπαιζες;
Έπαιζα αμυντικός, σέντερ-μπακ ήμουν, γιατί ήμουν ψηλός. Δεν ήμουνα γρήγορος, αλλά ήμουν πολύ τεχνίτης. Δηλαδή την έστελνα την μπάλα εκεί που ήθελα και με τα δύο πόδια, που είναι δυνατό προσόν αυτό και επειδή ήμουν ψηλός για την ηλικία μου, ήμουνα σέντερ-μπακ. Τότε ήταν διαφορετικά τα συστήματα και το σέντερ-μπακ ήταν το τεσσάρι και το πεντάρι ήταν πίσω από 'μενα, που ήταν σκούπα, που ό,τι λάθη γινότανε το σκούπιζε κι έδιωχνε τη μπάλα. Ήταν πολύ ωραία αυτά τα χρόνια, ας πούμε, αλλά φτάσαμε, τώρα μιλάμε για το ’91 — 1991 — που γυρνώντας από τη Γαλλία με έναν πολύ ωραίο ενθουσιασμό ότι κάτι πάει να γίνει και σιγά-σιγά ο προπονητής των ερασιτεχνών τότε μου πρότεινε σιγά-σιγά να μπαίνω στις προπονήσεις τους κι έβλεπα ότι ανεβαίνω, ότι εξελίσσομαι κι ότι πολύ πιθανόν να παίξω μπάλα, τότε μας είπε, μας ανακοίνωσε η μάνα μου σ’ εμένα και στον δίδυμο τον αδερφό μου ότι θα πρέπει να φύγουμε και να πάμε σε μια άλλη πόλη, για να ζήσουμε εκεί. Και πιο πολύ το κάνανε αυτό για να μας προστατεύσουνε, γιατί η Θεσσαλονίκη ήτανε αρκετά δύσκολη. Πού να ξέρουν, όμως, ότι εκεί που πήγαμε πέσαμε ακριβώς στην πίτα!
Πήγαμε σε μια πόλη πολύ κοντά στην Τουρκία και εκεί υπήρχε πολλή πρέζα. Ο πρώτος που έπεσε ήταν ο αδερφός μου και έτσι, επειδή είναι και δίδυμος — και νομίζω, έτσι θεωρώ εγώ ότι είναι πολύ ιδιαίτερη η σχέση μας, δηλαδή βγήκαμε απ’ την ίδια κοιλιά μαζί, με διαφορά ένα τέταρτο και πάντα ήμασταν μαζί, στο σχολείο, σε οτιδήποτε κάναμε, στα αθλήματα, σε διάφορα πράγματα — είχα την τάση, με το που είδα ότι έπεσε στα ναρκωτικά, το πρώτο που μου βγήκε ήταν αντίδραση και η τάση να τον προστατεύσω. Πάντα από μικρός είχα τον ρόλο να προστατεύω τον αδερφό μου, έστω αν και ήμασταν δίδυμοι, πάντα εγώ είχα τον ρόλο του να τον προστατεύω. Γιατί ήταν πιο ευαίσθητος, ας πούμε. Θυμάμαι κατασκηνώσεις που μας στέλνανε πάντα έπαιρνα αυτόν τον ρόλο, δηλαδή αρρώσταινε, τον πρόσεχα, τον έκανα μπάνιο. Είχα πάντα αυτόν τον ρόλο σαν να ήμουν μεγαλύτερος με μεγάλη διαφορά. Και όταν έπεσε στα ναρκωτικά και έμαθα ότι άρχισε να πίνει πρέζα, το πρώτο που έκανα, ας πούμε ήτανε να χάσω λίγο… Δηλαδή στην αρχή μίλησα ωραία, με τρόπο να τον βοηθήσω, είδα ότι δεν καταλάβαινε αυτά που του έλεγα. Είδα ότι μετά άρχισε να με κοροϊδεύει, να μου λέει πολλά ψέματα. Εγώ δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ, ήμουν και πιτσιρικάς ακόμα — γιατί 18 χρονών δεν έχεις την εμπειρία, κάπου 17 με 18 ήμουνα, λίγο πριν πάω στρατό — και τον χτύπησα 2-3 φορές. Είδα ότι πάλι δεν καταλάβαινε, είδα πόσο δύσκολο ήταν όλο αυτό, προσπάθησα πάρα πολύ, — πραγματικά προσπάθησα πάρα πολύ — να τον συνεφέρω κι όταν είδα ότι θα τον χάσω σιγά-σιγά τον αδερφό μου, αποφάσισα να βιώσω κι εγώ τα τελευταία χρόνια μαζί του, κάπως έτσι. Ότι αφού θα τον χάσω που θα τον χάσω, τουλάχιστον ας είμαι μαζί του και έπεσα κι εγώ στην πρέζα. Και θυμάμαι ότι η χρήση μου ήτανε φωτοκροτίδα. Γιατί κι ο αδερφός μου και όλοι αυτοί που ήταν της παρέας μου, της ηλικίας μου, που σιγά-σιγά μπαίναν σε αυτό, εγώ εκείνο το διάστημα ασχολούμουν με τον αθλητισμό. Είχα σταματήσει το ποδόσφαιρο και έτρεχα σε αγώνες με μηχανάκια, σε αγώνες motocross και πήγαινα καλά κι εκεί. Γενικότερα, είχα μια τάση αυτό που μ’ αρέσει να το κάνω ωραία και πήγαινα σε αγώνες σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, το ’93 και το ’94 ακολούθησα το πρωτάθλημα. Δούλευα σε δυο δουλειές, για να μπορώ να συντηρώ το μηχανάκι μου και-
Τι δουλειές έκανες;
Δούλευα πακετάς, δούλευα delivery, δούλευα σ’ ένα συνεργείο με μηχανάκια, δούλεψα αρκετά χρόνια σε νυχτερινά μαγαζιά. Τι άλλο; [00:10:00]Αυτά νομίζω τότε, εκείνο το διάστημα. Και, γενικότερα, τη δουλειά δεν την φοβόμουν καθόλου και έβρισκα πολύ εύκολα δουλειά. Είχα την τάση να μαθαίνω εύκολα οτιδήποτε καινούριο μου δείχνανα. Και μετά από το ένα άκρο — τον αθλητισμό — πέρασα στο άλλο. Και σαν να είχα μια τάση να θέλω να τους προλάβω όλους αυτούς, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν ξεκινήσει πριν από 'μενα να πίνουν. Και επειδή άλλαξε το στυλ των εργασιών, δηλαδή απ’ τη μέρα άρχισα να δουλεύω νύχτα… Εκεί που δούλευα σε οικοδομές και σε συνεργεία και σε τέτοιες πρωινές δουλειές, άρχισα να δουλεύω νύχτα. Και η νύχτα είχε και τα ναρκωτικά της και άρχισα να βιώνω μια νέου είδους αδρεναλίνη, που ήταν αυτή της νύχτας. Νομίζω ότι μεγάλωσα μέσα απ’ τα ναρκωτικά, δεν βίωσα την εφηβεία μου όπως θα ‘πρεπε και όλο αυτό με γέμιζε ψευδαισθήσεις, ότι στα 18 πίνοντας ναρκωτικά ξαφνικά έγινα άντρας! Δεν πονάω, δεν έχω κόμπλεξ, δεν έχω ανασφάλειες και — γι’ αυτό τη λένε και «παραμύθα» την πρέζα — με παραμύθιασε ότι όλο αυτό ήταν δικό μου, ενώ δεν ήτανε. Ήτανε των ναρκωτικών που έπινα, που μου βγάζανε θράσος. Λέω φωτοκροτίδα γιατί το πρώτο βάρεμα, η πρώτη φορά που ήπια πρέζα ήτανε βάρεμα... Δηλαδή ο αδερφός μου είχε περάσει το στάδιο αυτό σιγά-σιγά, να πειραματίζεται και είχε φτάσει μετά από 2-3 χρόνια πιώματος να πίνει ενδοφλέβια. Και εγώ, ας πούμε, που δεν είχα πιει τότε τίποτα, δεν έπινα ούτε τσιγάρο… Γιατί είχα σταματήσει όλες τις ουσίες, γιατί ασχολούμουν με τον αθλητισμό και είχαν πολλές απαιτήσεις οι αγώνες. Μια μέρα πήρα μια σύριγγα γεμάτη δικιά του και ήπια. Και θυμάμαι ήμουνα τρεις μέρες μαστούρης και από τότε συνέχισα να τρυπιέμαι. Πολλούς συνδυασμούς ναρκωτικών, πολλή νύχτα, πολλή βία, έτσι δύσκολες καταστάσεις, που από τη μία τις αναζητούσα κι απ’ την άλλη, όταν έπινα, μου ερχόταν να κλάψω από την πραγματικότητα που κάποιες φορές άνοιγα τα μάτια μου κι έβλεπα. Είχα φύγει απ’ το σπίτι, συνεχώς άλλαζα δουλειές, συνεχώς άλλαζα σχέσεις, τίποτα δεν ήταν σταθερό. Συνεχώς, ας πούμε, κάτι γινότανε και όλο αυτό που έφτιαχνα, έδινα μια κλωτσιά και το γκρέμιζα.
Ένα από τα... βιωματικά τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής μου ήταν ότι λόγω της χρήσης σε κάποια φάση — και λόγω του θράσους — πήγα να δω έναν φίλο, που ήταν στο κρατητήριο και επειδή ήξερα ότι είναι πολύ μεγάλος χασικλής, πίναμε πολύ μαύρο μαζί, αποφάσισα να του πάω να φάει κάτι και μέσα στο φαγητό έκρυψα 6-7 τσιγάρα μαύρο. Μπορεί και λιγότερο να ήταν... Και πήγα πολύ γεμάτος κι εγώ, μαστουρωμένος, απ’ την πόρτα με καταλάβανε ότι δεν είμαι καλά, με ψάξανε και το βρήκανε. Και έπεσε τότε — επί Ρωμαίου, αν δεν κάνω λάθος — που γινότανε όλα αυτά, που περνούσανε στις φυλακές ναρκωτικά και με πήρε και έμενα η μπάλα και έκατσα 1,5 περίπου χρόνο στη φυλακή γι’ αυτό.
Που;
Έκανα πρώτα στη Κομοτηνή και μετά, επειδή είχα ένα πειθαρχικό εκεί, χτύπησα έναν γιατρό, με πήγανε στα Διαβατά.
Εσύ όταν μπήκες πόσο χρονών ήσουν;
Ήμουν 21.
21. Οπότε ήταν 1990-
7. '97 και '98 ήμουνα φυλακή. '97 στη Κομοτηνή και '98 στα Διαβατά.
Εκεί, μες στη φυλακή βίωσα ακόμη πιο δύσκολες καταστάσεις, γιατί εκτός από τη βία — γιατί είχα πλακωθεί με όλους — εκτός από αυτό, βίωσα και μια πολύ οδυνηρή εμπειρία που με έχει σημαδέψει. Το ότι συνάντησα τον πατέρα μου σε μια άλλη φυλακή. Δηλαδή δεν τον συνάντησα δια ζώσης, απλώς εγώ όταν εγώ έπεσα φυλακή, το έμαθε ο πατέρας μου που ήταν στην Λάρισα και μου έστειλε ένα γράμμα στα Διαβατά, όταν είχα πάει στα Διαβατά. Και σαν να άρχισα να γνωρίζω τον πατέρα μου. Γιατί είχαμε χάσει κάθε σχέση, δεν τον ήξερα τον πατέρα μου.
Είχατε να μιλήσετε;
Είχαμε να μιλήσουμε πολλά χρόνια, και λόγω των ναρκωτικών και λόγω του ότι ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος αρκετά δύσκολος, σκληρός άνθρωπος. Δεν προσπάθησε να έχει μια επικοινωνία μαζί μας και εμείς το είχαμε πάρει και κάπως διαφορετικά. Νομίζω ότι και οι δύο φταίγαμε σ’ αυτό. Τέλος πάντων, άρχισα να τον γνωρίζω μέσα από γράμματα, σιγά-σιγά να ’χω μια σχέση μαζί του που μ’ άρεζε πάρα πολύ. Έλεγα: «Τουλάχιστον, έστω και μέσα από αυτές τις συνθήκες, μέσα από τη φυλακή γνωρίζω τον πατέρα μου». Και γύρω στο πέμπτο με έκτο γράμμα σταμάτησε να μου γράφει. Και μετά από γύρω στις 20 μέρες με φωνάξανε απ’ το μεγάφωνο της φυλακής στην κεντρική κυκλίδα και μου ανακοινώσανε ότι τον είχαν σκοτώσει στη Λάρισα. Και αναγκάστηκα να βγω από τη φυλακή με άδεια, να πάω στην κηδεία του και να ξαναγυρίσω. Πολλή οργή, πολλή θλίψη, πολύ δύσκολα συναισθήματα και έτσι πολύ νομίζω ότι βίωσα φάτσα-κάρτα τις δύο επιλογές: ή τα κάνω όλα ίσιωμα και κάνω καριέρα στη φυλακή, συνεχίζω τη ζωή μου έτσι ή προσπαθώ να το διαχειριστώ όλο αυτό και να μπορέσω να βγω έξω και να μην ξαναμπώ εκεί μέσα. Ευτυχώς, έκανα το δεύτερο και έκανα πολλή υπομονή στη φυλακή. Περάσανε οι μήνες που έπρεπε να περάσω εκεί μέσα. Βγήκα έξω και θυμάμαι, ας πούμε, ότι ενώ μέσα στη φυλακή έκανα συνεχώς… Γιατί μέσα στις φυλακή τις περισσότερες φορές δεν μπορείς να πιεις, εκτός κι αν είσαι παλιός νταλαβερτζής και ασχολείσαι με κιλά και έχεις πολύ να πιεις. Εγώ είχα αποφασίσει ότι ήταν ευκαιρία να βγω καθαρός. Γιατί, θέλοντας και μη, έμεινα καθαρός μέσα στη φυλακή. Αν και ήπια αρκετές φορές μέσα — δεν είναι και δύσκολο να πιεις — αποφάσισα να μείνω καθαρός και θυμάμαι ότι όταν βγήκα, ήρθε να με πάρει ο δίδυμος αδερφός μου μαζί με έναν φίλο του, κοινό μας φίλο, πίναμε και παλιότερα μαζί.
Ο αδερφός σου;
Ο αδερφός μου ο δίδυμος.
Ναι.
Κι ήρθε ο αδερφός μου με αυτόν τον φίλο, με ένα αυτοκίνητο για να με πάρουν από τα Διαβατά να με πάνε στην Τούμπα. Αλλά ήρθανε με το αυτοκίνητο και με τα σέα γεμάτα και ήπιαμε στον δρόμο και σαν να περάσανε άλλα οχτώ χρόνια από εκείνη τη βόλτα με το αυτοκίνητο. Δηλαδή με το που ήπια, ξύπνησε αυτό το τέρας του εθισμού, που δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ για άλλα οχτώ χρόνια, εφτά για ακρίβεια. Γιατί στα 28 μου μέτρησα την πρώτη μέρα καθαρός.
Αυτά τα εφτά χρόνια που είχανε πολλή χρήση και πολλά αμέτρητα overdose και τάσεις φυγής. Έφυγα απ’ τη Θεσσαλονίκη, πήγα στην Αλεξανδρούπολη πάλι, δυσκολεύτηκα εκεί, έτσι διαφορετικές καταστάσεις, πολλά overdose, πολλή απομόνωση, πολλή καχυποψία με τους ανθρώπους. Καμιά σχέση με τους ανθρώπους, κακή σχέση με τον εαυτό μου. Έτσι μια ζωή που ήταν σαν κατάρα. Ξυπνούσα το πρωί και κοιτούσα αυτό το κωλοτάβανο για ώρες κι έλεγα: «Πάλι ξύπνησα; Τώρα; Πάλι να τρέξω να βρω; Πού θα βρω λεφτά; Πού θα βρω να πιω; Θα είναι καλό αυτό που θα πιω; Τι πρέπει να κάνω για να πιω; Ποιον πρέπει να δαγκώσω; Ποιον πρέπει να ρίξω; Ποιον πρέπει να φάω;». Όλο αυτό, ας πούμε, για αρκετά χρόνια μέχρι το 2003, που πήρα μια απόφαση να φύγω από αυτήν την πόλη, που με έτρωγε μέρα με τη μέρα. Και νομίζω με έτρωγε γιατί δεν μου έδινε κάτι ενδιαφέρον, να μου δώσει ένα νόημα στη ζωή μου. Δηλαδή δεν νομίζω ότι το φταίξιμο είναι 1000% δικό μου. Είναι και του συστήματος και της κοινωνίας, που δεν σου δίνει πολλές προτάσεις διαφυγής, να ψάξεις να βρεις ένα νόημα για να πεις ότι «δεν χρειάζεται να πίνω ναρκωτικά, γιατί υπάρχει αυτό που είναι υγιές».
Και το 2003;
Αποφάσισα να φύγω από εκεί και να 'ρθω στη Θεσσαλονίκη πάλι, μετά από αρκετά χρόνια. Και στη Θεσσαλονίκη, για καλή μου τύχη, πέτυχα έναν φίλο μου που με είχε βοηθήσει, όταν ήμουνα στην Αλεξανδρούπολη και μου ζήτησε τώρα αυτός βοήθεια, για να τον φιλοξενήσω στο σπίτι που νοίκιαζα και δούλευα. Είχα… Με είχε βοηθήσει ο αδερφός μου να βρω μια δουλειά και ήρθε αυτός ο φίλος και τον φιλοξένησα για μια μέρα, γιατί του είπα ότι το σπίτι είναι πολύ μικρό, [00:20:00]«Μπορώ να σε φιλοξενήσω μια μέρα, αλλά δεν μπορώ για περισσότερες γιατί δυσκολεύομαι φίλε, δεν μπορώ, θα σηκώνομαι και θα σε πατάω». Τον έβαλα να κοιμηθεί κάτω και αυτός ο φίλος μου είπε την επόμενη μέρα: «Πάμε για καφέ να σου δείξω έναν χώρο» και δεν μου είπε τίποτα περί ανάρρωσης γιατί ήμουνα μες στην άρνηση. Και την πρώτη φορά με πήγε στο πρόγραμμα, στο Π.Π.Α. Κάτσαμε εκεί, ήπιαμε καφεδάκι και μου άρεσε πάρα πολύ το πώς με αποδεχθήκανε εκεί τα παιδιά. Φοβερό πράγμα η αποδοχή, γιατί όσο κουβαλάς εσύ ο ίδιος την ταμπέλα σου, νιώθεις λίγο παρείσακτος παντού. Νιώθεις ότι «δεν χωράς πουθενά», όπως λέει και το τραγούδι. Και πήγα εκεί και σαν να χωρούσα εκεί. Ξέρεις με αποδεχθήκανε πολύ όμορφα τα παιδιά. Γιατί και αυτό χρειάζεται μια ισορροπία. Άμα με αποδεχθείς πολύ, είναι σαν να με λυπάσαι και λίγο και αυτό μου βγάζει αντίδραση, μου βγάζει περηφάνια. Με αποδεχθήκανε νομίζω έτσι όπως έπρεπε και μου βάλανε και τα όρια που έπρεπε, πάλι με αγάπη και όχι με πειθαρχία ή με ένα ρολάκι του «καλύτερου από 'μενα», κάπως έτσι... Του «πιο πάνω από 'μενα». Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ να πάω και την επόμενη μέρα. Παράλληλα την ίδια μέρα, αφού κάτσαμε και ήπιαμε εκεί καφέ πήγα και στις ομάδες αυτοβοήθειας, την ίδια μέρα στους ΝΑ, με αυτόν τον φίλο. Να 'ναι καλά εκεί που είναι, γιατί έχω να τον δω καιρό, χρόνια δηλαδή, αλλά με βοήθησε πολύ. Ο Ηλίας... έτσι τον λένε.
Ναι.
Και πήγα κι εκεί κι εκεί ένιωσα, μετά από πολλά χρόνια ακόμη ένα συναίσθημα, που με έκανε να νομίζω εκείνη την ώρα μέσα στην τρέλα που είχα και μέσα στην παράνοια, να σκέφτομαι: «Μήπως έχω βαρέσει καμιά κόκα και χτυπάει έτσι η καρδιά μου;», γιατί δεν την άκουγα, δεν την ένιωθα την καρδιά μου μες στα πιώματα. Και σαν μια ανώτερη δύναμη να με έπιασε απ' τ’ αυτί και να με ταρακούνησε και να μ' έλεγε: «Κάτσε εδώ και άκου! Άκου τι γίνεται!», ένα πολύ δυνατό συναίσθημα. Και έκατσα και άκουσα την κάθε λέξη που είπαν τα παιδιά εκεί!
Τι είπανε θυμάσαι;
Θυμάμαι, φίλε μου, μια γυναίκα — δεν θέλω να πω το όνομά της — την οποία την βλέπω στην τηλεόραση σήμερα, που την έβλεπα και έλεγα, γιατί ξέρεις όταν εσύ τσαλακωμένος και κάνεις μπαμ, είσαι αγριεμένος από τη χρήση και βλέπεις κάποιον που έχουν φουσκώσει τα μαγουλάκια του, έχει πάρει το χρώμα του, τα ρουχαλάκια του είναι ατσαλάκωτα, λες: «Τι έχει πιει αυτός τώρα, μωρέ; Έπινε αυτός εδώ; Έπινε αυτή εδώ;» και σου βγαίνει αυτός ο διαγραφέας ότι «Τι να με πει τώρα αυτή, σιγά να μην έπινε...». Κάπως έτσι, γιατί έχεις την τάση να φύγεις από 'κει, κάτι σε τραβάει, κάτι σου βάζει τρικλοποδιές. Αλλά έκατσα και την άκουσα προσεκτικά και όλα αυτά που έλεγε, φίλε, με χτυπούσανε ξέρεις στην καρδιά μου. Έλεγα: «Σώπα ρε συ, το 'χω βιώσει αυτό, έχω βρεθεί εκεί που βρέθηκε, σ’ αυτό το μέρος. Καταλαβαίνω τώρα για τη χαρμάνα που αφηγείται. Έχω νιώσει πως είναι να είσαι με χίλια άτομα και να νιώθεις μόνος σου». Έτσι φοβερά λόγια, φοβερές κουβέντες που με κάνανε να σηκώσω αυθόρμητα το χέρι και να πω ότι «Παιδιά σας ευχαριστώ για αυτά που άκουσα, εγώ θα 'ρθω και αύριο», μόνο αυτό είπα. Και πράγματι, ξαναπήγα και αύριο και την επόμενη μέρα και πέρασε ένας μήνας που σήκωνα το χέρι μοιραζόμουν ότι είμαι καθαρός σε αυτό το πρόγραμμα — γιατί αυτό είναι για μιάμιση ώρα — και με ρωτούσανε οι συντονιστές «Μήπως έχεις πιει κάτι;» και εγώ ήμουνα μες στην άρνηση ότι «Τι εγώ να πιώ πρέζα;». Και μετά μου είπανε ότι το πρόγραμμα είναι πλήρης αποχής, ενώ εγώ εκείνο το διάστημα έπινα μαύρο, έπινα ξύδια, έπινα κάνα ecstasy και δεν έπινα μόνο πρέζα και νόμιζα ότι το πρόγραμμα εκείνο ήταν ότι η πρέζα ήταν το πρόβλημα, ενώ το πρόβλημα ήταν πολύ πιο βαθύ. Αφού δέχτηκα ότι θα ’πρεπε να ξεκινήσω σωστά, όπως αυτοί, το ’κανα, μέτρησα μετά από ένα μήνα, μια μέρα καθαρός και το 'κανα με τον δικό τους τον τρόπο. Γιατί με τον δικό μου τον τρόπο έσκαβα τον λάκκο μου. Δεν μπορούσα ποτέ να προχωρήσω και να συνεχίσω κάτι, πάντα σταματούσα στα πολύ γρήγορα.
Είχες ξαναπροσπαθήσει μόνος σου να κόψεις-
Είχα προσπαθήσει-
Όλα τα χρόνια;
Πολλές φορές είχα προσπαθήσει να κόψω αλλά πάντα με λάθος τρόπο, με τον δικό μου. Δηλαδή εγώ νόμιζα ότι αυτό που με σκοτώνει ήταν η πρέζα και έλεγα δεν θα πίνω πρέζα, αλλά συνέχιζα να πίνω μαύρο. Το μαύρο ή το αλκοόλ ή τα χάπια πάλι σε έχουνε σ’ έναν κύκλο ανθρώπων που έχουν και πρέζα. Δηλαδή… Και το πρόβλημα δεν είναι η ουσία, το πρόβλημα είναι όλο αυτός ο κοινωνικός περίγυρος. Σταμάτησα κάποιες φορές να πίνω μαύρο και έπινα μόνο αλκοόλ. Πάλι, στο τέλος, πρέζα ήπια. Σταμάτησα να πίνω αλκοόλ και να πίνω μαύρο, πάλι στο τέλος πρέζα ήπια. Γενικότερα ότι χημικές διαδικασίες άλλαξα τίποτα δεν λειτούργησε. Όταν δεν έπινα τίποτα, έτρωγα τέτοια απομόνωση φίλε, που δεν αντεχόταν. Δηλαδή βρισκόμουνα… Αυτοί που τους έχασα από μικρός είχανε φύγει πολύ μπροστά, δεν τους έφτανα. Αυτοί που μένανε πίσω, ήτανε πολύ πίσω και εγώ ήμουν στη μέση. Γιατί αυτοί που ήταν μπροστά δεν πίνανε, οι άλλοι που πίνανε πολύ πεθαίνανε — που ήτανε πίσω — και εγώ ήμουν στη μέση και δεν ήξερα προς τα πού να πάω. Και πάντα σε τραβάει αυτό που είναι πιο οικείο, δηλαδή να πάω πίσω. Εκεί είχα έναν ρόλο, ήμουνα «κάποιος». Με τους μπροστά που είχαν εξελιχθεί, είχαν κάνει οικογένειες, που είχανε δουλειές, που, που, που... Δεν μπορούσα φίλε να βγάλω συνεννόηση, ένιωθα πολύ ξένος. Ενώ με τους πίσω, ένιωθα οικεία, ένιωθα ένας απ’ αυτούς. Όταν όμως… Και εκεί πιστεύω ότι ήταν, αυτό ήταν πολύ σημαντικό, το ότι βρέθηκα και στο Π.Π.Α και στο Ν.Α. βρήκα τον κοινό τόπο με άλλους ανθρώπους σαν κι εμένα! Δηλαδή βρήκα το παρεάκι αυτό, που ήταν στην ίδια φάση με εμένα, που είχαν κόψει τα ναρκωτικά και ψάχνανε έναν καινούργιο τρόπο ζωής, πολύ σημαντικό. Και ήταν και πολύ σημαντικό που το κάνανε με μια, πώς να το πω τώρα... Θα προσπαθήσω να το περιγράψω σαν μια οριοθετημένη ελευθερία. Δηλαδή πολλά μοντέλα ανάρρωσης έχουνε πολλή πειθαρχία που εμένα μου θυμίζει στρατό, δεν θα μπορούσα να κάτσω πουθενά σ’ αυτά, γιατί είμαι αντιδραστικός. Αν όμως με αφήσεις ελεύθερο, αλλά μου πεις και το σωστό, ότι «Φίλε δεν θα σου πούμε τι θα κάνεις ούτε θα σε διώξουμε, αλλά αυτό που κάνεις είναι λάθος». Επειδή το 'χω το φιλότιμο, θα κάτσω να το σκεφτώ και με βοήθησαν πάρα πολύ αυτές οι εσωτερικές μου σκέψεις: λίγο να κάτσω να ακούσω τι μου λες, πώς μου βάζεις το όριο, ότι τελικά το κάνεις με αγάπη, δεν το κάνεις με κάποιο αρρωστημένο κίνητρο και με χτυπάς στο φιλότιμό μου και λέω: «Ναι, ρε συ, πρέπει να το κάνω αυτό!», γιατί είναι το σωστό, το δίκαιο. Και σιγά, σιγά, σιγά έτσι προχωράς.
Ναι. Να σε ρωτήσω εγώ τώρα κάτι... Όλα τα χρόνια έκανες χρήση, είπες ξεκίνησες από την Τούμπα, μετά στην άλλη πόλη, πρώτη φορά πρέζα ήπιες στην άλλη πόλη... Η μαμά σου όλα αυτά τα χρόνια τι έκανε με εσάς; Από ό,τι κατάλαβα έπινες εσύ κι έπινε και ο δίδυμός σου αδερφός.
Ναι. Κοίταξε η μητέρα μου, επειδή έλειπε ο πατέρας μου, έπρεπε — και τα άλλα μου τα αδέρφια, δεν ήταν τόσο μεγάλοι τότε — έπρεπε να κρατήσει ένα σπίτι με όλα αυτά που χρειάζεται ένα σπίτι. Λογαριασμούς, δουλειές του σπιτιού, μαγειρέματα, όλα αυτά. Δεν προλάβαινε η γυναίκα. Τώρα με εμάς τους δύο, που φεύγαμε το πρωί και γυρνούσαμε το άλλο πρωί, προσπαθούσε η καημένη να βάλει τα όρια αλλά ήτανε δύσκολο. Εγώ θυμάμαι ότι πάντα έτσι, γιατί από μικρός ήμουνα χειριστικός, έκανα κάτι αλλά πίσω από αυτό κάτι άλλο ήθελα να κάνω. Δηλαδή θυμάμαι ότι τη μάνα μου την έψηνα για πλάκα, την πουλούσα και την αγόραζα, άμα ήθελα. Στα 16-17 περίπου, κάπου στα 16,5 της είπα ότι θα πρέπει να δουλέψω, «Να, βρήκα μια δουλειά καλή και θα πρέπει να είμαι εκεί, για να παίρνω καλά μεροκάματα και να μπορώ να βοηθάω λίγο και στο σπίτι» αλλά αυτό που ήθελα εγώ ήτανε να δουλεύω στο συγκεκριμένο μαγαζί, που η συμφωνία που είχαμε κάνει με το αφεντικό ήτανε να μου δίνει τότε 5 χιλιάδες δραχμές και δύο τσιγάρα μαύρο κάθε βράδυ. Είχε ένα αποθηκάκι πάνω από 'κει, απ' το μαγαζί, ήταν σαν να το είχα νοικιάσει χωρίς να δίνω ενοίκιο. Είχα σχέση με τη σερβιτόρα στο μαγαζί και κοιμόμουν εκεί, σαν να ζούσα εκεί ήταν. Όλη μέρα δούλευα, το βράδυ ήμουν εκεί. Το πρωί ξανά δουλειά, περνούσα καμιά φορά κι απ’ το σπίτι, άφηνα κάνα φράγκο και σαν να ήταν όλοι ευχαριστημένοι με κάποιον τρόπο.
Ένιωθες βασιλιάς τότε;
Δεν ένιωθα βασιλιάς ακόμα, γιατί έπινα μαύρο τότε πολύ και ξύδια. Βασιλιάς άρχισα να νιώθω, όταν έπινα πρέζα. Ναι...
Νύχτα λες, κέντρο διασκέδασης ήταν αυτό;
Ναι έχω δουλέψει σε 3-4 μαγαζιά στην πόλη που ήμουνα και πόρτα[00:30:00] δούλευα σε κάποια φάση και σερβιτόρος. Πολύ αλκοόλ μαζί με ναρκωτικά, πολύ αλκοόλ... Φασαρίες…
Παρέες;
Παρέες... Πάλι βλέπω ένα κομμάτι μου που ήταν πολύ κοινωνικό, δηλαδή είχα πολλούς φίλους… Φίλους! Γνωστούς ας πούμε που ήξερα, τους συμπαθούσα και με συμπαθούσανε, που ήταν της μέρας, δεν τους έβλεπες βράδυ και πάρα πολλούς που ήταν της νύχτας. Δηλαδή κι αυτό νομίζω ότι ήταν ένα χαρακτηριστικό. Λέμε καμιά φορά μέσα στην ανάρρωση ότι είναι μια συμπεριφορά το να πίνεις και καταστάσεις, όχι μόνο ουσίες. Δηλαδή κάποιοι πίνουν έναν άνθρωπο. Ένας που κάνει ένα ερωτικό έγκλημα και σκοτώνει τον άνθρωπο του, νομίζω ότι το κάνει γιατί τον έχει πιει ήδη, τον πίνει πολλά χρόνια. Κι όταν αυτός ο άνθρωπος φεύγει, δεν μπορεί να το αποδεχθεί. Χαρμανιάζει τόσο πολύ, νομίζει ότι έχει χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του — γιατί δεν έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του — και αποφασίζει να τον σκοτώσει, γιατί δεν μπορεί να αντέχει χωρίς αυτόν. Σου λέει: «Αφού δεν το 'χω εγώ, καλύτερα να μην το 'χει κανείς», κάπως έτσι... Και είδα ότι εγώ έπινα πριν από τα ναρκωτικά, έπινα τη ζωή και τη μέρα και τη νύχτα. Δηλαδή στις δουλειές που ήμουν στις πρωινές δούλευα πάρα πολύ, ήμουν εργατικός, ήμουν κοινωνικός, ευγενικός, μιλούσα πολύ με τους ανθρώπους και το βράδυ πάλι το ίδιο. Δηλαδή πήγαινα σε μαγαζιά στη νύχτα, ήμουνα πολύ κοινωνικός στα τραπέζια που σέρβιρα, είχα φίλους της νύχτας που δεν τους έβλεπες το πρωί — γιατί ξυπνούσανε απ' το μεσημέρι και μετά — και μου άρεσε να τη ζω τη ζωή στα γεμάτα, και το πρωί και το βράδυ. Και αυτό, νομίζω, με μπέρδεψε γιατί σε κάποια φάση υπερεκτίμησα πολύ τον εαυτό μου και αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Γιατί για αρκετό καιρό δούλευα, θυμάμαι, σε ένα συνεργείο που φτιάχναμε μηχανές, δούλευα απ' το πρωί μέχρι το απόγευμα. Το αφεντικό μου ήταν αλκοολικός. Από το πρωί, ανοίγαμε δέκα η ώρα το πρωί πίναμε ένα μπουκάλι Dewar's μέχρι το απόγευμα, μετά από 'κει πηγαίναμε σ’ ένα διπλανό χωριό, πίναμε και εκεί μερικά ποτά και μετά εγώ πήγαινα σπίτι. Είχα ένα ποτό δίπλα που έκανα μπάνιο. Έκανα μπάνιο, έβγαζα τα γράσα από τα χέρια, ντυνόμουνα, ξυριζόμουνα και πήγαινα και δούλευα νύχτα και σχολούσα το πρωί. Γυρνούσαμε το πρωί, βλέπαμε πώς η νύχτα γίνεται μέρα, το ξημέρωμα, πίναμε τσιγάρα και μετά πήγαινα σπίτι, έβγαζα τα καλά τα ρούχα και φορούσα τα ρούχα της δουλειάς. Έπινα δυο καφέδες και πήγαινα δέκα η ώρα πάλι σ’ αυτό το μαγαζί. Ένιωθα δηλαδή σχεδόν άτρωτος και το έκανα για καιρό αυτό. Μετά μπορεί Σαββατοκύριακο να έπεφτα για δυο μέρες, να κοιμόμουνα και μετά ξανά αυτό. Και στην πορεία και ναρκωτικά και αλκοόλ πολύ και, και, και. Και όλα αυτά που με μπερδεύανε πολύ.
Ναι. Θυμάσαι κάποια στιγμή — που λες: «Ένιωθα άτρωτος» — άμα θυμάσαι κάποια, ένα περιστατικό, ένα κορυφαίο περιστατικό που να το ένιωσες αυτό και με τι τρόπο το βίωσες;
Πολλά μπορώ να θυμηθώ. Αλλά έτσι ένα σκηνικό, που κι αυτό είναι έτσι πολύ δυνατό και μου έχει μείνει και ένιωθα πραγματικά άτρωτος, ήταν όταν σε μια άλλη πόλη βρέθηκα μαζί με την κοπέλα μου σε ένα river party και σε κάποια φάση παρατήρησα ότι πήγαμε στο ποτάμι και κάναμε μπάνιο με τα εσώρουχά μας. Ένιωθα πολύ ελεύθερος και την ώρα που γυρίσαμε, παρατήρησα ότι με περικυκλώσανε 20 άτομα και ένας από αυτούς ήρθε και μου έβγαλε ένα μαχαίρι και μου το κόλλησε στο λαιμό. Γιατί τους είχα φάει κάποια λεφτά, που είχανε στείλει αυτοί στη Θεσσαλονίκη για να τους φτιάξω εγώ μαύρο και τα φάγαμε τα λεφτά, γιατί πίναμε. Και είχαμε αυτό: «Τι θα κάνουν τώρα; Θα μας πάνε στην αστυνομία;». Και με γνωρίσαν αυτοί, μου κάναν αυτό, μου βάλαν το μαχαίρι στο λαιμό και από μέσα μου σκεφτόμουν: «Ρε βλάκα, αφού δεν μπορείς, τι θα με κάνεις; Μπροστά σε 20 άτομα και σε άλλους 500 που είναι στο πάρτι, θα με κόψεις τον λαιμό;». Και σαν να γελούσα, ένιωθα ότι δεν με ακουμπάει τίποτα και με χτυπήσανε. Με δώσανε 2-3 μπουνιές και πάλι ήμουνα τόσο μουδιασμένος απ’ τα ναρκωτικά που είχα πιει, φίλε, που δεν καταλάβαινα τίποτα. Και θυμάμαι με αφήσανε και με το που με αφήσανε ήρθε η κοπέλα που ήταν μαζί μου, την πήρα αγκαλιά και φύγαμε μαζί και με κοιτούσε έτσι με απορία και μου ‘λεγε: «Καλά δεν πόνεσες; Δεν θα κλάψεις; Δεν φοβήθηκες; Γιατί είσαι τόσο, ας πούμε, ατάραχος;». Και εγώ ένιωθα αυτό, ότι σφαίρα δεν με περνάει. Αλλά είναι αυτό της παραμύθας, που έχει φάει πολύ κόσμο έτσι.
Εσένα όλες οι σχέσεις σου οι ερωτικές είχαν επίσης να κάνουν με χρήση;
Να σκεφτώ λίγο... Νομίζω ναι. Νομίζω ναι. Μπορεί να ξεχνάω κάποια κοπέλα που ίσως να μην έπινε αλλά όχι, νομίζω ότι όλες είχανε σχέση. Όχι όσο έπινα εγώ, δεν πίναν τόσο. Κάποιες που πίνανε κανένα τσιγάρο, όταν είδανε ότι εγώ έπινα πρέζα, χωρίσαμε. Πολλές πήραν τον ρόλο της νοσοκόμας, βρήκανε κίνητρο στη σχέση για να μπορέσουν να κάνουν το καλό και δεν τα καταφέρανε. Κάποιες στην προσπάθειά τους πέσανε κι αυτές στην πρέζα.
Μπορείς να ξεχωρίσεις κάποια ιστορία από όλες αυτές που σου έχει μείνει;
Από σχέσεις;
Μια ιστορία έτσι που θυμάμαι είναι ότι μια φορά ήμουνα με μια κοπέλα, να 'ναι καλά και αυτή εκεί που είναι, αν δεν κάνω λάθος πρέπει να έχει... Δεν έχουμε σχέση, μου ζήτησε να μην έχουμε καθόλου σχέση. Αν και θα 'θελα να μάθω έτσι τι κάνει, όχι ερωτικά, απλώς έτσι σαν άνθρωπος, με ενδιαφέρει. Περάσαμε μαζί 2-3 χρόνια μαζί και περάσαμε ωραία. Κι όχι μόνο με αυτήν, με όλες τις σχέσεις. Απλώς με αυτήν είχαμε ένα σκηνικό στη φάση αυτήν τότε που σου λέω, που η χρήση ήτανε στα γεμάτα, που μια μέρα εγώ νοίκιαζα ένα σπίτι. Γενικότερα, έχω αλλάξει αρκετά σπίτια και πάντα έφευγα βράδυ, χρωστούσα πολλά λεφτά και έφευγα. Τα μάζευα με το φορτηγάκι κάποιου φίλου πάντα και έφευγα βράδυ κι άφηνα πιστολιές. Μια μέρα σ’ ένα σπίτι που ήμασταν, σε ένα υπόγειο, ήταν νομίζω μια από τις σπάνιες μέρες που δεν βρισκόμασταν μαζί εκεί για να κάνουμε σεξ και… Γιατί ήταν στις μέρες της τις δύσκολες και τι θα κάνουμε; Θα κάτσουμε ν’ ακούσουμε μουσική και να διαβάσουμε ο καθένας… Εγώ διάβασα ένα Λούκυ Λουκ θυμάμαι και αυτή ένα βιβλίο, γιατί ήτανε και φοιτήτρια και εκεί που υπάρχει αυτή η δυνατή ησυχία στο δωμάτιο, ξαφνικά σπάει η πόρτα και μπαίνουνε δύο μπάτσοι με πιστόλια. Και αρχίζουν φωνάζουν, η κοπέλα έχει σοκαριστεί λίγο και λέω: «Πώς μπήκατε να πούμε;» και μου λέει: «Μας είπε ο αδερφός σου». Θυμάμαι ότι είχαμε ένα παράθυρο που άνοιγε πολύ με συγκεκριμένο τρόπο και όταν πήγαν να σπάσουν την πόρτα, τους είπε ο αδερφός μου: «Γιατί, ρε, να σπάσετε του αδερφού μου την πόρτα; Μπείτε από 'κει». Και μπήκανε ξέρεις έτσι κι εμείς φλασάραμε. Και μας πήραν μετά με δυο ασφαλίτικα, γιατί είχαν πιάσει απ' έξω τον αδερφό μου με κάτι χάπια και λίγο μαύρο κι ένα κλεμμένο μηχανάκι, κάτι τέτοιο και μας πήγανε στην Ασφάλεια. Να φωνάξανε λίγο τους μπαμπάδες απ’ τα κορίτσια, εμάς λίγο έτσι μας φοβίσανε, δεν έγινε τίποτα, μας αφήσανε. Στο τέλος και με φάρμακα φύγαμε θυμάμαι. Κάτι τους είχε πει ο αδερφός μου ότι πονάει και θέλει hipnosedon και είχανε δώσει και χάπια. Διάφορες ιστορίες, άμα κάτσω να θυμηθώ έτσι, διάφορες. Αλλά αυτή ήταν δυνατή, που πάλι ένιωθα άτρωτος σε αυτό... Νομίζω ότι αυτό κάνουν τα ναρκωτικά, σε μουδιάζουν τόσο πολύ που δεν νιώθεις φόβο, δεν νιώθεις ανασφάλεια, δεν νιώθεις… Δεν νιώθεις γενικότερα.
Ναι. Πέρα από το όταν γύρισες Θεσσαλονίκη, είδες αυτόν τον φίλο σου, σε πήγε τυχαία στο Πρόγραμμα Αυτοβοήθειας... Υπήρξε κάποιο άλλο, κάποια άλλα ταρακουνήματα; Δηλαδή σφαλιάρες; Πιο πριν, που να πεις ότι-
Ότι πρέπει να κόψω;
Ναι ή ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ναι... Νομίζω ο λόγος που έφυγα απ’ την Αλεξανδρούπολη που σου είπα είναι ότι το τελευταίο διάστημα, τον τελευταίο χρόνο εκεί, τα overdose ήταν το ένα μετά το άλλο και όχι μόνο overdose, ας πούμε. Θυμάμαι τη μια φορά νοίκιαζα ένα άλλο σπίτι σ’ ένα δώμα, σε μια ταράτσα πάνω, ξύπνησα στο νοσοκομείο και είδα τη νοσοκόμα από πάνω μου και νόμιζα ήταν η Παναγία. Είχα έτσι μια εμπειρία μεταθανάτια, είδα πέτρινα σκαλιά και τα σκεφτόμουν κι έλεγα — κάποτε τα άκουγα που τα λέγανε αυτά — και έλεγα: «Τι μαλακίες είναι αυτές!».[00:40:00] Και, όντως, φίλε ένιωσα το σώμα μου να μην το βλέπω, να κρυώνω και να βλέπω πέτρινα σκαλιά, να τα ανεβαίνω και στο πέμπτο σκαλί άνοιξα τα μάτια μου και είδα την νοσοκόμα. Και θυμάμαι ότι ήρθε ο αδερφός μου, μάλλον φώναξε η νοσοκόμα τον αδερφό μου απ' έξω, μου λέει: «Είναι εκεί έξω μια ώρα και έχει πρηστεί στο κλάμα, κλαίει συνέχεια». Και ήρθε ο αδερφός μου και με είδε ζωντανό και αφού ξεπεράσαμε το πρώτο σοκ, μετά ανεβήκαμε πάνω και ήπιαμε, στο νοσοκομείο μέσα. Και σκέφτομαι ότι αυτό, δεν μας φόβιζε τίποτα. Ο μεγαλύτερός μας φόβος ήταν να μην τελειώσουνε τα ναρκωτικά. Να μην δυσκολευτούμε να πιούμε. Εκεί θυμάμαι μετά πάλι, μετά από αυτό το σκηνικό, κάποιο έτσι πάρτι σ’ ένα μαγαζί με πολύ αλκοόλ και πολλά ναρκωτικά και μπερδεμένα ναρκωτικά, πρέζες, κόκες, δηλαδή και σκόνες και χάπια και ecstasy και ξέρω 'γω, να ξυπνάω την επόμενη μέρα και να είναι βρεγμένο όλο το κρεβάτι και να νομίζω ότι μου έχουν ρίξει κουβάδες με νερό. Και τελικά να καταλαβαίνω ότι είναι τα ούρα μου, αλλά επειδή είχα τόσο αλκοόλ μέσα μου, να μην μυρίζουν ούρα. Να μου λέει η κοπέλα μου ότι «Ρε συ, φοβήθηκα ότι θα πεθάνεις, γιατί είχανε γυρίσει τα μάτια σου και φαινότανε μόνο το άσπρο. Ήταν ανοιχτά τα μάτια σου και ήταν μόνο άσπρα. Δεν έβλεπες μάτι». Πολλά τέτοια και τότε, Νίκο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί υπήρχε μια «Ιθάκη», μια «Ιθάκη» υπήρχε και αν δεν κάνω λάθος και μια μεθαδόνη υπήρχε; Που είχε κάτι νούμερα, που λέγανε: «Είσαι το 6000», αυτό το νούμερο μου έρχεται τώρα, γιατί με πήρανε τηλέφωνο κάποτε... Το 6000 τόσο στη σειρά για να μπεις. Δεν υπήρχανε λύσεις. Σήμερα υπάρχουνε κέντρα, έχει αλλάξει το προφίλ του χρήστη, έχουν αλλάξει τα ναρκωτικά. Τότε ήταν έτσι…
Είναι αλλιώς.
Ναι, τώρα είναι αλλιώς.
Με τον αδερφό σου μαζί τι κάνατε ακριβώς; Τα πάντα;
Τα πάντα, ναι. Πίναμε για καιρό μαζί, είχαμε έτσι και μια ανταγωνιστική σχέση, ποιος πίνει πιο πολύ, ποιος κάνει τα καλύτερα κουμάντα. Εγώ πάντα ήμουνα έτσι λίγο πιο φλώρος από αυτόν, κάπως έτσι. Δηλαδή επειδή αυτός πρώτος μπήκε στα ναρκωτικά, ήξερε περισσότερο κόσμο, αλλά τελικά εγώ είχα μεγαλύτερες συνέπειες. Έκανα αυτήν τη χρήση, την φωτοκροτίδα, που σου είπα που ήταν πολύ, μέσα σε δύο χρόνια δηλαδή τα ’κανα όλα. Και νομίζω ότι έπαιξε μεγάλο ρόλο και αυτό, το ότι σε κάποια φάση είδε τι συνέπειες βγάζω εγώ και τον βοήθησε και αυτόν για να κόψει μετά από ‘μενα.
Έκοψε;
Ναι, ναι έχει κόψει και είναι σήμερα που μιλάμε, τώρα δηλαδή σχεδόν συμπτωματικά — γιατί περάσαν μερικές μέρες — τη Δευτέρα που μας πέρασε έκλεισα 19 χρόνια καθαρός. Ναι, και ο αδερφός μου έχει 10 χρόνια διαφορά με ‘μενα. Είναι 9 χρόνια καθαρός. Και αυτή ήταν και αυτή μια δύσκολη δεκαετία για εμένα. Να μπορέσω να βοηθήσω τον αδερφό μου να μείνει καθαρός. Που τελικά η αλλαγή του έγινε, όταν σταμάτησα να προσπαθώ. Όσο προσπαθούσα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Όταν του είπα ότι «Εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ζήτα από κάποιον άλλο βοήθεια», τότε έγινε το θαύμα.
Ναι. Πάμε, λοιπόν, στην αυτοβοήθεια, αλλάζει το σκηνικό σου-
Πολύ.
Αρχίσεις να μυείσαι και στις ομάδες των Ν.Α. Μετά τον ένα μήνα, πρώτη μέρα καθαρός. Πώς νιώθεις;
Νιώθεις ότι πήρες ξανά τη βαλίτσα αυτή που άφησες στα 17, στα 18. Και αυτή η βαλίτσα είναι γεμάτη κόμπλεξ, ανασφάλειες, φόβους, ερωτηματικά. Έχει σημαντικό βάρος.
Τα οποία είχαν να κάνουνε για 'σενα;
Με τα πάντα. Με το πώς θα μπορέσω να είμαι αυτόνομος, να 'μαι αυτοσυντήρητος, να μάθω τελικά τι θέλω να κάνω στη ζωή. Δεν ήξερα τι θέλω να κάνω, πώς θα μπορέσω να επιβιώσω. Γιατί δεν είναι ότι λες: «Θέλω να σπουδάσω, να γίνω -τι να σου πω- μαθηματικός». Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, γιατί πρέπει να δουλέψεις, να φας, ζεις μόνος σου. Και πρέπει να αποφύγεις και όλες αυτές τις παγίδες, που μπορεί να σε ξαναστείλουν στο πιώμα. Άρα ζεις την κάθε μέρα μόνο για σήμερα, πολύ σημαντικό αυτό που σου λέω. Ακόμα και σήμερα το βιώνω και αυτό νομίζω ότι έχει σώσει κι εμένα και πολύ άλλο κόσμο.
Να πούμε ότι αυτό που αναφέρεις είναι και ένα από τα κεντρικά νοήματα των ομάδων αυτοβοήθειας-
Ναι.
Το «μόνο για σήμερα θα μείνω καθαρός».
Ναι. Του Ν.Α. Πώς θα μάθω να κάνω φίλους, ποιοι θα είναι οι φίλοι μου. Όταν έχεις συνηθίσει ένα άλλο προφίλ ανθρώπων, τώρα στην καινούρια αυτή ζωή πρέπει να φτιάξεις ένα κοινωνικό πλαίσιο, που να ταιριάζει με την κατάστασή σου.
Ναι.
Δεν μπορώ ας πούμε να πάω, να συχνάζω στην Ναυαρίνου και να ψάχνω να κάνω εκεί σχέσεις. Είναι σαν να θέλω υποσυνείδητα να πιω.
Θέλεις να μου πεις λίγο, ξεκινώντας τη διαδικασία ανάρρωσης σου, αν μπορεί να βάλεις κάποια είτε ορόσημα είτε κάποια σημαντικά γεγονότα που σε βοήθησαν ή πήγαν να σε πάνε πίσω;
Αυτό ακριβώς θα σου πω τώρα κάτι, ένα συγκεκριμένο γεγονός που με βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να με πάει πάρα πολύ πίσω, ήταν ο θάνατος ενός πολύ καλού φίλου ας πούμε και ήταν και ο εργοδότης μου. Δηλαδή στις 80 μέρες, 80 μέρες καθαρός ξεκίνησα να δουλεύω. Σ’ αυτές τις 80 μέρες με βοήθησε ο αδερφός μου, ο μεσαίος. Δούλευα, δηλαδή, σ’ ένα μαγαζί που είχε αυτός τότε αλλά δεν ήμουν και ευχαριστημένος εκεί. Μετά από αυτό, στις 80 μέρες με βοήθησε ο Ιορδάνης, και αυτός να 'ναι καλά εκεί που είναι, συγχωρέθηκε αλλά έχω μια πίστη ότι θα ξανασυναντηθούμε αρκετοί άνθρωποι μεταξύ μας και αυτός ήταν τότε 3 χρόνια καθαρός. Μου είπε κάποια πράγματα, με βοήθησε αναρρωτικά, μου είπε ότι «Έλα στη δουλειά, σε θέλω, σε συμπαθώ. Φαίνεσαι τσακάλι, θα τα πάρεις γρήγορα τα γράμματα. Έλα στη δουλειά. Ξέρεις να περνάς πλακάκια;». Του λέω: «Δεν ξέρω». «Έλα -μου λέει- θα σε βοηθήσω». Και αυτός ο άνθρωπος από τις πρώτες μέρες με εμπιστεύτηκε, πολύ σημαντικό, μου 'δωσε το αυτοκίνητο του — κυκλοφορούσα αυτός με μια μηχανή — και μου 'δωσε εμένα το αυτοκίνητο ώστε να πηγαίνω το πρωί να παίρνω το συνεργείο από δυτικές συνοικίες και να πηγαίνουμε ανατολικά για να δουλεύουμε εκεί, γιατί τότε ανοικοδόμηση σε μια περιοχή της Θεσσαλονίκης. Και εμένα αυτό μου έδωσε έναν ρόλο και μια ευθύνη. Έπρεπε να ξυπνάω το πρωί, ήξερα γιατί ξυπνάω το πρωί. Έπρεπε να πάω, να είμαι συνεπής, να πάω να πάρω τα παιδιά, να πάμε να δουλέψω και εγώ μαζί τους, να μαθαίνω καθημερινά τη δουλειά, να τους επιστρέφω στα σπίτια τους και μετά το μπόνους, ας πούμε, ήταν μαζί με το μεροκάματο που είχα βγάλει είχα κι ένα αυτοκίνητο απ’ το πουθενά. Και έβγαινα με τους φίλους μου, πίναμε… Το σκληρότερο που πίναμε ήταν Red Bull, αλλά… Βιώναμε τη νύχτα της Θεσσαλονίκης αλλά με ασφάλεια γιατί ήμασταν 4-5 άτομα της ανάρρωσης. Και αυτό πολύ ωραίο. Κάναμε, τελειώναμε 20:30-22:00 ήταν τα meeting, 22:30 φεύγαμε, κάναμε κάποιες γύρες και σταματούσαμε σε κάποιο μαγαζί και πίναμε ένα Red Bullάκι όλοι μαζί και μιλούσαμε για το τι θέλουμε να κάνουμε, διασκεδάζαμε ας πούμε, αλλά με μια πιο ωραία έννοια από ό,τι παλαιότερα που έπινα και δεν ήξερα γιατί πίνω. Και με βοήθησε πολύ αυτό. Αυτό που με βοήθησε όμως με άσχημο τρόπο — αυτό που σου περιέγραφα πριν — ήταν ότι στους 6 μήνες πήραμε μια δουλειά στον Δενδροπόταμο, για να περάσουμε εκεί πλακάκια στο σπίτι ενός νταλαβερτζή. Δηλαδή το βλέπαμε, εμείς δουλεύαμε στον πάνω όροφο και από κάτω γινότανε χαμός, μπαινόβγαινε κόσμος αβέρτα. Από αυτό το σπίτι πήρε ένα φιξάκι ο Ιορδάνης και σε μια άλλη δουλειά που πήγε να δει, ήπιε και πέθανε. Κι άφησε ορφανά ένα μωράκι — ήταν τότε έξι μηνών νομίζω — και ένα κοριτσάκι, 4-5. Αυτό από τη μια έχει την παγίδα ότι «Πω ρε φίλε, αυτή η αρρώστια δεν σταματάει ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση, τη γαμήσαμε δηλαδή, θα γίνει κάποτε και σε 'μας. Άρα να μην ταλαιπωριέμαι, ας συνεχίσω να πίνω από τώρα». Το άλλο είναι, η άλλη πλευρά είναι ότι δες λίγο για ποιο λόγο ήπιε, ότι είχε μια υποτίμηση για τα πράγματα: «Έλα, μωρέ, εγώ είμαι τρία χρόνια καθαρός και εγώ ξέρω, εγώ ξέρω, εγώ κάνω». Έκανε λάθη όμως. Επειδή ήμουνα κοντά του έβλεπα ότι η κοινωνική του ζωή είχε τρύπες πολλές.
Δηλαδή;
Δηλαδή ήξερα ότι είχε μια γκόμενα. Δεν γίνεται να ξεκινήσεις μια ζωή με πνευματικές αρχές, να λες στους άλλους πώς να το κάνεις, ότι «τώρα δεν πίνεις», γιατί τα ναρκωτικά είναι το κερασάκι στην τούρτα. Το θέμα είναι ότι η τούρτα θέλει σκάψιμο, θέλει να την ψάξεις.[00:50:00] Να δεις, ας πούμε, για ποιον λόγο έπινες ναρκωτικά. Άμα λες ότι έκοψες τα ναρκωτικά και συνεχίζεις να λες ψέματα, συνεχίζεις να είσαι χειριστικός, συνεχίζεις να έχεις τα χρήματα σαν την υπέρτατη ευτυχία, τότε έχεις πάρει στραβό δρόμο, ρε φίλε. Και κάνει μπαμ αυτό. Εγώ, ας πούμε, σκεφτόμουνα και ακόμα το σκέφτομαι ότι δεν έμεινα καθαρός για να κρύβομαι σαν το ποντίκι από κάποιον, είτε αυτός είναι η γυναίκα μου, είτε είναι ο γιος μου, είτε είναι ένας φίλος μου. Η αλήθεια είναι το πιο σημαντικό εργαλείο και στο λέει ένας άνθρωπος, που έλεγα μια ζωή ψέματα. Και πριν απ’ τα ναρκωτικά. Γιατί, ας πούμε, όταν με ρωτούσανε όταν είμαι 11 χρονών και ο πατέρας μου ήταν στη φυλακή, μου λέγανε: «Τι γίνεται; Τι κάνει ο μπαμπάς σου;». Τι να τους πω, ότι είναι στη φυλακή; Τους έλεγα παραμύθια: «Δουλεύει στα τρένα και γι’ αυτό δεν είναι εδώ. Είναι φορτηγατζής, κάνει το ένα, κάνει το άλλο», συνεχώς ψέματα για να μην εκτεθώ απ’ την αλήθεια. Και το δούλευα πολύ το ψέμα, είδα ότι με το ψέμα μπόρεσα να επιβιώνω μες στη χρήση. Είδα όμως ότι το ψέμα παραλίγο να με στείλει και να με τρελάνει. Στο τέλος έλεγα τόσα ψέματα που δεν ήξερα τι ήταν αλήθεια και τι ήταν ψέμα. Ήμουνα μισότρελος. Όταν τα παιδιά εκεί, να 'ναι καλά όλοι τους, η διαδικασία γενικότερα αλλά και τα παιδιά — γιατί και οι προσωπικότητες μετράνε και στα δύο προγράμματα που πήγα — μου δείξαν τον δρόμο και μου είπαν ότι: «Κοίτα, πρέπει να αλλάξεις 100%». Δηλαδή άμα έλεγες ψέματα, η λύση είναι να είσαι ειλικρινής. Η ανάρρωση αυτό θέλει. Άμα ήσουν χειριστικός, πρέπει να γίνεις, ρε φίλε, άμεσος. Άμα ήσουν τεμπέλης, πρέπει να γίνεις εργατικός. Άμα ήσουν οτιδήποτε ήσουνα πριν, θα πρέπει τώρα να κάνεις το αντίθετο.
Τον θάνατο του φίλου σας πώς τον διαχειριστήκατε; Θέλω να μου πεις ακόμα και όπως θυμάσαι το σκηνικό που ήπιε, τον βρήκες εσύ;
Όχι.
Πώς έγιναν όλα αυτά;
Όχι, εγώ θυμάμαι πολύ καλά ότι με πήρανε τηλέφωνο να πάω στο «Παπαγεωργίου» και την ώρα που ανέβαινα τα σκαλιά, κατεβαίναν τα παιδιά κλαίγοντας και μου είπαν ότι τον χάσαμε. Γιατί μέχρι τότε νομίζανε ότι είναι σε κώμα και ότι θα συνέλθει σε κάποια φάση. Και, για καλή μου τύχη, τα παιδιά που κατεβαίναν ήταν εργαζόμενοι στο πρόγραμμα, μέλη του προγράμματος και είδα ότι αυτό που βίωνα, δεν το βίωνα μόνο εγώ, το βιώναμε παρέα, πολύ σημαντικό... Το μοίρασμα, φίλε, είναι πολύ σημαντικό. Δηλαδή όταν κάτι το μοιράζεσαι, χάνει και το ειδικό του βάρος. Δηλαδή ακόμα και τη χαρά. Γιατί κάποτε πίναμε και από χαρά και από λύπη, γιατί δεν μπορούσαμε να τη διαχειριστούμε πολύ πιθανόν. Σήμερα δεν θέλω να την κρατήσω τη χαρά για ‘μενα, γιατί έχει ένα ειδικό βάρος, αν την μοιραστώ σε 'σενα και σου πω τη χαρά μου, την πω στον έναν, την πω στον άλλον είμαι πιο κουλ. Το ίδιο έχει και η θλίψη. Άμα μοιραστούμε και τη θλίψη και δω ότι αυτό που βιώνω το βιώνουν όλοι, δεν το βιώνω μόνο εγώ. Έχει λιγότερο βάρος, λιγότερο ειδικό βάρος. Και αυτό νομίζω ότι με βοήθησε πάρα πολύ, το ότι δεν ήμουν μόνος. Πολύ σημαντικό.
Και συνεχίζοντας περνάν τα χρόνια…
Περνάν τα χρόνια και μες στα χρόνια νομίζω ότι η διαδικασία από μόνη της σε σπρώχνει να γίνεις καλύτερος. Στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον, έτσι το βιώνω εγώ γιατί βλέπω και ανθρώπους που δεν το πήραν. Το πήραν λάθος, φίλε, το πράγμα. Χωρίς να το καταλάβουν κάναν αντικατάσταση. Δηλαδή είναι πολύ εύκολο να σταματήσεις να πίνεις πρέζα και να μην καταλάβεις ότι πίνεις λεφτά. Ή ότι πίνεις έναν άνθρωπο και είσαι γαντζωμένος από πάνω του, συνεξαρτημένος. Είναι πολύ εύκολο να την πατήσεις πάλι, γιατί το πρώτο που βγαίνει σε έναν ναρκομανή, όταν σταματήσει τα ναρκωτικά είναι η αντικατάσταση. Κάπως πρέπει να ισορροπήσει το κενό αυτό που του 'χουν αφήσει τα ναρκωτικά. Εγώ, για καλή μου τύχει, το γέμισα με ανθρώπους, το γέμισα με πνευματικές αρχές, το γέμισα με καλή σχέση με 'μενα, το γέμισα με μια πολύ καλή σχέση με μια ανώτερη δύναμη, που ο καθένας τη λέει όπως θέλει. Για 'μενα η ίδια είναι παντού.
Ποια είναι;
Νομίζω είναι φίλε η Αγάπη και πολύ πιθανόν να ’ναι κι η Φύση και ο συνδυασμός αυτών: και η αγάπη για τη Φύση. Γιατί η Φύση δεν είναι μόνο η φύση η ίδια, είναι και η φυσική κατάσταση των ανθρώπων. Ν’ αγαπήσω το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μπορεί να βιώνει μια θλίψη εκείνη την ώρα, να μπορέσω να το αγαπήσω αυτό και να 'μαι δίπλα του, να 'μαι παρών. Μπορεί να είναι ο άνθρωπός μου, αλλά μπορεί να 'ναι κι ένας ξένος. Να μπορέσω να το κάνω πάλι μόνο για σήμερα με τον καλύτερο τρόπο.
Η μαμά σου σε όλη αυτήν τη διαδικασία;
Η μάνα μου στην αρχή ήταν πολύ καχύποπτη, τα πρώτα χρόνια. Όσο περνούσε ο καιρός χαιρόταν και ένιωθε έτσι μια περηφάνια. Απ’ την άλλη, σκέφτομαι ότι η μάνα μου που βίωσε αρκετές καταστάσεις σκληρές και με τον πατέρα μου και μ’ εμάς που ήμασταν δύσκολα παιδιά και οι τέσσερις… Νομίζω ότι, ας πούμε, κάποια πράγματα δεν τα βιώνει όπως, δηλαδή ένα παράδειγμα θα σου πω τώρα, η μάνα μου μπορεί ακόμα, έρχεται Χριστούγεννα και Πάσχα με ένα μπουκάλι κρασί στο σπίτι, ένα τσίπουρο χωρίς να καταλάβει ότι εμένα με πειράζει αυτό. Όταν με αγκαλιάζει και βρωμοκοπάει τσίπουρο. Δεν έχει αυτήν την ευαισθησία. Παρόλα αυτά την αγαπάω, μάνα μου είναι. Πολλές φορές μαλώνω μαζί της, πολλές φορές μνησικακώ, αλλά στην τελική-τελική αυτό που πρέπει να μένει είναι η αγάπη.
Και μετά παντρεύεσαι κιόλας.
Ναι παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που γνώρισα μες στα δωμάτια, ο άνθρωπός μου, ας πούμε. Μεγάλη ευγνωμοσύνη, ακόμα και σήμερα, μετά από δεκαεφτά χρόνια που είμαστε μαζί, την ίδια ευγνωμοσύνη. Νιώθω, ας πούμε, δεν θα πω ερωτευμένος, αν και κάποιες φορές και αυτό συμβαίνει, αλλά γενικότερα την αγαπώ πολύ και έτσι νιώθω πολύ τυχερός που την έχω στη ζωή μου. Μπορεί ανά διαστήματα να τσατίζομαι μαζί της, αυτή μαζί μου, που είναι φυσιολογικότατα. Όποιος πει ότι δεν έχει τέτοια μαλώματα στη σχέση κάτι δεν πάει καλά. Αλλά μέχρι σήμερα έτσι, πολύ ευγνώμων και νομίζω ότι η επιβράβευση για μια τέτοια σχέση — που για 'μενα είναι φοβερή — ήτανε ο γιος μας. Έχουμε ένα παιδάκι που είναι σήμερα 11 χρονών σχεδόν και είμαι πολύ ευγνώμων που τον έχουμε κι αυτόν και έτσι δίνει πολλή χαρά στη ζωή μας.
Μέσα στη διαδικασία της ανάρρωσής σου, θέλω να μου πεις ποια ήταν η πιο συγκινητική στιγμή που έζησες και σε βοήθησε.
Η πιο συγκινητική που έζησα και με βοήθησε.
Ή δεν συγκινείσαι εύκολα;
Η αλήθεια αυτό σκεφτόμουν, φίλε, ότι είμαι αρκετό σκληρό παιδί, δηλαδή δεν συγκινούμαι εύκολα. Έτσι πολύ, δεν ξέρω τώρα αν με συγκινεί, αλλά ήταν δύσκολη στιγμή για 'μενα ήταν η κηδεία του πατέρα μου. Και το γεγονός εκείνο, έτσι όχι συγκίνηση, έχει ενός είδους παράνοια ότι δέχεσαι, ενώ σου 'χουν βγάλει τις χειροπέδες, είσαι σε μια κηδεία, ότι δέχεσαι ότι από μόνος σου θα πας, θα γυρίσεις πίσω στη φυλακή σου. Υπάρχουν στην ανάρρωση πολλές μικρές-μικρές συγκινητικές στιγμές που εκείνη την ώρα τις βιώνω και μετά πολύ γρήγορα τις ξεχνάω. Δηλαδή είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις το θαύμα τόσων παιδιών που… Γιατί το δικό σου το θαύμα δεν μπορείς να το βιώσεις, να το δεις τόσο ξεκάθαρα, όσο βλέπεις έναν άνθρωπο που την πρώτη μέρα έρχεται και έχει το εκρού του νεκρού στο πρόσωπο και όλη την παράνοια και όλη την απόγνωση και σιγά-σιγά βλέπεις πώς αλλάζει το πρόσωπό του όλο, πώς στρώνει, πώς αρχίσει και χαμογελάει, πώς αρχίζει σιγά-σιγά και σέβεται και αγαπάει τον εαυτό του. Όλα αυτά είναι μικρά θαύματα και νιώθω πολύ τυχερός που τα βιώνω και σήμερα στη δουλειά μου.
Και να πούμε εδώ, νομίζω δεν το 'χουμε αναφέρει, μετά από ένα σημείο ξεκίνησες και να δουλεύεις ως-
Ειδικός θεραπευτής.
Ναι. Πώς ένιωσες, όταν σου ανατέθηκε;
Χαρά, πολλή χαρά. Ναι, γιατί θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα ότι επειδή το αγαπούσα και το αγαπάω αυτό το πρόγραμμα, ότι όταν περνούσα από... Τότε παλιά ήταν στη Μητροπόλεως, πίσω απ’ την Εθνική Τράπεζα, και όταν περνούσα από την Τσιμισκή με το μηχανάκι για να πάω σε μια δουλειά δύσκολη, ας πούμε, στη Σίνδο έλεγα: «Τι ωραία που θα ήταν να δούλευα εδώ», το σκεφτόμουνα. Και έχω ακούσει ότι η δύναμη της σκέψης είναι πολύ σημαντική, όταν σκέφτεσαι κάτι πολύ και το θες με κάποιον τρόπο γίνεται και συνέβη.[01:00:00] Μετά από λίγο καιρό, με πήραν τηλέφωνο και μου είπανε οι ίδιοι ότι «Θέλουμε να δουλέψεις εδώ, μαζί μας». Και ήταν μεγάλη τιμή, γιατί ούτε το προσπάθησα, ούτε είχα μια εμμονή ντε και καλά να δουλέψω εκεί και ούτε θεωρούσα ότι είμαι τόσο, θα ήμουν τόσο βοηθητικός. Δηλαδή δεν ήξερα τι θα κάνω το πρώτο διάστημα. Και συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει και νιώθω πολύ ευλογημένος θα 'λεγα που είμαι σ’ ένα πόστο, στην πρώτη γραμμή του πεδίου των εξαρτήσεων και βιώνω όλα αυτά τα θαύματα, βιώνω και τις δυσκολίες, βιώνω και τις ματαιώσεις, όλο αυτό το πακέτο. Αλλά νιώθω ότι είμαι βοηθητικός σ' αυτό που κάνω και ότι το κάνω με αγάπη. Γιατί μόνο έτσι, νομίζω, γίνεται.
Ένιωσες ποτέ ότι θες να τα παρατήσεις όλα;
Όχι, δεν νομίζω. Ένιωσα ότι θέλω να παρατήσω τη ζωή γενικότερα, φλέρταρα με την αυτοκτονία αρκετές φορές μες στο πιώμα, αλλά… Κι όχι μόνο με την αυτοκτονία, αλλά και με την αυτοκαταστροφή της ζωής μου γενικότερα, της καθημερινότητάς μου. Δεν μ’ ένοιαζε πού θα βρεθώ και τι θα κάνω. Πολλές φορές, αλλά στο πιώμα. Στην ανάρρωση, όχι. Στην ανάρρωση ένιωθα πολλές φορές θυμάμαι όταν ξυπνούσα το πρωί για να πάω σε μια συνάντηση, ένα Σάββατο που δεν δούλευα, μια Κυριακή ένιωθα, φίλε, τα πόδια να με πηγαίνουν μόνα τους σαν κάτι έξω από 'μενα να με τραβάει εκεί. Και είναι πολύ όμορφο συναίσθημα αυτό, έχει μια πληρότητα. Και βλέποντας και συγκρίνοντας — χωρίς να το θέλω — άλλους ανθρώπους που είχανε και αυτοί παρόμοιες εμπειρίες με 'μενα, αλλά το πήραν λάθος, νιώθω στο φινάλε-φινάλε μια επιβράβευση σε αυτό, στο ότι δεν πούλησα τις αξίες μου. Ευτυχώς πλούσιος δεν θα γίνω ποτέ, οικονομικά, ευτυχώς, αλλά συναισθηματικά, φίλε, είμαι πολύ πλούσιος καθημερινά. Το νιώθω, ας πούμε, αυτό. Και αυτό δίνει μια πληρότητα, νιώθεις ότι είσαι εκεί που πρέπει να 'σαι.
Καταληκτικά, τώρα να πάμε... Θέλω να μου πεις ποιο θεωρείς σε όλη την ιστορία σου, σε όλη την βιογραφία σου — αν μπορείς να δεις κάτι τέτοιο — ποιο είναι το μεγαλύτερος λάθος που έχεις κάνει και το μεγαλύτερο σωστό.
Στην ανάρρωση; Στη χρήση; Στη ζωή μου γενικότερα;
Όπως θέλεις, ναι, γενικότερα.
Κάτι που κουβαλάω σαν λάθος είναι ότι πολλές φορές λόγω της υποτιθέμενης φιλίας φόρεσα μάσκες, δεν ήμουν ο εαυτός μου και πλήγωσα γυναίκες. Δηλαδή θυμάμαι ένα σκηνικό, που έχει γράψει πολύ πάνω μου με μια κοπελίτσα που, όταν εγώ έφυγα από 'δω και πήγα στην άλλη πόλη, που αυτή τύχαινε να είναι το χωριό της από 'κει και να βρεθούμε στην άλλη πόλη, ενώ με ήξερε από ‘δω και ήταν ένα κοριτσάκι που εδώ ήτανε όλο μαγκιά, τότε η μόδα ήταν η καρέκλα… Το στυλ του ντυσίματος ήταν έτσι ψαράδικα παντελόνια, σταράκι παπούτσι και flying και ντίσκο καρέκλα και αυτήν ήταν έτσι μες στην μαγκιά. Και την έβλεπα, τη συμπαθούσα πολύ αλλά με χαλούσε αυτό, που ήταν πολλή μαγκιά. Και την πέτυχα εκεί, σ’ αυτήν την πόλη κι επειδή μάλλον αυτή ένιωθε πιο οικεία με 'μενα γιατί δεν ήξερε κανέναν από αυτούς, με πλησίασε, μου ’δειξε την συμπάθειά της και μπορεί να ήταν η πρώτη ή η δεύτερη κοπέλα που έκανα έρωτα. Τώρα γύρω στα δεκάξι ήμασταν και αφού κάναμε έρωτα το απόγευμα, το βράδυ είπαμε να βρεθούμε σε μια ντίσκο εκεί. Και στη ντίσκο έσκασε, ενώ την ήξερα πάντα με το ίδιο στυλ ντυσίματος, έσκασε φίλε μ’ ένα κόκκινο φόρεμα έτσι σαν να χαιρότανε όλη τη φάση κι όλο αυτό που βιώναμε μαζί κι ήθελε να μου δείξει και τη γυναικεία της πλευρά και όλο αυτό. Και εγώ μόλις την είδα επειδή ήμουνα μαζί με κάποιους φίλους, έτσι ξέρεις τσακαλαρία, την έκραξα και την απαξίωσα, την υποτίμησα. Και την έλεγα: «Πώς είσαι έτσι, ρε; Πού θα πας; Σε κάναν γάμο θα πας;» και το κατάλαβα και εκείνη την ώρα που το είπα, ότι δεν ένιωσα ωραία. Αλλά λόγω εγωισμού — γιατί ήμουν πολύ εγωιστής — και λόγω της μάσκας που φορούσα, το ότι δεν ταιριάζει αυτό σε αυτό που βγάζουμε εμείς προς τα έξω σε αυτήν μαγκιά, δεν ταιριάζει το κόκκινο το φόρεμα, «πού πας, ρε Καραμήτρο;», κάπως έτσι. Και τα φέρνει έτσι η ζωή φίλε, γιατί η ζωή έχει μια φοβερή δικαιοσύνη και αυτήν την κοπέλα την ξανασυνάντησα μετά από πολλά χρόνια σ’ ένα περίπτερο που πήγα να πάρω τσιγάρα χαρμάνης. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω την ίδια μου την ανάσα, βρωμοκοπούσα ολόκληρος, έβγαζα δρόμο στη Θεσσαλονίκη και πήγα να πάρω τσιγάρα και ήτανε στο περίπτερο και μόλις πλησίασα, γύρισε λίγο και την είδα και της είπα, τη φώναξα με το όνομα της. Και λέω: «Ρε συ, τι κάνεις;» και μου λέει: «Εσύ είσαι; Τι να κάνω; Καλά» και έφυγε, απαξιώνοντάς με αυτή, έτσι όπως ήμουνα. Και καλά με 'κανε. Και λέω: «Κοίτα να δεις πώς γυρνάει ο τροχός...», ένιωσα πολύ άσχημα. Επίσης, ένιωσα άσχημα που δεν έκατσα να της ζητήσω ένα συγγνώμη και της πω ότι «Ρε συ, εντάξει, πιτσιρικάς ήμουν μαλάκας, ήμουνα έτσι, ήμουνα μες στα κόμπλεξ και δεν ήθελα να παραδεχθώ πόσο όμορφη ήσουν». Κι άλλα πράγματα έχω μετανιώσει κι άλλες σχέσεις που τις έκοψα λόγω της χρήσης. Κάποια κορίτσια που τα χτύπησα... Εντάξει ήμουνα κάπως, απ’ τα πιο άσχημα που έχω κάνει.
Απ’ τα πιο καλά που έχω κάνει… Νομίζω τα καλά γενικότερα έχουν να κάνουν με την ανάρρωση, γιατί χωρίς να θέλω να περηφανεύομαι όπως με βοηθήσανε, έχω βοηθήσει κι εγώ πάρα πολύ κόσμο, πολλά παιδιά και ανιδιοτελώς και χωρίς έπαρση. Γιατί αυτό που έχεις, για να το κρατήσεις, πρέπει να το δώσεις. Αλλά κάτι άλλο που σκέφτομαι που ήταν έτσι πολύ καλό και με γέμισε πάρα πολύ, φίλε, θέλω να στο μοιραστώ κι αυτό, όλο λέω: «Εντάξει μην το λες, μωρέ, αυτήν την ιστορία γιατί τη βλέπεις, σου βγαίνει έπαρση». Όλο αυτό λέω και την έχω πει σε εκατοντάδες. Είναι ωραία ιστορία, όμως, φίλε. Γιατί κάποτε, το 2009 η κρίση ήταν στα γεμάτα και εγώ δεν είχα δουλειά, φίλε, και η γυναίκα μου ήταν έγκυος. Και θυμάμαι ότι για να μην κάψω βενζίνη γιατί δεν είχα και λεφτά, αντί να παίρνω το μηχανάκι έπαιρνα ένα ποδήλατο που έχω και πήγαινα, κατέβαινα στην παραλιακή κι απ’ την παραλιακή πήγαινα στο πρόγραμμα στη Μητροπόλεως. Και μια μέρα έτσι όπως πέρασα με το ποδήλατο είδα μαζεμένο κόσμο στο αναψυκτήριο μπροστά, κάποτε υπήρχε ένα αναψυκτήριο στο κέντρο περίπου της παραλίας, δηλαδή ανάμεσα από Μουσικό Μέγαρο και Λευκό Πύργο, κάπου στη μέση αυτής της διαδρομής υπήρχε το αναψυκτήριο. Τώρα έχει κλείσει. Και στα 30 μέτρα μακριά είδα μαζεμένο κόσμο να κοιτάνε όλο στη θάλασσα και λέω: «Κάποιο ψάρι έχει βγάλει. Θα πάω έτσι περίεργος κι εγώ να δω τι είναι». Και με το που πήγα, φίλε, είδα ένα παππού να είναι μέσα στη θάλασσα, στα είκοσι μέτρα περίπου απ’ τα τσιμέντα και να πνίγεται, να προσπαθεί απ’ τη μία να επιπλέει, αλλά απ’ την άλλη να του κόβεται η ανάσα, να έχει μελανιάσει επειδή ήταν μάλλον πολλή ώρα — να έχει χλωμιάσει μάλλον — γιατί ήταν πολλή ώρα μες στο νερό και να είναι αυτά τα 30 άτομα απ’ έξω και να λένε ο ένας στον άλλον: «Άντε ρε παιδιά, κάποιος να βουτήξει, άντε ρε παιδιά, κάποιος να βουτήξει» και να μην βουτάει κανείς. Και να βλέπω αυτό το σκηνικό και να λέω: «Τι μαλάκες που είναι αυτοί όλοι; Θα τον αφήσουν να πνιγεί ρε…». Και εκεί δεν ξέρω, αλλά υπολογίζω ότι έχει 4-5 μέτρα βάθος και ότι τα τελευταία δύο θα 'ναι βούρκος. Δηλαδή άμα έφευγε, ούτε οι δύτες δεν θα τον βγάζανε. Και χτυπάω στην πλάτη έναν, λέω: «Φίλε σε παρακαλώ πρόσεχε λίγο τα πράγματα μου και το ποδήλατο», μου λέει: «Ναι, ναι φίλε μην ανησυχείς». Βγάζω τα ρούχα, βουτάω, πάω πιάνω τον παππού απ’ τον λαιμό για να τον τραβήξω και την ώρα που τον τραβάω μου λέει: «Άσε με, άσε με φίλε μου, άσε με να πνιγώ». Εκεί λίγο χλώμιασα, την άκουσα. Λέω: «Παππού, σε παρακαλώ, μην πεις κουβέντα, θα σε βγάλω έξω και μετά κάνε ό,τι γουστάρεις». Και τον πήρα με το ένα χέρι, με το άλλο χέρι κολυμπούσα σιγά-σιγά, με πετάξανε ένα σχοινί, τον έδεσα τον παππού απ’ τις αμασχάλες, τον τραβήξανε πάνω και μετά ρίξανε το σχοινί σε 'μενα. Την ώρα που ανέβαινα, εκεί τα τσιμέντα είναι άγρια, είναι από το νερό έχουνε διάβρωση και είναι σαν ξεριζωμένες πέτρες, μυτερές. Και έτσι όπως ανέβαινα σκιστήκαν τα πόδια μου και σκεφτόμουνα τώρα ότι εκεί ο Θερμαϊκός… [01:10:00]Τώρα μιλάμε για το 2009, δεν ξέρω αν είχε γίνει το βιολογικό, τι είχε γίνει αλλά φοβόσουν, δεν βουτάς εκεί. Είναι λίγο ηπατίτιδα η φάση. Και είχε ανοίξει το πόδι μου και λέω: «Θα πάθω τώρα καμιά λοίμωξη, κάτι», φοβήθηκα λίγο. Με το που βγήκα έξω, με ανεβάσανε δηλαδή με το σχοινί, με πλησιάσανε όλοι, άρχισαν να με χτυπάνε στον ώμο και αντί να μου βγει έτσι χαρά φίλε σ’ εκείνο το σημείο, μου βγήκε, φίλε, μια τσαντίλα. Ήθελα να τους πάρω όλους και να τους πετάξω μες στη θάλασσα, ήθελα να τους κράξω, να τους πω: «Δεν ντρέπεστε, ξεφτιλισμένοι; Δεν θέλατε να λερώσετε τα ρούχα σας;» και έφυγα από εκεί, πήγα απέναντι στο αναψυκτήριο. Ήταν εκεί ένας πιτσιρικάς σερβιτόρος μάλλον, του λέω: «Ρε φίλε, φέρε κάτι να ρίξω στις πληγές». Βγήκε η αφεντικίνα, μάλον της είπε την ιστορία, μου λέει: «Θα σου φέρω κάτι να βάλεις στις πληγές, φάρμακο, φάρμακο, θα δεις». Και μου 'φερε ένα ουίσκι, λέω: «Άσε, έπεσες στην περίπτωση -της λέω- δεν πίνω -λέω- ούτε μπύρα χωρίς αλκοόλ». Μου λέει: «Όχι, ρίξε το στις πληγές». Λέω: «Εντάξει, φέρ 'το», έριξα λίγο στις πληγές για να το κάψει και έφυγα. Με το που πήρα τα ρούχα μου ντύθηκα και πήρα το ποδήλατο, φίλε, εκείνη την ώρα ένιωσα μια ευφορία, ένα πολύ ωραίο πράμα και σαν να τα είπα με μια ανώτερη δύναμη και είπα ότι «Ξέρω ότι γουστάρισες γι’ αυτό που έκανα, ξέρω ότι γουστάρισες γιατί γουστάρισα κι εγώ. Αν μπορείς, κάνε κάτι να βρω καμιά δουλειά». Αυτό είπα και κοίταξα ακριβώς σε ένα σημείο συγκεκριμένο της Θεσσαλονίκης που είναι μεγάλο. Και πήγα στο πρόγραμμα, τότε ακόμα υπήρχε εφημερίδα το 2009, υπήρχε ο «Αγγελιοφόρος». Τα λεφτά μου ήταν αυτό, 1 ευρώ για «Αγγελιοφόρο» και καμιά φορά για κανέναν καφέ. Και διάβασα τον «Αγγελιοφόρο» και βρήκα μια αγγελία για σερβιτόρος και πήρα τηλέφωνο και μου είπανε αυτό που λέγανε σε όλους εκείνο το διάστημα, που υπήρχε η ανεργία ήταν στα κόκκινα: «Θα σε πάρουμε τηλέφωνο». Λέω: «Πάρε με όμως, σε παρακαλώ γιατί όλοι αυτό μου λένε». «Ναι, ναι, θα σε πάρω». «Πότε;», «Την Παρασκευή». Ήρθε η Παρασκευή και δεν με πήρε. Το Σάββατο δούλεψα λίγο το θράσος και τον πήρα εγώ τηλέφωνο και του λέω το και το. Μου λέει: «Μπορείς να 'ρθεις τώρα;», λέω «Μπορώ». Πήγα εκεί και ενώ είχαμε μιλήσει, παρατήρησα ότι ο ένας από τους σερβιτόρους ήτανε με σπασμένο πόδι. Μου λέει: «Μου λείπει ένα άτομο και θέλω να δουλέψεις σήμερα. Μπορείς να δουλέψεις σήμερα;». Λέω: «Πώς δεν μπορώ;». Μου λέει: «Έχεις ένα μαύρο παντελονάκι, ένα άσπρο πουκαμισάκι;». Λέω: «Πώς δεν έχω;». «Ωραία -μου λέει- βαλ' τα, 5 η ώρα θα 'ρθεις αλλά όχι εδώ». Και με στέλνει σε ένα άλλο μέρος της πόλης και με το που πήγα, είδα ακριβώς αυτό το σημείο που σου περιέγραφα πριν! Και λέω με κάποιον τρόπο συνδέονται τα πράγματα, δηλαδή άμα κάνεις καλό και ζητήσεις, θα πάρεις καλό. Και γενικότερα το συναντάω αυτό στη ζωή μου, όποτε κάνω κάτι καλό παίρνω και κάτι καλό και προσπαθώ όποτε μπορώ να το κάνω. Ναι, αυτή ήτανε έτσι πολύ δυνατή ιστορία. Γιατί σ’ αυτό το μαγαζί έκατσα 3 χρόνια, έβγαλα… Και αυτή η δουλειά με πήγε σε μια άλλη δουλειά και μετά μου ζητήσανε να δουλέψω στο πρόγραμμα. Κέρδισα, δηλαδή, πολύ χρόνο σε μια φάση της Ελλάδα που ήταν για όλους δύσκολη.
Τελευταία ερώτηση: άμα έβαζες έναν τίτλο στην ιστορία σου ποιος θα ήτανε;
Δώσε μου λίγο χρόνο να σκεφτώ.
Όσο θες.
Μου ’ρχονται ατάκες στο μυαλό.
Πες τα όλα, ό,τι θες.
Η πιο δυνατή ατάκα που έχω στο μυαλό μου, φίλε, είναι το «μόνο για σήμερα». Όλα είναι μόνο για σήμερα. Δηλαδή και αυτό που λέμε, ας πούμε, που νομίζω ότι ακούγεται πολύ ωραίο, μόνο για σήμερα είναι. Μπορεί αύριο όλο αυτό να γκρεμιστεί. Μπορεί εγώ αύριο να πάρω, κάτι να γίνει στη ζωή μου και να πάρω μια άλλη απόφαση για τη ζωή μου. Γι’ αυτό λέμε πόσο σημαντική είναι η μέρα Ότι όλα αυτά που σκέφτεσαι αύριο μπορεί να θες, αλλά να μην μπορείς να τα κάνεις. Γι’ αυτό, αυτό που μπορείς να το κάνεις σήμερα καν' το. Είναι πολύ σημαντικό, σου δίνει τη διάθεση να βγάλεις την καλύτερή σου ενέργεια σήμερα. Γιατί αύριο μπορεί να θες και να μην μπορείς, να μην προλαβαίνεις.
Θες να συμπληρώσεις κάτι άλλο;
Όχι.
Ωραία, λοιπόν να σε ευχαριστήσω λοιπόν για τον χρόνο σου, για την ιστορία σου που μοιράστηκες μαζί μας.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Περίληψη
Η ιστορία του Κώστα εκτυλίσσεται μέσα από πολλές μετατοπίσεις: από την Θεσσαλονίκη στην Αλεξανδρούπολη, από την ελευθερία στην φυλακή, από τα ναρκωτικά στην απεξάρτηση, από τα πολλά ψέματα στην δική του αλήθεια. Ο ίδιος ξεκίνησε τη χρήση από πολύ μικρή ηλικία μαζί με τον δίδυμο αδερφό του, κάτι που τον οδήγησε στην φυλακή, όπου βίωσε και την απρόσμενη απώλεια του πατέρα του που ήδη εξέτιε την ποινή του. Τα ναρκωτικά συνοδεύαν ολόκληρη σχεδόν την εφηβική και νεανική του περίοδο, όταν τυχαία θα βρεθεί στο Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας και στις ομάδες των Ναρκομανών Ανώνυμων. Εκεί θα μείνει και θα δουλέψει μέσα από πολλές δυσκολίες με ερωτήματα και προβληματισμούς που είχε αφήσει σε παρένθεση για πολλά χρόνια. Σήμερα είναι πλέον 19 χρόνια καθαρός από ουσίες και εργάζεται στο πεδίο των εξαρτήσεων ως ειδικός θεραπευτής, ενώ έχει φτιάξει τη δική του οικογένεια.
Αφηγητές/τριες
Κώστας Γρηγοριάδης "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μανώλας
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/02/2022
Διάρκεια
74'
Περίληψη
Η ιστορία του Κώστα εκτυλίσσεται μέσα από πολλές μετατοπίσεις: από την Θεσσαλονίκη στην Αλεξανδρούπολη, από την ελευθερία στην φυλακή, από τα ναρκωτικά στην απεξάρτηση, από τα πολλά ψέματα στην δική του αλήθεια. Ο ίδιος ξεκίνησε τη χρήση από πολύ μικρή ηλικία μαζί με τον δίδυμο αδερφό του, κάτι που τον οδήγησε στην φυλακή, όπου βίωσε και την απρόσμενη απώλεια του πατέρα του που ήδη εξέτιε την ποινή του. Τα ναρκωτικά συνοδεύαν ολόκληρη σχεδόν την εφηβική και νεανική του περίοδο, όταν τυχαία θα βρεθεί στο Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας και στις ομάδες των Ναρκομανών Ανώνυμων. Εκεί θα μείνει και θα δουλέψει μέσα από πολλές δυσκολίες με ερωτήματα και προβληματισμούς που είχε αφήσει σε παρένθεση για πολλά χρόνια. Σήμερα είναι πλέον 19 χρόνια καθαρός από ουσίες και εργάζεται στο πεδίο των εξαρτήσεων ως ειδικός θεραπευτής, ενώ έχει φτιάξει τη δική του οικογένεια.
Αφηγητές/τριες
Κώστας Γρηγοριάδης "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μανώλας
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/02/2022
Διάρκεια
74'