© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Οι αναμνήσεις από τη Ρουμανία και η μετανάστευση στην Ελλάδα
Κωδικός Ιστορίας
10462
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γκαμπριέλα Παρασκευά/Brutaru (Γ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/08/2021
Ερευνητής/τρια
Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης (Θ.Χ.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Είμαι η Παρασκευά Γκαμπριέλα. Παρασκευά με το όνομα του συζύγου, αλλιώς Brutaru, γιατί είμαι Ρουμάνα, γεννήθηκα στη Ρουμανία.
Εγώ είμαι ο Θεμιστοκλής Χαρπαντίδης, η μέρα είναι Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021, είμαι ερευνητής για το Istorima, βρισκόμαστε στην Αλεξανδρούπολη με την κυρία Γκαμπριέλα και ξεκινάμε. Πείτε μου μερικά πράγματα για το πού γεννηθήκατε;
Ναι, γεννήθηκα σε μια μικρή πόλη στα Καρπάθια στη Ρουμανία το 1962 και -τι να σου πω;- ήτανε πολύ ωραία περιοχή. Οι χειμώνες ήτανε ζεστές με χιόνι όμως και τα καλοκαίρια δροσερά, γιατί στο βουνό είναι ευχάριστα. Και η πόλη ήταν μικρή, αλλά εντάξει, ήταν πολύ ευχάριστα με πολύ μεγάλο πάρκο, με πολλά παιδιά, ήτανε μαζευόμασταν και παίζαμε, ήταν πολύ ωραία τα παιδικά μου χρόνια έτσι όσο θυμάμαι. Και ανέμελα με τους γονείς να μας έχουν στα «όπα-όπα» εμένα και την αδερφή μου. Ήτανε ωραία, ωραία ναι.
Μείνατε για πολλά χρόνια στο χωριό;
Ήτανε πόλη, σε παρακαλώ, ήτανε πόλη περίπου σαν την Αλεξανδρούπολη. Ναι μέχρι τα 8 χρόνια ήμουν εκεί. Και βασικά έχω, μετακομίσαμε και σε αυτή την πόλη κάνα 3 φορές, γιατί… να ήτανε ο μπαμπάς μου εκεί διοικητής στρατού και τον έστειλαν εκεί, έτσι γνώρισε και τη μαμά μου, και πρώτη ανάμνησή μου ήτανε σε ένα σπίτι με εσωτερική αυλή και πρέπει να έζησα εκεί αρκετά λίγα χρόνια, δηλαδή πρέπει να μετακομίσαμε από εκεί όταν ήμουν 2-3 χρονών. Και μετά αρχίσαμε και μετακομίσαμε σε μια πολυκατοικία, γιατί έτσι ήτανε πολύ «in» εκείνη την εποχή να έχεις όλα τα comfort σε πολυκατοικίες, τώρα τα βλέπουμε -ξέρεις- αυτές τις πολυκατοικίες και λες «Γκρίζα, άσχημα, δεν ξέρω τι» αλλά για εκείνα τα χρόνια ήτανε ό,τι καλύτερο γιατί είχες ζέστη, είχε [Δ.Α.], είχες ηλεκτρικό, είχες όλα τα comfort. Και ήμουν σε όλη τη ζωή μου, ήμουν πολύ τυχερή, γιατί συνάντησα καλούς ανθρώπους που με καθοδήγησαν, έμαθα πολλά πράγματα, είχαν υπομονή και στην Ρουμανία και στην Ελλάδα. Και εντάξει, σαν ανάμνηση, η πρώτη ανάμνηση, εκτός από εκείνο το σπίτι, είχα και όταν πέθανε… μετά τον πόλεμο είχαμε έναν πρόεδρο Γκέοργκε Γκεοργκίου-Ντεζ λεγόταν, πέθανε λοιπόν αυτός πρέπει να ήταν τέλη του ’63 ήμουν μικρή, αλλά σαν να έχω αυτή την ανάμνηση και μαζί με αυτό έχω αναμνήσεις και για τον ερχομό του Τσαουσέσκου, γιατί από ’63 και μετά αυτός ήρθε και πάλι στο κόμμα.
Θα μιλήσουμε και για τον Τσαουσέσκου. Πως ήτανε το σχολείο στη Ρουμανία σαν μικρό παιδί;
Ήτανε, οι άνθρωποι δεν είχαν και πάρα πολλά -ξέρω ‘γω τι να πω;- το είχανε ρίξει όλοι στο διάβασμα, διαβάζαμε πάρα πολύ, ήτανε ευχάριστα ήτανε από τη μία από την άλλη ήταν λίγο μόνο διάβασμα, παίξαμε κιόλας πάρα πολύ. Η γενιά -ας πούμε- λέγεται η γενιά με το κλειδί στον λαιμό. Δηλαδή οι γονείς δούλευαν και εμείς είχαμε το κλειδί και μπαίναμε στο σπίτι από το σχολείο που ερχόμασταν. Ναι, ήτανε πολύ το διάβασμα, ήταν πολύ, αυτό το θυμάμαι ναι ήτανε. Και σ’ αυτή τη μικρή πόλη -που λες- έζησα μέχρι 8-9 και μετά έγινε το μεγάλο «μπαμ» τον μπαμπά μου τον έστειλαν στο Βουκουρέστι και όλα άλλαξαν. Από μια μικρή πόλη ήρεμη, ήσυχη, πάμε στην πρωτεύουσα ήτανε όλα περίεργα και διαφορετικά και αυτή την ανάμνηση την έχω.
Πώς είδατε την πρωτεύουσα έτσι, πώς σας φάνηκε η μετακόμιση αυτή;
Ήταν πάρα πολύ δύσκολη στην αρχή, δηλαδή εγώ και η μαμά μου –θυμάμαι-ήμασταν σε ένα λεωφορείο τεράστιο, γιατί είχαν βάλει και όλα τα έπιπλα και ήμασταν εμείς μπροστά, ο μπαμπάς μου ήταν με αυτοκίνητο, αλλά εμείς ήμασταν σε αυτό το λεωφορείο τεράστιο που είχε και τα έπιπλα και εγώ και η μαμά μου να κλαίω όλο τον δρόμο και η αδερφή μου που ήταν μια σταλιά μικρή να είναι μες στη χαρά, να γελάει, να μας κοροϊδεύει «Καλά, το καταλαβαίνετε ότι φεύγουμε από την επαρχία» και λέω: «Δε θέλω να φύγω από την επαρχία»[00:05:00] να και ο Θεός με έφερε πάλι σε επαρχία σχετικά. Anyway και η πρώτη εικόνα ήταν δύσκολη, δεν ήθελα να φύγω, αλλά μετά μου άρεσε, μου άρεσε τόσο πολύ, πάρα πολύ γιατί κατευθείαν ήμουν πιο αυτόνομη, η αδρεναλίνη ήταν διαφορετική, ήτανε και πάλι που σου είπα για τους ανθρώπους που συνάντησα πολύ καλούς ανθρώπους. Μετακομίσαμε σε μια πολυκατοικία εννοείται, στον 7ο όροφο –θυμάμαι-αλλά πώς έτυχε ήτανε… πρέπει να ήμασταν 20 παιδιά πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία. Γιατί ήταν μια ειδική πολυκατοικία, ήταν στρατιωτικοί οι περισσότεροι εκεί και τα παιδιά τους πώς έτυχε να ήμασταν πάνω-κάτω το ίδιο. Οπότε μετά από τη δύσκολη έτσι περίοδο της προσαρμογής ήταν τέλεια, ήταν τέλεια. Κάναμε βόλτες στο Herăstrau είναι ένα τεράστιο πάρκο στο Βουκουρέστι με τα ποδήλατα, μαζευόμασταν πάρα πολλά παιδιά, δεν επιτρεπόταν, μας κυνηγούσαν κιόλας, αλλά εμείς τρέχαμε ή πηγαίναμε σε ένα πάρκο που ήταν μακριά θυμάμαι για να πάω εκεί έκανα -δεν ξέρω- μισή ώρα με το τραμ και εκεί μας άρεζε πολύ το [Δ.Α.] ήταν πολύ… Ή ξυπνούσα πολύ νωρίς, 05:00 η ώρα ξυπνούσα και πήγαινα με το ποδήλατο να πάρω περιοδικά. Ήταν ένα γαλλικό -δεν ξέρω αν κυκλοφορούσε και εδώ- «Pif» λεγόταν-
Δεν το γνωρίζω εγώ.-
Δεν ήξερα καθόλου γαλλικά και ούτε έμαθα μετά γαλλικά, προσπάθησε ο μπαμπάς μου να με μάθει, αλλά δεν… εκείνη η δύσκολη προφορά δεν μπόρεσε. Αλλά αυτό το περιοδικό, παιδικό, είχε πάντα γκατζετάκια και αυτή ήτανε το τέτοιο να το πάρουμε.
Προσαρμοστήκατε γρήγορα στη νέα αυτή καθημερινότητα από την επαρχία στην πόλη;
Με τα παιδιά ήταν-
ή πήρε κάποιο διάστημα;-
πάρα πολύ καλά, γιατί ήμασταν πολλοί και ήταν πάρα πολύ καλά τα παιδιά. Με το σχολείο όμως, ήταν λίγο διαφορετικό, γιατί από εκεί που ήμουν κάπως έτσι με έδιναν -ξέρω ‘γω- προσοχή παραπάνω -δεν ξέρω έτσι- όπως ήταν στην επαρχία, κατευθείαν μπαίνω σε ένα μέρος που τα παιδιά πετούσαν. Θυμάμαι ακόμη όταν μπήκα στα αγγλικά, πετούσαν, και η προφορά τους τέλεια και λέω: «Θεέ μου, πώς να τους καταφέρω εγώ αυτούς;» και αναγκαστικά η μάμα με έβαλε μερικές μήνες ιδιαίτερα στα αγγλικά… πού να ξέρεις ότι τελικά θα ασχοληθώ ακριβώς με αυτό, ναι. Και τα παιδιά θα ‘λεγα στο σχολείο, όχι στην πολυκατοικία, ήταν λίγο πιο αυστηρά, πιο… να μην το πω πιο κρύα, ήταν λίγο εκεί, ήταν λίγο το δύσκολο. Γιατί μετά άλλαξα και ξεκίνησα γυμνάσιο και ήταν όλο και πιο δύσκολο και σαν επίπεδο του σχολείου. Βέβαια εκεί δεν υπήρχε -τώρα δεν ξέρω- αλλά τότε δεν υπήρχε αυτό το να έχεις ιδιαίτερα για να περάσεις στο πανεπιστήμιο, χρόνια, κάναμε και εμείς έκανα έναν χρόνο, μόνο στο τελευταίο έτος στο λύκειο έκανα, αλλά εντάξει ήταν εύκολη θα ‘λεγα.
Θα προτιμούσατε τελικά την επαρχία ή την πόλη;
Εννοείται την πόλη. Και αυτό ήταν λίγο δύσκολο, μετά όταν ήρθα στην Ελλάδα σε μια μικρή πόλη, μου φάνηκε στην αρχή κάπως, αλλά και αυτό το συνήθισα, γιατί μετά από μία ηλικία δε θες και πολλή βαβούρα, σε όλα είναι πιο βολικά, πιο καλά. Αλλά θέλει τον χρόνο για να… και μην φανταστείς σε μεγάλη πόλη, ζεις στην περιοχή σου, έχει όμως και πολλά καλά.
Πως ήτανε όλη αυτή η περίοδος με το καθεστώς του Τσαουσέσκου τότε; Πως το εκλάβατε στην αρχή όταν πρωτοξεκίνησε ίσως;
Σου είπα, από τις πρώτες αναμνήσεις ήταν και ο ερχομός του Τσαουσέσκου και θυμάμαι και από τα λεγόμενα της μαμάς μου δηλαδή, ότι εκείνη την εποχή όταν ήρθε δηλαδή ο Τσαουσέσκου ήτανε ωραίος, ήτανε νέος, ήτανε ενθουσιώδης, ήτανε θαρραλέος να γυρίσει την πλάτη στους Σοβιετικούς, που αυτό πονούσανε τους Ρουμάνους πολύ. Να κάνει ανάπτυξη, να φαίνεται η ανάπτυξη στη Ρουμανία και όντως φαινόταν, να είμαστε όλοι ίσοι, οι γυναίκες ήτανε ίσες πραγματικά με τους άντρες και δουλειά να βρίσκεις και σπίτι να βρίσκεις και ήταν πολλά εύκολα, δηλαδή καλά, όχι εύκολα, καλά. [00:10:00]Επίσης, έπαιρναν τους έξυπνους ανθρώπους, τους βοηθούσαν πάρα πολύ. Ο μπαμπάς μου ήταν από μια πάμφτωχη οικογένεια, πάρα πολύ φτωχός, και ήταν και είχε πεθάνει και ο μπαμπάς του, ήταν ορφανό απ’ τον μπαμπά. Τότε εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολο, έλα που του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα, το πήραν χαμπάρι και τον πήρανε και σιγά-σιγά έφτασε πάρα πολύ ψηλά χωρίς να είχε όμως, μόνο το μυαλό του και βοήθημα. Πώς ήταν λοιπόν με τον Τσαουσέσκου… ήταν τα πρώτα χρόνια και αυτό με τη μαμά μου, με έλεγε ότι μαζευόταν και κάνανε ένα σορό δουλειές εθελοντικές. Τα μόνα λεφτά, λεφτά δεν έπαιρναν καθόλου, είχανε πού να κοιμηθούν και φαγητό. Αλλά τα ‘καναν ευχάριστα, τα ‘καναν, ήταν όλοι πολύ ενθουσιώδεις, πολύ να τα κάνουν και ήτανε δηλαδή μ’ αυτό σε έκανε και σε τραβούσε στην αρχή ο Τσαουσέσκου και πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια. Δηλαδή μέχρι δεκαετία του ’80 θα ‘λεγα ότι ήταν πολύ καλά. Επίσης, άρχισε με τα μπλοκ, τις πολυκατοικίες δηλαδή οι οποίες ήτανε… τώρα εντάξει άρχισαν τα ξαναφτιάχνουν να μην δείχνουν τόσο άσχημα, αλλά τότε ήτανε πολύ μεγάλη ευκολία, ήτανε μια λύση φοβερή. Και επίσης, εμείς σαν παιδιά δεν μπορούσαμε να πούμε τι… άμα ήταν τίποτα δύσκολο, εντάξει δεν μπορούσες να πηγαίνεις ταξίδια εξωτερικά. Μπορούσες δηλαδή μόνο στο ανατολικό μπλοκ. Και πήγαιναν πολλοί στη Βαρσοβία, πήγανε Πράγα, πήγανε και ‘γω πήγα Βουλγαρία, θυμάμαι και αυτό το πρώτο ταξίδι όταν πήγα Βουλγαρία, Βάρνα πήγαμε ναι. Σαν παιδιά δεν μπορώ να πω ότι ήταν κάτι περίεργο, δύσκολο ή -ξέρω ‘γω- ότι μας βάρυνε το καθεστώς.
Επηρέαζε με κάποιο τρόπο την καθημερινότητά σας ίσως;
Στα παιδικά χρόνια όχι, όχι καθόλου, απολύτως καθόλου. Όταν ξεκίνησα το λύκειο τότε άρχισα να πάρω χαμπάρι ότι ok διαβάζεις-διαβάζεις, αλλά έξω σαν να διασκέδαζαν πιο πολύ. Εμείς η διασκέδασή μας ήταν μαζευόμασταν σε σπίτια, κάναμε… λεγότανε «Τσάι πάρτι» tea δηλαδή, μαζευόμασταν μουσική, χορό αυτό ήταν και ντισκοτέκ, τα οποία τα ντισκοτέκ όμως ήτανε στη Μαύρη Θάλασσα πιο πολύ. Εκεί λίγο άρχιζε, τα ταξίδια τέλη λυκείου που ακόμα διαβάζαμε εντατικά εμείς για να περάσουμε στο πανεπιστήμιο. Αλλά είχανε φτάσει στα αφτιά μας, άρχιζε σιγά-σιγά η έλλειψη -πως να σου πω;- εμπιστοσύνης, ελευθερίας προς τα ταξίδια, δεν μπορούσες να… βασικά άρχισε να δημιουργηθεί αυτή η νομενκλατούρα, αυτός κάτω με τη δύναμη δεν άλλαζε καθόλου και κάπως έτσι τα πρώτα σημάδια.
Θυμάστε το κλίμα να αλλάζει δηλαδή.
Θυμάμαι σιγά-σιγά να γίνει αυτή η αλλαγή -ας πούμε- είχα περάσει στο πανεπιστήμιο, και πάλι στην τύχη μου, είχαμε μια ομάδα που ήταν όλοι πάρα πολύ συμπαθητικοί, πάρα πολύ καλοί, δηλαδή ήμασταν τόσο δεμένοι. Πέρασα πολυτεχνείο χημικός μηχανικός και ήταν… εκεί ήμασταν πολλές κοπέλες και λίγα τα αγόρια. Είχαμε όμως και δυο Έλληνες ακριβώς στην ίδια ομάδα αυτοί οι δυο Έλληνες. Θυμάμαι έκανα και κοπάνες, εντάξει, δεν μπορούσα να ξυπνήσω στην πρώτη ώρα… όλο στη δεύτερη στο αμφιθέατρο δεν πήρα χαμπάρι ότι δεν φτάνω στην πρώτη ώρα, αλλά θυμάμαι μια φίλη μου έλεγε: «Καλά εσύ κάνεις κοπάνα και εμείς έχουμε δυο καινούργιους Έλληνες. Έλα να τους δεις να τους γνωρίσεις» λέω: «Καλά ο ύπνος είναι πιο καλός, αλλά θα ‘ρθω, θα ‘ρθω». Και γνώρισα έτσι τον Ντάνη, που θα γινόταν μετά ο άνδρας μου. Στην αρχή ήμασταν φίλοι, τα πρώτα δύο-δυόμισι χρόνια ήμασταν φίλοι τίποτα άλλο, αλλά έβλεπα πως με παρακολουθούν να μην -ξέρω ‘γω- σιγά τα μυστικά, τι μυστικά ήξερα εγώ... Αλλά ναι ήτανε μια αλλαγή. Έβλεπα -ας πούμε- ότι εντάξει. Κατά τα άλλα εγώ είχα έναν πολύ, πάρα πολύ αυστηρό μπαμπά, δεν μπορούσα να μένω έξω στα ντισκοτέκ, στη Μαύρη Θάλασσα μόνο όταν πηγαίναμε, αλλά στο Βουκουρέστι όχι, από τα πάρτι ερχόμουν, έφευγα πρώτη δεν μπορούσα να-
Ήταν αυστηρός λόγω του επαγγέλματος;
Ναι, ναι, ναι λόγω του επαγγέλματος και ήτανε και φοβητσιάρης γιατί και ‘γω είδα μετά ότι άλλαξα πολλές φορές, ήμουν πολύ φοβητσιάρα, ήμουν πιο πολύ να μην γίνει κάτι, να μην ατυχήματα, να μην ναι. [00:15:00]Η μεγάλη αλλαγή όμως έγινε προς το… όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο, τότε φαινόταν πλέον ότι ο κόσμος υποφέρει. Τότε ήτανε δηλαδή ’85 περίπου. Ήταν εμφανής, ήταν πλέον ουρές στα τρόφιμα, τους πίεζε πολύ δεν μπορούσες να μιλήσεις δηλαδή να κατηγορήσεις, πώς τώρα έβγαινε ο Τσαουσέσκου, απορώ, γιατί κάθε φορά που πηγαίναμε εκλογές η μαμά μου, μου έλεγε: «Μούντζα πάλι εγώ δεν κάνω καθόλου» αλλά έβγαινε πάλι ο Τσαουσέσκου, πώς έβγαινε αφού κανείς… δεν ξέρουμε. Δεν μπορούσες όμως να κριτικάρεις…
Δεν μπορούσατε να μιλήσετε ανοιχτά.
Μόνο με τους κοντινούς, εντάξει… με αυτούς που… αλλιώς όχι, όχι, ήτανε και ένα άλλο σημάδι ήτανε και αυτό. Αλλά μέχρι το ’80 εγώ είχα άλλα, είχα πανεπιστήμιο. Να και όμως ένα άλλο καλό! Η Ρουμανία είχε μετρό απ’ τη δεκαετία του ’70. Είχε κάνει απίστευτα πράγματα και ήθελε να κάνει ακόμη πιο πολλά. Επίσης, εμείς που τελειώναμε το πανεπιστήμιο σύμφωνα με τον βαθμό πηγαίναμε κατευθείαν στη δουλειά. Εντάξει, κάναμε πρακτική τρία χρόνια, αλλά πληρωμένη εκεί που μας έστελναν και μας έστειλαν σύμφωνα -σου είπα- με τον βαθμό είχαμε και σπίτι. Ήταν μια ευκολία που δύσκολα θα την… να μην πω για τα φάρμακα, για το ρεύμα, για αυτά που ήταν σχεδόν δωρεάν. Αλλά να ό,τι διαρκεί πολύ, κάποια στιγμή χαλάει.
Βρισκόσασταν στη Ρουμανία όταν έπεσε ο Τσαουσέσκου ή είχατε φύγει;
Όχι ήμουν εκεί και έχω έντονα αυτή την ανάμνηση, έβραζε η ατμόσφαιρα. Ήτανε δηλαδή φαινόταν, αισθανόσουν ότι κάτι μια φοβερή αλλαγή θα γίνει. Εγώ τότε ήμουν στην Τιμισοάρα, γιατί εκεί με έστειλαν λόγω του βαθμού μου και εκεί έκανα την πρακτική μου τα τρία χρόνια. Τέλειωσα τα τρία χρόνια προς το τέλος δηλαδή, ακριβώς εκεί που έγινε και το μεγάλο το «μπαμ». Αλλά όταν, πρώτα ξεκίνησε στη Τιμισοάρα -δεν ξέρω αν ξέρεις- αλλά εκεί δεν έτυχε να είμαι εκεί όταν έγινε και δεν το πήρα πολύ χαμπάρι, απλά το άκουγα στο ράδιο, εμείς όλοι ακούγαμε, λεγότανε «Η ελεύθερη Ρουμανία» ήτανε μια εκπομπή, ήταν από Γερμανία κάπου, αλλά μιλούσε ανοιχτά, ανοιχτότατα για ό,τι γίνεται. Και έτσι μάθαμε και εμείς για την Τιμισοάρα, γιατί εγώ έτυχε τότε ήμουν στο Βουκουρέστι, δεν ήμουν εκεί. Και -σου λέω- ήταν εκείνη η ατμόσφαιρα που πρώτη φορά το αισθάνθηκα τόσο βαριά και έλεγα: «Τι στο καλό γίνεται; Κάτι κάτι θα γίνει». Και όντως μετά από λίγο έγινε το μεγάλο το «μπαμ» ναι. Ήμουν εκεί και το θυμάμαι πεντακάθαρα, δεν ήμουν και πολύ θαρραλέα, εκείνες τις μέρες ήμουνα με το παντζούρι κλειστό, το μαξιλάρι πάνω απ’ το κεφάλι, ο Ντάνη να με πάρει τηλέφωνο απ’ την Ελλάδα «Τι γίνεται; Τι γίνεται;» Ναι…
Δεν ξέρατε τι σας περίμενε ουσιαστικά μετά από τόσο μεγάλη αλλαγή τόσων χρόνων.
Δεν ξέρανε, δεν ήξερε κανείς δεν μπορούσες να ξέρεις, αλλά ο κόσμος ήθελε μια αλλαγή δεν άντεχε άλλο. Ο Τσαουσέσκου δεν ξέρω πώς δεν το πήρε χαμπάρι, γιατί ξεκίνησε τόσο καλά και παρόλα αυτά δε θα έκανε -σου είπα- συνέχεια δηλαδή… οι δικτάτοροι δεν κάνουν μόνο κακό, έχουνε και να δες και αλλού τι κτήρια, τι κάνουν. Είχε καταφέρει στο τέλος να αφήσει τη Ρουμανία να μην χρωστάει πουθενά, αυτό το πράγμα δεν έγινε ποτέ. Τώρα χρωστάει πάρα πολλά, αλλά τότε το κατάφερε. Βέβαια όμως πώς το κατάφερε; Ο κόσμος να υποφέρει.
Φορολογώντας.
Ναι και ήτανε… δεν άντεχε άλλο εκείνη την κατάσταση έπρεπε να αλλαχτεί και όντως θυμάμαι τα τανκς που ήτανε, η αδερφή μου να είναι έξω στους δρόμους, εγώ θέλω να πάω να δω τι γίνεται και στην τηλεόραση όταν έβλεπα ήταν απίστευτα, ήταν απίστευτα. Η πρώτη εικόνα στην τηλεόραση που τον έβλεπα τον Τσαουσέσκου, που ήμουν 5-4 και τι χαρά και μετά ’89 όταν τον σκότωσαν κιόλας και εγώ να πω: «Ωχ! Επιτέλους, τουλάχιστον έφυγε αυτός ο βραχνάς». Σίγουρα φοβάσαι, σίγουρα δεν ξέρεις… το άγνωστο είναι, αλλά δεν γινόταν και εκείνο το πράγμα. Που με ρωτούσες για αναμνήσεις.[00:20:00] Έχω μια ανάμνηση που εγώ ποτέ δεν ήθελα να φύγω απ’ τη Ρουμανία και βασικά με τον Ντάνη στην αρχή με είπε: «Όχι, εμείς θα μείνουμε στη Ρουμανία, εδώ καλώς θα μείνουμε στη Ρουμανία» μετά από λίγο άλλαξε γνώμη, αλλά... Θυμάμαι έμεινα, με ‘στειλε η μαμά μου γιατί με ‘βλεπε ότι πάρα πολύ με χάιδευε και δεν πολυήξερα εγώ τι γίνεται. Η μαμά μου λάτρευε τον Ντάνη, ήτανε πάρα πολύ καλοί φίλοι αυτοί οι δύο. Και με στέλνει λοιπόν να πάρω αβγά. Και είχε μια ουρά για να πάρεις εκείνα τα αβγά. Και εννοείται ότι [Δ.Α.] με ‘πιασαν τα νεύρα και ήρθα σπίτι. Μάλλον θα φύγω τελικά, δεν αντέχω άλλο αυτό το πράγμα. Και η μαμά μου να λέει: «Το κατάλαβες;» Ήτανε εντάξει.
Πότε αποφασίσατε να φύγετε από τη Ρουμανία; Πότε τελικά το πήρατε απόφαση;
Ήταν μεγάλο έρωτα, τώρα δεν γινόταν και αλλιώς. Ήμασταν φίλοι με τον Ντάνη απ’ το τρίτο έτος και μετά -αν θυμάμαι καλά- δεύτερο έτος τέλος -δεν ξέρω έτος- εκεί περίπου. Και άντεξε αυτή η αγάπη μας άντεξε, γιατί μετά έφυγε στην Ελλάδα έκανε τον στρατό και τότε δεν μπορούσες να φύγεις καθόλου, απαγορευόταν να πας, να φύγεις απ’ τη χώρα, ενώ είσαι -νομίζω και τώρα είναι- ενώ είσαι στον στρατό. Οπότε έναν χρόνο ολόκληρο μιλούσαμε στο τηλέφωνο και σπάνια. Γιατί επί του Τσαουσέσκου εντάξει είχαμε τα πάντα μες στο σπίτι, αλλά δεν μπορούσες να μιλήσεις εξωτερικά απ’ το τηλέφωνό σου. Και πήγαινα έξω, στο παλάτι εκεί που μπορούσες να περιμένεις, παρήγγελνα να μιλήσω και προφανώς άκουγαν κιόλας τι λέμε, αλλά δεν είχαμε και τίποτα να πούμε. Άλλη ανάμνηση ήτανε και με τον σεισμό, είχαμε έναν πολύ δυνατό σεισμό ’77. Και αυτή ήτανε μια ανάμνηση, ήμουνα στο λύκειο, είχα την άλλη μέρα εξετάσεις στα αγγλικά και ήταν απίστευτο και εκείνο. Πόσα κτήρια έπεσαν, πόσοι… Ναι, τι άλλη ανάμνηση θες να σου πω;
Πως ήταν η καθημερινότητά σας άμα μπορείτε να μου αναλύσετε στη Ρουμανία είτε όπως σαν μικρό παιδί είτε όταν μεγαλώσατε στο πανεπιστήμιο. Ποιες διαφορές είδατε σε σχέση εδώ με την Ελλάδα που ζείτε τόσα χρόνια;
Ήταν ανέμελα τα πρώτα χρόνια, ήτανε πάρα πολύ ωραία, γιατί εντάξει διαβάζαμε -δεν μπορώ να πω- αλλά είχαμε στην πόλη -που σου είπα- στα Καρπάθια «Câmpulung Muscel» λεγόταν, εκεί θυμάμαι που πηγαίναμε με έλκηθρο όπου κάναμε, μαζευόμασταν πάλι όλα τα παιδιά, ήταν διάφορα events που γινόταν. Καθημερινότητα όπως είναι παντού, δεν υπήρχε τίποτα έτσι. Μετά στο Βουκουρέστι στο γυμνάσιο, στο δημοτικό, τα καλοκαίρια ήτανε που πηγαίναμε στη Μαύρη Θάλασσα, πηγαίναμε δυο-τρεις εβδομάδες και εκεί εντάξει -είπαμε- τα ντισκοτέκ είχαμε, ήταν όλα πιο έτσι. Αλλιώς διάβασμα, τα Σαββατοκύριακα ήμασταν και με τους φίλους μα και τα βράδια ήμασταν πολλές φορές με τους φίλους -σου είπα- είχαμε ολόκληρη στο τηλέφωνο ήμασταν συνέχεια, εντάξει τα τηλέφωνα που ήτανε τότε -ξέρεις-. Κάνω και μαθήματα έτσι, μιλούσαμε. Στο πανεπιστήμιο καθημερινότητα μαζευόμασταν πολύ, στου Ντάνη πιο πολύ, μαζευόμασταν το γκρουπ μας και μουσική, χορό, γέλιο.
Αλλά τα ταξίδια δεν επιτρέπονταν.
Τα ταξίδια όχι, αλλά -να σου πω- δεν το έδινα και πολλή σημασία, γιατί τότε δεν με έκαιγε… μπορούσα, αν επέμενα, μπορούσα να πάω -σε είπα- στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, αλλά ήτανε αρκετά ωραία, δηλαδή ούτε και τώρα δεν πήγα Πράγα και θα μπορούσα να πάω, ούτε Μπρατισλάβα, ούτε Βερολίνο, μπορούσες να πας σε πολλά μέρη, αλλά δεν καιγόμουν, έτυχε -σου είπα- πήγα Βουλγαρία, αλλά μετά αργά άρχισε, αλλά είχε αλλάξει κιόλας το καθεστώς και τώρα μπορούν να πάνε όπου θέλουν. Είναι εντάξει, όλα είναι τελείως διαφορετικά.
Πείτε μου και για εκείνον τον μεγάλο σεισμό άμα θυμάστε.
Αχ ναι... Πέθαναν πάρα πολλοί, πολύς κόσμος πέθανε τότε. 2.000 άτομα –θυμάμαι- έτσι έλεγαν. Ήταν ’77 πολύ δυνατό 7,2 τουλάχιστον αν όχι παραπάνω και δεν το πίστευα ότι ήτανε τόσο δυνατό, θυμάμαι κρατιόμουνα από την πόρτα και έτσι πάρα πολύ μεγάλο κύκλο έκανε μέχρι κάτω, άντεξε ευτυχώς[00:25:00] η πολυκατοικία που μέναμε, άντεξε, αλλά ερχόταν από το κέντρο του Βουκουρεστίου και μας έλεγε: «Έπεσε… έπεσε το τέτοιο» δηλαδή κτήρια τα οποία είχαν ιστορία, ήτανε γνωστά, ήτανε πολύ και έλεγα: «Πώς είναι δυνατόν;»’77 όμως ήταν ακόμα καλά επί του Τσαουσέσκου, οπότε που τους μάζεψε πάρα πολύ γρήγορα, κατάφερε, ό,τι γινόταν, ό,τι ήταν ανθρώπινο δυνατό το ‘κανε. Αλλά ήταν απίστευτο, απίστευτο γεγονός ναι. Να μην σου τύχει! Και εμείς που είμαστε σε μια… τώρα που ζω πάλι σε μια σεισμογενή χώρα. Εδώ όμως είναι επιφανειακά, ενώ εκεί είναι πάρα πολύ βαθιά. Αυτόν τον σεισμό ήταν πάνω από 170 χιλιόμετρα βάθος. Για αυτό όμως και μεταδόθηκε τόσο πολύ, γιατί αυτοί οι σεισμοί γίνονται στα Καρπάθια, εκεί που κάνουν κλίση σαν τόξο. Και παρόλα αυτά, έπεσαν κτήρια έτσι όπως ήρθε το κύμα, έπεσαν κτήρια στο Βουκουρέστι πάρα πολλά, ήταν μια πόλη κοντά στον Δούναβη, Ζίμνιτσα λεγόταν, υπάρχει δηλαδή -δεν ξέρω- σχεδόν ολοσχερώς καταστράφηκε αυτή η πόλη. Και η Κραϊόβα και Πιτέτσι και πάρα πολλές πόλεις, πάρα πολύ. Ήτανε καταστροφικός σεισμός.
Μου αναφέρατε επίσης, και τα έργα που είχανε στη Ρουμανία όπως το μετρό.
Ναι.
Υπάρχει ίσως κάποιο άλλο έτσι που να έδειχνε την ανάπτυξη της χώρας;
Είχε τεράστιους δρόμους, είχε κάνει πάρα πολλές γέφυρες, ήτανε οι πολυκατοικίες που σε είπα, αλλά βλέπεις αυτό είναι το καλό. Όταν όμως ακούς ότι για να κάνει αυτή την περιοχή όλο πολυκατοικίες, που για τότε ήταν όλα τέλεια, όλα καλά, έβγαλε -δεν ξέρω- και εκκλησία που δεν είχε, δεν τα άντεχε τις εκκλησίες και ήταν όμως ιστορικά, ήταν όμως… πάλι καλά, είναι απίστευτο που άντεξε και Βουκουρέστι έχει τόσα κτήρια από 1920, δηλαδή με τη γνωστή ρουμάνικη αρχιτεκτονική και άντεξε, γιατί έτσι όπως ήταν έτοιμος να αρχίζει να τα κάνει όλα τύπου Κίνα που ήτανε σε αυτό το στυλ. Τότε που δεν ήταν πολλά αυτοκίνητα, ήταν πολύ ευχάριστο να οδηγείς, ήταν τεράστιοι οι δρόμοι, τεράστιοι δρόμοι. Τώρα εντάξει και πάλι ok είναι -φαντάσου- όμως τώρα γεμίσανε. Και το peak όμως που τον έχει πιάσει τόσο πολύ δηλαδή η τρέλα του δικτάτορα, που έκανε το «σπίτι του λαού». Για το «σπίτι του λαού» που είναι τόσο γνωστό, οι Ρουμάνοι για τότε, το μισούσαν εκείνο το κτήριο, το μισούσαν δεν ήθελαν να το δουν στα μάτια. Είχανε ισοπεδώσει πολλά παλιά κτήρια εκείνη την περιοχή και είχαν πεθάνει και πολλοί που δουλεύανε εκεί, γιατί ήτανε… είχε αυτή την τρέλα να το κάνει γρήγορα, να το κάνει ωραίο, να το κάνει τεράστιο… Εντάξει, τώρα έμεινε όμως, είναι ένα ωραίο κτήριο, είναι ένα χαρακτηριστικό κτήριο δηλαδή το βλέπεις είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κτήριο στον κόσμο και μου φαίνεται είναι και το πιο βαρύ στον κόσμο, γιατί τόσο μάρμαρο, τόσο μπετόν που έριξε εκεί.
Το παλάτι;
Για αυτό λέμε.
Ναι το παλάτι.
Το «σπίτι του λαού» το λέμε εμείς ναι.
Στην Ελλάδα πότε αποφασίσατε να έρθετε;
Είμαι -πώς λέγεται- μετανάστρια του έρωτα, κάπως έτσι. Μετά το πανεπιστήμιο, σου είπα ότι ήμασταν φίλοι με τον Ντάνη πάρα πολλά χρόνια, έκανα και την πρακτική μου, έβαλα τα χαρτιά, γιατί επί του Τσαουσέσκου και με τον μπαμπά με τέτοια σημαντική θέση που κανονικά απαγορευόταν να μιλάω εγώ με ξένους, βάλαμε τα χαρτιά, βασικά αυτό ήτανε το σύστημα έτσι έκαναν όλοι τότε και περίμενες να σου πουν το ναι ή το όχι. Έβαλα λοιπόν τα χαρτιά για τα οποία περίμενα δυο χρόνια μέχρι να βγει… αλλά ήμουν σε μια κοσμοπολίτικη πόλη, Τιμισοάρα είναι μια πόλη στην Τρανσυλβανία και εκεί ήταν πολλοί και Ούγγροι, Ούγγρο-Ρουμάνοι δηλαδή και Γερμανό-Ρουμάνοι που ήταν πολύ άνετοι, πολύ ανοιχτοί, πολύ… ήταν λίγο διαφορετικοί εκεί. Δεν τους φαινόταν καθόλου «Θες να φύγεις; Φύγε» εντάξει, δεν μπορούσε όμως να σου πει κατευθείαν «Θες να φύγεις; Φύγε» έπρεπε να περιμένεις λιγάκι, ούτως ή άλλως εμένα δεν… ο Ντάνη ήταν στον στρατό, εγώ ήθελα να τελειώσω την πρακτική μου. Αλλά θυμάμαι που με κάλεσαν και εκεί που μου έλεγαν φίλες που πέρασαν [00:30:00]τα ίδια «Αχ στο Βουκουρέστι σε ρωτάει και προσπαθούν να σε πείσουν να μην πας και γιατί να πας. Αφήνεις τη χώρα σου» και Θεέ μου δηλαδή εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ ότι αφήνω την χώρα μου, πάω απλά σε ένα άλλο μέρος. Και με καλούν και εμένα στην Τιμισοάρα και ήταν πάρα πολύ cool οι άνθρωποι, εντάξει, χαμογελούσαν κιόλας «Ναι; Καλά όχι το Έλληνας. Εντάξει, άμα έτσι είναι, εμείς ευχόμαστε το καλό». Ναι κάπως έτσι ήταν η συνέντευξη τότε για να φύγω. Εντάξει περίμενα όμως, έπρεπε να περάσουν τα δύο χρόνια και σε αυτά τα χρόνια ο μπαμπάς μου τον έβγαλαν σύνταξη, νέος, ήταν 55 περίπου… δεν υπήρχε πολύ, είχε ένα σπιτάκι, ασχολιόταν με εκείνο και ναι, ok ήταν.
Τελικά το δέχτηκε η οικογένειά σας να πάτε στην Ελλάδα;
Το δέχτηκε, το δέχτηκε γιατί γνώρισαν τον Ντάνη και τον λάτρευαν, ήτανε πάρα πολύ, δέθηκε πολύ καλά. Και με έκανε εντύπωση τόσο απλός, τόσο δουλευταράς, τόσο δεν ήταν καθόλου να δείχνει, να πει «Πω! Εγώ είμαι απ’ την Ελλάδα» -άσε- που εμείς στη Ρουμανία για την Ελλάδα δεν… θυμάμαι είχα μια καθηγήτρια στη γεωγραφία που έλεγε: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα, πολύ φτωχοί είναι εκεί οι άνθρωποι, δηλαδή μόνο από τουρισμό ζουν. Πολύ άσχημα να ζεις μόνο από τουρισμό». Εγώ όμως τότε ήμουν επαναστάτρια «Τι αυτή βλακείες λέει. Αποκλείεται. Πως ζεις απ’ τον τουρισμό και είναι άσχημα αυτό;» και ούτως ή άλλως μας έλεγε να κάνουμε κολάζ και εικόνες από περιοδικά και η Ελλάδα είχε… μια χαρά ήταν μ’ άρεσε, πάντα μ’ άρεσε η θάλασσα. Ναι λοιπόν και οι δικοί μου το δέχτηκαν, το δέχτηκαν λόγω του Ντάνη. Επίσης εγώ… και ‘γω είχα εδώ την τύχη να συναντήσω πολύ καλούς ανθρώπους, πάρα πολύ καλούς ανθρώπους. Δεν βρήκα δυσκολίες, η θρησκεία ίδια, το φαγητό ίδιο, αυτό που ήταν δύσκολο ήταν η γλώσσα. Παναγία μου αυτήν τη γλώσσα δηλαδή, που μια ζωή και η προφορά θα μου μείνει και με θα με ρωτούν, εντάξει, με ρωτάνε μερικές φορές «Είσαι Κύπρια;» λέω: «Όχι, από πάνω όχι από κάτω». Ναι ήταν εύκολη η προσαρμογή εδώ δεν… με τη γλώσσα αυτό. Εκεί θυμάμαι ότι δυσκολεύτηκα.
Σας πήρε πολύ καιρό η γλώσσα.
Ναι, ναι, ναι εκείνο ήταν δύσκολο όντως. Και επειδή ήμουν σε μια μικρή πόλη, δεν μπορούσα να βρω και δουλειά και με ενοχλούσε αυτό, γιατί σαν χημικός μηχανικός στην Αλεξανδρούπολη δύσκολο θα έβρισκες, εδώ ο άνδρας μου και βρήκε τόσο δύσκολα. Αλλά βρήκα μια λύση και εντάξει, ευτυχώς.
Θυμάστε τον εαυτό σας να έρχεται στην Ελλάδα;
Αχ ναι, είναι μια από τις αναμνήσεις που έχω, ναι. Ήταν χειμώνα, γιατί μετά το γεγονός με τον Τσαουσέσκου είχα βάλει ήδη τα χαρτιά, γιατί μου είχαν δώσει το ok επί του Τσαουσέσκου και περίμενα μόνο για βίζα όταν έγινε η επανάσταση, δηλαδή περίμενα από την πρεσβεία της Ελλάδας να μου βάλει το ok στο διαβατήριο. Οπότε ήρθα Ιανουάριο –θυμάμαι- χειμώνα λοιπόν και ήταν δύσκολη, δύσκολος ο δρόμος μέχρι να φτάσουμε, κρύο, δεν ξέρω γιατί… ήρθαμε προφανώς κουβαλούσαμε πολλά πράγματα, αυτό πρέπει να ήταν, γιατί ήρθαμε με τρένο. Και η πρώτη στάση ήτανε Θεσσαλονίκη. Και με έμεινε στην καρδιά αυτή η πόλη. Ήταν πάρα πολύ ωραία -δεν ξέρω- μου άρεσε και τότε, αν και ήταν νύχτα που δεν είδα πολλά πράγματα. Αλλά μ’ άρεσε, μ’ άρεσε! Και μετά πήραμε πάλι και ήρθαμε στην Αλεξανδρούπολη και η πρώτη εικόνα δεν μ’ άρεσε η Αλεξανδρούπολη. Να ‘μαι ειλικρινής, όχι δεν μ’ άρεσε. Ήτανε όλα υπερβολικά μικρά, υπερβολικά -δεν ξέρω- και… αλλά ήμουν τυχερή με τους ανθρώπους, επειδή ήταν καλοί. Και όπου πήγαινα, νόμιζαν ότι θα μ’ αρέσει όλα και δεν μ’ άρεζε τίποτα και πάμε λοιπόν σε ένα κρεοπωλείο. Εκεί παθαίνω την πλάκα μου. Εγώ ήμουν και είμαι πολύ κρεατοφάγος. Τα μαγαζιά δεν μ’ άρεσαν -δεν ξέρω- ίσως όταν ακούς και περιμένεις -δεν ξέρω τι- όταν περιμένεις κάτι και βλέπεις ότι εντάξει, είναι νορμάλ, δεν είναι ούτε... Αλλά στο κρεοπωλείο θυμάμαι μ’ άρεσε πάρα πολύ ναι.
Είχατε συνηθίσει όμως το πόσο μεγάλο ήταν το Βουκουρέστι…
Ίσως αυτό ήταν-
Kαι το να μένετε σε μια μεγαλούπολη-.
Ναι ίσως αυτό ήτανε λίγο δύσκολο, ναι.
Πως ήτανε οι πρώτες σας μέρες στην Αλεξανδρούπολη;
Να αυτό σου είπα ήτανε… δηλαδή ήμουνα… με πήγαινε παντού η κουνιάδα μου, [00:35:00]ευτυχώς που την είχα, και με φρόντιζε και με πήγαινε… και σιγά-σιγά άρχιζα να αγαπήσω την πόλη. Και γνώρισα μετά και διάφορους ανθρώπους και πήγα –θυμάμαι-είχανε κάνει ένα πρόγραμμα για τους Πόντιους που θα ερχόταν και μπήκα και ‘γω με την Έσμα σ’ αυτό το πρόγραμμα, με μια φίλη μου απ’ τη Ρουμανία δηλαδή, για να μάθουμε τη γλώσσα. Και εντάξει, εκείνη σαν γιατρός ήτανε να διαβάζει, να προσέχει, εγώ εντάξει διάβαζα μόνο λίγο και αυτό ήταν. Αλλά πιάσαμε σιγά-σιγά άρχιζα να μάθω και…
Πόσο καιρό, θα λέγατε, ότι σας πήρε για να αρχίσετε να μιλάτε τα ελληνικά;
Αρκετά, αρκετούς μήνες δηλαδή -τι να πω;- τέσσερις μήνες τουλάχιστον, τέσσερις μήνες ναι. Γιατί έκανα και εγώ το λάθος, λάθος δεν ξέρω έτσι έτσι είχα εγώ. Δεν ήθελα, είχα πολλές φίλες που θα ερχόταν, γνωστές, που θα ερχόταν απ’ τη Ρουμανία στην Ελλάδα και είχανε προετοιμαστεί, είχανε μάθει τη γλώσσα, δηλαδή, αυτές ήρθαν έτοιμες. Εγώ δεν ήθελα, δεν ξέρω, δεν ήθελα βασικά να σκεφτώ πολύ-πολύ. Γιατί το ‘ξερα ότι κατά βάθος αν το σκέφτομαι πολύ θα με πιάσει πανικό. Είναι φοβερή αλλαγή, είναι μεγάλη αλλαγή όσο και να το λες. Για αυτό ήταν ίσως και ένας λόγος που δεν έμαθα από εκεί. Ήρθα, ήξερα καλησπέρα, καλημέρα, ευχαριστώ. Τίποτα αυτά μόνο. Αλλά εντάξει σιγά-σιγά τα ‘μαθα. Τα ‘μαθα, με βοήθησε πάρα πολύ η τηλεόραση.
Και θυμάμαι μετά από ίσως μισό χρόνο, ίσως χρόνο, δε θυμάμαι, είχα την πεθερά μου φοβερή γυναίκα, φοβερή γυναίκα, έτσι ανδρογυναίκα, δυνατή, απίστευτη. Το ‘κανε ότι «Δεν βλέπω εγώ μέχρι εκεί να διαβάζω, δεν μου λες εσύ;» Και άρχιζα να της λέω συνέχεια τι γινότανε, δε θυμάμαι τι σίριαλ βλέπαμε εμείς τότε, φοβερό σίριαλ ήταν στα αμερικάνικα-αγγλικά. Και βασικά εγώ δεν διάβαζα κάτω, μετάφραζα απ’ τα αγγλικά και λέει «Εσύ ξέρεις πολύ καλά αγγλικά μου φαίνεται» λέω «Εντάξει, μ’ άρεσε η γλώσσα και ξέρω αγγλικά». Λέει «Ξέρεις τι; Γιατί δεν πας εσύ να διδάσκεις αγγλικά; Γιατί οι άντρες τώρα σ’ αγαπάν, μετά δεν σ’ αγαπάν. Και τι θα κάνεις;» θυμάμαι -κοίτα να δεις- δηλαδή. Και με βοήθησε και βρήκα δουλειά, όντως πήρα proficiency στα αγγλικά, τότε μπορούσες να διδάσκεις σε φροντιστήρια, τώρα δεν νομίζω… και ξεκίνησα να δουλεύω νωρίς, γιατί σαν ξένη δεν ήταν μεγάλο handicap να μην ξέρω τη γλώσσα.
Αφήσατε νωρίς δηλαδή το πτυχίο που είχατε…
Ναι το κατάλαβα ότι ναι, ήτανε πολύ δύσκολο να βρω σαν χημικός. Το σκέφτηκα για ένα μεγάλο διάστημα όταν μου είπε να διδάσκω αγγλικά, το σκέφτηκα να διδάσκω χημεία. Όμως δεν ήξερα και που να απευθυνθώ, ενώ τα φροντιστήρια ήταν πιο εύκολο και βρήκα κιόλας, βρήκα εύκολα, γρήγορα. Και πολύ καλά, δηλαδή και τώρα που δουλεύω, είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη, γιατί έχω πάρα πολύ καλούς ανθρώπους. Έχουμε ένα team στο φροντιστήριο απίστευτο, παρόλο που είμαστε όλο γυναίκες -που ξέρεις τι λένε- πολλές γυναίκες, αλλά μια χαρά. Πολύ καλά, αλληλοϋποστηριζόμαστε και είναι πολύ καλά.
Κρατήσατε επαφές με τη Ρουμανία; Αφού φύγατε.
Ναι βέβαια, βέβαια κράτησα επαφές. Όσο ζούσαν οι γονείς μου πήγαινα πολύ συχνά. Όταν τους έχασα, εντάξει, δεν είναι μόνο το ότι τους έχασα, είχα και το παιδί, είχα και τις δουλειές, αλλά μια φορά τον χρόνο πάω, πάω στη Ρουμανία δεν μπορώ να μην πάω, έχω εκεί συγγενείς, έχω την αδερφή μου, έχω τα ανιψάκια μου… αλλά σου είπα, εγώ, ίσως για αυτό εγκλιματίστηκα τόσο καλά εδώ. Δεν είχα στο μυαλό ότι πάω σε μια ξένη χώρα που… πάω σε ένα άλλο μέρος έτσι όπως πήγα Τιμισοάρα -να μην σου πω-. Στην Τιμισοάρα ήτανε διαφορετικά, ήταν πιο διαφορετικά απ’ το Βουκουρέστι απ’ ό,τι ήτανε Αλεξανδρούπολη με το Βουκουρέστι. Πραγματικά! Γιατί εκεί -ξέρεις- οι Γερμανό-Ρουμάνοι και οι Ούγγρο-Ρουμάνοι πολύ της [Δ.Α.] discipline και καθαριότητα και αυτό πρέπει να γίνει τάδε ώρα και στην τάδε, εντάξει εμείς είμαστε πιο…
Πολύ τυπικοί ήτανε.
Πολύ τυπικοί.[00:40:00] Ενώ στο Βουκουρέστι όπως και στην Αλεξανδρούπολη, εντάξει θα γίνει, ό,τι έχεις να κάνεις το κάνεις, αλλά θα το κάνεις λίγο με τον ρυθμό σου, δεν χρειάζεται να γίνει ακριβώς. Και στο κάτω-κάτω το κάνεις και καλύτερα, γιατί το κάνεις όπως θες, ναι.
Και σας παραξένεψε και αυτό εκεί πάνω. Η τυπικότητα των ανθρώπων.
Ναι, ναι και το έλεγα κιόλας, λέω, μα και τα φαγητά ήταν διαφορετικά και το στυλ και… μας ψιλoκορόιδευαν «Eσείς είστε από εκεί που δίνουν τη σωστή ώρα!» Γιατί το Βουκουρέστι υποτίθεται, ήταν έτσι ένα μότο «Βουκουρέστι ώρα τάδε». Όχι και εκεί ήταν καλοί άνθρωποι, πολύ καλοί ήταν και εκεί, απλά ήταν λίγο εντάξει. Και ήταν και δύσκολο το πρόγραμμα εκεί, γιατί δούλευα σε βάρδιες όσο έκανα την πρακτική μου. Δούλευα σε βάρδιες και προσπαθούσα, έκανα 1-2-3, 3-2-1 δηλαδή πρωί, απόγευμα, νύχτα. Έτσι ώστε να μαζεύω μέρες και γυρνούσα στο Βουκουρέστι. Σαν απόσταση Τιμισοάρα με Βουκουρέστι 500 χιλιόμετρα, δεν είναι καθόλου κοντά. Και κουραστικό ήταν, δηλαδή στην Ελλάδα, αυτό έλεγα, στην Αλεξανδρούπολη «Είναι λίγο, να 550 χιλιόμετρα. Τι είναι 50 χιλιόμετρα παραπάνω απ’ ό,τι ήταν Τιμισοάρα». Όχι, μ’ άρεσε πιο πολύ η Αλεξανδρούπολη από Τιμισοάρα παρόλο που -σου λέω- είναι ωραία πόλη… τώρα λατρεύω αυτήν την πόλη, εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ Αλεξανδρούπολη. Βέβαια η Θεσσαλονίκη είναι στην καρδιά μου, αλλά μ’ αρέσει πάρα πολύ η Αλεξανδρούπολη.
Αυτό θα σας ρωτούσα άμα είχατε -ας πούμε- να διαλέξετε την Ελλάδα και την Ρουμανία, πλέον είναι και οι δύο στην καρδιά σας φαντάζομαι.
Ναι. Δεν θα διάλεγα. Και τα δύο, δεν μπορώ να διαλέγω. Είναι σαν να έχεις δύο παιδιά, ποιον αγαπάς πιο πολύ; Χαζομάρες το ίδιο. Δηλαδή αν μπορούσα, αν είχα την αντοχή θα πήγαινα πιο συχνά στο Βουκουρέστι, θα πήγαινα δηλαδή δύο φορές. Αλλά πλέον η ζωή μου είναι εδώ… και στην Ρουμανία αν ζούσα, ας μην πούμε τώρα Τιμισοάρα που είναι διαφορετικά, αν ζούσα σε μία άλλη πόλη ή αν ζούσα στη Μολδαβία, όχι Τρανσυλβανία, Μολδαβία που εκεί υποτίθεται είναι οι καλύτεροι άνθρωποι, οι καλύτεροι Ρουμάνοι, λέμε εμείς. Αλλά είναι μακριά, είναι πάλι άλλος τρόπος… όπως είναι στην κάθε… η κάθε χώρα δεν έχει περιοχές που είναι διαφορετικές; Εμείς με την Κρήτη. Μεγάλη διαφορά -ας πούμε-.
Μπορείτε να σκεφτείτε τον εαυτό σας αν δεν έφευγε ποτέ από την Ρουμανία τελικά; Και αν δεν γνώριζε την Ελλάδα;
Πολλές φορές το σκέφτομαι. What if? Τι θα γινόταν εάν. Βέβαια, πολλές φορές το σκέφτομαι. Και δεν ξέρεις, θα ήταν καλύτερο, θα ήτανε; Το σίγουρο είναι ότι θα είχα μια καλή δουλειά. Θα ήμουν δηλαδή λίγο πιο έτσι για τα δικά μου, αλλά -ξέρω ‘γω- το άγχος, μεγάλη πόλη. Θυμάμαι… τώρα που πήγα το καλοκαίρι με την αδελφή μου από εκεί που μένει για 3 χιλιόμετρα κάναμε τρία τέταρτα. Χαμός γίνεται είναι… ο συνωστισμός στις μεγάλες πόλεις που... Όχι δεν λυπάμαι, καθόλου δεν λυπάμαι που ήρθα, όχι. Έτσι είναι η ζωή μου και μ’ αρέσει. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν, αλλά εντάξει.
Το κάθε μέρος με τις ομορφιές του.
Ακριβώς, ακριβώς ναι. Και ξέρεις τι; Είναι οι άνθρωποι που κάνουν, πραγματικά δηλαδή δεν είναι, έτσι είναι. Είναι οι άνθρωποι που κάνουν το μέρος. Δεν είναι τόσο. Δε θέλω να πω πατριωτισμό -και δεν ξέρω τι- αγαπάω πάρα πολύ αυτήν τη χώρα. Όπως αγαπάω όμως και τη Ρουμανία, δε θα μπορούσα να διαλέξω.
Σας έχουνε μείνει έτσι ίσως κάποιες τελευταίες εικόνες, κάποια τελευταία συναισθήματα για τη Ρουμανία που μεγαλώσατε και για την Ελλάδα στην οποία βρίσκεστε πλέον;
Εντάξει, είμαι φουλ από συναισθήματα, εννοείται, βέβαια. Είμαι πλούσια με αυτές τις εμπειρίες, αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερή, γιατί βλέπεις έχω, μ’ αρέσει να νομίζω ότι πήρα τα καλά και από τις δύο χώρες, έτσι θέλω να το πιστέψω και έτσι είναι γιατί έχουν και καλά… αλλά ναι, έχω πάρα πολλές, πολλά. Ευχάριστα είναι όλα.