© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τρέχοντας με στόχο την αιωνιότητα: Μαραθωνοδρόμος ετών 90

Κωδικός Ιστορίας
10437
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Στυλιανός Πρασσάς (Σ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/11/2021
Ερευνητής/τρια
Καλλιόπη Κόνιαρη (Κ.Κ.)
Κ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;

Σ.Π.:

Ναι, βεβαίως. Στυλιανός Πρασσάς.

Κ.Κ.:

Χάρηκα πολύ, κύριε Στέλιο, θα σας φωνάζω Στέλιο, Kύριε Στέλιο. Είναι Τετάρτη 24 Νοεμβρίου, είμαι εδώ με τον κύριο Στέλιο και βρισκόμαστε στο Μαραθώνα. Εγώ ονομάζομαι Καλλιόπη Κόνιαρη είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Στέλιο μου, θέλετε να μου πείτε πότε γεννηθήκατε και πού;

Σ.Π.:

Βεβαίως. Έχω γεννηθεί στην Αθήνα και έχω μεγαλώσει πάλι στην Αθήνα. Σχολείο έχω πάει και στην Αθήνα βεβαίως.

Κ.Κ.:

Σε ποια περιοχή;

Σ.Π.:

Στην περιοχή που γεννήθηκα ήτανε στην οδός Αγκύλης και Βουλιαγμένης, στον Νέο Κόσμο. Μετά σε ενοίκιο ήμαστε με τους γονείς μου, μεταφερθήκαμε στον Άγιο Αρτέμιο, στη Γούβα, στη Γούβα που τη λένε και Άγιος Αρτέμιος, στην Αγαρίστης 12. Εκεί ήταν το σπίτι που μέναμε σε ενοίκιο και ζήσαμε με τους γονείς μου. Εγώ είχα έναν αδελφό τον Μήτσο, είχα τον Παναγιώτη και την Κατίνα την αδερφή μου, εγώ είμαι ο Στέλιος. Ζήσαμε πριν τον πόλεμο γεννηθήκαμε, τότε η Αθήνα ήτανε πολύ λίγος ο πληθυσμός, περίπου τις 400.000 θα ήταν η Αθήνα όλη και ήταν χωριό και η Αθήνα. Εκεί στον Βύρωνα, στη Γούβα στον Άγιο Αρτέμιο πήγαμε και εκεί μεγαλώσαμε εποχές δύσκολες, ήτανε πολύ δύσκολες οι εποχές. Δούλευε ο πατέρας μου εργάτης σε διάφορες δουλειές και ζούσαμε πολύ φτωχικά. Αλλά, τέλος πάντων, εκεί πήγαμε και σχολείο, πήγαμε και σχολείο στο Δημοτικό μέχρι… Μάλιστα στη λαϊκή είναι ένα μέρος εκεί που λέγεται λαϊκή, στον Άγιο Αρτέμιο. Εκεί πήγαμε σχολείο αλλά τότε που κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Γερμανούς σταμάτησε το σχολείο, αλλά θέλω να πω ότι η ζωή ήτανε — μπορεί να είχε φτώχεια — αλλά είχε αγάπη μεταξύ τους οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ζήσαμε ωραία, αγαπημένοι. Από κει-

Κ.Κ.:

Θυμάστε έτσι πριν κηρυχθεί ο πόλεμος, πώς τα περνούσατε σαν παιδί, παίζατε;

Σ.Π.:

Σαν παιδάκι παίζαμε συνήθως ναι είχαμε κάτι, δεν είχαμε ούτε και παπούτσια εδώ που τα λέμε, είχαμε κάτι πλαστικά, ούτε πλαστικά, τα παλαιά τα — δεν θυμάμαι τώρα τόσα χρόνια πώς τα λέγανε. Και συνήθως η χαρά μας ήτανε το παιχνίδι, γιατί ήτανε όλο οικόπεδα και χωράφια και στην Αθήνα και παίζαμε συνήθως εκεί στον Άγιο Αρτέμιο, στη Γούβα. Ήτανε όλο χωράφια και σπίτια μακριά το ένα με το άλλο και παίζαμε εκεί με τους φίλους μας. Παίζαμε μπάλα, παίζαμε δεν είχαμε τίποτα άλλο, όχι μπάλα δεν είχαμε, είχαμε τόπια τέτοια μικροπράγματα. Ούτε μπάλα είχαμε, πανιά απ’ τις κάλτσες των μανάδων μας είχαμε φτιάξει τόπια και παίζαμε. Αυτό ήταν το παιχνίδι μας σαν παιδάκια μικρά. Αλλά δεν είχαμε φόβο από τους συνανθρώπους μας, ήταν όλοι αγαπημένοι, όλη η γειτονιά ήταν μια γροθιά.

Κ.Κ.:

Μετά;

Σ.Π.:

Θυμάμαι-

Κ.Κ.:

Πείτε μου-

Σ.Π.:

Μετά-

Κ.Κ.:

Που κηρύχθηκε ο πόλεμος-

Σ.Π.:

Κηρύχθηκε ο πόλεμος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, συναντήσαμε και μέχρι τέλος πάντων και έχω… Τι να πω… Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήταν φτώχεια τότε, πείνα, δυστυχία μεγάλη. Δούλευα… Ο πατέρας μου εργάτης ήτανε και ευτυχώς έπιασε μία δουλειά εκεί, όταν μας καταλάβαν οι Γερμανοί, δούλεψε εκεί στο αεροδρόμιο στην Ελευσίνα, στους δρόμους έσκαβε. Και πήγαμε και εμείς εκεί και η μάνα μου, ο πατέρας , ο αδερφός μου, η αδερφή μου, πήγαμε όλοι εκεί στον Ασπρόπυργο μεταξύ Ελευσίνα. Και δούλευε εκεί, άλλα με τον πόλεμο βλέπαμε και ερχόντουσαν και αερομαχίες γινόντουσαν επάνω τα αεροπλάνα και πόλεμος γινότανε και στον Πειραιά, στο λιμάνι ας πούμε, γινότανε — ρίχνανε μπόμπες και τέτοια. Μετά, στο αεροδρόμιο εκεί που κλείσανε ήτανε κάτι Γερμανοί — τότε με την κατοχή — 5-6 αεροπόροι και κάθε τόσο τους έπαιρνα τα ρούχα και πήγαινα, τα ‘πλενε η μάνα μου, τα σιδέρωνε και τους τα δίναμε και μας δίνανε λίγη τροφή και μπορέσαμε και ζήσαμε την κατοχή. Αλλά τότε και Γερμανοί χορηγούσανε στους ανθρώπους που ’χανε οικογένεια, χορηγούσαν μπομπότα ψωμί γιατί δεν υπήρχε… Το άσπρο ψωμί βγήκε μετά το ’50, ήρθε στην Αθήνα. Τη μπομπότα την είχαμε, το καλαμπόκι αυτό. Και με έστελνε ο πατέρας μου από τον Ασπρόπυργο της Ελευσίνας που ήταν, ήμουνα 10 χρονών-11 χρόνων, τότε 11 χρόνων ήμουνα, 12 και μ’ έστελνε από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και ερχόμουνα — με τις γραμμές του τρένου έπαιρνα και ερχόμουνα στην Αθήνα — και πήγαινα στον φούρνο, που μας είχε γράψει την οικογένεια πόσο ψωμί, πόσο θα πάρουμε μπομπότα και έπαιρνα κάθε βδομάδα. Ερχόμουνα από Ελευσίνα με τα πόδια — γι’ αυτό είμαι γυμνασμένος — με τα πόδια, από τις γραμμές του τρένου έπαιρνα για να μη χαθώ και ερχόμουνα και ανέβαινα στη Γούβα στον Άγιο Αρτέμιο και έπαιρνα το ψωμί της εβδομάδος της οικογένειας και γύρναγα πάλι στην Ελευσίνα, στα σύνορα εκεί με τον Ασπρόπυργο. Αυτή ήταν η ζωή για 2 χρόνια εκεί, για 2 χρόνια ήμαστε ’41-’42. Μετά ήρθαμε ξανά πίσω, τελείωσε η δουλειά στη δουλειά του πατέρα μου και ήρθαμε στην Αθήνα πάλι και διάφορες δουλειές έκανε ο πατέρας μου και ζούσαμε. Ένα άλλο που μπορώ να θυμηθώ ήτανε όταν ήμουνα 13 χρόνων, πήγαμε στο Πικέρμι. Στο Πικέρμι απάνω στο βουνό είναι ένα ποτάμι και τρέχει νερό εκεί και ο πατέρας μου έφτιαξε ένα καροτσάκι και πηγαίναμε εγώ, η μάνα μου, ο πατέρας μου και ο πατέρας μου. Η μάνα μου και ο πατέρας μου κι εγώ κοιμόμαστε, δουλεύαμε εκεί στο Πικέρμι επάνω στο βουνό και φτιάχναμε κάρβουνα. Έφτιαχνε, έκοβε ξύλα ο πατέρας μου, ρίζες κι έφτιαχνε κάρβουνα. Το κάρβουνο προέρχεται γίνεται ένα έτσι, ένας τρόπος για να καούν τα ξύλα και να μείνει το κάρβουνο. Και επειδής ήταν το νερό εκεί πέρα από πάνω, από το βουνό που ερχόταν και τα καίγαμε και τα σβήναμε. Θυμάμαι, αυτό λέω το θυμάμαι ότι ζούσαμε εκεί μια εβδομάδα ας πούμε, απάνω στο βουνό. Και μαγείρευε η μάνα μου, ας πούμε, ένα φαγητό και τρώγαμε, θυμάμαι. Μετά… Και μια φορά έτυχε μία ατυχία. Έτυχε όταν είχαμε τερματίσει και φεύγαμε και είχαμε φορτώσει τα κάρβουνα στο καροτσάκι και [00:10:00]ερχόμαστε για να έρθουμε κάτω στη Λεωφόρο Μαραθώνος, για να έρθουμε για Αθήνα. Εκείνη την ημέρα κάτι, το ’44 ήτανε δύο αντάρτες ας πούμε σκοτώσαν έναν Γερμανό αξιωματικό και θυμάμαι μία — που δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα — και οι Γερμανοί μαζέψανε τον κόσμο από τα σπίτια εκεί που μένανε οι χωριάτες και κρεμάσανε 40 Έλληνες. Ο οποίος είναι στο Πικέρμι αυτό, όταν πηγαίνουμε προς τον Μαραθώνα είναι ακόμα ο Σταύρος και θυμάμαι ότι κατεβήκαμε, φορτωμένο το καροτσάκι, και περάσαμε από μπροστά που ήτανε κρεμασμένοι ανθρώποι και να τους δεις τώρα ένα παιδί 13 χρόνων, 14 να δει τους κρεμασμένους… Τρομοκρατηθήκαμε τότε πολύ. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η περιπέτεια κάπως της Κατοχής. Αλλά δεν παύει ότι καθημερινά είχαμε κάποια… Δεν είχαμε την άνεση, δεν είχαμε τίποτα.  Ήτανε δυσκολία, τρώγαμε φαγητά με λίγα πράγματα και επιζήσαμε.

Κ.Κ.:

Οι Γερμανοί πώς σας φέρονταν, τι βιώματα, τι θυμάστε εσείς;

Σ.Π.:

Εγώ δεν… Εγώ με τους Γερμανούς είχα καλή αυτή, γιατί αυτούς που γνώρισα ας πούμε, τους 5 αεροπόρους — νεαρά παιδιά, 28-30 χρονών και τέτοια ήτανε — με παίζανε κι αυτοί. Τους άρεσε η μπάλα, σου ’πα-μου ’πες και όταν είχαν ρεπό τίποτα, ας πούμε, παίζανε και αυτό. Και είχα φιλία και κάθε μεσημέρι ας πούμε που μας δίνανε, μου δίνανε και φαγητό και έπαιρνα και έδινα στο σπίτι, μας δίνανε και φαγητό και τρώγαμε όλοι ας πούμε. Υπήρχε κι αυτό. Γιατί τους είχα εγώ και τους ζούσα μ’ αυτούς, έπαιζα. Δεν ήτανε άλλα σπίτια κοντά τίποτα. Ήταν χωράφια και ένα σπίτι ήτανε και παίζανε κι αυτοί και τους βοηθούσα εκεί και με αγαπούσανε. Τέλος πάντων, είχαμε φιλία. Αυτή ήταν η Κατοχή άσχημη, άσχημη. Θυμάμαι πρηζόντουσαν οι άνθρωποι στις στήλες του Ολυμπίου Διός και τέτοια, που περπατούσα. Στο Ζάππειο όταν περπατούσα, πρησμένοι άνθρωποι πεθαμένοι άνθρωποι υπήρχανε. Έχω τύχει, έχω δει, και στο νεκροταφείο το πρώτο από το πίσω μέρος όχι στην πύλη. Απ’ το πίσω μέρος που είναι η οδός Υμηττού, εκεί πάλι ήταν η μάντρα χαμηλή και όταν σκοτώνανε κανέναν ή πέθαινε κανένας, βοηθούσαμε εμείς τα παιδιά ας πούμε και φέρναμε τον κόσμο μέσα στο νεκροταφείο. Μέχρι, μέχρι σ’ αυτό το σημείο είχαμε φτάσει. Είχε πείνα, μεγάλη πείνα και δυστυχία και πεθαίνανε ο κόσμος, θυμάμαι, την Κατοχή. Τώρα-

Κ.Κ.:

Έπειτα, αφού τελείωσε ο πόλεμος, θυμάστε;

Σ.Π.:

Ναι. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, πήγαμε… Εγώ έπιασα δουλειά σε εργοστάσιο που φτιάχναμε κατσαρόλες και τηγάνια αλουμινίου και έμαθα την τέχνη αυτή, τορναδόρος, από 15 χρονών και έπειτα έμαθα αυτή την τέχνη. Και αθλούμουνα κιόλας σαν ποδοσφαιριστής και αυτή ήτανε η ζωή μας. Έπαιξα σαν αθλητής, μ’ άρεσε ο αθλητισμός πάντοτε από μικρό παιδάκι, με ξυπόλητος όπως ήμουν. Αλλά μ’ άρεσε και πολύ και μετά, που δούλευα στο εργοστάσιο και έπαιζα και μπάλα την Κυριακή σε αγώνες. Στη Νίκη Πλάκα έπαιξα, έπαιξα και τη μπάλα.

Κ.Κ.:

Μετά που τελείωσε ο πόλεμος, θυμάστε έτσι ιστορικά γεγονότα; Υπήρχε λιγότερη φτώχεια, τα καταφέρνατε καλύτερα θέλω να πω;

Σ.Π.:

Βέβαια. Τότε ξεκίνησαν αμέσως, αρχίνισαν τα εργοστάσια και βγάλανε διάφορα προϊόντα. Μετά αρχίνισε η ανοικοδόμηση και τέτοια, εντάξει καλά ήτανε.

Κ.Κ.:

Οπότε εσείς ασχοληθήκατε, ας πούμε, τότε στο εργοστάσιο τορναδόρος, όπως είπατε, και παράλληλα είχατε και το ποδόσφαιρο.

Σ.Π.:

Ναι, και παίζαμε και μπάλα. Μετά, στα 18 μου χρόνια μέχρι τα 19. Και μετά έφυγα και πήγα σε άλλη ομάδα πιο μεγάλη, τον Αρίωνα σε ποιο μεγαλύτερη κατηγορία, Β Εθνική. Α2 πώς το λέγανε τότε, δεν θυμάμαι. Μεγαλύτερη κατηγορία από την Νίκη Πλάκα, έπαιξα και εκεί μερικά χρόνια και μετά ένας εκεί που ήτανε στον Αρίωνα μου λέει: «Μην πηγαίνεις τώρα στα εργοστάσια να δουλεύεις. Πήγαινε στην οικοδομή, να γίνεις ελαιοχρωματιστής». Γιατί αυτός ήταν εργολάβος. Και πήγα και δούλεψα σ’ αυτόν εκεί πέρα κι έμαθα την τέχνη και μετά έκανα και δικές μου δουλειές κι εγώ μετά. Έμαθα την τέχνη του ελαιοχρωματιστή, που ήτανε τότε διαφορετική τέχνη από τώρα. Είχε καλλιτεχνική ομορφιά, είχε άλλη ομορφιά. Ζωγραφική σχεδόν κάναμε. Τέλος πάντων. Αυτό ήταν οι εργασίες μου, που έκανα στη ζωή μου.

Κ.Κ.:

Ποια σας άρεσε καλύτερα; Στο εργοστάσιο ήσασταν ευχαριστημένος;

Σ.Π.:

Ναι, κι εκεί. Σε όλες τις δουλειές τις αγάπησα και μ’ αρέσανε, δεν έχω παράπονο. Όλες τις δουλειές που έκανα…

Κ.Κ.:

Φαντάρος πήγατε;

Σ.Π.:

Πήγα ναι, πήγα και στρατιώτης.

Κ.Κ.:

Πόσο χρονών;

Σ.Π.:

Ναι, στα 21, 21-22 και θυμάμαι υπηρέτησα και στα Σέρρας και στη Θεσσαλονίκη. Στον βαθμό ήμουνα Δεκανέας και μ’ έφερνε η ομάδα του Αρίωνα, μ’ έφερνε απ’ τη Θεσσαλονίκη κάθε Κυριακή, έπαιζα μπάλα και ξαναέφευγα πάλι με το τρένο. Σαββάτο έφευγα κι ερχόμουν Αθήνα και την άλλη μέρα, μετά τον αγώνα ξεκινούσαμε πάλι και έφευγα πάλι για να πάω στη Θεσσαλονίκη, που υπηρετούσα. Αυτό ήτανε τότε καλό, γιατί ήμουν αθλητής και μπορούσες από το Υπουργείο να παίρνεις άδεια, να έρχεσαι να παίζεις. Κι έτσι έβλεπα και τους γονείς μου έβλεπα κι όλους, τους φίλους μου και τους συναθλητές μου.

Κ.Κ.:

Πώς ήταν η εμπειρία στο στρατό, περάσατε ωραίες στιγμές ή δύσκολες;

Σ.Π.:

Βέβαια, καλά πέρασα, γιατί ήμουνα παραλήπτης τροφίμων. Εγώ στη Θεσσαλονίκη φόρτωνα το τρένο, το φόρτωνα και έβαζα τα κρέατα κι αυτά και όλα και τα ’στελνα στη 10η Μεραρχία στας Σέρρας. Εκεί ήτανε η 10η Μεραρχία. Και τροφοδοτούσα τη 10η Μεραρχία όλη, με τροφές απ’ τη Θεσσαλονίκη. Αυτό ήτανε που έμενα στη Θεσσαλονίκη, αυτή ήταν η δουλειά που έκανα και γυμναζόμουνα και εκεί στη Θεσσαλονίκη και την Κυριακή κατέβαινα και Αθήνα. Είχαμε αυτές τις μετακινήσεις σαν νέος.

Κ.Κ.:

Μετά τελείωσε ο στρατός;

Σ.Π.:

Ναι, βέβαια. Τελείωσε ο στρατός, έγινα ελαιοχρωματιστής. Προόδευσαμε εκεί με πολλές πολυκατοικίες και τέτοια έβαφα, και επί το πλείστον Ιπποκράτους και Κολωνάκι, εκεί που τότε ήταν οι πολυκατοικίες οι πρώτες. Ήταν απάνω εκεί στον Λυκαβηττό, τριγύρω ήτανε πολυκατοικίες. Και προόδευσα σαν τεχνίτης και τέτοια και αυτή ήταν η ζωή μας.

Κ.Κ.:

Σας άρεσε η δουλειά; Την ευχαριστιόσασταν;

Σ.Π.:

Την ευχαριστιόμουν, γιατί ήταν καλλιτεχνική. Ήταν η καλλιτεχνική. Ήταν τα γύψινα αυτά και τα κάναμε πατίνες, τα ’κανα χρυσό, τα ’κανα… Οι [00:20:00]πλούσιοι κάνανε κολώνες στα σπίτια τους, όπως είναι η Ακρόπολη έτσι. Εκεί το σχεδιάζαμε και τα φτιάχναμε καλλιτεχνικά τις κολώνες. Ναι, είχε… Όχι, την αγαπούσα τη δουλειά μου. Έφυγα δηλαδή από τον τόρνο και από την αυτήν, που ήτανε δύσκολη και δύσκολη δουλειά. Και ήμουνα ευχαριστημένος για τις δουλειές που έκανα στη ζωή μου. Τις κάνω με αγάπη πάντοτε όλες τις δουλειές, και μέχρι τώρα δηλαδή, ό,τι κάνω το αγαπάω. Δεν το κάνω σαν κούραση, σαν… Όχι! Μ’ αρέσει.

Κ.Κ.:

Από οικονομικής άποψης τότε ήταν καλά τα χρήματα, ώστε να ζήσετε έτσι τη ζωή εύκολα;

Σ.Π.:

Καλά, δεν… Ναι, ήτανε. Φτάνανε να συντηρηθεί ο άνθρωπος και άμα είναι και λίγο οικονόμος, μπορεί και προοδεύει λίγο παραπάνω. Κι αυτό καλό ήτανε. Είμαι ευχαριστημένος που προοδέψαμε λιγάκι στη ζωή μας. Κάναμε… Έχουμε κάνει κι έχουμε και μαγαζί, έκανα και μαγαζί.

Κ.Κ.:

Πείτε μου λίγο για το μαγαζί πως δημιουργήσατε μετά από τη δουλειά;

Σ.Π.:

Από τους ελαιοχρωματισμούς και τα αυτά που είχα κάνει δουλειές, έκανα οικονομία και αγόρασα μαγαζί. Και ναι, αγοράσαμε μαγαζί και έχω… Εκείνη, που με έχει βοηθήσει πολύ κι είμαι πολύ ευτυχισμένος, γιατί η γυναίκα μου είναι μία άξια γυναίκα, τρομερά άξια, δηλαδή μπορώ να πω ότι, μπορώ να πω, μπορεί να την πω ότι είναι η καλύτερη των Αθηνών σε εργασία, σε εμπόριο, σε αυτά. Είναι μια τρομερή γυναίκα και μέχρι τώρα εργάζεται και είναι και 77 χρόνων. Και εργάζεται με τον γιο της, με τον γιο μας δηλαδή. Είναι και αυτός 47 χρόνων τόσο. Έχω και δύο εγγόνια έχουμε, νύφη, τη νύφη μας και δυο εγγόνια. Είναι σπουδαία παιδιά. Εκείνο είναι η χαρά μου, που μου δίνει, νομίζω ότι θα πάω πολλά χρόνια μπροστά. Γιατί η χαρά μου είναι που αισθάνομαι ότι τα εγγόνια μου είναι πολύ καλά. Και μάλιστα ο μεγάλος, ο Στέλιος στο σχολείο τώρα, που είναι στη… 14 χρονών στα 15 όλο 20 παίρνει. Είναι… Και διαβάζει όλες τις φορές και ένα άλλο που έχει καλό προτέρημα είναι και ποδοσφαιριστής καλός. Και, μάλιστα, μία φορά τον κάλεσε κι η ΑΕΚ και πήγε για να τον δούνε και του ’χουνε καλή αυτή. Έχει κι αυτός τα δικά μου τα… Μάλλον πρέπει να ’χει. Όχι τις γνώσεις, δεν είμαι τόσο καλός εγώ. Αυτός είναι τέλειος, ο μεγάλος, ο Στέλιος. Τώρα είναι ο άλλος είναι 9 χρόνων, είναι κολυμβητής αυτός ο εγγονός μου. Είναι θηρίο. Αυτός είναι εδώ του αρέσει, αυτό το μέρος εδώ να βρίσκεται. Μπράβο τους, θα κάνουνε καλή πρόοδο, θα προοδεύσουνε και όλα τα παιδιά του κόσμου να είναι έτσι, χαρά μου είναι εμένανε. Θέλω ο κόσμος και οι ανθρώποι να είναι αγαπημένοι μεταξύ τους. Δεν θέλω έτσι να σκεφτώ ότι είναι κακός αυτός, δεν θέλω. Ούτε ούτε έχω συναντήσει, δηλαδή, σ’ εμένανε κακό άνθρωπο μέχρι τώρα, δεν έχω συναντήσει. Δεν ξέρω άλλοι ανθρώποι, αλλά είμαι τυχερός. Όλοι συνήθως είναι τριγύρω μου καλοί ανθρώποι, και γυναίκες και άντρες, είναι πολύ καλοί και είμαι έτσι ευχαριστημένος. Και με τιμούν πολύ, με αγαπάνε. Είναι χαρά στον άνθρωπο, του δίνει ζωή του ανθρώπου, όταν ο άλλος σε βλέπει έτσι με αγάπη και ευχαρίστηση.

Κ.Κ.:

Να σας πάω λίγο πίσω πάλι; Με την γυναίκα σας πώς γνωριστήκατε; Πόσο χρονών ήσασταν τότε;

Σ.Π.:

Τη γυναίκα μου… Εγώ είχα, θυμάμαι τότε, είχα εφτά υπαλλήλους στη δουλειά μου, στην οικοδομή, ελαιοχρωματισταί. Και είχα και αυτοκίνητο τότε — νέος ήμουνα — και τους λέω, ένα μεσημέρι και έκανε και ζέστη: «Ρε πάμε να σας πάω στη Γλυφάδα, να κάνουμε ένα μπάνιο στην παραλία εκεί;». Τότε, τότε παραλία στη Γλυφάδα. Και είχαμε πάρει και μία μπάλα. Είχαμε μπάλα. Κι αφού κάναμε μπάνιο, μετά κάναμε και ποδόσφαιρο. Παίζαμε εκεί και έρχεται η γυναίκα μου και μας έκανε την… Ότι ξέρει να παίζει μπάλα και σου ’πα-μου ’πες και έκανε την… Και πράγματι είναι τσακάλι! Ναι, και εκεί ξεκίνησε η γνωριμία με τη γυναίκα μου και από εκεί και πέρα, γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε και συνεχίσαμε την πρόοδο της εργασίας. Είναι μεγάλη δουλειά ότι περισσότερο προόδευσα με τη γνωριμία της γυναίκας μου. Είναι τέλεια! Και είναι η χαρά μου αυτή, όπως και τα εγγόνια και τέτοια αγαπάνε αυτή τη γιαγιά, χοροπήδανε…

Κ.Κ.:

Μεγάλος έρωτας δηλαδή.

Σ.Π.:

Ναι, ναι και τώρα ακόμα. Τώρα γίνεται πω, πω, πω, πώς τα περιποιείται τα παιδιά! Δεν είναι εδώ πέρα μαζί μου, είναι στο μαγαζί, στον γιο της. Δεν φεύγει από τον γιο της δίπλα, βέβαια. Και μία υπάλληλος είχαμε και έναν υπάλληλο είχαμε, αλλά τώρα με την κατάσταση που χάλασε, σταμάτησε και ένας υπάλληλος που είχαμε όλα τα χρόνια. Πολλά χρόνια.

Σ.Π.:

Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια, πότε παντρευτήκατε εσείς, τη χρονολογία θυμάστε; Πώς ήταν τότε η εποχή;

Κ.Κ.:

Η εποχή ήτανε πάνω στην πρόοδο που είχανε εδώ η Ελλάδα μας, ας πούμε. Γίνανε εργοστάσια, γίνανε δουλειές και υπήρχε κόσμος και μπορούσαμε και ζούσαν οι ανθρώποι πιο καλά, πιο ωραία.

Κ.Κ.:

Θυμάστε χρονολογία;

Σ.Π.:

Χρονολογίες τώρα είναι…

Κ.Κ.:

Πότε παντρευτήκατε;

Σ.Π.:

Την ημέρα δεν την θυμάμαι…

Κ.Κ.:

Τον χρόνο.

Σ.Π.:

Τον χρόνο. Και τον χρόνο δεν θυμάμαι, έχω καθυστερήσει λιγάκι. Γιατί δεν ξέρω-

Κ.Κ.:

Δεν πειράζει.

Σ.Π.:

Κοίταξε εδώ, αυτό το λέω και στη γυναίκα μου κάθε βράδυ που τηλεφωνιόμαστε και μιλάμε της λέω: «Δεν θυμάμαι, ρε παιδί μου, τώρα τι έχω πάθει». Έχει πράγματι, έχει χάσει λιγάκι το μυαλό μου, έχω… Και λέω πώς ξεκινάει ο άνθρωπος και πού φτάνει, ας πούμε. Έφτασα στην ηλικία, στα 90 και να μην θυμάμαι πολλά ονόματα.

Σ.Π.:

Με παίρνουν στο τηλέφωνο όλος ο κόσμος και από την Ευρώπη με παίρνουν και απ’ έξω. Και μάλιστα απ’ τη Σερβία είχα μια συζήτηση μ’ έναν Έλληνα που της μιλούσε στα σέρβικα, της εξηγούσε που μιλάγαμε. Σήμερα το μεσημέρι! Απ’ τη Σερβία και ήθελε συνέντευξη η δημοσιογράφος. Θέλω να πω, έχουμε… Δεν ξέρω, πάντως δεν ξέρω άλλοι ανθρώποι, πάντως εγώ αυτό είναι που δεν μπορώ να σου δώσω τρομερή εικόνα. Γιατί, όπως βλέπεις εδώ πέρα, βλέπεις με τι ανθρώπους έχω… Δεν θέλω ούτε να κάνω φιγούρα ούτε να πω ονόματα δεν… Έχω ζήσει με όλους, έχω ζήσει με το ΣΕΓΑΣ. Το ΣΕΓΑΣ μου έχει δώσει τόσα κύπελλα μου ’χει δώσει. Με παίρνουν στο τηλέφωνο: «Έλα εδώ». Μου κάνανε στο Κολλέγιο, στο Κολλέγιο στο Ψυχικό μου κάνανε τιμητική διάκριση. Στο… Κάτω, στην οδός Πειραιώς στο θέατρο, στην οδός Πειραιώς — πώς το λένε εκεί πέρα το θέατρο — πάλι κι εκεί μου κάνανε τιμητικές διακρίσεις, το ΣΕΓΑΣ. Δηλαδή είναι πολλά χρόνια που ασχολούμαι με το[00:30:00]ν αθλητισμό και μου ’χουνε κάνει πολλές τιμητικές διακρίσεις, πολλοί. Και θέλω να πω ότι αυτά είναι η χαρά μου απερίγραπτη. Δεν με ενδιαφέρουνε και πολλά πράγματα στη ζωή, δεν είμαι να αποκτήσω περιουσίες και τέτοια και αυτά. Δεν το ‘χω σκεφτεί ποτές τόσο πολύ. Απλώς, μ’ αρέσει η ζωή πολύ, πολύ μ’ αρέσει η ζωή. Και όλοι οι ανθρώποι πρέπει να την αγαπάνε. Και αυτά που βλέπουμε τώρα στην κοινωνία αυτή που φτάσαμε, και αυτές οι αρρώστιες και η μόλυνση της ατμόσφαιρας, αυτή η οποία τη βλέπουμε ότι φεύγουνε τόσος κόσμος, στενοχωριέμαι το βλέπω και στεναχωριέμαι. Που φεύγουν οι συνανθρώποι μας και νέοι ανθρώποι. Πρέπει ο άνθρωπος να χαίρεται — έτσι το νομίζω — την κάθε μέρα που ξημερώνει, να την αγαπάει και να χαίρεται.

Κ.Κ.:

Να πάμε λίγο πάλι πίσω, όταν έγινε η δικτατορία των Συνταγματαρχών, εσείς πού βρισκόσασταν;

Σ.Π.:

Με την πολιτική δεν ανακατεύτηκα ούτε, ούτε, τίποτα. Δεν ανακατεύτηκα ούτε έδινα σημασία ποτές. Και θυμάμαι μία φορά που ήμουνα νεαρός και ήταν τότε ο ανταρτοπόλεμος, μεταξύ μας οι ανθρώποι που σκοτωνόντουσαν. Όπως ήμουνα στο σπίτι μου, έρχεται ένας αστυνομικός και με παίρνει και με πήγε στο τμήμα του Υμηττού. Ήτανε στον Υμηττό ένα τμήμα εκεί αστυνομικό και μόλις πήγα και πάτησα τα πρώτα σκαλοπάτια και βγήκε ο διοικητής: «Διώχ’ τον, άσ’ τον αυτόν». Γνωρίζανε αυτοί ποιοι είναι οι ανθρώποι και λέει: «Τι μου έφερες -κατάλαβες, συγγνώμη- τι μου έφερες;», λέει τώρα. Και με γύρισε ξανά πίσω, με γύρισε ξανά πίσω, πήγα στο σπίτι μου. Ξαναγύρισα, δηλαδή με πήρε… Νόμιζε ότι ήμουνα σε αντάρτικες ή δεξιές ή αριστερές και αυτές. Καμία, δεν είχα καμία σχέση, του λέει: «Στείλ’ τονε», ναι το θυμάμαι…

Κ.Κ.:

Φοβηθήκατε εσείς τότε που ήρθε ο αστυνομικός;

Σ.Π.:

Όχι δεν-

Κ.Κ.:

Πώς νιώσατε;

Σ.Π.:

Πηγαίναμε παρέα, μαζί πηγαίναμε, παρεΐτσα, από το νεκροταφείο το πρώτο τη μάντρα μέχρι τον Υμηττό. Στην πλατεία Υμηττού ήτανε το τμήμα.

Κ.Κ.:

Τι σκεφτήκατε τότε; Σκεφτήκατε ότι «γιατί με θέλουν τώρα;»;

Σ.Π.:

Αυτό σκεφτόμουν. Δεν μου είπε γιατί με πήρε, δεν μου είπε ότι «είσαι αντάρτης ή είσαι δεξιός ή αριστερός ή…», δεν μου είπε τίποτα ο αστυνομικός παρά με πήρε. Κάποιος θα του είπε, ας πούμε, στη γειτονιά ότι «ο Στέλιος είναι τάδε», και σου ’πα-μου ’πες. Και ήρθε και με πήρε ο άνθρωπος, ο αστυνομικός και πήγαμε παρέα στο τμήμα. Αλλά μόλις ανέβηκα τα σκαλοπάτια και με είδε ο διοικητής, λέει: «Στείλ’ τον πίσω, αυτό το παιδί». Με ξέρανε λόγω ότι και από μικρό παιδάκι έπαιζα μπάλα σου ’πα-μου ’πες και ξέρανε. Έχουμε ζήσει και αυτά, έχουμε –

Κ.Κ.:

Οπότε δεν είχατε καμιά ανάμειξη;

Σ.Π.:

Όχι, όχι. Καμία, καμία. Ποτέ.

Κ.Κ.:

Τότε με την δικτατορία, ας πούμε, πώς το ζούσατε εσείς; Είχατε καμία-

Σ.Π.:

Καθόλου δεν είχα, ούτε καν-

Κ.Κ.:

Καμία δυσκολία.

Σ.Π.:

Καμία, καμία, καμία, ποτέ. Ποτέ. Είμαστε εντάξει. Ήταν οι γονείς καλοί, πατέρας μου η μάνα μου ήτανε διαμάντια, χρυσάφια. Δεν ξεχνιούνται ποτές. Κάθε μέρα. Τη μάνα μου και τον πατέρα μου και τα αδέρφια μου τα αγαπούσα όλα. Και θα τ’ αγαπάω συνέχεια, σ’ όλη μου τη ζωή. Ήτανε καλοί ανθρώποι. Εδώ είναι φωτογραφία οι γονείς μου απάνω. Ναι, αυτά είναι η ζωή. Πάντως, παιδί μου, περνάνε τα χρόνια, ούτε τα καταλαβαίνεις πότε φεύγουνε. Έχω, έχω… Δεν πιστεύω πώς φεύγουν τα χρόνια μου και φοβάμαι. Θέλω να μείνω, θέλω να μείνω. Δεν μ’ ενθουσιάζει τίποτα, τίποτα. Έχουμε το χόμπι μας, αυτό είναι. Όχι, δεν είμαι δυσαρεστημένος, γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος να έχει πάει σε 25 χώρες και να ταξιδέψει-

Κ.Κ.:

Για να μιλήσουμε λίγο για αυτό. Πότε ξεκινήσατε εσείς, έτσι με τον αθλητισμό πιο έντονα;

Σ.Π.:

Ναι. Ένας φίλος μου — ένας που έχει και μαγαζί στον Βύρωνα — και εγώ έπαιζα ποδόσφαιρο. Μέχρι τα 59 μου χρόνια πήγαινα στον Άγιο Κοσμά και έπαιζα και ποδόσφαιρο. Έπαιζα με τους νέους και μου λέει ο γείτονας που είναι δρομέας αυτός των αποστάσεων κοντινών — γρήγορος — μου λέει: «Σε ξέρω». Γείτονας είναι. Έχει και αυτός μαγαζί με είδη, είδη διακοσμητικά του σπιτιού και φωτογραφίες και τέτοια έχει και μου λέει: «Πηγαίνεις,- λέει- και θα σε, θα φας καμιά κλωτσιά και θα σε τραυματίσουν και θα μείνεις και ανάπηρος. Δεν πας να τρέξεις 5 χιλιόμετρα και να μου πεις πόσο χρόνο έκανες;». Πάω και στα 59 μου χρονιά και τρέχω στον Άγιο Κοσμά και κάνω τις στροφές τις 12,5-12 στροφές και του λέω: «Έκανα τόσην ώρα», «Ε, είσαι Πρωταθλητής Ελλάδος». Και ήμουνα στα 59 μου χρόνια και μου λέει: «Είσαι πρωταθλητής». Όχι στους νέους, όχι, καθόλου! Οι νέοι πετάνε, εγώ δεν πετάω. «Για τους μεγάλους ας πούμε -μου λέει- θα είσαι ο πρώτος παντού» και έτσι ξεκίνησα τον αθλητισμό του στίβου και έφυγα από το ποδόσφαιρο. Γιατί έπαιρνα και τον γιο μου και πηγαίναμε στον Άγιο Κοσμά και έπαιζε μπάλα κι αυτός. Τώρα δεν παίζει καθόλου. Και έτσι ξεκίνησα τον αθλητισμό του στίβου. Και τώρα και 30 χρόνια είμαι πολύ ευχαριστημένος που ασχολήθηκα με τον αθλητισμό του στίβου, γιατί προσφέρει υγεία. Εδώ πέρα, εδώ πέρα που πάω και κάνω στο Υγείας κάθε 6 μήνες κάνω γενικές εξετάσεις αίματος και όλα τα είδη. Κάνω, εδώ και 2-3 χρόνια ας πούμε που κάνω εδώ στο Υγείας εξετάσεις, τις έχω όλες στο σπίτι τις εξετάσεις, μου λέει ο ιατρός πέρυσι… Πέρυσι, όχι εφέτος. Εφέτος δεν έκανα, ακόμα δεν έκανα, γιατί έκανα τρία και για την υγρασία — πώς το λένε — για τη γρίπη, έκανα και της γρίπης το… Με κοίταξε τα χαρτιά και βλέπει, δεν βλέπει τίποτα να έχω ο γιατρός και πήρε το χαρτί, πήρε τα χαρτιά και γύρναγε στα γραφεία μέσα, στο Υγείας που είναι και οι άλλοι γιατροί και λέει: «Αυτός ο άνθρωπος είναι 90-89 χρόνων, δεν έχει απολύτως τίποτα». Και έρχεται μετά από 20 λεπτά — γύρναγε 20 λεπτά καθόμουνα στο γραφείο του και περίμενα να γυρίσει — και μου λέει: «Μήπως θέλεις, είπαμε με τους γιατρούς, μήπως θες να βάλουμε καμία ταμπέλα έξω από το Υγείας, ότι είναι ο μοναδικός ενενηντάχρονος άνθρωπος που δεν έχει απολύτως τίποτα»;. Έτσι είναι ακριβώς και τις έχω και όλες από όλα τα χρόνια τις έχω τις εξετάσεις, δεν έχω ποτέ τίποτα, τίποτα απολύτως. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Η μόνη φορά που άργησα σε Μαραθώνιο, εδώ και 30 χρόνια τρέχω το Μαραθώνιο της Ελλάδος — άσε τους ξένους — πόνεσα λιγάκι εδώ στην μέση λίγο απάνω δεξιά, πόνεσα λιγάκι. Αλλά τώρα δεν πονάω δηλαδή, έτρεξα το Μαραθώνιο, την άλλη μέρα δεν πόναγα. Και θέλω να πω πόνεσα λιγάκι εφέτος και άργησα να τερματίσω και στεναχωρήθηκα, που άργησα να τερματίσω λιγάκι, ναι. Και λέω άλλη φο[00:40:00]ρά δεν το ξανακάνω, δεν θα αργήσω. Θα πάω, θα προσπαθήσω να πάω πιο γρήγορα. Γιατί και στον δρόμο σκέφτηκα, κι ας πονάω, να τρέξω, να τρέξω πιο γρήγορα. Αλλά όχι, να μπορέσω να τερματίσω και αυτό έκανα που άργησα. Λέω: «Ας τερματίσω αυτήν τη φορά». Γιατί πέρσι δεν τρέξαμε, γιατί ήτανε το… Ενώ πρόπερσι πάλι έτρεξα και έκανα 6 ώρες και 10 λεπτά, κάτι τέτοιο έκανα. Τώρα θα περίμενα 6:30 ώρες να κάνω, αλλά άργησε και πήγα 10 ώρες κάτι τέτοιο νομίζω, κάτι τέτοιο. Ούτε ξέρω ούτε ρώτησα, αλλά το κατάλαβα Αλλά είχα πίσω μου κι άλλους που ερχόντουσαν, δεν ήτανε ο τελευταίος. Όχι τελευταίος. Όχι τελευταίος, ήταν και πιο νέοι, πολλοί, πιο νέοι και που τερμάτισαν. Ναι, αυτά είναι η ζωή, παιδί μου.

Κ.Κ.:

Οπότε ο πρώτος μαραθώνιος που τρέξατε τον θυμάστε σαν στιγμή, πώς νιώσατε; Τον πρώτο μαραθώνιο που τρέξατε;

Σ.Π.:

Τον πρώτο μετά… Τον πρώτο καλά, ναι.

Κ.Κ.:

Πόσο χρονών ήσασταν, ήσασταν 60;

Σ.Π.:

Ήμουνα 59 χρόνων, 59. Έκανα… Στάσου, στάσου, το κυριότερο είναι το εξής, ότι το ΣΕΓΑΣ με έχει από 60 χρόνων μέχρι 70 δεν έχω περάσει τις 3:30 ώρες μαραθωνίους. Δηλαδή 10 χρόνια που τρέχω, τότε από 60 μέχρι 70 χρόνων, δεν έχω περάσει τις 3:30 ώρες, 3:10, 3:12, 3:25, 3:20, όλο εκεί τερματίζω. Και στην Ισπανία, στη Μαδρίτη, εκείνο στεναχωρήθηκα έκανα 3:12 στη Μαδρίτη και ήμουνα τότε 65 χρόνων 62-63 — δεν θυμάμαι ποια ημερομηνία — και δεν μου δώσανε ούτε μετάλλιο και. Eκεί στενοχωρήθηκα. Οι Ισπανοί είναι αυστηροί στα αυτά τα πράγματα, είναι πολύ αυστηροί. Θέλουνε αυτόνε που είναι κάτι ας πούμε, να ’ναι… Μέχρι 3 ώρες γράφει ο Ισπανός ότι δίνει μετάλλιο. Μετά τις 3 ώρες, κανένας δεν παίρνει μετάλλιο και ας είναι και νέος και μικρός και οτιδήποτε. Μέχρι τις 3 ώρες. Και αυτό δεν το ήξερα. Αν το ήξερα, δεν το είχαμε μάθει. Δεν το ήξερα ότι δεν δίνουνε μετάλλιο μετά τις… Να πάρω ένα επίσημο και από εκεί. Έχω πάρει διάφορα μετάλλια από άλλες χώρες, αλλά εκεί οι Σπανιόλοι, η Μαδρίτη, δεν μου ’δωσε. Το θυμάμαι αυτό και δεν το ξεχνάω, γιατί όταν είσαι 61-62 χρονών και κάνεις 3:12, είναι… Τι λέμε τώρα, τι λέμε τώρα! Είναι δύναμη, είναι τρέξιμο καλό, μπορείς. Έτσι, έτσι με τους Σπανιόλους έπαθα αυτό.

Κ.Κ.:

Οι πρώτοι μαραθώνιοι που τρέχατε σας άρεσαν; Πώς νιώθατε, τι σκεφτόσασταν;

Σ.Π.:

Να σου πω. Οι πρώτοι μαραθώνιοι που τρέχαμε… Η οδός αυτή, ο Μαραθώνιος τότε μαζί με τα λεωφορεία τρέχαμε, μαζί με τα λεωφορεία. Πηγαίνανε και ερχόντουσαν τα λεωφορεία κι εμείς στην άκρη τρέχαμε. Ξεκινήσαμε που τρέχαμε μαραθώνιο τότε στις αρχές και ήτανε και τα λεωφορεία και διάφορα — μηχανές όχι τότε, κάνα ποδήλατο αν ήταν — και τρέχαμε με τα λεωφορεία παρέα. Δηλαδή σε δηλητηρίαζε, το καταλάβαινες, σε δηλητηριάζει το λεωφορείο ή μια κούρσα ή ένα οτιδήποτε. Καταλάβαινες τη μυρουδιά, γιατί όταν τρέχεις, αναπνέεις καλά και καταλαβαίνεις τη μόλυνση. Και λέω θυμάμαι… Ενώ τώρα, πολλά χρόνια είναι κλειστός ο δρόμος και τρέχουμε άνετα. Ενώ στις αρχές που τρέχαμε 100 άτομα, 200, 300 είμαστε με τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα, με την κίνηση. Με την κίνηση μαζί τρέχαμε και εμείς μαραθώνιο. Τώρα είναι, το έχουνε σταματήσει είναι…

Κ.Κ.:

Ήταν δύσκολα δηλαδή, δεν ήταν-

Σ.Π.:

Πολύ δύσκολα, πολύ δύσκολα ο Μαραθώνιος. Πολύ δύσκολος.

Κ.Κ.:

Υπήρχανε στιγμές που δυσκολευόσασταν, δηλαδή στη διάρκεια, να πείτε ποτέ: «Τα παρατάω, δεν αντέχω άλλο»;

Σ.Π.:

Δεν μου ’χει τύχει. Δεν μου ’χει τύχει, όχι. Πουθενά, ούτε στο εξωτερικό ούτε τίποτα. Βέβαια! Δεν μου ’χει τύχει, ούτε στην Αυστραλία, ούτε στο… Δεν μου ’χει τύχει!

Κ.Κ.:

Τι σας δίνει δύναμη εκείνη την ώρα; Τι σκέφτεστε; Σκέφτεστε ή είναι το μυαλό-

Σ.Π.:

Όχι, το μυαλό είναι στη… Δεν ξέρω. Εγώ απλώς και μόνο τρέχω και εκεί όπως μπορώ, ας πούμε, πηγαίνω. Δεν ταλαιπωρώ πολύ το σώμα μου, δεν το ταλαιπωρώ πολύ. Δηλαδή με χαρά μου τερματίζω πάντοτε! Δεν έχω άγχος και τέτοια. Χαρά μου να πηγαίνω «τάκα τάκα τάκα» μου αρέσει, το ευχαριστιέμαι. Αυτό είναι, έχει ομορφιά πάντως μεγάλη.

Κ.Κ.:

Σκέφτεστε τον τερματισμό; Σκέφτεστε-

Σ.Π.:

Ε, καλά. Αυτό να λέγεται! Σκέφτομαι… Και τον πρώτο μαραθώνιο που έτρεξα, νόμιζε η γυναίκα μου ότι θα πεθάνω. Περίμενε στο στάδιο η γυναίκα μου και τον πρώτο μαραθώνιο, τον πρώτο μαραθώνιο — μετά απ’ την προπόνηση που ’χα κάνει — και ήρθα πολύ γρήγορα και έτσι, ας πούμε, και ήρθα και έπεσα στο στάδιο μέσα ας πούμε και ήρθε και μ’ έκανε εντριβές και τέτοια και φοβήθηκε. Νόμιζε ότι θα πεθάνω και το λέει σε κάθε φορά που της κάνουνε συνέντευξη, το λέει γι’ αυτό το δικό μου: «Την πρώτη φορά που έκανε τον πρώτο μαραθώνιο, έπεσε κάτω και πράγματι ήτανε…».

Κ.Κ.:

Εσείς, όμως, πέσατε κάτω από χαρά φαντάζομαι, όχι από κούραση;

Σ.Π.:

Ούτε θυμάμαι τι ακριβώς ήτανε. Άλλη φορά δεν μου έχει τύχει αυτό. Αλλά η γυναίκα μου όλη την ώρα το λέει αυτό: «Φοβήθηκα μην πεθάνει έτσι όπως ήτανε». Ναι, έτσι λέει. Ναι, πάντως είναι… Εγώ όταν τρέχω τον ελληνικό μαραθώνιο, σκέπτομαι το Καλλιμάρμαρο. Λέω: «Να τερματίσω σ’ αυτόν τον ναό». Εγώ τον έχω για ναό, για το ναό της Ελλάδας, να προσκυνάμε όλοι σε αυτό. Γιατί να σου πω, παιδί μου, ότι στην Ευρώπη και παγκόσμια εκεί που ’χω πάει, δεν υπάρχει τέτοιο στάδιο Καλλιμάρμαρο. Δηλαδή το σχέδιο που το έχουνε φτιάξει, η τεχνική στα μάρμαρα όπως τα ’χουνε φτιάξει, δεν έχει τέτοιο πράγμα, δεν έχει τέτοιο πράγμα. Είναι αλλιώς. Ούτε στην Ισπανία έχει ούτε… Πήγαμε και στις ταυρομαχίες και τέτοια που ’χω δει, που σκοτώνουνε τους ταύρους και τα αυτά τα ζωντανά, έχω δει και τέτοια. Είναι-

Κ.Κ.:

Είναι κάτι ξεχωριστό, δηλαδή, για εσάς

Σ.Π.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Η χαρά του να τρέχεις στην-

Σ.Π.:

Ναι, εδώ αυτόν τον Μαραθώνιο.

Κ.Κ.:

Ανυπομονείτε κάθε χρόνο-

Σ.Π.:

Με γεμίζει χαρά που συμμετέχω και είναι συνάνθρωποί μου, οι φίλοι μου, οι παλαιοί, οι μεγάλοι και μικροί ανθρώποι, γυναίκες, άντρες. Τώρα έχουμε και πολλές γυναίκες που μπαίνουνε και μεγάλες και γεμάτες γυναίκες. Δεν είναι ότι είναι αδύνατη και αυτή. Και τα καταφέρνουν και με γεμάτες γυναίκες και καταφέρνουν μαραθώνιο. Είναι κατόρθωμα ωραίο αυτό. Χαίρομαι! Τις είδα εφέτος και τις χαιρόμουνα. Γιατί έτυχε να είμαι με τους πίσω ανθρώπους, που δεν είναι πρωταθλητισμό και έτυχε να έχω πολλές κυρίες τέτοιες που… Και τις θαύμαζα που βγαίνανε και μπροστά μου και φεύγανε και πιο μπροστά, αλλά με λίγο βάρος. Μπή[00:50:00]κανε και οι γυναίκες τώρα στους αγώνες του Μαραθωνίου και ήτανε χαρά μου που τις έβλεπα.

Κ.Κ.:

Εσείς βλέπετε όλα αυτά τα χρόνια που τρέχετε στον Μαραθώνιο μεγάλη έτσι προσέλευση του κόσμου, σαν αγωνιστές;

Σ.Π.:

Βέβαια. Πριν δύο χρόνια, πριν έναν χρόνο, πριν δύο χρόνια, ναι που ήμουνα 88 χρονών. Ναι πέρυσι δεν τρέξαμε, ήτανε 22.000 μαραθωνοδρόμοι. Μπορώ-

Κ.Κ.:

Εσείς, όταν ξεκινήσατε, ήσασταν 300 άτομα ξέρω εγώ ε;

Σ.Π.:

100, 200, τι 300. 300 ήτανε πολλά, 300 ήτανε πολλά.

Κ.Κ.:

Πώς αισθάνεστε που ο κόσμος του αρέσει και έρχεται;

Σ.Π.:

Έρχεται και το που σου φωνάζει στον δρόμο, σου δίνει δύναμη, χαρά. Σε χειροκροτάει, περιμένει και σε χειροκροτάει. Εμένα ο γιος μου και η γυναίκα μου περιμένουν στο 25 χιλιόμετρο και μετά στο Στάδιο, με τα εγγόνια, η νύφη μου, όλοι στο στάδιο. Περιμένουν και και τώρα, περισσότερο η αγάπη μου είναι ότι θα περιμένουνε τα εγγόνια στο στάδιο και πρέπει να τερματίσω. Πρέπει να τερματίσω, ναι.

Κ.Κ.:

Οπότε έχετε κι αυτό στο μυαλό σας ότι-

Σ.Π.:

Βέβαια-

Κ.Κ.:

Είναι τα εγγόνια-

Σ.Π.:

Μα είναι απαραίτητο. Λέω: «Θα με περιμένουνε».

Κ.Κ.:

Αυτή είναι η δύναμή σας τώρα

Σ.Π.:

Ναι, αυτή μου δίνει μεγάλη ζωή και δύναμη και μπορώ και ναι… Σου λέω η μόνη χρονιά, όπου εφέτος έτσι αισθάνθηκα λίγο να με τσιμπήσει λιγάκι εδώ, να με πονάει λίγο και να γείρω λιγάκι, αλλά τα κατάφερα! Να δω του χρόνου τώρα, θα κάνω προπόνηση διαφορετική και θέλω να με δει και ο γιατρός. Και ένα άλλο θα σου πω — για να μείνει και στην ιστορία, να το ξέρουνε — ότι πριν 10 χρόνια, πριν 10 χρόνια ο Παπαπολυχρονίου… Είναι ένας χειρουργός ιατρός. Πώς τους λένε τους χειρούργους που κάνουν για τα πόδια, πώς λένε τους χειρούργους στα ισχία; Εδώ πόνεσα και μου άλλαξε τα ισχία. Εδώ και 10 χρόνια εδώ έχω αλλάξει ισχία, τρέχω με άλλα. Bέβαια, ο Παπαπολυχρονίου. Και τώρα που έτρεξα τον Μαραθώνιο, τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα πόνεσα λίγο δεξιά επάνω, γι’ αυτό άργησα λιγάκι, άργησα στον Μαραθώνιο. Και μου λέει ότι να πάω από κει να με εξετάσει τώρα να δει από τι είναι. Αλλά εδώ, που μου είχε αλλάξει τα ισχία εδώ, εδώ και εδώ, δεν πονάω δεν έχει. Ούτε αισθάνομαι τίποτα, τίποτα! Σαν να ’μαι όπως ήμουνα παιδί, όπως ήμουνα πρώτα. Είδες η επιστήμη που έχει φτάσει, ας πούμε; Βοήθησε πολύ, με βοήθησε πολύ. Και αθλούμαι και μου δίνει χαρά. Όπως σου λέω, κάθε μέρα νιώθω μεγάλη χαρά που βρίσκομαι και δίχως να έχω απαιτήσεις από τη ζωή, ούτε από τον κόσμο, ούτε από κανέναν, απαιτήσεις μεγάλες. Μένω μόνος μου εδώ πέρα, μες στον παράδεισο. Το σκέφτομαι εγώ, την ησυχία, την ηρεμία. Ακούς τίποτα τώρα;

Κ.Κ.:

Τίποτα.

Σ.Π.:

Μόνο τα πουλιά, που με ξυπνάνε το πρωί.

Κ.Κ.:

Πολύ ωραία.

Σ.Π.:

Με τα πουλιά ξυπνάμε το πρωί, εδώ πέρα. Είναι ωραία. Θα μαζέψουμε και το λάδι, έχουμε να μαζέψουμε την άλλη εβδομάδα με το Βλάση, θα μαζέψουμε και το λάδι.

Κ.Κ.:

Ωραία, πώς είναι η καθημερινότητα τώρα με τις προπονήσεις; Προπονείστε καθημερινά;

Σ.Π.:

Όχι, τώρα. Μετά τον Μαραθώνιο, έχω σταματήσει τώρα, γιατί, και πριν το Μαραθώνιο… Α, εκείνο είναι το που δεν το είπα, ήταν αυτό που πόνεσα εδώ. Εγώ μέρα- παρά μέρα, πήγαινα πηγαίνω στο στάδιο στο της Νέας Μάκρης και προπονίεμαι. Από 8 χιλιόμετρα, 5-10, μέρα- παρά μέρα, αλλά 2 μήνες δεν είχα αυτοκίνητο, μου είχε χαλάσει το παλαιό και το διώξα, το έστειλα και πήρα άλλο τώρα. Και μετά 2 μήνες, δεν είχα… Δηλαδή, έτρεξα το Μαραθώνιο δίχως να πάω να κάνω προπόνηση στο στάδιο που κάνω όλα τα χρόνια. Γιατί όλα τα χρόνια και στην Αθήνα και στην Πανεπιστημιούπολη προπονούμουνα, στα στάδια όλα που είναι στάδιο. Δεν τρέχω έξω στο δρόμο. Και αυτό έπαθα αυτήν τη φορά, έτρεχα μέσα στο χωράφι μου εδώ γύρω-γύρω. Αλλά είναι ανώμαλος ο δρόμος και φαίνεται το κούρασα τη μέση φαίνεται, από εκεί προήρθε και ο Μαραθώνιος που έτρεξα τώρα και πόνεσα και άργησα λιγάκι. Ήτανε ότι δεν ήμουνα στο στάδιο να προπονηθώ, που είναι το δάπεδο ίσιο και ωραίο και γυμναζόμουνα καλά. Αυτό έγινε εφέτος. Τώρα, που ’χω αυτοκίνητο, θα πηγαίνω να προπονούμαι εκεί. Και ξεκινάω από τη Δευτέρα. Έλεγα τούτες οι μέρες να πάω, αλλά είδα σήμερα ότι ήτανε βροχή. Αύριο είναι λίγο κακοκαιρία, λέω: «Ας το αφήσω». Θέλω να πάω να προπονηθώ, δεν αντέχω άλλο.

Κ.Κ.:

Δεν μπορείτε χωρίς την προπόνηση, είναι μέρος της καθημερινότητας;

Σ.Π.:

Ναι, είναι μέρος. Είναι και να δεις και τον κόσμο, να δεις τους φίλους, να δεις τους ανθρώπους που βλέπεις όλον τον χρόνο. Είναι μεγάλη δουλειά.

Κ.Κ.:

Οπότε για τον επόμενο, τώρα έχετε βάλει στόχο, ξεκινάτε προπονήσεις κανονικά.

Σ.Π.:

Βεβαίως, ναι. Και για άλλους αγώνες, κάνουμε κι άλλους αγώνες! Κάνουμε στα νησιά, πάμε στα νησιά όλα έχω πάει, σε όλα τα νησιά έχω πάει έχω ταξιδέψει. Παντού, τώρα τι να σας πω. Είναι γραμμένα, αλλά δεν είναι τα νησιά γραμμένα της Ελλάδος. Μόνο τα ξένα είναι. Κι έχουμε πάει σ’ όλα σε όλα τα μέρη. Θεσσαλονίκη 2-3 φορές έχω τρέξει. Πήγαμε απ’ τον Λευκό Πύργο πηγαίναμε στο εκεί που είναι… Καλαμαριά, τι είναι! Θυμάμαι! Ή ο γύρος μέσα στη Θεσσαλονίκη, έχει γίνει αγώνας. Έχουμε πάει σε όλα τα μέρη, στα Σέρρας έχω τρέξει, παντού. Τι να σου πω! Σ’ όλες τις πόλεις της Ελλάδας έχω συμμετέχει.

Κ.Κ.:

Από το εξωτερικό, είχε γίνει κάποιος μαραθώνιος που να θυμάστε έτσι πιο πολύ; Πέρα από την Ισπανία που είπαμε.

Σ.Π.:

Ένας μαραθώνιος που με έχει ξετρελάνει είναι στο Buffalo στην Αμερική. Kαι τρέχαμε εκείνη τη φορά και το θυμάμαι και έβρεχε και τερματίσαμε στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Mες στους καταρράκτες του Νιαγάρα και να σε πιτσιλάει το νερό που πέφτει από τα βουνά, που πέφτουν τα νερά μες στους καταρράκτες. Τώρα ήταν πολύ όμορφη και αυτή η διαδρομή. Mας περιποιηθήκανε και οι σπουδαστές οι Έλληνες εκεί στο Buffalo, μας βάλανε και κοιμηθήκαμε και στα δωμάτια τα δικά τους, που κοιμόντουσαν, του πανεπιστημίου. Γιατί κοιμούνται εκεί τα παιδιά, μέσα στο πανεπιστήμιο κοιμούνται αυτά τα Ελληνόπουλα που σπουδάζουν εκεί. Και μας περιποιηθήκανε θυμάμαι, και κοιμηθήκαμε εκεί, το θυμάμαι και αυτό ήτανε ωραίο.

Κ.Κ.:

Ωραία εμπειρία δηλαδή στην Αμερική.

Σ.Π.:

Ναι, ναι. Ναι, με τους Έλληνες. Και παντού με τους Έλληνες. Πώς θυμάμαι που μας κάνανε όλο τραπέζια, δεν μας αφήνανε να τρώμε πουθενά, μας φτιάχνανε φαγητά ήτανε στο…

Κ.Κ.:

Γερμανία μήπως;

Σ.Π.:

Όχι, όχι. Στην Αμερική. Στην Αμερική ήτανε ωραίο το μέρος.

Κ.Κ.:

Οπότε ο Ελληνισμός εκεί πολύ ενεργός και φιλόξενος.

Σ.Π.:

Ναι, στο Brisbane; Όχι. Πώς λέγεται; Brisbane. Ναι, στο Brisbane, δεν είναι. Καλά έχει, σου λέω έτυχα τώρα που [01:00:00]δίνω σε σένα τη συνέντευξη, βλέπω ότι δεν έχω τις δυνατότητες που είχα σαν πιο νέος, όταν είναι ο άνθρωπος, κάπως -

Κ.Κ.:

Έχετε ζήσει τόσες εμπειρίες-

Σ.Π.:

Χάνει, χάνει λιγάκι-

Κ.Κ.:

Που εντάξει, τι να πούμε; Έχετε ζήσει απίστευτες εμπειρίες και πάρα πολλές.

Σ.Π.:

Ναι, ρε παιδί μου, πω, πω. Καταλαβαίνεις τώρα να πηγαίνεις σε αυτές τις χώρες και να τρέχεις…

Κ.Κ.:

Πολύ ωραίες εμπειρίες

Σ.Π.:

Και οι δόξες και να σου παρουσιάζουν η κάθε χώρα τη δόξα της που έχει συμβεί, τι έχει συμβεί στα χρονικά τους. Και μαθαίνεις και την ιστορία τους εκεί και στην δίνουνε. Ναι, ήτανε κι αυτά! Ο κύριος αυτός είναι το 2004 — ο κύριος που μου δίνει το κύπελλο — είναι ο πρόεδρος των κριτών που γίνεται, κάνουν κριτική που τρέχεις.

Κ.Κ.:

Στην Ελλάδα;

Σ.Π.:

Ναι, στην Ελλάδα. Ο πρόεδρος των κριτών. Ναι, το 2004 είναι αυτή η αυτή η φωτογραφία. Έγινε στη δημαρχία Αθηνών μου κάνανε την τιμητική διάκριση.

Κ.Κ.:

Ο μαραθώνιος θεωρείτε σας άλλαξε τη ζωή; Τον τρόπο σκέψης; Σας έκανε καλύτερο αθλητή;

Σ.Π.:

Βεβαίως και σαν άνθρωπο.

Κ.Κ.:

Και σαν άνθρωπο.

Σ.Π.:

Σαν άνθρωπο. Τελείωσε, δηλαδή αλλάζει ο άνθρωπος τελείως. Γίνεται πιο αγαπητός και στη γη που ζει, και στους συνανθρώπους που συναλλάσσεται, γίνεται πιο αγαπητός. Σκέφτεται αλλιώς ο άνθρωπος που γυμνάζεται.

Κ.Κ.:

Πώς σκέπτεστε εσείς δηλαδή τώρα, μετά τον μαραθώνιο;

Σ.Π.:

Σκέπτομαι ότι την κάθε μέρα δηλαδή που ξημερώνει την αγαπάω πολύ, πώς να το πω; Δηλαδή χαίρομαι γι’ αυτό, που υπάρχω. Πολύ χαίρομαι δίχως να ζητάω να ζήσω μεγάλες ζωές και τέτοια. Εδώ στο σπίτι μου να μένω, να υπάρχω και να πηγαίνω να βλέπω τους συνανθρώπους μου, να τρέχουμε, να γυμναζόμαστε, όλοι ίδιοι. Και χαιρόμαστε ο ένας τον άλλον που βλέπει. Έτσι έτσι ζω εγώ μου αρέσει έτσι, τώρα μπορεί να είναι λάθος ο άλλος να λέει: «Γεννήθηκα ας κάνω τα πάντα». Εγώ δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Πάντως εσύ είστε νέα γενιά, παιδί μου. Και θα σας δώσω μία εικόνα ότι οι παλαιοί άνθρωποι ήταν διαφορετικοί. Δηλαδή δεν θυμάμαι εγώ να ’χε με τα όπλα τώρα που σκοτώνονται και κάνουνε και διάφορα ακούμε, μαχαιριές και τέτοια. Δεν γινόντουσαν αυτά τα πράγματα, βρε παιδί μου. Δεν ακούγαμε ποτές τέτοιο πράγμα. Ολόκληρη Αθήνα και ήταν ανοιχτές οι πόρτες στον κόσμο, δίχως να πηγαίνουν κλέφτες, να πηγαίνουν τέτοια. Τι λέτε τώρα; Αυτά τα πράγματα είναι… Ζήσαμε άλλες εποχές και τις χαρήκαμε, τις χαρήκαμε. Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα που να ’ταν άσχημο στη γειτονιά μας, εκεί που μεγαλώσαμε. Τίποτα το άσχημο. Αφού έτσι προσπαθώ τώρα με το που μου είπες, να θυμηθώ κάτι. Τίποτα άσχημο δεν θυμάμαι. Και ήτανε και πολέμοι, και μεταξύ τους οι αντάρτες στην δεξιά, αριστερή, τα όλα τα κόμματα. Αυτοί, τα συμφέροντα δηλαδή, μερικοί αυτοί άλλαξαν την κατάσταση στην Ελλάδα. Πριν από αυτό το πράγμα, ήμαστε αγαπημένοι. Τι να σου πω! Έτσι σκεφτόμουνα και έτσι σκέφτομαι και θυμάμαι τα παλιά χρόνια και χαίρομαι γι’ αυτό, που υπάρχω. Τα θυμάμαι όλα και είμαι ευτυχής.

Κ.Κ.:

Αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Σ.Π.:

Ναι, ναι.

Κ.Κ.:

Προσπαθείτε να ζείτε την κάθε στιγμή.

Σ.Π.:

Δηλαδή και που περπατάω και που βαδίζω, χαίρομαι για αυτό το πράγμα-

Κ.Κ.:

Βοήθησε-

Σ.Π.:

Πόσο αγάπη έχω για τη ζωή!

Κ.Κ.:

Και ο αθλητισμός πιστεύετε ότι σας διαμόρφωσε αυτή τη-

Σ.Π.:

Ναι, διαμορφώνει. Να μην μπερδευτούμε μόνο με τον αθλητισμό. Ότι ο αθλητισμός… Μόνο ο πρωταθλητισμός, όταν είναι ο νέος, τότε δίνει περισσότερη δύναμη στον εαυτό του και προσπαθεί το… Ο μεγάλος άνθρωπος, εγώ δεν έχω σκεφτεί ποτές τέτοια πράγματα. Κοίταξε εδώ στην Ταϋλάνδη, να βάλεις τώρα ολόκληρο 3 μέτρα φίδι. Οι Ταϊλανδοί παίζουνε μ’ αυτά, τα χαϊδεύουνε και ζούνε μέσα στο ίδιο που ζει κι αυτό.

Κ.Κ.:

Κλείνοντας τι να πούμε, τι να ευχηθούμε;

Σ.Π.:

Αυτός εδώ είναι ο Κούρος. Είναι ο άνθρωπος, που για τα χρήματα και την ευθύνη του, έτρεξε 1000 χιλιόμετρα. Και έτρεξε μέσα σε στάδιο και έκανε στροφές μια εβδομάδα. Μια βδομάδα έκανε στροφές.

Κ.Κ.:

Πολύ σημαντικό.

Σ.Π.:

Αυτός ο κύριος. Βέβαια, το ’χει σταματήσει τον αθλητισμό από τότε που έκανε αυτό και πήρε τα λεφτά αυτά, πολλά λεφτά. Ναι, κι αυτό είναι στο στάδιο που πήρα πρωτιά μαραθώνιου και μου δώσανε κύπελλο και τέτοια. Και αυτά είναι όπως τα κύπελλα και αυτά όλα, ας πούμε, είναι από μαραθώνιους δρόμους, από πρωτιές.

Κ.Κ.:

Οπότε ο Μαραθώνιος και ο αθλητισμός, ας πούμε, είναι ουσιαστικά η ζωή σας;

Σ.Π.:

Ε, ναι, ναι.

Κ.Κ.:

Προτρέπετε κι άλλους ανθρώπους να το ξεκινήσουνε, έστω και αργά στην ηλικία;

Σ.Π.:

Όχι, σιγά-σιγά ξεκίνα και τους το λέω. Και με τον γιο μου στο Μόναχο. Εκεί είναι στο Μόναχο απάνω εκεί, που τερματίζουμε μέσα, μαραθώνιο. Και πίσω — είδες — υπάρχουν και πιο νεαρά, κοπέλα και ο άλλος και εγώ είμαι πιο μεγάλος από αυτούς.

Κ.Κ.:

Δεν έχει σημασία η ηλικία.

Σ.Π.:

Ναι και ο γιος μου εκεί έτρεξε, όταν ήτανε 18 χρονών τονε πήγα εκεί, και στη Στουτγκάρδη έχω τρέξει και στο Μόναχο. Και στα δύο στη Γερμανία. Και εδώ έτρεξε και ο γιος μου 10 χιλιόμετρα και από τότε σταμάτησε να ξανατρέχει και είναι στο μαγαζί. Και τώρα τον έχω — επειδής έχει παχύνει — του λέω: «Κοίταξε να ξεκινήσεις, γιατί και εγώ ξεκίνησα βλέπεις στα 59 και εσύ είσαι 47 ξεκινά από τώρα να αφήσεις το όνομα να συνεχίσει». Έτσι και έτσι ξέρω εγώ ότι τα εγγόνια μου θα αφήσουν όνομα ξανά. Γιατί είναι αθληταί και οι δύο, θα αφήσουν όνομα.

Κ.Κ.:

Οπότε θα συνεχιστεί-

Σ.Π.:

Είναι πολύ γερά παιδιά. Ο μεγάλος — σου λέω — κάθε μέρα, ο μεγάλος παίρνει το 20 στο Γυμνάσιο, που είναι εκεί πέρα τον έχουνε για πρώτον απάνω. Τον πήρε και η ΑΕΚ τον πήρε στο Κορωπί, έκανε την προπονησούλα, τον έχουνε για δείγμα. Παίζει στον Υμηττό. Εχθές, την Κυριακή, ήτανε; Την Κυριακή το βράδυ. Ναι, την Κυριακή το βράδυ ήμουνα στην Αθήνα εγώ και έβλεπα που έπαιζε ο εγγονός μου το βράδυ, με τα φώτα. Έπαιζε παιχνίδι, ποδόσφαιρο και τον είδα πάλι. Είναι πολύ καλός-

Κ.Κ.:

Περήφανος-

Σ.Π.:

Θα αφήσει όνομα, θα συνεχίσει το όνομα αυτό, με τον Στέλιο αυτόν.

Κ.Κ.:

Ένας ακόμα Στέλιος Πρασσάς.

Σ.Π.:

Ναι, ποδόσφαιρο. Θα συνεχίσει.

Κ.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Σ.Π.:

Δεν ξέρω, παιδί μου. Δεν ήμουνα, σου λέω-

Κ.Κ.:

Ήσασταν υπέροχος, σας ευχαριστώ.

Σ.Π.:

Όχι, υστερώ.

Κ.Κ.:

Ήσασταν καταπληκτικός. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Σ.Π.:

Ναι, ρε παιδί μου;