© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ιστορίες Ψαράδων του Αργολικού Κόλπου: Νίκος Σύρμας

Κωδικός Ιστορίας
10443
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νίκος Σύρμας (Ν.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/04/2022
Ερευνητής/τρια
Σταύρος Βλάχος (Σ.Β.)

[00:00:00] 

Σ.Β.:

Είναι 15 Απριλίου, βρισκόμαστε στις Σπέτσες, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Πώς είναι το όνομά σας; 

Ν.Σ.:

Νίκο με λένε. 

Σ.Β.:

Κυρ-Νίκο, ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. 

Ν.Σ.:

Να ’σαι καλά. 

Σ.Β.:

Για πες μου για σένα εδώ, πότε γεννήθηκες, πού; 

Ν.Σ.:

Εγώ γεννήθηκα το 1952 εδώ, στις Σπέτσες, γεννήθηκα. Λοιπόν, επήγα στο δημοτικό, έβγαλα το δημοτικό, ήμαστε 5 αδέρφια εμείς. Ο μόνος που έβγαλε το δημοτικό είμαι εγώ. Οι άλλοι δεν εβγάλανε, άλλος τρίτη, άλλος τετάρτη. Λοιπόν και κάνουμε αυτή τη δουλειά από παιδάκια όλοι. Άλλη δουλειά δεν ξέρω στη ζωή μου. Απ’ τον καιρό που, στο στρατό που έκανα, και μετά εδώ, στη δουλειά. Και πριν πάω στο στρατό, πάλι εδώ, στη δουλειά. Ψαράς. 

Σ.Β.:

Ήταν παράδοση το ψάρεμα εδώ στο νησί; Είχε πάντα ψαράδες, από παλιά; 

Ν.Σ.:

Πάντα είχε, πάντα είχε ψαράδες, πάντα. Παραγάδια, δίχτυα και άλλα εργαλεία, τράτες. Τράτες, είχε 7 τράτες εδώ το νησί. Και δουλεύανε. Είχαμε κι εμείς δύο, δουλεύαμε. Τράτες δουλεύαμε πάντα. 

Σ.Β.:

Για πες μου παιδάκι εδώ, τι θυμάσαι παιδάκι; 

Ν.Σ.:

Τι θυμάμαι παιδάκι. Το μόνο που θυμάμαι είναι δουλειά. Δουλειά σκυλίσια, μέρα νύχτα. Αυτό θυμάμαι. Αγώνας, αγώνας για επιβίωση. Εγώ από μικρός… Όταν ήμουνα 7-8 χρονών, είχε ένα εργοστάσιο εδώ κάτω. Και πήγαινα και κουβάλαγα πάγο, πάγο, είχαμε ένα μαγαζί εδώ πέρα στο λιμάνι, ο αδερφός μου, και παίρναμε πάγο που παγώναμε τα ψάρια και έκοβα, μου κόβανε και κομμάτια πάγο, τέταρτο, μισή κολόνα, και το πήγαινα στα σπίτια και το πούλαγα. Λοιπόν, και πολλές, τις περισσότερες φορές δηλαδή, έπαιρνα ψάρια από δω απ’ το λιμάνι, μου ’δινε ο αδερφός μου και πήγαινα, και πήγαινα και τα πούλαγα στη Χώρα. Είχε… Στη… γειτονιές δηλαδή. Είχε τύχει να πουλήσω, να πάω και τρεις φορές στη Χώρα, η μέρα. Η μέρα τρεις φορές στη Χώρα να πάω, να πουλήσω ψάρια. Και τ’ απόγεμα, που ’ρχόντουστε τα καΐκια, τα δικά μας βέβαια, γιατί από δικά μας παίρναμε, επήγαινα στο βαπόρι, με το καρότσι από δω, κασέλες ψάρια και πηγαίναμε και τα μπαργκέναμε και τα στέλναμε απάνω, στους μανάβηδες. Αυτή ήτανε η ζωή από μικ… Και μόλις εκατάλαβα τον εαυτό μου, μέσα στο καΐκι. Μέσα στο καΐκι. Δουλειά. Πήγα στρατιώτης και ξανά πάλι εδώ, δουλειά. 

Σ.Β.:

Σου άρεσε όμως, για να μείνεις. Σου άρεσε το ψάρεμα κι έμεινες. 

Ν.Σ.:

Ε, ναι, μου άρεσε. Είναι κάτι που σε τραβάει. Είναι κάτι που σε τραβάει. Μπορεί να ’ναι κουραστικό, να είναι αυτό, αλλά έχει και κάποια που σε τραβάνε. 

Σ.Β.:

Τι σε τράβηξε μικρό εσένα δηλαδή κι έμεινες; 

Ν.Σ.:

Τι με τράβηξε. Με τράβηξε η αγωνία, έχει ένα, σαν, αγωνία να πιάσεις ψάρια, πού θα τα πουλήσεις… Δηλαδή είχε ζωή αυτό το πράμα, δεν είναι ότι είναι κάτι, όπως είναι μερικοί μισθωτοί, ας πούμε. Πάνε σ’ ένα μισθό, βράσει-χιονίσει αυτό είναι. Εδώ είναι, αλλάζει το πράμα, κάθε μέρα. Να πάω εκεί να ρίξω δίχτυα, θα πιάσω. Δεν έπιασα, θα πάω αλλού. Έχεις με φουρτούνες να κάνεις, έχει μια ζωή ζήλιο η ζωή, η ψαροσύνη. Αυτά, που λες.  

Σ.Β.:

Ψάρια είχε; Παλιά εδώ είχε ψάρι; 

Ν.Σ.:

Κοίταξε, παλιά είχε ψάρια. Παλιά είχε ψάρια, διάφορα πιάναμε ψάρια. Και με δίχτυα που δουλεύαμε… 

Σ.Β.:

Για πες μας, τότε που ξεκινούσες πώς ήταν εδώ, τα ψάρια και τα… η θάλασσα; 

Ν.Σ.:

Είχε πιο πολλά ψάρια. Είχε πιο πολλά ψάρια. Επηγαίναμε, ρίχναμε και πιάναμε ψάρια πολλά. Πηγαίναμε στην κόστα, δέναμε στο μανάβη, ψάρια πάρα πολλά. Μετά, το καλοκαίρι, με δίχτυα αστακούς, τέτοια πράματα. Ε, τώρα έχουνε μειωθεί κατά πολύ. Έχουνε μειωθεί κατά πολύ. Τώρα, πού οφείλεται αυτό; Λένε μερικοί «υπεραλίευση». Εγώ δεν το βλέπω για υπεραλίευση. Δεν το βλέπω για υπεραλίευση. Διότι πρώτα υπήρχανε πάρα πολλοί, υπήρχανε ψαράδες, όλοι στη θάλασσα πηγαίνανε. Τώρα δεν πάνε στη θάλασσα, δεν τη θέλουν τη θάλασσα. Πάνε σε μαγαζιά, πάνε γκαρσόνια, πάνε οικοδομή, τέτοιες δουλειές. Ενώ κείνα τα χρόνια δεν υπήρχανε αυτές και πηγαίναν όλοι στη… όλοι στην ψαροσύνη.  

Σ.Β.:

Ναι, αλλά δεν είχε τόσα πολλά εργαλεία τότε. 

Ν.Σ.:

Εργαλεία είχε, πολλά.  

Σ.Β.:

Και σύγχρονα; 

Ν.Σ.:

Για τόσο σύγχρονα όχι. Με βυθόμετρα που είναι τώρα, με αυτά, για τόσο σύγχρονα, όχι. Αλλά ότι είχε ψαράδες πολλούς, είχε. Τώρα δεν έχει πολλούς. Δεν έχει πολλούς, διότι δεν υπάρχει ζήλιο τώρα. Πιάνεις τα ψάρια και δεν πουλιούνται. Δεν πουλιούνται τα ψάρια. Κι έχει πέσει ο κόσμος στα σουβλάκια, ειδικά η νεολαία. Σουβλάκια, κρέατα και τέτοια. Και τα ψάρια, που ’ναι το πιο χρήσιμο, δεν τα καταδέχονται. 

Σ.Β.:

Να σου πω, παλιά είχε και μες στα λιμάνια, εδώ, που μας έχουν πει, ψάρια; 

Ν.Σ.:

Πάρα πολλά. Είχε πάρα πολλά. Και τώρα, κάποιες εποχές, ζυγώνουνε. Και τώρα, κάποιες εποχές, ζυγώνουνε. Αλλά… ναι. Αλλά τώρα δε, εντάξει, υπάρχει… υπάρχει η μόλυνση στη θάλασσα. 

Σ.Β.:

Για πες εσύ, τι έχεις δει;  

Ν.Σ.:

Τι έχω δει εγώ; Πάνε πολλά καΐκια έτσι που ταξιδεύουν εδώ, κοντά στις Σπέτσες, για τις Σπέτσες μιλάω πάντα, και βλέπουνε ψάρια φούσκα. Μισοζώντανα και κουνάνε… Ψάρια άγρια, μεγάλα ψάρια. Άραγες αυτό από τι βγαίνει απάνω; Βγαίνει από μόλυνση. Κάτι το επηρεάζει. Χλώριο, το χλώριο, επηρεάζει πολύ το χλώριο. Όταν πηγαίνεις γύρω γύρω… Πρώτα δεν υπήρχε κανένα σπίτι, καμία βίλα πουθενά εδώ, τίποτα. Ήτανε α, χωράφια, τέτοια. Και τώρα έχουνε πουληθεί όλα, έχουνε φτιάξει βίλες. Όλες οι βίλες έχουνε πισίνες μέσα. Και μόλις έρχεται ο Οχτώβρης –εμείς, τα βλέπουμε– ανοίγουνε τις πισίνες τους, τις καθαρίζουνε και πάει το νερό στη θάλασσα. Κι έχουνε και σωλήνες μέσα, τις βλέπουμε εμείς. Λοιπόν, αυτό δεν είναι κακό για τη θάλασσα; Πώς να ζήσει το ψάρι; Πώς να γεννήσει και να επιβιώσει το γόνος; Εδώ τα μεγάλα βγαίνουν φούσκα. Όχι το γόνος το ψιλό, που αυτώνει. Τελείωσε. Αυτό το πράμα για μένα είναι.  

Σ.Β.:

Για πες μας, για να καταλάβουμε δηλαδή, πώς είναι οι ψαριές τώρα, τα τελευταία χρόνια; Δώσε μας ένα παράδειγμα. 

Ν.Σ.:

Πώς είναι οι ψαριές; Είναι μερικά είδη που δεν υπάρχουν, δε… είναι σε… έχουνε λιγοστέψει κατά 90%. Παράδειγμα, η γόπα, σαρδέλα, όλα αυτά, που είναι, ήτανε ψάρια αφρόψαρα και ερχόντουσαν στο πέλαγος συνέχεια. Τώρα δεν έρχονται, γιατί δεν τα τραβάει τίποτα να ’ρθούνε. Να τώρα, Μαγιάπριλο, άλλα χρόνια, έβλεπες, επαίζανε κοπάδια. Φρίσσα, γόπα, δεν ξέραμε τι να τα κάναμε αυτά τα ψάρια. Τώρα δε βλέπεις τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Δε βλέπεις τίποτα, έχουν εξαφανιστεί αυτά. Εξαφανίζουνται. Λοιπόν, πώς εξαφανίζουνται; Πιάνουνται; Δεν πιάνουνται. Γιατί αυτό το είδος δε βλέπω σκάφη να δουλεύουνε. Και δεν υπάρχουνε και σκάφη, διαλύσανε και τα σκάφη. Τα καΐκια αυτά τα μεγάλα, που ήξερα εγώ, διαλύσανε. Δεν υπάρχουνε καΐκια. Να, κι εμείς που έχουμε μείνει, κι όταν φύγουμε κι εμείς, ποιος θα… δεν πάει νέος στη θάλασσα. Δεν πάει νέος στη θάλασσα. 

Σ.Β.:

Τι άλλο έχεις δει να έχει αλλάξει στη θάλασσα αυτά τα χρόνια; Απ’ όταν ψαρεύεις; 

Ν.Σ.:

Όταν ψαρεύω τι άλλο έχει αλλάξει; 

Σ.Β.:

Τι αλλαγές βλέπεις άλλες στη θάλασσα; 

Ν.Σ.:

Τι αλλαγές να έχω δει; Να, βλέπω ότι υπάρχει μείωση, μείωση στη θάλασσα στα ψάρια, δεν υπάρχει υπεραλίευση, που λένε, ναι ότι είναι πιο σύγχρονα τα εργαλεία, αλλά δεν υπάρχουν εργαλεία, τι σύγχρονα; Πρώτα δεν υπήρχανε βυθόμετρα. Μετράγαμε με σκαντάλιο, με σκοινί, που λέμε. Τώρα, εντάξει, ανοίγεις το μηχάνημα, βλέπεις πού είσαι, τι κάνεις. Αυτό δεν πα’ να πει ότι πιάνει το ψάρι. Ναι ότι πας στον τόπο που θέλεις ακριβείας, εκεί που είναι το ψάρι, αλλά δεν υπάρχουν εργαλεία όπως ήτανε παλιά. Που ’τανε πολλά εργαλεία.  

Σ.Β.:

Εδώ στις Σπέτσες είχε ψαράδικα περισσότερα παλιά; 

Ν.Σ.:

Είχε, πάρα πολλά, πολλά παραγαδιάρικα, να φανταστείς είχε 7 τράτες. 7 τράτες. Τώρα δύο είναι κι εκείνες, άμα πάνε καμιά, κάνουνε καμία καλάδα. Δεν υπάρχει… Και δουλεύαμε συστηματικά, εδώ, στο μπογάζι. Εδώ στο μπογάζι ήταν ελεύθερα και δουλεύαμε. Όλο το μπογάζι πέρα πέρα, ελεύθερα. Και στο φανάρι καλέρναμε και εδώ χάμου και πέρα πέρα, όλο καλάδες. Τώρα, είναι κάμποσα χρόνια, αρκετά χρόνια δηλαδή, το ’χουν απαγορέψει. Δήθεν ότι είναι δίαυλος, λέει, και, και, και, και, και. Το ’χουν απαγορέψει. Και ήτανε πολύ ψαρότοπος εδώ. Λοιπόν, έπρεπε τα ψάρια να ’χανε βγει έξω, έξω να ’χανε βγει, στη στεριά. Πού ’ν’ τα; Εγώ δε βλέπω να ’χουνε βγει έξω. Άραγες κάτι φταίει στη θάλασσα. Δε φταίει η υπεραλίευση, «υπεραλίευση» που λένε. Εδώ απ’ έξω ανάβανε 50 λάμπες, 5-6 καΐκια, γριγριά, κοιλαδιώτικα. Λοιπόν, και όλα γεμίζανε ψάρια και πηγαίνανε και μπαργκέρνανε, μια καλάδα. Τώρα ένα έχει μείνει, τα ανίψια μου. 5 [00:10:00]λάμπες ανάβουνε και τρομάζουνε να πιάσουνε, τρομάζουνε να πιάσουν να πουλήσουν στο μαγαζί. Τρομάζουν. Άραγες γιατί; Είναι υπεραλίευση αυτό; Ανεμότρατες, είχε η Κοιλάδια, 15, ξέρω γω πόσες είχε; Τώρα τρεις τέσσερις είναι. Και ρωτάω τον ανιψιό μου, κάνα δύο έχουν αράξει κιόλας. Δε βγαίνουν απ’ τα πετρέλαια. Υπάρχει πρόβλημα.  

Σ.Β.:

Το μέλλον της θάλασσας πώς το βλέπεις;  

Ν.Σ.:

Ε;  

Σ.Β.:

Το μέλλον της θάλασσας πώς το βλέπεις;  

Ν.Σ.:

Δεν το βλέπω καλό το μέλλον. Το μέλλον της θάλασσας δεν το βλέπω καλό. Το βλέπω όλο να πηγαίνει προς τα κάτω. Όχι από υπεραλίευση. Από μείωση ψαριών από… από δηλητηριάσεις, από τέτοια πράματα. Να, εδώ, παράδειγμα, που καθόμαστε. Βλέπεις το καλοκαίρι και αλλάζει χρώμα η θάλασσα. Αλλάζει χρώμα, από τι αλλάζει χρώμα; Απ’ αυτά που πέφτουνε στη θάλασσα, υπονόμους και τέτοια. Τελείωσε. Για μένα, αυτό, αυτό βλέπω εγώ.  

Σ.Β.:

Αξίζει σήμερα κάποιος νέος να γίνει ψαράς; 

Ν.Σ.:

Για μένα όχι. Δεν αξίζει. Δε γίνεται κιόλας. Γιατί υπάρχουνε πολλές δεσμεύσεις, δεσμεύσεις, και ένας νέος δεν πάει. Σου λέει, θα πάω γω να με κυνηγάνε από δω, να με κυνηγάνε από κει; Γιατί, κοίταξε, σαν ψαράς θα πέσεις και σε κάποια παρανομία. Θα πέσεις και σε κάποια παρανομία. Αλλά η παρανομία να είναι, είναι, ας πούμε, εντάξει, στα πλαίσια μέσα. Αλλά δεν πάει κανένας. Έρχεται το λιμεναρχείο, παράδειγμα –’ντάξει, τη δουλειά του κάνει, δε λέω– θα σου κόψει ένα βαρύ πρόστιμο, σε… θα σε εξοντώσει, είναι εξοντωτικά τα πρόστιμα. Θα σε εξοντώσει. Λοιπόν, ο άλλος σου λέει, θα πάω εγώ να ’χω στενοχώριες; Να, του παιδιού του ’χε λήξει ένα χαρτί την άλλη φορά και τον αράξανε δεν ξέρω πόσον καιρό, δεν ξέρω τι είχε κάνει. Εντάξει, αφού ξέρεις ποιο είμαι, ποιος είμαι. Ξέρεις, είμαι εγώ, αυτή τη δουλειά κάνω. ’Ντάξει, κάνε και μία, ένα αυτό, να τακτοποιηθώ, που λέει ο λόγος, δεν είμαι εγκληματίας.  

Σ.Β.:

Παρανομίες, τι… 

Ν.Σ.:

Και υπάρχουν… 

Σ.Β.:

…εννοείς δηλαδή, τι… Σε τι παρανομία μπορεί να πέσει κάποιος που λες; 

Ν.Σ.:

Κοίταξε να δεις, ένα χαρτί του είχε λήξει. 

Σ.Β.:

Τέτοια. 

Ν.Σ.:

Και μόλις το είδαν, αφού του… Να, κι εμένα επροχτές ήρθε εδώ πέρα, μου κάνανε επιθεώρηση και μου ’χε λήξει ο πυροσβεστήρας και τα βεγγαλικά. Τα είχα μέσα τα παλιά, τα παλιά. Ένα μήνα, δύο είχανε λήξει. Και μου λέει: «Τέρμα. Αν δεν τα τακτοποιήσεις μέχρι τ’ απόγεμα, έχεις πρόστιμο». Άμα εγώ δεν τα τακτοποιούσα και μου κόβανε εμένα ένα πεντακοσάρικο πρόστιμο, τι να το κάνω εγώ; Ένα πεντακοσάρικο είναι για μένα… Κατάλαβες; Επήγα, ευτυχώς, τα τακτοποίησα, εντάξει. Γιατί, σου είπα, ανθρώποι είμαστε. Είναι δουλειά που δεν είναι γραφείο, να έχεις το ’μερολόγιο απάνω και να βλέπεις σήμερα εκείνο, αύριο εκείνο. Εδώ πέρα είσαι χάος. Εδώ πέρα λεβάρεις νύχτα και πηδάν τα δελφίνια μπροστά. Και κοιτάς να τα λεβάρεις γρήγορα, να μη σ’ τα φάνε. Που τα τρώνε βέβαια. Ή οι φώκιες. Και κοιτάς να ’ρθεις, να μπαλώσεις, να κάνεις, να αυτώσεις, δεν προλαβαίνεις. Και άνθρωπος είσαι, ξεχνάς καμιά φορά. Κατάλαβες; Κι από όχι ότι θέλουμε να ’μαστε παράνομοι, δε θέλουμε. Κανένας, αλλά, εντάξει. Η άδεια, παράδειγμα, η επαγγελματική. Άνθρωπος, τυχαίνει η άλλη, το ξέχασες, σου ’ληξε μια ημέρα, δύο. Την ξέχασες. Πρέπει να σου κόψει πρόστιμο; Αφού ξέρει ποιος είμαι, τι δουλειά κάνω. Κατάλαβες; Επίσης έχουμε σοβαρό πρόβλημα με τις φώκιες εδώ.  

Σ.Β.:

Για πες.  

Ν.Σ.:

Τι να πω; Τη βλέπεις έρχεται, βουτάει το ψάρι και πάει μπροστά στην πλώρη 20 μέτρα μακριά και το τρώει. Το τινιάζει έτσι στον αέρα και το τρώει. Χταπόδια, τα τρώει. Το πιο άτιμο πράμα που υπάρχει είναι η φώκα. Το πιο άτιμο πράμα. Και λένε πολλοί: «Προστασία, προστασία». Εντάξει, προστασία. Τι να την κάνω εγώ τη φώκα; Αλλά εμένα δε με καταστρέφει; Με καταστρέφει. Να, για να φτιάξω τούτη την τρύπα είδες πόση ώρα κάνω. Παιδεύομαι. Για να φτιάξω κείνες τις τρύπες θα κάνω μέχρι το βράδυ εγώ. Λοιπόν; Δεν είναι καταστροφή; Κι έπρεπε το κράτος να μεριμνούσε κάπως σ’ αυτά τα πράγματα. Στους αγρότες, παράδειγμα, όταν παθαίνουνε μια καταστροφή, μια αυτή, πάει το ΕΡΓΑ απ’ ό,τι ακούω και τους λέει: «Τόσο αποζημίωση». Εμάς γιατί δε μας δίνει, που λέει ο λόγος, λίγα δίχτυα, ας πούμε, να πούμε, επ,  έχουμε μια βοήθεια από το κράτος, λίγα δίχτυα, να αντικαταστήσουμε κάποια δίχτυα απ’ αυτά. Δε λέμε να μας πάρει τα εργαλεία όλα, όχι, προς Θεού. Κάποια βοήθεια να μας έχει κι εμάς. Λοιπόν, πώς ο κάθε νέος θα πάει να κάνει αυτή τη δουλειά, αφού δεν υπάρχει κάποια βοήθεια; Κατάλαβες; Κι εμείς, που είμαστε τώρα έτσι μεγάλοι, να, πόσο θα αντέξουμε; Μόλις φύγουμε εμείς, τέρμα, δεν υπάρχουνε ψαράδες. Δεν πάει κανένας. Δεν πάει κανένας.  

Σ.Β.:

Δεν είναι όμως άσχημο αυτό, για μέρη που έχουν παράδοση; Δεν είναι άσχημο; Το ότι δε θα γίνουνε ψαράδες; 

Ν.Σ.:

Ε, είναι κακό, είναι κακό, γιατί οι Σπέτσες ήτανε παραδοσιακό ψαρομέρος. Αλλά εφόσον δεν υπάρχει βοήθεια καμία, τίποτα, τι να πα’ να ψαρέψει ο άλλος; Πού να πάει; Και δεν είναι εδώ πέρα ότι είναι εφτάωρο και οχτάωρο, που λένε. Δεν υπάρχει εδώ πέρα εφτάωρο, οχτάωρο. Εδώ πέρα είσαι είκοσι τέσσερες ώρες το, στανμπάι. Κι όταν λύνεις το παλαμάρι και πας στη δουλειά, το ένα μάτι είναι ανοιχτό και τ’ άλλο κλειστό, πάντα έτσι είμαστε εμείς. Το ένα μάτι το ’χεις ανοιχτό και τ’ άλλο θα κοιμηθείς. Είναι δράμα η υπόθεση. Αλλά έλα που μάθαμε έτσι; Εμάθαμε έτσι, αυτή είναι η δουλειά μας; Τι να κάνουμε; 

Σ.Β.:

Εσένα σ’ αρέσει η θάλασσα, ε; 

Ν.Σ.:

Ε, ναι, μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει. 

Σ.Β.:

Τι σ’ αρέσει πιο πολύ; 

Ν.Σ.:

Ε; 

Σ.Β.:

Τι σου αρέσει πιο πολύ; 

Ν.Σ.:

Μου αρέσει όταν λεβάρω το δίχτυ απάνω και βλέπω και κουνιένται τα ψάρια. Αυτό μου αρέσει. Έχει αγωνία. Όταν λεβάρω το δίχτυ και βλέπω τα δελφίνια και πηδάνε απάνω και μου τα τρώνε τα δίχτυα, τι να μου αρέσει; Δε μου αρέσει. Κατάλαβες; Αυτό είναι. 

Σ.Β.:

Για πες μας καμιά ιστορία με φουρτούνα; 

Ν.Σ.:

Άκου να δεις. Μια φορά, είχαμε… Εδώ, παραμονή του Βαγγελισμού, τρώνε ψάρια. Παντού δηλαδή. Λένε, μπακαλιάρο, τέτοια πράματα. Λοιπόν, εμείς επηγαίναμε στα νησιά, κείθες, και δουλεύαμε. Στα νησιά, μιλάω, Φαλκονέρα, κείθε. Κι ερχόμαστε εδώ πέρα παραμονή του Ευαγγελισμού, που τρώγανε ψάρια, κατάλαβες; Και τα πουλάγαμε. 

Σ.Β.:

Ναι. 

Ν.Σ.:

Πιάναμε λεφτά. Λοιπόν, ήμαστε στην Αντίμηλο. Είχαμε, σηκώσαμε τα δίχτυα, πρωί, παραμονή του Βαγγελισμού, 09:00 η ώρα περίπου τα σηκώσαμε. Ο καιρός ήτανε όστρια γάρμπης, αέρα πολύ. Λέμε, δευτερόπριμα θα πάμε για τις Σπέτσες, γιατί είχαμε ψαριά, το ψυγείο είχε γεμίσει κάργα κι είχαμε κι απάνω. Ήμαστε 5 και ένα παιδάκι από δω είχαμε. Και ’μολήσαμε απ’ την Αντίμηλο. Δευτερόπριμα, λέμε, θα πάμε μέχρι τη Φαλκονέρα. Όπως ανοιγόμαστε, ανοιγόμαστε, έβαζε, έβαζε αέρα, έγινε κατακλυσμός. Θύελλα, θύελλα, όταν λέμε θύελλα, θύελλα. Η θάλασσα στον αέρα σηκωνότανε. Δεν μπορούσαμε. Λέμε, απελπιστήκαμε, λέμε να γυρίσουμε πίσω, να γυρίζαμε πίσω. Πού να γυρίζαμε πίσω; Δεν μποράγαμε να γυρνάγαμε πίσω. Δεν μπορούσαμε να γυρίζαμε πίσω. Μ’ ένα καΐκι μέσα… Στο λιμάνι, «5 αδέρφια» λέγεται, υπάρχει ακόμα. Αλλά η θάλασσα είναι να έχεις καλή μηχανή. Άμα έχεις καλή μηχανή και την αγαπάς, μη φοβάσαι τίποτα. Λοιπόν, φύγαμε από κει, ανοίξαμε καμιά δεκαριά μίλια, δώσ’ του, δώσ’ του, το παλεύαμε, ξέρεις. Δευτερόπριμα, αυτά. Και κοιτάγαμε τώρα να βλέπαμε τη Φαλκονέρα. Υπολογίζαμε να πηγαίναμε κοντά. Κάνουμε έτσι από μακριά και βλέπουμε τη Φαλκονέρα, να, έτσι σα, σα βαρκάκι μικρό, ήτανε μακριά. Πού να γυρίζαμε να πηγαίναμε εκεί, δεν μποράγαμε. Λέμε – πετρέλαιο είχαμε, ευτυχώς. Ένας ήτανε δεμένος πίσω, με σκοινί, γιατί δεν είναι να μπεις μέσα όπως έχω εγώ, και ούτε μπορείς να μπεις μέσα, γιατί άμα μπει η θάλασσα; Η θάλασσα έμπαινε κι έβγαινε. Και οι άλλοι ήτανε γύρω γύρω, βαστιόντουστε, εγώ ήμουνα στη μηχανή, κοίταγα, να ’ταν η μηχανή εντάξει, πετρέλαια, όλα κείνα, γιατί έτσι και σου πάθει κάτι η μηχανή, τέρμα, πνίγηκες, πάει, βούλιαξες. Θα σε φέρει καπάκι. Λοιπόν, και μόλις ερχότανε καμιά θάλασσα κι έμπαινε μέσα στο καΐκι, γέμιζε το καΐκι, τρέχαν οι άλλοι κι ανοίγανε τα δίχτυα, για να φεύγαν τα νερά από το… απ’ τα μπούνια. Γιατί, άμα βάραινε το καΐκι, βαρύ… κατάλαβες; Στο [00:20:00]πέλαγο, εκεί που βούλιαξε το… το «Ηράκλειον». Εκεί και πιο, προς τον Περαία. Λέμε, θα το παλέψουμε έτσι, κι όπου βγούμε. Δηλαδή όπου βγούμε, Αίγινα, Πόρο, Φάληρο εκεί, όπου… είχαμε πετρέλαιο. Και μηχανή καλή να έχεις. Όλο, το παν είναι η μηχανή. Λοιπόν, επέρασε το μεσημέρι, χωρίς πυξίδα, χωρίς τίποτα. Είχε αέρα πολύ και ερχόταν ο αέρας και γινότανε… σεισμός γινότανε στη θάλασσα, κυκλώνας. Άμα σου λέω κυκλώνας, 9-10 τον έλεγε. Εμείς εκεί, στο πέλαγο, αγάντα. Δευτερόπριμα και δώθε, δώσ’ του, περάσαμε τη Φαλκονέρα και ερχόμαστε. Λέμε, όπου πάμε. Για να ’ρχόμαστε πορεία Σπέτσες δεν μποράγαμε. Πού πυξίδα και τι να βάλεις, μπορείς με την  πυξίδα; Εδώ την παλεύεις τη θάλασσα. Όταν έπεφτε ο ήλιος –όλη μέρα ταξιδεύαμε, απ’ το πρωί– όταν έπεφτε ο ήλιος και πήγαινε κατά το βουνό κάτου, λέει ο αδερφός μου ο μεγάλος… Τα μάτια εδώ είχανε γεμίσει αλάτι, αφού έπαιζε η θάλασσα, αλάτι σκέτο. Ξεραινόταν απάνω σ’ ένα λεφτό, και εδώ. Τα δε βαπόρια που βλέπαμε μακριά, εμπαίνανε μέσα –πηγαίνανε για τον Κάβο Μαλιά– και ξεχνάγανε να βγαίνανε η πλώρη απάνω, τόσο φουρτούνα. Καρφώνανε μέσα και βγαίνανε μετά από ώρα. Ρε τι γίνεται, λέμε, τώρα; Εμείς εκεί, αγάντα, τα μάτια μας δεκατέσσερα, εκεί. Δεμένος ο ένας κι οι άλλοι λαγοί. Όταν έπρεπε, όταν έπιανε να ’πεφτε ο ήλιος, στο βουνό, ξέρεις, λέει ο αδερφός μου ο μεγάλος: «Ρε σεις» λέει «για κοιτάχτε γραμμή εδώ, σα φρύδι» λέει «μου φαίνεται. Δηλαδή σαν, σα νησιά λίγο, σαν στεριά μου φαίνεται». Εμείς κοιτάγαμε, κοιτάγαμε. Στεριάς είναι. Αλλά πού είναι; Πού να δεις πού είναι; Πού να βλέπαμε πού ήταν; Αγάντα, λέμε, γραμμή εκεί και δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του. Λέει, στεριάς. Πού είμαστε, πού είμαστε; Τακ, μετά ξεχωρίσαμε. Ήμαστε στον Πόρο. Στον Πόρο απ’ έξω. Η πορεία είναι εδώ κι εμείς βρεθήκαμε στον Πόρο απ’ έξω. Στον Πόρο απ’ έξω, στο Μόδι, είναι κάτι νησόπουλα εκεί, στο Μόδι. Στο Μόδι είμαστε, λέμε, εντάξει, κατατοπιστήκαμε. Γύρισε. Γυρίσαμε, που λες, πέσαμε στο… Τσελεβίνιες. Δώσ’ του, δώσ’ του, βαθιά όμως. Και πάμε στην Ύδρα, στον Κάβο, στη Ζούρβα. Απαγκιάσαμε. Μόλις πήγαμε από μέσα, ααπ, έμεινε. Αχ, λέμε, ήρθαμε. Που έπρεπε να ’ρχόμαστε εδώ πέρα το απόγεμα, νωρίς να ’ρχόμαστε, 03:00 η ώρα να ’ρχόμαστε εδώ εμείς, βραδιάσαμε εκεί, στην Ύδρα. Μόλις περάσαμε απ’ το λιμάνι της Ύδρας, ανάψαν τα φώτα, είχαν ανάψει τα φώτα, νύχτα. Μόλις πάμε στο λιμάνι της Ύδρας, γιατί πάντα, όταν είναι ο καιρός από δω, για να σπάσει τον πετάει από μέσα, πουνέντη. Με το που φτάνουμε στο λιμάνι της Ύδρας, τον πέταξε ξύδι πουνέντη. Ανάπλωρα, από τη μία φουρτούνα στην άλλη. Αλλά ήμαστε εδώ, λέμε τώρα, η μηχανή… Γι’ αυτό σου λέω, η μηχανή, άσ’ τα. Σκυλί ανήμερο, όσο αυτό, πιο πολύ. Κρακακα, δούλευε, σκυλί. 

Σ.Β.:

Φοβήθηκες εκείνη τη φορά; 

Ν.Σ.:

Καλή… Όχι, τι να φοβηθώ, αφού είναι η δουλειά μας, δε φοβόμαστε. Δε φοβόμαστε, το παλεύεις, δε φοβάμαι. Για να βουλιάζαμε; Όχι, δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Άμα έχεις καλό εργαλείο, δε φοβάσαι τίποτα. Και ζει αυτό το καΐκι ακόμα. Και η μηχανή αυτή, 50 χρόνια, ζει ακόμα, φέτος την επισκευάσανε. Και είναι ορολόι. Γαλλικιά. Λοιπόν, ξύδι πουνέντη. Ρε, χάλια, λέμε, απ’ το ’ναν καιρό στον άλλονε. Με το που φτάνουμε εδώ, από το Βαθιά, το Μιλιανό, έκοψε. Επήρε αυτό και έκοψε. Ήρθαμε, που λες, εδώ 09:00 η ώρα, 09:00 η ώρα. Πάμε από κει στο… να αράξουμε, στο λιμεναρχείο, πού αράζουνε την καταδίωξη τώρα; Απ’ την, εκεί αράξαμε, ζυγώσαμε. Γιατί από δω είχε θάλασσα, δεν μπορούσαμε. Πάμε εκεί πέρα, ζυγώνουμε, με το που ζυγώνουμε, έρχεται ένας, ψαράς κι αυτός. Έρχεται εκεί χάμω, μας λέει: «Ελάτε ρε, από πού ερχόσαστε;» Του λέμε: «Από τη… φύγαμε το πρωί από την Ερημόμηλο και ήρθαμε τώρα, μας έβγαλε εκεί πέρα». Λέει: «Εσείς ούτε και καλαμπόκι δε θέλετε βράσιμο». Δηλαδή, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, του βράζουνε στάρι. «Εσείς» λέει «ούτε και καλαμπόκι δε θέλετε βράσιμο. Ξέρετε τι γινότανε σήμερα εδώ;» Του λέμε: «Κείθε, στο πέλαγο ήμαστε». «Η θάλασσα» λέει «επήγαινε απάνω» λέει «στου… στο καφενείο του Καρδάση». Είχε φουσκώσει η θάλασσα και πήγαινε στο καφενείο του Καρδάση. Κι εμείς ερχόμαστε από κείθες. Και ήμαστε κάπου 5, οικογένεια μέσα. Αν τύχαινε κάτι, θα πνιγόμασταν όλοι, στο πέλαγος, κείθες. Αυτά έχουμε τραβήξει εμείς στη θάλασσα. Αλλά και δεν τη φοβόμαστε. Δεν τη φοβόμαστε, όχι. Τη βλέπουμε και σαν να τη… σαν να παίζουμε μαζί της. Δεν τη φοβόμαστε, όχι. Αυτά, που λες, έχουμε τραβήξει. 

Σ.Β.:

Άρα πρέπει να παίζεις με τη θάλασσα, έτσι πρέπει να σκέφτεσαι; 

Ν.Σ.:

Πρέπει να την προσέχεις. Να προσέχεις, να τη σέβεσαι και σε σέβεται κι η θάλασσα. Να ξέρεις πού θα πατήσεις. Όχι, μπήκαμε μέσα, βάλαμε την πυξίδα και πάμε γραμμή, πορεία, δεν έχει πυξίδα εδώ, δεν είναι βαπόρι. Εδώ ’ναι καΐκι. Θα το παίζεις. Σου ’ρχεται η θάλασσα, πιο πρίμα, σου φεύγει, πιο ανάπλωρα, ξέρεις. Το δουλεύεις και προχωράς ασφαλής. Αυτά, που λες, έχουμε ζήσει.  

Σ.Β.:

Τώρα οι νέοι τη μαθαίνουνε έτσι τη θάλασσα; Ή τη μαθαίνουν αλλιώς; 

Ν.Σ.:

Πολύ λίγοι. Δεν υπάρχουνε νέοι. Δεν υπάρχουνε νέοι. Τώρα τη μαθαίνουνε με τα γράμματα. Πάνε στη σχολή, πάνε στη σχολή, κάνουν εκεί πέρα γραφτώς τα μαθήματα και τους δίνουνε τα διπλώματα. Για μένα, δε μετράει αυτό. Για μένα, δε μετράει αυτό. Άμα δεν μπεις μέσα στο καΐκι να φας την μπουχαρίμα στα μούτρα, δηλαδή την αρμύρα να αισθανθείς πώς σου έρχεται και πώς δε σου έρχεται, δεν είσαι έμπειρος στη θάλασσα. Το να πάω εγώ στη σχολή, να ξέρω γράμματα με τα γράμματα, μου λέει κείνο, κείνο ή εκείνο ο καθηγητής, τι να το κάνω εγώ; Και να μην ξέρω να φάω… πώς είναι η αρμύρα, να φάω την αρμύρα, το αλάτι – είδες τι σου είπα; Το αλάτι, αυτό είναι. Κι απέ, να, όλοι έχουνε διπλώματα και τέτοια. Και πας εσύ σε καμιά αρχή, που είσαι όχι καθηγητής, και κάτι παραπάνω, και δε σε υπολογίζουνε. Δε σου δίνουνε σημασία, τους λες κάτι, εεε… «Έχεις δίπλωμα;» Ε, δεν έχεις εσύ, εκείνα τα χρόνια δε βγάζαμε διπλώματα, τίποτα. Ένα φυλλάδιο κει, δεν είχαμε. Και δε σε υπολογίζουνε. Και υπολογίζουνε ένανε που ’χει δίπλωμα κι είναι άντε. Αυτοί πνίγουνται, για μένα. Αυτοί πνίγουνται, δεν ξέρουνε. Ενώ εγώ ξέρω πού θα τη, πώς θα τη βιάσω τη θάλασσα. Κι ο καθένας από μας, τους παλαιούς. Αυτά, που λες.  

Σ.Β.:

Λύπες έχει η θάλασσα; 

Ν.Σ.:

Ε; 

Σ.Β.:

Λύπες η θάλασσα έχει; 

Ν.Σ.:

Τι λύπες; 

Σ.Β.:

Λύπες. Απογοητεύσεις.  

Ν.Σ.:

Ε, πώς δεν έχει. Άμα πηγαίνεις τώρα τόσα μίλια και δεν πιάνεις ψάρια; Είναι απογοήτευση αυτό. Κούραση. Είναι κούραση. Αλλά, εντάξει, εμείς, που ξέρουμε, λέμε εντάξει, δεν πιάσαμε τώρα ψάρια, δε βγάλαμε το μεροκάματο τώρα, θα το βγάλουμε αύριο, θα το βγάλουμε μεθαύριο. Είναι, η θάλασσα είναι άξαφνο πράγμα. Κατάλαβες; Εκεί που δεν έχει, άξαφνα πιάνεις, έρχεται ψάρι απ’ το πέλαγο. Έρχουνται απ’ το πέλαγο. Πρώτα πηγαίναμε εδώ βαθιά με το γριγρί εμείς, έχει, εδώ στη Σπετσοπούλα, βαθιά, έχει έναν πάγκο. Έναν πάγκο, μια ξέρα δηλαδή, ξέρεις τι είναι, ένα ρηχό. Και πηγαίναμε κι ανάβαμε εκεί πέρα, όχι μόνο εμείς, κι άλλα καΐκια, μια καλάδα και φορτώναμε γόπα, κολιό. Δηλαδή, όταν λέμε φορτώναμε, να, γέμιζε το καΐκι. Και μόλις έπιανε και βράδιαζε, έβλεπες μαυρίλα, ερχότανε το ψάρι απ’ το πέλαγο, σούρος, σαυρίδι, μαυροσαύριδο. Ερχότανε κοπάδια απ’ το πέλαγο και καθόταν απάνου κει, στο κεφάλι του πάγκου ερχότανε, άναβε κι έπεφτε στις λάμπες. Εβράζαν οι λάμπες απάνω. Εκαλάριζες και φόρτωνες καϊκιές. Δηλαδή, δε μιλάμε χίλια κιλά και δύο. 50.000 κιλά. Να, δεν μπόραγες να το βάλεις μέσα το ψάρι. Τώρα πού πήγανε, αυτό το ψάρι πού πήγε; Άλλαξε, άλλαξε η… άλλαξε η σφαίρα, αλλάξαν οι αυτές. Και τώρα πας αυτό και δεν πιάνεις τίποτα. Είναι… 

Σ.Β.:

Καμιά ιστορία με κάνα μεγάλο ψάρι που ’χεις παλέψει; 

Ν.Σ.:

Πολλά. 

Σ.Β.:

Το πιο δύσκολο που θυμάσαι; 

Ν.Σ.:

Μια φορά, άκου να δεις, είχαμε ρίξει στην Αντίμηλο δίχτυα. Κι όπως εσηκώναμε τα δίχτυα, βλέπουμε από κάτω κι ερχόταν ένα άσπρο. Βρε, τι είν’ εκείνο, τι είν’ εκείνο; Λέβα σιγά σιγά, σιγά σιγά το δίχτυ, σκύλος! Είχε πέσει γόπα απάνω στο δίχτυ, κι αυτό, ξέρεις, είναι ψάρια που πάνε και τρώνε. Επήγε να φάει τη γόπα [00:30:00]και του κόλλησαν τα δίχτυα στο στόμα, αλλά ήτανε ναρκωμένο, δεν κουνιότανε να… να φύγει. Το φέραμε δίπλα, που λες, του δέσαμε ένα σκοινί στην ουρά και – 4-5 οργιές ένα μποτόνι από πίσω, του δέσαμε. Τραβήξαμε το δίχτυ, το σκίσαμε, κι όπως το ’δενε ο αδερφός μου στην μπάντα, στην ουρά, κάνει μία έτσι την ουρά και του κοπανάει το χέρι απ’ όξω και του το ξέρανε. Φαντάσου να το ’κανε με δύναμη. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, λασκάραμε πίσω εμείς καμιά ’κοσαριά οργιές σκοινί, με το μποτόνι, για να λεβέρναμε τα άλλα δίχτυα. Και καμιά φορά, εκείνο που έκανε έτσι και βάσταγε το καΐκι. 

Σ.Β.:

Ναι, ε; 

Ν.Σ.:

Φαντάσου να αγρίευε. Λοιπόν, να μην τα πολυλογώ, σηκώσαμε τα δίχτυα και πάμε γιαλό. Πετάξαμε το σκοινί όξω, βίρα, 6 άτομα, μπουνάτσα ο καιρός, βίρα σε μια αμμουδίτσα εκεί. Το μισοτραβήξαμε, το μισό δηλαδή, και πιάσαμε το… έναν κόπανο, το κοπανήσαμε στο κεφάλι, αλλά δεν ψόφησε, εντάξει. Παίρνουμε το πριόνι. Και του κόβουμε το κεφάλι, εδώ, μέχρι κάτω. Του κόψαμε το κεφάλι, ένα κεφάλι είχε τόσο, δηλαδή δύο ανθρώπους τους έπαιρνε άνετα μέσα. Του ανοίξαμε το στόμα και δύο ανθρώποι μπαίνανε άνετα μέσα. 

Σ.Β.:

Έλα, ρε. 

Ν.Σ.:

Λέμε, κοίτα πώς τρώει τους ανθρώπους. Λοιπόν, άκου να δεις τώρα. Τώρα, τι να κάναμε; Σκύλος είναι, να τον πάμε, τον κόψαμε. 3 κομμάτια τον κόψαμε, 3, 6 κομμάτια, δε θυμάμαι, τον κόψαμε. Τον τεμαχίσαμε με το πριόνι. Πού να τον βάζαμε εμείς, απού ’τανε βαρύ; Δεν μποράγαμε. Το διπλαρώσαμε το καΐκι δίπλα, δέσαμε σκοινιά και το βάλαμε, ξέρεις, ρορ…  Το βάλαμε μέσα, το βάλαμε στο ψυγείο, έκλεισε όλο το ψυγείο. Βάλαμε και τον πάγο από πάνω, λέμε, καλά, πάμε, βγάλαμε το μεροκάματο, να το πάμε στο μανάβη. Αλλά όταν τον ανοίξαμε, εδώ είναι τα ωραία, όταν τον ανοίξαμε, την κοιλιά, είχε μέσα άντερα, είχε τέτοια πράματα, είχε και κάτι πράματα, κόκαλα. Είχε και κόκαλα, γιατί αυτά είναι ψάρια μουρντάρικα, που τρώνε, στο πέλαγο πάνε. Κόκαλα. Βρε τι κόκαλα είναι τούτα; Τι κόκαλα είναι; Εκείνο τι ήτανε; Είχε φάει πισκαντρίτσα, άλλο ψάρι, πισκαντρίτσα. Και ήτανε τα κόκαλα, ξέρεις, φαινόντουστε και… κόκαλα. Ρε, λέμε, κοίταξε. Φαντάσου τους ανθρώπους πώς τους τρώει. Λοιπόν, μετά είδαμε και κάτι άλλο μέσα, στην κοιλιά. Κάτι νάιλο ήτανε. Νάιλο, είχε φάει νάιλο. Ρε, τι ’ναι τούτα τα νάιλο, κοιτάμε, κοιτάμε. Τι ήτανε, λες, τα νάιλο; Τέτοια μακριά σαλάμια. Και δεν είχε λιώσει το νάιλο, πού να, δε λιώνει το νάιλο. Που πάει, που πάνε στα βαπόρια από πίσω, που πετάνε, οι μαγείροι πετάνε στα… από εδώ, και πήγαινε από πίσω κι έτρωγε. Κάτι σαλάμια τέτοια, βλέπεις σαλάμια, ρε! 

Σ.Β.:

Έλα ρε. 

Ν.Σ.:

Λοιπόν, φαντάσου τους ανθρώπους πώς τους τρώνε. Φεύγουμε κι ερχόμαστε εδώ. Τον πάμε στο μανάβη και ξέρεις τι λεφτά μας έδωσε; 5.000. Τότες. Δηλαδή ούτε το πετρέλαιο. Και λέμε, γιατί δεν το πετάγαμε στη θάλασσα, μόνε το φέραμε εδώ, χάσαμε το ταξίδι τσάμπα; Κατάλαβες;  

Σ.Β.:

Μάλιστα. 

Ν.Σ.:

Αυτές τις ιστορίες έχουμε πάθει. Άλλη μια φορά, με ξιφοπαράγαδα, εδώ Σπέτσες, με απέναντι το… το Φικιανό, λεβέρναμε, πιάναμε. Πήραμε μια φορά έναν ξιφιό, ’σαμε 100, 130 κιλά, και τον είχε φάει τρεις δαγκιές ο σκύλος. Δηλαδή του έλειπε απάνω, το μισό ψάρι ήταν 130 κιλά. Το άλλο μισό, τρεις δαγκιές, το ’χε φάει ο σκύλος. Και ήτανε πατωμένο κάτω, σε πολύ βαθιά, και λεβέρναμε σιγά σιγά, σιγά σιγά, λεβέρναμε. Λοιπόν, και μετά παίρνουμε άλλο ένα ψάρι, ρωτήσαμε, αυτό λέγεται σκύλος, σκύλος ήτανε αυτό, αλλά ήτανε, το κεφάλι του μπροστά ήτανε πλατσωτό, σα φτυάρι. Φτια… κάπως το λένε αυτό. Και το στόμα το ’χει από κάτου. Βρε τι ’ναι τούτο δω, τούτο δω; Το πήραμε μέσα, το φέραμε εδώ. Λέει, είναι σκύλος, λέει, δε θυμάμαι πώς τονε λέγανε. Σα φτυάρι το κεφάλι. Κοίταξε τι περίεργα έχει η θάλασσα. Τι περίεργα έχει η θάλασσα. Και άλλη μια φορά, που λες… Και δελφίνια; Με τα ξιφοπαράγαδα που λεβέρναμε και παίρναμε, παίρνουμε μέσα μία φορά, είχε πιαστεί απάνω ένα δελφινάκι. Δηλαδή δελφινάκι, ήτανε καμιά τριανταριά κιλά; Στη Φαλκονέρα κι αυτό. Ο ήλιος στο καΐκι, άμα πέταγες ένα αβγό απάνω στο καΐκι, στην κουβέρτα, εψηνόταν αμέσως. Τόσο ζέστη, έκαιγε η κουβέρτα. Εψηνότανε το αβγό, το ’κανες τηγανητό στην κουβέρτα. Το πήραμε, που λες, μέσα αυτό, το πετάξαμε στην κουβέρτα. Λεβάραμε, λεβάραμε, λεβάραμε τα παραγάδια εμείς, λεβάραμε. Μετά εκείνο δεν κουνιότανε, λέμε, τι να το κάνουμε; Να το πετάξουμε, αφού δεν κουνιέται, να το πετάξουμε. Το παίρνουμε, το πετάμε στη θάλασσα, που λες, εσύ είσαι που το πετάς στη θάλασσα, α, αυτό τη δουλειά του, κανονικά. Α, κατάσταση, λέμε, ρε, μας κορόιδεψε εν ψυχρώ. Εμείς λέγαμε ότι είχε ψοφήσει κι αυτό πήγαινε, πήγαινε κανονικά.  

Σ.Β.:

Μάλιστα. Μεγάλες έτσι ψαριές που θυμάσαι, μεγάλες;  

Ν.Σ.:

Πολύ μεγάλες ψαριές. Μια φορά με το γριγρί επήγαμε στο Δοκό. Τώρα το ’χουν απαγορέψει το Δοκό. Επήγαμε στο Δοκό. Και κάνουμε μία καλάδα κουτουρού, το λέμε εμείς, κουτουρού, με το γριγρί. Για κάνα ψάρι, καμιά σφύρνα, κάνα τέτοιο, για το μαγαζί εδώ, καμιά παλαμίδα, πρωί. Λοιπόν, με το που την κάνουμε την καλάδα και πήραμε το δίχτυ, επαίρναμε κάτι παλαμίδες μπερδεμένες στο δίχτυ, μπερδεμένες στο δίχτυ. Ε, λέμε, θα πάρουμε καμία για το μαγαζί. Λέβα, λέβα, λέβα, λέβα. Μόλις έρχεται το δίχτυ κοντά, εκείνο είχε πέσει σε μεγάλη… μεγάλο κοπάδι. Φορτωμένο το δίχτυ μέσα ήτανε παλαμίδα, βίρα, βίρα, βίρα, γιατί η παλαμίδες πρέπει όσο είναι ζωντανές να βιράρεις να τις φέρεις κοντά. Άμα δεν τις φέρεις κοντά, ψοφάνε, ψοφάνε και γίνεται σαν πηγάδι το δίχτυ κάτου, απ’ το βάρος, σαν πηγάδι. Και δε… δύσκολα να ’ρθει απάνω. Βίντζια, εκείνα όλα, ξέρω γω, δεν έρχεται απάνω, είναι δράμα η υπόθεση. Φρακάραν τα βίντζια. Βίρα, βίρα, βίρα, βίρα, που λες, τα φέραμε απάνω. Πιάσαμε την ’πόχη τώρα, ’πόχη και γερανός. Εγέμισε το καΐκι όλο, κουπαστή σε κουπαστή, όχι τέτοιο καΐκι, μιλάμε, καΐκι μεγάλο, γριγρί. Το ’χουνε πάει στην Κοιλάδια τώρα, να το βγάλουνε. Λοιπόν, ψάχ… ήρθαμε εδώ και ψάχναμε να βρίσκαμε τελάρα να τις βάζαμε μέσα. Παντού, όλο… τις Σπέτσες, τελάρα. Να μην τα πολυλογώ, ’σαμε 1.200 τελάρα, τριαντάρια τελάρα. Υπολόγισε τώρα πόσο, πόσα ψάρια ήτανε. Αφού δεν τις εχώραγε το καΐκι και πέσανε και στη θάλασσα, έγερνε και πέφτανε στη θάλασσα με το θαλασσάκι. Πάμε στην Κόστα και φορτώνουμε 3 τριαξονικά, τα αυτοκίνητα, απέναντι. Αυτές τις πηγαίνανε Ιταλία, κείθες, δεν ξέρω, πηγαίνανε. Πάτρα, Ιταλία. Λοιπόν. Περιμέναμε, περιμέναμε το λογαριασμό, ο μανάβης όλο σήμερα-αύριο, σήμερα-αύριο, σήμερα-αύριο, αυτά κάνανε τότες, μας είπε, 45.000. 45.000… όχι, ευρώ, μου φαίνεται, 45.000 ευρώ κάνανε. Τα είδες εσύ τα λεφτά; Ακόμα τα περιμένουμε. 

Σ.Β.:

Γιατί; 

Ν.Σ.:

Γιατί τα φάγανε οι μανάβηδες κείνοι, τι… Αυτή είναι η προκοπή του ψαρά. Τα φάγαν οι μανάβηδες, τίποτα. Δε μας έδωσαν τίποτα. Όλο «μου τα φάγανε», «δε μου στείλανε», ότι… «ποιος θα σ’ τα δώσω». Ακόμα περιμένουμε τα λεφτά. Αυτή είναι η δουλειά του ψαρά. Απελπισία. Κάνεις χαρά που πιάνεις ψάρια και απ’ την άλλη μεριά είναι πράμα πεθαμένο και σου λέει: «Δεν έπιασα, δεν πουληθήκανε» σου λέει.   Άλλη μια φορά –πολλές ιστορίες, και ζημιές– εδώ στις Σπέτσες από πίσω, μετά τη Ζωγεριά, επηγαίναμε κάτι φορές και βλέπαμε πρωί παλαμίδες. Περνάγανε, κάνανε το πέρασμα εκεί. Τις φυλάγαμε εμείς. Μας πήρε κι ένα άλλο καΐκι χαμπάρι. Ήρθε κι αυτός εκεί και λέει: «Κοίταξε να δεις, για να μην τα χαλάσουμε τα ψάρια –δηλαδή ο ένας με τον άλλονε κάνει ζημιά, παράδειγμα, «τα είδα εγώ και πας εσύ και μου κάνεις ζημιά», γιατί υπάρχουν κι αυτά– θα γίνουμε κουνσέρβα». Δηλαδή, κουνσέρβα έχει να πει, και οι δύο θα γίνουμε το ίδιο, ό,τι πάρουμε, άμα τα πιάσουμε, θα τα μοιράσουμε τα λεφτά. Εντάξει; Εντάξει. Μας έρχεται βολικά εμάς. Μας έρχεται βολικά εμάς, κάλα. Τα καλάραμε εμείς, μέσα [00:40:00]τα ψάρια. Βίρα, βίρα, βίρα, βίρα, βίρα, βίρα, μέσα τα ψάρια. Λέει… λένε αυτοί, πιο παλιοί από μας, λένε αυτοί: «Είναι πολλά τα ψάρια» λέει «δε θα τα κάνουμε καλά». Γιατί έκανε μια δόση, κάνανε τα ψάρια γιούρια και βούλιαζε το φελλό κάτου. Πήγαινε 10 οργιές κάτου. Που ’πρεπε να φεύγανε. Τίποτα. Ρίχνω το σίδερο εγώ απ’ τη βάρκα, να πιάσω το φελλό, πιάνω το φελλό, το σηκώνω απάνω. Αλλά ήτανε πολλά τα ψάρια. Μόλις βλέπουν έτσι οι άλλοι, μας καλάρουνε απ’ έξω. Ρίχνουνε το δίχτυ το δικό τους απ’ έξω. Μήπως φύγουνε από μας, να πέσουνε και σ’ εκείνους. Δηλαδή ήτανε πολλά ψάρια. Εν πάση περιπτώσει, δε χρειάστηκε, ήρθε απάνου, ήρθε απάνω το δίχτυ, βίντζια υδραυλικά και δε ’ρχόταν απάνου, ήρθε κι έγινε ένας, πηγάδι, ένας όγκος. Όγκος, μιλάμε για όγκο. Φέραμε απάνω, που λες, τα ίσα ίσα και πιάσαμε την ’πόχη τώρα. Δίπλα τα καΐκια, έπαιρνε η ’πόχη από κει τα ψάρια και τα πήγαινε με το γερανό στο άλλο καΐκι, γιόμιζε το ’να καΐκι. Γιόμισε το ένα καΐκι, κουπαστή σε κουπαστή. Μιλάμε για πολλούς τόνους. Μετά, φορτώνουμε το άλλο καΐκι. Φορτώνουμε το άλλο καΐκι, κουπαστή σε κουπαστή κι αυτός. Φορτώνουμε και το δικό μας καΐκι, τρεις… μιλάμε για πολλά ψάρια. Φορτώνουμε και το δικό μας καΐκι, κουπαστή και κουπαστή, και φορτώσαμε κι ένα άλλο, πισινό που είχανε. Λέμε, να τα πάμε, μην τα πάμε σε ένα μανάβη, να τα πάμε ο καθένας στο μανάβη του. Κι όταν πλερωθούμε, θα κάτσουμε να λογαριαστούμε, να μοιράσουμε. Εντάξει; Εντάξει. Εμείς με το… μικρό, που αυτό, πήγαμε εδώ και πουλήσαμε. Να, εδώ στον Καπελογιάννη, να, αυτό. «Πάρε, δώσε ό,τι θέλεις». «Πάρε και δώσε ό,τι θέλεις». Περιμέναμε τώρα, τι έγινε, τι έγινε, τι έγινε. Λέει: «Δε μου ’χουνε στείλει λογαριασμό, δε μου ’χουνε στείλει λογαριασμό, δεν έχουνε στείλει λογαριασμό». Ακόμα περιμένουμε το λογαριασμό! 

Σ.Β.:

Έλα ρε! 

Ν.Σ.:

Χαχαχα! Πιο πολλά λεφτά πήραμε από το… από κείνα που πουλήσαμε εμείς, το πισινό, παρά εκείνα εκεί. Πάγα, πάγα μιλάμε τώρα, ακόμα περιμένουμε τα λεφτά. Λοιπόν, άσ’ τα, μην τα ψάχνεις. Αυτές είναι οι καταστροφές. Δεν είναι ρύζι, το έπιασα, δεν το, ξέρω γω, θα το βάλεις στην αποθήκη ή θα το πουλήσω αύριο, μεθαύριο. Εδώ είναι ψάρια, πρέπει να φύγουνε, βρομάνε, άμα δεν τα αυτώσεις, βρομάνε. Πρέπει κατευθείαν να φύγουνε. Κι ακόμα, ακόμα περιμένουμε τα λεφτά, αυτά είναι η προκοπή. Αλλά, έχει ζήλιο, λες, ρε, να πιάσω κι ό,τι πάρω, κι ό,τι πάρω, ό,τι πάρω. Και τα λεφτά τα βγάζουν οι μανάβηδες. Γι’ αυτό όλοι οι μανάβηδες έχουνε πολυκατοικίες και στην ιχθυόσκαλα, αυτή που βλέπεις, δουλεύουν οι ψαράδες και τους κάνουνε. Και μια ζωή οι ψαράδες είναι χρεωμένοι. Χρεωμένοι σ’ αυτούς. Τους λέει «δώσε μου να ξεκινήσω», ξεκινάνε, πιάνουνε ψάρια, σου λέει «έλα εδώ». Πάει τούτη, πάει κείνη. Κατάλαβες; 

Σ.Β.:

Εσύ ζήλο έχεις ακόμα εσύ, ε; 

Ν.Σ.:

Ε; 

Σ.Β.:

Τον ζήλο τον έχεις ακόμα; 

Ν.Σ.:

Ε, ναι, ο ζήλος είναι ζήλιος, τελείως. Ο ζήλος… Ο ζήλος είναι ζήλος. Αν βλέπεις το ψάρι κι έρχεται απάνω και σε ελκύει, ε, λες, εδώ. Κι ας μην πάρεις λεφτά, δε σε νοιάζει. Εδώ, είναι ζήλιο. Είναι αρρώστια, αρρώστια. Είσαι καλά;  

Σ.Β.:

Μέχρι πότε θα ’σαι στη θάλασσα; 

Ν.Σ.:

Ε;  

Σ.Β.:

Μέχρι πότε θα μείνεις στη θάλασσα; 

Ν.Σ.:

Εγώ μέχρι πότε θα μείνω στη θάλασσα; Μέχρι όταν κλείσω τα μάτια. Μου λένε μερικοί: «Δεν κάθεσαι;» Τι να κάτσω; Δεν μπορώ να κάτσω. Δεν μπορώ να κάτσω. Είναι αρρώστια, τέτοια. Να ξεκουραστείς, παράδειγμα, είμαι κουρασμένος. Αλλά δε, είναι ζηλιάρα η… 

Σ.Β.:

Τι είναι; 

Ν.Σ.:

Είναι ζηλιάρα η δουλειά, είναι ζηλιάρα. Δε σε αφήνει, είναι… έχει ζήλιο. Ζηλεύεις. Σου είπα, δεν είναι πας στο μεροκάματο, να πεις «ε, το μεροκάματο αυτό είναι». Το γραφείο, παράδειγμα. Εδώ είναι ζηλιάρα η δουλειά. 

Σ.Β.:

Δεν το μετάνιωσες που το ’κανες; 

Ν.Σ.:

Ε; 

Σ.Β.:

Δεν το μετάνιωσες που ’γινες ψαράς; 

Ν.Σ.:

Όχι, δεν το ’χω μετανιώσει. 

Σ.Β.:

Αλλά κάποιος νέος να μη γίνει. 

Ν.Σ.:

Ναι, δεν το ’χω μετανιώσει, γιατί να το μετανιώσω; Εντάξει, έκανα οικογένεια, έκανα παιδιά, αυτά, εντάξει, δόξα τω Θεώ, καλά είμαι, να. ’Ντάξει. Πού να πήγαινα, οικοδομή; Να πήγαινα με βαπόρια; Να πήγαινα στα βαπόρια, που λέει ο λόγος; Εδώ είμαι αφεντικό, μόνος μου. Κατάλαβες; Θέλω να πάω στη δουλειά, πάω. Δε θέλω, δεν πάω. Ναι ότι παιδεύουμαι, αλλά, εντάξει, είμαι αφεντικό μόνος μου. Αυτό είναι. Άλλη μια φορά, που λες… 

Σ.Β.:

Για πες. 

Ν.Σ.:

Εδώ στη Σπετσοπούλα, στην πλαζ, που κάνει ο Νιάρχος μπάνιο, είχα ρίξει εκεί πέρα ένα δίχτυ, θα ’ναι τώρα 7-8 χρόνια, ξέρω γω, και λεβάριζα. Όπως λεβάριζα, ακούω κει μπροστά, βάρυνε το δίχτυ, ποπο, τι, κάνω, σαλτάρω, τι να δω; ’Σαμε 300 κιλά, ένας σκύλος. Πάλι είχε πάει να φάει, είναι μουρντάρικα πράματα αυτά. Είχε πάει να φάει ψάρι. Ένα κοκάλι είχε βουτήξει. Σαλτάρω, που λες, παίρνω σκοινί, τονε δένω, στην μπάντα εκεί, λεβάρω τα δίχτυα. Λεβάρω τα δίχτυα… Υπάρχουνε και φωτογραφίες, υπάρχουν και φωτογραφίες, αλλά… εντάξει. Και στο κομπιούτερ, το… το πήραν φωτογραφία τότες και το βγάλανε κι υπάρχει. Λοιπόν, και τα ψάρια αυτά με την παλαμίδα τα ’χω φωτογραφίες σπίτι, και τούνους, έχουμε πιάσει τούνους μεγάλους, 700, 800 κιλά τούνους. Λοιπόν, έχουμε φωτογραφίες σπίτι. Λοιπόν, όπως λεβάρω, που λες, να τος ο… ο σκύλος, τον έδεσα, λεβάρω και τα άλλα δίχτυα, μπρος μπρος κι έρχομαι κάτου, εδώ, από δω, απ’ την έξω μεριά, που αράζει το φεριμπότ, πιο μέσα λίγο. Μόλις ζύγωσα κοντά, ουρά ο κόσμος, να βλέπανε. Εγώ δεν μπορώ να τον έβγαζα όξω. Πώς να τον έβγαζα; Δεμένος στο σκοινί, ήτανε, τραβήξαν εκεί, τονε βγάλανε όξω, απάνου στο πεζούλι. Στο καρότσι και στην ψαραγορά.  Επέσαν εκεί πέρα, που λες, οι ανθρώποι, καμιά πενηνταριά μαζευτήκανε, να βλέπανε το θερίο. Πιάσανε, που λες, το τραβήξαν απάνω στο πεζούλι. Το τραβήξανε κι εγώ εκεί, βέβαια, βόηθαγα. Το βγάλαμε απάνω, το βάλαμε στο καρότσι, σέρνοντας βέβαια πάντα, το πήγαμε στην ψαραγορά. Το πήγαμε στην ψαραγορά, τώρα εγώ λέω να κοιτάξω να το πουλήσω. Λέω κει πέρα, παίρνω τηλέφωνο το μανάβη μέσα στο Ναύπλιο, του λέω: «Έτσι κι έτσι, έχω πιάσει ένα σκύλο, καμιά τρακοσαριά κιλά. Τι πιάνει αυτός;» Μου λέει: «Να πάρω τηλέφωνο στην ιχθυόσκαλα και να τους ρωτήσω τι πιάνει». Παίρνει τηλέφωνο, με παίρνει σε λίγο, μου λέει: «20 λεπτά» μου λέει «το κιλό». «20 λεπτά» λέω «είναι 300 κιλά, τι να πάρω; Θα βγει ο κόπος που παιδεύτηκα για;… Όχι» λέω. «Καλά» του λέω «θα σε ειδοποιήσω». Πάω σ’ ένα μαγαζί στην Κουνουπίτσα, στον Πάτραλη, εστιατόριο. Του λέω: «Έχω πιάσει ένα σκύλο, περίπου τόσο. Τονε θέλεις; Τι πιάνει αυτός;» Μου λέει: «Ναι, τονε θέλω. Πόσο» λέει, μου λέει «το κιλό;» Του λέω: «Κανόνισε εσύ». Αφού μου είπε 20 λεπτά ο άλλος, του λέω: «Κανόνισε εσύ». Μου λέει: «Να το βάλουμε» μου λέει «4 ευρώ το κιλό;» Του λέω: «Δεν κανονίζεις τίποτα παραπάνω; «Να βγάλω κι εγώ κάτι» λέει. Του λέω: «Εντάξει». Πού 4, πού 20 λεπτά; «Εντάξει» του λέω. Μου λέει: «Γδα… Έχει αίμα;» μου λέει. Γιατί άμα έχει αίμα, είναι καλός. Άμα δεν έχει αίμα, είναι σαπουνάς, δεν είναι καλός. Του λέω: «Έχει». Μου λέει: «Εντάξει. Γδάρ’ τονε και φέρ’ τονε». Τονε γδάραμε, που λες, τον έκοψα κομμάτια, τον πήγα. Τον πήγα, μόλις τον πήγα, τον έζιασε ο άνθρωπος, κατευθείαν τα λεφτά. Λέω, εντάξει, έκανα το μεροκάματο. Πού 20 λεπτά, πού… Και πότε θα μου τα ’δινε τα λεφτά; Ο άλλος, θα τα ’τρωγε όλα.  

Σ.Β.:

Και πώς το τρων αυτό; 

Ν.Σ.:

Γι’ αυτό σου λέω, γι’ αυτό σου λέω, είναι τομάρια αυτοί απάνω, κλέβουνε, δε… 

Σ.Β.:

Και να σου πω, αυτό πώς τον τρων το σκύλο, πώς το… 

Ν.Σ.:

Κάτσε, να σου πω τώρα τι έγινε, τη συνέχεια, να μάθεις. 

Σ.Β.:

Α, έχει συνέχεια. 

Ν.Σ.:

Λοιπόν. Μετά από καμιά βδομάδα; Με τη γυναίκα μου, κάτι άλλοι ανθρώποι, «πού θα πάμε να φάμε;» «Πάμε στου Παρτάλη να φάμε». Σάββατο, πήγαμε εκεί πέρα, που λες. Πήγαμε, ένα τραπέζι, κάτσαμε. Με το που κάτσαμε, «τι, παιδιά, τι θα πάρετε; Να, έχουμε κείνο, κείνο, κείνο». Εντάξει. Μας φέρνει ένα πιάτο τέτοιο, πλακί. Λέει: «Αυτό είναι του μαγαζιού». «Φχαριστούμε πολύ». «Πάρτε, δοκιμάστε». Παίρνουμε, που λες, τρώμε, όχι νόστιμο… 

Σ.Β.:

Ναι, ε; 

Ν.Σ.:

Νοστιμότατο. Έγλειφες τα δάχτυλα. Στιφάδο, έτσι, πλακί, ε; Έγλειφες τα δάχτυλα. «Τι είναι; Να μου πείτε τι είναι;» Τι είναι, τι είναι; Αναρωτιόντουστε οι άλλοι. «Ρε, τι είναι, ρε; Μοσχ… –όχι μοσχάρι– χοιρινό; Ψάρι; Γαλέος; Τι είναι τούτο δω;» Απ’ τα πολλά, να μην πολυλογώ, φάγαμε ένα νοστιμότατο πράμα. Φάγαμε. Και λέει: «Καταλάβατε τι είναι;» Άλλοι λέγανε: «Όχι, όχι, όχι». Λέω: «Θα σας πω εγώ. Υπολογίζω, δεν είμαι σίγουρος. Μην είναι» του λέω «ο σκύλος που σου ’φερα;» «Ναι» μου λέει «ο σκύλος είναι». «Βρε, τι ωραίο πράμα» του λέω «είναι αυτό; Τι ωραίο πράμα;» «Θα σου πω και κάτι άλλο» λέει. Του λέω: «Τι;» «Πόσα κιλά ήτανε, 300;» Του λέω: «Ναι». «Μία τσαντούλα μου ’χει μείνει ακόμα» λέει. 

Σ.Β.:

Ναι; 

Ν.Σ.:

«Δώσ’ μου και μένα, μπάρμπα». Του λέω: «Το ’δωσες;» «Μία τσαντούλα μου ’χει μείνει» λέει. «Δώσ’ μου και μένα, μπάρμπα. [00:50:00]Έβγαλα μεροκάματο» λέει «που δεν το ’χα βγάλει ποτέ» λέει «τέτοιο μεροκάματο από ψάρι». Κατάλαβες; 

Σ.Β.:

Απ’ το σκυλόψαρο, ε; 

Ν.Σ.:

Απ’ το σκυλόψαρο. Και ξέρεις πού το έπιασα αυτό; Σ’ το είπα πού το έπιασα; Πού να έλεγα ότι το έπιασα εκεί, θα με τρώγανε. Πού κάνει μπάνιο ο Νιάρχος; Ο Νιάρχος εδώ, από  πίσω, έχει πλαζ. Έχει ρίξει άμμο, έχει αυτό, που πάνε και κάνουνε μπάνιο. Εκεί απ’ όξω το έπιασα. Και μου λέγανε… και μου λέγαν: «Πού το έπιασες;» Λέω: «Βαθιά» λέω «στη Βελοπούλα». Άμα τους έλεγα ότι το ’πιασα εκεί… και ο τουρισμός εδώ, ο κόσμος, θα λέγανε: «Σκυλόψαρο». Θα παίρνανε δρόμο να φεύγανε. Και τους είπα, το ’πιασα εκεί! Το ’πιασα… Πού να… Γι’ αυτό ο Νιάρχος, εκεί που κάνουνε μπάνιο, που κολυμπάνε, έχουνε ρίξει δίχτυ. Ξέρεις, δίχτυ απ’ όξω, κι αυτοί κολυμπάνε στη, μέσα εκεί. Κατάλαβες; 

Σ.Β.:

Γιατί; Πάνε σε άνθρωπο αυτά; Μπορεί να κάνουν επίθεση; 

Ν.Σ.:

Αν πάνε, λέει;  

Σ.Β.:

Πάνε, ε; 

Ν.Σ.:

Μονέ; Είσαι καλά; Έχουμε πιάσει και τέτοιο σκυλόψαρο μία φορά εδώ, στο μόλο απ’ έξω. Είχαμε καλάρει με την τράτα, που ήταν ελεύθερα τότες, και πήραμε ένανε καμιά πενηνταριά κιλά, προκάδα στην μπάντα της τράτας, είχε προκάρει. Και τον πήραμε όξω. Και λένε καμιά φορά: «Α, δεν πάνε» λέει «πάνε» λέει «βαθιά αυτά τα πράματα». Βρε, ποιο βαθιά πάνε; Βρε, μέσα στον Περαία πάνε αυτά. Μέσα στο λιμάνι του Περαία μπορείς να δεις τέτοιο πράμα. Γυρίζουνε να φάνε, είναι λιμάρικα ψάρια, κατάλαβες; Κι ό,τι βρούνε… Εδώ είχε φάει σαλάμια. Και μου λες εμένα… Πού τα ξέρουνε τούτα οι… οι αυτοί, οι επιστήμονες; Πού να τα ξέρουν; Εμείς τα ’χουμε ζήσει, γι’ αυτό σου λέω, ό,τι ζεις εδώ, στην πράξη.  

Σ.Β.:

Τι άλλο έχεις ζήσει; 

Ν.Σ.:

Τι άλλο έχω ζήσει; Πολλά έχω ζήσει. Και φουρτούνες μεγάλες, έχουμε δουλέψει και στο Αιγαίο, στον Καλόγερα απάνου. Ξέρεις που είναι ο Καλόγερας; 

Σ.Β.:

Κάτι βραχάκια. 

Ν.Σ.:

Εεε. Άμα το βάλεις στο κινητό, εσείς ξέρετε. Και δες «Καλόγερας» στη μέση στο Αιγαίο, τακ, θα σ’ το βγάλει. Είναι κάτι νησάκια… 

Σ.Β.:

Που μένανε καλόγεροι. 

Ν.Σ.:

Ναι. Καλόγεροι, ναι. Καλόγεροι. Κάτι νησάκια… Τούτο βαράει; Τι λέει τώρα, για να δούμε. Κάτι νησάκια σαν το Μπούρμπουλο, εδώ. Για να δούμε τι… Βρε δε μας χέζετε, λέω γω; Μια ζωή η Cosmote. Στέλνει, δεν έχουν τίποτ’ άλλο, μηνύματα. Τα να τους κάνω;  

Σ.Β.:

Για πάμε στους Καλόγερους.

Ν.Σ.:

Λοιπόν, εκεί πέρα μια φορά, στη… λέγαμε… Δεν είχαμε πάει άλλη φορά, μας είχανε πει ότι εκεί ήτανε. Και λέμε να πάμε. Φεύγουμε από την Άντρο, που λες, από τη… από κει από πίσω, πώς το λένε; Δε θυμάμαι. Στη Γριά μέσα. Κα… κάπως το λένε. 

Σ.Β.:

Το Κόρθι; 

Ν.Σ.:

Όχι στο Κόρθι, πιο πάνω απ’ το Κόρθι; Όχι στο Κόρθι, πιο πάνου… τη Γριά μέσα, εκεί, πώς το λένε; 

Σ.Β.:

Δε μου ’ρχεται τώρα.  

Ν.Σ.:

Δε θυμάμαι πώς το λένε. Το Κόρθι είναι κάτω, προς τα κάτω, προς την Τήνο. Πιο πάνω, πιο πάνω. Είναι και το εργοστάσιο της ΔΕΗς εκεί, ήτανε, παλιά. Λοιπόν, λέμε… Ήτανε μπουνάτσα. Λέμε να πάμε. Φεύγουμε, που λες, κι ανοιγόμαστε. Όσο ανοιγόμαστε, δε φαινόταν τίποτα, στο χάος πηγαίναμε. Ο αδερφός μου ο μεγάλος ήτανε φοβιτσιάρης πολύ. Τον είχε βγάλει έτσι τον καιρό, σαν νοτίτσα. Αλλά λέμε, μόλις βραδιάσει, είχε θαλασσάκι, μόλις βραδιάσει, λέμε, να κόψει. Ξέραμε ότι έκοβε. Πάμε, που λες, εκεί. Μόλις ζυγώναμε, βλέπουμε ένα πράμα, σα βαπόρι φαινότανε. Ένα πράμα, σα βαπόρι φαινότανε. Στο πέλαγος. Πάμε, που λες, εκεί, ζυγώσαμε κοντά, κοιτάξαμε εκεί με το βυθόμετρο τα νερά, ρίξαμε τα δίχτυα. Μόλις ρίξαμε τα δίχτυα, αράξαμε από δω, από τη σταβέντου μεριά, στο καραντί που ήτανε, καραντί στον όξω καιρό. Μόλις πήγε μία, δώδεκα-μία η ώρα, έπιανε και μίνεσχε. Και τον έβγαζε, θα τον έβγαζε η Θεσσαλονίκη. Όχι πολύ, λίγο, ας πούμε, έτσι. Μπουνάτσα ήταν. Λοιπόν, μόλις πιάνουμε την άκρη, ο αδερφός μου εμπήκε κάτου και δεν έβγαινε απάνω, απ’ το φόβο. Φοβότανε. Και του λέγαμε: «Οι Τούρκοι κοντά εδώ είναι» του λέγαμε. Λοιπόν, μόλις σηκωθήκαμε… Ξημέρωσε, πιάσαμε την άκρη να λεβάρουμε. Λέβα, λέβα, λέβα, δεν παίρναμε, πολύ λίγα ψάρια, λίγα ψάρια. Μόλις πήγαμε στο άλλο νησάκι που ’ναι αμπάσο, πιο κει, αράδα. Γόπα, κολιό, σκουρπιά, μπαρμπούνια, κάτι μπαρμπούνια θερία. Προς την Ικαρία, έτσι; Αυτή η πλευρά. Αράδα. Πήραμε αρκετά ψάρια. Λέμε… «Πα’ να φύγουμε» λέει «πα’ να φύγουμε». «Όχι, δε θα φύγουμε. Θα κάτσουμε εδώ». Πού να του πω… Αυτός νεύρα, αυτά. Εν πάση περιπτώσει. Κάτσαμε, που λες, δουλέψαμε εκεί κάνα δυο ημέρες, γεμίσαμε το ψυγείο και τα ψάρια τα πηγαίναμε όξω. Στην Άντρο, στον Πέτσα. Πέτσας λεγότανε. Από δω, στη Γαύδο ήτανε αυτός. 

Σ.Β.:

Στη Γυάρο. 

Ν.Σ.:

Γαύδο, Γαύδο. Από δω. 

Σ.Β.:

Στο Γαύριο.  

Ν.Σ.:

Στο Γαύριο, ναι. Στο Γαύριο. Εκεί. Αυτός ήτανε και δήμαρχος, ήτανε και μανάβης και το βαπόρι είχε της γραμμής. Εν πάση περιπτώσει. Τα πήγαμε εκεί, σκοτώθηκε ο άνθρωπος, πολύ καλός άνθρωπος. Τα δώσαμε, αλλά δεν ήρθαμε από δω, από κει πάντα τα δώσαμε, ήρθε με το αυτοκίνητο που τον πήραμε τηλέφωνο. Τα πήρε. Αυτός θα μπαρκάριζε στην… εδώ, στη Ραφήνα, εκείθες τα ’στελνε, δεν ξέρω. Λοιπόν, εμείς ξαναφύγαμε, πήγαμε από πάνω. Ο αδερφός μου… Εκάναμε 3-4 ταξίδια εκεί, πολλά ψάρια πιάσαμε. Κι εκεί άξαφνα, όπως ήμαστε, βλέπουμε ένα, έτσι, μπλε σκάφος, ένα μπλε σκάφος. Και ήρθε εκεί πέρα κι έριχνε δίχτυα. Ρε, τι ’ναι τούτο, ποιος είναι τούτος; Ποιος είναι; Ζυγώνουμε κοντά, ήταν ο Γουλαντρής, ο καπετάν Νίκος. Έχεις ακούσει. Αυτός ήτανε. Ε, πιάσαμε φιλία δηλαδή, πιάσαμε φιλία, δηλαδή κουβεντιάζαμε, του λέμε: «Έτσι κι έτσι, ένα τηλέφωνο μπορούμε να πάρουμε;» Λέει: «Δεν έχετε VHF;» «Όχι, δεν έχουμε VHF. Δεν έχουμε». «Από πού…» «Απ’ τις Σπέτσες». «Απ’ τις Σπέτσες; Και ήρθατε εδώ;» «Ναι». Αυτουνού του αρέσαν οι περιπέτειες. Και πιάσαμε, γίναμε κολλητοί και λέει: «Αφού δεν έχετε VHF, θα πάρω το γιο μου στην Αμερική να μου στείλει ένα από κει, να σας το κάνω δώρο». Εμείς, χαρά! Χαρά εμείς! Λοιπόν, ήρθαμε εδώ στις Σπέτσες, κάναμε το ταξίδι, είδαν… «Φχαριστούμε πολύ». Μας πήρε τηλέφωνο ότι είμαστε εκεί, εδώ στη μάνα μου εδώ, εντάξει. Λοιπόν, ετοιμαζόμαστε να φεύγαμε για πάνου, να πηγαίναμε. Πιάσαμε, που λες… Αποβραδίς, είχαμε ετοιμαστεί, θα φεύγαμε το πρωί, να πηγαίναμε πάνω. Αποβραδίς, γρρρ, το τηλέφωνο, χτυπάει σπίτι μου. «Ναι;» «Είμαι» λέει «από το Τουρκολίμανο, ο καπετάνιος» λέει «του Γουλαντρή. Και να πεις στα παιδιά» είπε της μάνας μου –κι εμάς μας κουβέντιασε ο άνθρωπος μετά– «να ’ρθείτε» λέει «στο Πασαλιμάνι, στο Τουρκολίμανο –εκεί άραζε– να βάλουμε το VHF». Χαρά εμείς! Δεν υπήρχε VHF σε ψαράδικο τότες. Δεν υπήρχε, το πρώτο VHF, που βάλαμε εμείς. Ένα Μάριλεν, αμερικάνικο. Και του λέμε: «Και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε το πρωί για απάνου, να ’ρθούμε εκεί». «Περάστε από δω» λέει «να το βάλετε». Φύγαμε εμείς από δω 12:00 η ώρα το βράδυ, κατευθείαν Τουρκολίμανο. Πάμε πρωί πρωί εκεί, στο Τουρκολίμανο, είδαμε τα σκάφη, πάμε, πέφτουμε δίπλα, να ο καπετάνιος. «Καθίστε» λέει. Παίρνει τηλέφωνο τον τεχνικό, σε 5 λεπτά ήταν εκεί, Γουλαντρής είν’ αυτός. Ήρθε, μας το τακτοποίησε, την κεραία, που λες. ’Μόλα εμείς, φύγαμε. «Πού πάτε;» «Πάμε απάνω» του λέμε. Και πήγαμε πάλι στον Καλόγερα, να ρίχναμε και ξιφοπαράγαδα. Ρίξαμε τα δίχτυα και ρίξαμε και τα ξιφοπαράγαδα. Για ξιφιούς. Και μόλις εβράδιασε, μπουνάτσα. Λέμε, για να δούμε, να… Το ανοίξαμε, να πάρουμε να δούμε τι γίνεται, να ακού… Ακούγαμε βαπόρια, δεν υπήρχανε κινητά, τώρα είναι τα κινητά. Ακούγαμε βαπόρια. Λέμε, για να μιλήσουμε, να δούμε, θα μας ακούσουνε; Επιάσαμε, που λες, μιλήσαμε, ακούγαμε τους άλλους που μιλάν, μιλήσαμε, αμέσως μας εμίλησε η κοπέλα απάνω, στο Ελλάς Ράδιο τότες. Μας εμίλησε. Λέμε: «Έτσι κι έτσι, στις Σπέτσες ένα τηλέφωνο». Λέει: «Δώστε μου» λέει «τα στοιχεία». Λέμε: «Δεν έχουμε στοιχεία, μόλις το βάλαμε, θα το χρεώσετε στο νούμερο…». «Εντάξει» λέει. Πήρε, που λες, την ακούγαμε που της έλεγε, λέει: «Κάποιο πλοίο» λέει «5 αδέρφια» λέει «θέλει να μιλήσει. Και η χρέωση σ’ εσάς. Δεχόσαστε;» Λέει η μάνα μου: «Ναι, δέχομαι». «Έλα καλέ, τι…» «Βρε παιδιά...» Ξέρεις τώρα, το πρώτο αυτό, να μιλάς από την άλλη άκρη του κόσμου, μας φάνηκε πολύ περίεργο, ας πούμε, είναι αυτό. Λοιπόν, και μιλήσαμε, που λες, μετά πήραμε και στοιχεία, διακριτικά, ξέρεις, αυτά όλα. Και παίρναμε και μιλάγαμε. Και μετά βάλανε… έβαλε ένας άλλος εδώ, μετά έβαλε όλη η Κοιλάδια, ε, πήρανε μετά, ξέρεις. 

Σ.Β.:

Ναι. Δηλαδή κι η μάνα σας τότε πρέπει να ’παθε έκπληξη. 

Ν.Σ.:

Ναι. Ναι, κι η μάνα, ναι, σίγουρα. Ε, ήτανε στο σπίτι, στο τηλέφωνο, να ακούει τώρα μέσα απ’ το τηλέφωνο τα παιδιά, που είναι στο πέλαγο, είναι λίγο αυτό, κατάλαβες; Ναι. 

Σ.Β.:

Ενώ, μέχρι τότε, δεν μαθαίναν νέα σας, ε; Όταν φεύγατε; 

Ν.Σ.:

Τίποτα. Φεύγαμε και δεν ξέραμε. «Φεύγουμε, θα ’ρθούμε την [01:00:00]τάδε μέρα». Ε, περιμένανε περίπου. Περιμένανε. Τι να σου πω. Άλλη μια φορά, όχι μ’ αυτά τα καΐκια, με άλλα καϊκάκια, ήμαστε εδώ, στην Παραπόλα είχαμε πάει. Και ήτανε κι άλλο ένα καΐκι. Αυτό το άλλο καΐκι έφυγε πιο γλήγορα από μας, πρόλαβε τον καιρό αυτός.  

Σ.Β.:

Ναι. 

Ν.Σ.:

Γιατί μπουκάρισε ο καιρός. Δεν, μηχανές δεν είχαμε καλές. Είχαμε κάτι… Παπαθανασίου, κάτι μηχανές. Λοιπόν, ’μολήσαμε… Και καϊκάκια μικρά, παλιά, μικρά καϊκάκια, με δίχτυα φορτωμένα, ψάρια. Λοιπόν, φύγαμε. Αυτός ήρθε εδώ πέρα και τους είπε: «Απ’ ότι έγινε φουρτούνα, σορόκος. Στην Παραπόλα» λέει. «Μαζί ήμαστε» λέει «θα φεύγανε μετά». Δεν είχαμε ούτε να μιλάγαμε ούτε τίποτα. Περιμένανε, περιμένανε, αργήσαμε εμείς. Γιατί είχαμε πάρει και ψάρια και αργήσαμε. Και, αφού αργήσαμε, η μάνα μου κακόβαλε. Σου λέει, τι γίνεται; Καϊκάκια μικρά, μη βουλιάξουνε κείθε, πνιγούνε; Και ήρθαμε και, απ’ ότι πέρασε η ώρα, που λες, βγήκαμε εδώ, θυμάμαι, κι εγώ το θυμάμαι, βγήκαμε εδώ, στο φανάρι κι ερχόμαστε. Μόλις βγήκαμε, χαρά, ξέρω γω, είχανε μαζευτεί στο λιμεναρχείο κάτου, ήταν από δω, που ’ναι η άμαξα, εκεί το λιμεναρχείο. Είχε μαζευτεί κόσμος εκεί πέρα. Γιατί, σου λέει, τι κάνουν; Αργήσανε πολύ, μην έχουνε πνιγεί κιόλας; Και μόλις ζυγώσαμε κοντά, η μάνα μου κλάματα! Θυμάμαι, κλάμα! Αλλά εμείς, εντάξει, ήμαστε εντάξει. Είχαμε γιομίσει το ψυγείο και ήρθαμε. Αλλά αργήσαμε πολύ και σου λέει, τι γίνεται; Γιατί αργήσαν τόσο; «Αφού από πίσω μου ερχόντουστε» κι ο άλλος. Για να αργήσουν τόσο πολύ, κάτι γίνεται.  

Σ.Β.:

Είχαν αγωνία δηλαδή τότε, ε; 

Ν.Σ.:

Αγωνία μεγάλη. Μεγάλη αγωνία. 

Σ.Β.:

Όταν δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα. 

Ν.Σ.:

Να περιμένεις ένανε και να αργεί, την ώρα που υπολογίζεις και να αργεί, ναι, μπελάς, και να μην μιλήσεις. Δεν ήτανε καΐκια όπως είναι τώρα. Που ’ναι πιο τέλεια, πιο σύγχρονα, μηχανές καλές. Κείνα τα χρόνια ήτανε… τις ζεσταίναμε για να πάρουνε μπρος. Πετρογκάζι. Ζεσταίναμε ένα σημείο εκεί, για να πάρει μπρος. Ενώ τώρα πατάς, παίρνει η μίζα. Πάμε μια φορά εκεί, στην Παραπόλα, με τέτοια μηχανή, και δεν είχε… μας έμεινε, μείναμε από πετρογκάζι. Και δεν είχαμε να τη ζεσταίναμε, πώς θα τη ζεσταίναμε; Ρε γαμώτο, τι κάνουμε τώρα; Μείναμε. Πώς θα βάλουμε μπρος τη μηχανή; Και πάω απάνου στο φανάρι, ήτανε ο φαροφύλακας απάνου, παλιά εκεί, στην Παραπόλα. Πάω στο φανάρι και του λέω: «Μήπως έχεις καμιά μπουκάλα πετρογκάζι, γιατί μείναμε, και να σ’ τη φέρω;» Λέει: «Ρε παιδιά, δεν έχω» λέει «πετρογκάζι. Ένα γκάζι έχω» λέει «που ψήνουμε καφέ. Σας κάνει ένα γκαζάκι;» Εκείνα τα μικρά, με πετρέλαιο που βάζαν. Του λέω: «Τι να κάνει εκείνο;» «Πάρτε το» λέει «μήπως σας κάνει τίποτα». Το παίρνω, που λες, το πάω κάτου – παιδάκι ήμουνα εγώ, μικρός, εγώ, ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου, αλλά εγώ ήμουνα σε μηχανή, σε τέτοιο. Πόσο θα ’μουνα, καμιά δεκαπενταριά χρονών; Λοιπόν, έρχομαι κάτου, ανάβω το γκαζάκι αυτό κι έβγαζε τόσο φωτιά, να, πώς βγάζουνε δα κείνα; Τόσο φωτιά. Το βάζω κολλητά στο σημείο που ήτανε εκεί που ζέσταινε τη μηχανή, το λέγανε πυρόφουσκα αυτό. Ήτανε κάτι μηχανές Παπαθανασίου, πυρόφουσκα. Το βάζω, που λες, κει πέρα, φφφ εκείνο κει, φλόγα εκείνη κει, η φλόγα, πιάνω, που λες, γύριζες ένα αυτό, για να πάρει. Πιάνω, που λες, γυρίζω, μπαπ μπαπ μπαπ μπαπ, αμέσως πήρε. «Ρε, σωθήκαμε με τούτο το πράμα! Θα δουλέψουμε». Και δουλέψαμε, που λες, όλο το ταξίδι δουλέψαμε με το γκαζάκι. Του λέμε του κεινού, λέει: «Κρατάτε το» λέει «εγώ έχω κι άλλο» λέει «θα…» Έριχνες πετρέλαιο ακάθαρτο μέσα και έπαιρνε μπρος. Έχουμε πάθει λαχτάρες, άσε. 

Σ.Β.:

Α, και τότε είχε φύλακες, και Φαλκονέρα και Βελοπούλα, ε; 

Ν.Σ.:

Τι πράμα; 

Σ.Β.:

Φαροφύλακες, είχε φαροφύλακες. 

Ν.Σ.:

Μόνο η… μόνο η Βελοπούλα. Η Φαλκονέρα είχε σπίθα. Έχει σπίθα η Φαλκονέρα, δεν έχει… δεν έχει φανάρι. Η Φαλκονέρα δεν έχει φανάρι, έχει σπίθα.  

Σ.Β.:

Έχει μόνο το φως. 

Ν.Σ.:

Μόνο το φως, ναι. Ενώ τώρα και στην Παραπόλα, εδώ στην Παραπόλα, που λέμε, στη Βελοπούλα, το έχουνε κάνει ηλιακό. Όλα τα ’χουνε ηλιακά. Ενώ πρώτα κουβαλάγανε πετρέλαιο τα βαπόρια, ήταν ένα βαπόρι πολεμικό και κουβάλαγε ντενεκέδες πετρέλαιο. Και βάζανε πετρέλαιο και δούλευε. Με πετρέλαιο. Πήγαινε 60-70 ντενεκέδες πετρέλαιο στο… κείνο και είχανε γαϊδούρι και τους κουβαλάγαν απάνω, στο φανάρι. Εκεί η Παραπόλα, παλιά, είναι πέρασμα στα πουλιά, στα πουλιά, λοιπόν. Και περνάνε τότες που είναι το… την άνοι… πότε έρχονται τα πουλιά; Το κυνήγι. Περνάν, έρχονται από πάνω, απ’ τη Ρωσία, κοπάδια, τη νύχτα που ταξιδεύουνε. Και πέφτουν εκεί, ξεκουράζονται και άντε πάλι πάνε. Και γεμίζει το νησί πουλιά, τρυγόνια. Γεμίζει τρυγόνια. Και μας ελέγαν οι φαναριέρηδες ότι τη νύχτα σκεπάζουν το φανάρι, λέει. Πέφταν στο φως, απάνω στο φανό, το σκεπάζαν, δεν έβλεπες τίποτα. Και αυτοί τα πιάνανε με τις ’πόχες. Με τις ’πόχες, είχανε ’πόχες και πιάνανε. Και τα κάνανε παστά. Πόσα να τρώγανε; Τα παστώνανε. Και μας λέγανε. Κι εμείς εκεί που ήμαστε, τι να ’βλεπες; Κοπάδια περνάγανε, στο νησί, όχι περνάγανε, στο νησί κάτου. Και μόλις βράδιαζε, περνάγανε, φεύγανε. Πηγαίνανε Κάβο Μαλιά και πηγαίνανε για την Αφρική, κάτω. Κοπάδια.  

Σ.Β.:

Πηγαίνατε εσείς στο φάρο εκεί, με τους φύλακες, καθόσασταν; 

Ν.Σ.:

Πηγαίναμε. Ερχόντουστε κάτω, τους δίναμε ψάρια, να μην τους;… Πάντα με τους φαροφύλακες ήμαστε… Ήμαστε να, μαζί, αφού… οι φαροφύλακες. Τα φανάρια για τον ψαρά είναι μία μεγάλη αυτή… παρηγοριά. Γιατί, όταν νυχτώνει εκείθες, είναι ρησίδα, δε βλέπεις το δάχτυλο, δε βλέπεις, τίποτα. Ενώ όταν βλέπεις το φανάρι και ανάβει, ααπ, λες, το φανάρι. Είναι, σου δίνει μια ανακούφιση. Μεγάλη δουλειά το φανάρι. Για τον ναυτικό είναι μεγάλη δουλειά το φανάρι. Βλέπεις, κατατοπίζεσαι, πού είσαι, τι κάνεις. Τα πάντα όλα, το φανάρι. Σημάδια βάζεις, γιατί είναι σκοτάδι, δε βλέπεις τίποτα εκεί, είναι ρησίδα , δεν υπάρχει τίποτα. Ενώ το φανάρι είναι στάνταρ. Μεγάλη δουλειά το φανάρι. 

Σ.Β.:

Και συντροφιά είναι; Ότι βλέπεις ένα φως; 

Ν.Σ.:

Τα πάντα, είναι συντροφιά, βλέπεις ένα φως, τελείωσε, σου δίνει αυτό. Μη συζητάς. Κι ερχόντουστε οι ανθρώποι κάτου, τους δίναμε ψάρια, να, εντάξει. Από δω πήγαινε καΐκι, τους πήγαινε τρόφιμα. Ήταν ένας τσοπάνης εκεί. Και το λένε, αυτό το νησί το λένε Βελοπούλα. Στο χάρτη λέγεται Βελοπούλα. Το ’χεις ακούσει.  

Σ.Β.:

Ναι, ναι. 

Ν.Σ.:

Βελοπούλα, λοιπόν. Εμείς εδώ πέρα το λέμε Παραπόλα. Παραπόλα. 

Σ.Β.:

Γιατί; 

Ν.Σ.:

Να σου πω την ιστορία γιατί το λένε Παραπόλα. Ήταν ένας τσοπάνης εκεί, είχε πρόβατα, ζούσε εκεί. Κι όταν πήγαινε κάνα καΐκι, του λέγανε: «Θα ’ρθούμε την τάδε μέρα απάνου. Τι θέλεις να σου φέρουμε;» Και έλεγε αυτός: «Απ’ όλα». Απ’ όλα, δηλαδή πάρτε απ’ όλα και φέρτε. Και τονε βγάλανε «Παραπόλα». Πάρε απ’ όλα, δηλαδή. Και του έμεινε Παραπόλα. 

Σ.Β.:

Κι έχει μείνει και το νησί και λέγεται έτσι, ε; 

Ν.Σ.:

Ναι. Και το λένε Παραπόλα, ας πούμε. Παραπόλα. Και το νησί εμείς το λέμε Παραπόλα. Κι απέ… κανονικά λέγεται Βελοπούλα. Αλλά εμείς το λέμε Παραπόλα. Όπως έλεγε αυτός: «Πάρε απ’ όλα». Παραπόλα και… Κατάλαβες; Ιστορίες μεγάλες. Μεγάλες ιστορίες. 

Σ.Β.:

Σου λείπει κάτι απ’ τα παλιά τα χρόνια; 

Ν.Σ.:

Πολλά μου λείπουνε. Πολλά μου λείπουνε, διότι μπορεί τώρα να… μπορεί τα παλιά χρόνια να μην τα είχες όλα, αλλά ήτανε ο κόσμος πιο απλός, πιο… δεν είχε άγχος, δεν είχε. Ενώ τώρα υπάρχει άγχος, μεγάλο άγχος. Και ζήλο, γιατί εκείνος κι όχι… Εκείνα τα χρόνια δεν τα είχαμε αυτά. Ήτανε ήρεμα εκείνα τα χρόνια, ζούσε, ο κόσμος ζούσε ήρεμα. Τώρα υπάρχει, ξέρω γω, άγχος, μεγάλο άγχος το… Ναι ότι τα ’χεις όλα, αλλά έχεις άγχος. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε άγχος, τίποτα. Δουλεύαμε ωραία, παίζαμε εμείς, αυτό, α, ωραία. Ενώ τώρα όλο στην πονηρία, όλο στην αυτή είναι ο κόσμος. (Όπα, μη φύγει πάλι. Κάτσε να πάρω εδώ, γιατί πάει με τη σειρά.) 

Σ.Β.:

Άρα αυτό σου λείπει, ε; 

Ν.Σ.:

Ε; 

Σ.Β.:

Άρα σου λείπει η ζωή, ε; 

Ν.Σ.:

Ε, ναι, λείπει αυτό το ωραίο. Θυμάμαι εδώ πέρα, που είχε ταβερνούλες. Και πηγαίνανε το βράδυ, έβλεπες, ωραία, πηγαίνανε με το… (Όπα!) Πηγαίναν το βράδυ, έβλεπες κάνανε… αυτά. Πίνανε κρασάκι οι γέροι, κρασί, ερχόντουστε εδώ πέρα καΐκια που κουβαλάγανε το μούστο, το μούστο εδώ πέρα, και, όταν ερχόταν ο καιρός, μοσκομύριζε. Μοσκομύριζε ο μούστος. Έβλεπες εδώ στο μολάκι, εκεί πέρα στον Καπελογιάννη ερχόντουστε τα καΐκια, μανάβικα, και βγάζανε και πουλάγανε, ξέρεις, όξω. Βερύκοκα, ερχόταν η εποχή του βερύκοκου και μοσκομύριζε ο τόπος. Ενώ τώρα είναι με τα λιπάσματα όλα, είναι… Κατάλαβες; Μοσκομύριζε ο τόπος, σου λέω. Ε, αυτά τα πράματα είναι, ξέρεις, θυμάσαι καμιά φορά και λες, τι ωραία ήτανε τότες! Κατάλαβες; Ήτανε άλλα χρόνια τότες.  

Σ.Β.:

Νοσταλγείς. 

Ν.Σ.:

Φτωχά, αλλά ήταν έτσι πιο… Είχανε νόστα, παιδί μου. Πηγαίνανε τα γεροντάκια στις ταβέρνες, με τα καλαμπούρια, με τα αυτά, ξέρω γω. Ενώ τώρα δεν υπάρχει τέτοιο πράμα. Θα πάνε τώρα στις καφετέριες, εκεί που λένε, θα πάνε, να, σε κάνα αυτό, δε, είναι αλλιώς τώρα τα πράματα. Έχει αλλάξει η ζωή του ανθρώπου. Έτσι δεν είναι;  

Σ.Β.:

Εμείς δεν τα γνωρίσαμε. 

Ν.Σ.:

Ε, δε γνωρίσατε εσείς τέτοια πράματα. Καλές εποχές, δε γνωρίσατε εσείς. Εδώ, θυμάμαι, το εργοστάσιο που δούλευε [01:10:00]παλιά, αυτό, τα Νησιά, που λέμε. Τα Νησιά ήταν εργοστάσιο. Το ξέρετε. Ήταν εργοστάσιο κλωστήριο. Κλωστήριο, λοιπόν. Δούλευε πολύς κόσμος εκεί, Σπετσιώτες. Έφτιανε κλωστές. Εζύγωνε από κάτω κι είχε μόλο και φέρνανε βαμπάκια και είχε μέσα μηχανήματα και φτιάχνανε κλωστές. Ήτανε πολύ καλό εργοστάσιο. Και ήτανε ο πατέρας, το είχε ο πατέρας, ο Δασκαλάκης. Λοιπόν, και από πάνω, δίπλα, είχε… και είχε και μηχανές που έδινε ρεύμα εδώ, στα σπίτια. Είχε σπίτι σε σπίτι συρματάκια και έδινε ρεύμα, από κει, δεν είχε… υπήρχε ΔΕΗ τότες. Εγώ τα θυμήθηκα όλα αυτά. Και από πάνω έβγαζε πάγο, που πήγαινα κι έπαιρνα και πούλαγα. Λοιπόν, και τα παιδιά αυτουνού ήτανε καλοπερασάκηδες. Αυτός που το είχε το εργοστάσιο, τα παιδιά του ήτανε καλοπερασάκηδες. Και είχε κι ένα χτήμα απάνω στο βουνό. Η Παναγία του Δασκαλάκη. Και εκκλησία μέσα. Λοιπόν, αφού ήτανε καλοπερασάκηδες, τους έλεγε ο πατέρας ότι «δε θα το συντηρήσετε. Δε θα το…» Αυτοί, ξέρεις, διασκεδάσεις και τέτοια. Και τους είπε: «Όταν πεθάνω, θα με θάψετε» λέει «στο χτήμα απάνω. Για να είμαι εκεί πάνω ψηλά» λέει «να βλέπω κάτου τα χάλια σας». Τα χάλια σας. Λοιπόν, πέθανε ο γέρος, τονε θάψανε στο χτήμα, εκεί, στο χτήμα είναι, στην εκκλησία δίπλα. Το εργοστάσιο το διαλύσανε, διάλυσε το εργοστάσιο. Το… να, το ’χει πάρει, το ’χουνε κάνει ξενοδοχείο, κει δα δες. Λοιπόν, είχαν ένα σπίτι στο Ποσειδώνιο, στη γωνία, εκεί, είναι, εκείνο το σπίτι, δικό τους ήτανε, εκεί καθόταν, ο Δασκαλάκης. Λοιπόν, και το πουλήσανε κι αυτό. Και τώρα έχουνε νοικιάσει δω πέρα, γιατί θέλανε μεγάλη ζωή, οι γυναίκες τους θέλανε μεγάλη ζωή, δεν κοιτάγανε το αυτό. Και… και τώρα έχουνε νοικιάσει, έχουνε νοικιάσει και κάθουνται στα νοίκια. Τα φάγανε, μία περιουσία τη φάγανε όλη. Που άμα τα είχανε αυτά τώρα και ήτανε κουμάντα, θα ήταν οι πρώτοι στις Σπέτσες, όπως ήταν ο Αναργύρου. Αλλά δυστυχώς, το κουμάντο τα κάνει αυτά. Και τα βλέπω… Παλιά είχε αμπέλι απάνω, είχε… ωραία πράματα. 

Σ.Β.:

Το κουμάντο, τι εννοείς το κουμάντο; 

Ν.Σ.:

Κουμάντο, διαχείριση. Η διαχείριση, όλα, το παν είναι διαχείριση.  

Σ.Β.:

Η… το πώς το… ναι, κατάλαβα.  

Ν.Σ.:

Αυτοί τα τρώγαν όλα, τα παιδιά… καλή ζωή είναι… Χαρτάκια. Ενώ αυτός είχε κουμάντο, δουλεύανε και πόσοι ανθρώποι εκεί πέρα. 

Σ.Β.:

Μάλιστα. 

Ν.Σ.:

Πώς ο Αναργύρου;  

Σ.Β.:

Ωραία.  

Ν.Σ.:

Πώς ο Αναργύρου; Που ’ναι το μισό νησί δικό του.  

Σ.Β.:

Με τη θάλασσα; Για, με τη θάλασσα άλλο τίποτα έχεις να πεις; 

Ν.Σ.:

Στη θάλασσα; Τι άλλο να πω; Πολλά έχει, πάρα πολλά έχει.  

Σ.Β.:

Ο καλός ψαράς τι πρέπει να ’χει; Για να ’ναι κάποιος καλός ψαράς, τι πρέπει να… πώς πρέπει να είναι; 

Ν.Σ.:

Καλός ψαράς. Το μυαλό. Του ψαρά το μυαλό δουλεύει. Να ξέρεις πού πάει το ρέμα. Να ξέρεις να μπαλώνεις. Άμα, άμα φτιάξω δίχτυα εγώ και δεν ξέρω να μπαλώσω, τι να το κάνω; Μια βδομάδα, δύο, φύγανε; Να ξέρω να μπαλώσω. Αυτός για μένα είναι ψαράς. Να ξέρει να μπαλώσει, να ξέρει τη θάλασσα, πού πάνε τα ρέματα, πώς είν’ τον τόπο, τι τόπος είναι κάτου, αυτά είναι. Κι απέ άντε, θα γίνουμε… Εσύ τώρα, γίνε ψαράς. Πήγαινε, πάρ’ το καΐκι και πήγαινε ρίξε. Πού θα πα’ να ρίξεις, ξέρεις; Δεν ξέρεις. Ενώ εγώ ξέρω. Και ειδικά ένας, ένας τρατάρης είναι ο καλύτερος ψαράς, είναι ο τρατάρης. Γιατί εμείς είχαμε εργαλεία που σέρνανε κάτου, συρόμενα, και ξέρουμε πού είναι η κάθε πέτρα. Κατάλαβες; Ξέρουμε πού είναι η κάθε πέτρα. Και πάμε τσουκ, ακριβώς απάνω. Ενώ άλλοι… 

Σ.Β.:

Να σου πω όμως, αυτή η γνώση, αυτή η τέχνη, με τα εργαλεία τα σύγχρονα, δεν κινδυνεύει να χαθεί; 

Ν.Σ.:

Με τα σύγχρονα εργαλεία; 

Σ.Β.:

Και με την τεχνολογία; Όλη αυτή η τέχνη που λες, το εμπειρικό, που ξέρατε τις ξέρες. 

Ν.Σ.:

Ναι. 

Σ.Β.:

Δεν κινδυνεύει να χαθεί και να ’ναι πιο εύκολο πια; 

Ν.Σ.:

Όχι. Να χαθεί, δηλαδή… Όσο είμαστε εμείς, θα βαστιέται. Όσο είμαστε εμείς, θα βαστιέται. Όσο υπάρχουμε εμείς που ξέρουμε. Διαφορετικά οι άλλοι, να, πηγαίνουνε τυφλοί και να λέει: «Πάω να ρίξω δίχτυα». Να τους βγουν τα μάτια, να δουν τι, δεν ξέρουν τον τόπο καλά. Ενώ εμείς ξέρουμε τον τόπο. Έχουμε τέτοια εμπειρία εμείς. 

Σ.Β.:

Οι νέοι πια έχουν εμπειρία; Μαθαίνουνε καλά; 

Ν.Σ.:

Άκου να δεις. Οι νέοι αυτοί που ’χουνε ακολουθήσει, λίγοι βέβαια, εμάς, τους έχουμε μάθει εμείς. Πού είναι η ξέρα, πού είναι η πέτρα, πού σε πάει το ρέμα, τι θα κάνει. Τους έχουμε μάθει εμείς. Ένας που δεν πάει και πάει άξαφνα στη δουλειά, πού να ξέρει; Δεν ξέρει. Γιατί εμείς έχουμε πείρα, όλο το παν η πείρα είναι. Έχουμε πείρα και ξέρουμε πού θα πάμε.  

Σ.Β.:

Και αυτή την πείρα τη δίνετε, δεν είναι μυστικό; 

Ν.Σ.:

Όχι, τη δίνουμε, όποιος ακολουθήσει να… Τη δίνουμε σε δικούς μας ανθρώπους. Δε θα πάω εγώ τώρα να δώσω την πείρα τώρα στου… Να, ο Κώστας πάλι. Θα τη δώσει την πείρα στο γιο του. Δε θα πα’ να τη δώσει στον άλλονε, για θα βγει μετά ο άλλος και θα του κάνει τον πονηρό. Θα του πει: «Ξέρεις, εγώ το ήξερα». Αφού εγώ σ’ έμαθα, εγώ είμαι ο δάσκαλος. Τα λέω καλά, Κώστα; Την πείρα, λέει, την πείρα. Λέω, την πείρα που έχουμε θα τη δώσουμε σε δικό μας άνθρωπο, όχι σ’ ένανε άλλονε. Το μυστικό δεν το δίνεις στον άλλονε.  

Σ.Β.:

Ναι, αλλά άμα οι δικοί σας δεν ακολουθούν; 

Ν.Σ.:

Ε, δεν το δίνεις το μυστικό, γιατί… 

Σ.Β.:

Ναι, δε χάνεται όμως έτσι; 

Ν.Σ.:

Ε, χάνεται. Χάνεται, αλλά να σου δώσω εγώ το… το μυστικό και μετά να γυρίσεις εσύ να μου κάνεις τον πονηρό εμένα, πάει πολύ. Θα ανοίξεις τα μάτια, όπως τα άνοιξα κι εγώ μόνος μου. Και θα δουλέψει το μυαλό. Έτσι δεν είναι; Πώς θα γίνει; 

Σ.Β.:

Να σου πω κάτι άλλο, ζήλιες έχετε μεταξύ σας, οι ψαράδες; 

Ν.Σ.:

Ε, πάντα υπάρχουνε. Όχι μεγάλες βέβαια, πάντα υπάρχουνε. Πάντα υπάρχουν σ’ όλα τα επαγγέλματα. Από ζήλια είναι αυτό. Από ζήλια.  

Σ.Β.:

Μ’ άλλους τόπους, μ’ άλλα λιμάνια έχετε κόντρες; 

Ν.Σ.:

Όχι, τι κόντρες. 

Σ.Β.:

Πάνω στη δουλειά, εννοώ, στη ζήλια, σ’ αυτό.  

Ν.Σ.:

Όχι, τι κόντρες να ’χουμε; Εκείνος θα δουλέψει εκεί, εγώ εδώ. Δεν έχουμε κόντρες, όχι. Σπάνια, σπάνια. Σπάνια. Στην αγορά μπορεί να ’χεις, στην αγορά έχεις κόντρες. Στην πούληση δηλαδή. Στην πούληση έχεις κόντρες. Αλλά στη δουλειά απάνω γιατί να ’χεις κόντρες; Δεν έχεις. Στην αγορά. 

Σ.Β.:

Κάνε έτσι και μια ευχή, τι θες να πεις; Για τη θάλασσα; Για τον ψαρά; 

Ν.Σ.:

Να κάνω ευχή για τη θάλασσα. Η ευχή μου είναι στη θάλασσα, οι αρμόδιοι να την κοιτάξουν. Να την κοιτάξουν, να μην την παρατή… να μην τηνε… δηλαδή να μην την παρατήσουν, να κοιτάξουν τη θάλασσα, γιατί υπάρχουνε προβλήματα. Προβλήματα. Τα προβλήματα σ’ τα είπα ποια είναι για μένα. Μολύνσεις και τέτοια πράγματα. Γιατί από κει είναι πηγή, πηγή πλούτου η θάλασσα για την Ελλάδα και για όλους, και για ανθρώπους, δηλαδή προσφέρει η θάλασσα. Και πρέπει να τηνε κοιτάξουμε.  

Σ.Β.:

Εσύ παιδιά; Έχεις; 

Ν.Σ.:

Έχω, δύο κόρες έχω. Παντρεμένες και οι δύο, η μία δεν είναι εδώ, η μεγάλη, είναι Ιταλία, έχει δύο, ένα κοριτσάκι 10 χρονών κι ένα αγοράκι 8 χρονών, 7; Κι άλλη μία εδώ πέρα, έχει ένα κοριτσάκι κάνα δυο χρονών, δυόμισι. Είναι εδώ η μία. ’Ντάξει. 

Σ.Β.:

Θα ’θελες να ’χες ένα γιο; 

Ν.Σ.:

Μου λείπει η μεγάλη, αλλά τι να κάνουμε;  

Σ.Β.:

Γιο θα ’θελες να ’χεις; 

Ν.Σ.:

Ε, ήθελα να είχα ένα κι ένα. (Όπα.) Ήθελα να είχα ένα κι ένα, αλλά, δυστυχώς, ο Θεός επέλεξε έτσι. Τι να κάνουμε; Αφού μου ’δωσε, μου ’δωσε κόρες ο Θεός, τι να κάνουμε; Κι απέ καλά ήτανε να ’χα ένα κι ένα. 

Σ.Β.:

Γιατί; 

Ν.Σ.:

Ε, θα τον, θα με βόηθαγε ο γιος, αν ακολούθαε βέβαια τη δουλειά μου, κι εγώ θα είχα, σαν άντρας, ένα… ένα γιο να του έλεγα τον πόνο μου, το αυτό μου. Τώρα, να κάτσεις να πεις στο κορίτσι, τι να πεις στο κορίτσι; Το κορίτσι θα πει με τη μάνα, θα κουβεντιάσει με τη μάνα. Τα λέω καλά ή όχι; Έτσι είναι. Κι απέ δε λέω, καλά και τα κορίτσια είναι, αλλά… ε, να ’χα κι ένα γιο, καλά θα ήτανε. Αλλά δε βαριέσαι; Καλά να είναι τα παιδιά και… 

Σ.Β.:

Και τα μυστικά σου πού θα τα πεις εσύ; 

Ν.Σ.:

Απ’ τη μια μεριά, γιατί άμα είχα και γιο, θα ’μουνα υποχρεωμένος να δούλευα μέχρι που να μου βγει η ψυχή. Ενώ τώρα μπορεί να πω κιόλας ότι σταματάω. Κορίτσια έχω, σταματάω. Δεν έχω γιο να τονε βοηθήσω. Κατάλαβες; Να τονε… να τονε μάθω, να τονε πω πέντε πράγματα. Δε βαριέσαι, αυτά είναι τυχερά.  

Σ.Β.:

Και θα ’θελες να ’χες γιο για να γίνει και ψαράς και να συνεχιστεί η παράδοση; 

Ν.Σ.:

Κοίταξε, εγώ θα του έλεγα να γινότανε ψαράς. Θα του έλεγα, αλλά αυτός θα μ’ ακολούθαγε; Να, κι ο αδερφός μου δίπλα είχε ένα γιο και μία κόρη. Ο γιος ήτανε μόνος του στη δουλειά αυτή. Και σου λέει, είμαστε όλοι μαζί, όσο είμαστε μαζί, εντάξει. Τώρα που ’ναι, άμα είναι μόνος του ο γιος, πώς να επιβιώσει; Και του πήρε ταξί. Θαλάσσιο ταξί, και δουλεύει θαλάσσιο ταξί. Που μπορεί να δουλέψει ένας εκεί, να βγάλει μεροκάματο. Καλά είναι, εντάξει, βγάζει μεροκάματο.  

Σ.Β.:

Και να σου πω, εσύ τα μυστικά σου τα είπες πουθενά; 

Ν.Σ.:

Τα; 

Σ.Β.:

Τα μυστικά. 

[01:20:00]

Ν.Σ.:

Τα μυστικά ποια; Σαν τι μυστικά δηλαδή; 

Σ.Β.:

Του ψαρέματος, που έχεις μάθει. 

Ν.Σ.:

Του ψαρέματος; 

Σ.Β.:

Τα είπες σε κανέναν; 

Ν.Σ.:

Κοίταξε, τα μυστικά τα δικά μου, του ψαρέματος, θα τα πω στον ανιψιό μου. Που ’ναι δικός μου άνθρωπος. Δε θα κάτσω να τα πω στον άλλονε. Αν με ρωτήσει, παράδειγμα, εκείνος, δε θα του πω το μυστικό μου. Θα τονε πουλήσω. Θα τονε πουλήσω. Ενώ στον ανιψιό μου, που ’ναι αίμα δικό μου, θα του τα πω τα μυστικά. Θα… όπως του τα λέω δηλαδή. Κι αυτός μου λέει. Του λέω σήμερα: «Πού πήγατε;» «Εκεί». «Τι κάνατε;» «Εκεί». «Πώς καλάρατε;» «Έτσι». Τακ. Αυτός μου λέει: «Πού είχες πάει;» «Εκεί». «Πού πηγαίνει το ρέμα;» «Εκεί. Πηγαίνετε, κάντε έτσι, έτσι». Λέμε εμείς, κατάλαβες; Γιατί είναι δικός μου άνθρωπος, σαν παιδί μου. Τον ορμηνεύω. Και είναι και φοβερός ψαράς. Όχι δηλαδή να το παινευτώ, αλλά είναι φοβερός ψαράς.  

Σ.Β.:

Τύχη, θέλει το ψάρεμα τύχη; 

Ν.Σ.:

Τύχη; Ε, ναι, είναι και τύχη, είναι και τύχη. Είναι και τύχη.  

Σ.Β.:

Μάλιστα. 

Ν.Σ.:

Να ’σαι τυχερός δηλαδή. Αλλά, εντάξει, το μυαλό, το μυαλό. Ψαράς δεν είναι να είσαι «άντε, είμαι ψαράς», να έχεις μυαλό. Ο ψαράς είναι μεγάλος καθηγητής. Σ’ το λέω εγώ. Πολύ μεγάλος καθηγητής. Μπορεί γράμματα να μην ξέρει, αλλά δουλεύει το μυαλό. Σου είπα, πού θα πάει το ρέμα, τι θα κάνει, πού θα βρει το ψάρι, πώς θα το φέρει βόλτα το ψάρι να το πιάσει. Το ψάρι δεν κάθεται εκεί να το πιάσεις, το ψάρι κουνιέται. Και είναι πολύ πιο πονηρό από μας. Το ψάρι είναι πολύ πιο πονηρό από μας. Έτσι είναι. Τι να κάνουμε.  

Σ.Β.:

Και τι έμαθες εσύ; Το μεγαλύτερο μάθημα έτσι στη θάλασσα, που σου ’χει δώσει, ποιο είναι; 

Ν.Σ.:

Το μεγαλύτερο μάθημα; Σαν τι μεγαλύτερο μάθημα; Τι να πω δηλαδή; Να, να δουλεύεις, να είσαι τίμιος, να μην κοροϊδεύεις δηλαδή έτσι… αυτό, να, αυτά. Να είσαι εντάξει στην κοινωνία. Τι άλλο; 

Σ.Β.:

Υπάρχουνε κακοί ψαράδες, που δεν είναι τίμιοι; 

Ν.Σ.:

Ε, πώς δεν υπάρχουνε; Πώς δεν υπάρχουν; Υπάρχουν. Υπάρχουν. Λαμόγια. Υπάρχουνε και λαμόγια. Ρίχνεις το δίχτυ εσύ και πάει και σου κάνει ζημιά αυτός. Σου κλέβει τα δίχτυα, σου κάνει. Αυτό είναι τίμιο; Δεν είναι, είναι λαμογιό… λαμογιό αυτό. Έτσι είναι. Παντού. Όπως και στη στεριά, το ίδιο πράμα δεν είναι; Έτσι είναι. Αλλά, ’ντάξει, εμείς εδώ δεν έχουμε, είμαστε εντάξει, δεν έχουμε τέτοια πράματα. Καλαμπούρια κάνουμε, να, με το Βασίλη δίπλα κει γελάμε, κάνουμε καλαμπούρια. ’Ντάξει. 

Σ.Β.:

Είναι και διασκέδαση, χαρά δηλαδή το ψάρεμα, ε; 

Ν.Σ.:

Ε, ναι, ναι, ναι. Τυχαίνει καμιά φορά που κοπαδιάζουμε μαζί κι ο ένας κοροϊδεύει τον άλλονε, ξέρεις. «Πού πήγες εκεί; Α, εγώ εκεί, α». Κάνουμε την πλάκα μας δηλαδή. Αλλά για να του πεις το μυστικό, δεν του λες. Ε, απαγορεύεται εκεί. Στο δικό σου το λες, σε άλλονε όχι. Γιατί θα πάει να σου κάνει τη ζημιά, κατάλαβες; Θα σου πάρει το μεροκάματο. Έτσι είναι.  

Σ.Β.:

Ευχαριστούμε πολύ. Ευχαριστούμε. 

Ν.Σ.:

Να ’σαστε καλά, παιδιά.