© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Η ζωή στο χωριό της Κονταριώτισσας!
Κωδικός Ιστορίας
10435
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Βούλγαρης (Κ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/11/2020
Ερευνητής/τρια
Αθηνά Παπαγιαννούλη (Α.Π.)
[00:00:00]
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Ναι, είμαι ο Κώστας ο Βούλγαρης.
Είναι Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020, είμαι με τον κύριο Κώστα Βούλγαρη, βρισκόμαστε στην Κονταριώτισσα. Εγώ ονομάζομαι Αθηνά Παπαγιαννούλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Κώστα, αρχικά πείτε μας κάποια πράγματα για εσάς.
Εγώ γεννήθηκα στην Κονταριώτισσα το 1951 από γονείς μου, που ήταν από εδώ από την Κονταριώτισσα και όταν ένιωσα τη ζωή μου, εδώ τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί η οικογένειά μου ήταν γεωργική και κτηνοτροφική. Ασχολιόταν περισσότερο με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Τα πρώτα παιδικά χρόνια ήταν πάρα πολύ σκληρά, διότι δεν υπήρχε ρεύμα. Δεν υπήρχε ηλεκτροδότηση στο χωριό και ήμασταν αναγκασμένοι, τις ανάγκες να τις καλύπτουμε είτε με λάμπες πετρελαίου και τη θέρμανση με ξύλα και με το τζάκι ή τη σόμπα που υπήρχε από τότε, παλιά. Στο σπίτι, βέβαια, η ζωή ήταν δύσκολη, γιατί δεν υπήρχαν καλοριφέρ για την θέρμανση. Τα σπίτια δεν ήταν πολύ καλά κτισμένα και ήταν πολύ κρύα. Στο μόνο δωμάτιο που υπήρχε θέρμανση ήταν το καθιστικό. Τα, ο άλλος ο χώρος δεν είχε κεντρική θέρμανση. Και οι δουλειές ήταν πάρα πολύ δύσκολες, γιατί όλες οι δουλειές ήταν χειρωνακτικές και δεν υπήρχαν μηχανήματα να βοηθάνε στις γεωργικές και στις κτηνοτροφικές δουλειές που κάναμε τότε. Από μικρό παιδί βοηθούσα, όπως και τα άλλα αδέρφια μου, ήμασταν πέντε συνολικά αδέρφια, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Όλοι βοηθούσαμε στην οικογένεια, τους γονείς μας, για να τα βγάλουμε πέρα ως προς τις διάφορες εργασίες που είχαμε, είτε αυτές ήταν κτηνοτροφική εργασία είτε αυτή ήταν γεωργική εργασία. Στη γεωργία όλα γινόταν με χειρωνακτική εργασία. Τα στάρια τα αλωνίζαμε με το δρεπάνι και δεν υπήρχαν οι μηχανές που υπάρχουν σήμερα, οι θεριζοαλωνιστικές, για να αλωνίζουν τα στάρια και αυτή όλη η δουλειά γινόταν χειρωνακτικά και με πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες. Στη συνέχεια, είχαμε και κτηνοτροφία, είχαμε πρόβατα και αγελάδες τις οποίες έπρεπε, τα οποία ζώα έπρεπε να τα βόσκουμε και έπρεπε να τα βόσκουμε, να τα αρμέγουμε. Η μάνα μου έφτιαχνε το τυρί από το γάλα που κάναμε και στη συνέχεια, έκανε και όλες τις δουλειές στο σπίτι. Εμείς όταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε και πηγαίναμε σχολείο, τη μισή μέρα πηγαίναμε σχολείο, τα σχολεία λειτουργούσαν μισή μέρα, κάθε μέρα λειτουργούσαν τη μισή μέρα. Την υπόλοιπη μέρα, βοηθούσαμε στο σπίτι, στην κτηνοτροφία ή στη γεωργία, ανάλογα που χρειαζόταν οι γονείς μας βοήθεια. Στη συνέχεια, έτσι αναπτυσσόμασταν. Βέβαια, όσο ο καιρός περνούσε, ερχόταν και καλύτερες μέρες, γιατί αυξανόταν και η παραγωγή, λόγω της τεχνολογίας που υπήρχε. Καλύτεροι σπόροι ερχότανε πάντα και στα χωράφια και σιγά- σιγά η παραγωγή μας αυξανόταν, αλλά όχι και πάρα πολύ. Και συνεχίζαμε στο σχολείο τα μαθήματα και στο σπίτι την εργασία. Βέβαια, δεν υπήρχε όπως σήμερα ζεστό νερό να πλενόμαστε. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό. Και δεν υπήρχε και η θέρμανση, η κεντρική θέρμανση που υπάρχει στα σπίτια μας,σε κάθε δωμάτιο δεν υπήρχε θέρμανση. Υπήρχε μόνο μια κεντρική θέρμανση σε ένα καθιστικό που εκεί καθόμασταν και περνούσαμε το βράδυ μας. Το σπίτι μας, από ό,τι θυμάμαι, ήταν αυτάρκης σχεδόν σε όλα. Και όταν λέω αυτάρκης, τρώγαμε πράγματα τα οποία εμείς παράγαμε. Αυτό ήταν γάλα, τυρί και το ψωμί το παράγαμε εμείς εδώ, απ’ το στάρι που θερίζαμε και η μάνα μας ζύμωνε το ψωμί και το έψηνε σε ένα φούρνο με ξύλα και χρειαζόταν να παίρνουμε πολύ λίγα πράγματα από το εμπόριο, από τα μαγαζιά. Ακόμα και τα ρούχα που φορούσαμε, τις κάλτσες τις έπλεκε η μάνα μου στο χέρι για όλη την οικογένεια. Τα ρούχα ράβαμε στο ράφτη, αλλά σίγουρα, τις επισκευές αυτές τις έκανε… όλες τις επισκευές στα ρούχα τις έκανε η μάνα μου. Η ζωή ήταν συνεχή εργασία και θα έλεγα και ταλαιπωρία ως προς την παιδική μας ζωή. Εδώ τα παιδιά μεγάλωναν πολύ νωρίτερα ηλικιακά, γιατί ήταν υποχρεωμένα να βοηθάνε στην οικογένεια και στις εργασίες, που ήταν τότε πάρα πολλές. Στη συνέχεια, αρχικά είχαμε… η μεταφορά των προϊόντων, των γεωργικών προϊόντων, γινόταν με ένα κάρο που είχαμε και δύο βόδια. Στη συνέχεια, σαν εκσυγχρονισμός, ήρθαν τα άλογα και αντί για τα βόδια που ζεύανε, που ήταν πολύ αργά και τα βάζαμε στο κάρο για να τραβάμε το κάρο να μεταφέρουμε τα προϊόντα, τα αντικαταστήσανε με άλογο, με άλογα, τα οποία ήταν πιο γρήγορα για την μετακίνηση και την δική μας, αλλά και των προϊόντων.
Να ρωτήσω εγώ κάτι; Προηγουμένως είπατε για το ρεύμα. Εδώ στην Κονταριώτισσα, πότε ήρθε το ρεύμα πρώτη φορά;
Το ρεύμα ήρθε το 1966 για πρώτη φορά. Μέχρι τότε, ο φωτισμός στο σπίτι και όλες οι εργασίες που υπήρχαν, γινόταν με τους πρωτόγονους τρόπους. Δηλαδή, με λάμπες πετρελαίου ήταν ο φωτισμός και η θέρμανση ήταν με ξύλα μόνο. Δεν υπήρχε ούτε πετρέλαιο, αλλά ούτε και ηλεκτρικό για να ζεστάνει, για να ζεσταθούμε.
Και πώς σας είχε φανεί, όταν ήρθε πρώτη φορά το ρεύμα;
Ήταν μία εμπειρία πρωτόγονη. Είχαμε ακούσει, ότι… είχαμε προετοιμαστεί για το ρεύμα. Είχαμε κάνει μια υποτυπώδη ηλεκτρική εγκατάσταση και περιμέναμε πότε θα δούμε το ρεύμα, να δούμε αυτές [01:10:00]τις λάμπες που είχαμε τοποθετήσει, να ανάψουν. Και μάλιστα, με πολύ αγωνία άναψαν και ήτανε στα μάτια μας μια πολύ μεγάλη τεχνολογία τότε, γιατί φεύγαμε από μία λάμπα, που είχε πολύ ελάχιστο φως είτε να διαβάσουμε είτε να διαβιώσουμε το βράδυ και μετά, με το ρεύμα είχαμε άπλετο φως και αυτό ήταν πάρα πολύ ευχάριστο και πάρα πολύ σημαντικό για εμάς τότε.
Κύριε Κώστα, εσείς γνωρίζετε πώς δημιουργήθηκε εδώ πέρα το χωριό της Κονταριώτισσας;
Ναι, από πληροφορίες της γιαγιάς μου, που η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1885. Και από προφορικές πληροφορίες που μου έλεγε, σε ανύποπτο χρόνο, μου έλεγε διάφορες ιστορίες. Η Κονταριώτισσα καταρχήν, ήταν ένα χωριό τούρκικο. Υπήρχε εδώ στην Κονταριώτισσα το διοικητήριο των Τούρκων το λεγόμενο το «κονάκι» το οποίο πρόλαβα και είδα και εγώ το κτίσμα του. Εδώ, ο μπέης είχε όλο τον κάμπο δικό του και το δάσος και προφανώς, έπαιρνε εργάτες, έφερνε εργάτες από την Τουρκία Τούρκους, αλλά όταν η Επανάσταση ξεκίνησε στη νότιο Ελλάδα και έφτασε μέχρι τη Λάρισα και ελευθερώθηκε η Λάρισα μέχρι περίπου στο Πλαταμώνα και εκεί γίνανε τα σύνορα και μείναμε εμείς άλλα[00:10:00] 80 χρόνια σκλαβωμένοι στους Τούρκους, οι Τούρκοι που ήταν εδώ, επειδή ακούγανε ότι θα ‘ρθει το Ελληνικό Κράτος, οι Τούρκοι έποικοι που ήταν στο μπέη εργάτες, φεύγανε. Και ο μπέης αναγκάστηκε, δεν είχε εργάτες, και αναγκάστηκε να ζητάει εργάτες από Έλληνες. Οι Έλληνες, όμως, εργάτες, από ό,τι έλεγε η γιαγιά μου, δεν ερχότανε στον Τούρκο, γιατί δεν θέλανε να αλλάξουν και την θρησκεία τους. Επειδή ο Τούρκος ήταν Μουσουλμάνος, δεν είχε εκκλησία εδώ πέρα και φοβούμενοι να μην αλλάξουν την θρησκεία τους, δεν ερχόταν. Τότε, λέγεται ότι ο Τούρκος, ο μπέης, μέσα στο οικόπεδο που έμενε και ήταν το κονάκι, το διοικητήριο των Τούρκων, έκανε την εκκλησία, την Αγία Παρασκευή, το 1860, προκειμένου να προσελκύσει Έλληνες εργάτες, για να δουλεύουν στα κτήματά του. Και πράγματι, αυτό το κατάφερε. Αρχικά είχε, τα σπίτια που είχαν οι Τούρκοι οι έποικοι όταν δουλεύανε στο μπέη και στη συνέχεια φύγανε προς την Τουρκία για ασφάλεια, επειδή φοβόταν, ότι θα ‘ρθει το Ελληνικό… είχε εδώ η Κονταριώτισσα 12 σπίτια. Αυτά τα σπίτια ήταν παλιά σπίτια Τούρκικα, χτισμένα και βέβαια, μην φανταστείτε, ότι ήταν χτισμένα με τσιμέντα, δεν υπήρχαν τότε. Ήταν χτισμένα με ξύλα, λέγανε αυτοί, και χώμα. Και πάνω είχαν κεραμίδια. Αυτά, τα παραχωρούσε σε Χριστιανούς από την Ελλάδα, από το Ελληνικό, που ήταν μετά τη Λάρισα και μετά τον Όλυμπο… Μετά τον Πλαταμώνα και μετά τον Όλυμπο και να τους προσελκύσει να ‘ρθουν στο κτήμα του. Τους έδινε ένα σπίτι και ένα ζευγάρι βόδια, για να δουλεύουν το χωράφι και να παίρνει ο Τούρκος το δέκατο. Αλλά επειδή αυτοί και έτσι δεν ερχόταν, αναγκάστηκε και τους έχτισε εκκλησία. Με την εκκλησία άρχισαν… έφερε και παπά και με την εκκλησία άρχισαν οι Χριστιανοί να έρχονται και να δουλεύουν τα χωράφια και ο μπέης να κάνει τη δουλειά του. Βέβαια, έπαιρνε την δεκάτη, το δέκατο. Ένα ποσοστό επί της καλλιεργούμενης γης, που ήταν δικιά του η γη και με αυτό ήταν ικανοποιημένος. Και οι Έλληνες, που ερχόταν στη δούλεψή του ήταν ικανοποιημένοι, γιατί και αυτοί βρίσκανε σπίτι, βρίσκανε… βρήκαν το ζευγάρι τα βόδια, για να δουλεύουν τα χωράφια και ζούσαν τις οικογένειές τους. Τα σπίτια, έλεγε η γιαγιά μου, ότι ήταν τούρκικα και αν κάποιο σπίτι χαλούσε η οροφή, ο μπέης έστελνε συνεργείο και του ‘φτιαχνε την οροφή. Τους εργάτες του, δηλαδή, τους πρόσεχε τρόπον τινά, για να τους έχει και έτσι άρχισε να δημιουργείται η Κονταριώτισσα. Τα πρώτα σπίτια ήταν 12 σπίτια, το οποία ήταν κτισμένα από τους Τούρκους και εγκαταστάθηκαν Έλληνες μέσα και αυτοί ήταν από διάφορες περιοχές και από την ελεύθερη Ελλάδα, από κάτω δηλαδή, μετά τον Πλαταμώνα και μετά τον Όλυμπο και από ορισμένα χωριά εδώ στη Μακεδονία, που είχαν έρθει αρκετοί τότε από την Πελοπόννησο. Ορισμένες οικογένειες ερχόταν προς τα πάνω, εδώ στη Μακεδονία, γιατί υπήρχε πιο εύφορη γη, περισσότερο από την Πελοπόννησο για τότε. Και άρχισε το χωριό έτσι, να αναπτύσσεται. Στο χωριό μας υπήρχε παλιά μία Καμάρα. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για αυτό, αλλά μέχρι και στα δικά μου χρόνια, η τοποθεσία λεγόταν «Καμάρα» και λεγόταν, ότι εκεί υπήρχε μία τούρκικη καμάρα, όταν ήκμαζε η Τουρκία εδώ. Και ένα άλλο σημείο το λέγανε «Σταυρό» γιατί σταυρωνόταν δυο δρόμοι. Εδώ υπήρχε και η εκκλησία, το βυζαντινό εξωκκλήσι της Παναγίας, που είναι και μέχρι σήμερα και αυτό, οι Χριστιανοί το χρησιμοποίησαν, όταν ήρθαν εδώ και στη συνέχεια, ζούσαν παράλληλα με τον μπέη και το διοικητήριο εδώ. Τους νόμους, βέβαια και αυτά, τα έβαζε ο μπέης. Αυτός ήταν για αυτούς και διοικητής και Θεός ουσιαστικά, διότι αυτός έπαιρνε αποφάσεις για τους ανθρώπους αυτούς. Αργότερα, όταν η Επανάσταση συνεχίστηκε από τη Λάρισα προς τη Μακεδονία, ο μπέης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κτήμα του εδώ και να φύγει. Μάλιστα, λέγεται ότι πρότεινε στους εργάτες του, να του δώσουν 3.000 λίρες και να τους πουλήσει το κτήμα, αλλά οι εργάτες σκέφτηκαν… έκαναν μια σύσκεψη μετά την εκκλησία και είπανε ότι «Τι θα τα κάνει ο Τούρκος, αφού έρχεται το Ελληνικό; Δε θα του δώσουμε τίποτα, αφού τα κτήματα θα τα αφήσει εδώ» και όπως έτσι έγινε. Δεν του δώσανε τα χρήματα και ο μπέης εγκατέλειψε το κτήμα του και έφυγε και εδώ ήρθε το Ελληνικό και έκανε την απαλλοτρίωση του κτήματος και την παραχώρησε στους τότε ακτήμονες, τότε κληρούχους. Στην συνέχεια, το ’31 έγινε μια διανομή, οριστική διανομή των χωραφιών αυτών, αφού πρώτα απαλλοτριώθηκαν και μάλιστα, μπορώ να πω και σήμερα, ότι ήταν μια διανομή για τα χρόνια και για τα στοιχεία που έχω βρει εγώ, απόλυτα δίκαιη. Δεν άφησαν κανέναν άνθρωπο χωρίς κλήρο και κανέναν άνθρωπο χωρίς να του δώσουν χωράφια. Έγινε μια μοιρασιά δίκαια, που δεν αμφισβητήθηκε και από κανέναν ποτέ. Και αυτή είναι η διανομή του ’31 η οποία έδωσε χωράφια σε όλους, ιδιόκτητο κλήρο για να ζήσουν, βέβαια, τις οικογένειές τους. Η ζωή κυλούσε με μεγάλη, χωρίς μηχανήματα, μόνο όπως είπαμε, με τα ζώα και με χειρωνακτική εργασία. Οι άνθρωποι εδώ ξεριζώσανε το δάσος, ό,τι δάσος υπήρχε, για να το κάνουν χωράφια, αφού το κράτος τους το παραχώρησε για γεωργικές καλλιέργειες και συνέχισαν να παράγουν αγροτικά προϊόντα, βασικά για την οικογένειά τους και ψυχανθή, τριφύλλι δηλαδή και διάφορα άλλες ζωοτροφές για τα ζώα που είχαν και έτσι και πάλι ήταν αυτάρκεις, τα σπίτια, οικονομικά. Χρειαζόταν πολύ λίγα πράγματα να αγοράσουν από το [01:20:00]εμπόριο, αλλά τα περισσότερα τα παράγανε οι ίδιοι. Τα ρούχα τα κάνανε από τα πρόβατα, το μαλλί που είχαν τα πρόβατα και οι γυναίκες, ολόκληρο το χειμώνα, πλέκανε ρούχα είτε υφαίνανε στον αργαλειό, άλλα ρούχα που ανάλογα με την περίπτωση και έτσι είχαν όλο το χρόνο πάρα πολλή δουλειά. Ειδικά οι γυναίκες ήταν πάρα πολύ δύσκολα, διότι έπρεπε να δουλεύουν και στα χωράφια, αλλά και στο σπίτι. Όταν ο καιρός δεν ήταν καλός, δουλεύανε στο σπίτι, δουλεύανε στον αργαλειό και στο πλέξιμο των ρούχων της οικογένειάς τους. Θυμάμαι, ότι κάθε πρωί που, κάθε Δευτέρα πρωί που πήγαινα στο σχολείο, έβλεπα σε όλες τις αυλές, στα σπίτια, υπήρχε μία φωτιά που άναβαν οι γυναίκες και βάζαν ένα καζάνι, προκειμένου να ζεστάνουν το νερό και να πλύνουν τα ρούχα της οικογένειας. Και το θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτό, γιατί όλο το χωριό ήταν γεμάτο καπνούς από τα άχερα που καίγανε και ξύλα, βέβαια, για να ζεστάνουν το νερό, προκείμενου να πλύνουν και να καθαρίσουν τα ρούχα της οικογένειας. Ήταν μία κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη. Τότε δεν το ξέραμε, ότι υπάρχουν και καλύτερα πράγματα βέβαια, και πιθανόν να ήμασταν και ευχαριστημένοι, γιατί δεν είχαμε δει και κάτι καλύτερο. Στη συνέχεια, όπως είπα και πριν, που το 1966 που ήρθε το ρεύμα,[00:20:00] η κατάσταση έγινε πολύ καλύτερη σε πάρα πολλά πράγματα και η ποιότητα της ζωής μας βελτιώθηκε πάρα πολύ. Μία άλλη βελτίωση, βέβαια, πολύ μεγάλη και αυτή η βελτίωση ήταν όταν άρχισε να έρχονται ένα- ένα τα τρακτέρ στο χωριό και να οργώνουν τα χωράφια, γιατί μπορούσαν και τα καλλιεργούσαν καλύτερα, κάναν πιο βαθιά άροση και τα χωράφια αποδίδαν περισσότερο. Στη συνέχεια, άλλο σημείο που μας έδωσε ανάπτυξη και μας έδωσε μεγαλύτερη παραγωγή και πλούτο, θα έλεγα, ήταν τα νερά, τα οποία είτε θα ερχόταν από τον Όλυμπο με αυλάκι είτε γίναν γεωτρήσεις, κρατικές γεωτρήσεις, οι οποίες βγάζαν νερό μέσα από τη γη και ποτίζαμε τα χωράφια και αυτό αύξανε πάρα πολύ, μα πάρα πολύ, την παραγωγή μας.
Να ρωτήσω λίγο κάτι;
Ναι.
Αναφερθήκατε πριν, στο σχολείο που πηγαίνατε. Πώς ήταν τα σχολικά σας χρόνια εδώ στο χωριό στην Κονταριώτισσα;
Τα σχολικά χρόνια ήταν δύσκολα από την πλευρά ότι τα βιβλία μας ήταν πάρα πολύ λίγα. Οι δάσκαλοι, βέβαια, κάναν πολύ μεγάλη προσπάθεια για να μας μάθουν γράμματα και εμείς, αλλά και η νοοτροπία των οικογενειών μας, δεν ήταν συνυφασμένη με τα γράμματα. Δεν τα είχαν συνηθίσει. Οι γονείς βλέπαν το σχολείο… οι γονείς μας βλέπαν το σχολείο σαν μία ασχολία των παιδιών τους χαμένου χρόνου και ότι μας στερούσε από την παραγωγική διαδικασία, την οποία αυτοί κάναν και την είχαν και ανάγκη. Εγώ από ό,τι θυμάμαι, τη μισή μέρα πήγαινα και τα αδέρφια μου, βέβαια, τη μισή μέρα πηγαίναμε στο σχολείο και μετά, την άλλη μισή μέρα, πηγαίναμε στα πρόβατα ή στις αγελάδες ή ανάλογα όπου υπήρχε δουλειά. Οι δάσκαλοι μπορώ να πω, ότι ήταν ιεραπόστολοι. Κάναν πολύ μεγάλο έργο και όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στο χωριό. Ο δάσκαλος έπαιζε συμβουλευτικό ρόλο σε κάτι που δεν γνωρίζαμε τότε. Κάποιος άμα είχε ένα πρόβλημα, θα πήγαινε να ρωτήσει το δάσκαλο να του το λύσει, γιατί ήξερε γράμματα και ήξερε περισσότερα πράγματα. Υπήρχε, βέβαια, ένας μεγάλος σεβασμός στους δασκάλους και ο δάσκαλος ήταν ένα κύριο πρόσωπο στο χωριό, πάρα πολύ τιμώμενο και σημαντικό, γιατί ήταν ο μόνος που ήξερε γράμματα, ο μόνος που ήξερε, βέβαια, περισσότερα απ’ τους άλλους. Εδώ, το δημοτικό ήταν υποχρεωτικό και αυτός ήταν και ένας λόγος που οι γονείς έστελναν αναγκαστικά τα παιδιά τους, αλλιώς αν δεν ήταν υποχρεωτικό, δε θα το κάναν, δε θα τα στέλναν κιόλας. Και σωστά ήταν υποχρεωτικό. Οι δάσκαλοι ήταν σκληροί με τα παιδιά, προκειμένου να μάθουν γράμματα και μάλιστα… ήταν και η εποχή δύσκολη, γιατί και εμείς σαν παιδιά δεν ήμασταν συνειδητοποιημένοι μαθητές. Δεν είχαμε συνηθίσει, ότι απαραίτητο πράγμα είναι τα γράμματα και το μυαλό μας ήταν προφανώς και στο παιχνίδι, προφανώς και στις δουλειές της οικογένειας και δεν ήμασταν τόσο καλοί και υπάκουοι μαθητές και για αυτό χρειαζόταν οι δάσκαλοι να μας δέρνουν κιόλας. Και μάλιστα, είχαν μία βέργα και όταν δεν ήξερες το μάθημα ή όταν έκανες κάτι που δεν άρεσε στους δασκάλους, που δεν ήταν σωστό και δεν άρεσε βέβαια, λοιπόν οι δάσκαλοι, με τη βέργα, σου χτυπούσαν 2 ή 4 ανάλογα βεργιές στο χέρι. Και αυτός ήταν ένας τρόπος και ένας τρόπος συνετισμού, να μας συνετίσουν, γιατί όπως σας είπα, η κατάσταση δεν ήταν και η καλύτερη και από εμάς τους μαθητές. Στη συνέχεια-
Γυμνάσιο, λύκειο, αυτά ήταν στην Κατερίνη;
Γυμνάσιο υπήρχε στην Κατερίνη, αλλά δεν ήταν και εύκολο, γιατί η οικογένεια έπρεπε να νοικιάσει ένα δωμάτιο στην Κατερίνη, συγκοινωνία δεν υπήρχε, έπρεπε να νοικιάσει ένα δωμάτιο στην Κατερίνη. Έπρεπε να σου… στο παιδί να πηγαίνει φαγητό και θέρμανση και ό,τι άλλο χρειαζόταν εκεί πέρα και αυτό ήταν ένα πρόσθετο έξοδο, που πάρα πολλοί γονείς το αποφεύγαν και κρατούσαν τα παιδιά, για να κάνουν τις δουλειές τους. Λίγα παιδιά πηγαίναν στην Κατερίνη και ένας γονιός που είχε 5 παιδιά δεν μπορούσε να τα στείλει όλα. Θα έστελνε ένα, άντε και δύο, που ήταν καλύτερα στα γράμματα. Τα άλλα, τα κρατούσε στο σπίτι για να κάνει τις δουλειές του. Δεν ήταν τα πράγματα, δηλαδή, τελειώνω το δημοτικό και πάω σχολείο. Στο σχολείο πήγαινε ένα μικρό ποσοστό. Στο γυμνάσιο πήγαινε ένα πολύ μικρό ποσοστό. Και ένας ακόμη λόγος ήταν ότι δεν είχαν πάει από πολύ νωρίς, να δουν παιδιά τους να γίνονται δάσκαλοι ή να γίνονται κάτι και λέγαν «Και τι θα γίνει; Πάει μαθαίνει γράμματα και τι θα γίνει;» Δεν είχαν δει πράγματι, πράγματα, να καρπωθούν από τα γράμματα κάτι, για να σπρώξουν τα παιδιά τους προς τα γράμματα. Βέβαια, αυτό αργότερα έγινε και έγινε κατά κόρων. Αλλά τότε στην αρχή, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα με τα γράμματα. Και τα σχολεία, τα γυμνάσια ήταν λίγα στην Κατερίνη και πήγαιναν, θα έλεγα, μόνο οι εύπορες οικογένειες στο σχολείο, στο γυμνάσιο. Και για να σπουδάσουν παρά πέρα, που το πανεπιστήμιο θα ήταν στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα. Στην καλύτερη περίπτωση ήθελε πάρα πολλά χρήματα και αυτά δεν υπήρχαν και δεν πηγαίναν τα παιδιά να σπουδάσουν.
Κύριε Κώστα, όταν ήσασταν εσείς νέος, εδώ στην Κονταριώτισσα πώς διασκέδαζαν οι νέοι;
Η διασκέδαση ήταν θα έλεγα, διαφορετική από ό,τι είναι τώρα. Δεν υπήρχαν μαγαζιά ή παμπ ή ντισκοτέκ αργότερα ή κλαμπάκια σήμερα και τέτοια. Τότε υπήρχε ένα γραμμόφωνο και αυτό ήταν σπάνιο, ένα-δύο θα ήταν σε όλο το χωριό με πλάκες, με δίσκους μεγάλους και το κουρδίζαν με το χέρι και πηγαίναν σε ένα σπίτι, ας πούμε, και βάζαν αυτό να παίζει και με αυτό, με τις πλάκες που είχαν, με τους δίσκους που είχαν χορεύανε. Σε σπίτι γινόταν η διασκέδαση ή στους γάμους που γινόταν. Στους γάμους γινόταν διασκέδαση με όργανα και με μια ορχήστρα υποτυπώδη, δημοτική προφανώς περισσότερο, που υπήρχε τότε και γινόταν το γλέντι. Δεν υπήρχε ο τρόπος διασκέδασης ο σημερινός. Δεν είχε καμία σχέση. Δεν έλεγες, δηλαδή, θα ‘ρθει το Σάββατο και θα βγω έξω, να πάω κάπου με τους φίλους μου, σε ένα σημείο να διασκεδάσω. Η διασκέδαση ήταν ή όταν την Κυριακή, καμιά φορά, στο προαύλιο της εκκλησίας βάζαν μια ορχήστρα από τοπικούς οργανοπαίχτες και παίζαν αυτοί και συνήθως, χορεύανε πολύ οι γυναίκες εκεί και ήταν αυτή η διασκέδαση, η οποία κρατούσε κάνα 2 με 3 ώρες και εκεί πέρα, [01:30:00]παίζαν τα όργανα και χορεύαν, ως επί το πλείστον, οι γυναίκες χορεύαν. Αυτό ήταν η διασκέδαση, δεν υπήρχε διασκέδαση, να μην την φανταστούμε με την μορφή τη σημερινή. Βέβαια, είχε και αυτή την χάρη της και την ομορφιά της, αλλά με διαφορετική λογική και διαφορετική άποψη. Όχι όπως την ξέρουμε σήμερα. Για να διασκεδάσει κάποιος τότε, από μόνος του, δεν υπήρχε περίπτωση, εκτός αν γινόταν μία κοινή, για το χωριό ολόκληρο, εκδήλωση και σε αυτή την εκδήλωση μπορούσε να διασκεδάσει και αυτός. Ήταν πάντως, συλλογική η διασκέδαση. Όταν διασκεδάζαν, διασκέδαζε όλο το χωριό με αυτούς τους τρόπους, που είπα είτε με τους γάμους. Ήταν και οι γάμοι. Και στις ονομαστικές γιορτές που γινόταν, όταν γιόρταζε κάποιος ή οι άντρες του χωριού μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι, προκειμένου να τους κεράσει η νοικοκυρά για τον άντρα της, για το παιδί της που γιόρταζε κτλ.. Και κάναν παρέες και πήγαιναν σε διάφορα σπίτια. Τις λεγόμενες «βίζιτες» τις λέγαν τότε. Αλλά αυτό, σιγά- σιγά, με την πάροδο του χρόνου σταμάτησε και εξαφανίστηκε. Είχε και αυτό την ομορφιά του, είχε και αυτό την αίγλη του, για τότε όμως.
Για τις Κυριακές είναι γνωστές οι βόλτες που κάναν εδώ πέρα στο χωριό.
Ναι. Τις Κυριακές, πριν τη δύση του ηλίου άρχιζε εδώ στην Κονταριώτισσα, και λέω στην Κονταριώτισσα,[00:30:00] γιατί στα άλλα χωριά δεν γινόταν γύρα, γιατί ερχόταν και από τα άλλα χωριά. από ό,τι θυμάμαι, παιδιά αγόρια και κορίτσια και κάναν βόλτα εδώ, στην Κονταριώτισσα. Η βόλτα ήταν ένας δρόμος ο οποίος πηγαίναν και ερχόταν και βλεπόντουσαν τα αγόρια με τα κορίτσια. Αυτό ήταν η διασκέδαση περισσότερο των αγοριών και των κοριτσιών και ήταν μια διέξοδος για τότε, για να δει ο ένας τον άλλον. Αλλιώς δεν υπήρχε τρόπος. Ένα αγόρι για να δει ένα κορίτσι, δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος. Ο μόνος τρόπος ήταν αυτός την Κυριακή στη βόλτα και αυτό γινόταν μόνο Κυριακή.
Εκεί πέρα, φαντάζομαι, υπήρχαν και τα πρώτα φλερτ με κορίτσια.
Ε ναι, είναι λογικό. Υπήρχαν με μεγάλες προφυλάξεις από τους γονείς και από τα αδέρφια των κοριτσιών, αλλά και αυτά υπήρχανε βέβαια και με καβγάδες, πάρα πολλές φορές, που γινόντουσαν, γιατί κάποιος πείραξε την αδερφή κάποιου ή κάποιος πείραξε την υποτιθέμενη κοπέλα κάποιου και αυτά φέρνουν πολλές φορές και καβγάδες και μαλώματα. Μέχρι και ξύλο βέβαια.
Να ρωτήσω κάτι άλλο. Η τηλεόραση ως μέσο ψυχαγωγίας και διασκέδασης, πότε έφτασε εδώ στο χωριό; Θυμάστε;
Ναι, βεβαίως. Η τηλεόραση ήρθε περίπου… το ’68 άρχισε να εκπέμπει στην Ελλάδα κανάλι ή να έχουμε εμείς εδώ, ασπρόμαυρη τηλεόραση. Και βέβαια, δεν είχαν όλα τα σπίτια στην αρχή τηλεόραση. Είχαν λίγοι και… αλλά πάρα πολλοί βολευόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, οι γείτονες, οι φίλοι, κτλ. όταν κάποιος είχε τηλεόραση, πηγαίναν εκεί και βλέπαν την τηλεόραση, η οποία συνέβαλε πάρα πολύ, βέβαια, στην ομοιότητα της γλώσσας, γιατί μέχρι τότε, η γλώσσα δεν ήταν η ίδια ελληνική, όπως σήμερα μιλάμε και καταλαβαινόμαστε. Η γλώσσα ήταν διάφορη από περιοχή σε περιοχή. Με την τηλεόραση που ακούμε όλοι κοινή γλώσσα, έχουμε και κοινή επικοινωνία και συνέβαλλε η τηλεόραση πάρα πολύ και στη γλώσσα και το ραδιόφωνο, το οποίο προϋπήρχε όμως το ραδιόφωνο, νωρίτερα από την τηλεόραση. Και αυτό συνέβαλλε στην κοινή γλώσσα των κατοίκων εδώ, γενικά.
Κύριε Κώστα, λιγάκι να μα πείτε, πώς ήτανε η κατάσταση του οδικού δικτύου στην Κονταριώτισσα και ποιες δεκαετίες περίπου.
Στη δεκαετία από το ’51, που γεννήθηκα εγώ μέχρι το ΄60 που θυμάμαι, η κατάσταση με τις μετακινήσεις των κατοίκων ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχαν δρόμοι ή υπήρχαν υποτυπώδεις δρόμοι, που κυκλοφορούσαν μόνο τα κάρα. Αυτοκίνητα, βέβαια, δεν υπήρχαν και η μετακίνησή μας γινόταν μόνο με τα κάρα. Να σου πω, ότι ένα κάρο μετακινείται γύρω… δεν πήγαινε πιο γρήγορα από 3 με 4 χιλιόμετρα την ώρα. Και η μετακίνηση ήταν πάρα πολύ αργή. Για την Κατερίνη, παραδείγματος χάριν, που είναι περίπου 10 χιλιόμετρα από εδώ, χρειαζόταν για να πας, κοντά στις 2 ώρες. Μόνο να πας και 2 ώρες να γυρίσεις. Εμείς, επειδή είχαμε την ατυχία ή την τύχη, να μας χωρίζει και ένα ποτάμι από την Κατερίνη, δεν υπήρχε εκεί γέφυρα και έπρεπε να περάσουμε μέσα από το ποτάμι. Το κάρο έπρεπε να περάσει μέσα από το ποτάμι, για να πάει στην Κατερίνη. Πολλές φορές τον χειμώνα, που είχε πολύ νερό το ποτάμι, δεν πηγαίναμε στην Κατερίνη μέχρι που να πέσει το νερό και να μπορούν τα ζώα να περάσουν το κάρο απέναντι. Εδώ, οι δρόμοι ήταν ελάχιστοι και υποτυπώδεις. Το χωριό δεν είχε ρυμοτόμηση όπως έχει σήμερα. Ήταν ελάχιστοι δρόμοι, που βρέθηκαν έτσι, όπως υπήρχαν. Στη συνέχεια, το ’68 έγινε μία διανομή και έγινε ρυμοτόμηση της Κονταριώτισσας, δηλαδή κόπηκαν δρόμοι και δώσαν διέξοδο σε όλα τα οικόπεδα σε δρόμο. Αυτό βέβαια, στην αρχή, δεν άρεσε στους κατοίκους, γιατί ο δρόμος τους έπαιρνε… ερχόταν καμιά φορά κοντά στο παράθυρο, τους γκρεμούσε τον φούρνο που ψήναν το ψωμί τους ή και καμιά αποθήκη και υπήρξαν αντιδράσεις, αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι, που υπήρχαν τότε στο κράτος, ήταν ιεραπόστολοι. Ερχόταν εδώ, μέναν στην Κονταριώτισσα, νοικιάζαν ένα σπίτι και ασχολιόταν με το μέτρημα και με τη ρυμοτόμηση του χωριού και μέναν μήνες εδώ πέρα. Και πολλές φορές, τσακωνόντουσαν με τους κατοίκους εδώ του χωριού. Με τους κτηνοτρόφους που τους χαλούσαν, που τους περνούσαν το δρόμο κοντά στο μαντρί τους και αυτοί δεν το θέλανε. Και γενικά, για να επικρατήσει η ρυμοτομία, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Δηλαδή, δεν το δέχτηκαν από την αρχή, ο κόσμος, με καλό μάτι. Στη συνέχει όμως, όταν έγιναν οι δρόμοι και άρχισε να είναι πιο εύκολη η επικοινωνία το εκτίμησαν βέβαια, και το αποδέχτηκαν, αλλά αυτό για να γίνει όμως, πέρασαν και αρκετά χρόνια. Ήταν πάρα πολύ δύσκολη η μετακίνηση και της παραγωγής, της γεωργικής παραγωγής, αυτήν που βγάζαμε τότε. Για να την μεταφέρουμε στο σπίτι με τα ζώα ήταν πάρα πολύ δύσκολο και οι κάτοικοι για να κόψουν ξύλα από το δάσος και να τα… προκειμένου να τα φέρουν στο σπίτι με τα κάρα ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί οι δρόμοι δεν είχαν ανοιγμένοι με μηχανήματα και τους φτιάχναν υποτυπώδεις βέβαια, με τα χέρια τους, με το τσαπί και με προσωπική εργασία, μάλιστα τη λέγαν και «αγγαρεία» Ο πρόεδρος τότε, της Κοινότητας, μάζευε όλους τους κατοίκους και ανοίγαν ένα δρόμο ή κάναν ένα χαντάκι, προκειμένου να ‘ρθει το δίκτυο του νερού στο χωριό. Τα μηχανήματα ήταν ανύπαρκτα και όλα αυτά γινόταν με χειρωνακτική εργασία και βέβαια, με πάρα πολύ μεγάλο και πολύ αργό ρυθμό. Ήταν ελάχιστα τα έργα που γινόταν τότε και να φανταστείτε ότι για να κτιστεί ένα σχολείο, με τα κάρα τους κουβαλούσαν πέτρες, προκειμένου να χτίσουν το σχολείο. Ήταν δύσκολη η κατάσταση και οι τεχνίτες ήταν ελάχιστοι, που ξέρανε να κτίζουν ή που ξέρανε να δουλεύουν τα ξύλα κτλ. Ήταν ελάχιστοι και τα μηχανήματα που υπήρχαν ήταν ελάχιστα. Τα εργαλεία τους, δεν είχαν και εργαλεία. Είχαν ελάχιστα εργαλεία και ήταν πάρα πολύ επίπονο έργο. Η μετακίνηση των κατοίκων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Από το ένα χωριό στο άλλο πήγαινες πολύ σπάνια και όταν υπήρχε μια ανάγκη. Αν θες να σου πω και κάτι που το άκουσα, που μου το διηγήθηκαν και από παιδί, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, ότι ο παππούς μου, που έ[01:40:00]μενε εδώ στο χώρο που ζούμε εμείς τώρα, δεν είχε παιδιά και πήρε ένα ψυχοπαίδι. Πήρε ένα ψυχοπαίδι από τον Τρίλοφο, ένα χωριό της Πιερίας. Και όταν αυτό το ψυχοπαίδι, το παιδί του, προφανώς έπαθε καρδιά και πέθανε, τον πραγματικό πατέρα, τον ενημέρωσε μετά 15 μέρες, γιατί δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο ούτε ήταν εύκολο να πας στον Τρίλοφο, που παρόλο είναι περίπου στα 20, δεν ξέρω, 25 χιλιόμετρα από εδώ, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να πας. Και τον πατέρα του παιδιού, του το είπε αυτό, μετά από 15 μέρες, όταν βρέθηκαν στην Κατερίνη, γιατί εκεί ανταμώναν και συζητούσαν. Και αυτό μου ‘κανε από τότε, μεγάλη εντύπωση, όπως και μια άλλη ιστορία, που μου είπανε… Ότι από ένα χωριό, πάλι προς την βόρεια πλευρά της Πιερίας, προς τον Κολινδρό, παντρεύτηκε μία κοπέλα εδώ σε ένα διπλανό χωριό, στη Βροντού και η κοπέλα όταν πήγε στη γέννα, πέθανε και η μάνα της το έμαθε μετά 15 μέρες, γιατί είχε χιόνι και δεν την ειδοποίησαν. Ούτε στην κηδεία της κόρης της δεν ήρθε και φαντάζεστε πώς ένιωσε η μάνα αυτή, τώρα να νομίζει, ότι η κόρη της ζει και η κόρη της να έχει πεθάνει πριν 15 μέρες και να το μάθει μετά από 15 μέρες, γιατί λέει, είχε ένα χιόνι και δεν μπορούσαν [00:40:00]να την ειδοποιήσουν. Και άλλα τέτοια και άλλες τέτοιες ιστορίες που έχω ακούσει και με έχουν συγκινήσει. Βέβαια, το δίκτυο το οδικό, το οδικό δίκτυο, οι μεταφορές, δηλαδή και η επικοινωνία, που σήμερα τα έχουμε πάρα πολύ άπληστα, είναι πάρα πολύ σημαντικά. Πιθανόν να μην τα εκτιμούμε και όσο πρέπει, αλλά σε ανθρώπους που λείψαν, νομίζω έχουν μεγαλύτερη αξία.
Και εδώ πέρα, πότε άρχισαν να γίνονται έργα στο χωριό, στους δρόμους, έτσι όπως τους γνωρίζουμε σήμερα;
Μετά τη δεκαετία του ’60 του ’70 άρχισαν να έρχονται. Να έρχεται καμία μπουλντόζα, έτσι; Και μην φανταστείτε τίποτα μεγάλα μηχανήματα. Μικρά μηχανήματα, μπουλντόζα και άρχισε να ανοίγει κάποιους δρόμους και όχι βέβαια άσφαλτο. Ένα δρόμο τον άνοιγε και με τα κάρα μετά, ρίχναν χαλίκι επάνω στο δρόμο, προκειμένου να τον διαμορφώσουν και να τον κάνουν πιο στέρεο και καλύτερο. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, άρχισαν να γίνονται έργα και στη δεκαετία του ’80 αυξήθηκαν πάρα πολύ. Άρχισε να ασφαλτοστρώνεται, να ασφαλτοστρώνονται οι δρόμοι μεταξύ των χωριών πρώτα, γιατί πρώτα, με χωματόδρομο υπήρχε, έπρεπε να πας χωματόδρομος στην Κατερίνη, χωματόδρομο και στα άλλα χωριά γύρω. Και μέσα το χωριό όλο ήταν χωματόδρομοι. Μετά άρχισαν να γίνονται οι άσφαλτοι, οι οποίοι έδειξαν πολύ μεγάλη τη διαφορά και τεράστια και στην ταχύτητα μετακίνησης των κατοίκων, αλλά και στην ίδια την επικοινωνία που είχαν οι άνθρωποι. Και τα έργα άρχισαν βασικά, να γίνονται μετά τη δεκαετία του ’70 άρχισαν, σιγά-σιγά στην αρχή και στη συνέχεια, να αυξάνονται και με την είσοδο των μηχανημάτων… τα μηχανήματα απέδωσαν πάρα πολύ μεγάλη εργασία και άρχισαν οι δρόμοι να γίνονται σε ταχύτερους ρυθμούς. Βέβαια, βοήθησε σε αυτό και η ρυμοτομία του χωριού και σχεδόν τώρα, έχουν ασφαλτοστρωθεί όλοι οι δρόμοι που υπάρχουν στο χωριό.
Κύριε Κώστα, μήπως θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για την πολιτική ζωή εδώ πέρα στην Κονταριώτισσα;
Η πολιτική ζωή, από μικρό παιδί που την θυμάμαι, ήταν πάντα έντονη και εδώ στην Κονταριώτισσα, παρόλο που δεν υπήρχαν, δεν υπήρχε τηλεόραση, αλλά υπήρχε ραδιόφωνο και συνήθως οι άνθρωποι, εδώ στο χωριό, ήταν μοιρασμένοι σε δύο κόμματα. Σε δύο μεγάλα κόμματα. Τότε υπήρχε η ΕΡΕ και η Ένωση Κέντρων. Βέβαια, υπήρχε φανατισμός, τον οποίο τον έφερναν οι κομματάρχες. Σε κάθε χωριό υπήρχαν άνθρωποι, που εκπροσωπούσαν τα κόμματα και οι λεγόμενοι «κομματάρχες» και αυτοί δημιουργούσαν το φανατισμό, τον οποίον είσπραταν από τους ανωτέρους τους βουλευτές και τους πολιτικούς τους μεγαλύτερους από αυτούς στην ιεραρχία. Βέβαια, δεν πιστεύω, ότι δεν ήτανε πάντα ορθόδοξο το σύστημα, διότι θυμάμαι ένα διάστημα και αυτό όχι επί χούντας, δηλαδή, όταν εγώ πήγαινα σχολείο, ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο είχε ένα μεγάφωνο και έκανε προπαγάνδα υπέρ του ενός κόμματος. Βέβαια, οι οπαδοί του άλλου κόμματος αντιδρούσαν και υπήρχε η αντιπαράθεση. Μπορώ να πω, ότι υπήρχε και μίσος μεταξύ των κατοίκων που ήταν στη μια παράταξη και στην άλλη. Όταν γινότανε εκλογές, ξενυχτούσαν έξω από το εκλογικό κέντρο, για να μάθουν τα αποτελέσματα και αυτοί που κερδίζαν ,το πανηγυρίζαν. Οι δε, αυτοί που χάναν, που έχανε το κόμμα τους, κρυβόντουσαν. Λοιπόν, και να πάλι στις επόμενες εκλογές. Υπήρχε ένας φανατισμός, ο οποίος ήταν πιστεύω εισαγόμενος από τους πολιτικούς, που χρησιμοποιούσαν τον κόσμο, προκειμένου να εξυπηρετούν τη δικιά τους ψηφοφορία. Και αυτό συνεχίστηκε, βέβαια, για πολλά χρόνια και στη συνέχεια, όσο πήγαινε όμως, η κατάσταση αμβλυνόταν και η δημοκρατία ανδρειωνόταν περισσότερο και γινόταν πιο δημοκρατικοί και οι άνθρωποι. Και δεν ήταν τόσο φανατισμένοι όσο ήταν τη δεκαετία του ’60, παραδείγματος χάρη. Γιατί τότε, είχε βγει η χώρα και από έναν πόλεμο, απ’ τον Εμφύλιο και τα μίση και τα πάθη και πολλές φορές και δικαιολογημένα, γιατί άλλοι άνθρωποι είχαν χάσει συγγενείς τους, αδέρφια, γονείς κτλ., και τα μίση και τα πάθη ήταν πολύ νωπά και δυνατά, αλλά στη συνέχεια, αυτό αμβλυνόταν όσο πήγαινε δηλαδή, χαλάρωνε. Και στις τοπικές εκλογές όταν γινόταν για πρόεδρο, πρώτα γινόταν με ένα σύστημα πολυψηφικό. Όποιος έπαιρνε τους περισσότερους ψήφους, γινόταν και ο πρόεδρος και είναι η λεγόμενη «μάχη του σταυρού» αρχικά και αυτό βέβαια, είχε μεγάλη… είχαν μεγάλη αγωνία και τρέχαν από σπίτι σε σπίτι τη νύχτα κτλ., προκειμένου να προσελκύσουν ψήφους, ο καθένας βέβαια, για τον εαυτό του και υποσχέσεις δινόταν και ρουσφέτια γινότανε και διάφορα ευτράπελα γινότανε, αλλά έτσι ήταν η ζωή τότε και σε όλους.
Βουλευτές περνούσαν από εδώ εκείνα τα χρόνια;
Βεβαίως. Οι βουλευτές ήτανε… κάθε φορά που γινότανε εκλογές, οι βουλευτές ερχόταν εδώ στην Κονταριώτισσα. Ο καθένας βέβαια, ξεχωριστά για τον εαυτό του και βγάζαν πύρινους λόγους, τάζαν πράγματα εξωπραγματικά και ο κόσμος τους άκουγε βέβαια και δεν τους απαντούσε, δεν κάναν διάλογο με τον κόσμο. Έτσι; Μόνο που βγάζαν ένα λόγο πύρινο, ένα λόγο δυνατό, διχαστικό πολλές φορές λόγο και φεύγανε. Και οι κάτοικοι, που τσακωνόταν και πολλές φορές οι κάτοικοι μέναν εδώ και ο ένας έβλεπε το γείτονά του την άλλη μέρα, που την προηγούμενη τσακώθηκαν. Βέβαια αυτά δεν ήταν όλα καλά τα πράγματα. Ήταν και άσχημα, αλλά έτσι συνέβαινε τότε.
Κύριε Κώστα, να σας ρωτήσω, τι έτσι μεγάλα έργα έχουνε γίνει εδώ στην περιοχή, που βοήθησαν και τους αγρότες και τους κατοίκους και στο να εκσυγχρονιστεί το χωριό;
Ένα πολύ μεγάλο έργο, κατά τη γνώμη μου, είναι το σχέδιο Μάρσαλ, που έγινε ένα στραγγιστικό έργο τεράστιο, με ένα μεγάλο κανάλι, το οποίο παίρνει τα νερά από τον Όλυμπο και τα κατεβάζει στη θάλασσα. Πριν γίνει α[01:50:00]υτό το στραγγιστικό- το οποίο δεν είναι μόνο αυτό, είναι και τα μικρότερα στραγγιστικά του δικτύου που καταλήγουν σε αυτό το κανάλι- πριν γίνει αυτό, η καλλιέργεια του κάμπου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, γιατί όταν έβρεχε πάρα πολύ, τα νερά σκέπαζαν τον κάμπο και η παραγωγή ήταν ανύπαρκτη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο κόσμος πάρα πολλές φορές, αν η χρονιά ήταν βροχερή, να μην παίρνει καμία παραγωγή. Με αυτό το σχέδιο, όμως, το οποίο είναι σχέδιο των Αμερικάνων, οι Αμερικάνοι ένα σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο εκπονήθηκε και έγινε με δαπάνη χρημάτων της Αμερικής προς σε ένα πρόγραμμα προς τις υποανάπτυκτες χώρες, έσωσε, στην κυριολεξία, τον κάμπο από τις πλημμύρες και άρχισε η παραγωγή να γίνεται πάρα πολύ μεγάλη. Μάλιστα, πιστεύω, ότι αξίζει τον κόπο να πω τώρα εδώ, ότι την έκταση που έπιασε αυτό το κανάλι, η οποία είναι τεράστια, είναι μεγάλη και έκοψε χωράφια των κατοίκων, αυτοί οι κάτοικοι που ζημιώθηκαν από το κανάλι, πήγαν στα δικαστήρια και αυτό το σχέδιο, παρόλο που ήταν τόσο ευνοϊκό για τη χώρα, δικάστηκε και πλήρωσε και τις εκτάσεις των χωραφιών. Και μάλιστα, ήμασταν τόσο ανέντιμοι, που διεκδικήσαμε και το έργο να μας πληρώσει και την… να πληρώσει [00:50:00]τα χωράφια, αυτό ήταν ψέμα, βέβαια, να μας πληρώσει τη γη, αλλά να μας πληρώσει και αποζημίωση, γιατί έφυγε η υγρασία από τα χωράφια, ενώ μέχρι τότε είχαμε πάρα πολλή υγρασία, αλλά δεν τα καλλιεργούσαμε, γιατί ήταν σκεπασμένα απ’ το νερό. Αυτό βέβαια το θεωρώ ανέντιμο και υπερβολή για αυτό το λέω, γιατί το σχέδιο Μάρσαλ έσωσε, στην κυριολεξία, ολόκληρο τον κάμπο, όχι μόνο της Κονταριώτισσας και των άλλων χωριών γύρω και από τότε, δεν ξαναπλημμύρισε ποτέ ο κάμπος, μετά από αυτό το σχέδιο Μάρσαλ. Ένα άλλο που θυμάμαι, πάλι από τους Αμερικάνους, είναι ότι όταν πήγαινα σχολείο, το πρωί μας δίναν γάλα σκόνη, το οποίο μια μαγείρισσα το έβραζε εκεί πέρα και μας δίναν και ένα κομμάτι τρίγωνο τυρί. Kαι αυτό ήταν από το σχέδιο Μάρσαλ από τους Αμερικάνους, οι οποίοι δίναν βοήθεια στις υποανάπτυκτες χώρες και η Ελλάδα ήταν μια υποανάπτυκτη χώρα και όταν πηγαίναμε το πρωί, με την τσάντα μαζί, είχαμε μαζί μας δυο ξύλα για την σόμπα του σχολείου και ένα κύπελλο, να βάλουμε το γάλα και να το πιούμε. Υποτίθεται, ότι ήμασταν σε γεωργική παραγωγή, αλλά γάλα δεν είχαμε σπίτι. Και ήταν πάρα πολύ σημαντικό και χρήσιμο πιστεύω και το γάλα, αλλά και το τυρί που μας δίναν, το τρίγωνο κασέρι που μας δίναν καθημερινά, όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Νομίζω, ότι αξίζει να πω, ότι η Ούντρα (UNRRA), η οργάνωση αυτή που βοηθούσε τις υποανάπτυκτες χώρες, έστειλε στην Ελλάδα και στην Κύπρο, βέβαια, 1.000.000 γαϊδούρια, προκειμένου να βοηθήσει στις αγροτικές εργασίες. Και μάλιστα, ήτανε για εμάς τότε, μεγαλόσωμα αυτά τα ζώα και ήταν και πάρα πολύ ικανά και βοήθησαν πάρα πολύ, γιατί δεν υπήρχαν δρόμοι, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Το μόνο μεταφορικό μέσον ήταν αυτό και τα είχαμε και ανάγκη. Και μάλιστα, με έκανε εντύπωση, ότι στείλαν και γαϊδούρια, δηλαδή δώσαν στις χώρες τις υποανάπτυκτες ό,τι χρειαζόταν, όχι ό,τι είχανε. Και αυτά συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της χώρας μου, πιστεύω.
Τα σχολεία πότε χτίστηκαν εδώ στην-
Να πω για τα σχολεία. Εγώ στην πρώτη μου τάξη πήγα σε ένα σχολείο, το οποίο είχε δύο αίθουσες για έξι τάξεις και δύο δασκάλους. Αντιλαμβάνεστε, ότι το έργο των δασκάλων ήταν τρομερά δύσκολο. Κάθε δάσκαλος είχε από τρεις τάξεις και προσπαθούσε ο άνθρωπος, να μας κάνει, να μας μάθει γράμματα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο πρώτα για τους δασκάλους και δευτερευόντως και για εμάς τους μαθητές. Στη δεύτερη τάξη κτίστηκε το σχολείο με 3 αίθουσες, που σήμαινε, μετά ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα, διότι σε κάθε αίθουσα είχε μόνο 2 τάξεις και ένα δάσκαλο πάλι, βέβαια. Βελτιώθηκε η κατάσταση. Στη συνέχεια, τα σχολεία… ένας δάσκαλος που υπήρχε εδώ, εν ονόματι Μαγκλάρας, είχαμε… ένωσε τα δύο σχολεία. Δηλαδή, η Κονταριώτισσα αποτελείται από τον Α’ συνοικισμό και τον Β’ συνοικισμό. Κάθε συνοικισμός είχε το δικό του σχολείο. Τους δικούς του δασκάλους και ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Όταν ενώθηκαν τα δύο σχολεία, οι δύο συνοικισμοί ενώσαν τα σχολεία, αντιστοιχούσε μετά, σε κάθε τάξη και ένας δάσκαλος. Και αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό και προς την εκπαίδευση των παιδιών και προς τους δασκάλους, κάναν καλύτερα τη δουλειά τους οι άνθρωποι και τα παιδιά μαθαίναν καλύτερα γράμματα. Ήταν για εμένα, μια πολύ μεγάλη καινοτομία, όταν ενώθηκε ο συνοικισμός, ο Α’ συνοικισμός με Β’. Βέβαια, ώσπου να ενωθεί ο συνοικισμός, υπήρχε πετροπόλεμος των παιδιών από τον Α’ συνοικισμό στον Β’ και από τον Β’ στον Α’ και μίσος μεγάλο, το οποίο δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπάρχει, αλλά έτσι αποφάσιζαν, έτσι μας λέγαν οι μεγάλοι. Πιθανόν για αυτό το κάναμε. Αλλά αντιληφθήκαμε κάποια στιγμή, ότι αυτό ήταν κουτό και φιλιώσαμε και τώρα είμαστε μια χαρά.
Κύριε Κώστα, κάτι άλλο θα θέλατε να προσθέσετε;
Ως προς ποιο πράγμα;
Ως προς αυτή τη συζήτηση έτσι που έχουμε, σε σχέση με το χωριό της Κονταριώτισσας;
Θέλω να προσθέσω, ότι αυτό που έγινε για τα σχολεία, δεν έγινε για τις εκκλησίες και το μόνο πράγμα, που χωρίζει τους δύο συνοικισμούς, των ντόπιων και των προσφύγων εδώ, είναι η εκκλησία, η οποία έχουμε δύο εκκλησίες, ενώ κατά την γνώμη μου, πιστεύω, ότι θα έπρεπε να έχουμε μία εκκλησία. Θα ήταν αρκετή και μεγαλύτερη και καλύτερη και θα λειτουργούσαν και οι δύο ιερείς μαζί. Αυτό δεν στάθηκε τρόπος να το θεραπεύσουμε μέχρι σήμερα.
Κύριε Κώστα, μία τελευταία ερώτηση. Σε συνέχεια της συζήτησης που είχαμε πριν για τη διασκέδαση, ήθελα να ρωτήσω, αν περνούσε από εδώ, από το χωριό, θέατρο και κινηματογράφος, τα περιοδεύον, ας πούμε, που περνούσαν παλιά.
Ναι. Αρχικά, υπήρχε ένας στρατιωτικός κινηματογράφος, που ερχόταν κατά διαστήματα. Όχι σε συγκεκριμένους χρόνους. Ερχόταν το μεγάφωνο, φώναζε ότι σήμερα έχει στρατιωτικό κινηματογράφο. Βγαίναμε στην πλατεία, συνήθως καλοκαίρι και εκεί, σε ένα κτήριο υπαίθρια, χωρίς εισιτήριο, πρόβαλε ο κινηματογράφος, έκανε μια προβολή ο κινηματογράφος και βλέπαμε κινηματογράφο. Στη συνέχεια, αργότερα, στη δεκαετία του ’70 άρχισαν να έρχονται ιδιωτικοί φορητοί κινηματογράφοι. Περιοδικοί, μια φορά την εβδομάδα σε κάποια αίθουσα, σε κάποιο καφενείο συνήθως, εκεί. Αυτό άρχισε ο κόσμος να πάει στον κινηματογράφο. Ήταν μια διασκέδαση. Ήταν κάτι που βλέπαμε πολιτισμό, γιατί αλλιώς δεν το γνωρίζαμε και αυτό άρεσε πάρα πολύ στον κόσμο και άρχισε μία φορά, μερικές φορές και δύο φορές την εβδομάδα, να έρχεται ένας φορητός κινηματογράφος και να παίζει κάποια ταινία της εποχής. Και θέατρο ερχόταν σπάνια. Ερχότανε[01:00:00] Καραγκιόζης ή ένα θέατρο, αλλά αυτό ήταν πολύ σπάνιο, να ‘ρθει γκρουπ θεάτρου. Αλλά ο κινηματογράφος ήταν τακτικός και ήταν και μεγάλη διασκέδαση.
Και για τους νέους και για τους μεγαλύτερους;
Ναι και για τους νέους και τους μεγαλύτερους. Περισσότερο οι νέοι πήγαιναν στον κινηματογράφο. Όχι, πήγαιναν και οι μεγαλύτεροι, αλλά όχι πάρα πολλοί.
Κύριε Κώστα, ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέροντα όσα μας είπατε για το χωριό εδώ, για την Κονταριώτισσα. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Και εγώ σας ευχαριστώ για την υπομονή που δείξατε και με ακούσατε.
Ναι ‘στε καλά.