© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ταφικά έθιμα και έθιμα του γάμου από τους Φιλιάτες

Κωδικός Ιστορίας
10476
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Τζιμούλης (Ν.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/02/2021
Ερευνητής/τρια
Αγγελική Αγαλιανού (Α.Α.)
Α.Α.:

[00:00:00]Είναι λοιπόν σήμερα 26/02/2021 βρίσκομαι στο Μετς, είμαι μαζί με τον κ. Νίκο Τζιμούλη, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Ξεκινάμε κύριε Νίκο, να μιλήσουμε λιγάκι για αυτά, που δεν προλάβαμε να κουβεντιάσουμε την προηγούμενη φορά.

Ν.Τ.:

Έγινε, έγινε.

Α.Α.:

Με τι θέλετε να ξεκινήσουμε;

Ν.Τ.:

Λοιπόν, θα ξεκινήσουμε με τη μάνα μου, που είπε αυτό το πράγμα, μια και μιλάμε για τα μοιρολόγια. Όταν είπε στην αδερφή μου ας πούμε, της λέει πια, 96 χρονών, της λέει: «Μωρ'-λέει- Κατερίνα, μήπως υπάρχει καμιά αρρώστια, που δεν πεθαίνουνε ανθρώποι;» Κι έμεινε η άλλη, η αδερφή μου, λέει τι λέει αυτή «Ρε μάνα, τι να σου πω;». Λέει «Bαρέθηκα, έχω ζήσει τόσο πολύ, που δε θέλω άλλο. Τέλος πάντων, μετά από μερικούς μήνες -θα σε γελάσω- έφυγε η κυρά-Λευτέρω, έφυγε τελείως… ήθελε να φύγει-πώς να σου πω- χωρίς να πάει σε νοσοκομεία, χωρίς να πάει πουθενά, ήθελε να φύγει έτσι και να'ναι δίπλα στα παιδιά της και τέτοια, ας πούμε. Προλάβαμε και την αποχαιρετήσαμε την ώρα που με κοιτούσε και έφευγε. Εγώ ήμουν σε μια δουλειά στα Γιάννενα και ήταν στην αδελφή μου και μου τηλεφώνησε η αδελφή μου, «Έλα γρήγορα, πεθαίνει η μάνα». Πήγα -που λες- την πρόλαβα. Την ώρα που με κοιτούσε, έκλαιγε, έφευγαν τα δάκρυα και δεν μπορούσε να μιλήσει, έφευγε, έφευγε… δεν πρόλαβα να την κάνω τίποτα, τη σήκωσα, την πήγα στο κρεβάτι κι είχε φύγει. Η κυρά-Λευτερω. Λοιπόν, όλο αυτό το πράγμα τώρα, με το θάνατο ας πούμε που είχαν αυτοί οι παλιοί, είχαν μια ηρεμία σ' αυτό, δεν είχαν καμία διάθεση ούτε να φοβούνται ούτε να κλαίνε, δηλαδή -πώς να σου πω;- τις περισσότερες φορές, ήτανε σαν να υπήρχε ένα ταξίδι για κάπου αλλού. Το οποίο… θα πω και τα σχετικά με τη γιαγιά και όλα αυτά… αυτό ξεκινάω με τη μάνα μου, γιατί έφυγε η μάνα μου και ήταν το τελευταίο. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, γιατί πέθανε το '79-'80, πέθανε στα Γιάννενα και η μάνα μου είχε έρθει και αυτή, τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ… Η μάνα μου δεν ήθελε να κλάψει τον πατέρα στο νοσοκομείο, ούτε να κλάψουμε. Λέει «Τι είναι αυτά που κάνετε;» Εμείς κλαίγαμε, τα αδέρφια μου, οι αδερφές μου. «Τι είναι αυτά που κάνετε; Πάμε στο σπίτι να τον κλάψουμε»! Οπότε, μας έδινε και θάρρος, γιατί-ξέρω ‘γω- πατέρας, τέλος πάντων... Λοιπόν, είχε μια τρομακτική ηρεμία. Μας έκανε κι έκπληξη, ας πούμε… Τέλος πάντων, μόλις φύγαμε για το ταξίδι στο χωριό, με το που φτάνουμε στην πόρτα, την αυλόπορτα του σπιτιού και μπαίνουμε μέσα, αρχίζει ένα μοιρολόι απίστευτο! Δηλαδή, δε σταμάταγε καθόλου, όλη τη νύχτα έλεγε, το τι είπε! Όλη τη ζωή της, τι πέρασε με τον πατέρα μου, τι έκανε, τι εκείνο, τα παιδιά της, τα έτσι, αλλά αυτά μ' έναν τρόπο, το οποίο ήτανε και εκτόνωση μαζί. Δηλαδή, το μοιρολόγι είναι μια μορφή εκτόνωσης και είναι και πολύ αληθινό και πολύ ωραίο και μπορεί να το ερμηνεύσεις όπως θέλεις, ψυχολογικά και τα λοιπά. Ήτανε απίστευτη το τι λέγανε! Τώρα δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα, αλλά λέγανε ας πούμε για όλη τους τη ζωή… αν ήταν φθινόπωρο, γιατί είναι φθινόπωρο και γιατί έτσι πέφτουν τα φύλλα και ρωτούσαν, κάναν τέτοια, ας πούμε... Αυτό ήτανε σαν πρώτη δόση, ας πούμε... Τώρα έρχομαι στο – εντάξει, ο πατέρας μου κλάφτηκε, εκείνο τ’ άλλο και τα λοιπά, γίνονται τα τριήμερα, εκεί στον τάφο, γίνονται όλα αυτά, αλλά γενικώς, αυτές οι γιαγιές έχουνε σαν να είναι όλες μαζί ας πούμεσαν χορός τραγωδίας. Δηλαδή, μαζεύονται όλες, μαυροφορεμένες, λοιπόν και όλες μαζί έχουνε σαν να είναι σαν ορχήστρα. Δηλαδή, μουσικά αυτό το πράγμα που γίνεται, είναι απίστευτο. Δηλαδή, σε υποβάλλει, λες και πηγαίνουν στο Χάρο ταξιδεύοντας, δηλαδή είναι απίστευτα πράγματα. Δηλαδή, πολλές φορές, αναλογίζομαι τι λέγανε. Δεν έχω αποστηθίσει έτσι πολλές φορές, γιατί δεν τα θυμάμαι ακριβώς, αλλά πολλά πράγματα τα θυμάμαι με την έννοια… μου 'χουν κάνει εντύπωση σαν κείμενο. Ο τρόπος που το λέγανε. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις. Πρώτη αίσθηση ας πούμε με το θάνατο ήτανε στη Ρουμανία, όταν ήμουν πιτσιρικάς 8 χρονών, και ήταν ένας χωριανός μου και συγγενής μου, παππούς, που είχε έρθει τότε με τον Εμφύλιο κι αυτός στη Ρουμανία και πέθανε. Θυμάμαι ότι αυτός είχε το ρόγχο του θανάτου και φωνάζαν εκεί, και τέλος πάντων κι εμείς ήμασταν στο παράθυρο, στην τζαμαρία και κοιτούσαμε ας πούμε πιτσιρικάδες, 8 χρονών, κάτι τέτοιο. Κείνο που μου 'κανε εντύπωση ήταν το μοιρολόι, γιατί η γιαγιά, όταν πέθανε -πώς να σου πω- άρχισε να μοιρολογάει. Κι έλεγε η καημένη, αυτό που σου 'χα πει και την άλλη φορά «νοικοκύρ' μου, αγκωνάρ' του σπιτιού μου, δέντρο μου, που κάθομαν στον ίσκιο σου». Ήταν απίστευτο, το θυμάμαι σαν να... Εν τω μεταξύ, ήταν όλη αυτή η ιστορία με το θάνατο… ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Και τον πήγανε σ' ένα νεκροταφείο στη Ρουμανία, εκεί κάπου σ' ένα χωριό, που 'ταν εκεί το χωριό, το οποίο ήτανε… η πρώτη φορά αντιμετώπισα νεκροταφείο. Το οποίο νεκροταφείο ήτανε παραδοσιακό ας πούμε παλιό και ήτανε -πώς να σου πω- πολλοί τάφοι είχαν σκαλοπάτια, που κατέβαινες κάτω, οικογενειακοί τάφοι ξέρω ‘γω. Και μου 'χε κάνει εντύπωση αυτό το κάτω με τα σκαλοπάτια, κατεβαίνεις στον Άδη, που κατεβαίνεις ας πούμε κατάλαβες; Ήτανε τέτοια ιστορία. Κι εκείνο που μου 'χε κάνει εντύπωση ακόμα περισσότερο ήτανε – αυτά τα λέω σαν παιδικές μνήμες – ήταν ότι δίπλα σ' αυτό τον τάφο του παππού, ήταν ένας παλιός τάφος, ο οποίος είχε ένα καντήλι τζαμωτό, με πολύγωνο και τέτοια, αλλά με τζάμια. Το οποίο ήταν σπασμένο, παλιός τάφος, σπασμένος κι είχε φωλιά ένα πουλάκι. Δηλαδή, εικόνες που μένουν, ξέρεις είναι... Τέλος πάντων, ο παππούς πέθανε, εντάξει, γυρίσαμε, η γιαγιά γύρισε μετά τον επαναπατρισμό μας, γύρισε και πέθανε στο χωριό, ας πούμε… Ένα είναι αυτό. Δεύτερη ιστορία ας πούμε με το θάνατο ήτανε ότι ο τρόπος που φτιάχναν την κάσα για τους ανθρώπους ήταν απίστευτο. Υπήρχε μέχρι το '70-'75. Καταρχήν, αυτό που σου λέω με το… η μάνα μου ετοίμαζε τα ξύλα του τάφου της, τα ρούχα της, το σάβανο και τα λοιπά. Δεν ήταν ότι τα ετοίμαζε, τα είχε χρόνια. Η γιαγιά το ίδιο. Υπάρχει και λίγο κωμικό σ' αυτό. Παντρευόταν ένας πρώτος ξάδελφος και ήθελε να κάνουμε τάβλες, για να κάνουμε τους σοφράδες -όπως τους λέγανε- για να φάνε τα βράδια, στο γάμο, ξέρεις. Κι ήταν ο αδερφός μου ο Κώστας, ήτανε μάγειρας. Μαγείρευε, γιατί κάναν καζάνια ολόκληρα με φαγητό, πλιγούρια, φασόλια, πατάτες, τέσσερα καζάνια, κρασιά και τέτοια… Και δε φτάναν τα ξύλα και πήγε και πήρε τα ξύλα της γιαγιάς και πήγε και τα κάρφωσε κι έκανε σοφρά, για να 'χει να βάλουν τραπέζια. Με το που τα πήρε που λες… η γιαγιά το πήρε χαμπάρι, οπότε «Καλά, ρε γάιδαρε, πήρες τα ξύλα μου, εγώ προετοιμάζομαι να πεθάνω[00:10:00] κι εσύ πήγες και τα 'φτιασες σοφρά, για να ταΐσεις τους άλλους εκεί πέρα» Τέλος πάντων, τον μάλωσε, ας πούμε... «Ντάξει, ρε γιαγιά-της λέει-θα τα ξαναφέρω». Λοιπόν, αλλά εκείνο που είχε μια ομορφιά ας πούμε είναι ότι ο νεκρός όταν έφευγε, αυτό είναι πολύ σημαντικό που σου λέω, δεν είναι σαν τώρα. Αυτά τα ξύλα που βάζανε, που κάνανε την κάσα, που τα μαζεύανε κατά καιρούς ας πούμε τάβλες και τέτοια, τα ντύνανε μ' ένα - εκείνο ήταν πολύ όμορφο το θυμάμαι – τα ντύνανε με ένα χαρτί, το λουλάκι, αυτό που ντύνανε τα τετράδια, όλο, λουλακί η κάσα. Με πινέζες τις βάζαν και το ντύνανε. Λοιπόν και δεν είναι μόνο αυτό… Πέρα απ' τα κεριά κι αυτά και τα μοιρολόγια και τέτοια, είχανε μία τελείως αρχαία τέτοια… βάζαν ένα νόμισμα απάνω στον τάφο, στο τέτοιο [ο αφηγητής δείχνει το μέτωπο]. Αυτό το κάναν και οι αρχαίοι. Και δεν ήταν μόνο αυτό, είχαν κι ένα τσουβάλι, δίπλα στον τάφο, πέρα απ' τα κεριά και τέτοια, είχαν ένα σακούλι άσπρο, το οποίο βάζαν τρόφιμα, καρύδια, αμύγδαλα, μαζί με βασιλικό και τέτοια… για το ταξίδι, το οποίο όταν τον θάβανε, το βάζαν κι αυτό μαζί. Δηλαδή, καταλαβαίνεις ότι αυτός ο πολιτισμός ήταν όπως το κάνανε οι αρχαίοι, δεν είχε καμιά διαφορά, δηλαδή ήτανε ίδιο. Δηλαδή, είχαν τέτοια διάθεση, που 'τανε απίστευτο. Λοιπόν, αυτό ήταν το επιστέγασμα, ότι το ταξίδι που πηγαίνανε. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Αυτό που πηγαίναν στον τάφο και κάνανε ένα - έχω θα δεις, έχω πολλά ταφικά εγώ, στη ζωγραφική μου - τα ξύλα που κουβαλούσαν το νεκρό, τα βάζαν χιαστί μετά στον τάφο. Δηλαδή, στο τέλος, στα πόδια του νεκρού βάζανε αυτά τα ξύλα χιαστί. Το οποίο αυτό μου 'χει κάνει πολλή εντύπωση, γιατί λέω «Γιατί το βάζουν αυτό;» Δηλαδή, πήγαιναν κι αυτά μαζί με τον πεθαμένο, δηλαδή, το ταξίδι ήταν μαζί με αυτά, μ' αυτά που τον κουβαλούσανε, τα ξύλα ας πούμε αυτό είναι ένα στοιχείο, που είναι πολύ σημαντικό, με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν είχαν διαφορές παλιές, συνέχιζαν να το κάνουν αυτό το πράγμα, δηλαδή ήτανε πολύ ζωντανό. Και γι' αυτό, πολλές φορές, λέω ότι ο πολιτισμός… τον κρατήσαν οι χωριάτες, όχι οι άνθρωποι της πόλης, οι χωριάτες. Αυτοί είχαν το... Γιατί και αυτοί και στην αρχιτεκτονική και στο χορό και στο τραγούδι και στην ύφανση και σε όλα αυτά ήταν πολύ σημαντικοί. Κρατήσαν αιώνες, αιώνες. Δεν αλλοιωθήκαν αυτά τα πράγματα, ήτανε ο πλούτος των ανθρώπων, ας πούμε. Τώρα κάτι άλλο. Είναι πολλά πράγματα-πώς να σου πω- που είδα, έτσι γύρω απ' τα μοιρολόγια κι αυτά, που είναι και η καθημερινότητα των ανθρώπων. Δηλαδή, είχε πεθάνει ένας γέρος που ήτανε βοσκός. Άλλη εμπειρία, πιτσιρικάς κι αυτή… και όπως συνήθως εμείς πιτσιρικάδες, πηγαίναμε έτσι από περιέργεια να κοιτάξουμε αυτά που σου λέω, ας πούμε... Και τραγουδούσε η γιαγιά, γυναίκα αυτουνού, η οποία ήτανε 60 -ξέρω ‘γω- χρονών και πάνω, αυτός ήτανε πιο μεγάλος. Ήταν έτσι πολύ… μια ζωή βοσκός, είχε τσελιγκάδες, είχε κάτι τέτοια. Και έλεγε τώρα η γιαγιά…. ήταν στα τελευταία του αυτός κι είχε από τσέλιγκας είχε γίνει απλώς βοσκός «Βασίλ' μου δεν είχες άλογο, να πήγαινες καβάλα, να πήγαινες στην Τριανταφυλλιά, να έπηζες το γάλα». Δηλαδή, η Τριανταφυλλιά ήτανε ένα ύψωμα απάνω ψηλά, που ήτανε βοσκοτόπια και τέτοια και δεν ήταν μόνο αυτό... Καλλιεργούσε και μια καθημερινότητα, δηλαδή- πώς να σου πω-έλεγε «Σήκω Βασίλη μ’ κι έλ' να δεις τον Κώτσο και τον 'Λία» δηλαδή, ήταν τα δυο αδέλφια, τα δυο παιδιά τους. Επειδή αυτοί τσακωνόνταν για τα κληρονομικά. Λοιπόν, κι έλεγε η γιαγιά ας πούμε «Σήκω Βασίλ' μου κι έλ' να δεις τον Κώτσο και τον 'Λία, πώς σφάζονται για το τέτοιο». Δηλαδή, ήτανε πολλά τέτοια πράγματα. Δηλαδή, το μοιρολόι είναι μια ιστορία πολύ- πολύ βαθιά. Αγγίζει την αρχαία τραγωδία, κατ' αρχήν, αυτό που σου είπα. Εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό και είναι όπως λένε και οι Γερμανοί με τα μοιρολόγια που 'χουν κάνει μια καταγραφή στη Μάνη, που 'ναι τρομακτικά, είναι και η μεγαλύτερη θεραπεία των ανθρώπων που εκτονώνονται μέσα απ' το τέτοιο. Τώρα, ένα είναι αυτό. Δεύτερον, είναι η πολύ προσγειωμένη άποψη των ανθρώπων που με το θάνατο είναι εξοικειωμένοι. Δηλαδή, τι θέλω να πω; Είχε πεθάνει ένας πρώτος ξάδελφός μου, ο οποίος είχε πεθάνει εδώ στην Αθήνα και τον μεταφέρανε στο χωριό. Τέλος πάντων, νέος άνθρωπος, 40τόσο χρονών… τον πήγαν στο σπίτι, κλαίγανε εκεί όλες και μάλιστα, ήταν μεσάνυχτα και εγώ είχα αργήσει να πάω, γιατί περίμενα τον αδελφό του να 'ρθει απ' την Ελβετία και τέτοια… και πήγα πιο αργά. Ο τρόπος που γινόταν αυτό το μοιρολόγι ας πούμε ήταν εξωπραγματικό, δηλαδή σε υπέβαλλε ήθελες-δεν ήθελες, δηλαδή σε έφτανε σε σημεία, που έλεγες «τι γίνεται ρε παιδί μου;». Κι είχαμε φτάσει μεσάνυχτα εμείς στο χωριό και ανεβαίναμε την ανηφόρα προς το σπίτι κι ήτανε… όταν λέω μεσάνυχτα, είχαμε πάει με ταξί, ας πούμε. Και πριν μπούμε στο σπίτι, ακουγόταν όλα τα μοιρολόγια αυτές οι γυναίκες, το «ιχ» αυτό το... Πού να μπω μέσα, λέω, πού να μπω, θα τρελαθώ, που θα μπω μέσα; Δηλαδή, αυτό το πράγμα που γινότανε, σε υποβάλανε τρομακτικά, λες και ταξίδευες στον Άδη, ας πούμε. Τι να σου πω! Έγινε η κηδεία, έγιναν όλα αυτά, εγώ τι να σου πω… είχα στεγνώσει, ούτε να φάω ήθελα ούτε να πιω, τίποτα, είχα στεγνώσει, πολλή στεναχώρια. Εκεί γίνονταν τότε, στο σπίτι τα γεύματα αυτά, φασόλια… και μαγειρεύαν οι γυναίκες και τάιζαν, μετά την κηδεία, αυτά τα πράγματα. Όλοι εμείς οι νέοι είχαμε στεγνώσει κι έβλεπες τώρα, οι γιαγιές είχαν μια ισορροπία. Κι έλεγα «πώς γίνεται αυτό το πράγμα, η ισορροπία αυτή;» Δηλαδή, είναι απίστευτη ισορροπία! Γινόταν τα φασόλια -που λες- και τρώγαν όλοι, τι να φας τώρα, να φάω εγώ τώρα, δεν κατέβαινε τίποτα. Και λέει η μάνα του Δημοσθένη «ντε μωρέ, δε βάλατε αλάτι στα φασόλια;»! Κι έμεινα ξερός! Τι να της πω, ας πούμε; «Δεν έβαλες αλάτι στα φασόλια;». Θέλω να πω ας πούμε όλο αυτό, ο θρήνος έχει μια εκτόνωση που είναι απίστευτη! Υπάρχουν πολλά τέτοια, πολλά, πολλά. Όταν πέθανε ο γαμπρός μου, της αδερφής μου της Αγορίτσας, ο Θύμιος, υπό συνθήκες έτσι άσχημες… Επειδή είχαν διαφορές με τα συγγενολόγια και με τα τέτοια, στα κτήματα, τα κληρονομικά και τέτοια, δεν είχαν καλές σχέσεις με τις αδερφές του. Αλλά μου 'κανε εντύπωση τόσο πολύ που ήτανε… αν είχα καμιά ταινία, κάνα βίντεο να το τραβήξω, θα ήτανε απίστευτο! Η αδερφή μου δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει τον πόνο της, ούτε να… δεν της αφήνανε ούτε αυτό το δικαίωμα, να μιλήσει, γιατί θεωρούσαν ότι η αδερφή μου, επειδή ήτανε νύφη, ότι πρέπει να ήταν υποταγμένη σ' αυτό το σόι, [00:20:00]το κωλοσόι ας πούμε κάπως έτσι. Και μου ‘κανε εντύπωση ένα πράγμα, το οποίο αν μπορούσα να το… δηλαδή, αυτές κλαίγαν περισσότερο, δεν είχε δικαίωμα η αδερφή μου να κλάψει. Δεν είχε δικαίωμα να κλάψει. Και τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ, πήγε να -είδες που 'ναι τα τριήμερα, που πάνε στον τάφο και τέτοια, να καταθέσουνε και να…– αποφάσισαν να πάνε όλοι οικογενειακώς, να πάμε στον τάφο του Θύμιου. Η διαδρομή απ' το σπίτι μέχρι να πάμε στο νεκροταφείο ήτανε 500 μέτρα, ίσως και παραπάνω… ήταν τέτοια, που δεν κατάλαβα, βγήκε ένα στοιχείο, ιδίως απ’ το γυναικείο πληθυσμό, ο οποίος πάνω στο αρσενικό, δεν ξέρω γιατί κλαίγανε τόσο πολύ, σαν να βγάζαν τα απωθημένα της καταπίεσης της γυναικείας υπόστασης, ας πούμε… Έγινε το εξής, η αδερφή μου δεν είχε δικαίωμα, δεν μπορούσε να κλάψει, δεν της δίναν το δικαίωμα. Και η διαδρομή αυτή, ώσπου να φτάσουν στο νεκροταφείο, ενώ πηγαίναμε κανονικά βήματα, όσο προχωράγαμε προς το νεκροταφείο, αυτές οι αδερφές και αυτές το σόι, κυρίως οι γυναίκες, επιταχύναν το βήμα, επιταχύναν σαν να θέλανε να προλάβουν κάτι, ας πούμε. Και απορούσα, λέω «Τι γίνεται τώρα, τι είναι αυτές;» Ήταν σαν οι μέγαιρες, οι οποίες πηγαίναν, φτάσαν στον τάφο και πήγαν σαν να θέλουν να κατασπαράξουν τον τάφο! Και έβγαλα το συμπέρασμα ότι είχαν τύψεις, γιατί ήταν ολόκληρη ιστορία με το Θύμιο, γιατί είναι μια ιστορία οικογενειακή, η οποία ήταν δραματική, ας πούμε. Η αδερφή μου δεν μπορούσε να κλάψει. Και έτυχε τώρα, ο τάφος του πατέρα μου, ακόμα ήτανε πολύ πρόσφατος, δεν ήτανε που 'χε πεθάνει ο πατέρας μου… και περνώντας απ' τον τάφο του πατέρα μου η αδερφή μου, κατέρρευσε! Από εκεί άρχισε να κλαίει. Κατέρρευσε δηλαδή κυριολεκτικά, δηλαδή της βγήκε το δικαίωμα να κλάψει. Δηλαδή, τόσο πολύ... Βέβαια, αυτά είναι, δεν ξέρω πώς βγαίνουνε και πόθε βγαίνουνε, δηλαδή τα σκέφτομαι καμία φορά και λέω τί είναι ετούτο ρε παιδί μου; Όσοι έχουν τύψεις βγάζουνε κραυγές κι όσοι έχουν το δίκιο δεν μπορούν να μιλήσουν; Είναι πολλά στοιχεία, αυτό με το θάνατο. Βέβαια, πολλά είναι τώρα, τι να σου πω; Θυμάμαι πολλά, έτσι μου 'ρχονται στο μυαλό, είναι πάρα πολλά. Τώρα κάτι άλλο ήθελα να σου πω και δε μου 'ρχεται, μου 'χε έρθει πριν και... Τέλος πάντων.

Α.Α.:

Σε σχέση, μου 'πατε πριν, πριν που κουβεντιάζαμε, μου είπατε, μου είπατε επίσης, και «θα σου πω για τη γιαγιά μου, που πέθανε και μας μάζεψε όλο το σόι».

Ν.Τ.:

Ναι, αυτό, ναι. Κοίταξε να δεις. Αυτή της έτυχε δύο φορές να 'ρθει στα πρόθυρα να φύγει. Μας παίρνει τηλέφωνο ο πατέρας και λέει «Ελάτε γρήγορα, ελάτε στο χωριό, φεύγει η γιαγιά». Σκοτωθήκαμε εγώ κι ο αδερφός μου, πήραμε αεροπλάνα στα Γιάννενα, φτάσαμε εκεί με ταξιά, φτάσαμε εκεί και η γιαγιά ήτανε στο έτσι κι έτσι. Κι ήταν αυτό που σου λέω, που είχα πει πριν, ότι την ώρα που την… την κουνούσε «γιαγιά, εκείνο, τ'άλλο» ας πούμε, τίποτα αυτή «μάνα, μάνα» την κουνούσε, τέλος πάντων, αυτή ξύπνησε. Ένας ήταν αυτός ο λόγος. Δεύτερος ήταν ότι αυτό ήταν το '72, αν δεν κάνω λάθος, είχε πάει ο αδερφός μου παράνομα, κρυφά είχε πάει στη Ρουμανία να ανταμώσει τον άλλο τον αδερφό μου, που 'τανε στη Ρουμανία, επειδή τότες ήταν χούντα και δεν μπορούσε να πάει και μέσω Σουηδίας πήγε με να μην του κάνουν σφραγίδες, τέλος πάντων, κάτι τέτοια – ας πούμε- και πήγε και της είπε της γιαγιάς στ' αυτί ότι πήγε κι είδε το Στέργιο και σαν να ζωντάνεψε η γιαγιά. Ήταν κι αυτό που την κουνούσε η μάνα. Συνήλθε η γιαγιά και λέει, μετά από κάνα δύο μέρες, λέει «Καλά μωρέ γαιδούρα, μου 'ρθε να πεθάνω κι εσύ με ξύπνησες; Γιατί δε μ' άφησες;» Αλλά αυτό είναι απ' τα χαρακτηριστικά της γιαγιάς, ας πούμε. Τέλος πάντων, όταν ήταν να πεθάνει, μετά από καιρό, κατά το ’80, όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου και το είχε κρίμα ας πούμε φώναξε όλους. Φώναξε όλο το σόι. Όλα της τα παιδιά, πρώτα μας έδωσε από… είχε πει της μάνας, είχε κάπου 20 λίρες, του '22, απ' αυτές τις Ελισαβετιανές, οι οποίες τέλος πάντων, τις είχε τότε και τις είχε αποθηκευμένες κάπου, σ' ένα σακούλι εκεί. Και πέρασε όλους, ήρθανε όλοι οι συγγενείς, πέρασαν τα παιδιά, τη χαιρέτησαν και σ' εμάς, έδωσε από δυο λίρες, μία για μένα, μία για τη γυναίκα μου, που θα πάρω… τότες ήμουν πιτσιρικάς! Μία στο Στέργιο, που έλειπε και μία στη γυναίκα του, η οποία μετά, τα 'δωσε η μάνα μου όταν γυρίσανε. Συγχωρέθηκε μ' όλους, είχε κάτι αδερφές και αυτές αιωνόβιες και μάλιστα θυμάμαι, ο άλλος ο γαμπρός μου, ο Νίκος, της αδερφής μου της Κατερίνας, τη ρώτησε «Έχεις τίποτα γιαγιά να..;» «Τι να 'χω χρυσό μου, τίποτα, ντάξει, όλα συγχωρεμένα να 'ναι» και τέτοια. Τέλος πάντων, έφυγε έτσι πολύ ήσυχα και με τα ξύλα, αυτά που σου λέω, που τα είχε έτοιμα. Και δεν είχε μόνο αυτό, είχε το δαχτυλίδι αυτό που 'χε παντρευτεί το 'θελε «Να το βάλεις κι αυτό μέσα»! Το ίδιο έκανε κι η μάνα μου, ναι. «Το δαχτυλίδι, να μη μου χάσεις το δαχτυλίδι, να μου βάλετε το δαχτυλίδι, που θα πάω, που θα φύγω»! Ναι, ναι, ήτανε η γιαγιά...

Α.Α.:

Και νομίζω ότι αυτό μας δίνει την τέλεια πάσα, για να πάμε από το πένθος στη χαρά, που βέβαια, μου 'πατε ότι κι αυτή η χαρά η συγκεκριμένη, ήταν πένθιμη χαρά, στο γάμο.

Ν.Τ.:

Κοίταξε να δεις, ναι, ήτανε αυτό το πράγμα που γινόταν με το γάμο ήταν χαρά, ήταν και δύσκολα, με την έννοια ποια; Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι μία κοπέλα που μεγάλωσε στο σπίτι, έτσι που 'χε το νοικοκυριό… ένα μόνο θα σου πω χαρακτηριστικό, όταν παντρεύτηκε η πρώτη αδερφή μου, ξαφνικά σαν να άδειασε το σπίτι ήταν. Η αδερφή μου ασχολούνταν με ραπτική, πότιζε, λουλούδια, πράγματα-θαύματα, ξαφνικά έφυγαν και οι δυο αδερφές, μετά παντρεύτηκε σε χρόνο, σε κάνα-δύο χρόνια παντρεύτηκαν και οι δύο, έφυγε απ' το σπίτι αυτό που έχουν οι γυναίκες, που διαμορφώνουν την οικογένεια. Κι αυτό το πράγμα ήτανε πολύ… μου κόστισε εμένα. Δηλαδή, προσωπικά εγώ ήξερα ότι είχε βασιλικούς, λουλούδια, άσχετα αν τα τρώγαν τα ζώα, αλλά τα περιποιούτανε, προσπαθούσαν να τα 'χουνε έτσι. Όταν έφυγε η πρώτη μου αδερφή, γιατί στο δεύτερο δεν ήμουν στο γάμο, γινόταν ένα τρικούβερτο γλέντι. Δηλαδή, αρχίζαν απ' την Τετάρτη, που ζυμώνανε τα ψωμιά, για να ταΐσουν τον κόσμο μετά… και στο γαμπρό και στη νύφη αυτά γινότανε, όταν γίνονταν τα προζύμια, τραγουδούσανε οι γυναίκες «ζύμωνε μάικο μ’ ζύμωνε της κόρης παξιμάδι, του γιου παξιμάδι» και τέτοια. Το ίδιο γινόταν και στο γαμπρό, όταν τον ξυρίζανε, αντίστροφα. Αλλά δε θυμάμαι τα τραγούδια ακριβώς, ήταν πολύ ωραία, τραγουδούσαν οι γιαγιές, τα ξέρανε πολύ καλά, δηλαδή όλες αυτές οι παλιές, όπως είναι η μάνα μου, ξέρανε όλο το πλαίσιο, που τραγουδάγανε. Αυτό δημιουργούντανε ας πούμε μετά… το βράδυ, την πρώτη βραδιά πριν τον γάμο, γινόταν το τραπέζωμα με τους συγγενείς, τους πιο κοντινούς συγγενείς, τους καλέσανε με το «κανίσκι» όπως το λέγανε. Ήτανε μία κόφα με κρασί, κρασί, αντί για προσκλήσεις, πώς λένε τώρα, στέλνανε το κανίσκι, δηλαδή στέλνανε ειδοποίηση με την κόφα με το κρασί, που 'τανε κρασί, [00:30:00]έπινες σαν υπόδειξη ότι πρέπει να πας στο γάμο. Το οποίο αυτό ήτανε ένα ξύλινο πράγμα πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο, κεντητό και τέτοια, το οποίο του βάζανε και βασιλικούς και λουλούδια γύρω- γύρω και τέτοια, ήταν πολύ όμορφο κι αυτό ήτανε η πρόσκληση. Λοιπόν, την πρώτη μέρα του γάμου γινότανε οι πολλοί συγγενείς οι οποίοι ας πούμε τους κάναν τραπέζι. Το τραπέζι αυτό όμως, ήταν πάρα πολύ δαπανηρό. Δηλαδή, να φανταστείς ότι είχανε 3 με 4 καζάνια φαγητό, που σημαίνει, ντάξει εμείς είμαστε… είχαμε και πολλούς συγγενείς… Το 3-4 καζάνια φαγητό σήμαινε ότι έπρεπε να 'χανε πλιγούρι με κρέας, πλιγούρι με πατάτες ή πατάτες έτσι ή τέλος πάντων, τέτοια φαγητά . Τα οποία αυτά είχανε το κρασί και το τσίπουρο, έτσι σαν… ψωμιά, τα οποία ζύμωναν από πριν έτσι και οι μάγειροι, που έπρεπε να πάει ολόκληρο συνεργείο. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν το συνεργείο, ότι μαγειρεύανε ας πούμε τότε 3 καζάνια έπρεπε να 'ναι 3-4 μαγείρισσες, οι οποίοι έπρεπε να 'τανε άντρες. Πιο πολλές φορές ήταν άντρες, κάναν τις χοντρές δουλειές. Οι γυναίκες που καθαρίζαν τα κρεμμύδια, τα έτσι- τ' αλλιώς και τέτοια και το κυριότερο ήταν ότι για να ταΐσεις αυτόν τον κόσμο, έπρεπε να 'χεις πιάτα. Τα πιάτα όμως, δε φτάναν για μια οικογένεια και τι κάνανε που λες; Αυτά τα τσίγκινα -τότες ήταν της εποχής τα τσίγκινα, πρόλαβα εγώ- πηγαίναν και παίρνανε πιρούνια και κουτάλια απ' τους δίπλα, από άλλους συγγενείς απ' το χωριό και μαζεύαν και όλοι από πίσω, από κάτω, γράφαν τ' όνομά τους με μπογιά, για να μη τα… δηλαδή πώς να σου πω; Το γράφανε -ξέρω ‘γω- Νίκος Τζiμούλης, ξέραν ότι είναι το δικό μου και το ίδιο και τα πιρούνια. Λοιπόν, για να μη γίνεται εκεί πέρα -σου λέει- το βιός τους ήτανε έτσι, τα οποία τα μοιράζαν μετά. Δεν ήταν μόνο αυτό. Ο τρόπος όμως της διανομής… γιατί όταν ήτανε, παντρευότανε η αδελφή μου ήτανε όλο το σπίτι 4 δωμάτια, συν η κουζίνα 5 χώροι ας πούμε και ήτανε αυτοί οι σοφράδες. Όταν ήτανε χειμώνας, συνήθως βάζαν κουρελούδες στο πάτωμα, να 'ναι ζεστά, οι οποίες τις κάρφωναν με… για να μη φεύγουν, γιατί θα χορεύαν τα βράδια, έτσι, όλη τη νύχτα. Παίρναν τις δεκάρες, τότες ήταν… υπήρχαν οι δεκάρες, δεν ξέρω αν τις ξέρεις. Ναι, δεκάρες, οι οποίες ήτανε… είχαν μια τρύπα στη μέση και βάζανε πρόκα και τα καρφώνανε έτσι, για να μη φεύγουνε οι… την ώρα που χορεύουν και τα λοιπά, στο πάτωμα, ήταν ξύλινο το πάτωμα. Λοιπόν, εν τω μεταξύ, η διανομή, για να γίνεται η διανομή, έπρεπε να έχουνε κόσμο και κυρίως, ήταν νεαροί, πολλοί νεαροί, που να κουβαλάν τα ταψιά, ας πούμε... Είχανε κάτι ταψιά σαν  -πώς να σου πω- όπως είναι στα καφενεία, στα εστιατόρια που κουβαλάνε το… πώς το λένε αυτό… το νταβά ας πούμε έτσι είχανε τα ταψιά αυτά τα μεγάλα και βάζαν 4-5 πιάτα και πηγαίναν ας πούμε ποιος θέλει πλιγούρι, ποιος θέλει εκείνο και ταΐζανε... Μόλις τελείωνε ένας το φαΐ του, γιατί έπρεπε να είναι τσίπουρα, φαγητό, τυριά, εκείνο τ' άλλο, πολλή δουλειά, δεν ήτανε απλή ιστορία… ήτανε φοβερή ιστορία. Βέβαια αυτά, κατά συνέπεια, όταν είχανε κάποιοι ας πούμε όταν δεν είχαν, δεν κάνανε κιόλας, έτσι; Λοιπόν, αυτό το πράγμα που γινότανε ας πούμε στην αδελφή μου, στη μεγάλη, την Κατερίνα… ήταν… είχαμε -ξέρω ‘γω- δέκα ξαδέλφια, είχαμε 36 ξαδέλφια, για να καταλάβεις, ο πατέρας μου ήτανε από μεγάλο σόι. Λοιπόν , είχε 6 αδέλφια, που είχαν όλοι από 5-6 παιδιά ας πούμε είχαμε 36 πρώτα ξαδέλφια, για να καταλάβεις, μιλάμε για ιστορίες. Λοιπόν, αυτοί οι πιτσιρικάδες και οι νεαροί ας πούμε αναλαμβάνανε να κουβαλάνε αυτά τα πράγματα, να ταΐσουν τον κόσμο, έτσι. Όλη τη νύχτα κρασιά, κρασιά ήτανε στο βαρέλι κάτω, τσίπουρα το ίδιο, όπως καλή ώρα τώρα. Λοιπόν, κι όλο αυτό γινότανε όλη τη νύχτα, ταΐζαν και μετά, αρχίζανε τα επιτραπέζια τραγούδια. Λοιπόν, τα επιτραπέζια τραγούδια είχαν σχέση με το… όχι με το χορό, περισσότερο την αρμονία-πώς να σου πω- «τώρα περνάμε καλά» κάπως έτσι. Λοιπόν, αυτό το πράμα, που γινόταν τότε, ήτανε πολύ σημαντικό. Ήτανε… εγώ το θεωρώ ας πούμε τι να σου πω τώρα... Έλεγε ένα τραγούδι «Φίλοι μου καλωσορίσατε» και δε θυμάμαι τώρα ακριβώς «φίλοι μου κι αγαπημένοι, εσείς τρώτε και πίνετε κι εγώ να τραγουδάω» έτσι, κάπως έτσι, ας πούμε… Υπάρχουν αυτά καταγραμμένα κι είναι πολύ ωραία και μάλιστα, υπάρχει κι ένα τραγούδι που λέει, αυτό το ίδιο το τραγούδι, λέει «ποιος είδε ψάρι στο βουνό και… » ξέρω ‘γω… το κάνανε και δημοτικό και το κάναν τώρα… κάποιος το 'χει ξαναγράψει ας πούμε στα καινούργια λαϊκά. Αυτό ήταν την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη μέρα… μάλλον, ξημερώνοντας ας πούμε με όργανα όλα αυτά έτσι; Κι όλα αυτά πηγαίνανε… μάλλον, ξέχασα να στο πω ότι πηγαίναν να πάρουνε τραγουδώντας το νερό απ' τη βρύση. Λοιπόν, το οποίο ήταν καταπληκτικό. Αυτός που ήταν ο «μπράτιμος»  αυτός που ήτανε όχι ο νονός, ο μπράτιμος. Ήταν και στο αρσενικό και στο θηλυκό, έτσι και στις γυναίκες και στα κορίτσια. Ο μπράτιμος ήτανε αυτός που ήτανε ο γενικός, που έκανε κανόνες, έκανε το κουμάντο και πήγαινε μ' ένα αγγείο «κακαβούλι» όπως το λέγαμε εμείς, που ήτανε… γύρω-γύρω είχε λουλούδια. Τα δέναν λουλούδια, το έβαζε σ' ένα μαντήλι επάνω και πήγαινε στο πηγάδι τραγουδώντας με τα κλαρίνα. Κι ο δρόμος που πηγαίνανε, τραγουδούσανε κιόλας, μία οι γυναίκες, μία οι άντρες. Κι έλεγαν «Μπρος μου κίνησα στο δρόμο, στο στενό το μονοπάτι, βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο κι η μηλιά μαντολογιέται». Παρακάτω πώς το λεν'… έχει κι άλλο, έχει πολύ ωραίο. Τέλος πάντων, δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά αυτό ήταν πολύ ωραίο, γιατί ήταν μία τραγουδούσαν οι γυναίκες, στην πορεία αυτό, έτσι στην πορεία με τα κλαρίνα. Μόλις φτάναν στο πηγάδι, σταματούσαν εκεί κι αρχίζανε άλλο τραγούδι. Ο μπράτιμος ας πούμε ή ο νουνός, τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ... Εκείνο ήταν το καταπληκτικότερο τραγούδι που 'χω ακούσει. Ήταν ένα τραγούδι, το οποίο την ώρα που γέμιζε το κακαβούλι ας πούμε έτσι το γέμιζε, το ξανάδειαζε, αλλά τραγουδούσανε και ξανά το γέμιζε και ξανά και έλεγε το τραγούδι - κάτσε τώρα να το θυμηθώ, γιατί δε μου 'ρχεται - «ανέβαινα, κατέβαινα να πελεκήσω μάρμαρο, να πελεκήσω μάρμαρο, να βγάλει η βρύση χλιο νερό, να το περάσ' το κήπο μου να πότιζα γλυκομηλιές, να πότιζα αχλαδιές» ή κάτι τέτοιο ας πούμε αλλά είναι πολύ ωραίο. Αλλά αυτό τραγουδιότανε απ' τη μία απ' τις γυναίκες και μία απ' τ' αγόρια, αλλά ήταν καταπληκτικό. Το 'χω κάνει κι εγώ, γιατί έκανα κι εγώ τέτοια, ας πούμε... Αυτό το «ανέβαινα, κατέβαινα να πελεκήσω μάρμαρο»  απίστευτο τραγούδι, το 'χω καταγραμμένο το 'χω. Ήτανε όλο αυτό το πήγαινε- έλα στο πηγάδι, στο να πάμε να φέρουμε το μπράτιμο, να φέρουμε τον κουμπάρο, αυτός που θα τους στεφανώσει, όλα αυτά πηγαίναν με μουσική, με τραγούδια του δρόμου, ας πούμε... Τα κλαρίνα όρθια, έτσι να παίζουν, τα οποία ας πούμε δε σταματούσαν καθόλου, παίζαν συνέχεια αυτοί, όλη τη νύχτα, όλο το βράδυ, τρεις μέρες παίζανε, ξεθέωμα! Δηλαδή, απίστευτο. Αλλά είναι πολύ ωραίο το αλισβερίσι αυτό ότι πήγαιναν για νερό. Αυτό ξεκίναγε απ' το πρωί, έτσι…πριν ο γάμος, πριν. Τη δεύτερη, μετά το γάμο, δηλαδή μετά τη στέψη… ξέχασα να πω μόνο ότι η στέψη, ποτέ δεν αφήνανε να πάνε απ' τον ίδιο δρόμο αυτοί που παντρευόντουσαν. Πάντα έπρεπε να πάνε, γιατί δεν το θεωρούσαν καλό ότι πρέπει να πάει απ' τον ίδιο δρόμο, γιατί θα πάθουν τίποτα και κάτι τέτοιο. Άρα δημιουργούσανε μια κατάσταση, δηλαδή μπορούσε να πάει η αδελφή μου… έπρεπε να πάει στο πηγάδι, στην πλατεία που ήτανε η εκκλησία και ήταν δίπλα κι έπρεπε να κάνει ολόκληρο κύκλο, να μην ανταμώσει με τον κύκλο τον άλλο, που θα ‘ρθει ο γαμπρός ας πούμε-[00:40:00]

Α.Α.:

Να ανταμώσουνε στην εκκλησία.

Ν.Τ.:

Ναι, ναι. Τώρα, την ώρα που γινόταν η στέψη, γινόταν κάτι που ήταν καταπληκτικό για μένα. Δηλαδή, προσπαθώ να το ζωγραφίσω, αλλά δε μπόρεσα να το καταφέρω. Την ώρα που ερχόταν τα ζευγάρια στο τέτοιο, υπήρχε στην πλατεία στο χωριό κυκλικά, ένας χορός με γυναίκες και κυρίως μαυροφορεμένες, μεγάλες, οι οποίες ας πούμε τραγουδούσανε, δε θυμάμαι το τραγούδι τώρα να στο πω, κυκλικά, γύρω-γύρω. Αυτές ήταν σαν να ανταμώναν του χωριού, οι γυναίκες όλες, στη στέψη που θα γινότανε. Εκείνη τη στιγμή ήτανε που ανταμώνανε οι αρσενικοί, του άντρα με τις γυναίκες και κάναν το αλισβερίσι. Την ώρα που εκεί πήγαινε η νύφη, οι συγγενείς, η πεθερά ας πούμε και οι συγγενείς του γαμπρού πηγαίναν και χαιρετούσαν τη νύφη. Η νύφη πάντοτε ήταν χαμηλοβλεπούσα, δεν σήκωνε ποτέ τα μάτια έξω προς τα πάνω, ήταν πάντοτε χαμηλοβλεπούσα και με το πέπλο, συνήθως δε φοράγαν άσπρα, φοράγανε πάντοτε την παραδοσιακή στολή, μόνο ένα πέπλο άσπρο πάνω, παραδοσιακά. Και μάλιστα, όταν η πρώτη νύφη, γύρω στο '58-'60 έβαλε άσπρα, οι γιαγιές είπαν «σαν το σάβανο του πεθαμένου είναι». Ναι, ναι είναι αυτό είναι, ναι ήτανε γνωστό, το 'λεγε η γιαγιά μου «Τι 'ναι αυτή μωρέ –λέει- τι είν' τούτο μωρ' -λέει -τι άσπρα, σαν να 'ναι πεθαμένη» Θεωρούσαν τη στολή αυτή… ήταν παράδοση, πολύ ωραία . Στολή βέβαια, με τα φλουριά και με τέτοια και με πατούνες και μάλιστα, τα κεράσματα που γινόταν μεταξύ του γαμπρού και της νύφης, έπρεπε η αδελφή μου, να κεράσει τον πεθερό, να τον προσκυνήσει, γινόταν και κάτι τέτοια ας πούμε έτσι… η οποία προσκυνόταν στην πλατεία αυτά, που ερχόταν ο χορός, που γινόταν γύρω-γύρω, που σου λέω. Το οποίο ήτανε… είχε -ξέρω ‘γω- 50 ζευγάρια είχε πλέξει η μάνα μου; Τα τσουράπια, τα οποία τα 'βαζαν με βασιλικό και τα βάζανε εδώ πέρα και τα κρέμαγαν εδώ πέρα, δεξιά - αριστερά, ας πούμε. Και η νύφη, την ώρα που πηγαίνανε εκεί στην πλατεία και γινόταν αυτοί οι χαιρετισμοί, της φέρναν ένα παιδάκι από το σόι του γαμπρού κυρίως, το οποίο ήταν μωρό 1-2 χρονών, το οποίο το περνούσαν 3 φορές πάνω, γύρω - γύρω της, από πάνω της, συμβολικά, δεν ξέρω γιατί, τώρα ερμηνείες μπορούμε να δώσουμε πολλές. Το οποίο προσκυνούσε, του χάριζε κι αυτουνού τσουράπια, τα τσουράπια πάντοτε ήτανε κλειστά μαύρα και με πράσινες... κάπως έτσι ας πούμε γεράνια. Τα οποία… κέρναγε το γαμπρό, όλους αυτούς και το παιδάκι αυτό, του 'βαζε και τσουράπια και αυτουνού κι ήταν τα δώρα, έτσι; Λοιπόν, κι όλο αυτό, την ώρα της στέψης, την ώρα της στέψης γινόταν κάτι που απεδείχθη ότι ήταν πολύ σημαντικό, γιατί αυτό ήταν επί τουρκοκρατίας, επικράτησε μετά. Ο πρώτος συγγενής, αδερφός ή πρώτος ξάδερφος του γαμπρού χόρευε το μπαϊράκι την ώρα της στέψης. Δηλαδή στην πλατεία, η εκκλησία ήταν δίπλα, η πλατεία ήταν παραδίπλα. Την ώρα που το χόρευε αυτό, χόρευε το μπαϊράκι... Το μπαϊράκι ήτανε μια σημαία, η οποία είχε ένα σταυρό επάνω κι επάνω στο σταυρό ήτανε καρφωμένα στο σταυρό μήλα με βασιλικό και η σημαία ήτανε ακριβώς η σημαία της απελευθέρωσης, αυτή που είχανε οι παλιοί ας πούμε για την επανάσταση. Δεν ήταν αυτή η σημαία που ξέρουμε τώρα... Ήταν η σημαία με το σταυρό, το σταυρό, τον κόκκινο σταυρό, δεξιά-αριστερά στα τέσσερα σημεία και στη μέση ήταν ο σταυρός. Αυτό το μπαϊράκι, μπαϊράκι θα πει «σημαία» έτσι, στα τουρκικά, έτσι; Λοιπόν, χορεύανε την ώρα της στέψης, χορεύαν το μπαϊράκι. Λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό αυτό, είναι ένα στοιχείο, το οποίο έδειχνε ότι είμαστε ελεύθεροι. Με τη σημαία μπροστά, χόρευε μπροστά ο πρώτος συγγενής του γαμπρού ή αδερφός ή πρώτος ξάδερφος. Λοιπόν, είναι ένα στοιχείο, που το περνάει έτσι, αλλά αυτό το στοιχείο είναι πολύ σημαντικό, το οποίο βέβαια, για να καταλάβεις, για τι ζώα ζούμε ας πούμε τι ζώα είμαστε, επί χούντας τ' απαγορεύσανε αυτό το πράγμα, τ' απαγορεύσανε . «Την ώρα της στέψης-λέει-είναι πολύ ιερή και δεν πρέπει να χορεύουν-λέει- και τέτοια και να κάνουν ασέλγειες προς τη θρησκεία». Πρόσεξε, γιατί τώρα, ερχόμαστε σ' αυτά που σου 'χα πει πριν, έτσι; Και θυμάμαι, σ' έναν γάμο, πρώτος ξάδερφος μου ήτανε, ακριβώς πάνω απ' την εκκλησία, δίπλα στο σπίτι μου, πάνω απ' την εκκλησία. Και λέω «ρε πούστηδες» τώρα ήτανε επί χούντας, που σου 'χα πει ότι δεν τα πήγαινα καλά… λέω «ρε, παντρευόταν αυτός –λέω-εγώ ήμουνα συγγενής πρώτος, άρα μπορούσα να το χορέψω εγώ». Του λέω «Γιώργη, μην έχεις άλλο, η εκκλησία είναι πιο κοντά από δω απ' την πλατεία. Θα το χορέψουμε στο σπίτι, ρε πούστη, δε μπορούν να μας πουν ότι δε μπορούμε να το χορέψουμε». Και το χορέψαμε στο σπίτι κι έγινε πάλι χαμός.... Ναι, ήτανε αυτά τα στοιχεία, που είναι… αλλά σου λέω τώρα, πώς δένουν όλα τα πράγματα… κοίταξε να δεις πώς έρχονται σε μια κατάσταση, που είναι απίστευτη, απίστευτη. Μόλις γινότανε… πριν τελειώσω το όλο… για το γάμο, κυρίως απ' την αδερφή μου τα λέω…  ερχόνταν απ’ του γαμπρού να πάρουν τα προικιά. Τα προικιά έπρεπε να πάρουν τα προικιά απ' το σπίτι, τα οποία ήτανε μπαούλα σκαλισμένα με βελέντζες, εκείνο- το άλλο… ξέρεις τέτοια, τα οποία όλοι εμείς οι συγγενείς υπήρχε μια συνήθεια ότι άμα δε δώσετε κάτι, δεν κεράσετε, δεν παίρνετε τίποτα και γινόταν μάχη. Θεωρούνταν πιο έξυπνο ότι ήταν μάγκες οι μεν, οι δε, ότι τα πήρε χωρίς να δώσουν τίποτα και γινόταν και μάχη πολλές φορές, γινόταν τέτοια. Βέβαια, υπήρχαν και μερικά ωραία, πολύ όμορφα. Την ώρα που ερχόταν ο γαμπρός να πάρει τη νύφη-μια και λέμε για το κλάμα τώρα-χαιρετούσαν τη νύφη οι συγγενείς, η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια και τα λοιπά… χαμηλοβλεπούσα συνέχεια, να μην κοιτάνε ποτέ προς τα πάνω, όλο προς τα κάτω και να προσκυνάνε συνέχεια. Γινόταν και μια μορφή κεράσματος, το οποίο αυτό το κέρασμα όμως, είχε και μια οικονομική βοήθεια. Δηλαδή στο ζευγάρι, γιατί μάζευαν πολλά λεφτά, 10,100, ο ένας, 100 ο άλλος, μάζευαν ολόκληρο σακούλι γεμάτο, το οποίο ήτανε υπέρ των νιόγαμπρων. Λοιπόν, την ώρα που έμπαινε όμως ο γαμπρός, πηγαίνανε και του δίνανε ένα μήλο, που το οποίο του λέγανε ας πούμε να το πετάξει πάνω απ' το σπίτι και πολλές φορές, λέγανε «αν δε το πετάξει, δε θα πάει καλά ο γάμος». Λοιπόν, καταλαβαίνεις τώρα, νέα παιδιά ένα μήλο να το πετάξουνε σ' ένα διώροφο σπίτι, δεν ήταν τίποτα. Γινόταν τέτοια. Και δε ήταν μόνο αυτό, υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες τέτοιες, τις οποίες τώρα δεν τις θυμάμαι, έτσι μου 'ρχονται κατά… ξεκάρφωτα τελείως, ας πούμε… Αυτό το παξιμάδι που φτιάξανε την ώρα που το τραγουδούσανε και το κάνανε, γιατί κάνανε ένα παξιμάδι, το οποίο θα το πηγαίνανε ο κουμπάρος… πήγαινε καβάλα στ' άλογο αυτός. Και μάλιστα είχαμε, είχε ένας ξάδελφός μου ένα άλογο, τον Ψαρρή, ήτανε ένα άσπρο, έτσι γκριζωπό άλογο, το οποίο ήτανε… δεν πάει να χτυπούσαν καμπάνες, δεν πάει να χτυπούσαν όργανα, αυτός δε φοβότανε. Όπου κι αν το πήγαινες… ήταν έτσι και λίγο ηλικιωμένο άλογο. Λοιπόν κι αυτό το στολίζανε πάντοτε με λουλούδια και με τέτοια και τον πηγαίναν ας πούμε πήγαινε ο κουμπάρος, που θα τους πάντρευε. Αυτός… αυτό το ψωμί, που έφτιαχναν, που το κεντούσανε με σχέδια και μετά κολλούσε, ξέρεις ολόκληρο παξιμάδι -πώς να στο πω έτσι κάπως- την ώρα που έμπαινε στο σπίτι η νύφη στου γαμπρού, [00:50:00]πήγαινε η πεθερά και την τάιζε με μέλι και το παξιμάδι αυτό, το οποίο το πετούσανε μετά, το 'σπαγε και το πετούσανε και όποιο το αρπάξουνε οι κοπέλες, θεωρούσανε ότι θα παντρευτούν πιο γρήγορα, κάτι τέτοιο με το παξιμάδι, ναι . Υπάρχουν τέτοιες λεπτομέρειες, οι οποίες τώρα μου 'ρχονται λίγο - λίγο, αλλά δε τις θυμάμαι όλες. Αλλά ήταν τόσο όμορφο αυτό μ' αυτά τα πράματα. Τώρα για το προσκύνημα, αυτό που σου λέω, που κλαίγανε, ήταν πραγματικά, θρήνος. Όταν έφυγε η αδερφή μου, η μάνα μου όχι έκλαιγε, σπάραζε! Κι ο πατέρας μου το ίδιο και όλοι. Πέρα απ' τη συγκίνηση ήτανε κι ένα τραγούδι πολύ ωραίο, πέρα απ' αυτά που λένε «να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός» αυτά είναι τρίχες μπροστά στα άλλα. Δηλαδή-πώς να σου πω να καταλάβεις- ένα τραγούδι ας πούμε της αξίας του γαμπρού, ας πούμε. Την ώρα που τον χαιρετούνε, γιατί κι αυτόν τον χαιρετάγανε και δίναν λεφτά, έλεγε το τραγούδι. Κάτσε, πώς έλεγε το «πού 'ναι η μάνα του γαμπρού να δει το γιο π' αρμάτωναν, το πώς του πρέπουν τ' άρματα, το πώς του πρέπει ο Γρίβας» ο Γρίβας ήτανε τ' άλογο. Δηλαδή, καταπληκτικά πράγματα. Δηλαδή, ανατριχιάζω τώρα που τα λέω, τα θυμάμαι ας πούμε δεν τα 'χω καταγράψει όλα, αλλά είναι καταπληκτικά, δηλαδή είναι απίστευτης ομορφιάς. Το «πού 'ναι η μάνα του γαμπρού» και την ώρα εκείνη, γινόταν θρήνος, ας πούμε… Λοιπόν  και ήτανε το κλάμα, ήτανε ένα στοιχείο, το οποίο ήτανε μέσα στη ζωή. Ξέρανε ότι η ευτυχία δεν είναι… είναι δυστυχία, φεύγει ένας άνθρωπος από το σπίτι. Ξέρεις το σημαίνει αυτό; Κι αλλάζουν οι σχέσεις. Και οι σχέσεις τότε με τις πεθερές και με τους τέτοιους ήταν τελείως άλλες, ήτανε καταπιεστικές. Αρχηγός ήταν η πεθερά κι ο πεθερός, δεν ήτανε τα παιδιά. Μετά, υπήρχε τέτοια ιστορία ας πούμε η οποία ήταν καταπιεστική. Δεν ήτανε… δηλαδή, οι ιστορίες αυτές με την αδελφή μου και τις αδελφές μου, ήτανε καταπιεστικές, δηλαδή δεν ήτανε... Κι όλα αυτά, την ώρα που όλος ο αρσενικός πληθυσμός, επειδή ήτανε ταξιδευόμενοι μαστόροι όλοι, ζούσανε σε μια κατάσταση στέρησης του αντρός, έτσι; Δηλαδή, τον οποίο τον βλέπανε κάθε 6 μήνες. Όταν γύριζαν, συνήθως την εποχή του πατέρα μου, φεύγανε, φεύγανε του Αγίου Δημητρίου για ταξίδι, περνάγανε όλο το χειμώνα κι όταν έρχονταν το καλοκαιράκι, μετά του Αγίου Κωνσταντίνου, ερχόντανε για να κάνουν τις δουλειές του χωριού, που ήταν πιο περισσότερες, ενώ το χειμώνα που ήτανε πιο λίγες οι δουλειές -πώς να σου πω- υπήρχε μια -πώς να σου πω- ισορροπία σ' αυτό. Αυτό βέβαια, πολλές φορές, οι γυναίκες ζούσανε- πώς να σου πω- στη στέρηση και στην καταπίεση των μεγάλων, οι οποίοι βγάζαν τ' απωθημένα τους. Βέβαια, όλα αυτά, μια και τώρα θυμήθηκα κάτι με τη γιαγιά μου και πρέπει να στο πω ας πούμε αυτό έχει με το θάνατο. Ο παππούς μου γύρισε από την Αμερική την ώρα που η μάνα μου ήτανε 20 χρονών. Δεν την είχε δει, ήρθε για να την παντρέψει. Λοιπόν, και πέθανε το '44 ο παππούς κι έχω τ' όνομά του, το Νίκο. Πέθανε το '44 την ώρα που απελευθερωνόταν η Αθήνα, στις 12 του Οκτώβρη και μάλιστα, είχα ραδιόφωνο-τώρα θα σε γελάσω-και είπε η μάνα… είχε πάει εκεί, τον περιμένανε. Και είπε η μάνα «τι είναι-λέει-απελευθερώθηκε η Ελλάδα, η Αθήνα»  καλά-λέει… κάπως είπε μια λέξη η μάνα μου, δε τη θυμάμαι τώρα, καταπληκτική λέξη. Τέλος πάντων, δεν μπορώ να στο πω, γιατί θα κάνω λάθος. Τι θέλω να πω τώρα... Η γιαγιά όταν πήγε να τον βγάλει απ' τον τάφο, μετά από χρόνια, μας έλεγε μετά αυτή, λέει «την ώρα που το 'βγαλα-λέει-πήρα το κεφάλι κι έτσι μου 'ρθε να το πετάξω στου μπουρδέμι το λάκκο». Στου «μπουρδέμι το λάκκο» ήταν ένα ρέμα δίπλα. «Γιατί ρε γιαγιά το 'κανες αυτό;» της λέω. «Πώς-λέει-ο ρουφιάνος μ' άφησε χωρίς άντρα μια ζωή». Λέω «Καλά, εσύ γιατί δεν πήγες;» Λέει: «Αν έφευγα εγώ, θα 'ταν ρημαδιό εδώ». Δεν ήθελε να πάει. Αλλά θέλω να σου πω, πόσο ήτανε μια γυναίκα, η οποία δεν είχε… δηλαδή, μια ζωή χωρίς άντρα. Και ξέρεις πόσο δύσκολες είναι εκείνες οι συνθήκες… αυτά είναι προς το τέτοιο. Τώρα για το γάμο άλλα, το μόνο που θυμάμαι είναι τα γλέντια που κάναμε, ήταν πολύ ωραία.

Α.Α.:

Τα επιστρόφια;

Ν.Τ.:

Υπάρχουν και τα επιστρόφια, ναι τα επιστρόφια, δεν τα λέμε έτσι εμείς. Τη δεύτερη μέρα, μετά που πήγαινε η νύφη στο γαμπρό και στο ένα το σπίτι και στο άλλο, γινόταν τα κανίσκια, όπως τα λέγαμε εμείς. Τα κανίσκια ήταν, τι ήταν; Μαγειρεύαν όλες οι οικογένειες και πηγαίναν τα φαγητά τους στο σπίτι. Δηλαδή, ό,τι είχαν μαγειρέψει, είχαν μαγειρέψει. Αλλά πηγαίναν ο καθένας τα φαγητά τους, δηλαδή -ξέρω ‘γω- μια οικογένεια, πρώτος ξάδελφος, έφερνε αρνί με τέτοιο, ο άλλος έφερνε πίτα, ο άλλος έφερνε και τα λοιπά. Κι όλο αυτό γινότανε αλισβερίσι, πάλι φαγοπότι, φαγοπότι, αλλά με τα υπάρχοντα των αλλονών. Πάλι το κρασί βέβαια, φέρναν και κρασί ο καθένας και γίνονταν πάλι γλέντι. Κι αυτό συνέχιζε όλο το βράδυ χορός, πέρα απ' τα επιτραπέζια, που σου λέω «φίλοι μου καλωσορίσατε» και τέτοια, γιατί υπήρχαν πολλά... Υπήρχε ένα τραγούδι πολύ όμορφο, που μου κάνει εντύπωση εμένα, πάρα πολύ, επιτραπέζιο που το τραγουδάγανε τότε «Σταθείτε παλικάρια, σταματήσετε, πολύ κρασί μην πιείτε και μεθύσετε και πέσετε στο στρώμα, στο προσκέφαλο. Όταν ήμουν παλικάρι, 18 χρονών, στην πέτρα περπατούσα κι έβγαζα νερό, είχα και τ' άλογό μου πενταΐτικο» - μετά τι λέει - «στους κάμπους ροβολούσα και κουρνιάχτιζα και μάνα, καημένη μάνα που με γέννησες, με πίκρες και με χάιδα δε μ' απόχτησες». Είναι πολύ σημαντικά. Θεωρώ ότι είναι απ' τα καλύτερα αυτά και τα τραγουδάγανε πολύ ωραία, αυτά μ' αρέσουν κιόλας. Μετά απ' αυτό το γάμο, τα νιόγαμπρα τα βάζαν στο υπόγειο, γιατί το σπίτι όλο ήταν για χορό και τέτοια, τους βάζαν στο υπόγειο εκεί και τα λοιπά. Δεν είχανε σχέση μ' αυτά τις παρθένες, παρθενιές και μαλακίες τέτοιες, δεν τις είχανε, ας πούμε…

Α.Α.:

Δεν υπήρχε;

Ν.Τ.:

Όχι, δεν υπήρχε, δεν υπήρχε, δεν υπήρχε τίποτα. Απλώς τους βάζαν στο υπόγειο και λέγανε τότε ότι για να ριζώσουνε μες στο σπίτι, κάπως έτσι. Λοιπόν , τέλος πάντων, γίνονταν αυτά. Όταν τελείωνε αυτό το γλέντι, γιατί όλη νύχτα τραγούδια, έτσι τραγούδια και χορός, έτσι, σ' όλο το… δηλαδή, τα όργανα πηγαίναν από δωμάτιο σε δωμάτιο και συνέχιζαν, για κάποιες… Λέγανε τα επιτραπέζια την ώρα που τρώγανε, λέγανε τα επιτραπέζια, αυτά που σου είπα και μετά άρχιζε το γλέντι. Και πηγαίναν από ένα δωμάτιο στο άλλο δωμάτιο και τραγουδάγαν και χορεύανε μέχρι το πρωί, μπορεί να ξημέρωνε. Και την τελευταία βραδιά, τη Δευτέρα μάλλον, που τελείωνε ο γάμος, κάναν ένα μικρό γλέντι, κυρίως στο γαμπρό, με τους πιο συγγενείς. Τη Δευτέρα το βράδυ με τους πολύ συγγενείς, μ' αδέλφια, πρώτα ξαδέλφια πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού και τρώγανε όλοι μαζί ξανά. Δηλαδή, μια ιστορία πολύ κουραστική, πάρα πολύ κουραστική, με την έννοια ότι είχε πολλή δουλειά, δηλαδή. Δεν ήτανε… πάω σε μία ταβέρνα και τρώγω, δεν ήτανε μια απλή ιστορία. Μόνο να φανταστείς - ας πούμε - να μοιράσεις τα κουτάλια και τα πιρούνια σ' όλο το χωριό, έφτανε - ας πούμε - κατάλαβες; Ναι, αυτά είναι για το γάμο. Ντάξει, τώρα άλλα τι να [01:00:00]σου πω;

Α.Α.:

Θα θέλατε λίγο να μου μιλήσετε παραπάνω για το μπαϊράκι; Συγκεκριμένα, εγώ η ερώτηση που θέλω να κάνω είναι όταν χορευόταν το μπαϊράκι, ήταν οι οργανοπαίκτες έξω απ' την εκκλησία;

Ν.Τ.:

Ναι, ναι.

Α.Α.:

Και τι χορός ήταν το μπαϊράκι;

Ν.Τ.:

Συνήθως, ήταν ο γαμπριάτικος, υπάρχει ως χορός γαμπριάτικος, ο οποίος είναι πολύ δωρικός -πώς να στο πω, ας πούμε- είναι κάτι, είναι -πώς να στο πω-στα 4, τέλος πάντων, είναι ένας χορός, ο οποίος δεν είναι ούτε πωγωνίσιος, δεν είναι συρτός, έχει κάποια βήματα μπρος-πίσω, αλλά είναι πάρα πολύ αργός και πολλές φορές όμως, χορεύαν και κάπως αλλιώς, δηλαδή μπορεί να χορεύαν κι έναν τσάμικο, στρωτό τσάμικο, γιατί στην Ήπειρο το χορεύουν λίγο στρωτά, δεν το χορεύουν όπως οι Πελοποννήσιοι ή οι Ρουμελιώτες, είναι πιο στρωτός ο χορός, το τσάμικο. Αλλά η ποικιλία είναι τεράστια, γιατί είναι τα συγκαθιστά, είναι αυτά που μπορεί να τα χορεύαν όλα αυτά, δηλαδή… αλλά το μπαϊράκι ήτανε πολύ σημαντικό! Ήτανε δηλαδή, καθοριστικό, πώς να σου πω; Δηλαδή, γινότανε την ώρα της στέψης.

Α.Α.:

Επομένως, μου είπατε ότι το χόρευε ένας πρωτοσυγγενής του -

Ν.Τ.:

Πρωτοσυγγενής.

Α.Α.:

Μαζί με κύκλο φαντάζομαι.

Ν.Τ.:

Ναι, ναι.

Α.Α.:

Ο οποίος κύκλος ήτανε νέοι και γέροι;

Ν.Τ.:

Στην αρχή ήτανε περιμένανε οι γυναίκες να χαιρετήσουνε αυτό, την νύφη και μετά μπαίνανε όλοι. Πώς να σου πω, δεν έχω τώρα φωτογραφίες να σου δείξω το γαμπρό, που χόρευε σ' ένα γάμο, πολύ ωραία! Αλλά η σημαία ήταν ακριβώς, η σημαία της Επανάστασης. Δηλαδή, είναι η σημαία η άσπρη με το σταυρό στη μέση τον κόκκινο και δεξιά-αριστερά στις 4 γωνίες, πάλι μικρότερο σταυρό, 4 σταυρούς. Είναι ακριβώς η σημαία της Επανάστασης. Η οποία την είχαν μέχρι τώρα, μέχρι τώρα, σου μιλάω για το '75, δε σου μιλάω για π. Χ. Δηλαδή, καταλαβαίνεις ότι είναι μερικά πράγματα, τα οποία δεν αλλάξανε στο... Είναι αυτό που σου λέω, ας πούμε… Είναι, δηλαδή το να βάλεις το νόμισμα στον άλλο, για να τον πας στο θάνατο είναι… το ίδιο κάναν και οι αρχαίοι για το Χάρο, να πάει στο Χάρο... Και αυτό με τη σακούλα με τα τρόφιμα ας πούμε απίστευτο! Απίστευτο, δηλαδή μου 'χε κάνει εντύπωση τότε. Όταν ήρθα εδώ στην Αθήνα και αρχίζαν τα πράγματα να παίρνουν μια διάσταση άλλη με τα καλλιτεχνικά, που δούλευα σ' ένα ζωγράφο και τέτοια, όλα αυτά ξέρεις, πήραν μια διάσταση σ' εμένα, δεν είναι απλή ιστορία, δεν είναι καθόλου κι ακόμα και τώρα, τα σκέφτομαι και ακόμα νιώθω πόσο πολιτισμένοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Πόσο σημαντικό, ας πούμε. Δηλαδή-πώς να σου πω- η μάνα μου έκανε τσουράπια-να σου δείξω κι απάνω- τα οποία είχε οικόσημο το σπίτι. Οικόσημο, όταν λέω οικόσημο, είχε η κόκκα έτσι έτσι κι αλλιώς είναι δική μας, το άλλο το σπίτι είχε άλλη. Αλλά αυτά τα τσουράπια τα άσπρα, που τα βάζαν τότε στις νύφες… λοιπόν, ήταν το οικόσημο του σπιτιού. Δεν ήταν μόνο αυτό. Στα ζωντανά όλα, τις γίδες, τις προβατίνες, είχανε σήμα εδώ πάνω, κόβαν τα αυτιά τους, για να μπορούν να ξέρουν ποιο είναι δικό τους. Και μάλιστα, έκαναν ολόκληρα σχέδια, ολόκληρη ιστορία αυτό. Όταν λέω ολόκληρη ιστορία, μιλάω ότι τα σχήματα είναι απίστευτα. Δηλαδή, σ’ ένα αυτί έβλεπες μια τρύπα κι ένα κόψιμο, στο άλλο έβλεπες τρεις τρύπες κι ένα κόψιμο, σχέδια -πώς να σου πω-σχέδια πολύ ωραία. Είναι δηλαδή, η κοινωνία αυτή, όσο κι αν φαίνεται περίεργο- και φαντάζομαι σ' όλους τους λαούς να ισχύει αυτό- ήταν κάτι, που ήταν ένας πολιτισμός αιώνων. Δεν μπορείς να το ξεκρεμάσεις, δεν ήταν κάποια βιομηχανική εποχή, που άλλαξε τα πράγματα. Δεν άλλαξε τίποτα, ήταν όπως ήταν τότε, ήταν και τότε και δεν αλλάξαν τίποτα, απλώς αλλάξαν –ξέρω ‘γω- στην πορεία, πήραν κάτι άλλο, ας πούμε. Μου κάνει εντύπωση, πολλές φορές, το δημοτικό τραγούδι, που 'ναι για μένα το Α και το Ω της ποίησης, της λαϊκής ποίησης, όπως και η αρχιτεκτονική και έτσι, όλα αυτά… Δηλαδή, έβλεπες τραγούδι, που 'λεγε… είχε επιρροές απ' την πόλη, αλλά διαμορφώθηκε στο δημοτικό τραγούδι διαφορετικά, δηλαδή τι; Έλεγε «από την Αθήνα ως τον Πειραιά, εύρηκα μαντήλι με χρυσά φλουριά». Αυτό υπάρχει στους ρεμπέτες, υπάρχει στο τέτοιο, υπάρχει στο δημοτικό, το πήραν οι δημοτικοί και το κάναν δικό τους. Το κάναν δικό τους μες στην πορεία, ας πούμε... Δηλαδή, έγινε αυτό που έγινε, το τραγούδι το τραγουδούσε ένας παππούς σ 'εμένα «από την Αθήνα ως τον Πειραιά» και λέω τώρα, από πού κι ως πού; Κι όμως το 'λεγε! Κι ήταν ωραίο, Ηπειρώτικο και κοφτό, ωραίο και τέτοια. Αλλά είναι πολύ σημαντικά αυτά. Πολύ σημαντικά. Τώρα, γύρω απ' τη μουσική είναι άλλη πράγμα, δηλαδή θα έρθουμε σε άλλα επίπεδα, μια και είσαι και μουσικός, η μουσική η δημοτική έχει ένα πλεονέκτημα, μεγάλο πλεονέκτημα. Δηλαδή, επειδή έχει σχέση με το χορό, έχει σχέση με το… μουσικός και χορευτής. Άρα αυτά τα δύο πρέπει να συνεργάζονται. Αν δεν υπάρχει συνεργασία, δε γίνεται τίποτα. Δηλαδή, θα σου πω μόνο ένα πράγμα, ήταν ένας παππούς καταπληκτικό κλαρίνο, ο Φίλιππος Φιλιππίδης, που τώρα ο γιος του είναι μεγάλος και τρανός, ο Νίκος ο Φιλιππίδης, είχε έρθει ένας φίλος μου απ' τη Λιβαδειά, μέγας χορευτής, στα τσάμικα και σ' αυτά και τέτοια, μεγαλωμένος -ξέρω ‘γω- στη Σουηδία και τέτοια, ερχόταν τότε πάνω, πολύ όμορφο παιδί, ο Δημητρός, ένας με αρχαία μορφή, με κατσαρά μαλλιά, μεγάλα, πολύ όμορφος, πολύ ωραίος χορευτής. Κι είχε έρθει στο χωριό και τον φιλοξενούσαμε και ήταν πανηγύρι και λέω «άντε Δημήτρη, μια και είσαι του χορού, πες του παππού να χορέψεις». Λοιπόν, του 'πε εκείνος ας πούμε ο παππούς έμπειρος πολύ κι άρχισε να χορεύει. Δεν ήταν ότι χόρευε, καταλάβαινε την κίνησή του, αυτό είναι το πιο σημαντικό! Καταλάβαινε την κίνησή του κι αυτή την κίνηση την τραβούσε πιο πέρα, αυτός. Λοιπόν, και έπαθε εκστασιασμό ο Δημητρός, έπαθε τραλαλά! Λέει «Πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Εγώ έφυγα, πώς έφυγα;» Εκστασιάστηκε τελείως! Εκεί είναι το μεγάλο μυστικό της δημοτικής μουσικής, πώς μπορείς να τους εκστασιάσεις μέσα από αυτό, την κίνηση, το χορό και τα λοιπά. Είναι απίστευτο! Δηλαδή, έχουν γίνει τέτοια πράγματα πολλές φορές. Σου 'χα πει και πριν, προφορικά ας πούμε ότι κάποτε, πήγα να φωτογραφίσω έναν γάμο. Λοιπόν και φωτογράφιζα εγώ, από εδώ από εκεί και ανέβηκα στη σκεπή, για να τους φωτογραφίσω και χόρευε μία αιωνόβια γιαγιά- ας πούμε- την ώρα που χόρευε… Και έπαιρνε, τι να πω… ξαφνικά διαπίστωσα ότι έκανε μια κίνηση, που επειδή ήταν το μισό, ρε παιδί μου, δηλαδή η κίνηση του πωγωνίσιου ή του γαμπριάτικου του ηπειρώτικου, την ώρα που πήγαινε η μισή, την ώρα που πάει και γυρίζει και σαν να έπαιρνε τον αέρα και τον άφηνε, έτσι ένιωσα. Και λέω «μα τι βλάκας είμαι τώρα, κάθομαι εγώ τώρα και φωτογραφίζω, κάτσε απόλαυσε αυτό το πράγμα, που δεν υπάρχει να το ξαναδώ άλλη φορά»! Δηλαδή, αυτό το πράγμα που 'κανε η γιαγιά, το 'κανε κι η μάνα μου αυτό. Όλες αυτές οι γιαγιές, δεν ξέρω τι είχανε, ρε παιδί μου. Είχανε το μέτρο, δεν ξέρω πώς διάολο το είχανε αυτό το μέτρο, ήτανε απίστευτη! Δηλαδή το μέτρο ήτανε πάνω που πήγαινε να μπει, γύρναγε πίσω, σαν να το 'παιρνε και το άφηνε. Απίστευτο πράγμα! Δηλαδή, σπάνια το είδα και κάνα δυο φορές που… έτσι, ασχολήθηκα με τη δημοτική μουσική και μ’ άρεσε… είχα ακούσει ένα καρπαθιώτικο, κάποτε, τραγούδι. Το οποίο με συγκλόνισε, κάπου το έχω στο…τέλος πάντων. Τα 'χαν καταγράψει και η UNESCO παλιά, αυτά. Το οποίο ήταν ένας… τραγουδούσε ένας με μια λύρα καρπαθιώτικη [01:10:00]κι είχε ένα ρυθμό άρρυθμο! Αλλά πολύ ρυθμό! Άρρυθμο, αλλά πολύ ρυθμό, τώρα πώς τα λέω, αν το καταλαβαίνεις, το καταλαβαίνεις. Αυτός είχε τη λύρα -σαν αυτό που σου είπα και προσπάθησα να το κάνω και πάνω- ήτανε σαν να ο ήλιος ήταν ο κριτής των πάντων «ήλιος ψηλά, ήλιος χαμηλά» έλεγε το τραγούδι και τέτοια, ας πούμε... Αλλά ο τρόπος και ο ρυθμός πώς αναπτύχθηκε, δεν ήτανε καθοριστικός -ξέρω ‘γω- ένας μπάλος ή πώς τα λένε αυτά. Ήταν τελείως, άρχιζε αργά, πήγαινε γρήγορα, μετά πήγαινε εξωφρενικά γρήγορα και μετά, σταματούσε και ξανά το ίδιο. Ήταν απίστευτο δηλαδή! Και μου 'χε κάνει τόση εντύπωση κι ήταν τόσο ωραίος αυτός ο γέρος που τραγουδούσε, λέω… τώρα τι να πω, ας πούμε.

Ν.Τ.:

Πολλές φορές, θέλω να πιστεύω ότι πολλές φορές, η παράδοση και αυτό, είναι μες στην ψυχή μας, δεν είναι καθορισμένα από πάνω ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Δηλαδή, αυτό το πράγμα ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Και στο χορό και στα έτσι... Δηλαδή, είναι πώς να σου πω; Είναι πολλά πράγματα, που πολλές φορές… τι να σου πω; Μια φορά, έτυχε να 'μαι στην Άνδρο και ήταν Πάσχα και το γλεντούσαμε σε μια παρέα σ' ένα καταπληκτικό σπίτι παλιό, με κάτι φίλους και εκεί στο χωριό αυτό, ήταν αμφιθεατρικό και είχε πάρα πολλή ηχητική. Ακούω πολυφωνικά, ηπειρώτικα. Λέω… τι γίνεται ρε παιδί μου, πολυφωνικά ηπειρώτικα, τι γίνεται εδώ πέρα; Λοιπόν, και ενδιαφέρθηκα να μάθω ποιοι είναι. Μου λένε «κάτι Αλβανοί εκεί πέρα» ας πούμε. Λοιπόν, λέω «δεν τους φέρνεις εδώ πέρα;» Λοιπόν, τους φέρνουνε, ήμασταν καμιά 10ριά-20 παρέα μεγάλη, ψήναμε και τέτοια και είχε τρεις Αλβανούς, ο οποίος ο ένας ήταν 35, ο άλλος ήταν λίγο πιο κάτω κι ο άλλος λίγο πιο πιτσιρικάς. Και τραγουδούσανε… τι να πω, ρε παιδί μου, αυτά τα πολυφωνικά που σου λέω ας πούμε είναι κάτι απίστευτο! Δηλαδή, δεν μπορούσα να καταλάβω πού βγαίνει αυτή η φωνή αυτωνών των ανθρώπων, ας πούμε… Καταλαβαίνεις τι έγινε, εγώ ήμουν και ενθουσιασμένος, κοντέψαμε να ρίξουμε το πάτωμα, χορούς και τέτοια. Και να κλαίει ο πιτσιρικάς, να κλαίει, γιατί θυμόταν τη μάνα του και τέτοια, να κλαίει. Είναι ορισμένα πράγματα… και λες… τι κουβαλάει τώρα αυτός, που δεν ξέρει τι του γίνεται, όχι δεν ξέρει τι του γίνεται, έχει μια παράδοση από μέσα του, πώς το έμαθε από πιτσιρικάς, το 'μαθε από εκεί, το 'μαθε από αλλιώς, αλλά το λέει η περδικούλα του, ας πούμε… Το λέει η περδικούλα του και στο χορό και στο τραγούδι. Είναι απ' αυτά, που είναι πολύ ωραία αυτά. Και φτάνουμε στο σημείο πώς απελευθερώνονται οι άνθρωποι. Δηλαδή, ο χορός είναι ένα μέσον μεγάλο και το τραγούδι και όλα αυτά. Είναι μέσο απελευθέρωσης. Κι εκεί, φτάνεις στα σημεία πια εκστασιασμού και είναι πολύ δημιουργικά, πάρα πολύ δημιουργικά. Δηλαδή, αυτό το πράγμα να «φύγεις» τι να… ό,τι και να πεις, δεν μπορείς να το ερμηνεύσεις, είναι κάτι που δεν... Το να φύγεις είναι μεγάλη ιστορία. Να φύγεις, πού θα πας δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι έφυγες. Κι είναι πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο. Και φτάνουμε στο σημείο αυτό, που είναι το πιο σημαντικό, είναι ότι όταν ελευθερώνονται οι άνθρωποι, γίνονται πολλά ωραία πράγματα. Και εκεί είναι... Πολλά έχω να σου πω, αλλά τώρα φτάνει, μέχρι εδώ, άμα θες άλλη φορά να πούμε κι άλλα.

Α.Α.:

Ίσως κάτι τελευταίο θα μπορούσαμε να αγγίξουμε, κύριε Νίκο -

Ν.Τ.:

Πες μου, πες μου…

Α.Α.:

Που όμως, μάλλον δεν είναι δική σας μνήμη. Αν έχετε ακούσει όμως ιστορίες, απ' το εάν το πένθος κι ο γάμος, η χαρά γλεντιόσαντο την εποχή του Εμφυλίου.

Ν.Τ.:

Κοίταξε να δεις -

Α.Α.:

Και πώς;

Ν.Τ.:

Η εποχή του Εμφυλίου είναι τέτοια, που δεν γίνονταν γάμοι.

Α.Α.:

Το πένθος;

Ν.Τ.:

Το πένθος επικρατούσε και επειδή είμαστε χαροκαμένη περιοχή εμείς, είμαστε πάρα πολύ χαροκαμένοι, δε νομίζω… απ' τις άλλες χειρότερο, γιατί εκεί γινότανε οι επιχειρήσεις, όλα αυτά, τα οποία έχουν σαν συνέπεια ας πούμε για πολλά χρόνια, από το '48 και μετά, απ’ όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις επάνω εκεί, έγιναν… τίποτα, ήταν νεκρό. Δεν παντρευόταν ανθρώποι, γιατί σκοτωνότανε ανθρώποι, τι να παντρευτούν, ποιον να παντρευτούν; Κηδείες, ίσως. Και μέσα σ' αυτά, πολλές φορές ας πούμε γίνονται πράγματα, τα οποία… δε στο 'πα την τελευταία φορά κι ήταν ένα απ' τα τραγικότερα, ένα γεγονός που θύμιζε Αντιγόνη. Με τον Ετεοκλή και τον Πολυνίκη, πώς τους λέγαν αυτούς. Υπάρχει ένα ιστορικό στο χωριό ας πούμε δύο πρώτα ξαδέρφια, ίσως κι αδέρφια, ήταν τόσο κοντά, που ήταν σαν αδέρφια, ο ένας ήταν απ’ τη μία μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη. Και ο ένας παρακαλούσε τον άλλο, να 'ρθει ο ένας, να πάει στον άλλον κι ήταν απάνω στο ύψωμα, την Τριανταφυλλιά, αυτά που σου 'χα πει για τον… έτσι. Εκεί είναι γεμάτο πολυβολεία και τέτοια. Ήταν… Τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ, ο ένας τραυματίστηκε και ήτανε αντάρτης αυτός. Και φώναζε να τον σώσουνε, γιατί φύγανε οι επιχειρήσεις και είχε μείνει μόνος του. Και να μη στα πολυλογώ, φώναζε να τον σώσουν και δε βρέθηκε κανένας και έφαγε το χιόνι και πέθανε. Γιατί άμα πάρεις νερό, πεθαίνεις και τέτοια. Όλη αυτή η ιστορία, επειδή ήτανε αντάρτης, μετά τον Εμφύλιο, ο πατέρας του κι η μάνα του βρέθηκαν στη Ρουμανία και βρέθηκε η αδερφή του εδώ, στο χωριό. Και πήγε να τον βγάλει - γιατί πολλές φορές, αν δεις τα τέτοια, έχει κάτι σωρούς από πέτρες - πήγε ένας βλάχος, ένας βοσκός κι έριξε πέτρες επάνω στον τάφο, στο τέτοιο, να το σκεπάσει, δεν έσκαψε, τον σκέπασε με πέτρες και τέτοια. Κι ήξεραν τώρα, ήξεραν οι χωριανοί ότι είναι εκεί αυτός, τα κόκαλά του, ας πούμε. Η αδερφή του που ζούσε εδώ, πήγε μετά το '52 να πάρει αυτά και δεν την άφησε η αστυνομία, γιατί ήταν αντάρτης. Κι έπρεπε να 'ρθει το '60 ο πατέρας του, ο πατέρας του κι η μάνα του, να πάνε να του πάρουν τα κόκαλα, να τα πάνε στο νεκροταφείο, να τα βάλουν σ' ένα... Θέλω να σου πω, υπάρχουν τέτοια πάρα πολλά, πάρα πολλά. Δηλαδή, δεν είμαι αριστερός με την έννοια του κομμουνιστή, είμαι αριστερός με την έννοια της ανθρωπιάς. Κυριολεκτικά της ανθρωπιάς. Μέσα σ' αυτά, καταλαβαίνεις τώρα ότι ο χώρος αυτός δεν είχε… δηλαδή, παντρολογήματα αρχίσανε μετά το '55, μετά απ' τον Εμφύλιο μετά από 5 χρόνια και τέτοια, 5 χρόνια, κάτι τέτοιο. Δεν είχε δηλαδή, δεν ήταν γλέντια. Δηλαδή, ήταν πολύ δύσκολα. Το μόνο ευχάριστο, που ήταν… πολλές φορές η φύση -λέω- κάνει πράγματα, τα οποία δεν ξέρω εάν τα βοηθάει η φύση… Την εποχή του Εμφυλίου, για πρώτη φορά, η σοδειά στα χωριά ήταν καταπληκτική! Δηλαδή, ήταν τόσο πολύ το σιτάρι και τα ό,τι γινότανε, γινόταν τόσο καλά, ήταν ο καιρός τέτοιος, που είναι σαν να τους βοηθούσε, για να επιζήσουν. Δηλαδή, μου 'λεγε η γιαγιά μου, γιατί είχε φύγει ο πατέρας μου αντάρτης και δεν υπήρχε κανένας και δεν μπορούσε… να μπορέσει να τα θερίσει τα σιτάρια! Δηλαδή, δεν μπορούσε, δεν υπήρχαν κι άλογα και μουλάρια να τα κουβαλήσουν και τέτοια, τα κουβαλούσε μόνη της και τα λοιπά. Δηλαδή, είναι από τα περίεργα της φύσης, που λες τώρα... Λέει «ήτανε η χρονιά που ήταν όλα-έλεγε η γιαγιά- όλα ήτανε φορτωμένα, όλα, σιτάρια, φρούτα, όλα τα πάντα, πήγε η χρονιά καλά». Παρ' όλους τους πολέμους και τα έτσι. Λες τώρα, καμιά φορά, η φύση σαν να θέλει να βοηθήσει λίγο τα πράγματα, κατάλαβες; Ναι, είναι τέτοια.

Α.Α.:

Μια τελευταία ιστορία, πάλι απ' τον Εμφύλιο για την Πυρσόγιαννη[01:20:00], μου 'χατε αναφέρει την προηγούμενη φορά τον Βλάχο και-

Ν.Τ.:

Κοίταξε να δεις. Αυτή η ιστορία υπάρχει και είναι και καταγεγραμμένη, στο 'χω πει, αλλά η ιστορία του Βλάχου, είναι ότι ο Βλάχος-δεν το γράφουνε αυτό ούτε οι αριστεροί ούτε οι δεξιοί- ότι πήγε και του 'βγαλε τα μάτια, μες στην πλατεία. Αυτή η ιστορία έχει… δεν ξέρω που 'χω ένα έγγραφο από το στρατό, το οποίο μου το 'δωσε ένας φίλος μου, ο οποίος βρήκε την αναφορά του αξιωματικού του στρατού προς την μεραρχία-ξέρω ‘γω-την αναφορά, τι έγινε στη μάχη της Πυρσόγιαννης. Η οποία είναι καταγεγραμμένη και από τους δεξιούς και απ' τους αριστερούς. Εγώ έχω την ιστορία από τη μεριά της αριστεράς, του Γρηγοριάδη, δεν ξέρω αν τον ξέρεις, είναι πάρα πολύ... Λοιπόν και έχω και ένα έγγραφο, που πολύ πρόσφατα μου το 'δωσαν, πριν κάνα-δύο χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, κάποιος από ένα άλλο χωριό, που πήγε, ανακάτεψε τα αρχεία και βρήκε την αναφορά του αξιωματικού, που γράφει για το… κάπου την έχω, τώρα δε θυμάμαι πού είναι, έχω μπερδευτεί μ' αυτά. Αναφέρει αυτές τις λεπτομέρειες τις στρατηγικές, που βέβαια, προσπαθεί και οι μεν και οι δε, να γράψουνε ας πούμε με τη μεριά του καθενός. Αυτό είναι βέβαια, η μια ιστορία, που η ιστορία γράφεται απ' τους ιστορικούς κι απ' τους πολιτικούς, που τη γράφουνε με τα μέτρα τα δικά τους, απ' την αριστερή ή απ' τη δεξιά πλευρά. Την ανθρώπινη πλευρά όμως, του καθενός, δεν τη γράφουν. Δεν μπορούν να τη γράψουν. Αυτό του Βλάχου, που στο λέω, το 'λεγε στον πατέρα μου, δεν το 'λεγα εγώ, το 'λεγε αυτός που το 'κανε, που το είδε, που το 'παθε! Λοιπόν, καταλαβαίνεις ότι αυτό το πράγμα δεν είναι, του λέω «άντε ρε Κούρκουλα-του αξιωματικού αστυνομίας-24 δε θα σε βρουν». Πήγε και βρήκε τους αντάρτες και πήγαν εκεί, κάναν την επίθεση στην Πυρσόγιαννη, είναι γνωστή καταγραμμένη η ιστορία. Είναι δηλαδή και απ' τον Γρηγοριάδη και από τους αξιωματικούς, απλώς δε λένε τις λεπτομέρειες, αυτές που πήγε ο άλλος να του βγάλει με τη φότσα- «φότσα» είναι ένα μαχαίρι που 'ναι βλάχικο, ξέρεις αυτό που κόβουν τα...- Του έβγαλε τα μάτια. Δηλαδή, κι αυτός ήτανε γομάρι, ήταν πολύ γομάρι! Δηλαδή, χαρακτηριστικό είναι – πέφτουμε σ' άλλα τώρα- ήταν ένας πιτσιρικάς προσπαθούσε να βρει δουλειά και πήγαινε με τα πόδια ας πούμε απ' το χωριό στην Κόνιτσα, υπόθεση είναι 5-8 ώρες περπάτημα. Και μες στον Εμφύλιο προσπαθούσε να βρει δουλειά, ο καημένος. Κάποια ώρα, έπεσε σε ενέδρα. Κι αυτός ήταν και λίγο ψευδός. Έχει ιστορία αυτός, μεγάλη ιστορία. Λοιπόν, και «Αλτ! Τις ει;» του λέει «Ποιος είσαι;» τι να πει ο άνθρωπος; Δεν ήξερε ποιος ήτανε και λέει «Με εσάς, με τους αντάρτες είμαι»! «Με τους αντάρτες είσαι;» τον παίρνουν, τον ξυλοκοπάνε, τον κάναν μαύρο στο ξύλο! Τον βάλαν και κάνα-δυο μέρες φυλακή, του λένε «άντε πήγαινε τώρα πίσω». Κάπου αλλού, ξαναπήγε ο άνθρωπος να πάει να βρει δουλειά, να φάει -ξέρω ‘γω, κάτι τέτοιο- ξαναπέφτει που λες… και ξανα του λένε «Αλτ! Τις ει;» και αυτός ας πούμε σου λέει τώρα, ό, τι και να πω, πάλι ξύλο θα φάω, οπότε βγάζει την κάπα που είχε τότε και λέει «Βαράτε, όποιοι να είστε, βαράτε»! Ναι, ναι. Εντωμεταξύ αυτός, τον επιστράτευσαν, το '52 σαν στρατιώτη και πήγε στην Κορέα. Πρόσεξε τώρα ιστορίες… τι θυμήθηκα! Πήγε στην Κορέα. Ο οποίος, όταν γύρισε, ήταν απ' τους ευνοούμενους τους καθεστώτος και μιλούσε στο καφενείο «είδατε, παπ-παπ-παπ, παρ' τον και κάτω, τους σκότωσα!» έκανε και τα τέτοια του. Ο Κοκκάς. Ένα θηρίο, δύο μέτρα ήταν. Κι ήτανε και… είχε προβλήματα, κάτι είχε επιληψία, κάτι είχε.

Α.Α.:

Μάλιστα.

Ν.Τ.:

Αυτά.

Α.Α.:

Πάρα- πάρα πολύ ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, για δεύτερη φορά.

Ν.Τ.:

Έχουμε πολλά να πούμε.

Α.Α.:

Έχουμε πολλά.

Ν.Τ.:

Λοιπόν, κάτι ακόμα είναι… την ώρα που λέγαμε όλα αυτά περί πολιτισμού και λοιπά… υπήρχε ένα λουλούδι στο χωριό, που ήταν άσπρο και είχε μέσα μια τσίτα μαύρη. Κι έλεγε τότε η μάνα μου και η γιαγιά – γιατί εξαφανίστηκε το λουλούδι το μαύρο – και λέει «Στενοχώριες θα 'χουμε». Και τέτοια, ας πούμε… Αυτά μέσα στον Εμφύλιο τα λέγανε «Στεναχώριες θα 'χουμε». Και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό, έλεγε ακόμα κάτι η γιαγιά μου «Στενά παντελόνια φοράνε οι άντρες, στεναχώριες θα 'χουμε». Πες το, γράψ' το κι αυτό, εντάξει.